Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος’ Category

Το νόημα της 28ης Οκτωβρίου


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Με αφορμή τον ερχομό της Εθνικής Εορτής της 28ης Οκτωβρίου 1940, δημοσιεύουμε στο «Ελεύθερο Βήμα»  το Λόγο της Εθνικής Επετείου που εκφωνήθηκε από τον Δρ. Γεώργιο Κόνδη στις 28 Οκτωβρίου 2013, στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίου Πέτρου Άργους, με τίτλο: 

«Το νόημα της 28ης Οκτωβρίου»

 

16 Φεβρουαρίου 1941

Σήμερα είναι Κυριακή. Το αρβανίτικο χωριό που καταυλιζόμαστε το λένε Γράμποβα. Είναι σε ύψος 1300 μέτρα, πάνω στις ράχες τις Κάμνιας. Οι κάτοικοί του είναι χριστιανοί ορθόδοξοι. Έχουνε μια εκκλησιά τον Άη Νικόλα. Ο συνάδελφός μου Καρυδάκης έρχεται πρωί και με φωνάζει να πάμε στην εκκλησία. «Παρ’το κράνος σου» μου λέει «και να ’σαι κοντά μου. Έχει χιονίσει τη νύκτα κι όλα παντού είναι άσπρα. Σκύβουμε και προχωρούμε προς την εκκλησία τρέχοντας. Οι Ιταλοί μας βλέπουν από απέναντι και μπορεί να μας ξύσει καμιά σφαίρα. Πραγματικοί προσκυνητές που όλο το δρόμο μέχρι το ναό τον κάνουμε σκύβοντας ως τη γη. Ο παπάς λειτουργάει στην ελληνική αλλά δεν την ξέρει καλά. Ακούω ευλαβικά το ευαγγέλιο, όπως κι αν το λέει.  Κάνει παγωνιά, αλλά τα λιγοστά κεριά, το λιβάνι και οι μορφές των αγίων σε ζεσταίνουν. Η εκκλησία στις περιστάσεις αυτές συγκινεί δυνατά. Μου φαίνεται πως αν ζήσω σε μέρες ειρήνης θα νιώθω πάντα ετούτη τη συγκίνηση μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας του αλβανίτικου φαραγγιού.

«Θεέ μου, άφισέ με να ζήσω»!

Μέσα στην εκκλησία είναι καμιά εικοσαριά φαντάροι. Δεν βλέπω τις μορφές τους. Σκέφτομαι τα σπίτια τους, στα πέρατα της Ελλάδας, Νησιά, Μοριά, Στερεά, Μακεδονία, Θράκη, και βλέπω τα νήματα της σκέψης τους να ξεκινάνε, από τούτο δω μέσα το ιερό πόστο, για κείνες τις μακρινές εστίες. «Θεέ μου, άφισέ τους κι αυτούς να γυρίσουν στα σπίτια τους»!

Ο γυρισμός μας προς τον καταυλισμό δεν γίνεται ανενόχλητα. Οι Ιταλοί μας βάλλουν με το πολυβόλο. Κοντεύω να σπάσω τη μέση μου από το σκύψιμο. Οι σφαίρες σφυρίζουνε, σαν ξύσιμο βίαιο του αέρα, αλλά ευτυχώς φτάνουμε στον καταυλισμό.

Το απόγευμα φεύγουμε οι μισοί για να αντικαταστήσουμε τις προφυλακές. Σκοτεινά μονοπάτια, γιομάτα νερά, χιόνι που χώνεται στις αρβύλες  και τις ποτίζει, πέτρες που κατρακυλάνε, καθώς προχωρείς και που πέφτεις απάνω τους σκοντάβοντας. Κι όλα αυτά να γίνονται με φόβο γιατί το αυτί του εχθρού απέχει 200 μέτρα. Ανεβαίνουμε ένα βουνό όρθιο, που το μονοπάτι του τόφτιαξαν οι νυχτερινές αυτές πορείες».

Πορεία μεταγωγικών. Φωτογραφία, Δημήτρης Χαρισιάδης. Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

Πορεία μεταγωγικών. Φωτογραφία, Δημήτρης Χαρισιάδης. Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

[…] Με τα λόγια που μόλις ακούσατε περιγράφει μια μέρα του πολέμου στο μέτωπο της Αλβανίας ο οπλίτης Δημήτριος Λουκάτος. Και είναι μια περιγραφή που στην ίδια μέρα κατορθώνει να μας παρουσιάσει την ειρήνευση που νιώθει ο μαχητής στο μόνο αποκούμπι που βρίσκει μέσα στην κόλαση του αλβανικού μετώπου: την εκκλησίτσα του χωριού Γράμποβα ή στην ύπαιθρο όπου οι στρατιωτικοί ιερείς λειτουργώντας δίνουν τη δική τους μάχη στήριξης. Κι ύστερα αρχίζει και πάλι ορμητική η ροή του πολέμου. Φεβρουάριος 1941. Ένας από τους τρομερότερους χειμώνες στα Βαλκάνια. Το κρύο να τσακίζει τις ανθρώπινες αντοχές και τα κρυοπαγήματα να τσακίζουν πόδια και χέρια. Ελάχιστες οι ελπίδες για τον Έλληνα στρατιώτη της πρώτης γραμμής να αποκτήσει κάλτσες ζεστές και άρβυλα καινούρια για να αντιμετωπίσει το δεύτερο μεγάλο εχθρό που δε φοβάται σφαίρες και κανόνια: τα κρυοπαγήματα. Κι όμως είναι όλοι ταγμένοι στο μεγάλο σκοπό. Να αγωνιστούν για την πατρίδα. Να φράξουν το δρόμο στο φασισμό. Να συνεχίσουν με δύναμη και ηρωισμό μέχρι να πετύχουνε το στόχο που ’βγαινε, σα λάβα από ηφαίστειο που μόλις είχε εκραγεί, από τους στίχους που γραψε στις 10 Νοεμβρίου 1940 ο  Άγγελος Σικελιανός:

Ομπρός, να γίνουμε ο τρανός

στρατός που θα νικήσει

σ’ Ανατολή και Δύση

το μαύρο φίδι, ομπρός!

Τ’ ήταν αυτό που έκανε χιλιάδες πολίτες, νέους και γέρους, γυναίκες και άνδρες να ξεχυθούν στους δρόμους με το άκουσμα της έναρξης ενός πολέμου και να στήσουν πρωτόγνωρο πανηγύρι χαράς;    Ποια ηθική και πίστη κινούσε τον ψυχισμό όλων αυτών των πολιτών ώστε να πηγαίνουν στη μεγάλη μάχη με χαμόγελα, τραγούδια και χαρά παιδική, ενώ γνώριζαν πως ίσως και να μην ξαναγυρίσουν πίσω; Ποια δύναμη εσωτερική τους έστελνε όλο μπροστά, να μάχονται χωρίς όπλα, να κινούνται χωρίς τροφή κι έχοντας μόνο το χιόνι για να ξεδιψάσουν λίγο το σκελετωμένο σώμα τους; Κι έμεναν πετρωμένοι σκελετοί πάνω στο χώμα, δίπλα στα βράχια, μέχρι που σάλπιζε με όση δύναμη του είχε απομείνει ο σαλπιγκτής ή έδινε το σύνθημα ανάμεσα στους σκελετούς εκείνος του λοχία, για να πεταχτούν ξάφνου σαν τα θεριά και με τις λόγχες, τις πέτρες ή τα χέρια να πέσουν πάνω στις οργανωμένες στρατιές των φασιστών και να τους στείλουν ακόμη πιο πίσω προς τη θάλασσα, εκεί όπου η ιαχή καλούσε από την αρχή του πολέμου να τους πετάξουν! Ποιας μάνας ευχή να έδωσε τη δύναμη και ποιας γυναίκας προσευχή να έπιασε για να γίνει τούτο το θάμα;

«Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Μεταδίδουμε το πρώτο ανακοινωθέν του ελληνικού γενικού στρατηγείου. Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από τις 5.30 πρωϊνής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνο-Αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Κι επειδή στη χώρα αυτή τη ρημαγμένη από τις κακουχίες και τους βαλκανικούς πολέμους δεν έφταναν τα ραδιόφωνα να μεταφέρουν την είδηση του πολέμου σε κάθε χωριό και γειτονιά πόλης, άρχισαν οι καμπάνες των εκκλησιών να το διαλαλούν και οι Έλληνες να τρέχουν να παρουσιαστούν σαν να ’ταν λίγες οι θέσεις για τούτη τη γιορτή που άρχιζε και ήτανε κρίμα να τη χάσουν.

«Ήμουν στο Άργος υπάλληλος στο μπακάλικο του Αγιωργίτη», γράφει ο Κ. Κατσένης (Κωτσιο-Κατσένης) στο αφιέρωμα της 28ης Οκτωβρίου στην τοπική εφημερίδα «Καρυά»: «Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 είδα τα απιδιά του δημοτικού σχολείου να επιστρέφουν, ώρα 8.30 π.μ., από το σχολείο κλαίγοντας. Απόρησα γιατί κλαίνε και τα ρώτησα : «Γιατί κλαίτε παιδιά;». τα 7-10 χρονών παιδάκια μου απάντησαν : «Οι Ιταλοί μας άρχισαν τον πόλεμο και οι δάσκαλοί μας επιστρατεύτηκαν». Αμέσως άκουσα τις καμπάνες να χτυπάν…. Τα Καρυωτάκια με τραγούδια και χαρές άφησαν αρραβωνιαστικές, γυναίκες με βυζασταρόνια, επήραν την αυχή από τους γονιούς τους και έφυγαν ποδαρόδρομο για το Άργος. Από κεί με ό,τι μέσον ευρήκαν, σούστες, μοτοσικλέτες, σαραβαλάκια φορτηγά, τρένα και ποδήλατα έφθασαν στο Ναύπλιο να ντυθούν…»

Κι ο Κωστής Κωτσοβός από το Κουτσοπόδι μας δίνει επίσης μια εξαιρετική περιγραφή αυτού του κλίματος : «Στις 27 (Οκτωβρίου) ξεκουράστηκα λιγάκι και στις 28 κατέβηκα στον σιδηροδρομικό σταθμό Κουτσοποδίου για να πληροφορηθώ την ανταπόκριση του τρένου για το Ναύπλιο. Φεύγοντας από εκεί με φωνάζει ο Σταθμάρχης Χρήστος Δερζιώτης : «Κώστα Κώστα γύρισε πίσω εκηρύχθη πόλεμος». Τότε εκείνος από το τηλέφωνο παίρνει τις σχετικές οδηγίες  από την υπηρεσία του και εγώ τις γράφω. Αφού εγύρισα στο πατρικό μου σπίτι  ανήγγειλα την κήρυξη του πολέμου στις αδελφές μου Σοφία και Βασιλική. Ο πατέρας μου και τα άλλα αδέλφια μου Παναγιώτης και Βαγγέλης έμαθαν την κήρυξη του πολέμου και άφησαν τον σπαρτό, όπως και ο άλλος ο κόσμος και επέστρεψαν στα σπίτια τους για τον πόλεμο. Δεν περίμενα το τρένο αλλά με αυτοκίνητο περαστικό ήλθα στο Άργος. Εδώ διαπιστώνω μεγάλον ενθουσιαμό, σωστό πανηγύρι, να πηδούν οι επίστρατοι γρήγορα επάνω στα αυτοκίνητα σαν τα κατσίκια για να προφθάσουν να παρουσιαστούν στη μονάδα τους, ενώ ρήτορες στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου της πόλεως έβγαζαν πύρινους λόγους για τον πόλεμο. (…) Με τον ίδιο και εγώ ενθουσιασμό μετέβηκα και παρουσιάστηκα στο χωριό Λευκάκια έξω από το Ναύπλιο. Σε χωριό ήταν το κέντρο επιστρατεύσεως για να αποφύγουμε τον βονβαρδισμόν από τα Ιταλικά αεροπλάνα».

Καμιά ιστορική και κοινωνική ανάλυση δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να συλλάβει στην ολότητά του το θαύμα που συντελέσθηκε στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας από τον Ελληνικό Λαό. Αντίθετα το Έπος του ’40 πέρασε στο χρόνο της εθνικής ιστορίας ως μια επέτειος του «ΟΧΙ» και μόλις πρόσφατα αρχίζουμε να αναδεικνύουμε με έρευνες και μαρτυρίες το μεγαλείο του αγώνα εκείνου. «Ωστόσο» γράφει ο μεγάλος μας συγγραφέας Άγγελος Τερζάκης, «αυτή η εκστρατεία που όλοι τη λένε «το Έπος», έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο – θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο χρονολογικά και Ιστορικά απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων. Η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξεκίνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή της Αλβανίας. Το κεφάλαιο τούτο της Ελληνικής Ιστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά κλείστηκε, σφραγίστηκε και τοποθετήθηκε στο Αρχείο προτού μνημονευτεί».

Οι Έλληνες στρατιώτες με εξοντωτικές πορείες ήδη από την αρχή του πολέμου, με το μουλάρι και με οπλισμό των βαλκανικών πολέμων ξεκίνησαν να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο με άψογη στρατιωτική προετοιμασία, οργανωμένες επιμελητείες και ότι πιο σύγχρονο υπήρχε στο επίπεδο του οπλισμού την εποχή εκείνη. Απέναντι, όμως στον μουσολινικό μεγαλοϊδεατισμό αντιτάχθηκε ένας λαός που ζήταγε δικαίωση για όλες τις θυσίες που είχε κάνει μέχρι τότε. Σε ποια γεγονότα να πρωτοσταθεί κανείς και τι να μνημονεύσει περισσότερο από τις μάχες και τους ηρωισμούς απλών στρατιωτών και αξιωματικών που έδιναν τη μάχη υπέρ βωμών και εστιών. 8 Νοεμβρίου 1940 σε μια από τις φονικότερες μάχες του πολέμου στο Καλπάκι με φτυάρια και γκασμάδες για τα ορύγματα και όπλα περασμένων δεκαετιών ο ελληνικός στρατός καταφέρνει να εξουδετερώσει τα ιταλικά τεθωρακισμένα  και να δώσει φτερά στις ελληνικές δυνάμεις. 21 Νοεμβρίου 1940 Κορυτσά. 3 Δεκεμβρίου 1940 Πρεμετή. 6 Δεκεμβρίου 1940 Άγιοι Σαράντα. 8 Δεκεμβρίου 1940 Αργυρόκαστρο. Κι ακόμα πάρα πέρα τραγούδαγαν με καντσονέτες περιπαικτικά οι επιθεωρήσεις στην Αθήνα.

Ποιο πολεμικό ανακοινωθέν και ποιο κείμενο ιστορίας θα κατορθώσει να περιγράψει κάποτε τη μάχη του υψώματος 731, άγνωστη ακόμα στους πολλούς, όταν στις 9 Μαρτίου 1941, στα προεόρτια της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι, 4 λόχοι ελληνικού στρατού θα κρατήσουν ένα στρατηγικής σημασίας ύψωμα που έπρεπε να είχε σβήσει από το χάρτη της περιοχής. Τόσος ήταν ο βομβαρδισμός που λιώνε σώματα, σιδερικά, πέτρες και χώματα κάνοντας ένα τρομακτικό σφαγείου σκηνικό.

«Είταν χαροκόπι δαιμονικό, βομβαρδισμός απίθανος σε ένταση και πυκνότητα, βροντοκόπημα από κεραυνούς απανωτούς, που τράνταζαν συθέμελα τη γη, με λύσσα να της ξεριζώσουν τα σπλάχνα. Πέρα, σε πολλές δεκάδες χιλιόμετρα απόσταση, σ’ άλλους τομείς του μετώπου, οι φαντάροι που βρίσκονταν ακόμα με το κεφάλι πλαγιασμένο στο χώμα, άκουγαν σαστισμένοι τη γη να βογκάει και να τρέμει σα να γινόταν στα έγκατά της τυμπανοκρουσία συναγερμού. Όλοι κατάλαβαν πως κάτι μεγάλο αρχίζει». Λόγια του Άγγελου Τερζάκη.

Κάτι μεγάλο είχε ήδη αρχίσει και δεν θα το σταμάταγε κανένας βομβαρδισμός και καμιά πολεμική μηχανή όσο καλή κι αν ήταν. Το εγγυόταν η φωτιά που έκαιγε στα στήθη των Ελλήνων, το τραγουδούσε κάνοντας τις καρδιές να ριγούν η αγέρωχη φωνή της Σοφίας Βέμπο «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», το τύλιγε η θαλπωρή της κουβέρτας που ’φτασε στον στρατιώτη των προφυλακών μας κι είχε πάνω της κεντημένο το όνομα : Ευδοκία Αποστολίδου – Νέα Κίος.

Κι όταν στις 27 Απριλίου 1941 ο αγκυλωτός σταυρός κυματίζει στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ακόμα και τότε αντηχεί ένα «ΟΧΙ» θαρραλέο και ηρωικό. Τίποτα δεν είχε τελειώσει.

Ελληνικά Γραμματόσημα. Έκδοση «50 χρόνια

Ελληνικά Γραμματόσημα. Έκδοση «50 χρόνια «ΟΧΙ» – 28η Οκτωβρίου 1940», 11 Οκτωβρίου 1990.

Η έναρξη του πολέμου ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα υπήρξε η κορυφαία ιταμή εκδήλωση του φασιστικού μεγαλοϊδεατισμού του Μουσολίνι. Υπήρξε όμως και μια εξαιρετική ευκαιρία που χάρισε η Ιστορία στον κόσμο για να συγκριθούν και να μετουσιωθούν σε κοινωνικό παράδειγμα οι αξίες της πατρίδας, της πίστης, της αλληλεγγύης, της αυταπάρνησης και του κοινού σκοπού. Αξίες που προσδίδουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Στον πόλεμο του 40 αναμετρήθηκαν δυο κοινωνικές λογικές. Εκείνη της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, της άδολης προσφοράς και της θυσίας για την προάσπιση μιας πατρίδας, μιας κοινότητας, μιας οικογένειας, μιας φιλίας. Από την άλλη παρατάχθηκε ο εγωιστικός μοναδισμός, υπόλογος στον Αρχηγό. Το πειθήνιο όργανο ενός μηχανισμού που δεν γνωρίζει συναισθηματισμούς, απάνθρωπα μοχθηρός και ανέκφραστος.

Στην αγάπη αντιπαρέβαλε το μίσος, στην ελευθερία την υποταγή, στην ελεύθερη σκέψη το δόγμα του αλάνθαστου Ηγέτη. Οι Έλληνες υπέγραψαν την ιστορία με το αίμα τους και έδωσαν με θάρρος την απάντηση που έπρεπε στη φασιστική και ναζιστική θηριωδία. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε είναι χρέος μας να απελευθερώσουμε το νόημα της 28ης Οκτωβρίου 1940 από την επετειακή στενότητα και να δημιουργήσουμε ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα για μας και τις επόμενες γενιές βασισμένο στη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη, την άδολη προσφορά και την αγάπη σε μια πατρίδα που δεν έχασε το νόημά της.

Σεβαστοί Πατέρες, Κυρίες και Κύριοι

Ο Παναγιώτης Μπασακίδης, Αντισυνταγματάρχης Πεζικού, Διοικητής του 8ου Συντάγματος που με έδρα το Ναύπλιο θα πάρει μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις, υπογράφει στις 14 Ιανουαρίου 1941 ανάμεσα σε άλλες και την παρακάτω ημερήσια διαταγή συντάγματος αξιωματικών:

«Τον Διοικητήν του 7ου Λόχου Χριστόπουλον Παναγιώτην διαμνημονεύω διότι κατά τας επιχειρήσεις των βορειοανατολικών υψωμάτων Σκίβοβικ Μάλισπατ από 11 Δεκεμβρίου μέχρι 19 ιδίου επεδείξατο θάρρος, ψυχραιμίαν, ορμητικότητα και εξαιρετικήν διοικητικήν ικανότητα, παρορμών, εμψυψών, και ενθαρρύνων τους άνδρας του δια την κατάληψιν των εκάστοτε  αντικειμενικών σκοπών. Κατά δε τη λυσσώδη επίθεσην της 15ης Δεκεμβρίου προς κατάληψιν των βορείων υψωμάτων Προγκονατίου – χωρίου Προγκονατίου ώρμησεν ακάθεκτος μετά του Λόχου του συντρίβων μίαν προς μίαν τας πεισμόνους εχθρικάς αντιστάσεις, εξαναγκάζων τον εχθρόν να τρέπεται εν σπουδή εις φυγήν εγκαταλείπων επί του πεδίου της μάχης αυτόματα όπλα και όλμους και τέλος κατά την άνοδόν του προς κατάληψιν του τελευταίου υψώματος Προγκονάτ ετραυματίσθη υποστάς θλασιν οστού αριστεράς χειρός. Καίτοι δε φέρων σοβαρόν τραύμα δεν εδέχθη να αποχωρήση του Λόχου του ειμή  μετά ώραν αφού ο Λόχος του εγκατεστάθη επί του καταλειφθέντος υψώματος.

Τούτον επρότεινα όπως απονεμηθεί το Αριστείον Ανδρείας».

Η αυτοθυσία του και η θυσία των 13.936 αξιωματικών και οπλιτών και των χιλιάδων πολιτών, ανδρών και γυναικών, που έδωσαν το αίμα τους για να ζήσουμε ελεύθεροι ας οδηγεί τα δικά μας βήματα και εκείνα των επόμενων γενεών.

Γεώργιος Κόνδης

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Χρήστος Κων. Αίσωπος ή «Τζίτζης»


 

Χρήστος Αίσωπος

Χρήστος Αίσωπος

Τον φώναζαν «Τζίτζη» γιατί από μικρός, ήταν μικροσκοπικός. Ονομαζόταν Χρήστος Αίσωπος. Είχε γεννηθεί στο Λυγουριό Αργολίδας το 1908 και ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Κωνσταντίνου («Αναγνώστη») Αισώπου και της Βασιλικής (το γένος Γ. Δουράνου). Είχε εργαστεί ως μηχανικός του Πολεμικού και του Εμπορικού Ναυτικού. Στην κατοχή, επειδή ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και βρέθηκαν στο σπίτι του στο Λυγουριό δύο βιβλία Μαρξιστικού περιεχομένου, βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τα Γερμανικά στρατεύματα την 1η Ιουνίου 1944.

Κατά τον χρόνο της εκτέλεσής του, ο πατέρας του δεν υπήρχε· είχε πεθάνει από το 1941. Η μητέρα του Βασιλική, η «θεία Αναγνώσταινα», ήταν 60 ετών. Ο αδελφός του ο Παντελής ήταν 34 ετών, παντρεμένος και με δύο παιδιά. Η μεγάλη αδελφή του, η Ευγενία, 31 ετών, παντρεμένη με τον Κωνσταντίνο Φ. Τυροβολά. Η μικρή, η Αγγελική ήταν 28 ετών και ο Γιώργος ο «Κουτσός» 25 ετών.

Ο «Τζίτζης» από μικρός ήταν επαγγελματίας ναυτικός. Για μεγάλο διάστημα είχε υπηρετήσει στο Πολεμικό πλοίο «ΑΕΤΟΣ» με τον βαθμό του υποκελευστή. Στον πόλεμο του ’40 βρέθηκε να δουλεύει ως μηχανικός σε ένα εμπορικό πλοίο το οποίο το 1941 βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς έξω από το λιμάνι του Πειραιά και βυθίστηκε. Ο «Τζίτζης» πρόλαβε να πέσει στη θάλασσα και κολυμπώντας βγήκε στην κοντινή Σαλαμίνα. Κάποιοι θυμούνται και μας διηγήθηκαν πως έφτασε στο Λυγουριό ξυπόλητος και ρακένδυτος.

Η απασχόληση του στο χωριό τα χρόνια της κατοχής ήταν ένα περιβολάκι που διατηρούσε η οικογένειά του στη θέση «Κρανιά». Όλοι έχουν να λένε πως ήταν ένας ευφυής, φιλήσυχος και μελετηρός άνθρωπος. Δεν έκρυβε στις λιγοστές κουβέντες του την πίστη του στην δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ήταν από τους πρώτους που συμμετείχαν στην οργάνωση του ΕΑΜ που δημιουργήθηκε στο Λυγουριό.

Πρωτοστάτες του σχηματισμού και της δράσης της Οργάνωσης ήταν τρία αδέλφια από το Άργος, εργολάβοι, ονομαζόμενοι «Ζαρογιανναίοι». Ο Κώστας, ο μεγαλύτερος, ήταν απολυμένος τμηματάρχης του Υπουργείου Δημοσίων Έργων επί Μεταξά και έδινε παρουσία κάθε μήνα στην Αστυνομία. Αυτός ήταν και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της Μαρξιστικής-κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ο Νίκος, ο δεύτερος, ήταν πολιτικός μηχανικός. Ο Πέτρος, ο μικρότερος, είχε πλείστες καλλιτεχνικές ανησυχίες (ηθοποιός, ερασιτέχνης μουσικός,…) και ήταν παροιμιώδης γλεντζές και γυναικοκατακτητής στο προπολεμικό Λυγουριό.

Πριν ακόμη από τον πόλεμο οι «Ζαρογιανναίοι» είχαν πάρει την εργολαβία κατασκευής του δρόμου Λυγουριού-Παλαιάς Επιδαύρου με επιστάτη το Λυγουριάτη Θανάση Χρόνη. Ο Κώστας ο Ζαρόγιαννης, που συνήθως επέβλεπε τα έργα και το προσωπικό, δεν ξεχνούσε την ιδεολογία του ακόμα και εν ώρα εργασίας. Όλοι θυμούνται πως κάθε πρωί, κατά τις 10, «υποχρέωνε» τους εργαζόμενους σε διάλειμμα, για καφέ και συζήτηση. Εκεί, με το κύρος του ιδεολογικά ενημερωμένου στελέχους, ανέλυε τις κοινωνικές αδικίες, την «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο», το δίκιο και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ένας απροσδόκητος εργοδότης…

Τα χρόνια της κατοχής – και ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1942 – τόποι συνάντησης των μελών του ΕΑΜ και πεδίο διαφώτισης και προπαγάνδας ήταν τα δεκάδες περιβολάκια των Λυγουριάτικων οικογενειών. Τα περισσότερα δημιουργήθηκαν λόγω της πείνας και της κατοχής σε κάθε τόπο που υπήρχε λίγο νεράκι… Στη «Νάπα», στο «Γερό» (Ιερό), στο «Μπουλμέτι», στα «Κρανιά», στου «Τζερέκου» και αλλού.

Μια προπολεμική φωτογραφία: Στη μέση ο Πέτρος Ζαρόγιαννης, αριστερά ο Χρήστος Αίσωπος και δεξιά ο Γιάννης Ν. Καψάλης.

Μια προπολεμική φωτογραφία: Στη μέση ο Πέτρος Ζαρόγιαννης, αριστερά ο Χρήστος Αίσωπος και δεξιά ο Γιάννης Ν. Καψάλης.

Εκεί πηγαινοέρχονταν τα μεσημέρια πότε ο Κώστας και πότε ο Πέτρος ο Ζαρόγιαννης μ’ ένα ποδήλατο, όταν ξαπόσταιναν οι περιβολάρηδες για «μια μπουκιά ψωμί». Εκεί άνοιγε η κουβέντα και φούντωνε ο διάλογος. Εκεί όλοι μιλούσαν και άκουγαν για την πορεία του πολέμου – Ελ Αλαμέιν, Στάλινγκραντ – για την Αντίσταση και την Ελευθερία, την Κοινωνική Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία. Εκεί όλοι μιλούσαν και συμφωνούσαν για την παραδειγματική τιμωρία που περίμενε μετά την απελευθέρωση τους δοσίλογους, τους μαυραγορίτες και τους κάθε λογής συνεργάτες των στρατευμάτων κατοχής. Η Οργάνωση του ΕΑΜ σε πλήρη ανάπτυξη. Διαφώτιση, προπαγάνδα και στρατολόγηση νέων μελών. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι νέες και οι νέοι που ανταποκρίθηκαν.

Παράλληλα όμως με τη διαφωτιστική – προπαγανδιστική δουλειά της Οργάνωσης, λίγους μήνες πριν από τη σύλληψη του «Τζίτζη», στην περιοχή του Λυγουριού, συνέβη ένα σημαντικό γεγονός, που διαμόρφωσε συνθήκες πολέμου. Το γερμανικό φυλάκιο στο «Γερό» (Ιερό Ασκληπιείου) χτυπήθηκε από αντάρτες του ΕΛΑΣ, ανήμερα την Κυριακή της τελευταίας Αποκριάς, την 1η Μαρτίου 1944. Το Λυγουριό εκείνη την ημέρα είχε διπλή γιορτή, από τη μια την παραδοσιακή τελευταία Αποκριά και από την άλλη την πρόσφατη αποχώρηση των Γερμανών από το χωριό τους. (Οι Ιταλοί είχαν φύγει από την προηγούμενη χρονιά).

Οι κατακτητές άφησαν στην περιοχή μόνο μία φρουρά, στο φυλάκιο του Ασκληπιείου, που βρισκόταν βορειοανατολικά του αρχαιολογικού χώρου και λίγο πριν από το εκκλησάκι της Αγίας Άννας. Το φυλάκιο ήταν μια εγκατάσταση λίγων δωματίων, που περιστοιχιζόταν από πέτρινα ορύγματα και που είχε κατασκευαστεί από τους Γερμανούς με υποχρεωτική εργασία Λυγουριατών. Εκεί είχαν εγκαταστήσει γεννήτρια, ασύρματο, τηλέφωνο και μαγειρείο. Οι εγκαταστάσεις του φυλακίου καταστράφηκαν από τους ίδιους τους Γερμανούς με εκρηκτικά όταν αποχώρησαν οριστικά από τον τόπο μας το καλοκαίρι του 1944.

Στην ολιγομελή φρουρά του φυλακίου υπηρετούσε κι ένας πανύψηλος καλοκάγαθος Γερμανοπολωνός στρατιώτης, ονόματι Ρίχελ. Αυτός, λόγω της μακροχρόνιας παραμονής του στον τόπο μας και των συνθηκών της κατοχής που διαμορφώθηκαν, είχε συμπονέσει τους φτωχούς χωριάτες και ιδιαίτερα τα στερημένα παιδιά των αγροτοκτηνοτρόφων της περιοχής. Δεν ήταν λίγες οι φορές, τον καιρό της πείνας, που τους έδινε κάτι να φάνε. Ο Χρήστος Γ. Σαρρής – επτάχρονο παιδάκι τότε – θυμάται πως από τα χέρια του Ρίχελ πήρε και έφαγε την πρώτη σοκολάτα της ζωής του. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως σε αυτό το φυλάκιο υπηρετούσε επίσης και ο δεκαοχτάχρονος τότε Γερμανός στρατιώτης ονόματι Άϊντς. Αυτός τελικά επέζησε του πολέμου και το 1979 επισκέφτηκε τον τόπο μας και βαθύτατα συγκινημένος (κλαίγοντας) προσκύνησε τα ερείπια του φυλακίου. Τέλος, μάγειρας του φυλακίου ήταν ο 35χρονος γερμανός στρατιώτης ονόματι Αρτούρ, ο γηραιότερος της φρουράς, αλκοολικός και πασίγνωστος στους ντόπιους, που δεν τον «χόρταιναν» κρασί.

Την ημέρα της τελευταίας Αποκριάς, που εξιστορούμε, είχε κατέβει και ο Ρίχελ στο Λυγουριό. Ήθελε να παρακολουθήσει τις εορταστικές εκδηλώσεις των χωρικών, ίσως όμως ήθελε και να τους αποχαιρετήσει· όλοι ήξεραν ότι οι Γερμανοί «χάνουν τον πόλεμο» και ότι σύντομα θα οπισθοχωρούσαν. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον υποδέχτηκαν και τον κέρασαν.

Εκείνες τις ώρες της διασκέδασης, λίγο πριν από το μεσημέρι, στην περιοχή του αρχαίου θεάτρου, μια μικρή ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ, προερχόμενη από την περιοχή της Κορίνθου, υπό τον καπετάν «Χάρο» κατά κόσμον Παπαρρήγα (μετέπειτα πεθερό της μέχρι πρότινος Γραμματέως του Κ.Κ.Ε.) περικύκλωσαν από απόσταση το γερμανικό φυλάκιο. Έστησαν ένα πολυβόλο στη θέση «Χαρανί», πλησίον του Μαλεάτα και όρθωσαν πρόχειρες πολεμίστρες με «λιανοντούφεκα» ανατολικά από το στανοτόπι του Βασίλη Σαρρή («Ξαλιά»).

Πριν εκδηλώσουν την επίθεση, «υποχρέωσαν» δύο Λυγουριάτες που βρήκαν στην περιοχή, τον Δημήτρη Μιχ. Γιαννούλη και τον Παναγιώτη Ιω. Γκοβάτση, να κόψουν με χειροπρίονα δύο τηλεγραφόξυλα και με αυτά να καταστρέψουν την τηλεφωνική σύνδεση του φυλακίου. Στη συνέχεια, έριξαν μερικές ριπές με το πολυβόλο και κάποιες βολές με τα τουφέκια εναντίον των γερμανικών εγκαταστάσεων. Όταν όμως δέχτηκαν τη σφοδρή αντεπίθεση των Γερμανών, αποσύρθηκαν προς νότο με κατεύθυνση την Ερμιονίδα, που ήταν ο προορισμός τους. Απώλειες ή τραυματισμοί δεν υπήρξαν για καμιά από τις δύο πλευρές. Η «επιχείρηση» αυτή των ανταρτών εναντίον του γερμανικού φυλακίου πιθανότατα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα επιπόλαιο περιστατικό, αυθόρμητο και απροσχεδίαστο, που παρ’ ολίγον να κάψει στην κυριολεξία το Λυγουριό και να πυροδοτήσει την γερμανική εκδικητικότητα.

Οι Γερμανοί, όταν διαπίστωσαν την καταστροφή της τηλεφωνικής γραμμής, χρησιμοποίησαν τον ασύρματο και ειδοποίησαν την Κεντρική Διοίκηση στο Ναύπλιον ζητώντας ενισχύσεις, οι οποίες και δεν άργησαν να έρθουν. Πρώτα-πρώτα έφτασαν από τον Σαρωνικό δύο πολεμικά υδροπλάνα, που διέγραψαν μία κυκλική επιθετική περιπολία πάνω από την περιοχή.

Οι κάτοικοι του Λυγουριού με το πρώτο βουητό των υδροπλάνων και τις απανωτές ριπές των πολυβόλων, που γάζωναν τους γύρω λόφους, διέκοψαν απότομα την αποκριάτικη διασκέδαση. Επικράτησε πανδαιμόνιο. Με ιδιαίτερη σπουδή οι τρομοκρατημένοι χωρικοί ετοίμασαν τη φυγή τους στην ύπαιθρο. Γέμισαν τις γούρνες με νερό και τάισαν τα πουλερικά και τα ζωντανά του σπιτιού. Βύζαξαν τα αρνιά και τα κατσίκια και τα έκλεισαν στους στάβλους. Δεν ήξεραν πότε θα γυρίσουν. Έριξαν στα καπούλια και στα σαμάρια των ζώων λίγες κουβέρτες, μερικές αλλαξιές, ένα καρβέλι ψωμί και κάποια λιγοστά εφόδια. Τα μωρά βρήκαν καταφύγιο στην αγκαλιά της μάνας και τα μεγαλύτερα παιδιά κρατώντας σφιχτά το χέρι του πατέρα βγήκαν από το χωριό και όλες οι οικογένειες σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μόνο λίγοι γέροι έμειναν πίσω καρτερώντας τον πιθανό κίνδυνο παρά τη σίγουρη ταλαιπωρία της «εξόδου».

Οι περισσότερες οικογένειες αναζήτησαν την προστασία τους στα περιβόλια τους και στα κοντινά ξωκλήσια. Ο Αη Γιώργης, η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Αθανάσιος και ο Άγιος Μερκούριος μετατράπηκαν σε πραγματικά καταφύγια πίστης και ελπίδας. Τα γυναικόπαιδα είχαν την προτεραιότητα στην προστασία. Ορισμένοι νέοι και οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν με προφυλάξεις σε ψηλούς βράχους και αγνάντευαν το χωριό που σε λίγο – κατά τις φήμες – θα καιγόταν. Ευτυχώς το κακό δεν έγινε. Πολλοί ισχυρίζονται πως αυτό οφείλεται στην πεισματική και πειστική παρέμβαση του στρατιώτη Ρίχελ που έπεισε τους ανωτέρους του πως οι αντάρτες που «χτύπησαν» το φυλάκιο ήταν φερτοί και δεν είχαν καμία σχέση με τους φιλήσυχους Λυγουριάτες.

Εν τω μεταξύ κατέφθασαν στο έρημο χωριό από το Ναύπλιον δύο τεθωρακισμένα καμιόνια με πάνοπλους στρατιώτες. Παράλληλα τα υδροπλάνα συνέχιζαν τις εκκωφαντικές περιπολίες τους και «γάζωναν» με τις ριπές τους τα γύρω υψώματα.

Αθώο θύμα της αεροπορικής αυτής επίθεσης υπήρξε η άτυχη Χριστίνα, σύζυγος του Περίανδρου Σκοτώρη, 30 ετών και μητέρα ενός εξάχρονου αγοριού, του Κώστα. Έπεσε νεκρή πηγαίνοντας στην περιοχή «Μόνουκα» από μια αεροπορική ριπή πλησίον του Λυγουριάτικου νεκροταφείου, πριν προλάβει να κρυφτεί στα δέντρα του περιβόλου. Η επτάχρονη τότε Φωτούλα Μιχ. Ξυπολιά θυμάται πως το άψυχο σώμα της μεταφέρθηκε στο χωριό με το γαϊδουράκι του πατέρα της Παναγιώτη Ν. Δεληγιάννη.

Την από αέρος γερμανική επίθεση δέχτηκε και η Κατερίνα, σύζυγος Γεωργίου Περ. Καψάλη, στην περιοχή του Αη Γιώργη, όταν πήγαινε με το γάιδαρό της να προφυλαχτεί, κρατώντας στην αγκαλιά της τον τετράχρονο γιο της Περικλή. Όταν είδε από μακριά τ’ αεροπλάνα και συνειδητοποίησε τον κίνδυνο, πρόλαβε να κατέβει από το ζώο και με τον μικρό Περικλή στην αγκαλιά της κρύφτηκαν στους παρακείμενους θάμνους. Οι φονικές ριπές του αεροπλάνου τελικά σκότωσαν μόνο το άτυχο ζώο.

Στον απόηχο του «χτυπήματος» του φυλακίου, ένα άλλο αιματηρό επεισόδιο συνέβη στη θέση «Χάνι» του γειτονικού Αδαμίου. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια του κυνηγητού που εξαπέλυσαν κατά των ανταρτών, οι Γερμανοί έστειλαν και ένα απόσπασμα προς την κατεύθυνση της φυγής τους. Αυτό το απόσπασμα, αφού παρέκαμψε τη θέση «Κολώνες» του Ιερού, βγήκε αγνάντι στην Αδαμιώτικη περιοχή «Χάνι», λίγο μετά το «Σέλκι». Σε αυτή την επιχείρηση οι Γερμανοί δεν συνάντησαν πουθενά αντάρτες και στράφηκαν στους άμαχους. Για τους ένοπλους κατακτητές, ό,τι εκινείτο ήταν στόχος.

Έτσι τα πυρά των Γερμανών σκότωσαν τον γέροντα Παναγιώτη Καραφωτιά, που όταν τους είδε έτρεξε να κρυφτεί στο βουνό, αλλά δεν πρόλαβε. Στη συνέχεια, τραυμάτισαν σοβαρά στα πόδια την εντεκάχρονη τότε Ιωάννα (Γιαννούλα) Χρ. Παπαδόγιαννη, μετέπειτα σύζυγο Γεωργίου Κ. Καραφωτιά, που εκινείτο στην αυλή του σπιτιού της. Όταν πλησίασαν οι εξαγριωμένοι Γερμανοί, πυρπόλησαν και το σπίτι του Παπαδόγιαννη γιατί το θεώρησαν κρησφύγετο των διερχόμενων ανταρτών. Αυτή την εξήγηση έδωσε στους τρομοκρατημένους παθόντες ο Έλληνας χωροφύλακας και διερμηνέας των κατακτητών ονόματι Κρεμπενιός, που τότε υπηρετούσε στο Σταθμό του Λυγουριού.

Ο Χρήστος Κ. Αίσωπος στην αρχή της θητείας του στο Ναύσταθμο.

Ο Χρήστος Κ. Αίσωπος στην αρχή της θητείας του στο Ναύσταθμο.

Το περιβολάκι της οικογένειας του «Τζίτζη» βρισκόταν στη θέση «Κρανιά», νοτιοανατολικά του χωριού. Από εκεί ο Χρήστος, έχοντας δίπλα του την απέραντη κρυψώνα του βουνού, ζούσε σαν καταζητούμενος των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους, παρότι δεν είχε κατηγορηθεί ή διαπράξει κανένα έγκλημα πέραν της προσήλωσής του στη Μαρξιστική θεωρία. Έτσι, όπως κάθε τόσο, πιθανότατα, την Κυριακή 29 Μαΐου 1944, ξεκίνησε από το περιβόλι του, με κάθε προφύλαξη, να φτάσει στο πατρικό του σπίτι για προμήθειες. Πολύ πριν πλησιάσει, κάποιοι άλλοι περιβολάρηδες τον ειδοποίησαν: «Πρόσεχε» του είπαν «το χωριό σήμερα είναι γεμάτο από Γερμανούς και Ταγματασφαλίτες….». Αυτός τους αγνόησε… Το είχε ξανακάνει… Όταν όμως μπήκε στο σπίτι του, «μπουκάρισαν» ξωπίσω του οι κρυμμένοι ένοπλοι διώκτες του και τον συνέλαβαν.

Έψαξαν σε κάθε γωνιά του σπιτιού για όπλα ή κάποιο άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο. Δεν βρήκαν τίποτα, παρά μόνο δυο βιβλία – κομμουνιστικά είπαν – κρυμμένα στην αποθήκη με τα κάρβουνα. Με τα «ενοχοποιητικά» αυτά ευρήματα – τα Μαρξιστικά βιβλία – οι δεσμώτες του τον οδήγησαν στα κρατητήρια της Αστυνομίας του Λυγουριού για ανάκριση.

Εκεί για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες τον βασάνισαν φριχτά, προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες για κρυψώνες όπλων και ονόματα ανταρτών. Εκείνες τις ημέρες και τις νύχτες στη γειτονιά της Αστυνομίας δεν κοιμήθηκε κανένας από τα βογγητά του άτυχου κρατούμενου. Ο Χρήστος φαίνεται πως άντεξε, γιατί δεν ακολούθησαν άλλες συλλήψεις. Το μόνο που μπορεί να αναφερθεί, χωρίς να συσχετισθεί, είναι πως εκείνες τις ημέρες, με τη σύλληψη του «Τζίτζη», είχαμε και τις ανακρίσεις από τους Γερμανούς του εφημέριου παπα -Γρηγόρη Πετρουλά, που λίγο έλειψε να τον εκτελέσουν κι αυτόν – τελικά τη γλίτωσε αλλά του απαγορεύτηκε να επανέλθει στην ενορία του στο Λυγουριό.

Ο Πετρουλάς είχε κατηγορηθεί για αντιγερμανική προπαγάνδα «από άμβωνος» και για μια φωτογραφία που έφτασε στα χέρια των κατακτητών από ντόπιους «καλοθελητές» στην οποία ο ιερέας απεικονιζόταν με αρμάδες «χιαστί» εν μέσω ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Απόλυτα σαφής είναι η αναφορά του με ημερομηνία 11 Ιουλίου 1944 προς τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Αργολίδος, που γράφει επί λέξει: «Λαμβάνω την τιμήν ευσεβάστως ν’ αναφέρω Υμίν, ότι η Γερμανική Αστυνομική αρχή μου απαγόρευσε να επανέλθω εις την οργανικήν μου θέσιν εν Λυγουρίοις, καθότιν ευρίσκει λόγους σοβαρούς προς τούτο… Ασπάζομαι την δεξιάν σας. Το πνευματικόν σας τέκνο Γρ. Πετρουλάς». (Πηγή: Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Αργολίδας).

Ύστερα από τρία μερόνυχτα φρικτών βασανιστηρίων ο «Τζίτζης» βρισκόταν σε άθλια κατάσταση στα κρατητήρια της Αστυνομίας του Λυγουριού· αιμόφυρτος, νηστικός και κυρίως διψασμένος, δύσκολα στεκόταν στα πληγωμένα πόδια του. Αυτό διαπίστωσε όταν τον αντίκρισε από τον μικρό φωταγωγό της φυλακής του – και αυτό μαρτύρησε – η πρώτη του εξαδέλφη Μαριγώ, σύζυγος Δημητρίου Χρ. Μελλά ή «Μπόρη».

Αυτή και μόνο, με αξιοζήλευτο θάρρος και αυταπάρνηση, προσέγγισε τον χώρο του βασανιστηρίου του, χωρίς να γίνει αντιληπτή. Με απαράμιλλη ευρηματικότητα, ψυχραιμία και μυστικότητα, χρησιμοποίησε το ημιυπόγειο της διπλανής με το κρατητήριο χαμοκέλας, ιδιοκτησίας τότε Παντελή Γκοβάτση (σημερινή οικία Κων. Τζάνου) και πέρασε «σαν φίδι» στο σκοτεινό σοκάκι της Αστυνομίας. Έτσι προσέγγισε τη φυλακή του κρατούμενου εξαδέλφου της και του έδωσε μέσα από τα κάγκελα του φεγγίτη λίγη τροφή και κυρίως το πολύτιμο νερό, που τόσο είχε ανάγκη.

Ο Χρήστος Αίσωπος με την αδελφή του Ευγενία Τυροβολά που έμελλε να ζήσει το τραγικό τέλος του.

Ο Χρήστος Αίσωπος με την αδελφή του Ευγενία Τυροβολά που έμελλε να ζήσει το τραγικό τέλος του.

Σ’ αυτό το μικρό αλλά βασανιστικό διάστημα η αδελφή του Χρήστου, η Ευγενία Τυροβολά, με την συνδρομή του δικολάβου Κωνσταντίνου Αισώπου συμπλήρωσε μια «αίτηση χάριτος» και μάζεψε υπογραφές θετικές από όλο το χωριό. Υπέγραψαν πάρα πολλοί ομοϊδεάτες και αντίθετοι. Μέχρι και η Ελενίτσα, η χήρα του Χρηστάκη του Τόλια του γιατρού, που τον προηγούμενο χρόνο – το 1943 – είχε εκτελεστεί μαζί με τον Παλαιοεπιδαύριο Βάσο Φελιμέγκα από Λιμνιάτες αντάρτες στην Προσύμνη. Τόσο αγαπητός ήταν. Όταν όμως ο γιατρός ο «Καλέρης» (Κ. Καλαματιανός) είδε όλες αυτές τις υπογραφές, τη διαβεβαίωσε πως αυτό το πλήθος των υπογραφών, που έδειχνε πόσο αγαπητός ήταν στην τοπική κοινωνία, θα ήταν και ο σίγουρος θάνατός του. Την έπεισε να σκίσουν την αίτηση και να συντάξουν καινούργια. Δεν πρόλαβαν…

Οι Γερμανικές αρχές, αφού με την ανάκριση και τα βασανιστήρια δεν μπόρεσαν ν’ αποσπάσουν καμιά πληροφορία, πήραν την αποτρόπαια απόφαση: «Εις θάνατον…» – χωρίς φυσικά ο δυστυχής κρατούμενος να τύχει οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας και υπεράσπισης. Τέτοια χρόνια τέτοια λόγια. Έτσι το πρωί της 1ης Ιουνίου 1944, ημέρα Τετάρτη, οι πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες οδήγησαν «σηκωτό» τον αιμόφυρτο και ανήμπορο Χρήστο έξω από το χωριό.

Μαρτυρίες για τη διαδρομή που ακολούθησαν δεν υπάρχουν. Όλοι οι χωριανοί είχαν κρυφτεί και κλειστεί στα σπίτια τους. Η θλιβερή κουστωδία, για να αποφύγει τον κεντρικό δρόμο, πρέπει να πήρε τη βορειοδυτική διαδρομή, από το προαύλιο της Αγίας Τριάδας προς τον «Πλάτανο». Από εκεί θα κατηφόρισαν προς το δρόμο της Επιδαύρου. Αμέσως μετά το σπίτι του Κώστα Καμπίτη («Μπόμπη»), μπήκαν στην αριστερή πλευρά της ασφάλτου, σε ένα χωράφι ιδιοκτησίας τότε Δημητρίου Γκάτζιου («Σπόγγου»), που σήμερα είναι χτισμένη η κατοικία του Παναγιώτη Φωτ. Χουντάλα. Εκεί στον ίσκιο μιας εύρωστης γκοριτσιάς σταμάτησαν. Χωρίς άλλη διαδικασία και καθυστέρηση ο επικεφαλής της Γερμανικής φρουράς έβγαλε το πιστόλι του και σημάδεψε τον «Τζίτζη» στο κούτελο. Η σφαίρα βγήκε από το πίσω μέρος της κεφαλής του, που άνοιξε σαν τσόφλι καρυδιού και σκόρπισαν τα μυαλά του στο χώμα. Η ώρα ήταν εννέα το πρωί και κάποια παιδιά παρακολούθησαν την εκτέλεση από μακριά. Οι εκτελεστές για πολλή ώρα απαγόρευσαν σε οποιονδήποτε να πλησιάσει το άψυχο σώμα εκτός… από τα σμήνη των μυγών, που λόγω της ζέστης δεν άργησαν να σκεπάσουν – στην κυριολεξία – τα χαίνοντα τραύματα του νεκρού. Φρίκη πραγματική.

Αυτή την αποτρόπαια εικόνα αντίκρισε, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, και μας περιέγραψε ο δεκαπεντάχρονος τότε και «αυτόπτης» Αναστάσιος Δ. Μελλάς («Μπόρης»), γιός της Μαριγώς που προαναφέραμε. Όταν μαθεύτηκε το κακό στο χωριό, στο σπίτι του αδικοσκοτωμένου Χρήστου, βρίσκονταν μόνο η άμοιρη μητέρα του Βασιλική, η «θεια Αναγνώσταινα» και η μεγάλη αδελφή του Ευγενία Τυροβολά. Εκείνες μόνο έτρεξαν αλλόφρονες να τον θρηνήσουν και να τον παραλάβουν. Όλοι οι άλλοι του σπιτιού έλειπαν.

Η μικρή του αδελφή Αγγελική βρισκόταν κοντά στον αδελφό της το Γιώργη, σε νοσοκομείο της Αθήνας, όπου ο τελευταίος νοσηλευόταν ύστερα από τον ακρωτηριασμό του ενός ποδιού του. Αυτοί οι δύο το τραγικό γεγονός της εκτέλεσης του αδελφού τους το έμαθαν μετά από σαράντα μέρες, όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Λυγουριό. Ο άλλος αδελφός τους, ο Παντελής, ήταν κρατούμενος για πολιτικούς λόγους στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Η γυναίκα του η «Βγενιά» για περισσότερη προστασία είχε μετακομίσει στο πατρικό της, στη Νέα Επίδαυρο, έχοντας μαζί της την τετράχρονη κόρη της και το νεογέννητο γιο της. Εκεί ειδοποιήθηκε για το κακό αυθημερόν, λαβαίνοντας από το Λυγουριό το θλιβερό μήνυμα του πένθους μέσα σε ένα ταγάρι που έκρυβε ένα μαύρο τσεμπέρι. Ώσπου να μάθει τα ακριβή γεγονότα «δεν ήξερε για ποιόν να θρηνήσει…». Αυτά τα διηγείται ακόμη η θεια «Βγενιά» παρά τα βαθιά της γεράματα.

«Η ακριβής περιγραφή του περιστατικού και των συνθηκών θανατώσεως του θύματος…» περιέχεται στη σχετική αγωγή που συνέταξε στις 23 Αυγούστου 1995 ο Ναυπλιώτης δικηγόρος Παν. Λαλούσης για την «Διεκδίκηση πολεμικών επανορθώσεων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας». Αντιγράφουμε: «Η θανάτωση έγινε με όπλο από Γερμανούς στρατιώτες μέσα στο Λυγουριό πλησίον της οικίας Αναστ. Λιάτα («Τασέλου») την 1η Ιουνίου 1944 ημέραν Τετάρτην και ώραν 9 π.μ. αφού είχε υποστεί πολλά βασανιστήρια, για λόγους αντιθέσεώς του στη ναζιστική θεωρία. Μετά τη θανάτωση οι συγχωριανοί ειδοποίησαν την οικογένειάν του που τον έθαψε κατά τις 6 μ.μ. της ίδιας μέρας τοποθετημένο επάνω σε φύλλο ξύλινης πόρτας».

Η ληξιαρχική πράξη θανάτου, με αριθμό 7, παρελήφθη από την μητέρα του θύματος Βασιλική, στις 12 το μεσημέρι. Την υπογράφει ο τότε Ληξίαρχος και διορισμένος Πρόεδρος της Κοινότητας Βασ. Διδασκάλου («Μπιλ»). Διαβάζουμε: «την πρώτην του μηνός Ιουνίου 1944 ημέραν Τετάρτην… απεβίωσεν φονευθείς ο υιός της Χρήστος Κ. Αίσωπος… Ο θάνατος κατά την πιστοποίησιν του ιατρού Κων. Καλαματιανού επήλθεν εκ τραύματος δι’ όπλου». Στο περιθώριο του εγγράφου και με διαφορετικό γραφολογικό χαρακτήρα υπάρχει ετεροχρονισμένη η σημείωση: «Εφονεύθη παρά γερμανών».

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «αυτόπτη» δεκαοχτάχρονου τότε Κώστα Π. Γκοβάτση («Μοίρα»), που βρέθηκε την ώρα της διακομιδής στην «Πάνω Πλατεία» του Λυγουριού, ο νεκρός είχε τοποθετηθεί επάνω σε μία ξύλινη σκάλα. Την ξύλινη πόρτα που αναφέρει η αγωγή του δικηγόρου δεν θυμάται να την είδε. Το πιθανότερο είναι ότι η πόρτα με τη σορό τοποθετήθηκε σκεπασμένη με σεντόνι επάνω στη σκάλα κι έτσι μεταφέρθηκε από τον τόπο της εκτέλεσης στο ιατρείο του Κων. Καλαματιανού για τη γνωμάτευση και από κει στο Νεκροταφείο.

Τη μακάβρια μεταφορά ανέλαβαν, εκ περιτροπής, κρατώντας την ξύλινη σκάλα από τις άκρες της, ο φανοποιός Πέτρος Σπανόπουλος («Πετράκης»), ο Στέλιος Κωστάκης («Πίκρας») και η αδελφή του νεκρού, Ευγενία· αυτή η τραγική λυγερόκορμη νέα γυναίκα, που εκείνη την ημέρα – μονάχη ουσιαστικά – αντιμετώπισε και διαχειρίστηκε με ιδιαίτερο πείσμα το αβάσταχτο πένθος και τον φαρμακερό πόνο, τον δικό της, της μάνας της και του σπιτιού τους ολόκληρου· αυτή που πρώτη το πρωί, στον τόπο της εκτέλεσης σκέπασε μ’ ένα σεντόνι το θλιβερό λείψανο του αδελφού της και τελευταία το βράδυ, με σφιγμένα τα δόντια, τον μετέφερε μέχρι το Νεκροταφείο· αυτή που βάσταξε και απομόνωσε με λεόντεια γενναιότητα τον ανεκδήλωτο θρήνο της, αδιαφορώντας για την παρουσία των μισητών εκτελεστών. Η Ευγενία Τυροβολά, μια υπερήφανη φυσιογνωμία, φερμένη και βγαλμένη από την τραγική «Αντιγόνη» του αρχαίου ποιητή.

Τέλος εκείνο που θυμάται και μας μετέφερε επίσης ο Κώστας Γκοβάτσης είναι πως η νεκρώσιμη συνοδεία των ελάχιστων συγγενών δεν ξεπερνούσε τα επτά με οκτώ άτομα. Οι άλλοι χωριανοί, απόλυτα τρομοκρατημένοι, είτε είχαν φύγει μακριά από το χωριό είτε είχαν κλειδωθεί στα σπίτια τους.

Η ταφή του άτυχου – και ξεχασμένου από κοινωνία και πολιτεία – Χρήστου Αίσωπου έγινε χωρίς παπά και νεκρώσιμη ακολουθία κατόπιν διαταγής των στρατευμάτων κατοχής. Έφυγε από αυτόν τον κόσμο, άδικα και απάνθρωπα.

Το επίσημο Γερμανικό κράτος ουδέποτε έδωσε λόγο συγγνώμης ή αποζημίωση. Σήμερα, 70 χρόνια από τότε – και επειδή οι ήρωες ζουν ανάμεσά μας όσο τους θυμόμαστε – κλείνουμε αυτό το σημείωμα και το δημοσιοποιούμε σαν ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στον τραγικό συμπατριώτη μας και ήρωα, Χρήστο Κων. Αίσωπο.

 

Γιάννης Σαρρής (Δραγώνας)

Λυγουριό, Μάιος 2014


Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ) | Ανεξάρτητη Μοίρα Αργολικού – Ερμιονίδας


 

Το ελληνικό αντάρτικο κίνημα στη θάλασσα άρχισε να οργανώνεται μεθοδικά από τον Σεπτέμβριο του 1943. Πριν την ίδρυση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού, οι αντιστασιακές ενέργειες στη θάλασσα εκδηλωνόταν με ενέργειες ιδιωτικών πλοιαρίων που μετέφεραν τρόφιμα και στελέχη ή τμήματα του ΕΛΑΣ. Οι κινήσεις αυτές όμως σταμάτησαν εξαιτίας των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των κατακτητών τον Μάιο του 1943. Τότε ο ΕΛΑΣ για να αποφύγει τις επιχειρήσεις αυτές συνέπτυξε τις δυνάμεις του στα βουνά. Με τη λήξη των επιχειρήσεων την περίοδο καλοκαιριού – φθινοπώρου του ίδιου έτους, ο ΕΛΑΣ επανήλθε στις θέσεις του για να ξαναρχίσει η λειτουργία του ναυτικού του.

Το ΕΛΑΝ, εμφανίστηκε αρχικά σε μέρη όπου η μορφολογία των ακτών επέτρεπε την κίνηση μικρών και ευέλικτων σκαφών και την απόκρυψή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βάσεις αυτές δημιουργήθηκαν σε σημεία που είχαν χρησιμοποιηθεί ή χρησιμοποιούνταν την ίδια εποχή από λαθρέμπορους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν το 1943, ο ΕΛΑΣ, στη περιοχή του Γυβαριού στο Θερμαϊκό κόλπο διαλύει βάση λαθρεμπόρων που λειτουργούσε σε συνεργασία με την Χωροφυλακή.

Από του Γερμανούς επιχειρήθηκαν εκκαθαρίσεις σε τοπικό επίπεδο εναντίον του ΕΛΑΝ αλλά τελικά δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν την δυναμική του. Οι πιο σημαντικές από αυτές ήταν μέρος των γενικών επιχειρήσεων των Γερμανών στις περιοχές της ελεύθερης Ελλάδος τον Οκτώβριο του 1943.

Την άνοιξη του 1944, το ΕΛΑΝ αποτελούσε υπολογίσιμη δύναμη που μπορούσε να ολοκληρώσει αποστολές όπως η αιχμαλωσία σκαφών και οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Ακόμα αναλάμβανε μεταφορών τμημάτων του ΕΛΑΣ πολεμοφοδίων, τροφίμων, εμπορευμάτων και συμμετείχε σε επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ. Το προσωπικό του προερχόταν σε μεγάλο βαθμό από ναυτεργάτες και απλούς ψαράδες, αξιωματικούς και ναύτες του Εμπορικού Ναυτικού και σε πολύ μικρότερο βαθμό του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού.

 

Σκάφη και οπλισμός του ΕΛΑΝ

 

Τα σκάφη που αποτελούσαν το ναυτικό των ανταρτών ήταν κυρίως το τρεχαντήρι και οι παραλλαγές του (μπρατσέρα, πέραμα, τσερνίκι, καΐκι). Τα σκάφη ήταν ταξινομημένα με βάση την ταχύτητά τους και το φορτίο τους σε τρεις κατηγορίες :

  • σε αυτά που είχαν ωφέλιμο φορτίο άνω των 10 τόνων και ταχύτητα άνω των 11,27 χιλιομέτρων
  • σε αυτά που είχαν ωφέλιμο φορτίο κάτω των 10 τόνων και ταχύτητα άνω των 11,27 χιλιομέτρων και
  • σε αυτά που η ταχύτητά τους δεν τους επέτρεπε να χρησιμοποιηθούν παρά μονάχα σαν εμπορικά.

Τα σκάφη της τελευταίας κατηγορίας συγκροτούσαν εφεδρικές μοίρες ενώ τα σκάφη των δύο πρώτων κατηγοριών, χρησιμοποιήθηκαν σε πολεμικές αποστολές όπως επιτήρηση εχθρικών κινήσεων, καταδρομές και αιχμαλωσία και λαφυραγώγηση εχθρικών σκαφών.

National Popular Liberation Navy, 1943-45 The first naval units of the Greek partisans appeared in March-April 1943. After the Italian capitulation in September, the ELAN was set up and the first important stable bases began to appear at various points on the coast. The vessels used by the partisans were small boats armed with captured German guns: caïques, fishing boats and motor launches. They engaged in harrying enemy transport vessels, transporting friendly forces, and escorting and protecting transport vessels. Other craft, not suitable for arming, carried out transport or liaison duties. More than 100 boats with 1,200 men and women served with the Partisan Navy. After a short war against British and Royal Greek forces in December 1944-January 1945, the ELAN was demobilized on 28 February, 1945 and its vessels handed over to the British and Greek naval forces.

Μυτιλήνη 1944. Απελευθέρωση. Ηρωική φωτογράφηση του πληρώματος του καπετάνιου Ευάγγελου Οικονόμου – Ατσαλένιου. Το π/κ «Πέραμα» ανήκει στην 4η Μοίρα Πηλίου Παγασητικού, διακρίνονται τα κωδικά γράμματα που έφεραν όσα σκάφη ταξίδευαν στα Μικρασιατικά παράλια. Παπαδόπουλου Α. Δημήτριου, ΕΛΑΝ, Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό 1943 – 1945, Πολεμικές Σελίδες. Τεύχος 14°, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2007, σελίδα 28.

Οι πετρελαιομηχανές των σκαφών δεν είχαν ηλεκτρική έναυση και για να πάρουν μπροστά έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μια βοηθητική συσκευή με το όνομα πυρόφουσκα ή βάλβα σε συνδυασμό με ένα καμινέτο. Με το καμινέτο θέρμαιναν τις φούσκες ώστε να προκληθεί ανάφλεξη του κινητήρα. Οι μηχανές ήταν ελληνικής κατασκευής μονοκύλινδρες χωρίς προβλήματα συντήρησης και οικονομικές. Διέθεταν απλό μηχανισμό που επέτρεπε την κίνηση προς τα εμπρός και το κράτημα της μηχανής. Οι βενζινομηχανές (συνήθως τροποποιημένες μηχανές αυτοκινήτων) δεν ήταν εξυπηρετικές, γιατί είχαν υπερβολικά ευαίσθητο ηλεκτρικό σύστημα, με αποτέλεσμα τις συνεχείς βλάβες και την υπερβολική κατανάλωση.

Τη συντήρηση των σκαφών στις περισσότερες μοίρες του ΕΛΑΝ την είχαν αναλάβει ειδικά συνεργεία. Τα συνεργεία αυτά φρόντιζαν ακόμα και την επισκευή εχθρικών σκαφών που έπεφταν στα χέρια τους. Ωστόσο πολλές ήταν οι φορές που για να αντιμετωπιστούν τεχνικά προβλήματα οι κατά τόπους διοικητές, ζητούσαν τη συνδρομή μεγαλυτέρων σχηματισμών και την μετάταξη ειδικευμένων τεχνιτών από άλλες μονάδες.

Το ΕΛΑΝ δεν είχε την ποιότητα και την ποσότητα του οπλισμού που διέθετε ο ΕΛΑΣ. Στις αρχές μάλιστα συνήθως δεν υπήρχε ούτε ένα πολυβόλο όπλο σε κάθε σκάφος. Έτσι ο κύριος οπλισμός ήταν τσεκούρια, μαχαίρια, γάντζοι και ίσως κάποια κυνηγετικά όπλα. Καλύτερο οπλισμό διέθεταν τα σκάφη που εκτελούσαν αποστολές στα παράλια της Κύπρου και της Μικράς Ασίας διότι είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν εξοπλισμό συνήθως από λαθρέμπορους. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι μονάδες του ΕΛΑΝ άρχισαν να εξοπλίζονται με ιταλικά όπλα είτε από τους αντάρτες που μετέφεραν είτε επίσημα από τις μονάδες του ΕΛΑΣ που ανήκαν. Έτσι υπήρχαν διαφόρων ειδών πιστόλια, ιταλικά και βρετανικά τυφέκια, ιταλικά γερμανικά αμερικανικά και βρετανικά υποπολυβόλα, ιταλικά και βρετανικά οπλοπολυβόλα, ιταλικά και γερμανικά πολυβόλα, ιταλικοί και γερμανικοί όλμοι, πολωνικά, ιταλικά, γερμανικά και βρετανικά αντιαρματικά τυφέκια, ελβετικά και γερμανικά πυροβόλα και ράβδοι δυναμίτη που χρησιμοποιούνταν σαν εκρηκτικά. Γενικά μπορεί να ειπωθεί ότι ο εξοπλισμός ήταν φτωχός και πεπαλαιωμένος.

 

Αποστολή και τακτική του ΕΛΑΝ

 

Η αποστολή των μονάδων του ΕΛΑΝ είχε τους εξής στόχους :

  1. μεταφορά από τα παράλια της Κύπρου και της Μικράς Ασίας εφοδίων
  2. καταδίωξη και σύλληψη επίτακτων από τις δυνάμεις κατοχής πλοίων
  3. συμμετοχή σε επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ
  4. μεταφορά τραυματιών και τμημάτων του ΕΛΑΣ
  5. μεταφορά τροφίμων και υλικών του ΕΛΑΣ

Όταν τα σκάφη λάμβαναν μέρος σε συγκρούσεις προσπαθούσαν να δίνουν το μικρότερο δυνατό στόχο και να στρέφουν προς τη πλευρά του αντιπάλου τη καλύτερη εξοπλισμένη πλευρά τους. Όταν τα καταδίωκαν τα γερμανικά σκάφη χρησιμοποιούσαν σαν τέχνασμα το να δίνουν περισσότερο πετρέλαιο στη μηχανή για να βγαίνει πυκνός καπνός ώστε να κρύβεται το σκάφος είτε το βύθισμα του σκάφους και ύστερα την ανέλκυσή του. Ακόμα για να το κρύψουν το πλεύριζαν σε ακτές και το κάλυπταν με κλαδιά της ντόπιας βλάστησης. Για να καλύπτουν τα καυσαέρια της μηχανής έβαζαν πάνω στο καζανάκι της εξάτμισης κοφίνια με υγρά πανιά.

Η ενέδρες των εχθρικών σκαφών γινόντουσαν σε ακτές με βράχους και υφάλους είτε σε κρυφούς όρμους, μεσοπέλαγα, ή σε ακτές όπου τα εχθρικά σκάφη άραζαν. Ωστόσο είναι χαρακτηριστικό ότι μαζί με τα πληρώματα των σκαφών του ΕΛΑΝ δρούσαν και μονάδες του ΕΛΑΣ ή ακόμα και συμμαχικές αποστολές.

 

Χάρτης των βασικών δρομολογίων υων επίτακτων σκαφων που εφοδίαζαν τις γερμανικές φρουρές την περίοδο 1943-1944. Παπαδόπουλου Α. Δημητρίου, ΕΛΑΝ, Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό 1943-1945, Πολεμικές Σελίδες. Τεύχος 14ο, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2007, σελ. 35.

Χάρτης των βασικών δρομολογίων υων επίτακτων σκαφων που εφοδίαζαν τις γερμανικές φρουρές την περίοδο 1943-1944. Παπαδόπουλου Α. Δημητρίου, ΕΛΑΝ, Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό 1943-1945, Πολεμικές Σελίδες. Τεύχος 14ο, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2007, σελ. 35.

 

Διάρθρωση του ΕΛΑΝ

Η Ναυτική Υπηρεσία, αποτελούνταν από πολύ λίγους αξιωματικούς του Εμπορικού και του Πολεμικού Ναυτικού ενώ οι περισσότεροι προέρχονταν από το Στρατό Ξηράς. Ουσιαστικά η δύναμη του ΕΛΑΝ βρισκόταν διάσπαρτη και αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες στην επικοινωνία της με την κεντρική διοίκηση. Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, οι κατά τόπους Μοίρες είχαν αυτονομία στο χειρισμό καταστάσεων και στην έκδοση διαταγών.

Στις 3 Ιουλίου του 1944, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) ανέλαβε την ανασυγκρότηση του ΕΛΑΝ, διατάσσοντας την ίδρυση Ναυτικής Υπηρεσίας παρά τη Γραμματεία των Στρατιωτικών. Στις 7 Οκτωβρίου 1944 συγκροτήθηκαν οι εξής Μοίρες :

  • 1η Μοίρα Πελοποννήσου – Ζακύνθου
  • 2η Μοίρα Δυτικής Στερεάς – Ιονίων Νήσων
  • 3η Μοίρα Ευβοϊκού – Σαρωνικού – Κορινθιακού
  • 4″ Μοίρα Πηλίου – Παγασητικού
  • 5η Μοίρα Ανατολικής Μακεδονίας – Δυτικής Θράκης
  • 6η Μοίρα Θερμαϊκού – Χαλκιδικής
  • Ανεξάρτητη Μοίρα Αργολικού – Ερμονίδος
  • Ανεξάρτητος Στολίσκος Μαλιακού

Ταυτόχρονα όμως συνέχισαν να δρουν ανεξάρτητα σχηματισμοί του ΕΛΑΝ σε περιοχές που υπάγονταν στους σχηματισμούς του ΕΛΑΣ της περιοχής τους, χωρίς καν η Ναυτική Υπηρεσία να γνωρίζει την ύπαρξή τους μέχρι και την απελευθέρωση. Στις 22 Νοεμβρίου 1944, σχηματίζεται το ΕΛΑΝ Ομάδος Μεραρχιών Μακεδονίας που αποτελείτο από την 5η και 6η Μοίρα. Κατά την απελευθέρωση το ΕΛΑΝ ήταν συγκροτημένο σε έξη Μοίρες και έναν ανεξάρτητο στολίσκο. Αναλυτικά:

  • 1η Μοίρα Πελοποννήσου – Ζακύνθου που υπαγόταν στην III Μεραρχία με δύναμη 110 ανδρών
  • 2η Μοίρα Δυτικής Στερεάς – Ιονίων Νήσων που υπαγόταν στην VIII Μεραρχία με δύναμη 100 ανδρών
  • 3η Μοίρα Ευβοϊκού – Σαρωνικού – Κορινθιακού που υπαγόταν στη I Μεραρχία με δύναμη 300 ανδρών
  • 5Π Μοίρα Ανατολικής Μακεδονίας – Δυτικής Θράκης που υπαγόταν στην XI Μεραρχία με δύναμη 220 ανδρών
  • 6η Μοίρα Θερμαϊκού – Χαλκιδικής που υπαγόταν στην VI Μεραρχία με δύναμη 90 ανδρών
  • Ανεξάρτητος Στολίσκος Μαλιακού που υπαγόταν στην XIII Μεραρχία με δύναμη 200 ανδρών.

Στην αρχή δεν υπήρχε χαρακτηριστική στολή για την αμφίεση του ΕΛΑΝιτών. Οι άνδρες των μονάδων φορούσαν ότι είχαν πρόχειρο και αργότερα πολλές από τις Μοίρες θα υιοθετούσαν σκούρα μπλε στολή που έμοιαζε με εκείνη του Γερμανικού Ναυτικού. Παράλληλα θα φορούσαν στολές Γερμανών, των Βρετανών και του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού. Χαρακτηριστικό σήμα δεν υπήρχε ως το 1943.

Κυρίαρχο ήταν το σήμα του ΕΛΑΣ με τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις του. Το 1944, με διαταγή της ΠΕΕΑ, καθορίστηκε σαν διακριτικό μαύρος μπερές που έφερε κεντημένο το σήμα του ΕΛΑΝ συνήθως μαζί με το σήμα μιας άγκυρας. Οι αξιωματικοί έφεραν τους αστερίσκους του βαθμούς τους αριστερά από το εθνόσημο. Το έμβλημα ήταν ή μεταλλικό ή κεντημένο, συνήθως στρογγυλό με την άγκυρα στη μέση και τα γράμματα ΕΛΑΝ από πάνω. Όλοι οι άνδρες έφεραν στο στήθος αριστερά κεντητή άγκυρα μεγέθους 7 – 10 εκ, ενώ στις περισσότερες μοίρες συνέχιζαν να φορούν τα σήματα των κατά τόπων σχηματισμών του ΕΛΑΣ που ανήκαν. Σαν σημαία καθορίστηκε η σημαία του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.

Στην αρχή τα πληρώματα που αποτελούσαν τις Μοίρες είχαν ήδη εμπειρία. Στη συνέχεια όμως και ιδιαίτερα από το καλοκαίρι του 1944, ο μεγάλος αριθμός εθελοντών θα αναγκάσουν τις κατά τόπους Μοίρες να συστήσουν σχολές μαθητείας. Οι σχολές είχαν ως στόχο την εκπαίδευση των αντρών και σε αυτές δίδασκαν κυρίως ναυτικοί που είχαν εμπειρία και πολύ λίγοι αξιωματικοί του Βασιλικού και του Εμπορικού Ναυτικού. Πρώτες σχολές συγκρότησαν οι Μοίρες της Μακεδονίας και του Πηλίου και οι περισσότερες λειτούργησαν από το καλοκαίρι το 1944 ως την αποστράτευση του ΕΛΑΝ.

Υγειονομικά οι περισσότερες Μοίρες υποστηρίζονταν από εμπειρικούς ή γιατρούς. Οι ασθενείς νοσηλεύονταν σε σπίτια μελών του ΕAM και τα πιο σοβαρά περιστατικά προωθούνταν στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου νοσηλεύονταν σε νοσοκομεία και κλινικές με την φροντίδα πολιτικών οργανώσεων. Τον Ιούλιο του 1944, συνελήφθηκε το πετρελαιοκίνητο π/κ « Άγιος Δημήτριος » που μετατράπηκε από την 6η Μοίρα σε πλωτό νοσοκομείο. Η XI Μεραρχία απόσπασε σε αυτό τον υφηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ν. Ψύχο, με μια νοσοκόμα και δύο βοηθούς. Με την απελευθέρωση της Καβάλας μετά από παράκληση των αρχών της πόλης ο γιατρός παραχωρήθηκε από την Μοίρα μαζί με ιατροφαρμακευτικό υλικό για τοπικές ανάγκες.

Κατά την πρώτη περίοδο της ύπαρξης του ΕΛΑΝ οι αιχμάλωτοι εκτελούνται. Αργότερα προωθούνται σε κοντινούς σχηματισμούς του ΕΛΑΣ. Η τακτική της εκτέλεσης των αιχμαλώτων θα συνεχιστεί να εφαρμόζεται κατά περίπτωση. Έτσι μέλη της γερμανικής αστυνομίας, GFP, SD και SS εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες, πάνω στο σκάφος και τα πτώματά τους πετάγονται στη θάλασσα. Αιχμάλωτοι με τεχνικές γνώσεις κρατούνταν στα συνεργεία των Μοιρών. Ελληνικά πληρώματα παρέμειναν για ένα διάστημα σε φυλασσόμενους χώρους και μετά αφήνονταν να επιστρέψουν στους τόπους κατοικίας τους. Το διάστημα αυτό ώστε να γίνει αναγγελία της δήθεν βύθισης του σκάφους τους από τις ραδιοφωνικές εκπομπές της Μέσης Ανατολής ώστε να μη συναντήσουν προβλήματα από τις δυνάμεις κατοχής. Τα περισσότερα πληρώματα εντάσσονταν ωστόσο εθελοντικά στο ΕΛΑΝ προκειμένου να έχουν έστω εποπτεία του σκάφους τους, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και το μόνο περιουσιακό τους στοιχείο.

 

Οι επιχειρήσεις κατά του ΕΛΑΝ

 

Οι πρώτες επιχειρήσεις έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 1942, από το Ιταλικό Ναυτικό με τη συνεργασία της Ιταλικής Τελωνοφυλακής στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας και στον Κορινθιακό κόλπο. Τον Μάιο του 1943, θα ακολουθήσουν επιχειρήσεις από τους Ιταλούς στην περιοχή του Πηλίου και τα γύρω χωριά χωρίς όμως αξιόλογα αποτελέσματα. Οι Γερμανοί, ενεπλάκησαν σε αυτές τις επιχειρήσεις με δύο καταδιώξεις στην περιοχή της Σκοπέλου βοηθούμενες από ομάδα Ελλήνων συνεργατών τους από την Σκόπελο.

Μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν επιχειρήσεις προκείμενου να αποτρέψουν την διαφυγή ιταλικών υλικών από τα νησιά προς τον ΕΛΑΣ. Την περίοδο 19 Μαρτίου – 4 Απριλίου 1944, οι Γερμανοί με την υποστήριξη τριών πλοίων και τριών αεροπλάνων εξαπέλυσαν επιχειρήσεις κατά του 54ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στο Πήλιο και την Ανατολική Θεσσαλία, όπου σημειώθηκαν σποραδικές μάχες με τα σκάφη της Μοίρας υπό την κάλυψη του Συντάγματος.

 

Ανεξάρτητη Μοίρα Αργολικού – Ερμιονίδος

 

Η παρουσία της RAF και των βρετανικών υποβρυχίων καθιστούσε προβληματική την ναυσιπλοΐα μέσω Κυκλάδων για Κρήτη το Γερμανικό Ναυαρχείο επέλεξε ως πιο ασφαλή διαδρομή την πορεία Πειραιάς – Αίγινα – Ύδρα – Σπέτσες – Κύθηρα και από με την κάλυψη της νύχτας Κρήτη. Το ΕΑΜ Ερμιονίδος, αντιλήφθηκε το νέο δρομολόγιο και με πρωτοβουλία του επικεφαλής του Τάσου Κακαβούτη και του 6ου Συντάγματος, οργάνωσε ναυτική δύναμη που είχε σαν αποστολή το κούρσεμα των γερμανικών επίτακτων που τροφοδοτούσαν την Κρήτη με κάθε είδους εφόδια.

Τάσος Γεωργοπαπαδάκος (1911- 1987). Φιλόλογος και συγγραφέας. Κατά την διάρκεια της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ στην Ύδρα. Εκτός των άλλων έγραψε και το: «Μνήμες από την Εθνική Αντίσταση - Η δράση του ΕΛΑΝ Αργολικού», Θεσσαλονίκη 1987. Αρχείο φωτογραφίας: Μιχάλης Ν. Γεωργοπαπαδάκος.

Τάσος Γεωργοπαπαδάκος (1911- 1987). Φιλόλογος και συγγραφέας. Κατά την διάρκεια της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ στην Ύδρα. Εκτός των άλλων έγραψε και το: «Μνήμες από την Εθνική Αντίσταση – Η δράση του ΕΛΑΝ Αργολικού», Θεσσαλονίκη 1987. Αρχείο φωτογραφίας: Μιχάλης Ν. Γεωργοπαπαδάκος.

Έχει προηγηθεί η ιταλική συνθηκολόγηση και η μάχη τμημάτων του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ με την Ιταλική φρουρά του Πόρτο Χέλι, όπου αποκομίζονται άφθονα λάφυρα. Με τμήμα των λαφύρων αυτών θα εξοπλιστεί και το ψαροκάικο του Μπάμπη Παντελή με δύο γερμανικά πολυβόλα και δύο ιταλικά οπλοπολυβόλα. Το δεύτερο σκάφος θα πάρει το όνομα «Κ/2 Φρίτς» από το όνομα του Γερμανού που το χρησιμοποιούσε με υπεύθυνο τον Σταμάτη Σκούρτη. Το τρίτο σκάφος ήταν το καΐκι του Χριστόδουλου Μαλτέζου.

Έτσι στις 25 Σεπτεμβρίου, συγκροτείται το ΕΛΑΝ Αργοσαρωνικού. Ο Κακαβούτης σε συνεργασία με τον Τάσο Παπαδόπουλο διερμηνέα της γερμανικής φρουράς της Ύδρας και γραμματέα της Μητρόπολης, πληροφορούνταν τα δρομολόγια των επιτάκτων και έτσι κανόνιζε τις ενέδρες του. Τα επίτακτα είχαν δεύτερο σταθμό την Ύδρα απ’ όπου απέπλεαν νύχτα για να περάσουν το στενό με προορισμό τις Σπέτσες. Εκεί τους περίμεναν τα σκάφη του ΕΛΑΝ. Αργότερα η διοίκηση της Μοίρας ανατέθηκε στην 3η Μοίρα.

Σημαντικές επιχειρήσεις :

  •  16 Φεβρουαρίου 1944

Δύο Bristol Beaufighter βομβάρδιζαν και βύθισαν στο λιμάνι των Σπετσών γερμανικό επίτακτο. Κατά την αποχώρησή τους το ένα χτύπησε το φτερό του στο φάρο και έπεσε στη θάλασσα. Ο ένας πιλότος πνίγηκε και ο άλλος διασώθηκε από ψαράδες και φυγαδεύτηκε. Το γεγονός μαθεύτηκε από τη δύναμη του ΕΛΑΝ η οποία και αποφάσισε να αιχμαλωτίσει τους Γερμανούς που διασώθηκαν και να πάρει ότι μπορεί από το ναυάγιο. Με νυχτερινή επιχείρηση συλλάβανε τους Γερμανούς και τρία επιταγμένα καΐκια που βρίσκονταν στο λιμάνι, φορτωμένα με εφόδια. Μετέφεραν τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στα Δίδυμα, επέστρεψαν στις Σπέτσες και με δύτες αφαίρεσαν τα πολυβόλα από το βυθισμένο αεροπλάνο.

  •  26 Απριλίου 1944

Εξοπλισμένα σκάφη του ΕΛΑΝ κυρίευσαν 6 γερμανικά επίτακτα ιστιοφόρα και αιχμαλώτισαν τα πληρώματά τους. Λάφυρα 2 πολυβόλα, 10 υποπολυβόλα, 1700 οβίδες πυροβολικού των 7,5 εκατοστών, 2 ασύρματοι, 80 τηλέφωνα εκστρατείας, 4.000 οκάδες σιτάρι, 15.000 οκάδες λάδι 20 βαρέλια ασετιλίνη, 15 βαρέλια αποξηραμένες πατάτες, 80 ντενεκέδες κονσερβοποιημένο λάχανο, χιλιάδες κονσέρβες και 5.000 δέματα και γράμματα από τη Γερμανία με προορισμό διάφορες γερμανικές φρουρές. Με τα τηλέφωνα οργανώθηκε το τηλεφωνικό δίκτυο της Κορινθίας και άλλων περιοχών της Πελοποννήσου. Τα λάφυρα προωθήθηκαν στο 6° Σύνταγμα ΕΛΑΣ που είχε την έδρα στην Γκούρα Φεναιού Κορινθίας με τη βοήθεια του 5ου Λόχου ΕΛΑΣ Κορινθίας.

  •  5-10 Μαΐου 1944

Βενζινόπλοια της Μοίρας συνέλαβαν κατά διαστήματα 6 γερμανικά επίτακτα καΐκια αιχμαλωτίζοντας τους Γερμανούς συνοδούς τους. Τα καΐκια ήταν φορτωμένα με τρόφιμα, λάδι και αλεύρι.

  •  27 Μαΐου 1944

Πρώτη εκκαθαριστική επιχείρηση στη περιοχή. Γερμανικές δυνάμεις στα παράλια της Ερμιονίδος αποβιβάστηκαν και εξόντωσαν το Λιμενικό Φυλάκιο του ΕΛΑΝ στην Ερμιόνη. Την ίδια μέρα ομάδα 22 πεζοναυτών του ΕΛΑΝ αποβιβάστηκαν νύχτα και τα χαράματα επιτέθηκαν στο οχυρωμένο από τους Γερμανούς ύψωμα του Κολιακού. Μετά από δίωρη μάχη και οι δύο πλευρές αποσύρθηκαν χωρίς οι Γερμανοί να επιστρέψουν στις εγκαταστάσεις τους στο ύψωμα, αφού πρώτα πυρπόλησαν το ομώνυμο χωριό. Σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία, οι ΕΛΑΝίτες αποδεκατίστηκαν έχοντας 19 νεκρούς.

  •  28-29 Αυγούστου 1944

Κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων γερμανικές δυνάμεις υποστηριζόμενες από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας εξαπέλυσαν επιχειρήσεις με ναυτικό αποκλεισμό της Αργολίδας και ενεπλάκησαν με άνδρες του 3ου Τάγματος του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που επιχειρούν ελιγμό με κατεύθυνση την ορεινή Κορινθία. Όμως οι διαβάσεις είχαν αποκοπεί και έτσι το Τάγμα επέστρεψε στην παραλία της Ερμιόνης. Σε βοήθεια του έσπευσε στολίσκος από σκάφη του ΕΛΑΝ. Επειδή όμως ο Αργολικός ελέγχονταν από γερμανικά περιπολικά αποφασίστηκε η εκκένωση να γίνει νύχτα από το λιμανάκι της Κορακιάς. Το Τάγμα διέφυγε και μετά από ολονύχτια πλεύση αποβιβάστηκε στην απέναντι ακτή της Κυνουρίας ενώ οι τραυματίες προωθήθηκαν στο Άστρος για νοσηλεία.

Επίλογος

Συνοπτικά μέσα στον ενάμιση χρόνο της οργανωμένης λειτουργία του ΕΛΑΝ, είχε πάνω από 80 συγκρούσεις με τον εχθρό στις οποίες κυρίεψε ή βύθισε περίπου 200 σκάφη όλων των κατηγοριών (από βάρκες μέχρι εξοπλισμένα τσιμεντόπλοια) προκαλώντας 350 περίπου νεκρούς στις δυνάμεις κατοχής και συλλαμβάνοντας άλλους τόσους αιχμαλώτους. Από το σώμα αυτό πέρασαν 1.200 περίπου άνδρες και αξιωματικοί οι οποίοι επάνδρωσαν 120 περίπου σκάφη και δεκάδες ναυτικά φυλάκια. Δυστυχώς εξαιτίας των διώξεων που ακολούθησαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, δεν είναι δυνατόν να μαθευτεί η ακριβής δράση των Μοιρών και των συμμετεχόντων σε αυτές, αφού διώχθηκαν και εξοντώθηκαν οι περισσότεροι από αυτούς και χάθηκαν πολύτιμα αρχεία και φωτογραφίες. Ωστόσο μπορούμε να πούμε ότι η συνεισφορά του ΕΛΑΝ στον πόλεμο εναντίον των κατακτητών και στην απελευθέρωση της χώρας ήταν πολύτιμη, παρά τις μικρές δυνάμεις που είχε στην διάθεσή του.

 

Κολοβός Γεώργιος

Η δράση του Ελληνικού Ναυτικού (Πολεμικού, Ανταρκτικού και Εμπορικού) κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Αθήνα, 2009.

 

Διαβάστε ακόμη:

O Ε.Λ.Α.Ν. (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό) και η δράση του στην Ερμιονίδα

Read Full Post »

O Ε.Λ.Α.Ν. (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό) και η δράση του στην Ερμιονίδα


 

Σημαντικό ρόλο στον αγώνα της Αντίστασης κατά των Γερμανικών δυνάμεων Κατοχής, στην Πελοπόννησο, έπαιξε και μια ολιγάριθμη αλλά ιδιαίτερα μαχητική ομάδα καταδρομών που ανέπτυξε στην Ερμιονίδα το ΕΑΜ. Πρόκειται για το ΕΛΑΝ, το Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό.

Η ιστορία κάπως επαναλαμβάνεται. Στα ίδια νερά της Ερμιονίδας, πριν 180 χρόνια, ένας άλλος καταδρομέας, ο Λενιδιώτης Ανδρέας Τσακώνης, διαδραμάτισε τον ίδιο ρόλο. Παραμονεύοντας πίσω από τους κάβους της περιοχής, έκανε τη διαδρομή προβληματική σε κάθε τούρκικο καράβι που θα διακινδύνευε να μπει στα νερά του Αργολικού κόλπου. Τέτοια ήταν η δράση του, ώστε οι Τουρκικές αρχές ν’ ασχοληθούν μαζί του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί η ιστορία, από όσα στοιχεία διασώθηκαν στο Αρχείο της Ύδρας (τόμ. 1, σ. 8081) δεν αναφέρει αν τελικά τον συνέλαβαν.

Ας δούμε, όμως, ποια ήταν η δράση αυτή του ΕΛΑΝ, έτσι όπως την διηγήθηκαν αυτοί που την έζησαν και επέζησαν.

Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί, για να μεταφέρουν τα εφόδια του στρατού τους στην Κρήτη, χρησιμοποιούσαν ελληνικά καΐκια, αρπαγμένα, επιταγμένα ή κατά κάποιον οποιονδήποτε τρόπο αναγκασμένα να εκτελέσουν τις διαταγές τους. Τα φόρτωναν σε κάποιο λιμάνι της Αττικής κι εκείνα, ξεκινώντας το απόγευμα και παραπλέοντας τις ακτές της Πελοποννήσου, προσπαθούσαν ταξιδεύοντας ολοταχώς τη νύχτα να βρίσκονται τα ξημερώματα σε κάποιο λιμάνι της Κρήτης. Το δρομολόγιο αυτό των καϊκιών περνούσε ανάμεσα στον Άη Γιώργη της Ύδρας και το νησάκι Δοκός.

Το 1943, ένας θαρραλέος και ριψοκίνδυνος γεωπόνος, ο Τάσος Κακαβούτης, Γραμματέας του ΕΑΜ Ερμιονίδας, συνέλαβε την ιδέα να οργανώσει μιαν ομάδα καταδρομών και να παρεμποδίσει αυτή τη μεταφορά εφοδίων προς τα στρατεύματα κατοχής της Κρήτης. Την οργάνωση της ομάδας αυτής του ΕΛΑΝ την είχαν αναλάβει και νωρίτερα μερικά παιδιά από την Ερμιόνη, αλλά μέχρι τότε δεν είχαν αναπτύξει καμία δράση. Τότε, στις αρχές του 1944, μια ολιγάριθμη ομάδα ανταρτών αποσπάται από το 6ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε την έδρα του στην περιοχή της Στυμφαλίας και στέλνεται στην Ερμιονίδα. Από τα μέλη αυτής της ομάδας δημιουργήθηκε ο βασικός πυρήνας του ΕΛΑΝ.

Ένα από τα μέλη της, ο Παναγιώτης Καραμπίνας από το Φοινίκι της Θεσπρωτίας, γνωστός με το ψευδώνυμο «καπετάν Τζαβέλας», που τον συναντήσαμε στο σπίτι του, στην Παραλία της Ακράτας, μας διηγείται:

«Εγώ, τότε, είχα καταταχτεί στο 6° Σύνταγμα του ΕΛΑΣ και μια μέρα, αρχές του 1944, πήραμε την εντολή να σχηματίσουμε μιαν ομάδα κρούσεως και να κατεβούμε στα Δίδυμα. Είμαστε επτά. Ο Γιώργος ο Λέκας, από το Γκέρμπεσι (Μιδέα) της Αργολίδας, γνωστός με το ψευδώνυμο καπετάν Λευτεριάς, ο Γιάννης Σκινάς ή Τίγρης από το Χαρβάτι (Μυκήνες), ο Τάσος Οικονόμου από τις Λίμνες, ο καπετάν Γιάννης Μοριάς και άλλα δύο παιδιά, που δεν θυμούμαι τα ονόματά τους.

Εκείνες τις ημέρες, θα ’ταν 15 ή 16 του Φλεβάρη 1944, δύο εγγλέζικα αεροπλάνα βομβάρδισαν μέσα στο λιμάνι των Σπετσών τον ¨Κέφαλο¨, ένα καράβι μιας Κακαμπουρίνας από τα Μέθανα, επιταγμένο από τους Γερμανούς και φορτωμένο άλευρα, και το βούλιαξαν. Αλλά, φεύγοντας μετά τον βομβαρδισμό, το ένα από τ’ αεροπλάνα χτύπησε στον φάρο, έχασε το ένα του φτερό και πέφτοντας στη θάλασσα, στη τοποθεσία ¨Γαρύφαλλου¨, βούλιαξε σε 18 οργιές νερό. Είχε πλήρωμα δύο αεροπόρους. Ο ένας πρόλαβε και γλύτωσε με το αλεξίπτωτο. Τον έκρυψε ένας ψαράς, ο Βαγγέλης Οικονόμου ή Παραπόλας, και τον φυγάδεψε κατόπιν στα Δίδυμα. Ο άλλος παρασύρθηκε με το σκάφος στον βυθό. Από τους Γερμανούς στρατιώτες, που αποτελούσαν την φρουρά του καραβιού, δυο σκοτώθηκαν, δυο άλλοι επιβιβάστηκαν σε κάποιο καΐκι και γύρισαν στον Πειραιά, δυο κατέφυγαν στο ξενοδοχείο του Καρδάση, στις Σπέτσες, και ο τελευταίος, εφτά ήσαν όλοι, ο Φριτς, μπήκε σε κάποιο περαστικό καΐκι και πήγε στο Ναύπλιο για να ειδοποιήσει για ό,τι είχε γίνει».

Μόλις φτάσαμε στα Δίδυμα, συνεχίζει την αφήγησή του ο Καπετάν Τζαβέλας, «θα ’ταν 15 ή 16 του Φλεβάρη, έρχεται ο Σμυρλής από τις Σπέτσες και μας είπε για τον βομβαρδισμό, το βυθισμένο αεροπλάνο, το καράβι, τους δυο Γερμανούς, που μένανε στο ξενοδοχείο. Μας είπε ακόμη και για τρία επιταγμένα καΐκια, που ήταν φορτωμένα στο λιμάνι. Αποφασίσαμε να πάμε να πιάσουμε τους Γερμανούς και τα καΐκια και να προσπαθήσουμε να διασώσουμε ό,τι μπορούσαμε από το μισοβυθισμένο καράβι και από το αεροπλάνο. Κατεβήκαμε στο Πόρτο Χέλι, πήραμε ένα καΐκι και περάσαμε στις Σπέτσες. Ο καπετάν Λευτεριάς, ο Σμυρλής κι εγώ. Πήγαμε στο σπίτι του Πασαμήτρου, όπου και μείναμε εκείνη τη βραδιά. Την άλλη μέρα, ο Παντελής Αρμένης, που είχε καφενείο στο Παλιό Λιμάνι και που αργότερα έγινε κουνιάδος μου, μας έφερε σ’ επαφή με τους ναύτες των τριών επιταγμένων καϊκιών, που πρόθυμα δέχτηκαν να μας βοηθήσουν να πάρουμε τα καΐκια. Πράγματι, το βράδυ, ανεβήκαμε στα τρία καΐκια και τα πήγαμε στην Κοιλάδα. Το ένα ήταν οργανωμένο και το αφήσαμε ελεύθερο. Μέσα στ’ άλλα δυο βρήκαμε 75 τηλέφωνα και 350 τσουβάλια με Χριστουγεννιάτικα δέματα για τους Γερμανούς της Κρήτης, γλυκά, τσιγάρα και άλλα τέτοια είδη. Χιλιάδες κουτιά μαρμελάδα, χοιρομέρια, και καμμιά δεκαριά κεφάλια παρμεζάνα, που το καθένα τους ζύγιζε 70-80 κιλά, και που μοιράστηκαν αργότερα στον πληθυσμό. Πολλά προωθήθηκαν για τη Γκούρα της Στυμφαλίας, όπου όπως είπαμε ήταν το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Οι ναύτες των καϊκιών έμειναν στις τάξεις τού ΕΛΑΣ και μάλιστα δύο απ’ αυτά τα παιδιά κρεμάστηκαν αργότερα στις Σπέτσες.

Τα εφόδια αυτά τα μεταφέραμε από την Κοιλάδα στα Δίδυμα και τα παραδώσαμε στην Οργάνωση. Γυρίσαμε κατόπιν στις Σπέτσες και πήγαμε στον Αρμένη, ο οποίος μας υπέδειξε το ξενοδοχείο όπου έμεναν οι Γερμανοί. Είμαστε έξη. Ο καπετάν Λευτεριάς, ο Σμυρλής, ο Παναγιώτης ο Τρομάρας, ο Δημήτρης ο Κατεμής (Κανάρης), ο Γιάννης ο Σκινάς ή Τίγρης, κι εγώ. Μας είπαν σε ποιο δωμάτιο ήσαν οι Γερμανοί κι άκουγαν ράδιο. Ήταν και κάτι κοριτσόπουλα και χορεύανε. Μπήκαμε ξαφνικά μέσα φωνάζοντας Αλτ. Ο ένας από τους Γερμανούς έκανε μια προσπάθεια να πιάσει μια χειροβομβίδα, που είχε περασμένη στη μπότα του, αλλά ο Τρομάρας, με μια ριπή, τον πρόλαβε και τον σκότωσε. Είναι αλήθεια πως θέλαμε να τον πιάσουμε κι εκείνον ζωντανό, έτσι όμως που ήρθαν τα πράγματα δεν γινόταν αλλιώς. Πήραμε τον οπλισμό τους, είπαμε στους ανθρώπους του ξενοδοχείου να τυλίξουν τον νεκρό σ’ ένα σεντόνι και να τον φουντάρουν στα βαθειά και φύγαμε για τα Δίδυμα, παίρνοντας μαζί μας και τα δυο μυδράλια του καραβιού, που οι Γερμανοί είχαν αφαιρέσει από το μισοβυθισμένο καράβι και είχαν τοποθετήσει για φύλαξη στο καφενείο του Αρμένη.

Την άλλη μέρα, ο Γερμανός ο Φριτς, που είχε πάει στο Ναύπλιο και επέστρεφε στις Σπέτσες, πιάστηκε και οδηγήθηκε κι αυτός στα Δίδυμα».

Εδώ, πρέπει να κάνουμε μια μικρή παρέκκλιση στην αφήγηση του καπετάν Τζαβέλα. Το επεισόδιο αυτό είχε τις συνέπειές του. Ο δήμαρχος Σπετσών, ο Λεκός, κατά μίαν εκδοχή, θορυβημένος από τον φόνο των δυο Γερμανών και φοβούμενος τα αντίποινα που περίμεναν αυτόν και το νησί, πήγε στον Πειραιά, συνοδευόμενος από τον γιατρό τον Κόχυλα. Παρουσιάστηκαν στις Γερμανικές Αρχές και ανέφεραν τα γεγονότα, προσπαθώντας να πείσουν τους Γερμανούς ότι ο ντόπιος πληθυσμός ήταν αμέτοχος σ’ αυτό το επεισόδιο.

Οι Γερμανοί, έχοντας την πληροφορία ότι οι καταδρομείς είχαν τη βάση τους κάπου στην Ερμιονίδα, επάνδρωσαν δυο μεγάλα σιδερένια καΐκια και ανήμερα το Πάσχα του 1944, αποβιβάστηκαν στην Κοιλάδα. Δείρανε, σκοτώσανε, κάψανε κάτι σπίτια στην Ερμιόνη και φύγανε. Η ενέργεια αυτή των Γερμανών θεωρήθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα της αναφοράς του Λεκού και του Κόχυλα και παρ’ όλο που ήσαν πρόσωπα αγαπητά σ’ όλους, εκτελέσθηκαν, μαζί με τον Διαμαντόπουλο τον αρχιτέκτονα και τον Κατραμάδο.

Τάσος Γεωργοπαπαδάκος (1911- 1987). Φιλόλογος και συγγραφέας. Κατά την διάρκεια της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ στην Ύδρα. Εκτός των άλλων έγραψε και το: «Μνήμες από την Εθνική Αντίσταση - Η δράση του ΕΛΑΝ Αργολικού», Θεσσαλονίκη 1987. Αρχείο φωτογραφίας: Μιχάλης Ν. Γεωργοπαπαδάκος.

Τάσος Γεωργοπαπαδάκος (1911- 1987). Φιλόλογος και συγγραφέας. Κατά την διάρκεια της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ στην Ύδρα. Εκτός των άλλων έγραψε και το: «Μνήμες από την Εθνική Αντίσταση – Η δράση του ΕΛΑΝ Αργολικού», Θεσσαλονίκη 1987. Αρχείο φωτογραφίας: Μιχάλης Ν. Γεωργοπαπαδάκος.

Από τότε, ο καπετάν Τζαβέλας και ο Τάσος Κακαβούτης οργάνωσαν συστηματικά το ΕΛΑΝ. Πήραν ένα καΐκι του Παντελή του Μπάμη, ένα τρεχαντήρι καμιά 30αριά τόνων, του βγάλανε το άλμπουρο για να μην διακρίνεται εύκολα από μακριά, βάλανε ένα μυδράλιο στην πλώρη και το προστατέψανε με τσουβάλια με χώμα. Παίρνανε πληροφορίες από τον Τάσο Παπαδάκο [Τάσος Γεωργοπαπαδάκος], που ήταν γραμματέας στη Μητρόπολη της Ύδρας και διερμηνέας των εκεί Γερμανών. Τους ειδοποιούσε με το τηλέφωνο πόσα καΐκια και πότε επρόκειτο να περάσουν, αν ήταν οπλισμένα κι αν είχαν συνοδεία από Γερμανούς. Στις επιχειρήσεις αυτές λάβαιναν μέρος συνήθως πέντε παιδιά. Ο Μήτσος ο Κρεμύδας, ο Βασίλης ο Λιώσης, ο Σταύρος Χατζησταύρος από το Κρανίδι, ο Παναγιώτης ο Τρομάρας κι ο καπετάν Τζαβέλας. Συνολικά πιάσανε 17-18 καΐκια, απ’ όπου πήρανε πολλά τρόφιμα. Μ’ αυτά, που τα προωθούσαν με ζώα στη Στυμφαλία, ενισχύθηκε σημαντικά ο αγώνας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο.

 

Χάρτης των βασικών δρομολογίων υων επίτακτων σκαφων που εφοδίαζαν τις γερμανικές φρουρές την περίοδο 1943-1944. Παπαδόπουλου Α. Δημητρίου, ΕΛΑΝ, Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό 1943-1945, Πολεμικές Σελίδες. Τεύχος 14ο, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2007, σελ. 35.

Χάρτης των βασικών δρομολογίων υων επίτακτων σκαφων που εφοδίαζαν τις γερμανικές φρουρές την περίοδο 1943-1944. Παπαδόπουλου Α. Δημητρίου, ΕΛΑΝ, Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό 1943-1945, Πολεμικές Σελίδες. Τεύχος 14ο, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2007, σελ. 35.

 

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη διήγηση τού καπετάν Τζαβέλα.

 

«Αφού παραδώσαμε τον οπλισμό των Γερμανών και τον αιχμάλωτο στα Δίδυμα, ξαναγυρίσαμε στις Σπέτσες, πήραμε δύτες, ανασύραμε το αεροπλάνο και του βγάλαμε τα πέντε μυδράλια πού είχε. Αυτά δούλευαν με ηλεκτρισμό, αλλά εμείς τα προωθήσαμε στο Τάγμα, όπου και τα μετέτρεψαν και τα έκαναν να δουλεύουν με σκαντάλη.

Εκείνες τις ημέρες, μας έφεραν την πληροφορία ότι στη Σκαμνιά, στη Σέριφο, είχε βουλιάξει ένα βαπόρι και ότι οι επτά Γερμανοί, που ήταν η φρουρά του, είχαν πάρει δύτες, έβγαζαν από το βαπόρι ό,τι μπορούσαν και το πούλαγαν. Αποφασίσαμε με τον Παντελή τον Αρμένη να πάμε να τους πιάσουμε.

Μπήκαμε σ’ ένα γερό καΐκι και πήγαμε στο Λειβάδι στη Σέριφο οι τρεις. Ο Παντελής ο Αρμένης, ο καπετάν Αντρέας, που ήταν καπετάνιος σ’ ένα από τα επιταγμένα καΐκια που είχαμε αράξει στην Κοιλάδα κι εγώ. Βάλαμε τα σήματα του Ερυθρού Σταυρού για να μη μας χτυπήσουν τα αεροπλάνα. Τα αυτόματα τα τυλίξαμε στα πανιά για να μη φαίνονται. Βγήκαμε στο Λειβάδι, το κεντρικό λιμάνι του νησιού, όπου και συνδεθήκαμε και μάθαμε για τους Γερμανούς στη Σκαμνιά. Μένανε σ’ ένα εκκλησάκι που το είχαν οχυρώσει κι επέβλεπαν από ψηλά το βαπόρι. Μάθαμε, ακόμη, ότι στο λιμάνι της Σέριφου ήταν αραγμένο ένα μεγάλο καΐκι του Γκόβερη, γνωστού τότε μεγαλοϊχθυέμπορου του Πειραιά, που αγόραζε ψάρια για τις ανάγκες του Γερμανικού Στρατού. Είχε και μια φρουρά από τρεις Γερμανούς. Τα πυρομαχικά μας δεν ήταν πολλά και δεν μας επέτρεπαν να επιτεθούμε εναντίον των Γερμανών της Σκαμνιάς. Έπειτα, ένας σύνδεσμος που στείλαμε να πάει να ιδεί και να ’ρθει να μας πει τι γινόταν, αργούσε να γυρίσει. Γι’ αυτό καταλήξαμε στην απόφαση να επιτεθούμε στο δεύτερο καΐκι, του Γκόβερη.

Φύγαμε με τα πόδια για το λιμάνι – δεν θυμάμαι πώς λεγόταν – όπου βρισκόταν το καΐκι, φορώντας πέδιλα και φανελάκια για να φαινόμαστε σαν ψαράδες. Τα πιστόλια τα περάσαμε στη ζώνη, μέσα από το παντελόνι. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, όπου ήταν το καΐκι του Γκόβερη, ήταν μεσημέρι. Είδαμε τους δυο από τους τρεις Γερμανούς να κοιμούνται στο προαύλιο ενός καφενείου, αλλά δεν βλέπαμε τον τρίτο κι αυτό μας έκανε να διστάσουμε να τους επιτεθούμε. Ώσπου να ιδούμε πού ήταν ο τρίτος Γερμανός, η ώρα πέρασε και οι δυο Γερμανοί ξύπνησαν και τότε είδαμε ότι ο τρίτος Γερμανός, ένας βαθμοφόρος, ήταν στην ταράτσα του σπιτιού και φύλαγε το καΐκι και τους συντρόφους του που κοιμόντουσαν. Πλησιάσαμε στο καΐκι και είπαμε στους ναύτες πως μάθαμε ότι αγοράζει ψάρια και ότι κι εμείς ψαράδες είμαστε, αλλά ότι το καΐκι μας έχει πάθει βλάβη στο Λειβάδι και τα ψάρια μας θα χαλάγανε και θα τα πετάγαμε. Μας ρώτησαν τι ψάρια ήταν και τι ζητάγαμε και τους απαντήσαμε ότι στη κατάσταση που είμαστε, ελάτε να τα δείτε και δώστε μας ό,τι θέλετε. Προσπαθούσαμε να τους φέρουμε στο καΐκι μας, όπου είχαμε τα αυτόματα. Είπανε ότι θα ’ρθούνε τ’ απόγεμα. Φύγαμε και γυρίσαμε στο Λειβάδι. Στο λιμάνι ήσαν κι άλλα καΐκια. Είπαμε σ’ ένα απ’ αυτά που ετοιμαζόταν να σαλπάρει να περιμένει και να φύγει μόλις ακούσει τη μηχανή του Γκόβερη να έρχεται, και στους άλλους στο λιμάνι να πουν ότι το καΐκι με τα ψάρια έφτιαξε τη μηχανή του και ¨Νάτο, έφυγε¨. Εμείς ανεβήκαμε με τα αυτόματα και κρυφτήκαμε πίσω από κάτι φραγκοσυκιές που ’σαν πάνω από το καΐκι μας και περιμέναμε.

Σε λίγο έφτασε το καΐκι του Γκόβερη με τους τρεις Γερμανούς. Ρώτησαν για το χαλασμένο καΐκι με τα ψάρια. Όταν τους είπαν ότι είχε φύγει, και πραγματικά είδαν ένα καΐκι ν’ απομακρύνεται, κι επειδή ο καιρός είχε αρχίσει να φρεσκάρει, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα στο Λειβάδι και άραξαν δίπλα μας.

Σε λίγο άρχισε να νυχτώνει και μέσα στο μισοσκόταδο είδα τον έναν από τους Γερμανούς, τον βαθμοφόρο, να πηγαίνει να κοιμηθεί στην πρύμνη με τον μηχανικό, ενώ οι άλλοι δυο κατέβηκαν κάτω στην πλώρη, μαζί με τ’ άλλο πλήρωμα.

Αφήσαμε να περάσει η ώρα, να τους πάρει ο ύπνος καλά και σιγά-σιγά βγήκαμε από τις φραγκοσυκιές, ανεβήκαμε στο καΐκι μας και περάσαμε στου Γκόβερη. Εγώ πήγα κατ’ ευθείαν στην πρύμνη, όπου κοιμόταν ο Γερμανός, ενώ οι άλλοι πήγαν στο άνοιγμα της πλώρης. Σκούντησα με το αυτόματο τον Έλληνα μηχανικό, που με νόημα μου έδειξε πού κοιμόταν ο Γερμανός. Τον σκούντησα κι αυτόν και μόλις άνοιξε τα μάτια του και είδε το αυτόματο, είπε έντρομος: ¨Εν τάξει, εν τάξει¨, σηκώνοντας τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του. Την ώρα πού γινόντουσαν αυτά, στην πλώρη ο Σμυρλής με τον Αρμένη προσπάθησαν να συλλάβουν τους δυο άλλους Γερμανούς, που κοιμόντουσαν κάτω. Οι Γερμανοί όμως αυτοί αντιστάθηκαν και άρχισαν να πυροβολούν. Είπαμε να τους ρίξουμε μια χειροβομβίδα, αλλά συλλογιστήκαμε το πλήρωμα που θα σκοτωνόταν κι εκείνο μαζί τους. Δέσαμε τότε τον Γερμανό στο κατάρτι και πλησίασα στο άνοιγμα της πλώρης. Το αυτόματό μου, ίσως γιατί τα πυρομαχικά είχαν υγρανθεί, παθαίνει εμπλοκή, και με το πιστόλι πια πυροβόλησα προς το μέρος που, στη λάμψη των πυροβολισμών, νόμιζα πως ήσαν οι Γερμανοί. Αποτέλεσμα ήταν να τραυματίσω τον έναν στο χέρι και τον άλλον στο πόδι. Σταμάτησαν κάθε αντίσταση, τους βγάλαμε έξω και τους δέσαμε τα τραύματά τους. Μετά, τους φέραμε στην Ερμιόνη, μαζί με το καΐκι του Γκόβερη και τους παραδώσαμε στην τοπική οργάνωση».

Αυτή ήταν η ιστορία, που διηγήθηκε ο Παναγιώτης Καραμπίνας, με το πιο απλό ύφος, χωρίς το παραμικρό ίχνος περηφάνιας, λες και διηγιόταν μια ασήμαντη ιστοριούλα. Κι όμως, αυτά τα επεισόδια, παρ’ όλο τον προσωπικό και τοπικό χαρακτήρα τους, πρέπει να σημειωθούν και να μείνουν στην Ιστορία, σαν φωτεινά παραδείγματα θάρρους.

 

Να ιδούμε όμως και τι απέγινε το τμήμα εκείνο του ΕΛΑΝ.

 

«Στις αρχές του καλοκαιριού τού 1944, οι Γερμανοί άρχισαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», συνεχίζει ο καπετάν Τζαβέλας. «Ξεκίνησαν από την περιοχή του Ναυπλίου και χτενίζοντας κυριολεκτικά τη Ναυπλία έφτασαν και στην Ερμιονίδα. Ένα τμήμα του ΕΛΑΣ από το 6ο Σύνταγμα ήταν καταυλισμένο στην Πελεή, ένα χωριό κοντά στα Δίδυμα. Το τμήμα αυτό, πιεζόμενο από τις ανώτερες Γερμανικές δυνάμεις, κατεβαίνει ένα απόγεμα στην Κορακιά, επιβιβάζεται στα καΐκια που όπως είπαμε είχαμε πάρει πριν λίγες μέρες στο λιμάνι των Σπετσών και παρ’ όλο τον κίνδυνο να τους αντιληφθούν οι Γερμανοί καταφέραμε, κατά τη διάρκεια της νύχτας, να περάσουμε στη Σαμπατική της Κυνουρίας, παίρνοντας μαζί μας και την ¨Καταδίωξη¨, έτσι λέγαμε το σκάφος του Γκόβερη, γιατί είχε γερή μηχανή. Τους τραυματίες τους βγάλαμε στο Άστρος. Τα ένοπλα τμήματα μόλις πρόλαβαν να σκορπίσουν στους ελαιώνες της Σαμπατικής και του Λεωνιδίου, γιατί ξημερώνοντας ήρθαν τα αεροπλάνα. Μείναμε καμιά δεκαπενταριά μέρες στην Πλάκα. Τότε μας έκαναν οι Γερμανοί μιαν επίθεση με τορπιλακάτους και γι’ αυτό αναγκαστήκαμε να βουλιάξουμε την ¨Καταδίωξη¨, στον Άη Γιώργη, στα Πούληθρα.

Μαζί μας δεν ήρθαν όλοι, μερικοί έμειναν. Ένας απ’ αυτούς, ο Γιώργος ο Λέκας, ο καπετάν Λευτεριάς, κατέβηκε κι αυτός κάτω στην Κορακιά για να φύγει μαζί με τους άλλους, αλλά την τελευταία στιγμή λέει στον καπετάνιο του τμήματος εκείνου:

– Αποφάσισα να μείνω εδώ και να συνεχίσω από εδώ τον αγώνα.

– Είναι επικίνδυνο αυτό που κάνεις, του λέει ο καπετάνιος, αλλά δεν μπορώ να στο απαγορέψω. Έλα μαζί μας. Πού θα πας; Πού θα κρυφτείς;

– Έχω ανθρώπους να με κρύψουν στις Σπέτσες, είπε και πήδησε στη στεριά.

Έφυγε μέσα στο σκοτάδι, πηγαίνοντας να συναντήσει τον θάνατο. Αργότερα μάθαμε πως κατέφυγε στις Σπέτσες, στο σπίτι του Αρμένη. Στις Σπέτσες είχε καταφύγει ο Πανουργιάς και άλλοι. Αλλά τα πάθη είχαν εξαγριωθεί κι εκεί. Τον πρόδωσαν τον Λέκα, και αναγκάστηκε να πάει να κρυφτεί μέσα στη σπηλιά του ¨Μπεκίρη¨. Αλλά κι εκεί τον βρήκαν. Αντιστάθηκε όσο είχε πυρομαχικά. Ύστερα παραδόθηκε. Έπειτα από έναν άγριο ξυλοδαρμό, μισοζώντανο τον κρέμασαν μαζί μ’ οκτώ άλλους μπροστά στο Ποσειδώνιο, στη Ντάμπια. Αυτόν, τους τρεις Πασαμητραίους, Άγγελο, Γιώργο και τη γυναίκα του, τον Βασίλη Οικονόμου, τον Δημοσθένη Οικονόμου, και τον Μιχάλη Ευσταθίου, τον ταχυδρομικό Γιάννη Τσιρτσίκο, τον Θάνο τον Κοντοβράκη από το Κρανίδι. Εκείνες τις μέρες κρέμασαν και σκότωσαν κι άλλους στις Σπέτσες. Θυμάμαι τον Δημήτρη τον Φαφούτη, τον Κατσαβίδα, τον Κωσταρίδα, τον καπετάν Αντρέα, που ήταν καπετάνιος ενός από τα καΐκια που είχαμε πάρει, όπως είπαμε παραπάνω.

Γιώργος Σκούρτης  (καπετάν-Πανουργιάς). Αρχείο: Κυριακούλα Σκούρτη - Παπαθανασίου.

Γιώργος Σκούρτης (καπετάν-Πανουργιάς). Αρχείο: Κυριακούλα Σκούρτη – Παπαθανασίου.

Ο Πανουργιάς [Γιώργος Σκούρτης]  κρύφτηκε μέσα σ’ ένα άδειο μνημείο στο νεκροταφείο, αλλά έπειτα από 5-6 ημέρες τον ήβραν κι αυτόν και τον σκότωσαν. Δυο άλλους, τον Κακαβούτη και τον Φώτη τον Στρατάκο, τους περιέθαλψε ο τότε Δεσπότης της Ύδρας, αλλά τους πρόδωσαν. Τους μετέφεραν στο Κρανίδι και τους κρέμασαν στην πλατεία για παραδειγματισμό. Του Στρατάκου του είχαν σπάσει τη σπονδυλική στήλη και δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, γι’ αυτό από το αυτοκίνητο που τους έφερε τον έσερναν μέχρι την κρεμάλα. Οι Γερμανοί παρακολουθούσαν τον απαγχονισμό χωρίς να παίρνουν μέρος. Περιορίστηκαν μόνο να βγάζουν φωτογραφίες.

«Εγώ, με τη γυναίκα μου την Κατίνα, άλλες τέσσερις γυναίκες και οχτώ άντρες», συνεχίζει ο καπετάν Τζαβέλας, «προσπαθήσαμε από το Λεωνίδιο να φτάσουμε στον Χελμό. Κάπου, όμως, κοντά στην Καρυά του Άργους μας πιάσανε. Μας πήγαν και μας φυλάκισαν στην Ακροναυπλία. Από εκεί ελευθερωθήκαμε όταν έφυγαν οι Γερμανοί. Εμείς, όμως, συνεχίσαμε τον αγώνα. Ξαναπήγα πάλι στην Ερμιόνη, βρήκα άλλα παιδιά, τον Χαρίλαο τον Λάμπουρα, έναν Γιάννη, έναν Χρήστο, και άλλους που δεν τους θυμούμαι πια. Πήραμε ένα καΐκι, του Νίκου του Γκλέζου κι αρχίσαμε να περιπολούμε ανάμεσα [στις] Σπέτσες, όπου είχαν συγκεντρωμένους τους άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, και την Κορακιά. Στα Δεκεμβριανά καταφύγαμε στον Γέρακα της Λακωνίας. Από κει περάσαμε στο Άστρος, όπου και παραδώσαμε τον οπλισμό μας».

«Αυτή ήταν η δράση μου στο ΕΛΑΝ», συνεχίζει ο καπετάν Τζαβέλας. «Αυτά μπόρεσα να κάνω για την πατρίδα μου κι αυτά έκανα. Και γι’ αυτά που έδωσαν 17 χρόνια φυλακή».

Αυτή ήταν, με λίγα λόγια, η σύντομη δράση του ΕΛΑΝ. Λίγο κράτησε, 5-6 μήνες, αλλ’ όταν μια μέρα η ιστορία βάλει τα πράγματα στη θέση τους, το ΕΛΑΝ της Ερμιονίδας θα έχει να παρουσιάσει μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της Ελληνικής Αντίστασης.

 

Τάκης Μαύρος

Read Full Post »

Οι γερμανικές αποζημιώσεις


 

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία ως η κατ’ εξοχήν ηττημένη χώρα έφερε την υποχρέωση να καταβάλει επανορθώσεις στους νικητές, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και η Ελλάδα. Στη Διάσκεψη των Επανορθώσεων του Παρισιού, το 1945, η οποία δεν ασχολήθηκε με το γενικότερο ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων αλλά περιορίστηκε μόνο στη διανομή των γερμανικών βιομηχανιών και των ενεργητικών εκτός Γερμανίας, η Ελλάδα έλαβε ποσοστό 7,05% επί των συγκεκριμένων αποδόσεων. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχούσε, σύμφωνα με τη Διασυμμαχική Επιτροπή Επανορθώσεων, μόλις σε 25 εκατ. δολάρια, τα οποία καταβλήθηκαν όχι σε χρήμα αλλά πρωτίστως σε μηχανολογικό εξοπλισμό που εν πολλοίς αποδείχθηκε ακατάλληλος για τη φύση της ελληνικής οικονομίας. Οι καταβολές αυτές προορίζονταν όμως κατά κύριο λόγο για την οικονομική ανασυγκρότηση του κράτους και όχι για την αποζημίωση των θυμάτων της τετράχρονης κατοχής.

Ιούνιος 1944. Η καταστροφή του Διστόμου από τους Γερμανούς κατακτητές, σε αντίποινα για την ανάπτυξη της Αντίστασης. Οι αποζημιώσεις που κατεβλήθησαν στα θύματα της Κατοχής ανήλθαν σε 115 εκατ. μάρκα.

Ιούνιος 1944. Η καταστροφή του Διστόμου από τους Γερμανούς κατακτητές, σε αντίποινα για την ανάπτυξη της Αντίστασης. Οι αποζημιώσεις που κατεβλήθησαν στα θύματα της Κατοχής ανήλθαν σε 115 εκατ. μάρκα.

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν φροντίσει ήδη από νωρίς για την υποστήριξη και την αποκατάσταση των υπηκόων τους που είχαν πληγεί από τον πόλεμο, προχωρώντας στην καταβολή συντάξεων, επιδομάτων, οικονομικών ενισχύσεων, σε κάποιες περιπτώσεις προσφέροντας ακόμα και ταξίδια αναψυχής, προκειμένου να μπορέσουν τα θύματα να συνέλθουν από τις κακουχίες. Στην Ελλάδα αντίθετα δεν λήφθηκε καμία ουσιαστική μέριμνα. Όπως σημείωνε άλλωστε και το υπουργείο Οικονομικών, η δυνατότητα κρατικών παροχών καθίστατο πρακτικά ανέφικτη «λόγω της σοβαράς οικονομικής επιβαρύνσεως του δημοσίου, ην είναι φύσει αδύνατον τούτο να φέρει». Τα θύματα των αντιποίνων, των εκτελέσεων, των μεγάλων σφαγών είχαν αφεθεί συνεπώς χωρίς καμία κρατική φροντίδα. Το γεγονός αυτό ανάγκαζε πολλές από τις κοινότητες που είχαν υποστεί την ακραία βιαιότητα των γερμανικών στρατευμάτων, όπως τα Καλάβρυτα και η Κλεισούρα, να στρέφονται στη Γερμανία για βοήθεια, ζητώντας από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση την καταβολή αποζημιώσεων. Οι εκκλήσεις έπεφταν όμως στο κενό.

Την αντιμετώπιση αυτή οι Γερμανοί δεν την επιφύλασσαν φυσικά μόνο στους Έλληνες. Παρόμοιες απορριπτικές απαντήσεις λάμβαναν και όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που ζητούσαν, όχι μόνο σε επίπεδο συλλόγων θυμάτων αλλά και σε επίπεδο κυβερνήσεων, την καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα. Οι αρχές στη Βόννη αφενός δεν ήθελαν να ανοίξουν την κερκόπορτα, αφού κατανοούσαν πως αν δέχονταν να καταβάλουν αποζημιώσεις σε μια χώρα ή σε μια κατηγορία θυμάτων θα ακολουθούσε πλημμυρίδα αντίστοιχων απαιτήσεων, τις οποίες δεν θα μπορούσαν πλέον να απορρίψουν. Αφετέρου προσπαθούσαν πάση θυσία να μην πλήξουν την προστατευτική ισχύ του περίφημου άρθρου 5 του Συμφώνου του Λονδίνου του 1953, σύμφωνα με το οποίο το ζήτημα της καταβολής των γερμανικών πολεμικών οφειλών αναβαλλόταν μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών, αν και όποτε συνέβαινε αυτή, και την υπογραφή συνθήκης ειρήνης μεταξύ της ενιαίας Γερμανίας και των πρώην αντιπάλων της.

 

Συμμετοχή σε κοινό ευρωπαϊκό διάβημα προς τη Βόννη

 

Η αρνητική αυτή στάση που κρατούσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) στο αίτημα για την αποζημίωση των θυμάτων είχε δυσαρεστήσει έντονα τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεδομένου ότι η ΟΔΓ είχε ψηφίσει εσωτερικό νόμο για την αποζημίωση των Γερμανών πληγέντων, ο οποίος όμως απέκλειε από τις παροχές τούς αλλοδαπούς υπηκόους.

Μάιος 1941. Επίσκεψη ανωτάτων αξιωματικών του γερμανικού στρατού στην Ακρόπολη. (συλλογή Μ. Γ. Τσαγκάρη).

Μάιος 1941. Επίσκεψη ανωτάτων αξιωματικών του γερμανικού στρατού στην Ακρόπολη. (συλλογή Μ. Γ. Τσαγκάρη).

Στις αρχές του 1956 συναντήθηκαν στη Χάγη εκπρόσωποι των κυβερνήσεων της Γαλλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, προκειμένου να εξετάσουν τη δυνατότητα διαβήματος προς τη γερμανική κυβέρνηση, με σκοπό να απαιτήσουν την καταβολή αποζημιώσεων και στα θύματα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Στην πρωτοβουλία ανταποκρίθηκαν αμέσως θετικά η Δανία, η Νορβηγία και η Μεγάλη Βρετανία. Αντίθετα, η Ελλάδα εμφανίστηκε διστακτική, καθώς επίκειτο η επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Τέοντορ Χόυς, και οι ελληνικές Αρχές θεωρούσαν τουλάχιστον άκομψο να προσχωρήσουν στην πρωτοβουλία τη δεδομένη στιγμή. Ύστερα όμως από τις έντονες πιέσεις της αντιπολίτευσης, της κοινής γνώμης, των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αλλά και των συλλόγων θυμάτων, που κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Χόυς κατέκλυσαν τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα με επιστολές, ζητώντας την καταβολή αποζημιώσεων, η κυβέρνηση Καραμανλή πείστηκε να συμμετάσχει στο κοινό ευρωπαϊκό διάβημα.

Η αρχική αντίδραση της ΟΔΓ στις αξιώσεις των Ευρωπαίων υπήρξε κάθετα αρνητική. Καθώς όμως οι πιέσεις συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση, οι Γερμανοί αξιωματούχοι συνειδητοποίησαν πως δεν ήταν πλέον εφικτό να κωφεύουν στο πανευρωπαϊκό αίτημα για την καταβολή αποζημιώσεων στα αλλοδαπά θύματα του Εθνικοσοσιαλισμού. Με ρηματική διακοίνωση που απέστειλε τον Δεκέμβριο του 1958 στις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις, η Βόννη δέχθηκε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την αποζημίωση των πληγέντων.

Οι ελληνικές απαιτήσεις, όπως διατυπώνονταν από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ανέρχονταν αρχικά στα 200 εκατ. μάρκα, ένα ποσό όμως που απορρίφθηκε πάραυτα από τους Γερμανούς ως εξωπραγματικό. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις και την απειλή της ελληνικής αντιπροσωπείας ότι η αποτυχία των συνομιλιών θα μπορούσε να βλάψει ανεπανόρθωτα τις διμερείς σχέσεις και κυρίως να αναχαιτίσει την απρόσκοπτη συνέχιση της φιλοδυτικής πορείας της χώρας, η Βόννη συμφώνησε στην καταβολή 115 εκατ. μάρκων, παρά τις αντιδράσεις του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών, το οποίο θεωρούσε πως η ΟΔΓ υποχωρούσε στις υπερβολικές αξιώσεις των Ελλήνων. Είχε άλλωστε προηγηθεί η ψήφιση από το ελληνικό Κοινοβούλιο φωτογραφικού νόμου με τον οποίο αφηνόταν ελεύθερος ο Μαξιμίλιαν Μέρτεν, ο τελευταίος Γερμανός που κρατούνταν στις ελληνικές φυλακές για εγκλήματα πολέμου.

Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν σε εξαιρετικά τεταμένο κλίμα στη Βουλή κατά την ψήφιση του νόμου αλλά και στα δημοσιεύματα του Τύπου κυριαρχούσε ένα μόνο αίτημα: μετά την τεράστια υποχώρηση που έκανε η Ελλάδα, με στόχο την περαιτέρω προώθηση των ελληνογερμανικών σχέσεων, η ΟΔΓ ήταν πλέον υποχρεωμένη να αποζημιώσει τα θύματα της Κατοχής.

 

Πώς μοιράστηκαν τα χρήματα στους δικαιούχους

 

Στις 18 Μαρτίου 1960 υπογράφηκε η «Σύμβασις μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως». Η ΟΔΓ θα κατέβαλλε το ποσό των 115 εκατ. μάρκων «υπέρ των υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως διά λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας θιγέντων Ελλήνων υπηκόων». Η διανομή των χρημάτων πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 4178/1961, το οποίο, εκτός των άλλων, καθόριζε και το ύψος της αποζημίωσης που αντιστοιχούσε σε κάθε κατηγορία θυμάτων. Το ανώτατο ποσό αποζημίωσης που μπορούσε να επιδικαστεί ανερχόταν στις 70.000 δρχ. Τα θύματα κλήθηκαν να υποβάλουν αιτήσεις στα κατά τόπους πρωτοδικεία, τα οποία είχαν καταστεί αρμόδια για την απονομή των αποζημιώσεων. Τα 115 εκατ. μοιράστηκαν σε 96.876 δικαιούχους. Αντίθετα με τις εκατέρωθεν κατηγορίες πως το ποσό της αποζημίωσης το καρπώθηκαν οι υποστηρικτές της ΕΡΕ ή αποκλειστικά οι Εβραίοι, η έρευνα κατέδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού αποζημιώθηκαν εξίσου οι Εβραίοι όσο και οι χριστιανοί θύματα του Εθνικοσοσιαλισμού. Αποζημίωση καταβλήθηκε επίσης και στα θύματα σφαγών και αντιποίνων ανά την Ελλάδα.

Βόννη, Νοέμβριος 1958. Καραμανλής και Αντενάουερ υπογράφουν διμερές ελληνογερμανικό πρωτόκολλο συνεργασίας ενώ ο Ευ. Αβέρωφ παρακολουθεί. Στις διαπραγματεύσεις για τις γερμανικές αποζημιώσεις έγινε προσπάθεια να μη διαταραχτούν οι ελληνογερμανικές σχέσεις κυρίως για οικονομικούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους. Αρχείο: Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Κ. Καραμανλής».

Βόννη, Νοέμβριος 1958. Καραμανλής και Αντενάουερ υπογράφουν διμερές ελληνογερμανικό πρωτόκολλο συνεργασίας ενώ ο Ευ. Αβέρωφ παρακολουθεί. Στις διαπραγματεύσεις για τις γερμανικές αποζημιώσεις έγινε προσπάθεια να μη διαταραχτούν οι ελληνογερμανικές σχέσεις κυρίως για οικονομικούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους. Αρχείο: Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Κ. Καραμανλής».

Αν επιχειρήσουμε να συγκρίνουμε τα ποσά που έλαβαν οι δικαιούχοι στις διάφορες χώρες, θα διαπιστώσουμε μεγάλες ανομοιομορφίες. Υπήρξαν χώρες οι οποίες έλαβαν υψηλά ποσά σε σύγκριση με τον αριθμό των θυμάτων τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση της Νορβηγίας: το ποσό που έλαβε κάθε δικαιούχος αντιστοιχούσε εν πολλοίς με το ετήσιο εισόδημα ενός Νορβηγού εργάτη. Η Μεγάλη Βρετανία έλαβε 11 εκατ. μάρκα και, έχοντας υπερβάλει στον αριθμό των θυμάτων, αναζητούσε άτομα να διαθέσει το ποσό, προκειμένου να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στη Γερμανία τα χρήματα που έμεναν αδιάθετα. Αποζημιώσεις, έστω και μικρές, έλαβαν ακόμα και χώρες που έμειναν ουδέτερες στον πόλεμο, όπως η Σουηδία και η Ελβετία, η οποία, μάλιστα, δεν θέλησε να συμμετάσχει από την αρχή στο διάβημα των ευρωπαϊκών κρατών, καθώς το θεωρούσε ασυμβίβαστο με την ουδετερότητα που είχε υιοθετήσει.

Αντίθετα, τα 115 εκατ. που καταβλήθηκαν στην Ελλάδα αποδείχθηκαν ανεπαρκή για να αποζημιωθούν ικανοποιητικά τα θύματα της ναζιστικής κατοχής. Η κυβέρνηση Καραμανλή, μη έχοντας καταφέρει να συγκεντρώσει συγκεκριμένα στοιχεία για τον αριθμό των θυμάτων και κατ’ επέκταση και των δικαιούχων, βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν αναπάντεχα μεγάλο αριθμό αιτήσεων, με συνέπεια οι ελληνικές αρχές να αναγκαστούν να περικόψουν τις αποζημιώσεις. Έτσι, στους δικαιούχους καταβλήθηκε μόλις το 55% της αποζημίωσης που τους είχαν επιδικάσει τα πρωτοδικεία. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα ποσά των αποζημιώσεων που έφτασαν τελικά στα χέρια των θυμάτων ήταν ακόμα μικρότερα, αφού το Ν.Δ. 4178 προέβλεπε την καταβολή αμοιβής ύψους 5% επί της επιδικασμένης αποζημίωσης στους δικηγόρους που χειρίστηκαν την απαραίτητη διαδικασία στα πρωτοδικεία.

 

Θύελλα αντιδράσεων από την περικοπή των κονδυλίων

 

Όπως ήταν επόμενο, η περικοπή προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, με τα θύματα να απαιτούν την εξ ολοκλήρου καταβολή της επιδικασμένης αποζημίωσης. Προκειμένου να αμβλύνουν τις αντιδράσεις, οι ελληνικές Αρχές εξέταζαν το ενδεχόμενο να καταβληθεί το υπόλοιπο της αποζημίωσης από τον κρατικό προϋπολογισμό, μια πρόταση όμως που δεν προχώρησε. Η περικοπή ήταν εν γνώσει και των Γερμανών αξιωματούχων, οι οποίοι παρακολουθούσαν γεμάτοι ανησυχία τις εξελίξεις, φοβούμενοι πως η ελληνική κυβέρνηση θα απευθυνόταν εκ νέου στην ΟΔΓ, ζητώντας επιπλέον χρήματα ώστε να καταστεί δυνατή η καταβολή ολόκληρων των επιδικασμένων αποζημιώσεων στους δικαιούχους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Χρειάστηκε να περάσει πάνω από μία δεκαετία για να δοθεί το 1975, πάλι επί κυβέρνησης Καραμανλή, ένα επιπλέον 4% των χρημάτων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα θύματα δεν έπαψαν να απευθύνονται στις ελληνικές Αρχές, ζητώντας την καταβολή και του υπόλοιπου ποσού της αποζημίωσης. Η πάγια απάντηση ήταν πως η έγερση εκ νέου απαιτήσεων θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών και την υπογραφή συμφώνου ειρήνης με την ενιαία Γερμανία. Πράγματι, το 1990 η Γερμανία επανενώθηκε, χωρίς όμως να υπογραφεί κανένα σύμφωνο ειρήνης, προκειμένου το άρθρο 5 του Συμφώνου του Λονδίνου να συνεχίσει τυπικά να υφίσταται σε ισχύ, καθιστώντας έτσι αδύνατη οποιαδήποτε συζήτηση για την καταβολή των γερμανικών οφειλών. Οι Έλληνες πληγέντες της γερμανικής κατοχής κατέληξαν να λάβουν τυπικά το 59%, ουσιαστικά όμως μόλις το 54% της αποζημίωσης που τους επιδικάσθηκε.

 

Δέσποινα-Γεωργία Κωνσταντινάκου

Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας

και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Εφημερίδα «Καθημερινή», Κυριακή 9 Αυγούστου 2015, επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

« Newer Posts