Άργος (1883) – Αγνή Σμιθ (Smith Agnes, 1843-1926)
Την άνοιξη του 1883 η Αγνή Σμιθ (Agnes Smith) συνοδευομένη από τη δίδυμη αδελφή της και μία φίλη περιηγείται την Ελλάδα της εποχής εκείνης. Είχαν φύγει στις 26 Ιανουαρίου από την Αγγλία και μετά από ένα περιπετειώδες θαλάσσιο ταξίδι έφτασαν στην ελληνική πρωτεύουσα* στα μέσα του Φεβρουαρίου. Στην πεδιάδα του Άργους έφτασαν στα μέσα Απριλίου. Καρπός της περιήγησης αυτής υπήρξε το βιβλίο Glimpses of Greek life and scenery, που εκδόθηκε στο Λονδίνο στα 1884. Παρακάτω παραθέτουμε τις εντυπώσεις από το Άργος της εποχής εκείνης. Να σημειώσουμε ότι η Αγνή Σμιθ το 1918, προσέφερε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge το ποσό των 6.500 λιρών για την προικοδότηση μιας θέσης αναπληρωτή καθηγητή στα Νέα Ελληνικά.
Άργος

Αγνή Σμιθ, «Βλέμματα επί του υλικού βίου και της ελληνικής τοπιογραφίας». Μετάφραση από τα αγγλικά I. Περβάνογλου. Εν Λειψία 1884.
[…] Μετά μιας ώρας οδοιπορίαν εφθάσαμεν εις Άργος. Διήλθομεν εν νυκτί δια οδών πολυάνθρωπων και ταραχή με κατέλαβεν ολίγη όταν ο Άγγελος μας ωδήγησε δια μικράς αυλής προς πενιχράν τινα οικίαν. Το δωμάτιον δεν μας εφάνη πολύ ευχάριστον μέχρις ου εφαιδρύνθη δια της παραθέσεως του γεύματος. Ο ύπνος ημών κάπως εταράχθη εκ των κινήσεων των ίππων, οίτινες φανερόν ήτο ότι ευρίσκοντο κάτωθεν ημών, ενω μας είπον ότι είχον τοποθετηθεί εις άλλο μέρος της αυλής. Οι σκύλοι, οι χοίροι και αι όρνιθες έκαμναν αδιάκοπον θόρυβον. Επειδή τα παράθυρα του κοιτώνος μας έβλεπον προς στενήν τίνα οδόν, άνθρωποι τίνες ιδιαιτέραν έδειξαν περιέργειαν ως προς την πρωινήν μας ενδυμασίαν εγώ επροσπάθησα να κλείσω τα εξώφυλλα των παραθύρων και εις τούτο λίαν προθύμως μ’ εβοήθησε μία των εν τη οδώ γυναικών.
Το Άργος δικαίως σεμνύνεται δια τας γυναίκας του. Υπάρχει αρχαία παράδοσις περί Τελεσίλλης τινός, ην οι νεώτεροι ιστορικοί υπέρ το δέον παρέβλεπαν. Ίσως δεν πρέπει να περιμένωμεν παρά των ανδρών ν’ αποδώσωσιν ημίν εντελή δικαιοσύνην. Η Τελέσιλλα ήτο ποιήτρια, εις την οποίαν ανηγέρθη ποτέ ανδριάς εν τη γενέτειρα αυτής πόλει· παρίστατο δε ως βλέπουσα επί της περικεφαλαίας τη, ην εκράτει εν τη χειρί, ενω παρά τους πόδας αυτής ήσαν ερριμμένα βιβλία. Ήτο διάσημος δια τους στίχους της και δι’ άλλα κατορθώματα ακόμη.
Συνέβη ποτέ οι Αργείοι να νικηθώσιν εν τινι μετά του Κλεομένους και των Σπαρτιατών έριδί ηττηθέντες έφυγον προς το άλσος τον Άργους, εξ ου εξήλθον πάλιν πεποιθότες εις τους όρους ανακωχής. Ιδόντες ότι ηπατήθησαν έκαυσαν και το άλσος και εαυτούς, και ο Κλεομένης ωδήγησε τους στρατιώτας του εναντίον πόλεως όλως ακατοίκητου. Αλλά η Τελέσιλλα συλέξασα όλα τα εν ταις οικίαις και εν τοις ναοίς εναπολειφθέντα όπλα διένειμεν αυτά εις τας γυναίκας, εις τους γέροντας και εις τους παίδας, και ότε έφθασαν οι Σπαρτιάται και είδον ότι αι γυναίκες δεν εφοβούντο αλλ’ ανθίσταντο γενναίως, συνεσκέφθησαν και απεφάνθησαν ότι έντιμον δεν ήτο να νικήσωσιν, ατύχημα δε μέγα να νικηθώσι, και ούτως απήλθον.
– Το διήγημα τούτο φαίνεται ως τι Σκωτικόν, είπεν η Εδήθ, τη οποία διηγήθην αυτό. Η μαύρη Αγνή του Δούμβαρ τα αυτά περίπου έπραξεν.
– Και μήπως οι Σκώτοι δεν ομοιάζουσι προς τους Έλληνας; παρετήρησα εγώ. Αμφότεροι είναι ανδρείοι και από των αρχαιοτάτων ήδη χρόνων γνωστοί δια τας φυλετικάς αυτών αρετάς· αμφότεροι είναι εσκεμμένοι και αγαπώσι τας θεολογικός συζητήσεις· ζήτημα είναι επίσης τις των δύο τούτων λαών γνωρίζει καλλίτερον το συμφέρον του· οι χωρικοί όμως αμφοτέρων την αυτήν έχουσιν επίθυμίαν να ίδωσι τους υιούς των προαγόμενους εν τω κοσμώ.
– Η ιδέα μου περί του ελληνικού χαρακτήρος μετεβλήθη αφ’ ότου ανεχώρησα εξ Αθηνών, είπεν η Βιολέττα. Είχον πάντοτε ακούσει ότι οι Έλληνες είναι έθνος πανούργον και δόλιον αλλ’ όλοι οι χωρικοί, άνδρες και γυναίκες, έχουσι φυσιογνωμίαν τόσον ελκυστικήν και με τόσην ευπροσηγορίαν μας υπεδέχθησαν, ώστε δεν δύναμαι να τοις αποδώσω έλλειψιν ειλικρίνειας. Ό,τι πολύ με λυπεί είναι, ότι οι Έλληνες είναι τόσον ολίγοι.
– Η σμικρότης του έθνους, παρετήσεν η Εδήθ, αποδεικνύει τον ηρωισμόν αυτού, καθότι υπέρ το ήμισυ αυτού εφονεύθη κατά τον υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα. Όταν αναλογισθώμεν ότι τούτο συνέβη προ πεντήκοντα μόλις ετών, και ότι οι Τούρκοι ούτε οικίας ούτε δένδρου σχεδόν εφείσθησαν, πρέπει να μη μεμφόμεθα τους Έλληνας δια την έλλειψιν προόδου. Οι επιζήσαντες ήσαν τόσον πτωχοί, ώστε ολίγιστοι μόνον εξ αυτών ηδύνατο να εγείρωσι καλύβην υπεράνω της κεφαλής των. Τολμώ ειπείν ότι αυτοί οι προγονοί μας (οι Σκώτοι) επί πολύν χρόνον μετά την μάχην του Βαμμοκβούρν ήσαν πολύ των Ελλήνων πτωχότεροι και ελεεινότεροι.
– Τούτο είναι αληθές, απεκρίθην εγώ· αναγιγνώσκων τις την ιστορίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως πείθεται ότι οι ήρωες αυτοί ουδόλως κατώτεροι ήσαν των ηρώων του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών. Οι περιπίπτοντες εις αιχμαλωσίαν υπεβάλλοντο εις φοβερά βασανιστήρια, τα οποία όμως ηδύναντο ν’ ανταλλάξωσι δια τιμών εάν απηρνώντο την χριστιανικήν πίστιν. Ουδείς λαός, εξαιρέσει των Ιουδαίων, διήλθε δια τοιούτων βασάνων. Και το πενεύμα τούτο της αυταπαρνήσεως δεν ήτο περιωρισμένον εις μίαν τάξιν ανθρώπων. Πόσους ηδύνατό τις να ευρη πτωχούς υιούς πλουσίων εμπόρων, θυσιασάντων τα υπάρχοντα των χάριν του έθνους!
Εστάθημεν ολίγον δια να ίδωμεν το μέγα αρχαίον θέατρον, του οποίου τα εδώλια είναι λελαξευμένα εν τω στερεώ βράχω της Ακροπόλεως. Παράκεινται ερείπια ρωμαϊκού λουτρού. Ενταύθα μικροί τίνες παίδες μας εβοήθησαν να αποδιώξωμεν δια λίθων υλακτούντα σκύλον. Ο Άγγελος αντήμειψε τους παίδας τούτους δια τίνων χαλκών νομισμάτων.
Ελυπήθημεν μη δυνάμενοι να επισκεφθώμεν την Τίρυνθα κατά την εις Ναύπλιον μετάβασιν ημών. Τα τείχη της Τίρυνθος έχουσι πάχος 25 ποδών και είναι σχεδόν ανέπαφα. Ο Παυσανίας περιγράφει αυτά και τα λέγει Κυκλώπεια έργα. Ο μικρότερος των λίθων, των αποτελούντων αυτά, δεν δύναται ουδέ δια ζεύγους ημιόνων να μετακινηθή.
Η οδός διέρχεται την Αργολικήν πεδιάδα, ήτις κατά τον Όμηρον (Ιλιάδα I, 141) είναι το ευφορώτερον μέρος της όλης Ελλάδος. Σήμερον παράγει ελαφρούς μόνον στάχεις, αποτέλεσμα της επιπολαίας αροτριώσεως του εδάφους. Διήλθον κατόπιν χωρίον ονομαζόμενον οι Μύλοι και είδομεν την Λέρνην, την κατοικίαν της υπό του Ηρακλέους φονευθείσης ύδρας. Η οδός γίνεται ανωφερής και αι λέξεις δεν περιγράφουσι την ωραιότητα της θέσεως, ήτις ομοιάζει πολύ προς τας ωραίας τοποθεσίας της Ελβετίας· τα όρη και οι λόφοι δεν είναι μεν τοσούτον κατάφυτοι και δασώδεις αλλά φωτίζονται υπό των ζωηρών ακτινών του ηλίου και ποικίλλονται δια των χρωμάτων πλείστων όσων αγρίων ανθέων. Εις απόστασίν τίνα, κείται ο ευρύς, ήρεμος, κυανούς κόλπος του Ναυπλίου, περιβαλλόμενος υπό μεγαλοπρεπών λόφων και φαιδρυνόμενος υπό πολλών λευκών ιστίων. Η νήσος Σπέτσαι περικλείει το πανόραμα, και εννοήσαμεν τότε πόσον ισχυρά ώφειλε να είναι η ναυτική της Ελλάδος δύναμις. Και αυτοί οι εργάται, οι κόπτοντες λίθους παρά την οδόν, διεγείρουσι την προσοχήν ημών· αι υψηλαί, εύκαμπτοι αυτών μορφαί και τα κανονικά του προσώπου αυτών χαρακτηριστικά κηρύττουσιν αυτούς απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. Ότε εφθάσαμεν εις την κορυφήν του στενού, όλως διάφορος σκηνή προσέβαλε τα βλέμματα μας· όρη εφαίνοντο συσσωρευμένα επί ορέων εν ατελευτήτω διαδοχή, αποτελούντα θέαν θαυμασίαν, άδενδρον μεν αλλά ζωηράν, και η καρδία ημών έπαλλε ταχύτερον επί τη ιδέα ότι ευρισκόμεθα εν Αρκαδία[…].
Agnes και Margaret Smith
Η Agnes και η Margaret Smith γεννήθηκαν το 1843. Η μητέρα τους πέθανε μόλις τρεις εβδομάδες μετά από τη γέννηση τους και έτσι τα δυο κορίτσια μεγάλωσαν με τον πατέρα τους και πήραν την πρώτη τους εκπαίδευση από μια γκουβερνάντα. Στη συνέχεια φοίτησαν σε σχολείο στη Σκωτία, ενώ αργότερα, σε ηλικία 15 ετών, μπήκαν οικότροφες σε σχολείο στην Αγγλία. Ο πατέρας τους πέθανε το 1866, αφήνοντας τους σημαντική περιουσία, όπως και την ελευθερία να ακολουθήσουν τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τους. To 1868 ξεκίνησαν με πλοίο για τον γύρο της Ευρώπης και έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, την Κύπρο, την Αίγυπτο, τους Άγιους Τόπους και την Ελλάδα ενώ επέστρεψαν με σταθμούς στη Βενετία και το Παρίσι. Στη διάρκεια των επόμενων είκοσι ετών η Agnes έγραψε αρκετά βιβλία, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και μυθιστορήματα καθώς και δύο περιηγητικές αφηγήσεις βασισμένες στον πρώτο αυτό γύρο της Μέσης Ανατολής και στα ταξίδια που τον ακολούθησαν: Glimpses of Greek life and scenery (1884)** και Through Cyprus (1887). Οι δύο αδελφές αναδείχθηκαν σε ειδικούς των σημιτικών γλωσσών και των βιβλικών σπουδών και έτυχαν διεθνούς αναγνώρισης. Στο μεταξύ παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στο Cambridge όπου οι σύζυγοι τους κατείχαν ακαδημαϊκές θέσεις. Εκεί έζησαν και μετά τον θάνατο των συζύγων τους, ως το τέλος της ζωής τους. Φαίνεται όμως ότι ποτέ δεν ξέχασαν τις επισκέψεις τους στην Ελλάδα και την Κύπρο, ή τη γνώση τους των νέων ελληνικών που διευκόλυνε σημαντικά τις έρευνες τους στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Το 1918, η Agnes Lewis προσέφερε στο Πανεπιστήμιο το ποσό των 6.500 λιρών για την προικοδότηση μιας θέσης αναπληρωτή καθηγητή στα Νέα Ελληνικά. Η Margaret Gibson πέθανε το 1920 και η αδελφή της, Agnes, έξι χρόνια αργότερα.
Υποσημειώσεις
* Δρομολόγιο: Cythera, Athens, Sunium, Marathon, Aegina, Mycenae, Argos, Tripolitza, Tegea, Sparta, Sinano(Megalopolis), Leondari, Ithome, Phigaleia, Bassae, Olympia, Kalabryta, Megaspelion, Aigion, Corinth, Galaxidi, Delphi, Arachova, Daulia, Leuctra, Corfu.
** Η Αγνή Σμιθ ερχόταν για δεύτερη φορά στην Αθήνα την προηγούμενη φορά, στα 1869, επανακάμπουσα από την Παλαιστίνη, είχε μείνει μερικές ημέρες σ’ αυτήν. Περιηγήθηκαν την Αττική, την Πελοπόννησο, τους Δελφούς και τη Θήβα και αναχώρησαν πάλι ατμοπλοϊκώς προς Τεργέστη στις αρχές του Ιουνίου. Καρπός της περιήγησης αυτής υπήρξε το βιβλίο Glimpses of Greek life and scenery, που εκδόθηκε στο Λονδίνο στα 1884. Το βιβλίο αυτό — μια έμμεση απάντηση στις κατά των Ελλήνων κατηγορίες των Marc Twain και Edmond About (La Crece contemporaine) — μεταφράστηκε το Νοέμβριο του 1884) στα ελληνικά και τυπώθηκε στη Λειψία το 1885.
Πηγές
- Κώστας Δανούσης, «Το Άργος της Αγνής Σμιθ 1883», περιοδικό Αναγέννηση, Μάιος 1999.
- David Holton, « Οι Νεοελληνικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Cambridge».
- Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/ ΕΙΕ
Σχολιάστε