Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Τίρυνθα’ Category

Το νερό και το μυκηναϊκό φράγμα της Τίρυνθας


 

Θεωρείται ότι η ζωή αναδύθηκε από το νερό. Σύμφωνα με την επικρατέστερη  θεωρία, τα πρώτα βιομόρια σχηματίσθηκαν στα βάθη των πρωτόγονων ωκεανών. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι πρώιμοι οργανισμοί αναπτύχθηκαν σε βάθος 10μ.  από την επιφάνεια του νερού. Τα μόρια που περιείχαν άνθρακα συνενώθηκαν και σε μετέπειτα στάδιο ανέπτυξαν την ικανότητα της αναπαραγωγής, που θεωρείται το πρώτο σημάδι ζωής.

Η εξέλιξη ξεκίνησε εκεί που υπήρχε νερό. Πολλοί πολιτισμοί αναπτύχθηκαν κατά μήκος  των ακτών  και στις όχθες των ποταμών της Μεσογείου. Αναφέρουμε ενδεικτικά  τον  Μινωικό, τον Μυκηναϊκό, τον Κλασικό Ελληνικό και Ελληνιστικό πολιτισμό, αλλά και τους πολιτισμούς των Φοινίκων, των Ετρούσκων, των Ρωμαίων, των Αράβων και των Οθωμανών. Ο Αιγυπτιακός πολιτισμός άνθησε στις όχθες του Νείλου. Ο Ηρόδοτος έγραψε ότι η χώρα της Αιγύπτου ήταν ένα απόκτημα, «το δώρο του ποταμού». Πριν τον Αιγυπτιακό πολιτισμό, ένας άλλος ήκμασε στη Μεσοποταμία, ανάμεσα σε δύο μεγάλους ποταμούς της Ασίας, τον Τίγρη και τον Ευφράτη.

Η σημασία του νερού θεωρήθηκε τόσο μεγάλη, που ορισμένοι φιλόσοφοι, όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος, το θεώρησαν ως «Αρχή των Πάντων», o Ηράκλειτος, έδωσε τις πρώτες ιδέες  για τον κύκλο του νερού, ενώ ένας άλλος φιλόσοφος, ο Εμπεδοκλής, όπως αργότερα και ο Αριστοτέλης, περιέγραψαν το νερό ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία που συνιστούν την ύλη.

Όλοι οι μύθοι και οι θρύλοι που εξιστορούν τη γέννηση του σύμπαντος, παρουσιάζουν το νερό ως σύμβολο της ζωής και το συνδέουν με υδάτινες θεότητες.

Έτσι, κατά την Ελληνική κοσµοαντίληψη, ο Ωκεανός θεωρούνταν ο πατέρας όλων των θεών και οι θεοί του Ολύμπου ορκίζονταν στα νερά της Στυγός. Ο ίδιος ο Ζευς μεταμορφώνεται σε βροχή και γονιμοποιεί την Γη, ενώ ο αντίστοιχος Ορφικός Ύµνος τον αποκαλεί «αστραπαίο», «βρονταίο», «κεραύνιο», «φυτάλιο». Ο Πατέρας θεών και ανθρώπων ταυτίζεται µε την παραγωγή και το περιβάλλον γενικότερα, η δε συµβία του,  Ήρα αναφέρεται ως «όµβρων Μήτηρ».

Ο Ποσειδώνας είναι ο κατεξοχήν θεός του υγρού στοιχείου. Στην «Ελληνική Μυθολογία» του Ι. Κακριδή αναφέρεται ότι ο Ποσειδών έχει δύο παλάτια. Το πρώτο βρίσκεται στον Όλυµπο, ενώ το δεύτερο, στα βάθη της θάλασσας, όπου περνά τις µέρες και τις νύχτες του µε την γυναίκα του Αµφιτρίτη. Από τη δοξασία αυτή και από τις προσωνυµίες που είχε «Κρηναίος», «Πετραίος», «Επιλήµνιος» θεωρήθηκε προστάτης κάθε υγρού στοιχείου, ο κατεξοχήν προστάτης των ναυτικών και των ψαράδων-όπως ο Αη Νικόλας της χριστιανικής θρησκείας.

Αντικείμενο προβληματισμού των αρχαίων Ελλήνων, φαίνεται ότι υπήρξε και η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και η διαμόρφωση περιβαλλοντικής συνείδησης, με την επινόηση τριών θαλάσσιων θεοτήτων:

  • Της Ακταίας, η οποία προστάτευε τις ακτές από τα ναυάγια και τα απορρίματα των πλοίων που μεταφέρονταν με τα κύματα,
  • Της Αλκίππης, προστάτιδας του θαλάσσιου βυθού και
  • Της Ασίνης, η οποία επέβλεπε τα πλοία.

Στους καπετάνιους που ακολουθούσαν τους Κανονισμούς και προστάτευαν τον πυθμένα και τις ακτές απονέμονταν η «Ασίνηος Λίθος» ενώ στις εισόδους των λιμανιών έστηναν μαρμάρινες στήλες με την επιγραφή ΑΛΟΝ ΣΕΒΟΥ (να σέβεσαι την θάλασσα).

Νόμοι του Σόλωνα, για τη δίκαιη κατανομή έχουν μείνει στην ιστορία σαν παραδείγματα σωστής και δίκαιης διαχείρισης του πόρου αυτού. (Koutsoyiannis et al. 2008). Οι νόμοι αυτοί, μετέπειτα, περιγράφηκαν από τον Πλούταρχο, ως εξής :

  • εάν υπήρχε ένα δημόσιο πηγάδι σε απόσταση 4 σταδίων (710 μέτρα), όλοι θα χρησιμοποιούσαν αυτό
  • εάν το πηγάδι ήταν μακρύτερα, θα έπρεπε να ανοιχτεί πηγάδι με ιδιωτικά μέσα
  • εάν είχαν σκάψει για 18 μέτρα και δεν είχαν βρει νερό είχαν το δικαίωμα να παίρνουν μια υδρία (20 λίτρα) 2 φορές την ημέρα από τους γείτονές τους.

Το νερό έχει ξεχωριστή σημασία και βαρύτητα και σε όλες τις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες που συναντούμε στην περιοχή της Μεσογείου. Έτσι, στον Μουσουλμανισμό, στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό το νερό αποτελεί σύμβολο αγνότητας και το μέσο με το οποίο, καθαγιάζει το Άγιο Πνεύμα.

Σύμφωνα με το Νόμο του Μωυσή, το συχνό λουτρό, άρα η αγάπη για το νερό και την καθαριότητα αποκτά  πνευματική αξία. Γι’ αυτό, οι ακόλουθοι της Εβραϊκής, αλλά και της Μουσουλμανικής πίστης, πρέπει να καθαρίζονται με νερό κάθε φορά που εισέρχονται σε σημεία λατρείας – αντιστοιχία με τον «λουτήρα» των Χριστιανών -, ενώ οι Χριστιανοί βαπτίζονται στο νερό για να καθαριστούν από το προπατορικό αμάρτημα. Άλλη μια ιερουργία του Χριστιανισμού είναι ο αγιασμός των πιστών, όπως και των κτηρίων. Το πιο ζωτικό στοιχείο της ζωής όλων των έμβιων όντων εκτιμήθηκε  ιδιαίτερα και από τον Ιησού Χριστό. «Χριστός εφάνη εν Ιορδάνη αγιάσαι τα ύδατα».

Σε όποια θρησκευτικά συστήματα και αν απαντάται, το νερό διατηρεί πάντα την λειτουργία του: διασπά, καταλύει, «νίπτει τα ανομήματα», έχει ενέργεια εξαγνισμού, αλλά και αναγέννησης.

Από τα πανάρχαια χρόνια, αναπτύχθηκαν ιδιαίτερες τεχνικές για την συγκέντρωση, την αποθήκευση και τη διανομή του νερού και φτιάχτηκαν διάφορα υδραυλικά και εγγειοβελτιωτικά έργα.

Οι κρήνες (βρύσες) είναι πολύ διαδεδομένες στην Ελλάδα, ήδη από την αρχαιότητα: η Εννεάκρουνος και η Κλεψύδρα στην Αθήνα, η Κασταλία στους Δελφούς, κ.ά. Στην αρχαία Ρώμη στις δημόσιες κρήνες το νερό ανάβλυζε από κάποιο γλυπτό (σιντριβάνια). Στο Βυζάντιο κυριαρχεί η «φιάλη», κρήνη στην αυλή των μοναστηριών, με διάκοσμο από τη χριστιανική παράδοση (σταυροί, χερουβείμ, κ.ά.) για να προστατεύουν το νερό,την πηγή της ζωής, από τα «κακά πνεύματα».

Οι άνθρωποι πίστευαν ότι το νερό ήταν ευπρόσβλητο από «κακές» δυνάμεις, κάτι που εκφραζόταν μέσα σε δοξασίες και μυθολογίες για υπερφυσικούς φύλακες των νερών, δράκους, τέρατα, φίδια, κ.λπ. Στα νεότερα έθιμα επιβιώνουν πολλές δοξασίες από την αρχέγονη λατρεία του νερού, που επηρέασαν τον διάκοσμο της κρήνης με συμβολικά σχέδια (δράκοι, αετοί, φίδια, λιοντάρια, κ.ά.). Πεντάλφες, κυπαρίσσια, γλάστρες, ρόδακες, αντικριστά ζώα, κ.ά. δηλώνουν ανατολικές επιρροές, ενώ τα ανθοφόρα ή φρουτοφόρα αγγεία, αχιβάδες, κ.ά. δυτικές επιρροές.

 

Μυκηναϊκό φράγμα της Αρχαίας Τίρυνθας

 

Η ακμή των τεχνικών υδραυλικών έργων των Μυκηναίων στην Πελοπόννησο και των Μινύων στη Βοιωτία και τη Θεσσαλία, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα αρχαιολογικά ευρήματα, τοποθετείται χρονολογικά στον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. Τα συστήματα εκμετάλλευσης που είναι πρωτόγνωρα και μοναδικά στην Ευρώπη, είχαν ως κύριο στόχο  την προστασία από πλημμυρικά φαινόμενα, την απόκτηση και την εξασφάλιση καλλιεργήσιμων γαιών και την βελτίωση της ποιότητας του εδάφους, με τον έλεγχο της θέσης και του μεγέθους των λιμνών που σχηματίζονταν. Αποτέλεσμα των τεχνικών παρεμβάσεων  ήταν τα προηγμένα εγγειοβελτιωτικά έργα, που εξασφάλιζαν  απορροή των υδάτων από κατοικημένες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις.

Στα ανατολικά περιθώρια του Αργολικού πεδίου, στην κοίτη του Μεγάλου Ρέματος, δύο χιλιόμετρα ανατολικά της Νέας Τίρυνθας και πέντε περίπου χιλιόμετρα από την Ακρόπολη της Τίρυνθας έχει εντοπισθεί ένα μοναδικό τεχνικό έργο του 13ου π.Χ. αιώνα, το «Μυκηναϊκό φράγμα της Αρχαίας Τίρυνθας».

Στο  εύφορο Αργολικό πεδίο, η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φώς ευρήματα που πιστοποιούν ότι η περιοχή κατοικείτο 50.000 χρόνια πριν. Την νεολιθική εποχή αναπτύχθηκαν οι πρώτοι οικισμοί και μέχρι το 4.000 π.χ. οι οργανωμένοι οικισμοί ήταν ελάχιστοι. Μετά το έτος αυτό, δημιουργήθηκαν 17 οικισμοί και ο αριθμός τους μαζί με τον πληθυσμό συνέχιζε να αυξάνεται μέχρι το 2.500 π.Χ. Η γη εκαλλιεργείτο εντατικά και οι ανάγκες σε κρέας, μαλλί και δέρμα αυξάνονταν. Οι γύρω λόφοι άρχισαν να κατοικούνται, από περιοίκους, κυρίως  βοσκούς και εκτρέφονταν πρόβατα και γίδια με συνεχώς αυξανόμενο αριθμό. Τα δάση αποψιλώνονται, τόσο για την προμήθεια της ξυλείας που χρησιμοποιείτο στις κατασκευές, όσο και για να δώσουν την θέση τους σε βοσκοτόπια. Οι ανασκαφές στην περιοχή των λόφων, έφεραν στο φως κεφαλές εκατοντάδων τσεκουριών υλοτομίας, από σκληρή πέτρα.

Τα πρώτα σημάδια της εδαφικής διάβρωσης κάνουν την εμφάνισή τους, ήδη από το 3.500 π.Χ.  Στις λεκάνες, οι οποίες  τροφοδοτούν τους χειμάρρους η βλάστηση έχει μειωθεί, ο όγκος των ομβρίων που απορρέουν γίνεται μεγαλύτερος, και ο ρυθμός διάβρωσης του εδάφους εντονότερος. Στην περιοχή της Τίρυνθας ο ποταμός κατά καιρούς πλημμυρίζει και καλύπτει την πεδιάδα με φερτά υλικά. Κατά τα πρώτα στάδια, το πάχος των στρωμάτων που σχηματίζονται από τις φερτές ύλες, είναι λεπτό και ευπρόσδεκτο από τους αγρότες, διότι φέρνει νέα συστατικά που βελτιώνουν την απόδοση των φυτών. Οι καταστροφές των καλλιεργειών αλλά και των οικισμών εξ αιτίας των πλημμυρών δεν είναι συχνές και όποτε συμβαίνουν έχουν περιορισμένη έκταση.

Η υποβάθμιση όμως των ορεινών λεκανών συνεχίζεται, οι πλημμύρες εμφανίζονται κατά μικρότερα χρονικά διαστήματα και είναι πιο απειλητικές, η πεδιάδα κατακλύζεται πιο συχνά καταστρέφοντας τις καλλιέργειες, το επιφανειακό έδαφος ξεπλένεται και δημιουργούνται τοπικά έλη που φέρνουν αρρώστιες.  Συγχρόνως η θάλασσα μπροστά από την πόλη αρχίζει να επιχώνεται, κάνοντας την ακτογραμμή να απομακρύνεται. Τα πρώτα σημάδια καταστροφικών πλημμυρών ανιχνεύονται ήδη από το 2.800 π.Χ.

Η πρώτη αντίδραση των κατοίκων που είχε στόχο κυρίως την προστασία των καλλιεργειών, ήταν η κατασκευή ορισμένων έργων διαχείρισης των ορεινών λεκανών απορροής, κυρίως μέσω λίθινων αναβαθμών, για την συγκράτηση των φερτών και την καθυστέρηση της απορροής. Τέτοιοι αναβαθμοί έχουν εντοπισθεί από τους αρχαιολόγους σε ρέματα που κατεβαίνουν από τις πλαγιές των λόφων γύρω από την Τίρυνθα. Τα έργα αυτά όμως δεν ήταν ικανά να σταματήσουν την υποβάθμιση του εδάφους. Η διάβρωση της πεδιάδας συνεχιζόταν και σε αυτό συνέβαλε και η ευρεία πλέον χρήση του αρότρου.

Από τα ορεινά της ανατολικής Αργολίδας κατέβαινε ο εξαιρετικά ορμητικός χείμαρρος της Τίρυνθας, απειλώντας κάθε τόσο να πλημμυρίσει την πόλη της Αρχαίας Τίρυνθας που βρισκόταν στους πρόποδες της περίφημης Ακρόπολης και να επιχώσει την παράκτια ζώνη, απομακρύνοντας την Τίρυνθα από τη θάλασσα.  Είναι πολύ πιθανόν οι εκβολές και ο κάτω ρους της Λάκισας (Παλαιάς κοίτης του ρέματος της Τίρυνθας πριν την εκτροπή) να χρησιμοποιείτο κάποτε και ως αλιευτικό καταφύγιο για τα σκάφη των ψαράδων της πόλης, όπως συμβαίνει σήμερα με τον κάτω ρου του ποταμού Ερασίνου στη Νέα Κίο, ο οποίος βρίσκεται 5 χλμ. δυτικά του παλιού Τημένιου.

Μετά από καταστροφικές πλημμύρες, στα τέλη της εποχής του Χαλκού, που έχουν επιβεβαιωθεί από γεωλογικές – αρχαιολογικές έρευνες, αποφασίστηκε και υλοποιήθηκε η εκτροπή του επικίνδυνου χειμάρρου ως εξής:

Περίπου 4χλμ. ανατολικά της πόλης αποκλείστηκε η βαθιά κοίτη πλάτους 50μ. με πρόχωμα ύψους  10μ και μήκους 100μ περίπου, επενδεδυμένου μερικά και ενισχυμένου στα άκρα με ογκολίθους και διανοίχθηκε τεχνητό κανάλι, το οποίο σήμερα ονομάζεται Μεγάλο Ρέμα,  μήκους 1,5χλμ. μετέφερε τα νερά στη γειτονική κοίτη του ρέματος Αγίου Αδριανού. Η νέα διώρυγα σκάφθηκε στο ίδιο βάθος και πλάτος που είχε η παλιά κοίτη. Η επιλογή της τοποθεσίας του έργου, καθώς και το σημείο εκτροπής (εκεί όπου η μακρόστενη κοιλάδα του χειμάρρου ανοίγεται προς την πεδιάδα και όπου μπόρεσαν να περιληφθούν και  μικρότεροι ακραίοι παραπόταμοι) αποδεικνύουν την ακρίβεια με την οποία οι κατασκευαστές είχαν διερευνήσει τις υδρολογικές παραμέτρους του συστήματος. Το φράγμα απέκοψε τα 4/5 της επιφάνειας απορροής του χειμάρρου (περίπου 21 τ.χλμ). Εκτιμάται ότι για την κατασκευή του απαιτήθηκαν εκσκαφές όγκου 160.000κ.μ. περίπου, η κατασκευή του τεχνητού καναλιού διήρκησε περίπου  τέσσερα χρόνια και σε ημερήσια βάση εργαζόταν 100 άτομα, ενώ η κατασκευή του φράγματος πρέπει να έγινε  σε ένα χρόνο και μάλιστα την ξηρή περίοδο και εργάσθηκαν επιπλέον 33 άτομα και πολλά ζώα για τη μεταφορά των χωμάτων και των ογκολίθων. (Φωτοπούλου Λήδα «Αρχαίο Φράγμα της Τίρυνθας», μεταπτυχιακή εργασία, Αθήνα, Οκτώβριος, 2009). Εικ. 1.

 

Εικ.1 Υπολείμματα από τον τοίχο του φράγματος 1β. Το Μυκηναϊκό φράγμα της Τίρυνθας (30.000m³ όγκου χώματος), Α,Β,Γ: το σύνολο του έργου για την εκτροπή των χειμάρρων 1,2 και 3, Δ η παλιά κοίτη «Λάκισα». Πηγή: Ηλίας Μαριολάκος, Ιωάννης Φουντούλης & Ιωάννης Μπαντέκας, «Γεωτεχνολογικές Γνώσεις κατά την Προϊστορική Εποχή».

 

Η εκτροπή του χειμάρρου της Τίρυνθας στην κοίτη του Αγίου Ανδριανού λειτουργεί  μέχρι σήμερα, ακριβώς όπως την είχαν σχεδιάσει και εκτελέσει οι Μυκηναίοι. Αντίθετα δεν λειτουργεί πλέον ένας δεύτερος τεχνητός αγωγός απορροής προς τα νότια, που οδηγούσε νερό και φερτά υλικά πέρα από τον όρμο της Τίρυνθας, στον όρμο του Ναυπλίου, που την εποχή εκείνη εισχωρούσε βαθιά στην ξηρά. Η πρόσχωση του όρμου αυτού είναι αποτέλεσμα της πανάρχαιας εκτροπής του ποταμού. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, Ενετοί μηχανικοί του μεσαίωνα υλοποίησαν την εκτροπή όλων των χειμάρρων στον όρμο της Τίρυνθας, που με τη σειρά του δέχτηκε τόσες προσχώσεις, ώστε η τότε παραλιακή πόλη να βρίσκεται σήμερα 1,5 χλμ. από την ακτή του κόλπου της Αργολίδας. (Εικόνα 2).

 

Εικ.2: Τοπογραφικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής του Μυκηναικού φράγματος και της Aρχαίας Τίρυνθας Α. Η αδρανής κοίτη του χειμάρρου πριν από 3.200 χρόνια, Β. Η πιο πρόσφατη εκτροπή του ποταμού από τους Βενετούς πριν 500 χρόνια περίπου, C. η τεχνητή κοίτη του ρέματος. Πηγή : Jost Knauss, Argolische Studien.

 

Η εκτροπή του χειμάρρου της Τίρυνθας αποτελεί, όπως και ο μεγάλος αγωγός των Μινύων στην Κωπαΐδα, έργο της μυκηναϊκής υδραυλικής τεχνικής.

Το φράγμα της Τίρυνθας και το κανάλι εκτροπής του Μεγάλου Ρέματος,  για πολλούς,  αποτελούν το πραγματικό ιστορικό υπόβαθρο του μύθου του ήρωα Ηρακλή για τον άθλο του καθαρισμού των στάβλων του Αυγεία, του πλούσιου βασιλιά της Ήλιδας με τα 3.000 βόδια, από την κοπριά, που είχε μαζευτεί εκεί επί τριάντα χρόνια. Ο Ηρακλής τους καθάρισε στρέφοντας τα νερά του Πηνειού και του Αλφειού προς τους στάβλους. Άλλωστε η Μυκηναϊκή Τίρυνθα, είναι ο χώρος, όπου ο Ηρακλής ζει τουλάχιστον 12 χρόνια, υπηρετώντας υποχρεωτικά τον Ευρυσθέα, βασιλιά της Τίρυνθας και πραγματοποιεί  άθλους,  προκειμένου να εξαγνισθεί για το φόνο της γυναίκας του και των παιδιών του.

Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι αυτό το τεχνικό θαύμα των Μυκηναίων μηχανικών εξακολουθεί να λειτουργεί επί 3.300 χρόνια μέχρι σήμερα, έστω και εν μέρει, προστατεύοντας τη περιοχή της Τίρυνθας από τις εποχιακές πλημμύρες.

Η πόλη της Τίρυνθας απαλλάχθηκε από τις πλημμύρες και τα φερτά υλικά σταμάτησαν να επιχώνουν τον θαλάσσιο χώρο.

Το φράγμα και το κανάλι εκτροπής πέτυχαν το σκοπό, για τον οποίο κατασκευάστηκαν, εκτρέποντας τις πλημμυρικές παροχές μακριά από την Τίρυνθα.

Προσωρινά επετεύχθη και η προστασία της θαλάσσιας περιοχής, η επίχωση όμως του Αργολικού κόλπου μπροστά από την Ακρόπολη συνεχίστηκε από τα θαλάσσια ρεύματα που μετέφεραν τα φερτά υλικά από τη νέα εκβολή. (Εικ.3).

 

Εικ.3 : Πιθανή θέση της ακτογραμμής της εποχή της εκτροπής του ποταμού. Πηγή: «Γεωτεχνολογικές Γνώσεις κατά την Προιστορική Εποχή», από Ηλία Μαριολάκο, Ιωάννη Φουντούλη και Ιωάννη Μπαντέκα.

 

Παράλληλα  η εκτροπή του ποταμού μείωσε τους διαθέσιμους υδρευτικούς πόρους, που ήταν απαραίτητοι στην πόλη και στέρησε από τον υδροφόρο ορίζοντα και κατ’ επέκταση από τις καλλιέργειες, μέρος της ετήσιας ανατροφοδοσίας.

 

Πηγές


 

  • Αγαπητίδης Σ.Ι  «Προστασία του περιβάλλοντος. Αρχαίοι και Νεοέλληνες», Περιοδικό Ιστορία, Τεύχος 215, Μάιος 1986.
  • Knauss J. 1996. Argolische  Studien.  Alte  Strassen – Alten Wasserbauten, Flussumleituns von Tiryns. Munchen,71-121.
  • Κ. Σουέρεφ, (επιμ), «Υδάτινες σχέσεις: Το νερό ως πηγή ζωής κατά την αρχαιότητα», Θεσσαλονίκη, 2000.
  • Δελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής  Εταιρίας, τόμος XXXVI, 2004, Πρακτικά 10ου Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσ/νίκη,  Απρίλιος 2004 «GEOMORPHOLOGICAL AND ARCHAEOLOGICAL STUDY OF THE BROADER AREA OF THE MYCENAEAN DAM OF MEGALO REMA AND ANCIENT TIRYNS, SOUTHEASTERN ARGIVE PLAIN, PELOPONNESUS» Μαρουκιάν Χ., Γάκη – Παπαναστασίου Κ. και Πιτερός Χρήστος.
  • ΥΠΕΠΘ, Δήμος Στυλίδας, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Στυλίδας, «Γεωμυθολογικά Μονοπάτια», Εκπαιδευτικό Υλικό, ΚΠΕ Στυλίδας, Ιούνιος, 2008.
  • Παναγιώτης Ψύχας, «ΤΟ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ ΦΡΑΓΜΑ ΤΗΣ ΤΙΡΥΝΘΑΣ»,  22 Μαΐου, 2008  στο academia. Edu.
  • Ηλίας Μαριολάκος, Ιωάννης Φουντούλης & Ιωάννης Μπαντέκας, «Γεωτεχνολογικές Γνώσεις κατά την Προϊστορική Εποχή», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Τομέας Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Λευκωσία, 16 Ιανουαρίου, 2009.
  • Διαρκής κατάλογος κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων listedmonuments.culture.gr.
  • Φωτοπούλου Λήδα, «Αρχαίο Φράγμα της Τίρυνθας», ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ – ΔΙΑΤΜΗΜΑΤIΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΕΠΙΣΤΗΜΗ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ», ΑΘΗΝΑ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009.

 

Μαρία Βασιλείου

Βιολόγος- Ωκεανογράφος

MS στην Οργάνωση και Διοίκηση

 

Άρθρα Μαρίας Βασιλείου:

Read Full Post »

Τα τείχη της Τίρυνθας (Walls of Tiryns) – Edward Dodwell, 1834.

Λιθογραφία από το έργο του E. Dodwell, «Views and descriptions of cyclopian or pelagian remains in Italy and Greece», London, 1834.

 

Τα τείχη της Τίρυνθας (Walls of Tiryns) – Edward Dodwell, 1834.

 

Άποψη των κυκλώπειων τειχών της Τίρυνθας, συνολικής περιμέτρου 725μ. και πάχους που κυμαίνεται από 4.5μ. – 17μ. Η ακρόπολη χωρίζεται από τα νότια προς τα βόρεια σε άνω, μέση και κάτω. Η μορφή που βλέπουμε σήμερα αποτελείται από τον οχυρωματικό περίβολο, το ανάκτορο και την μακρόστενη κάτω ακρόπολη. Γύρω στο 1200 π.Χ. το ανακτορικό συγκρότημα της Τίρυνθας καταστράφηκε από φωτιά. Ένα αιώνα αργότερα, η Αργολίδα περιέρχεται στους Δωριείς και η Τίρυνθα, όπως και οι Μυκήνες, μετά από ένα σύντομο διάστημα αυτονομίας, θα υποταχτεί στο Άργος.

Read Full Post »

Τίρυνθα – Φραγκίσκου Πουκεβίλ


 

 Ο  Φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) γνώρισε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αιχμάλωτος των Τούρκων, όταν επιστρέφοντας από την Αίγυπτο όπου είχε ακολουθήσει τον Ναπολέοντα, συνελήφθη από Αλγερινούς πειρατές οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Τούρκους στην Πύλο.

Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Τρίπολη και το Ναύπλιο, όπου παρέμεινε έγκλειστος περίπου οκτώ μήνες. Μολονότι ο Πουκεβίλ πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός στους Τούρκους, αυτοί τον έστειλαν σιδηροδέσμιο την Κωνσταντινούπολη όπου κρατήθηκε δυο ολόκληρα χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801.

Ο Ναπολέοντας εκτιμώντας τις γνώσεις του για την περιοχή, τον διόρισε ως εκπρόσωπό του στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων όπου και παρέμεινε δέκα ολόκληρα χρόνια. (1805- 1815). Δυο χρόνια μετά (1817) τοποθετείται πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα. Περιηγείται την Ελλάδα και βεβαίως την Πελοπόννησο.

 Στο κείμενο που ακολουθεί  ο Πουκεβίλ περιγράφει την επίσκεψή του στην Τίρυνθα και τη διαδρομή από τις Μυκήνες προς την Τίρυνθα και το Ναύπλιο. Το πεντάτομο έργο του « Ταξίδι στην Ελλάδα» εκδόθηκε το 1820 στο Παρίσι και έγινε δεκτό από τους Ευρωπαίους με ιδιαίτερο ενθουσιασμό.

 

 

 

Τίρυνθα


Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις επαρχίες Ναυπλίου και Άργους ξεκινά από την οροσειρά του Τρητού και καταλήγει στον Αργολικό κόλπο, δυόμισι μίλια δυτικά της Τίρυνθας. Επικρατεί η άποψη ότι όσο υγιεινό είναι το κλίμα στην πάνω κοιλάδα, που τέμνεται σ’ όλο το μήκος της από τη διαχωριστική αυτή γραμμή, άλλο τόσο ανθυγιεινό είναι στα παράλια. Το τελευταίο γεγονός οφείλεται στην ύπαρξη ορυζώνων στο στόμιο του Ίναχου, σε μικρή απόσταση από το Ναύπλιο, μια πόλη όπου δεν ενδημούν μόνο οι λοιμώδεις πυρετοί αλλά και η αναρχία.

Η απόσταση από το Άργος ως την Τίρυνθα είναι τέσσερα μίλια. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι πάνω σ’ αυτή την οδό, που συνεχίζει ως την Επίδαυρο, συναντούσες ένα πυραμιδοειδές οικοδόμημα μέσα στο οποίο φυλάσσονταν ασπίδες, παρόμοιες μ’ εκείνες των Αργείων ως προς την κατασκευή τους. Ξεκινώντας απ’ αυτό το σημείο, διέσχιζες το πεδίο της μάχης του Προίτου και του Ακρισίου. «Πιο πέρα» συνεχίζει ο Παυσανίας, «θα δείτε στο δεξί σας χέρι τα ερείπια της Τίρυνθος, καθόσον οι Αργείοι κατέστρεψαν αυτή την πόλη με σκοπό να μεταφέρουν τους κατοίκους της στο Άργος που είχε ανάγκη εποικισμού. Απομένουν μόνο τα τείχη της Τίρυνθος, κτισμένα, απ’ ότι λένε, από τους Κύκλωπες*».

Ο Προίτος τους μετεκάλεσε εδώ από τη Λυκία, κι αυτοί οι τόσο επιδέξιοι τεχνίτες, τους οποίους δεν θα πρέπει να συγχέουμε με τους Κύκλωπες της μυθολογίας, ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν σε οπλοστάσιο την Τίρυνθα, ακρόπολη της οποίας ήταν πιθανότατα η Λύκιμνα.

Τα τείχη της Τίρυνθας

 

Σήμερα απομένουν μόνο τα ερείπια αυτού του φρουρίου. Στην Τίρυνθα, λοιπόν, όπως και στις Μυκήνες, υπήρχε πάντοτε η κάτω πόλη και η πάνω πόλη, κι ενδέχεται η καθεμιά να οικοδομήθηκε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Η ακρόπολη είναι κτισμένη με τη μέθοδο της ξηρολιθοδομής, οι δε λίθοι της είναι τόσων μεγάλων διαστάσεων ώστε χρειάζονταν, μας λέει ο Παυσανίας, δυο ημίονοι για να σύρουν τη μικρότερη απ’ αυτές. Παλαιότερα, η σύνδεση γινόταν με λίθους μικροτέρων διαστάσεων, οι οποίοι εφάρμοζαν με τέτοια ακρίβεια πάνω στα πολύγωνα, ώστε δεν παρεμβαλλόταν ούτε το ελάχιστο κενό.

Τρεις χιλιάδες χρόνια κύλησαν πάνω απ’ αυτό το εκπληκτικό αρχιτεκτόνημα και θα περάσουν ακόμη αρκετοί αιώνες ώσπου να ισοπεδωθεί. Αν κι ο Fourmont καυχιόταν ότι γκρέμισε την Τίρυνθα, εκείνη συνεχίζει να κρατιέται γερά στη θέση της. Τα ερείπιά της, τα αποκαλούμενα Παλαιά Ναυπλία, εντοπίζονται πάνω σ’ ένα κατά τόπους απόκρημνο ύψωμα, το οποίο ορθώνεται στις παρυφές της πεδιάδας του Άργους.

Κατά τον κ. Dodwell, τα τείχη του περιβόλου ζώνουν μια επιφάνεια μήκους διακοσίων σαράντα τεσσάρων αγγλικών ποδών και πλάτους πενήντα τεσσάρων, το δε πάχος τους κυμαίνεται από είκοσι έως είκοσι πέντε πόδια. Στο καλύτερα σωζόμενο τμήμα του το ύψος τους ανέρχεται σε σαράντα τρία πόδια. Οι ογκωδέστεροι από τους χρησιμοποιούμενους για την κατασκευή λίθους έχουν μήκος εννέα πόδια και τέσσερα δάχτυλα και πάχος τέσσερα πόδια. Οι διαστάσεις των υπολοίπων είναι συνήθως εφτά επί τρία, κι είναι πολύ πιθανόν τα τείχη, όταν ήταν ακέραια, να άγγιζαν το ύψος τον εβδομήντα ποδών.

Η στοά, η οποία δεν είναι πιθανότατα τίποτε περισσότερο από ένα λαγούμι που το ωραιοποιεί ο Παυσανίας χαρακτηρίζοντάς το ως θάλαμο των θυγατέρων του Προίτου, είναι ένα υπόγειο με οξυκόρυφο σχήμα, μήκους ογδόντα τεσσάρων ποδών και πλάτους πέντε, χρησιμοποιούμενο σαν μαντρί για τα κοπάδια των γιδοβοσκών. Ο στενός αυτός διάδρομος έχει καταληφθεί από τις νυχτερίδες κι από τα κατσίκια, κι απ’ ό,τι φαίνεται δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια αποθήκη μέσα στην οποία διατηρούσαν τις απαραίτητες για τους φρουρούς του οχυρού προμήθειες σε τρόφιμα και σε όπλα.

Κατά την εποχή της ακμής του το οχυρό εθεωρείτο μεν απόρθητο, αλλά παρ’ όλα αυτά οι Αργείοι κατάφεραν να το πολιορκήσουν, όπως άλλωστε και εκείνο των Μυκηνών.

  

Η απόσταση από την Τίρυνθα στο Ναύπλιο


  

Ο Παυσανίας εκτιμά ότι η απόσταση από την Τίρυνθα ως το Ναύπλιο είναι δώδεκα στάδια, κάτι που συμπίπτει πάνω κάτω και με τις εκτιμήσεις των περιηγητών, οι οποίοι την υπολογίζουν σε τριάντα ή σαράντα λεπτά με τα πόδια. Εδώ κοντά εντόπιζαν οι αρχαίοι και την πηγή Κάναθο, όπου η Ήρα κατέβαινε κάθε χρόνο για να λουστεί και να επανακτήσει την παρθενία της, αντικείμενο της μεταμέλειας της Σαπφώς. Οι μυθογράφοι ύμνησαν αυτή την πηγή χαρίζοντάς της  το όνομα Αμυμώνη. 

Μας διηγούνται ότι η πηγή αποκαλύφθηκε σε μια από τις θυγατέρες του Δαναού, ως ανταμοιβή για την εύνοιά της προς τον Ποσειδώνα. Αυτό το τμήμα της Αργολίδας, όπως και τα περίχωρα της Τίρυνθας, σκεπάζονται από βαμβακοκαλλιέργειες και κυρίως από πολύ περιποιημένους αμπελώνες.

Σχετικά μ’ αυτό το θέμα, ο Παυσανίας διηγείται ότι οι Ναυπλιώτες εφάρμοσαν πρώτοι το κλάδεμα της αμπέλου. Συνέβαλαν την ιδέα βλέποντας ένα γάιδαρο να βόσκει τα κλήματα.

Δεν είναι ούτε το πρώτο, αλλά ούτε και το λιγότερο ωφέλιμο μάθημα που οι άνθρωποι διδάχτηκαν από τα ζώα. Αργότερα, η αμπελοτομία  ή κλάδεμα της αμπέλου, εξελίχτηκε σε μια παλλαϊκή τελετή στην Ελλάδα, την πάντοτε διψασμένη για παντός είδους πανηγυρισμούς.

 

Η βαναυσότητα των Τούρκων


 

Γιατί άραγε να μη διαθέτει η Ελλάδα, και σήμερα νομοθέτες σαν τα γαϊδουράκια εκείνα; Θα ήταν χίλιες φορές καλύτεροι από τους μωαμεθανούς! Τις μέρες που εγώ βρισκόμουν στο Άργος, διηγόντουσαν ότι  προσφάτως, επειδή ο Αρναούτογλου είχε προσβάλει τον Αλή Φαρμάκη του Λάλα, ο τελευταίος μην έχοντας άλλο τρόπο να εκδικηθεί ευθέως, πρόσταξε να συλλάβουν ένδεκα χριστιανούς, υποτελείς εκείνου του Αγά και να τους ανασκολοπίσουν, θέλοντας μ’ αυτό τον τρόπο να θίξει στο πρόσωπό τους το κύρος του εχθρού του. Η ανάμνηση αυτής της φρικαλεότητας, που και τώρα ακόμη με κάνει ν’ αναριγώ, μνημονευόταν από τους Τούρκους του Ναυπλίου σαν δείγμα παλικαριάς και αξιοπρεπούς πράξεως.

  

Η διαδρομή από τις Μυκήνες προς την Τίρυνθα και το Ναύπλιο


 

Υπολογίζεται ότι η διαδρομή από τις Μυκήνες ως την Τίρυνθα αντιστοιχεί  σε τρεισήμισι ώρες πεζοπορίας. Είναι προφανές ότι ο Παυσανίας δεν είχε εξερευνήσει αυτό το τμήμα της Αργολίδας αρκετά διεξοδικά, καθόσον  κατά την αρχαιότητα υπήρχαν εδώ πάμπολλα αξιοθέατα, αν κρίνουμε από τα ερείπια όλης της γύρω περιοχής.

Αν, δέκα οχτώ λεπτά μετά το Χαρβάτι κατευθυνθούμε  προς την Τίρυνθα, θα επισημάνουμε στην πορεία μας ορισμένα λείψανα αρχαιοτήτων και λίγο πιο πέρα, ένα ναό διαμορφωμένο σε εκκλησία, του οποίου τόσο οι δωρικού ρυθμού κίονες όσο και τα επιχρωματισμένα τούβλα, υποδηλώνουν ότι πρόκειται αναμφίβολα για έργο του χρυσού αιώνα της Ελλάδας, πιθανώς αποκαταστημένο από τους Ρωμαίους. Λίγα βήματα μετά  απ’ αυτό το μνημείο, μια άλλη εκκλησία εμφανίζει μερικά αξιοπρόσεκτα δείγματα  αρχιτεκτονικής.

Εκεί κοντά διακρίνουμε και δυο πηγάδια καθώς και δυο τεχνητές αναβαθμίδες, ανάλογες μ’ εκείνες των ηρωικών τάφων της Βοιωτίας, στους οποίους αναφέρθηκα προηγουμένως: αγνοώ την ιστορική προέλευση αυτών των τύμβων, η ανασκαφή των οποίων θα απέβαινε ιδιαιτέρως πλούσια σε ευρήματα, αφού η περιοχή αυτή δεν ανασκάφηκε ποτέ.

Σε απόσταση εφτά λεπτών από τους τύμβους φτάνουμε στα Φονικά, χωριό κτισμένο πάνω σ’ ένα ύψωμα  όπου διακρίνουμε ένα περιζωμένο από δωρικούς κίονες πηγάδι, καθώς και τα εκτεταμένα θεμέλια του περιβόλου μιας από ετών ξεχασμένης πόλης. Συνεχίζοντας την πορεία μας προς τον κόλπο συναντάμε την Ανυφή ή Ανάζισα, ένα χωριουδάκι περιτριγυρισμένο από μερικά ελαιόδεντρα κι από καλοκαλλιεργημένους αγρούς.

Δέκα λεπτά αριστερότερα, φτάνουμε στο Πλατανίτι, ένα χωριό του οποίου την εκκλησία αξίζει να επισκεφτεί κανείς χάρη στους δωρικούς κίονές της. Από εδώ ως την Μέρμπακα είναι ένα τέταρτο της ώρας δρόμος. Σε μια ακτίνα πέντε ή δέκα λεπτών γύρω απ’ αυτό το χωριό συναντάμε υπολείμματα κιόνων και οικοδομημάτων, αλλά και μποστάνια που παράγουν όλα σχεδόν τα απαραίτητα λαχανικά για τον ανεφοδιασμό του  Άργους και του Ναυπλίου.

Οι συνοικισμοί Κούτσι (κούκοι) και Κοφίνι πλαισιώνουν το οροπέδιο το οποίο, όπως παρατηρεί και ο κ. Dodwell, θα προσελκύσει μελλοντικά την προσοχή των περιηγητών. Από το Κοφίνι ως την Τίρυνθα η διαδρομή είναι μισή ώρα με τα πόδια. Σημειώσαμε ήδη πόση είναι η απόσταση από τα ερείπια αυτής της πόλης ως το Ναύπλιο, ένα δρόμο όπου αντί για τη Μιδέα και τη Σέπια, συναντά κανείς ένα παλαιό πύργο κι ένα ετοιμόρροπο καραβανσεράγι.

  

Υποσημείωση


 

 * Οι ευρυμαθείς Γάλλοι μεταφραστές του Στράβωνος σημειώνουν ότι, δεδομένου ότι γίνεται λόγος για τους Κύκλωπες που συνόδευαν τον Περσέα, εγγονό του Αρκισίου, κατά την επιστροφή από τη Φοινίκη (Απολλώνιος, Αργοναυτικά, βιβλ. IV, στ. 1901), είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για Φοίνικες εργάτες, οι οποίοι διακρίνονταν ως έμπειροι κτίστες και σιδεράδες (Creuzer. Historic. Graecor. Ant. Frag. σελ. 73), κι είχαν φτάσει στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Πελοπόννησο σε διάφορες χρονικές περιόδους.

Άλλοι πάλι συγγραφείς (Sturtz. Pherecyd. Fragm. σελ. 82) πιστεύουν ότι, καθώς οι Κύκλωπες, σύμφωνα με το σχολιαστή του Ευρυπίδη (Ορέστεια, στ. 963), ήταν θρακικός λαός που, έχοντας διωχτεί από την πατρίδα του, πήγε κι εγκαταστάθηκε σε διάφορα μέρη, ενδέχεται ορισμένοι απ’ αυτούς να παρέμειναν οριστικά στη Σέριφο, απ’ όπου και ακολούθησαν τον Περσέα κατά την επιστροφή του από τη Φοινίκη.

  

Πηγές 


  • Pouqueville, Francois Charles Hugues, «Voyage dans la Grece», Paris : Chez Firmin Didot, Pere et Fils,1820.
  • Φραγκίσκου  Πουκεβίλ, «Ταξίδι στην Ελλάδα / Πελοπόννησος», Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα, 1997. 

 

Διαβάστε ακόμη: 

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Τίρυνθα, Άργος, Μυκήνες –  Buchon, J. A. C.

  

Το 1840 – 1841 είχε επισκεφθεί την Αργολίδα ο Γάλλος συγγραφέας και ιστορικός Ιωάννης -Αλέξανδρος Mπυσόν (J.-A. Buchon). Αποτέλεσμα του ταξιδιού του και των μελετών του στην Ελλάδα υπήρξε το βιβλίο του Ηπειρωτική Ελλάς και ο Mοριάς, που εκδόθηκε το 1843.

Ας δούμε τι γράφει για την Τίρυνθα, το Άργος και τις Μυκήνες.

 

[…] Η Τίρυνθα βρίσκεται μόλις μισή λεύγα από το Ναύπλιο.  Είχε κτιστεί πάνω σ΄ ένα μικρό λόφο στην άκρη του Ναυπλιακού Κόλπου και από εκεί, μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει την πεδιάδα του Άργους και τα κομμάτια γης που περιβάλλουν τον Κόλπο από τις δυο πλευρές, περίπου μέχρι το έλος της Λέρνης και να δει από μακριά να μετακινούνται οι βάρκες και τα καράβια που κατευθύνονταν προς το λιμάνι του Ναυπλίου.  Τα ελληνικά του τείχη, ήδη παλαιά την εποχή του Ομήρου, αποτελούνται από τεράστιους ασμίλευτους ογκόλιθους ενωμένους ενίοτε με πολύ μικρές πέτρες, αλλά χωρίς τη βοήθεια τσιμέντου.

Τα τείχη της Τίρυνθας

Τα τείχη της Τίρυνθας

 

Περιβάλλουν όλο το λόφο και πρόκειται για επιβλητική κατασκευή.  Εκείνη την εποχή των μη ακριβή μεγάλων πολεμικών μηχανών αυτά τα τείχη ήταν σε θέση να αντισταθούν όχι μόνο στην όποια επίθεση πειρατών που θα έφθαναν από τον Κόλπο, αλλά και στην όποια αιφνιδιαστική επίθεση μεγαλύτερου στρατού.  Όσο για κάποια τακτική πολιορκία, ο εσωτερικός του πληθυσμός ήταν πολύ λίγος και η κλίση του λόφου του ήταν πολύ μικρή και λίγη, για να την  φοβηθεί κάποιος πιο ισχυρός εχθρός.  Τα εσωτερικό της Ακρόπολης της Τίρυνθας είναι σήμερα ένα χωράφι με εξαιρετικό καπνό, και πάνω στις πλαγιές και ακόμα και στον κάμπο, αναπτύσσονται αμπέλια που παράγουν, λέγεται, πολύ καλό κρασί.

Ο ποταμός Ίναχος

Ο ποταμός Ίναχος

Σε άλλη μισή ώρα με σταθερό καλπασμό ενός καλού αλόγου άμαξας, φθάνουμε από τα ερείπια της  Τίρυνθας στη σύγχρονη πόλη του Άργους.  Πρόκειται για ένα είδος μεγάλης κωμόπολης κτισμένη σε πεδιάδα και που έχει περίπου 6000 κατοίκους.  Δυο ή τρία από τα σπίτια είναι αρκετά καλά κτισμένα και περίπου όλα έχουν έναν μικρό κήπο.  Το δημόσιο σχολείο και ο στρατώνας είναι επίσης καλά κτίρια.  Όλα τα σπίτια δείχνουν κάποια άνεση λόγω της καλλιέργειας του καπνού, του οποίου η ανωτερὀτητα της ποιότητας  είναι αναγνωρισμένη σε όλη την Ελλάδα .  Μερικά κομμάτια από αρχαία μάρμαρα εμφανίζονται που και που ανάμεσα στους τοίχους και πάνω στις εξωτερικές πόρτες των σπιτιών.  Σε μια οδό που οδηγεί στο βουνό, σταμάτησα μπροστά σε ένα πολύ όμορφο μαρμάρινο ανάγλυφο, ύψους έξι ποδιών, που  απεικονίζει την Αφροδίτη και τον   Έρωτα.

Η κόμμωση της Αφροδίτης έχει ωραίο σχήμα.  Αυτό το ανάγλυφο αποτελεί ένα εκ των δύο στύλων που στηρίζουν το υπέρθυρο  μιας αυλόπορτας τοποθετημένης στο δρόμο.  Πηγαίνοντας από την καινούργια πόλη προς το βουνό πάνω στο οποίο στέκονταν η ακρόπολη του Άργους και  το μεσαιωνικό κάστρο, βρίσκουμε πρώτα απομεινάρια ρωμαϊκών κατασκευών. Ἐπειτα, λίγο πιο πέρα, τα ερείπια ενός μεγάλου θεάτρου, σκαλισμένου όπως συνηθιζόταν, στις ίδιες τις πλαγιές του βουνού.  Οι κερκίδες διατηρούνται αρκετά καλά μέχρι και το πιο ψηλό σημείο.  Πρέπει ν΄ ανέβεις άλλη μια ώρα για να φτάσεις στην κορυφή του βουνού πάνω στο οποίο ήταν κτισμένα η ακρόπολη και το φράγκικο κάστρο.

Σ΄ όλη την έκταση του βουνού βρίσκουμε  όγκους από τούβλα, που αποδεικνύουν ότι  όλος αυτός ο χώρος καλυπτόταν από οικίες.  Φτάνοντας στη μέση βρίσκουμε ένα πρώτο τείχος του κάστρου, που αποτελείται από επάλξεις φράγκικης κατασκευής.  Πέρα από αυτό το πρώτο τείχος βλέπουμε εδώ και εκεί, περίπου παντού μέσα στην εσωτερική περίβολο, μερικά ερείπια των ελληνικών τειχών από φαρδιές τετράπλευρες πέτρες ομοιόμορφα σκαλισμένες και τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη χωρίς να ενώνονται με τσιμέντο.  Βλέπουμε ότι οι Φράγκοι αρκέστηκαν  να προσαρμόσουν τις κατασκευές τους στις αρχαίες κατασκευές και να υψώσουν πιο ψηλά τείχη πάνω από εκείνα που υπήρχαν ήδη, διατηρημένα εν μέρει.

Πολύ συχνά μάλιστα, χρησιμοποίησαν υλικά από αρχαία ερείπια που βρίσκονταν εκτός από τα τείχη, αφού στο εξωτερικό τείχος παρατηρούμε μία κολόνα με αυλακώσεις τοποθετημένη με υπέροπτο τρόπο  ως πλαϊνό παραθύρου ενώ κοντά της, πάνω στο ίδιο τείχος, πολλές κολόνες είναι ξαπλωμένες στο βάθος του τείχους σαν να ήταν αποθηκευμένες.  Το φράγκικο κάστρο είναι τέλεια διατηρημένο·  στρογγυλοί πύργοι, ορθογώνιοι πύργοι, επάλξεις, βρίσκουμε τα πάντα.  Όταν το βλέπεις από τη μεριά της δύσης, κάνει πολύ όμορφη εντύπωση.

Την εποχή του πολέμου της Τροίας τα στρατεύματα του Άργους και της χερσονήσου των Μεθάνων τα οδηγούσε στον πόλεμο ο Διομήδης, μεγάλος υποτελής του βασιλιά Αγαμέμνονα, ηγεμόνα της Αργολίδας.  Μετά την κατάκτηση του Μοριά από τους Φράγκους, η φεουδαρχία αυτού του κράτους δόθηκε σ΄ έναν Γάλλο, που ήταν υποτελής των πριγκίπων ντ΄ Ασέιγ της οικογένειας Βίλλε-Αρντουέν.  Το δέκατο τέταρτο αιώνα ο Γκι ντ΄ Ανγκιέν,  μη μπορώντας να κατακτήσει ξανά την Αθήνα, που είχε αποκτήσει ο παππούς του Γκοτιέ ντε Μπριέν, δούκας της Αθήνας, έγινε ηγεμόνας του Άργους· αλλά  είχε μόνο μια διάδοχο, και οι Βενετοί, οι οποίοι καιροφυλακτούσαν αυτή την διαδοχή, κατάφεραν να παντρέψουν τη Μαρία, την κόρη του, με έναν δικό τους, της οικογένειας Κορνάρο·  μετά, του εξαγόρασαν τα δικαιώματά του, και μετά το θάνατο της Μαρίας ντ Άνγκιέν και του Πέτρου Κορνάρο, κληρονόμησαν τα φέουδα του Άργους και του Ναυπλίου*· αλλά δεν μπόρεσαν να γίνουν κάτοχοι αυτών.  Αφού ο Κάρολος του Τόκκο, δεσπότης της Ρωμανίας και της Άρτας, Δούκας της Λευκάδος, κόμης του παλατιού της Κεφαλονιάς και γαμπρός του Νέρι Ατσιαγιούλι, δούκας της Αθήνας, τις είχε κατακτήσει με όπλα στο χέρι, και χρειάστηκαν χρόνια για να τελειώσουν διαπραγματεύσεις προς όφελός τους.

Πάμε από το Άργος προς το Χαρβάτι, τους πρόποδες των λόφων των Μυκηνών, σε μια ώρα.  Εκεί, άφησα την άμαξά μου διότι σταματάει κάθε δρόμος, και ανέβηκα με τα πόδια αυτές τις άγονες πλαγιές.  Το πρώτο αρχαίο μνημείο που συναντάμε είναι ο θησαυρός των Ατρειδών, γνωστός και ως τάφος του Αγαμέμνονα.  Ένας ευρύς προθάλαμος με φαρδιές τετράπλευρες πέτρες οδηγεί σε μια φαρδιά και όμορφη πύλη με ύψος δέκα οκτώ πόδια·  τρεις τεράστιες πέτρες σχηματίζουν τα δυο στηρικτικά πίλαστρα και το υπέρθυρο της πυραμιδοειδούς πύλης που οδηγεί σ΄ ένα δωμάτιο, διαμέτρου  περίπου σαράντα οκτώ ποδιών, κατασκευασμένο με θόλο κωνικού σχήματος.  Μέσα στο πέρασμα που οδηγεί στο εσωτερικό, παρατηρούμε ακόμα από κάτω προς τα πάνω δυο σειρές από πρόκες που προορίζονταν να στηρίξουν μια δίφυλλη πόρτα.  Αυτό το δωμάτιο είναι κτισμένο όλο με τετράπλευρες πέτρες μέχρι το πάνω μέρος του κώνου ή του ακροσφήνιου, που φθάνει στο πάνω μέρος του λόφου, περίπου στην επιφάνειά του. 

Θησαυρός του Ατρέα ( Χαλκογραφία C. Wordsworth, 1841)

Θησαυρός του Ατρέα ( Χαλκογραφία C. Wordsworth, 1841)

Η πέτρα που είναι τοποθετημένη στο υψηλότερο σημείο αυτού του κώνου σηκώθηκε λένε, μετά από διαταγή του Βελί πασά, λόγω των έντονων φημών ότι θα έβρισκε εκεί ανεκτίμητους θησαυρούς.  Όλες οι πλάκες έχουν φαρδιές πρόκες που μάλλον στήριζαν σκαλιστές μπρούντζινες πλάκες, όμοιες με την επικάλυψη της στήλης της Πλατείας Βαντόμ.  Από αυτό το κυκλικό δωμάτιο περνάμε, μέσω μιας πόρτας και ενός περάσματος πιο μικρού, σ΄ ένα άλλο δωμάτιο ορθογώνιου σχήματος, σκαλισμένο στο βράχο.  Εκεί, λέγεται, οι Ατρείδες φύλαγαν τα πολύτιμα όπλα τους, τα ποτήρια που τους είχαν κάνει δώρο, και άλλα παράξενα αντικείμενα που αποτελούσαν την οικογενειακή τους κληρονομιά.  Σκεπάστε την Σιταραγορά του Παρισιού μ΄ έναν θόλο από μεγάλες πέτρες αντί ενός σιδερένιου θόλου, και θα έχετε μια αρκετά πιστή αναπαράσταση του επιβλητικού θησαυρού των Ατρειδών.  Αυτό το μνημείο φαίνεται ότι ήταν έξω από τον περίβολο της πόλης, και βλέπουμε κάποιους τάφους  στην επιφάνεια του εδάφους λίγα βήματα από εκεί που οδηγούν στα τείχη των Μυκηνών που αποτελούνται από μεγάλες σκαλισμένες πολυγωνικές πέτρες που σκεπάζουν όλες τις πλαγιές του βουνού.  Στο πιο χαμηλό σημείο, βρίσκεται η φημισμένη πύλη των Λεόντων που είναι τόσο αρχαία .

Είναι ημιπυραμιδικού  σχήματος, και τα λιοντάρια που είναι τοποθετημένα στην κάθε πλευρά  φαίνονται να στηρίζουν τον κολοσσιαίο θυρεό μιας πύλης του μεσαίωνα. 

Πιο πάνω, στο μέρος των βουνών και της πηγής, βρίσκεται μια άλλη πύλη μικρότερη, και πιο πέρα παρατηρούμε στην άκρη ενός τοίχου έναν τετράγωνο πύργο.  Ανάμεσα σ΄ αυτά τα εκτενή ερείπια δεν υπάρχει πια ούτε μια κατοικία, και ο καπνός αναπτύσσεται σε ύψος ανθρώπου στα καλύτερα χώματα.  Παρά τη τωρινή ξεραΐλα αυτών των βραχωδών βουνών, το νερό δεν πρέπει να έλειπε στην αρχαία πόλη των Μυκηνών.  Οι εξαιρετικές πηγές που βλέπουμε εκεί ακόμα  χρησιμοποιούνται και με τη βοήθεια αγωγών  τροφοδοτούν ακόμα τα πηγάδια του Χαρβατιού.  Η πόλη των Μυκηνών, κτισμένη πάνω σε απόκρημνα βουνά, περικυκλωμένη με ένα τείχος από βουνά ακόμα πιο σκληρά, είναι το πιο τέλειο είδος μιας μεγάλης και δυνατής πόλης των ημιμυθικών χρόνων, χωρίς κανένα ανακάτεμα με τα χρονικά των ιστορικών εποχών και τους αιώνες του μεσαίωνα να έχουν αλλοιώσει τη φυσιογνωμία της· πρόκειται ακόμα για την καλοκτισμένη πόλη των Μυκηνών, για τις Μυκήνες με τους φαρδιούς δρόμους, την εύπορη πόλη των Μυκηνών, που αγάπησε η Ήρα, που περιγράφει ο Όμηρος, αλλά που μετά από εκείνον, δεν είχε ζωή πια παρά κατά κάποιο τρόπο μόνο μέσα στα αθάνατα ποιήματά του[…]

 

* Βλ. στα Χρονικά του Αντρέα Ντάντολο, σελ. 482, το κεφάλαιο:  Acquisitio Argos et Neapolis. (Συλλογές του Μουρατόρι, τ. 12)

Μετάφραση από τα γαλλικά: Κυπαρισσία Ηλιοπούλου

 

Πηγή

  • Buchon, J. A. C. (Jean Alexandre C.), « La Grece continentale et la Moree 1840-1841», Paris, 1843.

 

 


Read Full Post »

Grecia - Rovine di Tirinto.  Χαλκογραφία σε χαρτί, επιχρωματισμός εποχής. Α. Lazzari inc.

Grecia - Rovine di Tirinto. Χαλκογραφία σε χαρτί, επιχρωματισμός εποχής. Α. Lazzari inc.

Read Full Post »

Τίρυνθα – Οχύρωση

 

 

Τα τείχη που οριοθετούν την ακρόπολη της Τίρυνθας κατασκευάστηκαν σε τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις και οχύρωσαν σταδιακά ολόκληρο το λόφο από το νότιο-υψηλότερο προς το βόρειο-χαμηλότερο έξαρμά του. Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε κόκκινος και γκρίζος ασβεστόλιθος που συναντάται άφθονος τόσο στον ίδιο το λόφο όσο και στο λόφο του Προφήτη Ηλία ανατολικά της ακρόπολης. Το μέγεθος των ογκολίθων που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τα τείχη της τρίτης φάσης προκάλεσε την απορία και το θαυμασμό ήδη στην αρχαιότητα, γεγονός που αντικατοπτρίζεται άμεσα στο μύθο των κυκλώπων. Οι ογκόλιθοι ζυγίζουν πολλούς τόνους που δικαιολογούν την άποψη του περιηγητή Παυσανία (ΙΙ, 25, 7-9) ότι ούτε ζεύγος ημιόνων δεν ήταν σε θέση να μετακινήσει τον μικρότερο από αυτούς.


Η πρώτη οικοδομική φάση του τείχους

 

Τα τείχη της πρώτης φάσης που χρονολογούνται στις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙΑ1) περιέβαλαν το νότιο και υψηλότερο έξαρμα του λόφου, το χώρο δηλαδή που κάλυψαν το μεταγενέστερο ανάκτορο και οι δύο αυλές (4 και 2) νότια αυτού. Η πύλη, που εντοπίσθηκε στην ανασκαφή του 1909, βρισκόταν στην ανατολική πλευρά ακριβώς στο χώρο του μεταγενέστερου μεγάλου πρόπυλου (1) αλλά αρκετά μέτρα βαθύτερα. Οι ισχυροί τοίχοι της πύλης αυτής χρησίμευσαν ως θεμέλια κατά την κατασκευή του μεγάλου προπύλου. Η πορεία του τείχους που προσαρμόζεται στο φυσικό γεωλογικό υπόβαθρο του λόφου δεν είναι απολύτως ευθύγραμμη αλλά παρουσιάζει τεθλασμένη διάταξη. Το μέγεθος των ογκολίθων που χρησιμοποιούνται είναι σχετικά μικρό, το ύψος τους κυμαίνεται στα 0.60-0.70 εκ., με αποτέλεσμα να μην απαιτούνται πολλές ενδιάμεσες μικρές πέτρες για τη στήριξή τους. Οι ογκόλιθοι που έχουν συνήθως επεξεργασμένη επιφάνεια, διατάσσονται κατά κανόνα σε οριζόντιες στρώσεις. Για τη φάση αυτή χρησιμοποιείται αποκλειστικά γκρίζος ασβεστόλιθος. Ορισμένα τμήματα του τείχους αυτής της φάσης είναι και σήμερα ορατά σε διάφορα σημεία. όπως π.χ. δεξιά και αριστερά από την πύλη και στη δυτική πλευρά του μεταγενέστερου διαδρόμου 53-55 μέχρι τη ΒΑ γωνία του χώρου που καταλαμβάνει το μεταγενέστερο ανάκτορο. Στο σημείο αυτό το τείχος κάμπτεται προς τα δυτικά μέχρι τον ανατολικό τοίχο του μεταγενέστερου μεγάλου μεγάρου, όπου και κάμπτεται πάλι προς τα νότια, εξαφανίζεται κάτω από τα θεμέλια αυτού και επανεμφανίζεται κατά τη ΒΔ γωνία του ανακτορικού ανδήρου. Από το σημείο αυτό κατευθύνεται προς τα νότια με οδοντωτή διάταξη και μέχρι το σημείο του μεταγενέστερου πύργου 43-44, όπου κάμπτεται πάλι προς τα ανατολικά. Στην πορεία αυτή το τείχος καλύπτεται από τις μεταγενέστερες φάσεις και δεν είναι ορατό μέχρι την ανατολική του πλευρά, νότια της πύλης. Το επίπεδο αυτής της φάσης εσωτερικά του τείχους ήταν 2-3 μ. βαθύτερα από το σημερινό. Η πρόσβαση προς την πύλη γινόταν μέσω ενός ανδήρου στο χώρο του μεταγενέστερου διαδρόμου 54 και της πύλης 53. Ο χώρος βόρεια του τείχους, η μεταγενέστερη Μέση ακρόπολη, πρέπει να παρέμεινε στη φάση αυτή ανοχύρωτος.

 

 

Ανάκτορον Τίρυνθος

Ανάκτορον Τίρυνθος

 

 


Η δεύτερη οικοδομική φάση του τείχους


Στα τέλη του 14ου με αρχές του 13ου αιώνα (ΥΕ ΙΙΙΒ1) το τείχος της ακρόπολης επεκτάθηκε. Στα νότια κατασκευάσθηκε ένας προμαχώνας που επέκτεινε το χώρο της ακρόπολης μέχρι τα όρια του φυσικού βράχου του λόφου. Την εξωτερική του παρειά αποτελεί η βόρεια πλευρά της μεταγενέστερης γαλαρίας 59. Στο σημείο αυτό διαμορφώθηκε μία είσοδος, από την οποία μπορούσε κανείς ακολουθώντας το κλιμακοστάσιο 58 να ανέβει στο άνδηρο της ακρόπολης. Στα ανατολικά δημιουργήθηκε μια αυλή (56), εξωτερικά της πύλης της πρώτης φάσης. Η εξωτερική πύλη μεταφέρθηκε στο βόρειο άκρο της αυλής, όπου προτάχθηκε ένας μικρών διαστάσεων χώρος (55) που έκλεινε από τις δύο πλευρές με ξύλινες θύρες. Για την πρόσβαση στη νέα εξωτερική πύλη συνέχισε να χρησιμοποιείται το άνδηρο της πρώτης φάσης. Επιπρόσθετα προστατεύθηκε η πλευρά αυτή με ένα νέο τμήμα τείχους που πλαισίωσε από τη νότια και ανατολική πλευρά τη νέα εξωτερική αυλή (56) και τη νέα πύλη. Στη φάση αυτή επιχωματώθηκε η αυλή 56, η παλιά πύλη και η εσωτερική αυλή 2 μέχρι το σημερινό περίπου επίπεδο. Ίσως σ’ αυτή τη φάση οχυρώθηκε και ο χώρος της μέσης ακρόπολης. Εξάλλου για την ίδια εποχή μαρτυρείται μία πρώτη οχύρωση της Κάτω Ακρόπολης.

Πιθανά στα μέσα του 13ου αιώνα μετατοπίστηκε εκ νέου προς τα βόρεια η εξωτερική πύλη (53) που έμελλε να αποτελέσει την κύρια πύλη της τελικής φάσης της ακρόπολης. Τη νέα πύλη προστάτευαν τώρα δύο νέα τμήματα του τείχους που δημιουργήθηκαν βόρεια και εκατέρωθεν αυτής από τεράστιους ογκόλιθους. Η ομοιότητα της πύλης αυτής με την πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες τόσο στις διαστάσεις όσο και στο υλικό κατασκευής, χρησιμοποιήθηκε κροκαλοπαγής λίθος, είναι χαρακτηριστική. Επίσης στη ΒΔ πλευρά της μέσης ακρόπολης χτίστηκε ένας πύργος (48), για να προστατεύσει την δυτική πλευρά του τείχους και ίσως μία πρόσβαση από την πλευρά αυτή. Για την κατασκευή του τείχους αυτής της φάσης χρησιμοποιείται εκτός από γκρίζος και κόκκινος ασβεστόλιθος. Σε σημαντικά σημεία, όπως οι γωνίες, τοποθετούνται ιδιαίτερα μεγάλοι ογκόλιθοι και παρότι οι επιφάνειες είναι επεξεργασμένες δεν διατηρείται πάντα η οριζόντια διάταξη των ογκολίθων. Οι πλευρές του τείχους ιδιαίτερα στα σημεία της επέκτασης δεν κάμπτονται τόσο συχνά με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεγαλύτερες ενιαίες επιφάνειες.

 

 
Η τρίτη οικοδομική φάση του τείχους


Περί τα μέσα και κυρίως στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα το τείχος απόκτησε την τελική του μορφή αυτή που διακρίνει ο επισκέπτης σήμερα. Στα νότια και στα ανατολικά κατασκευάσθηκαν οι γαλαρίες (59.57). Η κατασκευή τους με τον «εκφορικό τρόπο» που δημιουργεί οξυκόρυφα τόξα αποτελεί ένα σπουδαίο τεχνικό επίτευγμα της εποχής. Οι γαλαρίες αυτές προσαρτήθηκαν στην εξωτερική πλευρά της δεύτερης φάσης του τείχους. Στα δυτικά κατασκευάστηκε ο δυτικός προμαχώνας (47), για να προστατεύσει το δυτικό κλιμακοστάσιο και την είσοδο από την πλευρά αυτή. Ένας νέος πύργος (43.44) κατασκευάστηκε στη ΝΔ γωνία για τους ίδιους λόγους. Στο πλαίσιο αυτής της επέκτασης του τείχους μετατοπίσθηκε για άλλη μια φορά η εξωτερική πύλη (51), η οποία τοποθετήθηκε τώρα μεταξύ των σκελών του τείχους της ανατολικής πλευράς. Σ’ αυτή την πύλη οδηγούσε μία ράμπα (52). Για την κατασκευή του τείχους αυτής της φάσης χρησιμοποιήθηκε κόκκινος και γκρίζος ασβεστόλιθος. Το μέγεθος των ογκολίθων που χρησιμοποιούνται ξεπερνάει τους ογκόλιθους των προηγουμένων φάσεων, ενώ χρησιμοποιούνται πολύ περισσότερες ενδιάμεσες μικρές πέτρες για τη στήριξή τους. Οι επιφάνειες δεν είναι πια τόσο καλά επεξεργασμένες. Πέρα από το εντυπωσιακό μέγεθος των ογκολίθων στα επιτεύγματα της εποχής ανήκουν τα οξυκόρυφα τόξα και η κατασκευή ενός οχυρωματικού τοίχου με καμπύλο περίγραμμα..

Στην Κάτω ακρόπολη αντικαταστάθηκε η οχύρωση των αρχών του 13ου αιώνα (ΥΕΙΙΙΒ1) από ένα σχεδόν αυθύπαρκτο ισχυρό τείχος που αγγίζει τα 7 μ. Το τείχος αυτό εδράζεται απευθείας στο φυσικό βράχο και είναι στις κατώτερες στρώσεις του αρμολογημένο με ασπρόχωμα. Οι Σύριγγες, κτιστές κατά τον εκφορικό τρόπο πρόσβασης στις υπόγειες πηγές, στη ΒΔ πλευρά του έχουν οικοδομηθεί ταυτόχρονα με αυτό. Στο εσωτερικό του τείχους έχουν εξαιρεθεί 28 συνολικά δωμάτια με τετράγωνο περίγραμμα και οξυκόρυφη απόληξη. Μερικά από τα δωμάτια διέθεταν και δεύτερο όροφο. Τα περισσότερα από αυτά φαίνεται πως υπέστησαν σημαντικές ζημίες κατά το σεισμό του τέλους του 13 ου αιώνα,γιατί κλείστηκαν μετά από αυτόν.

 

Δρ. Άλκηστις Παπαδημητρίου

Αρχαιολόγος.

Πηγή

 

Υπουργείο Πολιτισμού

 

 

Read Full Post »

Τίρυνθα – Ιστορικό 

 

 

 

Nauplia, Seen From Tiryns.

Nauplia, Seen From Tiryns.

Ο χαμηλός λόφος της Τίρυνθας, στο 8ο χιλιόμετρο του δρόμου Άργους – Ναυπλίου, κατοικήθηκε αδιάλειπτα από τη Νεολιθική εποχή μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους ο χώρος ήκμασε κυρίως κατά την πρώιμη και την ύστερη εποχή του Χαλκού. Στη δεύτερη φάση της Πρωτοελλαδικής εποχής (2700-2200 π.Χ.) πρέπει να υπήρχε εδώ ένα σημαντικό κέντρο με πυκνή κατοίκηση και ένα μοναδικής κατασκευής κυκλικό κτήριο, διαμέτρου 27 μ., στην κορυφή του λόφου. Κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού ο λόφος οχυρώνεται σταδιακά και περιβάλλει μέσα στα «κυκλώπεια» τείχη του το ανακτορικό συγκρότημα καθώς και άλλα κτήρια που χρησιμοποιούνται κυρίως από την άρχουσα τάξη ως λατρευτικοί χώροι, αποθήκες και εργαστήρια αλλά και ως κατοικίες. Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Τίρυνθα, παρότι πρέπει να είχε τη μορφή μιας οργανωμένης πολιτικής κοινότητας, δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί το Αργος, το οποίο και την κατέστρεψε στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα εξορίζοντας τους κατοίκους της.


Ο περιηγητής Παυσανίας που την επισκέφθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. τη βρήκε ερειπωμένη. Κατά τη βυζαντινή εποχή ιδρύεται στην Άνω Ακρόπολη ένας κοιμητηριακός ναός και πιθανά ένας μικρής τάξεως οικισμός στα δυτικά της Ακρόπολης. Το τέλος του ασήμαντου πια οικισμού πρέπει να συνδεθεί με την κατάκτηση του Άργους από τους Τούρκους το 1379 μ.Χ. Στις βενετσιάνικες πηγές η Τίρυνθα αναφέρεται ως Napoli vecchio, ενώ το όνομα Τίρυνθα δίνεται ξανά στην περιοχή στη σύγχρονη εποχή αντικαθιστώντας το σύνηθες όνομα «Παλαιόκαστρο». Το 1828 ιδρύεται από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στο χώρο νότια της Ακρόπολης κτήριο για τη λειτουργία αγροτικής σχολής. Σήμερα στεγάζονται σ’ αυτό οι αγροτικές φυλακές. Μετά τους περιηγητές του 17ου και του 19ου αιώνα (Des Mouceaux, Dodwell, Leake) την Τίρυνθα ανακαλύπτει το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν που με τις εκτεταμένες ανασκαφές του στα 1884/5 την παραδίδει στην αρχαιολογική έρευνα.


Ως μυθικός ιδρυτής της Τίρυνθας παραδίδεται ο αργείος πρίγκηπας Προίτος, ο οποίος κατέφυγε μετά τη διαμάχη με τον αδελφό του Ακρίσιο στη Λυκία. Κατά την επιστροφή του έφερε μαζί του τους Κύκλωπες που έχτισαν για χάρη του τα μεγαλειώδη τείχη. Με την Τίρυνθα συνδέονται εξάλλου και οι μυθικοί ήρωες Βελλερεφόντης και Περσέας αλλά και ο ημίθεος Ηρακλής.


Pelascic Masonry At Tiryns

Pelascic Masonry At Tiryns

Οι έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από το 1876 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως μια από τις σημαντικότερες μυκηναϊκές ακροπόλεις και ιχνηλάτησαν τα στάδια του πολιτισμού των προϊστορικών και ιστορικών περιόδων της Αργολίδας. Μετά τους πρωτεργάτες Heinrich Schliemann και Wilhelm Dφrpfeld (1884-1885), το χώρο ερεύνησαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι Georg Karo και Kurt Mόller. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αργολίδος Νικόλαος Βερδελής ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης της δυτικής πλευράς της οχύρωσης που είχε καταρρεύσει και σκεπαστεί από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών. Μετά το 1967 οι ανασκαφές ανατίθενται και πάλι στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο υπό τη Διεύθυνση των Ulf Jantzen, Jφrg Schδfer, Klaus Kilian και Joseph Maran συνεχίζει τις έρευνες συμπεριλαμβάνοντας την Κάτω Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη. Παράλληλα ανασκαφικές έρευνες διενεργεί η τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων τόσο στον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, όσο και στην ευρύτερη περιοχή.


Η αποκάλυψη με τις ανασκαφές ενός μνημείου που προστατεύτηκε για πολλούς αιώνες κάτω από το χώμα της εγκατάλειψης και η μακροχρόνια έκθεσή του χωρίς φροντίδα συντήρησης στις καιρικές συνθήκες και στη δράση των επισκεπτών, προξένησε σημαντικές φθορές στον αρχαιολογικό χώρο. Με ενέργειες της Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, αρμόδιας περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και την άμεση υποστήριξη της Περιφέρειας Πελοποννήσου, το μνημείο εντάχθηκε στα έργα που χρηματοδοτήθηκαν από το Β΄ και το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Καθοριστική ήταν και η συμμετοχή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου που χρηματοδότησε την τελευταία δεκαετία τις μελέτες του γερμανού αρχιτέκτονα Jan Martin Klessing που υλοποιήθηκαν στην Τίρυνθα. Στο διάστημα αυτό μεγάλος αριθμός συνεργατών (αρχαιολόγοι, σχεδιαστές, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες) συμμετείχε στο πρόγραμμα της αναβάθμισης ενός από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Αργολίδας που έχει ενταχθεί στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Εξάλλου με ευθύνη της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού υλοποιήθηκαν εργασίες διαμόρφωσης του επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος περιλαμβάνει πλέον οργανωμένες διαδρομές, κτήρια εξυπηρέτησης των επισκεπτών, νέα είσοδο και χώρο στάθμευσης.

 

Δρ. Άλκηστις Παπαδημητρίου

Αρχαιολόγος.

Πηγή

 

Υπουργείο Πολιτισμού

 

Read Full Post »

Αρχαία Τίρυνθα

 

 

Τα «κυκλώπεια» τείχη της Τίρυνθας σηματοδοτούν μεγαλόπρεπα ένα χώρο που κατοικήθηκε αδιάλειπτα για πολλούς αιώνες στην αρχαιότητα. Είκοσι περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Μυκηνών, σ’ ένα χαμηλό λόφο με δύο εξάρματα, μόλις 26 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η αρχαία Τίρυνθα είναι μία φυσικά οχυρή θέση και ελέγχει μια μεγάλη έκταση της πεδιάδας καθώς και σημαντικές διαβάσεις προς το Άργος και τις Μυκήνες, το Ναύπλιο και την Επίδαυρο. Τα τείχη της που κατασκευάστηκαν από μεγάλους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους προκάλεσαν ήδη στην αρχαιότητα το θαυμασμό και την απορία. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος πως τα έκτισαν οι Κύκλωπες, γίγαντες από τη Λυκία, για χάρη του ιδρυτή της Τίρυνθας, Αργείου πρίγκιπα Προίτου.

Οι έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από το 1876 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως μια από τις σημαντικότερες μυκηναϊκές ακροπόλεις και ιχνηλάτησαν τα στάδια του πολιτισμού των προϊστορικών και ιστορικών περιόδων της Αργολίδας. Μετά τους πρωτεργάτες Heinrich Schliemann και Wilhelmrpfeld (1884-1885), το χώρο ερεύνησαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι Georg Karo και Kurt Müller. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αργολίδος Νικόλαος Βερδελής ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης της δυτικής πλευράς της οχύρωσης που είχε καταρρεύσει και σκεπαστεί από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών. Μετά το 1967 οι ανασκαφές ανατίθενται και πάλι στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο υπό τη Διεύθυνση των Ulf Jantzen, Jörg Schäfer, Klaus Kilian και Joseph Maran συνεχίζει τις έρευνες συμπεριλαμβάνοντας την Κάτω Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη. Τα συμπεράσματα των ανασκαφών αυτών αφήνουν να διαγραφεί μια σαφής εικόνα της εξέλιξης της αρχαίας Τίρυνθας. 

 

 

ΤίρυνθαΗ Τίρυνθα κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Νεολιθική εποχή (7η-4η χιλιετία π.Χ.), όπως μαρτυρούν τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα που προήλθαν από τα βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα, και παρέμεινε αδιάλειπτα σε χρήση μέχρι την εποχή που ιδρύθηκε η επιβλητική της οχύρωση.

Τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Μεγάλα συγκροτήματα οικιών προσαρμόζονται πάνω στις πλαγιές του λόφου και οργανώνονται γύρω από ένα τεράστιο κυκλικό οικοδόμημα (διαμέτρου 27-28 μ.) στην κορυφή του νότιου εξάρματός του, την Άνω Ακρόπολη. Παρά τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη χρήση του (οχυρωμένο ανάκτορο, μνημειώδες ταφικό κτίσμα ή ιερό), το κυκλικό οικοδόμημα είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της οργάνωσης του πρώτου αστικού συστήματος ως ένας χώρος που λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο και είχε προσαρμοσθεί μορφολογικά στο συγκεκριμένο γεωλογικό υπόβαθρο.

Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1600 π.Χ.) πραγματοποιούνται επιχωματώσεις και κατασκευές ανδήρων στην Άνω Ακρόπολη με στόχο τη διαμόρφωση επίπεδων επιφανειών για την ανέγερση των κτιρίων. Παρά τις δυσκολίες στη διερεύνηση των λειψάνων αυτής της εποχής λόγω της μεταγενέστερης οικοδομικής δραστηριότητας, η κατοίκηση του χώρου θεωρείται βέβαια. Η μεγάλη ακμή ωστόσο της Τίρυνθας συνδέεται με την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1050 π.Χ.). Τον 14ο αι. π.Χ., κατά την αρχαιότερη ανακτορική περίοδο, πριν την κατασκευή της οχύρωσης ένα πρώτο ανακτορικό συγκρότημα που αποτελείται από δύο κεντρικά κτίρια και οικίες ιδρύεται στο νότιο τμήμα του λόφου, τη λεγόμενη Άνω Ακρόπολη, και περιβάλλεται στη συνέχεια από την πρώτη οχύρωση που έχει μια πύλη στα ανατολικά. Η οχύρωση επεκτείνεται σταδιακά στις αρχές του 13ου αι. π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο οχυρώνεται για πρώτη φορά το βόρειο, χαμηλότερο έξαρμα του λόφου, η λεγόμενη Κάτω Ακρόπολη και επισκευάζεται το ανάκτορο στην Άνω Ακρόπολη. Στο τέλος αυτής της περιόδου καταστρέφονται τα κτίσματα της Κάτω Ακρόπολης από σεισμό και το ανάκτορο από πυρκαγιά. Στον ύστερο 13ο αι. π.Χ. η οχύρωση παίρνει την τελική της μορφή, αυτή που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης. Τα τείχη περιβάλλουν ολόκληρο το λόφο και δημιουργούν μια ενιαία οχύρωση που ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους. Η τειχισμένη έκταση ανέρχεται σε 20.000 τ.μ., το εύρος του τείχους φθάνει σε ορισμένα σημεία τα 8 μ. ενώ το ύψος του υπολογίζεται σε 13 μ. Στην Κάτω Ακρόπολη κατασκευάζονται δωμάτια στο εσωτερικό του τείχους, ενώ στη βορειοδυτική πλευρά της χτίζονται δύο προσβάσεις που οδηγούν στις υπόγειες πηγές νερού έξω από την Ακρόπολη, οι λεγόμενες «Σύριγγες».

 

Στα δυτικά της άνω Ακρόπολης κατασκευάζεται ένας καμπύλος προμαχώνας που  προφυλάσσει το λεγόμενο δυτικό κλιμακοστάσιο και την έξοδο προς την πλευρά αυτή. Στα νότια και ανατολικά της άνω Ακρόπολης ανεγείρονται οι λεγόμενες «Γαλαρίες», μακρόστενοι διάδρομοι με τοξωτή οξυκόρυφη στέγη που οδηγούν σε τετράγωνα δωμάτια του τείχους. Την περίοδο αυτή οικοδομείται το μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα που ανασκάφηκε από τον H. Schliemann και τον W. Dörpfeld και αποτελεί την κορύφωση της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ακρόπολη. Την καρδιά του συγκροτήματος αποτελεί το μεγάλο Μέγαρο και η μεγάλη περίστυλη Αυλή.

Το Μέγαρο είναι ένα τετράπλευρο επίμηκες οικοδόμημα που αποτελείται από τρεις χώρους, από τους οποίους ο εσωτερικός ήταν ο μεγαλύτερος. Την πρόσοψή του κοσμούσαν δύο κίονες, ενώ τέσσερις άλλοι εσωτερικοί κίονες στήριζαν την υπερυψωμένη στέγη της εσωτερικής μεγάλης αίθουσας. Στο χώρο αυτό υπήρχε ο θρόνος του ηγεμόνα στην ανατολική πλευρά και μια μεγάλη εστία στο κέντρο ανάμεσα στους κίονες. Εδώ ο άναξ, ο ανώτατος άρχων στη μυκηναϊκή ιεραρχία,  δεχόταν τους υπηκόους του και τους επίσημους ξένους. Τα δάπεδα και τους τοίχους κοσμούσαν τοιχογραφίες με εικονιστικά θέματα από τη ζωή των ανακτόρων καθώς και το ζωικό και φυτικό βασίλειο.

Το Μέγαρο και η μεγάλη Αυλή που ανοιγόταν στην πλευρά της εισόδου του, αποτελούσε το χώρο όπου διαδραματίζονταν οι σημαντικότερες δραστηριότητες του Μυκηναίου ηγεμόνα (wanaka). Εκτός από χώρος επίσημης υποδοχής μετατρεπόταν και σε χώρο λατρευτικών λειτουργιών, όπως μαρτυρεί ο Βωμός που βρίσκεται στη νότια πλευρά της Αυλής, ακριβώς στον άξονα του Μεγάρου. Δύο πτέρυγες πλαισίωναν το Μέγαρο ανατολικά και δυτικά. Ανάμεσα στα οικοδομήματα αυτά διακρίνονται το Λουτρό στη δυτική και το λεγόμενο μικρό Μέγαρο στην ανατολική πτέρυγα. Η είσοδος στην άνω Ακρόπολη βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του τείχους και σ’ αυτήν οδηγούσε μια μεγάλη ράμπα μήκους 47 μ. και πλάτους 4.70 μ. Στο διάδρομο που πλαισιωνόταν από τις δύο πλευρές του τείχους είχε κατασκευασθεί η κεντρική πύλη. Η πύλη αυτή έχει περίπου τις ίδιες διαστάσεις με τη γνωστή Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες και έχει κατασκευασθεί από το ίδιο με αυτήν πέτρωμα, ένα κροκαλοπαγή λίθο. Δυστυχώς εδώ σώζεται μόνο το μονολιθικό κατώφλι και τμήματα των παραστάδων της εισόδου. Το υπέρθυρο και το ανάγλυφο ανακουφιστικό τρίγωνο έχουν ίσως χαθεί για πάντα. Περνώντας από ένα διάδρομο και μία μικρή αυλή με στοά στα ανατολικά έφθανε κανείς στο μεγάλο πρόπυλο, μια πομπώδη είσοδο στο εσωτερικό του ανακτόρου. Το τετράγωνο στεγασμένο οικοδόμημα είχε μήκος πλευράς 13.50 μ. και ανά δύο κίονες σε κάθε πλευρά. Διασχίζοντας το μνημειώδες πρόπυλο ο επισκέπτης βρισκόταν σε μία εσωτερική αυλή και περνώντας ένα δεύτερο μικρότερο πρόπυλο κατέληγε στην κεντρική αυλή του ανακτόρου. Γύρω στα 1200 π.Χ. ένας σεισμός προκαλεί σοβαρές καταστροφές στα τείχη και το ανακτορικό συγκρότημα. Την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, το 12ο αι. π.Χ., αναμορφώνεται η περιοχή της Ακρόπολης, ενώ στην πεδιάδα έξω από τα τείχη οργανώνεται ένας οικισμός με πολεοδομικό ιστό έκτασης 25 εκταρίων.

 

Η χρήση της Μέσης Ακρόπολης, του χώρου βόρεια και χαμηλότερα του ανδήρου του ανακτόρου, δεν είναι βέβαιη λόγω της μικρής έκτασης των ανασκαφών που έγιναν σ΄ αυτόν. Η ύπαρξη ενός κεραμικού κλιβάνου μπορεί να δηλώνει ότι εδώ ήταν συγκεντρωμένοι εργαστηριακοί χώροι, οι οποίοι, όπως και στις Μυκήνες, βρίσκονταν μέσα στην οχύρωση και τελούσαν υπό την άμεση επίβλεψη του άνακτα και της άρχουσας τάξης.

 

Η Κάτω Ακρόπολη, ένας χώρος που θεωρήθηκε αρχικά ως καταφύγιο σε περίπτωση επιδρομής, είχε την τύχη να ερευνηθεί με σύγχρονη διεπιστημονική ανασκαφική μέθοδο από τον κορυφαίο προϊστορικό αρχαιολόγο Klaus Kilian, ο οποίος στη διάρκεια των ετών 1976 έως 1985 ανέσκαψε το σύνολο του χώρου αυτού και συνέβαλε αποφασιστικά στην έρευνα των περιόδων της εποχής του Χαλκού στην Αργολίδα. Με την ανασκαφή της Κάτω Ακρόπολης διαπιστώθηκε μια συνεχής οικιστική ακολουθία κατά τη Μυκηναϊκή εποχή και καθιερώθηκε μια δεσμευτική ακριβής χρονολόγηση τόσο της Πρωτοελλαδικής όσο και της Μυκηναϊκής κεραμικής. Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή των ερευνών του στη διαπίστωση ότι η καταστροφή των ανακτόρων στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. δεν προήλθε από ανθρώπινη επέμβαση αλλά σχετιζόταν με τις καταστροφικές επιπτώσεις της αυξημένης σεισμικής δραστηριότητας στο 12ο αι. π.Χ. Στο χώρο της Κάτω Ακρόπολης εντοπίσθηκαν οικοδομικά συγκροτήματα που χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες αλλά και χώροι που λειτούργησαν ως εργαστήρια, αποθήκες ή ιερά.

 

Η οργάνωση του οικισμού της Κάτω Ακρόπολης παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση πριν και μετά το μεγάλο σεισμό. Τη θέση των οργανωμένων κατά μήκος μονοπατιών πυκνοδομημένων συγκροτημάτων της ΥΕΙΙΙΒ, μερικά από τα οποία ήταν διώροφα, καταλαμβάνουν στην ΥΕΙΙΙΓ ισόγεια σπίτια χωρίς κανονική διάταξη που εμφανίζονται μεμονωμένα σε μεγάλους ανοικτούς χώρους. Την ίδια εποχή παρατηρείται μια διεύρυνση του οικισμού έξω από τα τείχη, γεγονός που σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη μικρότερων θέσεων γύρω από την Τίρυνθα μπορεί να ερμηνευθεί ως κάποια διάθεση «συνοικισμού» στο άμεσο περιβάλλον των ισχυρών ακροπόλεων.

 

Μέσα στα «κυκλώπεια» τείχη εκτός από τα μεγαλόπρεπα κτίρια υποδοχής υπήρχαν κτιριακά συγκροτήματα που χρησίμευαν για διοικητικές και τελετουργικές λειτουργίες, για αποθήκευση αγαθών και εργαστήρια, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός κτιρίων χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες των μελών της άρχουσας τάξης. Το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα που αντικατοπτρίζουν τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι εύκολα αναγνώσιμο. Μια αστική κοινωνία διαρθρώνεται γύρω από την έδρα του ηγεμόνα που ελέγχει μια μεγάλη έκταση με πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή και ρυθμίζει τη διακίνηση των αγαθών και την παραγωγή αντικειμένων που προορίζονται για λατρευτική χρήση, εξαγωγή ή ανταλλαγή σε επίπεδο επισήμων. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ Γραφής, στις οποίες καταγράφονταν αρχειακά στοιχεία σχετικά με τη διακίνηση των αγαθών, μαθαίνουμε ότι όλη η παραγωγή της περιοχής δικαιοδοσίας του εκάστοτε ηγεμόνα συνέρεε στο ανάκτορο, όπου γινόταν απογραφή και στη συνέχεια ένα μέρος της μοιραζόταν στους δικαιούχους παραγωγούς κατά την κρίση του ηγεμόνα, ενώ το υπόλοιπο αποτελούσε αντικείμενο διαχείρισης της ανώτερης αστικής τάξης. Το σύστημα αυτό της ανακατανομής των αγαθών είναι χαρακτηριστικό για τη μυκηναϊκή κοινωνία και αλληλένδετο με την εξωτερική μορφή των οικοδομικών συγκροτημάτων. Οι μυκηναϊκές οχυρώσεις και τα ανάκτορα είναι εργαλεία εντυπωσιασμού και επίδειξης δύναμης ενός ισχυρού πλουραλιστικού συστήματος.

Με την έναρξη της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου (αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ.) ο οικισμός αστικού χαρακτήρα της μυκηναϊκής εποχής παίρνει τη μορφή νέων οικιστικών μονάδων που καταλαμβάνουν σε αραιή διάταξη το χώρο που κατείχε πριν η πόλη και περιβάλλονται από τα νεκροταφεία τους. Μια αργή πορεία από τον «Οίκο» στην «Πόλη» διαδέχεται την εποχή της μυκηναϊκής παντοδυναμίας. Στα χρόνια αυτά η Τίρυνθα δεν εγκαταλείπεται, αλλά δεν αποκτά ποτέ ξανά την παλαιά της αίγλη. Το κτήριο που κατέλαβε το ανατολικό ήμισυ του μεγάλου μεγάρου της ΥΕΙΙΙΒ μετά τη μεγάλη καταστροφή και το οποίο είχε θεωρηθεί ως γεωμετρικός ναός, αποδείχθηκε από τις πρόσφατες έρευνες του Joseph Maran ότι χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ. Εάν αυτό συνέχισε να χρησιμοποιείται και στους αιώνες που ακολούθησαν ως χώρος λατρείας, στον οποίο αποτίθενταν  τα δεκάδες αφιερώματα που βρέθηκαν συγκεντρωμένα σε ένα λάκκο-αποθέτη, το λεγόμενο βόθρο, δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί. Τον 5ο αι. π.Χ. οι Τιρύνθιοι χάνουν την πολιτική τους αυτονομία και εξορίζονται από τους κατακτητές Αργείους.

 

Άλκηστης Παπαδημητρίου

Αρχαιολόγος.

 

Read Full Post »

Older Posts »