Πρωτοχρονιά στο Κρανίδι Αργολίδας
Τότες, παλιά, τη βασιλόπιτα τη φτιάνανε σαν ψωμί. Και στο ζυμάρι ρίχνανε λίγη μαστιχούλα ποτό, λίγο λαδάκι μέσα και γινότανε αφράτο το ψωμί. Και κάνανε με το πηρόνι τις φέτες κι όταν ερχόντουσαν από την εκκλησία, τ’ Αγιού Βασιλειού, πήγαινε ο νοικοκύρης του σπιτιού και την έκοβε πριν απ’ το φαγητό.
Και μελετούσε πρώτα πρώτα: της εικόνας, μετά, του χωραφιού, μετά, του αφεντικού, δηλαδή του ίδιου, μετά εμένα, της γυναίκας, μετά των παιδιών, στη σειρά, με την ηλικία, κι έπαιρν’ ο καθένας το κομμάτι του κι έψαχνε να βρει τον παρά. Κι όποιος τον εύρισκε, ήτανε τυχερός και ου χαρά, πο ‘βρισκε τον παρά!
Και τον τυλίγανε τον παρά, έτσι όπως ήτανε, χωρίς να τον καθαρίσουνε, σ’ ένα βαμπάκι άσπρο, και τον βάζανε στην εικόνα. Τον άλλο χρόνο, τον βάζανε πάλι στην πίτα. Ο παράς ήτανε ασημένιος. Το βράδυ της παραμονής τρώγανε μελομακάρονα, φούσκζες (=λουκουμάδες) και μεζέδες. Τηγανίζανε χοιρινό, κεφτεδάκια. Κι όλη την ημέρα πάλι λέγανε τα κάλαντα. Το πρωί τα παιδιά, το βράδυ τ’ αντρόγενα. Και τους δίνανε πάλι τα ίδια, όπως τα Χριστούγεννα, και στ’ αντρόγενα τις κότες:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
Άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται,
άρχοντες τον κατέχετε
(και δεν μας καταδέχεται)
από την Καισαρεία,
συ’ σ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο, ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι,
δες κι εμέ το παλικάρι!
Το καλαμάρι έγραφε,
η μοίρα μου τι μ’ έγραφε
(τη μοίρα μου την ξέγραφε)
και το χαρτί ομίλει (ομίλειε),
άσπρε μου, χρυσέ μου ήλιε.
Άγιε μου καλέ Βασίλη,
άσπρε μου, χρυσέ μου ήλιε!
Βασίλη, πόθεν έρχεσαι
και δε μας καταδέχεσαι;
Και πόθεν κατεβαίνεις
και δε μας απαντυχαίνεις;
Από τη μάνα μ ‘ έρχομαι
κι εγώ σας καταδέχομαι
και στο σχολειό μου πάγω,
δε μου λέτε τι να κάμω;
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις,
κάτσε τον πόνο σου να πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα (ε)μάθαινα
και να σας πω τι πάθαινα:
τραγούδια δεν ηξεύρω,
αντικρύ μου να σε εύρω.
Και σαν ηξεύρεις γράμματα,
πόσες φορές με κλάματα,
πες μας την αλφαβήτα,
πώς τα πέρασες τη νύχτα.
Χλωρό ραβδί, ξηρό ραβδί,
πότε στη πόρτα της να βγεί;
χλωρά βλαστάρια πέτα,
ροδοκόκκινη βιολέτα.
Κι απάνω στα βλαστάρια της
και στα περικλωνάρια της
πέρδικες κελαιδούσαν,
μάτια μου δεν της μηνούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες,
γαρουφαλιές λεβέντικες,
μόν’ και περιστεράκια,
μαύρα μου, γλυκά ματάκια.
Και του χρόνου!
Το βράδυ της παραμονής παίζανε χαρτάκια και το στρόπι (=κότσι). Είναι ένα κόκαλο από αρνί, στρογγυλό ήτανε, και το πετούσανε και ξέρανε αυτοί από ποια μεριά ήτανε η ευτυχία κι από πού η δυστυχία. Το πετούσανε, κι απ’ όπου γύριζε. Παίζανε και την κορόνα. Πιο πολύ την κορόνα παλιά, όχι τόσο τα χαρτιά. Και την άλλη μέρα, τ’ Αγιού Βασιλειού, ποιος θα ‘κανε ποδαρικό. Ποιος θα ‘μπαίνε κ-μπ-μπάρδης, δηλαδή ασπροπόδαρος. Κι όποιος έμπαινε του βάζανε ένα κομμάτι βαμπάκι στο παπούτσι και παρά, διπλό, δίφραγκο, ό,τι ήτανε.
Βέβαια, θέλαμε τον καλύτερο να ‘ρχότανε, γιατί, μας φαινότανε, θα ‘φερνε πλούτη. Και λέγανε, αυτός είναι τυχερός, θα πάμε καλά φέτος! Άμα τους τυχαίνανε αναποδιές, τον λέγανε γρουσούζη. Αλλά σε μένα μια χρονιά ήρθε κ-μπ-μπάρδης ένας ζητιάνος. Κουρελιασμένος, πολύ ζητιάνος. Και μου είπανε, άσ’ τον, διώχτ’ τον! Αλλά εγώ του ‘βαλα βαμπάκι και παρά το παπούτσι και την ευτυχία που ‘χαμε κείνη τη χρονιά!… Και στον ελαιώνα το λάδι, και τ’ αμπέλι! Ας ήτανε ζητιάνος, ήτανε τυχερός.
Το ποδαρικό το ‘κανε όποιος έμπαινε πρώτο στο σπίτι. Ξένος όμως. Όχι να ‘βγαινε ένας από το σπίτι έξω και να ξανάμπαινε! Κι όποιος έμπαινε, τον λέγανε κ-μπ-μπάρδη, ασπροπόδαρο. Μέχρι τώρα το κάνουν αυτό. Το βράδυ πηγαίνανε επισκέψεις, έτσι, σε σπίτια συγγενικά, κι ας μην είχανε γιορτές, και κερνούσανε μελομακάρονα, κουραμπιέδες, αμυγδαλωτά, ό,τι είχανε για κείνη τη μέρα. Αλλά φτιάνανε δύο βασιλόπιτες. Τη μία την κόβανε την ημέρα τ’ Αγιού Βασιλειού, κανονικά, μετά την εκκλησία. Την άλλη την κόβανε το βράδυ, που ερχότανε ο καινούριος χρόνος.
Μαρτυρίες
Βαγγελίτσα Πουλή, ετών 77, απόφοιτη Δημοτικού.
Μαρία Μανιάτη, ετών 55, απόφοιτη Δημοτικού.
Μαριγονλα Λάμπρου, ετών 80, αυτοδίδακτη στην ανάγνωση.
Πηγή
- Σοφία Π. Λεπτοπούλου, «Λαογραφικά από το Κρανίδι», Εκδόσεις, Δήμου Κρανιδίου, 2001.
Σχολιάστε