Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Εκδόσεις’ Category

Οι Συμβολαιογράφοι | Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου 1831- 2009 – Νικόλαος Γεωργίου Τόμπρας


 

Ένα καινούργιο βιβλίο ξεκινά την πορεία του, «Οι Συμβολαιογράφοι, Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι του Ναυπλίου, 1831 – 2009», του Νικολάου Γεωργίου Τόμπρα εν ενεργεία συμβολαιογράφου Ναυπλίου. Το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας πέντε περίπου ετών στα οποία ο συγγραφέας με επίπονη προσπάθεια, κόπο και συστηματική έρευνα  κατάφερε να συγκεντρώσει στοιχεία για τους συνάδελφούς του  και να προσδιορίσει την περίοδο που υπηρέτησαν τον θεσμό της Συμβολαιογραφίας.

Στη συνέχεια εξετάστηκε συστηματικά το  σύνολο του νομοθετικού πλαισίου που οδήγησε στην σύλληψη, τον σχεδιασμό, την δημιουργία, την ανάπτυξη και την ωρίμανση του Συμβολαιογραφικού θεσμού στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα εντοπίστηκε η πορεία γέννησης και ωρίμανσης του θεσμού των υποθηκοφυλάκων και οι λειτουργοί της στο Ναύπλιο. Ακόμα, στάθηκε δυνατό να διακριβωθεί η διαδικασία δημιουργίας του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Ναυπλίου (νομοί Αργολίδος, Αρκαδίας, Καλαμάτας, Κορινθίας, Λακωνίας) και να αναδειχθούν τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων του στην πορεία του χρόνου. Τέλος, μέσα από όλη αυτή την διαδικασία δημιουργήθηκε μια υπέροχη εικόνα της πόλης του Ναυπλίου, καθώς και της επαρχίας Ναυπλίας και των ανθρώπων της στο χρόνο.

 

Οι Συμβολαιογράφοι | Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου 1831- 2009

 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:

Ενώ ο Αγώνας για την Ανεξαρτησία εξελίσσεται και η προσπάθεια για τη δημιουργία σύγχρονου Ελληνικού Κράτους εντατικοποιείται, προκύπτει η ανάγκη δημιουργίας σύγχρονων θεσμών και σχετικού νομοθετικού πλαισίου. Ένας από τους πρώτους θεσμούς που θα ιδρυθεί είναι και αυτός της Συμβολαιογραφίας. Η πορεία σύλληψης και εξέλιξής του και οι δημόσιοι λειτουργοί που τον υπηρέτησαν στην πρώτη επίσημη πρωτεύουσα του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, κατά τη διάρκεια του 19ου  αλλά και του 20ου  αιώνα, αποτελούν το αντικείμενο αυτού του πονήματος.

Η προσωπική και επαγγελματική πορεία των συμβολαιογράφων του Ναυπλίου, που ήρθαν από κάθε σημείο του ορίζοντα όπου υπήρχε Ελληνισμός, είναι ενδιαφέρουσα. Ήταν Φιλικοί, έμποροι, κτηματίες, τραπεζικοί, γραφείς, υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών, δικαστές, δικηγόροι, κατάσκοποι, πολεμιστές, άνθρωποι των γραμμάτων, συγγραφείς, ποιητές, δωρητές, πολιτικοί, απόφοιτοι της Νομικής, αν και όχι πάντα, απλοί συμβολαιογράφοι, συνδικαλιστές. Αυτοί αντιπροσωπεύουν την πληρέστερη και χωρίς κανένα κενό αλυσίδα λειτουργών του θεσμού.

Παράλληλα, εξετάζεται η πορεία γέννησης και ωρίμανσης του θεσμού των υποθηκοφυλάκων και οι λειτουργοί αυτού στην πόλη καθώς και η διαδικασία δημιουργίας του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Ναυπλίου και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων του.

Το Ναύπλιο αποτέλεσε μια πολυπολιτισμική πόλη και οι κάτοικοί του προσήλθαν από την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία, την Οδησσό, τη Χίο. την Κρήτη, την Μακεδονία, την Κέρκυρα και ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ήταν Έλληνες και ξένοι φιλέλληνες, ο καθένας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η ιστορία τους αποτελεί μέρος της ιστορίας της πόλης του Ναυπλίου, της επαρχίας Ναυπλίας αλλά και του σύγχρονου Ελληνικού κράτους.

 

Στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στο  «Φουγάρο» το   Σάββατο 12 Ιουνίου 2021, μίλησαν για το βιβλίο, ο  Ιστορικός – Αρχειονόμος, πρώην διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους Νομού Αργολίδας, Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος, η  Χαρίκλεια Δημακοπούλου, Ιστορικός του Δικαίου των Θεσμών, δικηγόρος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, και η Σταματίνα Γκόγκα Μάνατζερ ανάπτυξης αναλυτικών προγραμμάτων, Κέντρου Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος  του Πανεπιστημίου Harvard.

Παρακάτω παραθέτουμε αυτούσιες τις ομιλίες του κυρίου Δημήτρη Χ. Γεωργόπουλου και της κυρίας Χαρίκλειας Δημακοπούλου. Να σημειώσουμε ότι η ομιλία της κας Σταματίνας Γκόγκα βασίστηκε σε οπτικοαουστικό υλικό, για το λόγο αυτό δεν περιλαμβάνεται στην παρούσα φάση.    

 

«Οι Συμβολαιογράφοι» του Νικολάου Γεωργίου Τόμπρα – Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος

 

Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος

Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας.

Μετά από τόσο καιρό διαδικτυακών παρουσιάσεων είναι πολύ ευχάριστο που ξαναβρισκόμαστε σε φυσιολογικές συνθήκες έστω και μασκοφορεμένοι.

Σήμερα είναι μια σημαντική μέρα γιατί γιορτάζουμε, κατά τη γνώμη μου, τη δημιουργία ενός βιβλίου. Ενός βιβλίου που, όπως θα δούμε, έχει πολλά να προσφέρει.

Ξεκινώντας από το εξώφυλλο (Εικ. 01) παρατηρούμε   τον τίτλο και τον υπότιτλο. Ο τίτλος παραπέμπει σε κάτι γενικό που είναι οι συμβολαιογράφοι, αλλά ο υπότιτλος με τις παύλες ανάμεσα στις λέξεις Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου παραπέμπει σε κάτι ειδικό. Και πράγματι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το περιεχόμενο του βιβλίου αναφέρεται γενικά στην ιστορία του θεσμού του συμβολαιογράφου και ειδικότερα στους συμβολαιογράφους Ναυπλίου τη μακρά περίοδο 1831-2009.

 

Οι Συμβολαιογράφοι | Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου 1831- 2009

 

Τέλος, το εξώφυλλο κοσμεί το αποτύπωμα 3 σφραγίδων. Η επιλογή τους  δεν έχει μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα. Η σφραγίδα αποτελούσε για τον συμβολαιογράφο «το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμά του».[1] Η παλαιότερη σφραγίδα, του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου, (Εικ. 02) παραπέμπει στην έναρξη του θεσμού‧ γράφει περιμετρικά «Δημόσιος Μνήμων Ναυπλίου», έχει στο κέντρο μία κουκουβάγια ανάμεσα σε κλαδιά ελιάς και στο κάτω μέρος τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου, δηλαδή το Χ και το Π, καθώς και τη χρονολογία 1831.

 

(Εικ. 02) Η σφραγίδα του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου.

 

Η επόμενη σφραγίδα ανήκει στον Σωτήριο Αθανασιάδη. Φέρει περιμετρικά το ονοματεπώνυμό του και τις λέξεις συμβολαιογράφος Ναυπλίας και έχει στο κέντρο απεικόνιση βιβλίου-Ευαγγελίου. Χρονολογικά τοποθετείται στα 1869. (Εικ. 03)

 

(Εικ. 03) Η σφραγίδα του Σωτηρίου Αθανασιάδη.

 

Τέλος, η τρίτη σφραγίδα  ανήκει στον Νικόλαο Α. Τόμπρα, παππού του Νίκου.  Φέρει περιμετρικά το ονοματεπώνυμό του και τις λέξεις συμβολαιογράφος Ναυπλίου, έχει στο κέντρο τις λέξεις «Ελληνική Δημοκρατία» και τοποθετείται χρονολογικά στα 1929. (Εικ. 04)

 

(Εικ. 04) Η σφραγίδα του Νικολάου Α. Τόμπρα.

 

Συνεχίζοντας την περιδιάβαση των σφραγίδων στο εσωτερικό του βιβλίου παρατηρούμε ότι σ’ αυτές αποτυπώνονται οι πολιτειακές εξελίξεις, αλλά και οι σχέσεις του κράτους με τον συμβολαιογραφικό θεσμό. Και εξηγούμαι. Ενώ δηλαδή στην αρχή του θεσμού τα σύμβολα στο κέντρο των σφραγίδων είναι, θα έλεγα, προσωπικά, συν τω χρόνω στο κέντρο των σφραγίδων τοποθετείται το εθνόσημο. Στοιχείο που σηματοδοτεί τη στενή σχέση κράτους – συμβολαιογράφων. Νομίζω ότι σε αυτή τη διαπίστωση συνηγορεί ο τρόπος εκλογής τους. Ενώ δηλαδή επί διακυβέρνησης Καποδίστρια ο μνήμονας εκλεγόταν «από το Επαρχιακό Συμβούλιο και σε περίπτωση έλλειψης αυτού από την Επαρχιακή Δημογεροντία, η οποία ήταν μορφή δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης με εκτεταμένες αρμοδιότητες (άρθρο 2, εδάφ. 1).»,[2] επί της βασιλείας του Όθωνα οι συμβολαιογράφοι διορίζονταν «από τον Βασιλέα κατόπιν γνωμοδοτήσεως του αρμοδίου Εισαγγελέα πρωτοδικών και σχετικής προτάσεως του Γραμματέα της Δικαιοσύνης άρθρο 169)».[3] Επιπλέον, ενώ προβλέπονται εξετάσεις για το διορισμό των συμβολαιογράφων, ο Νίκος μας αναφέρει ότι «όπως αποτυπώνεται στα φύλλα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος και ανιχνεύτηκε μέσα από την ατομική ιστορία καθενός από τους συμβολαιογράφους του Ναυπλίου, όλοι οι συμβολαιογράφοι της πόλης κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα διορίζονται εκμεταλλευόμενοι το εδάφιο 2 του άρθρου 170, διορίζονται δηλαδή ως επιβράβευση για προηγούμενες εκδουλεύσεις τους».[4] Νομίζω ότι γίνεται κατανοητή η εξάρτηση του διορισμού των συμβολαιογράφων από την Εξουσία.

Η κατάσταση αλλάζει άρδην προς το καλύτερο με τη νομοθεσία της περιόδου της βασιλείας Γεωργίου του Α΄. Συγκεκριμένα με διάταγμα του 1874 οι συμβολαιογράφοι διορίζονται κατόπιν εξετάσεων, προφορικών και γραπτών, ενώπιον επιτροπής. Μάλιστα, στο διάταγμα προβλεπόταν η εξεταστέα ύλη και ο τρόπος της βαθμολόγησης. Επιπλέον, οι ήδη υπηρετούντες συμβολαιογράφοι, που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις, θα έπρεπε να δώσουν εξετάσεις και εάν μεν επιτύγχαναν θα λάμβαναν πτυχίο, ενώ εάν αποτύγχαναν ή δεν παρουσιάζονταν θα απολύονταν.[5]

Ας έρθουμε τώρα σε ένα άλλο στοιχείο του βιβλίου που είναι η δομή του.

Ο συγγραφέας προτάσσει ένα χρονολόγιο με τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα, αλλά κυρίως με τους νόμους και τα διατάγματα τα σχετικά με τη λειτουργία του συμβολαιογραφικού θεσμού.

Ακολουθεί ο πρόλογος, όπου αναφέρεται το ιστορικό της συγγραφής του βιβλίου και η «σκοπιμότητα» που εξυπηρετεί.

Στη συνέχεια είναι το κυρίως μέρος του βιβλίου, το οποίο διαρθρώνεται σε εννέα (9) κεφάλαια.

Στο πρώτο κεφάλαιο, το οποίο είναι ουσιαστικό, προκειμένου να κατανοήσει ο αναγνώστης το περιεχόμενο και την εξέλιξη του συμβολαιογραφικού θεσμού,  δίνονται πληροφορίες για το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του συμβολαιογραφικού θεσμού ξεκινώντας από τα χρόνια της Επανάστασης και προχωρώντας  στα χρόνια διακυβέρνησης του Ι. Καποδίστρια, της βασιλείας του Όθωνα και του Γεωργίου του Α΄.. Το κεφάλαιο τελειώνει με τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, καθώς και με πληροφορίες για το Ταμείο Νομικών, τη δημιουργία του συμβολαιογραφικού συλλόγου και την είσοδο γυναικών στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα. Ενδιάμεσα σ’  αυτό το κεφάλαιο πληροφορούμαστε για τις κατά καιρούς ονομασίες των συμβολαιογράφων.  «Σημειογράφοι, Μνήμονες, Συμβολαιογράφοι». [6] Ας δούμε τι σημαίνει η καθεμιά ονομασία.

«Σημειογράφοι ήτοι Νοτάριοι»‧ Κατά τον συγγραφέα «σημειογράφος» είναι «αυτός που χαράζει σημεία σε πλάκες ή σε χαρτί αλλά κυρίως αυτός που διατηρεί τα σημεία των ορίων των ακινήτων επί του εδάφους και τα συμπεφωνημένα όρια των περιοχών». Η ονομασία «νοτάριος» προφανώς είναι μετάφραση από το ιταλικό «notaio».

«Μνήμονας» είναι αυτός που θυμάται και κατ’ επέκταση αυτός που με τις πράξεις του διατηρεί τη μνήμη.

«Συμβολαιογράφος» είναι αυτός που συντάσσει συμβόλαια, δηλαδή συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών.

Στη συνέχεια υπάρχει η ενότητα για τον 19ου αιώνα, όπου εμπεριέχονται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο κεφάλαια.

Στο δεύτερο κεφάλαιο που έχει τον τίτλο «Ηρωική εποχή», και θα δούμε γιατί τιτλοφορείται έτσι, ο συγγραφέας θεώρησε σκόπιμο να αναφερθεί στο χώρο λειτουργίας των συμβολαιογράφων και να μας δώσει τα πληθυσμιακά στοιχεία του χώρου. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι οι συμβολαιογράφοι του Ναυπλίου είχαν ως χώρο ευθύνης  την επαρχία Ναυπλίας, που το 1834 την αποτελούσαν οι δήμοι Ναυπλίας, Επιδαύρου, Αραχναίου, Μηδείας, Τιρυνθίδος, Ασίνης, Λήσσης και Προσύμνης και ότι ο πληθυσμός της επαρχίας ανερχόταν τότε σε 13.832 ψυχές.[7] Λίγο-πολύ καθ’ όλο τον 19ο αιώνα ο πληθυσμός της επαρχίας Ναυπλίας κυμαίνεται ανάμεσα στις  12.500 και 15.500 ψυχές.

Στη συνέχεια αναφέρεται στις πρόδρομες μορφές συμβολαιογράφων που ήταν οι αναφορογράφοι και στο χώρο που λειτουργούσαν αυτοί και βεβαίως μας δικαιολογεί τον τίτλο του κεφαλαίου, δηλαδή την «ηρωική εποχή», γράφοντας: «Είναι όμως και κυριολεκτικά αγωνιστές, όχι μόνο γιατί πέτυχαν να επιβιώσουν του αγώνα της Ανεξαρτησίας, γεγονός που από μόνο του έχει αξία, αλλά και γιατί οι περισσότεροι από αυτούς έχουν λάβει μέρος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις μάχες της Επανάστασης».[8] Και ποιοι είναι αυτοί οι συμβολαιογράφοι της ηρωικής περιόδου: Είναι ο Δημόσιος Μνήμων Ναυπλίας Χαράλαμπος Α. Παπαδόπουλος και οι συμβολαιογράφοι Ναυπλίας Αναστάσιος Κ. Ελαιών, Αναστάσιος Μαυροκέφαλος, Γεώργιος Σκαλίδης, Ιωάννης Δ. Σαρηγιάννης,  Γεώργιος Ηρακλείδης και Ιωάννης Τρ. Οικονομίδης. Τα στοιχεία που παρατίθενται για τον καθένα δεν αφορούν μόνο την επαγγελματική του ιδιότητα, αλλά αποτελούν πηγή πληροφοριών για τη ζωή και τη δράση τους.

Το τρίτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Μια δύσκολη εφηβεία», γιατί, όπως μας λέει ο Νίκος, «σχεδόν όλους τους κατωτέρω παρουσιαζόμενους συμβολαιογράφους διακρίνει μια ακατάστατη θητεία, με συχνά κενά στην καριέρα τους, μετακινήσεις, μεταθέσεις, πειθαρχικές περιπέτειες, έντονο παρασκήνιο τοποθετήσεων…».[9] Αυτοί είναι οι Παρασκευάς Γιαννακόπουλος, Νικόλαος Ευσταθόπουλος, Σωτήριος Αθανασιάδης, Δημήτριος Π. Βασιλείου, Προκόπιος Παπαδόπουλος και Χρήστος Γ. Μερβακίτης.

Το τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται στους συμβολαιογράφους Ιωάννη Ν. Μανουσόπουλο, Νικόλαο Α. Ολύμπιο, Θεμιστοκλή Γ. Οικονομόπουλο, Εμμανουήλ Κ. Φούτη, Αγαμέμνονα Δ. Φικιώτη, Δημήτριο Ι. Φικιώτη, Γεώργιο Δ. Παπακυριακού και Διονύσιο Ι. Ιατρό. Οι συμβολαιογράφο αυτοί  «συνέβαλαν στο πέρασμα του συμβολαιογραφικού θεσμού από τους λειτουργούς, που κάποια στιγμή υπηρέτησαν και ως συμβολαιογράφοι, στους επαγγελματίες αποφοίτους της νομικής σχολής, τους επιστήμονες δηλαδή συμβολαιογράφους, με τη σύγχρονη έννοια του όρου»,[10] γι’ αυτό και αυτό το κεφάλαιο τιτλοφορείται «Συμβάλλοντας στη μετάβαση».

Η επόμενη ενότητα αφορά τον 20ο αιώνα και αποτελείται από τα κεφάλαια πέντε και έξι.

Ο «μακρύς 20ος αιώνας» και ειδικότερα το πρώτο μισό του αιώνα είναι μία περίοδος με κοσμοϊστορικά γεγονότα. (….) Αυτή την περίοδο «Η συμβολαιογραφία και οι λειτουργοί της  διακρίνονται από μία ωριμότητα και κανονικότητα. Το σύνολο των λειτουργών  του θεσμού είναι πλέον απόφοιτοι της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και έχουν υπηρετήσει για κάποια χρόνια ως δικηγόροι».[11] Αυτοί είναι ο Σωτήριος Εμμ. Φούτης, ο Παναγιώτης Αντ. Περράκης, ο Χρήστος Ν. Αναγνωστόπουλος, ο Κωνσταντίνος Δημ. Πασπαλιάρης, ο Αγαμέμνων Α. Αποστολόπουλος, ο Νικόλαος Αθαν. Τόμπρας, ο Βασίλειος Ιωαν. Παπαδριανός και ο Σπυρίδων Παν. Περράκης.

Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου κλείνει με το έκτο κεφάλαιο, όπου γίνεται μνεία στους «Μετά τον πόλεμο: τους «νέους» συμβολαιογράφους και τους σύγχρονους» που είναι οι: Γεώργιος Κων. Μηναίος, Αθανάσιος Νικ. Τόμπρας, Μαγδαληνή Βασ. Παπαδριανού, Γεώργιος Νικ. Τόμπρας, Ευδοκία Α. Πραξιτέλους-Νανοπούλου, Βάιος Βασ. Παπαπαναγιώτου, Σταύρος Στυλ. Προκοπίου και Ξανθούλα Στυλ. Σουγλέ. Αυτή την περίοδο βλέπουμε για πρώτη φορά να εισέρχονται στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα γυναίκες.

Στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους «φίλους και συνοδοιπόρους» των συμβολαιογράφων, τους υποθηκοφύλακες Ναυπλίου. Μετά την παράθεση του νομοθετικού πλαισίου  λειτουργίας των Υποθηκοφυλακείων, τα οποία ιδρύθηκαν το 1856, αναφέρονται οι  διατελέσαντες υποθηκοφύλακες Ναυπλίου για περισσότερο από έναν αιώνα, δηλαδή από το 1856 έως το  1977. Αυτοί είναι ο Αθανάσιος Δ. Σέκερης, ο Θεόδωρος Λιαρόπουλος, ο Χαρίλαος Δ. Κεκερής, ο Αγαμέμνων Αθ. Μπεβάρδος, ο Σταύρος Γ. Μουτζουρίδης και ο Παντελής Σαγκανάς.

Το όγδοο κεφάλαιο αφιερώνεται στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Εφετείου Ναυπλίου, ο οποίος περιλαμβάνει τους συμβολαιογράφους των νομών Αργολίδας, Αρκαδίας, Μεσσηνίας, Κορινθίας και Λακωνίας. Αναφέρεται ο ιδρυτικός νόμος του 1931 καθώς και όλα τα Δ.Σ. μέχρι το 1985.

Το κυρίως μέρος του βιβλίου κλείνει με το ένατο κεφάλαιο. Εδώ έχουμε μια εκ βαθέων ομολογία των «δυσκολιών  και των προβλημάτων» που αντιμετώπισε ο συγγραφέας, τα οποία χαρακτηρίζει υποκειμενικά και αντικειμενικά. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο αφενός γιατί υπάρχει το θέμα του χρόνου και  αφετέρου γιατί είναι αρμοδιότερος να μιλήσει γι’  αυτά ο Νίκος.

Τμήμα αυτού του κεφαλαίου αποτελούν οι νέες τεχνολογίες, δηλαδή η χρήση της γραφομηχανής μετά το δεύτερο μισό του της δεκαετίας του ’20. Όσο και αν αυτό σήμερα μας ξενίζει εκείνη την εποχή η γραφομηχανή αποτελούσε τη νέα τεχνολογία.

Θα ήθελα να σταθώ στη «θεωρία» [12] που διατυπώνει ο Νίκος κατά την οποία είναι πιθανό οι συμβολαιογράφοι της «ηρωικής εποχής» να γνωρίζονταν μεταξύ τους ίσως και μέσω της Φιλικής Εταιρείας που κάποιοι ήταν μέλη της. Η τεκμηρίωση μια τέτοιας «θεωρίας» απαιτεί πολλή δουλειά και κυρίως αναδίφηση στην προσωπική τους αλληλογραφία, αν υπάρχει, και όχι μόνο.

Τέλος, είναι συγκινητικό το περιεχόμενο, όπου αναφέρονται τα «Συμπεράσματα μιας προσπάθειας». Τέτοια κείμενα δεν σχολιάζονται, γιατί κάθε σχολιασμός θα τα υποβάθμιζε∙ μιλούν από μόνα τους.

Το βιβλίο τελειώνει με το «Παράρτημα», όπου παρατίθενται οι συμβολαιογράφοι, το χρονικό διάστημα που λειτούργησαν και το σύνολο των πράξεων που συνέταξαν∙ ακολουθούν οι «Πηγές, τα βοηθήματα και οι ευχαριστίες», οι «Εναλλακτικές πηγές και οι πρόσθετες πληροφορίες», η «Βιβλιογραφία», ο κατάλογος με πληροφορίες για το φωτογραφικό υλικό που παρατίθεται στο εσωτερικό του βιβλίου και βέβαια το ευρετήριο ονομάτων και το ευρετήριο πόλεων, οικισμών και τοπωνυμίων. Με όλα αυτά που προαναφέραμε συμπληρώνονται οι 335 σελίδες του βιβλίου.

Τελειώνοντας νομίζω ότι είναι απαραίτητο να απαντήσουμε στο ερώτημα: Τι νέο προσφέρει το βιβλίο του Νικόλαου Γεωργίου Τόμπρα «Οι Συμβολαιογράφοι»;

Κατ’ αρχάς να πούμε ότι πρόκειται για πρωτότυπη εργασία μιας και δεν υπάρχει κάποιο άλλο σχετικό πόνημα, πλην της εργασίας του Ηλία Κωτσάκη, τέως προέδρου του συμβολαιογραφικού συλλόγου Εφετείου Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου. Μαθαίνουμε, λοιπόν, για την ιστορία του συμβολαιογραφικού θεσμού από τα  χρόνια της  Επανάστασης μέχρι τις μέρες μας.

Επίσης, μιλώντας για τους συμβολαιογράφους του Ναυπλίου λαμβάνουμε πλήθος πληροφοριών όχι μόνο που αφορούν την επαγγελματική τους ιδιότητα αλλά και την προσωπική τους ζωή.

Συνδυάζοντας τις δύο παραπάνω πηγές αποκομίζουμε ένα πλήθος πληροφοριών για την ιστορία της πόλης του Ναυπλίου, που κάποιες δεν μας ήταν γνωστές.

Επιπλέον, αυτά τα πάνω από τέσσερα χρόνια έρευνας σε διάφορες αρχειακές πηγές  έφεραν  στο φως στοιχεία που μέχρι σήμερα δεν γνωρίζαμε (π.χ. για το συγγραφικό έργο του Αναστάσιου Μαυροκέφαλου και όχι μόνο) και που μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για περαιτέρω έρευνα.

Τέλος, θα αναφερθώ ειδικά στο προσχέδιο του ψηφίσματος «Περί των Μνημόνων της εκλογής και της περιφερείας αυτών». Πρόκειται για άγνωστο τεκμήριο, το οποίο από  κοινού  με τις παρατηρήσεις που το συνοδεύουν θα αποτελέσουν πηγή πληροφοριών όχι μόνο για το σκεπτικό σύνταξης του ψηφίσματος, αλλά και για τη γενικότερη αντίληψη συγκρότησης και λειτουργίας ενός σύγχρονου δυτικού τύπου κράτους που ευαγγελιζόταν ο Κυβερνήτης.

Ας μου επιτραπεί να επισημάνω μια ιστορική ανακρίβεια σχετικά με τη σφαγή στο Άργος από Γάλλους στρατιώτες το 1833. Αναφέρεται στο βιβλίο ότι «Στο Άργος υπήρξε ανοιχτή σύρραξη μεταξύ ατάκτων Ελλήνων και των γαλλικών στρατευμάτων, με σημαντικό αριθμό θυμάτων εκατέρωθεν».[13] Η πραγματικότητα είναι ότι από ένα ασήμαντο γεγονός δημιουργήθηκε σύρραξη μεταξύ των ατάκτων σωμάτων και των Γάλλων στρατιωτών. Όμως, στη συνέχεια τα άτακτα σώματα αποσύρθηκαν και οι Γάλλοι επέπεσαν μανιωδώς επί των αμάχων. «Τα θύματα – 300 περίπου απέναντι σε 40 Γάλλους νεκρούς και τραυματίες – ήταν κυρίως αθώοι πολίτες και γυναικόπαιδα».[14]

Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ για την υπομονή σας και βεβαίως συνιστώ το βιβλίο στους συμβολαιογράφους, και γενικά στους νομικούς, καθώς και στον μέσο αναγνώστη, γιατί  έχει πολλά να μάθει, έστω παραλείποντας κάποιες λεπτομέρειες.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Μαζαράκης Αινιάν Ι. Κ., Εισαγωγή στο Σφραγίδες Ελευθερίας 1821-1832, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήναι 1983, σ.9.

[2] Ψήφισμα «Περί των μνημόνων της εκλογής και της περιφερείας αυτών». Γενική Εφημερίς της Ελλάδος 25/26-3-1830.

[3] Ψήφισμα «Οργανισμός των δικαστηρίων και των Συμβολαιογράφων». ΦΕΚ 13/10-4-1834.

[4] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», Ναύπλιο 2020, σ.42

[5] Διάταγμα «Περί εξετάσεως των εν τω κράτει συμβολαιογράφων και προσδιορισμού του αριθμού αυτών». ΦΕΚ 26/12-7-1874.

[6] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», ό.π. σ. 40, 41

[7] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», ό.π. σ.59,60

[8] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», ό.π. σ.63

[9] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», ό.π. σ.127

[10] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», ό.π. σ.163

[11] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», ό.π. σ.193

[12] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», ό.π. σ.283

[13] Νικόλαος Τόμπρας Γ. «Οι συμβολαιογράφοι», ό.π. σ. 101. Η υπογράμμιση δική μου.

[14] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, «Η κατάσταση της χώρας κατά το τέλος του 1832 και τα τραγικά γεγονότα του Άργους», Ι.Ε.Ε., Εκδοτική Αθηνών, 1975, τ. ΙΒ, σ. 578-579

 

 

Οἱ συμβολαιογράφοι τοῦ Ναυπλίου – Χαρίκλεια Δημακοπούλου

 

Κυρίες καί κύριοι,

Ἔχουν περάσει πολλά χρόνια ἀφ’ ὅτου ἔκαμα τήν τελευταία μου ἀνακοίνωση στό Ναύπλιο. Δέν θέλετε νά ξέρετε πόσα! Ὅμως τό Ναύπλιο εἶναι ἡ μεγάλη μου ἀγάπη, ἡ πόλις πού ἐρωτεύθηκα ὅταν τήν ἐπεσκέφθην γιά πρώτη φορά στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 ὡς μικρό παιδί. Οἱ ἀναμνήσεις ἀπό τότε, ὅταν ἐλάχιστοι φωτισμένοι προσπαθοῦσαν νά σώσουν τό Βουλευτικό ἀπό τήν κατάρρευση καί νά διασώσουν ὅ,τι ἀπέμενε ἀπό τήν νεοελληνική πορεία τῆς πόλεως εἶναι πολλές καί ἀγαπημένες. Σήμερα ὅμως δέν εἶμαι ἐδῶ γιά νά σᾶς μιλήσω γιά νοσταλγίες καί τά περασμένα, ἀλλά γιά νά μιλήσουμε γιά τήν ἐξαιρετική μελέτη τοῦ συμπολίτη σας καί ἀγαπητοῦ φίλου κ. Νίκου Τόμπρα περί τῶν συμβολαιογράφων τοῦ Ναυπλίου. Ὁ συγγραφεύς εἶναι ὁ ἴδιος συμβολαιογράφος Ναυπλίου, ὅπως καλῶς γνωρίζετε, καί ἀπεφάσισε νά ἐξιστορήση ἐπί τῆ βάσει διακριβωμένων στοιχείων τήν ἱστορία τῶν συμβολαιογράφων τῆς ἰδιαιτέρας πατρίδος του, πολλῷ μᾶλλον καθώς εἶναι γυιός καί ἔγγονος συμβολαιογράφων τῆς ἰδίας πόλεως. Αἰσθανόμενος λοιπόν τό βάρος τῆς ἐπιστημονικῆς πορείας τῶν προγόνων του καί τήν ἀξία τῶν ἀρχειακῶν στοιχείων πού φυλάσσονται στά γραφεῖα τῶν συναδέλφων του καί τοῦ ἰδίου ἐπεχείρησε μέ ἐπιτυχία τό ἐγχείρημά του.

Χαρίκλεια Δημακοπούλου

Τόν κ. Τόμπρα ἐγνώρισα ἐξ αἰτίας τοῦ βιβλίου του καί τόν ἐξετίμησα γιά τήν φιλότιμη προσπάθειά του νά προσεγγίση ἕνα θέμα πού παραμένει ἐν πολλοῖς ἀνεξερεύνητο. Καί μάλιστα ἕνα θέμα πού μέ ἐνδιαφέρει καί μέ τήν ἐπιστημονική μου ἰδιότητα τοῦ ἱστορικοῦ τοῦ Νεοελληνικοῦ Δικαίου καί τῶν Θεσμῶν. Δέν εἶναι δυνατόν λοιπόν, στήν παροῦσα συγκυρία νά παραλείψω νά συγχαρῶ τόν συγγραφέα ἀπό τοῦ βήματος γιά τήν ἐξαίρετη ἐργασία του, πού πρωτοπορεῖ πανελληνίως!

Συμβολαιογράφοι! Τί ἀκριβῶς εἶναι οἱ συμβολαιογράφοι, ὅλοι γνωρίζουμε διότι, ἄν μή τι ἄλλο, ὅλοι σέ κάποια στιγμή τῆς ζωῆς μας ἔχουμε προστρέξει στίς ὑπηρεσίες τους. Κανείς ὅμως δέν διερωτᾶται αὐτό τό ἐπάγγελμα/λειτούργημα ἀπό πότε ὑπάρχει. Ἡ Ἱστορία τῶν Θεσμῶν μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἀπό τήν κλασική ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν οἱ μνήμονες, πρόσωπα πού ἐκαλοῦντο στό δικαστήριο γιά νά βεβαιώσουν γεγονότα καί πράξεις. Κάποτε ἡ μνήμη τους ἀρκοῦσε πρός τοῦτο, ἀλλά πολύ γρήγορα, γιά λόγους πρακτικούς, δηλαδή τῆς μή ἀμφισβητήσεως τῶν μαρτυρουμένων γεγονότων, ἡ μνήμη ἀντικατεστάθη ἀπό τόν γραπτό λόγο καί πίνακες τηρήσεως μεταβολῶν στήν προσωπική κατάσταση καί τήν περιουσία τῶν πολιτῶν, ἀλλά καί τῶν μεγάλων γεγονότων τῆς πόλεως.

Τό Ρωμαϊκό κράτος, ἤδη ἀπό τούς χρόνους τῆς Ὕστερης Δημοκρατίας, τηροῦσε ἐπιμελῶς τά στοιχεῖα τῶν περιουσιῶν τῶν πολιτῶν γιά τήν βεβαιότητα τῶν μεταβιβάσεων καί τήν ἀσφάλεια τῶν συναλλαγῶν, ἀλλά καί διότι ἡ διακρίβωσις τοῦ ὕψους τῆς περιουσίας ἐπέτρεπε τήν φορολόγηση καί τήν κατανομή τῶν βαρῶν. Τό σύστημα τακτοποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο κατά τούς χρόνους τῆς Ἡγεμονίας, ἀπό τόν Αὔγουστο καί τόν Βεσπασιανό, δύο αὐτοκράτορες πού ἀγωνίσθηκαν γιά τήν οἰκονομική ἀνόρθωση τοῦ κράτους τους.

Οἱ πράξεις πού ἀφοροῦσαν ἀγοραπωλησίες, προῖκες, κληρονομίες καί δωρεές συστηματοποιήθηκαν καί ἐτηροῦντο ἀπό τούς νοταρίους, μία ὀνομασία γιά τούς συμβολαιογράφους πού διατηρήθηκε στόν ἑλληνικό χῶρο κυρίως στίς περιοχές πού ἐγνώρισαν καί λατινική κυριαρχία, ὅπως εἶναι τά Ἑπτάνησα, οἱ Κυκλάδες καί ἡ Κρήτη, ἀλλά καί τό Ναύπλιο, καί γενικά ἡ Πελοπόννησος. Στήν βόρειο Ἑλλάδα συναντοῦμε ἀντιθέτως τήν ἐπιβίωση τοῦ ἀρχαίου ὅρου μνήμων καί τοῦ βυζαντινοῦ σημειογράφος.

Στό Βυζάντιο καί ἀπό τόν 10ο αἰώνα στήν Κωνσταντινούπολη οἱ νοτάριοι ὀνομάζονται πιά ταβουλάριοι, διότι κρατοῦν πίνακες (τάβουλες) καί ἀποτελοῦν ἀνεξάρτητη συντεχνία μέ 24 μέλη, αἱρετό πρόεδρο καί ἐσωτερικό κανονισμό. Ἀνάλογοι λειτουργοί ὑπῆρχαν καί στίς ἐπαρχίες, δύο σέ κάθε μία, γιά νά ἐλέγχουν τήν νομιμότητα τῶν δημοσίων πράξεων τῶν κρατικῶν λειτουργῶν, ἀκόμη καί τοῦ ἐπάρχου. Ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Νομικῆς Σχολῆς τῆς Πόλεως τό 1045 ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Θ΄ τόν Μονομάχο, ἀπαιτεῖτο γιά τήν ἀνάληψη τοῦ ἀξιώματος καί τῶν καθηκόντων τοῦ ταβουλαρίου πιστοποιητικό νομικῶν σπουδῶν καί διορισμός σέ συγκεκριμένη συνοικία, δηλαδή παρείχετο συγκεκριμένη ἐδαφική ἔκτασις ἁρμοδιότητος.

Παραλλήλως πρός τούς ταβουλαρίους πού διωρίζοντο ἀπό τήν Πολιτεία, ὑπῆρχαν καί ἐκκλησιαστικοί ταβουλάριοι πού ἀσκοῦσαν τά αὐτά καθήκοντα παρά τό γεγονός ὅτι ἦταν ἱερωμένοι. Καί τοῦτο εἶναι εὐεξήγητο, καθώς ἡ ἔγγειος ἰδιοκτησία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἐπί μέρους μονῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων αὐξάνετο μέ γεωμετρική ταχύτητα. Ἡ ὕπαρξις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταβουλαρίων (πού ἀπό τήν Μέση Βυζαντινή περίοδο ἀπεκαλοῦντο καί συμβολαιογράφοι) εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ θεσμός διατηρήθηκε καί μετά τήν Ἅλωση τοῦ 1204 καί κυρίως μετά τήν Ἅλωση τοῦ 1453. Ἀφοῦ ἦταν ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα, ἐπετρέπετο ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἁρμοδιότητος τοῦ Πατριάρχη καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν τοῦ μιλλιέτ τῶν Ρωμιῶν.

Αὐτό μᾶς φέρνει στίς παραμονές τοῦ Ἀγῶνα τοῦ 1821, τοῦ ὁποίου τιμᾶται ἐφέτος ἡ 200ετηρίς. Στίς ὠργανωμένες πόλεις λειτουργοῦν πάντοτε οἱ νοτάριοιμνήμονες, κάποιοι ἐκ τῶν ὁποίων συνέχισαν τά καθήκοντά τους καί κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἀγῶνος τῆς Παλιγγενεσίας, παρά τό γεγονός τῆς γενικῆς διαταράξεως ἐξ αἰτίας τοῦ διεξαγομένου ὁλοκληρωτικοῦ πολέμου. Τήν πρώτη τακτοποίηση τοῦ ζητήματος ἐξεκίνησε τό νεαρό Νεοελληνικό Κράτος ἀπό τόν Νόμο 12 τῆς 30 Ἀπριλίου 1822 περί Ὀργανισμοῦ τῶν Ἑλληνικῶν Ἐπαρχιῶν (ἄρθρ. 28) καί τόν ἀμέσως ἑπόμενο Νόμο 13 τῆς 2 Μαΐου 1822 «Διάταξις τῶν Δικαστηρίων», στόν ὁποῖο ὁλόκληρο κεφάλαιο, τό τελευταῖο, ἐπιγράφεται «Καθήκοντα τῶν νοταρίων». Τακτικώτερη ὀργάνωση ἐπεδίωξε ὁ Κυβερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας, ἐπί τῆς διακυβερνήσεως τοῦ ὁποίου διωρίσθηκε καί ὁ πρῶτος ἐπίσημος μετεπαναστατικός Νοτάριος στήν ἀπό τοῦ 1823 πρωτεύουσα τοῦ Κράτους Χαράλαμποος Παπαδόπουλος, καταγόμενος ἀπό τήν Καρύταινα.

Ὅπως ἀναλυτικά ἀποκαλύπτει τό βιβλίο τοῦ κ. Τόμπρα, οἱ πρῶτοι συμβολαιογράφοι τοῦ Ναυπλίου εἶχαν καταγωγή ἀπό διάφορα μέρη τῆς ἑλληνικῆς γῆς. Ὁ πρῶτος ἦταν ἀπό τήν Καρύταινα, ὁ δεύτερος ἀπό τήν Ραψάνη, ὁ τρίτος ἀπό τήν Πόλη, ὁ τέταρτος ἀπό τήν Κυνουρία. Ἡ εἰκόνα αὐτή συνεχίσθηκε ἐπί ἀρκετές δεκαετίες, μέ ἐντοπίους συμβολαιογράφους καταγομένους ἀπό τήν εὐρύτερη Ἀργολίδα, κυρίως ἀπό τόν Δῆμο Μιδέας.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ποικίλη καταγωγή τῶν συμβολαιογράφων Ναυπλίου ἀπεικονίζει τόν κοσμοπολιτικό χαρακτῆρα πού διατήρησε ἡ πόλη καί μετά τήν μεταφορά τῆς πρωτευούσης στήν Ἀθήνα. Καί τοῦτο εἶναι εὔλογο, καθώς στό Ναύπλιο εἶχαν σπεύσει νά ἀποκτήσουν κατοικία πολλοί Ἀγωνιστές, ἀλλά καί πρόσφυγες ἀπό ἄλλες περιοχές πού εἶχαν ὑποστῆ τήν τουρκική καί αἰγυπτιακή γενοκτονική ἐπιδρομή. Στήν διάρκεια τοῦ Ἀγῶνα εἶχαν συρρεύσει στήν πόλη τοῦ Ναυπλίου Ρουμελιῶτες, Ἑπτανήσιοι, ἀλλά καί Χιῶτες, Μεσολογγῖτες, Ψαριανοί θύματα τοῦ πολέμου, καθώς καί μεγάλος ἀριθμός προσώπων πού ἐκινοῦντο στόν χῶρο τῆς πολιτικῆς καί τῆς διοικήσεως. Εἶναι φυσικό ὅτι στήν μικρή καί κλειστή πόλη, πού προστατευόταν ἀπό τά τρία φρούριά της καί τό τεῖχος τῆς κάτω πόλεως, τό Βαρόσι, δομήθηκε τό Νεοελληνικό Κράτος, μέ ἀνώτατον ἄρχοντα, βουλή, κυβέρνηση, δικαστήριο, σχολεῖο καί ὑγειονομεῖο, νοσοκομεῖο καί ἄλλες ὑπηρεσίες. Δέν ἦταν δυνατόν νά λείψη ἡ καταγραφή τῶν μεταβιβάσεων καί τῶν ἄλλων πράξεων.

Ἡ μελέτη τοῦ κ. Τόμπρα καί οἱ πλούσιες πληροφορίες πού παρέχει γιά τά ἀρχεῖα τῶν παλαιῶν συμβολαιογράφων δέν μᾶς ἐνδιαφέρει μόνον γιά τήν ἱστορία τοῦ θεσμοῦ. Τά συμβολαιογραφικά ἀρχεῖα ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἀδιάψευστη πηγή ὅταν ἀναζητοῦνται στοιχεῖα κυριότητος ἐπί ἀκινήτων. Ὅμως πολύ λιγώτεροι γνωρίζουν ὅτι στήν λοιπή Εὐρώπη τά συμβολαιογραφικά ἀρχεῖα καί κυρίως προικοσύμφωνα καί διαθῆκες εἶναι βασική πηγή στήν ἀναζήτηση γενεαλογικῶν στοιχῶν, συγγενειῶν καί σχέσεων τῶν κατοίκων μεταξύ τους. Οἱ πράξεις αὐτές, πέρα ἀπό τά ἄλλα εἶναι καί βασική πηγή γιά τήν ἀνίχνευση τῶν μεταβολῶν τῆς κοινωνίας. Κάποιες ἀποκαλύπτουν, αἰῶνες ἀργότερα, λησμονημένα σκάνδαλα καί «ρόζ ἱστορίες», μέ τήν ἀποκλήρωση παιδιῶν γιά σκανδαλώδη συμπεριφορά, κορίτσια γιά τήν σύμπραξή τους σέ ἀπαγωγή τους καί γάμο παρά τήν θέληση τοῦ πατέρα, γιά ἀνεπιθύμητο γάμο κάποιας χήρας, πού τά παιδιά της προσπαθοῦν νά ἀποκλείσουν ἀπό τήν πατρική περιουσία καί ἄλλα παρόμοια.

Ἔτσι καί στήν Ἑλλάδα οἱ νοτάριοι/ μνήμονες/ σημειογράφοι/ συμβολαιογράφοι κατέγραφαν ὅσα ζητοῦσε ὁ πελάτης, διαθέτης ἤ προικοδότης, καί ἀποτύπωναν ἐπίσης συχνά, τουλάχιστον μέχρις ὅτου λειτούργησαν τακτικά τά δικαστήρια στό νεοελληνικό κράτος, κοινωνικές καταστάσεις καί δυσλειτουργίες, διαμάχες καί συγκρούσεις σέ τοπικό ἐπίπεδο.

Οἱ κλασικοί ἱστορικοί συνήθως ἀρκοῦνται νά συμβουλεύονται γιά τήν περίοδο πού μᾶς ἐνδιαφέρει, τῶν πρώτων ἐτῶν τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους μετά τήν ἵδρυσή του τό 1822, ἀπομνημονεύματα ἀγωνιστῶν, κάποια ἀπό τά δημοσιευμένα ἀρχεῖα, ἴσως τώρα πού ψηφιοποιήθηκαν ἔγγραφα στά Γενικά Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους στήν Ἀθήνα καί τήν περιφέρεια, ἀλλά λησμονοῦν πανηγυρικά τήν πληροφόρηση ἀπό τά θεσμικά ἀρχεῖα τῶν ληξιαρχείων, ὑποθηκοφυλακείων καί τῶν συμβολαιογράφων, ἀλλά καί τῶν βιβλίων γάμων, βαπτίσεων καί κηδειῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν. Ὅμως ἡ προσφυγή σέ αὐτό τό ἱστορικό ὑλικό θά τούς ἔδιδε ἀπαντήσεις γιά πολλά ἐρωτήματα. Καί εἶναι καιρός νά προχωρήσουμε πιό πέρα καί πιό μπροστά στήν ἔρευνα τοῦ προσφάτου παρελθόντος μας. Ὅπως ἔκαμε ὁ κ. Τόμπρας. Διότι αὐτό τό παρελθόν μᾶς καθορίζει καί μᾶς διαμορφώνει  συχνά καί χωρίς νά τό κατανοοῦμε. Τά πνεύματα ἔχουν ἀνοίξει και βελτιωθῆ σαφῶς.

Στά ὄχι καί τόσο μακρυνά χρόνια τοῦ 1971, ὅταν μία μικρή ὁμάδα ἐρευνητῶν μέ προεξάρχοντες τόν ἀείμνηστο Κωνσταντῖνο Κ. Σπηλιωτάκη καί τόν ἐπίσης ἐκλιπόντα πλέον πατέρα μου Γεώργιο Δ. Δημακόπουλο ἀναζητοῦσαν ἀγωνιωδῶς τά στοιχεῖα ἰδιοκτησίας τοῦ κτιρίου τοῦ Ἐκτελεστικοῦ (φυλακές Λεονάρδου), προσέφυγαν καί σέ συμβολαιογράφο τῆς πόλεως. Δέν θά ἀναφέρω ὄνομα, ἄν καί τό θυμοῦμαι πολύ καλά.

Ὁ ἐν λόγω λειτουργός, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ συμβολαιογράφοι κατά νόμον εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καί τά συμβόλαια δημόσια ἔγγραφα, δέν δέχθηκε νά διευκολύνη τήν ἔρευνα καί νά ἐπιτρέψη τήν πρόσβαση στό ἀρχεῖο του. Ἀντιθέτως μάλιστα ἐζήτησε ἕνα ὑπέρογκο γιά τήν ἐποχή ποσό γιά νά ἀναλάβη τήν σχετική ἐργασία ὁ ἴδιος, μέ τήν λογική – προφανῶς – ὅτι ὁ ἔλεγχος τίτλων δέν θά κατέληγε σέ συμβόλαιο!

Εὐτυχῶς ἔχουμε ξεφύγει ἀπό αὐτήν τήν δραματική κατάσταση, πού ἔφερε τό κτίριο στά ὅρια τῆς καταρρεύσεως. Σήμερα πολλά ἀπό τά ἀρχεῖα τῶν συμβολαιογράφων Ναυπλίου ἔχουν καταστῆ προσιτά εἴτε ἀφοῦ κατετέθησαν στά Γενικά Ἀρχεῖα Νομοῦ Ἀργολίδος εἴτε διότι προσεφέρθησαν σέ ἄλλους δημοσίους φορεῖς. Καί ἄν αὐτό τό διάστημα ἡ πανδημία τοῦ κορωναϊοῦ ἔχει κλείσει ἀρχεῖα καί βιβλιοθῆκες, σύντομα ἡ κανονικότα θά ἐπανέλθη καί ὅλοι θά μποροῦν νά τά συμβουλευθοῦν μέ ὁδηγό τό βιβλίο τοῦ κ. Τόμπρα.

Πρέπει νά σημειωθῆ ἐν κατακλεῖδι, ὅτι ἡ ἔρευνα τοῦ συγγραφέως ἐκτός ἀπό τήν ἀναζήτηση στοιχείων στίς ἐπίσημες πηγές καί τά ἀρχεῖα, ἐξετάθη καί ἐκτός Ἑλλάδος ὅπως στήν περίπτωση τοῦ στενοῦ συνεργάτου τοῦ Καποδίστρια Ἰωάννου Γεννατᾶ, ἀλλά καί στίς οἰκογένειες. Διότι αὐτό εἶναι τό σημαντικό ὅταν κάποιος γράφει γιά τόν τόπο του καί τούς ἀνθρώπους του. Ξέρει πρόσωπα καί πράγματα καί βρίσκει ποιές πόρτες πρέπει νά κτυπήση, ποιούς νά ἐνοχλήση καί πῶς νά ἐξασφαλίση βιογραφικά στοιχεῖα, φωτογραφίες καί λεπτομέρειες πού χωρίς αὐτήν τήν ἔρευνα κανείς ἴσως δέν θά ἐπρόσεχε καί δέν θά τιμοῦσε.

Τό βιβλίο ὅπως θά διαπιστώσετε ὅσοι τό ἀποκτήσετε, συμπληρώνεται ἀπό πίνακες, βιβλιογραφία, εὑρετήριο καί εἰκονογραφεῖται πλουσίως δίνοντας μία ἀκόμη σημαντική σελίδα στήν ἱστορία τοῦ ἀγαπημένου μας Ναυπλίου! Ὁ κ. Τόμπρας ἀναδεικνύεται σέ ἄξιο συνεχιστή τῆς λειτουργίας τῶν μνημόνων τῆς ἀρχαιότητος καί τῶν ταβουλαρίων τοῦ Βυζαντίου, διασώζοντας τήν μνήμη ἀνθρώπων καί γεγονότων…

 

Νικόλαος Γεωργίου Τόμπρας

Οι Συμβολαιογράφοι | Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου 1831- 2009

Σχήμα 17Χ24

Σελίδες 336

ISBN 978-618-00-2254-4

Read Full Post »

Φιλική Εταιρεία – Ήταν ώριμη η Επανάσταση; – Γιώργος Καραμπελιάς


 

Φιλική Εταιρεία – Ήταν ώριμη η Επανάσταση; Το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.

 

Το βιβλίο αυτό δεν σκοπεύει να αποτελέσει μια ακόμα αφήγηση των γεγονότων, των σχετικών με τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας, αλλά θέλει να επιμείνει στους παράγοντες που οδήγησαν στη δημιουργία της και τις πολλαπλές συνιστώσες που τη συναποτέλεσαν· να διερευνήσει τις βαθύτερες αιτίες των επιτυχιών της αλλά και το ανολοκλήρωτο της ιδεολογικής της συγκρότησης. Ένα δοκίμιο που, με αφορμή τη Φιλική Εταιρεία, θέλει να είναι ένας ακόμα λόγος περί της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου ελληνισμού.

Η μεγάλη αναγεννησιακή προσπάθεια του ελληνισμού μετά το 1700 κατέστησε δυνατή τη συγκρότηση της Φιλικής Εταιρείας και την πυροδότηση της Επανάστασης·  η ελευθερία μας, υπογραμμίζει ο Δημήτρης Βικέλας, κατεκτήθη δια της «σπάθης» και «θυσιών ακαταλογίστων».

Παρότι θα ιδρυθεί από ριζοσπαστικά στοιχεία, πνευματικούς απογόνους του Ρήγα Βελεστινλή, η επιτυχία της Εταιρείας θα στηριχτεί στον συνδυασμό μιας αταλάντευτης επαναστατικής βούλησης με τη συνείδηση πως ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας θα πρέπει να συμπεριλάβει το σύνολο των δυνάμεων του γένους.

 

Φιλική Εταιρεία – Ήταν ώριμη η Επανάσταση;

 

Το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά αποτελεί και  μια απάντηση στην κυριολεκτική εξαφάνιση, από τη σύγχρονη πανεπιστημιακή και ιστοριογραφική παραγωγή, της επαναστατικής οργάνωσης που οδήγησε στη γένεση του ελληνικού κράτους, της Φιλικής Εταιρείας. Καθόλου τυχαία, σε όλη την ιστορική περίοδο της ύστερης μεταπολίτευσης, δεν θα υπάρξει  ούτε μια διδακτορική μελέτη σε ελληνικό πανεπιστήμιο, και η μοναδική γνωστή διατριβή, εκείνη του Γεωργίου Φράγκου, θα γραφτεί στην Αμερική το 1970!

Και αυτό συμβαίνει εν πολλοίς επειδή η ίδια η συγκρότηση της Φιλικής Εταιρείας αναιρεί εν τοις πράγμασι το σχήμα της έκρηξης της Επανάστασης ως της αποκλειστικής συνέπειας της επέκτασης του δυτικού Διαφωτισμού. Διότι δεν ήταν η διανόηση και οι λόγιοι που θα αναλάβουν να ενοποιήσουν τον ελληνικό κόσμο σε μία μεγάλη επαναστατική απόπειρα, αλλά την αρχική πρωτοβουλία θα πάρουν «οι κατεστραμμένοι εμποροϋπάλληλοι», για τους οποίους μιλούσε ο Καποδίστριας, και στην οποία θα συμμετάσχουν εν τέλει, όλες οι ηγέτιδες δυνάμεις του ελληνικού κόσμου. Οι έμποροι, οι ναυτικοί, οι στρατιωτικοί, οι προεστοί, οι κληρικοί, οι Φαναριώτες και οι οι λόγιοι θα συμμετάσχουν εν τέλει στην Εταιρεία και θα ξεσηκώσουν τις μεγάλες μάζες του λαού – κατ’ εξοχήν την αγροτιά – χωρίς τις οποίες καμιά επαναστατική απόπειρα δεν θα μπορούσε να τελεσφορήσει και οι οποίες ήταν έτοιμες να δεχτούν το μήνυμα της Επανάστασης.

Σήμερα δε, στα πλαίσια της γενικευμένης απογοήτευσης που κατατρύχει τους Έλληνες, αρκετοί αμφισβητούν την επιλογή της επαναστατικής οδού  και υποστηρίζουν πως υπήρξε αρνητική για τον ελληνισμό.  Όμως η ακύρωσή της θα είχε, άραγε, τις ευεργετικές συνέπειες που προεξοφλούνται ή, αντίθετα, θα  είχε αρνητικές επιπτώσεις, με άδηλες συνέπειες για το μέλλον; Πάντως, ο  βαθύτατος διχασμός ως προς την ακολουθητέα στρατηγική θα αφήσει ανολοκλήρωτο το όραμα της Φιλικής να απελευθερώσει το σύνολο του ελληνισμού.

Στο Παράρτημα του βιβλίου παρατίθενται τεκμήρια του επαναστατικού σχεδιασμού: Το «Σχέδιον Γενικόν» αφορά τους γενικούς στόχους της επανάστασης, το «Μέγα Σχέδιον» την οργάνωση εξέγερσης στο ελλείπον κέντρο, την Κωνσταντινούπολη, το δε «πολεμικόν Σχέδιον Σάββα» αφορά τον σχεδιασμό στα Βαλκάνια, οι δε διακηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη φωτίζουν τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της Εταιρείας. Πρωτότυποι χάρτες και διαγράμματα φωτίζουν την κοινωνική σύνθεση και τη γεωγραφική εξάπλωση της Εταιρείας.

Διακόσια χρόνια μετά το κατόρθωμα της Φιλικής, οι Έλληνες καλούνται είτε να το ακυρώσουν, μέσα από μια μοιραία υποστροφή, είτε να το ολοκληρώσουν, κατ’ εξοχήν πνευματικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά.

Στο ανά χείρας δοκίμιο, σημειώνει ο συγγραφέας,  δεν επιμένω στις λεπτομέρειες της συγκρότησης της Εταιρείας των Φίλων, αλλά επιχειρώ να διερευνήσω πριν από όλα την ωριμότητα και την επικαιρότητα του επαναστατικού διαβήματος του ’21, τέτοιο που το σχεδίασε και το πυροδότησε η επαναστατική οργάνωση. Γι’ αυτό και το έργο αναπτύσσεται σε τρία μέρη:

Αρχικώς, παρουσιάζεται διαγραμματικά η διαδρομή του σκλαβωμένου γένους και οι επαναστατικές απόπειρες που κατέληξαν στην Εταιρεία και την Επανάσταση, από τον Κροκόνδειλο Κλαδά έως τον Ρήγα Βελστινλή και από τον Διονύσιο φιλόσοφο έως το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο.

Το δεύτερο μέρος αφορά στην οργάνωση της Εταιρείας, τον αρχικό πυρήνα της, τα μέλη της και την κοινωνική και γεωγραφική τους προέλευση. Αναπτύσσεται ιδιαίτερα το ζήτημα των διαφορετικών τάσεων και συνιστωσών της επαναστατικής οργάνωσης, έκφραση και αντανάκλαση της κοινωνικής και χωροταξικής συγκρότησης του υπόδουλου Ελληνισμού. Από τον Κωνσταντίνο Ράδο, που έριξε πρώτος την ιδέα της συγκρότησης της εταιρείας, μέχρι την ελλείπουσα ηγεσία της, τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Το τρίτο και τελευταίο μέρος αφορά στο κεντρικό ζητούμενο της πραγμάτευσής μας, την ίδια τη βασιμότητα του επαναστατικού διαβήματος.  Οι Έλληνες έπρεπε να προβούν στην κήρυξη της Επανάστασης ή, αντίθετα, θα έπρεπε να περιμένουν την ωρίμανση των συνθηκών, όπως συμβούλευε ο «σοφός Κοραής» και οι περισσότερες κεφαλές του γένους;

Στο Παράρτημα του τόμου παρατίθενται ορισμένα από τα σημαντικότερα τεκμήρια του επαναστατικού σχεδιασμού της Εταιρείας, καθώς  και κάποιες από τις διακηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη που φωτίζουν τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της, ενώ έχουν διαμορφωθεί και ορισμένοι πρωτότυποι χάρτες και διαγράμματα για την κοινωνική σύνθεση και τη γεωγραφική εξάπλωσή της.

Αρχικώς παρατίθενται τα τρία βασικά κείμενα του επαναστατικού σχεδιασμού: Το «Σχέδιον Γενικόν» αφορά στους στόχους και τον προγραμματισμό του συνολικού εγχειρήματος· το «Μέγα Σχέδιον» ή «Σχέδιον Μερικόν» διερευνά τη δυνατότητα και προτείνει τα μέσα για την οργάνωση ενός κινήματος στο ελλείπον κέντρο του ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη· τέλος, το «πολεμικόν Σχέδιον Σάββα» (υπογεγραμμένο από τον Σάββα Καμινάρη Φωκιανό) αφορά τον σχεδιασμό των επαναστατικών κινήσεων στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στη Σερβία. Και παρότι αυτό, όπως και το Μέγα Σχέδιον, δεν ετέθη σε εφαρμογή και ο ίδιος ο συντάκτης του αποσκίρτησε τελικώς στους Τούρκους, αποτυπώνει αδρά τη βαλκανική διάσταση του εγχειρήματος της Εταιρείας.

Ακολούθως, αναπαράγονται δύο από τις διακηρύξεις- επιστολές του Αλεξάνδρου Υψηλάντη: η πρώτη, προς τους προκρίτους και τους καπετάνιους των ναυτικών νησιών, κατ’ εξοχήν εκείνους της Ύδρας, πραγματεύεται διά μακρών την αντιπαλότητα των Ελλήνων με τους Εγγλέζους και αποτελεί το μοναδικό ανάλογο κείμενο της Επανάστασης, καταδεικνύοντας την εξαιρετική οξυδέρκεια  και το πολιτικό αισθητήριο της επαναστατικής ηγεσίας· η δεύτερη, επιστολή προς τους προκρίτους και τα μέλη της Εταιρείας στο σύνολο των νησιών του Αιγαίου, με κομιστή τον Δημήτριο Θέμελη, καλεί τους Έλληνες να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις και να εγκαταλείψουν την  «μα­ταί­α(ν) ἐ­κεί­νη(ν) πρό­λη­ψι(ν), ὅτι πο­τὲ μό­νοι μας δὲν ἐμ­πο­ροῦ­μεν νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θῶμεν, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ προ­σμέ­νω­μεν ἀ­πὸ ξέ­νους τὴν σω­τη­ρί­αν μας».

Το παράρτημα κλείνει με το γνωστότερο κείμενο, την επαναστατική προκήρυξη «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος» του Αλέξανδρου Υψηλάντη, στις 24 Φεβρουαρίου 1821, με την οποία εγκαινιάστηκε η Επανάσταση από το επαναστατικό στρατόπεδο του Ιασίου και η οποία είχε συνταχθεί από τον Γεώργιο Κοζάκη – Τυπάλδο.

*Στο εξώφυλλο «Ο όρκος των Φιλικών», πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου (ελαιογραφία σε καμβά, 1952). Το νέο μέλος ορκίζεται μπροστά στον λόγιο, τον στρατιωτικό σε ξένη υπηρεσία, τον κλεφταρματωλό, τον έμπορο και τον ιερέα.

 

Φιλική Εταιρεία – Ήταν ώριμη η Επανάσταση; 

Συγγραφέας: Γιώργος Καραμπελιάς

Εναλλακτικές Εκδόσεις 2019

Σελ. 336

 

Read Full Post »

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος | Κατερίνα Παπαδριανού


 

 

 Στην εκδοτική δραστηριότητα της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, προστίθεται ένα ακόμη σημαντικό βιβλίο. Πρόκειται για το ιστορικό μυθιστόρημα της Κατερίνας Παπαδριανού με τίτλο: « Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος».

Η Ψωροκώσταινα, το δεύτερο βιβλίο, της Κατερίνας Παπαδριανού είναι ένα λογοτεχνικό ιστορικό λεύκωμα με κεντρικούς ήρωες την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Βενιαμίν Λέσβιο με δραματικό χρόνο την περίοδο 1821-1831, κεντρική σκηνή το Ναύπλιο και φόντο την επαναστατημένη και ελευθερωμένη Ελλάδα στην οποία κινείται ένας πολύχρωμος πολύβουος κόσμος που ζητάει εκπλήρωση των ονείρων του και λογοτεχνική καταξίωση.

Οι Φίλοι και τα Αρωγά Μέλη της Βιβλιοθήκης, προκειμένου να προμηθευτούν δωρεάν την εξαιρετική  αυτή έκδοση, μπορούν να απευθύνονται στην Αργολική Βιβλιοθήκη, τηλέφωνο 27510 61315, τις εργάσιμες ώρες και ημέρες.

 

Ιούνιος του 1821. Το Αϊβαλί καίγεται. Οι Τούρκοι, μπροστά στα μάτια της πλούσιας αρχόντισσας Πανώριας, σκοτώνουν τα τέσσερα παιδιά της και τον άντρα της, Κώστα Αϊβαλιώτη. Τρελαμένη από τη θλίψη και την απόγνωση σώζεται από τον καλόγερο και δάσκαλο Βενιαμίν Λέσβιο που την παίρνει μαζί του ως υπηρέτρια… Πώς μπόρεσε μια μάνα ν’ αντέξει τόσο πόνο και μια αρχόντισσα να καταντήσει μια βρώμικη ζητιάνα τέτοια που οι μοσχόμαγκες του Ναυπλίου να τη βαφτίσουν «Ψωροκώσταινα»;

 

Η Ψωροκώσταινα - Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος

 

Η συγγραφέας προσπαθώντας να εμβαθύνει στην ταραγμένη ψυχή της «Ψωροκώσταινας» περιγράφει τα φρικτά όνειρα και τους εφιάλτες της που δεν την αφήνουν τις νύχτες να κοιμηθεί, την κατάθλιψη και την τρέλα που την οδηγούν να ζητήσει γιατρειά στη «Μεταφυσική» και στη θεωρία του «Πανταχηκίνητου» του Βενιαμίν Λέσβιου.

Η Κατερίνα Παπαδριανού ακολουθεί τα βήματα του Βενιαμίν Λέσβιου και βλέπει με άλλο πρίσμα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Περιγράφει γλαφυρά το επαναστατημένο Ανάπλι αναφερόμενη σε σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα που μας δίνουν το στίγμα της ταραγμένης αυτής εποχής: Τα δάνεια της Αγγλίας, τον εμφύλιο, το γάμο του Χατζηχρήστου Βούλγαρη, τον έρανο για τους Μεσολογγίτες, τον Δημήτρη Μοσχονησιώτη, την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, το Φινλανδό διοικητή Μουράτ μπέη, τον αστυνόμο Ευαγγέλη Ποταμιάνο και τη δολοφονία του Καποδίστρια. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, η «Ψωροκώσταινα» ζητιανεύοντας και ξενοδουλεύοντας, ζει με αγώνα και θυσίες τα δώδεκα ορφανά παιδιά της, μέχρι που ο τύφος ξαναχτυπά…

Κατερίνα Παπαδριανού

«Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος»

Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Βιβλιοθήκη Ιστορικού Μυθιστορήματος -1

Άργος, Απρίλιος, 2014.

288 σελίδες

ISBN 978-960-9650-12-0

 

Στην παρουσίαση του βιβλίου που οργανώθηκε στο Βουλευτικό Ναυπλίου, σε μια κατάμεστη αίθουσα, μίλησαν για το έργο, η φιλόλογος Δήμητρα Δουλιγιέρη και ο φιλόλογος Γιώργος Αναστασόπουλος, του οποίου την ομιλία παραθέτουμε αυτούσια πιο κάτω:

 

«Η Ψωροκώσταινα» της Κατερίνας Παπαδριανού είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με την κλασική σημασία του όρου. Φιλοδοξεί να ζωντανέψει με λογοτεχνικό τρόπο την ιστορία της θρυλικής ζητιάνας από το Αϊβαλί της Μικρασίας, αξιοποιώντας τα ιστορικά στοιχεία που είναι γνωστά για τη ζωή της και συμπληρώνοντας ή αναπληρώνοντας με την φαντασία όσα είναι άγνωστα και σκεπασμένα από τη λήθη και το χρόνο.

Το ιστορικό μυθιστόρημα, ως λογοτεχνικό είδος δεν έχει μεγάλη ανάπτυξη στην πατρίδα μας, ή μάλλον δεν είχε έως πρόσφατα που παρουσιάζει μια αξιόλογη παραγωγή και ποσοτικά και ποιοτικά. Η συγγραφέας μας δείχνει μάλλον την προτίμησή της σ’ αυτό το είδος του μυθιστορήματος αν κρίνουμε από το γεγονός ότι και το προηγούμενο μυθιστόρημα «1715- το τελευταίο φιλί» είναι ιστορικό μυθιστόρημα με χώρο δράσης των ηρώων της την ιδιαίτερη πατρίδα της, Δρέπανο – Βιβάρι και το Ανάπλι.

Φιλοδοξεί άραγε να πολιτογραφηθεί στη χορεία όσων καταπιάστηκαν με το ιστορικό μυθιστόρημα, όπως τον Στρ. Μυριβήλη, τον Ηλ. Βενέζη, Στρατή Τσίρκα, το Θανάση Βαλτινό, την Αθηνά Κακούρη, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τη Μάρω Δούκα αλλά και τους νεώτερους Δάνδολο, Μπαλτάκο, Ζουργό, Γαλανάκη κ.ά. που αναγνωρίζουν ως αρχηγέτη τους τον άλλο συμπατριώτη μας τον μεγάλο Άγγελο Τερζάκη, που με την «πριγκηπέσα Ιζαμπώ» κάλυψε τεράστια απόσταση και μας έφερε κοντά στο ευρωπαϊκά πρότυπα που ήταν ώριμα αισθητικά, ήδη πριν το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο; Γιατί όχι. Τα πρώτα δείγματα της κας Παπαδριανού είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά.

Ας μπούμε στο θέμα μας:

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ως λογοτέχνημα μοιράζει τη δράση της σε τέσσερις (4) τόπους.

Πρώτα-πρώτα η ιδιαίτερη πατρίδα της, οι Κυδωνιές, στις Μικρασιάτικες ακτές απέναντι από τη Μυτιλήνη, ή αλλιώς το Αϊβαλί (που το βλέπει ο θεός και σταματά ο νους του) είναι ο τόπος της ευτυχισμένης περιόδου της ζωής της. Της παιδικής της ηλικίας, του γάμου της με το μεγαλέμπορα Κώστα Αϊβαλιώτη, η δημιουργία της οικογένειάς της αλλά και ο τόπος της τραγωδίας της. Η σφαγή από τους Τούρκους, στις 2 Ιουνίου 1821, του συζύγου της και των τεσσάρων παιδιών της μπρος στα μάτια της. Το Αϊβαλί είναι ο σκηνικός χώρος του πρώτου ελληνικού δράματος του 1821 αλλά και της οικογενειακής και προσωπικής συντριβής της αρχόντισσας Πανώριας Χατζηκώστα. Πληρώνει αυτή πρώτη την εκδικητική μανία των Τούρκων που κατέστρεψαν ολοσχερώς τις Κυδωνιές, ως αντίποινα, επειδή οι Έλληνες πυρπόλησαν στις 27 Μαΐου 1821 ένα τούρκικο δίκροτο στη Χαλκιδική.

Στη συνέχεια η συγγραφέας μεταφέρει τη δράση στα Ψαρά εκεί όπου μετέφεραν την ηρωίδα σε αλλόφρονα κατάσταση οι συμπατριώτες της αναζητώντας καταφύγιο από την καταδιωκτική μανία των Τούρκων. Ο μήνας που έζησε εκεί η Κώσταινα ήταν ανεπίγνωστος. Χωρίς φαγητό και νερό, καθηλωμένη στις τρομερές στιγμές του αφανισμού της οικογένειά της συναντήθηκε με το δάσκαλο του γένους Βενιαμίν Λέσβιο, παλιό γνώριμο του άντρα της, ο οποίος την πήρε υπό την προστασία του και την οδήγησε στην Ύδρα την εποχή του επαναστατικού πυρετού, λίγο πριν η Ύδρα, το νησί των μεγαλονοικοκυραίων, μπει στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Εκεί η Κώσταινα βγαίνει για πρώτη φορά από την πεισιθανάτια κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει από τη μέρα της συμφοράς, αφού ο Βενιαμίν της έδωσε να φροντίζει ένα ορφανό από τις Κυδωνιές.

Το μωρό αυτό γίνεται η σανίδα από την οποία αρπάζεται η ηρωίδα γίνεται ο σκοπός και το νόημα της ζωής της. Του δίνει το όνομα Μάρκος, όνομα του πρώτου γιού της, και ξενοδουλεύει ως πλύστρα για να το ζήσει. Ο Βενιαμίν περιοδεύει στην Ελλάδα για να ξεσηκώσει και να οργανώσει τους Έλληνες.

Η επιστροφή του, σ’ έναν περίπου χρόνο το 1823, επιφέρει τη μετακίνησή τους στην πρωτεύουσα του απελευθερωμένου τμήματος της Ελλάδας, το Ναύπλιο. Το Ναύπλιο θα γίνει ο τόπος που η Πανώρια Χατζηκώστα θα εκδηλώσει την κοινωνική και εθνικής της προσφορά και θα την καταστήσει ιστορικό σύμβολο και παροιμιώδη έκφραση.

Το Ναύπλιο ήταν τότε μια Βαβυλωνία. Οι γλώσσες και οι διάλεκτοι που μιλιούνταν ήταν αναρίθμητες δίνοντας την εντύπωση ότι κανένας δεν καταλαβαίνει κανέναν. Να θυμηθούμε πως αυτό το Ναύπλιο μετατρέπει σε θεατρική «Βαβυλωνία» ο Βυζάντιος. Το γεγονός ότι ήταν η πιο οχυρή πόλη της Ελλάδας, καθώς ήταν προφυλαγμένη με ισχυρά τείχη και τρία κάστρα (Παλαμήδι, Ακροναυπλία, Μπούρτζι) ήταν ο λόγος που είχε επιλεγεί για έδρα της κυβερνήσεως. Η κυβέρνηση και η σχετική ασφάλεια που πρόσφερε η πόλη, τράβηξαν σαν μαγνήτης ένα ετερογενές πλήθος Ελλήνων από επαναστατημένες και υποδουλωμένες περιοχές, και κυρίως χήρες και ορφανά πολέμου αλλά και ανάπηρους, επαίτες, κομπογιαννίτες, φιλόδοξους, τυχοδιώκτες και άλλους που αναζητούσαν στο Ναύπλιο μια καλύτερη μοίρα. Φυσικά και Έλληνες από τις ακμαίες παροικίες του εξωτερικού, φιλέλληνες, έμποροι, περίεργοι αλλά και αρκετοί ξένοι στρατιωτικοί και διπλωμάτες, με κάθε είδους κίνητρα, έβρισκαν τότε καταφύγιο στο Ναύπλιο, όπου, ας μη το λησμονούμε, περιοριζόταν στην οριογραμμή που μπορούμε σήμερα να παρακολουθήσουμε να κατεβαίνει από την ανατολική Ακροναυπλία, να περνά από την αναστυλωμένη πύλη της Ξηράς και να συνεχίζει δυτικά του δικαστικού μεγάρου μέχρι τον ανδριάντα του Καποδίστρια και από εκεί ακολουθώντας την κατεύθυνση της σημερινής οδού Αμαλίας (είναι ο δρόμος που περνά μπροστά από τα σχολεία και το πολεμικό μουσείο) να φτάνει μέχρι την βιβλιοθήκη του «Παλαμήδη» και ακολουθώντας την κατεύθυνση του σημερινού δρόμου να καταλήγει στην ντάπια «πέντε αδέρφια».

Αυτή την περιορισμένη έκταση περιέκλειαν τα τείχη του Ναυπλίου. Εκτός τειχών δεν υπήρχε φυσικά πόλη. Εντός των τειχών δεν αποκλείεται να στοιβαζόταν ένα πλήθος που μπορεί να πλησίαζε και τις 30.000. Δεν χρειάζεται να περιγραφούν οι συνθήκες διαβίωσης και ειδικά οι συνθήκες υγιεινής της πόλης. Σε μια τέτοια πόλη με τέτοια ανθρωπογεωγραφία έρχεται η Πανώρια και ο Βενιαμίν την άνοιξη του 1823.

Πρέπει να κείτονταν ακόμα στην πόλη άταφα πτώματα Τούρκων από το λιμό που προκάλεσε στον τουρκικό πληθυσμό του Ναυπλίου η μακρά πολιορκία της πόλης από τους Έλληνες. Η παράδοση της πόλης από τους Τούρκους στον Κολοκοτρώνη είχε γίνει λίγους μήνες νωρίτερα: το Δεκέμβριο του 1822. Οι περιγραφές του Φωτάκου για την εξαθλίωση των πολιορκημένων Τούρκων και τα άταφα πτώματα που βρίσκονταν παντού στην πόλη, αρκετά μισοφαγωμένα από τους κανιβαλισμούς, υποβάλλουν την ιδέα πως ίσως δεν είχαν όλα μαζευτεί και ταφεί έως την άνοιξη του 1823, με δεδομένη την απουσία δημοτικών αρχών ή στοιχειωδών δημοσίων υπηρεσιών.

Πάντως τον τόνο στην πόλη τον έδιναν τα αναρίθμητα ορφανά που περιδιάβαιναν ζητιανεύοντας, αλητεύοντας και φτιάχνοντας αλληλοσυγκρουόμενες συμμορίες.

Απ’ αυτά τα ορφανά η Πανώρια Χατζηκώστα θα μαζέψει 12 στο σπιτάκι του Ψαρομαχαλά που θα καταλύσει με τον Βενιαμίν και θα αναλάβει την καθημερινή τους φροντίδα. Φυσικά με αμέτρητες δυσκολίες αφού πόροι δεν υπήρχαν. Ειδικά μετά το θάνατο του Βενιαμίν από τύφο τον Αύγουστο του 1824, ο αγώνας γίνεται Σισύφειος. Βγάζει το ψωμί τους κάνοντας τον αχθοφόρο, την πλύστρα, τη ζητιάνα.

Έγινε όμως, η μάνα τους και τους έδινε αυτό που είχε σε περίσσεια. Αγάπη. Κι έπαιρνε αγάπη από τα παιδιά αστείρευτη. Αυτή η αγάπη ήταν το στήριγμά της και το κίνητρο να ζει μετά την απίστευτη οικογενειακή της τραγωδία. Έγινε η αγία των ορφανών. Κι όταν αργότερα ήρθε ο Καποδίστριας και έφτιαξε το ορφανοτροφείο, η Ψωροκώσταινα ανέλαβε αμισθί υπηρεσία στο Ορφανοτροφείο συνεχίζοντας τη φροντίδα των 12 παιδιών που είχε αναλάβει, τα οποία έγιναν οι άγγελοι και οι εξάγγελοι της ζωής της αλλά και οι συμπαραστάτες του θανάτου της που προήλθε από τύφο που ενδημούσε τότε στην πόλη του Ναυπλίου (1831). Τα παιδιά έθαψαν τη μάνα τους δίπλα στον Βενιαμίν.

Δύο μορφές της νεοελληνικής ιστορίας έσμιξαν στη ζωή κάτω από τις πιο δραματικές συνθήκες και συμπαραστάθηκαν ο ένας στον άλλο αντλώντας δύναμη απ’ αυτή τη σχέση που τη μετουσίωσαν και οι δύο σε προσφορά για την πατρίδα. Ο παπα- καλόγερος και η ζητιάνα. Ο δάσκαλος του Γένους και η αρχόντισσα από το Αϊβαλί, που πέρασε στο θρύλο ως Ψωροκώσταινα, όπως την ονόμασαν οι μάγκες του Ναυπλίου με όλες τια αναπόφευκτες συμβολικές στρεβλώσεις αλλά και θαυμασμό για το ψυχικό σθένος, την αυταπάρνηση και τη γενναιοφροσύνη που επέδειξε , με κορυφαία στιγμή τον έρανο υπέρ των Μεσολογγιτών, τον Απρίλη του 1826, στον οποίο η Ψωροκώσταινα έγινε το παράδειγμα που έλυσε τα μαγκωμένα χέρια του λαού και κυρίως των πλουσίων, όταν πρώτη έδωσε στον έρανο όλα τα υπάρχοντά της, δηλ. το ασημένιο δαχτυλίδι της και ένα γρόσι. Αυτό παρακίνησε τους πλουσιότερους ν’ ανοίξουν τα πουγκιά τους και να συγκεντρωθεί ένα σεβαστό ποσό για τις ανάγκες των σκελετωμένων ηρώων του Μεσολογγίου.

Η φράση κλειδί που διασώζει ο Ε. Δαδιώτης ότι είπε η Πανωραία είναι: «Δεν έχω τίποτε άλλο απ’ αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι και απ’ αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι». Κάποιος από το πλήθος φώναξε        «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον όβολό της» κι αμέσως κεντρίστηκε το φιλότιμο. Βροχή έπεφταν πάνω στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λίρες, γρόσια και ασημικά.

Τον παράγοντα χρόνο, η κα Παπανδριανού τον αξιοποιεί περισσότερο δραματικά και λιγότερο ιστορικά, όπως ταιριάζει σ’ ένα λογοτεχνικό έργο που μπορεί να είναι ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι ιστορία. Έτσι ο χρόνος στο Αϊβαλί έχει πυκνότητα, δραματική ένταση και τραγική κορύφωση, αφού περιγράφει τις τελευταίες μόνο στιγμές της τότε ευτυχισμένης και ανυποψίαστης γι’ αυτά που επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν, οικογένειας του Κώστα Αϊβαλιώτη. Τα μαύρα σύννεφα εμφανίζονται ξαφνικά, πυκνώνουν γρήγορα και ξεσπούν ένα ασύλληπτο για το νου κακό που καταστρέφει εντελώς μια ακμάζουσα πόλη μέσα σε λίγο χρόνο. Οι Τούρκοι σφάζουν λεηλατούν, βιάζουν, διαρπάζουν και πυρπολούν πριν οι Έλληνες προλάβουν να αντιδράσουν και να προστατευτούν. Σχεδόν ακαριαία πέφτει η συμφορά πάνω στην οικογένεια της Πανωραίας. Τα 4 παιδιά και ο άντρας της αποκεφαλίζονται μπροστά της. Ο νους θολώνει. Δε μπορεί να αντέξει τόσο πόνο και τόση φρίκη.

Μεταφέρεται χωρίς επίγνωση της πραγματικότητας στα Ψαρά, από το ενστικτώδες κύμα διάσωσης που έσπρωξε τους Έλληνες στη θάλασσα και με καράβια και καΐκια αναζήτησαν τη σωτηρία στα Ψαρά.

Στα Ψαρά η συγγραφέας μας χειρίζεται το χρόνο διαφορετικά. Εκεί ο χρόνος μοιάζει να ακινητεί. Καμία εξέλιξη. Η συνείδησή της σχεδόν υπνώττει. Ένας ενστικτώδης μηχανισμός προστασίας και ένα ένστικτο αυτοκαταστροφής λειτουργούν ταυτόχρονα και εξισορροπητικά. Χάνει τα λογικά της για να προστατευθεί από την αβάσταχτη πραγματικότητα και ταυτόχρονα επιζητά το θάνατο αφού αρνείται να πάρει τροφή και νερό.

Απ’ αυτό το τέλμα του χρόνου και της ζωής θα τη βγάλει ο Βενιαμίν ο Λέσβιος που ταξιδεύει μαζί με τους Αιβαλιώτες από τα Ψαρά στην Ύδρα. Παλιός γνώριμος της οικογένειας Αϊβαλιώτη, απ’ όταν ήταν δ/ντής στη ακαδημία Κυδωνιών και ο Κώστας Αϊβαλιώτης μέγας χορηγός της Ακαδημίας, όπως θα λέγαμε σήμερα, ασκεί επάνω της σωτήρια επίδραση με το κύρος και το λόγο του. Τη βγάζει από τον κόσμο στον οποίο ήταν βυθισμένη και από την απόφασή της να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί με 2 επιχειρήματα και μια καθοριστική ενέργεια

Τα λογοτεχνικά επιχειρήματά του:

  1. «Η εκδίκηση για τον πόνο που σου προκάλεσαν οι σφαγές της οικογένειάς σου δεν έρχεται με το να πας να πνιγείς στη θάλασσα, αλλά με το να ζήσεις και να πολεμήσεις γιατί τώρα αρχίζει η ώρα της εκδίκησης ολόκληρου του έθνους».

Και πιο κάτω

  1. «Ύστερα Πανώρια κι εγώ όπως βλέπεις γέρασα. Δε βλέπω και καλά, θέλω έναν άνθρωπο να με βοηθάει και να βρίσκεται πάντα κοντά μου. Η Ελλάδα μας περιμένει…».

Και η ενέργεια του

« Ο Βενιαμίν αρπάζει με μιας ένα μωρό που ήταν παραπεταμένο σε μια άκρη που έκλαιγε ώρες πεινασμένο και ετοιμοθάνατο και της το ρίχνει στην αγκαλιά …»

Στην Ύδρα ο χρόνος γίνεται βίωμα πιο φυσιολογικό, καθώς η ανάγκη της επιβίωσης της ίδιας και του μωρού, μετά την αναχώρηση του Βενιαμίν από την Ύδρα, προκειμένου να προωθήσει την εθνική υπόθεση, σπρώχνουν την Πανώρια στην αναζήτηση εργασίας. Έτσι γίνεται υπηρέτρια στο σπίτι του καπετάν Σταμάτη και η ζωή αποκτά ένα ρυθμό.

Όταν, μετά από ένα χρόνο περίπου, επιστρέφει ο Βενιαμίν και την παίρνει από την Ύδρα για να εγκατασταθούν στο Ναύπλιο, που ήταν ήδη προσωρινή πρωτεύουσα του υπό επαναστατική σύσταση νεοελληνικού κράτους, ο χρόνος επιφυλάσσει στην τραγική ηρωίδα μας την ιστορική δικαίωση και την παράδοση της στην αιωνιότητα ως σύμβολο αυταπάρνησης και αλληλεγγύης πεσμένο από τη μια στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό της «Ψωροκώσταινα» και υψωμένο από την άλλη στον ουρανό της ιστορικής αίγλης.

Ο συμπρωταγωνιστής

Ένα ιδιαίτερο στοιχείο του έργου που σήμερα αναλύουμε είναι πως οι κεντρικοί ήρωες είναι δύο. Γι’ αυτό και ως υπότιτλο την κα. Παπαδριανού σημειώνει «Η Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος».

Φυσικά δεν αποτελεί πρωτοτυπία η ύπαρξη δύο κεντρικών ηρώων σ’ ένα μυθιστόρημα αλλά αποτελεί επιτυχία το γεγονός ότι κανένας δεν μειώνει την λογοτεχνική αξία του άλλου. Αντίθετα συμβάλλει στην ανύψωσή του με τρόπο που νιώθεις ότι δεν θα μπορούσε με καλύτερο τρόπο ο λογοτέχνης να παρουσιάζει την ύπαρξη του άλλου πιο φυσική και ταυτόχρονα τόσο αναγκαία για τη φιλοτέχνηση του λογοτεχνικού του προσώπου.

Για το Βενιαμίν το Λέσβιο, μάλιστα, πρέπει να πω ότι κατάφερε η κα Παπαδριανού να παρουσιάσει και το «βιογραφικό» του με τρόπο φυσικό και αβίαστο και την πρωτότυπη θεωρία του για το «Πανταχηκίνητο» ν’ αναπτύξει και ξετυλίγοντας την επαναστατική του δράση να κάνει ένα πλήθος από κοινωνικά σχόλια για τόπους, συνήθειες και νοοτροπίες των Ελλήνων που κάποτε γίνονται συγκαλυμμένη πολιτική κριτική ή καυστική πολιτική παρατήρηση.

Ο Βενιαμίν Λέσβιος, ως ιστορικό πρόσωπο γεννήθηκε στο Μεγαλοχώρι Πλωμαρίου στη Λέσβο το 1760 και πέθανε από τύφο στο Ναύπλιο το 1824 «παρά τις περιποιήσεις της προστατευόμενης του Πανώριας Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη, της γνωστής ως Ψωροκώσταινα». Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Γεωργαντάς. Σπούδασε στο Άγιο όρος όπου χειροτονήθηκε μοναχός, στην Πάτμο και αργότερα στην Πίζα της Ιταλίας και στο Παρίσι. Εκεί γνωρίστηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή και όπως δείχνει η πορεία του Βενιαμίν επηρεάστηκε ιδεολογικά από τη μεγάλη μορφή του σημαντικότερου   Έλληνα λόγιου της εποχής εκείνης και του ακάματου διαφωτιστή του Ελληνικού γένους.

Ο ιστορικός Πασχάλης Κιτρομιλίδης θεωρεί τον Βενιαμίν «το σημαντικότερο φιλοσοφικό πνεύμα του Νεοελληνικού διαφωτισμού».

Αυτός μάλλον είναι και ο λόγος που το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον κατηγόρησε ότι αρνείται την Αγία Γραφή και απέκτησε τη φήμη του άθεου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στο Ιάσιο της Βλαχίας και ανέπτυξε πολυσχιδή εθνική δράση. Πήρε μέρος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο το 1821 στην Β΄ στο Άστρος το 1823, που επιμελήθηκε τη σύνταξη ποινικού κώδικα και το 1822 δεινοπάθησε ως Αρμοστής των Νήσων του Αιγαίου. Το 1823 εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο όπου έζησε παραδίδοντας Μαθηματικά, Φυσική και Φιλοσοφία στα παιδιά των επιφανών Ελλήνων που κατέφυγαν τότε στην καθέδρα της κυβερνήσεως του επαναστατημένου Γένους. Ήταν μεγάλος πια και δυσκίνητος και τον φρόντιζε η Πανώρια Χατζηκώστα- Αϊβαλιώτη μέχρι το 1824 που πέθανε από τύφο.

Ως λογοτεχνικός ήρωας της κας Παπαδριανού είναι γενναιόδωρος, ενεργητικός και αταλάντευτος στο στόχο του να ξεσηκωθεί το Γένος, αλλά με την προϋπόθεση οι νοικοκυραίοι να ανοίξουν τα πουγκιά τους και οι καραβοκύρηδες να θέσουν τα καράβια και τα πληρώματά τους στην υπηρεσία του σκοπού. Διακηρύσσει, ως γνήσιος ορθολογιστής, ότι χωρίς χρήματα, καράβια και ομόνοια δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Επιμένει πολύ στην ομόνοια και στην ανάγκη να τιθασευτούν οι εγωιστικές παρορμήσεις και τα ατομικά συμφέροντα. Η κα Παπαδριανού τον παρουσιάζει με ασίγαστο πάθος να διδάσκει σε ακροατήρια σε σπίτια, καφενέδες, ναούς βάζοντας μπροστά τους τις αρχές στις οποίες έπρεπε να στηριχτούν για να πετύχει ο αγώνας. Κι ενώ παρουσιάζεται αυστηρός και ανυποχώρητος, την ίδια στιγμή διακρίνεται η λανθάνουσα τρυφερότητά του για τα παιδιά. Αυτός πείθει την Πανώρια να αναλάβει το ορφανό και ο ίδιος χρηματοδοτεί αγόγγυστα, με τους λιγοστούς του πόρους, τις ανάγκες επιβίωσής τους. Αυτός ο αυστηρός και αλύγιστος παπακαλόγερος με το ανοιχτό μυαλό, τον ορθό λόγο, την προηγμένη μαθηματική και φυσική παιδεία και τη σπάνια φιλοσοφική σκέψη, έγινε ο απόστολος της Φιλικής Εταιρείας ο διαπρύσιος κήρυκας της επανάστασης. Έδρασε στο Αιγαίο και την Πελοπόννησο, εξορμώντας από τις Μικρασιατικές ακτές, όπου δίδαξε, συγκέντρωσε χρήματα και γέμισε με πολεμοφόδια το 1821 ένα καράβι του Παπαφλέσσα. Στο μυθιστόρημά μας, με δύο λόγια, παρουσιάζεται ως μορφή αυστηρή και δίκαιη με χαρακτήρα δομημένο με αρχές και σε βάσεις ορθολογικές, με γλώσσα καυστική και κάποτε ανελέητα δηκτική.

Οι αρετές του έργου

Πρώτη αρετή συνιστά η επιλογή του θέματος. Η λογοτεχνική δηλαδή ηρωποίηση δύο προσωπικοτήτων αδικημένων από τη θέση που κατέχουν στη νεοελληνική ιστορία και τη συνείδηση των Νεοελλήνων.

Η Ψωροκώσταινα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ιστορικής διαστρέβλωσης αφού είναι περισσότερο γνωστή από τη χρήση της παροιμιώδους φράσης της Ελλάδας ως Ψωροκώσταινας παρά από την κοινωνική και ιστορική της προσφορά. Η επιλογή της κας Παπαδριανού να φωτίσει την οικογενειακή της τραγωδία, να αναδείξει το κοινωνικό της έργο και να την καταστήσει λογοτεχνική ηρωίδα είναι επιλογή εύστοχη. Και είναι κατά τη γνώμη μου ευτυχής συγκυρία που γίνεται από μία λογοτεχνική πένα του Ναυπλίου, της πόλης δηλαδή που φιλοξένησε την Πανώρια για 10 περίπου χρόνια και της έδωσε το κοινωνικό πλαίσιο να ανάπτυξη τη δράση της και να βρει τη θέση της στην ιστορία.

Ο Βενιαμίν Λέσβιος, ίσως είναι ο πιο αδικημένος από τους δασκάλους του Γένους, τουλάχιστον στην θέση που κατέχει ανάμεσά τους. Παρόλο που κατά τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη, υπήρξε «ο φιλοσοφικότερος από τους δασκάλους του Γένους» εν τούτοις είναι ο λιγότερο προβεβλημένος και γνωστός.

Ίσως, αυτό οφείλεται στη φήμη που απέκτησε ως άθεος αφού η άποψή του για τον φυσικό κόσμο ήρθε σε αντίθεση με την Αγία Γραφή, τουλάχιστον κατά τις ερμηνείες του σκληρού πυρήνα του Πατριαρχείου. Αυτό του στοίχισε και την απομάκρυνση του από τη Δ/νση της σχολής των Κυδωνιών και την δίωξη του από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης όπου δίδασκε και Φυσική και Μεταφυσική. Δεν πρόδωσε όμως τις ιδέες του και την επιστήμη για να κάνει εύκολη καριέρα, όπως και δεν έκανε εύκολα συμβιβασμούς σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Είναι αναγκαία, λοιπόν, η αποκατάστασή του, έστω και λογοτεχνικά, και είναι συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση η ανάδειξή του από την κα Παπαδριανού.

Δεύτερη και στερεή αρετή του μυθιστορήματος που παρουσιάζουμε σήμερα αποτελούν τα ευδιάκριτα γνωρίσματα του λογοτεχνικού είδους που υπηρετεί, ώστε να έχουμε στα χέρια μας ένα ιστορικό μυθιστόρημα με την αναγκαία χρονική απόσταση μεταξύ της ιστορικής δράσης των ηρώων και της συγγραφής, τη δράση ενός πλήθους προσώπων γνωστών από την επιστημονική ιστοριογραφία και την απαραίτητη αναφορά στην πυκνής ιστορικότητας χρονική περίοδο που αναφέρεται.

Ένα ακόμα πλεονέκτημα του αποτελεί η πλοκή του έργου που υφαίνεται έξυπνα και φυσικά, δένοντας σε μια μοίρα τους δύο ήρωες, ο καθένας από τους οποίους ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, η μια με πύρινους στεναγμούς και ο άλλος με βουβή αφοσίωση στο μεγάλο σκοπό.

Η μυθοπλασία δεν επιζητά φιοριτούρες ούτε εμπίπτει σε φλυαρίες που θα αφαιρούσαν από το έργο τη δωρικότητα και τη σταθερή εξέλιξη της πλοκής.

Ο κόσμος τον οποίο η κα Παπαδριανού ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες της δεν αποκτά αυτονομία που θα ζημίωνε τη φιλοτέχνηση του πορτραίτου των 2 κεντρικών ηρώων, αλλά λειτουργεί ως ο απαραίτητος κοινωνικός καμβάς πάνω στον οποίο η συγγραφέας κεντά με μαεστρία την εικόνα των 2 πρωταγωνιστών της.

Ο αφηγηματικός τρόπος της Κατερίνας Παπαδριανού κερδίζει τον αναγνώστη με την αμεσότητα και τη λιτή γλώσσα, που δεν αποζητά τηνεντυπωσιοθηρία στους λογοτεχνισμούς τα εξεζητημένα σχήματα λόγου και την επιδεικτικότητα. Η γραφή της είναι δουλεμένη στη φυσική γλώσσα της εποχής μας και χαρακτηρίζεται από άνεση και φυσικότητα.

Ζωντανεύει πολυπρόσωπες σκηνές, φιλοτεχνεί εικόνες και δημιουργεί το σκηνικό με κινηματογραφική ευκολία, αφήνοντας την αίσθηση πως τα ιστορικά γεγονότα και η μυθοπλασία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Αξιομνημόνευτη είναι η ικανότητά της να πλάθει χαρακτήρες και να φιλοτεχνεί τα γνωρίσματα τους με απλότητα και φυσικότητα αφήνοντας στον αναγνώστη ισχυρό και ευδιάκριτο το «πρόσωπό» τους.

Και δεν μπορώ, φυσικά να μην εξάρω την δεξιοτεχνία της κας Παπαδριανού να εντάσσει στο λογοτεχνικό της πάζλ ιστορικές εικόνες, εμβληματικά πρόσωπα, αυθεντικές ιστορίες ακόμα και να δίνει ιστορική υπόσταση σε γνωστές παροιμιώδεις φράσεις. Ενδεικτικά από τα ιστορικά πρόσωπα αναφέρω τον πρόκριτο της Αχαΐας και φιλικό Ανδρέα Καλαμογδάρτη την κόρη του Καλλιόπη και το γαμπρό του Σπύρο Παπαλεξόπουλο, σύζυγο της Καλλιόπης, που έγινε, μέρες που είναι, ο πρώτος δήμαρχος Ναυπλιέων. Ακόμα τον Δημήτριο Υψηλάντη και την αγαπημένη του Μαντώ Μαυρογένους, τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον τιτάνιο αγώνα του. Λαϊκές, σχεδόν φολκλορικές, εικόνες μας δίνει με τον παλαιστή από το Αϊβαλή Τζίτζικα και την επίδειξή του στο κοινό του Ναυπλίου στην πλατεία του Πλατάνου, εικόνες με το γάμο στον Αϊ Γιώργη του Χατζηχρήστου Βούλγαρη, αρχηγού του ιππικού, με «μια αιχμάλωτη όμορφη Τουρκοπούλα που πρώτα τη βάφτισε χριστιανή». Ο Φιλανδός φρούραρχος του Ναυπλίου Αύγουστος Μύρμπεργκ γίνεται αφορμή να βρει τη θέση του στο μυθιστόρημα και το φιλελληνικό λόμπυ του Ναυπλίου.

Χώρεσαν ακόμη χωρίς να σπάνε τη συνοχή ή να φαντάζουν ξένα σώματα ο Δημήτρης Μοσχονησιώτης, που πρώτος μπήκε στο Παλαμήδι στις 30 Νοεμβρίου του 1822, και το πήρε από τους Τούρκους μετά τη μακρά πολιορκία. Ο Ευαγγέλης Ποταμιάνος, ο θρυλικός αστυνόμος από την Κεφαλλονιά κι ένα πλήθος ακόμα γνωστών ιστορικών προσώπων παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου παίρνοντας σάρκα και οστά. Δεν λείπει ούτε η ταβέρνα της Μιχαλούς που έσπαγε στο ξύλο, η αντρογυναίκα ιδιοκτήτρια, όποιον αργούσε να πληρώσει τα βερεσέδια του.

Με λίγα λόγια Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ της Παπαδριανού είναι ένα λογοτεχνικό ιστορικό λεύκωμα με κεντρικούς ήρωες την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Βενιαμίν Λέσβιο με δραματικό χρόνο την περίοδο 1821-1831, κεντρική σκηνή το Ναύπλιο και φόντο την επαναστατημένη και ελευθερωμένη Ελλάδα στην οποία κινείται ένας πολύχρωμος πολύβουος κόσμος που ζητάει εκπλήρωση των ονείρων του και λογοτεχνική καταξίωση.

Αξίζει να το διαβάσετε

Κατερίνα, σ’ ευχαριστούμε

  

Read Full Post »

Νέα Έκδοση | Λυρικό Ημερολόγιο – Πάνος Λιαλιάτσης


 

 

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση ανακοινώνει την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Λυρικό Ημερολόγιο» του εκπαιδευτικού – λογοτέχνη Πάνου Λιαλιάτση. Παραδίδεται στον κόσμο ένας καλαίσθητος τόμος με τα άπαντα του ποιητή. Η έκδοση των ποιητικών απάντων ενός δημιουργού, δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να εντρυφήσει στο σύνολο του έργου του και στις κατά καιρούς πτυχώσεις του ποιητικού του οίστρου. Εμείς, στην Αργολική Βιβλιοθήκη, μόλις έφτασαν τα πρώτα βιβλία, αισθανθήκαμε την οσμή του νωπού ακόμη μελανιού σμιγμένη με την ευωδία του θυμιάματος και των αρωμάτων που η ποίηση του Πάνου Λιαλιάτση αναδύει.

 

Λυρικό Ημερολόγιο

Λυρικό Ημερολόγιο

 

Στην τιμητική βραδιά που οργανώθηκε στο Βουλευτικό Ναυπλίου, σε μια κατάμεστη αίθουσα, μίλησαν για τον ποιητή ο Δρ Κοινωνιολογίας κ. Γιώργος Κόνδης και η Καθηγήτρια – Λογοτέχνις κα Κατερίνα ΠαπαδριανούΘα πρέπει να αναφέρουμε ότι η εισαγωγή στο βιβλίο είναι του Καθηγητή νέων ελληνικών στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού στο Παρίσι, Henri Tonnet.

Εδώ, παραθέτουμε ολόκληρη την εισαγωγή του Henri Tonnet και αποσπάσματα από τις ομιλίες των δύο διαπρεπών επιστημόνων.

 

H ποίηση και ο μυστικισμός


 

 

Με τον τόμο που συγκεντρώνει τις ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε από το 1965, ο Πάνος Λιαλιάτσης μάς δίνει την ευκαιρία να ακολουθήσουμε την πνευματική και ποιητική του πορεία και να αξιολογήσουμε συνοπτικά την πρωτοτυπία της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα.

Επειδή τα ποιήματα αυτά αποτελούν το έργο μιας ολόκληρης ζωής, ο αναγνώστης αναρωτιέται αν υπήρξε σημαντική η εξέλιξη της θεματικής και της τεχνοτροπίας του ποιητή κατά το χρονικό διάστημα αυτό. Για να απαντήσουμε πρέπει να κάνουμε μια πρώτη επισήμανση. Όταν ο Λιαλιάτσης δημοσιεύει την πρώτη συλλογή του είναι 29 χρόνων. Προφανώς είχε ήδη φτάσει στην ποιητική του ωριμότητα. Ως προς την ενδεχόμενη εξέλιξή του θα έλεγα πως δεν φαίνεται πουθενά καμία ριζική αλλαγή στη θεματική ή στην τεχνοτροπία.

Διακρίνουμε όμως στο έργο δυο τάσεις που δεν ολοκληρώνονται ποτέ πλήρως. H πρώτη είναι μια τάση σε μια όλο και μεγαλύτερη συντομία και η δεύτερη, η οποία φαίνεται καθαρά στις τελευταίες συλλογές των ποιημάτων, στο «Βραχύ Mοναχολόγιο» και στη «Xαρμολύπη», είναι μια αφηγηματική τάση που εκδηλώνεται σε ανέκδοτα για φανταστικές φυσιογνωμίες κληρικών.

 

Επίδραση δύο μεγάλων

 

Ίσως κάνω λάθος, αλλά αυτές οι δύο τάσεις μπορούν να οφείλονται εν μέρει στην επίδραση δυο μεγάλων ποιητών των νεοελληνικών γραμμάτων, του Σεφέρη και του Καβάφη. Βέβαια ο ποιητής, που γεννήθηκε στην Ασίνη, δείχνει περισσότερο επηρεασμένος, στη μορφή των ποιημάτων του, από τον ποιητή του «Βασιλιά της Ασίνης». Στον Σεφέρη, ο Λιαλιάτσης μου φαίνεται να οφείλει την καθαρή – μερικές φορές κρυστάλλινη – ποίηση που διαποτίζει τα έργα του και την προτίμηση για τη συντομία· αυτή η τάση φτάνει στο αποκορύφωμά της στα ολιγόστιχα ποιήματα του «Λογισμοί λανθάνοντες και δάκνοντες». Aυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ο Λιαλιάτσης θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του Σεφέρη· στους «Ανωνύμους της Ασίνης» αφήνει να διαφαίνεται μάλιστα κάποια ενόχληση μπροστά στις βεβαιότητες του Σεφέρη. Αντίθετα η ειρωνική αφήγηση ανεκδότων για μοναχούς ή ιεράρχες, όποια και να είναι η πραγματική προέλευση αυτής της διάθεσης, μου θυμίζει τον τόνο ορισμένων ποιημάτων του Αλεξανδρινού ποιητή.

Kατά τη γνώμη μου, μια μορφή καβαφισμού είναι αισθητή στη δομή του ποιήματος «Eλένη». Παρ’ όλες τις ενδεχόμενες επιδράσεις που δέχτηκε, η ποιητική φωνή του Π. Λιαλιάτση είναι απόλυτα ειλικρινής και πρωτότυπη, αναλλοίωτη από τον «Φράχτη» ως την «Όγδοη ημέρα».

Σε τι συνίσταται η πρωτοτυπία αυτής της φωνής; Θα ήταν ριψοκίνδυνο να προτείνω εδώ μια οριστική απάντηση. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας αντλεί πολλά θεματικά και μορφικά στοιχεία από την Iερά Γραφή, τους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας και τη «Φιλοκαλία». O ικανός αναγνώστης, για να διατυπώσει μια εμπεριστατωμένη γνώμη, θα έπρεπε να ξέρει καλά αυτά τα έργα. Αφού αποκλείεται να επιδοθώ σε μια έστω και πρόχειρη «διακειμενική» ανάγνωση του έργου του Π. Λιαλιάτση, θα περιοριστώ στην υποκειμενική και αναγκαστικά επιφανειακή προσέγγιση ενός απλού αναγνώστη. 

 

Πάνος Λιαλιάτσης

Πάνος Λιαλιάτσης

 

Το πρώτο που μου κάνει εντύπωση είναι η συνύπαρξη στο έργο του Λιαλιάτση φαινομενικά αντιφατικών στοιχείων. O ποιητής παραδέχεται και χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τη γοητεία της ελληνικής γλώσσας και συγχρόνως ελέγχει αυστηρά τη λεκτική πλημμύρα που απειλεί τους λάτρεις αυτής της καθαυτού ποιητικής γλώσσας. Ελευθερώνει τον στίχο από τη ρίμα και τα παραδοσιακά μέτρα, αλλά δίνει σε κάθε ποίημα τον δικό του ρυθμό. Εστιάζει την προσοχή του σε συγκεκριμένες στιγμές (στιγμιότυπα) της πνευματικής ζωής και ταυτόχρονα διηγείται μικρές ιστορίες, που αν τις διαβάσουμε στη συνέχεια, αποτελούν το «μυθιστόρημα μιας ψυχής» (βλ. το ποίημα «Εωσφόρος» και άλλα).

Όλες αυτές οι φαινομενικές αντιφάσεις προέρχονται, νομίζω, από τη φύση της χριστιανικής ποίησης που καλλιεργείται από τον Λιαλιάτση. Πολιτισμικά ο χριστιανισμός βρίσκεται στο σταυροδρόμι διάφορων γλωσσών και παραδόσεων. Αυτό φαίνεται στην ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιείται από τον Λιαλιάτση. Βέβαια η ελληνική παράδοση υπερισχύει παντού, όχι μόνο ως κληρονομιά του εξελληνισμένου πρώτου χριστιανισμού, αλλά και ως συνδυασμός χριστιανισμού και ειδωλολατρίας. Μερικές φορές, στο λεξιλόγιο της Παλαιάς Διαθήκης που χρησιμοποιείται συχνά, ακούγονται και μακρινοί απόηχοι της σημιτικής γλώσσας που μιλούσε ο Iησούς. Oι υπερευαίσθητες κεραίες του ποιητή πιάνουν και την ειδική γοητεία λέξεων όπως Xερουβείμ, Pαάβ, Iεριχώ, Xαναάν, Ραβουνί. O Λιαλιάτσης μιμείται με ευχαρίστηση το βιβλικό ύφος και υιοθετεί την εβραϊκή σύνταξη των O΄: «Kαι εγένετο πάλι χάος/επί του προσώπου της γης».

Ένας χριστιανός ποιητής μπορεί να μας παρουσιάσει τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής και της συνοδοιπορίας μας με τον Εσταυρωμένο ή τις πολύπλευρες κοινωνικές και πολιτικές εφαρμογές του ευαγγελικού μηνύματος κοκ. O Λιαλιάτσης είναι μόνο ο ποιητής του μυστικισμού. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρωτοτυπία και η μοναδική αξία του. Δεν ικανοποιείται με τις κοσμικές πλευρές του χριστιανισμού. Πάει αμέσως στην ουσία – και στα πιο δύσκολα και τα πιο απαιτητικά στοιχεία της χριστιανικής ζωής – στην προσωπική «ερωτική» σχέση του πιστού με τον Θεό του. Με αυτήν την προοπτική τίθεται πρώτα – πρώτα το πρόβλημα της νομιμότητας της ποίησης ως μέσου επικοινωνίας με τον Θεό.

Oι απαντήσεις του ποιητή σ’ αυτό το ερώτημα ποικίλλουν. Mια φορά, απαντώντας στην ειρωνική παρατήρηση ενός μοναχού, ο ποιητής ισχυρίζεται πως η ποίηση «είναι η μονακριβή του Θεού». Αλλού, όμως, διαπιστώνει την κατωτερότητα του ποιητικού λόγου μπροστά στην άμεση μυστική επαφή με τον Θεό. H ποίηση γεννιέται από την αποτυχία του μυστικού εγχειρήματος. «H σιωπή μου σ’ έστεψε ποιητή», λέει ο Θεός. Αντίθετα, όταν επιτέλους επιτευχθεί η μυστική έκσταση, η ποίηση με τις απλές ανθρώπινες λέξεις της δεν χρησιμεύει πια σε τίποτα: «Tώρα βουλιάζουν οι λέξεις (…) βλέπω εσένα». Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίηση είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή προσευχής· αλλά αυτή η εντρύφηση στις λέξεις έχει κάτι φιλάρεσκο και κοσμικό, που μπορεί να δυσαρεστήσει τον Θεό: «O Iησούς δεν διαβάζει τους στίχους μου», παραπονιέται ο ποιητής.

 

Eσωτερικό δράμα

 

Aυτές οι πρώτες παρατηρήσεις μας επιτρέπουν, νομίζω, να καταλάβουμε το εσωτερικό δράμα που είναι το κύριο θέμα της ποίησης του Λιαλιάτση. H ποίησή του κινείται στον ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στην απιστία και τη χαρούμενη και ανείπωτη συνάντηση με τον Θεό. Ακόμη και η αμφιβολία επιτρέπει κάποια επαφή με το θείον ή με την Αγάπη. Έτσι κάθε ποίημα είναι και μια καινούργια περιπέτεια της ψυχής στην αναζήτηση του Θεού. O ποιητής δεν παρουσιάζει αφηρημένα ή φιλοσοφικά τα εμπόδια που εμφανίζονται στον δρόμο του προς τον Θεό.

Γι’ αυτόν αυτά τα εμπόδια αποτελούν κάτι συγκεκριμένο, τον Φράχτη – που δίνει τον τίτλο στην πρώτη συλλογή του βιβλίου. H ανθρώπινη φύση δεν επιτρέπει την υπέρβαση αυτού του εμποδίου. Yπάρχει όμως μια ανθρώπινη εμπειρία που δίνει την εντύπωση -την ψευδαίσθηση;- μιας απόλυτης ένωσης με τον Άλλο, ο Έρωτας. Έτσι στη διαλεκτική της ποίησης του Π. Λ., δίπλα στην Aγάπη και τη Σιωπή, υπάρχει και η Γυναίκα. Σ’ αυτή τη μυστική οικονομία η Γυναίκα είναι μια αμφίσημη έννοια. Ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να μας βοηθάει να πλησιάσουμε τον Θεό ή, σαν μια σαγηνεύτρια Ελένη, να μας απομακρύνει απ’ Aυτόν.

 

Πόρτες στην ομορφιά

 

Aλλ’ ίσως δεν είναι απαραίτητο να έχουμε εμβαθύνει στην ποιητική θεολογία ή τη θεολογική ποίηση του Λιαλιάτση για να απολαμβάνουμε τα ποιήματά του. Aρκεί να μας αρέσουν οι ωραίοι στίχοι. Διαβάζοντας τον ποιητή μπορούμε να κάνουμε μια πλούσια συγκομιδή αρμονικών στίχων που θέλγουν τα αυτιά μας και μας ανοίγουν τις πόρτες ενός άλλου κόσμου, του κόσμου της ομορφιάς».

 

Μεταξύ άλλων ο Δρ. Κοινωνιολογίας κος Γιώργος Κόνδης είπε:

 

Δύσκολο, πολύ δύσκολο, να παρουσιάσει κανείς τη ζωή και το έργο ενός ανθρώπου όπως του Πάνου Λιαλιάτση διατηρώντας μια ισορροπία ανάμεσα στην προσωπικότητα, το έργο και τη συμβολική της παρουσίας ενός ανθρώπου που αναζητά το αίτιο της ύπαρξής του στον αναχωρητισμό και ταυτόχρονα στην εγκοσμιότητα. Μόνο ως άσκηση πνευματική μπορεί κανείς να διανοηθεί μια τέτοια παρουσίαση και να ξεπεράσει το φόβο της απλουστευτικής καταγραφής μιας πορείας ζωής. Τον ευχαριστώ λοιπόν γιατί θέλησε χωρίς να δέχεται τον παραμικρό αντίλογο, να κάνω αυτή τη δύσκολη άσκηση υποδεικνύοντάς μου μάλιστα αρκετές φορές πως η παρουσίαση θα πρέπει να είναι απέριττη, σοβαρή, χωρίς ακρότητες.

Θα ξεκινήσω λοιπόν από αυτήν ακριβώς τη σπάνια αρετή του Δασκάλου με Δ κεφαλαίο. Την δημιουργική πορεία ζωής, όπου οι ανησυχίες, οι αναζητήσεις, τα συναισθήματα και οι στοχασμοί, αποτελούν μέρος μιας ήρεμης, αθόρυβης αν θέλετε στάσης, ενός αναχωρητισμού που επιτρέπει την κατάκτηση της αυτογνωσίας, του επίπονου διαλογισμού για το περιεχόμενο και τον σκοπό της ίδιας της ύπαρξης. Κι έπειτα, θα πρέπει να υπάρξει επιστροφή στα εγκόσμια. Στον βιοπορισμό. Στην οικογένεια. Στην εργασία. Στη βουή της πόλης. Το ίδιο ήρεμα και αθόρυβα. Αποδίδοντας το αποτέλεσμα της ψυχικής και διανοητικής διεργασίας που μόλις είχε περατώσει, στον κόσμο, στους γύρω του, στους μαθητές του. Γράφει ποιήματα, μεταφράζει λογοτεχνικά έργα, ασκείται στην ιστορία της λογοτεχνίας χαρίζοντας στον τόπο ένα εξαιρετικό έργο, την Αργολική Λογοτεχνία, αρθρογραφεί παρουσιάζοντας ένα μέρος της προσωπικής του πορείας, των δικών του αναζητήσεων και στάσεων ζωής…

Αυτή λοιπόν η πορεία ζωής, κατά την ταπεινή μου γνώμη, συνιστά κοινωνικό παράδειγμα. Και ο συμβολισμός του είναι τόσο πιο δυνατός όσο πιο θορυβώδης και επίπλαστη παρουσιάζεται και εξελίσσεται η περιρέουσα πραγματικότητα. Ο Πάνος Λιαλιάτσης προέρχεται από την σπάνια εκείνη φύτρα ανθρώπων που έχουν ταχθεί να υπενθυμίζουν τις απαράβατες αρχές και τους όρους του εν κοινωνία βίου. Την ευγένεια, το ήθος, την εργατικότητα, την χρηστή προσωπικότητα ως αποτέλεσμα του αγαθού της παιδείας, την απόδοση στην κοινωνία των αποτελεσμάτων ενός έργου που του είχε ανατεθεί. Είναι ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν, ιδιαίτερα σήμερα, τον αξιοπρεπή από τον αυλοκόλακα, τον πεπαιδευμένο από τον απαίδευτο και τον ημιμαθή, τον σκεπτόμενο Πολίτη από τον πιθηκισμό της μάζας, την κριτική σκέψη από τον μηρυκασμό…

 

Πάνος Λιαλιάτσης

Πάνος Λιαλιάτσης

 

Ο Πάνος Λιαλιάτσης είναι από τους ανθρώπους που αντιστέκονται στη γενικευμένη πλέον αγένεια μιας κοινωνίας που έμαθε να καταναλώνει χωρίς όρια και να εξισώνει χωρίς ηθικές αναστολές. Και γι’ αυτό το έργο του έχει ιδιαίτερη αξία. Είναι έργο ζωής. Έργο που διαμορφώνεται σε μια πορεία ζωής.

Η κλίση του για τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα την ποίηση αρχίζει από τα εφηβικά του χρόνια κα εντείνεται στη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων. Όμως, είναι ο επαγγελματικός στίβος που θα κάνει πραγματικότητα το όνειρό του να βρεθεί σε μαθητική τάξη διδάσκοντας και θα αναδείξει τις αρετές ενός πραγματικού Δασκάλου. «Γεννήθηκα ξημερώνοντας των Τριών Ιεραρχών» εξομολογείται και το επαναλαμβάνω μπροστά σας σαν για να πω πως ορισμένα πράγματα του βίου έχουν προ…καθοριστεί!

Περνά από το Δημοτικό Σχολείο Ασίνης και το Γυμνάσιο Ναυπλίου μέχρι το 1955 και στη συνέχεια εισάγεται στη Θεολογική Σχολή Αθηνών όπου φοιτά με υποτροφία του ΙΚΥ και παρακολουθεί ταυτόχρονα τη Φιλοσοφική Σχολή. Το 1963 -64 βρίσκεται στο Παρίσι με την υποτροφία της Καθολικής Εκκλησίας Oeuvred’Orient. Επιστρέφοντας την άνοιξη του 1964 η θέση του Επιμελητή ανηλίκων στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου τον περιμένει. Αποκτά μια πρόσθετη επαγγελματική εμπειρία αλλά και γνώσεις σε νέα επιστημονικά αντικείμενα όπως τα νομικά και η εγκληματολογία.

Έτσι, μετά από βιοποριστική περιήγηση 10 ετών, φτάνει στο 1972 για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του να διδάξει και να αναζωπυρώσει τη φλόγα που καίει μέσα του για την Εκπαίδευση.

Ο Πάνος Λιαλιάτσης θα δώσει ένα σοβαρό αγώνα για να ξεφύγουν εκπαιδευτικοί και μαθητές από την λογική μιας επαγγελματικής εκπαιδευτικής βαθμίδας που βρίσκεται σε κατώτερη θέση, υποβαθμισμένη δηλαδή, σε σχέση με την αντίστοιχη του γενικού λυκείου. Ολόκληρη η παρουσία του και η εκπαιδευτική του δραστηριότητα προσανατολίζονται στο να δημιουργήσουν ακριβώς μια αντίθετη εικόνα και να τονώσουν το ενδιαφέρον για τον πολιτισμό ως αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι εκδρομές, οι σχολικές εορτές, οι ώρες οι αφιερωμένες στη λογοτεχνία και την ποίηση, δημιουργούν ένα σημαντικό ανάχωμα στην σκέψη «παιδιών ενός κατώτερου θεού».

Αλλά ο αγώνας του εκπαιδευτικού Λιαλιάτση στην επαγγελματική εκπαίδευση δεν αποτελεί τυχαία παρόρμηση ή έστω χαρούμενο ξέσπασμα από την αναπάντεχη πραγματοποίηση του ονείρου να δει εαυτόν διδάσκοντα. Είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς και γόνιμης διαδικασίας αυτογνωσίας και αυτοκαθορισμού στο σύνολο και ιδιαίτερα απέναντι στους νέους. Ήδη σε καιρούς περίεργους ο Πάνος Λιαλιάτσης τολμά να εκφράσει άποψη για τη σεξουαλικότητα των νέων και μάλιστα σε χριστιανικό περιοδικό με τόση και τέτοια καθαρότητα λόγου που προκαλεί έκπληξη αν αναλογισθεί κανείς τη χρονική περίοδο! Στη «Σύναξη» Νο 6 δημοσιεύει απάντηση στις αιτιάσεις ενός κ. Νέλλα :

«Αγαπητέ κύριε Νέλλα,

Το αφιέρωμα της «Σύναξης» στο ανθρώπινο σώμα ήταν πράγματι «ωραίο», γιατί έλειπε από τις σελίδες του το ανθρώπινο σώμα! Έλειπε δηλαδή ο έρωτας, η λειτουργική του, η συμβολική του, τούτη η materialgravis, η ξορκισμένη πραγματικότητα των θεολόγων ή, καλύτερα, των θρησκευομένων. Αφού ξεφύγαμε έτσι αυτή τη βασική λειτουργία του σώματος, καταφέραμε να το αποπνευματώσουμε και να το ωραιοποιήσουμε. Για άλλη μια φορά, η ορθόδοξη προβληματική απέφυγε τούτο το αγκάθι, που ματώνει ανέκαθεν το σώμα των θεολόγων. (…)

Πάντως οι νέοι μας σήμερα μεγαλώνουν ερήμην της Εκκλησίας. Έχουν τη γνώμη πως ξεμπέρδεψαν πια μ’ αυτήν και είναι ολότελα ελεύθεροι. Έτσι αρχίζει η δυστυχία τους: νέοι φανατισμοί, μίση, δουλείες, πάθη. Τούτη τη φορά δεν φτάνουν στο προγονικό τους «μέτρο». Τους προκαλεί η σιγή των χριστιανών για τα πεδία του σώματός τους που οι νέοι καταφάσκουν και γι’ αυτό κραυγάζουν. Αν τους είχαμε μιλήσει για την ερωτική ομιλία, που εικονίζει την καθολική δημιουργική λειτουργία και είναι προάγγελος της Αγάπης, όπου συναιρείται το εγώ και τα συ των σωμάτων μας στο εμείς του ποιητικού μυστηρίου, δε θα έφευγαν, ίσως, από την Εκκλησία. Θα έμεναν να φτιάξουν ζωντανά σπιτικά, σωστά παιδιά, λυτρωτική τέχνη και κατοικήσιμες πόλεις. Αλλά ποιος υπεύθυνος θα τους μιλήσει σ’αυτή τη γλώσσα;»

Ο Πάνος Λιαλιάτσης δεν σταμάτησε μόνο στη συγγραφή. Δεν περιορίστηκε απλά στη μνημόνευση. Συμμετείχε ενεργά στην πολιτισμική παραγωγή του τόπου και συνέβαλε στη διαμόρφωση και εξέλιξη δυο εξαιρετικών χώρων πνευματικής και επιστημονικής έκφρασης για το Ναύπλιο και την Αργολίδα: την Βιβλιοθήκη του «Παλαμήδη» και τα «Ναυπλιακά Ανάλεκτα». Και οι δυο χώροι αποτελούν ακόμα και σήμερα ζωντανούς οργανισμούς γενικότερης πολιτισμικής ανάπτυξης και έκφρασης.

Στη Γαλλία ο Πάνος Λιαλιάτσης θα έρθει με μεγαλύτερη ευκολία σε επαφή με τα μεγάλα ερωτήματα της εποχής και τις σημαντικές φιλοσοφικές σκέψεις και αναζητήσεις. Ο Danieloux θα τον επηρεάσει σοβαρά ώστε να βιώσει ένα δυνατό δίλλημα ως προς τις πνευματικές του αναζητήσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία ή την πατρολογία. Η φιλοσοφική Σχολή αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον αγαπημένο του χώρο για τον προσανατολισμό των φιλοσοφικών του αναζητήσεων.   Ανάμεσα στα πολλά έργα που θα μεταφράσει δυο είναι τα πιο σημαντικά και ταυτόχρονα ενδεικτικά των πνευματικών του αναζητήσεών. «Ο Ιησούς της Ναζαρέτ όπως τον είδαν όσοι τον γνώρισαν» του καθηγητή και Δημάρχου του Στρασβούργου Etienne Trocquet και «Η Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας» του Ηenri Τonnet που θα μεταφράσει μαζί με την καθηγήτρια της Γαλλικής γλώσσας Μαρίνα Καραμάνου.

Μπορεί το έργο του Πάνου Λιαλιάτση να χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να καταγράψει τη ζωή ως ένα διαρκές θαύμα στο δοκίμιο, όμως η μεγάλη του αγάπη για την ποίηση θα προσδώσει στην προσπάθεια αυτή ένα ξεχωριστό βηματισμό. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια όταν πρωτοδημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα του Ναυπλίου «Σύνταγμα» αλλά και σε άλλες εφημερίδες της Αργολίδας· ως φοιτητής στη φιλολογική «Βραδυνή» που διευθύνει στη δεκαετία του 60 ο Μπάμπης Κλάρας και αργότερα στην Καθημερινή, τη Νέα Εστία, την Εποπτεία, τη Σύναξη και σε πολλά άλλα λογοτεχνικά βήματα, ο Πάνος Λιαλιάτσης θα δημιουργήσει έναν βαθύ πνευματικό δεσμό με την Ποίηση, με το χώρο δηλαδή που του επιτρέπει και σήμερα ακόμα να βιώνει τον αναχωρητισμό και να χαίρεται την εγκοσμιότητα.

 

Τέλος, η κα Κατερίνα Παπαδριανού, στην εισήγησή της μίλησε για τον ερωτικό Πάνο Λιαλιάτση, προσεγγίζοντας το θέμα της με ιδιαίτερη λεπτότητα και ευαισθησία.

 

Ο ποιητής Πάνος Λιαλιάτσης στην πλειοψηφία των ποιημάτων του είναι τρυφερός και ερωτικός. Ο Έρωτας στον οποίο αναφέρομαι αφορά στο τετράπτυχο Αγάπη-Ασίνη- Ανάπλι- Αγιόρος. Και οι τέσσερις λέξεις αρχίζουν από Α. Σύμπτωση; Ίσως.   Έρωτας για τον Κύριο, την Ορθοδοξία, τη Ζωή, τη Γυναίκα, τον Έρωτα για την Υπέρβαση και την Τελειότητα, τον Πλατωνικό έρωτα.

Παλικάρι είκοσι ετών ήρθε εξαίφνης τη νύχτα η αρρώστια να σου κλέψει το μισό φως της ημέρας και να κομίσει την ασχήμια στην όψη σου.Τότε πάλεψε με τον πόνο και τη θλίψη και τελικά συμβιβάστηκε με τον εαυτό του ανοίγοντας διάλογο με το έσω φως. Έτσι τον βρήκε και τον φίλησε ο θεός καταμεσίς στον κήπο των άστρων και από τότε γυρίζει τρελός στις στέρνες κυνηγώντας τα κοιμισμένα κουνούπια που φράζουν τον ουρανό και ύστερα άρχισε να σαλεύει τα πάντα που τον αφορούσαν και τον άγγιζαν και έγινε ο ποιητής σαλός. Ταράζει και ταράζεται. Ερωτεύτηκε την Ποίηση, την ποίηση στην οποία και βρήκε γιατρειά.

Μα εκεί που ο ποιητής φαίνεται να παλεύει πολύ, να αγωνίζεται σκληρά είναι στην προσπάθεια να ακουμπήσει, να πλησιάσει το Θεό. Ορέγεται να γευτεί τον ουράνιο παράδεισο και τεντώνει τα χέρια και το κορμί για το άπιαστο, την άλλη ύλη, την πνευματική. Και μετά από μεγάλο αγώνα και εκεί που ήλπιζε να βρει τη λύτρωση, αναδιπλώνεται και γυρνάει πάλι στη γη και στη σκληρή πραγματικότητα, φοβισμένος, αδύναμος, συντριμμένος από την απότομη πτώση κάνοντας αυστηρή κριτική στον εαυτό του…

Ο ποιητής στο ποίημα « Ο ΦΡΑΧΤΗΣ» που είναι της σχολής του Γιώργου Σεφέρη εκφράζεται με στίχους που εξιδανικεύουν τον Έρωτα   «της άλλης όχθης, όπου εκεί ακούς τη μουσική του Θεού και αφουγκράζεσαι την αναπνοή των αγγέλων». Θέλει ν’ ανέβει στα ύψη, κάνει πρόβες και δοκιμές, γυμνάζεται δυνατά για να ξεπεράσει τα εμπόδια για να πηδήξει το «ΦΡΑΧΤΗ» και να βρεθεί στον άλλο κόσμο, αυτόν που ονειρεύεται. Βλέπει όμως πως δεν μπορεί να τα καταφέρει όσο κι αν προσπαθεί όσο κι αν ματώνει και ύστερα απογοητεύεται και προσγειώνεται με κρότο. Πώς να πηδήξει το «Φράχτη», πώς να ξεπεράσει τα εμπόδια για να περάσει στην αντίπερα όχθη; Εδώ μοιάζει με τον Καβάφη γιατί μόνιμα έχει τη βάσανο που δεν τον αφήνει ήσυχο, υπάρχει ένας κόσμος που είναι όπως τον έχει φανταστεί ο ιδεατός, ο όμορφος, ο ερωτικός, ο αγνός και αμόλυντος αλλά η ζωή είναι αλλιώς και τον προσγειώνει ανώμαλα μέσα στην καθημερινότητα και τη ρουτίνα αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει τα άπιαστα όνειρα και τα ιδανικά και να ζήσει στα καθημερινά, τα δύσκολα και τα ανούσια. Ίπταται, αιωρείται ανάμεσα σε αυτό που θέλει και αυτό που πρέπει, έτσι απολογείται:

«Τι πληγή μετά την πρώτη μαγεία

να ξυπνήσεις σε μια μικρή πολιτεία

με την ομορφιά περιφραγμένη

και τα όνειρα αραδιασμένα σε ευθείες!»

Στο τέλος γέρνει με τους αδύναμους και καλοτυχίζει όλους όσους δεν διάβηκαν το φράχτη και έμειναν δεμένοι στις ρίζες τους, μακαρίζοντας όμως τους τολμηρούς οδοιπόρους. Εδώ, γιατί ο ποιητής άλλαξε γνώμη, τι συνέβη, γιατί δεν τόλμησε να πηδήξει το φράχτη και να περάσει στην αντίπερα όχθη; Μόνο ο ποιητής το γνωρίζει. Τέλος, απροσδόκητα σαν να θέλει να δικαιολογηθεί βγάζει το συμπέρασμα πως:

«Η απόσταση γεννά την Εδέμ…»

Και μετά γίνεται αυστηρός τιμωρός του «αδύναμου εαυτού του» λέγοντας πικρόχολα:

«πως ο θεός δε συμπαθεί τους βιαστικούς αγίους

και τους ειρωνεύεται κάποτε γκρεμίζοντάς τους

στο πρώτο σκαλί-λένε και πιο χαμηλά».

Αν θελήσει κάποιος να επιλέξει από τα ποιήματα του Πάνου Λιαλιάτση για να κάνει μια παρουσίαση των ποιημάτων του, πολύ γρήγορα θα αντιληφθεί πως είναι δύσκολο να διαλέξει. Είναι όλα ένα κι ένα, καλοδουλεμένα, προσεγμένα με απλά και καθαρά ελληνικά αφού ο ποιητής είναι ένας τέλειος γνώστης της ελληνικής γλώσσας αλλά και της γλώσσας του Ευαγγελίου. Δεν είναι φλύαρος είναι φειδωλός, κατανοητός, λαγαρός και ήρεμος. Η ανάγνωσή τους δεν σε αγχώνει παρά σε ηρεμεί και σε λυτρώνει, αφού βρίσκεις πολλούς στίχους του, να σε αγγίζουν και να σε αφορούν. Σου κάνει καλό θαρρώ, στην ψυχή σου. Ναι η ποίηση του Πάνου Λιαλιάτση είναι ψυχοθεραπευτική!

  

Πάνος Λιαλιάτσης

«Λυρικό Ημερολόγιο»

Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Άργος, Μάρτιος, 2014.

192 σελίδες

ISBN 978-960-9650-10-6

Τα Αρωγά Μέλη της βιβλιοθήκης, προκειμένου να προμηθευτούν δωρεάν τη νέα αυτή έκδοση, μπορούν να απευθύνονται στην Αργολική Βιβλιοθήκη, τηλέφωνο 27510 61315, τις εργάσιμες ώρες και ημέρες.

 

Read Full Post »

Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας – Κωνσταντίνος Π. Δάρμος


 

Στην εκδοτική δραστηριότητα της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, προστίθεται ένα ακόμη σημαντικό βιβλίο. Πρόκειται για το σπουδαίο και μοναδικό βιβλίο του Κώστα Δάρμου, «Οι αρχαίοι ποταμοί της Αργολίδας» στο οποίο – για πρώτη φορά -καταγράφονται όλοι οι αρχαίοι ποταμοί της Αργολίδας.

Ο Κώστας Δάρμος, μετά από επίπονη και απολύτως τεκμηριωμένη έρευνα, με γλαφυρότητα και σαφήνεια μας ταξιδεύει στην αρχαία Αργολίδα, στους ποταμούς της και στους μύθους που συνδέονται με αυτούς.

Πιστέψαμε εξ’ αρχής ότι η έκδοση αυτή θα αποτελούσε ένα ακόμη σημαντικό απόκτημα της τοπικής ιστορίας και θα εμπλούτιζε την ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία, η οποία αναφέρεται στο πολυτιμότερο για την επιβίωση του ανθρώπου στοιχείο, το νερό.

 

Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας

Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας

 

Στις σελίδες αυτού του βιβλίου, θα συναντήσουμε τον Γενάρχη ποταμό Ίναχο, τον Ερασίνο με τις τέσσερεις κόρες του, την Δαναΐδα Αμυμώνη, τον πλατύ και επικίνδυνο χείμαρρο Χάραδρο (Ξεριά), τον Αστερίωνα με τις τρεις κόρες του, τροφούς της Ήρας, τον ποταμό Ράδο που έρρεε στις βόρειες πλαγιές του Διδύμου όρους, τους Χρυσορρόα και Υλλικό στην Τροιζήνα κ.α.

Η μυθολογία είναι μια ιερή ιστορία, που διαδραματίζεται σε ένα χωρόχρονο πέραν της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Είναι το σύνολο των μύθων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη παράδοση ενός τόπου.

Πιστεύουμε ότι ο μύθος είναι ένα λόγος, που ακόμα και αν δεν είναι αλήθεια ή δεν έχει εξελιχθεί σε τέτοια, εμπεριέχει μέσα του κάποιες αρχέγονες εμπειρίες και αλήθειες. Κι όπως γράφει ο Λούκιος Απουλήιος: Κι οι μύθοι που σαν όμορφα φαντάζουν παραμύθια, αλήθειες κρύβουνε πολλές στου ψέματος τα βύθια…

Είναι γνωστό, ότι στις πανάρχαιες δοξασίες των λαών, όπως σώζονται στις μυθολογίες τους και ιδιαίτερα στην Ελληνική, το νερό αποτελεί στοιχείο εξαγνισμού και κάθαρσης και η ζωοποιός του δύναμη συνδέθηκε με μαγικές και θεραπευτικές ιδιότητες και ότι το υδάτινο στοιχείο είναι η γενεσιουργός αιτία της ζωής και πολύτιμο αγαθό για τον άνθρωπο και την επιβίωσή του.

Ο Στράβων (8, 370), λέει για την Αργολίδα: …Της τε χώρας κοίλης ούσης και ποταμοίς διαρρεομένης και έλη και λίμνας παρεχομένης, θέλοντας να αναδείξει την πολυπλοκότητα του υδάτινου κόσμου της Αργολίδας.

Ελπίζουμε ότι – το βιβλίο αυτό – θα είναι χρήσιμο στο να γνωρίσουν οι σημερινοί κάτοικοι της Αργολίδας και ιδίως οι νεότεροι καλύτερα τον τόπο τους και να δυναμώσουν τους δεσμούς τους με το πλούσιο και συχνά άγνωστο παρελθόν του.

Θέλουμε να πιστεύουμε ότι προσφέρουμε στην διατήρηση της ιστορικής μας μνήμης αλλά και στην ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Τα Αρωγά Μέλη της βιβλιοθήκης, προκειμένου να προμηθευτούν δωρεάν τη νέα αυτή έκδοση, μπορούν να απευθύνονται στην Αργολική Βιβλιοθήκη, τηλέφωνο 27510 61315, τις εργάσιμες ώρες και ημέρες.

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

«Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας»

Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Τοπική Ιστορία – 2

Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

148 σελίδες

ISBN 978-960-9650-05-2

 

Read Full Post »