Παξινού Κατίνα (1900—1973)
Αικατερίνη Κωνσταντοπούλου – Παξινού. Μεγάλη ηθοποιός του θεάτρου του κινηματογράφου και μουσικός. Καταγόταν από το Άργος ήταν ανεψιά του Αργείου μεγαλέμπορου Ηλία Κωνσταντόπουλου, ο οποίος διατηρούσε αλευρόμυλους στον Πειραιά με τον αδελφό του Βασίλη και διακινούσε αλεύρι στο Άργος και σ’ όλη την Πελοπόννησο.
Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε μουσική και τραγούδι στη Γενεύη, στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Πρωτοεμφανίστηκε το 1920 στην όπερα του Δημήτρη Μητρόπουλου «Αδελφή Βεατρίκη», στο δημοτικό θέατρο Αθηνών. Η πρώτη εμφάνισή της στο θέατρο ήταν στο έργο «Γυμνή γυναίκα» στο θέατρο Μαρίκας Κοτοπούλη το 1929. Αμέσως καθιερώθηκε ως πρωταγωνίστρια του δραματικού ρεπερτορίου. Τον επόμενο χρόνο (1930) συγκρότησε θίασο με τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Αλέξη Μινωτή και εμφανίστηκε στα έργα «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νηλ και «Ο πατέρας του Στρίντμπεργκ».
Από το 1931 έως το 1940 συμμετείχε στο θίασο του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1930, και έπαιξε σε έργα του Ίψεν, του Σω, του Ο’ Νηλ, του Χάουπτμαν, του Στρίντμπεργκ, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Σίλλερκαι, του Σαίξπηρ αλλά και σε έργα του ελληνικού δραματολογίου (στη θυσία του Αβραάμ του Βιτσέντζου Κορνάρου, στην Τρισεύγενη, του Κωστή Παλαμά κλπ.). Επίσης, συνέβαλε στην αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας, ερμηνεύοντας την Κλυταιμνήστρα στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, την Άτοσσα στους Πέρσες του ίδιου τραγικού και τη Φαίδρα στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη και Δημ. Ροντήρη.
Επίσης, η Κατίνα Παξινού με το σύζυγό της Αλέξη Μινωτή συνετέλεσαν πολύ στην καθιέρωση των Επιδαυρίων (1954), αλλά και πριν καθιερωθεί ο θεσμός αυτός «το 1938 για πρώτη φορά στο σύγχρονο κόσμο παίζεται στην Επίδαυρο η Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Κατίνα Παξινού σε σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη». Θεωρείται μεγάλη η συμβολή της, καθώς και του συζύγου της, στην επιτυχία και στην οριστική καθιέρωση του φεστιβάλ της Επιδαύρου το 1954.
Με την έναρξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου η Παξινού βρισκόταν στο Λονδίνο. Από εκεί πήγε στην Αμερική, όπου έζησε και εργάστηκε με το σύζυγό της μέχρι το 1952 περίπου. Στην Αμερική, εκτός από τις εμφανίσεις της στο θέατρο, για πρώτη φορά έπαιξε στον κινηματογράφο στις ταινίες «Για ποιον χτυπά η Καμπάνα», που της χάρισε το 1943 το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου ως η επαναστάτρια Πιλάρ, και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (1947).
Επιστρέφοντας πάλι στην Ελλάδα, έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο στα έργα: Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας του Ντύρενματ κ.α. Εμφανίστηκε αρκετές φορές στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο καθώς και σε ταινίες, «Ο κύριος Αρκάντιν» του Όρσον Γουέλς, 1955, και «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» του Βισκόντι, 1960).
Με τη δικτατορία (1967) αποχώρησε από το Εθνικό Θέατρο και συγκρότησε με τον άνδρα της δικό της θίασο. Η τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο ήταν στο ρόλο της μάνας στο «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ και στον κινηματογράφο στην ταινία «Το νησί της Αφροδίτης» (1969).
Η Κατίνα Παξινού, που για μισόν αιώνα εργάστηκε σκληρά, άφησε λαμπρό όνομα στην ιστορία του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ήταν μια τέλεια τραγωδός με υψηλά προσόντα και στάθηκε στην κορυφή της ελληνικής θεατρικής ζωής. Είχε τέτοιες ικανότητες, που να μπορεί να ερμηνεύει δραματικούς ρόλους κάθε θεατρικού ύφους και κάθε εποχής, από τους αρχαίους τραγωδούς μέχρι Μπρεχτ και μέχρι Παλαμά. Εξάλλου «η μουσική της καλλιέργεια της επέτρεπε να χρησιμοποιεί τη φωνή της, ώστε να αναδεικνύει με μεγάλη ευαισθησία και εκφραστικότητα τον τόνο, τη μελωδία και τους εσωτερικούς ρυθμούς του ποιητικού λόγου».
Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α’ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιξαμπέλλα Ντ’ Εστέ».
Η Κατίνα Παξινού ήταν ανιψιά του Ηλία Κωνσταντόπουλου και πολλές φορές ερχόταν για διακοπές το καλοκαίρι στο Άργος και έμενε στο αρχοντικό του θείου της, ( Κωνσταντοπούλειο Μέγαρο οδός Δαναού 29). Ορισμένοι ντόπιοι διηγούνται όμορφες ιστορίες από την προσωπική ζωή της μεγάλης ντίβας του θεάτρου και του κινηματογράφου. Η Κατίνα Παξινού γεννήθηκε στον Πειραιά, πέθανε στην Αθήνα από την επάρατη νόσο, στις 22 Φεβρουαρίου 1973, καταγόταν από το Άργος. Ήταν Αργειτοπούλα.
Πηγή
Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Άργος το πολυδίψιον», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
Σχολιάστε