Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Άγιοι της Αργολίδας’

Όσιος  Λεόντιος ο Αθωνίτης ο Μυροβλήτης

 

Όσιος Λεόντιος

Ο βίος του οσίου Λεοντίου του νέου σώζεται στο χειρόγραφο 677 σελ. φ 1-36 της Ιεράς Μονής του Αγίου Διονυσίου,  Άγιου Όρους, το όποιο γράφτηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα και είναι μετάφραση προηγούμενου κειμένου από τις αρχές του 17ου αιώνα.

Γεννήθηκε το 1520 στο Άργος σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και την παράδοση των πατέρων της Ιεράς Μονής Διονυσίου. Για τούς γονείς του και την παιδική του ηλικία δεν γνωρίζουμε τίποτα. Μπορούμε να συμπεράνουμε όμως ότι ο Όσιος είχε ευσεβείς γονείς, αφού σε ηλικία 17 ετών, το 1537, «ησύχαζε» σε ένα «μονίδριο» της Αργολίδας, επιλέγοντας  τον μοναχικό βίο.

Ο Όσιος, αφού εγκατέλειψε τούς γονείς του, τούς συγγενείς και φίλους, δόθηκε στη νηστεία, στις προσευχές και στις ασκήσεις του σώματος, στη μελέτη των Θείων Γραφών και στα θεάρεστα έργα.

Το έτος 1537, όταν οι Τούρκοι άρχισαν την επίθεση εναντίον του Ναυπλίου, ο Λεόντιος προφήτεψε ότι το κάστρο θα ερχόταν στα χέρια των Αγαρηνών, πράγμα το όποιο και έγινε το 1540. Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τούς Τούρκους, ο Λεόντιος κατέφυγε στο Άγιο Όρος, το όποιο αγάπησε πολύ, και ζήτησε να μονάσει στην Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου. Για να τον δεχτούν του έθεσαν δύο όρους: 1) Ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την Μονή και 2) ότι θα αναλάβει οποιοδήποτε διακόνημα του ανατεθεί.

Όσιος Λεόντιος

Κατοίκησε στο Ιερό κοινόβιο της Μονής Διονυσίου και για 60 ολόκληρα χρόνια δεν βγήκε από το Μοναστήρι. Έτσι αξιώθηκε του διορατικού και προφητικού χαρίσματος.

Ο όσιος Λεόντιος  απεβίωσε το 1605 σε ηλικία 85 ετών. Μετά την ταφή του στη μονή και κατά την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του, «βλέπουσιν οφθαλμοφανώς οι αδελφοί το οσιακόν εκείνο σώμα πανταχόθεν βλύζον άγιον μύρον». Γι’ αυτό καλείται «Όσιος Λεόντιος, ο Μυροβλύτης».

Την ακολουθία του Λεοντίου συνέταξε ο μοναχός του Αγίου Όρους Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ο υμνογράφος τον ονομάζει «θεοειδή βλαστόν του Άργους, αγλάισμα του Άργους, σεπτόν εγκαλώπισμα του Άργους».

Στην περιοχή Πορτίτσες του Άργους υπάρχει ιδιωτικός ναός αφιερωμένος στον Όσιο Λεόντιο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 18 Ιουνίου εκάστου έτους.

 

 

Πηγή

 

  • Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Β’ ( Δεληγιαννόπουλος), «Ασματικαί Ακολουθίαι του Αγίου Αγγελή Νεομάρτυρος και του Οσίου Λεοντίου Των Αργείων, μετά σχετικών βιογραφικών σημειωμάτων », Ναύπλιον 1982.

Read Full Post »

Άγιος Πέτρος επίσκοπος Άργους.

Ο επιτάφιος του Εις τον Αθανάσιον επίσκοπον Μεθώνης και η Ελληνικών Θεραπευτική Παθημάτων του Θεοδώρητου Κύρρου.

 

Avshalom Laniado

Tel Aviv University, Department of History, Gilman Building, Ramat Aviv 69978, Israel. 

Ο Άγιος Πέτρος, επίσκοπος και πολιούχος του Άργους, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 850, και απεβίωσε στο Άργος λίγο πριν από το 930. Κύρια πηγή για τη ζωή του αποτελεί ο λόγος τον οποίον συνέγραψε ο Θεόδωρος μητροπολίτης Νικαίας περίπου μια γενιά μετά από το θάνατό του.

Σύμφωνα με το Θεόδωρο Νικαίας, η οικογένεια του Αγίου Πέτρου ήταν ευσεβής, πλούσια και φιλόπτωχος. Όλα τα μέλη της, οι δύο γονείς, τα τέσσερα αγόρια και η μία κόρη, ακολούθησαν το μοναχικό τρόπο ζωής, με πρωτοπόρο τον πρωτότοκο Παύλο, που έγινε κατόπιν επίσκοπος Κορίνθου.

Ο Θεόδωρος Νικαίας αναφέρεται και στη παιδεία του Αγίου Πέτρου, και λέγει ότι «ἦτο δεινότατος κατὰ τὴν ἐξωχριστιανικὴν παιδείαν» («οὐδὲ γὰρ ὡς τῆς ἔξωθεν παιδείας περιχειλὴς ἐφρόνει τι μέγα καὶ μετέωρον»), και προσθέτει ότι «αὐτὸς ἐκυοφόρησε πολλὰ σοφὰ μαθήματα καὶ αὐτὴν τὴν καλὴν ὠδῖνα τοῦ λόγου ἐγέννησε, καθὼς φανερώνουν καὶ τὰ ὑπ’αὐτοῦ ἐκπονηθέντα συγγράμματα.» («πολλῶν ἐγκύμων ἐγένετο σοφῶν μαθημάτων καὶ ταύτην ἀπέτεκε τὴν καλὴν ὠδῖνα τῶν λόγων, ὡς καὶ αὐτὰ δηλοῖ τὰ τούτῳ ἐκπονηθέντα συγγράμματα.»)

Σήμερα σώζονται επτά λόγοι του Αγίου Πέτρου, των οποίων η μοναδική πλήρης έκδοση, με εισαγωγή, νεο-ελληνική μετάφραση και σχόλια, δημοσιεύτηκε το 1976 στο έργο του Κωνσταντίνου  Κυριακόπουλου με τον τίτλο Ἁγίου Πέτρου ἐπισκόπου Ἄργους Βίος καὶ λόγοι. Αυτοί οι λόγοι βεβαιώνουν την μαρτυρία του Θεοδώρου Νικαίας για την παιδεία του Αγίου Πέτρου, και δείχνουν ότι ήξερε καλά τους κλασσικούς συγγραφείς της αρχαιότητας, τους πατέρες της Εκκλησίας, και τους κανόνες της ρητορικής.

Δύο από τους επτά λόγους αφορούν την Θεοτόκο και δύο την μητέρα της, την Αγία Άννα, ενώ δύο άλλοι είναι εγκώμια μαρτύρων (για τους Αγίους Αναργύρους και την Αγία Βαρβάρα). Ένας μόνο λόγος ασχολείται με ένα πρόσωπο του πρόσφατου παρελθόντος. Είναι ο επιτάφιος Εἰς τὸν μακάριον Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Μεθώνης, κύρια πηγή για τη ζωή ενός Σικελικής καταγωγής ασκητή, ηγούμενου και ιερέα του ενάτου αιώνα. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, ο Άγιος Πέτρος δεν γνώριζε προσωπικά τον Αθανάσιο. Εκφώνησε τον επιτάφιο στη Μεθώνη, κοντά στο τάφο του Αθανασίου, αλλά μερικά χρόνια μετά από το θάνατό του.

Ο Αθανάσιος γεννήθηκε στη Κατάνη. Ήταν ακόμα παιδί όταν έφυγε με τους γονείς του από τη πατρίδα του, λόγω μιας αραβικής εισβολής, πιθανόν αυτής του 828. Εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, και έγινε με το καιρό επίσκοπος Μεθώνης. Το 879, έλαβε μέρος στη σύνοδο της Αγίας Σοφίας.

Σύμφωνα με τους κανόνες της ρητορικής, οι εγκωμιαστικοί λόγοι περιέχουν συγκρίσεις, των οποίων ο σκοπός είναι να αποδεικνύουν την υπεροχή των επαινουμένων. Στον επιτάφιο εις Αθανάσιον Μεθώνης υπάρχουν δύο συγκρίσεις. Στη δεύτερη, με την οποία δεν θα ασχοληθούμε εδώ, ο Άγιος Πέτρος ισχυρίζεται ότι τα λόγια του ετοιμοθάνατου Αθανασίου είναι προτιμότερα από τα τελευταῖα φιλοσοφήματα του Σωκράτη. Στην πρώτη σύγκριση, ο επίσκοπος Μεθώνης συγκρίνεται με μία σειρά από προσωπικότητες της αρχαιότητας:

 

«Μὲ τοιαύτην διδασκαλίαν καὶ πρᾶξιν ὅλους γενικῶς τοὺς κατέστησεν ἀξίους νὰ διδαχθοῦν τὸν θεόν, ἐδίδαξε συμφώνως πρὸς τὴν θείαν προφητείαν, νὰ δύνανται νὰ διακρίνουν τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ χειρότερον, ὄχι ὅπως ὁ Ζάμολξις καὶ ὁ Ἀνάχαρσις, τοὺς ὁποίους ἐθαύμασαν, ἂν καὶ βαρβάρους, διὰ τὴν σοφίαν των οἱ Ἕλληνες, οὔτε βεβαίως νομοθετήσας κατὰ τοὺς Κρῆτας ὁ Λυκοῦργος εἰς τοὺς Σπαρτιάτας καὶ ὁ Μνησίων εἰς τοὺς Ἀργείους, ὄχι ὅπως ὁ Νέστωρ εἰς τοὺς Πυλίους, τοῦ  ὁποίου τοὺς λόγους γλυκυτέρους τοῦ μέλιτος ἀπεκάλεσεν ὁ Ὅμηρος, ὄχι οἱ νομοθέται τῶν Ἀθηναίων Σόλων καὶ Κλεισθένης, οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνον ἔπεισαν νὰ δεχθοῦν τοὺς νόμους των τοὺς γείτονας Ἕλληνας καὶ νὰ πολιτεύωνται συμφώνως πρὸς αὐτοὺς, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐκείνους διὰ τοὺς ὁποίους τοὺς ἐδημοσίευσαν (), νὰ τοὺς κρατήσουν μέχρι τέλους.»

«Οὕτω διδάσκων καὶ πράττων, διδακτοὺς ἅπαντας Θεοῦ, κατὰ τὸν θεῖον χρησμόν, ἀπετέλεσε καὶ διακριτικοὺς καλοῦ καὶ τοῦ χείρονος ἱστόρησε, οὐ καθάπερ Ζάμολξις καὶ Ἀνάχαρσις οὓς ἐπὶ σοφίᾳ καίτοι βαρβάρους ὄντας ἐθαύμασαν Ἕλληνες· οὐ  μὴν ὡς Κρῆτες νόμους ἐνθεὶς () ὁ Λυκοῦργος τοῖς Σπαρτιάταις καὶ +Μνησίων+ Ὰργείοις· οὐ Νέστωρ Πυλίοις, οὗ τοὺς λόγους μέλιτος γλυκυτέρους ἐκάλεσεν Ὅμηρος, ού Σόλων καὶ Κλεισθένης Ἀθηναίοις νομοθετήσαντες, οἵτινες οὐ μόνον ἀγχιτέρμονας Ἕλληνας τοὺς αὐτῶν δέξασθαι νόμους καὶ κατ’ἀυτοὺς πολιτεύεσθαι, ἀλλ’οὐδ’ἐκείνους, οἷς τούτους ἐξέθηκαν, μέχρι τέλους ἔπεισαν κατασχεῖν. »

 

Σε αυτό το κείμενο υπάρχουν δύο προβλήματα:

1)      Μαθαίνουμε ότι η επιρροή των αρχαίων νομοθετών ήταν περιορισμένη. Δεν έπεισαν τους «ἀγχιτέρμονας ἕλληνας», δηλαδή τούς γείτονές τούς, να δεχθούν τους νόμους τους, και δεν πέτυχαν να πείσουν τους συμπολίτες τους να σεβαστούν αυτούς τους νόμους συνεχώς. Κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει την λογική της συγκρίσεως, δεδομένου ότι μερικές από τις προσωπικότητες που μνημονεύονται εδώ, ήταν οι πρώτοι νομοθέτες των πόλεών τους. Αντιθέτως, ο Αθανάσιος δεν ήταν ο πρώτος που έφερε τον χριστιανισμό στην Μεθώνη, και δεν ήταν ο πρώτος επίσκοπός της. Επίσης, δεν φαίνεται να είχε καμία επιρροή εκτός της επισκοπής του.

2)      Η αναφορά στο Μνησίωνα παρουσιάζει ένα επιπλέον πρόβλημα, αφού πρόκειται για ένα Αργείο νομοθέτη τελείως άγνωστο από άλλες πηγές. Ο Κυριακόπουλος αναγνωρίζει σε αυτό το σημείο μία δυσκολία στη χειρογραφική παράδοση και βάζει τη λέξη Μνησίωνα μεταξύ δύο σταυρών.

Οι μελετητές του έργου του Αγίου Πέτρου, και κυρίως ο Κυριακόπουλος, έχουν ταυτίσει στους λόγους του αναφορές στα έργα μερικών πατέρων, αλλά μέχρι σήμερα παρέμεινε απαρατήρητο το γεγονός ότι η πηγή της παραγράφου που μας ενδιαφέρει εδώ ειναι η πραγματεία Περὶ Νόμων, που αποτελεί το ένατο βιβλίο της Ἑλληνικῶν Θεραπευτικῆς Παθημάτων του Θεοδώρητου Κύρρου.

Ο Θεοδώρητος, ένας απο τους μεγαλύτερους πατέρες του πέμπτου αιώνα, εκθέτει σε αυτό το σημαντικό έργο μία κριτική της ειδωλολατρείας.  Μεταξύ άλλων, συγκρίνει την απήχηση των νόμων των αρχαίων Ελλήνων με την απήχηση του χριστιανισμού. Το έργο των νομοθετών ίσχυε μόνο για τις πόλεις τους, και μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, οι  απόστολοι, παρόλο που η κοινωνική τους θέση ήταν χαμηλή και δεν διέθεταν τα μέσα να επιβάλουν τους νόμους τους, διέδοσαν το Χριστιανισμό παγκοσμίως. Ενώ ο Άγιος Πέτρος συγκρίνει τους νομοθέτες με τον Αθανάσιο Μεθώνης, ο Θεοδώρητος αποφεύγει να τους συγκρίνει με επισκόπους της προηγουμένης ή της δικής του εποχής. Έτσι βρίσκουμε στο Θεοδώρητο τη λογική που φαίνεται να λείπει στον επιτάφιο εις Αθανάσιον Μεθώνης.

Όσον αφορά τον Μνησίωνα, ο Θεοδώρητος γράφει το εξής: «καὶ ἵνα τοὺς ἄλλους νομοθέτας παρῶ, Ἄπιν τὸν Ἀργείων καὶ Μνησίωνα τὸν Φωκέων, κλπ.»

Τώρα γίνεται σαφές ότι η αναφορά σε έναν Αργείο νομοθέτη ονόματι Μνησίωνα δεν είναι παρά ένα σφάλμα, είτε του Αγίου Πέτρου, είτε, πιθανότερα, της χειρογραφικής παράδοσης. Σύμφωνα με τον Θεοδώρητο, ο Άπις ήταν νομοθέτης των Αργείων, ενώ ο Μνησίων ανήκει στην ιστορία των Φωκέων. Δυστυχώς, δεν ξέρουμε από πού άντλησε ο Θεοδώρητος αυτά τα στοιχεία. Ο Pierre Canivet, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του έργου του, πιστεύει ότι σ΄εκείνη την εποχή, τα παιδιά μάθαιναν απ’έξω κατάλογους στρατηγών, νομοθετών και βασιλέων, όπως μάθαιναν τις γενεαλογίες των ηρώων. Σε αυτή τη περίπτωση, οι πληροφορίες που μας παρέχει ο Θεοδώρητος για τους νομοθέτες είναι μάλλον ανακριβείς αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, με ελάχιστη ιστορική αξία. Αφ΄ετέρου, ο Paul Lemerle, στο βιβλίο του Ὁ πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, γράφει ότι «Ὁ συγγραφέας () δανείζεται τόσα πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀνθολόγια, ποὺ ἄλλωστε τὰ παραθέτει αὐτούσια, ὥστε τὸ ἔργο παρουσιάζεται σὰν παράξενο μωσαΐκό.» Σε αυτή τη περίπτωση, η αξία των πληροφοριών του Θεοδώρητου εξαρτάται από την αξία των χαμένων πια έμμεσων πηγών του.

Το ζήτημα των πηγών αφορά και τον Άγιο Πέτρο. Ο Κυριακόπουλος γράφει το εξής: «Τὸ ἄκρως δυσεπίλυτον ὅμως πρόβλημα εἶναι, ἂν αἱ πηγαὶ του εἶναι ἄμεσοι ἢ ἔμμεσοι. Τὸ δεύτερον φαίνεται πιθανώτερον. Ἄλλωστε αἱ μικραὶ ποικίλης ὕλης ἐπιτομαὶ ἦτο σύνηθες πρᾶγμα εἰς τὸ Βυζάντιον.»

Κατά τη γνώμη μου, όμως, το γεγονός ότι ο Άγιος Πέτρος χρησιμοποιεί εδώ την Ἑλληνικῶν Θεραπευτική Παθημάτων, ένα έργο που είχε ελάχιστους αναγνώστες στην εποχή του, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε επιτομές αυτού του είδους, και ότι δεν ικανοποιήθηκε με τα γνωστά και συνηθισμένα κείμενα. Πιθανόν διάβασε αυτό το έργο στην Κωνσταντινούπολη, όπου φαίνεται να δέχτηκε τη καλύτερη μόρφωση που πρότεινε τότε η πρωτεύουσα σε νέους ευπόρων οικογενειών. Έτσι επαληθεύεται η μαρτυρία του Θεοδώρου Νικαίας για τη ποιότητα της παιδείας του. Η σύγκριση των δύο κειμένων μας επιτρέπει όμως να συμπεραίνουμε ότι ένας Αργείος νομοθέτης ονόματι Μνησίων δεν υπήρξε ποτέ.

 

Ομιλία του Avshalom Laniado, στην Επιστημονική Ημερίδα « Μνήμη Τασούλας Οικονόμου 1998-2008», Σάββατο, 15 Νοεμβρίου 2008, Άργος, Αίθουσα Συλλόγου Αργείων « Ο Δαναός».

Read Full Post »

Περί

του Μάρτυρα Λεωνίδη και της Συνοδείας Αυτού.

(Χαρίσσης , Νίκης, Γαληνής, Καλλίδος, Νουνεχίας, Βασιλίσσης, Θεοδώρας).

 

 

Άγιος Λεωνίδης

Άγιος Λεωνίδης

Μεταξύ της πόλης της Νέας Επιδαύρου και του Αγίου Μάρτυρος Λεωνίδη και της συνοδείας Αυτού, αποτελούμενης από επτά γυναίκες, υπάρχει ιερός και άγιος δεσμός. Πότε άρχισε αυτή η αγία σχέση δεν γνωρίζουμε ακριβώς.  Όμως, κάποια στοιχεία που υπάρχουν μαρτυρούν την ιερή αυτή σχέση.

 

 Το 1833 ο τότε εφημέριος της κοινότητας ιερεύς Νικόλαος Νάτσουλης, έκτισε ναό προς τιμήν και δόξα του Αγίου Λεωνίδη.  

   Ο Άγιος Λεωνίδης αποκαλείται, στο απολυτίκιο του «Μέγας πρόμαχος Επιδαύρου».  

   Το 1916 μετά από συνεχή όνειρα, ευσεβείς κάτοικοι της Επιδαύρου, καλούντο να «εύρουν  κρυμμένον θησαυρόν» κάτω από τα θεμέλια των ερειπίων του ιερού ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όταν, επί τέλους έσκαψαν στο σημείο που είχε υποδειχτεί, κατ΄ αρχήν βρήκαν ιερή εικόνα της Παναγίας και κατόπιν σε βάθος 70 εκατοστών, αποκαλύφτηκαν  επτά σκελετοί που όπως αποδείχτηκε ανήκαν σε γυναίκες. Συγχρόνως, παρουσιάστηκε και πέτρινη πλάκα η οποία αφού μετακινήθηκε αποκάλυψε ανδρικό σκελετό ο οποίος μαρτυρούσε ότι ο άνθρωπος αυτός είχε υποστεί στραγγαλισμό ενώ ευωδία αναδυόταν εκ του τάφου.

  

Το Μαρτύριο του Αγίου και των επτά συνοδών του

 

Ο Άγιος Λεωνίδης και η συνοδεία του αποτελούμενη από επτά γυναίκες, συνελήφθησαν το Μέγα Σάββατον του έτους 250 μ.Χ.  και οδηγήθηκαν στην Κόρινθο, ενώπιον του ηγεμόνα Ανθυπάτου Βενούστου, ο οποίος  τους ζήτησε να αρνηθούν την πίστη τους και να γλυτώσουν την ζωή τους. Ο Άγιος και οι περί Αυτόν γυναίκες ασάλευτοι στην αγάπη τους για τον Θεό και τον Χριστιανισμό, δεν δέχτηκαν να αλλαξοπιστήσουν. Καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τον Άγιο Λεωνίδη τον κρέμασαν και τον « ξέσκισαν». Μετά, το άγιο σκήνωμά του μαζί με τις επτά γυναίκες οδηγήθηκε  στην θάλασσα. Καθ΄οδόν οι γυναίκες έψαλλαν και δόξαζαν τον Θεό. «Έν μίλιον έδραμον, Κύριε, στράτευμα με εδίωξε, Κύριε, και ούκ ηρνησάμην σε, Κύριε, σώσον μου το πνεύμα». Με πλοιάριο διάνυσαν περίπου τέσσερα μίλια μακριά από τις ακτές. Εκεί αφού τις έδεσαν με πέτρες, τις έριξαν στο βυθό, μία ημέρα πρίν από το Άγιον Πάσχα. χριστιανοί της Επιδαύρου, που παρακολουθούσαν από απόσταση τις δραματικές στιγμές του Αγίου και των επτά Αγίων γυναικών, περισυνέλλεξαν τα νεκρά σώματα και τα ενταφίασαν.

  

 

Μια διευκρίνιση

 

Μέχρι πρότινος πολλοί πίστευαν ότι ο Άγιος Λεωνίδης ήταν επίσκοπος Αθηνών. Μετά από σοβαρές έρευνες του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Αργολίδας κυρού Χρυσοστόμου Β΄ αποδείχτηκε  ότι ο Άγιος Λεωνίδης της Επιδαύρου δεν υπήρξε ποτέ επίσκοπος. Υπάρχουν δύο Άγιοι με το ίδιο όνομα. Ο  Άγιος Λεωνίδης, επίσκοπος Αθηνών και ο απλός Μάρτυρας Λεωνίδης και οι περί αυτόν επτά γυναίκες, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της τροιζήνας. Εκεί, στην Ν. Επίδαυρο, φυλάσσονται ευλαβικά τα ιερά λείψανα τους, σύμβολα αγώνα και θυσίας στο όνομα του Θεού και της Χριστιανοσύνης. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη τους στις 16 Απριλίου.

 

 

(Περισσότερες λεπτομέρειες υπάρχουν στο βιβλίο του κυρού Χρυσοστόμου Β΄ που φέρει τον τίτλο: ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΜΑΡΤΥΡΑ  ΛΕΩΝΙΔΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΑΥΤΟΥ. Ναύπλιον 1980).

 

Read Full Post »

 Ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους (852 – 922)

   Δρ. Βασίλειος Σκουλάτος, Ιστορικός

 

 

Ο «Βίος» του Αγίου Πέτρου, είναι η μόνη ιστορική πηγή η οποία μας προσφέρει πληροφορίες, αρκετά αόριστες, για την πορεία της ζωής και την πολυσχιδή δράση του μεγάλου αυτού ανδρός. Ο «Βίος» εγράφη λίγο μετά το θάνατο του Αγίου αλλά γύρω από το πρόσωπο του συγγραφέα υπάρχει μεγάλη ασάφεια και οι απόψεις των ερευνητών διίστανται. Άλλοι υποστηρίζουν ότι συγγραφεύς του «Βίου» είναι ο μαθητής του και διάδοχος του στον επισκοπικό θρόνο του Αργούς Κωνσταντίνος και άλλοι ο επίσης μαθητής του και μετέπειτα επίσκοπος Νικαίας Θεόδωρος.

Ο Πέτρος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 852 μ.Χ. Δεν γνωρίζουμε τα ονόματα των γονέων του όμως ο «Βίος» μας πληροφορεί ότι ήσαν ευσεβέστατοι, διακρίνονταν για τη φιλανθρωπία τους και εγαλούχησαν τα τέκνα τους με τα νάματα της χριστιανικής διδασκαλίας και με την επιταγή του «σωφρόνως βιούν».

Η οικογένεια είχε πέντε τέκνα, τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι. Μας έχουν διασωθεί τα ονόματα των τεσσάρων αδελφών, Παύλος, Διονύσιος, Πέτρος, Πλάτων, αλλά όχι της αδελφής. Ο πρεσβύτερος Παύλος, πρώτος, εκάρη μοναχός και αυτόν ακολούθησε ολόκληρη η οικογένεια, με την μητέρα και τον πατέρα να μιμούνται τα τέκνα τους. Ο Πέτρος, σχεδόν παιδί, εισήλθε στο μοναστήρι, εκεί εσπούδασε και σε λίγα χρόνια, όπως μας λέγει ο βιογράφος του, ξεπέρασε όλους σχεδόν τους μεγαλύτερους του σε αρετή και σοφία.

 

Η διαμόρφωση του νεαρού Πέτρου στο μοναστήρι συμπίπτει χρονικά με την άνοδο της Μακεδόνικης δυναστείας στην Κωνσταντινούπολη και με την περίοδο κρατικής και πνευματικής ανάτασης στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στον καθαρά πολιτικό τομέα οι Άραβες και οι Βούλγαροι παραμένουν οι κύριοι αντίπαλοι του Βυζαντίου όμως ήδη ο αραβικός κόσμος, από το δεύτερο μισό του Θ’ αιώνα, παρουσιάζει σαφή συμπτώματα διάσπασης. Στον πνευματικό τομέα σημειώνεται αναγέννηση των κλασσικών σπουδών, στην οποία πρωτοστατεί η μεγάλη μορφή του πολυσχιδούς Φωτίου. Σ’ αυτό το γενικότερο ευνοϊκό κλίμα αναπτύσσεται ο Πέτρος και εξελίσσεται σε μια σπάνια προσωπικότητα στην οποία συνδυάζονται το άψογον ήθος και η αρετή με την υψηλή παιδεία. Η μελέτη των πατέρων της Εκκλησίας συνηγορευόταν από την βαθύτατη ενασχόληση με τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Οι επτά σωζόμενες ομιλίες του Πέτρου βρίθουν από αναφορές στους κλασσικούς συγγραφείς.

 

Το πνευματικό ανάστημα του Πέτρου άρχισε γρήγορα να επηρεάζει ακόμη και τους υψηλότερους εκκλησιαστικούς κύκλους. Ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ο Μυστικός (901-907 / 912-925), σαγηνευθείς από την προσωπικότητα του Πέτρου του πρότεινε το επισκοπικό αξίωμα αλλά ο Πέτρος δεν το δέχθηκε και προτίμησε να συνεχίσει την αποστολική του δράση ως απλός μοναχός.

 

 Μετά την άρνηση του Πέτρου να δεχθεί το επισκοπικό αξίωμα, ο Πατριάρχης μετά από πολλές προσπάθειες πείθει τον πρεσβύτερον αδελφόν του Αγίου, τον Παύλο, να ονομασθεί επίσκοπος Κορίνθου.

 

Συνόδευσε δε και ο Πέτρος τον αδελφόν του στην Πελοπόννησο, περίπου το 902 μ.Χ.

 

Η Πελοπόννησος, κατά την περίοδον αυτή εδεινοπάθει από τις πειρατικές επιδρομές με αποτέλεσμα την αραίωση του πληθυσμού, την εξαφάνιση της οικονομικής ζωής και τις συνεχείς αιχμαλωσίες των κατοίκων «υπό των αθέων Αγαρηνών».

 

Ο Πέτρος, σε αυτό το κλίμα, βοηθεί τον αδελφόν του στο ποιμενικόν του έργο στη μητρόπολη Κορίνθου και ταχύτατα η φήμη της αρετής του ξεπερνά τα όρια της συγκεκριμένης επισκοπής και σχεδόν από όλη την ανατολική Πελοπόννησο συρρέουν πλήθη λαού για να τον συμβουλευθούν και να του ζητήσουν ηθική και υλική συμπαράσταση. Κατά την περίοδο της δράσης του Πέτρου αποθνήσκει ο μητροπολίτης Αργούς και τότε, με μια φωνή, οι κάτοικοι της πόλης απαιτούν από τον επίσκοπο Κορίνθου Παύλο να ορίσει ως νέο επίσκοπο Αργούς τον αδελφόν του Πέτρο. Οι πιέσεις είναι έντονες, όμως ο Πέτρος αρνείται να υποκύψει σ’ αυτές. Τελικά, για να αποφύγει την τεταμένη ατμόσφαιρα της Κορίνθου, αποφασίζει να εγκαταλείψει την πόλη. Δεν γνωρίζουμε τον τόπον καταφυγής του, όμως ο βιογράφος του αναφέρει ότι ο Πέτρος αργότερα, είχε γράψει έναν απολογητικό λόγο για τη φυγή του, ο οποίος εχάθη.

 

Όμως η απουσία του Πέτρου δεν διαρκεί πολύ. Επιστρέφει στην Κόρινθο και τώρα ακούει με περισσότερη κατανόηση τους Αργείους, οι οποίοι του διεκτραγωδούν την κατάσταση στην επισκοπή τους. Η εκκλησία είχε παντελώς αποοργανωθεί, οι ιερείς δεν υπήρχαν, τα βρέφη πέθαιναν αβάπτιστα και οι νεκροί εθάπτοντο χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Μπροστά σ’ αυτή την τραγική κατάσταση ο Πέτρος υποχωρεί και περί το 912 ονομάζεται επίσκοπος Αργούς. Και από τη στιγμή αυτή αρχίζει ένα έργο ανόρθωσης της επισκοπής. Η ανορθωτική του δράση δεν περιορίζεται στην τακτοποίηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων αλλά επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Μέριμνα για τα ορφανά και τους γέροντας, με την ίδρυση ορφανοτροφείων και γηροκομείων, μέριμνα για τους ασθενείς με την ίδρυση νοσοκομείων, μέριμνα για την παιδεία, με την ίδρυση σχολείων.

 

Αλλά πέρα από όλα αυτά η συνεχής παρουσία του ανάμεσα στο ποίμνιο του, ο παρηγορητικός του λόγος, η αγάπη του για τον πάσχοντα ανέδειξαν τον Πέτρο σε μια από τις λαμπρότερες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες που έδρασαν στην Πελοπόννησο στους Μέσους χρόνους.

 

Από το συγγραφικό του έργο, το οποίο, στο σύνολο του, κατά τους ερευνητές, εγράφη κατά την περίοδο της επισκοπείας του σώζονται μόνον επτά. Οι τρεις (Εις Αναργύρους, Αγίαν Άνναν και Αγίαν Βαρβάραν) είναι λόγοι εγκωμιαστικοί. Ένας, (Εις τον Αθανάσιον Μεθώνης), επιτάφιος και τρεις (Εις τα Εισόδια, Εις την Σύλληψιν της Αγίας Άννης και Εις τον Ευαγγελισμόν) ερμηνευτικοί. Οι λόγοι του Πέτρου έχουν τον μανδύα της αρχαίας ελληνικής και πατερικής ρητορικής. Θαυμάσιον είναι το πλούσιον λεκτικόν του, το ήμερον, αισιόδοξον και πανηγυρικόν ύφος του και η πλοκή του λόγου. Ο ρήτωρ Άγιος δεν ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει, αλλά να σώσει τις ψυχές του ποιμνίου του.

 

 Κατά την περίοδον της επισκοπής του Πέτρου δεινός λιμός έπληξε την Αργολίδα. Ο βιογράφος του Αγίου περιγράφει με ακρίβεια την τραγική κατάσταση των κατοίκων και τονίζει ότι : «και τας οικίας και στενωπούς, και άμφοδα και πλατείας, έτι δε και τα ύπαιθρα εμπλισθήναι νεκρών».

 

Αλλά και σε αυτή τη φοβερή δοκιμασία ο Πέτρος, με μια αληθινά θαυμαστή οργανωτική ικανότητα και με μια δραστηριότητα που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα μέτρα κατόρθωσε να συγκεντρώσει ποσότητες σιτηρών, να οργανώσει συσσίτια, να λάβει μέριμνα για τους ενδεέστερους και να μειώσει τις συνέπειες της μάστιγας. Η συμβολή του Αγίου στην καταπολέμηση του λιμού συντελεί στην κατακόρυφη ενίσχυση του κύρους του μεταξύ του πληθυσμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί Σλάβοι που κατοικούσαν στην περιοχή και επέμεναν στην ειδωλολατρεία οδηγήθηκαν στο βάπτισμα ως έκφραση ευγνωμοσύνης και σεβασμού προς τον Άγιο. Ουσιαστικά έχουμε μια αγιοποίηση του επισκόπου ενώ βρίσκεται στη ζωή.

 

Το έτος 920 0 Πέτρος, γέροντας ήδη εβδομήντα χρόνων και ασθενής καλείται από τον πατριάρχην Νικόλαον τον Μυστικόν να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να λάβει μέρος στη Σύνοδο η οποία θα ρύθμιζε το πρόβλημα της τετραγαμίας. Ο Άγιος παρά την ηλικία του, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, έλαβε μέρος στη Σύνοδο και υπέγραψε τα πρακτικά της.

 

Πιθανότερον έτος του θανάτου του Αγίου θεωρείται από τους ερευνητές το 922. Ο βιογράφος του Πέτρου περιγράφει τον θάνατο του κατά τρόπο μεγαλειώδη. Μόλις διαδόθηκε η είδηση ότι ο Άγιος ψυχορραγεί «συνέρρει το πλήθος των πόλεων και των κωμών αυτού δε παρήσαν και μοναζόντων αγέλαι και το κόσμιον των μοναζουσών». Και ο Πέτρος, με υπερκόσμια γαλήνη και με ένα χαμόγελο ευδαιμονίας, «ώσπερ μειδιών, τα όμματα μύσας αταράχως διαφήκε το πνεύμα».

 

Ένα άπειρο πλήθος κρατώντας λαμπάδας και ψάλλοντας ύμνους συνόδευσε το σκήνωμα του Αγίου εις τον ναόν της Παναγίας όπου τελέσθηκε η εξόδιος ακολουθία. Και το πρόσωπον του νεκρού «αθρόον φωτί περιελάμπετο… και τον χρώτα είχεν ερυθραινόμενον ωσεί ζων και υπνών». Μετά την τελετήν οι κάτοικοι του Ναυπλίου και του Αργούς διαφώνισαν για τον τόπον όπου έπρεπε να ταφεί ο Πέτρος. Τελικά ο Άγιος ετάφη στο Άργος και ο τάφος του κατέστη τόπος προσκυνήματος για τον λαό διότι το λείψανο του «διαδήλους εδείκνυ τας ενεργείας μύρα προέχον ως εκ πηγής και δαίμονας απελαύον και νόσους παντοίας ιώμενον».

 

Ο Άγιος εορτάζει την 3ην Μαΐου, ημέρα του θανάτου του, ως φαίνεται. Δεν μας είναι γνωστή η ημερομηνία της καθιέρωσης του Πέτρου ως Αγίου. Πάντως πιστεύεται ότι ελάχιστο χρόνο μετά το θάνατο του ανακηρύχθηκε Άγιος διότι, ακόμη στη ζωή είχε τη φήμη του Αγίου και σημειοφόρου, αλλά και μετά θάνατον εθαυματούργησε.

Read Full Post »

 Όσιος Θεοδόσιος ο Νέος , ο Αθηναίος ιαματικός ασκητής της Αργολίδος.

Όσιος Θεοδόσιος Ο νέος ( Τοιχογραφία παλαιότερης περιόδου)

Ο ένσαρκος Άγγελος και ο άσαρκος άνθρωπος, ο καταφρονητής των τερπνών και των προσκαίρων απολαύσεων και ο ζηλωτής αυτών που διαμένουν στους αιώνες, έζησε τον ένατο αιώνα γεννημένος από ευσεβείς και πλούσιους Αθηναίους. O σπόρος που είχε ρίξει ο Απόστολος Παύλος και είχαν ποτίσει με τους ίδρωτες τους οι Άγιοι των Αθηνών Ιεράρχες, οι Ομολογητές και οι Μάρτυρες, έδωσε καρποφόρο στάχυ και τον όσιο Θεοδόσιο, αυτόν που από μικρό ή χάρη του Θεού πιάνοντας τον από το χέρι τον έφερε στον κήπο της μοναδικής πολιτείας, στον αγρό της σωτηρίας.

Στην Αργολίδα κάποια μέρα του παρουσιάσθηκε ο θείος Πρόδρομος, και μόνη ή όψη του τον γέμισε από θεία αγαλλίαση. Θεώρησε την παρουσία του ευλογία και ταυτόχρονα υπόδειξη για μίμηση των ασκητικών του παλαισμάτων. Παίρνοντας δύναμη συνέχισε τον αγώνα του και έκτισε ναό στο όνομα του Βαπτιστού του Κυρίου, γύρω από τον όποιο αναπτύχθηκε μοναστήρι με την προσέλευση πολλών μοναχών, που ήλθαν να υποταχθούν στο μεγάλο Αθηναίο ασκητή. Με την πάροδο του χρόνου και την ισάγγελη βιωτή του ο Θεοδόσιος έγινε ταμείο θεϊκών χαρισμάτων και ανεδείχθη ιατρός των νοσούντων, έτσι ώστε να επονομάζεται ιαματικός.

Επειδή όμως ή αρετή πολεμάται, βρέθηκαν μερικοί διαβολείς, οι όποιοι παρουσιάσθηκαν στον τότε επίσκοπο του Άργους, τον άγιο Πέτρο, και τον κατηγόρησαν ως μάγο και απατεώνα. Παρουσιάσθηκε τότε ο όσιος Θεοδόσιος στον ύπνο του Αγίου Πέτρου, που σημειωτέον τότε βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για επίσκεψη του Πατριάρχη, και του συστήθηκε, για να παύσει να έχει άδικη γι’ αυτόν κρίση. Ταυτόχρονα και ο Πατριάρχης τον ρώτησε αν έχει κάποιο μοναχό Θεοδόσιο στην επαρχία του. Στην καταφατική απάντηση του Αγίου Πέτρου και στην εξιστόρηση της εμφανίσεως του στον ύπνο του, ο Πατριάρχης τον παρεκάλεσε να διαβιβάσει στον Όσιο την ευλογία και εκτίμηση του.

Μετά την επανάκαμψη του Αγίου Πέτρου στο Άργος αποφάσισε αυτός να επισκεφθεί τον τόπο ασκήσεως του οσίου Θεοδοσίου στο χωριό Παναρήτι. Η πληροφορία έφθασε στον Όσιο, που έσπευσε να τον προϋπαντήσει σε μικρή απόσταση από το ασκητήριό του. Σε κάποιο σημείο κάθισε ο Ιεράρχης να ξαποστάσει, οπότε βλέπει να τον πλησιάζει ο όσιος Θεοδόσιος βαστάζοντας στα χέρια του το καλογερικό του σκουφί, μέσα στο όποιο είχε βάλει αναμμένα κάρβουνα και έκαιγε λιβανωτό, αντί θυμιατηρίου και να τον θυμιάζει. Και κατά παράδοξο τρόπο ούτε το σκουφί ούτε το χέρι του Οσίου καιγόταν. Τότε βεβαιώθηκε ο άγιος Ιεράρχης περί της οσιότητας του ασκητού και αφού αντάλλαξε μαζί του ασπασμό εγκάρδιο, τον χειροτόνησε διάκονο και ιερέα.

Κλήμα γλυκύκαρπο, που βλάστησε στην Αθήνα
και μέθυσε με το νέκταρ
των αρετών του την πλούσια
γη της Αργολίδος, αποτελεί
ο όσιος ασκητής Θεοδόσιος ο Νέος.

(Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας)
 

Ο θείος Θεοδόσιος έφθασε σε βαθύ γήρας και έγινε περιβόητος για την αρετή και τα θαύματα του σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Μάλιστα, αξιώθηκε να προβλέψει το θάνατο του τρεις ήμερες πριν και να συγκεντρώσει τους φοιτητές του, για να τους δώσει τις τελευταίες νουθεσίες και εντολές του. Ανάμεσα σ’ αυτούς, που θρηνούσαν για τον πρόσκαιρο αποχωρισμό του, έφυγε για την αιώνια μακαριότητα σιγοψελλίζοντας: «Κύριε, εις χείρας Σου παραθήσομαι το πνεύμά μου» (Λουκ. κγ’ 46). Η κηδεία του οσίου Θεοδοσίου έγινε πάνδημη και με την παρουσία του αγίου Πέτρου και πλήθους ιερέων και μοναχών.

Το σκήνος του αποτέθηκε στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και ο τάφος του δείχθηκε πηγή ιαμάτων αστείρευτη στους αιώνες. Παράλυτοι σηκώθηκαν, τυφλοί ανέβλεψαν, άτεκνοι έγιναν εύτεκνοι και πολλοί ασθενείς βρήκαν τη θεραπεία τους. Έτσι αντεδόξασε ο Θεός το δούλο του Θεοδόσιο, που Τον αγάπησε ειλικρινά και Του αφιέρωσε κάθε ικμάδα της γήινης ζωής του. Η μνήμη του τελείται στις 7 Αυγούστου.

 

Πηγή


  • Περιοδικό «Τόλμη», Αύγουστος 2007.

Read Full Post »

Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας, ο Αργείος


 

 

Νεομάρτυς Αγγελής ο Αργείος

Μαρτύρησε στη Χίο.  Η καταγωγή του ήταν από το Άργος της Πελοποννήσου και ζούσε στο Κουσάντασι (Έφεσο) της Μικράς Ασίας. Εργαζόταν ως πρακτικός γιατρός. Ήταν άνθρωπος ήσυχος, ευλαβής, φιλακόλουθος και ελεήμων.

Κάποια μέρα σε μια συνάντηση έτυχε να βρίσκεται ένας Γάλλος άθεος, ο οποίος χλεύαζε τη χριστιανική πίστη. Ο Αγγελής με παρρησία αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Φράγκου. Του πρότεινε μάλιστα να μονομαχήσουν, εκείνος πάνοπλος και ο άγιος μόνο με ένα ξύλο, πιστεύοντας πως θα τον νικήσει με τη δύναμη της πίστης. Ο Γάλλος δέχτηκε. Έκαναν μάλιστα και έγγραφη συμφωνία στην πρεσβεία. Ο Αγγελής έτρεξε στον πνευματικό του, εξομολογήθηκε και ζήτησε την ευχή του. Ο πνευματικός πάσχισε να τον αποτρέψει, αλλά ο Αγγελής επέμενε. Έτσι, ο ιερέας του έδωσε τελικά ευλογία.

Ο Αγγελής έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα προσευχόμενος και ζητώντας από το Θεό να τον ενισχύσει εναντίον του βλάσφημου Γάλλου. Μ’ αυτό τον τρόπο προετοιμάστηκε πνευματικά για τη μονομαχία. Όμως, ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει τελικά ανθρωποκτονία. Αφού κοινώνησε ο Αγγελής των αχράντων Μυστηρίων, εμφανίστηκε μπροστά στο Γάλλο. Τότε τρόμος και δειλία κυρίευσε τον Φράγκο και μπροστά σε όλους εγκατέλειψε καταντροπιασμένος τη μονομαχία. Έτσι, νικητής ανακηρύχθηκε ο άγιος.

Μετά το γεγονός αυτό, ο Αγγελής κλείστηκε στον εαυτό του. Έμενε διαρκώς στο σπίτι του. Μόνο δύο φίλοι του τον επισκέπτονταν, του έφερναν τροφή και προσπαθούσαν να του διώξουν τη μελαγχολία και την υποχονδρία, όπως νόμιζαν. Αυτός όμως, τους έλεγε να μην κοπιάζουν μάταια, διότι είχε αποφασίσει να μαρτυρήσει για το Χριστό. Νυχθημερόν φανταζόταν τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του. Τον κατέτρωγε δυστυχώς η υπερηφάνεια, ότι τάχα νίκησε τον αντίπαλο λόγω της μεγάλης πίστης του. Βρίσκοντας τότε ευκαιρία ο ανθρωποκτόνος διάβολος, του υπέβαλε την ιδέα να τουρκέψει για να μαρτυρήσει στη συνέχεια.

Έτσι, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813, πήγε ζητώντας να γίνει μουσουλμάνος. Οι Τούρκοι αρχικά τον έδιωχναν με βρισιές, ύστερα όμως, μπροστά στην επιμονή του, τον δέχθηκαν. Αμέσως μετά την εξώμοσή του, άρχισε να κάνει διάφορες παράλογες πράξεις, ώστε να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Όμως, δεν έγινε έτσι, αλλά τον έδιωξαν ως τρελό και τον έστειλαν στη Χίο.

Στη Χίο συνέχισε την παράξενη συμπεριφορά. Σε κάθε εκκλησία που συναντούσε έμπαινε μέσα και με λυγμούς έκανε μετάνοιες, χτυπούσε αλύπητα το κεφάλι του στο δάπεδο, τόσο που ο χτύπος ακουγόταν μακριά και ύστερα ασπαζόταν με πολλή ευλάβεια τις εικόνες.

Συμμετείχε στις ακολουθίες λέγοντας τόσο κατανυκτικές προσευχές στον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, ώστε όλοι θαύμαζαν, πώς είχε προσαρμόσει τόσο ωραία και είχε αποστηθίσει όλες εκείνες τις ευχές, οι οποίες προκαλούσαν στους υπολοίπους δάκρυα και συμπάθεια προς τον μάρτυρα. Άλλοτε πάλι, έδινε λειτουργίες στους ιερείς και ελεημοσύνες στους φτωχούς, ώστε να δέονται στο Θεό γι’ αυτόν. Στους Χριστιανούς έλεγε, να προσεύχονται στο Θεό, για να φέρει εις πέρας τον αγώνα του. Αν τον επαινούσαν για την επιθυμία του αυτή, αγρίευε, έβριζε και γινόταν απειλητικός. Προκαλούσε και με άλλους τρόπους τους Τούρκους, για να τους ερεθίσει, ώστε να καταφέρει το σκοπό του.

Κάποτε, ενώ ήταν περίοδος ραμαζανιού, κάθισε κάτω από ένα τούρκικο σπίτι, έπινε νερό και κάπνιζε. Κατέβηκε λοιπόν κάτω ο σπιτονοικοκύρης και έδειρε τον Αγγελή. Άλλοτε πάλι, ενώ ήταν ραμαζάνι, κάθισε μπροστά στην πόρτα του δικαστηρίου, άπλωσε το μαντήλι του, έτρωγε και έπινε κρασί. Κανείς όμως, δεν ασχολήθηκε μαζί του.

Συχνά πήγαινε στον τάφο του αγίου Μακαρίου Νοταρά, καθοδηγητή πολλών νεομαρτύρων και προσευχόταν με δάκρυα αγκαλιάζοντας το μνημείο, ώστε με τις πρεσβείες του αγίου, να αξιωθεί να μαρτυρήσει. Άλλοτε πήγαινε σε ένα εξωκλήσι, όπου συναντιόταν με έναν πνευματικό. Προσευχόταν με πολλή κατάνυξη και συντριβή, μένοντας για πολλή ώρα εκστατικός, λες και αρπαζόταν ο νους του σε θεία θεωρία. Όμως, δεν αποκάλυπτε τις πνευματικές του εμπειρίες αλλά προσποιούταν το σαλό.

Έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι ξεγελάστηκε από τον δόλιο δαίμονα, αναγνώρισε την ανθρώπινη αδυναμία του και μετενόησε ειλικρινώς αναθέτοντας όλη του την ελπίδα στον Θεό τότε λοιπόν, ο Θεός τον αξίωσε για εκείνο, που τόσο σφοδρά επιθυμούσε.

Αφού παρέμεινε έξι μήνες στη Χίο, προετοιμαζόμενος πνευματικά, με συντετριμμένη πλέον καρδιά εισήλθε στο στάδιο του μαρτυρίου. Μια μέρα ξυρίζει τα γένια του και πηγαίνει στο τελωνείο. Μόλις τον είδαν οι Τούρκοι απορημένοι τον ρώτησαν γιατί ξύρισε τα γένια του. Εκείνος τους απάντησε, πως όσο ήταν Τούρκος τα άφηνε, επειδή οι Τούρκοι τα έχουν περί πολλού. Τώρα όμως που ξαναέγινε Χριστιανός, τα έκοψε ως περιττά και άχρηστα, επειδή εδώ οι Χριστιανοί συνήθιζαν να ξυρίζονται.

Προσπάθησαν να τον συνετίσουν. Βλέποντας όμως ότι δε γίνεται τίποτα, τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στο κάστρο. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν στον διοικητή του νησιού, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι αγάδες. Επεχείρησαν με υποσχέσεις και απειλές να τον μεταπείσουν. Θέλησαν να τον ανεβάσουν βιαίως στο τζαμί σέρνοντάς τον και χτυπώντας τον άσπλαχνα. Όμως, ο μάρτυρας φώναζε πως ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να τον θανατώσουν εκείνη τη στιγμή, παρά να ανέβει στο Τζαμί, διότι ήταν πλέον και πάλι Χριστιανός.

Επειδή ο Αγγελής έμενε σταθερός στο Χριστό, τον έκλεισαν και πάλι στη σκοτεινή φυλακή με τα πόδια στο τουμπρούκι. Την άλλη μέρα, 3 Δεκεμβρίου του 1813 μη καταφέρνοντας να του αλλάξουν γνώμη, τον οδήγησαν στη θέση Βουνάκι, όπου τον απεκεφάλισαν .

Το μαρτυρικό του λείψανο τρία μερόνυχτα έμεινε στον τόπο της εκτέλεσης. Οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του μάρτυρα ή από το αίμα του, δίνοντας χρήματα στους φρουρούς. Ένας Χριστιανός πρότεινε χιλιάδες γρόσια να πάρει το άγιο λείψανο για ταφή, αλλά οι Τούρκοι δε δέχτηκαν. Επειδή κάποιος ιερέας άρπαξε την τιμία κάρα του αγίου και την καταφιλούσε μπροστά στους Τούρκους, σκλήρυναν τη στάση τους και σήκωσαν το άγιο λείψανο μαζί με την κεφαλή και το χώμα, που είχε βραχεί από το αίμα και τα έριξαν στο πέλαγος σε 25 οργυιές βάθος. Τη νύχτα προσπάθησαν κάποιοι φιλομάρτυρες Χριστιανοί να τα βγάλουν αλλά δεν το κατόρθωσαν.

 

Πηγή


  • ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ ΠΕΡΙΕΧΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΥΣ ΝΕΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΟΣΙΩΝ συνταχθείσας παρά του Πανοσιολογιωτάτου κυρίου κυρίου ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ του ΧΙΟΥ, Δαπάνη Ζαχαρίου Κ. Καραλλή Τηνίου, Τόμος τρίτος, Εν Ερμουπόλει, εκ του Τυπογραφείου Γ. ΜΕΛΙΣΤΑΓΟΥΣ, ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ, 1857, σελ. 36-42.

 

Read Full Post »

Άγιος Αναστάσιος ο Ναυπλιεύς  


 

 

Η εικόνα του Πολιούχου του Ναυπλίου, έργο του διάσημου αγιογράφου Δημ. Σ. Γεωργαντά, τιμημένου με το μετάλλιο του Βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου ΙΙΙ.

Αυτός ο ευλογημένος ήταν γέννημα θρέμμα του Ναυπλίου και ζωγράφος επιδέξιος ως προς το επάγγελμα. Αρραβωνιάστηκε εκεί την κόρη ενός χριστιανού και σε λίγες μέρες άκουσε κάποια σφάλματα για την αρραβωνιαστικιά του και την άφησε. Οι συγγενείς της κόρης, του έκαναν μαγικά, για να την αγαπήσει και να την πάρει. Έτσι σε λίγο καιρό υπό την επήρεια των μαγικών, έχασε ο νέος τα λογικά του και γυρνούσε από δω κι από κει.

Όταν τον είδαν οι Τούρκοι, έτσι αλλόκοτο, τον έκαναν να αλλαξοπιστήσει. Ο Θεός όμως τον λυπήθηκε και σε λίγες μέρες του έδωσε την υγεία του. Και ερχόμενος στα συγκαλά του, κατανοεί ότι είναι Τούρκος και ότι φορούσε στο κεφάλι άσπρο σαρίκι. Αμέσως το πετάει στο χώμα και αρχίζει να φωνάζει με δυνατή φωνή και με τόλμη μέσα στο πλήθος των Τούρκων ότι ήταν, είναι και θα είναι για πάντα χριστιανός. 

Οι Τούρκοι μόλις είδαν ότι μετάνιωσε, έτρεξαν καταπάνω του και δέρνοντας και σπρώχνοντας τον έφεραν στον κριτή. Ο κριτής επιχειρούσε με διάφορες πλεκτάνες, πότε κολακεύοντας και πότε φοβερίζοντας, να τον κάνει να αρνηθεί την Χριστιανική πίστη. Αλλά ο Μάρτυρας δεν τα λογάριαζε όλα αυτά και ακλόνητος έλεγε με τόλμη ότι δεν αρνείται τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό, αλλά πιστεύει και Τον προσκυνά ως δημιουργό και σωτήρα του ενώ την πίστη στον Αλλάχ δεν την χρειάζεται και την αποστρέφεται. Όταν άκουσε αυτά ο κριτής έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν. 

Αλλά οι Τούρκοι δεν τον άκουσαν και με το που τον έβγαλαν από το κριτήριο όρμισαν πάνω του όπως παλιά οι Ιουδαίοι στον πρωτομάρτυρα Στέφανο και άλλοι με ξύλα, άλλοι με σπαθιά, άλλοι με μαχαίρια κατατρυπούσαν το κορμί του Μάρτυρα μέχρι που το κατέκοψαν σε μικρά κομμάτια. 

Έτσι ετελειώθη την 1η Φεβρουαρόυ 1655 ο ευλογημένος Αναστάσιος και έλαβε του μαρτυρίου το στεφάνι και τώρα ευφραίνεται στο χορό των Μαρτύρων εις δόξαν του Τριαδικού Θεού. Με Βασιλικό διάταγμα της 14ης Νοεμβρίου 1935 καθιερώθηκε η 1η Φεβρουαρίου ως ημέρα ολοκληρωτικής αργίας των καταστημάτων Ναυπλίου. 

Άγιος Αναστάσιος

Η μνήμη του πανηγυριζόταν στον εν Ναυπλίω ενοριακό Ναό «Γενέσιον της Θεοτόκου», όπου υπάρχει ελαιόδενδρο που κατά την παράδοση συνδέεται με την άθληση του Νεοάρτυρος. Την 1η Φεβρουαρίου του 1990 θεμελιώθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αργολίδος κύριον Ιάκωβο και με τη συνδρομή των Τοπικών Αρχών και του ευσεβούς λαού σύντομα ανηγέρθη περικαλλής Ναός στην παραλιακή οδό Ναυπλίου Νέας Κίου. Στις 4 Ιουνίου του 1995 – συνέπεσε εκείνη τη χρονιά η Κυριακή των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου – ο Μητροπολίτης Αργολίδος κύριος Ιάκωβος συμπαραστατούμενος υπό του Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης καθώς και του Μητροπολίτου Άρτης ετέλεσε τα εγκαίνια του Ναού. 

Έκτοτε καθιερώθηκε να εορτάζεται κατ’ έτος πανηγυρικά εκτός από τη μνήμη του Μάρτυρα και η επέτειος των εγκαινίων του Ναού του Αγίου Αναστασίου. Ακολουθίες συνέθεσαν ο Μητροπολίτης πρώην Καρπάθιου και Κάσου Νείλος Σμυρνιωτόπουλος και ο Υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Την Ακολουθία της επετείου των εγκαινίων του Ναού του Αγίου Αναστασίου εποίησε ο Επίσκοπος Επιδαύρου Καλλίνικος Κορομπόκης. 

  

Πηγές 


 

  • ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ, παρά του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, έκδοσις Τρίτη, Εκδοτικός Οίκος «ΑΣΤΗΡ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, ΑΘΗΝΑΙ 1961, σελ. 74 και 75.   
  • Χρυσοστόμου Δεληγιαννοπούλου, «Ασματικαί Ακολουθίαι εις τον Άγιον Νεομάρτυρα Αναστάσιον τον Ναυπλιέα», εν Αθήναις 1968.

   

Διαβάστε ακόμη: 

Το μαρτύριο του νεομάρτυρος Αγίου Αναστασίου του Ναυπλιέως (1655) και το εκκλησιαστικοπολιτικόν πλαίσιον της εποχής του. 

Read Full Post »