Λόντος Σ. Ανδρέας (1786–1846)
Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, γεννημένος στο Αίγιο.* Ήταν γιός του Σωτηράκη Λόντου και καταγόταν απο ισχυρή οικογένεια προυχόντων της Βοστίτσας. Σπούδασε στο σχολαρχείο της Βοστίτσας, το οποίο διεύθυνε ο Ευστάθιος Παλαμάς. Μετά τον αποκεφαλισμό του πατέρα του από τους Τούρκους, ο Ανδρέας Λόντος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Σύναψε φιλία με τον νέο Μόρα – Βαλεσή Σακήρ Αχμέτ και το 1818 ξαναγύρισε στην Βοστίτσα, αυτή τη φορά με τον τίτλο του καζά. Μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία, από τον Πελοπίδα, και εργάστηκε για την προπαρασκευή της επανάστασης. Διατηρούσε δικό του στρατιωτικό σώμα και συμμετείχε στις πολιορκίες της Πάτρας και του Μεσολογγίου και στις εκστρατείες στην ανατολική και δυτική Ελλάδα.
Αἱ ἐκδουλεύσεις τοῦ στρατηγοῦ τούτου ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου καὶ ἐκτὸς αὐτῆς εἰς Μεσολόγγιον εἶναι γνωσταί. Εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν ἔλαβε μέρος, καὶ ἐπολέμησε καὶ αὐτὸς τὰ λείψανα τοῦ στρατοῦ τοῦ Δράμαλη κατὰ τὴν Ἀκράταν. Πολλαῖς δὲ φοραῖς ἀντιπροσώπευε τὸν Γενικὸν ἀρχηγὸν Θ. Κολοκοτρώνην ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ. Ἐψηφίσθη Γερουσιαστὴς τῆς Πελοποννήσου, ἀλλὰ δὲν ὑπῆγεν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν, ἐστάλη ὅμως ἀντιπρόσωπός του ὁ Κωνσταντῖνος Δημητρίου. Ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς ἐπαναστάσεως ἡ βαρύτης τοῦ ὀνόματός του πολὺ ἐχρησίμευσε. Κατεδιώχθη δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν τοῦ Κουντουργιώτη, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ λοιποὶ ἐφυλακίσθησαν εἰς τὴν Ὕδραν.
Στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών και αντιπρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης για το Σύνταγμα του 1844. Στις εκλογές του 1845 εκλέχτηκε βουλευτής, αλλά με παρεμβάσεις των ανακτόρων και του Κωλέττη, έχασε την έδρα. Απογοητευμένος από την αχαριστία των τότε ιθυνόντων αποσύρθηκε από την πολιτική, ενώ «κατετρύχετο υπό της πενίας και εστερείτο και των αναγκαιοτάτων». Αυτοκτόνησε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1846.
Υποσημείωση
* Το Αίγιο στην επανάσταση. Στα Ορλοφικά η επαρχεία της Βοστίτσας πρόθυμα συμμετείχε. Ο Παλαιών Πατρών Παρθένιος, σε συνεννόηση με τον Ορλόφ, ύψωσε τη σημαία της ελευθερίας στη Βοστίτσα. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης οι Τούρκοι, επειδή φοβούνταν άλλη εξέγερση, απέστειλαν στη Πελοπόννησο κατά κύματα 60.000 Αλβανούς. Οι κάτοικοι της Βοστίτσας εγκατέλειψαν τη πόλη, και πήγαν στα βουνά. Οι καταφυγόντες βοστιτσάνοι στην Ιερή Μονή Ταξιαρχών, κατεσφάγισαν από τους Τουρκαλβανούς. Κατά τους χρόνους εκείνους έδρασαν οι «Κλέφτες» αγωνιστές Ζαχαριάς, Καράμπελας, Κωνσταντίνος Γκόφας, Γραννάκης εκ Βοστίτσας, και άλλοι. Από το 1778μ.Χ. αναφέρεται προεστός της Βοστίτσας ο Σωτηράκης Λόντος. Ανεδείχθη άρχοντας όλης της Πελοποννήσου το 1789 μ.Χ. αλλά τελικά αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους.
Το 1820μ.Χ. φτάνει στη Βοστίτσα σαν απόστολος της Φιλικής Εταιρείας ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), αντιπρόσωπος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Τότε η Βοστίτσα γίνεται κέντρο επαναστατικών διεργασιών, με αποκορύφωμα τη λεγόμενη «Μυστική συνέλευση της Βοστίτσας» 26 – 30 Ιανουαρίου του 1821 μ.Χ. Μετά από αυτό Ο Ανδρέας Λόντος μεταβαίνει στη Πάτρα, όπου τις 25 Μαρτίου, μαζί με άλλους προκρίτους της Αχαΐας, κηρύσσει την έναρξη της επανάστασης, με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Οι Αιγιώτες με τον προεστό Δημ. Μελετόπουλο κα άλλους προκρίτους υψώνουν τη σημαία της επανάστασης τις 26 Μαρτίου, χωρίς καμία αντίδραση, αφού οι Τούρκοι είχαν φύγει.
Το φρούριο της Πάτρας ήταν πολιορκημένο, προς βοήθεια των Τούρκων φθάνει ο Γιουσούφ Πασάς. Αφού πέρασε το Μεσολόγγι, αποβιβάστηκε στο Ρίο, και διέλυσε τους λίγους Βοστιτσιανούς που ήσαν εκεί με τον Δημ. Ροδόπουλο, προχώρησε στη Πάτρα και διασκόρπισε τους ενόπλους υπό τον Ανδρέα Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη, και διέλυσε τη πολιορκία τις 3 Απριλίου 1821.
Μετά από αυτά ο Χουρσίτ πασάς Βαλής του Μοριά στέλνει στρατό στη Πελοπόννησο, με τον Κεχαγιάμπεη, για να προστατέψει την οικογένειά του και τους θησαυρούς του στη Τρίπολη. Ο Κεχαγιάμπεης αφού αποβιβάστηκε στη Πάτρα τις 6 Απριλίου, προχώρησε προς τη Βοστίτσα. Οι κάτοικοι της Βοστίτσας είχαν εγκαταλείψει τη πόλη και καταφύγει στα βουνά. Οι τούρκοι προσκάλεσαν τους κατοίκους σε υποταγή, και επειδή αυτοί δεν υπάκουσαν, έκαψαν τη πόλη και λεηλάτησαν όλη την επαρχεία, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους. Ο Ανδρέας Ζαΐμης με λίγους Καλαβρυτινούς κατέλαβε το χωριό Βόβοδα, για να εμποδίσει την εισβολή των Τούρκων στα Καλάβρυτα. Πράγματι κατόρθωσε να αποκρούσει 500 Αλβανούς που στάλθηκαν από τον Κεχαγιάμπεη. Τις 7 Σεπτεμβρίου ο Τουρκικός στόλος υπό τον Καρά Αλή, πέρασε από τη Βοστίτσα και απέπλευσε για το Γαλαξείδι προκαλώντας λίγες μόνο καταστροφές.
Από το 1821 ως το 1828 οι Βοστιτσάνοι στρέφονται προς το φρούριο της Πάτρας, που ποτέ δεν καταλήφθηκε, μέχρι το τέλος της επανάστασης. Ταυτόχρονα πολλοί Αιγιώτες πήραν μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις στη ανατολική και δυτική Ελλάδα με τους στρατηγούς τους Ανδρέα Λόντο, και Δημήτριο Μελετόπουλο. Ο Ανδρέας Λόντος, όταν η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διαλύθηκε το 1822, όπου συμμετείχε, πληροφορήθηκε ότι τα υπόλοιπα στρατεύματα του Δράμαλη, βάδιζαν παραλιακά προς τη Βοστίτσα, έσπευσε με άλλους οπλαρχηγούς, (Ανδρέα Ζαΐμη, Δημ. Μελετόπουλο, Πετμεζαίους, κ.α.) στα στενά της Ακράτας στη θέση Πριόνι, στον Πλάτανο. Στη στενή αυτή παραλιακή τοποθεσία κύλησαν βράχους και απέκλεισαν τα λείψανα της στρατιάς του Δράμαλη, που ανέρχονταν σε τέσσερις χιλιάδες. Ο Γιουσούφ Πασάς από την Πάτρα έστειλε τέσσερα πλοία για να παραλάβουν τους επιζήσαντες Τούρκους, αλλά οι περισσότεροι είχαν φονευθεί από τους Έλληνες ή πεθάνει από την πείνα.
Υπό τον Γιοργομωρΐτη καπετάνιο από την Κουνινά, οι Βοστιτσάνοι προβάλουν ηρωική αντίσταση κατά των Τουρκαλβανών στον Άγιο Ιωάννη τον Τσετσεβό, και υπό τον Δημήτριο Μελετόπουλο, λαμβάνουν μέρος στη τελευταία μάχη κατά του Ιμπραήμ το 1827, στην Καυκαρία.
Πηγές
-
Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.
-
Peter Von Hess, «1821 η Ελληνική Επανάσταση», Εκδόσεις Δέλτα, Αθήνα, 1996.
-
Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη. « Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1888.
-
Ελένη Π. Κοκκώνη – Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου – Χρύσα Δασκαλοπούλου, «Ελληνικές Σημαίες: Σήματα – Εμβλήματα», Αθήνα 1997.
Σχολιάστε