Παπαδόπουλος Σπ. Δημήτριος (1889-1983)
Ο Αντιστράτηγος Δημήτριος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 15 Δεκεμβρίου 1889 και ήταν δευτερότοκος γιος του εκ Καλαμάτας γενικού αρχιάτρου (συνταγματάρχη) Σπυρίδωνα Ι. Παπαδόπουλου (Καλαμάτα 2 Ιουλίου 1853 – Ναύπλιο 15 Δεκεμβρίου 1930) και της συζύγου του Ελένης (Ναύπλιο, 1857-1949), κόρης του Ναυπλιώτη ιερέα Νικ. Καμαριώτου [1]. Ο Σπυρίδων Ι. Παπαδόπουλος κατετάγη στην Στρατιωτική Υγειονομική Υπηρεσία το 1878 ως δόκιμος ανθυπίατρος, μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, έλαβε μέρος στις μεθοριακές συμπλοκές του 1886, συμμετείχε στον Πόλεμο του 1897 [2] και διατέλεσε για πολλά χρόνια Διευθυντής του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ναυπλίου, που ήταν εγκατεστημένο από παλαιότερα στην Ακροναυπλία [3] (σήμερα σώζονται ελάχιστα ερείπια).
Ο Σπυρίδων Παπαδόπουλος, αρχίατρος ήδη, αποστρατεύτηκε μετά από αίτησή του στις 6 Ιουλίου 1911, ανακλήθηκε όμως, κατά τους Πολέμους 1912-1913 και ανέλαβε την διεύθυνση της Υγειονομικής Υπηρεσίας της νεοσύστατης IV Μεραρχίας [4] και αργότερα των στρατιωτικών νοσοκομείων διακομιδής στην Φιλιππιάδα και μετά στην Καστοριά, στη συνέχεια δε του Επίτακτου Νοσοκομείου Αθηνών (Μέγαρο Αρσάκειου Εκπαιδευτηρίου), το οποίο διηύθυνε και μετά την λήξη του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου. Για τις υπηρεσίες του κατά τους δυο Πολέμους προήχθη κατ’ εκλογή σε έφεδρο γενικό αρχίατρο (24 Μαρτίου 1914).
Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος είχε μεγαλύτερο αδελφό τον Ιωάννη (Παρίσι 13 Ιουνίου 1887 – Πέτσοβο 15 Ιουλίου 1913), απόφοιτο της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων (τάξη 1908), ο οποίος ως υπολοχαγός πυροβολικού σκοτώθηκε κατά τον Ελληνο-Βουλγαρικό Πόλεμο στη μάχη του Πετσόβου (Ύψωμα 1378) και μικρότερους, τον Άγγελο (Καλαμάτα 1893 – Αθήνα 1973), λαμπρό νομικό, συγγραφέα, πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας και Νομάρχη Αιτωλίας και Ακαρνανίας [5], και τον Αθανάσιο (Ναύπλιο 1900 – Αθήνα 1971), πλοίαρχο γιατρό Π.Ν., καθώς και δυο αδελφές.
Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος μαθήτευσε στα σχολεία της πόλης, κατετάγη στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων στις 10 Οκτωβρίου 1907 και μετά πενταετείς σπουδές απεφοίτησε ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού στις 26 Ιουνίου 1912. Μετείχε των Βαλκανικών Πολέμων ως ουλαμαγός πεδινού πυροβολικού (3η Πυροβολαρχία της I Μοίρας του 2ου Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού: διοικητής συνταγματάρχης πυροβολικού Λεωνίδας Παρασκευόπουλος).
Μετά την λήξη των Πολέμων προήχθη σε υπολοχαγό (25 Σεπτ. 1913) και τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος (1 Ιαν. 1915). Ακολούθως προήχθη σε λοχαγό β’ (25 Μαρτ. 1915), σε λοχαγό α’ (5 Οκτ. 1915) και σε ταγματάρχη (13 Δεκ. 1917). Στη συνέχεια μετείχε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Μακεδονικό Μέτωπο) ως διοικητής μοίρας ορειβατικού πυροβολικού (τιμήθηκε τότε με τον ελληνικό, τον γαλλικό και τον βελγικό Πολεμικό Σταυρό), της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ως διοικητής μοίρας πεδινού πυροβολικού και ακολούθως μοίρας ορειβατικού πυροβολικού, και τιμήθηκε με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας.
Αντισυνταγματάρχης από τις 26 Αύγουστου 1923, θεωρήθηκε ότι μετείχε του «αντιπλαστηρικού» κινήματος που εκδηλώθηκε σχεδόν αμέσως το 1923, από τους φιλελεύθερους (βενιζελικούς) υποστράτηγους Γεώργιο Λεοναρδόπουλο (1867-1936) και Παναγιώτη Γαργαλίδη (1870-1948), με αποτέλεσμα να αποταχθεί μετά από Απόφαση της Επανάστασης στις 28 Νοεμβρίου 1923 και να παραμείνει εκτός στρατεύματος μέχρι τις 2 Ιουνίου 1927, όταν βάσει Ψηφίσματος της Βουλής των Ελλήνων (20/22 Δεκεμβρίου 1926) αποφασίστηκε περιορισμένη αποκατάσταση των για πολιτικούς λόγους απομακρυνθέντων αξιωματικών [6].
Αφού ανακλήθηκε, στις 2 Ιουνίου 1927 [7], προήχθη σε συνταγματάρχη στις 31 Δεκεμβρίου 1927 αναδρομικά από 18 Σεπτεμβρίου 1925, από τότε δηλαδή που είχαν προαχθεί νεότεροί του, και φοίτησε στο Κέντρο Ανώτερης Στρατιωτικής Εκπαίδευσης (Αθήνα), κέντρο σπουδών που συστήθηκε ειδικά μετά από πρόταση της γαλλικής Στρατιωτικής Εκπαιδευτικής Αποστολής με σκοπό την γενική θεωρητική προπαρασκευή των συνταγματαρχών δια τον βαθμό του υποστρατήγου, καθώς και στο Κέντρο Ανώτερων Στρατιωτικών Σπουδών (Γαλλία-Βερσαλλίες).
Ως συνταγματάρχης διετέλεσε διοικητής συντάγματος πυροβολικού, Αρχηγός Πυροβολικού του Β’ Σώματος Στρατού και Διευθυντής Πυροβολικού στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Στο βαθμό του υποστρατήγου προήχθη την 21η Μαρτίου 1934 και υπηρέτησε ως Αρχηγός Πυροβολικού του Α’ Σώματος Στρατού (Αθήνα, 1934-1935), ως διοικητής μεραρχίας (1935-1938), και ως Επιθεωρητής (Αρχηγός) Πυροβολικού (Αθήνα, 1938-1939). Σε αντιστράτηγο προήχθη την 30η Ιανουαρίου 1940 και τοποθετήθηκε Διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού, με έδρα την Λάρισα.
Στον Πόλεμο 1940-41, το Β’ Σώμα Στρατού επί διοίκησης Δημ. Παπαδόπουλου (επιτελάρχης ο συνταγματάρχης πεζικού Δημήτριος Μαχάς, 1893-1975) υπαγόταν αρχικά, δηλ. μεταξύ 30ης Οκτωβρίου και 30ης Νοεμβρίου 1940, στο Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (αντιστράτηγος Ιω. Πιτσίκας, 1881-1975), ακολούθως, δηλ. μεταξύ 30ης Νοεμβρίου 1940 και 11ης Φεβρουαρίου 1941, στο Γενικό Στρατηγείο, και τέλος, μεταξύ 12ης Φεβρουαρίου και 5ης Μαρτίου 1941, στο νεοσύστατο Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου (αντιστράτηγος Μάρκος Δράκος, 1888-1975). Υπό το Β’ Σώμα Στρατού υπήχθησαν διαδοχικά και κατά διαστήματα μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων επτά μεραρχίες (I, IV, V, VI, XI, XV, XVII) και δυο ταξιαρχίες (V, Ιππ.) [8].
Υπό την ευθύνη και την ανώτερη διεύθυνση του Β’ Σώματος Στρατού διεξήχθησαν οι επιχειρήσεις Πίνδου και επετεύχθη η απώθηση των ιταλοαλβανικών στρατευμάτων στον κεντρικό τομέα και εν συνεχεία οι επιθετικές επιχειρήσεις που απέληξαν στην κατάληψη της Ερσέκας και της Μπόροβας (21 Νοεμβρ.), της Πρεμετής (5 Δεκ.), της γραμμής Τσερεβόντε – Ντομπρούσια (26 Δεκ.), του κόμβου της Κλεισούρας (Ιαν. 1941) και της κορυφογραμμής της Τρεμπεσίνας (Ιαν. 1941) [9]. Ενώ προπαρασκευαζόταν ή βρισκόταν σε εξέλιξη σχεδιασθείσα από το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου κοινή επιθετική ενέργεια των Α’ και Β’ Σωμάτων Στράτου και ενώ αναμενόταν από ώρα σε ώρα η «Μεγάλη Εαρινή Επίθεση» των ιταλικών στρατευμάτων με κύριο άξονα τον κεντρικό τομέα στο Μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, συνεκλήθη (5 Μαρτίου) σύσκεψη των αντιστράτηγων στην Αθήνα και στο Γενικό Στρατηγείο.
Ο Διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Κοσμάς (1884-1964), ο οποίος μετείχε στην εν λόγω σύσκεψη, περιέγραψε στο βιβλίο του: Ελληνικοί Πόλεμοι τα διατρέξαντα [10]. « Συγκεκριμένως εζητήθη τότε η γνώμη των αντιστρατήγων περί του δέοντος γενέσθαι εν περιπτώσει παραλλήλου γερμανικής επιθέσεως. Ταύτα εν συνεχεία συσκέψεων και συζητήσεων της ελληνικής ανωτάτης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας μετά των αφιχθέντων εις Αθήνας Βρετανών πολιτικών και στρατιωτικών. Ας σημειωθή ότι το περιεχόμενον των ελληνοβρετανικών πολιτικών συζητήσεων μόλις προσφάτως εγνωστοποιήθη» (1980) [11].

Πορεία μεταγωγικών του στρατού στον ποταμό Δεβόλη. Φωτογραφία, Δημήτρης Χαρισιάδης. Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.
Οι αντιστράτηγοι Μ. Δράκος, Δ. Παπαδόπουλος και Γ. Κοσμάς, όταν και αυτοί ρωτήθηκαν, φέρεται ότι εξέφρασαν την γνώμη ότι εν όψει γερμανικής επίθεσης θα ήταν σκοπιμότερο να μη βρίσκεται επί ελληνικού εδάφους βρετανική ένοπλη δύναμη και μάλιστα τόσον ασθενής ώστε μόνον ευκαιρία και δικαιολογία για την επιτιθέμενη Γερμανία να συνιστά. Αντιθέτως θα έπρεπε να αφεθούν μόνες οι ελληνικές δυνάμεις να αποκρούσουν την γερμανική επίθεση και να πέσουν επί του πεδίου της μάχης και της τιμής προ του κολοσσιαίου σε αριθμό και μέσα επιτιθέμενου, αλλά να έχουν στερήσει αυτόν από «πάσης» δήθεν διπλωματικής ή πολεμικής δικαιολογίας. Έτσι κι αλλιώς η βρετανική συμβολή, στερημένη ικανής αεροπορικής υποστήριξης, δεν επρόκειτο να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια.
Βεβαίως, η βρετανική σκέψη ήταν διαφορετική. Αν πραγματοποιείτο το σχέδιο έγκαιρης υποχώρησης των ελληνικών δυνάμεων από την Βόρειο Ήπειρο, την άνω του Αλιάκμονος Δυτική Μακεδονία και την λοιπή Μακεδονία και Θράκη αμαχητί (εγκαταλείποντας στην τύχη τους ελληνικά εδάφη και πληθυσμούς) και συγκέντρωσής τους στην περιοχή των Τεμπών για να αμυνθούν και να δημιουργήσουν για σύντομο μόνο διάστημα σταθερό μέτωπο, όπως κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (υπό τελείως όμως διαφορετικές συνθήκες), οι Βρετανοί θα ήσαν ικανοποιημένοι επιτυγχάνοντες εν συνεχεία σταδιακή υποχώρησή τους μέχρι του Ταινάρου (όπου θα εγκαταλείποντο τα ελληνικά στρατεύματα), γιατί θα κέρδιζαν και ημέρες ακόμη έναντι της επίθεσης του Άξονα κατά της Αλεξάνδρειας. Λόγω του απερίγραπτου φόβου από την προέλαση των γερμανοϊταλικών στρατευμάτων υπό τον στρατάρχη Erwin Rommel (1891-1944) [12]στην Αίγυπτο και της πιθανής προσβολής της περιοχής των πετρελαίων και των Ινδιών από Βορρά (Καυκάσου) και Δυσμών, επιθυμούσαν οι Βρετανοί την παράταση των ελληνοϊταλικών επιχειρήσεων με κάθε θυσία.
Περί των θεμάτων αυτών βρίθουν συνταρακτικών πληροφοριών οι σελίδες του βιβλίου του στρατηγού Γεωργίου Κοσμά, αλλά και οι δημοσιευθείσες αναμνήσεις του Πρίγκηπα Πέτρου (1908-1980) [13], λοχαγού τότε, συνδέσμου του Γενικού Στρατηγείου μετά των εν Ελλάδι Βρετανικών στρατιωτικών Αρχών. Εν πάση περιπτώσει και εν συνεχεία των διατυπωθεισών γνωμών τους οι αντιστράτηγοι Μ. Δράκος, Δ. Παπαδόπουλος και Γ. Κοσμάς θεωρήθηκαν ως διαφωνούντες προς τις απόψεις του Γενικού Στρατηγείου, αντικαταστάθηκαν αψυχολόγητα και επιβλαβώς την 6η Μαρτίου κατόπιν διαταγής τούτου και ετέθησαν κατά την 7η Μαρτίου 1941 σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία [14].
Ουσιαστικά αποκεφαλίσθηκε η ανώτατη ηγεσία του κεντρικού τομέα δυο ημέρες προ της εκδήλωσης της αναμενόμενης ιταλικής Εαρινής Επίθεσης. Ευτυχώς άλλοι, ικανότατοι επίσης, Έλληνες στρατηγοί, οι οποίοι αντικατέστησαν τους αποστρατευθέντες, μετά σκληρό βεβαίως αγώνα, συνέτριψαν τις ιταλικές δυνάμεις και εξευτέλισαν τις διοικήσεις τους. Την διοίκηση του Β’ Σώματος Στρατού ανέλαβε ως διοικητής της III Μεραρχίας ο υποστράτηγος Γ. Μπάκος (1892-1945), με επιτελάρχη τον συνταγματάρχη πεζικού Θρασ. Τσακαλώτο (1897-1989). Οι τρεις αποστρατευθέντες στρατηγοί επανήλθαν στην ενεργό δράση την 20η Μαΐου 1941 μετά από απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας υποστράτηγου Γ. Μπάκου [15]. Λίγο αργότερα ο Δ. Παπαδόπουλος τοποθετήθηκε Πρόεδρος του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου, το οποίο ανέλαβε τις κρίσεις των μετασχόντων του Πολέμου αξιωματικών.
Ο Δ. Παπαδόπουλος επί Κατοχής αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της συσταθείσης την 20η Μαΐου 1943, από τον τέως Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο και την ανώτατη ηγεσία του Πολέμου, αντιστασιακής Οργάνωσης «Στρατιωτική Ιεραρχία» (πλην του αντιστράτηγου Μάρκου Δράκου, ο οποίος δήλωσε απλώς ιδεολογική συμπαράσταση [16], καθώς και αυτών που ανέλαβαν καθήκοντα υπουργού αντιστράτηγων Γ. Τσολάκογλου (1886-1948) και Π. Δεμέστιχα (1885-1960), μη κληθέντων) [17]. Η Οργάνωση εντός ελάχιστου χρόνου απετέλεσε σπουδαίο έργον. Εν τούτοις η σύσταση αυτής δεν ήταν αρεστή στους παράγοντες που βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή.
Το έργο της εν λόγω αντιστασιακής Οργάνωσης ανεστάλη απότομα, γιατί μετά από ένα δίμηνο ακριβώς (20 Ιουλίου 1943), άγνωστο από ποιόν καταδοθέντες, συνελήφθησαν υπό των Γερμανικών Αρχών Κατοχής οι μετέχοντες της διοίκησης της Οργάνωσης πέντε αντιστράτηγοι (πλην του Δ. Παπαδόπουλου) και μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, όπως είναι γνωστό [18]. Ο λόγος για τον οποίο ο Δ. Παπαδόπουλος δεν συνελήφθη δεν είναι ευρύτερα γνωστός. Βεβαίως τελούσε υπό συνεχή παρακολούθηση. Προφανώς αφέθηκε ως «δόλωμα», ώστε μέσω των κινήσεων του, αφού αυτός παρέμεινε κατά το Καταστατικό ως Αρχηγός της Οργάνωσης, να διαπιστωθεί ο αμέσως επόμενος κύκλος ηγετικών προσώπων.
Υποψιαζόμαστε ότι η σύλληψη των πέντε αντιστράτηγων πρέπει να συσχετισθεί προς τα επακολουθήσαντα εσωτερικά γεγονότα, αναρωτιόμαστε δε μήπως η σύλληψη αυτή προκλήθηκε χάριν τούτων. Το θέμα δεν είναι του παρόντος. Πρέπει να ερευνηθεί. Βέβαιο είναι ότι η Οργάνωση συνέχισε να δρα με αρχηγό τον Δ. Παπαδόπουλο και επιτελάρχη τον τέως μέραρχο υποστράτηγο Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου (1885-1973), με βοηθό του Αρχηγού τον τότε αντισυνταγματάρχη πυροβολικού και κατόπιν αντιστράτηγο, λόγιο στρατιωτικό, Ξέρξη Λίβα (1899-1965) [19], καθώς και ότι η δομή της συνέβαλε σπουδαία στην στελέχωση και την δράση της συγχρόνως με την αποχώρηση των Γερμανικών Στρατευμάτων, εκδηλωθείσης επίσημα Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής, υπό τον τότε υποστράτηγο (και κατόπιν αντιστράτηγο) Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο (1891-1962) [20].
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, μετά την εγκατάσταση της εν αποδημία Κυβέρνησης στην Αθήνα και κατά τις αρχές Μαρτίου 1945, όλοι πλην ενός (Μάρκου Δράκου) οι αντιστράτηγοι της Νίκης και πάντες πλην τριών οι μάχιμοι υποστράτηγοι, ετέθησαν από την τότε Κυβέρνηση Νικ. Πλαστήρα εις τον Πίνακα Β’, δηλαδή τον Πίνακα των εκτός ενεργείας και οργανικών θέσεων αξιωματικών, εν αναμονή της αποστρατείας των (5 Μαρτίου 1945).
Μερικοί απ’ αυτούς βρισκόντουσαν ακόμη ως όμηροι στη Γερμανία, όπως οι αντιστράτηγοι Κ. Μπακόπουλος, Π. Δέδες και Γ. Κοσμάς και ο υποστράτηγος Β. Βραχνός, άλλοι δε είχαν ήδη σκοτωθεί κατά τα Δεκεμβριανά [21]. Ασφαλώς η πράξη αυτή (συνδεόμενη πολιτικά προς την συμμετοχή ή την συμπάθεια των παραμερισθέντων το 1945 στο «αντιπλαστηρικό» Κίνημα του 1923) θα ικανοποίησε τους ηττημένους Ιταλούς στρατηγούς του 1940-41, αν πληροφορήθηκαν, βεβαίως, τα διατρέξαντα, και θα εξέπληξε και θα εκπλήσσει κάθε αντικειμενικό ιστορικό κριτικό. Ηένταξη στον Πίνακα Β’ ακυρώθηκε αργότερα, αλλά το γεγονός δεν συνοδεύτηκε και με ανάθεση καθηκόντων στους δικαιωθέντες, τούτο δε για πολιτικούς λόγους αναγόμενους στις αντιλήψεις της εποχής.
Ο αντιστράτηγος Δημήτριος Παπαδόπουλος αποστρατεύθηκε τελικά την 13η Μαΐου 1946 [22]. Τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό α’ τάξης (4 Μαρτίου 1941), το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων (30 Οκτωβρίου 1945) και με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας (30 Οκτωβρίου 1945). Ως απόστρατος τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Γεωργίου Α’ μετά ξιφών (4 Ιανουαρίου 1947) για την εν γένει προσφορά του κατά τον Πόλεμο και την Κατοχή. Επίσης κρίθηκε ως επαξίως διοικήσας μεγάλη μονάδα κατά τον Πόλεμο 1940-1941 και έτυχε ισοβίως ειδικής σύνταξης (ίσης προς τον μισθό ενεργείας). Εν συνεχεία έζησε αφανώς ως ιδιώτης. Κάτοχος της γαλλικής, της αγγλικής και της γερμανικής γλώσσας, αφιερώθηκε στην μελέτη [23].
Απεβίωσε στην Αθήνα την 5η Δεκεμβρίου 1983, κηδεύθηκε (όχι δημοσία δαπάνη) στον Ιερό Ναό των Αγίων Θεοδώρων του Α’ Δημοτικού Νεκροταφείου Αθήνας και ενταφιάστηκε στο Δημοτικό Νεκροταφείο Ναυπλίου, στην πόλη όπου γεννήθηκε. Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος είχε νυμφευθεί στο Ναύπλιο την Μαρία Βαζιργιατζίκη από την Μακεδονία. Παρέμεινε άτεκνος. Στο Ναύπλιο δόθηκε το όνομα του πρόσφατα σε οδό της πόλης. [24]
Υποσημειώσεις
[1] Η Ελένη Παπαδοπούλου ήταν εγγονή του επίσης ιερέα Παναγιώτου Καμαριώτου (Τρίπολη 1785 – Ναύπλιο 1853), ενταφιασμένου όπισθεν και αριστερά του Ιερού Ναού του Γενεσίου της Θεοτόκου στο Ναύπλιο. Ο Παν. Καμαριώτης, καθώς και ο γιος του Νικ. Καμαριώτης, υπήρξαν εφημέριοι του Ναού τούτου (ο δεύτερος μεταξύ 1855 και 1887). Αλλά και ο γεν. αρχίατρος Σπυρίδων Παπαδόπουλος ήταν γιος ιερέα, του Παπα-Ιωάννου Σπυρίδωνος Παναγιωτόπουλου από τα Σωτηριάνικα Οιτύλου, που έχει ταφεί στον Ιερό Ναό της Υπαπαντής της Καλαμάτας. Και οι δυο οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο και τα μέλη των πολιτογραφήθηκαν Ναυπλιείς.
[2] Ως γιατρός του 8ου Συντάγματος Πεζικού (Ναυπλίου) στο Μέτωπο της Θεσσαλίας. Βλ. Εκθεσις της A.B.Υ. του Διαδόχου επί των πεπραγμένων του Στρατού Θεσσαλίας κατά την εκστρατείαν του 1897, υποβληθείσα εις το Υπουργείον των Στρατιωτικών (Πιστοτάτη ανατύπωσις της Επισήμου Εκθέσεως του Διαδόχου), Εν Αθήναις 1899, σελ. 584. Στην ανατύπωση αυτή και όχι στην πρωτότυπη (μετά παραρτημάτων) έκδοση παραπέμπουμε λόγω της σπάνιος της τελευταίας και της δυσκολίας του αναγνώστη να συμβουλευθεί αυτήν.
[3] Το Νοσοκομείο τούτο ανασυγκροτήθηκε επί του Φρουρίου της Ακροναυπλίας επί ανωτέρας διοίκησης των τακτικών στρατευμάτων υπό του τότε συνταγματάρχη Karl von Heideck. Tο Νοσοκομείο στεγάστηκε σε παλαιό ερείπιο που βελτιώθηκε για τον σκοπό αυτόν. Βλ. σχετικώς εν Α. Μάμουκα, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, τομ. ΙΑ’, Εν Αθήναις 1852, σελ. 610-611. Σώζονται μέχρι σήμερα ερείπια του, σε πλήρη εγκατάλειψη.
[4] Η IV Μεραρχία συγκροτήθηκε τον Ιανουάριο 1912 σύμφωνα με τον Νόμο Γ’^Ε’ (3995) της 7ης Ιανουαρίου 1912 περί συνθέσεως του ενεργού στρατού ( Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Α’ 15(17 Ιαν. 1912), σελ. 82) και το Βασ. Διάταγμα της 7ης Ιανουαρίου 1912 περί εκτελέσεως του Νόμου Γ ^ h Ε’ /1912 ( Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Α’ 60 (15 Φεβρ. 1912), σελ. 377-422). Διοικητής της IV Μεραρχίας κατά τους Πολέμους 1912-1913 ήταν ο υποστράτηγος πυρ. Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος (1853-1942), αργότερα αντιστράτηγος. Για την δράση της IV Μεραρχίας και των μονάδων της βλ. προχ. Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ., Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Εν Αθήναις 1987. Η IV Μεραρχία αποκλήθηκε «Πτερωτή» (κατ’ άλλους «Σιδηρά») λόγω της ταχείας προέλασής της. Η δράση της IV Μεραρχίας και κατά τις επιχειρήσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Εκστρατείας και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε λαμπρά. Σήμερα εδρεύει στην Τρίπολη. Φερώνυμος του Κ. Μοσχοπούλου οδός στο Ναύπλιο δεν υπάρχει.
[5] Στον Άγγελο Σπ. Παπαδόπουλο οφείλεται και η στην ελληνική γλώσσα μετάφραση του διαπρεπούς νομικού Walter G. Jellinek (1885-1955) έργου του: Εισαγωγή εις το Διοικητικόν Δίκαιον (μετά σχολίων και προσθηκών περί του εν Ελλάδι κρατούντος δημοσίου δικαίου και της περί αυτού ελληνικής νομολογίας), Εν Αθήναις 1939, και Του Αυτού, Διοικητικόν Δίκαιον, τομ. Β’, τεύχ. 1ον, Εν Αθήναις 1944, και τομ. Β’, τεύχ. 2ον, Εν Αθήναις 1955. Ο γράφων χαίρει γιατί έχει στο νομικό τμήμα της βιβλιοθήκης του το βιβλίο τούτο με αφιέρωση του παλαιού συναδέλφου Άγγελου Σπ. Παπαδόπουλου.
[6] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Α’ 440 (27 Δεκ. 1926), σελ. 3463-3464.
[7] Πρ. Διάταγμα της 2ας Ιουνίου 1927, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Γ’ 102 (2 Ιουν. 1927), σελ. 491. Ο Δημ. Παπαδόπουλος κατετάγη στον Πίνακα Α’ (επαναφερομένων στην ενέργεια).
[8] Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Το τέλος μιας Εποποιίας. Απρίλιος 1941, Εν Αθήναις 1959, σελ. 313-316.
[9] Βλ. ανωτ. υποσημ. 8.
[10] Βλ. αντιστρατήγου Γ. Κοσμά, Ελληνικοί Πόλεμοι, Εν Αθήναις 1967, σελ. 69-72.
[11] Υπ. Εξωτερικών, 1940 – 41. Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα, Εν Αθήναις 1980.
[12] Βλ. προχείρως Hans Gert von Esebeck, Ρόμμελ. Το γερμανικόν Africa–Korps, μετάφρ. Γ. Κ. Γαζή, Εν Αθήναις 1958. Η περί του Ρόμμελ και της πολεμικής δραστηριότητάς του βιβλιογραφία είναι μεγάλη.
[13] Πρίγκηπος Πέτρου, Ημερολόγια Πολέμου 1940-1941, Α’, ‘Εν Αθήναις 1997, εκδ. Ιδρύματος Γουλανδρή-Χόρν.
[14] Βλ. αντιστράτηγου Θρασ. Ι. Τσακαλώτου, 40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος, τόμ. Α’, Εν Αθήναις 1960, σελ. 160-164.
[15] Βλ. Νομ. Διάταγμα υπ’ αριθμ. 63 της 15ης Μαΐου 1941, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Α’ 171 (15 Μαΐου 1941), σελ. 826-827.
[16] Ο αντιστράτηγος Μ. Δράκος, γόνος σημαντικού οίκου της Ηπείρου, διακριθέντος κατά τους Αγώνες του Έθνους, ήταν κατ’ ουσία σύγχρονος του Αλ. Παπάγου. Προήχθη σε υποστράτηγο μετά τρίμηνο από της αντίστοιχης προαγωγής του Παπάγου και σε αντιστράτηγο μετά απ’ αυτόν. Προφανώς δεν λησμόνησε ότι όσο διαρκούσε ο πόλεμος άδικα αποστρατεύθηκε και δεν επιθυμούσε προσωπική συνεργασία μετά του εν αποστρατεία πλέον τέως Αρχιστράτηγου.
[17] Βλ. Γ. Κοσμά, Ελληνικοί Πόλεμοι, σελ. 72-74.
[18] Βλ. αντιστρατήγου Κ. Θ. Μπακοπούλου, Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων. Η ζωή των – Στρατόπεδα συγκεντρώσεως, Εν Αθήναις 1948. Βλ. και Γ. Κοσμά, Ελληνικοί Πόλεμοι, σελ. 72-75.
[19] Βλ. υποστρατήγου Ξ. Λίβα, Η Αιγηίς, Κοιτίς των Αρείων και του Ελληνισμού, Εν Αθήναις 1956.
[20] Βλ. συνταγματάρχου Κ. Β. Κοζάνη, Θα ζήσωμε ελεύθεροι ως Έλληνες. Ιστορικά έγγραφα του Στρατηγού Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου, Εν Αθήναις 1978.
[21] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Γ’ 47 (8 Μαρτ. 1945), σελ. 149.
[22] Κατά τα Δεκεμβριανά εκτελέστηκαν ο υποστράτηγος Αγαμέμνων Μεταξάς (Δεκ. 1944), διοικητής μεραρχίας στον Πόλεμο, και ο υποστράτηγος Γ. Μπάκος (6 Ιαν. 1945). Επίσης εκτελέστηκε ο εκ των υποστρατήγων του Πολέμου (αντιστράτηγος εν αποστρατεία από το 1942 λόγω ορίου ηλικίας) Χρήστος Καβράκος (8 Δεκ. 1944).
[23] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Γ’ 131 (13 Μαΐου 1946), σελ. 797. Μαζί με αυτόν ετέθησαν τότε σε αποστρατεία και οι έτεροι αντιστράτηγοι του Πολέμου Μ. Δράκος, Δ. Παπαδόπουλος, Π. Δέδες. Ο Ι. Πιτσίκας είχε καταληφθεί υπό του ορίου ηλικίας τω 1943. Ο Γ. Τσολάκογλου και ο Π. Δεμέστιχας είχαν καθαιρεθεί τότε λόγω της συμμετοχής τους στην Κυβέρνηση εν καιρώ Κατοχής. Ο Γ. Κοσμάς είχε καταληφθεί υπό του ορίου ηλικίας την 1η Ιανουαρίου 1946. Αργότερα (1953) ο Π. Δεμέστιχας ετέθη και αυτός σε αποστρατεία στις 13 Μαΐου 1946. Μερικά στοιχεία περί της σταδιοδρομίας του Δ. Παπαδοπούλου βλ. και κείμενα του αντιστράτηγου Χρήστου Σ. Φωτοπούλου, Επιτ. Γενικού Επιθεωρητού Στρατού, Αξιωματικοί και Ανθυπασπιστές του Στρατού και Δόκιμοι του Πολεμικού Ναυτικού που αποφοίτησαν από την Σχολή (: Στρ. Σχολή Ευελπίδων) κατά την περίοδο 1828-1912, εκδ. Σ.Σ. Ευελπίδων, Εν Βάρη Αττικής 1996, σελ. 235.
[24] Βλ. Δ. Παπαδοπούλου, Αναμνήσεις ενός Πυροβολητού, Εν Αθήναις 1976. Είμαστε βέβαιοι ότι σώζεται σημαντικό αρχείο του Στρατηγού. Ορισμένα εκ των αντικειμένων του έχουν προσφερθεί στο παράρτημα του Πολεμικού Μουσείου Ναυπλίου. Αξιοσημείωτη αρχιτεκτονικά είναι η σωζόμενη στο Ναύπλιο οικογενειακή οικία Παπαδόπουλου στην οδό Λαμπρινίδου.
Πηγή
-
Γεώργιος Δ. Δημακόπουλος, «Οι Ναυπλιείς Αντιστράτηγοι Δημήτριος Παπαδόπουλος και Βασίλειος Βραχνός», Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΙΙ (1998), Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων.
Σχολιάστε