Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μητροπολίτες’

Κατάλογος των ασκησάντων την Εκκλησιαστική Διοίκηση στην κατά Αργολίδα Εκκλησία τον 19ο αιώνα[1]


 

(1800):  Άργους και Ναυπλίου Γεράσιμος Β’: Εξελέγη από το Οι­κουμενικό Πατριαρχείο το 1800. Αρχιεράτευσε για μικρό χρονικό διάστημα, μόνο λίγες ημέρες. Προέκυψαν σκάν­δαλα και ταραχές και λογομαχίες ανάμεσα στους πιστούς και όταν ενημερώθηκε ο Γεράσιμος υπέβαλε παραίτηση.

(1800-1810): Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος (1800-1810): Εχρημάτισε επίσκοπος Ερυθρών και από το 1781 μητροπολί­της Παλαιών Πατρών έως το 1799, οπότε παραιτήθηκε. Μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους διετέλεσε από το 1800 έως τον θάνατό του, το 1810.

Καλαμαράς Γρηγόριος (1769-1821)

(1810-1821): Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος Καλαμαράς: Ανιψιός του προκατόχου του, Γρηγορίου. Το έτος 1819 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Έκανε Φιλικούς προκρίτους της επαρχίας του. Η μέγιστη προεπαναστατική εθνική δρα­στηριότητα του έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους. Φυ­λακίστηκε στην Τρίπολη και μετά από πολύμηνα μαρτύ­ρια, πέθανε το 1821.

Με την έναρξη της Ελληνικής επαναστάσεως του 1821 το Άργος, καθώς και οι άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου, που βρίσκονταν εις τις εν εξεγέρσει περιοχές της Ελλάδας, αποκόπηκαν διοικητικά από το Πατριαρχείο. Αυτό σήμανε, εκτός των άλλων, απαγόρευση χειροτονιών, εις τις χηρεύουσες εκκλησιαστικές επαρχίες. Την άμεσο διά την συγκυρία λύση του προβλήματος, ανέλαβε η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος δια της τοποθετήσεως τοποτηρητών εις τις χηρεύουσες επισκοπές

(1821-1824): Τοποτηρητεία Άργους Πρωτοσύγκελος Αθανάσιος Σολιώτης.

(1824-1829;): Τοποτηρητής πρώην Τριπόλεως Διονύσιος.

(1828-1833): Τοποτηρητής Άργους πρώην Ηλιουπόλεως Άνθιμος. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος


  

Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος

Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος

Ο Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος Αντωνόπουλος, γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1952. Κατάγεται εκ πατρός από το Μάνεσι Καλαβρύτων. Είναι πτυχιούχος της Ανωτέρας Ιερατικής Σχολής Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μετά την στρατιωτική του θητεία εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος στην Κέρκυρα το 1976 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Πολύκαρπο. Το 1977 εγκαταβίωσε στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαγματά. Το 1983 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας και νυν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμο. Διακόνησε την Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας ως ιεροκήρυκας και υπεύθυνος του τομέα νεότητας. Το 1991 μετά την παραίτηση για λόγους ασθενείας του μακαριστού καθηγουμένου Αρχιμανδρίτη Νικοδήμου Μπανταλούκα, εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σαγματά.

Στις 18 Νοεμβρίου 2013, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον εξέλεξε Μητροπολίτη Αργολίδος. Στις 20 Νοεμβρίου 2013, πραγματοποιήθηκε στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, στην Αθήνα, με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και σύμφωνα με όσα ορίζει η Εκκλησία, η χειροτονία του νέου Μητροπολίτη, από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμο.

 

Ψήφω και δοκιμασία των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών των συγκροτούντων την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Θεία Χάρις η πάντοτε τα  ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα προχειρίζεται Νεκτάριον, τον θεοφιλέστατον πρεσβύτερον εις Μητροπολίτην της θεοσώστου Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος.

Μετά την τελετή της χειροτονίας, στην προσφώνησή του ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ.κ. Νεκτάριος, μεταξύ άλλων είπε: Χειροτονούμαι σήμερα επίσκοπος, παραμένοντας διάκονος. Ενδύομαι την αρχιερατική στολή, «λεντίω ζωνύμενος». Κοιτάζω προς τα πίσω, ατενίζω την ιστορική πορεία της Εκκλησίας, ανακαλύπτω μιαν αλυσίδα με αμέτρητους κρίκους. Ο ένας κρίκος συνδέεται με τον άλλο. Και αυτή η αλυσίδα περνά μέσα από τους αγίους, τους πατέρες, τους οσίους, τους μάρτυρες, τους ομολογητές, τους αποστόλους και φτάνει μέχρι τον Χριστό…Προστίθεμαι στην αλυσίδα των αγίων αρχιερέων, που διακόνησαν τη Μητρόπολη Αργολίδος: Μετά τον Ιωάννη που καταδαπάνησε τον εαυτό του στην εξομολόγηση, τους ευλαβεστάτους δυο Χρυσοστόμους και τον μακάριο και πολυαγαπητό μου Ιάκωβο, θα είμαι ο ελάχιστος εν τοις αδελφοίς μου. Όχι από τεπεινολογία, αλλά από ρεαλιστική αποτίμηση των δεδομένων μου…

Ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ.κ. Νεκτάριος  είναι ένας φωτισμένος και ιδιαίτερα μορφωμένος κληρικός με σημαντικό συγγραφικό έργο. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία, ποιμαντικού κυρίως περιεχομένου, ενώ φανερή είναι και η παρουσία του στα κοινωνικά δίκτυα.

Μερικά από τα βιβλία του είναι:

  • «Επιστροφή: Μετάνοια και ξομολόγηση: Επιστροφή στο Θεό και στην Εκκλησιά», Αθήνα, Ακρίτας, 1994.  
  • «Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης 1891-1967», Αθήνα, Ακρίτας, 1998.
  • «Επιστροφή – Μετάνοια και εξομολόγηση: Επιστροφή στον Θεό και στην εκκλησία του», Αθήνα, Ακρίτας, 1999.
  • «Αρχιεπίσκοπος Λουκάς – Αρχιεπίσκοπος Λουκάς Βόινο Γιασενέτσκι, ένας άγιος ποιμένας και γιατρός χειρουργός (1877-1961), Αθήνα, Ακρίτας, 1999.
  • «Ρώσοι νεομάρτυρες και ομολογητές: (1917-1922), Αθήνα, Ακρίτας, 2000.
  • «Return: Repentance and confession return to God and to His Church», Αθήνα, Ακρίτας, 2000.
  • «Ταξιδεύοντας στη χώρα του Δνείπερου: Ουκρανία – Κριμαία», Αθήνα, Ακρίτας, 2002.
  • « Ο στάρετς Σεραφείμ της Βύριτσα 1866- 1949», Αθήνα, Ακρίτας, 2003.
  • «Η Οσία Δοσιθέα του Κιέβου: Η  έγκλειστη ασκήτρια (1721-1776)», Αθήνα, Ακρίτας, 2005.
  • «Υπεύθυνοι για όλα», Αθήνα, Ακρίτας, 2007. 
  • «Ταχύς εις βοήθειαν… Τα θαύματα του Αγίου Λουκά σήμερα», Αθήνα, Ακρίτας, 2011.

Έχει επιμεληθεί:

  • «Μιά χούφτα στάχτη», Αθήνα, Ακρίτας, 2002. 
  • «Ρωσία – Φινλανδία: Ταξιδιωτικό χρονικό». Αθήνα, Ακρίτας, 2004.
  • «Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα: Ὁ κατά κόσμον Γιουσούφ Ἀμπντούλ Ὀγκλί (1820-1893)», Αθήνα, Ακρίτας, 2005.
  • «Εχθρός του λαού – Η σταυρική πορεία του Αγίου Νεομάρτυρα π. Παύλου Ανσίμωφ (1891-1937)», Δομή – Αρχονταρίκι, 2009.
  • «Ο Άγιος Γουρίας (Καρπόβ)-Αρχιεπίσκοπος Ταυρίδας (Κριμαίας), 1814-1882: Βίος και διδασκαλία», Δομή – Αρχονταρίκι, 2011.

Ο νέος Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος θα ενθρονιστεί στον αρχιερατικό θρόνο της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος, την Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Ναυπλίου και την Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013, στον Καθεδρικό Ιερό Ναό του Σημειοφόρου και Θαυματουργού Αγίου Πέτρου Άργους.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, εύχεται στον νέο Ποιμενάρχη της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος, ο Μέγας Ποιμήν να του προσφέρει ευφορία Ψυχής και δύναμη πραγμάτωσης του θεάρεστου και πολύτιμου έργου που αναλαμβάνει.

Read Full Post »

Κομνηνός Άνθιμος (†1842)


 

Άνθιμος Κομνηνός

Λόγιος και κληρικός. Γεννήθηκε στη Μικρά Ασία και πήρε επιμελημένη μόρφωση. Έγινε επίσκοπος Ηλιουπόλεως (Μ. Ασίας) πριν από την Επανάσταση του 1821 και ανέπτυξε μεγάλη εθνική δράση. Με την κήρυξη της Επαναστάσεως και εξ αιτίας της πατριωτικής του δράσης διώχτηκε από τους Τούρκους και κατέφυγε τελικά στην Πελοπόννησο, όπου συνέχισε να εργάζεται για τους σκοπούς του Αγώνα.

Επί Καποδίστρια τοποθετήθηκε εκκλησιαστικός τοποτηρητής Άργους και Κάτω Ναχαγιέ και το 1833 έσωσε τους κατοίκους του Άργους από την ομαδική σφαγή, που είχε διατάξει ο διοικητής του σώματος των Γάλλων. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου έγινε μητροπολίτης Κυκλάδων με έδρα την Ερμούπολη της Σύρου και ταυτόχρονα διετέλεσε μέλος της Ιεράς Συνόδου, αναπληρωματικό το 1833-1835 και τακτικό το 1835-1838.

Το συγγραφικό του έργο είναι σημαντικό: το 1832 εξέδωσε στο Ναύπλιο το φυλλάδιο «Περί Θρησκείας και Κλήρου» και το 1837 εκδόθηκε στην Αθήνα το βιβλίο του με το μακροσκελή τίτλο «Ορθόδοξος διδασκαλία. Περιηγητής ή πρεσβύτης δάσκαλος της Ορθοδόξου Ανατολικής Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ποιηθείσα υπό του επισκόπου πρώην Ηλιουπόλεως, νυν δε Κυκλάδων Ανθίμου Κομνηνού, του Ηλιοπολίτου», μέλους της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος».

Το βιβλίο αυτό προκάλεσε την αποδοκιμασία της Ιεράς Συνόδου για ορισμένα εδάφιά του «απάδοντα τοις υπό τής Εκκλησίας πρεσβευομένοις», και το 1839 ανακάλεσε τα μέρη του βιβλίου, τα «εις τα εν αυτή τη Ορθοδοξία αντιβαίνοντα». Απεβίωσε στις 9 Ιουλίου 1842, προσβληθείς από ελονοσία, ενώ περιόδευε στο νησί της Νάξου.

 

Πηγές


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
  • Ιερά Μητρόπολη Παροναξίας 

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Μητροπολίτης Μαντινείας & Κυνουρίας Θεόκλητος (1918-1995)


  

Μητροπολίτης Μαντινείας & Κυνουρίας Θεόκλητος

Ο κατά κόσμον Νικόλαος Φιλιππαίος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1918 από γονείς καταγομένους εκ Ναυπλίου. Σπούδασε Νομική και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκάρη Μοναχός στη Μονή Ταξιαρχών Επιδαύρου την 4η Δεκεμβρίου 1941 και χειροτονήθηκε Διάκονος στις 6 Δεκεμβρίου 1941 υπό του Μητροπολίτου Αργολίδος Ιωάννου Παπασαράντου και υπηρετήσας από το 1941 έως το 1945 ως Διάκονος, ιεροκήρυξ και υπάλληλος στα Γραφεία της Μητροπόλεως Αργολίδος εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τον Απρίλιο του 1945 υπό του Μητροπολίτου Αργολίδος Αγαθονίκου Παπασταματίου.

Υπηρέτησε ως Εφημέριος, στρατιωτικός Ιεροκήρυκας, Γραμματέας και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Μετεξεπαιδεύθη επί τριετίαν εις Παρισίους στο Κανονικό Δίκαιο. Στις 21 Νοεμβρίου 1965 στον Ιερό Ναό Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας. Εκοιμήθη στις 9 Ιανουαρίου 1995 στην Τρίπολη, όπου και ετάφη. Εκτός από το ποιμαντικό και το διοικητικό άφησε και σημαντικό συγγραφικό έργο.

  

Πηγή


  • Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11ος, Αθήναι 1967, στήλη 1076.

Read Full Post »

Μητροπολίτης Θηβαΐδος Πορφύριος, (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας)


Μητροπολίτης Θηβαΐδος Πορφύριος

Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Σκίκος γεννήθηκε στον Ίναχο Αργολίδος το 1940. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1966 και Πρεσβύτερος το 1969. Το 1970 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε ως Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Παλαιού Καΐρου από το 1985 μέχρι το 1990.

Στις 17 Ιουνίου 1990 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Βαβυλώνος. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1997 εξελέγη Επίσκοπος Μπουκόμπας. Στις 23 Νοεμβρίου 1999 παραιτήθηκε. Στις 14 Μαρτίου 2003 τοποθετήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Συΐνης. Στις 27 Οκτωβρίου 2004 προήχθη σε τιτουλάριο Μητροπολίτη Θηβαΐδος.

 

  

Πηγές


Ιστοσελίδα Μάρκου Μάρκου, Θεολόγου.

Ιστοσελίδα Ιδιωτική οδός, Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος,

Read Full Post »

Παλαιών Πατρών Γερμανός Palaion Patron Germanos (1771-1826)


 

Παλαιών Πατρών Γερμανός (ξυλογραφία)

Παλαιών Πατρών Γερμανός (ξυλογραφία)

Κληρικός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ονομαζόταν Γεώργιος Γκόζιας και γεννήθηκε στη Δημητσάνα στις 25 Μαρτίου 1771, τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν η δύσκολη εποχή των Ορλωφικών, που σημαδεύτηκε από τις θηριωδίες των Αλβανών στην Πελοπόννησο. Σπούδασε στη φημισμένη σχολή της πατρίδας του και στο πρώτο σχολείο των Περουκαίων στο  Άργος το οποίο  λειτουργούσε από το 1798 στη Μονή της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης. Στη συνέχεια έγινε γραμματέας του μητροπολίτη Αργολίδας Ιάκωβου Πετράκη, οπότε και χειροτονήθηκε ως διάκονος και πήρε το όνομα Γερμανός.

 « Η Δημητσάνα, ορεινή κωμόπολις της Γορτυνίας, εφημίζετο κατά τους επί Τουρκοκρατίας χρόνους, δια τε το εύανδρον αυτής, την δραστηριότητα και την παιδείαν των κατοίκων, τον πλούτον εκ τε της εγχωρίου βιομηχανίας, ιδίως της κατασκευής νίτρου και πυρίτιδος, και εκ των εισφορών των αποδήμων, …

Εις ταύτην και τοιαύτην πόλιν εγεννήθη ο ιεράρχης Γερμανός την 25ην  Μαρτίου 1771, συνέπιπτε δε τότε προς την μεγάλην Παρασκευήν, εξ ενός χαρά Ευαγγέλια, ετέρωθεν ο Θεάνθρωπος κρεμάται επί ξύλου , ημέρα πένθους, μάλλον συνάδουσα προς τας περιστάσεις… Ο πατήρ του ιεράρχου, χρυσοχόος το επάγγελμα, ωνομάζετο Ιωάννης Γκόζιας ή Γκοζιόπουλος κατά την εγχώριον συνήθειαν, έλκων πιθανώς το γένος αυτός ή πρόγονοι αυτού εκ ομωνύμου χωρίου του δήμου Μαλευρίου της Λακωνίας…

 Η δε μήτηρ του Ιεράρχου ωνομάζετο Κανέλλα εκ του γένους Κουκουζοποπούλου…Τας δ’ αρετάς και τον βίον του Ιεράρχου Γερμανού περιέγραψαν και επήνεσαν πάντες αναξαιρέτως ημέτεροι τε και ξένοι συγγραφείς, ιδίως δε ο φίλος αυτού Πουκεβίλ εξήρε τον χαρακτήρα, παραμοιάσας αυτόν προς τον Σωκράτην …» (Προλεγόμενα- Γ. Ι. Παπούλας- Αθήνα 1900- Παλαιών Πατρών Γερμανός- Απομνημονεύματα).

Αργότερα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στην περίφημη Πατριαρχική Σχολή Κουρούτσεσμε. Το Μάρτιο του 1806 ο Γερμανός, εκλέχτηκε σε ηλικία 36 ετών μητροπολίτης Παλαιών Πατρών και η ενθρόνισή του στην Πάτρα έγινε τον Μάιο του 1806. Κατά τον ερχομό του Γερμανού στην Πάτρα, οι πιστοί του επιφύλαξα θερμή υποδοχή. Η ποιμαντορία του στην Πάτρα ήταν επιτυχημένη και ο λαός τον περιέλαβε με μεγάλη αγάπη, σεβασμό και αφοσίωση. Κατά τα έτη 1815-1817, ο Γερμανός διετέλεσε και μέλος της πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινούπολης.

Ο Μητροπολίτης Γερμανός ευλογεί τη σημαία της ελευθερίας. Peter Von Hess.

Ο Μητροπολίτης Γερμανός ευλογεί τη σημαία της ελευθερίας. Peter Von Hess.

Το Νοέμβριο του 1818 ο Γερμανός μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Τα χρόνια της προετοιμασίας του αγώνα είχε δυναμική συμβολή. Την 23η Μαρτίου, επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων της Αχαΐας, μπήκε  στην Πάτρα. ο Γερμανός οργάνωσε και πραγματοποιήθηκε τελετή ύψωσης και ευλογίας των επαναστατημένων όπλων στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, σε μια μεγαλειώδη συγκέντρωση. Την επομένη, ο Γερμανός έστειλε εγκύκλιο στους πρόξενους των ξένων δυνάμεων με τον σκοπό της εξέγερσης, ζητώντας υποστήριξη και προστασία.

Τον Οκτώβριο του 1822 μετέβη στη Ρώμη μαζί με τον Γ. Μαυρομιχάλη, σαν απεσταλμένος του αγωνιζόμενου Έθνους για την ενημέρωση της γειτονικής Ιταλίας και του Βατικανού, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 1824. Παράλληλα οι δύο άνδρες είχαν την αποστολή να ενημερώσουν όλους τους επιφανείς πατριώτες του εξωτερικού, μεταδίδοντας και διαδίδοντας την επιθυμία των Ελλήνων για αποτίναξη του ζυγού και ελευθερία και αποκομίζοντας κάθε είδους υποστήριξη από αυτούς και από τα ξένα κράτη. Η αποστολή του Γερμανού εξέφρασε εκείνη την περίοδο την επίσημη φωνή της επαναστατημένης Ελλάδας στο εξωτερικό και απέφερε αρκετά οφέλη στην επανάσταση .

Όταν επέστρεψε ο Γερμανός στην Ελλάδα, μαινόταν ο εμφύλιος σπαραγμός. Αφού είδε ότι οι παραινέσεις του δεν γίνονταν αποδεκτές, αποσύρθηκε αποκαρδιωμένος στη μονή της Χρυσοποδαρίτισσας. Εκεί, με εντολή του Γκούρα, οι στρατιώτες τον απήγαγαν με βία και τον έσυραν πεζό μέχρι τη Γαστούνη, το χειμώνα του 1825. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο σοβαρός κλονισμός της υγείας του.

Έλαβε μέρος στις εργασίες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στα 1826 και διορίστηκε μέλος της επιτροπής για εξωτερικές υποθέσεις. Στο Ναύπλιο ο Γερμανός προσεβλήθη από λοιμώδη νόσο από την οποία και απεβίωσε στις 30 Μαΐου 1826. Τάφηκε με τιμές και τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Δημητσάνα.

Στα τελευταία του χρόνια ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έγραψε τα απομνημονεύματά του, στα οποία αναφέρονται τα γεγονότα της Επανάστασης μέχρι το τέλος του 1822.

 

Πηγές


 

  • Αινιάν Δημήτριος, «Γερμανός ο Παλαιών Πατρών», της Βιβλιοθήκης του Λαού παράρτημα πρώτον, Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου Αθηνάς,1854.
  • Γερμανού Π. Πατρών Μητροπολίτου, «Απομνημονεύματα: Επιγραφόμενα απομνημονεύματα τινα της κατά του τυράννου των Ελλήνων οπλοφορίας, καί τινων πολιτικών συμβεβηκότων εν Πελοποννήσω κατά την πρώτην της διοικήσεως περίοδον», έκδοσις υπό Γ. Ι. Παπούλα μετά προλεγομένων υπό του ιδίου. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Σπύρου Τσαγγάρη, 1900.
  • Ιωάννη Π. Χαβιαρλή, « Η Παναγία η Κατακεκρυμμένη του Άργους », Άργος, 2004.
  • Petter Von Hess, «1821 Η Ελληνική Επανάσταση», Εκδόσεις Δέλτα, Αθήνα, 1996.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Μητροπολίτης Αργολίδος Αθανάσιος (1869- 1925)


  

Μητροπολίτης Αργολίδος Αθανάσιος

Μητροπολίτης Αργολίδος Αθανάσιος

Πρόκειται για τον Αθανάσιο Βαβαλίση ή Λάσκαρι (ρη) τον από Μυρέων. Γεννήθηκε στην Μάδυτο του Ελλησπόντου το 1869. Πριν έρθει στο Ναύπλιο υπηρέτησε ως Χωρεπίσκοπος Βλάγκας Κωνσταντινουπόλεως ( 1896) με τον τίτλο της « πάλαι ποτέ διαλαμψάσης» Επισκοπής Μυρέων. Αργότερα εστάλη ως βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Ξάνθης και Καβάλας. Εκεί παρέμεινε κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και διακρίθηκε για την αποτελεσματική εθνικοθρησκευτική του δράση.

Κατά τον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο οι Βούλγαροι τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και υπέστη στα χέρια τους τα πάνδεινα. Αυτό προκύπτει και από άρθρο του Κώστα Παπακοσμά, σχετικό με την απελευθέρωση της Καβάλας τον Ιούνιο του 1913.

 

 

 

Οι Καβαλιώτες όμηροι που απήχθησαν το 1913 από τους Βουλγάρους μαζί με τον επίσκοπο Μυρέων Αθανάσιο

Οι Καβαλιώτες όμηροι που απήχθησαν το 1913 από τους Βουλγάρους μαζί με τον επίσκοπο Μυρέων Αθανάσιο

« Ο Κριεζής γίνεται πρόσωπο λατρείας στα χέρια τον σηκώνουν οι Καβαλιώτες και τον οδηγούν στο Διοικητήριο ( το σημερινό δικαστικό μέγαρο) εκεί υψώνει την Ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του κτιρίου, εκεί τον συναντούν οι εναπομείναντες αρχές της πόλης. Τον ανακοινώνουν και το κακό μαντάτο της ομηρίας των επιφανών πολιτών αλλά και Επισκόπου Μυρέων Αθανασίου».

Σε αυτές τις σκληρές και απάνθρωπες εμπειρίες του αναφέρεται στο βιβλίο του με τίτλο:  « Βουλγαρικαί θηριωδίαι» και το οποίο τυπώθηκε το 1914 στην Αθήνα.

 

Τις θυσίες αυτές και την σημαντική προσφορά του αναγνώρισε η Εκκλησία και η Πολιτεία και τον τοποθέτησε ως Μητροπολίτη στην χηρεύουσα επί διετία Ιερά Μητρόπολη Αργολίδος. Η κλονισμένη του όμως υγεία τον ανάγκασε να παραιτηθεί από την θέση του και να αποσυρθεί σε κάποια  Μονή της Ιεράς Μητροπόλεως Καρυστείας όπου και πέθανε το 1925 σε ηλικία 56 ετών.

Επί των ημερών του και επί Ηγουμενίας της Μοναχής Καικυλίας – την οποία είχε χειροθετήσει ο ίδιος ως Καθηγουμένη – βρέθηκε από την σκαπάνη της μοναχής Φεβρωνίας, η εικόνα του Κυρίου Ημών Ιησού χριστού στην Αγία Μονή  της Άρειας Ναυπλίου, μετά από όραμα του Ελληνοαμερικάνου Θεόδωρου Ρογκόπουλου ο οποίος υπέδειξε και τον χώρο ανασκαφής.

  

Πηγές


  • Καθηγουμένης Κυπριανής Κρίγκα, «Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου. Η εύρεσις της Θαυματουργού εικόνος του Ιησού Χριστού», Ναύπλιον, 1986.
  • Παπακοσμάς Κώστας, «Η απελευθέρωση της Καβάλας το 1913», Δήμος Καβάλας, 2009.
  • Απομνημονεύματα, « Βουλγαρικαί Θηριωδίαι», Επισκόπου (Καβάλας) Μυρέων Αθανασίου, Αθήναι, 1914.

 

Read Full Post »

Μητροπολίτης Αργολίδος Αγαθόνικος (1898-1956)


 

Μητροπολίτης Αργολίδος Αγαθόνικος

Μητροπολίτης Αργολίδος Αγαθόνικος

Ο Αγαθόνικος Παπασταματίου ο από Σταυρουπόλεως, υιός του ιερέα Κωνσταντίνου Παπασταματίου, γεννήθηκε στην Αράχωβα Αιγίου το 1898. Το 1922 έλαβε το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, το 1923 χειροτονήθηκε Διάκονος και το 1926 Πρεσβύτερος. Υπηρέτησε ως Καθηγητής Γυμνασίου στο Αίγιο και ως Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.

Μετέβη στο Τορόντο του Καναδά για μεταπτυχιακές σπουδές και για μια δεκαετία υπηρέτησε ως εφημέριος και Καθηγητής σε διάφορες Ελληνικές Κοινότητες. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, έγινε Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Κορίνθου και το 1941 εξελέγη βοηθός επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού.

Το 1942 εκλέγεται Μητροπολίτης Αργολίδος. Ως Ποιμενάρχης διακρίθηκε για την αφοσίωσή του μέχρι αυταπάρνησης στο ποίμνιό του και μάλιστα σε καιρούς σκληρούς όπως ήταν η Κατοχή.

Το 1945 μετατέθηκε στην Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας και το 1956 εκοιμήθη, πάσχοντας από κάποια παραλυτική ασθένεια.

  

Πηγή


  • Χριστιανική Εστία Άργους, «Ημερολόγιον του έτους 1980», Αθήνα, 1979.

 

Read Full Post »

Μητροπολίτης Αργολίδος  Χρυσόστομος Α΄(Ταβλαδωράκης 1909- 1977)

 


 

Μητροπολίτης Αργολίδος  Χρυσόστομος Α΄

Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Α΄

Ο Μακαριστός Χρυσόστομος Α΄ γεννήθηκε στον Πειραιά το 1909. Το όνομά του, κατά κόσμον, ήταν Εμμανουήλ Ταβλαδωράκης.  Το 1935 έλαβε το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και χειροτονηθείς, διετέλεσε Ιεροκήρυκας  της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Γραμματέας του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Κωνσταντίνου Ομονοίας Αθηνών. Εκλεγείς ως Μητροπολίτης Αργολίδος το 1945, επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην πνευματική ανύψωση του λαού της Μητρόπολης του, την ανέγερση Ιερών Ναών και την ανακαίνιση Ιερών Μονών. Ιδιαίτερα διέπρεψε ως κήρυκας του Θείου Λόγου αφού διέθετε καταπληκτική και σπάνια ρητορική δεινότητα.

Ο Μητροπολίτης Αργολίδος  Χρυσόστομος Α΄ με τον τότε Αρχιμανδρίτη  Χρυσοστόμο Δεληγιαννόπουλο στην Πλατεία Αγίου Πέτρου το 1964.

Ο Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Α΄ με τον τότε Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμο Δεληγιαννόπουλο στην Πλατεία Αγίου Πέτρου το 1964.

Διετέλεσε κατ’ επανάληψιν μέλος της Ιεράς Συνόδου και εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος στην Ρωσία κατά τους εορτασμούς της συμπλήρωσης 50 χρόνων από της ανάδειξης του Πατριάρχη Ρωσίας Αλεξίου. Αγωνίστηκε πολύ για την έναντι των ετεροδόξων διαφύλαξη της Ορθόδοξης πίστης, κατά τις διάφορες κινήσεις προσέγγισης των άλλων ομολογιών προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Επίσης συνέγραψε και ορισμένες θεολογικού και εποικοδομητικού χαρακτήρα μελέτες. Με την από 16η  Νοεμβρίου 1965 απόφαση της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας μετατέθηκε στην νεοσύστατη Ιερά Μητρόπολη Πειραιά*. Στις 6 Αυγούστου του 1977 τελεύτησε τον βίο του, αφού ποίμανε ως καλός ποιμένας  επί μία 12ετία το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας του Πειραιά.

  

Υποσημείωση

 


  

* Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς. Από την ίδρυση της Εκκλησίας της Ελλάδας, το 1833, ο Πειραιάς και οι μεταγενέστεροι Δήμοι Νέου Φαλήρου, Δραπετσώνας, Ρέντη, Νίκαιας, Κορυδαλλού, Κερατσινίου και Περάματος, ανήκουν στην δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Το 1917 ιδρύεται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο Α΄ Αρχιεπισκοπικό Γραφείο στον Πειραιά, για την καλύτερη ποιμαντική εξυπηρέτηση των χριστιανών της περιοχής. Από το 1926, τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο εκπροσωπεί στον Πειραιά Βοηθός Επίσκοπος.

Τον Ιανουάριο του 1962 ιδρύεται η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, με τον νόμο 3952/1959 και το Β. Διάταγμα της 16/17 Δεκεμβρίου 1959. Τον Νοέμβριο του 1965 εκλέγεται ο πρώτος Μητροπολίτης Πειραιώς, Χρυσόστομος Α΄( Ταβλαδωράκης) ο οποίος μετατέθηκε από την Μητρόπολη Αργολίδας, κάνοντας για πρώτη φορά χρήση του νόμου “ Περί μεταθετού”.

Στις 12 Ιανουαρίου του 1978 η Ιερά Σύνοδος σε έκτακτη συνεδρίασή της, εκλέγει τον Μητροπολίτη Ρωγών Καλλίνικο, ως νέο Μητροπολίτη Πειραιώς, ο οποίος και ενθρονίζεται στις 5 Φεβρουαρίου, στον Ιερό Ναό της Αγίας τριάδας, στον Πειραιά. Την Τρίτη 7 Φεβρουαρίου του 2006 η Ιερά Σύνοδος αποδέχεται την παραίτηση του υπέργηρου και ασθενούς Ποιμένα, από τον Μητροπολιτικό θρόνο της Μητρόπολης του Πειραιά, τον οποίο υπηρέτησε με πραγματική αφοσίωση επί 28 συναπτά έτη. Στις 28 Φεβρουαρίου 2006 η Ιερά Σύνοδος, εκλέγει ως νέο Μητροπολίτη Πειραιώς τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Χριστιανουπόλεως κ. Σεραφείμ, Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου.

  

Πηγές

 


  •  Χριστιανική Εστία Άργους, «Ημερολόγιον το έτους 1980», Αθήνα, 1979.
  •  Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς.

 

Read Full Post »

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους  και Νικόλαος ο Μυστικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 

 

Πανηγυρικός λόγος εκφωνηθείς εις την αίθουσαν διαλέξεων του Φιλολογικού Συλλόγου Αργείων «ο Δαναός» την 5η Μαΐου 1964 υπό του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Χρυσοστόμου Δεληγιαννόπουλου, Γραμματέως  της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. 

 

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους

Σήμερον και πάλιν η χάρις του εν Αγίοις Πατρός ημών Πέτρου Επισκόπου Άργους, του θαυματουργού, πάντας ημάς συνήγαγεν εις τον σεπτόν τούτον χώρον «του υμνήσαι και φαιδρώς πανηγυρίσαι τον φρουρόν και προστάτην Αργείων, Αργολίδος πάσης τον αντιλήπτορα» της Βασιλίδος των πόλεων τον ευκλεή γόνον, των Ιεραρχών την καλλονήν, της Ορθοδοξίας τον απροσμάχητον – τον υπέρμαχον, των Ορθοδόξων το στήριγμα, της Εκκλησίας τον φωστήρα, των οσίων το εγκαλλώπισμα, της Οικουμένης  πάσης το μέγα κειμήλιον.

Εκ προοιμίου ευχαριστώ και συγχαίρω το έντιμον Διοικητικόν Συμβούλιον του έξοχου φιλολογικού Συλλόγου της πόλεως μας « ο Δαναός». Ευχαριστώ δια την ευγενή τούτου πρόσκλησιν, όπως κατά την εύσημον ταύτην ώραν της κυρίας εορτής Αυτού, καταλάβω το βήμα τούτο, συγχαίρω δε δια το παντοίον ευεργετικόν έργον αυτού, εν οίς και το της προβολής της προσωπικότητος του Προστάτου Αγίου της πόλεως μας, ύφ’ ου την σκέπην από της συστάσεως του, έχει τεθή ο Σύλλογος.

Εισερχόμενος ευθύς εις το θέμα μου, το οποίον φέρει τον τίτλον « Ο Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους και Νικόλαος ο Μυστικός — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως», δια του οποίου θέλει επιδιωχθή να αποκαλυφθή μία επί πλέον πτυχή εκ της όλης ζωής του Αγίου μας και μάλιστα πτυχή λίαν σημαντική, ζητώ εξ αρχής συγγνώμην εάν δεν θα περιορισθώ απολύτως εις το θέμα  τούτο, προκειμένου νέα στοιχεία, λίαν ενδιαφέροντα ελθόντα εις φως έπ’ έσχατων, περί της ζωής του Αγίου, να τεθώσιν ύπ’ όψιν υμών, πράγμα το όποιον γνωρίζω πόσον θα ικανοποιήση και υμάς τους δικαίως τιμώντας τον Προστάτην ημών.

Τούτων έλαβον γνώσιν, υπό του Αγίου ασφαλώς οδηγούμενος, ως Εξής:

Ο Πολιούχος ημών, ως γνωρίζουν οι ασχοληθέντες με τον βίον αυτού, μετέσχε μιας τοπικής Συνόδου, εις Κωνσταντινούπολιν υπό τον Πατριάρχην Νικόλαον τον Μυστικόν το 920  μ.Χ. 

Περί της Συνόδου ταύτης και των λαβόντων χώραν κατ’ αυτήν παρεκλήθην παρά του Διοικητικού  Συμβουλίου του Συλλόγου, όπως γίνη λόγος κατά την σημερινήν εορτήν. Εν τη προσπάθεια μου λοιπόν προς ανεύρεσιν στοιχείων περί της συνόδου ταύτης, πληροφορηθείς σχετικώς, επικοινώνησα μετά του αιδ. Ιερέως Γρηγ. Νόβακ, ιδιαίτερα ασχολουμένου με την προσωπικότητα του Αγίου ημών.

Ούτος ανήκει εις το Τάγμα των Ασσομψιονιστών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, μέλος δε του Ινστιτούτου Βυζαντινών Σπουδών εδρεύοντος εις Παρισίους, ασχολείται ειδικώς με την Βυζαντινήν αγιολογίαν, δι’ ο και η ενασχόλησίς του με τον Άγιον Πέτρον, άγιον της Βυζαντινής εποχής. 

Η επαφή μου μετά του διασήμου τούτου Βυζαντινοαγιολόγου απέβλεπεν εις διαλεύκανσιν ωρισμένων σημείων περί της αναφερθείσης I. Συνόδου. Κατ’  αυτήν  όμως  εβεβαιώθην  ότι  κατέχει το όλον θέμα « Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους», όσον ουδείς έτερος μέχρι σήμερον.

Περιήλθεν ούτος άχρι τούδε πολλάς βιβλιοθήκας και εμελέτησεν πολλούς κώδικας εν τη επιδιώξει ευρέσεως στοιχείων  περί των αγίων της Βυζαντινής Εποχής και προκειμένου περί του Αγίου ημών ανεύρε νέα στοιχεία όντως σημαντικά.  

Προτού όμως ομιλήσω περί τούτων, πρέπει να υπομνήσω ότι τα όσα μέχρι τούδε εγνωρίζαμεν περί του Πολιούχου ημών, τα οποία και περιλαμβάνονται εις την εξαιρετικήν σχετικήν μελέτην του αειμνήστου Χρήστου Παπαοικονόμου, προήρχοντο εκ των εξής πηγών:

 1.    Εκ της παλαιάς ασματικής φυλλάδας, ην εύρων εν χειρογράφω, σεσαθρωμένην εξέδωκε τύποις το 1727 ο Αργείος Γεώργιος Μάρκος, ο Ζωγράφος επανεξέδωκε δε μετά προσθηκών και βελτιώσεων ο αείμνηστος Μητροπολίτης Αργολίδος Δανιήλ Πετρούλιας το 1870 εν Αθήναις.

 2.    Εκ του ευρεθέντος Κώδικος εις το Βατικανόν το 1893 υπό του υποβιβλιοφύλακος της Βιβλιοθήκης GIUSEPPE COZZA – LUZI εις ον περιείχετο εγκώμιον προς τον Άγιον.

 3.    Εκ της πραγματείας, ην επί τη βάσει του ανευρεθέντος ως άνω κώδικος και άλλως στοιχείων αποσταλλέντων αυτώ εξ Άργους, εξέδωκεν ο Διευθυντής του εν Ρώμη Ελληνικού Κολλεγίου το 1899 Ρ. ENRICO RICKENBACH, υπό τον τίτλον «STORIA E SCRITI DI S, PIETRO D’ ARGO.

 4.    Εκ κωδίκων ανερευθέντων εν Μεσσήνη της Ιταλίας και το Βατικανόν, εις ους περιέχονται οι τέσσαρες λόγοι του Αγίου, δύο εις την Αγίαν Άνναν,  εις τους Αγίους Αναργύρους Κοσμάν και Δαμιανόν και εις τον Άγιον Αθανάσιον, Επίσκοπον Μεθώνης.

Ταύτα πάντα συνέλεξεν, ως γνωστόν ο αείμνηστος ιδρυτής του Συλλόγου, ιερεύς Χρήστος Παπαοικονόμου έκδούς το 1908 μετά συντόμου ιστορίας της εκκλησίας Άργους το περισπούδαστον βιβλίον του «Ο Πολιούχος του Άργους Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους ο θαυματουργός».

Ότι λοιπόν εγνωρίζαμεν μέχρι τούδε  περί του Αγίου μας, προήρχετο εκ των πηγών αυτών. Ήδη ο εν λόγω Βυζαντινοαγιολόγος κληρικός, μετά από πολυετείς συνεχείς έρευνας πληροφορεί, ότι, υπάρχουν αι άλλοι κώδικες  αναφερόμενοι εις τον Άγιον Πέτρον, και ότι τους κώδικας (αυτούς εμελέτησεν ο ίδιος λαβών μάλιστα και φωτογραφίας των σχετικών σελίδων των κωδίκων.  Εις την πρώτην συνάντησιν, την οποίαν  είχομεν  μετά του εν λόγω κληρικού, ήκουσα παρ’ αυτού  τας  σημαντικάς ταύτας, δια τον Άγιον μας ανακοινώσεις του, εζήτησα δε, όπως έχη την καλωσύνην και εις νεωτέραν επαφήν μας έχη τας φωτογραφίας των κειμένων, των κωδίκων δηλαδή, ώστε να λάβω ιδίαν πείραν των νέων στοιχείων δια να υπάρξω και κατηγορηματικός εις ότι σήμερον θα έλεγον.

Και ο π. Νόβακ μου ικανοποίησε το αίτημα. Ούτω λοιπόν, αγαπητοί μου, εκτός των όσων περί του Αγίου μας εγνωρίζαμεν, ήδη λαμβάνομεν γνώσιν ότι :

 1.    Εις την Αμβροσιανήν βιβλιοθήκην του Μιλάνου φυλάσσεται κώδιξ του ΙΔ’ αιώνος, εντός του οποίου είναι καταγεγραμμένον το εγκώμιον προς τον Άγιον, το οποίον περιέχεται και εις τον μνημονευθέντα ανωτέρω κώδικα του Βατικανού, το οποίον εγκώμιον έχει περιληφθή και εις την μελέτην  του Παπαοικονόμου ανεπίγραφον. Εις τον κώδικα τούτον και συγκεκριμένως   εις   τον   χώρον προ του εν λόγω εγκωμίου  έχει καταχωρισθή επίγραμμα του μαθητού και διαδόχου του Αγίου εις τον θρόνον του Άργους, επισκόπου Ιωάννου, το οποίον συνέταξε επί τη καταθέσει, υπ’ αυτού, Ιεράς εικόνος, του Αγίου εις Ιερόν ναόν.

Εκ του επιγράμματος τούτου σαφώς πληροφορούμεθα ότι διάδοχος του Αγίου Πέτρου εις τον θρόνον του Άργους δεν εγένετο ως άχρι τούδε επιστεύετο ο Επίσκοπος Κωνσταντίνος καθ’ όσον υπήρξεν ούτος προκάτοχος αυτού.

 2.    Επίσης πληροφορούμεθα ότι εις τον κώδικα υπ’ αρ. 278, φυλασσόμενον εν τη Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, αντιγραφής 14ου αιώνος από του  φύλλου  286 περιέχεται  το αυτό, γνωστόν, προς τον Άγιον εγκώμιον με τον τίτλον «Θεοδώρου  ελαχίστου  Μητροπολίτου Νικαίας»,   εις τον εν Αγίοις  Πατέρα   ημών και θαυματουργόν Πέτρον επίσκοπον Άργους».

 3.    Ομοίως ότι εις κώδικα υπ’ αριθ. 2734, φυλασσόμενον εν τη αυτή Εθν. Βιβλιοθήκη, αντιγραφής ομοίως του 14ου αιώνος, από του φύλλου 238 Α – 247 Β περιέχεται λόγος του Αγίου εις τον  Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, άγνωστος μέχρι τούδε.

 4.    Ομοίως ότι εις κώδικα, του Βου αιώνος φυλασσόμενον εις την βιβλιοθήκην της Ι. Μονής Μεγίστης  Λαύρας — Αγ. Όρους  περιέχεται ο αυτός ως άνω λόγος εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Θεοτόκου.

 5.    Τέλος ότι εις κώδικα φυλασσόμενον εις την βιβλιοθήκην της Ι. Μονής Αγ. Ιωάννου του θεολόγου – υψηλού   Λέσβου περιέχονται δύο ομιλίαι  του   Αγίου Πέτρου, μία εις την Μεγαλομάρτυρα  Βαρβάραν,   ανεπίγραφον και σημείωσιν εις  το άνω μέρος του φύλλου του χειρογράφου Πέτρ. — Αργ. και μίαν  εις  τα  Εισόδια της Θεοτόκου.

Μετά τας ανωτέρω πληροφορίας και καίτοι  ο  π. Νόβακ, ως  και  ανωτέρω μοι επέδειξεν  εν  φωτοτυπία όλας τας σελίδας των χειρογράφων των ανωτέρω κειμένων, ησθάνθην  εσωτερικήν ανάγκην  να  επισκεφθώ  την   Εθνικήν Βιβλιοθήκην και να ίδω, ιδίοις όμμασι,  τα χειρόγραφα.  Εις  το τμήμα χειρογράφων της Εθν. Βιβλιοθήκης υπηρετεί  ο  εξαίρετος και σεβαστός  κ.   Ανδρέας Αθανασόπουλος, ο κατάλληλος άνθρωπος δια την θέσιν, την οποίαν κατέχει,  πλούτος   γνώσεων, όστις με διηυκόλυνε τα μέγιστα   εις  την  επιδίωξίν μου, ειπών μοι μάλιστα ότι ανεζήτει αρμόδιον, δια να ανακοινώση τα όσα περί του Αγίου, εκ των εν τη βιβλιοθήκη χειρογράφων προσφέρονται.

Εΐδα τους δύο κώδικας, τον μεν με το προς τον Άγιον εγκώμιον, τον δε με την ομιλίαν εις τον θείον Εύαγγελισμόν. Εφωτογράφησα ευθύς τας πρώτας σελίδας εκατέρου τούτων, των ενδιαφερόντων ημάς κειμένων και ήδη ενώπιον ημών πρόκεινται τα τεκμήρια. Οι δύο ούτοι κώδικες, ως ο κ. Αθανασόπουλος πληροφορεί, προέρχονται ο μεν μετά του εγκωμίου εκ της Ι. Μονής Δουσίκου – Τρικάλλων Θεσσαλίας, ο δε μετά τας ομιλίας εις τον Ευαγγελισμόν εκ Καστοριάς.

Εκ των ανευρεθέντων τούτων κωδίκων και εξ άλλων στοιχείων, ως επιστολαί του Μητροπολίτου Νικαίας Θεοδώρου προς διάφορα πρόσωπα, η προσωπικότης του Αγίου μας, γίνεται περισσότερον γνωστή εις τα έξης σημεία:

 Ο ακαθόριστος άχρι τούδε χρόνος γεννήσεως και θανάτου του καθορίζονται. Και είναι πλέον βέβαιον ότι εγεννή0η το 852, εξεδήμησεν δε εις Κύριον το 922 η το 921.

 Καθορίζεται ότι εγκωμιαστής του Αγίου είναι ο Μητροπολίτης Νικαίας Θεόδωρος, όστις υπήρξε μαθητής αυτού, ευεργετηθείς τα μάλα παρ’ αυτού και χειροτονηθείς υπό του ιδίου εις πρεσβύτερον. Τόσω το προς τον Άγιον εγκώμιον όσω και επιστολαί του Θεοδώρου καθιστούν το πράγμα λίαν σαφές. Τούτο διασαφηνίζει πλέον την άχρι τούδε ασάφειαν ότι «ενδεχομένως», εγκωμιαστής του Αγίου υπήρξεν ο Επίσκοπος Άργους Κωνσταντίνος.

Καθορίζεται ότι εις την σειράν των 33 Επισκόπων Άργους, την εις το χειρόγραφον του Σακελλίωνος υπάρχουσαν, ο Άγιος Πέτρος είναι  ο τέταρτος  της  σειράς  και ουχί  ό   πρώτος.   Άρα  ο Κωνσταντίνος υπήρξε προκάτοχος και ουχί  διάδοχος του Αγίου.  Διάδοχος του Αγίου  υπήρξεν   ο  Ιωάννης.   

Καθορίζεται ότι το υπό του COZZA -LUZΙ ευρεθέν χειρόγραφον είναι του ΙΙου αιώνος, πράγμα το οποίον  μας οδηγεί ότι το πρωτότυπον δέον να αναχθή εις  τα  τέλη  του 10ου αιώνος, δηλαδή ολίγον μετά τον θάνατον του Αγίου.  Σημειώ ότι ο αείμνηστος Ν. Βέης εις μελέτην του, δέχεται ως χρόνον συγγραφής του προς τον Άγιον εγκωμίου   το  927, ήτοι πέντε έτη μετά τον θάνατόν του. Τα ήδη γνωστά στοιχεία συνηγορούν απολύτως  υπέρ   της   γνώμης ταύτης.  

 Έρχονται πλέον εις φως τρεις λόγοι του Αγίου, εκτός των άχρι τούδε γνωστών τεσσάρων.

Εκ της μεγάλης διαδόσεως των λόγων του Αγίου — έφ’ όσον ευρίσκονται   τόσα χειρόγραφα  με λόγους αυτού — τεκμαίρεται ότι πάσης εκτιμήσεως έχαιρεν  ο Άγιος και ως Άγιος και ως ρήτωρ παρά συμπάσης της εκκλησίας.

 Τέλος τα νέα αυτά ευρήματα μας δημιουργούν  την  βάσιμον ελπίδα ότι και άλλα χειρόγραφα θα έλθουν εις φως και νέα στοιχεία   και  νέοι  λόγοι του  Αγίου μας  θέλουσιν αποκαλυφθή,   δι’ ων  η αγία του προσωπικότης θέλει εντονώτερον προβληθή εις δόξαν Χριστού και της Αγίας μας εκκλησίας,   τιμήν δε   και  του Άργους, το οποίον  ηυλογήθη  δια τοιούτου   Επισκόπου  και Αγίου.

Ευχαριστίας, κατόπιν των ανωτέρω, καθομολογώ προς τον αιδ. π. Νόβακ, δι’ όσα με επληροφόρησεν και συγχαρητήρια δι’ όσα συμβάλλει προς προβολήν της προσωπικότητος του Αγίου μας. Ομοίως ευχαριστώ και τον κ. Ανδρέαν Αθανασόπουλον, δι’ όσα με διευκόλυνε κατά  την ερευνάν μου.

 Και ήδη εις το θέμα μας, περί Αγίου Πέτρου και Νικολάου Μυστικού.

 Εξ αρχής υποβάλλεται το ερώτημα, τις η σχέσις μεταξύ των δύο τούτων Μεγάλων Ιεραρχών; Απαντητικώς πληροφορούμεν, ότι, αμφότεροι εγεννήθησαν εις την αυτήν πόλιν, την Κωνσταντινούπολιν, και το αυτό έτος, το 852 μ. Χ. και ότι ανετράφησαν εν τη ιδία πόλει. Τη βασιλίδι των πόλεων. Το γεγονός τούτο μας παρέχει την άδειαν να δεχώμεθα, ότι από της μικράς των ηλικίας, οι δύο ούτοι άνδρες θα είχον γνωρισθή και ενδεχομένως εμαθήτευσαν εις τα αυτά σχολεία. Είναι εξ άλλου δεδομένον, ότι θείος έρως κατεπλημμύριζε τας καρδίας αμφοτέρων και ιεροί και Άγιοι πόθοι εις το να υπηρετήσουν την Αγίαν μας εκκλησίαν, κατεκυρίευον της όλης ζωής  και των δύο.

Ήτο δυνατόν λοιπόν, την αυτήν πόλιν οικούντες, συνομίληκοι όντες και υπό των ιδίων ιδανικών κατεχόμενοι, να έμενον ούτοι άγνωστοι μεταξύ των;

Ιστορικώς ότι εν προκειμένω γνωρίζομεν είναι, ότι, όταν, ενηλικιώθησαν, ο μεν Νικόλαος εισήλθεν εις την Αυτοκρατορικήν αυλήν και εγένετο Μυστικός Σύμβουλος Λέοντος του Σοφού, εξ ου και Μυστικός απεκλήθη, παρ’ ου και επαξίως ανεβιβάσθη το 898 εις τον Οικουμενικόν θρόνον, ο δε ημέτερος Πέτρος μετά των γονέων του και των αδελφών του Παύλου, Διονυσίου, Πλάτωνος και της μοναδικής αδελφής του, εστράφηςαν προς την έρημον, εκλέξαντες την εν σώματι αγγελικήν πολιτείαν.

Εν σημείον εις το προς τον Άγιον, γνωστόν εγκώμιον μαρτυρεί την επιθυμίαν του  Νικολάου,   όπως ίδη τον Πέτρον ανερχόμενον εις το του Επισκόπου αξίωμα. Ιδού το σχετικόν κείμενον «τούτων απάντων» λέγει «πειθόμενος ο τότε Αρχιερεύς, Νικόλαος… ανήρ λόγιος και αυτός ουδ’ ήττον κατ’ αρετήν επαινούμενος… τον άνδρα της αρετής και λογιότητος αγασθείς, εβούλετο και δια σπουδής, ότι πλείστης είχεν αρχιερωσύνης τιμήσαι και τοις πρώτοις τον θρόνον εχκαθιδρύσαι». Δια των λόγων τούτων του εγκωμιαστού πληροφορούμεθα ότι μανθάνων ο Αρχιερεύς Νικόλαος, τα όσα περί της αγιότητος του Μοναχού Πέτρου διεδίδοντο ο οποίος, Νικόλαος, ήτο όπως και ο Πέτρος, ανήρ Λόγιος, χωρίς να επαινήται ολιγώτερον και δια την αρετήν του, και εκτιμήσας πρεπόντως τον άνδρα της αρετής και της λογιότητος, ήθελε και μάλιστα εβιάζετο να τιμήση τούτον δια της… Αρχιερωσύνης, εγκαθιστών Αυτόν Αρχιερέα, ενός των μεγαλυτέρων θρόνων της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Αυτά   πληροφορεί ο εγκωμιαστής. Αλλά  και την άρνησιν του Αγίου εις αποδοχήν της τιμής δεν αποσιωπά. ‘Ητο ακριβώς τότε, όπου την Αυτοκρατορίαν συνετάρασσε το γνωστόν θέμα του τετάρτου γάμου Λέοντος του Σοφού μετά  της Ζωής της Καρβανοψίνης, μεθ’ ης είχεν αποκτήσει εξώγαμον τέκνον, τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητον, ως η εκκλησιαστική ιστορία πληροφορεί. Ο Πατριάρχης Νικόλαος συγγενής και μαθητής του Μεγάλου Φωτίου, υπό του πνεύματος εκείνου εμφορούμενος «τω Κυρίω δουλεύειν και μή   τοις   ανθρώποις   αρέσκειν βουλόμενος», όπου κατεπατείτο το θείον θέλημα, αφώρισε τον Λέοντα αφού δις  ηρνήθη εις αυτόν την επικοινωνίαν και αυτήν την εις τον Ιερόν Ναόν είσοδον, τον δε τελέσαντα τον παράνομον και αντικανονικόν τούτον γάμον, ιερέα θωμάν αφώρισε.

Τότε ακριβώς ο Νικόλαος εκάλει εις προαγωγήν τον ημέτερον Άγιον. Άλλ’ ούτος, ως ο εγκωμιαστής του σημειοί, το έπικίνδυνον του πράγματος ευλαβούμενος», δηλαδή φοβούμενος ότι θα έθετε την ψυχήν του εις κίνδυνον, αναλαμβάνων τας ευθύνας της αρχιερωσύνης, «και την ησυχίαν φιλών, προς δε και τοις τότε τελουμένοις απαρεσκόμενος», αγαπών δε την ησυχίαν και αποστρεφόμενος τα όσα εις την αυτοκρατορικήν αυλήν ελάμβανον χώραν, «ανένδοτος ην».

Και ο μεν Πέτρος ησύχαζε, καταφυγών εις Ι. Μονήν εις Κόρινθον, ο  δε Νικόλαος στερρώς  εχόμενος των όρκων του εισήρχετο εις περίοδον διωγμού και δοκιμασιών. Ούτως, ως πληροφορούμεθα εκ της εκκλησιαστικής  Ιστορίας,  ο Λέων ο Σοφός, ως εκ της στάσεως του Νικολάου, επεζήτησε   τήν συνδρομήν του   Επισκόπου   Ρώμης Σεργίου του Γ  όστις ατοπώτατα απέστειλεν   εις Κων)λιν εκπροσώπους του, οίτινες το 906  συνεκρότησαν εκείσε,   μόνοι  Σύνοδον, εν η τον μεν γάμον του Λέοντος ανεγνώρισαν ως κανονικόν, τον δε Νικόλαον καθήρεσαν   αναδείξαντες Πατριάρχην   Ευθύμιον τινα, ηγούμενον της Μονής ψαμαθίας.   Ο   Νικόλαος εις ουδεμίαν επικοινωνίαν ελθών μετά των εκπροσώπων  της  Ρώμης διέγραψεν εκ των  δίπτυχων της  Ορθοδόξου Εκκλησίας το  όνομα αυτού.   Αποθανόντος όμως το 912 μ. Χ. του  Λέοντος,   την  Αυτοκρατορίαν ανέλαβεν ο αδελφός αυτού Αλέξανδρος, ανηλίκου όντος του υιού του Κων)νου Πορφυρογέννητου. Ο Αλέξανδρος ευθύς ανεκάλεσεν εις τον θρόνον τον Νικόλαον, καθαιρεθέντος του Ευθυμίου και εγκλεισθέντος εις Μονήν. Επανελθών ο Νικόλαος και πάλιν στρέφει τα βλέμματα προς  τον εν Κορίνθω πλέον  Μοναχόν Πέτρον, ίνα καταστήση τούτον Αρχιερέα. Και ήδη επέτυχε τούτο κατόπιν της επιμονής τών  Αργείων και Ναυπλιέων και ο Πέτρος μετά πάντως το 912 ανεδείχθη αποφάσεις, εις τον τόμον τούτον, επαναλέγω, αναφέρεται ότι  της Συνόδου μετέσχον «αρχιερείς και ιερείς Επίσκοπος Άργους, αφού ήδη έδωκεν εαυτόν τύπον και υπογραμμόν του πως οι άξιοι δέον να φθάνουν εις τους Επισκοπικούς θρόνους.

 Εν τω μεταξύ και επειδή τη 919 ο Κων)νος ενηλικιώθη, πράγμα όπερ εδημιούργει πολλαπλά προβλήματα δια την Αυτοκρατορίαν, και επειδή η δημιουργηθείσα ρίξις μεταξύ των εκκλησιών Ρώμης και Κων)λεως απήρεσκεν εις τον ειρηνικόν κατά τα άλλα Πατριάρχην Νικόλαον, απεφάσισεν ούτος την σύγκλησιν εις Κων)λιν Ι. Συνόδου το 920. Ο Νικόλαος Μαλαξός — Πρωτοπαπάς Ναυπλίου πληροφορεί ότι  της Συνόδου ταύτης μετέσχε και ο ημέτερος, παρασχεθώσι πληροφορίαι σχετικώς με την εν λόγω Σύνοδον.

Εις τον τόμον της Συνόδου ταύτης, τόμον δε λέγοντες εννοούμεν το κείμενον το περιλαμβάνον τα κύρια θέματα, τα συζητηθέντα εν τη Συνόδω  και τας επ’ αυτών ληφθείσας, όσοι μη εαυτοίς αρέσκειν ηγάπησαν» δηλαδή Αρχιερείς και Ιερείς, οι οποίοι δεν ηγάπησαν να αρέσουν εις τον εαυτόν τους, αλλά εις το να υπηρετούν αληθώς τον Θεόν και την Εκκλησίαν. Και εκάλεσεν ο Νικόλαος μεταξύ των πρώτων τον Επίσκοπον Άργους Πέτρον, ευρισκόμενον εις την κορυφήν «των μη εαυτοίς αρέσκειν» αγαπησάντων. Είχεν εν ανάγκην τοιούτων Ιεραρχών! Η εκ της τετραγαμίας προηγηθείσα εις τη Αύτοκρατορίαν ταραχή και η φυγαδευθείσα ειρήνη μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης Κων)πόλεως ήσαν θέματα μέγιστα και έπρεπε να μελετηθούν παρ’ αγίων και νουνεχών Αρχιερέων, οίτινες να δώσουν την κατά θεόν συμφέρουσαν λύσιν.

 Και ο  Πέτρος αποδεχθείς την πρόσκλησιν μετέβη εις Βυζάντιον, ίνα προσφέρη υπέρ της Εκκλησίας του ότι εις περίπτωσιν εκείνην ήτο ενδεδειγμένον. Ηρνείτο να ακούση άλλοτε τον Νικόλαον δια να γίνη Αρχιερεύς, ουχί διότι την παρακοήν ηγάπα, αλλά διότι της Αρχιερωσύνης το ύψος καλώς υπελόγιζεν. Ήδη όμως, όπου η Εκκλησία εκληδωνίζετο, ήδη, όπου η Αυτοκρατορία έσωθεν και έξωθεν προσεβάλλετο, ήτο αδύνατον να μείνη ασυγκίνητος ο Πέτρος, ο τίμιος Ιεράρχης Πέτρος. Ούτος σπεύδει και δίδει το παρών εις Κων)λιν, ότε και αναδεικνύεται δεξιός βραχίων και κραταίωμα του σώφρονος Πατριάρχου Νικολάου. Εκ της νέας αυτής συναντήσεως των δύο Ιεραρχών δύο σημαντικά στοιχεία κατέχομεν, το εν, το κοινόν όνειρον το οποίον αμφότερους συνεκίνησεν περί της Αγιότητας του οσίου Θεοδοσίου, του εν τη ομωνύμω Ι. Μονή της Αργολίδος, ασκουμένου εν τη αγιότητι, το οποίον αναφέρει εις τον βίον του οσίου ο αυτός Ν. Μαλαξός, και το οποίον, ως γνωστόν συντομίας χάριν παραλείπω και το έτερον ο τόμος, ο ενωτικός τόμος, ως αποκαλείται όστις συνετάγη υπό των μετασχόντων της I. Συνόδου, όστις αποτελεί, ως οίκοθεν νοείται, το αποστάλαγμα των όσων εν αυτή συνεζητήθησαν και απεφασίσθησαν.

Και είναι πράγματι δηλωτικός ο τόμος ούτος του κυριαρχήσαντος πνεύματος κατά την εν λόγω Σύνοδον, πνεύματος καθ’ ο οι μετάσχοντες αυτής υπερεμάχησαν και κατά των αυθαιρεσιών της Εκκλησίας της Ρώμης και κατά του εμφανισθέντος ηθικού εγκλήματος, της νομιμοποιήσεως δηλαδή του τετάρτου γάμου.

Εκ του τόμου τούτου μεταφέρομεν ενταύθα ολίγα τινά διά να εκτιμήσωμεν το κείμενον εκείνο, το οποίον αι Άγιαι χείρες του Πολιούχου ημών υπέγραψαν, δια να αισθανθώμεν την συγκίνησιν, την οποίαν και εκείνος ησθάνετο, όταν υπερεμάχει δια τινών, του δόγματος και της ηθικής, ήτοι της μη έπικρατήσεως των καινοτομιών της παλαιάς Ρώμης προς διασφάλισιν του  γνησίου ορθοδόξου δόγματος, και της μη αναγνωρίσεως της αρχής ότι το μυστήριον του γάμου είναι δυνατόν να ευλογή και αυτήν την τετραγαμίαν προς περιφρούρησιν της χριστιανικής ηθικής και του ιερού μυστηρίου εις α σημεία η αγία Εκκλησία απ’ αιώνων, κα-θώρισε. Ο τόμος ούτος εις δύο θέματα αναφέρεται, πρώτον εις την δημιουργηθείσαν ρίξιν μεταξύ των Εκκλησιών Κων)λεως και Ρώμης, των οποίων Εκκλησιών επιδιώκεται ήδη η επανασύνδεσις των σχέσεων, και δεύτερον εις το εγκληματικόν από απόψεως Χριστιανικής της αναγνωρίσεως της τετραγαμίας, Εξ αυτού σταχυολογούμεν ολίγα στοιχεία, απλουστεύοντες το κείμενον, οπου τούτο επιβάλλεται προς πληρεστέραν ενημέρωσιν ημών. Ιδού τα σημαντικώτερα τμήματα του ενωτικού τόμου:

 «Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και θεός εις τους Μαθητάς και Αποστόλους τους και εις όσους μετ’ εκείνων έγιναν άξιοι της κληρονομιάς του εξαίρετον    κληρονομίαν   αφήκε τήν  ειρήνην… «Και  εις τήν  συνέχειαν……   ‘Αλλ’ επειδή ούτως έχει το της ειρήνης θέμα, εξ αρχής και μέχρι τώρα, δεν εξέλιπε η επαναστατική κακία του πονηρού να διαταράσση το πλήρωμα της Εκκλησίας  ενώ ο αίτιος της ειρήνης και διδάσκαλος Χριστός ο θεός ημών… πάντοτε τα σκάνδαλα επιστρέφων κατά της κεφαλής τού πονηρού, την   ειρήνην  εις την Εκκλησίαν του διαφυλάσσει ανόθευτον… Και τώρα ότε συνέβη να ταραχθή η Εκκλησία εκ της γνωστής αφορμής του γάμου… της εσφαλμένης αφορμής αποδοκιμαζομένης, (επιβάλλεται) προς την αρχικήν κανονικήν τάξιν να αποκατασταθούν εκείνα, τα οποία ένεκα ταύτης εις εχθρότητα   διετέθησαν.

 Δια τούτο συναθροισθέντες από κοινού Αρχιερείς και ιερείς, όσοι δεν ηγάπησαν να αρέσουν εις τον εαυτόν τους, αλλά προετίμησαν την ειρήνην της Εκκλησίας από τας επαναστάσεις, κατενοήσαμεν εν συνειδήσει, επειδή εκ των εκ του γάμου εκείνου αφορμήν εδημιουργήθησαν τα σκάνδαλα, να καθαρισθούν ταύτα και διασφαλισθή (η πίστις ) ώστε μηδαμώς πλέον δια της εξελίξεως των σκανδάλων και των εκ τούτων αφορμών να ταράσσεται η Εκκλησία, ούτε ο βίος εκείνων, οι οποίοι θα ήθελον να ζήσουν κατά τον τρόπον αυτόν (τον σκανδαλώδη) να γίνεται κατάκριτος και αποδοκιμαστέος. Και λοιπόν αποφαινόμεθα κοινή γνώμη και κρίσει, από του παρόντος έτους, το οποίον είναι εξακιχιλιοστόν τετρακοσιοστόν εικοστόν όγδοον (έδώ εννοείται, από κτίσεως   κόσμου, δηλαδή 920 μ.Χ. τέταρτος γάμος από ουδένα να τολμηθή,   αλλά να είναι ούτος εξ ολοκλήρου απόβλητος ».

«Εν συνεχεία ο   τόμος   ασχολείται και με τον  τρίτον γάμον, τον οποίον αποκαλεί «ρύπασμα», δι’ ο και επιτάσσει, μετά το τοιούτον   γάμον «μέχρι πενταετίας αμέτοχος να μένη της θείας κοινωνίας και να μην  περικόπτεται ο χρόνος ούτος» δια  τους τολμητίας της ρυπαρότητος.  Και   συνεχίζει «όχι μόνον αλλά  και  τον δεύτερον και  τον  πρώτον γάμον, δεν αφίνομεν ανασφαλίστους, αλλά  και δια τούτους ορίζομεν  να  συνάπτωνται ούτως, ώστε να μη υπάρχη καμμία πονηρά αιτία ή    από απαγωγήν  η από προηγηθείσαν λαθραίαν φθοράν, αλλά  με  καθαρότητα εκ τοιούτων μολυσμάτων και πορνικής ακαθαρσίας» και  εις  αντιθετον περίπτωσιν κανονίζει τους ούτως εις τον γάμον φθάσαντας να υπόκεινται τον «επί της  πορνείας»  Ι. Κανόνα μεθ’ ο   εις την  θείαν Κοινωνίαν να  φθάνουν».

Και το ιερόν κείμενον περατούται δια της εξής συγκινητικής άμα και χαρακτηριστικής του πνεύματος   τών  συνταξάντων αυτήν προσευχής,   ην παραθέτομεν ως  έχει «τούτω ούτως διωρισμένων προς  ασφάλειαν της αγίας Εκκλησίας, του  αμέτοχον είναι  το ευσεβές των  Χριστιανών πλήρωμα των   εξ αθέμιτων   γάμων   ρύπων δεόμεθα της Σης αγαθότητος, Χριστέ ο θεός ημών, έτι και  δια παντός   παν σκάνδαλον, πάσαν διαμερισμού αιτίαν, της  σής εξελαύνειν   Εκκλησίας και  συντηρείν αύτη  την  ειρηναίαν  κατάστασιν,    πρεσβείαις της Δεσποίνης ημών και αχράντου πατρός, των  πανίερων σου μαθητών και  Αποστόλων δι’ ων εν πάση τη οικουμένη την σην καταφύσεις ειρήνην, και πάντων εις αιώνος ευαρεστούμενος τοις αγίοις. Αμήν».

Ταύτα, εν πάσει συντομία τα πληροφοριακά στοιχεία περί του δεσμού μεταξύ του Αγίου Πέτρου  και του  του Νικολάου  Μυστικού.

 Και  ήδη κλείοντες την σύντομον  ταύτην ομιλίαν ας εκτιμήσωμεν το παν αγαθόν πρόξενος εγγένετο ο δεσμός ούτος και για αυτούς προσωπικώς και δια την  Εκκλησίαν γενικότερον εκτιμώντες, ότι εκ του δεσμού τούτου μέσω του Νικολάου και δια της επιμονής αυτού  προσφέρεται εις  την Εκκλησίαν θεσπέσιος Ιεράρχης, « ο σοφός και προστάτης Αργείων, Πέτρος ο ένδοξος της συνδρομής δε του ιδίου προς  τον Νικόλαο η Εκκλησία σώζεται εκείνων απειλησάντων αυτήν.

Κλίνοντες την κεφαλήν προ της ιεράς μορφής του, ας δοξάσωμεν  τον Θεόν όστις  εχάρισεν εις ημών τοιούτου αγίου την προστασίαν, λέγοντες δόξα τω δωρησαμένω Σε ημών πρέσβυν ακοίμητον».

 

  

(Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης της παρούσης ομιλίας, η απόδοση του κειμένου δεν μπορεί να είναι ορθογραφικά ορθή, αφού ο ομιλητής Πανοσιολογιώτατος  Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος και μετέπειτα  Μητροπολίτης Αργολίδας Χρυσόστομος Β΄ έγραφε στην καθαρεύουσα κι εμείς επιχειρήσαμε να την αποδώσουμε πιστά μεν, αλλά στο μονοτονικό).


Read Full Post »

Older Posts »