Quinet Edgar – Αργολίδα του 1829
Roger Milliex*
Η μαρτυρία του Γάλλου περιηγητή Edgar Quinet για την Αργολίδα του 1829.
Στις 3 Μαρτίου του 1829, η γαλλική πολεμική φρεγάτα με το αρχαίο όνομα CYBELE που, 22 μέρες πριν σαλπάρισε από την Τουλώνη, πιάνει τον όρμο του Ναυαρίνο, όπου αποβιβάζονται τα 18 μέλη της Επιστημονικής Αποστολής του Μορέα (EXPEDITION SCIENTIFIQUE DE MOREE ) που, μετά το εκστρατευτικό σώμα του MAISON, η Γαλλική Κυβέρνηση στέλνει για μια πρώτη – πρώτη συστηματική μελέτη της μόλις απελευθερωμένης Πελοποννήσου.
Ανάμεσα λοιπόν σ’ αυτούς τους 18 επιστήμονες – γεωγράφους, τοπογράφους, φυσιοδίφες, αρχαιολόγους, φιλολόγους, ως και σχεδιαστές και ζωγράφους – υπάρχει κι ένας 26 χρόνων φιλόλογος, μαθητής μετεκπαιδευτικά στη Χαϊδελβέργη του Ελληνιστή CREUZER, από το BOURG–EN–BRESSE της Γαλλίας EDGAR QUINET που ανήκει στο αρχαιολογικό τμήμα της Αποστολής.
Ξέρουμε τώρα, χάρη στις σχετικές πληροφορίες που μας χάρισε ο JEAN-TUCCO CHALA στην εισαγωγή της μνημειώδους επανέκδοσης του οδοιπορικού του QUINET που επιμελήθηκε σε συνεργασία με τον VILLY-AESCHIMANN. ( Introduction σελ. XXXVIII, XXXIX, XL – Edgar Quinet LA GRECE MODERNE ET SES RAPPORTS AVEC L’ ANTIQUITE – Les Belles Lettres, Paris, 1984), ότι ο νεαρός διανοούμενος – συγγραφέας κιόλας από τα 19 του χρόνια – και θερμός φιλέλληνας στάθηκε και ο επίμονος εισηγητής το 1828 στη Γαλλική Κυβέρνηση του σχεδίου της Επιστημονικής Αποστολής και με την ίδια επιμονή πάλεψε να συμπεριληφθεί ο ίδιος στον κατάλογο της.
Επειδή όμως στη διάρκεια του ταξιδιού δεν εκτίμησε και συμπάθησε και πολύ τα άλλα μέλη, αποφάσισε να ανεξαρτητοποιηθεί αμέσως από τους συναδέλφους του και να πραγματοποιήσει μόνος του την αρχαιολογική του αποστολή. Έτσι, στις 12 Μαρτίου, ξεκινάει από τη Μεθώνη και αρχίζει τον περισσότερο καιρό την μοναχική του περιήγηση και διασχίζει διαδοχικά τη Μεσσηνία, Δυτική Αρκαδία, Λακωνία, Ανατολική Αρκαδία, Αργολίδα, Κορινθία και Επιδαυρία. Όλη η διαδρομή στο μεταπολεμικό ρημαγμένο Μοριά θα κρατήσει 39 μέρες, εκ των οποίων 6 στην Αργολίδα, από τη 1 ίσαμε τις 6 Απριλίου.
Για τη διαδρομή αυτή, τις μετακινήσεις, τις παρατηρήσεις και σκέψεις του έχουμε, όπως και για άλλες περιοχές, μια διπλή πηγή:
Το καθημερινό ημερολόγιο του που είχε μείνει ανέκδοτο ίσαμε το 1984 και που για την Αργολίδα γεμίζει 7 σελίδες, ( LA GRECE MODERNE...σελ. 359-366), στην επανέκδοση που αναφέραμε πιο πάνω. Σ’ αυτά τα τετράδια ο ταξιδιώτης με το μολύβι του συνήθως με συντομία καταγράφει αυθόρμητα και θα’ λεγε κανείς αχόρταγα, εκτός από τα αρχαιολογικά μνημεία και τοπία, τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ορογραφίας, της υδρογραφίας – θ’ άξιζε τον κόπο ένας σημερινός γεωγράφος να ελέγξει βήμα προς βήμα αυτές τις παρατηρήσεις του ξένου ταξιδιώτη – της χλωρίδας και της ορνιθολογίας, της γεωργίας και γενικά της σημερινής ανθρώπινης παρουσίας.
Το τυπωμένο λογοτεχνικό οδοιπορικό που δημοσιεύτηκε στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1830, δηλαδή περίπου 16 μήνες μετά την επιστροφή του ταξιδιώτη στη Γαλλία, κάτω από τον τίτλο «DE LA GRECE MODERNE DANS SES RAPPORTS AVEC L‘ ANTIQUITE». Μια δεύτερη έκδοση θα βγει το 1857 που το κείμενο της αναπαρίσταται στην επανέκδοση του 1984 των BELLES LETTRES. Σ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας και αφαιρεί πολλά στοιχεία από την πρώτη ύλη του ημερολογίου και προσθέτει κυρίως σκέψεις και γενικές θεωρήσεις. Στη GRECE MODERNE ( επανέκδοση του 1984) η Αργολίδα πιάνει 28 σελίδες – LA GRECE MODERNE, σελ. 167-195. Έτσι οι δυο πηγές αλληλοσυμπληρώνονται.
Διαδρομή και μετακινήσεις
Αφού συνάντησε στις 31 Μαρτίου τον Πρόεδρο με τη συνοδεία του (Νικήτα Κολοκοτρώνη, Δημητράκη Κολιόπουλο) «κάτω από μια μουριά» πάνω από τον Αχλαδόκαμπο (γράφει Aglavo- Campo), κατεβαίνει στον κάμπο και μπαίνει στο Άργος όπου μένει για «ανάπαυση» ολόκληρη την 1η Απριλίου. Χρειαζόντουσαν ανάπαυση εκείνος και ο υπηρέτης του που είχε φέρει από τη Γαλλία γιατί τους είχαν πειράξει οι πυρετοί και είχαν πάθει εξάντληση από τη λιτοδίαιτη διατροφή που τους είχαν προσφέρει ίσαμε τότε οι φιλόξενοι μεν, αλλά εξαθλιωμένοι κάτοικοι του ρημαγμένου Μοριά. Επίσης είναι η πρώτη φορά από τη μέρα που ξεκινήσανε, που χάρη στη φιλοξενία του «astinome» του Άργους, κοιμούνται όχι πια σε καλύβια ή τρύπιο χάνι, αλλά κάτω από πραγματική στέγη και ανασαίνουν. Στις 2 Απριλίου ξεκινά για εκδρομή στις Μυκήνες κάτω από βροχή. Σημειώνει ο Quinet ότι χρειάζονται τρείς ώρες δρόμου, οπωσδήποτε με άλογο, για να φτάσει στα υψώματα του «CARVATHI» και στις 3 Απριλίου επισκέπτεται την Τίρυνθα και το Ναύπλιο (NAPOLI). Τις επόμενες δύο μέρες ο πυρετός τον αναγκάζει να μην κινηθεί και να συμβουλευθεί τον ιατρό του Καποδίστρια Διον. Ταγιαπιέρα (D. Tagliapietra). Στις 6 Απριλίου ξενικά επιστημονική έρευνα στο Άργος και την επομένη φεύγει για Νεμέα – Κόρινθο από το δρόμο των Μυκηνών, κάτω) από βροχή.
Το φυσικό αργολικό περιβάλλον
Σαν άνθρωπος που πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην εξοχή, ο νεαρός μας ταξιδιώτης είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις οπτικές και ακουστικές συναλλαγές της φύσης. Καταγράφει με ακρίβεια τις αποχρώσεις του γκρίζου και του καφέ στην Αργολίδα, του μπλε στα μακρινά, με απομεινάρια από χιόνια, των βουνών που μερικές φορές σχεδιάζει στο χαρτί τις μορφές τους. Αν ο Ίναχος είναι ξερός, μόλο που χειμώνας ήταν βροχερός, αναφέρει σαν ευχάριστη έκπληξη «τα ρυάκια με νερό» που συνάντησε. Σημειώνει τα μπουμπουνητά της βροντής όπως και τα γαυγίσματα τον σκύλων. Αν εδώ είναι πιο λιτός στην χλωρίδα παρά σε προηγούμενες διαδρομές και αναφέρει μόνο το φλόμο, τα πουλιά εξακολουθούν και τραβάνε την προσοχή του – κορυδαλλοί, πελαργοί και γερανοί που «φώναζαν στην κορυφή της Λάρισσας», αγριόχηνες. Σαν γράφει το βιβλίο θα θυμηθεί και θα προσθέσει κι άλλα ζώα που θα κάνουν ακόμα πιο άγριο το τοπίο των Μυκηνών: άκουσε εκεί τσακάλια, είδε κουκουβάγιες, δεντρογαλιές. Την γκρίζα Ελλάδα σαν βρέχει και χάνεται το φως, θα την χαρακτηρίσει ως «αξιοθρήνητη» (miserable). Ωστόσο καταγοητεύθηκε ο φυσιολάτρης αρχαιολόγος μας από το σύνολο του Αργολικού τοπίου που στους περιπάτους του σχεδιάζει κάθε φορά από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Σαν γυρίσει στη Γαλλία θα το ξαναδεί με τα μάτια της μνήμης και θα ξανασυνθέσει με λυρισμό το φυσικό αμφιθέατρο, που αποτελεί ο κάμπος ανοιγμένος στον κόλπο προς το άπειρον, και θα συμπεράνει «απ’ όλα τα τοπία της Ελλάδας είναι αυτό που έχει την περισσότερη μεγαλωσύνη και που αναπαριστά καλύτερα το πλατύ σχέδιο των ομηρικών μορφών». Γιατί την αρχαιότητα τη συνδέει στενότατα με το φυσικό περιβάλλον όπως το τοπίο των Μυκηνών με τις τραγωδίες του Αισχύλου.
Αρχαιολογική έρευνα
Μια από τις αποστολές του αρχαιολογικού τμήματος της Επιστημονικής Εκστρατείας είναι η συλλογή επιγραφών απ’ όλες τις εποχές της ιστορίας της Πελοποννήσου. Μ’ όλο που δεν ήταν καθόλου ειδικός, o Quinet ασχολήθηκε τακτικά, ευσυνείδητα μ’ αυτή την αναζήτηση, κι ακόμα όταν στο Άργος ο πυρετός και η εξάντληση τον ανάγκασαν να συρθεί πάνω σε στέγες εκκλησιών για να αντιγράψει μερικά απ’ αυτά τα γραπτά τεκμήρια του παρελθόντος. Συνολικά μάζεψε 5 επιγραφές στο Ναύπλιο και 12 στο Άργος, τις περισσότερες ελληνικές, μερικές νεολατινικές βενετσιάνικες, και μια νεοελληνική από το 1702 πάνω σε μια εκκλησία.
Απ’ αυτή τη συλλογή 5-6 μόνο ήταν ανέκδοτες. Αλλά, καθώς μας πληροφορεί o Jean Tueco-Chala, ( La Grece Moderne-Quinet epigraphiste σελ. 394), δεν ευθύνεται o νεαρός επιστήμονας για τις άλλες άχρηστες: είχε ζητήσει από το Γαλλικό Υπουργείο Εσωτερικών, που είχε αναλάβει την οργάνωση της Επιστημονικής Εκστρατείας, να του στείλουν για οδηγό της επιγραφικής έρευνας τούτη μεγάλη γερμανική συλλογή CORPUS INSCRIPTIONUM GRAECO-RUM του BOECKH (1828), αλλά οι γαλλικές υπηρεσίες δεν προλάβανε κι έτσι αφέθηκε ο ερευνητής στην ερασιτεχνική του προσπάθεια. Ωστόσο το ανέκδοτο δίστιχο έξι γραμμών για τον Ερμή που αντέγραψε σ’ ένα τοίχο εκκλησίας στο Άργος (αυτόθι σελ. 396) αποτέλεσε τότε σημαντική φιλολογική ανακάλυψη.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις και οι συλλογισμοί του προσκυνητή της Αργολίδας. Ελάχιστα τα αρχαία στο Άργος – «το πραγματικό αρχαίο του Άργους είναι ο Ίναχος», αλλά φτάνουν να μας γυρίσουν στην εποχή των Αχαιών. Το θέατρο, που είναι μισοσκαμμένο και που οι κερκίδες είναι ένα πράγμα με τους βράχους του λόφου, σαν «έργο μάλλον της φύσης και όχι των ανθρώπων», εμπνέει στον περιηγητή μια συνθετική θεώρηση και του αρχαίου θεάτρου και της ιστορίας του Άργους. Και το μάτι του χαίρεται πάνω ψηλά στην κορφή του βουνού «τις λεπτές δαντέλες του κάστρου του Άργους». Στις Μυκήνες και στην Τύρινθα, με την ίδια ευσυνειδησία που αντέγραψε τις επιγραφές, μετράει εξαντλητικά τις αποστάσεις και τις πέτρες. Αλλά στο βιβλίο θα κρατήσει μόνο μερικούς αριθμούς από τους πιο εντυπωσιακούς.
Οι Μυκήνες που αποκαλύπτουν στον περιηγητή κάτι ίσαμε τώρα εντελούς πρωτόγνωρο, «μια άγνωστη Ελλάδα», απασχολούν ιδιαίτερα τα μάτια και την σκέψη του (στο βιβλίο θα πιάσουν 11 σελίδες από τις 28 της όλης περιγραφής της Αργολίδας).
Όπως σ’ όλη την περιοχή, του κάνει εντύπωση η σφιχτή ένωση του γεωλογικού βράχου και της κτισμένης πέτρας, ο ανταγωνισμός και τελικά η αρμονία ανάμεσα στη φύση και στην αρχιτεκτονική. Ιστορικά οι κυκλώπειες οικοδομές δεν είναι «βάρβαρες», εκδηλώνουν τη ρώμη της ηρωικής εποχής και το πνεύμα του ομηρικού έπους. Ωστόσο στην εκεί αρχιτεκτονική διαβλέπει μια «μεταφύτευση» της Αιγύπτου, της Ανατολής και πιστεύει γενικά ότι η Ελλάδα είναι ο τόπος όπου συναντιούνται Ασία και Ευρώπη και ότι ιδιαίτερα η Αργολίδα ήταν γεωγραφικά καμωμένη για να δεχθεί το πνεύμα της Ανατολής. Πιο λιτός στην Τύρινθα, υπογραμμίζει κυρίως το γιγαντιαίο χαρακτήρα της – εκεί δίνει και στο βιβλίο χαρακτηριστικούς αριθμούς- και αναρωτιέται για τον προορισμό του μυστηριώδους «μεγάλου πολυγώνου», υποθέτοντας ότι επρόκειτο, όχι μόνο για φρούριο – καταφύγιο, αλλά και για τέμενος.
Η σύγχρονη Ελληνική παρουσία
Ο ουμανιστής και φιλέλληνας ταξιδιώτης μας δεν ήρθε στο Μοριά για να κοιτάξει αποκλειστικά τις σεπτές πέτρες του αρχαίου παρελθόντος. Οι σημειώσεις του ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ μάς δείχνουν την ανεξάντλητη προσοχή του το ανθρώπινο περιβάλλον. Αρχίζοντας από τις γεωργικές δραστηριότητες των κατοίκων, σημειώνει σχολαστικά σχεδόν τις εναλλαγές των δύο κύριων καλλιεργειών: κριθάρι και σιτάρι. Και μέσα στα αρχαία τοπία παρατηρεί την ανθρώπινη παρουσία: όπως τις δύο γυναίκες που αποκοιμηθήκανε στο βάθος των ερειπίων της Τύρινθας και πιο κάτω τους τσοπαναραίους με τις καρδάρες γεμάτες γάλα. Όπως και σε όλο το οδοιπορικό του, υπογραμμίζει και την ποιμενική ζωή – στο θησαυρό του Ατρέα άκουγε συνέχεια κουδουνάκια από κατσίκια- καθώς και το σκληρό μόχθο των Μοραϊτισσών: αυτές οι ξυπόλυτες κοπέλες ζαλωμένες «πράσινο κριθάρι» που τα κοτρόνια του ξερού Ίναχου τους πληγώνουν τα πόδια ή αυτές οι εξουθενωμένες γυναίκες που κουβαλάνε χώμα μέσα στα φουστάνια τους για να γεμίσουν κάποιο έλος και ο μισθός τους το βράδυνα είναι μερικές ελιές, ενώ κάτι νεαροί ξαπλωμένοι πάνω στο γρασίδι, κάτω από λεμονιές, τραγουδάνε, παίζοντας κιθάρα. Δυο-τρία καινούρια στοιχεία χαρακτηρίζουν την Αργολική γεωργική ζωή: τα μαγγανοπήγαδα (pompes a chapelets) που συμπληρώνουν τους λίγους μύλους της Λέρνας κι ένα εξωτικό γομάριο: η καμήλα. Άλλο εντελώς καινούριο στοιχείο, θαλασσινό αυτό: τέσσερα καράβια στην άμμο του Ναυπλίου.
Εκτός από τα έργα των κατοίκων, η θρησκευτική τους ζωή προκαλεί την περιέργεια του ξένου Δυτικού. Σαν τελειώνει την επιστημονική του δουλειά, συχνά μπαίνει στις εκκλησίες, την ώρα που λειτουργούνται και ακούει «προσευχές που λένε τα παιδιά για τους βασιλιάδες της Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας». Τακτική η παρουσία του λαού, και του αρέσει μια σχετική ομοιότητα ανάμεσα στις μορφές των σημερινών ναυτικών με τις βυζαντινές φιγούρες. Δεν του αρέσουν πολύ όμως οι «έρρινοι και γερασμένοι» ορθόδοξοι ύμνοι και «χάος» βλέπει στις ετερόκλητες τελετουργίες. Μόνο τη στιγμή που ο ίσαμε τότε κρυμμένος μέσα στο ιερό ιερέας τραβάει τις κουρτίνες και ανοίγει ιεροτελεστικά «τας θύρας» ξαναβρίσκει τη «μεγαλοπρέπεια της Ελλάδας και την καλλιτεχνική της έφεση», όπως πρωτοεμφανίστηκε την εποχή του πολυθεϊσμού.
Κυρίως, επειδή βρίσκεται πια ο ταξιδιώτης στην καρδιά του αναγεννώμενου Ελληνικού κράτους, εκμεταλλεύεται τις μέρες της ανάπαυσης για να κάνει μια συστηματική έρευνα για τη σημερινή κατάσταση και οργάνωση του τόπου. Έμαθε λ.χ. ότι το θέατρο του Αργούς αναμένει τη συνέλευση των βουλευτών. Ήρθε σ’ επαφή με την Κυβέρνηση (αναφέρει τον ανάπηρο διοικητή Εμμανουήλ Βασιλειάδη) και την 1η Απριλίου, που κάθεται στο Αργός, συγκεντρώνει στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ αρκετές και ποικίλες πληροφορίες, από επίσημες φαίνεται πηγές, που θα τις συμπληρώσει μερικά στις 6 Απριλίου, πριν αναχωρήσει για την Κορινθία.
Πληροφορίες και στατιστικές είναι ανακατεμένες . Τις παρουσιάζουμε εδώ πιο συστηματικά.
Πληθυσμός του Άργους: 10.000, έκτων οποίων 6.000 μόνιμοι, οι άλλοι πρόσφυγες.
Διοίκηση: Τέσσερις δημογέροντες και στο Ναύπλιο ένας νομάρχης. Υπάρχει ένας έκτακτος κυβερνήτης που έχει στη δικαιοδοσία του το σύνολο: Ναύπλιο, Αργός, Κόρινθο (που έχει και κυβερνήτη), Κρανίδι.
Οικονομική ζωή και φόροι: Σε εθνικοποιημένες ιδιοκτησίες πληρώνουν 30% φόρους, οι ατομικές 10%. Στο Αργός υπάρχουν 12.000 στρέμματα εθνικοποιημένων ιδιοκτησιών που 5.000 καλλιεργούνται το 1829 (προϊόντα: κρασί και κριθάρι). Το 1823 τα χωράφια του Ναυπλίου και του Άργους αξίζανε 40 εκατομμύρια άσπρα. Το 1829η πόλη εισέπραξε 64.000 άσπρα από φόρους. Το λιμενικό τελωνείο παίρνει 4% για εξαγωγές από θάλασσα.
Στρατός: Παραπάνω από 3.000 άντρες στον τακτικό κι ένας λόχος ιππικού με 150 άντρες. Ο στρατιώτης παίρνει 25 άσπρα το μήνα.
Δικαιοσύνη: Υπάρχουν τρεις βαθμοί δικαιοδοσίας ανάλογα με το ποσό του πρόστιμου «ίσαμε 100 άσπρα, δικάζει η αστυνομία, παραπάνω από 100 οι δημογέροντες, ύστερα η κυβέρνηση». Ο «astinomos», που φιλοξένησε τον Quinet, έκανε χρέη ταυτόχρονα ειρηνοδίκη και αστυνόμου, και απαιτούσε απ’ όλους τους ταξιδιώτες, έστω και αγωγιάτες και για μικρές αποστάσεις, «διαβατήρια».
Εκκλησία: Επτά εκκλησίες, ένα μοναστήρι, 20 – 25 ιερείς, ένας επίσκοπος στο Ναύπλιο.
Εκπαίδευση: Μια αλληλοδιδακτική σχολή με 250 μαθητές και μια σχολή θηλέων. (Ο Quinet είδε «πάνω στο μονοπάτι του Αγαμέμνονα» 300- 400 παιδιά την ώρα που μπαίνανε στο αλληλοδιδακτικό σχολείο.
Αν το Ναύπλιο με «τους μικρούς μαύρους δρόμους» και το «Λοιμώδη μαρασμό» του και παρ’ όλα τα Βενετσιάνικα απομεινάρια, μάλλον απώθησε τον Quinet που χάρηκε σαν γλίτωσε από τα έλη του, απεναντίας το σχεδόν ανέπαφο και ζωντανό Άργος τον γέμισε ελπίδα για το μέλλον. Σαν φτάνει στην πόλη, με το φεγγάρι να κάθεται πάνω στις πολεμίστρες του κάστρου, ο ταλαιπωρημένος από την ερειπωμένη Μεσσηνία περιηγητής γοητεύεται αμέσως από το θέαμα που προκαλείτο θαυμασμό και των οδηγούν του. Από την αντίδραση τους πείθεται ότι η πόλη δε διαφέρει πολύ απ’ ό,τι ήταν πριν από τον πόλεμο. «Σκέφτηκα ότι πολύ γρήγορα το ίδιο θα γινόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα». Από την προηγούμενη συμπόνια περνάει τώρα στην αισιοδοξία και την ελπίδα για το μέλλον του τόπου.
Έτσι η ολιγοήμερη διαμονή στην Αργολίδα, ειδικά στο Αργός, του φιλέλληνα περιηγητή συνέβαλε στο να πιστέψει στον ανοικοδομητικό δυναμισμό του νεαρού Ελληνικού κράτους. Μια πίστη που σ’ όλη τη ζωή θα την κρατήσει άσβεστη μέσα στην ψυχή του.
Υποσημείωση
* Ο Ροζέ Μιλλιέξ γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1913 στη Μασσαλία. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1936 ως καθηγητής και στη συνέχεια ως αναπληρωτής Διευθυντής στο πλευρό του Οκτάβου Μερλιέ. Οι δύο μεγάλοι αυτοί φιλέλληνες δημιούργησαν ένα μορφωτικό ίδρυμα με σημαντικότατη δράση στην εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας στην Ελλάδα, και φιλοξένησαν και στήριξαν τις ελληνικές τέχνες και τα γράμματα με κάθε τρόπο. Χαρακτηριστική είναι η βοήθεια που προσέφεραν στους Έλληνες καλλιτέχνες την εποχή του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου όταν τους φυγάδευσαν με το πλοίο «Ματαρόα» για τη Γαλλία, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα υποτροφίες. Ο Ροζέ Μιλλιέξ ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1982, μέλος της Ακαδημίας της Μασσαλίας από το 1986 και επίτιμο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Η δράση του υπήρξε επίσης το ίδιο σημαντική και στην Κύπρο όπου υπηρέτησε για 12 χρόνια μεταξύ άλλων και ως Πολιτιστικός Ακόλουθος της Γαλλικής Πρεσβείας στη Λευκωσία. Πολλά από τα έργα του έχουν γραφεί απευθείας στα ελληνικά ή μεταφραστεί από τον ίδιο, όπως : «Ο Βίκτωρ Ουγκώ, ένας σταθερός φίλος της Ελλάδος» (1953), «Φόρος τιμής στην Ελλάδα 1940-1944» (1980), «Ημερολόγιο πολέμου και κατοχής στην Ελλάδα και άλλες μαρτυρίες» (1982), κ.α.
Μαζί με τη σύζυγο του συγγραφέα Τατιάνα Μιλλιέξ ανέπτυξαν σημαντικότατο έργο τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Κύπρο. Ο Ροζέ Μιλλιέξ ήταν αξιωματούχος του Τάγματος της Λεγεώνος της Τιμής, Ιππότης του Ακαδημαϊκού Φοίνικα, Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ είχε παρασημοφορηθεί και με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών.
Πηγές
-
Περιοδικό Ελλέβορος « Πρώτο Αφιέρωμα στο Άργος», σελ. 27 – 33, τεύχος 11, 1994.
-
Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Σχολιάστε