Ιατρική στην Αργολίδα 1800-1820
Πληροφορίες περί ιατρικής από το Αρχείο Περούκα
για την περίοδο 1800-1820.
Όλγα Καραγεώργου-Κουρτζή,
Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Σχολική Σύμβουλος.
Η προστασία και η αποκατάσταση της υγείας των κατοίκων μιας περιοχής λαμβάνει την ιδιαίτερη χροιά που η κάθε χρονική περίοδος, το επίπεδο ανάπτυξης (ατομικό-συλλογικό) και οι γενικότερες πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες ευνοούν. Είναι αυτονόητο ότι και κατά την υπό Οθωμανική κυριαρχία διαβίωση των Ελλήνων η αντιμετώπιση μιας επιδημίας ή μιας συνήθους αρρώστιας, η απαλλαγή από έντονους σωματικούς πόνους ή από απλές οργανικές διαταραχές κλπ. καθορίζονταν από τις προθέσεις και δυνατότητες του ασθενούς σε σχέση με τις υπάρχουσες επιστημονικές και κοινωνικές συνθήκες προστασίας της υγείας και ήταν στο επίκεντρο των καθημερινών ενδιαφερόντων, ιδίως για τις προνομιούχες οικογένειες με υψηλή οικονομική και κοινωνική θέση. Στην τελευταία εικοσαετία πριν την Επανάσταση, εστιάζεται το ενδιαφέρον μας, για να ανιχνεύσουμε πώς αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι τα θέματα υγείας (από ποιες αρρώστιες υπέφεραν, ποια η σχέση τους με τους γιατρούς, ποιες θεραπευτικές μέθοδοι υπήρχαν και ποιες επέλεγαν κλπ.) και να φωτίσουμε πλευρές του ιστορικού παρελθόντος που συνάπτονται με τον τομέα της υγείας.
Ως πηγή χρησιμοποιήθηκε το Αρχείο της οικογένειας Περούκα του Άργους, οικογένειας προεστών, γαιοκτημόνων, εμπόρων και χρηματιστών [1] που κατά την περίοδο αυτή τα μέλη της, με τις οικονομικές τους δραστηριότητες και τους γάμους τους, έχοντας ως αφετηρία το Άργος, είχαν εξακτινωθεί σε όλη τη βόρεια Πελοπόννησο, με μόνιμες ή παροδικές εγκαταστάσεις. Μεταξύ των πολλών και αξιολογότατων πληροφοριών, που παρέχουν τα έγγραφα της συλλογής αυτής, είναι και όσες αναφέρονται στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται και οι σχετικές με τις ασθένειες και την ιατρική γενικότερα, που θα αποτελέσουν και το αντικείμενο της παρούσας εργασίας.
Το πρώτο με ιατρικές πληροφορίες έγγραφο ανάγεται στο 1802. Προέρχεται από την Όρσα Περούκα– σύζυγο του Αποστόλου Περούκα[2], εγκατεστημένοι στην Πάτρα – και απευθύνεται στον ιατροφιλόσοφο σιορ δοτόρο Χριστόδουλο στο Άργος. Η ανωτέρω – χωρίς να αναφέρει την ασθένεια της – ζητά από το γιατρό να της στείλει ένα επιπλέον «μποτζόνι» με στάλες, επειδή έχει μείνει ικανοποιημένη από τη θεραπευτική αγωγή που της έχει ήδη συστήσει και επιθυμεί να την συνεχίσει.
Η ιατρική πληροφορία που εντοπίζουμε σχετίζεται αφενός με την επίκληση ιατρού για την αντιμετώπιση της ασθένειας, αφετέρου με τη χρήση σκευάσματος (στάλες) για την αντιμετώπιση του. Να υπογραμμιστεί επίσης ότι η ασθενής, αν και γυναίκα, διεκπεραίωνε αφ’ εαυτής την υπόθεση της αρρώστιας της, επικοινωνώντας απευθείας με το γιατρό, χωρίς την προστατευτική διαμεσολάβηση του ανδρός της, ενώ είναι σημαντική και η ικανότητα αποτίμησης εκ μέρους της: «της έχει κάνει πολύ καλό» τής αποτελεσματικότητας του φάρμακου, ως ένδειξη της επαφής της με τη θεραπευτική αγωγή και της εμπιστοσύνης που έχει η ίδια στην κρίση της. Είναι η γυναίκα που αποπειράται -συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία- την καταξίωση της προσωπικότητας της έξω από τα συμβατικά πλαίσια που της καθόριζε η κηδεμονία της από το σύζυγο, τον πατέρα ή το γιο. Παρακολουθεί την υγεία της, παίρνει πρωτοβουλίες για τη θεραπεία της, εμπιστεύεται την επιστήμη και καταφεύγει στο γιατρό.
Αν και σήμερα η προσφυγή στην επιστήμη για τη θεραπεία ή πρόληψη των ασθενειών είναι αυτονόητη, δε συνέβαινε ασφαλώς το ίδιο στα χρόνια που αναφερόμαστε και μάλιστα υπό το οθωμανικό καθεστώς, το οποίο απαξίωνε κάθε νεωτερισμό που προερχόταν από μη μουσουλμανικές χώρες και ως εκ τούτου αδιαφορούσε για τα επιτεύγματα της ιατρικής επιστήμης. Η κατάσταση της ιατρικής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αξιοθρήνητη, αν και οι πασάδες επεδίωκαν να έχουν πάντα κοντά τους γιατρούς, οι οποίοι ανταποκρίνονταν με προθυμία λόγω των υψηλών αμοιβών[3]. Παρόλα αυτά, η χριστιανική κοινωνία διαφοροποιούμενη από το αντιεπιστημονικό πνεύμα της οθωμανικής διοίκησης, φαίνεται πως όχι μόνο είχε αρχίσει να εκτιμά τη σημασία της ιατρικής για την ανθρώπινη υπόσταση, αλλά είχε προχωρήσει στην καθιέρωση θεσμών ιδιαίτερα επωφελών για το κοινωνικό σύνολο, όπως αυτός του «κοινού ιατρού»:
«Οι άρχοντες της πολιτείας του Άργους Παναγιώτης Ιωαννούσης και Παναγιώτης Πασχαλδής συμφώνησαν με τον δόκτορα Χριστόδουλο Σεβαστό να έχει την επιστασία της πολιτείας αυτής και να κουράρει τους τυχόν ασθενείς που θα τον πληρώνουν από δικά τους έξοδα για φάρμακα. Οι άρχοντες του κόβουν κοντότα [μισθό][4] κατ’ έτος 1000 γρόσια και ένα κονάκι να κάθηται».
Ο ανωτέρω ιατρός λειτουργούσε σε επίπεδο κοινότητας, παρέχοντας ιατρική κάλυψη σε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της, μισθοδοτούνταν από τους πόρους της και ήταν μόνιμος κάτοικος της περιοχής[5]. Μαρτυρείται δηλαδή παροχή δημόσιας υγείας με σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που απευθυνόταν σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας, απεικονίζοντας μια άλλη διάσταση στις συνθήκες της καθημερινής ζωής των υποδούλων της περιοχής. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι ασθενείς επιβαρύνονταν με τη δαπάνη του φαρμάκου, για το ύψος της οποίας δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία.
Τις ιατρικές υπηρεσίες προσέφεραν παραλλήλως και ιδιώτες γιατροί, που αμείβονταν από τους ασθενείς και μπορούσαν να είναι όχι μόνο Έλληνες αλλά και αλλοεθνείς, όπως προκύπτει από το γράμμα ενός άλλου γιατρού του Άργους, του Αυγουστίνου Λιβαθηνού προς τον άρχοντα της Ζαρούχλας Σωτήρη Χαραλάμπη: «Πείτε τι έπραξε ο νεωστί φερμένος Άγγλος ιατρός περί της καταστάσεως ποδός του αφεντός μας».
Οι γιατροί της εποχής, ανεξάρτητα από τη σχέση με την οποία ασκούσαν το επάγγελμα τους, έφεραν και τον τίτλο του ιατροφιλόσοφου, που δεν προσδιόριζε κάποια ειδικότητα, αλλά διέγραφε σαφέστερα τον τύπο του επιστήμονα γιατρού της εποχής. Ο τίτλος αυτός ήταν ο τυπικός του διπλώματος για όσους αποφοιτούσαν από τα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, όπου υπήρχαν δύο τομείς: legisti & artisti- στον τελευταίο ανήκαν οι γιατροί, οι φιλόλογοι κλπ. Παράλληλα όμως πιστοποιούσε ότι ήταν ο άνθρωπος των γραμμάτων, μελετητής και φιλόσοφος, είχε αποκτήσει ήδη από την περίοδο των σπουδών του μια ευρύτερη μόρφωση και παιδεία, ικανή – εκτός των άλλων – να του αποδώσει μεγαλύτερη καταξίωση και να εμπνεύσει περισσότερο σεβασμό στον κοινωνικό του περίγυρο.
«Είχα σκοτούρα της κεφαλής δια την οποία αναμένω τον σινιόρ Αυγουστή[6] δια να με διορίσει τι ν’ ακολουθήσω», γράφει ο Χαράλαμπος Περούκας[7] από το Άργος σε συνεργάτη του στη Βοστίτσα (Αίγιο). Η σκοτούρα είναι λαϊκή έκφραση της λέξης ζάλη, αλλά δεν θα πρέπει να αποκλειστεί ιατρικά και η κεφαλαλγία ή η σκοτοδίνη. Προέρχεται ετυμολογικά από τη λέξη σκότος που σύμφωνα με την Ιπποκράτεια ορολογία σημαίνει την παροδική αμαύρωση έως και την τύφλωση, την απώλεια της όρασεις.
Η «σκοτούρα» στη σύγχρονη ιατρική προσδιορίζεται ως σύμπτωμα πολλών παθήσεων, ανάλογα με το πώς θα ερμηνευθεί (ζάλη, κεφαλαλγία ή σκοτοδίνη;). Αντίθετα, στην παραδοσιακή ιατρική, που εφαρμοζόταν τότε, το εξωτερικό σύμπτωμα (εδώ: η σκοτούρα) θεωρείται ως αυθύπαρκτη νόσος και ως τέτοια αντιμετωπιζόταν. Ποια ήταν η γνωμάτευση του ιατρού στην ανωτέρω περίπτωση δεν γνωρίζουμε και θα ήταν ουτοπικό-περιορίζοντας το πλαίσιο των υποθετικών διαγνώσεων-να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα.
«Εγώ ασθενώ από πάθη ονομαζόμενα υπό των ιατρών νευρικά, αναμένω την άνοιξη να εξακολουθήσω τα μπάνια τα οποία θέλουσι θεραπευτικά», γράφει ο Χαράλαμπος στον αδελφό του Δημήτριο Περούκα στην Κωνσταντινούπολη[8]. Σημειώνουμε την ονομασία «νευρικά» ως έκφραση προσδιορισμού της ασθένειας, που δεν μας βοηθά όμως να αντιληφθούμε από τι ακριβώς έπασχε ο άρρωστος, καθώς ο όρος «νευρικά» είναι περιγραφικός και μπορεί-με τα σημερινά δεδομένα- να αφορά πληθώρα ασθενειών.
Ο Χαράλαμπος πάλι, όταν τον Αύγουστο του 1818 βρίσκεται στη Βοστίτσα, λαμβάνει γράμμα από την Τριπολιτσά και ενημερώνεται για την περίπτωση φίλου του που ασθενούσε από «θέρμες». Η ασθένεια ανακοινώνεται ως ήδη γνωστή και το συγκεκριμένο άτομο φαίνεται πως συχνά κατά το παρελθόν είχε εμφανίσει τα συμπτώματα της νόσου. Αυτό είναι φυσικό, αφού με το λαϊκό όρο «θέρμες» αποδίδεται η ασθένεια της ελονοσίας, που εμφανίζει τις ετήσιες εξάρσεις κατά τους θερινούς μήνες. Από θέρμες έπασχε και ο Χαράλαμπος, όπως προκύπτει από γράμμα του πατέρα του Νικολάου τον Απρίλιο του 1819, όπου με ανακούφιση προσθέτει ότι ο γιος του ήδη ξεπέρασε την κρίση[9].
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η Αργολίδα, στην περίοδο που αναφερόμαστε ήταν γεμάτη από ελώδεις εκτάσεις και ως εκ τούτου η ελονοσία ενδημούσε. Η πληροφορία αυτή έχει καταγραφεί κυρίως από τις περιγραφές των ξένων περιηγητών, οι οποίοι χαρακτήριζαν το κλίμα ως ιδιαίτερα νοσηρό, που ευνοούσε την ανάπτυξη σχετικών επιδημιών.
«Πάσχουσα από διάρροιαν και κοψίματα» βρήκε τη σύζυγο του Ευδοκία, όταν επέστρεψε από ταξίδι ο Δημητράκης Ζαΐμης, προεστός των Καλαβρύτων. Η εικόνα της «αδύνατη και αχαμνή» και το γεγονός ότι υπέφερε για αρκετό χρονικό διάστημα, τον ανησύχησαν ιδιαίτερα και απευθύνθηκε σε ειδικό. Η θεραπεία που προτάθηκε είναι «κίνα[10] και δίαιτα». Το μακροχρόνιο της νόσου, οι συνοδοί πόνοι (τα κοψίματα) και η εικόνα της ασθενούς χαρακτηρίζουν κάποιο χρόνιο διαρροϊκό σύνδρομο. Η επιλογή της κίνας ως θεραπευτικού μέσου οφείλεται στις εξαιρετικές δυνατότητες του φυτού αυτού, που προφανώς είχαν ήδη εκτιμηθεί[11]. Η δίαιτα εξάλλου αποτελούσε και αποτελεί απαραίτητο θεραπευτικό μέτρο για την αντιμετώπιση της διάρροιας. Παρόλα αυτά, η άρρωστη «ούτε κίνα μεταχειρίζεται ούτε δίαιτα κάμνει» ο σύζυγος της, ο οποίος σέβεται τις οδηγίες του ειδικού, βρίσκεται σε απόγνωση αλλά αδυνατεί να επιβάλλει το σωστό.
Η Ευδοκία – αντίθετα με την Όρσα – δεν κατέφυγε στη βοήθεια της επιστήμης, ο σύζυγος της την επέπληξε για την αδιαφορία της, αλλά αυτή παρέμεινε αμετάπειστη. Η Ευδοκία αδυνατεί να συμβαδίσει με τις σύγχρονες περί της θεραπείας της απόψεις και διαφοροποιείται από την εξ αγχιστείας συγγενή της Όρσα Περούκα, όσον αφορά το θέμα της υγείας. Εν τούτοις, η κοινωνική συμπεριφορά και των δύο, αν εξεταστεί από τη θέση του φύλου τους, ταυτίζεται ως προς το γεγονός ότι και οι δύο είχαν την πρωτοβουλία των αποφάσεων. Η Ευδοκία μάλιστα δε δίστασε να έρθει σε φανερή αντίθεση με τον άντρα της και να τον φέρει σε απόγνωση, μη μπορώντας να μεταστρέψει τη γνώμη της.
Εκδήλωση αιμόπτυσης αναφέρεται σε έγγραφο που έχει συντάξει ο Ιωάννης Περούκας: «Ο Ηλιάδης αιμόπτυσεν και είναι σχεδόν εις βαθμόν μαρασμού». Τα συμπτώματα και η περιγραφή του ασθενούς οδηγούν στην εκτίμηση ότι έπασχε από βαρύ πνευμονικό νόσημα και βρισκόταν σε τελικό στάδιο.
Το θάνατο από «κόλπο» του Ιμπραήμ Αγά Λάλα ανακοινώνει ο Χαράλαμπος στον αδελφό του Ιωάννη. Πρόκειται για λαϊκή έκφραση του αιφνίδιου θανάτου από ισχαιμία, δηλαδή για εγκεφαλικό επεισόδιο στο οποίο ο πληγείς κατέληξε. «Αρρώστησαν ενδοξομεγαλοπρεπέστατε Μπέη Εφέντη οι πεζαϊδεδαίοι σας [τα παιδιά του] από ευλογιά», ενημερώνει ο προεστός της Ζαρούχλας Σωτήρης Χαραλάμπης τον μπέη, με τον οποίο αλληλογραφεί. Η βαρύτατη και λίαν θανατηφόρος αυτή ασθένεια, μεταδομένη από την Ανατολή έπληξε την Δ. Ευρώπη μετά τον ΣΤ αιώνα αλλά και τον Ελλαδικό χώρο κυρίως μέχρι του τέλους του ΙΖ’ αιώνα[12] (τότε άρχισε η απομόνωση των ασθενών και η απολύμανση με καπνισμούς). Στο ΙΗ’ αιώνα εντοπίζονται μέτρα πρόληψης της επιδημίας με εμπειρικό εμβολιασμό[13] -ευλογιασμό – για προφύλαξη των πληθυσμών. Στο έγγραφο μας δεν προτείνεται καμία θεραπευτική αγωγή, αλλά διατυπώνεται η ευχή «ο Άγιος Θεός ας τους δώσει την υγεία τους».
Η επίκληση του Θεού για την ίαση της ασθένειας θα πρέπει ν’ αναγνωστεί πολλαπλώς: ως ένδειξη του φόβου των ανθρώπων για τις οδυνηρές επιπτώσεις της, ως έλλειψη εμπιστοσύνης στην ιατρική αλλά κυρίως ως επίγνωση ότι η ασθένεια αυτή δεν επιδέχεται ειδική θεραπευτική αγωγή και η αποθεραπεία του ασθενούς – αν αυτός δεν καταλήξει – ακολουθεί ορισμένη διαδικασία, στην οποία δεν είναι δυνατόν να επέμβει ο ανθρώπινος παράγων παρά μόνο ανακουφιστικά. Η αναζήτηση εξάλλου διεξόδου στη μεταφυσική προσφεύγοντας στα θεία, φαίνεται πως, εκτός από ψυχική ανακούφιση, έχει και ενοποιητική επίδραση. Γι’ αυτό και στην περίπτωση μας, αν και αλληλογραφεί ένας χριστιανός με έναν μουσουλμάνο, αρκεί και μόνο η λέξη «θεός» ως κώδικας επικοινωνίας μεταξύ δύο αλλοθρήσκων για την αντιμετώπιση ενός κοινού προβλήματος, ανεξάρτητα εάν, κάτω από την ίδια λέξη, στεγάζονται ο Τριαδικός Θεός των Χριστιανών και ο Αλλάχ των Μουσουλμάνων. Η καθημερινότητα, οι σχέσεις εξάρτησης, το πολυχρόνιο της συμβίωσης, καθώς και η ανάγκη για συμπαράσταση στις δύσκολες ώρες, φαίνεται πως είχαν δημιουργήσει έναν ιδιόμορφο κώδικα θρησκευτικής επικοινωνίας, κοινά αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.
Το Δεκέμβριο του 1819 εντοπίζεται στο Άργος επιδημία, η οποία οφειλόταν σε λαιμόπονο και περιγράφεται ως εξής : «η επιδημία τρέχει σ’ όλο το σεμπίτη [έκταση] του κάμπου μας και με θανάτους. Δεν έμεινε σπιτάκι που να μην ασθένησαν και ασθενούν όλοι…». Τα επιδημιολογικά (έντονη μεταδοτικότητα) και κλινικά στοιχεία που περιγράφονται συνηγορούν ότι η νόσος που είχε διαδοθεί θα πρέπει να ήταν η διφθερίτιδα.
Ασθενής με ορθοπεδικό πρόβλημα παρουσιάστηκε από την Αθήνα, ήταν ο I. Αβραμιώτης, συνεταίρος των Περούκα, ο οποίος παραπονούνταν: «πάσχω πολύ καιρό επικίνδυνα βασανιζόμενος από παλαιούς ρευματισμούς, που με κατήντησαν σε μεγάλη αγωνία». Η αρρώστια εντοπίζεται παράλληλα με τη διευκρίνιση των συμπτωμάτων και τη διαπίστωση του ανίατου της νόσου. Για ορθοπεδικό επίσης πρόβλημα – που αφορά την πεθερά του – κάνει λόγο ο Απόστολος Περούκας σε γράμμα του προς τον Ιωάννη Περούκα, όπου διαβάζουμε πως είχε σπάσει το πόδι της «τέσσερα δάχτυλα πάνω από το στραγάλι». Εκτός όμως από τη διάγνωση και τους αναφερόμενους φοβερούς πόνους της, δεν παρέχονται άλλες πληροφορίες σχετικές με την αντιμετώπιση. Ορθοπεδικής φύσεως ίσως ήταν και η ασθένεια του «αφεντός», που έπασχε από το πόδι του, και κάλεσε προς τούτο τον μόλις αφιχθέντα Άγγλο ιατρό να τον κουράρει. Η οξυμένη κατάσταση των ορθοπεδικών ασθενών, με χρονική διάρκεια και χωρίς τον εντοπισμό κάποιας θεραπείας, μας υποχρεώνει να υποθέσουμε ότι η ιατρική αντιμετώπιση υπολειπόταν σοβαρά στον τομέα αυτό.
Η πανώλη, η μάστιγα των προηγούμενων αιώνων, είχε προσβάλει επανειλημμένως τους πληθυσμούς της περιοχής μας. Δραματικά στην αφήγηση τους είναι τα έγγραφα που αναφέρονται σ’ αυτήν και προέρχονται από διάφορες περιοχές: από την Αθήνα: «έπεσε αυτή η φοβερή αρρώστια», από την Κόρινθο: «στην Κόρινθο από τα χαρέμια διαδόθηκε ότι υπάρχει μόλεμα. Εντοπίστηκαν ένα-δύο σπίτια και σκόρπισαν μερικά. Το χαρέμι σηκώθηκε να φύγει», από νησιά: «η πανώλη κατακυρίευσε την Ύδρα και τον Πόρο», «στην ‘Υδρα ελαβώθη ένας από θανατικό και έγινε καλά. Στην Τήνο και Μύκονο έχει θανατικό», από την Κωνσταντινούπολη: «πέσαμε εις δριμείαν πανώλη, η οποία ανηλεώς θερίζει τους κατοίκους της πόλεως».
Οι εκτενέστερες και δραματικότερες αφηγήσεις αφορούν την πανώλη που ενέσκυψε στο Άργος και το Ναύπλιο το χειμώνα του 1819:
«έχουμε ανέλπιστο συμβάν πανώλης. Ήλθε πλοίο, έφθασε παραμονή Χριστουγέννων στους Μύλους. Μέσα ήταν πεθαμένος ένας Τούρκος, εκ του οποίου εμολύνθη ένας Κεφαλλήνιος, όστις απέθανε ελθών εις Άργος. Εμόλυνε όμως τον νοικοκύρη του σπιτιού, όστις απέθανε μετά από οκτώ ημέρες. Οι τρεις θάνατοι δεν έβαλαν σε υποψία. Ο τέταρτος θάνατος της γυναικός έδωκε την υποψία. Έκαμαν αμέσως τας αναγκαίας προφυλάξεις με την έξοδον των φαμελιών, οι οποίες έδιδαν την υποψίαν επικοινωνίας. Μετά πέντε ημέρες εκτυπήθη άλλο ένα οσπίτιον, όπου απέθαναν τρεις άνθρωποι. Αμέσως διορίστηκε σκορπισμός. Είναι δώδεκα ημέρες που δεν ακούστηκε νέος θάνατος».
Από το πλήθος και την ποικιλία των πληροφοριών που υπάρχουν στα ανωτέρω έγγραφα (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές) λόγω του εξειδικευμένου περί ιατρικής θέματος θα περιοριστούμε στις σχετικές με την ασθένεια και τις αντιδράσεις της διοίκησης και των κατοίκων κατά τον εντοπισμό της. Κατ’ αρχάς, διαπιστώνουμε ότι προσανατολίστηκαν στη διάγνωση της πανώλης, αφού προέκυψε θάνατος και μάλιστα όχι ένας αλλά τέσσερις, ενώ τα μέτρα ελήφθησαν μετά τους επτά θανάτους. Αν και τα συμπτώματα της αρρώστιας είχαν εμφανιστεί – και μάλιστα στη χειρότερη εκδοχή τους, το θάνατο – γίνεται φανερό πως η έλλειψη «ιατρικής παιδείας» και στενής επαφής των ανθρώπων με το γιατρό αλλά και η αντικειμενική δυσκολία που υπήρχε στη διάγνωση της, καθιστούσε αδύνατη τον άμεσο εντοπισμό της. Παρόλα αυτά, κατάφεραν να την περιορίσουν, πριν εξαπλωθεί ανεπανόρθωτα, έχοντας ως όπλο την εμπειρία τους από παρελθούσες επιδημίες.
Οι κατευθύνσεις για τη συλλογική αντιμετώπιση της επιδημίας δόθηκαν από τη διοίκηση[14] του Μωρέως. Τα μέτρα περιλάμβαναν ριζική απολύμανση των προσβεβλημένων εστιών και ανθρώπων, την απομόνωση των ασθενούντων με ταυτόχρονη ανάληψη της ευθύνης διαβίωσης τους από την τοπική διοίκηση, την απομάκρυνση των λοιπών κατοίκων από τις οικίες τους και διαμονή τους στην ύπαιθρο, την απαγόρευση κάθε μορφής συναλλαγής των κατοίκων της προσβεβλημένης περιοχής με άτομα από άλλα μέρη. Στην ανωτέρω διαταγή είναι αξιόλογη η ταυτόχρονη κινητοποίηση όλων των κατοίκων (μολυσμένων, ύποπτων ή καθαρών) και η αυστηρότητα με την οποία διατυπώνονται προς όλους -ανεξαρτήτως εθνικότητας, τάξης ή θρησκεύματος – και οι ποινές σε περίπτωση παραβίασης της. Να παρατηρήσουμε εδώ ότι τα μέτρα αυτά αποτελούσαν συγκερασμό της πρακτικής που εφαρμοζόταν μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα, όταν οι μεν Μουσουλμάνοι κατέφευγαν στον οίκοι περιορισμό ασθενών και οικογένειας και στη στοργική περίθαλψη του πάσχοντος – σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας, οι δε Χριστιανοί στην απομόνωση των προσβεβλημένων, μέτρο σκληρό και απάνθρωπο, που επέφερε ρήξεις στις ανθρώπινες σχέσεις. Η απομόνωση εξάλλου της περιοχής είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις και στην οικονομία του τόπου με τη διακοπή των συναλλαγών και του εμπορίου και ίσως θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ως ένας παράγοντας των δυσχερειών που αντιμετώπιζε ο καζάς του Άργους εκείνη την περίοδο.
Την απόδοση των μέτρων αυτών είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε από γράμμα που συνέταξε ο Σωτήριος Περούκας ενάμιση περίπου μήνα μετά τη λήψη τους: «Είναι 43 ημέρες που δεν επόνεσε κεφάλι κάποιου ούτε από τους μολεμένους ούτε από τους ύποπτους. Μόνο τρεις φαμίλιες είναι ακόμη στην κουτουμάζα [απομόνωση] και οι μόρτες [οι έχοντες ανοσία][15] . Ο κόσμος μαζεύτηκε δεν μένει έξω. Μόνο η δική μας φαμίλια [σ. οι Περουκαίοι]. Η καλή διοίκησης ας έχει δόξα. Ο Άγιος Θεός οπού ογλήγορα επαστρεύφθει». Η έκφραση «καλή διοίκησις» συμπυκνώνει και την αντίληψη του κόσμου για το ποιος είχε την ευθύνη της σωστής αντιμετώπισης, η οποία συνίστατο στην έγκαιρη, άμεση και συνολική οργάνωση του πληθυσμού, την περίθαλψη των πασχόντων και την τιμωρία των ανυπάκουων. Για τη λογική όμως των ανθρώπων εκείνης της εποχής δεν θα ήταν επιτεύξιμος ο έλεγχος της επιδημίας μόνο με την ανθρώπινη παρέμβαση και τη συνεργασία διοίκησης και πληθυσμού δίχως την αρωγή της θείας βοήθειας. Στα λόγια του Σ. Περούκα αλλά και στο κείμενο της διοικητικής απόφασης- που επικαλείται δύο φορές την ανάγκη της θεϊκής υποστήριξης- είναι εμφανής, υπό την απειλή αυτής της τρομερής αρρώστιας που πρόσβαλε αδιακρίτως ηλικίες, φύλα και τάξεις, η εναπόθεση των ελπίδων τους στο Θεό.
Αξίζει όμως να παρατηρήσουμε πως, παρά την σχεδόν απόλυτη εξάρτηση των ανθρώπων από εξωεπιστημονικούς παράγοντες, ο παράλληλος έπαινος της διοίκησης για τις αποτελεσματικές της ενέργειες σηματοδοτεί τη θετική αξιολόγηση των δυνατοτήτων της ανθρώπινης παρέμβασης και την προσέγγιση πλέον των κοινωνιών – εμπειρικά κατ’ αρχάς – προς επιστημονικές μεθόδους. Αν και πουθενά δεν αναφέρεται η προσφυγή σε γιατρό ή η επίκληση της επιστήμης για την αντιμετώπιση της πανώλης, εν τούτοις τα μέτρα που ελήφθησαν δεν απείχαν από αυτά που υποδείκνυε και η ιατρική παρά την εμφανή απουσία της. Μάταιο εξάλλου θα ήταν να αναζητήσει κάποιος μέτρα πρόληψης και υγειονομικής προστασίας στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διότι θα συναντήσει την αδιαφορία για λήψη και την αδυναμία γενικευμένης και αδιάκοπης επιβολής τους.
Η τελευταία ιατρική πληροφορία που καταγράφεται στα 1820 αφορά ασθένεια του Δημήτριου Περούκα: «εις τας 19 Μαΐου εμίσευσεν δια Προύσσα επειδή τον εσυμβούλευσαν ιατροί να μεταχειρισθεί τα εκεί λουτρά προς ωφέλεια της πάντοτε ενοχλούσης αυτόν εκπυρώσεως αλμύρας του αίματος και γυρίζει σε 15-20 ημέρες». Σύμφωνα με την Ιπποκράτεια ορολογία «αλμυρός πυρετός αίματος» προκαλείται, όταν μεταφερθεί φλέγμα [ένας από τους τέσσερις βασικούς χυμούς του σώματος] στο αίμα. Δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί το είδος της ασθένειας, αν και η χρήση του επιθέτου αλμυρός σε συνδυασμό με τη χρόνια βάση του προβλήματος [ «πάντοτε»] και τη σύσταση των ιαματικών λουτρών μας υποψιάζει για πνευμονία. Προτρέπεται όμως ο ασθενής από γιατρούς της Πόλης να καταφύγει στα μπάνια ως μόνη λύση για το πρόβλημα του. Η επιλογή της Προύσσας δεν είναι τυχαία, αλλά οφείλεται στην τεράστια φήμη που έχουν τα θειούχα και σιδηρούχα λουτρά της, που λειτουργούσαν από τα βυζαντινά χρόνια. Από τις θεραπευτικές μεθόδους που προτείνονταν, ιδιάζουσα θέση κατείχαν τα «μπάνια» ή αλλιώς τα «λουτρά». Την αγωγή αυτή συνιστούσαν κατ’ εξοχήν οι γιατροί στις πόλεις της Ιταλίας, όπως μαρτυρούν τα ακόλουθα αποσπάσματα: «πήγα στην Πίζα και ομίλησα με τους καλλίτερους ιατρούς. Μου έδωσαν καλές ελπίδες. Την ερχόμενη άνοιξη θα μεταχειρισθώ τα αναγκαία ιατρικά και ως αναγκαιότερα τα λουτρά», «ασθενώ από νευρικά. Αναμένω την άνοιξη να εξακολουθήσω τα μπάνια »… «ο αδελφός δοτόρος με το πέρασμα του εις Λιβόρνο έλαβε την ιατρεία του πάθους και αφού ακολουθήσει και τα μπάνια της Κασπάνης, όπως εδιορίσθει θα λάβει ολοτελώς ιατρεία και θα έλθει υγιής», «ο κυρ Παναγιωτάκης ευρίσκεται εις Νεάπολη και μεταχειρίζεται τα μπάνια». Η θεραπευτική ιδιότητα των ιαματικών λουτρών δεν εκτιμούνταν μόνο στην Ιταλία, αλλά ήταν πολύ ευρύτερα αναγνωρισμένα, φθάνοντας μέχρι την Ανατολή.
Ολοκληρώνοντας την εξέταση των ανωτέρω εγγράφων, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου – και κατ’ εξοχήν τα μέλη των αρχοντικών οικογενειών – είχαν αρχίσει να γεφυρώνουν τη σχέση τους με την ιατρική επιστήμη, παρά τα εμπόδια που όρθωνε το οθωμανικό καθεστώς και η πολιτισμική υστέρηση των ιδίων. Η προσφυγή των ασθενών σε γιατρό, η αναζήτηση θεραπειών και σκευασμάτων επιστημονικά αποδεκτών, η κατίσχυση του θεσμού του «κοινοτικού ιατρού» καταδεικνύουν – χωρίς να είναι τα μόνα – την αλλαγή προσανατολισμού του κόσμου στα θέματα υγείας. Η ευρωπαϊκή αύρα δειλά και περιορισμένα άρχισε να πνέει στην περιοχή μας χάρη στην ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων (κυρίως από το χριστιανικό πληθυσμό), στην πολυεπίπεδη επαφή της με τη Δύση και την ανοχή – ίσως ως προσπάθεια εκσυγχρονισμού – της Οθωμανικής εξουσίας.
Υποσημειώσεις
[1] Το αρχείο φυλάσσεται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος (κτίριο Παλαιάς Βουλής) με την επωνυμία «Αρχείο Άργους» και είναι ανέκδοτο. Το παλαιότερο έγγραφο της συλλογής ανάγεται στο 1727, ενώ ίχνη της οικογένειας έχουν εντοπιστεί στα 1687 [Όλγα Καραγεώργου-Κουρτζή, Οικονομικές και Κοινωνικές συνθήκες στη β. Πελοπόννησο κατά την εικοσαετία 1800-1820, διδακτορική διατριβή (αδημοσίευτη), σελ 9]. Για την παρούσα μελέτη αξιοποιήθηκε το υλικό που προήλθε από την αποδελτίωση περί των 1500 εγγράφων της περιόδου 1727-1820, που μελετήθηκαν διεξοδικά κατά την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής. Στην εργασία έχει γίνει αποκατάσταση της ορθογραφίας και διατύπωσης για να διευκολυνθεί η κατανόηση του. Όπου το κείμενο διατηρεί την πρωτογενή του μορφή, δηλώνεται με εισαγωγικά
[2] Απόστολος Περούκας ήταν ένας εκ των τεσσάρων υιών του Δημητρίου Περούκα (οι υπόλοιποι ήσαν οι: Γεωργαντάς, Νικόλαος και Σωτήριος), που αποτέλεσαν τον πυρήνα της οικογένειας από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα Ήταν έμπορος και δανειστής εγκατεστημένος στην Πάτρα, με κατοικίες στην Πάτρα και στη Βοστίτσα (Αίγιο) και διατηρούσε οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις με τα μέλη της οικογένειας του στο Άργος ή αλλού.
[3] Βλ. σχ. Αριστ. Σταυρόπουλος, Σημειώματα για την Ιστορία της Ιατρικής, Αθήνα 1984, σελ. 23. Μεταξύ των προνομίων που απολάμβαναν οι γιατροί ήταν και η ελευθερία στην επιλογή της αμφίεσης τους, όπως π.χ. στη Χίο που φορούσαν παπούτσια από κίτρινο μαροκινό και ντύνονταν με ζωηρόχρωμα υφάσματα, προνόμιο που είχαν μόνο οι 0θωμανοί(βλ. Κ. Σιμόπουλος,ο.π., σελ. 72).
[4] Λεξικό Μπαμπινιώτη, από το λατινικό condoctus «μισθωτός». O μισθός των 1000 γροσίων θα πρέπει να ήταν ικανοποιητικός, αν και όχι ιδιαίτερα υψηλός, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι το μεροκάματο των εργατών γης ήταν περίπου 20 παράδες, των τεχνιτών 30-40, το ψωμί έκανε 4 παράδες η οκά, ενώ το βοδινό 6 και το αρνί 12 [40 παράδες=1 γρόσι].
[5] Την ανωτέρω συμφωνία φαίνεται πως αξιοποίησε η Όρσα Περούκα και παρότι διέμενε σε άλλη πολιτεία απολάμβανε και αυτή το κοινοτικό προνόμιο. Αυτό ίσως να οφείλεται στη συγγενική της σχέση με τους Περούκα του Άργους, αλλά και σε πιθανούς στενότερους δεσμούς του ιατρού Χριστόδουλου με την οικογένεια τους, του οποίου η σύζυγος Ευγενία ίσως ήταν και αυτή κόρη – εκτός της Ευδοκίας και Βιτορίτσας – του προεστού και λογοθέτη του ‘Αργους Νικολάου Περούκα [17359/6(15-1-1819)].
[6] Το όνομα του γιατρού Αυγουστή εντοπίσαμε και σε γράμμα του Απόστολου Περούκα προς το ‘Αργος, με το επίθετο Γαλανός και Κεφαλλονίτικη καταγωγή.[Νθ: 17331/27(16-8-1816)]. Την ύπαρξη πολλών Επτανησίων ιατρών(Κεφαλλήνιων, Ζακυνθινών κ.α.) αναφέρει και ο Αρ. Σταυρόπουλος, ο.π, σελ.23. Η γειτνίαση με την Ιταλία, όπου μπορούσαν να σπουδάσουν, η απουσία της Οθωμανικής κυριαρχίας και η σπουδαιότητα του επαγγέλματος θεωρούμε πως μπορούν να δικαιολογήσουν την τάση αυτή. Γιατρό Αυγουστή στην Τριπολιτσά με αδελφό εγκατεστημένο στο ‘Αργος μνημονεύει και η Αν. Κυρκίνη, ο.π., σελ. 123.
[7] Νο:17352/35 (11-11-1818). Ο Χαράλαμπος Περούκας ήταν ο ένας από τους τρεις γιους του προαναφερθέντος Νικολάου. Οι άλλοι δύο ήσαν οι Δημήτριος και Ιωάννης. Είχε ακόμη και δύο κόρες, την Βιτορίτσα [Βικτωρία] και την Ευδοκία που είχε παντρευτεί τον άρχοντα των Καλαβρύτων Δημητράκη Ζαίμη.
[8] Νο 17360/6(1-3-1819). Ο Δημήτριος Περούκας, γιος του Νικολάου, βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην Πόλη ως βεκίλης [εκπρόσωπος] των χριστιανών του Μοριά. Πρόκειται για πολύ σημαντικό αξίωμα, που έδινε στον κάτοχο του ιδιαίτερη πολιτική δύναμη.
[9] Νο: 17360/28(24-4-1819). Φαίνεται πως ο Χαράλαμπος αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα υγείας, και ίσως γι’ αυτό να ζητά με γράμμα, που αποστέλλει στο ‘Αργος, να του αγοράσουν από τη φημισμένη του αγορά ένα καλό άλογο «για τα καπρίτζια του και την υγεία του»[βλ. Νο: 17360/28(24-4-1819)].
[10] Η κίνα είναι φαρμακευτικό φυτό το οποίο χρησιμοποιούνταν στην πρωτογενή μορφή του χάρη στην αντισηπτική, αντιπυρετική και τονωτική της στομαχικής δύναμης δράση. Χορηγούνταν ειδικότερα και ως επικουρικό φάρμακο «κατά των λίαν επίμονων και μακροχρονίων ελειογενων πυρετών, τον τυφοειδή πυρετόν μετά καταβολής των δυνάμεων…τας χοιραδικάς εξαντλητικός παθήσεις(φυματίωση τραχηλικών λεμφαδένων)» Τα αλκαλοειδή της κίνας αποτελούν κατηγορία φαρμάκων στην οποία ανήκει η γνωστή μας η κινίνη (βλ Γ Καρυοφύλλη,Ιατρικόν Λεξικόν χειρουργικής, φαρμακολογίας, θεραπευτικής και των συναφών αυταίς επιστημών, Εν Αθήναις 1895,σελ.596). Την κίνα συνιστούσαν επίσης και στην ελονοσία, ως μοναδικό φάρμακο. Όλοι οι περιηγητές την κουβαλούσαν στις αποσκευές τους και την προσδιόριζαν με την ονομασία «φλοιός του Περού». Τον περουβιανό φλοιό έφεραν οι Ισπανοί στα μέσα του ΙΖ αιώνα στην Ευρώπη
[11] Η ευρεία χρήση της κινίνης (που παράγεται από την κίνα) για την αντιμετώπιση διαφόρων ασθενειών διήρκεσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, που εκτός από φάρμακο εκλογής για τον ελώδη πυρετό, τη χορηγούσαν για τη γρίπη, τους πονοκεφάλους κ.α.
[12] Το πρώτο ελληνόγλωσσο ντοκουμέντο που κάνει λόγο για την αρρώστια της ευλογιάς είναι το Χρονικόν, που γράφτηκε το 1623 από τον Παπασυναδινό, μετά το θάνατο της κόρης του Ζωής που είχε προσβληθεί από τον ιό, ενώ τον 11ο αιώνα, στο Βυζάντιο, μεταφράστηκε στα ελληνικά σύγγραμμα Πέρση γιατρού που περιέγραφε τη νόσο, η οποία φαίνεται πως θα τους απασχολούσε (βλ.Κ. Κωστής, ο.π., σελ. 78).
[13] Οι γυναίκες σε περίοδο χειμώνα έπαιρναν πύον από καλοήθους και ελαφράς μορφής ευλογιά από ασθενή εύρωστο και κατά τα άλλα υγιή, το έκλειναν ερμητικά σε μπουκαλάκι καθαρό και ζεστό, που το κρατούσαν στον κόλπο τους για να διατηρείται θερμό μέχρι να το μεταφέρουν στο σπίτι του υποψηφίου να εμβολιαστεί. Τον εμβολιαζόμενο τρυπούσαν με βελόνα πλαγίως στο μέτωπο, το πηγούνι, τα μάγουλα, την παλάμη και τα πόδια όπου έριχναν το πύον. Κατόπιν τα κάλυπταν και διάταζαν να μην τα βρέξουν ή ξύσουν και να ακολουθήσουν αυστηρή δίαιτα για 40 ημέρες. Η θνητότητα από τον εμβολιασμό αυτό κυμαινόταν σε 1-2 στα 300. Την μέθοδο αυτή παρακολούθησαν ο αρχίατρος πολλών ηγεμόνων και του Μ. Πέτρου, Ιάκωβος Πυλαρινός και ο ιατρός Εμμανουήλ Τιμόνης, οι οποίοι αφού μελέτησαν και σπούδασαν την εφαρμογή της, την ανακοίνωσαν με σχετικά έργα: Ιάκωβος Πυλαρινός, «Περί νέας και ασφαλούς μεθόδου του προξενείν την ευλογίαν δί εγκεντρώσεως, νεωστίανακαλυφθείσης και συνήθως εκτελουμένης, δι’ ης τα σώματα προφυλάσσονται από επιγενούς μολύνσεως», 1713 [στα λατινικά], Εμμανουήλ Τιμόνης, «Περί της δί εντομών ή εμβολιασμού παραγωγής της νόσου ευλογίας», 1713 [στα αγγλικά]. Και ο μεν Τιμόνης τη μέθοδο αποδίδει σε γυναίκες Κιρκάσιες και Γεωργιανές ο δε Πυλαρινός σε θεσσαλές (Πυλαρινός, Βιογραφία τούτου παρά Μαζαράκη, σελ. 127, Σεργίου Ιωάννου, Πραγματεία ιατρικής 1818, σελ. 310, περιοδ «Εστία» Β’ 1876, σελ. 632. Οι πληροφορίες από τη Μ.Ε.Ε,ο.π, τομ ΙΑ’, σελ. 740)
[14] Η σχετική απόφαση της οθωμανικής διοίκησης στην Τριπολιτσά, η οποία ελήφθη μετά από κοινή σύσκεψη των Οθωμανών και χριστιανών αξιωματούχων που αποτελούσαν το διοικητικό συμβούλιο της Τριπολιτσάς και απευθύνεται στις τοπικές διοικητικές και κοινοτικές αρχές της επαρχίας του Άργους, που δημοσίευσε η Αν Κυρκίνη, (ο.π., σελ.121-122) περιλαμβάνεται ομοίως στο Αρχείο Περούκα αλλά στη συλλογή των οθωμανικών εγγράφων Νο: 47460 (19-2-1819). Το κείμενο είναι συνταγμένο στα ελληνικά από τον επίσημο διερμηνέα [δραγομάνο] του πασά, που εκείνη την περίοδο ήταν ο Θεοδόσιος Μιχαλόπουλος. Σύμφωνα με την απόφαση όφειλαν: «το σπίτι εκείνο οπού ακολούθησε το θανατικόν..ό,τι πράγματα είναι μέσα από σκουτιά στρωσίματα και λοιπά έως το παραμικρόν όλα αμέσως να κατακαούν όπου να γίνουν στάκτη και ύστερον η εξ εκείνων ύλη να κατασβεσθή με νερόν πολύ, και να βαλθούν καπνίσματα διάφορα κατά την συνήθειαν εις διασκέδασιν και σκορπισμόν εκείνης της αναθυμιάσεως», «..το ίδιον εκείνο σπήτι να καή διά να σηκωθεί η υποψία…», «εις τους μολυσμένους ανθρώπους οπού ευρίσκονται έξω, ευθύς να οικονομήσετε ενδύματα και σκεπάσματα παστρικά, και να τους δοθούν δια να αλλάξουν,.. τα ενδύματα και σκεπάσματα οπού έχουν και φορούν, όλα εκείνα να τα πλύνουν εις ένα παράμερον μέρος του ποταμού, και όλους εκείνους τους ανθρώπους να τους ευγάλετε έξω εις ένα μέρος μινασίπικον [κατάλληλο] και φτιάνοντες εκεί τρεις τέσσαραις καλύβαις να τους βάλετε, έχοντες μακρόθεν και ανθρώπους δια να τους φυλάξουν, οπού να μην κάνουν συναναστροφές με άλλους», «της ζωοτροφίας τους [διατροφής]… κάνετε ιδαρέ [μεριμνήσετε] και να στέλνετε δια να μη λάβουν στενοχωρίαν», «οι λοιποί κάτοικοι του ‘Αργους να μην κάνουν συναναστροφήν από σπήτι εις σπήτι, αλλά κάθε ένας να είναι εις το σπήτι του_νύκτα και ημέραν να μην γίνεται συναναστροφή..», «Αργίτες με κιράδες [αγώγια] και ζαχιρέδες [είδη διατροφής] να μην αφήσετε διά να εύγουν διά εδώ και διά άλλα μέρη του Μωρέως. Να μένουν αυτού εις τα σπίτια τους…εις ό,τι δρόμο τους ιδούν ή τους απαντούν να τους γυρίζουν οπίσω και να τους διώχνουν κακώς».
[15] Οι μόρτες ή απόλοιμοι (Κώστας Κωστής, ο.π, σελ. 62) είχαν επιβιώσει μετά την προσβολή τους και είχαν αποκτήσει ανοσία που διαρκούσε το πολύ δέκα έτη. Σε εκδηλώσεις επιδημιών αναλάμβαναν την ταφή των νεκρών και τη φροντίδα των ασθενών και δεν είχαν αφήσει ιδιαίτερα κολακευτικές αναμνήσεις για τη συμπεριφορά τους.
Πηγή
- «Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 2, Δεκέμβριος 2004.
Σχολιάστε