Προβλήματα τάξης και ασφάλειας στο Ναύπλιο κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Αργολίδα*
Η ταχύτατη προέλαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων προς το κέντρο του Μοριά και η άνετη είσοδός τους στην Τριπολιτσά τις πρωινές ώρες της 11ης Ιουνίου έσπειρε τον πανικό σε κυβέρνηση και λαό. Οι Έλληνες τυφλωμένοι από τα πολιτικά τους πάθη επέτρεψαν την άνετη αποβίβαση το Ιμπραήμ στη Μεσσηνία, ο οποίος, μετά τη διερεύνηση του προγεφυρώματός του, άρχισε να κινείται προς το κέντρο του Μοριά. Η αντιμετώπιση του κινδύνου εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης δεν ήταν εκείνη που επέβαλλαν οι περιστάσεις και η εκστρατεία του Κουντουριώτη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κωμωδία, αν δεν είχε τόσο τραγικές συνέπειες.
Η λέξη «στραβαραπάδες» ήταν δηλωτική της ελληνικής επιπολαιότητας. Η απελπισμένη θυσία του εκ των πρωτεργατών του εθνικού διχασμού Γρηγορίου Δικαίου στο Μανιάκι και η αδυναμία του Κολοκοτρώνη να αναστείλει την αιγυπτιακή προέλαση στην Τραμπάλα έσπειραν τον πανικό σε όλους. Έτσι ανενόχλητος, μετά από δύο μέρες, ο Αιγύπτιος ηγέτης μπήκε στην Τριπολιτσά τα ξημερώματα της 11ης Ιουνίου 1825, βρίσκοντάς την σχεδόν ανέπαφη και καλά εφοδιασμένη. Χωρίς να χάσει καιρό, τις πρωινές ώρες της 13ης Ιουνίου βρέθηκε μπροστά στους Μύλους. Η ευνοϊκή για τα ελληνικά όπλα κατάληξή της ομώνυμης μάχης την ίδια ημέρα διασκέδασε βέβαια το μύθο του αήττητου του στρατεύματος του Ιμπραήμ, όμως η εμφάνιση του αιγυπτιακού πεζικού στην Τύρινθα το πρωινό της 15ης του ιδίου μήνα και του αντίστοιχου ιππικού στην Άρεια, καθώς και η ολιγόωρη διακοπή της ύδρευσης της πόλης, έδωσαν το ακριβές μέτρο του κινδύνου.
Τέλος η χωρίς προβλήματα επιστροφή την επομένη των εισβολέων στην Αρκαδία, μετά τη δήωση και την πυρπόληση του Άργους και των Μύλων του, μπορεί να προσέφερε στην ελληνική κυβέρνηση μικρό διάλειμμα ανακούφισης, την έθετε όμως μπροστά σε προβλήματα που έπρεπε να λύσει σε ελάχιστο χρόνο.
Η κατάσταση στην πόλη πριν τη προσέγγιση του Ιμπραήμ στην Αργολίδα χαρακτηριζόταν από μία χωρίς όρια αδιαφορία για τα πάντα [1]. Οι διορισμένοι αρχηγοί, γράφει ο Μακρυγιάννης, «… όσο ήταν ο Μπραΐμης στο Νιόκαστρο έκαναν τις στρατολογίες τους εις τα σπίτια των κατοίκων και πολεμούσαν με τις κότες και τα κρασιά. Τώρα που βγήκε ο Μπραΐμης έξω, τραβιούνται κατ’ τ’ Ανάπλι. Εκεί είναι τα καζίνα και τα μπιλιάρδα»[2].
Ανάλογα γράφει και ο Samuel How για χασομέρηδες καπεταναίους με χρυσοκέντητες φορεσιές και 2 – 3 νεαρούς τσιμπουκτσήδες ο καθένας. Ενώ η πατρίδα δοκίμαζε το μέγιστο κίνδυνο, οι διασκεδάσεις έδιναν και έπαιρναν.
Αναφορές περιπόλων της Αστυνομίας περιγράφουν ολονύκτιες διασκεδάσεις «με θυμελικά όργανα» στα καφενεία και τα σπίτια της πόλης. Η παρουσία όμως του Ιμπραήμ στην Αργολίδα κατέδειξε και της συνέπειες της εγκατάλειψης της πρωτεύουσας, οπού καμία αμυντική προετοιμασία δεν είχε γίνει από την απελευθέρωσή της και μετά.
Γενικά τα προβλήματα της πόλης θα μπορούσαν να εντοπισθούν: (α) Στην έλλειψη των αναγκαίων μέσων αμύνης. Οι οχυρώσεις είχαν ανάγκη άμεσης επισκευής, τα πυροβόλα είχαν ανάγκη υποστατών, υπήρχε σοβαρή έλλειψη πυρίτιδας, ενώ είχαν χαθεί τα κλειδιά των αποθηκών των φρουρίων. (β) Στη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού προσφύγων αλλά και ατάκτων, κυρίως Ρουμελιωτών που ζητούσαν τους μισθούς τους, και (γ) Στην έλλειψη τροφίμων, εφοδίων και νερού. Οι δύο δεξαμενές ήταν άδειες, ενώ τα λιγοστά πηγάδια ακάθαρτα.
Στον τομέα της τάξης και ασφάλειας της πόλης τα προβλήματα ήσαν πολλά και θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:
Από πλευράς «ασφάλειας» η αντιμετώπιση των εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων και συγκεκριμένα ο εντοπισμός και εξάρθρωση κατασκοπευτικών ενεργειών του εχθρού, η αντιμετώπιση ενδεχομένης προδοσίας (τη στιγμή μάλιστα που οι φήμες οργίαζαν θέλοντας περισσότερο τον Κωλέτη και λιγότερο τον Μαυροκορδάτο έτοιμους να παραδώσουν την πόλη στο Ιμπραήμ), η συγκέντρωση και ο έλεγχος πληροφοριών για τις κινήσεις του εχθρού και τέλος η αντιμετώπιση υπονομευτικών ενεργειών κατά της εσωτερικής καταστατικής τάξης.
Από πλευράς «τάξης» τα προβλήματα εντοπίζονταν στην παρουσία στιφών ατάκτων στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή της και στη συγκέντρωση εντός και εκτός της πόλης, δηλαδή στο προάστιο του Αιγιαλού και παρά την πόρτα της Στεριάς, πλήθους προσφύγων. Η συμπεριφορά των ατάκτων ήταν κάτι περισσότερο από προκλητική, ενώ η συγκέντρωση των προσφύγων δημιουργούσε προβλήματα στέγασης, διατροφής και υγιεινής. Η αποσυμφόρηση της πόλης από τα πλήθη αυτά υπήρξε το κύριο πρόβλημα αλλά και φροντίδα της κυβέρνησης και των αστυνομικών αρχών, πλην όμως η έλλειψη πολιτικής βούλησης και οι κάθε λογής παρεμβάσεις δεν επέτρεψαν να αντιμετωπισθεί αποφασιστικά. Τα καφενεία αλλά και τα άλλα εργαστήρια (καταστήματα) που διέθεταν οινοπνευματώδη ποτά ήσαν μία ακόμη πηγή αταξίας.
Πρός τό έξοχον Υπουργείον της Αστυνομίας
Είς τήν επιστάτησίν μου τήν απερασμένην νύκτα, ως αρχηγός της πατούλιας, ηκολούθησαν τα κάτωθεν:
α. Ένα πικέτο τακτικοί επεριφέρονταν όλην την νύκτα.
β. Ό καφενές του Χ(ατζή) Χρήστου, άριθ. 135, όχι μόνον την νύκτα είχεν ανοικτόν και έχων διαφόρους στρατιώτας μέσα ετραγουδούσαν πίνοντες αδιακόπως ρακιά και κρασιά. Προστάζω τον καφετζήν να σφαλίσει και να διώξη αυτούς, διά να μην ακολουθήσουν τίποτες, αυτός μάλιστα εσυχώρεσε όπου να παίζουν και παιχνίδια. Ξαναπερνώντας μετ’ ολίγον και ακούων τα παιχνίδια απόρησα διά τήν τόλμην των. Λέγω λοιπόν του καφφετζή «αυτό σέ είπα να κάμης ή το έκαμες διά γινάτι μου;». Άρχισαν οι στρατιώτες να μας περιπαίζουν και να μας υβρίζουν.
Ίδού τι επροξένησε η απείθεια του αυτού καφφετζή και αν ήθελον δώσω ακρόασιν εις τά λόγια των στρατιωτών ήθελε γίνει μεγάλον κακόν.
Παρακαλώ λοιπόν να παιδευθή προς σωφρονισμόν του και προς παράδειγμα των άλλων και με το σέβας υποφαίνομαι.
Ναύπλιον τη 25 Μαΐου 1825
Ο Υπαστυνόμος
Σ. Μεταξάς Λευκάδιος
(ΓΑΚ, Υπουργείο Αστυνομίας, φάκελος 24)
Οι συμπλοκές, οι τραυματισμοί, οι κλοπές και οι διαρρήξεις ήσαν στην ημερήσια διάταξη, χωρίς να λείπουν και τα εγκλήματα κατά των ηθών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο έλεγχος της αγοράς ήταν χωρίς άλλο αναγκαίος, αν και σοβαρά κρούσματα αισχροκέρδειας δε φαίνεται να σημειώθηκαν. Τέλος ένα σημαντικό πρόβλημα τάξης, αλλά και υγιεινής, προήρχετο από τη συγκέντρωση Οθωμανών και Αράβων αιχμαλώτων, ενώ προς το φθινόπωρο του 1825 άρχισαν να εμφανίζονται περιπτώσεις πυρκαγιών.
Τα σοβαρά αυτά προβλήματα εκαλείτο να αντιμετωπίσει μια ακέφαλη κυβέρνηση, αφού ο Πρόεδρός της, παρά της αγωνιώδεις εκκλήσεις, παρέμενε στην Ύδρα. Την έλλειψη ορθολογικής και τελεσφόρου οργανωτικής διάρθρωσης επέτειναν οι φιλοδοξίες, οι αντιζηλίες, τα αβυσσαλέα κομματικά πάθη και οι έριδες των μελών της, κυρίως των Ι. Κωλέτη και Α. Μαυροκορδάτου, ενώ την ίδια στιγμή ο Γάλλος στρατηγός Roche, διανέμων ωρολόγια και πιστόλια, προπαγάνδιζε τη γαλλική προστασία και την υποψηφιότητα του Δούκα του Nemours για τον ελληνικό θρόνο [3]. Την τελευταία στιγμή μικρή καταστατική παρέκκλιση του Βουλευτικού επέτρεψε την ανάπτυξη κάποιων πρωτοβουλιών, αν και στην περίπτωση αυτή, αντί οι ευθύνες να ανατεθούν σε συγκεκριμένα άξια πρόσωπα, ανετέθησαν για λόγους κομματικών ισορροπιών στο πλέον απρόσφορο σχήμα, σε επιτροπές.
Η πλέον επιτυχής επιλογή υπήρξε η ανάθεση της ασφάλειας της πόλης και του φρουρίου στον ένα από τους Υπουργούς Πολέμου, τον Αντρέα Μεταξά, ο οποίος τις μέρες εκείνες περιεβλήθη σχεδόν με δικτατορικές εξουσίες.
Στο χώρο που μας ενδιαφέρει, της τάξης και ασφάλειας της πόλης, Υπουργός Αστυνομίας ήταν ο Δημήτριος Δεσύλλας, ο οποίος παρέλαβε το Υπουργείο στις αρχές Μαρτίου 1825 από το Γρηγόριο Δίκαιο, και Γενικός Αστυνόμος ο Κυριάκος Μώραλης με δύο Υπαστυνόμους, οι οποίοι εκτός τα άλλα καθήκοντα είχαν επιφορτισθεί με τη διευθέτηση των καλυμμάτων και την εποπτεία της φυλακής. Η Εκτελεστική δύναμη της Γενικής Αστυνομίας, δέκα περίπου στρατιώτες υπό ένα Δέκαρχο, ήσαν ανεπαρκής για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Τα προβλήματα αυτά της Αστυνομίας καθιστούσε οξύτερα η επί μήνες αδυναμία καταβολής των μισθών του προσωπικού της. Στο χώρο αρμοδιότητας όμως της Αστυνομίας επενέβαιναν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ο Φρούραρχος, ο Πολιτάρχης με τους στρατιώτες του (ένα είδος Χωροφυλακής), ο Λιμενάρχης – Υγειονόμος και οι Πυλωροί. Οι παρεμβάσεις και η σύγχυση αρμοδιοτήτων ήταν φαινόμενα καθημερινά και αιτίες προστριβών. Συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις του Γενικού Αστυνόμου υπό ημερομηνία 27 Μαΐου 1825 προς το Υπουργείο της Αστυνομίας δεν υιοθετήθηκαν με αποτέλεσμα η σύγχυση να επιτείνεται.
Κατά την ανάληψη της γενικής ευθύνης της ασφάλειας της πόλης και του φρουρίου από τον Ανδρέα Μεταξά τοποθετήθηκε ως «συμπράκτωρ» του Γενικού Αστυνόμου ο Νικόλαος Γερακάρης, ενώ ως Αστυνομικός Επιστάτης στο προάστιο του Αιγιαλού ο επί φρουραρχίας Πάνου Κολοκοτρώνη Αστυνόμος Ναυπλίου Γεώργιος Κοτζάκης. Το σχήμα βέβαια αυτό δεν λειτούργησε αρμονικά, όπως φαίνεται από μεταγενέστερες επισημάνσεις του Υπουργού της Αστυνομίας. Ευτυχώς όμως προς το τρίτο 10ήμερο του Ιουνίου τα πράγματα επανήλθαν στην προηγούμενη οργανωτική τους διάρθρωση. Επίσης προβλήματα δυσλειτουργίας δημιούργησε η διοικητική υπαγωγή των πυλωρών απευθείας στο Υπουργείο Αστυνομίας, καθώς και η έλλειψη συνεργασίας τους με τη στρατιωτική φρουρά των πυλών της Ξηράς και της Θάλασσας. Τέλος έλλειψη συνεργασίας υπήρχε και μεταξύ των ιδίων των αστυνομικών υπαλλήλων και κυρίως μεταξύ του Γενικού Αστυνόμου και του Υπαστυνόμου – καταλυματία.
Περίοδος Γ’ Άριθ. 1305
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Το Υπουργείον της Αστυνομίας
Της της Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα
Κάποιος αξιωματικός των πεζικών τακτικών, επειδή ο φύλαξ των πυλών δεν άφινε, ώς διετάχθη, γυναίκας τινάς να εισέλθωσι, αυτός ο αξιωματικός εναντίον των Σεβ. Διαταγών της Διοικήσεως και των καθηκόντων του έμβασεν αυτάς με βίαν. Τοιούτον παράδειγμα μάλιστα είς τοιαύτας περιστάσεις πρέπει εξάπαντος να λάβη αναπόφευκτον της ποινήν προς επιδιόρθωσιν δία να συσταλούν του λοιπού οί τοιούτοι κακοήθεις και περί τούτου το Υπουργείον είναι γνώμης ο μέν αυθαδιάσας αξιωματικός τακτικός να εμποδισθή διά τινας ημέρας είς την οικίαν του, αί της γυναίκες αμέσως να αποβληθώσι του φρουρίου, επειδή αν παραβλέψωμεν τα πρώτα ως μικρά, τα δεύτερα, τα τρίτα θέλουν καταντήσει μέγιστα και ή, την οποίαν η Σεβαστή Διοίκησις επιθυμεί να εισάξη, ευταξία θέλει καταντήση είς μεγίστην αταξίαν με την παραμικράν παράβλεψιν.
Καθυποβάλλεται δε υπό την απόφασιν της Εκτελεστικού Σώματος διά να διαταχθώσι τα δέοντα.
Της 12 Ιουνίου 1825 έν Ναυπλίω
Ο Υπουργός της Αστυνομίας
Δημήτριος Δεσύλλας
Ο Γενικός Γραμματεύς
Στ. Α. Βαλιάνος(;)
(ΓΑΚ, Εκτελεστικό, φάκελος 96)
Ειδικότερα τα προβλήματα ασφάλειας (κατασκοπεία, ενδεχόμενο προδοσίας, υπονόμευση καταστατικής τάξης) αντιμετωπίσθηκαν κατά κύριο λόγο με τον έλεγχο των εισερχομένων και εξερχομένων, ο οποίος συνίστατο αφενός στη διενέργεια προφορικής (και σε περίπτωση υπονοιών έγγραφης) εξέτασης και αφετέρου στον έλεγχο των επιστολών. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ο έλεγχος των επιστολών οδήγησε σε συλλήψεις ή και σε επεισόδια. Ανάμεσα σε εκείνους που υπέστησαν τη διαδικασία αυτή υπήρξε και ο Υπουργός του Δικαίου Ι. Θεοτόκης[4], ο οποίος συνελήφθη και εφυλακίσθη στο επιθαλάσσιο φρούριο με την κατηγορία της υπονόμευσης του έθνους (συμμετοχή στη γαλλική φατρία).
Την ίδια περίοδο κατηγορίες εναντίον εμπόρων της πόλης (Γ. Ορφανίδη, κ.α) ως κατασκόπων του Μεχμέτ Άλη οδήγησαν σε νέες συλλήψεις και έρευνες στο Ναύπλιο και τη Σύρο, αν και οι τελευταίες δεν κατέληξαν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα [5]. Επίσης τόσο η Γενική Αστυνομία όσο και οι πυλωροί προέβαιναν στη συγκέντρωση και τον έλεγχο πληροφοριών – στρατιωτικών αλλά και οικονομικών – αναγκαίων για την επιβίωση του έθνους. Ο έλεγχος αυτός ήταν απόλυτα αναγκαίος αφού το επιτελείο του Ιμπραήμ κατεγίνετο συστηματικά στη διασπορά κατασκευασμένων ειδήσεων. Τέλος έπρεπε να εξετάζονται καθημερινές κατηγορίες για κινήσεις Τούρκων κατασκόπων αλλά και δραστηριότητες τουρκολατρών.
Στον τομέα της τάξης το σημαντικότερο πρόβλημα υπήρξε η συγκέντρωση των ατάκτων και των προσφύγων στη πόλη, στο προάστιο του Αιγιαλού και έξω από την πύλη της Ξηράς.
Ήδη από τις αρχές του Μαΐου το Εκτελεστικό μετά από πρόταση του Υπουργείου της Αστυνομίας ενέκρινε την απομάκρυνση των «ανωφελώς παραμενόντων» στρατιωτικών στην πόλη και των εξαναγκασμό τους σε εκστρατεία, χωρίς όμως απ’ ότι φαίνεται αποτέλεσμα. Ο συνωστισμός κορυφώθηκε τις ημέρες παραμονής του Ιμπραήμ στην Αργολίδα και ήταν τέτοιος, ώστε απεδόθησαν σ’ αυτόν έως και εκπυρσοκροτήσεις όπλων.
Οι προσπάθειες εκκένωσης, οι οποίες αρχικά εστιάσθηκαν μόνο στις ενδεείς οικογένειες, δεν επέτυχαν. Και όχι μόνον αυτό αλλά συνεχίσθηκε η παράνομη είσοδος αμάχων και λιποτακτών ατάκτων. Τελικά οι προσπάθειες αποσυμφόρησης κατευθύνθηκαν σε οικογένειες, οι οποίες δεν είχαν τροφές τουλάχιστον για έξι μήνες, στις οποίες η κυβέρνηση διέθετε πλοία για την αναχώρησή τους και ανά ένα κιλό κριθάρι, αλλά και αυτές οι προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν. Στα μέσα μάλιστα του Ιουλίου το Ναύπλιο κινδύνευε να «βουλίσει από το πλήθος των εισερχομένων» και ο Γενικός Αστυνόμος εντοπίζει στην πόλη «όλους τους μπερμπάντηδες και σουρτούκηδες του Άργους και της Τριπολιτσάς».
Τέλος σε αναφορές του Υπαστυνόμου – καταλυματία στις 5 και 22 Αυγούστου περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα η κατάσταση και αποδίδονται ευθέως ευθύνες για τον πρωτοφανή συνωστισμό στις παρεμβάσεις πολιτικών και διοικητικών παραγόντων.
Προς το έξοχον Υπουργείον της Αστυνομίας
Αναγκάζομαι να αναφερθώ καί να ιδοποιήσω το έξοχον τούτο Υπουργείον την πολυάριθμον ψυχάς είς όλα τα εθνικά οσπήτια ώστε όπου κατ’ ουδένα τρόπον δεν ημπορώ να οικονομήσω τινά αλλ’ ούτε καμμία διαταγή ημπορώ να ενεργήσω.
Αγκαλά και να ευρίσκωνται είς το παραμικρόν οσπήτιον τουλάχιστον 20 και 30 ψυχαί, μ’ όλον τούτο ήθελα προσπαθώ με πολύν μου κόπον να κάμνω κάθε οικονομίαν, δηλαδή όθεν δεν είναι σημαντικά υποκείμενα, και υποκείμενον όπου δεν… ζούν κανέν υπούργημα να ημπορώ να τους ευγάζω και τότε βέβαια ήθελε οικονομήσω τόσον σημαντικά και άξια υποκείμενα ήθελε βιάζονται αύται αί φαμίλιαι ν’ αναχωρούν από ένδον του φρουρίου.
Αλλά τι να κάνω, πώς να ενεργήσω τάς διαταγάς, πώς να οικονομήσω τους υπαλλήλους Υπουργού της Διοικήσεως; Διατάττομαι να αδειάσω πότε ολόκληρον, όπου κάθονται μέσα 150 και 200 ψυχαίς έν ταυτώ και δύω τρείς παραστάτες, πρώτον που θα μετοικήσουν οι παραστάται και δεύτερον τι θα γίνουν αύται αί ταλαίπωροι και δυστυχισμέναι φαμίλιαι; μέλλει να μείνουν είς τον δρόμον και να αποθάνουν χωρίς άλλο; Διατάττομαι κάθε στιγμήν να εύρω κονάκι διά βουλευτάς, διά Υπουργούς, διά γραμματικούς, διά καπιταναίους, διά στρατιώτες, διά τον πολιτάρχην, τους αξιωματικούς τακτικού, διά γραμματοκομιστάς, διά τους παππάδες, διά τους αιχμαλώτους, διά τον Δερβίσι Εφέντη, διά φαμιλίας υπερασπιζομένας από βουλευτάς και εκτελεστάς, αλλά πού είναι αυτά τα σπίτια; Μέσα είς το φρούριον δεν τα βλέπω.
Η αρίθμησις των οσπιτίων είναι 338 πόρτες, όπου μ’ όλον ημπορεί να είναι 200 οσπίτια. Πόσα λοιπόν βαστά η Διοίκησης με τους υπαλλήλους υπουργούς της, πόσα επουλήθησαν, πόσα ενοικιάσθησαν με το να έχουν υποκάτω εργαστήρια και πόσα είναι ακατοίκητα, άς συμπεράνη το έξοχον Υπουργείον, τι απέγινε κανένα χάλασμα, κανένα χαμάμι, όπου όλα αυτά δεν είναι ούτε 50 παρατηρήσατε όπου ευρίσκονται εδώ μέσα υπέρ τάς 20 χιλιάδες ψυχάς που κάθονται και που πλαγιάζουν, κάθε ψυχή ανθρώπινη θέλει απορήσει, εγώ ο ίδιος όπου καθημερινώς περιφέρομαι είς όλα τα οσπίτια, θαυμάζω πώς υποφέρνουν 30 και 40 ψυχαί μέσα είς ένα ονδά, τα κατώγια γιομάτα, οι σάλες γιομάτες ώστε όπου και επάνω είς κεραμίδια μερικών οσπητίων κοιμούνται.
Το έξοχον Υπουργείον άς σκεφθή καλώς την ταπεινήν μου και παρακαλώ του λοιπού να μην με διατάττει να βάζω ταίς ταλαίπωρες ψυχαίς, διότι η ψυχή μου και το συνειδόν μου δεν το βαστά. Μά πάλιν, αγαπάτε, άς μου δοθούν 10 στρατιώται και άς μου δοθή η πληρεξουσιότης και υπόσχομαι είς 10 ημέρας να αδειάσω όλα τα εθνικά οσπήτια, όμως να μην ήθελε υπερασπισθή καμία από αυτάς τάς φαμιλίας από βουλευτάς, εκτελεστάς και Υπουργούς, ως είναι γνωστά της εξοχότητος έν ταυτώ υποφαίνομαι με όλον το βαθύτατον σέβας.
Ναύπλιον τη 5 Αυγούστου 1825
Ο Υπαστυνόμος και Γ. Καταλυματίας
Σπυρίδων Μεταξάς Λευκάδιος
(ΓΑΚ, Υπουργείο Αστυνομίας, φάκελος 31)
Αναμφίβολα καταβάλλονται σύντονες προσπάθειες για τον έλεγχο των εισερχομένων και εξερχομένων από τις δύο πύλες της πόλης, όμως αυτές προσκρούουν στην αδυναμία συνεργασίας των πυλωρών του Υπουργείου της Αστυνομίας με την στρατιωτική φρουρά και στις παρεμβάσεις των στρατιωτικών και πολιτικών. Οι σχετικές αναφορές του πυλωρού Δ. Χοϊδά είναι αρκούντως αποκαλυπτικές. Παράλληλα διατάχθηκε ο Υπαστυνόμος των Μύλων να απαγορεύει το διάπλου προς Ναύπλιο χωρίς κυβερνητική άδεια.
Κύρια πηγή αταξιών αποτελούν οι συγκεντρωμένοι άτακτοι και κυρίως οι Ρουμελιώτες και οι Κρανιδιώτες, στην έπαρση τον οποίων συμβάλλει η προστασία των Κωλέτη και Κουντουριώτη αντίστοιχα. Οι καθημερινές προκλήσεις των κατά των τακτικών αλλά και των άλλων πολιτών καταλήγουν σε συμπλοκές, τραυματισμούς, κ.ά. Εστία αυτών των ταραχών είναι το προάστιο του Αιγιαλού, όπου συγκεντρώνονται ναυτικοί και μεταπράτες από όλη την Ελλάδα. Δε λείπουν βέβαια και οι αρπαγές, οι διαρρήξεις, οι κλοπές, κ.ά. εγκληματικές πράξεις, ενώ η έλλειψη συνεχούς αστυνομικής παρουσίας επιδεινώνει τα πράγματα.
Άλλη πηγή για την τάξη στην πόλη αλλά και στον Αιγιαλό είναι τα καφενεία και τα διάφορα εργαστήρια. Στις 19 Ιουνίου, η Γενική Αστυνομία αναφέρει ότι «…εμπόδισε όλα τα είδη των πνευματικών ποτών από το να πουλούνται εκτός του οίνου. Ωσαύτως και κάθε είδος παιγνιδίων και όσα άλλα γλυκαντικά, καθώς και όλα τα βουτυροζυμωτά, ως βλαπτικά είς την υγείαν».
Δύο μέρες αργότερα θα διατάξει την απομάκρυνση όλων των ποτών από τον Αιγιαλό «… διά να μη μεθύουν οι στρατιώται και κάμνουσι καταχρήσεις…». Η χαρτοπαιξία τέλος είναι ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, αφού και αυτά τα μπακάλικα μετατράπησαν σε «εργαστήρια των χαρτιών». Σε αναφορά της προς το προϊστάμενό της Υπουργείο η Γενική Αστυνομία ζητά να απαγορευθούν τα χαρτιά «και όσα άλλα παιχνίδια ταραχοποιά διά να μη ευρίσκουν και οι στρατιώται εις ταύτα το καταφύγιον της αμελείας και αδιαφορίας από του χρέους των».
Αν και υπήρξε σχετική απαγόρευση, το πάθος της χαρτοπαιξίας ήταν τέτοιο, ώστε προξενούσε δυσχέρειες και στην εκγύμναση των τακτικών. Από τα καφενεία της πόλης δεν έλειπαν βέβαια και τα μπιλιάρδα, που προσέφεραν ιδιαίτερες συγκινήσεις στους λάτρεις τους. Η συγκέντρωση πλήθους ατάκτων και προσφύγων και η εξ αυτών συσσώρευση ακαθαρσιών σε συνδυασμό με τη στενότητα του χώρου, την έλλειψη αποχετεύσεων και κοινοχρήστων εγκαταστάσεων υγιεινής εγκυμονούν κινδύνους επιδημιών.
Στις 21 Ιουνίου η Γενική Αστυνομία αναφέρει ότι ήδη άρχισαν γαστροχολερικές ασθένειες, ενώ στις 14 Ιουλίου επανέρχεται τονίζοντας ότι άρχισαν με δριμύτητα οι θάνατοι και επισημαίνοντας ότι η πόλη θα γίνει τάφος ιατρών και ιατρευομένων. Την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση υγιεινής επέτεινε και η έλλειψη ύδατος, αφού όλο το νερό του υδραγωγείου της Άρειας διοχετευόταν στις δύο στέρνες. Μόλις στις αρχές του Ιουλίου θα αφεθεί κάποια ποσότητα για τις βρύσες. Έτσι υπό την απειλή της δίψας συχνά τα συγκεντρωμένα πλήθη σπάζουν τους σωλήνες των υδραγωγείων της Άρειας και της Γλυκιάς, απειλώντας μάλιστα και τη διατεταγμένη για τη φρούρησή τους δύναμη. Τέλος την οζώδη αυτή κατάσταση ολοκληρώνουν οι συγκεντρωμένη στην αυλή του Αγίου Γεωργίου Άραβες αιχμάλωτοι, οι ψείρες των οποίων, σύμφωνα με αναφορά των Επιτρόπων, κινδυνεύουν να ανέβουν στους τοίχους του ναού!
Οι Άραβες μα και οι άλλοι Οθωμανοί αιχμάλωτοι συνιστούν ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα, γιατί περιφέρονται ελεύθεροι και ο κίνδυνος απόδρασης και μετάβασής τους στο εχθρικό στρατόπεδο είναι άμεσος. Εκτός όμως αυτού αποτελούν στόχο αντεκδικήσεων σε περιπτώσεις εθνικών ατυχιών, κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών, μιας και πολλοί είναι άρρωστοι αλλά και αντικείμενα καταχρήσεων, αφού οι διεταταγμένοι για την καθαριότητα της πόλης αιχμάλωτοι διατίθενται τελικά σε προσωπικές υπηρεσίες των ισχυρών. Παρά τις συνεχείς παραστάσεις δεν ευοδώθηκαν οι προσπάθειες της Αστυνομίας για εξεύρεση χώρου περιορισμού τους. Εξασφαλίσθηκε όμως η στοιχειώδης σίτιση και ένδυσή τους.
Σε μια τέτοια περίπτωση συνωστισμού δεν ήταν δυνατόν να λείψουν και τα εγκλήματα κατά των ηθών, τα οποία εξαιτίας της φύσης τους, όπως εξάλλου και σήμερα, σπάνια αναφέρονταν και καταγράφονταν. Παρά ταύτα όμως εντοπίζουμε καταγγελίες βιασμού νέας από την Κρήτη, απόπειρα αρσενοκοίτη για την ικανοποίηση του πάθους του, καθώς και καταγγελίες για ανήθικες επιθέσεις ατάκτων Ρουμελιωτών κατά προσφύγων από την Τριπολιτσά.
Τα κάποια κρούσματα κερδοσκοπίας, κυρίως στο ψωμί, είτε με την απαίτηση τιμών υψηλότερων από τη διατίμηση είτε με την ελλιπή ζύγιση, που αναφέρονται είναι μεμονωμένα και πάντως ελάχιστα σε σχέση με τις περιστάσεις των ημερών εκείνων. Μόλις στα μέσα του Αυγούστου θα διορισθεί αγορανόμος, πλην όμως δε θα λείψουν τα εύλογα, όπως φαίνεται παράπονα, των εμπόρων για καταχρήσεις της αστυνομίας. Τέλος στα προβλήματα τάξης θα πρέπει να προστεθούν και ορισμένες περιπτώσεις πυρκαγιών, για την αντιμετώπιση των οποίων θα γίνει τελικά προμήθεια των αναγκαίων εργαλείων (κουβάδων, πελέκεων κ.λ.π.)
Συνεκτιμώντας την κρισιμότητα των περιστάσεων, την οργανωτική ανεπάρκεια των εκτελεστικών αρχών και τις ιδιάζουσες συνθήκες της πόλης τις μέρες εκείνες, μπορούμε να πούμε χωρίς καμία επιφύλαξη πως τα προβλήματα τάξης και ασφάλειας που αντιμετώπισε το Ναύπλιο, όπως αυτά προκύπτουν από την έρευνα του αρχειακού υλικού, υπήρξαν αναμφίβολα σοβαρά αλλά όχι ανυπέρβλητα και αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεντρωμένων είχε βαθιά συναίσθηση του επικρεμάμενου κινδύνου.
Κώστας Δανούσης
Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙΙΙ, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 1998.
* Το άρθρο αποτελεί ανακοίνωση στο Ε’ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών (Άργος, Σεπτέμβριος 1995).
Υποσημειώσεις
[1] Ελευθερίου Γ. Πρεβελάκη, Η εκστρατεία του Ιμπραήμ πασά εις την Αργολίδα, Αθήναι 1950 (όπου και πλήρης βιβλιογραφία).
[2] Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα. Εισαγωγή-σχόλια Σπύρου Ι. Ασδραχά. Εκδόσεις Α. Καραβία, σ. 207.
[3] Ν. Βλάχου, Η γένεσις του αγγλικού, του γαλλικού και του ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι, Αθήναι 1939, σ. 6.
[4] Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Ζ’, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 91 επ.
[5] Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, ό.π., σ. 132.
Σχολιάστε