Η φιλοσοφική παιδεία και το γενικότερο πνευματικό κλίμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία την εποχή του Αγίου Πέτρου Επισκόπου Άργους.
Εισήγηση του κου Γεωργίου Στείρη, λέκτορος φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών, στην εορταστική συνεδρία, Κυριακή 3 Μαΐου, στο πλαίσιο του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Πέτρου, πολιούχου Άργους. Αίθουσα διαλέξεων «Δαναού».
Στο Μεγαλυνάριο του Αγίου Πέτρου αναφέρεται: Τον του Βυζαντίου κλεινόν βλαστόν. Ο Άγιος Πέτρος τοποθετείται από τον υμνωδό του σε συγκεκριμένο χωροχρονικό και πολιτιστικό περιβάλλον, το οποίο επέδρασε καθοριστικά στο σχηματισμό της προσωπικότητας του και τη γενικότερη πνευματική του πορεία. Στη σύντομη αυτή εισήγηση θα περιγραφεί αδρομερώς αυτό ακριβώς το πνευματικό περιβάλλον των 9ου και 10ου αιώνων, επικεντρώνοντας στη φιλοσοφική παιδεία. Καταλήγοντας, θα επιχειρηθεί η σύνδεση του Αγίου Πέτρου με τη γενικότερη πνευματική κίνηση της εποχής του. Ο Άγιος Πέτρος γεννήθηκε και ανδρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη του β’ μισού του 9ου αιώνα, μια περίοδο ακμής, που πρώτος ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Kurt Weitzmann αποκάλεσε Μακεδονική Αναγέννηση, επειδή επιχειρήθηκε η επαναδιαπραγμάτευση των κλασσικών ιδεωδών του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Οι επιστήμες, τα γράμματα και η τέχνη απέκτησαν μια σχετική αυτονομία και αυθυπαρξία έναντι της Θεολογίας ως κλάδοι του επιστητού. Οι αυτοκράτορες Θεόφιλος και Καίσαρ Βάρδας αναδιοργάνωσαν το λεγόμενο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ ο Λέων ο Στ’, ο επονομαζόμενος Σοφός, κατέστησε το παλάτι χώρο επιστημονικού και φιλοσοφικού διαλόγου. Ο πρώτος που πληροί το περιεχόμενο της λέξης σοφός στη μεταβυζαντινή περίοδο υπήρξε ο Λέων ο Μαθηματικός, ο οποίος ήκμασε στο πρώτο μισό του 9ου αιώνος, ανοίγοντας νέες ατραπούς στο στοχασμό.
Σύμφωνα με τα θρυλούμενα, αφού ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη και συνειδητοποίησε ότι στη βασιλεύουσα δεν υπήρχε άνθρωπος ικανός να τον διδάξει περαιτέρω, κατέφυγε στην Άνδρο, όπου ένας άγνωστος σε εμάς σοφός τον μύησε στη ρητορική, τη φιλοσοφία, την αστρονομία, την αστρολογία, τη μουσική και τα μαθηματικά. Παράλληλα, άδραξε την ευκαιρία να μελετήσει πλήθος αρχαίων χειρογράφων που ανακάλυψε στις μοναστικές βιβλιοθήκες της νήσου. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, δίδασκε ιδιωτικά, δίχως να προσελκύσει το ενδιαφέρον της ευρύτερης κοινωνίας. Όταν όμως ένας από τους μαθητές του συνελήφθη από τον περίφημο χαλίφη της Βαγδάτης ΑΙ Mamun, ερωτηθείς πώς απέκτησε όλες αυτές τις γνώσεις που εξέπληξαν τους Άραβες, ενημέρωσε τον ΑΙ Mamun για την ύπαρξη του Λέοντος. Ο χαλίφης απηύθυνε επιστολή στο Λέοντα, προσκαλώντας τον στην αυλή του.
Ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, έσπευσε να διορίσει το Λέοντα καθηγητή στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων και τον απέτρεψε να ταξιδέψει στο χαλιφάτο, παρότι ο ΑΙ Mamun συνεχώς αύξανε την προσφορά του. Ο Λέων τελικά, κατόπιν πρωτοβουλίας του Καίσαρα Βάρδα, διορίστηκε καθηγητής φιλοσοφίας σε ένα καινούριο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο έδρευε πιθανότατα στη Μαγναύρα. Το ίδρυμα αυτό πιθανότατα αποτέλεσε την απόπειρα απάντησης των βυζαντινών στην επιστημονική και φιλοσοφική ακτινοβολία του αραβικού κόσμου.
Κανένα από τα φιλοσοφικά συγγράμματα του Λέοντος δε διασώζεται, παρότι υπήρξε πρώτος εκδότης και υπομνηματιστής πλατωνικών έργων κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Στον Λέοντα αποδίδεται, αν και όχι με ασφάλεια, το σωζόμενο «Σύνοψις εις την φύσιν ανθρώπων«, έργο ιατροφιλοσοφικού περιεχομένου.
Μετά το Λέοντα στην πνευματική ζωή της Κωνσταντινουπόλεως κυριάρχησε ο πατριάρχης Φώτιος, ο λόγιος που υπήρξε η επιτομή της μακεδονικής αναγέννησης, καθώς διακρίθηκε για τη σπάνια πολυμάθεια του. Πηγές της εποχής τον εμφανίζουν περισπούδαστο στην ποίηση, τη γεωμετρία, τη φιλοσοφία και την ιατρική. Ήταν βαθιά προσηλωμένος στη μελέτη της κλασσικής αρχαιότητας και στην κράση θεολογίας και θύραθεν σοφίας. Συνέγραψε τη «Βιβλιοθήκη», μια σύνοψη της έως τότε γνωστής αρχαίας γραμματείας, μοναδική στο είδος της και πολύτιμη ακόμα και σήμερα, καθώς διασώζει στοιχεία για πολλά έργα αρχαίων συγγραφέων.
Στο άλλο μεγάλο του την «Αμφιλόχια», περιλαμβάνονται σχόλια στις «Κατηγορίες» του Αριστοτέλη και άλλες συντομότερες φιλοσοφικές πραγματείες. Ο Φώτιος ενδιαφέρθηκε για τη φιλοσοφία καθαυτή, δίχως να την αντιμετωπίζει αποκλειστικά ως θεραπαινίδα της θεολογίας. Η μελέτη του κατέτεινε κυρίως στη διαλεκτική και τη λογική, στρεφόμενος τελικά προς μια μορφή σκεπτικισμού. Παρότι αντιμετώπιζε με σεβασμό την αρχαία φιλοσοφία, δε δίστασε να ασκήσει τεκμηριωμένη κριτική στις αριστοτελικές κατηγορίες και την πλατωνική θεωρία των ιδεών. Σαφής υπήρξε παρά ταύτα η προτίμηση του στην αριστοτελική φιλοσοφία, καθώς δεν τον ικανοποιούσε η ποιητική και μη συστηματική ανάπτυξη των φιλοσοφικών ζητημάτων από τον Πλάτωνα. Η ενασχόληση του με τις ελευθέριες τέχνες έστρεψε εναντίον του τον συντηρητικό κλήρο, ο οποίος του προσήψε κατηγορίες για μαγεία και διαστρέβλωση των δογμάτων. Συγγενής, μαθητής και θαυμαστής του Φωτίου υπήρξε ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός, ο οποίος ο διετέλεσε επίσης συμμαθητής και εξ απορρήτων σύμβουλος του αυτοκράτορα Λέοντος Στ’ του Σοφού. Ο Νικόλαος ο Μυστικός ήταν εκείνος που ενδιαφέρθηκε για τον Άγιο Πέτρο και τελικά τον εξώθησε να αναλάβει καθήκοντα επισκόπου στο Άργος το 912, όταν ο Νικόλαος Μυστικός επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο, ύστερα από την καθαίρεσή του για τη στάση που τήρησε στο θέμα της τετραγαμίας του Λέοντος. Ο Νικόλαος ο Μυστικός, πέρα από το ποιμαντικό του έργο, συνέθεσε μια σειρά ομιλιών, οι οποίες διακρίνονται για το υψηλό τους πνευματικό και λογοτεχνικό επίπεδο, κατατάσσοντας τον ανάμεσα στους σημαντικότερους ρήτορες της εποχής του.
Συνομήλικος του Αγίου Πέτρου και του Νικολάου του Μυστικού ήταν ο επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας, ο οποίος παρότι γεννήθηκε στην Πάτρα, ανδρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Συνέγραψε σχόλια στις «Κατηγορίες» του Αριστοτέλη και την «Εισαγωγή» του Πορφυρίου, ενώ αντίθετα από τον Φώτιο, προέκρινε τον Πλάτωνα. Η ρήξη του με την παράδοση του Φωτίου σηματοδοτεί την αναβίωση της πολεμικής για το φιλοσοφικό πρωτείο ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, η οποία επρόκειτο να ταλανίσει για αιώνες τους πνευματικούς κύκλους του Βυζαντίου και να κληροδοτηθεί στην αναγεννησιακή Δύση. Ο Αρέθας, παρότι αρχικά συνεργαζόταν με τον Νικόλαο Μυστικό, ήλθε σε ρήξη μαζί του, καθώς ο Αρέθας μετεστράφη στο θέμα της τετραγαμίας του Λέοντος και στήριξε τον αυτοκράτορα στη διαμάχη του με τον Νικόλαο Μυστικό.
Ο Αρέθας θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παραγγελιοδότες χειρογράφων στα τέλη του 9 ου και στο μισό του 10 ου αιώνα. Χάρη στη δραστηριότητά του αυτή, στην οποία επιδιδόταν ήδη πριν ενταχθεί στον κλήρο, μας έχουν παραδοθεί πολυάριθμα έργα σημαντικότατων αρχαίων συγγραφέων, μεταξύ άλλων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αίλιου Αριστείδη, του Αθήναιου, του Δίωνος Χρυσοστόμου, του Ευκλείδη κ.α.
Συγγενής της Ζωής Καρβονωψίνας, της συζύγου του αυτοκράτορος Λέοντος του ΣΤ’, υπήρξε ο Λέων Χοιροσφάκτης, μια άλλη σημαντική προσωπικότητα της εποχής. Ο Λέων Χοιροσφάκτης, στο έργο του Χιλιόστιχος Θεολογία, δείχνει να διαθέτει ενδελεχή γνώση της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας και των έργων του Ψευδο – Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Τα συγγράμματα του Λέοντα Χοιροσφάκτη είχαν σαγηνεύσει τον Αρέθα, ο οποίος τα αποκαλούσε έργα ενός γνήσιου Έλληνος, με την ιδιαίτερη σημασία που ελάμβανε ο όρος στην εποχή. Ο Λέων Χοιροσφάκτης, όπως και ο Αρέθας, είχαν επιδοθεί και διακριθεί στη ρητορική.
Τη σκυτάλη της πνευματικής ηγεσίας μετά τον Αρέθα παρέλαβε ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο οποίος ηγήθηκε της βυζαντινής αυτοκρατορίας όσο καιρό ο Άγιος Πέτρος ήταν επίσκοπος Άργους. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διαπίστωσε ότι οι ελευθέριες τέχνες και οι επιστήμες είχαν σημειώσει κάμψη. Για την αναστροφή της κατάστασης μερίμνησε προσωπικά διορίζοντας καθηγητές στην ανακτορική σχολή.
Ο Άγιος Πέτρος εντάσσεται μέσα σε αυτό το πνευματικό κλίμα, του οποίου υπήρξε αντιπροσωπευτικό και εξέχον δείγμα. Του αποδίδονται επτά ομιλίες, αλλά η νεότερη έρευνα εγείρει αμφιβολίες για τον Επιτάφιο εις τον μακάριον Αθανάσιον επίσκοπον Μεθώνης και το Εγκώμιο εις την Αγίαν μεγαλομάρτυρα του Χριστού Βαρβάραν. Ο Κυριακόπουλος τοποθετεί τη συγγραφή όλων των ομιλιών στην περίοδο που ο Άγιος Πέτρος διέμενε στο Άργος, αλλά μόνο τρεις εξ αυτών, συγκεκριμένα ο «Λόγος εις τους Αγίους Αναργύρους», ο «Λόγος εις τα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου» και εκείνος «Εις την σύλληψιν της Αγίας Άννης», περιέχουν σαφείς χρονολογικές αναφορές.
Το «Εγκώμιον εις την αγίαν Άννα» και ο «Λόγος εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Θεοτόκου» δεν χρονολογούνται με ακρίβεια. Ο Σιδεράς χρονολογεί δε τον αμφισβητουμένης πατρότητας «Επιτάφιο εις τον μακάριον Αθανάσιον, επίσκοπον Μεθώνης», το 890. Ο μαθητής του Αγίου Πέτρου, Θεόδωρος Μητροπολίτης Νικαίας, αναφέρει ότι ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός τον επέλεξε ως επίσκοπο, όταν, μετά την επάνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο, επιθυμούσε να επανδρώσει τις μητροπόλεις με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Ο Άγιος Πέτρος ήταν, σύμφωνα με το βιογραφικό του, ήδη γνωστός για τη μόρφωση και την αρετή του, γεγονός που μας οδηγεί να συνάγουμε ότι πιθανότητα είχε αξιόλογο συγγραφικό έργο και πριν το 912, μέρος του οποίου πιθανότατα δεν σώζεται ή δεν έχει ακόμα ανευρεθεί.
Η επιλογή του από τον πατριάρχη ως επισκόπου και η επιμονή του Νικολάου του Μυστικού να τον πείσει να αποδεχθεί τη θέση αποδεικνύει ότι ήταν ήδη γνωστός στην Κωνσταντινούπολη ως συγγραφέας και ρήτορας. Η ομιλητική παράδοση, στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 900 γνώρισε ακμή, όπως έχει αποδείξει η Αντωνοπούλου. Αντιπροσωπευτικά δείγματα της παράδοσης αυτής υπήρξαν ο αυτοκράτωρ Λέων Στ’ ο Σοφός, οι πατριάρχες Ευθύμιος και Νικόλαος Μυστικός, ο επίσκοπος Αρέθας, ο Νικήτας Δαβίδ ο Παφλαγόνιος, ο Λέων Χοιροσφάκτης και δύο ανώνυμοι ρήτορες. Ο Άγιος Πέτρος πρέπει να ανήκε στη χορεία αυτών των εξόχων πνευματικών ανδρών. Ο κύκλος τους περιελάμβανε ιερωμένους και λαϊκούς. Όλοι οι προαναφερθέντες ρήτορες συνδέονταν με τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ τον Σοφό: ο Νικόλαος ο Μυστικός ήταν συμμαθητής του και προσωπικός του γραμματέας, ο πατριάρχης Ευθύμιος πνευματικός του πατέρας, ο Αρέθας αυλικός ρήτορας, ο Νικήτας μαθητής του Αρέθα, ο Χοιροσφάκτης υψηλόβαθμος διπλωμάτης, ο Άγιος Πέτρος επιλογή του Νικολάου του Μυστικού.
Όλα τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι ο Άγιος Πέτρος είχε σχέση με τον στενό κύκλο του αυτοκράτορα Λεόντα Στ’ και εξέχουσα θέση στους πνευματικούς κύκλους της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός του μακαριστού Χρυσοστόμου Δεληγιαννόπουλου ότι ο Άγιος Πέτρος υπήρξε συμμαθητής του Νικολάου του Μυστικού. Αλλά και συμμαθητές να μην υπήρξαν, σίγουρα ανήκαν σε ένα στενό κύκλο λογίων, υψηλού πνευματικού και κοινωνικού διαμετρήματος, ο οποίος είχε πρόσβαση στο παλάτι.
Ο Άγιος Πέτρος είχε πιθανότατα λάβει προσεγμένη παιδεία, θύραθεν και λαϊκή, και είχε διακριθεί στα γράμματα πριν έλθει στην Πελοπόννησο, ώστε να τον εμπιστευτούν και να θεωρείται ομότεχνος και ισάξιος όλων των προαναφερθέντων. Η δε επιλογή των γονέων του να ονομάσουν το μικρότερο αδελφό του Αγίου Πέτρου, Πλάτωνα να είναι ενδεικτική της μόρφωσης, της κοινωνικής θέσης και των πνευματικών ενδιαφερόντων τους, τα οποία ήταν προφανώς απόλυτα ευθυγραμμισμένα προς τις προτιμήσεις των πλέον προβεβλημένων εκπροσώπων της μακεδονικής αναγέννησης. Προς επίρρωση των προαναφερθέντων, στις σωζόμενες ομιλίες του Αγίου Πέτρου είναι η άριστη γνώση και χρήση της ελληνικής, η λογιότητα και η μεγαλοπρέπεια του ύφους, αλλά και η άρτια θεολογική του κατάρτιση.
Στον αμφισβητούμενο δε «Επιτάφιο εις τον μακάριον Αθανάσιον, επίσκοπον Μεθώνης», απαντώνται μνείες που επιτρέπουν να εικασθεί η εξοικείωση του συγγραφέα με την κλασσική γραμματεία και την αρχαία φιλοσοφία, τις οποίες δεν αναπαράγει δουλικά. Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται η πλατωνική τριμερής διάκριση της ψυχής σε λογιστικόν, επιθυμητικόν και θυμοειδές, χωρίς όμως να αναφέρεται ρητώς η πατρότητα της θεωρίας. Επίσης ο συγγραφέας συγκρίνει τη στάση του Σωκράτη ενώπιον του θανάτου με αυτή του Αγίου Αθανασίου, επισκόπου Μεθώνης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο «ημέτερος» αγιος σαφώς υπερτερεί αυτού για τον οποίο ΄επαίρονται΄΄ οι Έλληνες.
Συμπερασματικά, ο Άγιος Πέτρος, επίσκοπος Άργους δεν κατήγαγε άθλα μόνο στον εκκλησιαστικό στίβο, δεν προσέφερε μόνο σπουδαίες υπηρεσίες στο ποίμνιό του, αλλά υπήρξε και σημαίνον πνευματικό μέγεθος της εποχής του. Προς αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται ίσως να στραφεί περισσότερο η σύγχρονη μελέτη.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «Αργειακό Βήμα», την Τετάρτη 20 Μαΐου 2009.
Σχολιάστε