Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αλέξης Μάλλιαρης’

Το Άργος και το διαμέρισμά του στην όψιμη βενετική περίοδο. Η θέση της πόλης στη βενετική επικράτεια, πληθυσμιακά και γαιοκτητικά φαινόμενα – Αλέξης Μάλλιαρης, «Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008.


 

Η περιοχή της Αργολίδας, με τα δύο πληθυσμιακά της κέντρα, το Ναύ­πλιο και το Άργος, αποκτά σημαίνουσα θέση στον πελοποννησιακό κορ­μό κατά την περίοδο της όψιμης βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόν­νησο. [1] Η επαρχία της Ρωμανίας, που καταλάμβανε τα ανατολικά, βο­ρειοανατολικά και τμήμα από τα κεντρικά μοραïτικα εδάφη και άγγιζε τον Κορινθιακό, τον Σαρωνικό και τον Αργολικό κόλπο, ανυψώθηκε σε κεντρική επαρχία της Πελοποννήσου, φιλοξενώντας την πρωτεύουσα Ναύπλιο, τη σημαντικότερη πόλη – λιμάνι στο βενετικό Λεβάντε αυτήν την περίοδο μετά την Κέρκυρα.

Το Ναύπλιο μετατράπηκε σε βάση της βενετικής διοίκησης και των στρατιωτικών δυνάμεων προσελκύοντας το ιδιαίτερο βενετικό ενδιαφέρον για την οργάνωσή του και δη την επαύξηση της αμυντικής του ικανότητας. Στο πλαίσιο αυτό η πόλη εκσυγχρονίσθηκε οχυρωματικά και ενισχύθηκε κυρίως στα ελλειμματικά της σημεία με αποκορύφωμα την ανέγερση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα του μεγαλειώδους φρουριακού συγκροτήματος στον λόφο του Παλαμηδιού. Η πολυπληθής, πολύβουη κεντρική πόλη-λιμάνι στη βραχώδη χερσόνησο, έδρα των βενετικών Αρχών και της Καθολικής Εκκλησίας της Πελοποννήσου, κυριαρχούσε με τη δυναμική της παρου­σία σε ολόκληρη την περιοχή.

Το δεύτερο σημαντικό πληθυσμιακό κέντρο της Αργολίδας, το Άρ­γος, πόλη πανάρχαια με ιδιαίτερη σημαντική στην ιστορία του αρχαί­ου κόσμου, δεν ακολούθησε την ίδια πορεία στη βενετική περίοδο. Από το 1204 και εξής μαζί με την υπόλοιπη περιοχή γνώρισε αλλεπάλληλες αλλαγές κυριαρχίας, από τη φραγκική, στη βενετική και την οθωμα­νική για να επανέλθει στη βενετική, από το 1686 μέχρι το 1715, οπότε επέστρεψε και πάλι στους Οθωμανούς. [2]

Στην όψιμη βενετική περίοδο η πόλη του Άργους λειτουργεί μάλλον δορυφορικά αναφορικά με την κοντινή της πρωτεύουσα.[3] Πόλη μεσό­γεια, ηπειρωτική, μακριά από το ζωτικό για τη θαλασσοκράτειρα Βενε­τία υγρό στοιχείο, απλώνεται άνετα στον αργείτικο κάμπο, κάτω από τη σκιά της Λάρισας. Αποτελεί ένα παράδοξο θα λέγαμε βενετικής πόλης,[4] καθόσον, στη βενετική συνείδηση και στο ιστοριογραφικό συλλογικό, βενετική κτήση και λιμάνι είναι δύο αναπόσπαστα στοιχεία. Η θάλασ­σα τροφοδοτεί τη Βενετία και τις κτήσεις της ενοποιεί το μητροπολιτικο κέντρο με την περιφέρεια δια της υγρής οδού, ενω οι οχυρώσεις στο θαλάσσιο μέτωπο των πόλεων προστατεύουν και παράλληλα φράζουν την είσοδο σε κάθε επιβουλή εχθρού, που εύκολα και απροειδοποίητα μπορούσε να καταφθάσει από τη θάλασσα. Κι αν τα υγρά τείχη της πό­λης της Βενετίας αποτελούν ένα ιστορικό unicum στη μεσαιωνική και νεότερη Ευρώπη, οι ισχυρές οχυρώσεις των κτήσεών της στην ιταλι­κή Terra Ferma, τη Δαλματία και το Λεβάντε προστάτευαν τις πόλεις – κέντρα της γεωγραφικά διασπασμένης βενετικής επικράτειας.[5]

Από την άποψη αυτή η πόλη του Άργους διαφοροποιείται από τον βενετικό κορμό και τη βενετική παράδοση αφού η γεωφυσική της θέση δεν επέτρεπε την οργάνωση του οικισμού αυτού με τη μετατροπή του σε μια citta-fortezza, σε μια επαρκώς δηλαδή οχυρωμένη πόλη, περίκλει­στη εντός ισχυρών τειχών.[6] Η πόλη, το borgo, εκτείνεται ατείχιστη δι­ασκορπισμένη σε συστάδες, αραιοκατοικημένη, απλωμένη ανάμεσα σε κήπους, πάγιο τοπογραφικό χαρακτηριστικό του Άργους μέχρι και τον 19ο αιώνα. Εποπτεύεται όμως αφ’ υψηλού από τον απότομο βράχο με τις μεσαιωνικές οχυρώσεις, τη Λάρισα· οχυρώσεις εντελώς ακατάλληλες και παρωχημένες στην καμπή του 17ου αιώνα, και πολύ περισσότερο, επικίνδυνες για ολόκληρη την περιοχή, σε περίπτωση που οι Οθωμανοί τις καταλάμβαναν. Οι βενετικές αρχές, έχοντας επίγνωση του κινδύνου αυτού, προβληματίστηκαν για τις οχυρώσεις του Άργους, δεν προχώ­ρησαν όμως σε επεμβάσεις ή σε ριζική επανακατασκευή, όπως ήταν αναγκαίο, αφού ο πάντοτε επίκαιρος οθωμανικός κίνδυνος και τα γλίσχρα οικονομικά της κτήσης αλλά και της Βενετίας δεν επέτρεπαν την ανάληψη έργων τέτοιας έκτασης. Οι ειδικοί πρότειναν την κατεδάφι­σή τους αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξαλειφόταν σε μεγάλο βαθμό ο κίνδυνος εχθρικής κατάληψης, που ήταν πάντα ορατός λόγω και της γειτνίασης του Άργους με την κορινθιακή είσοδο της Πελοποννήσου. Λίγο πριν από την εισβολή των οθωμανικών στρατευμάτων στον Μοριά το 1715, οι Βενετοί αρκέστηκαν να καταστρέψουν ένα μικρό μέρος της οχύρωσης του Άργους και να την εγκαταλείψουν, αποσυρόμενοι στο ισχυρό Ναύπλιο με το νεότευκτο Παλαμήδι.[7]

Στην ακριβή βενετική ορολογία για τον ελληνοβενετικό Λεβάντε, στα έγγραφα της διοίκησης, η πόλη του Άργους δεν χαρακτηρίζεται ως citta, διότι αυτό σήμαινε πόλη παραθαλάσσια και κυρίως πόλη οχυρω­μένη. Το Άργος είναι terra, δηλαδή ανοικτή, μεσόγαια, ατείχιστη πόλη, όπως στην επαρχία της Αχαΐας η Βοστίτσα (Αίγιο) και κυρίως η πόλη της Γαστούνης, επιπλέον δε το Άργος διαθέτει castello και όχι fortezza.[8]

Προηγουμένως έγινε αναφορά στη στενότατη σύνδεση Βενετίας και θάλασσας, αφού αυτή η τελευταία στα μεσαιωνικά και στα υστερομεσαιωνικά χρόνια αποτέλεσε την αιτία της ύπαρξης, της θεαματικής ανάπτυ­ξης και της αναγωγής της Βενετίας σε υπερδύναμη της Ευρώπης, μέσω του ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων και του εμπορίου της Ανατολής.[9] Σε ένα τέτοιο σχήμα η πόλη του Άργους δεν συμμετείχε εκ των πραγμάτων.

 

Άποψη του φρουρίου και της πόλεως του Άργους, V. Coronelli, «Universus Terrarum Orbis», Εκδότης, A. Lazor, Padova, 1713.

 

Στα όψιμα όμως χρόνια, στα οποία αναφερόμαστε, η Βενετία για πολ­λούς λόγους δεν ήταν πια μια εμπορική και οικονομική υπερδύναμη, που προσδοκούσε εισροή πλούτου από το θαλάσσιο εμπόριο και μόνο. Από πολύ νωρίτερα η στροφή του βενετικού ενδιαφέροντος προς την ιταλική ηπειρωτική ενδοχώρα και η ενασχόληση των ευγενών βενετικών οικογε­νειών με τη γη ανέδειξαν την τελευταία σε βασικό παράγοντα οικονομι­κής ανάνηψης του κράτους. Η κατάκτηση και η κατοχή της Πελοποννήσου, της πλέον εκτεταμένης κτήσης που υπήρξε ποτέ στο βενετικό κρά­τος, προσέφερε εκτός από τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών που κύκλω­ναν τη χερσόνησο, τεράστιες για τα βενετικά δεδομένα εκτάσεις γαιών, των οποίων η συστηματική καλλιέργεια θα απέφερε μεγάλα κέρδη. Άρα η γη και δη οι πεδινές εκτάσεις, που δεν απαιτούσαν εργώδεις, μακροχρό­νιες προσπάθειες και μεγάλα έξοδα για να καλλιεργηθούν και να καρπο­φορήσουν, βρίσκονταν στο επίκεντρο του βενετικού ενδιαφέροντος κατά την περίοδο αυτή, όπως το γνωρίζουμε καλά από την έως τώρα ιστοριο­γραφική παραγωγή για τη συγκεκριμένη εποχή.[10]

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο το μεσόγαιο Άργος με τις πλούσιες γαίες αναβαθμιζόταν στην οικονομική αξιολογική κλίμακα των Βενετών, πα­ρόλο που η αυστηρή και εν πολλοίς άκαμπτη γενικότερη πολιτική της Βενετίας, αγκυλωμένης στους θεσμούς του παρωχημένου υστερομεσαιωνικού της μεγαλείου, δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στους γοργούς ρυθμούς αλλαγών και ανακατατάξεων του νεότερου κόσμου. Στη βενε­τική λοιπόν περίοδο η Αργολίδα προσφέρει την πρωτεύουσα, το μεγάλο διοικητικό κέντρο και το λιμάνι του Ναυπλίου και παράλληλα τη ζωτι­κής σημασίας για την εποχή ενδοχώρα του Άργους. Υφίσταται θα λέγαμε ένα δίπολο, συμπληρωματικό στις λειτουργίες του, όπου στο ένα άκρο υπάρχει το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της κτήσης, με σημαντικό αριθμό κατοίκων κάτω από την παρουσία των υψηλότερων εκπροσώπων της πολιτικοστρατιωτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας και στο άλλο άκρο ένας πολύ μικρότερος οικισμός, αγροτικός, που εποπτεύει τις πέριξ γαίες και προσφέρει, κυριολεκτικά όμως στην περίπτωση αυτή, το έδαφος για την οικονομική συντήρηση και την ευδοκίμηση πολλών εκ των κατοί­κων του πρώτου κέντρου. Πρόκειται για ένα σχήμα που το βλέπουμε να υφίσταται και σε άλλες πελοποννησιακές περιοχές, όπως για παράδειγ­μα στην επαρχία της Αχαΐας, με την Πάτρα και τη Γαστούνη να λειτουρ­γούν κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο.[11]

Στην επαρχία της Αργολίδας, αμέσως μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την κατίσχυση των βενετικών όπλων, συνέρρευσε, όπως και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, σημαντικός αριθμός εποίκων· κατοίκων δηλαδή από γειτονικές τουρκοκρατούμενες περι­οχές, οι οποίοι, ακολουθώντας τα βενετικά κελεύσματα, αναζητώντας ευνοϊκότερους όρους ζωής ή επιδιώκοντας να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα για τη συμπαράταξή τους με τους Βενετούς στη διάρκεια της πολεμικής αναστάτωσης στο νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, εγκατα­στάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, κυρίως στο βόρειο ήμισυ της χώρας. Το Ναύπλιο προτίμησαν οι σημαντικότερες οικονο­μικά και κοινωνικά οικογένειες της Αθήνας καθώς εκεί μπορούσαν να συνεχίσουν τις εμπορευματικές τους ασχολίες, ευρισκόμενες παράλλη­λα πολύ κοντά στις κεντρικές βενετικές αρχές.

Στο διαμέρισμα του Άργους, στην πόλη και τα πέριξ χωριά, εγκα­ταστάθηκαν κυρίως πληθυσμοί αγροτοποιμενικής προέλευσης από τη Θήβα και τα χωριά της, την Αταλάντη, τη χαλκίδα και γενικότερα την Εύβοια, αλλά και κάποιοι Αθηναίοι, σε πολύ μικρότερο όμως αριθμό από τους εποίκους που κατευθύνθηκαν στο διαμέρισμα του Ναυπλίου.[12]

Η πόλη του Άργους πρέπει να είχε υποστεί σημαντικές καταστρο­φές κατά τις πολεμικές συγκρούσεις και την αποχώρηση των Τούρκων, όπως διαπιστώνουμε από τις βενετικές καταγραφές και κυρίως από τους μακροσκελείς καταλόγους παραχωρήσεων αστικών ακινήτων, σπιτιών και καταστημάτων, καθώς και γαιών, στους εποίκους. Ο οικισμός που υπήρχε στις περιβόλους του φρουρίου ερημώθηκε καθώς εκεί κα­τοικούσαν προηγουμένως μόνον Οθωμανοί. Μεγάλος αριθμός σπιτιών στον οχυρό αυτό χώρο, όπως και στο borgo του Άργους, καταγράφεται ως καταστρεμμένος. Τα σπίτια αυτά παραχωρούνται, στη συνέχεια, από τη βενετική διοίκηση, ως δημόσια πλέον περιουσία, στους εποίκους για να τα επισκευάσουν και να τα κατοικήσουν, όπως για παράδειγμα σε Κρητικό έποικο από τα Χανιά το 1691,[13] ή ενοικιάζονται από ντόπιους ενδιαφερόμενους. Ο Οθωμανός περιηγητής Evliya Celebi στα 1668 ανα­φέρει ότι στο Άργος υπήρχαν έντεκα γειτονιές και εκτός των άλλων καταγράφει δύο μεγάλα μουσουλμανικά τεμένη και άλλα δέκα μικρότε­ρα και επιπλέον ένα χαμάμ.[14] Οι Βενετοί κάνουν λόγο για το μεγαλύτε­ρο τέμενος που εκείνοι το χρησιμοποιούσαν ως κατοικία των αρχών που επισκέπτονταν την πόλη ενώ αρχειακά τεκμήρια από το Αρχείο Grimani του Κρατικού Αρχείου Βενετίας καταγράφουν την ύπαρξη οθωμανικού λουτρού στην πόλη που είχε δοθεί ως κατοικία σε εποίκους.[15]

Η γνωστή βενετική απογραφή Grimani (1700) καταγράφει εντός του Άργους τις ενορίες Αγίου Βασιλείου, Αγίου Νικολάου και της Παναγίας.[16] Αρχειακό υλικό από το Αρχείο Grimani αναφέρει στα 1698 τους εξής να­ούς εντός της πόλης: Αγία Παρασκευή (που θα πρέπει να βρισκόταν στον χώρο που καταλαμβάνει ο σημερινός Άγιος Ιωάννης), Άγιος Δημήτριος, Άγιος Πέτρος, Άγιος Νικόλαος, Παναγία, Άγιος Βασίλειος και Άγιος Μάρ­κος (ο τελευταίος ενδεχομένως να ήταν πρώην μουσουλμανικό τέμενος, που αφιερώθηκε, όπως συνηθιζόταν από τους Βενετούς, στον Άγιο Μάρ­κο).[17] Τέλος, ως προς την τοπογραφία και την ονοματοδοσία των συνοι­κιών της πόλης αξίζει να αναφερθεί ότι για τους δύο από τους τέσσερις μαχαλάδες, που απαντούν την εποχή της δεύτερης οθωμανικής περιό­δου, τον Μπεκήρ Εφέντη μαχαλά και τον Καραμουτζά μαχαλά,[18] υπάρ­χουν πυκνές καταγραφές στο βενετικό υλικό για πολλά σπίτια και κατα­στήματα, που κατείχε στην πόλη κατά την πρώτη οθωμανική περίοδο ο Οθωμανός Μπεκήρ Εφέντη· επίσης ότι απαντά το επώνυμο Καραμουτζάς σε εποίκους της πόλης, που κατοικούσαν σε πρώην οθωμανικά σπίτια, τα οποία τους παραχωρήθηκαν από τις βενετικές αρχές.

Αρκετά γρήγορα συστάθηκε και στο Άργος Αστική Κοινότητα (Communita), κλειστό δηλαδή σώμα συγκεκριμένων προνομιούχων οικο­γενειών της πόλης, που διαχώριζε τον πληθυσμό της πόλης και του δια­μερίσματος, από τη μια σε ευάριθμο σώμα κατοίκων με αστική ιδιότητα και από την άλλη σε πολυπληθή μάζα πληθυσμού, που ήταν αποκλει­σμένη.[19] Τεκμήριο του έτους 1700 παραδίδει τα ονόματα τριών κορυφαί­ων της Κοινότητας Άργους, των συντίχων Ιωάννη Σταματέλου, Θοδωρή Τσερνοτά και Δημήτρη Λάζαρου.[20] Από αυτούς, ο Ιωάννης Σταματέλος (γόνοι της οικογένειας αυτής απαντούν και στη δεύτερη οθωμανική πε­ρίοδο ως επιφανή πρόσωπα της πόλης), κυρίως όμως ο Θοδωρής Τσερνοτάς, παρουσιάζονται ως κάτοχοι ακινήτων στην πόλη ήδη από την προηγούμενη οθωμανική περίοδο, ενώ ειδικά ο Τσερνοτάς επιδεικνύει ζωηρή οικονομική δραστηριότητα στη βενετική περίοδο, αναλαμβάνει ενοικιάσεις γαιών και άλλων ακινήτων στο διαμέρισμα Άργους και λαμ­βάνει ακίνητα σε παραχώρηση από τους Βενετούς. Από τους ντόπιους, προφανώς, ισχυρούς της πόλης, εντυπωσιακή δραστηριότητα εμφανί­ζει και ο Θωμάς Πέτρου, ο οποίος ενοικιάζει πρώην οθωμανικά σπίτια εντός του πρώτου περιβόλου (recinto inferiore) στο φρούριο του Άργους,[21] καθώς επίσης γαίες και άλλα ακίνητα στα χωριά του Άργους ενώ αλλη­λογραφεί με τις βενετικές αρχές για διάφορα ζητήματα.[22]

Η περιοχή του Άργους αποτέλεσε το πεδίο οικονομικών δραστηριοτή­των και για επιφανείς πολίτες του Ναυπλίου. Έτσι, ο Αθανάσιος Ζυγομαλάς, μέλος της Κοινότητας του Ναυπλίου, εκμεταλλευόταν γαίες στο χωριό Μπολάτι, όπως επίσης ο Ανδρούτσος Μαλαξός οικόπεδα στο Άργος και γαίες στο Κάτω Μπέλεσι. Ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Πελοποννήσου που έδρευε στο Ναύπλιο, ο Angelo Maria Carlini, εκτός από παροχές που είχε λάβει από το δημόσιο στην περιοχή της Κορίνθου και αλλού, κατεί­χε οικόπεδα και κήπους στην πόλη του Άργους, τα οποία προηγουμένως εκμεταλλευόταν ο ντόπιος Θοδωρής Τσερνοτάς και μέσω της πρακτικής της ανταλλαγής ακινήτων (permuta di bent) πέρασαν στον αρχιεπίσκοπο. Γαίες στο Κάτω Μπέλεσι κατείχαν και οι ιερείς του λατινικού μητροπολιτικού ναού του Ναυπλίου. Επιπλέον, αρκετοί κατώτεροι αξιωματικοί του βενετικού στρατού εμφανίζονται στη γαιοκατοχή του Άργους, όπως επίσης ιταλικής και ελληνικής καταγωγής μέλη της βενετικής γραφειο­κρατίας, γεγονός αναμενόμενο, αφού η γειτνιάζουσα πρωτεύουσα φιλο­ξενούσε μεγάλο αριθμό στρατιωτικών και διοικητικών υπαλλήλων.[23]

Πολυάριθμα τεκμήρια, προερχόμενα από την καγκελαρία του Ναυ­πλίου, σωζόμενα σήμερα στο Αρχείο Grimani, των ετών 1704 ώς 1710, κάνουν εναργέστερη τη γιγαντιαία προσπάθεια που ευθύς μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου ανέλαβε η βενετική διοίκηση για τη διαλεύκανση και την αποσαφήνιση του γαιοκτητικού καθεστώτος της χώρας, έργο που συχνά έφερε τις πελοποννησιακές βενετικές αρχές σε απόγνωση. Εντός της προσπάθειας αυτής εγγράφεται το τεράστιο έργο κτηματογράφησης της Πελοποννήσου, φαινόμενο πρωτοφανές στην πελοποννησιακή αλλά και γενικότερα την ελληνική ιστορία των νεό­τερων χρόνων, το οποίο ουδέποτε επαναλήφθη μέχρι σήμερα.[24]

Η πρώτη μεγάλη φάση των παραχωρήσεων γαιών στους εποίκους, της καταγραφής των δημοσίων γαιών, των ενοικάσεων κ.λπ. έληξε στα πρώτα μόλις χρόνια του 18ου αιώνα. Στη συνέχεια, ακολούθησε μια δεύτερη φάση τακτοποίησης θα λέγαμε και οριστικής, κατά το δυνατόν, διευθέτησης της γαιοκατοχής, βάσει πλέον και των υφισταμένων καταστιχώσεων, όπου αυτές είχαν ολοκληρωθεί. Το προαναφερθέν αρχεια­κό υλικό που αφορά το Άργος και το διαμέρισμά του παρουσιάζει αυτήν την πιο οργανωμένη προσπάθεια των αρχών για να διευθετήσουν πλείστα ζητήματα κυριότητας της γης, δεδομένου ότι τα χρόνια αυτα είχε ήδη αρχίσει και το αντίστροφο φαινόμενο που αφορούσε τον επήλυδα πληθυσμό, αυτό δηλαδή της φυγής των εποίκων και της επιστροφής τους στις κοντινές οθωμανικές περιοχές. Ως εκ τούτου το βενετικό δη­μόσιο βρέθηκε αντιμέτωπο και πάλι με τον μεγάλο αριθμό αδέσποτων γαιων, των οποίων οι κάτοχοι είχαν φύγει ή είχαν αποβιωσει.

Για τον εντοπισμό των γαιών αυτών οι αρχές έθεσαν σε εφαρμογή και εδώ τη γνωστή πρακτική της καταγγελίας (beni denonciati), σύμφω­να με την οποία ως ανταμοιβή σε εκείνον που αποκάλυπτε γαίες αδέ­σποτες, λόγω φυγής του κατόχου τους, δινόταν ένα μέρος των ακινή­των αυτών.[25] Για παράδειγμα, τέτοιας προέλευσης γαίες και ακόμα μία νεροτριβή δόθηκαν στο Άργος το 1705 στον Κρητικό Dottor Emmanuel Barbarigo, που υπηρετούσε στην καγκελαρία του Ναυπλίου, γαίες έκτα­σης 82 στρεμμάτων δόθηκαν στους γνωστούς αδελφούς Νικολό και Μιχάλη Μέλο στο Άργος το 1706, όπως και στον εκχριστιανισμένο πρώ­ην μουσουλμάνο με το εντυπωσιακό νέο βενετσιάνικο όνομα Vicenzo Pasqualigo στο χωριό Κουτσοπόδι το 1707, καθώς και στην Παρασκευή, χήρα του υπολοχαγού Gili, στο Άργος το 1710.[26]

Παραχωρήθηκαν εκ νέου από τις βενετικές αρχές ακίνητα, των οποί­ων οι κάτοχοι είχαν αποβιώσει χωρίς απογόνους, ή ακόμα ακίνητα, των οποίων οι κάτοχοι αγνοούνταν, χωρίς να γνωρίζει κανείς πού βρίσκο­νταν, όπως επίσης και κτήματα που εξαρχής είχαν παραμείνει αδιάθετα. Ακόμα, γαίες χέρσες που καλλιεργήθηκαν για πρώτη φορά ή φυτεύτη­καν σε αυτές αμπέλια ζητήθηκαν από τις αρχές και δόθηκαν στους ενδιαφερόμενους, σύμφωνα με διάταγμα του Γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης Alvise Mocenigo του 1710 που ίσχυσε για όλη την κτήση, όπως για πα­ράδειγμα στον ναυπλιώτη κόντε Δήμο Λιόση και στους αδελφούς του, στους οποίους δόθηκε έκταση 254 στρεμμάτων στο χωριό χαμάκου.[27]

Επιπλέον, διευθετήθηκαν γαιοκτητικά θέματα, που αφορούσαν ενοι­κιάσεις δημοσίων γαιών, των οποίων οι ενοικιαστές δεν ενδιαφέρθη­καν για την ανανέωση της ενοικίασης, ζητήματα ανταλλαγής ακινή­των που κατέχονταν από κατοίκους άλλων επαρχιών, καθώς και επαναπροσδιορισμού και δικαιότερου καθορισμού ενοικίου στις δημόσιες γαίες. Επίσης, διορθώθηκαν λανθασμένες παραχωρήσεις στις οποίες είχαν προβεί οι βενετικές αρχές χωρίς να γνωρίζουν ότι οι γαίες αυτές είχαν ήδη δοθεί σε άλλους· έτσι, στα 1708 δόθηκαν στον έποικο Αναστάση Τσαουσόπουλο γαίες στο Κουτσοπόδι, οι οποίες αφαιρέθηκαν ως «επιπλέον» από αθηναία έποικο στο ίδιο χωριό, σε αντάλλαγμα άλλων κτημάτων, που του είχαν δοθεί νωρίτερα, τα οποία ήταν όμως δεσμευμένα.[28] Οι Βενετοί στα χρόνια αυτά πραγματοποίησαν στο διαμέρισμα του Άργους και συμπληρωματικές παραχωρήσεις σε δικαιούχους (in supplemento), διέθεσαν επίσης τμήματα γαιών που είχαν περισσέψει από χαριστικές δωρεές σε εποίκους (concessioni), ενώ προέβησαν και σε νέες χαριστικές δωρεές ως ανταμοιβή του βενετικού κράτους για προσφερθείσες υπηρεσίες στο δημόσιο.

Το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των ενεργειών αυτών αφορά κυρίως την πόλη του Άργους και την εγγύς περιοχή του, όπως επίσης το χωριό Κουτσοπόδι, βόρεια του Άργους, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί έποικοι, αρκετοί εκ των οποίων στη συνέχεια έφυγαν ή πιο σωστά δραπέ­τευσαν από τη βενετική επικράτεια, καθώς και τα χωριά Λάλουκα και Δαλαμανάρα, ανατολικά του Άργους, και επίσης Κάτω Μπέλεσι και Μαλανδρένι, στα βορειοδυτικά.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στη γαιοκατοχή του διαμερίσματος Άργους μετείχαν επίσης και μέλη των πλέον διακεκριμένων οικογενειών της κτήσης, συνήθως ξένοι, που είχαν τιμηθεί από το βενετικό κράτος με τον τίτλο του κόντε και την ανακήρυξη συγκεκριμένης γης ως κοντέας, ένα φαινόμενο παραφεουδαλικής, θα λέγαμε, φύσης της όψιμης βενε­τικής περιόδου, που ενέτεινε περαιτέρω την κοινωνική διαφοροποίη­ση του πελοποννησιακού πληθυσμού.[29] Ο κόντε Σπυρίδων Περούλης, αθηναϊκής καταγωγής, και μέλος της Ναυπλιακής Κοινότητας κατείχε στο Άργος οικόπεδα και μύλους, οι προαναφερθέντες κόντε Δήμος και αδελφοί Λιόση από το Ναύπλιο γαίες στο χαμάκου, ο κρητικής κατα­γωγής κόντε Δημήτριος Γιαλυνάς, που διέθετε κοντέα στην Κόρινθο, κατείχε γαίες στο Μπολάτι και στο Μαλανδρένι, και, τέλος, ο κόντε Zuanne Colonna αμπέλια στο Άργος.[30]

Σημειώνουμε, σχετικά με το φαινόμενο της κοντέας στην Πελοπόν­νησο και μια έμμεση σχέση της περιοχής της Αργολίδας με αυτό: η οικο­γένεια Περούλη, όπως και η οικογένεια Κάση στην Πάτρα, στήριξαν την αίτησή τους προς τη βενετική Σύγκλητο για την απόδοση σε αυτές του τίτλου του κόντε, στις στρατιωτικές υπηρεσίες που είχαν προσφέρει μέλη των οικογενειών τους υπέρ των Βενετών στην απόκρουση της βίαιης ει­σβολής των οθωμανικών στρατευμάτων του σερασκιέρη Ιμπραήμ Πασά, τον Ιούνιο του 1695, στην περιοχή του Άργους· συγκεκριμένα, επικαλού­νταν την υπεράσπιση του βενετικού κράτους με τη σύσταση ιδίων στρα­τιωτικών σωμάτων και την ενεργό συμμετοχή τους στις μάχες που διεξήχθησαν στο χωριό Δαλαμανάρα, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων από τη χώρα,[31] γεγονός που εορτάστηκε πανηγυρικά στη Βενετία, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, με δοξολογία στη βασιλική του Αγίου Μάρκου, κωδωνοκρουσίες στην πόλη και εκδόσεις ενημερωτικών εντύπων φυλλαδίων με την περιγραφή της σύγκρουσης και της βενετικής νίκης.

Με το βίαιο τέλος της βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο η πε­ριοχή του Άργους πέρασε στη νέα οθωμανική περίοδο χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά πρόσωπο από άποψη οικιστικής και πολεοδομικής οργάνω­σης, αλλά ούτε και κοινωνικής, όπως αντίθετα συνέβη με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου που απογυμνώθηκαν από το ηγετικό κοινωνικό τους στρώμα, το οποίο προτίμησε να ακολουθήσει τους Βενετούς. Η οι­κονομική και πληθυσμιακή όμως δυναμική του Άργους υπήρξε έντονη στους επόμενους αιώνες, με αποτέλεσμα να υποσκελίσει το γειτονικό Ναύπλιο και να ανατρέψει προς όφελός του το σχήμα που δημιουργήθηκε κατά τη βενετική περίοδο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για την Αργολίδα την περίοδο αυτή βλ. Siriol Davies, The Fiscal System of the Venetian Peloponnese: The Province of Romania 1688-1715, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στο Centre for Byzantine Ottoman and Modern Greek Studies School of Antiquity του Πανεπιστημίου του Birmingham, 1996. Επίσης, Ευτυχία Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα. Οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, Αθήνα 2002· η ίδια, Αργεία Γη. Από το τεριτόριο στο βιλαέτι (τέλη 17ου, αρχές 19ου αι.), Αθήνα 2003.

[2] Γενική παρουσίαση της ιστορίας του Άργους βλ. στο έργο Ι. Ζεγκίνης, Το Άργος διά μέσου των αιώνων, Αθήνα 1948. Για την ιστορία του Άργους στην όψιμη βενετική και την οθωμανική περίοδο βλ. Λιάτα, Αργεία γη.

[3] Δηλωτική της «δύσκολης» σχέσης Άργους και Ναυπλίου και κατά το παρελθόν είναι η διεκδίκηση από τους Ναυπλιείς για την πόλη τους του λειψάνου του αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους, ήδη από τον 10ο αιώνα. Η μετακίνηση του λειψάνου στο Ναύπλιο πραγματοποιήθηκε τελικά κατά την πρώτη βενετική περίοδο της Αργολίδας, στα 1421. Βλ. σχετικά Άννα Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, Βούλα Κόντη, Αγγελική Πανοπούλου, «Μνήμη και Λήθη της λατρείας των Αγίων της Πελοποννήσου (9ος-15ος αιώνας)», Οι Ήρωες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι νέοι Άγιοι, 8ος-16ος αιώνας, επιστημ. επιμ. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, Αθήνα 2004, σ. 278.

[4] Για μια τυπολογία των βενετικών πόλεων της βενετικής Ανατολής βλ. Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών Κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (Ι3ος-18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία 20082, σσ. 22-30. Για τις πόλεις της βενετικής επαρχίας Αχαΐας βλ. Α. Μάλλιαρης, Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο (1687-1715). Γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Βενετία 2008, σσ. 38-42. Για τις πελοποννησιακές πόλεις από τον 13ο ώς τον 18ο αι. βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985.

[5] Για τη σχέση Βενετίας και θάλασσας κλασικό είναι το έργο του F. Lane, Βενετία η Θαλασσοκράτειρα. Ναυτιλία-Εμπόριο-Οικονομία, μετάφρ. Κ. Κουρεμένος, επιστημ. επιμ. Γ. Παγκράτης, Αθήνα 2007. Μια ευσύνοπτη περιήγηση στις οχυρωμένες βενετικές πόλεις του Λεβάντε και της Δαλματίας με βιβλιογραφία για τις βενετικές οχυρώσεις στο A. Malliaris, «La metamorfosi dell’ambiente urbano nelle citta venete del Levante greco: ambiente, paesaggio architettonico, abitanti e potere veneziano, XIII-XVIII secoli», I Greci durante la venetocrazia: Uomini, spazio, idee (XIII-XVIII sec.), Atti del Convegno Internazionale di Studi, Venezia, 3-7 dicembre 2007, επιμ. Chryssa Maltezou – Angeliki Tzavara – Despina Vlassi, Βενετία 2009, σσ. 585-595.

[6] Για την οργάνωση ενός οικισμού σε citta-fortezza βλ. Malliaris, «La metamorfosi», σε πολλά σημεία.

[7] E. Pinzelli, «Les forteresses de Moree. Projets de restaurations et de demantelements durant la seconde periode venitienne (1687-1715)», Θησαυρίσματα 30 (2000), 400, 407- 408.

[8] Για τη Βοστίτσα και τη Γαστούνη βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 40.

[9] Lane, Βενετία η θαλασσοκράτειρα, σε πολλά σημεία.

[10] Για την Πελοπόννησο στην όψιμη βενετική περίοδο και ειδικά για θέματα οργάνωσης της νέας κτήσης και κυρίως γαιοκατοχής βλ Κ. Ντόκος – Γ. Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα 1993, καθώς και Μάλλιαρης, Η Πάτρα, όπου συγκεντρωμένη όλη η προγενέστερη βιβλιογραφία.

[11] Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 40-42.

[12] Για το μεγάλο θέμα των πληθυσμιακών εγκαταστάσεων στη βενετική Πελο­πόννησο βλ. Ντόκος – Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας και Μάλλιαρης, Η Πάτρα, όπου διεξοδική παρουσίαση πολλών πλευρών του φαινομένου. Για την Αργολίδα ειδικά, βλ. Davies, The Fiscal System of the Venetian Peloponnese, καθώς επίσης Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του και η ίδια, Αργεία Γη.

[13] Βλ. υποσημείωση 15.

[14] Λιάτα, Αργεία Γη, σ. 21.

[15] Archivio di Stato di Venezia (στο εξής A.S.V.), Archivio Grimani dai Servi, busta 30, φ. (123). Όλες οι αναφορές σε εποίκους και κατοίκους του Άργους και τη γαιοκατοχή τους προέρχονται από βενετικές καταγραφές αποκείμενες στα Αρχεία της Βενετίας. Ερευνήθηκαν ποικίλες αρχειακές σειρές. Σχετικές πληροφορίες προέκυψαν, με σειρά μεγαλύτερης συχνότητας, κυρίως στους εξής φακέλους: A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51 σε πλείστα φύλλα, όπου καταγράφονται εκατοντάδες ονομάτων κατοίκων της πόλης του Άργους και του διαμερίσματος του και σημειώνονται αναλυτικά οι γαίες, οι οικίες και τα λοιπά ακίνητα που κατείχαν· b. 30, όπου καταγραφή των οικιών, δημοσίων και ιδιωτικών, στην πόλη του Άργους (Catastico de tute le case publiche e private che si trovano in esere nel borgo dArgos fato I’ano 1698) b. 41 και b. 19.

[16] Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 245.

[17] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 30, φ. (115)-(124). Καταγραφή των ναών της πόλης, στα νεότερα όμως χρόνια, βλ. στο Ζεγκίνης, Το Αργος, σσ. 178-180.

[18] Λιάτα, Αργεία Γη, σσ. 50-51.

[19] Για τις αστικές κοινότητες της βενετικής Πελοποννήσου βλ. Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σσ. 465-500. Για τις κοινότητες Πατρών και Γαστούνης βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 238-275.

[20] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 41, φ. (441r).

[21] Κάτοψη του φρουρίου του Άργους σώζεται στον Κώδικα Grimani στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας με τον τίτλο Pianta del Castel dArgos (Codex Grimani, XXVIII). Το σχέδιο φέρει την υπογραφή του Francesco Vandeyk, γνωστού από την εργασία του στη σύνταξη των κτηματολογικών χαρτών της Πελοποννήσου.

[22] A.S.V, Archivio Grimani dai Servi, b. 19, φ. (138v).

[23] A.S.V, Archivio Grimani dai Servi, b. 19, φ. (137v).

[24] Βλ. Ντόκος-Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας.

[25] Γι’ αυτήν την πρακτική καταγγελίας βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 117.

[26] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (34) και εξής.

[27] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (37).

[28] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (51).

[29] Για το φαινόμενο της κοντέας βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 160-176.

[30] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, πλείστες καταγραφές για τους ανωτέρω σε πολλά φύλλα του φακέλου.

[31] Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 191-193.

 

Αλέξης Μάλλιαρης

«Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008. Πρακτικά, Αθήνα -Βενετία, 2010.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

 Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Η πόλη του Ναυπλίου κατά τη δεύτερη Βενετική περίοδο (1686-1715) – Αλέξης Μάλλιαρης, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015, πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Η Σέμνη Καρούζου στο λεπταίσθητα γραμμένο βιβλίο της για το Ναύπλιο, στο κεφάλαιο για τη δεύτερη βενετοκρατία σημειώνει: «Όταν, ύστερα από εκατό πενήντα χρόνια, ξαναπήραν οι Βενετσιάνοι το Ανάπλι βρήκαν την πόλη ερειπιασμένη, όμως τα κάστρα απείραχτα από τα περασμένα χρόνια, ενώ πάνω στις πύλες τους φοβέριζαν ακόμη ανάγλυφα «del gran leon le paventate insegne». Θα τους φάνηκαν μόνο τα κάστρα πολύ παλαιικά και παράξενα και τα λιοντάρια του Αγίου Μάρκου κάπως παραμυθένια. Ο κόσμος είχε στο μεταξύ τόσο αλλάξει! Και κυρίως για την ίδια τη Βενετιά». [1]

Ασφαλώς οι Βενετοί εισερχόμενοι ως νικητές στα 1686 στο «δικό τους» παλιό Ναύπλιο αντίκρισαν μιαν απολιθωμένη venezianità αλλοτινών εποχών, παράδοξη στα μάτια αυτών των ανθρώπων του τέλους του 17ου αι., καθηλωμένη στην οχυρωματική μορφή του ύστερου μεσαίωνα και της πρώιμης αναγέννησης, επικαλυμμένη δε με γενναία δόση ανατολίτικης οθωμανικής επένδυσης. Η μορφή των βενετικών πόλεων, και δη των οχυρώσεων είχε πια καθ’ ολοκληρίαν μεταβληθεί. Μαζί με αυτά και το σύμβολο του Αγίου Μάρ­κου, ο λέων, δεν είχε πια τη μορφή του λιονταρόγατου που έβλεπαν τώρα οι Βενετοί πάνω στα παλαιικά βενετικά τείχη του Ναυπλίου.

Η μορφή της πόλης συγκροτήθηκε ουσιαστικά κατά την περίοδο της πρώ­της βενετοκρατίας: η βυζαντινή και φραγκική πόλη, όταν παραλήφθηκε από τους Βενετούς στα τέλη του 14ου αι., περιοριζόταν στα υψώματα της Ακρο­ναυπλίας, χώρο αρχαιότατης κατοίκησης, και ελάχιστα εκτός αυτού· πιο κάτω, εδάφη υδατόμικτα κι η θάλασσα έφθανε πολύ κοντά. Σταδιακά, η ανάγκη εξεύρεσης χώρου και η βενετική επινοητικότητα, εφαρμόζουσα οικείες της πρακτικές απομάκρυνσης της θάλασσας και επιχωμάτωσης, δημιούργησαν το χαμηλό πλάτωμα, όπου και σήμερα επικάθεται η παλαιά πόλη και το οποίο εν συνεχεία περικυκλώθηκε τειχιζόμενο. Η τεχνική επιχωμάτωσης χρησιμοποι­ούσε πασσάλους, όπως και στην πόλη της Βενετίας: χαρακτηριστικό το αίτημα του Βενετού διοικητή Bartolomeo Minio στα 1479 προς τη μητρόπολη να του αποστείλουν πρωτομάστορα έμπειρο στην πήξη πασσάλων στα ύδατα, αφού στο Ναύπλιο δεν βρισκόταν γνώστης του πράγματος: «uno protomastro murer che bisogna far la fondamenta con palli in aqua […] in questa terra non se ne trova algun maestro che sapia far tal fondamenta come se fa a Venetia». [2]

Η παρούσα εργασία βασίζεται και εστιάζεται κυρίως στην εξέταση τριών τοπογραφικών σχεδίων, μεγάλων διαστάσεων, των πρώτων χρόνων της δεύ­τερης βενετικής κυριαρχίας, που συμπίπτουν με τα έτη διοικήσεως του πολύ γνωστού Βενετού αξιωματούχου Francesco Grimani (1698-1701), ανθρώπου οργανωτικότατου, δραστήριου, φίλεργου, με υψηλό αίσθημα ευθύνης για την αποστολή του έναντι της πατρίδας του, πνεύματος δε οξύτατου. Τα σχέδια φυλάσσονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών Αθήνας, δημοσιεύθηκαν δε εν πρώτοις σε μικρό μέγεθος συνεπτυγ­μένα στο βιβλίο του Kevin Andrews, The Castles of the Morea, 1953. [3]

Τα σχέδια αποτυπώνουν τη μορφή της πόλεως – κατοικημένου χώρου, των φρουρίων της Ακροναυπλίας και των γύρω τειχών κατά τη χρονική συγκυρία της κατάκτησης – παραλαβής της πόλης από τους Βενετούς και τα πρώτα μικρής κλίμακας ενισχυτικά έργα· κυρίως καταγράφουν τις προτεινόμενες επεμβάσεις, μικρής και μεγάλης έκτασης, για τη μελλοντική οριστική και αποτελεσματική οχύρωση και προστασία της πρωτεύουσας της Πελοποννή­σου από εχθρική επιβουλή, δηλαδή από τουρκική επίθεση. Έμφαση δίδεται, όπως είναι αναμενόμενο, στα στρατιωτικά έργα. Κοντά όμως σε αυτά χαράσ­σονται και σημεία του κατοικημένου χώρου, εντός της πόλεως (città, piazza), σημειώνονται και δρόμοι, οικοδομικά τετράγωνα και κτήρια, δημόσια – διοι­κητικά, καθώς και ναοί. Η ποιότητα του σχεδίου προδίδει χέρια ικανότατα και επιδέξια στη σχεδίαση, όπως εξάλλου και το λεπτό, αιθέριο χρώμα της ακουαρέλας· και όσο κι αν η φωτογραφική λήψη απομειώνει τη δυνατότητα εκτίμησης των έργων αυτών, η διά ζώσης μελέτη τους τα προάγει, τα αναδεικνύει πράγματι σε τεχνουργήματα, μνημεία αξιοθέατα.

Τα σχέδια συνιστούν έξοχα δείγματα της τόσο γνωστής, πειθαρχημένης βενετικής γραφειοκρατίας και διοίκησης, τεκμήρια συγκροτημένης και ορθο­λογιστικής διοικητικής αντιλήψεως – τουλάχιστον στις προθέσεις· συναριθ­μούνται δε μαζί με ανάλογα των λοιπών πελοποννησιακών πόλεων της ίδιας περιόδου στις πρωιμότερες επιστημονικού τύπου καταγραφές των πόλεων αυτών στους νεώτερους αιώνες, πριν από εκείνες του 19ου αι. της Ανεξαρτησίας, καθώς έχουμε για πρώτη φορά πιστότατη απεικόνιση της δομής των πόλεων αυτών, η οποία φθάνει σε ύψιστο βαθμό τελείωσης στους σωζόμενους κτημα­τογραφικούς χάρτες, αποτυπώσεις και σχεδιαγράμματα των κτηματολογίων.

Στο πρώτο σχέδιο, (Σχέδιο αριθμός 1) το πρωιμότερο, [4] αποτυπώνεται η πόλη και οι οχυρώσεις της όπως παραλήφθηκαν από τους Βενετούς στα 1686. Καταγράφουμε την απόδοση των παλαιών μεσαιωνικών ονομασιών τής τριμερούς διαιρέσεως της Ακροναυπλίας: Castel de Greci, Castel de Franchi, Castel Torro. Δεν θα το ξαναδούμε στα επόμενα. Θα μετονομασθούν εκσυχγρονιζόμενα σε primo, secondo, terzo, quarto recinto (οχυρωμένος περίβολος). Το τοπογραφικό αυτό σχεδιάγραμμα βασίζεται σε εκείνο του κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης με τίτλο «Carte topografiche e piante di città e fortezze per la guerra di Morea». Το τελευταίο αυτό σχέδιο παρουσιάστηκε από την Ιωάννα Στεριώτου σε τόμο του περιοδικού Θησαυρίσματα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας το 2003. [5]

 

Σχέδιο αριθμός 1. Αποτυπώνεται η πόλη και οι οχυρώσεις της όπως παραλήφθηκαν από τους Βενετούς στα 1686.

 

Το σχέδιο της Μαρκιανής συ­ντάχθηκε, όπως καταγράφεται, από τον μηχανικό Giovanni Bassignani κατ’ εντολήν του Francesco Morosini μάλλον αμέσως μετά τη νίκη, το 1686. Εκείνο της Γενναδείου καταγράφει τον Bortolo Carmoy ως συντάκτη του σχεδίου και αντιγραφέα του πρωτοτύπου του Bassignani. Δεν διαθέτει το πλούσιο και αναλυτικό υπόμνημα του Bassignani ούτε τη δεύτερη ζώνη με την άποψη όλης της χερσονήσου του Ναυπλίου. Το νέο στοιχείο εδώ είναι η επίστεψη του σχεδίου με το οικόσημο του Francesco Grimani. Το σχέδιο έχει διαστά­σεις 70×46,5 εκ. και είναι φτιαγμένο με πένα σε ακουαρέλα. Η χρήση διαφο­ρετικού χρώματος δεν επεξηγείται στο σχέδιο· ισχύει προφανώς ό,τι και στο πρωτότυπο της Μαρκιανής: γαλάζιο για τη θάλασσα, ερυθρό για τις οχυρώ­σεις, ανοιχτόχρωμο ερυθρό εσωτερικώς για τη χάραξη οικιστικών συγκρο­τημάτων κατά μήκος των τειχών καθώς και για τον σχεδιασμό κτηρίων, και κίτρινο για τις διευθετήσεις, κατόπιν πρωτοβουλίας του Francesco Morosini.

Το δεύτερο σχέδιο, [6] (Σχέδιο αριθμός 2) διαστάσεων 103×53 εκ., ανώνυμο, χωρίς εμφανή στοιχεία χρονολόγησης, εκτός από την καταγραφή των υπαρχουσών οχυρωματι­κών δομών, προσφέρει και κάτι νέο: προτάσεις για περαιτέρω ενίσχυση και εξασφάλιση της πόλεως. Αναλυτικότερα, παρατηρούμε σχεδιασμένες πυκνές προτάσεις για την ενίσχυση του πάσχοντος ευάλωτου ανατολικού μετώπου: η διάνοιξη της τάφρου επεκτείνεται νοτιότερα, ώστε να αποκόψει τρόπον τινά ολόκληρη τη χερσόνησο επί της οποίας βρίσκεται η πόλη, την επίπεδη έκταση που οδηγεί στην είσοδο της πόλης κατά μήκος του βράχου του Παλαμηδιού, στον λαιμό δηλαδή σύνδεσης της χερσονήσου με την ξηρά, προτείνεται η δημιουργία χαμηλών τάφρων, ώστε να ελέγχεται και να εμποδίζεται η πρόσβαση, κάποια πρωταρχικά και στοιχειώδη έργα πάνω στο Παλαμήδι και οι αντίστοιχες κλίμακες ανάβασης, ευρείας έκτασης επιχωματώσεις ακριβώς έξω από τα θαλάσσια βορεινά τείχη, εκβάθυνση του λιμένος, ώστε να είναι δυνατή η προσάραξη των πλοίων και δημιουργία προμαχώνα στην βορειοανατολι­κή πλευρά των τειχών (πρόκειται για τον μεταγενέστερο προμαχώνα Dolfin).

 

Σχέδιο αριθμός 2. Ανώνυμο, χωρίς εμφανή στοιχεία χρονολόγησης, εκτός από την καταγραφή των υπαρχουσών οχυρωματι¬κών δομών, προσφέρει και κάτι νέο: προτάσεις για περαιτέρω ενίσχυση και εξασφάλιση της πόλεως.

 

Δοθέντος ότι το σχέδιο δεν απεικονίζει τα δύο βασικά έργα ενίσχυσης των ανατολικών τειχών, δηλαδή τον προμνημονευθέντα προμαχώνα Dolfin (διε­τέλεσε provveditor general da mar, 1700-1705) στη βορειοανατολική πλευρά (1704) [σήμερα καθηρημένο] και τον προμαχώνα Grimani στη νοτιοανατολι­κή πλευρά του Κάστρο del Torro (1706) [υφιστάμενο και σήμερα], συνάγουμε ότι σχεδιάστηκε τουλάχιστον πριν από το 1704 και κατά πάσα πιθανότητα στα χρόνια της διοίκησης του οργανωτικού Francesco Grimani (1698-1701). Με το σχέδιο αυτό βρισκόμαστε σε μια χρονική φάση μεταγενέστερη εκείνης του πρώτου σχεδίου και εντός του θερμού κλίματος προτάσεων, σκέψεων, προβληματισμού και έντονης διάσκεψης των βενετικών αρχών για την άκρως αναγκαία ενισχυτική επέμβαση στον οχυρωματικό οργανισμό της πόλης του Ναυπλίου, ώστε αυτή να κατασταθεί δυσάλωτη.

Το τρίτο σχέδιο, [7] (Σχέδιο αριθμός 3) διαστάσεων 71×41 εκ., πληρέστερο και μεταγενέστερο των δύο πρώτων, αποτυπώνει οχυρωματικές θέσεις και έργα συντελεσμένα (με αρχικά ερυθρό χρώμα), και προτείνει επιπλέον έργα (με πράσινο χρώμα) εντός και εκτός της πόλεως καθώς επίσης και πάνω στο Παλαμήδι. Πλην των στρατιωτικών θέσεων και των οχυρωματικών τόπων, καταγράφει τα κτήρια της βενετικής διοίκησης και δύο ναούς ρωμαιοκαθολικής λατρείας. Το πράγμα είναι όλως ιδιαιτέρως σημαντικό, διότι μας προσφέρει τη χωρική παράταξη της έδρας των βενετικών αρχών του Ναυπλίου και σύνολης της Πελοποννήσου. Παρατηρούμε ότι τα κτήρια των αρχών με διάταξη μορφής τόξου απλώνονται από ανατολάς προς δυσμάς, κατά μήκος των βορείων τειχών της θάλασσας [σήμερα εξαλειμμένα]. Εκκινούν ανατολικά από το ύψος του ναού του Αγί­ου Αντωνίου και φθάνουν δυτικά ώς τη νεότευκτη Δεξαμενή: D= Palazzo di S.E. Capitan General (μέγαρο του αρχιστρατήγου του στόλου), E= Palazzo di S.E. Provveditor General del Regno (μέγαρο του γενικού προνοητή της Πελο­ποννήσου), F= Palazzo del E.mo Rettore (μέγαρο του ρέκτορα), G= Palazzo del E.mo Provveditor (μέγαρο του προνοητή Ναυπλίου), H= Publici Magazini (Δημόσιες Αποθήκες), N= La nuova Cisterna (Η νέα δεξαμενή ύδατος). Ομι­λητικές σημάνσεις για εμάς σήμερα που μελετούμε το θέμα: οι πολιτικές, στρα­τιωτικές και εκκλησιαστικές αρχές των κυριάρχων Βενετών βρίσκονται συγκε­ντρωμένες, ασφαλισμένες στα τείχη, από τα οποία ουσιαστικά αγκαλιάζονται, σε εγγύτητα με το υγρό στοιχείο της θάλασσας, σχηματίζοντας μια νοητώς ανοιχτή προς τη θάλασσα πλατεία με διοικητικώς και εκκλησιαστικώς σεσημα­σμένα κτήρια, οικείο φαινόμενο από τη μακρινή μητρόπολη στην Αδριατική. Στο σχέδιο απουσιάζει η γνωστή μας Armeria (Οπλοστάσιο), αντιδιαμετρικά έναντι του ναού του Αγίου Αντωνίου, καθώς πρόκειται για μεταγενέστερο του παρόντος σχεδίου κτήριο. Η ανέγερση του κτηρίου αυτού στα χρόνια του αρ­χιστρατήγου του στόλου Agostino Sagredo (1712-1714) πύκνωσε περαιτέρω τον ήδη συμπαγή πυρήνα των βενετικών κτηρίων στον συγκεκριμένο χώρο.

 

Σχέδιο αριθμός 3. Πληρέστερο και μεταγενέστερο των δύο πρώτων, αποτυπώνει οχυρωματικές θέσεις και έργα συντελεσμένα (με αρχικά ερυθρό χρώμα), και προτείνει επιπλέον έργα (με πράσινο χρώμα) εντός και εκτός της πόλεως καθώς επίσης και πάνω στο Παλαμήδι.

 

Εντός του κεντρικού αστικού ιστού της πόλεως και στο πλέον επίκαιρο σημείο ανεγέρθη το 1713 με μέριμνα του αρχιστρατήγου του στόλου Agostino Sagredo το επιβλητικό κτήριο του Οπλοστασίου – Οπλαποθήκης του Στόλου (Armeria Classis): Promtuarium classis ad urbis utilitatem et ornamentum Augustinus Sagredo provisor classis maris magnifice edivicavit, μνημονεύει η λατινική επιγραφή πάνω από τη μεσαία αψίδα του προστώου. [8] Η θεραπεία πρακτικών αναγκών με τη λειτουργία ενός ευμεγέθους κτηρίου απόθεσης και διαφύλαξης του οπλισμού, κτηρίου δηλαδή χρηστικότατου για την πόλη και την άμυνά της (promtuarium classis ad urbis utilitatem) αποσκοπεί και στη διακόσμησή της, και μάλιστα κατά τρόπο μεγαλοπρεπή (ornamentum, magnifice edificavit). Ο συγκερασμός λειτουργικότητας και αισθητικής στα κτήρια συνιστά βεβαίως πολιτισμικό στοιχείο, πάγιο στη βενετική έκφραση, και πράξη με βαθύτατες ρίζες στο παρελθόν, κυρίως στις αναγεννησιακές αντιλήψεις, στην έννοια πολεοδομικής οργάνωσης, λειτουργίας και λειτουργικότητας του χώρου με την πολυεπίπεδη σήμανση των κτηρίων. Η ανέγερση της Armeria δημιουργεί αμέσως το δυτικό μέτωπο με το οποίο οριστικοποιείται εφάπαξ και κλείεται διά παντός το δυτικό μέτωπο της μεγάλης πλατείας, το οποίο κατά συνέπεια σχηματοποιείται. Ο ίδιος αξιωματούχος αναδεικνύεται σε μεί­ζονος σημασίας πρόσωπο για το πολεοδομικό σώμα του Ναυπλίου ετούτη την περίοδο, καθώς συνδέεται με σημαντικά έργα που διασώζονται μέχρι σήμερα στον τόπο (η κλίμακα ανάβασης και η Πύλη Sagredo στην Ακροναυπλία, η Armeria, επί του Παλαμηδίου και στον προμαχώνα Sagredo το Φρουραρχείο, ο στρατώνας και ο ναΐσκος του Αγίου Γεράρδου [μτγν. του Αγίου Ανδρέου] και, τέλος, ο ναός του Αγίου Νικολάου κοντά στη θάλασσα «extra muros»), συνοδευόμενα πάντοτε με εκθειαστικές μνείες στις επιτείχιες λατινικές επι­γραφές (a fundamentis erexit, fieri curavit, monti arcem imposuit, magnifice edificavit, construendam praecepit adivit). [9]

Το όνομα του Francesco Grimani συνδέθηκε με έργα οχυρώσεως στην Ακροναυπλία την περίοδο κατά την οποία ο τελευταίος υπηρέτησε ως γενικός προνοητής θαλάσσης, αρχιστράτηγος δηλαδή του στόλου, με έδρα το Ναύπλιο (1706-1708)· αναφερόμαστε κυρίως στον προμαχώνα Grimani στο νοτιοανα­τολικό άκρο των τειχών του Castel Torro, όπου η επικίνδυνα ευάλωτη πλευρά με τον πεπαλαιωμένο κυκλικό πύργο διορθώθηκε και εκσυγχρονίστηκε και σε έτερες, δευτερευούσης σημασίας ενισχυτικές επεμβάσεις-διορθώσεις, με σκοπό την επαύξηση της οχυρωματικής ικανότητας της πόλεως (1706).

Ο Κεφαλονίτης λόγιος αρχιμανδρίτης – ιεροκήρυκας και εν συνεχεία επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης, πολύ γνωστός στο Ναύπλιο από τη συχνή παρουσία του ως ιεροκήρυκα στον ναό της Παναγίας και αλλού, επι­φορτισμένος από το σώμα του Αστικού Συμβουλίου Ναυπλίου να κατευοδώ­σει τον Grimani απερχόμενο προς τη Βενετία μετά το πέρας της θητείας του, στον εγκωμιαστικό του λόγο, πλην των άλλων κολακευτικών, όπως απαιτούσε το πράγμα, μνημονεύει και τη συνεισφορά του αξιωματούχου στην οχυρωματική ενίσχυση των τειχών και σε άλλα οικοδομικά έργα εντός της πόλεως, ιδι­αιτέρως δε στο κτήριο του Συμβουλίου.

Παραθέτω το κείμενο σε μετάφραση, όχι πάντοτε πολύ ακριβή, από το ιταλικό πρωτότυπο του εκδότη, στα νεώτερα χρόνια, των λόγων του Μηνιάτη, εφημερίου του ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας, αρχιμανδρίτη Ανθίμου Μαζαράκη (1848):

«Δεν δύναται να εννοήση οποίος είναι αυτός ο ζήλος σου, όστις δεν επαρίθμησε τα βήματά σου, δεν παρετήρησε τους ιδρώτας σου, δεν εισχώρησεν εις την ανησυχίαν σου εν καιρώ της κατασκευής τούτων των τειχών, τα οποία παρασταίνουν το μεγαλείον των ιδεών σου, εξασφαλίζουν τας νίκας μας, κλείνουν τας δια­βάσεις εις τας εχθρικάς προσπαθείας. Ανηγέρθησαν εις τοσούτον ύψος εντός ολίγου καιρού, με εργασίαν ολίγων χειρών και τόσων ολίγων εξόδων, διότι το εκτελείν εν ολίγω και δι’ ολίγου πράγματα μεγάλα είναι θαυμάσιον μυστι­κόν της υπέρ άνθρωπον ενεργητικότητός σου […]. Ημείς θέλομεν φέρει εγχα­ραγμένον το αθάνατο όνομά σου εις τας καρδίας μας, αίτινες θέλουν είσθαι μνημεία ευγενέστερα και των επιγραφών, εις τας οποίας είναι εγγεγραμμένον ως κόσμημα της αιθούσης του Συμβουλίου μας και του Καταστήματος (sala del nostro Consiglio e Fontigo), των ανεγερθεισών υπό της σης προνοήσεως, και ευγενέστερα των μαρμάρων των εκτός των οχυρωμάτων (e de’ sassi dell’ eterne fortificazioni) των όντων αιώνιοι θρίαμβοι δόξης διά σε, άσυλα ασφα­λείας των υπηκόων σου. Η Ναυπλία, το αντικείμενο των ερώτων σου και της σπουδαιότητός σου, ήτις εις την οχύρωσίν της έλαβεν εκ των χειρών σου τοι­αύτα νέα θέλγητρα κάλλους και ισχύος, ώστε μόλις γνωρίζεται υπό των ιδίων της πολιτών, θέλει είσθαι το θέατρον αιωνίων επαίνων των αρετών σου».[10]

Στο χωρίο, πλην των άλλων, εξαίρεται η συνεισφορά του Grimani στην ανέγερση του κτηρίου, εντός του οποίου – και πιο ειδικώς εντός της κεκοσμημένης με επιγραφές αίθουσας – συνερχόταν το σώμα του Αστικού Συμβουλίου της πόλεως καθώς και του Καταστήματος -Αποθήκης. Το κτήριο δε του Συμ­βουλίου η τοπική παράδοση το ταυτίζει με το λεγόμενο Διοικητήριο, ευρισκό­μενο όπισθεν του Βουλευτικού, υψηλότερα δηλαδή από την Armeria.

Αξίζει να προσεγγίσουμε, έστω και ακροθιγώς, το ζήτημα του πολιτικού νοήματος και μηνύματος που εκπέμπεται από την όψη και τη λειτουργία των οχυρωματικών έργων. Αναμφιβόλως, επί παραδείγματι, ο αναγιγνώσκων τη λατινική αναθηματική επιγραφή επί της μαρμάρινης πλάκας παραπλεύρως της Πύλης της Ξηράς, όπου μνημονεύεται ο εκπορθητής Morosini, τροφοδοτείται με σαφή στοιχεία πολιτικής ιδεολογίας. Η επιγραφή είναι πολύ ομιλητική ως προς τη βενετική ερμηνεία της κατάληψης ή πιο σωστά της επανακατάληψης του Ναυπλίου: ο Francesco Morosini με την ανδραγαθία του στις πολεμικές συγκρούσεις εναντίον των Τούρκων, «Hoc regnum patriae restituit», «απέδωσε στην πατρίδα τούτο το βασίλειο». Η έννοια του λατινικού ρήματος restituere είναι αυτή ακριβώς: αποδίδω, αποκαθιστώ στην εξ αρχής κατάσταση, παλινορθώνω. Σαφέστατη και ρητή διατύπωση-διακήρυξη της κατάκτησης του Ναυπλίου και σύνολης της Πελοποννήσου, ενός τόπου επί του οποίου οι Βενετοί δεν έπαυσαν ποτέ να εκτρέφουν στην πολιτική τους συνείδηση θεμελιωμένα απαράγραπτα δικαιώματα κατοχής.

Επανερχόμενοι στο προκείμενο θέμα μελέτης, παρατηρούμε πως και τα τρία τοπογραφικά σχεδιαγράμματα καταγράφουν μόνο τους βενετικού ενδιαφέροντος τόπους, σημεία και κτήρια. Είναι σχέδια πρωτίστως στρατιωτικά. Ενδιαφέρει κυρίως (και είναι αναμενόμενο) η αποτύπωση των οχυρώσεων, ώστε να ληφθούν μέτρα για περαιτέρω ενίσχυση, ιδιαιτέρως των αδύναμων σημείων. Ως προς τα λοιπά, ο κατοικημένος χώρος της πόλης, οι συνοικίες και οι κάτοικοι ή απουσιάζουν ή η παρουσία τους αποδίδεται αδρομερώς με τη χάραξη βασικών οδών, οι οποίες συνδέουν και πάλι τις στρατιωτικές πύλες των τειχών της πόλεως (Porta di Terra Ferma, Porta della Marina) ή της Ακρο­ναυπλίας (Porta della Fortezza). Μόνον εσωτερικώς, κατά μήκος των τειχών, στα δύο πρώτα σχέδια σχεδιάζεται η οικιστική χάραξη και οι απολήξεις στε­νών συνοικιακών οδών ή κενών μεταξύ των κτηρίων.

Παραμένοντας στο εσωτερικό της πόλεως, αναφορικά με τους ναούς, και στα τρία σχέδια καταγράφονται μόνο οι ναοί ρωμαιοκαθολικής λατρείας (στα δύο πρώτα σχέδια σημειώνεται και ένδειξη σταυρού σε αυτούς): ο ναός του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας (Sant’ Antonio di Padova) στο κέντρο της πό­λεως (πρώην μουσουλμανικό τέμενος, όπως δηλώνεται ρητώς) με απλή ορθογωνική κάτοψη καλυμμένη με τρούλο, στη δυτική πλευρά κιονοστήρικτο προστώο καλυμμένο με τρεις τρουλίσκους· πρόκειται για υπερυψωμένο κτήριο, στο οποίο οδηγούσε κλίμακα, όπως δηλώνεται στο τρίτο σχέδιο, και βάση μιναρέ στη νότια πλευρά.

Επίσης, η Παναγία του Καρμήλου (Madonna del Carmine) στα βόρεια τείχη της πόλεως προς τη θάλασσα. Στα δύο πρώ­τα σχέδια σημειώνεται διά σταυρού και άλλος ένας ναός στην Ακροναυπλία, στο Castel dei Greci, στο ρωμέικο Κάστρο, μάλλον πρώην μουσουλμανικό τέμενος (στο σχέδιο δηλώνεται παραπλεύρως του κτηρίου η ύπαρξη εξωτερι­κού μικρού προσκολλημένου κτίσματος, προφανώς η βάση του μιναρέ). Επιπλέον, στα δύο πρώτα σχέδια αποτυπώνεται χωρίς καμία περαιτέρω σήμανση η ύπαρξη κτηρίου, και μάλιστα ευμεγέθους, προς την κατεύθυνση της Πύλης της Ξηράς, αρκετά κοντά της. Θα πρέπει να ταυτιστεί με τον σημερινό ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος λειτουργούσε ως μουσουλμανικό τέμενος κατά την προηγούμενη περίοδο, όπως δηλώνει και η ύπαρξη εξωτερικού μικρού κτίσματος προσκολλημένου στη νότια πλευρά του κτηρίου. Στο τρίτο σχέδιο απουσιάζει εντελώς. Το κτήριο αυτό, στο σχέδιο της Μαρκιανής χαρακτηρί­ζεται ως «moschea serve per munitioni», δηλαδή «μουσουλμανικό τέμενος προς αποθήκευση πολεμοφοδίων». Στα παρόντα σχέδια δεν κατονομάζεται. Πιθανότατα λίγο αργότερα μετασκευάσθηκε στον λατινικό ναό του Αγίου Δομηνίκου (San Domenico), αποδoθέντα στους Δομηνικανούς.

Οι τελευταίοι, αρχικά τέσσερις στον αριθμό, έφθασαν στην Πελοπόννησο το 1686 και εγκαταστάθηκαν με παρέμβαση του Morosini στην Ακροναυπλία· [11] υποθέτουμε στο προμνημονευθέν τέμενος στο ρωμέικο Κάστρο και πιθανότητα λίγο μεταγενέστερα κατέβηκαν στην πόλη, στο κτήριο του σημερινού ναού του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός του Αγίου Αντωνίου της Πάδο­βας, το πρώην μεγάλο τέμενος της πόλεως, παραχωρήθηκε από τον Morosini σε Φραγκισκανούς μοναχούς, αφού ανήκε πλέον στο βενετικό δημόσιο ως πρώην οθωμανικό κτήριο.

Σε αυτό το κτήριο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του προϊσταμένου του ναού, του Φραγκισκανού Giovanni Mattio Vodari, ο οποίος δηλώνει ότι παρείχε υπηρεσίες και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, εψάλη ευ­χαριστήρια επινίκια δοξολογία, Te Deum, παρουσία του Morosini, αμέσως μετά την κατάληψη της πόλεως, κατά την πάγια βενετική πρακτική. [12] Ο Άγιος Αντώνιος εν συνεχεία ανυψώθηκε σε καθεδρικό ναό των Λατίνων και απο­δόθηκε από τις βενετικές αρχές στον πρώτο Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κορίνθου, τον Leonardo Balsarini, ως έδρα του, ενώ ως κατοικία του χρησίμευε η μονή των Δομηνικανών, όπως βεβαιώνει σε αναφορά του ο F. Grimani το 1699. [13] Ο ίδιος, μάλιστα, καταγράφει και το εξής αξιοπρόσεκτο, ότι δηλαδή είχε εκπλαγεί από την ευσέβεια που έδειχναν οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλεως έναντι του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας. [14]  Καθόσον ο λόγος περί λατινικών μοναχικών ταγμάτων και περαιτέρω περί εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού συγχρωτισμού Βενετών και ελληνικού πληθυσμού, αξίζει να αναφερθεί ότι στα 1707 απεφασίσθη να επιτραπεί η είσοδος Ιησουιτών στη βενετική Πελοπόννησο, με σκοπό την ίδρυση δύο κολλεγίων, ένα στο Ναύπλιο και ένα στη Μεθώνη, για την εκπαίδευση, όπως καταγράφεται, «παιδιών Λατίνων και Ελλήνων». [15] Λίγο πιο πριν, στα 1703, όπως σημειώνουν σε αναφορά τους οι σύνδικοι εξεταστές, και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κήρυξε με μεγάλη επιτυχία στον λατινικό ναό του Αγίου Αντωνίου Ναυπλίου ο εκ Τήνου Ιησουίτης Padre Foresti. Οι σύνδικοι κρίνουν ότι οι Ιησουίτες ιε­ροκήρυκες μπορούν να προσφέρουν πολύτιμο καρποφόρο έργο, ειδικά «στην εκπαίδευση των ορθοδόξων νέων». [16] Ακόμα ενωρίτερα, στα 1691, ο γενικός διοικητής Πελοποννήσου Antonio Zeno, σε αναφορά του στη βενετική Σύ­γκλητο, γράφει ότι τα κηρύγματα του Padre Mauritio Capuccino da Bassan παρακολούθησαν και πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί. [17]

Με την ευκαιρία της μελέτης των σχεδίων προβαίνουμε και σε κάποιες διαπιστώσεις για άλλου είδους αποτυπώσεις της πόλεως, αναφορικά με τον βαθμό πιστότητας και αληθοφάνειας των απεικονιζομένων: στον πανοραμι­κό πίνακα από το χειρόγραφο ημερολόγιο κατάκτησης της Πελοποννήσου της Βιβλιοθήκης Querini-Stampalia της Βενετίας,[18] (Σχέδιο αριθμός 4) το οποίο απεικονίζει τον κανονιοβολισμό του τουρκοκρατούμενου Ναυπλίου από τα βενετικά στρα­τεύματα του Morosini, καταγράφουμε ενδεικτικά ορισμένα στοιχεία πιστό­τητας και ρεαλισμού στην απεικόνιση: στα εικονιζόμενα μουσουλμανικά τε­μένη της πόλεως το πρόσκτισμα του μιναρέ εμφανίζεται πράγματι όπισθεν των κτηρίων, στη νότια δηλαδή πλευρά τους, όπως ακριβώς το αποτυπώνουν και τα δύο σχέδια της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Επιπλέον, η Πύλη της Ξηράς απεικονίζεται όντως νοτίως του μεσαιωνικού πολυώροφου με κατακόρυφους πύργους προστασίας της πάνω στην ευθεία γραμμή της cortina (μεταπρομα­χώνιο), η οποία ετούτη την περίοδο θα σχηματίσει πλέον αμβλεία γωνία. Ένα ακόμα στοιχείο πιστότητας θα διαπιστώσουμε στην υπερκείμενη Ακροναυ­πλία: όπως αμέσως διακρίνουμε, το φράγκικο Κάστρο δείχνει να βρίσκεται σε μεγαλύτερο βάθος και να καταλαμβάνει έτσι μικρότερη έκταση από ό,τι το ρωμέικο, αφού πράγματι στο πρώτο η γεωφυσική διαμόρφωση με την κρη­μνώδη κατωφέρεια επέβαλε την απόσυρση των τειχών προς το εσωτερικό του βράχου, όπως σταθερά δηλώνεται και στα τοπογραφικά σχέδια. Εντός του Κάστρου del Torro σημειωτέα η παρουσία στη στέγη κατοικίας ευμεγέθους καμινάδας βενετικού τύπου, δηλαδή μορφής αντεστραμμένης πυραμίδας.

 

Σχέδιο αριθμός 4. Πανοραμι¬κός πίνακας από το χειρόγραφο ημερολόγιο κατάκτησης της Πελοποννήσου της Βιβλιοθήκης Querini-Stampalia της Βενετίας.

 

Τα προαναφερθέντα συνηγορούν στη διαπίστωση ότι οι πανοραμικές αυτές εικόνες των πελοποννησιακών πόλεων, οι οποίες συνοδεύουν την εξιστόρηση των πολεμικών γεγονότων, ουδόλως είναι αυθαίρετες ή φανταστικές απεικονίσεις που διατηρούσαν μόνον κάποια πολύ χονδρικά στοιχεία πραγ­ματισμού ή αντέγραφαν δουλικώς παλαιότερα σχηματοποιημένα πρότυπα· πολύ περισσότερο πρόκειται περί μελετημένων σχεδίων με επί τόπου παρατήρηση, για τα οποία προφανώς και θα χρησιμοποιήθηκε εκ παραλλήλου και βοηθητικώς, όπως είναι αναμενόμενο, και η γνωστή στην ευρωπαϊκή εκδοτική παραγωγή παλαιότερη και τυποποιημένη απεικόνιση των πόλεων αυτών (εκκινώντας από τις χαλκογραφίες του Camocio και εξής).

Η χαρτογραφική παραγωγή για το Ναύπλιο είναι οπωσδήποτε ευρεία, με δεδομένη τη σημασία της πόλεως στο υπερπόντιο κράτος της Βενετίας (Stato da Mar), εκπορεύθηκε δε από την εναγώνια μέριμνα των Βενετών για την ενδυνάμωση του οχυρωματικού μηχανισμού της. Μια διαδικασία μακρά μέσα στον χρόνο, επίπονη, οδυνηρή, αιμάσσουσα για τους ανθρώπους που βιαίως και ανηλεώς εργάστηκαν για να ανεγερθούν τα οχυρώματα· κατέλιπε δε δυσε­ξίτηλα ίχνη πάνω στο ναυπλιακό τοπίο διαμορφώνοντας καθοριστικά το πρό­σωπο αυτής της γοητευτικής πλέον για εμάς σήμερα πελοποννησιακής πόλεως.

 

Υποσημειώσεις


[1] Σέμνη Καρούζου, Το Ναύπλιο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1979, σ. 41.

[2] Για το Ναύπλιο του 15ου αι. βλ. Diana Wright, «Late-fifteenth-century Nauplion. Topography, walls and boundaries», Θησαυρίσματα 30 (2000), σ. 163-187.

[3] Οι μελετητές μπορούν να χρησιμοποιούν πλέον την τελευταία επανέκδοση του έργου: Kevin Andrews, Castles of the Morea, revised edition with a Foreword by Glenn R. Bugh, The American School of Classical Studies at Athens, Princeton ‒ New Jersey 2006, σ. 90-105, σχέδια XXI, XXII και XXIII.

[4] Βλ. εδώ σχέδιο αριθμός 1.

[5] Ιωάννα Στεριώτου, «Ο Πόλεμος του Μοριά (1684-1697) και ο Κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας», Θησαυρίσματα 33 (2003), σ. 241-283.

[6] Βλ. εδώ σχέδιο αριθμός 2.

[7] Βλ. εδώ σχέδιο αριθμός 3.

[8] Βλ. Καρούζου, ό.π., σ. 47, καθώς και Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, επανέκδοση, Αθήνα 1950, σ. 126.

[9] Όλες οι επιγραφές στο Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 122-130.

[10] Ηλία Μηνιάτη, Διδαχαί και Λόγοι εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν και  εις άλλας Κυριακάς του ενιαυτού και επισήμους εορτάς, επανέκδοση, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 497-498.

[11] Archivio di Stato di Venezia (στο εξής A.S.V.), Provveditori da Terra e da Mar (στο εξής P.T.M.), busta 849, dispacci Sindici Cattasticatori, αναφορά αριθμός 25, Καρύταινα, 24 Φεβρουαρίου 1690, συνημμένη αίτηση των Δομηνικανών μοναχών προς τους συνδίκους καταστιχωτές.

[12] Στο ίδιο, συνημμένη επιστολή του Φραγκισκανού G. Mattio Vodari προς τους συνδίκους καταστιχωτές.

[13] A.S.V., P.T.M., b. 849, dispacci Francesco Grimani, αναφορά αριθμός 61, Άργος, 12 Αυγούστου 1699, φ. 1r.

[14] Στο ίδιο, φ. 2v.

[15] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 42, filza 106, φ. 20r.

[16] A.S.V., P.T.M., b. 869, dispacci Sindici Inquisitori, αναφορά αριθμός 19, Μονεμβασία, 13 Οκτωβρίου 1703, φ. 2r.

[17] A.S.V., P.T.M., b. 844, dispacci Antonio Zeno, αναφορά αριθμός 23, Ναύπλιο, 16 Απριλίου 1691.

[18] Με την Αρμάδα στο Μοριά, 1684-1687. Ανέκδοτο ημερολόγιο με σχέδια, εισαγωγή – επιμέλεια Ευτυχία Δ. Λιάτα, μεταγραφή κειμένου Κ. Γ. Τσικνάκης, Κέντρο Νεοελληνι­κών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. 66, Αθήνα 1998. Βλ. εδώ σχέδιο αριθμός 4.

 

Αλέξης Μάλλιαρης

 «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015. Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »