Αργολικός κάμπος – Wordsworth Christopher ( Κρίστοφερ Γουόρντσγουορθ)
Ο Άγγλος Christopher Wordsworth ( Κρίστοφερ Γουόρντσγουορθ) (1807-1885), υπήρξε ένας από τους ελάχιστους περιηγητές που ήρθε στην Ελλάδα για να μελετήσει και όχι να λεηλατήσει τους αρχαίους θησαυρούς. Στα 1832 – 1833 ταξίδεψε στην Ελλάδα. Ας δούμε τις εντυπώσεις του από την περιήγηση του στην Αργολίδα.
Η καλύτερη θέα του Αργολικού κάμπου, στον οποίο περνάμε τώρα, είναι αυτή που έχει κανείς από την ακρόπολη – τα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Λάρισα – του Άργους, πρωτεύουσας της Αργολίδας. Η Ακρόπολη αυτή βρίσκεται στην κορυφή ενός ψηλού και απομονωμένου λόφου, σε απόσταση περίπου έξι χιλιομέτρων από τη βόρεια ακτή του Αργολικού Κόλπου. Από εδώ ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει τις τοποθεσίες που χάρισαν τη δόξα στο αργολικό έδαφος επί χιλιάδες χρόνια στην ιστορία και την ποίηση της Ελλάδας.
Μπροστά του, στο νότο, βρίσκεται ο όρμος στον οποίο αποβιβάστηκε ο Δαναός με τις κόρες του, ερχόμενος από την Αίγυπτο – θέμα ενός από τα πρώτα δράματα της αθηναϊκής σκηνής. Στο δυτικό άκρο του ίδιου όρμου, βρίσκεται η λίμνη Λέρνη σ’ ένα σημείο πιο κοντά στην πόλη, ο ποταμός Ερασίνος πέφτει στη θάλασσα, έχοντας διασχίσει ένα υπόγειο ρήγμα από τη βόρεια Αρκαδία, ενώνοντας έτσι τη λίμνη Στυμφαλία, από την οποία πηγάζει και ήταν το σκηνικό ενός από τους Άθλους του Ηρακλή, με την αργολική Λέρνη, η οποία υπήρξε επίσης μάρτυρας ενός ανάλογου άθλου του ίδιου ήρωα.
Ακόμα πιο κοντά στην πόλη από την οποία έχουμε τη θέα, ρέει ο περίφημος ποταμός Ίναχος, που συνδέεται με την αργολική ιστορία από τα πολύ παλιά χρόνια. Στην πραγματικότητα κατηφορίζει από τα σύνορα της Αρκαδίας· σύμφωνα όμως με τις μυθώδεις αφηγήσεις Ελλήνων ποιητών – που τους άρεσε να συνδέουν μακρινούς τόπους μεταξύ τους με ποτάμια και οι οποίοι, επομένως, δε δίσταζαν να τους αποδίδουν την πορεία που ήταν πιο πρόσφορη για έναν τέτοιο σκοπό – δεν ήταν άλλος από έναν ποταμό με το ίδιο όνομα, ο οποίος έρεε στην περιοχή της Αμφιλοχίας, στην ανατολική ακτή του Αμβρακικού Κόλπου, και ο οποίος, έχοντας αναμίξει τα νερά του με τα νερά του Αιτωλικού Αχελώου, περνούσε κάτω από τη γη και αναδυόταν σε ένα σπήλαιο στους πρόποδες του Όρους Χάον, κοντά στους νότιους πρόποδες της ακρόπολης του Άργους.
Σ’ αυτό το πλάσμα της φαντασίας, αναγνωρίζουμε τα ίχνη μιας πολύ φυσικής και όχι δυσάρεστης προσπάθειας να συνδέονται οι κάτοικοι μιας αποικίας με αυτούς της μητρικής πόλης, με συναισθηματικούς δεσμούς που, παρά την απόσταση της μίας από την άλλη, ενισχύονταν από το γεγονός ότι ζούσαν στις όχθες του ίδιου ποταμού. Οι κάτοικοι και η ονομασία του Αμφιλοχικού Άργους προέρχονταν από το Άργος της Πελοποννήσου και σύμφωνα με όσα αναφέραμε προηγουμένως, οι δύο συγγενικές πόλεις βρίσκονταν σε διαρκή συμμαχία και επικοινωνία μεταξύ τους· οι καρδιές τους ήταν δεμένες πράγματι μεταξύ τους με το ασημένιο νήμα του ίδιου ποταμού.
Μυκήνες
Στο βόρειο άκρο του Αργολικού κάμπου βρίσκεται η πόλη Μυκήνες. Η θέση της είναι ορατή από την Ακρόπολη του Άργους. Παραμένει σχεδόν στην κατάσταση που βρισκόταν την εποχή του Αθηναίου ιστορικού, ο οποίος από την έκταση και την κατάσταση των ερειπίων της, όπως ήταν τότε, συνήγαγε ένα συμπέρασμα σχετικά με το μέγεθος της δύναμης του οίκου των ηγεμόνων της, των Ατρειδών , σε σύγκριση με αυτήν πιο πρόσφατων δυναστειών. Ατενίζουμε με δέος μια πόλη που ήταν ερειπωμένη την εποχή του Θουκυδίδη. Αλλά και με κάποια ευχαρίστηση παρατηρούμε το ίδιο περίφημο μνημείο αρχαίας γλυπτικής, που είχε δει εκεί σε παλαιότερες εποχές ο ταξιδιώτης Παυσανίας – στην καλαισθησία και την εργατικότητα του οποίου όλα τα άτομα που αισθάνονται ένα ενδιαφέρον για τη γεωγραφία και τις αρχαιότητες της Ελλάδας είναι βαθύτατα υποχρεωμένα – το οποίο στέκεται ακόμα στις μέρες μας, όπως το περιγράφει να στέκεται στη δική του εποχή, πάνω από την κύρια και στην πραγματικότητα μοναδική πύλη, με εξαίρεση μια μικρή παράπλευρη είσοδο, της πόλης της Μυκηνών.
Εξερευνώντας τον αρχαιολογικό χώρο αυτής της πόλης και παρατηρώντας τη δομή και τον διάκοσμο της Πύλης Των Λεόντων, στη βορειοδυτική γωνία της πόλης, νιώθουμε να γινόμαστε οι συνοδοιπόροι των δύο αυτών συγγραφέων, οι οποίοι είδαν αυτά που βλέπουμε εμείς τώρα. Ή, μάλλον, παρασυρμένοι από το ρεύμα της δικής τους πεποίθησης και ενδίδοντας στο χείμαρρο των συναισθημάτων που ωθούσαν κι εκείνους, νιώθουμε να αναγνωρίζουμε εδώ τα ίδια πράγματα τα οποία, στη φαντασία τους, έδιναν ζωή σ’ αυτόν τον τόπο σε παλαιότερους καιρούς.
Έτσι, για παράδειγμα, καθώς στεκόμαστε μπροστά στην κεντρική πύλη της πόλης των Μυκηνών, στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, που εξακολουθεί να πλαισιώνεται από τα τείχη και τον πύργο επιβλητικής και ηρωικής λιθοδομής, με τον αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο των πρώτων ημερών της, φανταζόμαστε τον Αγαμέμνονα, Αρχιστράτηγο των Ελλήνων, να φτάνει μπροστά της με το άρμα του, κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία στην Τροία τον βλέπουμε να παραδίδει τα ηνία του στον ακόλουθο του, να κατεβαίνει από το άρμα του και να πατάει το πόδι του στον λιθόστρωτο δρόμο που, σύμφωνα με την περιγραφή του δραματικού ποιητή, θα τον οδηγήσει στο ανάκτορο των προγόνων του, στην ακρόπολη, όπου ετοιμάζεται να επιστρέψει μετά από απουσία δέκα ετών. Ή ακόμα, έχουμε την αίσθηση ότι βλέπουμε τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα, να φτάνει τη χαραυγή με τον φίλο του Πυλάδη για να επισκεφτεί τον τάφο του νεκρού πατέρα του, που είδε εδώ ο Έλληνας ταξιδευτής στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως– στη συνέχεια οραματιζόμαστε την πομπή των Παρθένων, που από το δρόμο της πόλης περνούν από την ίδια πύλη, κομίζοντας τις σπονδές και τα στεφάνια τους στον ίδιο τάφο ακούμε το θρήνο της περίλυπης Ηλέκτρας και είμαστε παρόντες τη στιγμή που αναγνωρίζει τον αδελφό της, τον Ορέστη, γεγονός που μετατρέπει τη θλίψη της σε χαρά.
Στην υπόγεια αίθουσα, ή Θησαυροφυλάκιο, που βρίσκεται έξω από την πόλη, όχι πολύ μακριά από την ίδια πύλη και η είσοδος του υποστηρίζεται από κίονες από πράσινο βασάλτη με υπέροχη γωνιώδη διακόσμηση, η ασυνήθιστη δομή και συμμετρία του οποίου προσέλκυσε την προσοχή του ίδιου Τοπογράφου και περιγράφεται από αυτόν, βλέπουμε το χώρο αποθήκευσης του πλούτου των αρχαίων βασιλέων, χάρη στον οποίο η πόλη είχε αποκτήσει τον τίτλο Χρυσές Μυκήνες. Φανταζόμαστε αυτή την αψιδωτή αίθουσα, όπως πιθανότατα φαντάστηκε ο Παυσανίας ότι θα ήταν την εποχή του Ατρέα, στον οποίο την αποδίδει. Βλέπουμε αριστουργηματικά άρματα, που στις πλευρές τους είναι αποτυπωμένες ανάγλυφες φιγούρες ασυνήθιστης τεχνικής, να κρέμονται στους τοίχους, οι οποίοι ήταν τότε καλυμμένοι με μεταλλικά φύλλα βλέπουμε αγγεία και τρίποδες από ορείχαλκο και χρυσό, δώρα Ελλήνων ή Ασιατών ηγεμόνων, στοιβαγμένα στο πάτωμα περικεφαλαίες και ασπίδες, ξίφη και λόγχες, τα εμβλήματα και τα όπλα αρχαίων ηρώων – κάποιοι από αυτούς πίστευαν, ενδεχομένως, ότι ήταν έργα του Ηφαίστου ή δώρα της Αθηνάς – κρεμασμένα από καρφιά ή στημένα στη σειρά κατά μήκος των τοίχων υπάρχουν στομίδες και χαλινάρια, πολυτελείς σαγές αλόγων και προμετωπίδες από ελεφαντόδοντο χρωματισμένο από τις γυναίκες της Μαιονίας (ΣτΜ: αρχαίο όνομα της Λυδίας) και στα σεντούκια από κάτω τους υπάρχουν κεντημένοι χιτώνες και μανδύες που λάμπουν από την πορφύρα και το χρυσάφι αραχνοΰφαντα υφάσματα που έπλεξαν αρχόντισσες και ευγενείς γυναίκες του βασιλικού οίκου του Πέλοπα, του Περσέα και του Ατρέα. Τέτοιες είναι κάποιες από τις εικόνες που θα ζωντανέψουν στη φαντασία του ταξιδιώτη, καθώς θα πατάει στο έδαφος και θα παρατηρεί τα μνημεία των Μυκηνών.
Ο Ναός της Ήρας
Ολοκληρώνουμε το πανόραμα που απλώνεται μπροστά στα μάτια του θεατή από την κορυφή της ακρόπολης του Αργούς: Κοιτάζοντας προς τα βορειοανατολικά βλέπει, σε απόσταση έξι χιλιομέτρων και σε μία από τις πλαγιές των λόφων που βυθίζονται βαθμιαία από τα ανατολικά στην αργολική πεδιάδα, τον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου, ή του ναού της Ήρας, της προστάτιδας θεάς του Άργους. Οι πελεκημένοι όγκοι της υποδομής του σώζονται ακόμα. Είναι άξιο σχολιασμού το ότι επιλέχθηκε ένα τόσο μακρινό σημείο από την ίδια την πρωτεύουσα ως τοποθεσία για το οικοδόμημα που ήταν αφιερωμένο στην προστάτιδα της θεότητα. Τόσο απομακρυσμένο, ωστόσο, όσο ο ναός της Ήρας από τα μέρη όπου σύχναζαν άνθρωποι, πάνω σ’ έναν ήσυχο και μοναχικό λόφο που τον επισκέπτονταν μόνο βοσκοί με τα κοπάδια τους, περιτριγυρισμένο από συστάδες δέντρων, μ’ ένα βουνίσιο ποταμάκι να βρέχει και τις δύο πλευρές του, με μια μακριά κορυφογραμμή ψηλών λόφων να υψώνεται πίσω του και με τον πλατύ αργολικό κάμπο να απλώνεται στα πόδια του, το ιερό αυτό οικοδόμημα ενέπνεε κάτι περισσότερο από εκείνη την ιδιαίτερη αίσθηση δέους και σεβασμού που οφειλόταν ειδικά στη μεγαλοπρέπεια και το κύρος της δωρικής θεάς, της συζύγου του Δία και βασίλισσας των θεών, παρά αν βρισκόταν σε κάποιο λιγότερο απομονωμένο σημείο ή αν ήταν εκτεθειμένο καθημερινά στα μάτια των ανθρώπων μέσα στο θόρυβο των δρόμων ή το συνωστισμό της αγοράς της ίδιας της αργολικής πρωτεύουσας.
Ο δρόμος που οδηγεί από το Άργος σ’ αυτόν το ναό και τον οποίο μπορούμε να ακολουθήσουμε με το βλέμμα μας από το σημείο όπου φανταζόμαστε τον εαυτό μας να στέκεται τώρα, έχει αποκτήσει ένα μόνιμο ενδιαφέρον – ανάλογο με αυτό της Πεδιάδας του Πίου, στις πλαγιές του Όρους Αίτνα – από την πράξη υικής στοργής των δύο αδελφών, που έσυραν με τα ίδια τους τα χέρια από τις πύλες του Άργους μέχρι την είσοδο του ναού, μια απόσταση σαράντα πέντε σταδίων, την άμαξα της μητέρας τους, η οποία δεν είχε άλλο τρόπο για να φτάσει σε καλή κατάσταση την ημέρα του εορτασμού και να βρεθεί με την εύθυμη παρέα των συμπατριωτισσών της που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Στους δύο νέους, που είχαν στεφθεί νικητές στους γυμναστικούς αγώνες, το συγκεντρωμένο πλήθος επιφύλαξε θερμή υποδοχή κατά την άφιξη τους στο Ηραίο και συνεχάρη τη μητέρα για τους γιους της και τους γιους για τη δύναμη και την αρετή τους. Η μητέρα, εκφράζοντας τη χαρά της για την ευτυχία της και για τις πράξεις των παιδιών της, πήγε στο ιερό της Ήρας, στάθηκε μπροστά στο άγαλμα της και προσευχήθηκε για τους γιους της τις μεγαλύτερες ευλογίες που θα μπορούσε να δώσει η θεά και θα μπορούσαν εκείνοι να δεχθούν. Μετά από την προσευχή της μητέρας τους και αφού είχαν προσφέρει και τις δικές τους θυσίες, τα δύο αδέλφια, εξαντλημένα από την κούραση, ξάπλωσαν μέσα στο ναό και βυθίστηκαν μαζί σ’ έναν βαθύ ύπνο, από τον οποίο δεν ξύπνησαν ποτέ. Τα αγάλματα τους έστησαν στους Δελφούς με τα ίδια τους τα χέρια οι συμπατριώτες θαυμαστές τους· και η μοίρα τους αναφέρθηκε από το σοφό Σόλωνα στον πλούσιο Κροίσο ως κατώτερη σε ευτυχία μόνο του πεπρωμένου του Αθηναίου Τέλλου.
Τίρυνθα – Ναύπλιο
Νοτίως του Ηραίου, ή Ναού της Ήρας, και στο βορειοανατολικό άκρο του Αργολικού Κόλπου, χτισμένη πάνω σ’ έναν χαμηλό στενόμακρο βράχο, βρίσκεται η ξεχωριστή πόλη Τίρυνθα. Έχοντας να επιδείξει πράγματι τα αρχαιότερα ερείπια της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της Ελλάδας και προκαλώντας το θαυμασμό του θεατή με τις τεράστιες διαστάσεις των ακατέργαστων ογκόλιθων με τους οποίους είναι κατασκευασμένα τα τείχη και οι στοές και που προκάλεσαν ένα επίθετο για την έκφραση του θαυμασμού ακόμα και από το στόμα του ίδιου του Ομήρου – διασώζεται ως ένα εντυπωσιακό μνημείο της δύναμης ανθρώπων για τους οποίους η γραπτή ιστορία σιωπά. Ανεγέρθηκε και άκμασε σε εποχές προγενέστερες της ιστορίας και δείχνει να υπάρχει, προκειμένου να κάνει πιστευτή τη μυθολογία. Γνωρίζουμε για την Τίρυνθα μόνο ότι χτίστηκε από τους Κύκλωπες και ότι ήταν η πρώτη κατοικία του Ηρακλή.
Πιο νότια και εξουσιάζοντας την είσοδο του όρμου του Άργους, στην ανατολική πλευρά του, βρίσκεται η πόλη Ναύπλιο, που την έκανε σημαντική το επιβλητικό ύψωμα στο οποίο βρίσκεται η ακρόπολη της. Η σημασία που είχε το Άργος κατά τους ηρωικούς χρόνους, την οποία απέκτησε το Ναύπλιο κατά το Μεσαίωνα, καθώς και τα φυσικά πλεονεκτήματα της θέσης του, συνέβαλαν ώστε να διατηρήσει μια σπουδαιότητα, η οποία για πολλούς αιώνες μετέτρεψε την ονομασία του Ναυπλίου – η οποία προήλθε από το όνομα ενός από τους γιους του Ποσειδώνα – σε λέξη γνώριμη στους εμπόρους και ναυτικούς του Αρχιπελάγους.
Σχήμα και μορφή της Αργολικής Πεδιάδας
[…] Από έναν δρόμο που έχουμε ακολουθήσει και νωρίτερα κατευθυνόμαστε από τη Σπάρτη, την πόλη του Μενέλαου, στην πόλη του αδελφού του, τις Μυκήνες. Ο δρόμος από τη Ναυπλία πpos τα εκεί περνάει μέσα από την αργολική πεδιάδα, η οποία περιορίζεται από ένα καμπυλωτό φράγμα από βουνά από όλες τις πλευρές εκτός από το νότο, όπου περιβάλλεται από τη θάλασσα. Οι Μυκήνες βρίσκονται στη βόρεια κόγχη αυτής της καμπυλωτής λοφοσειράς, σε απόσταση δεκατεσσάρων χιλιομέτρων περίπου από την κορυφή του κόλπου. Γι’ αυτό και δε θα μπορούσε να επινοηθεί καταλληλότερη ονομασία από αυτήν που περιγράφει το Άργος – με την οποία εννοούμε ολόκληρη την επαρχία και όχι την πόλη – ως κοίλο και την πόλη των Μυκηνών ως χωμένη στην κώχη ή τον μυχό του Άργους. Δε φαίνεται απίθανο οι Μυκήνες να έλκουν την ονομασία τους από τη λέξη που στην αρχαία γλώσσα υποδήλωνε τον ‘μυχό’. Η πεδιάδα από την οποία περνάμε στο δρόμο μας προς τα εκεί είναι άνυδρη και γεμάτη σκόνη και έχει λίγα αντικείμενα και που να σπάνε τη μονοτονία του γυμνού κάμπου. Δε διακόπτεται από φράχτες και τα λιγοστά σύγχρονα χωριά που είναι σκορπισμένα στην επιφάνεια του είναι μικρά και σχεδόν έρημα. Αποτελούνται, σε γενικές γραμμές, από μία χαμηλή εκκλησία, από ένα πηγάδι, του οποίου τα πέτρινα χείλη είναι βαθιά αυλακωμένα από τα σκοινιά που ανεβάζουν τους κουβάδες με το νερό, από σωρούς πελεκημένης πέτρας ολόγυρα τους και από λιγοστά αγροτόσπιτα από λάσπη, στους τοίχους των οποίων, στο τέλος του καλοκαιριού, κρέμονται για να αποξηρανθούν βλαστοί καλαμποκιού και καπνού. Η απόσταση από τη Ναυπλία μέχρι τις Μυκηνές είναι γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα. Ο δρόμος περνάει κάτω από τον επιβλητικό βράχο νοτιοανατολικά του Ναυπλίου, πάνω στον οποίο ορθώνεται το αρχαίο οχυρό Παλαμήδι και αφήνει τα Κυκλώπεια Τείχη της Τίρυνθας, της πόλης του Ηρακλή, σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου βορείως του Ναυπλίου στο δεξί χέρι. Τα ερείπια των Μυκηνών, για τα οποία έχουν δοθεί νωρίτερα κάποιες λεπτομέρειες, σε παραπάνω αναφορά, από κάποιες απόψεις είναι ασύγκριτα σε ενδιαφέρον με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στην Ελλάδα. Η θέση τους αποτελεί ευτυχή συγκυρία· η περιοχή δεν κατοικείται και ανηφορίζει από μια άδεια πεδιάδα στον έρημο λόφο πάνω στον οποίο βρίσκονται.
Η Ακρόπολη των Μυκηνών
Η ακρόπολη καταλάμβανε ένα ύψωμα που εκτεινόταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά και πρόσφερε ένα πλάτωμα με μήκος γύρω στα τριάντα μέτρα και πλάτος το μισό περίπου. Δύο χείμαρροι που κατέβαιναν από τους ανατολικούς λόφους έρεαν στις βραχώδεις κοίτες τους ο ένας νότια και ο άλλος βόρεια, κατά μήκος της βάσης της Ακρόπολης και από εκεί συνέχιζαν προς τον γενικό αποδέκτη των γειτονικών βουνίσιων ποταμών, την αργολική πεδιάδα. Μπορεί να ακολουθήσει κανείς τα τείχη της ακρόπολης σε ολόκληρη την περίμετρο τους· στη δυτική πλευρά φτάνουν σε σημαντικό ύψος. Ο χώρος τον οποίο περιέκλειαν,
δηλαδή η περιοχή της ακρόπολης, καλύπτεται από τη συνήθη χλόη και τα βουνίσια φυτά του τόπου. Μόνο λίγα θεμέλια αρχαίων κτηρίων σώζονται και μία ή δύο στέρνες λαξευμένες στο βραχώδες έδαφος και επιχρισμένες με κονίαμα. Αυτή είναι η παρούσα κατάσταση της Ακρόπολης των Μυκηνών. Ήταν προσβάσιμη από δύο πύλες, μία στα βορειοανατολικά και άλλη μία στα βορειοδυτικά, και μόνον αυτές. Στις αρχαίες πόλεις, οι πύλες φαίνεται ότι εθεωρούντο αναγκαία κακά, τα οποία ήταν επικίνδυνο να πολλαπλασιάζουν κι ένας μεγάλος αριθμός πυλών εθεωρείτο τιμητικός, καθώς αποδείκνυε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δύναμη και τη γενναιότητα τους για την υπεράσπιση τους. Εξ ου και τα επίθετα που χρησιμοποιούσαν για τη Θήβα και άλλες παρόμοιες πόλεις. Τη γραμμή των τειχών της ακρόπολης των Μυκηνών δεν την αλλοίωναν ούτε προεξέχοντες πύργοι· μόνο δύο προσεγγίσεις προς μια πυργοειδή κατασκευή υπάρχουν σε ολόκληρη την περίμετρο τους. Είναι κατάλληλα τοποθετημένες, ώστε να προστατεύουν τις δύο εισόδους για τις οποίες μιλήσαμε και προεξέχουν με τέτοιο τρόπο στη δεξιά πλευρά της κάθε πύλης, ώστε το χέρι με το σπαθί ενός επιτιθέμενου να είναι εκτεθειμένο στα βλήματα που εκτόξευαν εναντίον του οι πολιορκούμενοι από τον πύργο.
Και τα δύο αυτά σημεία είναι άξια προσοχής: η σχέση της πύλης με τον πύργο και η προβολή του δεύτερου με σκοπό την άμυνα· και από τις δύο αυτές απόψεις η κατασκευή της ακρόπολης, που βρίσκεται μπροστά μας, παρέχει μια επεξήγηση για την πολεμική αρχιτεκτονική που μας παρουσιάζει στην Ιλιάδα ο Όμηρος. Το ποίημα αυτό και τα τείχη των Μυκηνών δείχνουν να ανήκουν στην ίδια εποχή. Στην Ιλιάδα, όταν αναφέρεται κάποιος πύργος, πάντα συμπεραίνεται, πιστεύουμε, ότι κάποια πόλη γειτονεύει μ’ αυτόν. Η Ελένη, για παράδειγμα, οδηγείται σ’ έναν πύργο ώστε να μπορεί να βλέπει από την επίπεδη κορυφή του τους Έλληνες αρχηγούς στην πεδιάδα της Τροίας. Την υποδέχονται εκεί ο Πρίαμος και οι Προεστοί της Τροίας, που περιγράφονται καθήμενοι στη Σκαιά Πύλη. Η Ανδρομάχη, σε άλλο χωρίο του ποιήματος, ανεβαίνει σ’ έναν πύργο για παρόμοιο λόγο· ο Έκτωρ την αναζητεί και ανταμώνουν, μαθαίνουμε, στη Σκαιά Πύλη. Η συνήθης γειτνίαση της Πύλης και του Πύργου συμπεραίνεται ότι ήταν πολύ γνωστή στους ακροατές του ποιήματος σε αυτούς και σε άλλους τόπους. Σε πόλεις όμως νεότερες από τις Μυκήνες και σε ποιήματα πιο πρόσφατα από αυτά του Ομήρου, μολονότι δεν υπάρχει ποτέ πύλη χωρίς πύργο, ένας πύργος δεν συνεπάγεται απαραίτητα την παρουσία μιας πύλης δίπλα του.
Η σημασία της Πύλης των Λεόντων
Η κύρια ή βορειοδυτική από τις δύο πύλες των Μυκηνών έχει να επιδείξει πάνω από το ανώφλι της το αρχαιότερο μνημείο γλυπτικής στην Ελλάδα. Οι δύο αυτοί ημιανάγλυφοι λέοντες είναι οι μόνοι διασωθέντες της εποχής τους. Ο μονόλιθος από πράσινο βασάλτη, πάνω στον οποίο είναι σκαλισμένοι, περικλείει όλη την ιστορία της γλυπτικής εκείνης της περιόδου. Το ποιος ήταν ο σκοπός αυτού του έργου θα ήταν άσκοπο να ερευνηθεί, μετά από τις αναλυτικές πραγματείες που έχουν αναπτυχθεί πάνω σ’ αυτό. Πιθανολογείται από τη στήλη που χωρίζει τους δύο λέοντες και από το πιθανό τελείωμα της σε μια σπειροειδή φλόγα – γιατί το επίκρανο και το επιστήλιο είναι ακρωτηριασμένα – ότι το έμβλημα αυτό ήταν ένα σύμβολο της ηλιακής λατρείας, την οποία οι Μυκήνες εικάζεται ότι αποκόμισαν από τη σχέση τους με την Περσία. Η υπόθεση αυτή είναι μάλλον τολμηρή και στηρίζεται σε αβέβαιη βάση. Ο Παυσανίας, ευαίσθητος καθώς ήταν σε τέτοια θέματα και κάπως επιρρεπής στην αναζήτηση μυστικιστικής σημασίας εκεί όπου δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση, δε φαίνεται να έχει θεωρήσει ότι τα ζώα αυτά προσφέρουν έδαφος για την εφαρμογή μιας διαδικασίας μέσω της οποίας οι γλυπτές αναπαραστάσεις μετατρέπονται σε παπύρους θρησκευτικών ιερογλυφικών. Γι’ αυτόν ήταν απλώς λέοντες. Έτσι όπως στέκονται πάνω από την κύρια πύλη των Μυκηνών, μέσα από την οποία κατευθύνονταν προς την ακρόπολη όλοι αυτοί που ανέβαιναν από την πεδιάδα του Άργους από κάτω της, δείχνουν να υποβάλλουν μια πιο απλή υπόθεση – ότι σχεδιάστηκαν και τοποθετήθηκαν εκεί ως δηλωτικός υπαινιγμός για τον ξένο της δύναμης και του λιονταρίσιου θάρρους αυτής της πόλης, όπου ετοιμαζόταν να εισέλθει από την πύλη πάνω στην οποία στέκονταν. Έτσι αποτελούσαν εραλδικά εμβλήματα στον εθνικό θυρεό των Μυκηνών. Οι γλυπτοί σκύλοι που ήταν τοποθετημένοι στην είσοδο του Ανακτόρου του Αλκίνοου, σύμφωνα με την περιγραφή του Ομήρου, συμβόλιζαν την επαγρύπνηση με την οποία φυλασσόταν. Οι λέοντες των Μυκηνών, σε ανάλογη θέση, δήλωναν το τολμηρότερο πνεύμα που εμψύχωνε τους κατοίκους αυτής της πόλης. Η εμφάνιση επίσης του Βασιλιά των Μυκηνών, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, ενέπνεε τον Τρόμο, με το λιονταρίσιο κεφάλι που κοσμούσε την ασπίδα του: το ζώο αυτό, επομένως, ήταν πιθανότατα όχι απλώς ένα αρμόζον χαρακτηριστικό, αλλά και ένα εθνικό σύμβολο της μυκηναϊκής δύναμης.
Άργος – Ακρόπολη – Θέατρο
Ένας δρόμος ξεκινάει από την αργολική πεδιάδα στα νοτιοδυτικά, ο οποίος οδηγεί στη σύγχρονη πόλη Τριπολιτσά. Η ίδια η αργολική πεδιάδα εκτείνεται από το βορρά προς το νότο σε μια έκταση δεκαπέντε χιλιομέτρων περίπου· αρχίζει στην κορυφή του κόλπου και τελειώνει στα ορεινά περάσματα που οδηγούν προς το βορρά στον Ισθμό της Κορίνθου. Το πλάτος της είναι όσο το μισό μήκος της περίπου. Οι ψηλότερες ή βορειότερες περιοχές αυτής της πεδιάδας υποφέρουν από λειψυδρία: εξ ου και το επίθετο που χρησιμοποίησε γι αυτήν ο Όμηρος, ενδεικτικό της δίψας του εδάφους της. Η χαμηλότερη περιοχή της, αντίθετα, καλύπτεται από βάλτους κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους και τέμνεται από το πλούσιο ρεύμα του ποταμού Ερασίνου, ο οποίος πηγάζει από ένα γραφικό σπήλαιο, παλαιότερα αφιερωμένο στον Βάκχο και τον Πάνα, κάτω από τους βράχους του Όρους Χάον, μέσα από το οποίο έχει ανοίξει το δρόμο του από την αρκαδική λίμνη Στυμφαλία. Λίγο μακρύτερα προς το νότο, στην παραλία, βρίσκονται ο βάλτος της Λέρνης και η απύθμενη λίμνη Αλκυονία, από την οποία μεγάλες υδάτινες ποσότητες μεταφέρονται μετά από μικρή διαδρομή μέσα στον κόλπο. Ο ποταμός Ίναχος, ο οποίος έρχεται από την υψηλότερη περιοχή της πεδιάδας, σπάνια βρίσκει το δρόμο του προς τη θάλασσα, παρά μόνο όταν φουσκώνει από κάποια πρόσφατη νεροποντή: τότε γίνεται ένας πλατύς και ορμητικός χείμαρρος.
Η ίδια η πόλη του Άργους βρίσκεται πέντε χιλιόμετρα βορείως του κόλπου, δυτικά της χαλικώδους όχθης του’Ιναχου και σε ίση απόσταση από τη Λέρνη και τη Ναυπλία, δηλαδή εννέα χιλιόμετρα. Η Ακρόπολη της ήταν ένας κωνικός λόφος, περίπου τριακόσια χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, συνδεόμενος μέσω μιας στενής λωρίδας γης με ένα χαμηλότερο πλάτωμα στα βορειοανατολικά. Ο πρώτος ήταν η παλιά ακρόπολη του Φορωνέα και ονομαζόταν με τον πελασγικό όρο για το φρούριο Λάρισα, καθώς και Ασπίς, εξαιτίας του κυκλικού σχήματος του. Το δεύτερο, από τη στενή λωρίδα γης που αναφέραμε, ονομαζόταν Δειράς ή Λαιμός. (Στμ: στην πραγματικότητα επρόκειτο για δύο ακροπόλεις, τη Λάρισα και την Ασπίδα, ενώ Δειράς ονομαζόταν το μεταξύ τους διάσελο.) Τα κυριότερα αρχαία ερείπια του Άργους εμφανίζονται στα θεμέλια αυτής της ακρόπολης, που συνδυάζονται με έργα της σύγχρονης εποχής· οι τρεις σειρές προμαχώνων και τα τρία ξεχωριστά κάστρα, από τα οποία αποτελείται το φρούριο, είναι κυρίως βενετικής αρχιτεκτονικής.
Κάτω από την ακρόπολη, κοιτάζοντας σχεδόν νοτιοανατολικά προς την Τίρυνθα, υπάρχει ένα καλοδιατηρημένο δείγμα αρχαίου θεάτρου, του οποίου τα εδώλια είναι λαξευμένα στο βραχώδες έδαφος· ήταν μοιρασμένα σε τρεις ξεχωριστές βαθμίδες από δύο περιζώματα. Στο χαμηλότερο τμήμα του αμφιθεάτρου φαίνεται να υπήρχαν τριάντα έξι εδώλια, δεκαέξι στη δεύτερη βαθμίδα και πάνω από δεκατέσσερα στην ψηλότερη. Διαμορφώνονταν σε σφήνες από τρεις διαδρόμους. Το θέατρο αυτό διατηρείται σε τέτοια κατάσταση, ώστε είναι πολύ ευχάριστο και όχι πολύ δύσκολο να το ξαναγεμίσει κανείς με τους θεατές που συνωστίζονταν κάποτε σ’ αυτά τα έρημα τώρα εδώλια και να παρακολουθήσει με τη φαντασία του τους ηθοποιούς που κινούνταν πάνω στη σκηνή μπροστά τους· να ενδώσει, εν ολίγοις, σ’ εκείνη την ευχάριστη πλάνη που πρόσφερε τόσο μεγάλη απόλαυση στον Αργείο ευγενή του παλιού καιρού ο οποίος, όπως μας λέει ο Οράτιος, συνήθιζε να έρχεται σ’ αυτά τα εδώλια, όταν ήταν άδεια όπως είναι τώρα, και να ονειρεύεται επί ώρες ολόκληρες ότι ακούει φανταστικές τραγωδίες, ένας πανευτυχής θεατής και χειροκροτητής σ’ ένα άδειο θέατρο.
Μολονότι όμως οι παλιές δόξες του Άργους έχουν σβήσει, έχοντας αφήσει τόσο πενιχρά ίχνη πίσω τους, από τις αρχαίες κατακτήσεις του έχει καταφέρει να δανειστεί και να οικειοποιηθεί τιμές που δεν ανήκουν πλήρως σ’ αυτό. Το έτος 468 π.Χ. η γειτονική πόλη των Μυκηνών κατελήφθη και καταστράφηκε από τους Αργείους. Από τότε η ιστορία της αρχαίας έδρας του οίκου του Ατρέα συγχωνεύθηκε με αυτήν του Άργους και κατά συνέπεια γεγονότα που στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα στις Μυκήνες έχουν μεταφερθεί από τους δραματικούς ποιητές των Αθηνών στο Άργος κι έτσι οι θεοί και οι ήρωες, καθώς και τα τείχη και οι κάτοικοι των Μυκηνών, μπορεί να πει κανείς ότι έγιναν κτήμα της νικήτριας πόλης, της ιστορίας και της μυθολογίας της οποίας αποτελούν τώρα μέρος. Συνεπής με αυτήν την αντίληψη, ο Αισχύλος, στις τραγωδίες του που συνδέονται με τις Μυκήνες, δεν έχει αναφέρει ποτέ το όνομα των Μυκηνών, παρά πάντα ονοματίζει το Άργος στη θέση τους· ενώ οι άλλοι δύο τραγικοί χρησιμοποιούν τόσο το όνομα των Μυκηνών όσο και του Άργους για το ίδιο θέμα[…].
Πηγές
- Wordsworth, Christopher, «Greece : pictorial, descriptive and Historical», London, 1884.
- Wordsworth, Christopher, «Ελλάδα:μέσα από εικόνες, περιγραφές και ιστορικά στοιχεία», Εκδόσεις Συλλογή, Αθήνα, 2008.
Δυστυχώς η λαίλαπα του χριστιανισμού δεν άφησε λίθον επί λίθου ,αλλά και σκόρπισε τον αφανισμό και την καταστροφή στο 97% της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας….