Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Κράτος – Διοίκηση – Αυτοδιοίκηση’ Category

Το Σύνταγμα του 1844 – Ακρίτας Καϊδατζής


 

Το Σύνταγμα του 1844* αποτελείται από 107 άρθρα κατανεμημένα στα εξής δώδεκα μέρη: «Περί Θρησκείας», «Περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων», «Περί συντάξεως της πολιτείας», «Περί του Βασιλέως», «Περί διαδοχής και αντιβασιλείας», «Περί της Βουλής και της Γερουσίας», «Περί της Βουλής», «Περί της Γερουσίας», «Περί των Υπουργών», «Περί δικαστικής εξουσίας», «Γενικαί διατάξεις» και «Ειδικαί διατάξεις». Εκτός από το κείμενο του Συντάγματος, η Εθνοσυνέλευση υιοθέτησε επίσης 18 Ψηφίσματα, που ρυθμίζουν διάφορα θέματα και τα οποία έχουν τυπική ισχύ ίδια με αυτή του Συντάγματος. Εξάλλου, στις 18 Μαρτίου 1844, την ίδια ημέρα που δημοσιεύθηκε το Σύνταγμα, η Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον, πρωτοποριακό για την εποχή του, εκλογικό νόμο.

Με τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος ξεκινάει για την Ελλάδα η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας. Στο πολίτευμα αυτό ο βασιλιάς εξακολουθεί να κατέχει τις περισσότερες κρατικές εξουσίες, σε αντίθεση όμως με την απόλυτη μοναρχία βασιλεύει εντός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα. Βέβαια, ο Όθωνας δεν σεβάστηκε πάντοτε τα όρια αυτά. Ανεξάρτητα από τις παραβιάσεις του Συντάγματος, που και συχνές και σοβαρές υπήρξαν, η περίοδος της απολυταρχίας είχε πάντως παρέλθει ανεπιστρεπτί.

 

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. 5 (Αθήνα, 18 Μαρτίου 1844). Δημοσιεύεται το σύνταγμα που ψήφισε η Εθνοσυνέλευση, που προέκυψε μετά την επανάσταση της Γ΄ Σεπτεμβρίου και με το οποίο καθιερώθηκε η συνταγματική μοναρχία στο ελληνικό κράτος.

 

Η νομική φύση και τα κύρια χαρακτηριστικά του Συντάγματος

 

Όσον αφορά τη νομική φύση του, το Σύνταγμα του 1844 αποτελεί «σύνταγμα–συνάλλαγμα». Έτσι χαρακτηρίζονται τα συντάγματα τα οποία δεν θεσπίζονται από μια κυρίαρχη και αδέσμευτη συντακτική συνέλευση, αλλά αποτελούν προϊόν συμφωνίας του βασιλιά με το έθνος, οι οποίοι έτσι θεωρείται ότι συνάπτουν μεταξύ τους ένα είδος «συμβολαίου».

Φορέας της συντακτικής εξουσίας στην περίπτωση αυτή θεωρείται ο μονάρχης, ο οποίος απλώς δέχεται να αυτοπεριοριστεί και να αυτοδεσμευτεί με Σύνταγμα. Από νομική άποψη, λοιπόν, το Σύνταγμα του 1844 υπήρξε έργο του βασιλιά, με τον οποίον η Εθνική Συνέλευση απλώς συνέπραξε. Αυτό φαίνεται και από το προοίμιο του Συντάγματος, που αρχίζει με τη φράση: «Όθων, ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος» και διακηρύσσει ότι «συνωμολογήθη μεταξύ Ημών και των πληρεξουσίων του Έθνους».

Βέβαια, από πολιτική άποψη, τον κύριο ρόλο στην παραγωγή του Συντάγματος τον είχε η Εθνοσυνέλευση, η οποία προσδιόρισε αυτοτελώς σημαντικά στοιχεία του πολιτεύματος. Εξάλλου, ο μονάρχης δεν παραχώρησε το Σύνταγμα αυτοβούλως, αλλά αναγκάστηκε να ενδώσει στη θέσπισή του μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, οι πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στην κατάρτιση του Συντάγματος δεν αναιρούν τον νομικό χαρακτήρα του ως «συντάγματος–συναλλάγματος». Ο χαρακτήρας αυτός αποτυπώνεται άλλωστε και στο περιεχόμενό του, κυρίως με την καθιέρωση της μοναρχικής αρχής.

Πράγματι, η νομική φύση ενός συντάγματος δεν απορρέει μόνο από τον τρόπο παραγωγής του, αλλά εξίσου και από τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτεύματος που αυτό εγκαθιδρύει.

Τα χαρακτηριστικά του Συντάγματος του 1844 μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

α) Καθιερώνει – κι αυτό αποτελεί ίσως το πιο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του – τη μοναρχική αρχή, σύμφωνα με την οποία ο μονάρχης είναι ο ανώτατος άρχοντας και το κυρίαρχο όργανο του κράτους. Η αρχή αυτή καθορίζει και το χαρακτήρα του πολιτεύματος ως συνταγματικής μοναρχίας.

β) Δεν προβλέπει διαδικασία αναθεώρησης, ανήκει δηλαδή στα λεγόμενα «απολύτως αυστηρά» Συντάγματα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα κατάργησης, τροποποίησης ή προσθήκης διατάξεων στο Σύνταγμα, παρεκτός εάν ο μονάρχης παραχωρήσει ένα νέο «σύνταγμα-συνάλλαγμα».

γ) Καθιερώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αν και σε αρκετά ατελή μορφή. Η νομοθετική εξουσία «ενεργείται συνάμα» από το Βασιλιά, τη Βουλή και τη Γερουσία. Η εκτελεστική εξουσία «ανήκει» στο Βασιλιά, αλλά ενεργείται από τους υπουργούς που αυτός διορίζει. Η δικαστική εξουσία πηγάζει από το βασιλιά, αλλά «ενεργείται» δια των δικαστηρίων.

δ) Θεσπίζει, δίπλα στην αιρετή Βουλή, ένα δεύτερο – μη αιρετό – νομοθετικό σώμα, τη Γερουσία.

ε) Αναγνωρίζει ευρύτατες εξουσίες στο Βασιλιά, ο οποίος, εκτός από την εκτελεστική εξουσία, έχει ουσιώδη συμμετοχή και στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. Παράλληλα, προβλέπεται ότι οι υπουργοί ευθύνονται για τις πράξεις του Βασιλιά.

στ) Τέλος, το Σύνταγμα του 1844 ακολουθεί την παράδοση των πρώτων συνταγμάτων της Επανάστασης του 1821 και προστατεύει τις ατομικές ελευθερίες, εμπλουτίζοντας μάλιστα το σχετικό κατάλογο με νέα δικαιώματα, όπως το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να μνημονευθεί και το άρθρο 107 του Συντάγματος, που αφιερώνει την τήρηση του Συντάγματος στον «πατριωτισμό των Ελλήνων».

Συνολικά, και παρά τα φιλελεύθερα στοιχεία του, πρόκειται για ένα σύνταγμα μοναρχικό και συντηρητικό. Ιστορικά πρότυπά του υπήρξαν κυρίως το γαλλικό μοναρχικό σύνταγμα του 1830 και, λιγότερο, το δημοκρατικό βελγικό σύνταγμα του 1831. Σε αρκετά σημεία μάλιστα οι διατάξεις του Συντάγματος του 1844 αποτελούν αντιγραφή των αντίστοιχων διατάξεων των συνταγμάτων αυτών.

 

Οι ρυθμίσεις για τη θρησκεία και τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας

 

 Στην προμετωπίδα του Συντάγματος του 1844 τέθηκε η επίκληση: «Εν ονόματι της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Στο σημείο αυτό, η Συνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου ακολούθησε το πρότυπο των Συνταγμάτων του Αγώνα. Δημιουργήθηκε έτσι μια παράδοση την οποίαν έμελλε να ακολουθήσουν όλα τα κατοπινά συντάγματα της Ελλάδας, με την εξαίρεση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1927. Η αναφορά αυτή έχει βέβαια έναν καθαρά συμβολικό χαρακτήρα: ισοδυναμεί με επίσημη διαβεβαίωση, εν είδει όρκου, ότι όσα συμφωνήθηκαν και αποφασίσθηκαν στο Σύνταγμα είναι θεμελιώδη για την υπόσταση του έθνους και θα τηρηθούν ως τέτοια.

Επίσης κατά το πρότυπο των συνταγμάτων της Παλιγγενεσίας, προτάχθηκε στο συνταγματικό κείμενο το περί θρησκείας κεφάλαιο, που το συνθέτουν δύο άρθρα. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Συντάγματος, επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η ανατολική ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ κάθε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και η λατρεία της τελείται ανεμπόδιστα. Ωστόσο, απαγορεύεται ο προσηλυτισμός και κάθε άλλη επέμβαση κατά της επικρατούσας θρησκείας. Σύμφωνα με το άρθρο 2, η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι δογματικά ενωμένη με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αλλά διοικητικά αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη και διοικείται από Ιερά Σύνοδο Αρχιερέων.

Στις συνταγματικές αυτές διατάξεις αποτυπώνεται η βούληση για αποκατάσταση των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, οι οποίες είχαν διαταραχθεί επί αντιβασιλείας, όταν η Εκκλησία της Ελλάδας ανακηρύχθηκε «αυτοκέφαλη» και ο βασιλιάς αναγορεύθηκε σε «αρχηγό της Εκκλησίας» (σύμφωνα με το σύστημα του «καισαροπαπισμού»). Το εκκλησιαστικό ζήτημα είχε αποτελέσει μια από τις κύριες πηγές διαμαρτυρίας κατά της αντιβασιλείας. Με το Σύνταγμα του 1844 καθίσταται εφικτή η επανασύνδεση της Εκκλησίας της Ελλάδας με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο βασιλιάς παύει να αποκαλείται «αρχηγός» της. Προς την κατεύθυνση αυτή, το άρθρο 2 του Συντάγματος περιέχει δύο σημαντικές διευθετήσεις. Πρώτον, η Εκκλησία της Ελλάδας διατηρεί διοικητικά το αυτοκέφαλο, παράλληλα όμως διατηρεί και τη δογματική της εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεύτερον, η Εκκλησία της Ελλάδας διοικείται από σύνοδο αρχιερέων, καθιερώνεται δηλαδή ένα σημαντικό στοιχείο ανεξαρτησίας της από το κράτος.

Ωστόσο, οι διευθετήσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο που θέτει η επιδίωξη δημιουργίας μιας «εθνικής» εκκλησίας του ελληνικού κράτους. Αυτό το νόημα έχει και ο πανηγυρικός χαρακτηρισμός, στην πρώτη κιόλας φράση του Συντάγματος, της ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας. Η («επίσημη») Εκκλησία της Επικρατείας εντάσσεται στους θεσμούς του κράτους και υποτάσσεται έτσι στο Σύνταγμα και την πολιτική εξουσία. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από ένα τρίτο – και πολύ σημαντικό για τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας – άρθρο του Συντάγματος του 1844. Πρόκειται για το άρθρο 105, το οποίο δεν βρίσκεται στο «περί θρησκείας» πρώτο κεφάλαιο του Συντάγματος, αλλά στο τελευταίο κεφάλαιο («Ειδικαί διατάξεις»). Εκεί προβλέπεται η έκδοση ειδικών νόμων, προκειμένου να ρυθμιστούν, μεταξύ άλλων, τα «περί του αριθμού των Επισκόπων του Κράτους, της εξασφαλίσεως των προς συντήρησιν των κληρικών… και περί των ιερών καταστημάτων και των εν αυτοίς λειτουργούντων ή μοναζόντων», όπως επίσης και «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων». Με την αναγνώριση της εξουσίας του νομοθέτη να παρεμβαίνει στα διοικητικά ζητήματα της Εκκλησίας θεσμοποιείται η στενή σύνδεση του κράτους με την Εκκλησία. Πάντως, οι ειδικοί αυτοί νόμοι, παρά τη ρητή συνταγματική επιταγή για έκδοσή τους «όσον ένεστι ταχύτερον», εκδόθηκαν με αρκετή καθυστέρηση και κάλυψαν εν μέρει μόνο τα προς ρύθμιση αντικείμενα. Έτσι, μόλις το 1852 δημοσιεύθηκαν οι νόμοι Σ΄ «Περί Επισκοπών και Επισκόπων και περί του υπό τους Επισκόπους τελούντος κλήρου», και ΣΑ΄ «Νόμος Καταστατικός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας τη Ελλάδος».

Το Σύνταγμα του 1844, όσον αφορά το εκκλησιαστικό ζήτημα, εμπεριέχει έναν θεμελιώδη συμβιβασμό, ο οποίος άλλωστε αποτυπώνεται και στον δυισμό των κανόνων που ρυθμίζουν τα της Εκκλησίας: Ως προς τα δογματικά και πνευματικά ζητήματα, η Εκκλησία της Ελλάδας είναι ενωμένη με τις άλλες ομόδοξες εκκλησίες και ιδίως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και διέπεται από τους ιερούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Από την άλλη, ως προς τα διοικητικά ζητήματα, θεωρείται Εκκλησία της Επικρατείας, δηλαδή του ελληνικού κράτους, και διέπεται από τους νόμους του. Ο συμβιβασμός αυτός παγιώθηκε με τον «Πατριαρχικό Τόμο» του 1850, με τον οποίον το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδας και αποκαταστάθηκαν οι μεταξύ τους σχέσεις. Η ιδιαίτερη σημασία της διευθέτησης του εκκλησιαστικού στο Σύνταγμα του 1844 έγκειται στο ότι οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις σφράγισαν ανεξίτηλα την ελληνική συνταγματική ιστορία και έμελλε να επαναληφθούν, με επουσιώδεις τροποποιήσεις, σε όλα τα Συντάγματα που ακολούθησαν, όπως άλλωστε και στο ισχύον Σύνταγμα του 1975/1986/2001.

 

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. 5 (Αθήνα, 18 Μαρτίου 1844).

 

Το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας

 

Το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας, που καθιερώνει ο Καταστατικός Χάρτης του 1844, αντιδιαστέλλεται τόσο προς την βαυαρική και οθωνική απολυταρχία (1832-1843), που ήταν μια απεριόριστη μοναρχία, όσο και προς τη βασιλευόμενη δημοκρατία, η οποία καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1864 και διήρκεσε, με μικρά διαλείμματα, μέχρι το 1967.

 

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. 5 (Αθήνα, 18 Μαρτίου 1844).

 

Η μοναρχική αρχή και ο θεσμικός ρόλος του βασιλιά

 

Το πολίτευμα χαρακτηρίζεται από την ισχύ της μοναρχικής αρχής. Σύμφωνα μ’ αυτήν η κυριαρχία ανήκει στον μονάρχη, που αναγνωρίζεται ως φορέας και πηγή της κρατικής εξουσίας. Ο μονάρχης είναι «ιερός» και «απαραβίαστος», δεν είναι απλώς ο ανώτατος άρχοντας (δηλαδή ο αρχηγός του κράτους), αλλά το κυρίαρχο όργανο του κράτους. Υπέρ του μονάρχη συντρέχει το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Αυτό σημαίνει ότι είναι αρμόδιος για κάθε ζήτημα που δεν ανήκει ρητώς στην αρμοδιότητα άλλου κρατικού οργάνου. Ως το ανώτατο όργανο του κράτους, αποδέχεται εκείνους μόνο τους περιορισμούς της εξουσίας του που είναι ρητά διατυπωμένοι στο Σύνταγμα.

Το Σύνταγμα, άλλωστε, απονέμει ευρύτατες και σημαντικότατες εξουσίες στον βασιλιά, ο οποίος συμμετέχει και στις τρεις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας: νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Καταρχάς, αποτελεί τον κύριο παράγοντα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, του «ανήκει». Ο βασιλιάς διορίζει και παύει χωρίς κανένα περιορισμό τους υπουργούς «του». Επίσης, διορίζει και παύει τους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ εκδίδει και τα αναγκαία διατάγματα για την εκτέλεση των νόμων. Εξάλλου, ο βασιλιάς χαρακτηρίζεται ως ο «ανώτατος Άρχων του Κράτους», αποτελεί δηλαδή συμβολικά την κεφαλή του κρατικού μηχανισμού. Είναι αυτός που άρχει των ενόπλων δυνάμεων, κηρύσσει πόλεμο και συνομολογεί διεθνείς συνθήκες.

Παράλληλα, ο βασιλιάς αποτελεί σημαντικό παράγοντα της νομοθετικής λειτουργίας. Έχει, μαζί με τη Βουλή και τη Γερουσία, την αρμοδιότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, μπορεί δηλαδή να συντάσσει και να υποβάλλει στη Βουλή προτάσεις νόμου προς συζήτηση και ψήφιση. Έχει ακόμη, επίσης μαζί με τη Βουλή και τη Γερουσία, δικαίωμα αναβλητικής αρνησικυρίας, μπορεί δηλαδή να απορρίψει μια πρόταση νόμου, οπότε αυτή δεν μπορεί να υποβληθεί ξανά στην ίδια βουλευτική σύνοδο, αλλά σε κάποια επόμενη. Η βασική νομοθετική αρμοδιότητα του βασιλιά είναι να κυρώνει και να δημοσιεύει τους νόμους μετά την ψήφισή τους από τη Βουλή. Έμμεσα, εξάλλου, ο βασιλιάς συμμετέχει στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας με το να διορίζει χωρίς περιορισμό τα μέλη της Γερουσίας, ενώ διαθέτει και την αρμοδιότητα διάλυσης της Βουλής.

Τέλος, ο βασιλιάς είναι παράγοντας και της δικαστικής εξουσίας. Πέρα από την, συμβολικής κυρίως σημασίας, διακήρυξη ότι η δικαιοσύνη «πηγάζει» απ’ αυτόν και ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται «εν ονόματί του», έχει και ορισμένες ουσιαστικές δικαστικές αρμοδιότητες. Πρόκειται βασικά για την αρμοδιότητα απονομής χάριτος, δηλαδή το προνόμιο να χαρίζει, να μεταβάλλει ή να ελαττώνει ποινές που έχουν επιβληθεί από τα δικαστήρια. Εξάλλου, ο βασιλιάς διορίζει και τους δικαστές.

Παράλληλα με τις παραπάνω τρεις λειτουργίες, έχει και μια τέταρτη λειτουργία, ως ρυθμιστής του πολιτεύματος (ρυθμιστική λειτουργία). Στο πλαίσιο αυτό, ο βασιλιάς εκδίδει τα διατάγματα για το διορισμό και την παύση της κυβέρνησης, για την τακτική ή έκτακτη σύγκληση της Βουλής και της Γερουσίας, καθώς και για τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών.

Βέβαια, οι παραπάνω εξουσίες του βασιλιά είναι πλέον εξουσίες συνταγματικά ρυθμισμένες. Η άσκησή τους οριοθετείται από την συνταγματικά καθιερωμένη αρχή του «ανεύθυνου» του βασιλιά και της αρχής που απαιτεί την προσυπογραφή των πράξεών του. Ο βασιλιάς, ως πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο, θεωρείται ότι δεν φέρει ευθύνη για τις πράξεις του. Την (πολιτική) ευθύνη την αναλαμβάνουν οι υπουργοί «του». Για τον λόγο αυτό, καμία πράξη του βασιλιά δεν ισχύει και δεν εκτελείται, αν δεν προσυπογράφεται από τον αρμόδιο (και υπεύθυνο) υπουργό. Έτσι, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να «λογοδοτήσει» ή να δικαστεί ο βασιλιάς για οποιαδήποτε πράξη του. Αντ’ αυτού την ευθύνη φέρουν οι υπουργοί του: η Βουλή μπορεί να τους κατηγορήσει και τότε δικάζονται από τη Γερουσία (που, στην περίπτωση αυτή, λειτουργεί κατ’ εξαίρεση ως «δικαστήριο»). Για τη ρύθμιση της σχετικής διαδικασίας, μάλιστα, το Σύνταγμα προβλέπει την έκδοση ειδικού νόμου «περί ευθύνης των Υπουργών».

Με τις αρχές του ανεύθυνου και της προσυπογραφής συντελείται μια στοιχειώδης μετατόπιση από τις εξουσίες του μονάρχη στις αρμοδιότητες του υπουργικού συμβουλίου. Παράλληλα, με τη θέσπιση ποινικής ευθύνης των υπουργών εισάγεται έμμεσα και εν τοις πράγμασι ένας στοιχειώδης έστω «κοινοβουλευτικός έλεγχος» της κυβέρνησης. Οι θεσμοί αυτοί επέτρεψαν στη Βουλή να διεκδικήσει έναν ουσιαστικότερο πολιτικό ρόλο και δημιούργησαν ένα πρώιμο κοινοβουλευτικό «κλίμα». Βέβαια, η απόσταση από ένα πραγματικό κοινοβουλευτικό σύστημα (όπου η κυβέρνηση και οι υπουργοί εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη της Βουλής) είναι ακόμη μεγάλη, όσο οι προσυπογράφοντες και υπεύθυνοι υπουργοί παραμένουν πρόσωπα της απόλυτης επιλογής του βασιλιά.

 

Τα δύο σώματα του κοινοβουλίου: Βουλή και Γερουσία

 

Στην Ελλάδα κοινοβούλιο συγκροτείται ουσιαστικά για πρώτη φορά το 1844, παρόλο που «Βουλευτικόν», δηλαδή ένα συλλογικό αντιπροσωπευτικό σώμα που «βούλεται» και «νομοθετεί», προβλεπόταν ήδη από το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822. Το Σύνταγμα του 1844 θεσπίζει σύστημα δύο νομοθετικών σωμάτων, Βουλή και Γερουσία. Τέτοιο σύστημα είχε για πρώτη φορά προβλεφθεί, χωρίς βέβαια να εφαρμοστεί, στο λεγόμενο «ηγεμονικό» Σύνταγμα του 1832.

Η Βουλή είναι αιρετό σώμα. Τα μέλη της, που δεν μπορούν να είναι λιγότερα από 80, εκλέγονται για τρία χρόνια από τους πολίτες που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο. Η εκλογή της Βουλής αποτελεί την πιο σημαντική μορφή συμμετοχής του λαού στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και, για τον λόγο αυτό, κορυφαίο δημοκρατικό στοιχείο του Συντάγματος. Το Σύνταγμα μάλιστα προβλέπει, σε μια διάταξη που επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα, ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος» και όχι μόνο την επαρχία στην οποίαν εκλέγονται. Για να εκλεγεί κάποιος βουλευτής πρέπει να είναι έλληνας πολίτης εγκατεστημένος στην Ελλάδα και να έχει συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του. Οι ιδιότητες του βουλευτή και του γερουσιαστή είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Ασυμβίβαστη με τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης η οποιαδήποτε έμμισθη υπηρεσία στο δημόσιο. Αν κάποιος διοριστεί σε τέτοια θέση, χάνει τη βουλευτική του ιδιότητα.

Η Γερουσία, ως δεύτερο νομοθετικό σώμα, δεν είναι αιρετή και τα μέλη της, που δεν μπορούν να είναι λιγότερα από 27, διορίζονται από τον βασιλιά και είναι ισόβια. Ο βασιλιάς μπορεί μάλιστα να αυξήσει τον αριθμό των γερουσιαστών, εάν κρίνει ότι συντρέχει ανάγκη, μέχρι το 1/2 του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Γερουσία αποτελεί ένα αριστοκρατικό στοιχείο του πολιτεύματος και, λόγω της απόλυτης εξάρτησής της από τον μονάρχη, λειτουργεί ως αντίβαρο στο ρόλο της λαϊκής αντιπροσωπίας, αποδυναμώνοντας τον δημοκρατικό χαρακτήρα της τελευταίας. Εξάλλου, καλύπτει το κενό που άφησε η κατάργηση των δυο συμβουλευτικών του βασιλιά θεσμών της απόλυτης μοναρχίας, δηλαδή του ανακτοβουλίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για να διοριστεί κάποιος γερουσιαστής πρέπει να είναι έλληνας πολίτης εγκατεστημένος στην Ελλάδα, να έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και να έχει προηγουμένως ασκήσει κάποιο από τα πολιτικά, δικαστικά ή στρατιωτικά αξιώματα που απαριθμούνται αναλυτικά στο Σύνταγμα. Χαρακτηριστικό της εξάρτησης της Γερουσίας είναι και το ότι ο πρόεδρος του σώματος διορίζεται από τον βασιλιά (σε αντίθεση με τον πρόεδρο της Βουλής που εκλέγεται από το ίδιο το σώμα).

Από την άλλη, το Σύνταγμα προβλέπει δυο σημαντικές εγγυήσεις υπέρ της ανεξαρτησίας των βουλευτών και γερουσιαστών και υπέρ της «αυτονομίας» των κοινοβουλευτικών σωμάτων.

Συγκεκριμένα, οι βουλευτές και γερουσιαστές δεν καταδιώκονται ούτε με οποιονδήποτε τρόπο εξετάζονται για γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων· εξάλλου, όσο διαρκεί η βουλευτική σύνοδος (και με την εξαίρεση των αυτόφωρων εγκλημάτων), δεν διώκονται ούτε συλλαμβάνονται ούτε φυλακίζονται χωρίς άδεια του σώματος στο οποίο ανήκουν. Επίσης, η Βουλή και η Γερουσία ορίζουν οι ίδιες τον τρόπο λειτουργίας τους με κανονισμούς που ψηφίζουν. Η σημασία των εγγυήσεων αυτών καταδεικνύεται από το γεγονός ότι επαναλαμβάνονται έκτοτε σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα.

Η Βουλή και η Γερουσία αποτελούν παράγοντες της νομοθετικής εξουσίας, την οποίαν ασκούν από κοινού με τον βασιλιά. Οι αρμοδιότητές τους είναι βασικά νομοθετικές και συνίστανται στην υποβολή προτάσεων νόμου, τη συζήτηση και την ψήφισή τους. Επίσης, κάθε έτος ψηφίζουν τον προϋπολογισμό του κράτους και αποφασίζουν για τον απολογισμό. Περαιτέρω, η Βουλή και η Γερουσία έχουν κάποιες περιορισμένες αρμοδιότητες κοινοβουλευτικού ελέγχου. Μπορούν να απαιτήσουν την εμφάνιση των υπουργών στις συνεδριάσεις τους και να ζητήσουν απ’ τους υπουργούς διασαφήσεις σε σχέση με υποβληθείσες αναφορές. Η πιο σημαντική, βέβαια, αρμοδιότητα του κοινοβουλίου, όσον αφορά τις σχέσεις της με την εκτελεστική εξουσία, είναι ότι μπορεί να κατηγορήσει (η Βουλή) και να δικάσει (η Γερουσία) τους υπουργούς, ενεργοποιώντας την ποινική ευθύνη τους για εγκλήματα εσχάτης προδοσίας, κατάχρησης δημόσιας περιουσίας και γενικά για κάθε παραβίαση του Συντάγματος. Το κοινοβούλιο λειτουργεί έτσι ως «ποινικό δικαστήριο» για τους υπουργούς. Δικαστικός είναι και ο χαρακτήρας της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουλής να κρίνει τις διαφορές σχετικά με την εκλογή των βουλευτών, οπότε λειτουργεί ως «εκλογοδικείο».

Κατά τα λοιπά, το κοινοβούλιο είναι αποστερημένο από τις βασικές αρμοδιότητες που ένα τέτοιο όργανο έχει σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Συγκεκριμένα, ο διορισμός των κυβερνήσεων δεν εξαρτάται από την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου, το οποίο δεν μπορεί επίσης να προκαλέσει την παραίτηση υπουργών ή κυβερνήσεων αποσύροντας την προς αυτούς εμπιστοσύνη του. Έτσι, παρά τη συγκρότηση και λειτουργία Κοινοβουλίου (Βουλή–Γερουσία), κοινοβουλευτικό σύστημα δεν λειτουργεί στα χρόνια της συνταγματικής μοναρχίας και ούτε θα μπορούσε, άλλωστε, διότι μια τέτοια εκδοχή πολιτεύματος την αποκλείει το Σύνταγμα. Η συνταγματική διαρρύθμιση των πολιτειακών θεσμών και η διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ των οργάνων του κράτους είναι τέτοια που, ενόψει και του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων, καθιστά θεσμικά και πολιτικά αδύνατο το συγκερασμό της συνταγματικής μοναρχίας με το κοινοβουλευτικό σύστημα. Για την εισαγωγή του τελευταίου θα πρέπει να περιμένουμε το Σύνταγμα του 1864 και την αντικατάσταση της μοναρχικής από τη δημοκρατική αρχή, η οποία καθιστά δυνατή την κοινοβουλευτική εκδοχή του πολιτεύματος – που όντως εισάγεται το 1875.

 

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. 5 (Αθήνα, 18 Μαρτίου 1844).

 

Δυνατότητα εισαγωγής κοινοβουλευτικού συστήματος υπό το Σύνταγμα του 1844

 

Από το όλο πλέγμα των διατάξεων του Συντάγματος του 1844 φαίνεται να αποκλείεται η λειτουργία κοινοβουλευτικού συστήματος στο πλαίσιο του πολιτεύματος της συνταγματικής μοναρχίας.

Αντίθετη άποψη έχει διατυπώσει ο Ηλίας Κυριακόπουλος στο έργο του Ο κοινοβουλευτισμός εν Ελλάδι ως πολιτικός και νομικός κανών (1929). Υποστήριξε εκεί (σ. 46 επ.) ότι η μη ανάπτυξη του κοινοβουλευτικού συστήματος στην περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας δεν οφειλόταν σε πλημμέλειες των συνταγματικών διατάξεων ούτε στην έλλειψη κανόνων που διευκόλυναν την καθιέρωση σταθερών κοινοβουλευτικών αρχών, αλλά στη μη εφαρμογή του Συντάγματος από τον Όθωνα και στις εσκεμμένες παραβιάσεις του.

 

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. 5 (Αθήνα, 18 Μαρτίου 1844).

 

Οι υπουργοί του στέμματος

 

Υπό τις παραπάνω συνθήκες (υπερεξουσίες του μονάρχη και ατροφική λειτουργία του κοινοβουλίου), δεν είναι παράδοξο ότι ο θεσμικός ρόλος της κυβέρνησης παραμένει υποβαθμισμένος. Καθώς η εκτελεστική λειτουργία συγκεντρώνεται στα χέρια του μονάρχη, η κυβέρνηση αδυνατεί να λειτουργήσει ως αυτοτελής παράγοντάς της. Εξάλλου, όσο πιο ασθενής είναι ο έλεγχος της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο, τόσο ισχυρότερη είναι η εξάρτησή της από το μονάρχη. Κατ’ ακριβολογία μάλιστα, «κυβέρνηση» ως συλλογικό άμεσο όργανο του κράτους δεν υφίσταται: ο όρος δεν απαντάται πουθενά στο Σύνταγμα. Συνταγματικά όργανα είναι μόνον οι υπουργοί, δια των οποίων ο βασιλιάς ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Το «Υπουργείον» (υπουργικό συμβούλιο) είναι απλώς το συλλογικό σώμα των υπουργών, ο δε «Πρόεδρος του Υπουργείου» (οι όροι αναφέρονται στο άρθρο 24 του Συντάγματος) καταχρηστικά μόνο μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρωθυπουργός.

Πράγματι, οι «πρωθυπουργοί» της συνταγματικής μοναρχίας δεν έχουν θεσμική εξουσία εντός της κυβέρνησης και βέβαια δεν επιλέγουν τους υπουργούς της. Ο μονάρχης είναι αυτός που επιλέγει εξίσου τόσο τον πρωθυπουργό όσο και τους υπουργούς, κατά την απόλυτη και ανέλεγκτη κρίση του. Είναι ενδεικτικό ότι το Σύνταγμα προβλέπει ότι στην περίπτωση παύσης ολόκληρου του υπουργικού συμβουλίου από τον βασιλιά, προκειμένου να μην αρθεί ο κανόνας της προσυπογραφής, το σχετικό διάταγμα αρκεί να το προσυπογράφει ένας οποιοσδήποτε από τους παυθέντες υπουργούς. Αν πάλι αυτοί αρνηθούν να προσυπογράψουν το διάταγμα της παύσης τους, τότε αυτό υπογράφεται από τον πρόεδρο του νέου υπουργικού συμβουλίου που θα διορίσει ο βασιλιάς.

 

Η κατάργηση του Συμβουλίου της Επικρατείας

 

Σύμφωνα με το άρθρο 102 του Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας διαλύεται αυτοδικαίως με τη συγκρότηση της πρώτης βουλευτικής συνόδου και πάντως το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την ορκωμοσία του βασιλιά.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε ιδρυθεί από την αντιβασιλεία και λειτουργούσε από το 1835 (σύμφωνα με το «Οργανικόν Διάταγμα περί συστάσεως Συμβουλίου της Επικρατείας» της 18 Σεπτεμβρίου 1835 και το «Διάταγμα περί της καθιδρύσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας» της 12 Οκτωβρίου 1835). Όπως προέβλεπε και το Διάταγμα της 6 Απριλίου 1833 «περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του», το όργανο αυτό συστάθηκε «προς συζήτησιν των σπουδαιοτέρων του Κράτους υποθέσεων και λύσιν διοικητικών αμφισβητήσεων», είχε δηλαδή διττή λειτουργία, αφενός ως συμβουλευτικό όργανο της διοίκησης – συγκεκριμένα ως σύμβουλος του Στέμματος – και αφετέρου ως δικαστήριο. Αν και κατά βάση υπήρξε συντηρητικό, το Συμβούλιο της Επικρατείας επέδειξε έναν αξιoσημείωτα θετικό ρόλο μεσολαβητή μεταξύ λαού και βασιλιά κατά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, στη συνείδηση του λαού φαίνεται πως είχε συνδεθεί αμετάκλητα με τη βαυαρική και την οθωνική απολυταρχία, γι’ αυτό και η Εθνική Συνέλευση αποφάσισε την κατάργησή του.

Η διάλυση του Συμβουλίου της Επικρατείας συντελέστηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 102 του Συντάγματος, με διάταγμα που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου 1844, την τελευταία μέρα της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό τρίμηνης προθεσμίας.

 

ΔΙΑΤΑΓΜΑ

Περί διαλύσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΟΘΩΝ

ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρον 102 του Συντάγματος κηρύττομεν από την σήμερον διαλελυμένον το Συμβούλιον της Επικρατείας. Κατά την περίστασιν δε ταύτην ευδοκούμεν να εκφράσωμεν εις το Σώμα τούτο την Ημετέραν ευαρέσκειαν δια την μετά ζήλου πολυετή υπηρεσίαν του.

Ο Ημέτερος επί του Β. Οίκου Υπουργός θέλει εκτελέσει και δημοσιεύσει το παρόν Διάταγμα.

Εν Αθήναις, την 18 Ιουνίου 1844

ΟΘΩΝ

Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ

 

Η θέση του λαού στο πολίτευμα: διείσδυση φιλελεύθερων και δημοκρατικών στοιχείων

 

Ο συντηρητικός και μοναρχικός χαρακτήρας του πολιτεύματος και η ατροφία του κοινοβουλευτισμού θέτουν, όπως είναι εύλογο, τον λαό στο περιθώριο του συστήματος διακυβέρνησης. Σε αντίθεση, ωστόσο, με την περίοδο της απολυταρχίας, τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά στοιχεία που εισάγονται με το Σύνταγμα του 1844 καθιστούν δυνατή τη συμμετοχή του λαού στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και τον έλεγχό της. Όπως επισημαίνει ο Αριστόβουλος Μάνεσης: «Το Σύνταγμα του 1844 έδινε μια θέση στο λαό εντός του κρατικού οργανισμού δια της αναγνωρίσεως εις αυτόν πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων, καθώς στο κείμενό του δεν κατάφερε να αποφύγει την διείσδυση των φιλελεύθερων και δημοκρατικών αρχών». Έτσι, η κατοχύρωση ατομικών ελευθεριών επιτρέπει τη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Παράλληλα, η επέκταση του εκλογικού δικαιώματος στο σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού συμβάλλει σταδιακά στην πολιτική χειραφέτηση του λαού. Εξάλλου, το ίδιο το Σύνταγμα, διακηρύσσοντας ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αναγνωρίζει ότι τελικά ο λαός, αν και δεν είναι φορέας της κρατικής εξουσίας, μπορεί να προσδιορίσει την άσκησή της στο πλαίσιο του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη.

 

Φιλελεύθερα στοιχεία του πολιτεύματος: η κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών

 

Αν και γενικά συντηρητικό, κρίνοντας από τη σκοπιά των ατομικών ελευθεριών, το Σύνταγμα του 1844 έχει έναν σαφέστατα φιλελεύθερο προσανατολισμό. Θα ήταν, άλλωστε, πολύ δύσκολο για την Α΄ Εθνική Συνέλευση να αποστεί από τη σημαντική φιλελεύθερη παράδοση των Συνταγμάτων του Αγώνα. Έτσι, οι περί ατομικών ελευθεριών διατάξεις του Συντάγματος του 1844 επαναλαμβάνουν κατά βάση τα αντίστοιχα άρθρα εκείνων των Συνταγμάτων –βασικά δηλαδή του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, που έχει χαρακτηρισθεί από τον Αλ. Σβώλο ως «το τελειότερον και ωραιότερον εκ των Συνταγμάτων της Επαναστάσεως».

Περαιτέρω, στο νέο Σύνταγμα υπάρχουν και μερικές ενδιαφέρουσες καινοτομίες.

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει τις ατομικές ελευθερίες στο δεύτερο κεφάλαιό του (άρθρα 3-14), που επιγράφεται «Περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων». Σε άλλες διατάξεις, εκτός του κεφαλαίου αυτού, κατοχυρώνονται η θρησκευτική ελευθερία και η ελευθερία της λατρείας (στο άρθρο 1), καθώς επίσης και ορισμένα διαδικαστικού χαρακτήρα δικαιώματα σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης (στο κεφάλαιο περί δικαστικής εξουσίας).

 

Ο «κλασικός» κατάλογος των ελευθεριών και ο εμπλουτισμός του

 

Είναι σημαντικό ότι ο «κλασικός κατάλογος», όπως είχε διαμορφωθεί στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, εμπλουτίζεται στο νέο Σύνταγμα με νέα δικαιώματα. Έτσι, για πρώτη φορά ορίζεται ότι «το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο», ενώ επίσης ρητά κατοχυρώνεται και το άσυλο της κατοικίας (το οποίο πάντως προβλεπόταν και στο μηδέποτε ισχύσαν ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832). Πρόκειται για δυο σημαντικές εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας των μηχανισμών του νεότευκτου κράτους. Η σημασία τους επιβεβαιώθηκε, αν και με αρνητικό τρόπο, κατά την εφαρμογή του Συντάγματος: οι παραβιάσεις του απορρήτου των επιστολών στα χρόνια της συνταγματικής μοναρχίας ήταν τόσο σοβαρές, που η Β΄ Εθνοσυνέλευση αναγκάστηκε να διακηρύξει στο Σύνταγμα του 1864 ότι «το απόρρητο των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστο».

Καινούργιες είναι επίσης οι διατάξεις που κατοχυρώνουν την αρχή του «φυσικού δικαστή» και την εγγύηση του «ορκωτού συστήματος». Σύμφωνα με την αρχή του φυσικού δικαστή, ο καθένας έχει δικαίωμα να δικαστεί από τον δικαστή που προβλέπει γενικά και εκ των προτέρων ο νόμος. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να συσταθούν έκτακτα δικαστήρια, για να δικάσουν συγκεκριμένα πρόσωπα ή συγκεκριμένες πράξεις. Εξάλλου, η κατοχύρωση του ορκωτού συστήματος αποτελεί όχι μόνον εγγύηση ατομικής ελευθερίας, αλλά και πολιτικό δικαίωμα. Το ορκωτό σύστημα αποτελεί μέσο συμμετοχής των πολιτών (ενόρκων) στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, εγγύηση δημοκρατικής νομιμοποίησής της. Για το λόγο αυτόν, προβλέφθηκε ότι τα πολιτικά εγκλήματα, καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται δια του τύπου δικάζονται από ορκωτά δικαστήρια.

Περαιτέρω, στα θετικά του Συντάγματος συγκαταλέγονται και οι διατάξεις του που ενισχύουν την προστασία των ατομικών ελευθεριών σε σχέση με την κατοχύρωσή τους στα Συντάγματα του Αγώνα. Η προσωπική ελευθερία, για παράδειγμα, κατοχυρώνεται πληρέστερα. Συγκεκριμένα, θεσπίζεται ότι όχι μόνον η φυλάκιση, αλλά και κάθε άλλος περιορισμός της ελευθερίας κίνησης επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από τις εργασίες της Συνέλευσης, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι απαγορεύονται η εξορία και η εκτόπιση. Προβλέφθηκε ακόμη ότι, με την εξαίρεση των αυτόφωρων εγκλημάτων, κανείς δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται, εάν δεν του κοινοποιηθεί αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα.

Ιδιαίτερη σημασία στο Σύνταγμα του 1844 έχει το άρθρο για την ελευθερία της έκφρασης και ιδίως οι διατάξεις για την ελευθερία του τύπου. Σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατούσε μεταξύ των μελών της Συνέλευσης, πρωταρχική λειτουργία του τύπου είναι να ελέγχει την άσκηση της κρατικής εξουσίας και να θέτει φραγμούς στην ανάπτυξη απολυταρχικών τάσεων. Ως εκ τούτου, επίκεντρο των συζητήσεων ήταν η προστασία του τύπου απέναντι σε κρατικές επεμβάσεις. Το ενδεχόμενο ότι ο τύπος μπορεί να λειτουργεί και ο ίδιος ως εξουσία ήταν τόσο απομακρυσμένο την εποχή εκείνη, ώστε το ζήτημα της προστασίας των πολιτών απέναντι στον ίδιο τον τύπο να μην απασχολεί τον συντακτικό νομοθέτη. Για τον λόγο αυτόν, οι διατάξεις που τέθηκαν στο Σύνταγμα διαπνέονται από πνεύμα φιλελεύθερο και ενισχύουν την προστασία του τύπου σε σχέση με τα Συντάγματα του Αγώνα. Ορίζεται έτσι, καταρχάς, ότι ο καθένας μπορεί να διαδίδει τους στοχασμούς του δια του τύπου ή με άλλον τρόπο, χωρίς να υπόκειται σε άλλους όρους, παρά μόνο στους νόμους του κράτους. Περαιτέρω, τίθενται δυο ειδικές εγγυήσεις υπέρ του τύπου. Πρώτον, η λογοκρισία απαγορεύεται ρητά και απερίφραστα. Δεύτερον, στους φορείς του τύπου (συντάκτες, εκδότες και τυπογράφους εφημερίδων) απαγορεύεται να επιβάλλεται χρηματική προκαταβολή λόγω εγγύησης, κάτι που, μέσα στη γενική πενία της εποχής, θα μπορούσε να λειτουργήσει εν τοις πράγμασι ως ισχυρότατος περιορισμός της ελευθεροτυπίας. Ως περιορισμός του τύπου τίθεται πάντως η απαίτηση, οι εκδότες εφημερίδων να είναι έλληνες πολίτες.

Πολύ σημαντική επίσης είναι, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι ο κατάλογος των ελευθεριών ξεκινάει μ’ αυτή, και η διακήρυξη της γενικής αρχής της ισότητας: «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου». Η διάταξη αυτή είναι τόσο θεμελιώδης, που θεωρήθηκε περίπου ως αυτονόητη και έγινε δεκτή με χαρακτηριστική ευκολία από την Συνέλευση. Η γενική αρχή συνοδεύεται από την κατοχύρωση δύο ειδικότερων εκφάνσεών της, την ισότητα στα δημόσια βάρη και την ισότητα πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις. Ισότητα στα δημόσια βάρη (δηλαδή φορολογική ισότητα) σημαίνει ότι όλοι οι Έλληνες αδιακρίτως συνεισφέρουν με παροχές προς το κράτος, ο καθένας ανάλογα με την περιουσία του. Από την άλλη, ισότητα πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις (δημόσια επαγγέλματα) σημαίνει ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες – και μόνον αυτοί – μπορούν, ανάλογα με την αξία τους, να διοριστούν ως δημόσιοι υπάλληλοι ή να καταλάβουν άλλες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Η σχετική διάταξη υπήρξε αντικείμενο ζωηρής αντιπαράθεσης στη Συνέλευση, καθότι συνδέεται με το ακανθώδες ζήτημα του προσδιορισμού της ιδιότητας του έλληνα πολίτη. Από την άποψη αυτή, άλλωστε, το δικαίωμα πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις αποτελεί όχι μόνον έκφανση της αρχής της ισότητας, αλλά και πολιτικό δικαίωμα, δηλαδή δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.

Ενδιαφέρον έχει, εξάλλου, η ρύθμιση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας στο Σύνταγμα του 1844. Σύμφωνα με τη σχετική διάταξη, κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ανάγκη που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί αποζημίωση. Με επουσιώδεις τροποποιήσεις, η διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται έκτοτε σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα. Πέρα από τον εγγυητικό για την ατομική ιδιοκτησία χαρακτήρα της, η διάταξη είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο: ότι ρυθμίζει συνταγματικά και άρα παγιώνει το θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο άρθρο του Συντάγματος που αναφέρεται στην εκπαίδευση. Στις διατάξεις του κατοχυρώνεται καταρχάς το δικαίωμα του καθενός να ιδρύει εκπαιδευτικά καταστήματα, δηλαδή ένα κλασικό ατομικό δικαίωμα. Παράλληλα, όμως, ορίζεται ότι η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται με δαπάνες του κράτους, ενώ το κράτος συνδράμει τους δήμους για την παροχή της δημοτικής εκπαίδευσης. Τη ρύθμιση αυτή μπορούμε να την αντιληφθούμε και ως ένα πρόδρομο κοινωνικό δικαίωμα.

Πράγματι, το Σύνταγμα επιβάλλει μιαν υποχρέωση στο κράτος, τη χρηματοδότηση της ανώτερης και (από κοινού με τους δήμους) της δημοτικής εκπαίδευσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η παροχή παιδείας προς τους πολίτες. Σε εγχειρίδιο συνταγματικού δικαίου της εποχής, ο Νικόλαος Παππαδούκας σχολίαζε μάλιστα, προσφυώς, ότι «καθώς οι πολίται, αντί των φόρων και λοιπών αυτών υποχρεώσεων, δικαιούνται να έχωσι πρόχειρον τον εφημέριον και τον ειρηνοδίκην, ούτω δικαιούνται να έχωσι και τον δημοδιδάσκαλον». Παρόλο που οι σχετικές συζητήσεις στην Συνέλευση επικεντρώθηκαν κυρίως στο βαθμό της αυτονομίας των δήμων και, αντίστοιχα, της παρέμβασης του κράτους στη δημοτική εκπαίδευση, υπήρχε πάντως συνείδηση της σημασίας της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού. Όπως θα επισημάνει κατά τις συζητήσεις και ο πληρεξούσιος Ι. Περίδης, «η εκπαίδευσις είναι μέγα έργον, και καθ’ ό τοιούτον, πρέπει να απόκηται εις την πολιτείαν».

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα του 1844 επαναλαμβάνει τη διάταξη για την απαγόρευση της δουλείας, μια από τις πιο φιλελεύθερες και προοδευτικές διατάξεις που είχαν εισαχθεί από τα Συντάγματα του Αγώνα. Το σχετικό άρθρο όχι μόνο διακηρύσσει ότι στην Ελλάδα ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος, αλλά ορίζει επιπλέον ότι κάποιος που ήταν δούλος στη χώρα του καθίσταται ελεύθερος μόλις πατήσει σε ελληνικό έδαφος. Τέλος, χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση έγιναν δεκτές από τη Συνέλευση οι διατάξεις του Συντάγματος που προβλέπουν την αρχή της νομιμότητας των ποινών (δηλαδή, για να επιβληθεί ποινή, πρέπει αυτή να έχει προηγουμένως οριστεί σε νόμο), το δικαίωμα του καθενός να υποβάλλει εγγράφως αναφορές στις αρχές, καθώς επίσης την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της γενικής δήμευσης.

 

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. 5 (Αθήνα, 18 Μαρτίου 1844).

 

Η ελλειμματική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και η μη κατοχύρωση δικαιωμάτων συλλογικής δράσης

 

Στα αρνητικά του Συντάγματος του 1844 πρέπει πάντως να καταλογίσουμε την ελλειμματική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία βρίσκεται σε σχέση έντασης με την αναγνώριση της ορθόδοξης Εκκλησίας ως «επικρατούσας» θρησκείας. Στο άρθρο 1 ορίζεται, βέβαια, ότι κάθε άλλη – πέρα από την επικρατούσα – γνωστή θρησκεία «είναι ανεκτή», ενώ η λατρεία της τελείται ανεμπόδιστα και υπό την προστασία των νόμων. Ωστόσο, η απλή ανοχή των διαφορετικών θρησκειών με παράλληλη αναγνώριση μιας επίσης θρησκευτικής ιδεολογίας συνιστά απλώς ανεξιθρησκεία και όχι πραγματική θρησκευτική ελευθερία. Η τελευταία προϋποθέτει, αφενός, τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και, αφετέρου, τη διασφάλιση της θρησκευτικής ισότητας. Το Σύνταγμα του 1844, όμως, επιφυλάσσει σαφέστατα προνομιακή θέση στην επικρατούσα θρησκεία, καθώς μάλιστα ορίζει ότι απαγορεύεται ο προσηλυτισμός και κάθε άλλη επέμβαση κατά αυτής. Ο Ποινικός Νόμος προέβλεπε αυστηρή τιμωρία (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) για τον προσηλυτισμό. Η ανεπάρκεια των συνταγματικών εγγυήσεων για την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας φάνηκε σε αρκετές περιπτώσεις, με πιο χαρακτηριστική τη δίωξη και καταδίκη του Θεόφιλου Καΐρη για τις λεγόμενες «κακοδοξίες» του.

Εξάλλου, μία σημαντική παράλειψη του Συντάγματος του 1844 εντοπίζεται στο ότι δεν κατοχυρώνει δύο βασικά δικαιώματα συλλογικής δράσης: την ελευθερία της συνάθροισης ή, αλλιώς, «ελευθερία του συνέρχεσθαι», δηλαδή το δικαίωμα διοργάνωσης και συμμετοχής σε συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις κλπ., και ιδίως την ελευθερία της συνένωσης ή «ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι», δηλαδή το δικαίωμα σύστασης ενώσεων και σωματείων. Κοινό χαρακτηριστικό των δυο αυτών δικαιωμάτων είναι μπορούν να ασκηθούν μόνον από περισσότερους μαζί. Τα δικαιώματα αυτά έχουν μιαν ιδιαίτερη πολιτική σημασία, αφού η συμμετοχή στην πολιτική ζωή προϋποθέτει εν πολλοίς την άσκησή τους: αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι και τα ίδια τα κόμματα δεν είναι παρά πολιτικές ενώσεις. Η παράλειψη της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι μπορεί να θεωρηθεί ως μια συντηρητική παραφωνία σε έναν, κατά τα λοιπά, φιλελεύθερο κατάλογο ατομικών ελευθεριών. Η συντηρητική αυτή επιλογή πρέπει να αποδοθεί ακριβώς στον έντονα πολιτικό και δυνάμει επικίνδυνο για τους κρατούντες χαρακτήρα των δικαιωμάτων αυτών. Το έλλειμμα προστασίας που συνεπάγεται η μη κατοχύρωσή τους είναι εντονότερο όσον αφορά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, δεδομένου ότι ο Ποινικός Νόμος προέβλεπε κεφάλαιο «περί αθεμίτων ενώσεων και εταιρειών», σύμφωνα με το οποίο τιμωρούνταν η σύσταση ενώσεων που αφορούν τις εξωτερικές ή εσωτερικές σχέσεις της επικράτειας και θρησκευτικούς ή άλλους σκοπούς.

 

Ελλειμματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων στην πράξη

  

Αν η αναγνώριση και κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών στο συνταγματικό κείμενο είναι σε γενικές γραμμές – και με τις επιφυλάξεις που προαναφέρθηκαν – επαρκής, ωστόσο, στη συνταγματική πραγματικότητα, το επίπεδο προστασίας των ελευθεριών κατά την εφαρμογή του Συντάγματος, δηλαδή στα χρόνια της συνταγματικής μοναρχίας, είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Αυτό το έλλειμμα αποτελεσματικής προστασίας των ατομικών ελευθεριών στην πράξη μπορεί να αποδοθεί σε δύο βασικούς λόγους: έναν θεσμικό και έναν πραγματικό.

Ο πρώτος λόγος απορρέει από την παράλειψη έκδοσης των αναγκαίων νόμων ή την παράλειψη κατάργησης προγενέστερων νόμων που ήταν αντίθετοι με το Σύνταγμα. Πράγματι, για την αποτελεσματική προστασία των ατομικών ελευθεριών συνήθως δεν αρκεί η συνταγματική κατοχύρωση, αλλά απαιτείται και η έκδοση ειδικών νόμων που ρυθμίζουν την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή διασφαλίζουν τις υλικές ή νομικές προϋποθέσεις τους.

Σε κάποιες περιπτώσεις η έκδοση τέτοιων νόμων προβλέπεται ρητά στο ίδιο το Σύνταγμα: σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 105, το συντομότερο δυνατόν πρέπει να εκδοθούν ειδικοί νόμοι για μια σειρά θεμάτων, όπως, για παράδειγμα, «περί τύπου», «περί της δημοσίας εκπαιδεύσεως», «περί της διαθέσεως και διανομής της εθνικής γης». Εξάλλου, αναφορά στο νόμο γίνεται και σε πολλά σημεία του καταλόγου των ατομικών ελευθεριών, με διατυπώσεις του τύπου: «όπως ο νόμος ορίζει», «όπως ο νόμος διατάσσει» κλπ. Πρόκειται για τη λεγόμενη «επιφύλαξη υπέρ του νόμου», που σημαίνει ότι η συνταγματική διάταξη περιορίζεται στη γενική αναγνώριση της ελευθερίας και κατά τα λοιπά παραπέμπει στον κοινό νόμο για την ειδικότερη ρύθμισή της. Το γεγονός, επομένως, ότι ορισμένοι απαραίτητοι για την προστασία και τη ρύθμιση των ατομικών ελευθεριών νόμοι είτε δεν εκδόθηκαν καθόλου είτε εκδόθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση επέδρασε ασφαλώς αρνητικά στη λειτουργία των ατομικών ελευθεριών.

Πολύ πιο αρνητικό όμως ήταν το γεγονός ότι διατηρήθηκαν σε ισχύ συγκεκριμένοι νόμοι της Βαυαροκρατίας, οι οποίοι μετά τη θέσπιση του Συντάγματος θα έπρεπε να θεωρηθούν αντισυνταγματικοί. Και τούτο μάλιστα, παρόλο που στο άρθρο 103 του νέου Συντάγματος ρητά προβλέπεται ότι όλοι οι νόμοι και τα διατάγματα που αντιβαίνουν στο παρόν Σύνταγμα καταργούνται. Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί ο ανελεύθερος και «τυποκτόνος» Νόμος «περί εξυβρίσεως εν γένει και περί του τύπου» του 1837, ο οποίος όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά παρέμεινε, με τροποποιήσεις, σε ισχύ για πολλές δεκαετίες, αναιρώντας ουσιαστικά τη συνταγματική προστασία του τύπου.

 

Η αντίθεση των «τυποκτόνων» νόμων προς το Σύνταγμα

 

Μισόν αιώνα μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1844 και ενώ αυτό είχε ήδη αντικατασταθεί από το Σύνταγμα του 1864, ο διαπρεπής συνταγματολόγος Θεόδωρος Φλογαΐτης διαπίστωνε καταστρατήγηση του Συντάγματος στην οποίαν οδηγούσε η αντίθεση των κοινών νόμων προς τον Καταστατικό Χάρτη, επισημαίνοντας, όσον αφορά ειδικά την ελευθερία του τύπου, τα ακόλουθα:

«Και αληθεύει μεν, ότι αμφότερα τα Συντάγματα [του 1844 και του 1864] επέταξαν την προσεχή έκδοσιν νόμου περί τύπου ασφαλίζοντας την εν αυτοίς ρήτραν, ότι ‘ο τύπος είναι ελεύθερος’. Αλλά δεν εξεπληρώθη το επίτευγμα τούτο των Συνταγμάτων. Και δύναται μεν τις να ισχυρισθή, ότι ο περί εξυβρίσεως και περί τύπου νόμος του 1837, διατελών εν τελεία αντιφάσει και εναντιότητι προς το επελθόν Σύνταγμα, δεν δύναται να έχη νυν ισχύν, αλλ’ η δικαστική ημών νομολογία, υπεράγαν ούσα τυπική, εθεώρησε και θεωρεί τούτον ισχύοντα».

Ο δεύτερος λόγος αναποτελεσματικής προστασίας των ατομικών ελευθεριών πρέπει να αποδοθεί στον Όθωνα και στον συγκεκριμένο τρόπο διακυβέρνησης. Πράγματι, η διακυβέρνηση του Όθωνα και μετά τη θέσπιση του Συντάγματος συνέχισε να χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό και αυταρχισμό. Στην περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας ήταν συχνές και σοβαρές οι παραβιάσεις των ατομικών ελευθεριών, όπως της προσωπικής ελευθερίας και του απορρήτου των επιστολών, ενώ και ο τύπος υπέστη διάφορους διωγμούς.

Η κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών στο Σύνταγμα του 1844 συνιστά γενικά έκφραση του πολιτικού φιλελευθερισμού και, σε μεγάλο βαθμό, απηχεί τις επιδιώξεις αστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Παράλληλα, βέβαια, επιβιώνουν και κάποιες αποκλίσεις από τη φιλελεύθερη παράδοση (π.χ. η ρύθμιση της θρησκευτικής ελευθερίας, η διατήρηση αυταρχικών νόμων περί τύπου κλπ.), οι οποίες πάντως δεν αναιρούν την παραπάνω εκτίμηση. Ωστόσο, η κατοχύρωση των ελευθεριών στο επίπεδο του Συντάγματος υποσκάπτεται – αν δεν αναιρείται – από την αναποτελεσματικότητα της προστασίας τους στο επίπεδο του κοινού νομοθέτη και της διοίκησης και, κυρίως, από τις συχνές παραβιάσεις τους στην πράξη από το οθωνικό καθεστώς.

 

Δημοκρατικά στοιχεία του πολιτεύματος

 

Το Σύνταγμα του 1844 δεν είναι ένα δημοκρατικό σύνταγμα. Κορυφαία και υποδειγματική έκφραση της δημοκρατικής αρχής υπήρξε η διακήρυξη στο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 ότι «η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος∙ πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Το Σύνταγμα του 1844 κατοχυρώνει, όμως, τη μοναρχική αρχή, αναγνωρίζει δηλαδή ως κυρίαρχο όργανο του κράτους τον μονάρχη. Η θέσπισή του, επομένως, όσο κι αν αποτελεί σημαντική πρόοδο σε σχέση με τη βαυαρική και οθωνική απολυταρχία, συνιστά πάντως και μια συντηρητική οπισθοδρόμηση σε σχέση με τη δημοκρατική παράδοση που είχαν διαμορφώσει τα συντάγματα του Αγώνα.

 

Πολιτικά δικαιώματα και ιδιότητα του πολίτη στο Σύνταγμα του 1844

 

Παρόλα αυτά, η ισχυρή δημοκρατική παράδοση του ελληνικού λαού δεν μπορούσε παρά να βρει έκφραση στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης, έτσι ώστε, ακόμα και στα ασφυκτικά πλαίσια του μοναρχικού πολιτεύματος, ορισμένα δημοκρατικά στοιχεία να διεισδύσουν στο Σύνταγμα του 1844. Τέτοια στοιχεία αποτελούν ιδίως η αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων, με κορυφαίο το εκλογικό δικαίωμα, τόσο στην «ενεργητική» μορφή του, δηλαδή το δικαίωμα της ψήφου ή ‘δικαίωμα του εκλέγειν’, όσο και στην ‘παθητική’ μορφή του, δηλαδή το δικαίωμα να εκλεγεί κάποιος σε δημόσιες θέσεις ή, αλλιώς, το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι». Το εκλογικό δικαίωμα κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα μόνον όσον αφορά τις εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής, εκλογές ωστόσο διενεργούνταν και σε τοπικό επίπεδο, για την ανάδειξη των δημοτικών και   κοινοτικών αρχών. Η αναγνώριση του εκλογικού δικαιώματος εισφέρει βέβαια στο πολίτευμα ένα περιορισμένης εμβέλειας δημοκρατικό στοιχείο, δεδομένου ότι το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα, η Γερουσία, δεν αναδεικνύεται από εκλογές, αλλά από τον μονάρχη.

Δημοκρατικό χαρακτήρα, καθότι συνεπάγονται συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, έχουν επίσης δύο ακόμη θεσμοί που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα. Ο πρώτος είναι το δικαίωμα των πολιτών για πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, ιδίως ως υπάλληλοι της διοίκησης. Ο δεύτερος είναι η εγγύηση του ορκωτού ή «ορκωτικού» συστήματος, δηλαδή η συμμετοχή πολιτών ως ενόρκων στη σύνθεση των δικαστηρίων.

Πάντως, τα πολιτικά δικαιώματα κάθε αυτά δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τις εργασίες της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης ούτε άλλωστε αποτέλεσαν πεδία τριβής κατά την εφαρμογή του Συντάγματος. Είναι κι αυτό μια ένδειξη της περιορισμένης σημασίας του δημοκρατικού στοιχείου στη λειτουργία του πολιτεύματος. Άλλωστε, το Σύνταγμα δεν αναγνώριζε τα ατομικά δικαιώματα με την κατεξοχήν πολιτική λειτουργία, δηλαδή τα δικαιώματα συλλογικής δράσης (δικαιώματα «του συνέρχεσθαι» και «του συνεταιρίζεσθαι»), η άσκηση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για τη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης του λαού.

Πολύ περισσότερο επίμαχο υπήρξε το ζήτημα του προσδιορισμού των φορέων των πολιτικών δικαιωμάτων, δηλαδή του καθορισμού της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη. Υπήρξε σημαντική αντιπαράθεση σχετικά με το αν τα πολιτικά δικαιώματα πρέπει να κατοχυρώνονται ισότιμα τόσο για τους «αυτόχθονες» όσο και για τους «ετερόχθονες». Πρόκειται για τη διάκριση – που δεν απασχόλησε μόνο τη Συνέλευση, αλλά αποτέλεσε ένα οξύτατο κοινωνικό πρόβλημα της εποχής – μεταξύ των γηγενών Ελλήνων από τις ελεύθερες επαρχίες του ελληνικού κράτους (Μωριάς, Ρούμελη κλπ.) και των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό κράτος προερχόμενοι από τις επαρχίες που παρέμεναν στην οθωμανική αυτοκρατορία (Κωνσταντινούπολη, παραδουνάβιες ηγεμονίες, Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία, Κρήτη, νησιά). Σχετικά με την νομική κατάσταση των «ετεροχθόνων», ετίθεντο κυρίως δύο ζητήματα: το αν θα έχουν πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις και αν θα έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.

Στα ζητήματα αυτά δόθηκε τελικά μια συμβιβαστική λύση. Έτσι, το ζήτημα της πρόσβασης σε δημόσιες θέσεις ρυθμίστηκε με ψήφισμα που επισυνάφθηκε στο Σύνταγμα και έχει την ίδια μ’ αυτό τυπική ισχύ. Σ’ αυτό προβλέφθηκε ότι σε δημόσιες θέσεις μπορούν να διοριστούν όσοι ετερόχθονες αγωνίστηκαν στην Επανάσταση, καθώς και όσοι εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Ελλάδα μέχρι το 1837. Για τους υπόλοιπους τέθηκαν ορισμένοι χρονικοί περιορισμοί (δύο μέχρι τεσσάρων ετών), προτού μπορέσουν να διοριστούν. Πάντως, οι περιορισμοί αυτοί δεν αφορούσαν θέσεις στο στρατό και το ναυτικό, καθώς και θέσεις καθηγητών, δασκάλων, προξένων και διερμηνέων. Αυστηρότερες ήταν οι προϋποθέσεις για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, οι οποίες προβλέφθηκαν σε μια περίπλοκη ρύθμιση του εκλογικού νόμου της 18ης Μαρτίου 1844, προφανής στόχος της οποίας ήταν να περιορίσει την εκλογή των ετεροχθόνων τουλάχιστον κατά τις πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις. Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, το δικαίωμα του εκλέγεσθαι έχουν κατά βάση όσοι ετερόχθονες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ή έλαβαν μέρος στις μάχες κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ενώ οι υπόλοιποι έπρεπε να έχουν κατοικήσει έξι χρόνια στην Ελλάδα και να έχουν αποκτήσει ακίνητη περιουσία στην επαρχία όπου είναι υποψήφιοι.

 

Ο εκλογικός νόμος της 18ης Μαρτίου 1844: καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας

 

Η Α΄ Εθνική Συνέλευση απέφυγε να ρυθμίσει την έκταση του δικαιώματος της ψήφου απευθείας στο Σύνταγμα και παρέπεμψε στον εκλογικό νόμο που ψήφισε η ίδια και μάλιστα δημοσιεύθηκε την ίδια μέρα με το Σύνταγμα, στις 18 Μαρτίου 1844. Ο εκλογικός νόμος του 1844 χαρακτηρίστηκε «σταθμός στην ιστορία του εκλογικού μας δικαίου» και «επαναστατικός για την εποχή του», καθότι πρωτοπορεί σε σχέση με τα ισχύοντα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Πράγματι, ο εκλογικός νόμος καθιερώνει την άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία για την ανάδειξη της Βουλής. Συγκεκριμένα, αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ψήφου σε «όλους τους εντός του βασιλείου γεννηθέντας Έλληνας», που έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους και έχουν «ιδιοκτησίαν τινά εντός της επαρχίας» ή εξασκούν «οιονδήποτε επάγγελμα ή ανεξάρτητον επιτήδευμα». Κάθε πολίτης διαθέτει μία ψήφο και οφείλει να ασκεί το δικαίωμά του αυτοπροσώπως. Εξάλλου, η εκλογή διεξάγεται με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων.

Ελάχιστοι ενήλικοι Έλληνες (εννοείται βέβαια ότι η «καθολικότητα» αναφέρεται ακόμα αποκλειστικά στον ανδρικό πληθυσμό) αποκλείονται από το δικαίωμα της ψήφου, πρακτικά μόνον οι οικόσιτοι υπηρέτες και οι μαθητευόμενοι τεχνίτες, που δεν έχουν ακίνητη ή προσοδοφόρα κινητή ιδιοκτησία.

Για να γίνει κατανοητό το ριζοσπαστικό περιεχόμενο του νόμου, αρκεί μια σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες της εποχής: στη Βρετανία δικαίωμα ψήφου είχε τότε μόνον ένας στους 12 πολίτες, ενώ στη Γαλλία μόλις 170.000 πολίτες σε σύνολο 32 εκατομμυρίων κατοίκων. Αποτελεί σίγουρα ένα παράδοξο η εισαγωγή ενός τόσο προοδευτικού θεσμού, της άμεσης και καθολικής ψηφοφορίας, σε ένα πολίτευμα κατά βάση συντηρητικό. Αναμφίβολα συνιστά έκφραση της ελληνικής δημοκρατικής παράδοσης. Πρέπει, ωστόσο, να συνυπολογιστεί ότι το δικαίωμα της ψήφου αποτελεί όχι μόνο τον κύριο μηχανισμό συμμετοχής του λαού στην πολιτική εξουσία, αλλά επίσης και τον βασικό παράγοντα νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα. Χωρίς να παραβλέπεται ότι η καθολική ψηφοφορία σταδιακά προώθησε τη χειραφέτηση των λαϊκών στρωμάτων και συνέβαλε στη διάπλαση μιας δημοκρατικής ιδεολογίας, πάντως παράλληλα εξασφάλισε και ένα minimum λαϊκής συγκατάθεσης στους εκάστοτε κρατούντες.

Ενώ η διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου (ή του εκλέγειν) συνάντησε καθολική αποδοχή στη Συνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου, ωστόσο το εύρος του δικαιώματος του εκλέγεσθαι υπήρξε αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης, καθότι συνδέθηκε, όπως είδαμε, με τον προσδιορισμό της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη και τη διάκριση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων. Έτσι, σε αντίθεση με το δικαίωμα του εκλέγειν, η ρύθμιση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στον εκλογικό νόμο περιλαμβάνει περιορισμούς ως προς τους ετερόχθονες.

Παρά τις όποιες ατέλειές του, ο εκλογικός νόμος δεν παύει να αποτελεί έκφραση προοδευτικών και δημοκρατικών τάσεων. Η εφαρμογή του, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις επιδιώξεις των συντακτών του. Όπως επισημαίνει και ο Γ. Σωτηρέλης, «οι εκλογές της περιόδου 1844-1862 υπήρξαν κατά βάση παρωδία εκλογών». Οι απροκάλυπτες παρεμβάσεις του Όθωνα και των κυβερνήσεών του με χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους (που ενίοτε κατέληγαν σε αιματηρές ένοπλες συρράξεις), ο αθέμιτος επηρεασμός της βούλησης των εκλογέων από τοπικούς κομματάρχες, η εκτεταμένη βία και νοθεία ουσιαστικά αναίρεσαν τη δημοκρατική κατάκτηση της καθολικής και άμεσης ψηφοφορίας. Εξάλλου, η εκ του Συντάγματος ανάθεση στην ίδια τη Βουλή της αρμοδιότητας να ελέγχει το κύρος των εκλογών επισφράγισε τον παρωδιακό χαρακτήρα τους, καθότι, κατά κανόνα, η Βουλή ακύρωνε ή επικύρωνε την εκλογή βουλευτών όχι με κριτήρια νομιμότητας, αλλά βάσει καθαρά πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Χαρακτηριστικά είναι όσα ομολογεί, στην προκήρυξη που απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό, η προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την κατάλυση της βασιλείας του Όθωνα το 1862:

«…ο περί εκλογής Βουλευτών Νόμος της 18ης Μαρτίου 1844, ει και επί βάσεων, και πράγματι και κατά την κρίσιν της Εθνικής Συνελεύσεως της Γ΄ Σεπτεμβρίου, ορθών και αληθών εστηριγμένος, είναι όμως αναντιρρήτως ατελής, ένεκα δε των ατελειών αυτού ενοθεύθη κατά το παρελθόν η εθνική θέλησις δι’ ακατανοήτου τόλμης περί την παράβασιν των διατάξεων αυτού» (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φύλλο αριθμ. 9 της 25 Νοεμβρίου 1862).

 

Το ανολοκλήρωτο της καθολικής ψηφοφορίας

 

Πρωτοποριακή ήταν η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας με τον εκλογικό νόμο του 1844, ωστόσο αυτή παρέμενε ανολοκλήρωτη κατά την περίοδο ισχύος του Συντάγματος του 1844.

Όπως επισημαίνει ο Γ. Σωτηρέλης:

«Στην πραγματικότητα η καθολική ψηφοφορία, όπως ίσχυε στην περίοδο 1844-1862, ήταν ελλιπής, μονομερής και ανολοκλήρωτη. Δεν πρόκειται εδώ για τους μικρούς περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος, που ήταν άλλωστε αμελητέοι, ούτε βέβαια για την κακή εφαρμογή της καθολικής ψηφοφορίας. Αναφερόμαστε κυρίως στην παράλληλη ύπαρξη δύο θεσμών που αποδυνάμωναν σημαντικά την ισχύ της καθολικής ψηφοφορίας. Ο πρώτος ήταν η Γερουσία, με μέλη διορισμένα από τον μονάρχη, η οποία αποτελούσε το αντίβαρο και συχνά την τροχοπέδη της αντιπροσωπείας της καθολικής ψήφου, σχετικοποιώντας σημαντικά την σημασία της. Ο δεύτερος, και σπουδαιότερος, ήταν η διατήρηση, και κατά την περίοδο ισχύος του Συντάγματος του 1844, του αυστηρά τιμηματικού συστήματος των Βαυαρών για τις δημοτικές εκλογές. Ήταν πράγματι μία τραγελαφική κατάσταση, καθώς πολλοί πολίτες θεωρούνταν ενεργητικοί και ικανοί μεν για την εκλογή των βουλευτών, παθητικοί δε και ανίκανοι, ως προς την – υποδεέστερη – εκλογή των δημοτικών αρχών. Η κατάσταση αυτή οδηγούσε σε μία διαρκή – de jure και de facto – αμφισβήτηση της καθολικής ψήφου, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται πλουτοκρατικές και οιονεί αριστοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές» (Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα 1864–1909 (2003), σ. 74–75).

 

«Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμό των Ελλήνων»

 

Το άρθρο 107, η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος, αφιερώνει την τήρησή του στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Η διάταξη αυτή έμελλε να αποδειχτεί ιδιαίτερα ανθεκτική στον χρόνο. Επαναλήφθηκε σε όλα τα μεταγενέστερα ελληνικά συντάγματα, ενώ τη δεκαετία του 1960 (ως άρθρο 114 του Συντάγματος του 1952) έγινε πολιτικό σύνθημα και έμβλημα λαϊκών κινητοποιήσεων.

Η ρήτρα του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844, με το ειδικό ηθικο-πολιτικό βάρος της, έχει ένα βαθύτατα δημοκρατικό περιεχόμενο. Αποτελεί το τυπικό θεμέλιο της αντίστασης των πολιτών σε απόπειρες κατάλυσης του Συντάγματος, ανάγοντας τον λαό σε εγγυητή της ομαλής εφαρμογής του. Εξάλλου, σε συνδυασμό με τον απόλυτα αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος (δηλαδή με το γεγονός ότι δεν προβλέπεται διαδικασία αναθεώρησής του), η ρήτρα του άρθρου 107 καθιστά τον λαό εν δυνάμει παράγοντα της συνταγματικής διαδικασίας. Ως «Σύνταγμα-συνάλλαγμα» μεταξύ του μονάρχη και του έθνους, το Σύνταγμα του 1844 καταρχήν δεν μπορεί να αντικατασταθεί παρά μόνον από ένα νέο Καταστατικό Χάρτη που θα συνομολογήσει ο μονάρχης. Όμως, απέναντι ακόμα και σ’ αυτόν τον μονάρχη, οι Έλληνες μπορούν να διατρανώσουν εμπράκτως τον πατριωτισμό τους, όταν απειλείται κατάλυση του Συντάγματος. Αυτό, άλλωστε, έγινε με το κίνημα του 1862 που οδήγησε στην έξωση του Όθωνα και τη θέσπιση του Συντάγματος του 1864.

 

Η θεσμική και πολιτική σημασία του άρθρου 107 του Συντάγματος

 

Η θεσμική και πολιτική σημασία του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844 επισημαίνεται με εύγλωττο τρόπο στη σχετική εισήγηση της συντακτικής επιτροπής στην Συνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου:

«Ήδη εφθάσαμεν εις το τελευταίον μεν, αλλά κυριώτατον άρθρον του Συντάγματος. Πάντα τ’ άλλα, όσα εψηφίσατε μέχρι τούδε είναι η έκφρασις των ευχών σας και των του έθνους ευχών, το δε 107 άρθρον ο τρόπος, δι ού αι ευχαί υμών θέλουσι πραγματοποιηθή· εκείνα αποτελούσι το σώμα του πολιτεύματος, την δε ζώσαν και ενεργόν ψυχήν δίδει το 107 άρθρον. Τα πρώτα άνευ του τελευταίου τούτου καταντώσι νεκρά… Ο πατριωτισμός έδωκε το μεγαλείον του ονόματος εις τον Έλληνα,… ο πατριωτισμός ανέδειξεν αυτόν εκ δούλου ελεύθερον, ο πατριωτισμός απήλλαξεν αυτόν της ξενικής καχεξίας, εις τον πατριωτισμόν επομένως του Έλληνος έκρινεν εύλογον η επιτροπή ν’ αναθέση το τιμαλφέστερον χρήμα του Συντάγματος, το οποίον ήδη διαπράξατε».

 

Η εφαρμογή του Συντάγματος κατά τη λειτουργία του πολιτεύματος

 

Οι πολιτικοί και συνταγματικοί θεσμοί εκφράζουν και συμπυκνώνουν κοινωνικές σχέσεις και δυνάμεις. Η δομή και η λειτουργία τους δεν διαμορφώνεται μόνο από τις σχετικές διατάξεις στο συνταγματικό κείμενο, αλλά και από την πολιτική και συνταγματική πραγματικότητα, όπως αυτή προσδιορίζεται από την εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων και δυνάμεων όχι μόνο στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στον ευρύτερο ιστορικό χώρο. Για την κατανόηση της συνταγματικής πραγματικότητας που διαμορφώθηκε στο ελληνικό κράτος μεταξύ 1844 και 1862, δηλαδή στα χρόνια της συνταγματικής μοναρχίας, πρέπει ιδίως να συνεκτιμηθούν τρεις παράγοντες: α) η επιρροή του λεγόμενου ξένου παράγοντα και της διεθνούς συγκυρίας, β) η περιφρόνηση που επέδειξε προς το Σύνταγμα ο Όθωνας, με την άρνησή του να συμμορφωθεί προς το γράμμα και κυρίως προς το πνεύμα του, και γ) οι επανειλημμένες και ενίοτε σοβαρές παραβιάσεις του Συντάγματος, ιδίως των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, από τα όργανα της οθωνικής εξουσίας.

 

Ο «ξένος παράγων» και η διεθνής συγκυρία

 

Όπως ήταν επόμενο, λόγω της πολυδιάστατης εξάρτησης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ο λεγόμενος ξένος παράγοντας έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης. Η εξωτερική επιρροή υπήρξε τόσο άμεση, με τις κατά καιρούς απροκάλυπτες επεμβάσεις των προστάτιδων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και των εγχώριων πολιτικών σχηματισμών (αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόμμα), όσο και έμμεση, μέσα από τον αγωγό της βασιλείας. Εξάλλου, η διεθνής συγκυρία χαρακτηριζόταν από έντονη κινητικότητα και από κρίσιμες εξελίξεις και διεργασίες, που μετέβαλλαν τα δεδομένα του ανατολικού ζητήματος και καθιστούσαν την Ελλάδα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Την εποχή εκείνη παρατηρούνται τρεις παράλληλες τάσεις στη διεθνή πολιτική, οι οποίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επηρεάζουν τη θέση της Ελλάδος. Πρώτον, η άνοδος της ισχύος της Ρωσίας, που, ιδίως μετά τη νίκη της στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829, εδραιώνει την επιρροή της στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Δεύτερον, η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία, με ορόσημο την ήττα της από τον Μωχάμετ Άλυ στην Αίγυπτο το 1839, βρίσκεται πλέον σε στάδιο αποσύνθεσης. Και τρίτον, η διατάραξη της – ούτως ή άλλως εύθραυστης – ισορροπίας που είχε διαμορφωθεί με το συνέδριο της Βιέννης και την Ιερά Συμμαχία: πλέον οι δυτικές δυνάμεις, στις οποίες έχει πια προστεθεί και η Γαλλία, επιδίδονται σε έναν οξύτατο ανταγωνισμό για την κατάκτηση χώρων επιρροής. Σε συνδυασμό με τις παραπάνω εξελίξεις, καταλυτική υπήρξε η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, η οποία υπήρξε αναπόσπαστο στοιχείο και κορυφαίο λάβαρο των εθνικών στόχων και προσδοκιών.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τοποθετηθούν οι ποικίλες εξωθεσμικές παρεμβάσεις ξένων παραγόντων, οι οποίες όχι μόνο κατέλυαν την εθνική ανεξαρτησία, αλλά και νόθευαν τη λειτουργία του πολιτεύματος. Υπό ομαλές συνθήκες, οι παρεμβάσεις αυτές συνίσταντο στην, αποικιοκρατικού τύπου, απροκάλυπτη συμμετοχή των ξένων πρεσβειών στην πολιτική ζωή του τόπου, ενώ σε στιγμές κρίσεις έφτασαν μέχρι και στη χρήση στρατιωτικών μέσων.

Οι πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων – για παράδειγμα ο Πρόκες Όστεν της Αυστρίας, ο Λάυονς της Αγγλίας ή ο Πισκατόρυ της Γαλλίας – συμπεριφέρονταν ως «πολιτειακοί» παράγοντες: είχαν λόγο στην επιλογή των κυβερνήσεων και τη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής. Η επιρροή τους φάνηκε από τους πρώτους κόλας μήνες λειτουργίας του συνταγματικού πολιτεύματος, όταν η αντιπαράθεση μεταξύ Κωλέττη και Μαυροκορδάτου για το σχηματισμό κυβέρνησης έγινε αντιληπτή, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως αντιπαράθεση μεταξύ της γαλλικής και της αγγλικής αντιπροσωπείας. Τέτοια ήταν η αδιαφορία των ξένων παραγόντων για τους συνταγματικούς θεσμούς, ώστε ενίοτε απαξιούσαν να τηρούν ακόμα και τα προσχήματα, μη διστάζοντας να παρεμβαίνουν φανερά στη λειτουργία των οργάνων του κράτους, ακόμη και να υπαγορεύουν ή να συντάσσουν δημόσια έγγραφα. Καταγγέλλοντας το 1847 ενώπιον της Βουλής την (γαλλόφιλη) κυβέρνηση Κωλέττη για τις παρεμβάσεις της γαλλικής αντιπροσωπείας στην εσωτερική πολιτική ζωή, διερωτάται ο Μιχ. Σχινάς: «τίς δε γιγνώσκει ότι ο πρέσβυς, οι πράκτορες, ο πρόξενος της Γαλλίας λαμβάνουσι μέρος εις την εσωτερικήν ημών διοίκησιν και συντάσσουσι πολλάκις και αυτά τα δημόσια έγγραφα;».

Οι παρεμβάσεις κορυφώθηκαν με δραματικό τρόπο το 1850, όταν στα «παρκερικά» ο αγγλικός στόλος απέκλεισε τα ελληνικά λιμάνια, και ιδίως κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1854–1857), οπότε οι αγγλογαλλικές δυνάμεις έφτασαν στο σημείο να καταλάβουν και να επιβάλλουν κατοχή σε εδάφη της ελληνικής επικράτειας. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι φανερό ότι η διάταξη του άρθρου 98 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «άνευ Νόμου στρατός ξένος ούτε είναι δεκτός εις την Ελληνικήν υπηρεσίαν, ούτε δύναται να διαμείνη εις το Κράτος, ή να διέλθη δι’ αυτού», είχε απολέσει κάθε ισχύ.

Πέρα απ’ τις άμεσες επεμβάσεις τους, οι προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) είχαν κατορθώσει να υφάνουν ένα πυκνό πλέγμα εξάρτησης, το οποίο κάλυψε ολόκληρη την περίοδο της οθωνικής βασιλείας. Κύριος μηχανισμός διαμεσολάβησης της εξάρτησης αυτής ήταν οι πολιτικοί σχηματισμοί της εποχής, δηλαδή το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό κόμμα. Στην πραγματικότητα, είναι ακόμη πρόωρο να μιλάμε για κόμματα – πρόκειτο μάλλον για χαλαρούς μηχανισμούς προώθησης προσωπικών συμφερόντων, γύρω από τους οποίους συσπειρώνονταν επαγγελματικές ομάδες και τοπικοί κομματάρχες. Προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, τα τρία κόμματα προσδέθηκαν στο άρμα των αντίστοιχων ξένων δυνάμεων, οι οποίες τούς προσέφεραν μέσα και επιρροή. Ταυτόχρονα, βέβαια, οι ξένες δυνάμεις χρησιμοποιούσαν με αδίστακτο τρόπο τα κόμματα ως οχήματα για την προώθηση των θέσεων τους στην ελληνική πολιτική σκηνή. Αυτές οι σχέσεις συνδιαλλαγής προκαλούσαν τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης και τελικά λειτουργούσαν υπέρ του Όθωνα, ο οποίος κατόρθωνε να παρουσιάζεται υπεράνω των κομματικών ανταγωνισμών και, με τον τρόπο αυτό, να αυξάνει το προσωπικό γόητρό του.

Ένας άλλος μηχανισμός εξάρτησης υπήρξε το επαχθές δάνειο των εξήντα εκατομμυρίων, το οποίο εγγυήθηκαν οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις υπέρ της Ελλάδας. Η καταβολή των τοκοχρεολυσίων του δανείου υπήρξε ένας μόνιμος βραχνάς για τις ελληνικές κυβερνήσεις και, φυσικά, ολοκλήρωνε την εξάρτησή τους και στο οικονομικό (πέρα από το πολιτικό και στρατιωτικό) επίπεδο.

 

Η «πολιτεία» του Όθωνα και η «αλλεργία» του για το Σύνταγμα

 

Το γεγονός ότι ο Όθωνας δεν είχε παραχωρήσει το Σύνταγμα οικειοθελώς αποδείχθηκε καταλυτικό για τη λειτουργία του συνταγματικού πολιτεύματος. Έχοντας εξαναγκαστεί να αποδεχτεί το Σύνταγμα, ο Όθωνας δεν ένιωθε ότι δεσμεύεται πραγματικά απ’ αυτό και δεν θεωρούσε υποχρέωσή του να το σέβεται και να το εφαρμόζει. Η «πολιτεία» του ως συνταγματικού μονάρχη χαρακτηρίζεται από την αδιαφορία του απέναντι στις – ούτως ή άλλως περιορισμένες – συνταγματικές δεσμεύσεις του και γενικότερα από την περιφρόνησή του προς το Σύνταγμα και τους θεσμούς. Η στάση του αυτή διαμορφώθηκε τόσο από το ότι δεν αποδέχθηκε ποτέ το πολιτικό μήνυμα της 3ης Σεπτεμβρίου όσο και από το γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας που τον διακατείχε, τη χαρακτηριστική καχυποψία του (αλλεργία) απέναντι στο πολιτικό σύστημα και ιδίως τους πολιτικές ηγέτες, αλλά και την ενδοτικότητά του απέναντι στους διάφορους αυλοκόλακες.

Στην άσκηση των βασιλικών του καθηκόντων, ο Όθωνας έρρεπε προς τον συγκεντρωτισμό. Δεν περιορίστηκε στις ήδη εκτεταμένες αρμοδιότητες που του αναγνώριζε το Σύνταγμα, αλλά επιδίωξε να συγκεντρώσει κάθε εξουσία στα χέρια του, μετερχόμενος κάθε πρόσφορο μέσο προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Υπερβαίνοντας τις αρμοδιότητές του, ο Όθωνας παρενέβαινε συστηματικά στο έργο της Διοίκησης και της Δικαιοσύνης και ασκούσε αθέμιτες πιέσεις στους προσωπικούς φορείς τους. Δεν δίσταζε μάλιστα, καταχρώμενος τη σχετική αρμοδιότητά του, να παύει τους «απειθείς» δημοσίους υπαλλήλους και δικαστές. Εξάλλου, ο Όθωνας δεν αρκούνταν στην επιλογή υπουργών της απόλυτης αρέσκειάς του, αλλά παρενέβαινε και ο ίδιος άμεσα στο κυβερνητικό έργο, επιχειρώντας να χαράξει και να ασκήσει προσωπικά ιδίως την εξωτερική πολιτική. Κυρίως, όμως, ο Όθωνας ενέχεται για την παραχάραξη της λαϊκής βούλησης, όντας υπεύθυνος για τη συστηματική νόθευση των εκλογικών διαδικασιών, τόσο για την ανάδειξη Βουλής όσο και σε τοπικό επίπεδο.

Συνολικά, ο Όθωνας επέδειξε πλήρη περιφρόνηση προς το Σύνταγμα, παραβιάζοντας το γράμμα του και διαστρέφοντας το πνεύμα του. Παρά ταύτα, κατόρθωσε να διατηρήσει την εξουσία του και να αναβάλει την εναντίον του εξέγερση επί μια σχεδόν εικοσαετία –μέχρι τον Οκτώβριο του 1862.

Δύο ήταν κυρίως οι λόγοι που συντέλεσαν στην παραμονή του στην εξουσία. Ο πρώτος ήταν η σοβαρή απαξίωση του πολιτικού – κομματικού συστήματος – των κόμματων και των ηγετικών στελεχών τους που επάνδρωναν τις κυβερνήσεις. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας, στο οποίο αποδίδονταν ποικίλα δεινά (φαυλοκρατία, διαφθορά, πελατειακές σχέσεις κλπ.), απορροφούσε μεγάλο μέρος της λαϊκής δυσαρέσκειας, επιτρέποντας στον Όθωνα να εμφανίζεται υπεράνω των (μικρο)κομματικών αντιπαραθέσεων, δήθεν ως εκφραστής της «ενότητας του Έθνους». Ο δεύτερος και ίσως σημαντικότερος λόγος ήταν ότι ο Όθωνας ενστερνίστηκε με ενθουσιασμό την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Κατά τη διάρκεια ιδίως του Κριμαϊκού Πολέμου, ενθάρρυνε την εξέγερση του υπόδουλου ελληνισμού της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας και προέβαλλε σαφώς αντιτουρκικές θέσεις, προκαλώντας τη μήνιν των Αγγλογάλλων. Ως σύμβολο των μεγάλων εθνικών πόθων και προσδοκιών, κατόρθωσε να συσπειρώσει τον ελληνισμό και να διασώσει το εθνικό γόητρο απέναντι στην πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, κερδίζοντας μεγάλη λαϊκή υποστήριξη και δημοτικότητα. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό πέτυχε να εξασφαλίσει ένα minimum λαϊκής συναίνεσης για τη βασιλική εξουσία, αποσπώντας το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από τα σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που χρόνιζαν.

Ο ίδιος αυτός λόγος που επέτρεψε στον Όθωνα να παρατείνει τη βασιλεία του υπήρξε και αυτός που τελικά συνέτεινε στην πτώση του. Ο Όθωνας επαναπαύθηκε στην υψηλή (αλλά πρόσκαιρη) δημοτικότητα που απέκτησε στα εθνικά θέματα και αρνήθηκε να τη συνδυάσει με την αδιάβλητη εφαρμογή του Συντάγματος και το σεβασμό των θεσμών. Έτσι όμως έχασε την ευκαιρία να παγιώσει τη λαϊκή συναίνεση και να εδραιώσει τη βασιλεία του. Οι συνέπειες φάνηκαν, όταν η πολιτική που ακολουθούσε τον οδήγησε σε ρήξη με τις μεγάλες δυνάμεις, που μέχρι τότε αποτελούσαν το κύριο – και «φυσικό», θα λέγαμε – στήριγμά του. Η ξενική στρατιωτική επέμβαση και κατοχή, εξ αφορμής της στάσης που τήρησε η Ελλάδα στον Κριμαϊκό Πόλεμο, υπήρξε βαρύτατο πλήγμα για το εθνικό γόητρο και επανέφερε στο προσκήνιο τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την πολιτική καταπίεση, αλλά και τα ανεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα. Όταν οι εθνικές αποτυχίες απογύμνωσαν τον Όθωνα από την αίγλη του «σημαιοφόρου» της Μεγάλης Ιδέας, αυτό που έμεινε ήταν η εμμονή του στην παραβίαση του Συντάγματος και τη νόθευση της λειτουργίας του πολιτεύματος. Όπως ήταν επόμενο, σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση στράφηκε κατά του Όθωνα, συμπαρασύροντας αυτή τη φορά και την παραδοσιακή πολιτική ολιγαρχία.

Κατά την τριετία 1859–1862, όταν πλέον ο κριμαϊκός πόλεμος είχε τελειώσει και τα στρατεύματα κατοχής είχαν αποχωρήσει, το αντιδυναστικό ρεύμα γενικεύθηκε. Φιλελεύθεροι διανοούμενοι, η φοιτητική νεολαία, προσωπικότητες από την πολιτική και το στρατό, αλλά και πολλά παλαιοκομματικά στοιχεία διαμόρφωσαν, για διαφορετικούς λόγους, μιαν ευρύτατη αντι-οθωνική συσπείρωση, θέτοντας μάλιστα ζήτημα αποπομπής της δυναστείας. Ο Όθωνας επέλεξε την ρήξη με τις αντιπολιτευόμενες πολιτικές δυνάμεις, εντείνοντας την πολιτική καταπίεση. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του είναι ένα ιστορικό συνεχών παραβιάσεων του Συντάγματος: περιορισμός των ελευθεριών και ιδίως του τύπου, εκλογές βίας και νοθείας, αυθαίρετη διάλυση των Βουλών και εγκατάσταση αμιγώς αυλικών κυβερνήσεων.

 

Καταγγελίες για παραβιάσεις του Συντάγματος

 

Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα πληθαίνουν οι καταγγελίες για τις συνεχείς παραβιάσεις του Συντάγματος. Χαρακτηριστική είναι η αγόρευση του Δ. Χρηστίδη στη Βουλή στα μέσα του 1861:

«Η ελευθερία του Τύπου ανεστάλη. Αλλεπάλληλοι κατασχέσεις κατέπαυσαν σχεδόν την κυκλοφορίαν των εφημερίδων∙ εντός τεσσάρων ή πέντε μηνών, εις οκτώ μόνον εφημερίδας γνωρίζω ότι έγιναν εβδομήκοντα περίπου κατασχέσεις, μόνον είκοσι υπεύθυνοι ανεκρίθησαν και δύο παρεπέμφθησαν εις δίκην. Εν τούτω, τέλος, το διαστήματι έλαβε χώραν μεγάλη και όλως αδικαιολόγητος πράξις. Διελύθη η Βουλή. Και ποία Βουλή; Η Βουλή, ήτις και ως εκ των στοιχείων, εξ ων συνέκειτο, και ως εκ της εθνικής οδού, εις την οποίαν εβάδιζεν, εφάνη ότι είχεν υψηλήν αποστολήν. (…) Η διαγωγή αύτη ή καταστιγματίζει το συνταγματικόν πολίτευμα και το καθιστά μισητόν και αποτρόπαιον εις τους λαούς και τούτο είναι έγκλημα ή αποδεικνύει την Ελλάδα μόνην αναξίαν Συντάγματος. Εκεί όπου εφθάσαμεν σήμερον, η Κυβέρνησίς μας δεν είναι συνταγματική. Παρεβιάσθησαν συνειδήσεις, κατεπατήθησαν δικαιώματα, ενοθεύθησαν κάλπαι, εξετοπίσθησαν επίσημοι άνδρες, ελογχεύθησαν συμπολίται, έγιναν κακά πρωτοφανή, ανήκουστα, με έναν λόγον ο νόμος έχασε πάσαν ισχύν, παν σέβας και ανέλαβε το κράτος αυτού η αυθαιρεσία» (πηγή: Δ. Πετρακάκος, Κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Β΄ (1946), σ. 188–189).

Τέτοια ήταν η απαξίωση του Συντάγματος, που ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο θρυλικός μπουρλοτιέρης ήρωας του Αγώνα, έφτασε στο σημείο να αναρωτιέται ενώπιον της Βουλής:

«Τα πράγματα της πολιτείας μας δεν στέκονται διόλου καλά, αφού κατηντήσαμεν να ερωτώμεν ο είς τον άλλον – Έχομεν Σύνταγμα, ναι ή όχι; Διότι αν δεν έχωμεν, οι θέσεις τας οποίας κατέχομεν είναι περιτταί∙ και αν έχωμεν, ό,τι γίνεται προ πολλού εις την πολιτείαν από μέρους της εξουσίας μάς λέγει ότι το Σύνταγμα τούτο παραβιάζεται».

Τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου 1862, όταν πια η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, λαός και στρατός εξεγέρθηκαν και κατέλυσαν τη δυναστεία του Όθωνα. Αν και εν θερμώ, η «αποτίμηση» της βασιλείας του Όθωνα από το καθεστώς της 10ης Οκτωβρίου είναι ενδεικτική για το μέγεθος των παραβιάσεων του Συντάγματος στις οποίες αυτός ενέχεται – ενός Συντάγματος που, κατά τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, «ουδαμώς ετηρήθη».

Για την προσωρινή κυβέρνηση, «η θλιβερά εποχή της παρελθούσης τριακονταετίας» υπήρξε «εποχή ασεβείας προς τους νόμους, επιβουλής των δικαιωμάτων και της ηθικής του λαού». Οι συνθήκες αυτές ισοδυναμούν με μία «κατάστασιν απάδουσαν προς τον πολιτισμόν και την ηθικήν και υλικήν πρόοδον των εθνών, πολιτικήν οπισθοδρομικήν και της ηθικής πολεμίαν» (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φύλλο αριθμ. 9 της 25ης Νοεμβρίου 1862).

Η προσωρινή μεταβατική κυβέρνηση δεν δίστασε να διακηρύξει ότι:

«Η καταλυθείσα εξουσία [του Όθωνος] κατέφυγεν εις την βαθμιαίαν καταπάτησιν του Συντάγματος, εις την νόθευσιν του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος και των δημοτικών θεσμών, εις την εξόγκωσιν των δαπανών του κράτους, εις την καταπίεσιν του λαού και την διαίρεσιν όλων των τάξεων της κοινωνίας» (Πρακτικά Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως, Συνεδρ. ΚΘ΄, 21 Ιανουαρίου 1863).

Το χρονικό των παραβιάσεων του Συντάγματος από τον Όθωνα συνοψίζει η εφημερίδα «Αιών», στο κύριο άρθρο του φύλλου της 12ης Οκτωβρίου 1862, με τίτλο «Κατάλυσις της βασιλείας και της δυναστείας του Όθωνος»:

«[Η] από της εγκαταστάσεως του Συντάγματος πολιτική του βασιλέως Όθωνος υπήρξεν απαισία και αξιοθρήνητος. Ορκισθείς να τηρήσει τούτο, απεδέχθη εις την εφαρμογήν αυτού σύστημα αντίθετον και, τηρήσας το γράμμα, επεβουλεύθη το πνεύμα των συνταγματικών θεσμών. Περιττόν να αναμνήσωμεν την ολεθρίαν εκείνην τάσιν προς απορρόφησιν πάντων των δικαιωμάτων του πολίτου, προς συγκέντρωσιν πάσης εξουσίας εις ένα και μόνον και την επίμονον εργασίαν προς εκδολίευσιν των νόμων. Αντί η πρωτοβουλία να υπάρχη εις το Έθνος και τα υπουργεία να ώσιν υπέυθυνα, ως απαιτεί το Σύνταγμα, πάσαν την δύναμιν απερρόφησεν ο βασιλεύς Όθων εις εαυτόν, δεν ηθέλησε ποτέ ν’ αναγνωρίση το δικαίωμα των αντιπροσώπων του Λαού, τον εκλογικόν νόμον κατέστησε νεκρόν γράμμα ή όργανον εικονικότητος, την Γερουσίαν μετεποίησεν εις πτώμα, τους Δήμους κατεστήσατο όργανον πολιτικής ραδιουργίας και πιέσεως των πολιτών, εν γένει δε αντεθνικήν πολιτικήν ηκολούθησεν εσωτερικώς τε και εξωτερικώς…».

 

Πληρεξούσιοι Άργους: Χρήστος Βλάσσης – Δημήτριος Περρούκας.

 

 Παραβιάσεις του Συντάγματος από τα όργανα της κρατικής εξουσίας

 

Αν και ο Όθωνας είχε την κύρια ευθύνη για τις παραβιάσεις του Συντάγματος και τη μη ομαλή λειτουργία του συνταγματικού πολιτεύματος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι πρόθυμοι υποστηρικτές του, που συνέπρατταν μαζί του σε αντισυνταγματικές ενέργειες και πρακτικές, υπήρξαν πολλά μέλη της πολιτικής ολιγαρχίας της εποχής. Στη διάθεση του Όθωνα, για να εξυπηρετούν τις βλέψεις του, βρίσκονταν κατά κανόνα ορισμένοι γερουσιαστές, νομάρχες και βουλευτές. Πειθήνια όργανα και εκτελεστές των επιδιώξεων του Όθωνα υπήρξαν βέβαια κατεξοχήν οι υπουργοί των κυβερνήσεών του και, μέσω αυτών, τα κατώτερα όργανα της διοίκησης. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα «Ο Συνταγματικός Έλλην» (21.2.1862): «Το Σύνταγμα, αυτή η ασπίς των ελευθεριών, εις την τήρησιν του οποίου ο ηγεμών και σύμπαν το έθνος ωρκίσθη, κατέστη κατά την εφαρμογήν του το παίγνιον των υπουργών».

Ο Νικόλαος Δραγούμης καταγράφει τις μεθόδους που μετέρχονταν οι κυβερνήσεις – τα μέλη των οποίων, σημειωτέον, προέρχονταν από όλο σχεδόν το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων της εποχής –, ενθαρρύνοντας τον Όθωνα προς «το σύστημα της συγκεντρώσεως»:

«Η καταστολή της ελευθερίας των δημοκρατικών Αρχών, η καταδίωξις του τύπου, η επέμβασις εις τας εκλογάς τας τε βουλευτικάς και τας των δήμων, η αποβολή πάντων των οπωσούν ανεξάρτητον εχόντων το φρόνημα δημοσίων λειτουργών, και ιδίως των της Θέμιδος,… η δια παντός τρόπου πίεσις της συνειδήσεως των δικαστών, η διαστροφή των νόμων, ταύτα και άλλα εις έν μόνον απέβλεπον, εις την σύμπτυξιν πάσης δυνάμεως εις χείρας της εξουσίας και την δι’ αυτής παγίωσιν κυβερνήσεως πανισχύρου και διαρκούς» (Ιστορικαί αναμνήσεις, τόμ. Β΄, 3η έκδ., 1973, σ. 122 επ.)

Σοβαρή ευθύνη για τις παραβιάσεις του Συντάγματος έχει, επομένως, και μέρος του πολιτικού και διοικητικού προσωπικού, το οποίο δεν λειτουργούσε βέβαια απλώς ως υποχείριο του Όθωνα, αλλά παράλληλα εκμεταλλευόταν τη θέση του εντός του συστήματος εξουσίας, προκειμένου να εξυπηρετήσει προσωπικές ή ιδιοτελείς επιδιώξεις. Πολλά κρατικά όργανα, ιδίως μάλιστα σε τοπικό επίπεδο, κατάφερναν να αναπτύξουν μια σχετική αυτονομία από την κεντρική εξουσία του Όθωνα. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνονταν ποικίλα πλέγματα παραεξουσίας και σ’ αυτό συνέβαλε το ότι κάθε άλλο παρά ήταν εγγυημένη η εφαρμογή και τήρηση της τάξης στο νεοσύστατο και ανοργάνωτο ακόμα κράτος. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο πλέγμα αποτελεί η ληστεία, η οποία ανθούσε την εποχή εκείνη και την οποία δεν δίσταζαν να υποθάλπουν και να χρησιμοποιούν (και όχι μόνον ως μηχανισμό εκλογικής βίας) συγκεκριμένοι τοπικοί παράγοντες.

Εύγλωττο είναι το παρακάτω απόσπασμα από το «κλασικό» έργο του Εδ. Αμπού «Ο βασιλεύς των ορέων»:

«Τον Απρίλη του 1856 η έξοδος από την πόλη της Αθήνας ήταν επικίνδυνη. (…) Δυο ληστές με τα πιστόλια στα χέρια εσταμάτησαν τον Χάρρις και τον Λόμπστερ. Εκύτταζαν ολόγυρα και είδαν κάτω σε μια φάραγγα δώδεκα ληστές, οπλισμένους σαν αστακούς, που εφύλαγαν πενήντα ή εξήντα αιχμαλώτους. Όσοι επέρασαν εκείθε από το πρωί εληστεύθησαν και έπειτα  εδέθηκαν για να μη προδώσουν τους ληστές. (…)

Ο ήρως των Αθηνών ήταν ακριβώς η μάστιξ της Αττικής. Στα σαλόνια και στα καφενεία, στα κουρεία όπου μαζεύεται ο κάτω λαός και στα φαρμακεία, όπου πηγαίνουν οι αστοί, στους λασπόδρομους της αγοράς, στο κονιορτοβριθές σταυροδρόμι της ‘Ωραίας Ελλάδος’, στο θέατρο της μουσικής της Κυριακής και στην οδό Πατησίων για άλλο τίποτε δεν μιλούσαν παρά μόνο περί του μεγάλου Χατζησταύρου που ωρκίζονταν στο όνομά του, του ακατάβλητου, του τρόμου των χωροφυλάκων, του ‘βασιλέως των ορέων» (…)

Το πολιτικόν του τάλαντον τον κατέστησε γνωστότατον και όλα τα κόμματα ακολουθούσαν τις συμβουλές του προκειμένου να γίνουν εκλογές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και αντιθέτως προς την αρχή περί αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων κατά την οποίαν ένας άνθρωπος αντιπροσωπεύει πολλούς, μόνον ο Χατζησταύρος είχε καμμιά τριανταριά βουλευτές για να τον αντιπροσωπεύουν…».

Ο οθωνικός συγκεντρωτισμός και οι καταχρήσεις των φορέων της κρατικής εξουσίας οδήγησαν σε αθρόες προσβολές των δικαιωμάτων των πολιτών. Καθώς μάλιστα άμεσα υπεύθυνα γι’ αυτές ήταν κατά κανόνα τα κατώτερα κρατικά όργανα, ο λαός ανέπτυξε καχυποψία απέναντι στη διοίκηση του κράτους και αποστροφή απέναντι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του.

Στο μυθιστόρημά του «Τζένη Θεοτόκη. Αι Αθήναι του Όθωνος» ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος παραθέτει μια χαρακτηριστική περιγραφή ενός αντιπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας στην Αθήνα του 1845:

«Ο φουστανελοφόρος εύσωμος αστυνομικός κλητήρ ενεφανίσθη. Παραπλεύρως της φουστανέλας κατά μήκος του αριστερού μηρού του εκρέμετο ένα ρόπαλον, μήκους πενήντα εκατοστών και πάχους τριών δακτύλων, του οποίου το ζυγόν εκαλύπτετο από ταινίας κυανάς και λευκάς αυστηρώς εναλλασσομένας και συμβολίζουσας τα δύο χρώματα της ελληνικής σημαίας. Το ρόπαλον εκείνον έφερε κατά μήκος με κεφαλαία γράμματα την φράσιν «ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ». Αλλ’ ο εξοπλισμός του αντιπροσώπου τούτου της εκτελεστικής εξουσίας δεν περιωρίζετο μέχρι του δια ροπάλου συμβολισμού της ισχύος του νόμου∙ σελλάχιον τεραστίων διαστάσεων άφηνε να διαφαίνωνται δύο κεφαλάς μαύρας πιστολιών, επί των οποίων ο νόμος είχε θεωρήσει περιττόν το ιδιαίτερον επίγραμμα…»

Οι συστηματικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων, η εξαιρετικά χαμηλή συνείδηση της νομιμότητας και ένα γενικότερο κλίμα ανομίας στην κοινωνία είχαν ως αποτέλεσμα την απαξίωση του Συντάγματος στη λαϊκή συνείδηση. Αδυνατώντας να ασκήσουν ανεμπόδιστα τα δικαιώματα που το Σύνταγμα τυπικά τους αναγνώριζε, οι πολίτες έτειναν να τα βλέπουν ως νεκρό γράμμα ή μόνον ως σύνολο «κενών λέξεων». Έτσι όμως ακυρώνονταν στην πράξη τα πολιτικά αιτήματα και οι αξίες της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.

 

Πληρεξούσιος Ναυπλίας: Μιχαήλ Ιατρός.

 

«Κενές λέξεις» τα συνταγματικά δικαιώματα

 

Γράφει χαρακτηριστικά, με αφορμή την επέτειο του κινήματος του 1843, η εφημερίδα «Ευαγγελισμός» στο κύριο άρθρο του φύλλου της 3ης Σεπτεμβρίου 1862:

 

«Βαρυπενθής ανατέλλει σήμερον η εθνική αύτη ημέρα∙ διότι, αν ρίψωμεν τους οφθαλμούς μας προς τα οπίσω, θέλομεν ίδει ότι πάντα τα δικαιώματα του Έλληνος, τα εν τω πολιτικώ τούτω Ευαγγελίω γεγραμμένα, λέξεις μόνον υπήρξαν κεναί και ουδέν πλέον∙ καθ’ όλα τα παρελθόντα έτη ο Έλλην εδιοικήθη κατά το θείον δίκαιον, το δίκαιον του ισχυροτέρου…».

 

Στο ίδιο πνεύμα και το κύριο άρθρο του φύλλου της 7ης Φεβρουαρίου 1862 της εφημερίδας «Ο Συνταγματικός Έλλην» υποστηρίζει:

 

«Αλλά την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τί εχαρακτήρισεν ανέκαθεν; Καταπάτησις αναιδής του Συντάγματος και της ελευθερίας των εκλογών δια διορισμού βουλευτών, καταδίωξις του πατριωτικού τύπου, εξύβρισις του ιερού ημών Αγώνος και των αγωνιστών, περιφρόνησις και εξευτελισμός της θρησκείας και του κλήρου, προσβολαί αδιάκοποι κατά του ηρωϊκού στρατού της Ελλάδος και∙ και…»

 

Η εφαρμογή του Συντάγματος από τα δικαστήρια (το Σύνταγμα ως θεμελιώδης νόμος του κράτους)

 

Η περίοδος κατά την οποία ίσχυσε ο Καταστατικός Χάρτης του 1844 είναι η πρώτη στην ελληνική συνταγματική ιστορία όπου ένα Σύνταγμα τίθεται σε εφαρμογή σε συνθήκες οργανωμένου κράτους με σχετικά σταθερούς θεσμούς. Στις συνθήκες αυτές αρχίζει πλέον να αναδεικνύεται η διπλή φύση του Συντάγματος, το οποίο περιέχει τόσο κανόνες πολιτικούς όσο και κανόνες νομικούς. Μέχρι τότε, το Σύνταγμα γινόταν αντιληπτό καταρχάς ως σύμβολο και έκφραση της εθνικής ανεξαρτησίας, και κυρίως ως ένα πλέγμα κανόνων και διαδικασιών σχετικά με τη συγκρότηση των κρατικών οργάνων και την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δηλαδή ως καταστατικός χάρτης του πολιτεύματος. Με άλλα λόγια, το σύνταγμα αντιμετωπιζόταν κυρίως ως πολιτικό και όχι τόσο ως νομικό κείμενο. Κατά την εφαρμογή του Συντάγματος του 1844, όμως, αρχίζει σιγά σιγά να συνειδητοποιείται ότι το Σύνταγμα αποτελεί επίσης νόμο και μάλιστα τον θεμελιώδη νόμο του κράτους∙ και, ως εκ τούτου, ότι οι διατάξεις του μπορούν να ερμηνευτούν με τις μεθόδους της νομικής ερμηνείας, να καταστούν αντικείμενο νομικής αντιπαράθεσης και ενδεχομένως να αποτελέσουν κανόνες βάσει των οποίων θα κριθούν υποθέσεις ενώπιον των δικαστηρίων.

Οι υποθέσεις όπου είναι περισσότερο πιθανό να τεθεί ζήτημα εφαρμογής μιας συνταγματικής διάταξης από τα δικαστήρια αφορούν, κατά κανόνα, αντιδικίες ιδιωτών με το κράτος. Σε μια τέτοια δίκη ο ιδιώτης ενδέχεται να επικαλεστεί ότι μια συγκεκριμένη πράξη ενός κρατικού οργάνου είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, δηλαδή τον θεμελιώδη και υπέρτατο νόμο του κράτους, και για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να εφαρμοστεί σε βάρος του. Η εξέταση του αν η κρατική αυτή πράξη συμφωνεί ή δεν συμφωνεί με το Σύνταγμα καλείται Έλεγχος Συνταγματικότητας. Γενικά, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, ανάλογα με την κρατική πράξη που εξετάζεται. Μπορεί έτσι να εξεταστεί η συνταγματικότητα μιας πράξης της νομοθετικής εξουσίας, δηλαδή ενός νόμου, ή μιας πράξης της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή μιας διοικητικής πράξης, ή ακόμα και μιας πράξης της δικαστικής εξουσίας, μιας δικαστικής απόφασης, όταν αυτή εξετάζεται σε δεύτερο βαθμό από ένα ανώτερο δικαστήριο.

Είναι αλήθεια ότι, κατά την περίοδο αυτή, ελάχιστες ήταν οι υποθέσεις όπου τα δικαστήρια επικαλέστηκαν και εφάρμοσαν κάποιον κανόνα του Συντάγματος. Και πάντως, όλοι συμφωνούσαν ότι ειδικά τη συνταγματικότητα των νόμων τα δικαστήρια δεν μπορούν να την ελέγχουν, διότι αυτό θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη παρέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο χώρο της νομοθετικής εξουσίας. Πράγματι, ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, ήδη από το 1847, με την απόφαση 198/1847, ρητά ασπάσθηκε την άποψη αυτή και αρνήθηκε να προβεί σε έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νόμου που τέθηκε ενώπιόν του.

Παρόλα αυτά, με την ίδια απόφαση συντελέστηκε έμμεσα μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη: ανεξάρτητα από το συμπέρασμα του συλλογισμού (ότι δηλαδή δεν ελέγχεται η συνταγματικότητα ενός νόμου), ωστόσο αναγκαία προϋπόθεση αυτού του συλλογισμού είναι ότι πάντως οι κανόνες του Συντάγματος έχουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Εξάλλου, και η ίδια η κατάληξη της υπόθεσης ήταν ότι τελικά δικαιώθηκε ένας πολίτης στην αντιδικία που είχε με το Ελληνικό Δημόσιο. Το κρίσιμο ζήτημα στην υπόθεση ήταν εάν ο ιδιώτης αυτός είχε ή δεν είχε την κυριότητα ορισμένης έκτασης. Ο ίδιος υποστήριζε ότι η κυριότητά του είχε αναγνωριστεί με πράξη της Βουλής, δηλαδή με νόμο. Το Δημόσιο αντέτεινε ότι ο σχετικός νόμος είχε εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της συνταγματικής εξουσίας της Βουλής. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι τα δικαστήρια δεν έχουν την εξουσία να ελέγχουν το περιεχόμενο των νόμων και ότι, εφόσον η πράξη που επικαλείται ο ιδιώτης φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα του νόμου, τα δικαστήρια υποχρεούνται να την εφαρμόζουν∙ κατά συνέπεια, η επίδικη έκταση ανήκε πράγματι σ’ αυτόν.

Η σημασία της παραπάνω απόφασης δεν έγκειται τόσο στα νομικά ζητήματα που πραγματεύεται, όσο μάλλον στη διαφαινόμενη ανάδειξη ενός εγγυητικού ρόλου των δικαστηρίων υπέρ των πολιτών. Ο Άρειος Πάγος φαίνεται να στέλνει ένα μήνυμα: Σε μια συντεταγμένη πολιτεία, η εκτελεστική εξουσία δεσμεύεται, όσον αφορά τις σχέσεις της με τους πολίτες, από κανόνες, τύπους και διαδικασίες∙ και ότι τα δικαστήρια δεν θα διστάσουν να εφαρμόσουν τις εγγυήσεις αυτές στις αντιδικίες των ιδιωτών με το Δημόσιο. Ο ρόλος που φαίνεται να αναλαμβάνουν τα δικαστήρια αποκτά ακόμη πιο ουσιαστική αξία, εάν τον αντιπαραβάλουμε με τη θλιβερή πρακτική των αυθαιρεσιών και των καταχρήσεων της Διοίκησης. Υπό την έννοια αυτή, μπορούμε να διαβλέψουμε μια τάση εισαγωγής δικαιοκρατικών στοιχείων στη λειτουργία του πολιτεύματος.

Τη σημασία των τυπικών εγγυήσεων που τα δικαστήρια εφαρμόζουν υπέρ των πολιτών μπορούμε να τη δούμε και σε μια μεταγενέστερη απόφαση του Αρείου Πάγου: Η απόφαση 141/1864 δημοσιεύθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1864, λίγες μόλις ημέρες μετά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1864, ωστόσο τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αναφέρονται σε προγενέστερο χρόνο. Επρόκειτο για μια πολύ ιδιαίτερη υπόθεση. Κάποιος ονόματι Χατζή Σπύρου βρισκόταν στη φυλακή για φόνο. Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Οκτωβρίου, δηλαδή τη νύχτα που ξέσπασε η εξέγερση κατά του Όθωνα, ο εξεγερμένος λαός άνοιξε τις φυλακές και απελευθέρωσε όλους τους κρατούμενους. Ο Χατζή Σπύρου θεώρησε ότι η πράξη αυτή ισοδυναμεί με γενική αμνηστεία, η οποία φυσικά περιλαμβάνει και το έγκλημά του. Ο Άρειος Πάγος δέχτηκε την άποψή του και έκρινε ότι πράγματι η απελευθέρωση των κρατουμένων από το «επαναστατικό καθεστώς» της 10ης Οκτωβρίου 1862 συνιστούσε απονομή αμνηστείας, όπως άλλωστε αργότερα επιβεβαίωσε και η Β΄ Εθνική Συνέλευση∙ ως εκ τούτου, έκρινε ότι ο Χατζή Σπύρου δεν υπέχει πλέον ποινική ευθύνη για το φόνο.

Βέβαια, υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1844, η εφαρμογή του Συντάγματος από τα δικαστήρια είναι όχι μόνο σπάνια, αλλά και εξαιρετικά περιορισμένη: Τα δικαστήρια δεν φτάνουν μέχρι το σημείο να ελέγξουν την ουσιαστική συνταγματικότητα των κρατικών πράξεων (πολλώ δε μάλλον, των νόμων), δεν ελέγχουν δηλαδή εάν το περιεχόμενό τους συμφωνεί με τις διατάξεις του Συντάγματος και κυρίως μ’ αυτές που ρυθμίζουν τα ατομικά δικαιώματα. Περιορίζονται μόνο σε τυπικά ζητήματα, π.χ. εάν μια πράξη της Βουλής φέρει τα τυπικά στοιχεία του νόμου ή εάν μια πράξη του εξεγερμένου λαού μπορεί από τυπική άποψη να θεωρηθεί ως απονομή αμνηστείας. Για την καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου της ουσιαστικής συνταγματικότητας, και μάλιστα των νόμων, θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, στο ευνοϊκότερο πλαίσιο που έθεσε το Σύνταγμα του 1864. Ωστόσο, τα θεμέλια για την εξέλιξη αυτή τίθενται ήδη από την περίοδο αυτή, με την αναγνώριση εκ μέρους των δικαστηρίων της εγγυητικής υπέρ των πολιτών αποστολής τους και με την εφαρμογή της, τυπικής έστω, νομιμότητας ακόμα και σε βάρος του κράτους.

 

Αποτίμηση

 

Το Σύνταγμα είχε γίνει ανέκαθεν αντιληπτό από τους Έλληνες ως σύμβολο της εθνικής ανεξαρτησίας και παράλληλα ως εγγύηση της ατομικής και πολιτικής τους ελευθερίας. Το αίτημα για τη θέσπιση Συντάγματος δεσπόζει στους αγώνες του ελληνικού λαού. Η εγκαθίδρυση, εκ των έξω και εκ των άνω, της αυταρχικής μοναρχίας του Όθωνα το 1833 υπήρξε, για τον λόγο αυτό, ένα βαρύτατο πλήγμα στη συνταγματική συνείδηση του λαού και μια σημαντική οπισθοδρόμηση σε σχέση με το – εκπληκτικό, για την εποχή του και όχι μόνο – δημοκρατικό και φιλελεύθερο «κεκτημένο» των συνταγμάτων της Επανάστασης. Από την άποψη αυτή, η επάνοδος, με τη θέσπιση του Συντάγματος του 1844, σε καθεστώς συνταγματικό αποτελεί μια θετική εξέλιξη.

Ωστόσο, το συγκεκριμένο Σύνταγμα υπολείπεται κατά πολύ από το επίπεδο συνταγματισμού στο οποίο είχαν κατορθώσει να φτάσουν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Είναι ένα Σύνταγμα συντηρητικό, γιατί καθιερώνει τη μοναρχική αντί της δημοκρατικής αρχής. Κυρίως όμως, είναι συντηρητικό στην ιστορική θεώρησή του, αν συγκριθεί με τα προηγηθέντα Συντάγματα του Αγώνα. Από την άλλη, πρόκειται για ένα Σύνταγμα μετριοπαθές. Απ’ αυτό δεν λείπουν τα φιλελεύθερα στοιχεία (όπως ο σχετικά πλήρης κατάλογος των ατομικών ελευθεριών), καθώς επίσης και ορισμένα δημοκρατικά στοιχεία, ιδίως μάλιστα αν συνδυαστεί με τον πρωτοποριακό εκλογικό νόμο και την καθιέρωση σχεδόν καθολικού δικαιώματος ψήφου. Και σίγουρα αξίζει ιδιαίτερη αναφορά η περίφημη διάταξη του άρθρου 107, που αφιερώνει την τήρηση του Συντάγματος στον πατριωτισμό των Ελλήνων, μια διάταξη που κοσμεί όλα τα ελληνικά συντάγματα μέχρι σήμερα. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Σύνταγμα του 1844 δεν παραχωρήθηκε μονομερώς από τον μονάρχη, αλλά ψηφίστηκε από μια Εθνική Συνέλευση, που μπορεί να μην είχε κυρίαρχη εξουσία, υπήρξε ωστόσο απόρροια μιας κορυφαίας ιστορικο–πολιτειακής στιγμής, της εξέγερσης της 3ης Σεπτεμβρίου 1862.

Η κύρια και μεγάλη αδυναμία της συνταγματικής μοναρχίας δεν ήταν, ωστόσο, το Σύνταγμα του 1844 καθεαυτό, δηλαδή το συνταγματικό κείμενο, αλλά η αποτυχία εφαρμογής του στην πράξη. Όπως επισημαίνει ο Γ. Αναστασιάδης, «το Σύνταγμα του 1844 έμεινε στην ιστορία όχι βέβαια για τις θεσμικές του προβλέψεις αλλά για τις συνεχείς παραβιάσεις του». Η μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτό ανήκει βέβαια στον Όθωνα, ο οποίος ποτέ δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της «3ης Σεπτεμβρίου» και συνέχισε να «πολιτεύεται» σαν απόλυτος μονάρχης. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέπουμε και τις βαρύτατες ευθύνες της ελληνικής πολιτικής ολιγαρχίας, η οποία έβλεπε το Σύνταγμα ως ένα «εργαλείο» για την εδραίωση της εξουσίας της. Όπως αναφέρει και ο Νεοκλής Καζάζης, το Σύνταγμα του 1844 «ως επί το πλείστον έμεινε χάρτης άγραφος, μηδενός τηρήσαντος τας διατάξεις αυτού: μήτε των ολιγαρχικών οίτινες προυκάλεσαν την πολιτικήν εκείνην μεταβολήν, μήτε του Όθωνος, όστις το απεστρέφετο».

Τέλος, το Σύνταγμα του 1844 υπήρξε το πρώτο Σύνταγμα του ελληνικού κράτους το οποίο εφαρμόστηκε – όσο εφαρμόστηκε – σε συνθήκες σχετικής σταθερότητας και με μια κάποια διάρκεια. Από την άποψη αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ως ορόσημο της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας και απαρχή των μετέπειτα εξελίξεων: μέσα από την εφαρμογή του, μέσα ακόμα από τις αδυναμίες και τις παραβιάσεις του, προετοίμασε το έδαφος για το Σύνταγμα του 1864.

Συμπερασματικά, και κάπως σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι το Σύνταγμα του 1844 υπήρξε μια τομή, όχι όμως και μια ρήξη (όπως θα ανέμενε κανείς από κάθε νέο Σύνταγμα). Τομή υπήρξε, διότι έβαλε τέλος στην απολυταρχία. Στην προσπάθειά του, όμως, να συμβιβαστεί με τα κεκτημένα της μοναρχίας, απέτυχε να επιφέρει τη ρήξη. Δημιούργησε, ωστόσο, τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις για να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατική αρχή με το συνταγματικό πολίτευμα του 1864.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Η της Τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις – Πρακτικά [1844], Ανατύπωση – ευρετήρια – δημοσιεύματα τύπου, Έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, επιμ. Γ. Σωτηρέλης (1995).
  • Αλιβιζάτος, Νίκος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, τεύχος Α΄ 1821–1941 (1981).
  • Αναστασιάδης, Γιώργος, Πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελλάδας 1821–1941 (2001).
  • Αναστασιάδης, Γιώργος, ‘Η της Τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις’ Εθνική Συνέλευση (1843–1844). Η ιστορική φυσιογνωμία της και οι διαδικασίες δημιουργίας του Συντάγματος του 1844 (1992).
  • Βουλή των Ελλήνων, 30 χρόνια από το Σύνταγμα του 1975. Τα ελληνικά Συντάγματα από το Ρήγα έως σήμερα (2004).
  • Δημάκης, Ιωάννης, Η πολιτειακή μεταβολή του 1843 και το ζήτημα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων (1991).
  • Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, Το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ιστορικά κείμενα (1979)
  • Δρόσος, Γιάννης, Δοκίμιο ελληνικής συνταγματικής θεωρίας (1996).
  • Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών, Η 3η Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμά της. Αποτιμήσεις 150 χρόνια μετά (1999).
  • Κονιδάρης, Ιωάννης, «Κράτος και Εκκλησία το 1843», σε: Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών, Η 3η Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμά της. Αποτιμήσεις 150 χρόνια μετά (1999), σ. 90–98.
  • Μάνεσης, Αριστόβουλος, «Το Βελγικό Σύνταγμα του 1831 και τα Ελληνικά Συντάγματα του 1844 και 1864», σε: Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών, 150 χρόνια ελληνικού κοινοβουλευτικού βίου 1844–1994 (2000).
  • Μανιτάκης, Αντώνης, Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος-Έθνος στη σκιά των ταυτοτήτων (2000).
  • Μπιλής, Δημήτρης, «Ο εκλογικός νόμος του 1844: Θεσμική χειραφέτηση και πολιτικές υστεροβουλίες», σε: Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών, Η 3η Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμά της. Αποτιμήσεις 150 χρόνια μετά (1999), σ. 137-150.
  • Παππαδούκας, Νικόλαος, Ιππόδαμος. Αρχαί Συνταγματικού δικαίου ή το Ελληνικόν Σύνταγμα σχολιασμένον (1848).
  • Πετρίδης, Παύλος, Σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, τ. Α΄ 1821–1862 (1994), τ. Β΄ 1862–1917 (1997).
  • Σαρίπολος, Νικόλαος Ι., Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου (1851).
  • Σβώλος, Αλέξανδρος, «Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος» [1934], σε: Τα ελληνικά Συντάγματα 1822–1975/1986, επιμ. Λ. Αξελός – πρόλογος Ευ. Βενιζέλος (1998), σ. 55–104.
  • Φ. Σπυρόπουλος, Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος (1987).
  • Τασόπουλος, Γιάννης, «Οι ατομικές ελευθερίες στο Σύνταγμα του 1844: Πολιτική τομή ή νομική εγγύηση;», σε: Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών, Η 3η Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμά της. Αποτιμήσεις 150 χρόνια μετά (1999), σ. 99–110.
  • Τάχος, Αναστάσιος, Σκιαγραφία του πρώτου Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας (1835–1844) (1971).
  • Τρωϊάνος, Σπύρος / Δημακοπούλου Χαρίκλεια, Εκκλησία και Πολιτεία. Οι σχέσεις τους κατά τον 19ο αιώνα (1999).
  • Τσαπόγας, Μιχάλης, «Η Συνταγματική Μοναρχία: Περιεχόμενο και εφαρμογή του Συντάγματος του 1844», σε: Βουλή των Ελλήνων, 30 χρόνια από το Σύνταγμα του 1975. Τα ελληνικά Συντάγματα από το Ρήγα έως σήμερα (2004), σ. 55-58.
  • Φλογαΐτης, Θεόδωρος, Εγχειρίδιον Συνταγματικού Δικαίου, 2η έκδ. (1895).

 

Ακρίτας Καϊδατζής

Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ (εκλογή: Ιούλιος 2015). Διδάσκει Συνταγματικό Δίκαιο, Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία, Συνταγματικές Ελευθερίες. Ερευνητικά ενδιαφέροντα: Δικαστικός έλεγχος του νόμου, Ιστορία του συνταγματικού δικαίου, Σύνταγμα και πολιτική, Πολιτικός συνταγματισμός.

 

 *  Έχει δημοσιευθεί στο συλλογικό έργο: Ιστορία των Ελλήνων, τόμ. 12, Νεώτερος Ελληνισμός 1827- 1862 (επιμ. Γ.Αναστασιάδη), Εκδ. Δομή, 2η έκδ., σελ. 318-369. 

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Read Full Post »

Πολιτική και Διακυβέρνηση την εποχή της αβεβαιότητας. Πέντε συν μία προτεραιότητες  για την ανανέωση του  «Πολιτεύεσθαι» – Θεόδωρος Ν. Τσέκος.


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Εκτενές σημείωμα του κυρίου Θεόδωρου Ν. Τσέκου με θέμα: Πολιτική και Διακυβέρνηση την εποχή της αβεβαιότητας. Πέντε συν μία προτεραιότητες  για την ανανέωση του  «Πολιτεύεσθαι», φιλοξενείται σήμερα  στο «Ελεύθερο Βήμα»,  φιλοδοξώντας διαβάζοντάς  το να μας κάνει να σταματήσουμε  να αναπαράγουμε το κακό παρελθόν μας, εις βάρος του μέλλοντός μας.

 

Οι σημερινές κοινωνίες διανύουν μια περίοδο ριζικών αλλαγών. Οι συνδυασμένες τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών μεταβάλουν δραματικά τον τρόπο που παράγουμε, καταναλώνουμε, μαθαίνουμε, ψυχαγωγούμαστε. Οι ήπιες μορφές ενέργειας μπορούν, εξελισσόμενες, να αποδεσμεύσουν τον πλανήτη από τις ενεργειακές του ανάγκες. Οι εμμένουσες χαώδεις διαφορές βιοτικού επιπέδου μεταξύ κρατών και γεωγραφικών περιφερειών, ανάμεσα στ’ άλλα,  υποκινούν εκτεταμένες μεταναστεύσεις. Η κλιματική αλλαγή γεννά νέους κινδύνους. Νέες γεωπολιτικές εντάσεις αναδύονται. Νέες μορφές κοινωνικής δυσαρέσκειας αναδεικνύονται και νέες μορφές πολιτικής έκφρασής τους διαμορφώνονται.

Όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τον τρόπο διακυβέρνησης και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Όχι μόνο το περιεχόμενό τους αλλά και τις διαδικασίες άσκησής τους. Όχι μόνο την πολιτική και τις (δημόσιες) πολιτικές αλλά και το «πολιτεύεσθαι». Για να διαμορφώσουμε όμως τρόπους άσκησης πολιτικής κατάλληλους για την νέα εποχή, για να ανανεώσουμε το «πολιτεύεσθαι», χρειάζεται πρώτα απ’ όλα  να σκεφθούμε κριτικά τις μέχρι τώρα πολιτικές μας «συνήθειες», τις κυρίαρχες πρακτικές πολιτικής και διακυβέρνησης του παρελθόντος. Ακολουθούν μερικές σκέψεις επ’ αυτών.

  1. Να ξανασκεφθούμε τα βασικά

Η Ευρώπη, η Ελλάδα, τα ευρωπαϊκά αλλά και τα ελληνικά κόμματα – φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά – στέκονται αμήχανα μπροστά σε κρίσιμα σταυροδρόμια.  Οι τεχνολογικές, παραγωγικές και οικονομικές εξελίξεις και οι κοινωνικές τους επιπτώσεις είναι πρωτόγνωρες. Το μέλλον ασφαλώς, όπως μας διαβεβαιώνει ο Ισοκράτης, ήταν ανέκαθεν «αόρατον». Ωστόσο η επιστήμη και ο ορθός λόγος επιχείρησαν, στην νεωτερικότητα ιδίως,  να το καταστήσουν στατιστικά  προγνώσιμο.

Τελευταία όμως το μέλλον καθίσταται αντιθέτως ολοένα και πιο ασαφές. Η ικανότητα πρόβλεψης των ατόμων, των οργανωμένων ομάδων αλλά και των ίδιων των θεσμών, μειώνεται. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής μας, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, είναι η Ρευστότητα, η Αβεβαιότητα, η Πολυπλοκότητα και η Αμφισημία ( a VUCA World- Volatility, Uncertainty, Complexity, Ambiguity). Και το μόνο σταθερό, είναι η Αστάθεια. Ανατρέπονται και διαψεύδονται κατά συνέπεια και τα σταθερότυπα πρόσληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας τα οποία χρησιμοποιούσαμε μέχρι τώρα ως οικονομικά και ως πολιτικά υποκείμενα.

Μια τέτοια κατάσταση ανατροπής των μέχρι τώρα βεβαιοτήτων μας, προσφέρεται για αναστοχασμό και επαναξιολόγηση των βασικών μας – ρητών ή άρρητων – παραδοχών. Αρχής γενομένης από το πώς αντιλαμβανόμαστε και το πως ασκούμε την πολιτική.

  1. Πολιτική ή Πολιτικαντισμός

Η κριτική παρατήρηση της δημόσιας σφαίρας – στην χώρα μας, αλλά όχι μόνο – εύκολα διαπιστώνει δύο τρόπους άσκησης πολιτικής. Κατ’ όνομα συμπληρωματικούς αλλά στην ουσία αντιθετικούς.

Ο πρώτος είναι η πολιτική των ιδεών και των προγραμμάτων. Ζητούμενο σ’  αυτόν τον τύπο πολιτικής είναι ο συλλογικός προσδιορισμός και η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Κύρια πολιτικά εργαλεία της είναι ο οραματικός και προγραμματικός λόγος και η συμμετοχική επεξεργασία δημοσίων πολιτικών. Το πολιτικό παιχνίδι στην περίπτωση αυτή είναι παιχνίδι αμοιβαίου οφέλους  (win-win game). Δεν ανταγωνίζονται αντίπαλες ομάδες αλλά αντιπαρατίθενται ιδέες και προγράμματα. Η αντιπαράθεση γίνεται με τεκμηρίωση, επιχειρήματα και κριτήριο την συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων υπό το φώς της πραγματικότητας. Στις πλείστες των περιπτώσεων δεν καταγράφονται απόλυτες αλήθειες και απόλυτες πλάνες. Και οι ασκούμενες πολιτικές προκύπτουν ως συνθέσεις απόψεων και προτεραιοτήτων. Αναμενόμενο, άλλωστε, αφού οι κοινωνίες συναπαρτίζονται από διαφορετικές υπο-ομάδες συμφερόντων, με διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικές αξίες που πρέπει να όμως συνυπάρξουν.

Ο δεύτερος τρόπος είναι η πολιτική των θώκων και των προσώπων. Αυτός ασκείται από επαγγελματίες ή φερέλπιδες επαγγελματίες της πολιτικής. Το ζητούμενο είναι η πολιτική σταδιοδρομία.  Η διαχείριση του δημοσίου συμφέροντος δεν είναι ο σκοπός αλλά η αρένα μέσα στην οποία διαδραματίζεται το πολιτικό παιχνίδι. Κύριο μέσο είναι η δημιουργία εντυπώσεων και βασικό εργαλείο η πολιτική επικοινωνία. Δεν έχει σημασία το τι πραγματικά συμβαίνει αλλά το ποια εικόνα θα προβάλλουμε στα μέσα και το τι θα πείσουμε το εκλογικό σώμα ότι συμβαίνει.

Οι φορείς διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων και προτάσεων είναι εχθροί (δικοί μας και του έθνους).  Εμείς είμαστε οι διαχειριστές της απόλυτης αλήθειας και οι «άλλοι» κήρυκες του απολύτου σφάλματος. Εμείς είμαστε οι σωτήρες και οι «άλλοι» οι ολετήρες. Διότι το διακύβευμα δεν είναι η άσκηση αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών αλλά η κατάληψη της εξουσίας. Και αυτή περνά μέσα από την πολιτική απαξίωση και την εκλογική συντριβή του «εχθρού».  Εκλαμβάνεται ως αυτονόητο και δεδομένο ότι αρκεί να καταλάβουμε εμείς την εξουσία και όλα θα πάνε καλά.

Η πολιτική κινητοποίηση γίνεται με «οπαδική» λογική. Και επιτυγχάνεται με την καθημερινή και εφ’ όλης της ύλης καταγγελία του «εχθρού». Τίποτα από ότι λέει και ότι κάνει ο πολιτικός αντίπαλος δεν είναι σωστό. Ακόμα και όταν ταυτίζεται με τις δικές μας απόψεις. Ακόμα και αν περιλαμβάνεται στο δικό μας πρόγραμμα. Όταν το υποστηρίζει ή το εφαρμόζει ο «εχθρός» είναι λάθος. Διότι αυξάνει τις πιθανότητες να καταλάβει ή να παραμείνει στην εξουσία. Σωστό γίνεται όταν το πρεσβεύουμε και το εφαρμόζουμε ασκώντας την εξουσία εμείς.

Αυτή η λογική του διαχωρισμού σε εχθρούς και φίλους και η στρατηγική του «πάρτα όλα» δεν χαρακτηρίζει μόνο τις διακομματικές αλλά και τις ενδοκομματικές σχέσεις και διεργασίες υποβαθμίζοντας έτσι δραματικά την εσωκομματική δημοκρατία.

Θα ρωτήσουν κάποιοι, «μα μπορεί να ασκηθεί πολιτική χωρίς πρόσωπα;». Σωστά. Δεν μπορεί. Η πολιτική (όπως και κάθε κοινωνική δραστηριότητα) ασκείται μέσω προσώπων. Έχει όμως τεράστια σημασία που βρίσκεται το κέντρο βάρους. Αν τα πρόσωπα κινητοποιούνται από «φιλοδοξίες πολιτικής», φιλοδοξούν δηλαδή πρωτίστως να συμβάλουν στην άσκηση αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ή «πολιτικές φιλοδοξίες» επιδιώκοντας κυρίως την ατομική προβολή, την εκλογική επιτυχία, την κατάληψη θώκων εξουσίας και την επαγγελματική πολιτική σταδιοδρομία.

Στην δεύτερη περίπτωση οι ιδέες, οι πολιτικές και τα προγράμματα καταλήγουν να είναι προσχηματικά και απλά υπο-προϊόντα της επικοινωνιακής στρατηγικής.  Έχουν εκλογική και μόνο σημασία και μεταβάλλονται με βάση την συγκυρία και την βελτιστοποίηση της άγρας ψήφων.   Εξηγείται έτσι  όχι μόνο η μεταπήδηση προσώπων αλλά και η μετακίνηση φορέων σε διαφορετικά ιδεολογικά πεδία.  Ισχύει εδώ η ρήση του Γκρούτσο Μαρξ: «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αλλά αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες».

Από τους δύο αυτούς τρόπους τον πρώτο τον αποκαλούμε «Πολιτική» και τον δεύτερο «Πολιτικαντισμό». Ως προς τον δεύτερο τρόπο, Γάλλοι μιλάνε για «politique politicienne»  και οι  Άγγλοι για «game of politics» ή  «party politics»,  εννοώντας περίπου το ίδιο.

Δεν χρειάζεται νομίζω περαιτέρω ανάλυση – τα βιώματά μας αρκούν- για να καταλήξουμε σε δύο βασικά συμπεράσματα:

  • Ο πρώτος τρόπος άσκησης πολιτικής είναι κοινωνικά επωφελής και ο δεύτερος επιβλαβής.
  • Στην χώρα μας ιστορικά κυρίαρχη – με εξαίρεση ορισμένες βραχείες περιόδου – είναι η «πολιτικάντικη» πολιτική.

Η μετάβαση από τον πολιτικαντισμό στην πολιτική, ή,  για να είμαστε ρεαλιστές, η  σταδιακή ενίσχυση της πολιτικής και η αποδυνάμωση του πολιτικαντισμού,  είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι δυνάμεις που πρεσβεύουν την μεταρρύθμιση και την ανανέωση θα πρέπει να εργαστούν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αρχίζοντας πρώτα από τον εαυτό τους.

  • Εστιάζοντας σε μακροπρόθεσμες πολιτικές και προγραμματικές επεξεργασίες και όχι σε βραχυπρόθεσμες εκλογικές τακτικές.
  • Εισάγοντας  στιβαρούς θεσμούς και διαδικασίες εσωκομματικής δημοκρατίας και συμμετοχής όχι μόνο επί χάρτου,  δηλαδή στο καταστατικό, αλλά στην πραγματική λειτουργία του κόμματος.
  • Βασίζοντας τις πολιτικές τους συμμαχίες σε προγραμματικές συγκλίσεις και όχι σε παράθυρα εκλογικής και κυβερνητικής ευκαιρίας.
  • Ασκώντας προγραμματική και όχι «δομική» (δηλαδή «οπαδική», χωρίς αρχές και με  βάση το εφήμερο δημοσκοπικό όφελος) αντιπολίτευση.
  • Κατανοώντας τον διαπαιδαγωγητικό  ρόλο που καλείται, δια του παραδείγματός της, να παίξει προς την ελληνική κοινωνία, ακόμα και αν αυτό δεν προσπορίσει βραχυπρόθεσμα δημοσκοπικά και εκλογικά οφέλη.
  1. Η Μόνη μας Κληρονομιά: η Δημοκρατία

Μετά από χιλιάδες χρόνια πολιτικού βίου των ανθρωπίνων κοινωνιών, μετά από εκατοντάδες χρόνια από την είσοδο στην νεωτερικότητα (που σηματοδοτείται από τον Διαφωτισμό και την Βιομηχανική Επανάσταση) και λίγες δεκαετίες μετά από την (διαμφισβητούμενη) είσοδό μας στην μετα-νεωτερικότητα (του ατομισμού, του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της ψηφιακής επανάστασης) η ιδεολογική και αξιακή πολλαπλότητα εξελίσσεται καλειδοσκοπικά. Πανσπερμία ιδεών και προτάσεων πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ποικιλία αφηγημάτων (και ραβδογραμμάτων – δηλαδή αντιφατικών ποσοτικών δεδομένων) για το πως λειτουργεί η οικονομία και τι την κατευθύνει. Ένταξη σε πολλά και διαφορετικά κοινωνικά δίκτυα που διαμορφώνουν ιδιαίτερους τρόπους ζωής (lifestyles). Ανασφάλεια μπροστά στην διαπερατότητα του εθνικά και τοπικά «οικείου» και κρίσεις ταυτότητας από την έκθεση στο «ξένο» της παγκοσμιοποίησης. Αναζήτηση της σιγουριάς στον πατερναλισμό των μονοδιάστατων αφηγήσεων και των ισχυρών ηγετών.

Μέσα σ’ αυτή την ενοχλητική,  συχνά αφόρητη για τον μέσο πολίτη, πολυσημία και αταξία της ζωής μας υπάρχει ένα και μόνο σταθερό και αδιαμφισβήτητο πεδίο. Η λειτουργία της Δημοκρατίας. Αυτή αποτελεί την μόνη μας κληρονομιά από τις πολιτικές κοινωνίες του παρελθόντος. Αυτήν οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού στις δύσκολες εποχές που διασχίζουμε.


3.1. Δημοκρατικός πολιτικός πολιτισμός: τα δικαιώματα  της μειοψηφίας και η νομιμοποίηση του αντιπάλου

 

Όπως όμως μας διδάσκουν πρόσφατες εξελίξεις που οδήγησαν στην  – δημοκρατική – ανάδειξη στην εξουσία ηγετών όπως ο Πούτιν, ο Τράμπ, ο Ερντογάν, ο Όρμπαν, οι Κατσίνσκι και στην ισχυρή εκλογική παρουσία της Μαρί Λεπέν, της Λέγκας του Βορρά  ή των αυστριακών και ολλανδών ακροδεξιών, η δημοκρατία κινδυνεύει από την ίδια την λειτουργία της και υπάρχουν πιθανότητες να καταρρεύσει από τα μέσα. Αυτό μπορεί να συμβεί εάν λησμονηθεί πως η ουσία της δημοκρατίας δεν έγκειται μόνον στην εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας αλλά κυρίως στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Εκεί ακριβώς κρίνεται η ποιότητά της.

Επειδή ακριβώς δημοκρατία σημαίνει πολυφωνία, προϋπόθεση άσκησής της είναι η αμοιβαία αποδοχή, εντός του πλαισίου της,  των άλλων φωνών. Η αμοιβαία αναγνώριση του δικαιώματος όλων, πλειοψηφούντων ή μειοψηφούντων,  να υποστηρίζουν και να πράττουν κάτι διαφορετικό. Η νομιμοποίηση της παρουσίας  τους στην πολιτική αρένα ως  ισότιμων μετόχων και ως νόμιμων δυνητικών διαχειριστών της εξουσίας. Η αντιμετώπισή τους ως αντιπάλων και όχι ως εχθρών. Η ανταγωνιστική συνύπαρξη και όχι η αμοιβαία καταστροφή.  Αυτά ακριβώς συγκροτούν ένα πολιτικό σύστημα ως σύστημα δημοκρατικών πολιτικών αξιών. Διαμορφώνουν τον, απολύτως απαραίτητο, δημοκρατικό πολιτικό πολιτισμό.

Σε πρόσφατο βιβλίο τους (How Democracies Die, Εκδ. Crown, 2018 ) οι καθηγητές της Πολιτικής Επιστήμης στο  Χάρβαρντ Steven Levitsky και  Daniel Ziblatt υποστηρίζουν ότι οι δημοκρατίες λειτουργούν καλύτερα, και γι’ αυτό επιβιώνουν περισσότερο, εκεί όπου πέραν των συνταγματικών εγγυήσεων εμπεδώνονται κατά την άσκηση της πολιτικής δύο βασικοί κανόνες:

  • η αμοιβαία ανοχή, δηλαδή η αποδοχή του πολιτικού ανταγωνιστή ως νομίμου αντιπάλου και διεκδικητή της εξουσίας, και
  • η αυτοσυγκράτηση δηλαδή η ιδέα ότι οι ασκούντες την διακυβέρνηση οφείλουν να αυτοπεριορίζονται κατά την άσκηση των θεσμικών τους προνομίων ασκώντας τα με μέτρο και χωρίς να τα χρησιμοποιούν ως εργαλείο εκλογικής επικράτησης.

Η διάβρωση των δημοκρατιών, υποστηρίζουν οι συγγραφείς,  αρχίζει όταν τα κόμματα συλλογικά και τα μέλη τους ατομικά αμφισβητούν τη νομιμότητα των αντιπάλων τους, δηλαδή το δικαίωμά τους  να μετέχουν στην πολιτική κονίστρα και να διεκδικούν την εξουσία. Όταν δηλαδή εγκαταλείπουν την ανεκτικότητα και υιοθετούν την στρατηγική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Άρα καταλήγουν να διεκδικούν την εξουσία  με οποιοδήποτε τρόπο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η  αποδυνάμωση των δημοκρατικών κανόνων επέρχεται όταν οι πολιτικές διαφορές μετατρέπονται σε υπαρξιακή σύγκρουση που τροφοδοτεί μια γενικευμένη πόλωση. Και αυτή η ακραία πόλωση, η διάβρωση δηλαδή του δημοκρατικού πολιτικού πολιτισμού,  μπορεί να σκοτώσει τις δημοκρατίες.


3.2. Αντιπροσωπευτική ή εξουσιοδοτική δημοκρατία;

 

Μια δεύτερη διάσταση των σύγχρονων δημοκρατιών που χρήζει αναστοχασμού είναι ο αντιπροσωπευτικός τους χαρακτήρας.

Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφικτή παρά μόνο σε περιορισμένα πληθυσμιακά και χωρικά μεγέθη. Η ελληνική πόλις υπήρξε η κοιτίδα της δημοκρατίας στο βαθμό που ήταν τεχνικά εφικτό οι πολίτες (κατ’ ακρίβεια οι ελεύθεροι άρρενες πολίτες) να συνέρχονται τακτικά σε συγκεκριμένο χώρο, την εκκλησία του δήμου, το βουλευτήριο,  να διαλέγονται, να διαβουλεύονται, να αποφασίζουν  και να δικάζουν γνωρίζοντας την ουσία των δημοσίων προβλημάτων και κατανοώντας τα βασικά τους διακυβεύματα.

Η «αμεσο-δημοκρατική» αυτή πρακτική διευκόλυνε εξ άλλου τον δημόσιο έλεγχο όσων αναλάμβαναν «αξιώματα». Στην ουσία τους τα δημόσια αξιώματα (ανατιθέμενα ενίοτε όχι με ψηφοφορία αλλά με κλήρωση) δεν αποτελούσαν εκχώρηση εξουσίας αλλά δεσμευτική εντολή εκπροσώπησης της κοινότητας σε λειτουργίες που δεν μπορούσαν να ασκηθούν συλλογικά. Ο αξιωματούχος (άρχων, στρατηγός) ήταν ο εντολοδόχος ενώ η κοινότητα, δηλαδή ο εντέλλων, είχε τεχνικά την δυνατότητα να ενημερώνεται συλλογικά επί των πεπραγμένων του και να τα αξιολογεί στις λεπτομέρειές τους. Η άμεση λογοδοσία διατηρούσε την σχέση μεταξύ κοινότητας – αξιωματούχου ως σχέση εντέλλοντος – εντελλομένου και δεν επέτρεπε την  μετατροπή της «αντιπροσώπευσης» σε «εξουσιοδότηση» δηλαδή σε εν λευκώ ανάθεση του δικαιώματος του αποφασίζειν και ενεργείν,  τύποις μεν εν ονόματι της κοινότητας αλλά στην πράξη ερήμην αυτής.

Η εκτατική και πληθυσμιακή διεύρυνση των δημοκρατικών πολιτειών, με την δημιουργία των εθνικών κρατών (και τώρα ακόμη περισσότερο, με το ευρωπαϊκό πείραμα), αναίρεσε την υλική – τεχνική βάση της άμεσης δημοκρατίας και κατέστησε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία μονόδρομο.  Ταυτόχρονα, η προϊούσα πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών και οικονομιών κατέστησε τα διακυβεύματα υπερβολικά τεχνικά και δυσνόητα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών μεταβολών μετέτρεψε την αντιπροσώπευση σε εξουσιοδότηση.

Τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, βάσει των οποίων το εκλογικό σώμα, θεωρητικά τουλάχιστον,  επιλέγει τους εκπροσώπους του και ταυτόχρονα τους κυβερνώντες,  είναι γενικευτικά και εν πολλοίς αόριστα. Αφήνουν συνεπώς πολύ μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στους αιρετούς. Στην πράξη οι αιρετοί ούτε λαμβάνουν δεσμευτική εντολή ούτε ελέγχονται από τον εντολέα τους (δηλαδή το εκλογικό σώμα) με βάση συγκεκριμένους – δηλαδή αναλυτικούς, χρονο-προγραμματισμένους και κοστολογημένους- στόχους.

Η δημοκρατία μετατρέπεται έτσι από «αντι – προσωπευτική» δηλαδή βασιζόμενη σε εντολή διαχείρισης της εξουσίας δεσμευτική επί του περιεχομένου των ενεργειών των εκπροσώπων, σε «εξουσιο-δοτική», δηλαδή σε εν λευκώ  εκχώρηση της εξουσίας και άσκησή της με πολύ μεγάλους, ενίοτε απεριόριστους, βαθμούς ελευθερίας. Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω με την άμεση διασύνδεση μεταξύ της νομοθετικής (και ελεγκτικής) και της εκτελεστικής  εξουσίας, όπου με βάση την (αναγκαία) αρχή της δεδηλωμένης το πλειοψηφούν στην βουλή κόμμα ασκεί την κυβέρνηση. Έτσι η εκτελεστική εξουσία ταυτίζεται με την πλειοψηφία της νομοθετικής εξουσίας και ο ελεγκτικός ρόλος της τελευταίας υποβαθμίζεται δραστικά.

Οι Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος και Λεωνίδας Χριστόπουλος  σημειώνουν στην μελέτη τους για την πολυνομία και κακονομία στην Ελλάδα (Εκδόσεις διαΝΕΟσις, 2017)  σχετικά με την «ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας  εις βάρος της νομοθετικής εξουσίας στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες»: Μέσω μονοκομματικών κυβερνήσεων ή συνεκτικών κυβερνήσεων συνασπισμού που ελέγχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η Βουλή, η οποία είναι ο συγκριτικά ανίσχυρος πόλος στο δίπολο Βουλή-Κυβέρνηση, καθίσταται ο εύπλαστος νομοθετικός βραχίονας της κυβέρνησης. Δεν ελέγχει τόσο την κυβέρνηση, όσο τη διευκολύνει να νομοθετεί. Η σχετική αδυναμία της Βουλής έναντι της κυβέρνησης είναι φαινόμενο που ανάγεται σε γενικότερες τάσεις του 20ού και 21ου αιώνα. Τέτοιες τάσεις, μεταξύ άλλων, είναι η ανάγκη ταχείας προσαρμογής των εθνικών κυβερνήσεων, με τη θέσπιση νέων ρυθμίσεων, στο δυναμικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ανοικτών οικονομιών, ο εξειδικευμένος και τεχνικός χαρακτήρας των προβλημάτων προς ρύθμιση, προς τον οποίο δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί ένα σώμα αντιπροσώπων χωρίς ειδικές γνώσεις το οποίο διαβουλεύεται, Γι’ αυτούς και άλλους λόγους, το ελληνικό και άλλα κοινοβούλια έχουν αποκτήσει εν μέρει ένα ρόλο περισσότερο διεκπεραιωτικό, παρά ουσιαστικό ως προς την παραγωγή ρυθμίσεων.

Γίνεται αντιληπτό ότι η μετάπτωση από την αντιπροσωπευτική στην εξουσιοδοτική εκδοχή της δημοκρατίας επηρεάζει την ουσία της άσκησής της και, μεταξύ άλλων, την βασική δικλείδα ασφαλείας λειτουργίας της που είναι η διάκριση των εξουσιών.

  1. Η αποφυγή του πειρασμού της πολυσυλλεκτικότητας: Προγραμματική σαφήνεια

Εκ των κεντρικών στοιχείων του δημοκρατικού πολιτισμού είναι ασφαλώς η διεκδίκηση άσκησης της εξουσίας και η, για τον σκοπό αυτόν, προσέλκυση της πλειοψηφίας των εκλογέων. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στις δημοκρατίες η άσκηση της εξουσίας δεν συνιστά αυτοσκοπό. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται παρά ως μέσο για την εφαρμογή εγκεκριμένων από την πλειοψηφία δημοσίων πολιτικών, με στόχο την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Είναι λοιπόν προϋπόθεση της δημοκρατίας η σαφής, και κατά το δυνατόν αναλυτική, χρονο-προγραμματισμένη και κοστολογημένη, διατύπωση του περιεχομένου των προτεινόμενων δημοσίων πολιτικών.

Κάθε σύγχρονο πολιτικό κόμμα χρειάζεται συνεπώς να αντισταθεί στον πειρασμό της πολυσυλλεκτικότητας νοούμενης ως προσπάθειας να προσελκυσθούν ψηφοφόροι πανταχόθεν, με αόριστες υποσχέσεις των πάντων στους πάντες. Μια πολιτική παράταξη που φιλοδοξεί να αποτελέσει δύναμη μεταρρύθμισης πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια το πρόγραμμά της. Να εξηγήσει ποιες ρήξεις και ποιες ανατροπές θα επιδιωχθούν, ποιοί θα επωφεληθούν από αυτές και ποιοί θα κληθούν πληρώσουν το κόστος. Διότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν κόστος οικονομικό αλλά και κοινωνικό, υπό την έννοια της ανατροπής κεκτημένων. Και ιδίως για ομάδες τα «κεκτημένα» των οποίων υποσκάπτουν το δημόσιο συμφέρον.

Κάθε δημοκρατική πολιτική παράταξη,  οφείλει να επιδιώκει την κατάκτηση της εξουσίας  πείθοντας την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ότι το συγκεκριμένο, κοστολογημένο και χρονο-προγραμματισμένο πολιτικό σχέδιό της  υπηρετεί καλύτερα τα ευρύτερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Δεν έχει νόημα να αναρριχάται στην εξουσία έχοντας μεν πείσει τους πάντες, αλλά τον καθέναν για κάτι διαφορετικό και αντιφατικό προς τις άλλες της υποσχέσεις. Δεν έχει νόημα να λέει στον καθένα αυτό που θέλει να ακούσει. Και ασφαλώς δεν έχει νόημα να προσπαθήσει να παραμείνει στην εξουσία με πελατειακές εξυπηρετήσεις. Το «δεν έχει νόημα» αναφέρεται βέβαια στο δημόσιο συμφέρον και στην χώρα συνολικά. Διότι η πολυσυλλεκτικότητα έχει βεβαίως νόημα για όσους αναμειγνύονται στην πολιτική με αποκλειστικό ζητούμενο την νομή της εξουσίας. Για όσους η εξουσία συνιστά αυτοσκοπό και η παραγωγή δημοσίων πολιτικών αναγκαίο μπελά, υποπροϊόν και πάρεργο της επικοινωνιακής και εκλογικής διαχείρισής της. Για όσους ζουν μέσα στην  – και από την- «πολιτικάντικη πολιτική».

  1. Πολιτικό μάρκετινγκ ή τεκμηριωμένες δημόσιες πολιτικές;

Αντικείμενο της πολιτικής διαδικασίας στις σύγχρονες δημοκρατίες πρέπει να είναι η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η μεγιστοποίηση του κοινού οφέλους μέσα από την επίλυση συλλογικών προβλημάτων και την αξιοποίηση συλλογικών ευκαιριών. Κατ’ αυτή την έννοια εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των ασκούμενων δημοσίων πολιτικών. Η πολιτική κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Ορθή πολιτική είναι το σύνολο των επιτυχημένων τομεακών δημοσίων πολιτικών ενώ λανθασμένη πολιτική είναι το άθροισμα των αποτυχημένων τομεακών πολιτικών.

Το πολιτικό παιχνίδι όμως δεν παίζεται, δυστυχώς, με αυτούς τους όρους. Η πολιτική επικοινωνία, το πολιτικό μάρκετινγκ, χρησιμοποιείται για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά οφέλη στο εκλογικό πεδίο ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων  στο πεδίο των εφαρμοσμένων τομεακών πολιτικών. Η πολιτική μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι με τους φόβους και τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος, σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων χωρίς μεγάλη επαφή με την πραγματικότητα των δημοσίων πολιτικών και των αποτελεσμάτων τους. Το πολιτικό μάρκετινγκ συγκρούεται ασφαλώς με την πραγματικότητα, όπως ακριβώς το μάρκετινγκ των αγαθών και υπηρεσιών. Και πολύ συχνά (μεσο-βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον) κερδίζει το μάρκετινγκ και όχι η πραγματικότητα. Η πολιτική ασκείται με στερεότυπα και συναισθήματα και όχι με τεκμηριωμένες προτάσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε επιτυχημένους πολιτικούς αλλά αποτυχημένες πολιτικές.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα τόσο το εγχείρημα όσο και τα ευρήματα της «Vote for Policies», μιάς βρετανικής διαδικτυακής πλατφόρμας πού ίδρυσε το 2010 ο Matt Chocqueel-Mangan και η οποία έκτοτε και  προ των εκάστοτε εκλογών διερευνά τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, όχι ως προς τα κόμματα αλλά ως προς τις προτεινόμενες από τα κόμματα δημόσιες πολιτικές. (Ένα ελληνικό ανάλογο είναι το Help Me Vote http://www.helpmevote.gr/, που ανέπτυξαν οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ιωάννης Ανδρεάδης και Θεόδωρος Χατζηπαντελής).

Στο Vote for Policies οι προτεινόμενες πολιτικές αντιγράφονται κατά λέξη από τα προγράμματα των κομμάτων  αλλά ταξινομούνται σε θεματικά πεδία (14 συνολικά: υγεία, εκπαίδευση, απασχόληση, φορολογία, ασφάλεια, συνταξιοδοτικό κλπ.) χωρίς να αναφέρεται η κομματική προέλευση κάθε πρότασης και κάθε θέσης. Οι ενδιαφερόμενοι δυνητικοί ψηφοφόροι καλούνται δηλαδή να επιλέξουν από κάθε θεματικό πεδίο τις προτάσεις χωρίς να γνωρίζουν από ποιο κόμμα προέρχονται. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων με βάση τις δημόσιες πολιτικές ήταν ριζικά διαφορετικές από εκείνες που εκφράσθηκαν στις κάλπες .

Ενδεικτικά παρουσιάζονται στο πίνακα που ακολουθεί τα αποτελέσματα για τις Βρετανικές εκλογές του 2017. Στην πρώτη στήλη παρατίθενται τα αποτελέσματα του Vote for Policies (390.400 συμμετέχοντες) και στην δεύτερη τα αποτελέσματα της κάλπης ενώ στις δύο επόμενες οι τομεακές δημόσιες πολιτικές όπου οι προτάσεις του  κάθε κόμματος προηγούνται (1η και 2η επιλογή).

 

Πίνακας

 

(*)Σε σύνολο 390.400 συμμετεχόντων στην έρευνα – Αναφέρονται εδώ μόνο τα βασικά κόμματα εθνικής εμβέλειας .  https://voteforpolicies.org.uk/survey/results/ke8YaXMTPdyncVuJu#/total-results)

(**) Πηγή: https://www.bbc.co.uk/news/election/2017/results

 

Από τον πίνακα προκύπτει ότι:

  • Οι μεν νικητές των εκλογών Συντηρητικοί (42,4%) έρχονται τελευταίοι από τα πέντε βασικά κόμματα ως προς τις προτιμήσεις στις προτάσεις πολιτικής τους αφού συγκέντρωσαν – επι 390.400 απαντήσεων – μόλις 16,5% των προτιμήσεων, ενώ καμία από τις τομεακές τους προτάσεις δεν πλειοψήφησε ως πρώτη προτεραιότητα και μόλις τρεις πλειοψήφησαν ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Αντίθετα οι Εργατικοί, δεύτεροι στις εκλογές με 40%, αναδεικνύονται πρώτοι σε προτιμήσεις προτάσεων πολιτικής με 24,1%, με τρεις από τις προτάσεις πολιτικής τους πλειοψηφικές ως πρώτη προτεραιότητα και επτά ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Οι Πράσινοι (Οικολόγοι) που στις εκλογές απέσπασαν μόλις 1,6% έρχονται δεύτεροι στις προτιμήσεις προτάσεων πολιτικής με 19,6% και πέντε από τις προτάσεις τους πλειοψηφικές ως πρώτη προτεραιότητα.
  • Ακολουθούν οι Φιλελεύθεροι που, ενώ στις εκλογές έλαβαν 7,4% των ψήφων, απέσπασαν το 19,3% των προτιμήσεων στις προτάσεις πολιτικής τους με τρείς εξ αυτών ως πρώτη προτεραιότητα και μία ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Τέλος, το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα UKIP, με 1,8% στις εκλογικές κάλπες, απέσπασε 19% στις προτάσεις πολιτικής του με τέσσερεις ως πρώτη προτεραιότητα και δύο ως δεύτερη προτεραιότητα των 390.400 πολιτών που συμμετείχαν στην έρευνα του Vote for Policies.

Με  βάση τα παραπάνω ευρήματα (με όλες τις μεθοδολογικές επιφυλάξεις που θα μπορούσε να έχει κανείς για την έρευνα του Vote for Policies,  το γεγονός ότι συμμετείχαν σε αυτήν περίπου 400.000 άτομα παρέχει εχέγγυα αντιπροσωπευτικότητας) νομιμοποιούμαστε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το γεγονός πως η πλειοψηφία των πολιτών ψηφίζει ένα κόμμα με τις πολιτικές προτάσεις του οποίου δεν συμφωνεί, σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι γίνονται θύματα συστηματικής επικοινωνιακής εξαπάτησης και η ψήφος τους υφαρπάζεται όχι με βάση τις πραγματικές προτιμήσεις τους αλλά με βάση επικοινωνιακές εντυπώσεις. Η «επιτυχημένη» εκστρατεία του Brexit με τα τερατώδη και προφανή ψεύδη επί των οποίων βασίστηκε επιβεβαιώνει το ως άνω συμπέρασμα.

Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως στις κοινοβουλευτικές εκλογές η επιλογή κόμματος επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως η ικανότητα διακυβέρνησης των υποψηφίων σχηματισμών. Σε αυτήν την βάσιμη, κατ’ αρχήν, οντολογική διαπίστωση  μπορούν  να διατυπωθούν δύο ενστάσεις, η πρώτη οντολογική και η δεύτερη δεοντολογική.

Πρώτον, η ικανότητα διακυβέρνησης είναι ένα μέγεθος για το οποίο οι εντυπώσεις παίζουν κομβικό ρόλο άρα είναι επικοινωνιακά χειραγωγήσιμο, μπορεί δηλαδή να διαμορφωθεί με βάση το κατάλληλο πολιτικο-εκλογικό μάρκετινγκ.

Δεύτερον, τίθεται ένα κομβικό ερώτημα: Επιλέγω «ικανότητα διακυβέρνησης» για την εφαρμογή ποιού προγράμματος; Ενός  προγράμματος με το οποίο το διαφωνώ; Αυτό θα ήταν δείγμα απόλυτου ανορθολογισμού. Ο μέσος πολίτης, το εκλογικό σώμα, δεν επιλέγουν όμως ανορθολογικά. Επιλέγουν ορθολογικά με βάση ανακριβή δεδομένα και με βάση γενικές αξίες («ορθολογισμός με βάση τις αξίες» κατά Weber) που αδυνατούν να συνδέσουν πρακτικά με μια πολύπλοκη πραγματικότητα.

Η απάντηση λοιπόν είναι «ψηφίζω ένα πρόγραμμα το οποίο αγνοώ και για το οποίο, τελικά, αδιαφορώ», διότι το  κυρίαρχο «μίγμα (πολιτικού) μάρκετινγκ» δεν το περιλαμβάνει, αφού εστιάζεται αποκλειστικά σε πρόσωπα και συνθήματα (και «κλαδικά ή τοπικά ρουσφέτια» θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα καθ’ ημάς).

Τελικά, μια πολιτική –προϊόν του εκλογικού μάρκετινγκ είναι μια πολιτική που αποβαίνει πάντοτε εις όφελος των επαγγελματιών του μάρκετινγκ, συνήθως υπερ των επαγγελματιών της πολιτικής, σπανίως όμως υπερ της κοινωνίας.

  1. Συνοψίζοντας: τι πολιτικούς οργανισμούς χρειαζόμαστε;

Δεν συζητήσαμε στο εκτενές αυτό σημείωμα επί του περιεχομένου της πολιτικής. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι εντός των δημοκρατικών κοινωνιών συγκροτούνται και συνυπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το δέον γενέσθαι – συχνά αντιδιαμετρικές. Η θέση του κάθε προσώπου και κάθε ομάδας στον καταμερισμό εργασίας και στην παραγωγή, ο χώρος εγκατάστασης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου, η ιστορική εμπειρία, αλλά και ψυχολογικές προδιαθέσεις  όπως η προτίμηση για την ασφάλεια και την σταθερότητα ή αντίθετα για το ρίσκο και τις αλλαγές, και άλλα συναφή, διαμορφώνουν τις πολιτικές αντιλήψεις, την πρόσληψη των προβλημάτων και τις προτιμήσεις για την μία ή την άλλη λύση. Η «οργανική ενότητα» του λαού είναι μια ρομαντική και εξωπραγματική αντίληψη. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι εσωτερικά διαφοροποιημένες και αντιφατικές. Για να αποκατασταθεί δε η «λειτουργική ενότητά» τους, προκειμένου να μην καταρρεύσουν, απαιτείται ειδική και διαρκής μέριμνα.

Αυτή η μέριμνα μας απασχόλησε εδώ. Με κεντρικό ερώτημα ποιές οι προϋποθέσεις ομαλής διεξαγωγής της πολιτικής διαδικασίας και των λειτουργιών διακυβέρνησης. Δηλαδή

(α) της συλλογικής ιεράρχησης των επι μέρους κοινωνικών προτεραιοτήτων,

(β) της διακρίβωσης της τεχνικής εφικτότητας της εφαρμογής τους και

(γ) της βέλτιστης κατανομής των συνολικά διαθέσιμων πόρων,

προκειμένου να διαμορφωθεί τελικά ένα μίγμα εφαρμοσμένης πολιτικής – δηλαδή ένα σύνολο συμμετοχικά επεξεργασμένων, συμφωνημένων και τεκμηριωμένων τομεακών πολιτικών – που να μεγιστοποιεί το συλλογικό όφελος.

Οι λειτουργίες αυτές αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και καθορίζουν την ποιότητα της δημοκρατίας, και κατ’ επέκταση τον βαθμό ευημερίας, δεδομένης κοινωνίας. Ουσιαστική προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκησή τους  είναι το να αναπτυχθούν τέτοιες μορφές πολιτικής και διακυβέρνησης  που να επιτρέπουν την ομαλή συνύπαρξη αλλά και κάποιους βαθμούς σύνθεσης ή εξισορρόπησης διαφορετικών ιδεών, υπό τον όρο ότι οι ιδέες αυτές εμπεριέχουν ως κοινό τόπο την ίδια την δημοκρατική διαδικασία.

Ως εργαλείο για την διασφάλιση των παραπάνω προϋποθέσεων απαιτούνται οργανισμοί  άσκησης πολιτικής και διακυβέρνησης. Όμως πολιτικοί οργανισμοί κατάλληλοι για τον 21ο αιώνα.

  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα διαφέρουν ριζικά από τα κόμματα «συγκεντρωτικού οπορτουνισμού» και πελατειακότητας όπως αυτά που γνωρίσαμε.
  • Πολιτικοί οργανισμοί «δημοκρατικής και συμμετοχικής αποτελεσματικότητας».
  • Πολιτικοί οργανισμοί που δεν θα περιορίζονται στο γνωστό τρίπτυχο μικροπολιτικής: ατάκες, συνθήματα και συναισθήματα.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα λειτουργούν προγραμματικά αναλύοντας, τεκμηριώνοντας, και συζητώντας δημόσια συγκεκριμένες – δηλαδή μετρήσιμες, χρονο-προγραμματισμένες και κοστολογημένες- δημόσιες πολιτικές.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα αντιπαρατίθενται μεταξύ τους σε σημεία ουσιαστικών πολιτικών διαφορών και δεν θα εφευρίσκουν  επικοινωνιακές διαφορές προς χάριν της αντιπαράθεσης.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα ασκούν προγραμματική και όχι δομική αντιπολίτευση.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα αξιοποιούν νέες μορφές πολιτικής κινητοποίησης ανοίγοντας διαύλους προς την νέα γενιά που δυσπιστεί προς το παραδοσιακό «πολιτεύεσθαι».
  • Πολιτικοί οργανισμοί, τέλος, που θα παίζουν διαπαιδαγωγητικό ρόλο προς την κοινωνία καλλιεργώντας αξίες, εισάγοντας αρχές, αποκωδικοποιώντας απλουστεύοντας και καθιστώντας κατανοητές τις οικονομικές και κοινωνικές πολυπλοκότητες , δίνοντας σαφές ιδεολογικό και προγραμματικό στίγμα και αποφεύγοντας τον πειρασμό της υπέρμετρης πολυσυλλεκτικότητας (ναι σε όλα, τα πάντα στους πάντες) που ακυρώνει την πολιτική.

Ο ρόλος των πολιτικών οργανισμών είναι κομβικός για την ποιότητα της δημοκρατίας και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης. Αποτελούν το μοναδικό όπλο της κοινωνίας κατά της ανεξέλεγκτης οικονομικής ισχύος και της αυθαιρεσίας. Αποτελούν επίσης το βασικό μέσο διαμόρφωσης του ίδιου του  πολιτικού συστήματος. Αν δεν μπορέσουμε να συγκροτήσουμε  νέες μορφές πολιτικών οργανισμών, νέους τύπους κομμάτων, δεν θα κατορθώσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο άσκησης πολιτικής. Θα περιοριστούμε τότε στο να αναπαράγουμε το κακό παρελθόν μας. Εις βάρος του μέλλοντός μας.

Θεόδωρος Ν. Τσέκος

Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης – ΤΕΙ Πελοποννήσου   

Δημοσιεύεται και στον διαδικτυακό τόπο, Public Policies Greece – Όμιλος για την Μελέτη των Δημοσίων Πολιτικών στην Ελλάδα: Κείμενα και σχόλια για την άσκηση (δημόσιας) πολιτικής στην Ελλάδα.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

«Νέα Αρχιτεκτονική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» – Αξιολόγηση του θεσμικού πλαισίου τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του. ©  Αθανασία Β. Τριανταφυλλοπούλου – Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αναπτυξιακών Θεσμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΤΕΙ Πελοποννήσου, Δικηγόρος


 

«Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες»

Εισήγηση στην Ημερίδα: «Τρία Χρόνια Διοικητικής Μεταρρύθμισης “Καλλικράτης”: εμπειρίες και προοπτικές», που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013.

Η Ομάδα Έρευνας για τη Δημόσια Διοίκηση & την Τοπική Αυτοδιοίκηση του ΤΕΙ Πελοποννήσου, έχοντας ήδη στο ενεργητικό της σειρά ερευνών, παρουσίασε στην ημερίδα του Άργους την προβληματική μιας τοπικής αυτοδιοίκησης που αναζητά σύγχρονους τρόπους ύπαρξης σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που φαίνεται να αλλάζει πολύ γρήγορα στο επίπεδο όχι μόνο των οικονομικών σχέσεων αλλά και των πολιτικών και διοικητικών σχέσεων και (αλληλ)εξαρτήσεων.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη μετά την εισήγηση του Θεόδωρου Ν. Τσέκου με τίτλο «Οι Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης: Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις», και την εισήγηση του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, «Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες», δημοσιεύει σήμερα την εισήγηση της  Αθανασίας Β. Τριανταφυλλοπούλου. Στις εισηγήσεις παρουσιάζονται οι σημαντικότερες πλευρές της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης «Καλλικράτης», τρία χρόνια μετά την υιοθέτησή της και τίθενται ερωτήματα που ακόμη και σήμερα, έξι χρόνια μετά και σε περίοδο βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης, είναι επίκαιρα και αναζητούν απάντηση.

 

«Νέα Αρχιτεκτονική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» – Αξιολόγηση του θεσμικού πλαισίου τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του.

 

Γενικές Παρατηρήσεις

 

ΣκάκιΗ τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα έχει την αφετηρία της πολύ πριν την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Στην Ελλάδα της προεπαναστατικής περιόδου οργανωμένες κοινότητες λειτουργούσαν συλλογικά ως όργανα με αποδοχή της τοπικής κοινωνίας και διοικούσαν απευθείας τις τοπικές υποθέσεις σε τοπικό επίπεδο. Σημαντικός ήταν και ο ρόλος των οργανωμένων σχηματισμών αυτοδιοίκησης κατά τη διάρκεια της επανάστασης.

Η οργάνωση της διοίκησης, ωστόσο, κατά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους δημιούργησε διενέξεις σχετικά με το ρόλο των οργανωμένων σχηματισμών, που είχαν συγκροτηθεί στον ελλαδικό χώρο, καθώς και στη δομή και λειτουργία του ελληνικού διοικητικού συστήματος.

Στα πρώτα ελληνικά συντάγματα, καμία αναφορά δεν γίνεται για τη τοπική αυτοδιοίκηση, ως αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί. Στο σύνταγμα του 1864 και σ΄ αυτό του 1911 περιλαμβάνονται διατάξεις σχετικές με την εκλογή των τοπικών αρχόντων, ενώ ο συντακτικός νομοθέτης το 1925 ενσωμάτωσε τα αυτοδιοικούμενα κατά τόπο σχήματα στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

Στο σύνταγμα του 1952 αναγνωρίζεται το αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης και η τοπική αυτοδιοίκηση, της οποία εξασφαλίζεται η διοικητική αυτοτέλεια «δια της αναδείξεως των οργάνων διοίκησής της με καθολική ψηφοφορία»

Η  διάταξη του άρθρου 102 του ισχύοντος συντάγματος 1975/1986/2001/2008, κατοχυρώνει δύο βαθμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, αναγνωρίζει τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης για την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων και αναθέτει στο κοινό νομοθέτη τον καθορισμό του εύρους και των κατηγοριών των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή των υποθέσεων αυτών μεταξύ των δύο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης και την ανάθεση στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης την άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους.

Σε εφαρμογή της διάταξης αυτής με το νόμο για τη «Νέα Αρχιτεκτονική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης»[1], επήλθε στο διοικητικό σύστημα οργάνωσης του κράτους η τελευταία μεταρρύθμιση, με την οποία προβλέπεται η αναδιάρθρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και των περιφερειακών οργάνων της κεντρικής διοίκησης[2].

Ο δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου, διευρύνεται στο επίπεδο των πρώην περιφερειακών οργάνων της κεντρικής διοίκησης, ενώ οι δήμοι και οι κοινότητες συνενώνονται και οι δήμοι αποτελούν, πλέον, τον πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η αναδιοργάνωση της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης σε σύντομο, σχετικώς, χρονικό διάστημα από τη τελευταία μεταρρύθμιση του 1997[3] και της ίδρυσης του δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης το 1994[4], δημιούργησε εύλογα ερωτηματικά  ως προς τη νέα αναδιάρθρωση του αυτοδιοικητικού συστήματος για τη διοίκηση των υποθέσεων δημόσιου ενδιαφέροντος σε τοπικό επίπεδο. Η έλλειψη ενός ουσιαστικού, άτυπου, έστω, διαλόγου για τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων του 1994 και 1997 και η αποσπασματική έρευνα για τον καθορισμό κριτηρίων που θέτει το Σύνταγμα για τις μεταβολές των ορίων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (πληθυσμιακά, συγκοινωνιακά, κοινωνικά κριτήρια) προδιέθεταν για τη διατύπωση προβληματισμών σχετικά με την αποτελεσματικότητα ως προς την εφαρμογή του συστήματος που επρόκειτο να θεσπιστεί με το νέο νόμο.

Οι διεκπεραιωτικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ωστόσο, του δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως αυτές προβλέπονταν στη μεταρρύθμιση του 1994 και οι τάσεις της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων για την μη επιτρεπτή ανάθεση αρμοδιοτήτων γενικού δημόσιου ενδιαφέροντος στη τοπική αυτοδιοίκηση, είχαν ήδη οριοθετήσει τις συνθήκες για ην θέσπιση διατάξεων από το κοινό νομοθέτη, άσκησης αποφασιστικού χαρακτήρα υποθέσεων από τη τοπική αυτοδιοίκηση και της παραχώρησης προς αυτήν αρμοδιοτήτων, οι οποίες ανήκουν στην ευθύνη της κεντρικής διοίκησης.

Παράλληλα, ζητήματα διοικητικής εποπτείας, διαδημοτικής συνεργασίας, δημοσιονομικού ελέγχου, λειτουργίας των Υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά κυρίως, ζητήματα τα οποία προέκυπταν από τη συνεχιζόμενη οικονομική εξάρτιση της τοπικής αυτοδιοίκησης από τη κεντρική διοίκηση, είχαν δημιουργήσει έντονους προβληματισμούς για την αποτελεσματικότητα του πρώτου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης.

Συγχρόνως, κατά τη διάρκεια του δημόσιου διαλόγου για την ήδη εξαγγελθείσα αναδιοργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία σημειωτέον ήταν στο πρόγραμμα της Κυβέρνησης, η δημοσιονομική κατάσταση του κράτους και η οικονομική ύφεση, η οποία επικρατούσε την περίοδο αυτή στον ευρωπαϊκό χώρο και ειδικότερα στην Ελλάδα, είχαν ήδη διαμορφώσει ένα πλαίσιο τετελεσμένων αποφάσεων, ως προς  την επικείμενη μεταρρύθμιση. Πράγματι, ο νόμος 3852/2010, ήταν το πρώτο νομοθέτημα μετά τη θέσπιση του πρώτου Συμφώνου Κατανόησης μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων, αντικείμενο του οποίου ήταν η εξοικονόμηση δημοσίων εσόδων[5].

Το γεγονός ότι η νέα μεταρρύθμιση θεσπίστηκε υπό τους διαμορφούμενους, βάσει του Συμφώνου Κατανόησης όρους, δεν απέκλειε, την ευχέρεια για τον Έλληνα νομοθέτη ως προς μια συνολική αναδιάρθρωση στη λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης, λαμβάνοντας υπόψη τις μέχρι το χρόνο αυτό εμπειρίες από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις του 1994 και 1997, αλλά και των συνθηκών και διεργασιών της τελευταίας δεκαετίας στον ευρωπαϊκό χώρο[6].

 Ο νόμος για τη «Νέα Αρχιτεκτονική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης», που τελικώς θεσπίστηκε, προβλέπει, πέραν της συγχώνευσης των δομών του πρώτου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης και την γεωγραφική διεύρυνση του δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης, τον καθορισμό του εύρους των αρμοδιοτήτων για κάθε βαθμό αυτοδιοίκησης, την αναδιάρθρωση των περιφερειακών κρατικών οργάνων και την αναδιοργάνωση της δημοτικής και περιφερειακής αποκέντρωσης και των Υπηρεσιών των δήμων. Εισάγει, επίσης, νέους συμμετοχικούς θεσμούς στη τοπική αυτοδιοίκηση παράλληλα με την αναδιοργάνωση του συστήματος διακυβέρνησης αυτής, νέο σύστημα εποπτείας του Κράτους επί των δήμων και περιφερειών και μεταβάλει το εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη των τοπικών αρχών[7]. Η πολιτεία και στη νέα αυτή μεταρρύθμιση δεν προχώρησε στον, κατά το σύνταγμα προβλεπόμενο, καθορισμό τοπικών εσόδων και την οικονομική αποδέσμευση της τοπικής αυτοδιοίκησης από την κρατική επιχορήγηση. Ειδικότερα προβλέπονται τα ακόλουθα σε σχέση με τις ανωτέρω ρυθμίσεις.

 

Τα όρια των δύο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η διοίκηση των τοπικών και περιφερειακών υποθέσεων

 

Η βασική διάκριση μεταξύ της διοίκησης των τοπικών υποθέσεων από τη τοπική αυτοδιοίκηση και αυτής των γενικών υποθέσεων, τις οποίες ασκούν όργανα της κεντρικής διοίκησης, συνδέεται με την ανάμιξη ενός ευρύτερου αριθμού πολιτών στη λήψη των αποφάσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η άσκηση, συνεπώς,  αρμοδιοτήτων δημόσιου χαρακτήρα από εκλεγμένα σε τοπικό επίπεδο όργανα, διαφέρει από την αντίστοιχη άσκηση όμοιων αρμοδιοτήτων της κεντρικής διοίκησης, στον τρόπο με τον οποίο διοικούνται οι τοπικές υποθέσεις. Ο κοινός νομοθέτης, επεχείρησε και στην τελευταία αυτή μεταρρύθμιση έναν ενδεικτικό, αλλά συγχρόνως αναλυτικό προσδιορισμό των τοπικών υποθέσεων, διευρύνοντας τον κύκλο των γενικών αρμοδιοτήτων, τη διοίκηση των οποίων παραχώρησε στη τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου βαθμού.

Η ευρύτητα των υποθέσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης  επιτυγχάνεται μόνο εφόσον συνοδεύεται με την παραχώρηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων. Η παραχώρηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων σε όργανα, τα οποία δεν ανήκουν στη κεντρική διοίκηση απετέλεσε κεντρικό σημείο διένεξης από τις πρώτες ρυθμίσεις τόσο για την πρωτοβάθμια όσο και για τη δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση[8]. Τόσο η κεντρική διοίκηση όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση ευρίσκονται συνεχώς σε σημείο τριβής, ακριβώς εξ αιτίας του γεγονότος ότι καθένας διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας. Η διάκριση του περιεχομένου των υποθέσεων κατά το συντακτικό νομοθέτη σε «γενικές» και «τοπικές», αποτελεί κριτήριο για το δημόσιο εκείνο φορέα, με την ευθύνη του οποίου διοικούνται οι υποθέσεις.  Ωστόσο τα όρια δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Η «γενική υπόθεση» αποτελεί άμεσα και υπόθεση τοπικού ενδιαφέροντος, ενώ αντίστοιχα οι τοπικές υποθέσεις έχουν και εθνικό αντίκτυπο. Επί παραδείγματι  η εθνική οικονομία, η οποία κατά το σύνταγμα αποτελεί υπόθεση «του κράτους», έχει έντονο τοπικό χαρακτήρα. Τούτο διότι, στο τοπικό επίπεδο με την «ευκαιρία» άσκησης της γενικής υπόθεσης, αναπτύσσονται συναλλαγές, κοινωνικές σχέσεις και επικοινωνίες και αναπτύσσεται η τοπική και ευρύτερα περιφερειακή οικονομία. Είναι, επίσης, δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των γενικών και τοπικών  υποθέσεων, οι οποίες ανάγονται στο τομέα εκπλήρωσης του κοινωνικού ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως ο πολιτισμός, ο αθλητισμός, η απασχόληση, το περιβάλλον. Τούτο δεδομένου ότι, είναι «εθνικό», δεν μπορεί παρά να αναφέρεται και σε επίπεδο τοπικό, το οποίο επηρεάζεται και το οποίο πρωτίστως δέχεται τις επιλογές του κοινού νομοθέτη. Στο Σύνταγμα κηρύσσεται η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης στο μέρος περί της διοίκησης του κράτους. Ωστόσο σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος προβλέπεται ρητά η υπέρ του κράτους αρμοδιότητα σημαντικών υποθέσεων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διάκριση γενικών και τοπικών υποθέσεων, γεγονός, το οποίο δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη στον προσδιορισμό του εύρους και των κατηγοριών των αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στη διοικητική μεταρρύθμιση του 2010, ο κοινός νομοθέτης, ως εκ τούτου, είχε την ευχέρεια να οριοθετήσει το περιεχόμενο των γενικών και τοπικών αρμοδιοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις πάγια αποδεκτές πλέον αρχές της εγγύτητας και της επικουρικότητας, κατά τρόπον ώστε,  η τοπική αυτοδιοίκηση και ειδικότερα η περιφερειακή αυτοδιοίκηση, ως εκ του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου ευθύνης της, να αναδειχθεί στον αρμόδιο δημόσιο φορέα σύλληψης, οργάνωσης και εφαρμογής της περιφερειακής πολιτικής στον αντίστοιχο χώρο, το κράτος δε, να διατηρήσει έναν ρόλο κατεύθυνσης της πολιτικής σε επίπεδο επικράτειας, αυτό που είναι ευρέως γνωστό ως «ο επιτελικός ρόλος του κράτους», προσδιορίζοντας κατά τρόπο σαφή τις αρμοδιότητες τις οποίες τα κεντρικά όργανα του κράτους πρέπει να διατηρήσουν. Η περιπτωσιολογική  αναφορά αρμοδιοτήτων δεν προωθεί τη δυναμική μεταφοράς όλων εκείνων των αρμοδιοτήτων και θεμάτων στη τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά θέτει φραγμούς προς το σκοπό αυτό. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη, εκτός από το γεγονός, ότι δημιουργεί και συνταγματικά προβλήματα, με δεδομένο ότι, περιορίζει την καθ΄ύλην αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 102, δημιουργεί και προβλήματα κατά την εφαρμογή. Τούτο απεδείχθη, διότι κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων εφαρμογής του νέου νόμου, ο νομοθέτης προέβη σε μεγάλης έκτασης τροποποιήσεις, προκειμένου να προσδιοριστεί ο τοπικός χαρακτήρας αντίστοιχων υποθέσεων[9].

 Η ευρύτητα του γεωγραφικού χώρου, συνεπώς,  και  η, ως εκ τούτου, εκπροσώπηση ενός μεγάλου αριθμού πολιτών στη διοίκηση των υποθέσεων που τους αφορούν, θα εύρισκε ανταπόκριση εάν συνδέονταν και με την αποφασιστική συμμετοχή του πολίτη στη διοίκηση των υποθέσεων και συνοδεύονταν  με τις απαραίτητες δομές και «εργαλεία», για την αποτελεσματική εκπλήρωση του σκοπού ενός θεσμού εξουσίας.

Η αποφασιστική αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης αναδεικνύεται και στη δυνατότητα εκπόνησης του περιφερειακού σχεδιασμού. Στην τελευταία μεταρρύθμιση, ο περιφερειακός προγραμματισμός αποτελεί διακριτό τομέα αρμοδιοτήτων, στον οποίο εντάσσεται η εξειδίκευση των στόχων και κατευθύνσεων της αναπτυξιακής πολιτικής της αυτοδιοικούμενης περιφέρειας. Ο νομοθέτης, ως προς αυτή την αρμοδιότητα επανέρχεται στις επιλογές του 1986 και επαναφέρει την έννοια του δημοκρατικού προγραμματισμού.

Με την διάταξη αυτή ο νομοθέτης επιτρέπει στη τοπική αυτοδιοίκηση τον σχεδιασμό μιας αναπτυξιακής πολιτικής, η οποία λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες των πολιτών στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Με άλλη, ωστόσο διάταξη[10], η περιφερειακή αυτοδιοίκηση δεσμεύεται στην άσκηση της αναπτυξιακής της πολιτικής από τις ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές[11]. Οι προτεραιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι ανάγκη πράγματι να συνάδουν με τις αντίστοιχες εθνικές,   ο αναπτυξιακός δε σχεδιασμός και προγραμματισμός  αποτελεί υπόθεση της κεντρικής διοίκησης. Εν τούτοις η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί το δημόσιο εκείνο φορέα, ο οποίος ευρίσκεται σε πλήρη αμεσότητα με το επίπεδο ευθύνης του και γνωρίζει εκ του σύνεγγυς τις προτεραιότητες των ενδιαφερόντων  των πολιτών. Η έκφραση της γνώμης των τοπικών αρχών, συνεπώς,  αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την επιτυχία και αποτελεσματικότητα του εθνικού προγραμματισμού[12].  Ως εκ τούτου, προκειμένου να εφαρμοστεί η αρχή του δημοκρατικού προγραμματισμού, ορθότερο θα ήταν στη διάταξη του νόμου, ο περιφερειακός και αντίστοιχα δημοτικός σχεδιασμός να αποτελεί το θεμέλιο του εθνικού προγραμματισμού, υπό την έννοια ότι, τα κεντρικά όργανα διοίκησης, θα είχαν την υποχρέωση να εντάξουν στον εθνικό σχεδιασμό και προγραμματισμό τις αναγκαιότητες που θα διατυπώνονταν στους αντίστοιχους τοπικούς και περιφερειακούς.

 

Δημοτική και περιφερειακή αποκέντρωση

 

Η παραχώρηση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων από τις κεντρικές Υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης προς διακριτά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αλλά και προς ιδρύματα, αποτέλεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, μορφή αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων, με σκοπό την αποτελεσματικότερη διοίκηση.

Η παραχώρηση των αρμοδιοτήτων συνδέεται αφενός μεν με τη φύση των υποθέσεων που ο κεντρικός οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης έχει να διοικήσει[13], αλλά κυρίως, με το χαρακτήρα της τοπικής αυτοδιοίκησης ως συμμετοχικού θεσμού. Τούτο επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση στη διοίκηση των νομικών αυτών προσώπων, εκτός  λαϊκών μελών, τα οποία, χωρίς να είναι αιρετοί, έχουν σχέση και γνωρίζουν το αντικείμενο αρμοδιοτήτων των νομικών προσώπων.  Η διαδικασία λειτουργίας των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,  αλλά και η, για μεγάλο χρονικό διάστημα διάκριση των αρμοδιοτήτων σε αποκλειστικές και συντρέχουσες με αποτέλεσμα την μη επιτρεπτή άσκηση από τη τοπική αυτοδιοίκηση,  αρμοδιοτήτων που αναδεικνύουν τον κοινωνικό της ρόλο[14], συνετέλεσε στην περιορισμένη ανάπτυξη του θεσμού. Αντιθέτως η ίδρυση επιχειρήσεων, αποτέλεσε ένα θεσμό, ο οποίος συνέβαλε, σε αρκετές περιπτώσεις στην αξιοποίηση τοπικών πόρων και στην ολοκληρωμένη τοπική και ευρύτερα περιφερειακή ανάπτυξη,  σχεδόν στο σύνολο των κλάδων της οικονομίας. Οι αναπτυξιακές εταιρίες[15] σε περιφερειακό επίπεδο, συνετέλεσαν στην προώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας όχι μόνο από τη τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι κοινωφελείς επιχειρήσεις, το αντικείμενο των οποίων είναι συναφές με τους τομείς κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, πολιτισμού, αθλητισμού, παιδείας[16],  δραστηριοποιήθηκαν στην εφαρμογή προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από την ευρωπαϊκή ένωση και ενίσχυσαν σε τοπικό επίπεδο την απασχόληση. Ασφαλώς παρατηρήθηκαν και φαινόμενα, τα οποία δεν δικαιώνουν το θεσμό, από της θέσπισής του το 1984,με το ν. 1416/1984, ωστόσο δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό, ότι ο ρόλος των επιχειρήσεων στη τοπική ανάπτυξη υπήρξε σημαντικός.

Στη τελευταία μεταρρύθμιση ο νομοθέτης,  κατήργησε τη δυνατότητα αξιοποίησης του θεσμού,  των κοινωφελών επιχειρήσεων και προβλέπει τη δημιουργία μίας αναπτυξιακής εταιρίας σε επίπεδο περιφέρειας. Οι υφιστάμενες κοινωφελείς επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να συγχωνευτούν, εφόσον λειτουργούσαν σε δήμους και κοινότητες που συνενώθηκαν.

Σε συγχώνευση υποχρεώθηκαν και τα υφιστάμενα νομικά πρόσωπα, κατά τρόπον ώστε να λειτουργούν δύο το πολύ νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε κάθε νέο δήμο.

Η ρύθμιση αυτή του νόμου, τόσο για τη συγχώνευση των κοινωφελών επιχειρήσεων, όσο και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθούν τα εξής: Σύμφωνα με το ν.3852/2010 οι δήμοι, εφόσον διατηρούν δύο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποχρεούνται στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του τομέα του πολιτισμού και αυτού της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, στην περίπτωση δε λειτουργίας κοινωφελούς επιχείρησης, δεν επιτρέπεται η σύμπτωση αντικειμένων νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και κοινωφελούς επιχείρησης. Η διάταξη αυτή του νόμου δεν μπορεί παρά να ερμηνευτεί ως ευθεία παρέμβαση στη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων και συνεπώς στην αυτοτέλεια της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα διακριτά νομικά πρόσωπα, τα οποία ιδρύει η τοπική αυτοδιοίκηση, είναι υπό τον πλήρη έλεγχο αυτής, η οποία εγκρίνει τον προϋπολογισμό τους, οι αποφάσεις της διοίκησης ελέγχονται, με όμοιο με τις αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων τρόπο, υπόκεινται δε σε δημοσιονομικό έλεγχο, κατά τα ισχύοντα για τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.  Όσον αφορά δε τα λειτουργικά έξοδα, κατά κανόνα, τα δημοτικά νομικά πρόσωπα στεγάζονται σε ακίνητα των δήμων. Το προσωπικό, το οποίο θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί δαπάνη που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό των δήμων, ο νόμος προβλέπει τη μετακίνηση προσωπικού, το οποίο υπηρετεί ήδη στο δήμο να απασχοληθεί για τις ανάγκες του νομικού προσώπου. Ανάγκη τροποποίησης θα είχε η δυνατότητα να ρυθμίζει το δημοτικό συμβούλιο τη καταβολή ή όχι αποζημίωσης προς τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου. Συνεπώς, η εξοικονόμηση πόρων από τη κατάργηση νομικών προσώπων, όπως εξαγγέλλεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου 3852/2010, δεν ήταν δεδομένη. Εκτός αυτού, η πρόβλεψη για τη μετακίνηση του προσωπικού των συγχωνευμένων επιχειρήσεων στους οικείους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, δημιούργησε τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα, ήδη δε υφίσταται η ανοικτή, πλέον συζήτηση, να τεθεί σε διαθεσιμότητα ή να αποχωρήσει.

Η περιπτωσιολογική, συνεπώς, ρύθμιση διατάξεων για τη διαδημοτική αποκέντρωση, η οποία αποτελεί αποκλειστικά και μόνο υπόθεση της τοπικής αυτοδιοίκησης,  δεν επιτρέπει στη τοπική αυτοδιοίκηση να ασκήσει τις αρμοδιότητές της, κατά τον τρόπο που η διοίκησή της θα αποφασίσει, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά στοιχεία του προϋπολογισμού της και το προσωπικό που διαθέτει.

 

Νέοι θεσμοί δημοτικής και περιφερειακής διακυβέρνησης και συμμετοχής του πολίτη

 

Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα, παραδοσιακά, έχει συνδεθεί με την αμεσότητα στην επικοινωνία των πολιτών με τους αιρετούς. Η θέσπιση ενός ευρύτερου επιπέδου τοπικής αυτοδιοίκησης απομακρύνει τον πολίτη από τον «αιρετό» με τον οποίο έχει δυνατότητα και ευχέρεια να εκθέσει τα τοπικά ζητήματα και ενδιαφέροντα σε σχέση με τους εκπροσώπους της εθνικής αντιπροσωπείας. Η διοικητική μεταρρύθμιση του 2010 πέραν της περιφερειακής αυτοδιοίκησης περιλαμβάνει και τη διεύρυνση των δήμων. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι η αμεσότητα του πολίτη απομακρύνεται και από το σύνολο των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Περαιτέρω, η θέσπιση ενός νέου θεσμού, αυτού του περιφερειακού συμπαραστάτη της περιφέρειας και της επιχείρησης και αντίστοιχα του δημότη και της επιχείρησης για το πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης, ο οποίος, κατά την εισηγητική έκθεση, αποβλέπει στη διαμεσολάβηση πολιτών και αιρετών, ώστε να μην αποσπώνται οι αιρετοί από το έργο της διοίκησης, απομακρύνει τον πολίτη από την άμεση επικοινωνία με τα αιρετά όργανα. Θεωρείται αναγκαίο, παρ΄ όλα αυτά, να διατυπωθεί και ο αντίλογος: Ο ισχυρισμός, δηλαδή, ότι η απομάκρυνση του πολίτη από το αιρετό όργανο το οποίο τον εκπροσωπεί διασφαλίζει και την πολιτική απομάκρυνση, δηλαδή τον περιορισμό ενός «πελατειακού» συστήματος διοίκησης. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις δεν ανακόπτουν ενέργειες αυτού του συστήματος[17].

Η δυνατότητα, πάντως, του πολίτη να εκφράσει την άποψή του για τα τοπικά ζητήματα και να συμμετέχει στη διαμόρφωση των αποφάσεων των τοπικών αρχών, ευρίσκει έρεισμα στους νέους συμμετοχικούς θεσμούς, οι οποίοι εισάγονται στη μεταρρύθμιση του 2010 και στην αναδιοργάνωση του συστήματος της δημοτικής και περιφερειακής διακυβέρνησης. Η σύνθεση της εκτελεστικής επιτροπής εξασφαλίζει την άμεση εμπλοκή του συνόλου των αιρετών, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την πραγματοποίηση των δράσεων του δημοτικού και περιφερειακού έργου. Η διοίκηση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, συγκροτημένη σε σώμα έχει άμεση γνώση του προγράμματος δράσης και τη δυνατότητα κατεύθυνσης για την πρόοδό τους, ενώ οι αρμοδιότητες της οικονομικής επιτροπής φαίνεται ότι προσιδιάζουν περισσότερο με τη σωστή λειτουργία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.  Η θέσπιση, επίσης, νέων θεσμών με σκοπό την εμπλοκή ενός ευρύτερου κύκλου πολιτών στη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων (επιτροπή διαβούλευσης, επιτροπή ποιότητας ζωής, συμβούλιο ένταξης μεταναστών και ο συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης), αποτελούν θεσμούς που ανταποκρίνονται στο ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης ως συμμετοχικού θεσμού. Στην εφαρμογή, ωστόσο, παρατηρείται ένα «κράτημα» των τοπικών αρχών ως προς την πλήρη εφαρμογή των θεσμών. Είναι σκόπιμο να αξιοποιηθούν περαιτέρω οι νέοι θεσμοί, συμβάλλοντας σε ζητήματα, τα οποία έχουν άμεση προτεραιότητα σε τοπικό επίπεδο. Η πρωτοβουλία ανήκει στη τοπική αυτοδιοίκηση να αξιοποιήσει τους νέους θεσμούς για τη συμμετοχή των πολιτών. Η ανάδειξη ζητημάτων, για τα οποία οι πολίτες έχουν άμεσο ενδιαφέρον, γνωρίζουν τις ανάγκες και επιδιώκουν να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση της απόφασης της διοίκησης, ώστε να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις στις επιλογές αυτής αποτελεί μέρος της αυτοδιοικητικής πολιτικής και ορθολογικής διακυβέρνησης των τοπικών υποθέσεων.

 

Η συνταγματική κατοχύρωση της Οικονομικής αυτοδυναμίας και η επιλογή του νομοθέτη

 

Η άσκηση των αρμοδιοτήτων τόσο του κράτους, όσο και της τοπικής αυτοδιοίκησης, χρηματοδοτείται από έσοδα, τα οποία προσδιορίζει ο νόμος. Για την οικονομική διαχείριση, ασκείται δημοσιονομικός έλεγχος, τόσο εσωτερικός από ίδια όργανα, όσο και εξωτερικός από ελεγκτικούς μηχανισμούς τους οποίους έχει θεσπίσει ο συντακτικός και κοινός νομοθέτης[18]. Πέραν των ελεγκτικών μηχανισμών, η δράση του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, ελέγχεται είτε αμέσως από τους πολίτες στην περίπτωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, είτε δια των αντιπροσώπων, βουλευτών, στην περίπτωση του κράτους. Τα εκλεγμένα όργανα του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, έχουν ευθύνες κατά την άσκηση της εξουσίας, την οποία τους παρέχει το Σύνταγμα και ο νόμος. Με νόμο, επίσης, έχει θεσπιστεί ο τρόπος με τον οποίο ασκείται ο έλεγχος των ευθυνών των αιρετών οργάνων του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η εξασφάλιση των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων για αποτελεσματική περιφερειακή αυτοδιοίκηση, αποτελεί, επίσης, πρωταρχικό στόχο του νομοθέτη για τη θέσπιση της περιφερειακής αυτοδιοίκησης[19]. Η οικονομική αυτοδυναμία της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί ένα πάγιο ζήτημα και έχει απασχολήσει τα συλλογικά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης όχι μόνο του δεύτερου βαθμού αλλά και του πρώτου. Η εξασφάλιση της οικονομικής αυτοδυναμίας της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί και συνταγματική επιταγή. Αλλά μέχρι σήμερα, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει προβεί στην έκδοση σχετικού νόμου, τούτο δε δεν προβλέπεται  και στην περίπτωση της περιφερειακής αυτοδιοίκησης.  Η κατανομή των δημοσίων εσόδων συνδέεται με τις ανάγκες των πολιτών και ενισχύεται εκείνος ο δημόσιος φορέας ο οποίος επιμελείται των αναγκών των πολιτών. Η παράλειψη του νόμου να ρυθμίσει την οικονομική αυτοδυναμία της περιφερειακής αυτοδιοίκησης, επιδιώκεται να αναπληρωθεί με τα αυξημένα έσοδα σε επίπεδο περιφέρειας από τα επιβαλλόμενα ανταποδοτικά τέλη και τη κατανομή με τις σχετικές κανονιστικές αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης για τη χρηματοδότηση των περιφερειακών έργων και δράσεων, καθώς και της υλοποίησης χρηματοδοτούμενων από την ευρωπαϊκή ένωση προγραμμάτων, η αποτελεσματικότητα των οποίων μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχθεί.  Ωστόσο ελέγχεται  αφενός εάν τα ανταποδοτικά τέλη θα αποτελέσουν μία εγγυημένη πηγή εσόδων, δεδομένου ότι αυξανομένου του γεωγραφικού χώρου επί του οποίου εκτείνεται η ευθύνη διοίκησης του δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης, αυξάνονται οι ανάγκες οι οποίες πρέπει να καλυφθούν, αφετέρου ο βαθμός αποτελεσματικότητας της εκπλήρωσης των αναγκών της περιφερειακής αυτοδιοίκησης, εξαιτίας της «υπό αίρεση» χρηματοδότησης[20].

Η εξάρτιση της χρηματοδότησης της περιφερειακής αυτοδιοίκησης από τη κεντρική διοίκηση, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, γεγονός το οποίο αποβαίνει εις βάρος της προώθησης των συμφερόντων των πολιτών. Η απευθείας οικονομική διαχείριση των υποθέσεων από την περιφερειακή αυτοδιοίκηση καθιστά ευχερέστερο τον έλεγχο τόσο από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, όσο και από τους πολίτες, δεδομένου ότι, δεν θα αποτελεί πλέον άλλοθι για την περιφέρεια «η μη έγκαιρη ή η έλλειψη χρηματοδότησης από το κράτος», ισχυρισμός τον οποίο συχνά επικαλούνται οι αιρετοί, προκειμένου να «δικαιολογήσουν» την μη διεκπεραίωση των υποχρεώσεών τους προς τους πολίτες.

 

Η διοικητική εποπτεία στη μεταρρύθμιση του 2010

 

Η διοικητική εποπτεία έχει αποτελέσει σημείο προβληματισμού για τον έλληνα νομοθέτη. Η μακρά συγκεντρωτική παράδοση και πρακτική της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, ωθεί τον κοινό νομοθέτη, αλλά και την πρακτική της δημόσιας διοίκησης να αντιμετωπίζει την τοπική αυτοδιοίκηση, όπως και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, διευρύνοντας τα περιθώρια ανάμειξης της δημόσιας διοίκησης στη λειτουργία και δράση της τοπικής αυτοδιοίκησης συχνά και πέραν των ορίων που το συνταγματικό αυτό πλαίσιο προβλέπει. Η συνταγματική αρχή του ελέγχου νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας των πράξεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, υπήρξε μεν μια κατάκτηση ως προς την αποκεντρωτική δόμηση του διοικητικο-πολιτικού μας συστήματος, αφήνει όμως σημαντικά περιθώρια παρέμβασης της κεντρικής διοίκησης που υπερβαίνει τα όρια ελέγχου νομιμότητας. Η παρέμβαση της κεντρικής διοίκησης στη λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι πλέον εμφανής κατά τον δημοσιονομικό έλεγχο. Η από το νόμο δυνατότητα ελέγχου του σκοπού των δράσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης, αποτελεί ευθεία παρέμβαση της κεντρικής διοίκησης στην άσκηση λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τούτο διότι, η δημιουργία δαπανών από τη τοπική αυτοδιοίκηση συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση του έργου της.  Οι τοπικές και περιφερειακές δαπάνες συνδέονται περαιτέρω και με την οικονομική ανεξαρτησία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η οικονομική αυτοδυναμία της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί ένα πάγιο ζήτημα και έχει απασχολήσει τα συλλογικά όργανα και των δύο βαθμών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η κατανομή των δημοσίων εσόδων συνδέεται με τις ανάγκες των πολιτών και ενισχύεται εκείνος ο δημόσιος φορέας ο οποίος επιμελείται των αναγκών των πολιτών. Η εξάρτιση της χρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης από τη κεντρική διοίκηση, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, γεγονός το οποίο αποβαίνει εις βάρος της προώθησης των συμφερόντων των πολιτών. Η απευθείας οικονομική διαχείριση των υποθέσεων από την τοπική αυτοδιοίκηση καθιστά ευχερέστερο τον έλεγχο τόσο από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, όσο και από τους πολίτες, δεδομένου ότι, δεν θα αποτελεί πλέον άλλοθι για την τοπική αυτοδιοίκηση «η μη έγκαιρη ή η έλλειψη χρηματοδότησης από το κράτος», ισχυρισμός τον οποίο συχνά επικαλούνται οι αιρετοί, προκειμένου να «δικαιολογήσουν» την μη διεκπεραίωση των υποχρεώσεών τους προς τους πολίτες. Πέραν των τυπικών νομοθετημένων ελεγκτικών διαδικασιών[21], η δράση  της τοπικής αυτοδιοίκησης ελέγχεται ουσιαστικά και αμέσως από τους πολίτες. Τα εκλεγμένα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, έχουν ευθύνες κατά την άσκηση της εξουσίας, την οποία τους παρέχει το Σύνταγμα και ο νόμος. Με νόμο, επίσης, έχει θεσπιστεί ο τρόπος με τον οποίο ασκείται ο έλεγχος των ευθυνών των αιρετών οργάνων  της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η παράλειψη του νόμου να ρυθμίσει την οικονομική αυτοδυναμία της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιδιώκεται να αναπληρωθεί με τα αυξημένα έσοδα στο ευρύτερο επίπεδο των δήμων που συνενώθηκαν από τα επιβαλλόμενα ανταποδοτικά τέλη και τη κατανομή με τις σχετικές κανονιστικές αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης για τη χρηματοδότηση των δημοτικών και περιφερειακών έργων και δράσεων, καθώς και της υλοποίησης χρηματοδοτούμενων από την ευρωπαϊκή ένωση προγραμμάτων, η αποτελεσματικότητα των οποίων μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχθεί.  Ωστόσο ελέγχεται  αφενός εάν τα ανταποδοτικά τέλη μπορεί να αποτελέσουν μία εγγυημένη πηγή εσόδων, δεδομένου ότι αυξανομένου του γεωγραφικού χώρου επί του οποίου εκτείνεται η ευθύνη διοίκησης της τοπικής αυτοδιοίκησης, αυξάνονται οι ανάγκες οι οποίες πρέπει να καλυφθούν, αφετέρου ο βαθμός αποτελεσματικότητας της εκπλήρωσης των αναγκών της τοπικής αυτοδιοίκησης, εξαιτίας της «υπό αίρεση» χρηματοδότησης.

Η ασκούμενη από τη κεντρική διοίκηση εποπτεία σε συνδυασμό με τον δημοσιονομικό έλεγχο, εμποδίζει εν πολλοίς, την εκπλήρωση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιπροσθέτως δε, δημιουργεί κλίμα αφερεγγυότητας εις βάρος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τούτο διότι, ο έλεγχος νομιμότητας, ο οποίος προηγείται του δημοσιονομικού ελέγχου, δεν επιτρέπει την παρέμβαση της διοίκησης στον σκοπό, δεδομένου ότι, κατά το σύνταγμα δεν είναι επιτρεπτή η παρεμπόδιση της πρωτοβουλίας της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο δημοσιονομικός έλεγχος, ωστόσο, ο οποίος κατά τα ανωτέρω, παρεμβαίνει στον σκοπό, ακυρώνει σε αρκετές περιπτώσεις τις ειλημμένες και ήδη ελεγμένες από άποψη νομιμότητας αποφάσεις, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η πραγματοποίηση των δράσεων και προγραμμάτων.

Ο διοικητικός έλεγχος νομιμότητας θα πρέπει να νοείται μόνον στα πλαίσια ενιαίας διοικητικής δομής, όπου ο ελέγχων είναι ιεραρχικώς προϊστάμενος του ελεγχόμενου. Στο βαθμό που η τοπική αυτοδιοίκηση δεν έχει δοτή από το κεντρικό κράτος εξουσία, αλλά εξουσία και αυτοτέλεια θεμελιωμένη αφενός στο Ελληνικό Σύνταγμα, αφετέρου στην ευθεία αναφορά της στη λαϊκή κυριαρχία δια της καθολικής ψηφοφορίας ο έλεγχος νομιμότητας δεν θα έπρεπε να νοείται παρά μόνον ως διοικητικός ακυρωτικός έλεγχος.

Στη τελευταία διοικητική μεταρρύθμιση ο νομοθέτης, όχι μόνον δεν ακολουθεί τη διαδικασία ελέγχου των διοικητικών πράξεων από τη δικαστική εξουσία, η οποία είναι επιφορτισμένη να απονέμει δικαιοσύνη και λόγω της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, συνταγματικά κατοχυρωμένης, αλλά και της ιδιαίτερης δομής και γνώσης του αντικειμένου κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη και το κοινό αίσθημα περί της δίκαιης εφαρμογής του νόμου, αλλά επανέρχεται στο συγκεντρωτικό σύστημα εποπτείας.  Με το νέο σύστημα εποπτείας των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο νόμος επαναφέρει ένα συγκεντρωτικό σύστημα. Η Αυτοτελής Υπηρεσία ΟΤΑ που ιδρύεται  υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εσωτερικών.  Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι ο θεσμός δεν έχει τύχει εφαρμογής τρία και πλέον χρόνια μετά την ισχύ του ν.3852/2010.  Η εποπτεία εξακολουθεί να ασκείται στην πλειοψηφία, από το Γενικό Γραμματέα της αποκεντρωμένης διοίκησης, γεγονός το οποίο δημιουργεί ερωτηματικά για την ακολουθούμενη πρακτική της διοίκησης.

 

Συμπερασματικά

 

Η διοίκηση υποθέσεων δημόσιου χαρακτήρα σε τοπικό επίπεδο και τα γεωγραφικά όρια επί των οποίων ασκούνται οι τοπικού χαρακτήρα αρμοδιότητες,  έχει απασχολήσει το ελληνικό διοικητικό σύστημα από τις πρώτες δεκαετίες ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους.

Ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει τη διοίκηση των γενικών υποθέσεων στο κράτος και των τοπικών υποθέσεων στη τοπική αυτοδιοίκηση. Ωστόσο πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι τόσο το «κράτος», όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση, αποτελούν θεσμούς εξουσίας: Η διοίκηση είναι άμεσα εκλεγμένη με μυστική και καθολική ψηφοφορία, προερχόμενη από τους διοικούμενους της αντίστοιχης γεωγραφικής περιφέρειας. Συνεπώς η εξουσία της τοπικής αυτοδιοίκησης θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία, αντίστοιχα με τη θεμελίωση της εξουσίας του κράτους. Οι υποθέσεις που ασκούν είναι δημόσιου χαρακτήρα και απευθύνονται στους πολίτες την ευθύνη διοίκησης της οποίας έχουν το κράτος και η τοπική αυτοδιοίκηση αντίστοιχα, η εξουσία δε, ασκείται σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια.

Η ίδρυση οποιωνδήποτε  βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν είναι ζήτημα περιορισμένης ή διευρυμένης γεωγραφικής έκτασης. Πρωτίστως πρέπει να αντανακλά τη βούληση του νομοθέτη να αναγνωρίσει αποφασιστικές αρμοδιότητες στη τοπική αυτοδιοίκηση, ζήτημα άλλωστε το οποίο προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα. Ωστόσο προκειμένου η τοπική αυτοδιοίκηση να εκπληρώσει την αποστολή της, είναι αναγκαίο να της παραχωρηθούν από το νομοθέτη και οι αναγκαίες δομές, πόροι και «θεσμικά εργαλεία».

Στη μεταρρύθμιση του 2010, ο νομοθέτης εμμένει στην λεπτομερή ρύθμιση των τοπικών υποθέσεων, παρά τη συνταγματική διάταξη για την αναγνώριση του τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης και δημιουργεί με την επιλογή αυτή, αλλεπάλληλες τροποποιήσεις στο πλαίσιο αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Οι νέοι θεσμοί συμμετοχής των πολιτών και δημοτικής και περιφερειακής διακυβέρνησης, είχαν μικρή ανταπόκριση από τη τοπική αυτοδιοίκηση. Οι νέοι θεσμοί, οποτεδήποτε και αν θεσπίζονται απαιτούν τη στήριξη της πολιτείας. Στην χρονική περίοδο κατά την οποία θεσμοθετήθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη, αντικειμενικές συνθήκες, όχι μόνο δεν επέτρεψαν στη πολιτεία να παρέχει τα θεσμικά εργαλεία για την επιτυχή εφαρμογή των θεσμών, τουναντίον επικρατούν τέτοιου βαθμού προϋποθέσεις, ώστε αντί της ενίσχυσης των αυτοδιοικητικών θεσμών, η τοπική αυτοδιοίκηση να «αποψιλώνεται» από μέσα και ανθρώπινο δυναμικό, ώστε με την πρωτοβουλία της πολιτείας, να διαφαίνεται ένας προβληματισμός για την δυνατότητα εκπλήρωσης του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης ως θεσμού εξουσίας. Ο περιορισμός των αναπτυξιακών θεσμών στη τοπική αυτοδιοίκηση και η παρέμβαση στην αναδιοργάνωση της δημοτικής και περιφερειακής αποκέντρωσης, δεν επιτρέπουν στη τοπική αυτοδιοίκηση την άσκηση πολιτικών για την προώθηση των οικονομικών, πολιτισμικών, πολιτιστικών και κοινωνικών ενδιαφερόντων των πολιτών και την προώθηση των πρωτοβουλιών για την αξιοποίηση των πόρων σε τοπικό επίπεδο.

Η διοικητική αυτοτέλεια της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν διασφαλίζεται και στην τελευταία μεταρρύθμιση, η θέσπιση δε νέου οργάνου διοικητικής εποπτείας δεν έτυχε εφαρμογής, παρά την παρέλευση τριών και πλέον ετών από την ισχύ του νέου νόμου. Η διοικητική εποπτεία, με τις μορφές που εφαρμόζεται από όργανα της κεντρικής διοίκησης, εκτός από τους πρακτικούς κινδύνους γραφειοκρατικοποίησης των διαδικασιών και αδρανοποίησης της τοπικής αυτοδιοίκησης, οδηγεί σε ασφυκτικό πλαίσιο επιτήρησής της από την κεντρική διοίκηση, η οποία αναιρεί επί της ουσίας, έστω και αν θεωρηθεί νομότυπη διαδικασία, την αυτοτέλεια της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η σημασία της διασφάλισης αυτοτέλειας της τοπικής αυτοδιοίκησης από τη κεντρική διοίκηση δεν περιορίζεται σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά γίνεται σημαντική για την αναδιάρθρωση και ποιοτική ανέλιξη της δημοκρατίας γενικότερα.

 

Υποσημειώσεις


[1]   Ν. 3852/2010, Ε.τ.Κ τ. Α΄   87 /2010.

[2] Σχετικώς με τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, σημειώνονται οι ακόλουθες μεταρρυθμίσεις: Μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, με το δημοτικό νόμο του 1833,  οι δήμοι αποτελούν οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίοι διοικούν και διαχειρίζονται τις τοπικές υποθέσεις, τις οποίες διέκρινε σε αποκλειστικές και συντρέχουσες. Το 1912 με το ν.ΔΝΖ΄/1912, επέρχεται η πρώτη διοικητική μεταρρύθμιση στη τοπική αυτοδιοίκηση και προβλέπονται πλην των δήμων  και οι κοινότητες ως πρώτη βαθμίδα τοπικής αυτοδιοίκησης, για την ευχερέστερη δε διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, προβλέπεται η δημιουργία διακριτών νομικών προσώπων, των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων. Το καθεστώς αυτό παρέμεινε μέχρι και το 1997, οπότε με το ν. 2459/1997, προβλέπεται αναγκαστική συνένωση ΟΤΑ πρώτου βαθμού. Το 1994, με το ν.2218/1994, ιδρύθηκε ο δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης σε επίπεδο νομαρχίας, ως αποκεντρωμένο δε κρατικό όργανο δημιουργείται με το ν.2503/1997, η Περιφέρεια της οποίας προΐσταται ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας διορισμένος από το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών.

[3] Ν. 2539/1997, Ε.τ.Κ  τ. Α΄  244 /1997

[4] Ν. 2218/1994, Ε.τ.Κ τ. Α΄  90  /1994

[5] Ν.3840/2010

[6] Τροποποίηση του Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας, Αστικός Ευρωπαϊκός Χάρτης

[7]  Άρθρα 31 και 137 του ν. 3852/2010

[8] Ενδεικτικά αναφέρονται: Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Απάνθισμα Μελετημάτων Γ. Θεοτοκά, Γιάννη Κορδάτου, Σπύρου βασιλείου, Γ. Σεφέρη,εισ. Γ. Βλαχογιάννη, Αθήνα , εκδόσεις Μπάϋρον, Χ.Κλειώση(1977), Ιστορία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Αθήνα, Ν-Κ Χλέπα(2005), Ο Δήμαρχος, Αθήνα.

[9] Ήδη ο ν. 3852/2010, ως προς το άρθρο των αρμοδιοτήτων της περιφερειακής αυτοδιοίκησης, έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα με τους ακόλουθους νόμους:  ν. 3870/2010, Ε.τ.Κ., Α΄138 ,  ν. 3879/2010, Ε.τ.Κ., Α΄163, 3889/2010, Ε.τ.Κ., Α΄182, ν.3979/2011, Ε.τ.Κ., Α΄138, ν. 3996/2011, Ε.τ.Κ. Α΄170, ν. 4001/2011, Ε.τ.Κ. Α΄179, ν. 4042/2012, Ε.τ.Κ. Α΄24, ν. 4052/2012, Ε.τ.Κ. Α΄41, ν. 4061/2012, Ε.τ.Κ., Α΄66, ν. 4070/2012, Ε.τ.Κ., Α΄80, ν.4071/2012, Ε.τ.Κ., Α΄85, ν. 4075/2012, Ε.τ.Κ Α΄89, ν. 4089/2012, Ε.τ.Κ Α΄ 206, ν.4128/2013, Ε.τ.Κ Α΄51, ν.4111/2013, Ε.τ.Κ. Α΄18, ν.4144/2013, Ε.τ.Κ. Α΄88, ν.4150/2013, Ε.τ.Κ Α΄102.

[10] Άρθρο 3παρ. 2 ν. 3852/2010

[11] Σημειώνεται ότι αντίστοιχη διάταξη περιλαμβάνει και ο ν. 3463/2006 για τον πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης.

[12] Η αναγκαιότητα συμμετοχής και των τοπικών αρχών για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, αναγνωρίζεται και από την Επιτροπή των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών. Συγκεκριμένα κατά την παρουσίαση των αρχών του ευρωπαϊκού αστικού χάρτη ΙΙ στη σύνοδο της Επιτροπής το Μάιο του 2008, η επιτροπή αναφέρεται στη τρίτη  αρχή του χάρτη τοπικής αυτονομίας για την ενεργό συμμετοχή των πολιτών, οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στη συζήτηση των τοπικών υποθέσεων και τη λήψη αποφάσεων με τη μορφή του δημόσιου διαλόγου, ώστε να εκφράζεται η άποψή τους για το «αστικό πολιτικό έργο», πρότεινε δε στις τοπικές και περιφερειακές αρχές, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, οι αποφάσεις των οργάνων «να διακατέχονται από ένα αίσθημα χωρικής δικαιοσύνης».

[13] Η αξιοποίηση των παραγωγικών πόρων δεν ευνοείται από ένα καθεστώς το οποίο διοικείται με κανόνες δημοσίου δικαίου, αλλά απαιτεί ευελιξία και εφαρμογή κανόνων της αγοράς. Η εφαρμογή κανόνων της αγοράς δεν ταυτίζεται με τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, αλλά έχει την έννοια της εφαρμογής των αντίστοιχων κανόνων, προκειμένου η διαχείριση να είναι πλέον ευέλικτη. Η δημιουργία εσόδων, αποτελεί δείγμα ορθής διαχείρισης, αξιοποιούνται δε, για την περαιτέρω εκτέλεση έργων κοινωφελούς χαρακτήρα στα όρια του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης που έχει ιδρύσει την αντίστοιχη επιχείρηση.

[14] Η κατάργηση της διάκρισης αποκλειστικών και συντρεχουσών αρμοδιοτήτων προβλέπεται με τις διατάξεις  ν.2218/1994, οπότε η τοπική αυτοδιοίκηση είχε τη δυνατότητα να ασκεί αρμοδιότητες του τομέα κοινωνικών υπηρεσιών, παιδείας, πολιτισμού, χωρίς την έγκριση της κεντρικής διοίκησης, στις οποίες μέχρι τότε είχε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί με την έγκριση της κεντρικής διοίκησης.

[15] Οι αναπτυξιακές εταιρίες προβλέπονται με τη διάταξη του άρθρου 252 παρ. 3βτου ν.3463/2006.

[16] Οι κοινωφελείς επιχειρήσεις προβλέπονται πρώτη φορά με το ν.3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων». Με τη διάταξη 269 ο νόμος προέβλεψε τη μετατροπή αμιγών επιχειρήσεων, οι οποίες είχαν ιδρυθεί κατά τις διατάξεις του π.δ 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας», σε κοινωφελείς επιχειρήσεις και απαγόρευσε να περιλαμβάνουν στο σκοπό τους εμπορικές δραστηριότητες. Ο ν. 3463/2006 προέβλεπε για την εμπορική δραστηριότητα μόνο την ίδρυση ανωνύμων εταιρειών με την πλειοψηφία της τοπικής αυτοδιοίκησης.

[17] Ο θεσμός, πάντως του δημοτικού ή περιφερειακού διαμεσολαβητή δεν βρήκε ανταπόκριση από τις τοπικές Αρχές. Τόσο οι δήμοι, όσο και οι περιφέρειες δεν εφάρμοσαν το θεσμό. Τούτο μπορεί να ερμηνευτεί και ως μια επιφύλαξη των αιρετών απέναντι σε ένα νέο θεσμό. Ωστόσο, εάν ένας θεσμός δεν δοκιμαστεί δεν μπορεί και να γίνει φανερή η επιτυχία ή αποτυχία του, ή ακόμη και οι πιθανότητες βελτίωσής του σε περίπτωση που παρατηρούνται ηθελημένα ή αθέλητα κενά του νομοθέτη.

[18] Έλεγχο στην τοπική αυτοδιοίκηση ασκούν αναλόγως των αρμοδιοτήτων τους, πλην των δικαστηρίων και οι λοιποί ελεγκτικοί μηχανισμοί όπως: Το Ελεγκτικό Συνέδριο, Ο Συνήγορος του Πολίτη, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 185 του νόμου για τη «Νέα Αρχιτεκτονική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης», 3852/2010, κάθε χρόνο σε ειδική συνεδρίαση του περιφερειακού συμβουλίου γίνεται ο απολογισμός πεπραγμένων της περιφερειακής αρχής σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος δράσης, την οικονομική κατάσταση και τη διοίκηση της περιφέρειας.

[19] Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση «τοπική αυτοδιοίκηση που δεν διαθέτει το απαραίτητο μέγεθος ή στερείται τους αναγκαίους για την εκπλήρωση της αποστολής τους πόρους ανθρώπινους και οικονομικούς, τείνει να εκφυλιστεί σε φορέα με συμβολικό ή διεκδικητικό χαρακτήρα».

[20] Στην εισηγητική έκθεση γίνεται αναφορά σε  διοικητικά συστήματα ευρωπαϊκών χωρών, προκειμένου να τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα «περιφερειακής αυτοδιοίκησης». Ως προς τη κατανομή των εσόδων βάσει της ευθύνης της διοίκησης υποθέσεων δημόσιου χαρακτήρα, που προβλέπεται σε κράτη της Ευρώπης δεν γίνεται αναφορά.

[21]    Να σημειωθεί, ότι έλεγχος στη τοπική αυτοδιοίκηση ασκείται, πλην των δικαστηρίων, και από: Το Ελεγκτικό Συνέδριο, τον Συνήγορο του Πολίτη, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 185 του νόμου για τη «Νέα Αρχιτεκτονική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης», 3852/2010, κάθε χρόνο σε ειδική συνεδρίαση του περιφερειακού συμβουλίου γίνεται ο απολογισμός πεπραγμένων της περιφερειακής αρχής σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος δράσης, την οικονομική κατάσταση και τη διοίκηση της περιφέρειας.

 

Αθανασία Β. Τριανταφυλλοπούλου

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αναπτυξιακών Θεσμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΤΕΙ Πελοποννήσου – Δικηγόρος.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Δημήτρης Π. ΣωτηρόπουλοςΠαγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες. © Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Aναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης  του ΤΕΙ Πελοποννήσου, Διευθυντής του Διιδρυματικού ΠΜΣ ΤΕΙ και Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Γραμματέας Σύνταξης της Νέας Εστίας.


 

«Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες»

 Εισήγηση στην Ημερίδα: «Τρία Χρόνια Διοικητικής Μεταρρύθμισης “Καλλικράτης”: εμπειρίες και προοπτικές», που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013.

 

Η Ομάδα Έρευνας για τη Δημόσια Διοίκηση & την Τοπική Αυτοδιοίκηση του ΤΕΙ Πελοποννήσου, έχοντας ήδη στο ενεργητικό της σειρά ερευνών, παρουσίασε στην ημερίδα του Άργους την προβληματική μιας τοπικής αυτοδιοίκησης που αναζητά σύγχρονους τρόπους ύπαρξης σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που φαίνεται να αλλάζει πολύ γρήγορα στο επίπεδο όχι μόνο των οικονομικών σχέσεων αλλά και των πολιτικών και διοικητικών σχέσεων και (αλληλ)εξαρτήσεων.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, μετά την εισήγηση του Θεόδωρου Ν. Τσέκου με τίτλο «Οι Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης: Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις», δημοσιεύει σήμερα την εισήγηση του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, «Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες», και θα ακολουθήσει η εισήγηση της  Αθανασίας Β. Τριανταφυλλοπούλου. Στις εισηγήσεις παρουσιάζονται οι σημαντικότερες πλευρές της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης «Καλλικράτης», τρία χρόνια μετά την υιοθέτησή της και τίθενται ερωτήματα που ακόμη και σήμερα, έξι χρόνια μετά και σε περίοδο βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης, είναι επίκαιρα και αναζητούν απάντηση.

 

 «Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες»

 

Έννοιες και μέθοδος

 

Σκοπός του άρθρου είναι να πραγματευτεί με έναν πιο στοχαστικό κι ελεύθερο τρόπο, τα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης της τυπικής (κρατικής) ή άτυπης (μη κρατικής ή διακρατικής ή ενωσιακής) εξουσίας εντός των οποίων παράγονται και λαμβάνονται σήμερα οι αποφάσεις, στο δυτικό κόσμο και όχι μόνο:

α) Σε ό,τι αφορά το επίπεδο του εθνικού κράτους, αυτό αποτελεί το πιο παραδοσιακό και πιο συμπαγές πλαίσιο παραγωγής δημόσιας πολιτικής (είναι και το μόνο από τα υπόλοιπα με πραγματική «κρατική κυριαρχία»), γεγονός, που σημαίνει ότι η αναμφισβήτητη συσσωρευμένη εμπειρία που ενυπάρχει σε αυτό, ιδίως μέσα από τους ισχυρούς κι επί αιώνες διαμορφωμένους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς τής δημόσιας διοίκησης, τού προσφέρει μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα προκειμένου να παράγει αποφάσεις ικανές να αντιμετωπίσουν τα πολύπλοκα ζητήματα της νέας εποχής. Αυτός ο βαρύνων παραδοσιακός του ρόλος θέτει, ωστόσο, και σαφείς  περιορισμούς καθώς δεν είναι πάντα ούτε επαρκώς προετοιμασμένος ούτε και πρόθυμος (οι εθνικισμοί είναι διαρκώς παρόντες, με τη μία ή την άλλη μορφή) να ανταποκριθεί στα κελεύσματα της μετα-νεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης.

β) ακολούθως, σε ό,τι αφορά το ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό αποτελεί το νέο κρίσιμο ρυθμιστικό πλαίσιο παραγωγής δημόσιας πολιτικής για τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης. Πρόκειται επί της ουσίας (και με έναν παράδοξο τρόπο) ταυτόχρονα για ένα «τοπικό/εθνικό» πλαίσιο (η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήθελε par principe να είναι ένα «κράτος» μέσα στο παγκόσμιο σύστημα) αλλά το οποίο λόγω του προαναφερθέντος ειδικού βάρους τού εθνοκρατικού επιπέδου, δυσκολεύεται να αναδειχτεί κι επισήμως σε ένα ενιαίο κράτος με ενιαία (και όχι συλλογική) πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση και σύστοιχους θεσμούς. Αυτή η εγγενής αντίφαση είναι που καθορίζει το εντελώς πρωτότυπο αλλά και συχνά αδύναμο πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται οι αποφάσεις και οργανώνονται οι πολιτικές, ενώ συνιστά και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του μοντέλου «κράτους» (που μένει διαρκώς να ορίζεται ο βαθμός και το εύρος κυριαρχίας του) και της διακυβέρνησης από τα οποία κανοναρχείται.

γ) τέλος, σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο επίπεδο, εκεί ένα πλήθος διεθνών οργανισμών, ομάδων κρατών (π.χ. G7, G10, G20), ισχυρών μη κυβερνητικών οργανώσεων,  κολοσσιαίων οικονομικών συμφερόντων με μεγάλη ελευθερία κινήσεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης (π.χ. κολοσσιαία funds), πολυεθνικών ΜΜΕ ή και μεμονωμένων προσώπων με παγκόσμια επιρροή (π.χ. μεγάλοι επενδυτές) συνθέτουν ένα εντελώς πολύπλοκο πλαίσιο παραγωγής αποφάσεων ή άσκησης επιρροής στα κέντρα αποφάσεων άλλοτε πολύτιμο για την υπέρβαση των τοπικών και εθνοκρατικών εμποδίων άλλοτε όμως άναρχο και χωρίς κανόνες – συνεπώς απρόβλεπτο και γεμάτο κινδύνους για τα κατά τόπους συμφέροντα, ιδίως των πιο αδύναμων. Ωστόσο, παρά τις σχετικές ουσιώδεις εννοιολογικές δυσκολίες που συνοδεύουν την έννοια, είναι δυνατή και απαραίτητη η περαιτέρω (διεπιστημονική) εννοιολογική επεξεργασία του προτύπου διακυβέρνησης που έχει εγκαθιδρυθεί στο παγκόσμιο επίπεδο, και των νέων παραμέτρων που εισάγει αυτό το πρότυπο σε αυτές καθαυτές τις πρακτικές διακυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα, σε μεγάλο βαθμό, καινοφανές πλαίσιο, στο μέτρο που οι αποφάσεις του και οι συνέπειές του διαπερνούν συχνά με πολύ μεγάλη ταχύτητα το εθνικό και το τοπικό επίπεδο, επηρεάζοντας καθοριστικά τις επιλογές των κατά τόπους κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της μετα-νεωτερικής δημόσιας διοίκησης (ενωσιακής, εθνικής, τοπικής) και του πολιτικού της πλαισίου να αντιμετωπίσουν τα εντελώς νέα ζητήματα που προκύπτουν από τις συνέπειες της «δεύτερης» παγκοσμιοποίησης (μετά την πρώτη, στα τέλη του 19ου αιώνα) που γνωρίζει ο σύγχρονος κόσμος (η πλημμελής έννοια της παγκοσμιοποίησης απαιτεί και η ίδια περαιτέρω εκλέπτυνση, προκειμένου να μας βοηθήσει να συλλάβουμε τις σύνθετες πραγματικότητες που την διαμορφώνουν).

Παρότι ο χώρος δεν επαρκεί εδώ για κάτι τέτοιο, θα  μπορούσε να πει κανείς ότι ως οδοδείκτη δύο από τα βασικά μεθοδολογικά προαπαιτούμενα μιας τέτοιας ανάλυσης θα ήταν: πρώτον να μελετηθούν τα σημεία συνάντησης και τομής των τριών αυτών επιπέδων και να επιχειρηθεί μια διερεύνηση των συνεπειών αυτής της σύμπλεξης στη λειτουργία τού καθενός από τούτα τα επίπεδα, ξεχωριστά. Ταυτόχρονα, δέον είναι να αποκαλυφθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις τους και να καταδειχτεί η σημασία της ετερογονίας των σκοπών (τα κέρδη σε ένα επίπεδο μπορεί να δημιουργούν ακούσιες απώλειες σε ένα άλλο κλπ), στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Kαι δεύτερον, κρίνεται ως απολύτως απαραίτητη η ανάδειξη του ειδικού βάρους της ιστορικής κληρονομιάς που φέρει το καθένα από αυτά, ιδίως μέσα από τη «βαριά» ιστορία τού 20ού αιώνα, προκειμένου να αναδειχτούν και τα όρια των προοπτικών τους στο ορατό μέλλον.

Είναι, τέλος, ιδιαιτέρως σημαντικό να αναλυθεί επισταμένως ο ρόλος του σημερινού ρευστού πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου που προσδιορίζει με πολλαπλούς τρόπους τη διαμόρφωση των αποφάσεων σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο, και την εν γένει λειτουργία των τεσσάρων αυτών επιπέδων. Για το λόγο αυτό, χρήσιμο είναι η όλη συζήτηση να ιδωθεί μέσα από το εννοιολογικό πρίσμα της «διαρκούς κρίσης του παγκόσμιου κοσμοσυστήματος» (I. Wallerstein) το οποίο θέτει ειδικούς περιορισμούς αλλά και νέες δυνατότητες στον τρόπο λειτουργίας και εξέλιξης των τοπικών και εθνικών κοινωνιών αλλά και των πολιτικών και διοικητικών ελίτ σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Πολύ συνοπτικά, αναφερόμαστε εδώ σε ένα κοσμοσύστημα, δηλαδή σε μια οργάνωση του παγκόσμιου καπιταλισμού και των συναφών του πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων, το οποίο βρίσκεται ήδη από τη δεκαετία του ’70 σε κρίση, και όπως φαίνεται θα αργήσει, για διάφορους λόγους, να ξαναβρεί, αν βρει ποτέ, ένα σημείο ισορροπίας ανάλογο με εκείνο που κατάφερε να επινοήσει την πρώτη μεταπολεμική «χρυσή» τριακονταετία της ανάπτυξης και του κράτους πρόνοιας, στο δυτικό κόσμο.

 

Τα τρία βασικά διακυβεύματα στο τοπικό επίπεδο

 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, αποδέκτες όλων των διαδικασιών είναι πάντα οι τοπικές κοινωνίες. Αυτές με ποιους όρους και με ποια «όπλα» παίρνουν μέρος σε αυτή την περίπλοκη διαδικασία; Θεωρητικά, σε ό,τι αφορά το τοπικό επίπεδο, τα διάφορα συστήματα τοπικής αυτοδιοίκησης διεθνώς και οι τοπικές κοινωνίες καλούνται εκ του ρόλου τους (συχνά, συνταγματικά κατοχυρωμένος) να πραγματώσουν, στον πιο πρωταρχικό και κρίσιμο βαθμό, την έννοια του συμμετοχικού πολίτη και μιας συμμετοχικής δημοκρατίας αλλά και να οργανώσουν έναν πιο αποτελεσματικό τύπο διοίκησης που θα μπορεί να επεξεργάζεται και να εφαρμόζει δημόσιες πολιτικές για μια ποικιλία όλο και πιο σύνθετων σκοπών αναφορικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη, την κοινωνική πολιτική, τη διαχείριση των απορριμμάτων κ.ά. Σημειωτέον, η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί ένα από τα πιο προκλητικά και λιγότερο (σε σχέση τουλάχιστον με τα άλλα τρία) μελετημένα θέματα, παρότι στο πεδίο της διανοίγονται πολύ μεγάλες δυνατότητες παρέμβασης στα μεγάλα ζητήματα της εποχής.

Ι) Συμμετοχική Δημοκρατία

Νομίζω τρία είναι τα κρίσιμα διακυβεύματα της συγκυρίας αυτής όσον αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση: πρώτον, η εμβάθυνση και εμπέδωση της δημοκρατίας, και νομίζω ότι είναι ο κατεξοχήν θεσμός που θα μπορούσε με ποικίλες δράσεις και με την υιοθέτηση διαφόρων πρακτικών που προβλέπονται ήδη από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, να συμβάλλει καθοριστικά σε αυτή την πρόκληση. Η συγκυρία ενδείκνυται καθότι η φιλελεύθερη κοινοβουλευτική Δημοκρατία όπως την ξέραμε μεταπολεμικά αμφισβητείται όλο και εντονότερα εξαιτίας της μετατροπής της (τουλάχιστον στην ελληνική μεταπολιτευτική της εκδοχή) σε κομματοκρατία – εννοώντας εδώ την παντοκρατορία κομμάτων-καρτέλ και την κυριαρχία «εξορυκτικών» ελίτ που τείνουν να υποτάσσουν το δημόσιο συμφέρον στο ιδιωτικό τους [1]. Δεν αναφέρομαι εδώ στη μετατροπή του σημερινού μοντέλου της Δημοκρατίας μας σε δημοψηφισματικού ή άμεσου χαρακτήρα, όπως υποστηρίζουν αρκετοί το τελευταίο διάστημα. Αντιθέτως αναφέρομαι σε πρακτικές που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε τοπικό επίπεδο από τις δημοτικές Αρχές με σκοπό την ενίσχυση της πολιτικής συμμετοχής, και την ανανέωση του ενδιαφέροντος των πολιτών για τις δημόσιες υποθέσεις με πιο ενεργητικό τρόπο. Ένα πρακτικό παράδειγμα, μόνο: μια ιδέα θα ήταν η ανάπτυξη μιας πατέντας καθημερινών δημόσιων δημοσκοπήσεων, με αυτόματα μηχανήματα διασπαρμένα σε κεντρικά σημεία της πόλης, τα οποία θα σφυγμομετρούν κάθε μέρα την τοπική κοινή γνώμη σε σχέση με συνεχώς ανανεούμενα ερωτήματα που θα τίθενται υπόψη των δημοτών. Θα πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια ηλεκτρονική κάλπη που θα ωθεί τους πολίτες να εκφράζουν την άποψή τους ει δυνατόν κάθε μέρα, πηγαίνοντας στις δουλειές τους ή την ώρα της βόλτας τους, και να αισθάνονται πιο ενεργοί πολίτες, χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια να ψηφίσουν κάποιους υποψήφιους τους οποίους δεν θα μπορούν να επηρεάζουν ή να ελέγχουν με κανένα τρόπο στο μεσοδιάστημα.

II) Διοικητική αποτελεσματικότητα

Ένα δεύτερο κρίσιμο σημείο είναι η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους πολίτες οι οποίοι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο κεντρικό κράτος. Ένα από τα προαπαιτούμενα γι’ αυτό είναι η καλύτερη στελέχωση των υπηρεσιών των δήμων και των περιφερειών – όταν βεβαίως το επιτρέψουν οι συνθήκες στο μέλλον. Κι εδώ καθοριστικός μπορεί να είναι ο ρόλος των ΑΕΙ, ιδίως τμημάτων με εξειδίκευση σε αυτό τον τομέα. Μου προξενούσε πάντοτε εντύπωση πως γίνεται οι τοπικές εξουσίες να μην έχουν στις περισσότερες των περιπτώσεων σαφή και ξεκάθαρη γνώση και εικόνα για το κοινωνικό προφίλ των δημοτών τους, για τους τοπικούς πληθυσμούς που διοικούν. Πώς γίνεται οι διοικούντες να μην γνωρίζουν τους «υπηκόους» τους [2]; Νομίζω ότι αυτή η εξειδικευμένη γνώση είναι εκ των ουκ άνευ προκειμένου να έχεις στοχευμένες δράσεις στους δήμους, και καθίσταται ακόμη πιο αναγκαίο όταν υπάρχει σπάνη χρηματικών πόρων, όπως σήμερα. Τα λίγα χρήματα που έχεις πρέπει να ξέρεις που θα πιάσουν περισσότερο τόπο, πως θα αξιοποιηθούν καλύτερα σε μια παρέμβαση του δήμου ή της περιφέρειας. Σε κολοσσιαίους μητροπολιτικούς δήμους όπως της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα, η καινούργια τάση είναι να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν, με βάση πολύπλοκες παραμέτρους, τα λεγόμενα μεγάλα δεδομένα (big data), δηλαδή τη συνδυαστική χρήση διαφορετικού είδους και κατηγορίας ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων τα οποία μέσα από τις πιθανές συσχετίσεις τους μπορούν να παράσχουν σύνθετες πληροφορίες και πρωτότυπες λύσεις για μια σειρά από προβλήματα της πόλης και των κατοίκων της [3]. Ταυτόχρονα, η διογκούμενη τάση της μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμού στα αστικά κέντρα, παγκοσμίως, γεγονός που έχει καταστήσει ορισμένες εξ αυτών ίδιου μεγέθους με ένα μεσαίο κράτος, έχει ωθήσει τις κατά τόπους διοικήσεις στην ανάπτυξη ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής με σκοπό π.χ. την προσέλκυση επενδύσεων ή  τη σύνδεση της «μέγα-πόλης» τους σε διάφορα παγκόσμια δίκτυα, λειτουργώντας έτσι παράλληλα ή και ανταγωνιστικά με την κεντρική διοίκηση του εκάστοτε εθνικού κράτους. Για όλα αυτά απαιτούνται, προφανώς, διακριτές διοικητικές δομές και ειδικές γνώσεις άρα και πολύ εξειδικευμένο και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό. Ωστόσο, τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από τέτοιες επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο – και υπάρχει πολύ τέτοιο κεφάλαιο αναξιοποίητο στην Ελλάδα – είναι εντυπωσιακά. Οι πλατείες, τα πάρκα και άλλες τέτοιες βασικές επενδύσεις υποδομών είναι φυσικά απαραίτητες, ωστόσο εκείνο που λείπει στην Ελλάδα και ιδίως στη δημόσια διοίκησή της είναι η πίστη στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στην επινοητικότητά του. Το υψηλού επιπέδου προσωπικό, μόνιμο ή μετακλητό που εδώ και χρόνια σχολάζει, για διαφόρους λόγους, και η άνοδος του επιπέδου του ίδιου του πολιτικού προσωπικού είναι εντελώς απαραίτητα προκειμένου οι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης να μπορέσουν να συνομιλήσουν και να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που παρέχει ο παγκοσμιοποιημένος μας κόσμος, και οι διεθνείς θεσμοί του, στο ενωσιακό επίπεδο φυσικά, αλλά όχι μόνο. Ο σύγχρονος κόσμος είναι πρωτίστως ένας κόσμος δικτύων, με άπειρες διακλαδώσεις εν δυνάμει [4]. Συγκροτούνται σε διάφορα επίπεδα, άτυπα κι επίσημα, και εκτείνονται από τα φυσικά πρόσωπα μέχρι την κοινωνία των πολιτών, τις επιχειρήσεις και τους ίδιους τους κρατικούς και τοπικούς θεσμούς. Η ένταξη στη δικτύωση αυτή αποτελεί και πρέπει να αποτελεί μία από βασικές προτεραιότητες ιδίως για χώρες και πληθυσμούς σαν της Ελλάδας που τοποθετούνται στη λεγόμενη ημι-περιφέρεια, όπως λέγαμε παλιά. Από αυτή την άποψη, η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια δυνητικά επωφελή διαδικασία ιδίως για χώρες και κοινωνίες με μικρότερες δυνατότητες, διότι τους επιτρέπει να συμμετάσχουν με πιο ισότιμους όρους στις ζυμώσεις τις σχετικές με τα σύγχρονα διακυβεύματα – διακυβεύματα που ενώ μπορεί να φαίνονται πλανητικής ή διεθνούς σημασίας, μπορεί να επηρεάζουν κι επηρεάζουν όντως τις τοπικές κοινωνίες. Συνεπώς, οι τοπικές εξουσίες και οι τοπικές κοινωνίες στην Ελλάδα πρέπει να μπορούν να ενταχτούν σε αυτές τις εθνικές και υπερεθνικές δικτυώσεις, και να αντλήσουν πιθανά οφέλη και καινούργιες εμπειρίες, ξεφεύγοντας από τις αγκυλώσεις και τους περιορισμούς του εθνοκρατικού επιπέδου. Από αυτή την άποψη, το «τοπικό» δεν είναι σήμερα αναγκαστικά περιοριστικό κι εσωστρεφές. Το πρόβλημα είναι πάντοτε ο τοπικισμός. Αλλά να έχουμε υπόψη μας ότι τελικά ο τοπικισμός (δηλαδή η αυτό-περιχαράκωση) οδηγεί σε μεγάλη εξάρτηση, κυρίως υλική, από το κεντρικό κράτος, ενώ η πραγματική χειραφέτηση των τοπικών κοινωνιών και εξουσιών μπορεί να γίνει ευκολότερη χάρη στην πλανητική δικτύωση. Σκέφτομαι εδώ το παράδειγμα των ομοσπονδιακών κρατιδίων της Ινδίας. Τα κρατίδια αυτά κρατούνταν επί δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της χώρας, σε καθεστώς υπανάπτυξης, βαλτωμένα στους σεκταριστικούς ανταγωνισμούς των καστών κλπ. Κι όμως, σήμερα, αρκετά από αυτά αποτελούν το βασικό μοχλό ανάπτυξης της χώρας, η οποία την τελευταία διετία καταγράφει συνολικά πολύ χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τις άλλες μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες. Ανεβάζουν δηλαδή το μέσο όρο της εθνικής οικονομίας που στην περιοχή της πρωτεύουσας, ας πούμε, πέφτει εξαιτίας της παγκόσμιας ύφεσης. Τι μεσολάβησε; Είναι κυρίως θέμα ποιότητας της πολιτικής ηγεσίας (νέοι ηγέτες εκτός του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος) και της πολιτικής τους βούλησης να επενδύσουν στην ανάπτυξη προσελκύοντας οι ίδιοι επενδύσεις. Φυσικά, διαθέτουν και τις αυξημένες εξουσίες που τους δίνει το ομοσπονδιακό σύστημα για να το κάνουν αυτό, όμως το σημαντικό είναι ότι η τοπική πολιτική ηγεσία πήρε την απόφαση να κάνει άλμα προς τα εμπρός αφήνοντας πίσω το παρελθόν των τοπικιστικών ανταγωνισμών, ανοίγοντας παράθυρο στο μέλλον. Και αν μη τι άλλο, είναι καλύτερο να αποτύχει κανείς παλεύοντας να αλλάξει τη μοίρα του παρά βουλιάζοντας στην ακινησία. Και η Τ.Α διαθέτει μετά τον «Καποδίστρια» και τον «Καλλικράτη» ένα πιο ενισχυμένο θεσμικό πλαίσιο δράσης, αν και πρέπει ταυτόχρονα να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της όσον αφορά την διοικητική αποτελεσματικότητα και τη διάφανεια.

ΙΙΙ) Ανάπτυξη (δικτύωση-επιχειρηματικότητα-ένταξη μεταναστών-περιβαλλοντική πολιτική)

Το τρίτο διακύβευμα είναι εκείνο που αφορά την ανάπτυξη, κι εδώ είναι πράγματι αναγκαία η συμπόρευση των τοπικών κοινωνιών με τον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη.

Νομίζω ότι τέσσερις είναι κυρίως οι τομείς όπου οι τοπικές κοινωνίες και οι τοπικές εξουσίες συναντώνται με τα παγκόσμια διακυβεύματα: στον τομέα της τεχνολογίας και τεχνογνωσίας κάθε είδους, στην επιχειρηματικότητα, στο μεταναστευτικό και στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Και τα τέσσερα αυτά έχουν διπλή όψη: μπορεί να είναι οχήματα ανάπτυξης και ευημερίας, μπορεί όμως να αποτελέσουν βαρίδια και παράγοντες υπανάπτυξης – εξαρτάται από το πώς θα τα χειριστούμε, εξ ου και είναι τόσο κρίσιμος ο ρόλος της τοπικής διακυβέρνησης και η ικανότητα και η ετοιμότητά της να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις. Να τα δούμε, όμως, με τη σειρά.

Στον τομέα της τεχνολογίας, η συνάντηση είναι εκ των ουκ άνευ. Η τεχνολογία επηρεάζει άτομα και θεσμούς με τον ίδιο καταλυτικό τρόπο, και η διείσδυσή της στην καθημερινότητά μας είναι παραπάνω από πασίδηλη. Άλλωστε, αυτή είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση για τη δικτύωση με τον «έξω κόσμο» για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Ωστόσο, εκείνο που πρέπει κυρίως να απασχολήσει τις τοπικές κοινωνίες προκειμένου να μπορέσουν να ξεφύγουν από τα στενά τους όρια είναι η χρήση μοντέρνας τεχνογνωσίας σε κάθε είδος δραστηριότητά τους, ιδίως όμως σε ό,τι αφορά τη διοίκηση. Και πάλι εδώ οι δυνατότητες σε σχέση με το παρελθόν είναι απείρως περισσότερες. Οι τοπικές εξουσίες μπορούν πολύ πιο εύκολα να εντοπίσουν και να αξιοποιήσουν την τεχνογνωσία τής σύγχρονης διακυβέρνησης, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι διαθέτουν κατάλληλο προσωπικό και ειδικούς συνεργάτες οι οποίοι να είναι εξοικειωμένοι ή ειδικευμένοι σε αυτά τα ζητήματα. Τα καλά νέα είναι – το είπαμε και πριν- ότι υπάρχουν όλο και περισσότεροι τέτοιοι ειδικοί στην χώρα μας από ό,τι στο παρελθόν, όταν τέτοια ζητήματα ήταν κτήμα αποκλειστικά μιας ελίτ. Επίσης, τα διάφορα ΑΕΙ που λειτουργούν στις κατά τόπους περιοχές συχνά μπορούν να αποτελέσουν καλούς συμβούλους ή αρωγούς. Οι πρακτικές τού σύγχρονου μάνατζμεντ και η συσσωρευμένη γνώση πάνω στο ζήτημα, σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες στις οποίες η πρόσβαση είναι όλο και πιο εύκολη και φθηνή, δίνουν μεγάλες δυνατότητες για την εφαρμογή προωθημένων τεχνικών αναφορικά με τη διαχείριση ποικίλων τοπικών προβλημάτων. Δεν νομίζω ότι χρειάζονται πάντοτε εκατομμύρια ευρώ για την επίλυση του ενός ή του άλλου τοπικού ζητήματος, αντιθέτως πιστεύω ότι η γνώση και η επαφή και με την ξένη εμπειρία μπορεί να γλυτώσει τις τοπικές διοικήσεις από περιττά έξοδα, ιδίως σήμερα σε καιρούς τέτοιας ένδειας στα δημόσια ταμεία. Φυσικά, υπάρχουν και τα κακά νέα που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι το ποσοστό των οικιακών συνδέσεων στο Διαδίκτυο, στην Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. (μόνο πάνω από Βουλγαρία και Ρουμανία) [5], κάτι που θέτει μεν αντικειμενικούς περιορισμούς στον παραπάνω συλλογισμό, από την άλλη όμως καθιστά την επένδυση αυτή ακόμη πιο επιτακτική.

Όσον αφορά το ζήτημα της επιχειρηματικότητας, οι τοπικές κοινωνίες επηρεάζονται άμεσα από την παγκοσμιοποίηση λόγω της μεγάλης ρευστότητας του παγκόσμιου εμπορίου και της διαρκούς γεωγραφικής μετεγκατάστασης των επενδυτών, του υψηλότατου ανταγωνισμού σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, της συχνής αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών και της συχνής απαξίωσης ολόκληρων κλάδων [6]. Αλλά κι εδώ, η υιοθέτηση και η εφαρμογή πολιτικών δημοσίων επενδύσεων που να αφορούν συνολικά μια περιφέρεια μπορούν να ενισχύσουν τη δυνατότητα των κατά τόπους επιχειρήσεων να προσαρμόζονται στη φοβερή σημερινή ρευστότητα των αγορών. Να επαναλάβω εδώ μόνο ότι η κρίση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στο καπιταλιστικό κοσμοσύστημα εν γένει, δεν φαίνεται να είναι κάτι άμεσα παροδικό, το οποίο θα έχουμε υπερβεί π.χ. σε μια 3ετία. Φαίνεται ότι αφορά πιο δομικούς μετασχηματισμούς του καπιταλισμού παγκοσμίως, και συνεπώς η μετάβαση αυτή θα κρατήσει αρκετά, ίσως και μια γενιά, σύμφωνα με αρκετές αναλύσεις [7]. Υπό αυτή την έννοια, καθίσταται ακόμη πιο σημαντική η εφαρμογή μιας συνολικής περιφερειακής στρατηγικής ως προς την οικονομική ανάπτυξη (κι εδώ μπορεί να είναι σημαντικός και ο ρόλος των ΑΕΙ χάρη στη γνώση τους και την ενδεχόμενη διεθνοποίησή τους), όπως και η ένταξη μιας περιφέρειας σε διεθνή εμπορικά δίκτυα, κάτι που εξηγήσαμε προηγουμένως.

Η παγκοσμιοποίηση σχετίζεται πάντως και με το μεταναστευτικό. Εδώ το πρόβλημα είναι μάλλον πιο σύνθετο ακόμη και από την υπέρβαση της ίδιας της οικονομικής κρίσης διότι εντέλει αφορά ανθρώπους και όχι αφηρημένα μεγέθη, και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς. Άρα και οι παρεμβάσεις σε υπερεθνικό ή τοπικό επίπεδο είναι πολύ πιο απρόβλεπτου αποτελέσματος. Έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με ένα «φυσικό» φαινόμενο όπως είναι η μετακίνηση πληθυσμών από το ένα μέρος στο άλλο, που γίνεται πάντα, στα χιλιάδες χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, για δύο λόγους βασικά, είτε κατακτητικούς είτε για λόγους ανάγκης. Εδώ έχουμε τη δεύτερη περίπτωση, και πράγματι τη μεγαλύτερη πίεση τη δέχονται οι τοπικές κοινωνίες οι οποίες καλούνται ακριβώς να διαχειριστούν ένα κατεξοχήν αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, τη μετακίνηση πληθυσμών από το ένα μέρος στο άλλο, και τη μετεγκατάστασή τους σε τόπους με τους οποίους συχνά δεν έχουν καμία προηγούμενη σχέση [8]. Είναι άρα ξένοι από όλες τις απόψεις. Σε αυτή την περίπτωση, οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να κάνουν το μειονέκτημά τους πλεονέκτημα. Δηλαδή, ενώ πράγματι για μια μικρή κοινωνία η είσοδος «ξένων» είναι πάντα μια μεγάλη αλλαγή για τα δεδομένα τής κατά κανόνα λιγότερο ανοικτής σε σχέση με μεγάλα αστικά κέντρα τοπικής κοινότητας, ωστόσο, ακριβώς λόγω των μικρών μεγεθών της, μια πόλη της περιφέρειας διαθέτει μεγαλύτερη ευελιξία στους τυπικούς και άτυπους μηχανισμούς ήπιας και ειρηνικής ενσωμάτωσης των μεταναστών στους κόλπους της. Και πάλι φυσικά εδώ είναι απολύτως αναγκαίο ιδίως για χώρες όπως η Ελλάδα που έγινε ξαφνικά από χώρα εξαγωγής εργατικού δυναμικού, χώρα εισαγωγής, να απευθυνθεί σε ειδικούς στα ζητήματα της μετανάστευσης. Πρέπει να αποδεχτούμε μια πραγματικότητα η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει: αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες των μεταναστών [9] ήρθαν για να μείνουν εδώ, και δεν υπάρχει τρόπος να εκδιωχθούν. Οι σημερινές δημοκρατίες δεν πρέπει να ανέχονται την ξενοφοβία και δεν επιτρέπεται να σπέρνουν το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, αντίκειται στην ίδια την ουσία τους και την ιδιοσυστασία τους. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντέδρασε με καθυστέρηση στο φαινόμενο του ρατσιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, αλλά πάντως αντέδρασε, και αυτό είναι σημάδι ότι έχει συνειδητοποιήσει το πρόβλημα. Δεν αρκεί βεβαίως η διάλυση ενός ρατσιστικού κόμματος για να εξαφανιστεί το πρόβλημα της ξενοφοβίας, μάλιστα σε μια ήπειρο, όπως η Ευρώπη, με μακρύ και ατιμωτικό παρελθόν στην καλλιέργεια των ρατσιστικών ιδεολογιών. Ας το συνειδητοποιήσουμε παρά ταύτα: οι οικονομικοί μετανάστες δεν μπορούν πλέον ούτε να γυρίσουν στην πατρίδα τους ούτε και να πάνε πουθενά αλλού, θα μείνουν εδώ και θα είναι συγκάτοικοί μας, όσο κι αν κάποιοι ενοχλούνται από την εξέλιξη αυτή. Και η εξαθλίωσή τους δεν είναι κακή μόνο για τους ίδιους είναι πάντα και για την κοινότητα που τους υποδέχεται. Συνεπώς, όσο ηπιότερα και ταχύτερα ενταχθούν αυτοί οι άνθρωποι στο βασικό Σώμα του πληθυσμού, τόσο λιγότερες θα είναι οι παρενέργειες από τη μετακίνησή τους σε τούτη εδώ την χώρα που είναι και γι’ αυτούς όσο άγνωστη είναι και η δική τους σε εμάς [10]. Κι εδώ, οι τοπικές Αρχές μπορούν να επιτελέσουν καίριας σημασίας έργο, μέσα από τα σχολεία (για να τους μάθουν τη γλώσσα), τις κοινωνικές υπηρεσίες (για να τους στηρίξουν στα βασικά), τις διοικητικές υπηρεσίες (για να τους καταγράψουν και να τους δώσουν υπόσταση πολίτη), μέσα από την κοινωνία των πολιτών και τις γειτονιές που θα έρθουν πιο κοντά και τους γνωρίσουν. Αυτά όλα γίνονται ευκολότερα, καλύτερα και βαθύτερα στις τοπικές κοινωνίες, και είναι βέβαιο ότι από αυτή την όσμωση θα βγουν κερδισμένες και οι ίδιες. Ξέρουμε πλέον πολύ καλά από την ιστορία ότι καμία χώρα δεν έχασε μακροπρόθεσμα από τους μετανάστες [11] (και κατά μια έννοια είμαστε όλοι μετανάστες αφού από κάπου ήρθαν οι γονείς μας και οι δικοί τους γονείς και πάει λέγοντας), με μια βασική προϋπόθεση: ότι τους πολίτες και τον εθνικό πληθυσμό θα τους συνέχει ο νόμος και οι θεσμοί της πολιτείας, και όχι το χρώμα τους ή οι πολιτισμικές τους συνήθειες.

Και τέλος, το μείζον ζήτημα του περιβάλλοντος, μια υπόθεση που όσο την επικαλούνται στο δημόσιο λόγο οι κυβερνήσεις και η κοινωνία στην Ελλάδα, τόσο την αγνοούν εντελώς επί της ουσίας, στο πρακτικό επίπεδο. Και οι δημοτικές Αρχές έχουν στο σημείο αυτό αμαρτωλό παρελθόν να παρουσιάσουν, αρκεί να αναφερθεί κανείς μόνο στους ΧΥΤΑ κλπ. Στην Ελλάδα που είναι μια χώρα της ύστερης ανάπτυξης δεν σχηματίστηκε ποτέ ισχυρό περιβαλλοντικό κίνημα, καθώς μέχρι πρόσφατα η Ελλάδα θύμιζε ένα απέραντο εργοτάξιο, και χτιζόταν από το ένα άκρο στο άλλο, συχνά δε άναρχα. Η τάση αυτή περιορίζεται σημαντικά όμως τα τελευταία χρόνια, και σε αυτό δεν φταίει μόνο η σημερινή κρίση. Συνεπώς, η συγκυρία προσφέρεται για την ανάπτυξη σχετικών ευαισθησιών, αν μη τι άλλο. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει βάσιμα επιχειρήματα για πολλά από όσα ισχυρίζονται ιδίως οι πιο όψιμοι οπαδοί της «οικολογίας» [12]. Ωστόσο, έχω πειστεί τα τελευταία χρόνια από τους ειδικούς επιστήμονες και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις ότι η απειλή της κλιματικής αλλαγής σε έναν κόσμο με ραγδαία αυξανόμενο πληθυσμό και μάλιστα με όλο και πιο αδηφάγες καταναλωτικές συνήθειες, πρέπει είναι μια βασική παράμετρος που να καθορίζει τις όποιες αναπτυξιακές πολιτικές. Και παρότι φυσικά η σχετική συζήτηση είναι τεράστια και εντελώς ανοικτή, το παράδειγμα της Γερμανίας, της πιο πράσινης χώρας στον κόσμο, δείχνει ότι η ανάπτυξη και μάλιστα μια ανάπτυξη που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βαριά βιομηχανία, μπορεί να είναι απολύτως συμβατή με το σεβασμό στο περιβάλλον, αρκεί η κοινωνία και οι πολιτικοί της να έχουν αναπτύξει τη σχετική κουλτούρα και να έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απειλής. Και πάλι εδώ, οι τοπικές κοινωνίες είναι οι πιο εκτεθειμένες στην κλιματική αλλαγή, πάρτε το παράδειγμα αγροτικών ή νησιωτικών περιοχών – η Ελλάδα έχει και από τα δύο- που είναι πολύ πιο απροστάτευτες απέναντι σε ακραία φυσικά φαινόμενα ή στην αλλαγή των κλιματικών συνθηκών. Υπό αυτή την έννοια, οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια σε διακυβερνητικό επίπεδο σχετικά με το θέμα αυτό, και η εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων είναι πρώτα και κύρια προς όφελος των πιο αδύναμων κρίκων, δηλαδή των τοπικών κοινωνιών. Αυτές είναι που πρέπει πρώτες να ενδιαφέρονται για το ζήτημα. Φυσικά, πρέπει να το κάνουν και πάλι βασισμένες στην γνώση των ειδικών επιστημόνων – όχι να θεωρούν τις ανεμογεννήτριες (κατεξοχήν εργαλείο φθηνής ενέργειας και πράσινης ανάπτυξης) ως κάτι απορριπτέο και να τις πολεμούν με κάθε μέσο -για να πω ένα μόνο παράδειγμα [13].

Τα τελευταία χρόνια, η αγγλόφωνη βιβλιογραφία έχει εισάγει τον όρο glocalization (global + local) [14] για να περιγράψει προϊόντα που παράγονται από εταιρείες διεθνοποιημένες οι οποίες όμως διαμορφώνουν με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο το προϊόν τους, προκειμένου αυτό να ταιριάζει στις επιμέρους τοπικές αγορές (π.χ. η Google). Θα έλεγα ότι οι ελληνικές τοπικές εξουσίες και κοινωνίες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την αντίστροφή διεργασία με τα «προϊόντα» της παγκοσμιοποίησης, και αναφέρομαι σε κάθε παράγωγο αυτής της εν εξελίξει διαδικασίας: να συνδιαλλαγούν δημιουργικά και στη βάση επεξεργασμένων πολιτικών από ειδικούς με τα παράγωγα της παγκοσμιοποίησης (π.χ. στους τέσσερις τομείς που θίχτηκαν παραπάνω) έτσι ώστε να διαμορφώσουν με τους δικούς τους όρους μια πραγματικότητα που να στηρίζεται μεν στις τοπικές ιδιαιτερότητες της κάθε κοινωνίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη τις διεθνείς τάσεις και τα μεγάλα διακυβεύματα του πλανήτη. Όπως διδάσκει και ο γνωστός εβραϊκός μύθος, τα όπλα του Δαυίδ μπορεί να είναι παραδοσιακά, όμως αν τα χρησιμοποιήσει με γνώση, μεθοδικότητα και στρατηγική μπορεί να κάνει τον Γολιάθ να τον λάβει σοβαρά υπόψη του.

 

 Υποσημειώσεις


 

[1] Μεταφράζω τον όρο extractive elite, τον οποίο δανείζομαι από τους D. Acemoglu – J.A. Robinson, Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity, and Poverty, Crown Publishers, Ν.Υ. 2012.

[2] Μια τέτοια περίπτωση είναι π.χ. το Σάο Πάολο, μια πόλη 11,3 εκατ. κατοίκων, R. TAVARES, Regional Security: The Capacity of International Organizations and Security in South America: The Role of States and Regional Organizations, Lynne Rienner, 2014.

[3] Κ. CUKIER –V.Μ. SCHOENBERGER, Big Data: A Revolution That Will Transform How We Live, Work, and Think, Houghton Mifflin Harcourt, 2013, και γενικά για τις πόλεις που έχουν «παγκοσμιοποιηθεί», S. Sassen (ed.), The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton University Press, 2001 updated 2nd ed.

[4] Βλ. τις μελέτες της S. Sassen, Global Networks, Linked Cities, Routledge: Taylor & Francis Group, 2002 και Cities in a World Economy, Pine Forge Press, 2012, updated 4th ed.

[5]Βλ.http://epp.eurostat.ec.europa.eu/statistics_explained/index.php/Information_society_statistics/el#.CE.A0.CE.B5.CF.81.CE.B1.CE.B9.CF.84.CE.AD.CF.81.CF.89_.CF.80.CE.BB.CE.B7.CF.81.CE.BF.CF.86.CE.BF.CF.81.CE.AF.CE.B5.CF.82_.CF.84.CE.B7.CF.82_Eurostat.

[6] El Mouhoub Mouhoud, Mondialisation et délocalisation des enterprises, La Découverte, Paris 2006.

[7] Η συζήτηση έχει ξεκινήσει από παλιότερα. Παρότι παλιά, η ανάλυση αυτή διατηρεί την αξία της και δείχνει ακριβώς πόσο καλά είχε διαβλέψει τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, βλ.  I. Wallerstein, «The rise and future demise of the World Capitalist System: Concepts for comparative analysis», Comparative Studies in Society and History, Vol. 16, Issue 4 (Sept. 1974), pg 387-415.

[8] Από τις πρόσφατες πολύ αξιόλογες συμβολές στο ζήτημα αυτό βλ. I. Γκόλντιν – Τζ. Κάμερον – Μ. Μπαλαρατζάν, Αυτοί δεν είναι σαν εμάς. Το παρελθόν και το μέλλον της μετανάστευσης (μτφρ Ε. Αστερίου), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013 [2011].

[9] Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού το 2011, οι αλλοδαποί που διαβιούν στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως καθεστώτος, υπολογίζονται σε περίπου 912.000, εκ των οποίων οι περίπου 700 χιλιάδες προέρχονται από χώρες εκτός της Ε.Ε., εκ των οποίων οι περίπου 200 χιλιάδες από χώρες εκτός Ευρώπης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αλλοδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα έχουν Αλβανική υπηκοότητα (52,7%), το 8,3% Βουλγαρική, το 5,1% Ρουμάνικη και ακολουθεί με 3,7% η Πακιστανική και 3,0% η Γεωργιανή. Το ποσοστό των Ελλήνων υπηκόων παραμένει συντριπτικά κυρίαρχο, ήτοι 91,6%. Υπό αυτή την έννοια, το πρόβλημα της πλήρους κοινωνικής ένταξης των μεταναστών δεν πρέπει να φαντάζει ακατόρθωτο διότι αφορά κυρίως Αλβανούς που δεν έχουν τόσο μεγάλες πολιτισμικές διαφορές από τους Έλληνες, ενώ ο αριθμός των υπολοίπων δεν είναι τόσο μεγάλος όσο παρουσιάζεται συχνά –ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ένας αριθμός μεταναστών δεν έχει απογραφεί από φόβο κλπ, βλ. http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/General/nws_SAM01_GR.PDF.

[10] Ό.π., σελ. 327-419.

[11] Τα οφέλη μπορεί να είναι πολλαπλά για την χώρα υποδοχής, όσον αφορά το δημογραφικό, το οικονομικό, το πολιτισμικό πεδίο, ό.π., σελ. 423-505.

[12] Βλ. ορισμένες πιο σκεπτικιστικές προσεγγίσεις αναφορικά με την κλιματική αλλαγή, Jean de Kervasdoue, Κι αν όλα όσα λένε οι οικολόγοι δεν είναι αλήθεια; (μτφρ Α. Μιχαηλίδης), Πόλις, Αθήνα 2010 και Λ. Λουλούδης, «Το φαινόμενο του Τρομοκηπίου. Το κλίμα αλλάζει συνεχώς, τα ‘ανθρώπινα’ σπανίως», Athens Review of Books, τχ 23 (Νοέμβριος 2011), σελ. 50-54.

[13] Πλήθος τα παραδείγματα από όλη την Ελλάδα, π.χ. την Κρήτη όπου οι κάτοικοι της Σπίνας, των Φλωρίων, των Παλαιών Ρουμάτων και του Σέμπρωνα επί χρόνια αντιστέκονται στην εγκατάσταση βιομηχανικού τύπου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην περιοχή τους, βλ. «Στο σκαμνί η “Αιολική Μουσούρων” για τις ανεμογεννήτριες στο Αποπηγάδι» (28/11/13),  http://www.efsyn.gr/?p=154729. Επίσης, στη Μάνη, «Όποιος τολμήσει να βάλει ανεμογεννήτριες στη Μάνη, θα τον παλουκώσουμε πάνω τους», (14/03/2012), http://www.iefimerida.gr/news (τελευταία επίσκεψη, Δεκέμβριος 2013). Βεβαίως, ανάλογες αντιδράσεις από τοπικά κινήματα αντίστασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για λόγους καθαρά τοπικιστικούς, θα βρει κανείς ακόμη και στη Γερμανία, «Not In Our Backyard: Popular Protests Put Brakes on Renewable Energy» (21/01/2010), http://www.spiegel.de/international/germany/not-in-our-backyard-popular-protests-put-brakes-on-renewable-energy-a-673023.html (τελ. επίσκεψη, Δεκέμβριος 2013).

[14] Habibul Haque Khondker, Globalization to Glocalization: Evolution of a Sociological Concept, Dept. of Sociology, National University of Singapore, 2004.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος,

Aναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης  του ΤΕΙ Πελοποννήσου, Διευθυντής του Διιδρυματικού ΠΜΣ ΤΕΙ και Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Γραμματέας Σύνταξης της Νέας Εστίας.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Θεόδωρος Ν. ΤσέκοςΟι Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης: Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις – © Θεόδωρος Ν. Τσέκος, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης  του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης  του ΤΕΙ Πελοποννήσου


 

«Οι Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης: Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις»

Εισήγηση στην Ημερίδα: «Τρία Χρόνια Διοικητικής Μεταρρύθμισης “Καλλικράτης”: εμπειρίες και προοπτικές», που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013.

 

Η Ομάδα Έρευνας για τη Δημόσια Διοίκηση & την Τοπική Αυτοδιοίκηση του ΤΕΙ Πελοποννήσου, έχοντας ήδη στο ενεργητικό της σειρά ερευνών, παρουσίασε στην ημερίδα του Άργους την προβληματική μιας τοπικής αυτοδιοίκησης που αναζητά σύγχρονους τρόπους ύπαρξης σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που φαίνεται να αλλάζει πολύ γρήγορα στο επίπεδο όχι μόνο των οικονομικών σχέσεων αλλά και των πολιτικών και διοικητικών σχέσεων και (αλληλ)εξαρτήσεων.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη δημοσιεύει σήμερα την εισήγηση του Θεόδωρου Ν. Τσέκου με τίτλο «Οι Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης: Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις» και θα ακολουθήσουν οι εισηγήσεις  των: Δημητρίου Π. Σωτηρόπουλου, και Αθανασίας Β. Τριανταφυλλοπούλου,  στις οποίες παρουσιάζονται οι σημαντικότερες πλευρές της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης «Καλλικράτης», τρία χρόνια μετά την υιοθέτησή της και τίθενται ερωτήματα που ακόμη και σήμερα, έξι χρόνια μετά και σε περίοδο βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης, είναι επίκαιρα και αναζητούν απάντηση.

 

«Οι Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης: Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις»

 

1. Η ποσοτική και ποιοτική βαρύτητα της αυτοδιοίκησης

 

Τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά η θέση της αυτοδιοίκησης στα πλαίσια των σύγχρονων πολιτικο-διοικητικών συστημάτων καθίσταται σταδιακά όλο και περισσότερο βαρύνουσα.

Από ποσοτικής πλευράς, αν σταθούμε στον ευρωπαϊκό και μόνο χώρο, βλέπουμε να υπάρχουν  στην Ευρώπη των 27 91.000 πρωτοβάθμιοι και  1.100 δευτεροβάθμιοι ΟΤΑ που καλύπτουν το 34% της συνολικής δημόσιας δαπάνης και το  16% του συνολικού ΑΕΠ αλλά και δημιουργούν το 50% της συνολικής δημόσιας απασχόλησης. Πρόκειται δηλαδή για φορείς δημόσιας δράσης με αξιοπρόσεκτο θεσμικό αλλά και οικονομικό εκτόπισμα.

Πέραν όμως του ποσοτικού εκτοπίσματος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης  αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία  είναι η ποιοτική διάσταση του θεσμικού και λειτουργικού της ρόλου. Ο ρόλος αυτός καθίσταται σταδιακά όλο και περισσότερο σημαντικός εξ αιτίας της εγγύτητας της Τ.Α. προς την τοπικότητα τόσο ως πεδίο χωρικής εξειδίκευσης, πρακτικής ανάδυσης και καθημερινής επίλυσης κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων όσο και ως πεδίο φυσικής παρουσίας του (ατομικού αλλά και συλλογικού) αποδέκτη των παραγόμενων δημοσίων υπηρεσιών: των ατόμων, των νοικοκυριών, των συλλογικοτήτων, των επιχειρήσεων, των κοινοτήτων.

Σημαντικές αποτυχίες στην άσκηση δημοσίων πολιτικών έχουν καταγραφεί διεθνώς λόγω ακριβώς του συγκεντρωτισμού των διαδικασιών σχεδιασμού και εφαρμογής τους. Βασική αιτία των εν λόγω αποτυχιών απετέλεσε η αυξημένη απόσταση του πεδίου σχεδιασμού από το πεδίο του προς επίλυση προβλήματος. Προσπάθειες αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών έγιναν προς δύο βασικές κατευθύνσεις:

Πρώτον, υπήρξε εκχώρηση αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος ούτως ώστε ο σχεδιασμός και η απόφαση να πραγματοποιούνται εγγύτερα στο πεδίο των επιπτώσεών τους.  Η εκχώρηση αυτή παίρνει την μορφή της αποσυγκέντρωσης  όταν οι αρμοδιότητες μεταφέρονται σε περιφερειακά κρατικά όργανα, δηλαδή σε φορείς η ηγεσία των οποίων δεν αποτελείται από τοπικά αιρετούς, ή της αποκέντρωσης όταν οι αρμοδιότητες μεταφέρονται σε αυτοδιοικούμενα όργανα, δηλαδή σε φορείς η ηγεσία των οποίων εκλέγεται τοπικά.  Η αρχή της επικουρικότητας είναι, στην γενικότητά της, προϊόν ακριβώς αυτής της δυναμικής προς αντιμετώπιση πιέσεων επί των μηχανισμών λήψης δημόσιων αποφάσεων και γενικότερα επί των θεσμών. Πιέσεων που αφορούν την επιτάχυνση και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας δράσης. Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή ως γνωστόν και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης νοούμενη ως  εκχώρηση της ευθύνης σχεδιασμού και ενέργειας στα όργανα που βρίσκονται εγγύτερα στα πεδία εφαρμογής του σχεδιασμού αυτού. Επί της αρχής οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί νομιμοποιούνται να παρεμβαίνουν μόνο όπου τα υποκείμενα θεσμικά επίπεδα, τοπικά και εθνικά, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα ή να αξιοποιήσουν μια ευκαιρία. Στην περίπτωση βέβαια των ενωσιακών θεσμών η ανάδειξη της έννοιας της επικουρικότητας, πέραν των τεχνικών της διαστάσεων, επιτελεί και μιά καθαρά πολιτική λειτουργία στοχεύοντας στην δημιουργία ισορροπιών και την εξεύρεση συμβιβασμών.

Η δεύτερη κατεύθυνση προς την οποία αναζητήθηκαν λύσεις είναι  η αφιεράρχιση.  Με τον όρο αυτόν σημαίνεται η μείωση των  ιεραρχικών διοικητικών επιπέδων ούτως ώστε να περιοριστεί η  μονοδιάστατη, ατελής και – υπό τις δεδομένες συνθήκες, αναποτελεσματική-  κάθετη επικοινωνία, δηλαδή η καθοδική κίνηση εντολών και η ανοδική κίνηση  αναφορών επί της εκτέλεσης και των αποτελεσμάτων των εντολών και, αντιθέτως,  να ενισχυθούν  οι οριζόντιες συντονιστικές λειτουργίες και οι  αντίστοιχοι επικοινωνιακοί μηχανισμοί.

Η έμφαση στις οριζόντιες λειτουργίες συνεπάγεται πιο πολλούς και περισσότερο ισότιμους μετόχους. Οδηγούμεθα έτσι στην έννοια του δικτύου, δηλαδή στην μη ιεραρχημένη, οριζόντια, λειτουργική διασύνδεση μιάς πληθώρας, κατά βάση ισότιμων, δρώντων υποκειμένων. Τέτοια δίκτυα μπορούν να έχουν κάθετο ή οριζόντιο χαρακτήρα. Η  κάθετη δικτύωση αναπτύσσεται μεταξύ υπερεθνικών, εθνικών και τοπικών μετόχων ενώ η οριζόντια μεταξύ φορέων δημόσιας δράσης που λειτουργούν παράλληλα και συμπληρωματικά στο ίδιο θεσμικό επίπεδο, π.χ. διϋπουργικά δίκτυα, τα οποία διασυνδέουν δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς οι οποίοι παρεμβαίνουν ή δραστηριοποιούνται στο ίδιο πεδίο, π.χ. κοινωνική ή αναπτυξιακή πολιτική. Τέλος μικτά δίκτυα συγκεντρώνουν μετόχους τόσο κάθετα όσο και οριζόντια, π.χ. δίκτυα ενωσιακών τομεακών πολιτικών.

Υπό την οπτική αυτή ως σχεδιαστές και παραγωγοί δημόσιας πολιτικής παύουν να θεωρούνται αποκλειστικά και μόνο οι θεσμικοί μέτοχοι δηλαδή οι δημόσιες υπηρεσίες, τα δημόσια βουλευόμενα σώματα και η πολιτικο-διοικητική στελέχωση. Παύει εξ  άλλου η παραγωγή δημοσίων πολιτικών να προσεγγίζεται μέσα από το παραδοσιακό δίπολο διοικούντες/αποφασίζοντες (κράτος, διοίκηση) έναντι διοικουμένων/συμμορφούμενων (κοινωνία πολιτών, επιχειρήσεις, πολίτες, συλλογικότητες). Εμφανίζονται νέες έννοιες και νέες αναλυτικές κατηγορίες όπως οι κοινότητες δημόσιας πολιτικής (policy communities) που συμπεριλαμβάνουν τόσο τους εκπροσώπους του  δημοσίου με την ευρεία έννοια, όσο και τους  εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, των   ομάδων δηλαδή που υφίστανται τις – θετικές ή αρνητικές – συνέπειες δεδομένης δημόσιας πολιτικής καθώς και οι μέτοχοι του προβλήματος ή της ευκαιρίας (stakeholders), έννοια που καλύπτει τους κάθε είδους ενδιαφερομένους ανεξάρτητα από τον θεσμικό τους ρόλο και αναγνωρίζει σε συμβολικό επίπεδο την ισοτιμία τους. Στα πλαίσια των «κοινοτήτων πολιτικής» βασικό παραγωγικό όργανο καθίσταται λοιπόν ο δημόσιος διάλογος μεταξύ των ισοτίμων μετόχων που υποκαθιστά την μονομερή επιβολή θέσεων της δημόσιας εξουσίας. Ο δημόσιος διάλογος συνιστά πλαίσιο διαπραγμάτευσης προς εξασφάλιση συναίνεσης και επιδίωξης αμοιβαίου οφέλους (Win-win model) όπου συνειδητά αναπτύσσονται περιθώρια ώστε όλοι οι μέτοχοι να αποκομίσουν στο μέτρο του δυνατού κάποιο όφελος από τις τελικές ρυθμίσεις μιάς δημόσιας πολιτικής, ρυθμίσεις που διασφαλίζονται μέσω συμφωνιών και όχι μέσω κανόνων (Deals not rules).

Οδηγούμεθα έτσι σταδιακά σε μία ριζική διαφοροποίηση του μοντέλου άσκησης δημοσίων πολιτικών. Στο παρελθόν τα ανώτερα ιεραρχικά επίπεδα και το κέντρο ελάμβαναν την απόφαση, ενώ τα κατώτερα ιεραρχικά επίπεδα και η περιφέρεια επωμίζονταν την εκτέλεση. Τώρα πλέον,  τα  ίδια τα συλλογικά δρώντα υποκείμενα τείνουν να μεταβληθούν: στην θέση των «ανώτερων» ιεραρχικά επιπέδων σταδιακά διαμορφώνονται «ευρύτερα» συναποφασίζοντα σχήματα και αντί για «κατώτερα» ιεραρχικά επίπεδα έχουμε «ειδικότερα» θεματικά ή τοπικά δίκτυα.

Στην παρούσα φάση δεν μπορεί, ασφαλώς, να μιλήσει κανείς για πλήρη αφιεράρχηση. Άλλωστε μια τέτοια έννοια, στην καθαρότητά της, είναι εντόνως ιδεοτυπική και μπορεί ως κοινωνική πραγματικότητα να μην υπάρξει ποτέ. Στον πραγματικό κόσμο καταγράφονται μίξεις, όπου οι κλασσικοί, ιεραρχικοί και ιεραρχημένοι, θεσμοί υφίστανται τις επιδράσεις «αφιεραρχικών» δυναμικών [1]  και καλούνται να προσαρμοστούν σ’ αυτές ως προς τις θεσμικές και ως προς τις  λειτουργικές τους διαστάσεις. Κατ’ αυτή την έννοια οι κεντρικοί θεσμοί – με την διευρυμένη και συμμετοχική φυσιογνωμία που σταδιακά αποκτούν – επωμίζονται τον γενικό σχεδιασμό της επιθυμητής  κατάστασης (διαμόρφωση των σκοπούμενων επιπτώσεων [impacts]  και των ευρύτερων εκροών [outcomes] των δημοσίων πολιτικών),  τον καθορισμό των  γενικών προδιαγραφών αποτελεσμάτων και διαδικασιών,   την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, την κατανομή και την αναδιανομή των πόρων όπου αυτό απαιτείται. Αντίθετα τα ιεραρχικά υποκείμενα επίπεδα με την διοικητική έννοια (εκτελεστικές διοικητικές υπηρεσίες υποκείμενες αποφασιζόντων πολιτικών οργάνων) αλλά και οι τοπικές οντότητες αναλαμβάνουν την προετοιμασία των αποφάσεων με συλλογή επεξεργασία και διάχυση δεδομένων και πληροφοριών, την εξειδίκευση των προδιαγραφών προς υλοποίηση (τοπικός και τομεακός σχεδιασμός) αλλά και την παροχή των υπηρεσιών μέσα από τις οποίες εμπεδώνεται η άσκηση δεδομένης πολιτικής (π.χ. εκπαιδευτικές ή κοινωνικές υπηρεσίες).

 

2. Τοπικός σχεδιασμός και συμμετοχή

 

Ο δημόσιος σχεδιασμός στρατηγικού χαρακτήρα υπήρξε  ιστορικά καθοδικός. [2] Σταδιακά ωστόσο άρχισε να αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο η σημασία του τοπικού  – και κατ’ επέκταση του ανοδικού – σχεδιασμού. Ο καθοδικός χαρακτήρας διασφαλίζει κατ΄ αρχήν ένα –απαραίτητο – ελάχιστο κοινών κατευθύνσεων και προδιαγραφών. Το ελάχιστο αυτό πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι αποδεκτό από τους – υποκείμενους – φορείς που πρόκειται να  εμπλακούν στην υλοποίησή του, άρα να είναι συμπεφωνημένο. Οι άνωθεν προερχόμενες κατευθύνσεις και προδιαγραφές  δεν μπορεί παρά να είναι γενικές, στοχεύοντας στη διασφάλιση μιάς ελάχιστης ομοιογένειας του επιπέδου των παρεχομένων δημοσίων υπηρεσιών. Άρα πάντοτε θα υπάρχει χρεία εξειδίκευσης και προσαρμογής τους στις τοπικές συνθήκες. Η εξειδίκευση αυτή αποτελεί αντικείμενο του τοπικού σχεδιασμού.

Η καθοδικότητα, εξ άλλου, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον κρατισμό. Δεν συνεπάγεται δηλαδή αυτονόητα ότι οι γενικές κατευθύνσεις και προδιαγραφές δεδομένου πεδίου πολιτικής πρέπει απαραιτήτως να καθορίζονται από κρατικά όργανα. Το υπερκείμενο αποφασίζον όργανο μπορεί να είναι αντιπροσωπευτικό και εμμέσως αιρετό, εκφράζοντας έτσι τη συλλογική βούληση των αιρετών σωμάτων και οργάνων του χαμηλότερου επιπέδου. Μια τέτοια προσέγγιση εμπεδώνει ακριβώς την φιλοσοφία του ανοδικού (bottom-up)  σχεδιασμού. Μπορεί επίσης, σε μια περισσότερο ρεαλιστική και λιγότερο ιδεοτυπική προσέγγιση, ένα τέτοιο συλλογικό όργανο ανοδικά συγκροτούμενο – αυτοδιοικητικό –  να μετέχει στον κεντρικό σχεδιασμό από κοινού και εκ παραλλήλου με τις κρατικές δομές.

Εκείνο που σίγουρα διασφαλίζεται καλύτερα δια του τοπικού σχεδιασμού είναι η πληρέστερη συμπερίληψη στις παραγόμενες πολιτικές των εκπεφρασμένων αναγκών των δυνητικών χρηστών, δεδομένου ότι σε τοπικό επίπεδο οι πληθυσμοί είναι μικρότεροι και περισσότερο ομοιογενείς άρα οι απόψεις τους μπορούν να καταγραφούν σε υψηλότερο βαθμό λεπτομέρειας και εξειδίκευσης. Έτσι οι τοπικές ιδιαιτερότητες και τα προβλήματα που αυτές τυχόν προκαλούν αναδεικνύονται αμεσότερα αλλά και η αντιπροσωπευτικότητα διασφαλίζεται ευκολότερα περιορίζοντας την ανάγκη διαμεσολάβησης. Αυτό επιτυγχάνεται στο μέτρο που οι απόψεις των εμπλεκομένων μπορούν να καταγράφονται άμεσα δια της συμμετοχής τους σε ανοικτές διαβουλεύσεις, τοπικά δημοψηφίσματα, πάνελ πολιτών, κυλιόμενες τοπικές έρευνες σε διευρυμένο δείγμα ή σε ορισμένες περιπτώσεις και στο σύνολο του πληθυσμού κ.λπ.

Ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος η συμμετοχή να είναι προσχηματική και να εκφυλίζεται σε διαδικαστική υπόθεση που απλώς στοχεύει στην τυπική νομιμοποίηση προειλημμένων αποφάσεων. Στην χώρα μας από την δεκαετία του ’80 υπάρχει μεγάλη εμπειρία ψευδο-συμμετοχικών τελετουργικών. Για να παραμείνει ουσιαστική και να αποτελέσει εργαλείο ποιοτικής βελτίωσης του δημόσιου σχεδιασμού η συμμετοχή χρειάζεται να εμπλέξει το μέγιστο δυνατό αριθμό προσώπων και ομάδων προερχομένων από τον πληθυσμό-στόχο, επιλύοντας τρεις τύπους προβλημάτων: (α) τη διαμεσολάβηση, που καθιστά τη συμμετοχή υπόθεση των επαγγελματιών της εκπροσώπησης (β) τη συμβολική απόσταση από τα κέντρα λήψης αποφάσεων του ευρέως κοινού (και ακόμη περισσότερο των μειονεκτουσών ομάδων που αποτελούν σήμερα κατά τεκμήριο τους βασικούς αποδέκτες των κοινωνικών πολιτικών), το φόβο δηλαδή των φυσικών υποκειμένων ότι η διαδικασία τους υπερβαίνει και (γ) την ανάγκη εξειδικευμένων τεχνικών γνώσεων προκειμένου να καταστούν κατανοητά τα διακυβεύματα.

Όπως προελέχθη στην αντιμετώπιση του πρώτου από τα προβλήματα αυτά συμβάλει καθ’ αυτό το γεγονός ότι ο σχεδιασμός σε τοπικό επίπεδο διευκολύνει την  άμεση συμμετοχή και περιορίζει την ανάγκη διαμεσολάβησης. Για την επίλυση του δεύτερου από τα ανωτέρω προβλήματα απαιτείται ένα στοχευμένο και μακρόχρονο πρόγραμμα προετοιμασίας που θα περιλαμβάνει ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των δυνητικών χρηστών, παροχή δυνατοτήτων εναλλακτικής τεκμηρίωσης καθώς και ανάπτυξη δεξιοτήτων δημόσιας διαβούλευσης, χρήσης τεχνικών συμμετοχικής λήψης αποφάσεων και επίλυσης συγκρούσεων (όπως μεθοδολογίες Delphi, Cogniscope κ.λπ.).

Τέλος ο τρίτος τύπος προβλημάτων μπορεί να αντιμετωπισθεί με επεξεργασίες  που απλουστεύουν και συστηματοποιούν την πρόσληψη των κοινωνικών προβλημάτων και ευκαιριών, αναδεικνύοντας τα κρίσιμα διακυβεύματα με όρους καθημερινότητας και καθιστώντας την κατανόησή τους υπόθεση και μη ειδικών, όπως δόμηση προβλήματος, εννοιολογική/ ορολογική εξομάλυνση, ταξινόμηση εναλλακτικών, διαφανής και δομημένη διαδικασία λήψης αποφάσεων με χρήση τεχνικών όπως αυτές που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο.

 

3. Οι ΟΤΑ ως μηχανισμοί άσκησης δημόσιας πολιτικής: μέθοδοι προσέγγισης

 

Βάσει των ανωτέρω θεωρητικών και μεθοδολογικών αντιλήψεων φαίνεται ότι δεν έχει πλέον νόημα να προσεγγίζονται αναλυτικά και μεθοδολογικά τα αυτοδιοικητικά προβλήματα μέσα από την ανάδειξη των θεσμικών ιδιαιτεροτήτων και της αυτονομίας των ΟΤΑ έναντι της κεντρικής εξουσίας. Στην Ελλάδα ανιχνεύεται  μια παρόμοια τάση αναγόμενη στην ιστορία των σχέσεων Κράτους – Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οφειλόμενη στην προσπάθεια των ΟΤΑ να διευρύνουν θεσμικά και να  ασκήσουν εμπράκτως τον ρόλο τους. Ωστόσο η διερεύνηση της σημασίας που η τοπικότητα  – αλλά και η «περιφερειακότητα» –  αποκτούν στις σύγχρονες κοινωνίες και η κατανόηση της δυναμικής που εξ αυτού ακριβώς του γεγονότος αποκτά διεθνώς η αυτοδιοίκηση μπορεί να μας πείσει ότι η λύση δεν πρέπει να αναζητείται στην αντίστιξη αλλά στην σύνθεση, στην σύνθεση του κέντρου και της τόπου, της καθοδικότητας και της ανοδικότητας. Άλλωστε η σύντομη ματιά στην ευρωπαϊκή εμπειρία που επιχειρήθηκε στο ανα χείρας κείμενο καταδεικνύει ότι το διακύβευμα μοιάζει πλέον να είναι λιγότερο η σχέση και οι εντάσεις ανάμεσα στο κράτος και την αυτοδιοίκηση και περισσότερο εκείνες ανάμεσα στο εμπορευματικό και το δημόσιο αγαθό και, συμπληρωματικά, ανάμεσα στην αγορά και την αναδιανομή.

Απαιτείται λοιπόν μια προσέγγιση διαφορετική,  επικεντρωμένη στην συμμετοχή των ΟΤΑ στην άσκηση της εν όλω δημόσιας δράσης. Δράσης νοούμενης ως συνόλου αλυσίδων δημόσιας πολιτικής οι κρίκοι των οποίων συγκροτούνται από δρώντα υποκείμενα που εδράζονται σε επίπεδα διαδοχικά: το υπερεθνικό, το εθνικό, το περιφερειακό, το τοπικό και σε πεδία όμορα  και συνδεδεμένα: τους δημόσιους θεσμούς και την κοινωνία των πολιτών. Άλλωστε « […] Τα μεγάλα προβλήματα και οι ενέργειες αντιμετώπισής τους σπανίως σέβονται τα οργανωσιακά σύνορα. Αντιθέτως τέμνουν  κάθετα και οριζόντια τα διοικητικά επίπεδα, τους τομείς αρμοδιότητας και τις οργανωσιακές μονάδες. Για να αντιμετωπισθούν λοιπόν οι σύγχρονες προκλήσεις δημιουργείται ανάγκη για νέους κατευθυντήριους μηχανισμούς επικεντρωμένους σε ευρύτερα κοινωνικά αποτελέσματα». [3]

Η  υπό το ανωτέρω πρίσμα διερεύνηση της υφιστάμενης κατάστασης, της δυναμικής και των προοπτικών της τοπικής αυτοδιοίκησης στον ευρωπαϊκό χώρο, απαιτεί σύνθετα εννοιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία. [4] Πρώτον, καθίσταται αναγκαία η μελέτη των θεσμικών εξελίξεων με βάση την υπόθεση ότι η εκάστοτε υφιστάμενη κατάσταση επικαθορίζει την επερχόμενη, υπόθεση που αποτυπώνεται στην έννοια της «εξάρτησης από την διαδρομή» (path-dependence). [5] Δεύτερον, απαιτείται ο προσδιορισμός και η κατανόηση των συμπεριφορών των δρώντων υποκειμένων (θεσμικοί παίκτες, ομάδες συμφερόντων και πίεσης) τα οποία αναπτύσσουν διεκδικήσεις και συγκροτούν στρατηγικές, οδηγούμενα σε συμμαχίες και αντιπαραθέσεις. [6] Τρίτον, είναι απαραίτητο να μελετηθούν οι αντιλήψεις που διαμορφώνουν το πλαίσιο κατανόησης και ανάλυσης εκ μέρους των δρώντων υποκειμένων των δεδομένων συνθηκών, των σκόπιμων και εφικτών επιδιώξεων και της κατάλληλης δράσης οδηγώντας σε αποφάσεις και ενέργειες. Το πλαίσιο αυτό παράγεται μέσα από διεργασίες δημόσιου διαλόγου και επιχειρηματολογίας που οδηγούν στην διαμόρφωση και νομιμοποίηση λύσεων και επιλογών. Ο διάλογος αυτός «περί τις πολιτικές» συνιστά ταυτόχρονα ένα πεδίο αντιπαράθεσης με στόχο την κυριαρχία των νομιμοποιητικών επιχειρημάτων και την προώθηση επιλογών. Η κυριαρχία των επιχειρημάτων οδηγεί στην επιβολή λύσεων αφού κατά κανόνα «κυρίαρχη άποψη είναι η άποψη του κυρίαρχου» [7] υπό την διπλή έννοια του ότι είτε ο εκάστοτε «κυρίαρχος» – δηλαδή ο ισχυρότερος δρών δεδομένου πεδίου- επιβάλλει  την άποψή του, είτε η άποψη η οποία θα επιβληθεί, επειδή θα υπαγορεύσει δεδομένες επιλογές και πρακτικές, καθιστά τον φορέα της «κυρίαρχο».

Άξιο παρατήρησης σε συνάρτηση με τον εξελισσόμενο ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι ένα ακόμη φαινόμενο: αυτό της μίμησης των τρόπων δημόσιας οργάνωσης και άσκησης δημοσίων πολιτικών. Η θεσμική και οργανωσιακή μίμηση είναι φαινόμενο το οποίο και έχει απασχολήσει από ετών την ερευνητική κοινότητα της πολιτικής και διοικητικής επιστήμης, αλλά και παραμένει επίκαιρο, ειδικά στα πλαίσια του Ενωσιακού εγχειρήματος, για ευνόητους λόγους. Το φαινόμενο αυτό έχει αποκληθεί  «θεσμικός μιμητισμός». [8] Ο Darbon ορίζει τον θεσμικό μιμητισμό ως μαζική μεταφορά, εξωτερικών θεσμών αποσπασμένων από το γενεσιουργό τους περιβάλλον και αυθαίρετα αναδομημένων με στόχο την ενσωμάτωσή τους σε ένα περιβάλλον διαφορετικό όπου θα υπαχθούν στις πολιτικές στρατηγικές των ανταγωνιζόμενων ελίτ της χώρας εισαγωγής. [9]

Η προσέγγιση του μιμητισμού επιτρέπει την αποτελεσματική ανάλυση σε ενωσιακό επίπεδο,  των διαδράσεων μεταξύ των προηγμένων εθνικών πολιτικο-διοικητικών συστημάτων και εκείνων που, όπως το ελληνικό, βρίσκονται σε αναζήτηση τρόπων βελτίωσης – και ειδικότερα των αυτοδιοικητικών υποσυνόλων τους.  Οι  αναλύσεις του μιμητικού φαινομένου υπογραμμίζουν γενικά την μη αναλογική αλλά στρεβλά προσαρμοσμένη και «χρηστική» λειτουργία των επείσακτων θεσμών στο πεδίο υποδοχής τους .

Η συμμετοχή των ελληνικών ΟΤΑ σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα επιβεβαιώνει τις εν λόγω παραδοχές. Η διεκδίκηση ευρωπαϊκών κονδυλίων επέβαλε, την υιοθέτηση προηγμένων τεχνικών προγραμματισμού: σύνταξη τεχνικών δελτίων, εκπόνηση μελετών επιπτώσεων, πραγματοποίηση αναλύσεων SWOT και αναλύσεων κινδύνου κ.λπ. Η ενσωμάτωση όμως των τεχνικών αυτών στις πρακτικές φορέων της ελληνικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπήρξε προσχηματική. Συνήθως τηρούνται οι τύποι, επειδή  συνιστούν προϋπόθεση της χρηματοδότησης, σπανίως όμως και η ουσία. Η σύνδεση, δηλαδή, των δράσεων με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους η παρακολούθηση των ενεργειών βάσει χρονοδιαγραμμάτων, η διόρθωση των αποκλίσεων ή η τροποποίηση του προγράμματος και η τελική αξιολόγηση βάσει μετρήσεων της ποιοτικής και ποσοτικής αποτελεσματικότητάς του, δεν αποτελούν τον κανόνα στις πρακτικές προγραμματισμού των ΟΤΑ. Στην πράξη εκείνο που συνέβη δεν είναι η προσαρμογή των ελληνικών τρόπων προγραμματισμού και ελέγχου στις ενωσιακές μεθόδους αλλά ακριβώς το αντίθετο: η αφομοίωση των επείσακτων μεθοδολογιών από τις εγχώριες διοικητικές και αυτοδιοικητικές πρακτικές. [10]

 

4. Ευρωπαϊκές εξελίξεις και ελληνικές προοπτικές στον ρόλο της αυτοδιοίκησης

 

Αυτό που η τρέχουσα έρευνα καταγράφει σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι μια   σαφής τάση  επαναφοράς στον κορμό των OTA αρμοδιοτήτων, δραστηριοτήτων και υποδομών που είχαν «απωλέσει» από τις δεκαετίες του ‘80 και μετά, τόσο μέσω της   «εταιριοποίησης» όσο και της ιδιωτικοποίησης. Στην πρώτη περίπτωση αρμοδιότητες που είχαν εκχωρηθεί σε αυτοδιοικητικούς μεν φορείς εταιρικής όμως νομικής μορφής  επανέρχονται εντός του κορμού της δημοτικής υπηρεσίας. Στην δεύτερη περίπτωση οι δημοτικές αρχές ανακτούν δια της επαναγοράς φορείς που είχαν ιδιωτικοποιηθεί ή αποκτούν εταιρείες που δημιουργήθηκαν από ιδιωτικά κεφάλαια προκειμένου να δραστηριοποιηθούν σε κλάδους τοπικών υπηρεσιών. Η τάση αυτή άπτεται ενός ευρύτατου φάσματος υπηρεσιών τοπικού χαρακτήρα. Ο Hall [11] απαριθμεί έξι κλάδους όπου καταγράφεται στην Ευρώπη δυναμική «επαναδημοτικοποίησης»: ύδρευση, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, συγκοινωνίες, διαχείριση απορριμμάτων, καθαριότητα και κοινωνική κατοικία. Ερευνητές όπως ο Hellmut Wollmann και ο Gérard Marcou ομιλούν περί φαινομένου «επαναδημοτικοποίησης» (remunicipalization) των τοπικών υπηρεσιών δημοσίου ενδιαφέροντος, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τις διαδοχικές μεταπτώσεις του ρόλου των ΟΤΑ στην παραγωγή και παροχή υπηρεσιών δημοσίου ενδιαφέροντος ως κίνηση εκκρεμούς μεταξύ αγοράς και δημόσιου αγαθού. [12]

Ένα ενδιαφέρον μεθοδολογικό αλλά και πρακτικό ζήτημα αφορά την  κατεύθυνση της κίνησης του εκκρεμούς, υπό την έννοια των ενδεχομένων επιπτώσεων της κρίσης επί της  αναπτυχθείσας στην Ευρώπη τάσης «επαναδημοτικοποιήσεων».  Η τάση αυτή εμφανίσθηκε παράλληλα με την παρακμή της μεθοδολογίας του Νέου Δημοσίου Μάνατζμεντ και την γενικότερη υποχώρηση των αντίστοιχων διοικητικών πρακτικών. Ωστόσο την τελευταία πενταετία καταγράφονται ισχυρές ενδείξεις ότι οι πρακτικές αυτές επανέρχονται με αιτιολογία τα δημοσιονομικά προβλήματα, την αδυναμία χρηματοδότησης των δημοσίων δραστηριοτήτων και την μείωση του χρέους. Παρατηρούμε εκ νέου και ιδιαίτερα στις περισσότερο εκτεθειμένες στο χρέος χώρες – αλλά όχι μόνο- εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, περιορισμό κρατικών και αυτοδιοικητικών λειτουργιών, συρρίκνωση ή κατάργηση δημοσίων φορέων. Πρόκειται άραγε για επιστροφή του εκκρεμούς  προς την κατεύθυνση της αγοράς ή παρακολουθούμε ένα απλό επεισόδιο παροδικής επιβράδυνσης της πορείας του προς την επανεπιβεβαίωση του δημόσιου αγαθού; Ο χρόνος και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν ακόμη μιαν οριστική απάντηση. Η Ελλάδα, ωστόσο, δεδομένου ότι, για ιστορικο-πολιτικούς λόγους, την αμέσως προηγούμενη φάση – που οριοθετείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 – δεν ακολούθησε την κυρίαρχη ευρωπαϊκή τάση των ιδιωτικοποίησεων και στρέφεται μόλις τώρα προς αυτές, μοιάζει μάλλον να κινείται στην αντίστροφη φορά του ευρωπαϊκού εκκρεμούς.

 

Υποσημειώσεις


[1] Η ίδια η Ε.Ε. αναπτύσσει από την φύση της τέτοιες δυναμικές: στα πλαίσιά της υφίσταται θεσμική ισοτιμία – όχι στενά συμβολική αλλά με σημαντικές λειτουργικές και πολιτικές συνέπειες- μεταξύ δρώντων υποκειμένων [εθνικά κράτη] με βαθμό ισχύος τόσο άνισο, που θα ήταν αδιανόητη σε οποιαδήποτε άλλη ιστορική περίοδο –βλ. πχ την δημιουργία του Ηνωμένου Βασιλείου και τις  θεσμικές (αν) ισορροπίες μεταξύ των συστατικών του οντοτήτων: ενώ η πληθυσμιακή αναλογία μεταξύ Αγγλίας και Σκωτίας ήταν 5:1 η  «θεσμική» τους αναλογία (αντιπροσώπευση στα βουλευόμενα και αποφασίζοντα σώματα) ήταν 10:1.

[2] Βλ. ενδεικτικά Bryson John, (2011), Strategic Planning for Public and Nonprofit Organizations: A Guide to Strengthening and Sustaining Organizational Achievement. , Jossey-Bass, 4η έκδ., 576 σελ., Steiss Alan-Walter,(2003),  Strategic management for Public and Non Profit Organizations, Marcel Dekker, 438 σελ., Courtney Roger , (2002), Strategic Management for Nonprofit Organizations, Routledge, 336 σελ.

[3] Christensen Tom, Lægreid Per (2011), “Post-NPM Reforms: Whole of Government Approaches as a New Trend”, σε Groeneveld, Sandra, Van De Walle Steven (επιμ.) New Steering Concepts in Public Management, Emerald Group Publishing Limited, σ.σ.11-24

[4] Wollmann Hellmut, (2011), “Provision of Public Services in European Countries”, Croatian and Comparative Public Administration, 11 (4), σσ. 889–910

[5] Pierson, P. (2000), “Increasing returns, path dependence, and the study of politics”, American Political Science Review, σσ 251-267.

[6] βλ. σχετικά Scharpf F.W. (1997), Games Real Actors Play: Actor-Centered Institutionalism in Policy Research, Westview Press, 320 σελ. και Sabatier Paul, Jenkins-Smith Hank (2007-β’ εκδ.) “The Advocacy Coalition Framework: An assessment” σσ. 117-166 σε Sabatier P. (επιμ). Theories of the Policy Process, Westview Press, 352 σελ.

[7]  Wollman (2011), οπ.παρ.

[8] Darbon Dominique “A qui profite le mime ? Le mimétisme institutionnel confronté a ses représentations en Afrique.” σε  Meny Yves  (επιμ.), Les politiques de mimétisme institutionnel: La greffe et le rejet,  Editions L’Harmattan, 286 σελίδες.

[9] Αυτόθι, σ.σ. 119-120

[10] Πασσάς Α., Τσέκος Θ., (2006), «Οι διοικητικές επιπτώσεις της Ελληνικής Ενωσιακής πορείας», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τ. 3, Εκδ.Παπαζήση, σ.σ. 178-195.

[11] Hall (2012), οπ.παρ.

[12] Wollmann H., Marcou G., (2010), (Eπιμ) The Provision of Public Services in Europe: Between State, Local Government and Market, Edward Elgar Publishing, 288 σελ.

Θεόδωρος Ν. Τσέκος

Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης 

του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης  του ΤΕΙ Πελοποννήσου

 

Ημερίδα: Τρία χρόνια Διοικητικής Μεταρρύθμισης «Καλλικράτης»: εμπειρίες και προοπτικές.

Άργος, αίθουσα εκδηλώσεων επιμελητηρίου Αργολίδας,  Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013.

Διοργάνωση: Δήμος Άργους Μυκηνών  – ΑΤΕΙ Πελοποννήσου-Ομάδα Έρευνας για τη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Read Full Post »