Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αναγέννηση’

Ο Όμηρος στο Δυτικό Μεσαίωνα και την Αναγέννηση – Γεώργιος Στείρης στο: «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.


 

Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και προϋπόθεση, στην πραγματικότητα, όλων των υπολοίπων, είναι η στροφή στην κλασσική αρχαιότητα, ελληνική και ρωμαϊκή. Ήδη από το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα είχε διαπιστωθεί ότι το πλαίσιο σκέψης του Μεσαίωνα, ο σχολαστικισμός και η εμμονή στη θεολογία, είχαν εξαντλήσει τη δυναμική τους και δεν μπορούσαν πια να προσφέρουν τόσο σε πνευματικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η στροφή στην αρχαιότητα δεν θα μπορούσε να παραβλέψει τον Όμηρο, τον πλέον εμβληματικό ποιητή των κλασσικών χρόνων.

Στη διάρκεια του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα τα ομηρικά έπη ήταν απρόσιτα στο λατινόφωνο κοινό. Τη θέση τους είχαν πάρει άλλα, ελάσσονα κείμενα, του Τρωικού κύκλου, όπως τα Κύπρια Έπη και η Μικρά Ιλιάδα, τα οποία δεν αποτελούν έργα του Ομήρου και η ποιότητά τους είναι σαφώς κατώτερη εκείνης της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Η επίδραση, όμως, που άσκησαν τα κείμενα αυτά στη μεσαιωνική δύση ήταν τόση, σε έκταση και ένταση, ώστε να συμβάλουν αποφασιστικά στην επάνοδο του Ομήρου στο προσκήνιο τον 15ο αιώνα.

Στη μακρά διάρκεια του Μεσαίωνα κυκλοφορούσαν στη Δυτική Ευρώπη μια πλειάδα κειμένων, γραμμένων στα λατινικά, τα οποία αναπαρήγαγαν ιστορίες του τρωικού κύκλου, οι οποίες είχαν βασιστεί στα ελάσσονα έπη και όχι στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ένα εκ των αρχαιοτέρων ήταν το Ilias Latina, γραμμένο πιθανότατα τον 10Ο  μ.Χ. αιώνα, από κάποιον που υπογράφει ως Silius Italicus, παρότι η σύγχρονη έρευνα δεν έχει τεκμηριώσει καμιά σύνδεση του γνωστού ρωμαίου ποιητή με το συγκεκριμένο έργο. Στην Ilias Latina ο ποιητής προσδίδει έμφαση στο ερωτικό στοιχείο, ενώ παράλληλα επιδίδεται και σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού του κειμένου, αφαιρώντας ό,τι φαντάζει υπέρλογο.

Άλλο ένα κείμενο που άσκησε επίδραση στο Μεσαίωνα ήταν το Excidium Trojae, το οποίο τοποθετείται στο διάστημα από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα. Ο συγγραφέας του δημιούργησε ένα ευρύτερο ποίημα, το οποίο υπερβαίνει τα στενά όρια των Τρωικών, εμπνέοντας αρκετούς άλλους συγγραφείς στην πορεία των αιώνων, όπως αυτούς οι οποίοι δημιούργησαν τα The Seege or Batalye of Troye, έργο ανώνυμου Άγγλου, και το Trojanische Krieg του Konrad von Wurzburg. Τη με­γαλύτερη δημοφιλία στη μεσαιωνική περίοδο γνώρισαν δύο άλλα έργα, το Ephemeris Belli Troiani, συγγραφέας του οποίου εφέρετο κάποιος Δίκτυς ο Κρης, και το De Excidio Troiae Historia, το οποίο απεδίδετο σε κάποιον Δάρη τον Φρύγα. Και τα δύο κείμενα έχουν συνταχθεί στο διάστημα από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα. Αν και πιθανότατα αντιγράφουν έργα της ελληνιστικής περιόδου, οι συγγραφείς τους υποστηρίζουν ότι είχαν συμμετάσχει στον πόλεμο στην Τροία, ο ένας στις τάξεις των Ελλήνων και ο άλλος των Τρώων. Οι ισχυρισμοί αυτοί έφεραν τα κείμενα στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, αφού το φιλόμαθες κοινό επιθυμούσε να πληροφορηθεί τα αληθινά γεγονότα και όχι την ποιητική πραγμάτευση του Ομήρου.

Τα κείμενα αυτά είναι που πυροδοτούν το ενδιαφέρον για τα Τρωι­κά στην καρδιά του Μεσαίωνα, στον 12ο αιώνα. Ο Joseph του Exeter, Άγγλος ποιητής, συγγράφει περίπου στα 1180 το De Bello Troiano, ένα ποίημα αποτελούμενο από 3673 στίχους, εμπνευσμένο από το έργο του Δάρη του Φρύγα. Το πόνημα του Joseph αφιερώθηκε από τον ίδιο στον αρχιεπίσκοπο του Canterbury. Το ποίημα αποπνέει έντονο ρητορισμό και ηθικολογία, καθώς στόχος του είναι να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες του σε θέματα όπως η υποκρισία, η ευμετάβολη ανθρώπινη τύχη και η αφερεγγυότητα των γυναικών. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ερμηνεία της συμπεριφοράς της ωραίας Ελένης, την οποία ο Joseph αποδίδει στην παθολογία του ήπατός της.

Στον ίδιο αιώνα ο Benoit de Saint-Maure, Γάλλος ποιητής, συνθέτει το επικών διαστάσεων ποίημά του Le Roman de Troie, το οποίο εκτείνεται σε περίπου 40.000 στίχους. Βασική πηγή έμπνευσης και αυτού υπήρξε ο Δάρης ο Φρύγας. Ο Benoit είναι ο εμπνευστής της ερωτικής ιστορίας του Τρωίλου και της Χρυσηίδας, στην οποία εμπλέκεται και ο Διομήδης, συνθέτοντας ένα τολμηρό ερωτικό τρίγωνο. Στο ποίημα του Benoit η παραδοσιακή ατμόσφαιρα του κλασσικού έπους έχει απολεσθεί. Οι ήρωες μάχονται με τον τρόπο των ιπποτών, πολλοί εξ αυτών χρησιμοποιούν φρασεολογία παρμένη από την Βίβλο και οι ναοί της Τροίας περιγράφονται ως γοτθικού ρυθμού. Η Τροία προσομοιάζει στο Ελντοράντο, όσον αφορά στα αμύθητα πλούτη που καταγράφονται. Το έργο του Benoit de Saint-Maure επηρέασε σημαντικά τα συγγραφικά πονήματα των Boccaccio, Chaucer και Shakespeare.

 

Benoit de Saint-Maure, Γάλλος ποιητής, συνθέτει το επικών διαστάσεων ποίημά του Le Roman de Troie, το οποίο εκτείνεται σε περίπου 40.000 στίχους.

 

Benoît de Sainte-Maure, Roman de Troie. Venise ou Padoue, vers 1340-1350.

 

Ως συνέχεια των προηγουμένων μεσαιωνικών ποιητών, στον 13ο αιώνα εμφανίζεται ο Guido delle Collone, Ιταλός ποιητής που συνέγραψε το Historia Destructionis Troiae. O Guido ασκεί δριμεία κριτική στον Όμηρο, τον οποίο κατηγορεί ότι διαστρέβλωσε τα πραγματικά γεγονότα, σε αντίθεση με τον Δάρη τον Φρύγα και τον Δίκτυ τον Κρήτα, οι οποίοι διέσωσαν την ιστορική αλήθεια. Το έργο του Guido βρίθει ηθικο­πλαστικών μηνυμάτων, γεγονός που το κατέστησε εξαιρετικά σημαντικό και διαδεδομένο κείμενο στους μετέπειτα αιώνες.

 

A Venetian copy of the Historia destructionis Troiae, ca. 1325

 

Στο 14ο αιώνα κυριαρχεί η μορφή του Geoffrey Chaucer, ο οποίος θεωρείται ως ο πατέρας της αγγλικής λογοτεχνίας. Ο Chaucer εμπνεύ­στηκε από τον Boccaccio και συνέθεσε τη δική του εκδοχή για την ιστορία του Τρωίλου και της Χρυσηίδας. Όμως ο Chaucer δεν παρουσιάζει, όπως ο Boccaccio, το έργο από μισογυνική σκοπιά. Το έργο του είναι περισσότερο εκλεπτυσμένο, στιχουργικά και νοηματικά.

Στο 14ο αιώνα ο αυθεντικός Όμηρος επανέρχεται στο προσκήνιο. Ο Petrarca, ο διάσημος Ιταλός ουμανιστής, προμηθεύτηκε το 1353 ή 1354 ένα ελληνικό χειρόγραφο του Ομήρου από τον Νικόλαο Σιγηρό, απεσταλμένο του βυζαντινού αυτοκράτορα στην Ιταλία. Ο Petrarca δεν γνώριζε όμως ελληνικά, σε βαθμό τουλάχιστον που θα του επέτρεπε να προσεγγίσει τα ομηρικά έπη. Είχε, μάλιστα, γράψει ότι ο Όμηρος ήταν μουγγός για αυτόν, γιατί ο ίδιος ήταν κωφός προς τον Όμηρο, επειδή δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Ο Petrarca έψαχνε εναγωνίως μεταφραστή και τον βρήκε το 1358 στο πρόσωπο του Leontius Pilatus, ο οποίος ήταν ένας μετριότατος λόγιος από την Καλαβρία που προσπαθούσε να εμφανιστεί ως ελληνικής καταγωγής. Η παρότρυνση του Petrarca προς τον Pilatus αφορούσε στη μετάφραση των πρώτων πέντε ραψωδιών της Ιλιάδας. Το 1360 ο Pilatus γνωρίστηκε και με τον Boccaccio, ο οποίος τον ενθάρρυνε περαιτέρω να προχωρήσει Συγκεκριμένα, ο τε­λευταίος είχε ενδιαφέρον για τον Όμηρο, το οποίο δεν κατάφερε να καλύψει λόγω περιορισμένης ελληνομάθειας. Η απόπειρά του Pilatus να μεταφράσει τον Όμηρο κατέληξε σε αποτυχία, αφού το αποτέλεσμα της εργασίας του ήταν κακής ποιότητας. Παρά ταύτα ο Petrarca ένιωθε ικανοποιημένος που μπόρεσε να διαβάσει, έστω και σε αυτό το επίπεδο, το κείμενο του Ομήρου.

Στο 15ο αιώνα οι προσπάθειες εντάθηκαν, παρότι υπήρχε δέος για το επίπεδο της ποίησης του Ομήρου. Συγκεκριμένα, ένα από τα βασικά ζητούμενα της στροφής στην κλασσική αρχαιότητα υπήρξε η καλλιέπεια στη γλώσσα. Στόχος ήταν η επιστροφή στο υψηλό επίπεδο των κλασσι­κών λατινικών, πρότυπο των οποίων είχε υπάρξει το έργο του Virgilius. Το βασικό πρόβλημα των ουμανιστών ήταν ότι ο Όμηρος έβαζε για αυτούς τον πήχη ακόμα υψηλότερα. Θα έπρεπε η μετάφραση του Ομήρου στα λατινικά να υπερβαίνει την ποιότητα της γλώσσας του Virgilius, αφού ο Όμηρος υπήρξε το αξεπέραστο πρότυπο γλώσσας και ύφους σε όλες τις εποχές. Για αυτό και οι μεταφράσεις που ακολουθούν αυτή του Pilatus είναι επιλεκτικές και συνήθως αποδίδουν σε πεζό λόγο το έμμετρο κείμενο του Ομήρου. Για παράδειγμα, ο Leonardo Bruni, στα 1405, αποδίδει συγκεκριμένα χωρία από την 9η ραψωδία της Ιλιάδας, σε πεζό λόγο, προκειμένου να αποδείξει ότι η ρητορική, της οποίας είναι μέγας θαυμαστής, ξεκίνησε με τον Όμηρο. Ο Guarino Guarini, στα 1427, αποδίδει τη 10η ραψωδία της Ιλιάδας και την 23η της Οδύσσειας, στις οποίες παραλείπει σημεία που παρουσιάζουν τον καθημερινό βίο, ώστε να μην υποβαθμίζεται, κατά την άποψή του, η μαγεία της επικής ποίησης. Η πλέον ολοκληρωμένη και ακριβής απόδοση είναι εκείνη του Lorenzo Valla, η οποία ξεκίνησε στα 1442 και ολοκληρώθηκε στα 1458 από τον Francesco Griffolini. Είναι, όμως, και αυτή σε πεζό λόγο.

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1431, ο Carlo Marsuppini είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να μεταφράσει Όμηρο σε έμμετρη μορφή, αλλά απε­τράπη από τον Ambrogio Traversari, ο οποίος του αντέτεινε ότι είναι αδύνατη η απόδοση του μεγαλείου του ομηρικού λόγου στη λατινική γλώσσα. Γενικώς, στην πρώιμη Αναγέννηση, κατόπιν και των ερευνών του Valla, υπήρχε δυσπιστία σε μέρος των Λατίνων λογίων σχετικά με τη δυνατότητα της λατινικής γλώσσας να καλύψει νοηματικά και σε ποιότητα το εύρος της ελληνικής γλώσσας. Στα 1450 ο πάπας Νικόλαος ο Ε’ ανακοίνωσε το μεγαλόπνοο σχέδιό του για τη μετάφραση των σημαντικοτέρων κειμένων της αρχαιοελληνικής γραμματείας στα λατινικά. Φυσικά, από το σχέδιο δεν θα μπορούσε, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, να απουσιάζουν τα ομηρικά έπη. Το συγκεκριμένο έργο προτάθηκε σε δύο έξοχους ποιητές, τους καλύτερους της εποχής, τους Basinio Basini και Francesco Filelfo, οι οποίοι αρνήθηκαν συναισθανόμενοι το βάρος του εγχειρήματος, αλλά με το επιχείρημα ότι το έργο περιέχει σημεία ανάξια λόγου, που καθιστούσαν την πλήρη μετάφραση περιττή. Τελικά, το 1451, ο πάπας βρήκε πρόθυμο μεταφραστή στο πρόσωπο του Carlo Marsuppini, ο οποίος είκοσι χρόνια νωρίτερα δεν είχε αποτολμή­σει τη μετάφραση των ομηρικών επών. Δυστυχώς, ο Marsuppini απεβί­ωσε το 1453 έχοντας ολοκληρώσει τη μετάφραση μιας και μόνης ραψωδίας. Το έργο του ανέλαβε να συνεχίσει ο σπουδαίος φιλόλογος Angelo Poliziano, ο οποίος επεδίωξε να παραγάγει μια έμμετρη μετάφραση, η οποία θα αιρόταν στο ύψος του πρωτοτύπου. Ο Poliziano μετέφρασε τις ραψωδίες Β’-Ε’ και κατόπιν παραιτήθηκε της προσπάθειας. Πάντως, ο ίδιος, έως το τέλος της ζωής του, δήλωνε περήφανος για το νεανικό του εγχείρημα, αν και το αποτέλεσμα δεν δικαίωνε τις προσδοκίες του. Το μέγεθος του Ομήρου ήταν δυσθεώρητο για αυτόν.

Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511) από τους σημαντικότερους Έλληνες λόγιους, που συνέβαλε με το έργο του στην αναβίωση των ελληνικών γραμμάτων στη δυτική Ευρώπη.

Η πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση του Ομήρου ήταν αυτή που επιμελήθηκε ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και εξεδόθη στη Φλωρεντία το 1488/89. Το κείμενο δεν προσέφερε ιδιαίτερα όμως, γιατί η ελληνο­μάθεια, ειδικά σε ότι αφορούσε ένα εξαιρετικά απαιτητικό κείμενο, δεν επαρκούσε για την κατανόηση του ομηρικού πρωτοτύπου. Στα 1474 τυπώθηκε στη Brescia της Ιταλίας μια δίγλωσση έκδοση της Ιλιάδας και το 1497 της Οδύσσειας, οι οποίες δεν διεκδικούσαν δάφνες ποιότητας. Η Οδύσσεια είχε μεταφραστεί στα λατινικά από τον Raffaele Mattei Volaterrano. Πάντως, στη Βενετία, το σημαντικότερο ίσως εκδοτικό κέντρο της εποχής, η πρώτη πλήρης έκδοση του μεταφρασμένου στα λα­τινικά Ομήρου έγινε το 1556, εποχή που αρχίζουν να εμφανίζονται και πολλές μεταφράσεις του Ομήρου σε εθνικές γλώσσες.

Στη Γαλλία η πρώτη έκδοση του Ομήρου έγινε το 1510. Επρόκειτο για την έκδοση της μετάφρασης του Niccolo della Valle, η οποία είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα στην Ιταλία. Εκδότης ήταν ο Josse Bade. Αυτό αποδεικνύει τη σημασία της Ιταλίας στην διάδοση του ομηρικού κειμένου, και γενικότερα των ομηρικών σπουδών στην Ευρώπη της Αναγέννησης.

Απόλυτα ενδεικτική της κατάστασης των ομηρικών σπουδών στην Ιταλία του 15ου αιώνα αποτελεί ο Marsilio Ficino (1433-1499). Ο Ficino υπήρξε ο πλέον επιφανής ουμανιστής στη Φλωρεντία και αυτός που επιφορτίστηκε με τη μετάφραση και το σχολιασμό μεγάλου μέρους της πλατωνικής φιλοσοφικής γραμματείας. Πέρα από τις μεταφράσεις και τα σχόλια, ο Ficino συνέγραψε και ένα αρκετά εκτεταμένο έργο, το Theologia Platonica de immortalitate animae, στο οποίο εκθέτει τη δική του φιλοσοφία. Σε αυτό ο Ficino αναφέρεται στον Όμηρο οκτώ φορές. Όπως θα δούμε, όμως, το επίπεδο της γνώσης του για τον Όμηρο είναι τουλάχιστον στοιχειώδες, παρότι ο ίδιος ήταν θαυμαστής και εμ­βριθέστατος γνώστης της ελληνικής αρχαιότητας. Οι γνώσεις του για τον Όμηρο αποτελούσαν, κυρίως, προϊόν της μελέτης των πλατωνικών κειμένων, πράγμα που φαίνεται εύκολα, μιας και συνήθως αναφέρει τον Πλάτωνα ως πηγή του, όταν μνημονεύει τον Όμηρο.

 

ο Marsilio Ficino (Μαρσίλιο Φιτσίνο 1433-1499), υπήρξε ο πλέον επιφανής ουμανιστής στη Φλωρεντία και αυτός που επιφορτίστηκε με τη μετάφραση και το σχολιασμό μεγάλου μέρους της πλατωνικής φιλοσοφικής γραμματείας.

 

Ο Ficino, βασι­σμένος σε αρχαίες πηγές που δεν κατονομάζει αλλά και δεν φαίνεται να αποδέχεται πλήρως, παρουσιάζει τον Όμηρο ως τρελό (insanus), παραφράζοντας και παρανοώντας προφανώς την ένθεη μανία των ποιητών, όπως καταγράφεται στα ελληνικά. Επίσης, ο Όμηρος, παρότι τυφλός, παρουσιάζεται ως εξαιρετικής ευφυΐας άνθρωπος, ώστε μπόρεσε να δει και να μάθει τόσα πολλά πράγματα, τα οποία αργότερα ύμνησε με τον πλέον επιτυχημένο τρόπο, πετυχαίνοντας να συναιρέσει όλες τις τέχνες. Ο Ficino, όμως, πίστευε ότι οι στίχοι του Ομήρου κρύβουν και βαθύτερα νοήματα. Ο ίδιος συμφωνούσε με τα γραφόμενα των Χαλδαίων μάγων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η ψυχή μπορεί να περιτυλιχθεί από ακτίνες φωτός. Εκμεταλλευόμενη την ελαφρότητα του φωτός, η ψυχή μπορεί να αρθεί από τον κόσμο της ύλης και των αισθήσεων. Ο Ficino ταυτίζει τα περιγραφόμενα από τους Χαλδαίους μάγους με τη χρυσή άλυσο, την οποία είδε ο Όμηρος να κρέμεται από τον ουρανό και να φθάνει έως τη Γη. Μέσω αυτής, όποιος καταφέρνει να την δει, μπορεί να ανέλθει στον ουρανό. Δεν είμαστε σίγουροι για το κατά πόσο γνώριζε απευθείας το ομηρικό κείμενο ο Ficino, μιας και τη συγκεκριμένη εικόνα περιγράφουν ο Πλάτων και ο Μακρόβιος. Ο Ficino, όπως και πολλοί άλλοι Ιταλοί ουμανιστές του 15ου αιώνα πίστευαν στην ύπαρξη μιας μυστικής γνώσης, η οποία διέτρεχε την ιστορία της ανθρωπότητας από τα απώτατα βάθη της έως τον 15ο αιώνα. Κρίκος αυτής της μυστικής αλυσίδας γνώσης, και μάλιστα κομβικός, υπήρξε ο Όμηρος, ο οποίος είχε συμβάλλει στη μετάδοση της γνώσης από την ανατολή στον Ελλαδικό χώρο.

Σε άλλο σημείο του έργου του ο Ficino παραθέτει ένα χωρίο του Ομήρου, το οποίο αναφέρεται στον Τειρεσία. Το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ότι ο Ficino χρησιμοποιεί λατινική μετάφραση και όχι το ελληνικό κείμενο, παρότι σε άλλα σημεία παραπέμπει στα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Θα λέγαμε ότι, παρά τη θέληση του Ficino να ασχοληθεί με τον Όμηρο, τα εμπόδια που συναντούσε στην προσέγγιση των πρωτοτύπων επών, δεν τον βοηθούσαν να εμβαθύνει στον Όμηρο. Η γνώση του Ficino για τον Όμηρο είναι κυρίως αποτέλεσμα της μελέτης των πλατωνικών διαλόγων, ιδίως του Ίωνα, στον οποίο ο Πλάτων πραγματεύεται την ποίηση και ασχολείται εκτενώς και επισταμένως με τον Όμηρο.

Συμπερασματικά, ο Όμηρος και οι ομηρικές σπουδές προσελήφθησαν με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο από τον λατινικό Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Η γλώσσα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην πορεία των ομηρικών επών. Ο Όμηρος είναι δεμένος με την ελληνική και οποιαδήποτε προσπάθεια να τον δει και να τον αντιμετωπίσει κανείς εκτός αυτού του πλαισίου είναι καταδικασμένη. Η διάδοση του ελληνικού κειμένου του Ομήρου ανέβασε ψηλά τον πήχη και για τα νεολατινικά. Η γλώσσα εκλεπτύνθηκε και εξελίχθηκε γιατί υπήρχε το αξεπέραστο γλωσσικό πρότυπο του Ομήρου.

 

Γεώργιος Στείρης

«Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Μουσούρος Μάρκος (1470 – 1517)


 

Μάρκος Μουσούρος

 Έλληνας φιλόλογος και εκδότης, ο επιφανέστερος ίσως της αναγεννησιακής περιόδου, γεννημένος στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε αρχικά στον Χάνδακα, στο σχολείο της Αγίας Αικατερίνης του Σινά και αργότερα στην Ιταλία. Το 1486 έφυγε για τη Φλωρεντία όπου μαθήτευσε κοντά στο μεγάλο Έλληνα λόγιο Ιανό Λάσκαρι.

 Από το 1494 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου γνωρίστηκε με τον εκδότη ουμανιστή Άλδο Μανούτιο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τις τεράστιες γνώσεις του Μάρκου Μουσούρου για την κλασική ελληνική γραμματεία. Ο Μανούτιος συνεργάστηκε έκτοτε στενά με τον Μουσούρο στις εκδόσεις Ελλήνων φιλοσόφων και ποιητών. Με επιμέλεια του Μάρκου Μουσούρου εκδόθηκαν τα έργα του Αριστοφάνη το 1498, καθώς και δυο τόμοι με τίτλο Έλληνες επιστολογράφοι  το επόμενο έτος.

Ο Μουσούρος έγινε γρήγορα διάσημος. Δίδαξε ελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας και στην Πλατωνική Ακαδημία της Βενετίας, όπου εγκαταστάθηκε συνδεόμενος με την ανώτερη κοινωνική τάξη της πόλης. Εξέδωσε τραγωδίες του Ευριπίδη το 1503 και το 1513 τα άπαντα του Πλάτωνα. Φλεγόμενος από το πάθος του για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους, προσπάθησε να πείσει τον πάπα Λέοντα I’ να παρέμβει στους Ευρωπαίους ώστε να βοηθήσουν προς το σκοπό αυτό. Η φήμη του στην Ιταλία ήταν τεράστια και ανέλαβε την οργάνωση της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία. Πέθανε στη Ρώμη το 1517.

  

Φιλόλογος και εκδότης

  

Ο Πέτρος Μπέμπο (Pietro Bembo), (Βενετός καρδινά­λιος και φίλος του Μάρκου Μουσούρου), λέει στους Βενετούς αριστοκράτες: «Γειτονεύουμε με τους Έλληνες και κατέχουμε όχι λίγες από τις πό­λεις και τα νησιά τους, γι’ αυτό και έχετε στη διά­θεσή σας και ανθρώπους και βιβλία για να διδαχθείτε…».

Ο επιφανέστατος Έλληνας φιλόλογος της Αναγέννησης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο (π. 1470) και πέθανε στη Ρώμη το 1517. Από μικρός είχε δείξει την κλίση του στα γράμματα και αρχικά σπούδασε την ελληνική γλώσσα στο σχολείο της Αγίας Αι­κατερίνης του Σινά, στον Χάνδακα. Κατόπιν πήγε στη Φλωρεντία (1486), όπου σπούδασε δίπλα στον Ιανό Λάσκαρι.

Τα λατινικά και τα ελληνικά τα έ­μαθε σε εκπληκτικό βαθμό τελειότητας. Επανήλθε για λίγο καιρό στην Κρήτη, αλλά το 1494 είχε επι­στρέψει στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Βενετία.

Εκεί γνώρισε τον εκδότη-τυπογράφο Άλδο Μανούτιο, ο οποίος εκτίμησε τις γνώσεις του νεαρού Μάρκου Μουσούρου και τον προσέλαβε ως βοηθό του και επιστημονικό επόπτη στα έργα που εξέδιδε στο τυπογραφείο του. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μουσούρος είχε αποκτήσει αρκετή εμπειρία και το 1497 δημοσιεύτηκε από αυτό το τυπογραφείο το Dictionarium graecum copiosissimum με επί­γραμμα του Μουσούρου. Το επόμενο έτος (1498) δημοσιεύθηκαν με επιστασία του Μουσούρου εν­νέα κωμωδίες του Αριστοφάνη και το Μάρτιο του 1499, σε δυο τόμους, οι Έλληνες Επιστολογράφοι.Το έργο περιελάμβανε μια συλλογή επιστολών που αποδίδονταν σε είκοσι έξι κλασικούς και πρώι­μους χριστιανούς συγγραφείς.

Μάρκος Μουσούρος, χαλκογραφία, Reusner, Icones Clarorum Vivorum, 1589.

Πλέον, η φήμη του Μουσούρου ως εκδότη, επιστημονικού επόπτη και γνώστη της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας άρχισε να διαδίδεται έξω από τη Βενετία, σε όλη την ουμανιστική Ιταλία. Στις αρχές του 1500, έπειτα από σύσταση του Άλδου Μανούτιου, πήγε στο Κάρπι, μια κωμόπολη κοντά στη Φεράρα, και δίδαξε ελληνικά και λατινικά τον δούκα Αλμπέρ­το Πίο (Alberto Ρίο), ο οποίος έκτοτε έγινε και στενός του φίλος. Η ήσυχη ζωή σε αυτή την κωμό­πολη γρήγορα έκανε τον Μουσούρο να επιθυμήσει πάλι την κοσμοπολίτικη Βενετία, στην οποία και επέστρεψε σύντομα.

Αυτό τον καιρό (1500) είχε ι­δρυθεί από τους Άλδο Μανούτιο, Ιωάννη Γρηγορόπουλο (στενό φίλο του Μουσούρου) και Σκιπίωνα Καρτερόμαχο η λεγόμενη Νέα Ακαδημία, η οποία ήταν μια εταιρεία λογίων της Βενετίας για την προαγωγή των ελληνικών σπουδών. Εκεί πήγαινε αρκετές φορές και ο Μουσούρος και δίδασκε αρκε­τά συχνά τα ελληνικά. Μέλη της Ακαδημίας αυτής ήταν περίπου σαράντα Έλληνες και Ιταλοί ουμανι­στές και όλοι μιλούσαν τα ελληνικά. Η εταιρεία εί­χε σκοπό, πέρα από τα άλλα, τη μελέτη των εκδό­σεων των αρχαίων συγγραφέων.

Στη Βενετία ο Μουσούρος άρχισε να αποκτά φιλίες με μέλη της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκτιμη­θούν ακόμη περισσότερο οι εξαιρετικές του ικανότητες από αυτή την ίδια τη διοίκηση της Βενετίας. Έτσι, η Βενετική Γερουσία του απέ­νειμε το αξίωμα «Publica Graecarum Literarum Officina» (1503). Στην ουσία επρόκειτο για το α­ξίωμα του Λογοκριτού για τα ελληνικά βιβλία που τυπώνονταν στη Βενετία, σύμφωνα με το οποίο κά­θε ελληνικό βιβλίο που εκδιδόταν στη Βενετία και στις κτήσεις της έπρεπε να έχει την έγκριση του ό­τι ήταν σύμφωνο με τη θρησκεία και την ηθική. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1516. Το 1503-1504 ο Άλδος Μανούτιος εξέδωσε δεκαεπτά τραγω­δίες του Ευριπίδη των οποίων την έκδοση επιμελήθηκε πάλι ο Μουσούρος.

Η Βενετική Γερουσία πρέπει να είχε μείνει αρκετά ευχαριστημένη μαζί του, γιατί τον διόρισε (1504) καθηγητή της ελληνι­κής γλώσσας στη Βενετία και αργότερα καθηγητή των ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας (1506). Εκεί δίδασκε το πρωί ελληνική γραμματική και το απόγευμα Όμηρο, Ησίοδο, θεόκριτο και άλλους. Επιπλέον, δίδασκε μετάφραση από τα ελληνικά στα λατινικά και αντίστροφα. Κατά τα έτη 1509-1516 η Βενετία ενεπλάκη σε σκληρό πόλεμο με εχθρούς της μέσα στην Ιταλία. Έτσι, ο Μουσούρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πάντοβα (1509) και επανήλθε στη Βενετία. Χά­ρη σης ενέργειες του φίλου του και γραμματέα της Γερουσίας Φραγκίσκου Φατζιουόλι (Francenco Fagiuoli) ιδρύθηκε πάλι στη Βενετία η έδρα των ελληνικών και ο Μουσούρος έγινε καθηγητής (1512).

Ο ακάματος Άλδος Μανούτιος, παρά τις δυ­σκολίες που είχε λόγω του πολέμου, δεν σταμάτησε ποτέ το έργο του. Έτσι εξέδωσε με τον Μουσούρο μια γραμματική ελληνικών του Μανουήλ Χρυσολωρά, γνωστή με τον τίτλο Ερωτήματα (1512). Το επόμενο έτος (Σεπτέμβριος του 1513) ο Μανούτιος με τον Μουσούρο εξέδωσαν ίσως το σημαντικότερο από τα έργα τους, τα Άπαντα του Πλάτωνα, με αφιέρωση του Μουσούρου στο φιλόμουσο πάπα Λέ­οντα Ι’ (1513-1521).

Αυτός ήταν γιος του φιλέλληνα και φιλομαθή Λαυρεντίου των Μεδίκων της Φλω­ρεντίας, ο οποίος κατά τον προηγούμενο αιώνα εί­χε δάσκαλο τον περίφημο Έλληνα φιλόλογο και φιλόσοφο Ιωάννη Αργυρόπουλο. Ο Μουσούρος, φλεγόμενος από ελληνικά αισθήματα και επιθυμώντας την απελευθέρωση της Ελλάδας, συνέθεσε στα αρχαία ελληνικά μια ωδή αφιερωμένη στον Πλάτωνα και τη δημοσίευσε στην αρχή της πρώτης έκδοσης των έργων του αρχαίου φιλοσόφου. Με αυτή την ωδή απευθυνόταν στο φίλο του πάπα Λέοντα Ι’, τον επαινούσε και, δια στόματος Πλάτωνα, του ζητούσε να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων, αφού έπειθε τους Ευρωπαίους άρχοντες να μονοιάσουν.

Μάρκος Μουσούρος. Τσόκος Διονύσιος, ελαιογραφία, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τα επόμενα έτη ο Μανούτιος με τον Μουσούρο εξέδωσαν τον Ησύχιο και τον Αθηναίο (1514) και τον Θεόκριτο (1515). Το βενετικό κράτος εκτιμούσε απεριόριστα πλέον τον Μάρκο Μουσούρο και το 1515 η Βενετική Γερουσία παρέδωσε σε αυτόν και στο Βενετό λόγιο Μπατίστα Ενιάτσιο (Battista Egnazzio) οχτακόσια χειρόγραφα του Βησσαρίωνα (1403-1472) για να τα ταξινομήσουν, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα τμήματα της βιβλιο­θήκης που τότε ιδρύθηκε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και που σήμερα ονομάζεται Μαρκιανή.

Αυτό το έτος μια τραγωδία συντάραξε τη ζωή του Μουσούρου, καθώς το Φεβρουάριο πέθανε ο συ­νεργάτης του Άλδος Μανούτιος.

Έτσι, ο Μουσούρος αποφάσισε να μετανα­στεύσει στη Ρώμη (μέσα του 1516) ώστε να βοηθήσει το δάσκαλό του Ιανό Λάσκαρι, στην οργάνωση του Ελληνικού Γυμνασίου και στη διδασκαλία των ελληνικών σε αυ­τό, σκοπό για τον οποίο τον είχε προσκαλέσει ήδη από το 1513 ο πάπας Λέων Ι’.

Στη Ρώμη ο Μουσούρος, παράλληλα με τη διδασκαλία, συνέχισε την επιμελημένη έκδοση και άλλων κλασικών. Από το τυπογραφείο του Βερνάρδου Τζιούντα (Bernardo Giunta) στη Φλωρεντία, εξέδωσε τα Αλιευτικά του Οιππιανού (Ιούλιος 1515), δεκάξι λόγους του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και τον Παυσανία με α­φιερωματική επιστολή στον Ιανό Λάσκαρι (1516). Ο Μάρκος Μουσούρος δεν επέστρεψε ποτέ στη Βενετία.

Στη Ρώμη είχε γίνει και ιερέας, είχε διορισθεί από τον πάπα Λέοντα Ι’ ως επίσκοπος Ιεράπετρας Κρήτης και αργότερα Μονεμβασίας, αλλά δεν πρό­φτασε ποτέ να πάει εκεί. Ύστερα από δίμηνη ασθέ­νεια απεβίωσε ξημερώματα της 25ης Νοεμβρίου 1517 στη Ρώμη, όπου και τάφηκε στην εκκλησία της Σάντα Μαρία ντε Πάτσε (Santa Maria de Pace).

Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε μεγά­λη έκπληξη και θλίψη σε όλη την Ιταλία, ιδιαίτε­ρα στους κόλπους των ουμανιστών. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν αρκετοί επίσκοποι, ο πρεσβευτής της Πορτογαλίας στη Ρώμη, ο πρεσβευτής της Βε­νετίας Μάρκος Μίνιο (Marco Minio), οι αντιπρό­σωποι του καρδινάλιου Ιουλίου των Μεδίκων (Jules de Mediéis) και μελλοντικού πάπα Κλήμη Ζ’, με τον οποίο ο Μουσούρος ήταν πολύ φίλος, και πολλοί άλλοι.

Σύμφωνα με το διαπρεπή ερευνητή της ελληνι­κής μεσαιωνικής ιστορίας Μανούσο Μανούσακα, ο Μάρκος Μουσούρος ήταν: «…ο μεγαλύτερος φι­λόλογος και εκδότης των κλασικών συγγραφέων που ο Ελληνισμός δώρισε στην Ευρώπη πριν από τον Κοραή». Πράγματι, δεν θα είχαμε και πολλά να προσθέσουμε σε αυτή την άποψη.

Ο Μουσούρος αφιέρωσε τη ζωή του στο να υπηρετεί από το πόστο του τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Λιτός, αφιλοχρήματος και μεγάλος εραστής των γραμμάτων, πίστευε ακρά­δαντα ότι τα ελληνικά φώτα και η μόρφωση ήταν τα μόνα εφόδια με τα οποία οι σκλαβωμένοι Έλληνες μπορούσαν σιγά σιγά να αντιληφθούν την κατάστα­ση στην οποία ευρίσκονταν και να ελπίζουν σε κά­τι καλύτερο, δηλαδή την απελευθέρωσή τους.

Ίσως και μόνο αυτή η ωδή που αφιέρωσε το 1513 στον πά­πα Λέοντα Ι’ είναι αρκετή απόδειξη της φιλοπατρίας του. Επιπλέον, το ποίημα αυτό, που είναι άψογο α­πό φιλολογικής απόψεως, συνετέλεσε τα μέγιστα με τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του στο να τραβήξει την προσοχή των ουμανιστών στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Επιπλέον, καλλιέργησε την ιδέα της ένο­πλης επέμβασης σε αυτή από τη μεριά της Ευρώ­πης για την απελευθέρωση της.

Πέρα από αυτά, η αξία του Μάρκου Μουσούρου ως μεγάλου δασκάλου της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας, με εμ­βέλεια που ξεπερνούσε τα όρια της ουμανιστικής Ιταλίας, φαίνεται και από το γεγονός ότι στα μαθήματά του προσέρχονταν αρκετοί φοιτητές, Ιταλοί και Ευρωπαίοι, μερικοί από τους οποίους αργότερα έγι­ναν αρκετά γνωστοί.

Κάποια ονόματα είναι ίσως αρκετά για να πείσουν τον καθένα για αυτό: ο Ιταλός Λάζαρος Μποναμίκο (Bonamico), ο οποίος αργό­τερα διορίστηκε καθηγητής των ελληνικών και λατινικών στην Πάντοβα και στη Ρώμη, ο Γιρόλαμος Αλεάντρο (Girolamo Aleandro), ο οποίος πήγε στο Παρίσι και συνέβαλε στην ίδρυση έδρας για τη διδασκαλία των ελληνικών, ο Γερμανός δομινικα­νός μοναχός και λόγιος Ιωάννης Κόνον (Johan Conon), ο οποίος εισήγαγε τις ελληνικές σπουδές στη Γερμανία, ο Γάλλος λόγιος Ζερμέν ντε Μπρι (Germain de Brie), ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βε­νετία Ζαν ντε Πινς (Jean de Pins), ο Ούγγρος αν­θρωπιστής και λόγιος Γιάνους Βέρτεσι (Janus Vertessy), ο Τσέχος ανθρωπιστής Gelenius, ο Πέ­τρος Αλτσιόνιο (Pietro Alcionio), μετέπειτα καθη­γητής ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, και βέβαια ο γνωστός σε όλους Έρασμος, ο ο­ποίος συχνά φιλοξενούσε τον Μουσούρο στο σπίτι του και συνήθιζε να λέει για το δάσκαλό του ότι εί­ναι «…άνδρας πολυμαθέστατος και πανεπιστήμονας, κλειδοκράτορας της ελληνικής γλώσσας και θαυ­μάσιος ειδήμονας της λατινικής φωνής…».

Αλλά και οι σχολιασμένες εκδόσεις του Μουσούρου αποκαλύπτουν την απέραντη αρχαιομάθειά του και την κριτική οξύνοιά του, πράγματα για τα οποία ο Μάρ­κος Μουσούρος αναγνωρίστηκε από τους συγχρό­νους του και τους μεταγενεστέρους ως ο δεινότερος ελληνιστής των χρόνων της Αναγέννησης.

 

Θάνος Κονδύλης,

Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας – Συγγραφέας

 

Βιβλιογραφία


 

  • Κ. Σάθας, Νεοελληνική φιλολογία, Αθήνα 1868, σ.σ. 80-92.
  • Γ. Καλιτσουνάκης, «Ματθαίος Δεβαρής και τω εν Ρώμη Ελληνικόν Γυμνάσιον», Αθηνά, 26 (1914), σ.σ. 81-102.
  • Δ. θερειάνος, Αδαμάντιος Κοραής, σ.σ. 14-22, Τεργέστη 1889.
  • Κ. Γιαννακόπουλος, Έλληνες λόγιοι στη Βενετία. Μελέτες επί της διαδόσεως των ελληνικών γραμμάτων από του Βυζαντίου στη Δυτική Ευρώπη, Αθήνα 1965.
  • Γ. Μ. Σηφάκης, «Μάρκου Μουσούρου του Κρητός ποίημα εις τον Πλάτωνα», Κρητικά Χρονικά, 8 (1954), σ.σ. 366-388.
  • E. Legrand, Bibliographie Hellénique, XVe et XVle siecle, Πάρισι 1962, p.p. 108-124
  • J. Berenger, Ph. Contamine, Fr. Rapp, Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρώπη από το 1300 μέχρι το 1600, μτφ.
  • Π. Παπαδόπουλος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1980.
  • A. F. Didot, Alde Manuce et l’ Hellénisme à Venice, Paris 1875.
  • Man. Manoussacas, «La date de la morte de Marc Musurus», Studi Veneziani, 12 (1970), σ.σ. 459 – 463.
    Ferrajoli Α. «Il ruolo della corte di Leone X. Prelati domestici», Archivio della Società Romana di Storia Patria, 39 (1916), σ.σ. 544-545.

 

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Αργυρόπουλος Ιωάννης (1394 – 1486)


 

Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)

Έλληνας λόγιος και κληρικός. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στην Πάντοβα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έφυγε στη Φλωρεντία, ασπάστηκε τον καθολικισμό και δίδαξε στην πλατωνική ακαδημία στην έδρα της ελληνικής ποίησης και φιλοσοφίας.

 

Ιωάννης Αργυρόπουλος, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος γεννήθηκε στην Κωνστα­ντινούπολη (1394). Από μικρός τάχθηκε στους κόλπους και στις τάξεις της εκκλησίας. Όταν ήταν ακόμη διάκονος, πήρε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438-1439) και για πρώτη φορά ήρθε σε άμεση επαφή με τους μεγαλύτερους λογί­ους της Δυτικής Ευρώπης του 15ου αιώνα. Λίγα χρόνια αργότερα μετέβη στην Πάντοβα της Ιταλίας (1443), όπου έμεινε αρκετά χρόνια κι έμαθε λατινι­κά. Εκείνα τα χρόνια πρέπει να είχε αναληφθεί ό­τι πλησίαζε το τέλος της Κωνσταντινούπολης, αλλά και το ότι ο Ελληνισμός μπορούσε να επιζήσει και να συντηρηθεί στην Ιταλία, στις αυλές των πλουσίων και των ουμανιστών ηγεμόνων των διάφορων κρατιδίων. Παρά ταύτα, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη που υπεραγαπούσε και δεν έφυγε από αυ­τήν παρά μονάχα μετά την Άλωση της από τους Τούρκους (1453). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της παραμονής του στη Βασιλεύουσα διακρί­θηκε ως καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και ως ηγέτης της θρησκευτικοπολιτικής κίνησης για την ένωση των Εκκλησιών.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης απλώς επιβε­βαίωσε τις απόψεις του Αργυρόπουλου για την πτωτική πορεία του Ελληνισμού. Έτσι, μετά την Άλωση, μετέβη κι αυτός μαζί με πολλούς άλλους ως πρόσφυγας στη Φλωρεντία, όπου και προσχώρησε στον καθολικισμό. Εκεί βρέθηκε σε ένα φιλικό πε­ριβάλλον, διαμορφωμένο ήδη από τα προηγούμενα ταξίδια του και μπήκε στην προστασία των Μεδί­κων, που την εποχή εκείνη είχαν την εξουσία.

Ηγεμόνας της πόλης ήταν ο Κοσμάς Μέδικος (1434-1464), ο οποίος είχε ονομαστεί και «Περικλής της Φλωρεντίας» λόγω της αγάπης που έδειχνε στις τέχνες και τα γράμματα, ιδιαίτερα δε στην ελληνική φιλοσοφία και διανόηση των κλασικών χρόνων. Μάλιστα, είχε ιδρύσει στη Φλωρεντία την Πλατωνι­κή Ακαδημία, για να διαδώσει τις ιδέες του πολύ γνωστού και διάσημου στην Ιταλία Γεωργίου Γεμι­στού ή Πλήθωνος.

Όταν ο Αργυρόπουλος έφτασε στη Φλωρεντία, εκτιμήθηκε πολύ από τον Κοσμά Μέδικο, ο οποίος τον προσέλαβε ιδιαίτερο δάσκαλο της αρχαίας ελληνικής για το γιο του, Λαυρέντιο. Όταν ο Λαυρέντιος ανέλαβε τη διοίκηση της Φλω­ρεντίας, ανέθεσε στον Αργυρόπουλο τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας στην Ακα­δημία με την υποστήριξη και του μαθητή του και Ιταλού ουμανιστή Δονάτου Ατσαγιόλι (Donato Acciauoli)- και δίδαξε σε αυτή τη θέση αρκετά χρόνια. Ο Αργυρόπουλος γρήγορα έγινε γνωστός στους λόγιους κύκλους της Ιταλίας κι έτσι ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον Λαυρέντιο Μέδικο να δώσει νέα αίγλη στην Ακαδημία, αλλά και στην πόλη του γενικά.

Πράγματι, ο Λαυρέντιος δεν έπεσε έξω σης προβλέψεις του και η επιτυχημένη δι­δασκαλία του Αργυρόπουλου εξέτεινε τη φήμη του σε όλη την Ιταλία. Έτσι, πολλοί μαθητές συνέρρεαν από κάθε γωνιά της Ιταλίας, αλλά και έξω από αυτήν, προκειμένου να ενταχθούν στους κύκλους των μαθημάτων του Ιωάννη Αργυρόπουλου. Μεταξύ των μαθητών του εξέχουσα θέση έχουν οι Δονάτος Ατσαγιόλι και Άγγελος Πολιτσιάνο (Angelo Poli­ziano). Άλλος σημαντικός μαθητής του Αργυρό­πουλου (και συγγενής του γνωστού Ιωάννη Χρυσολωρά) ήταν και ο Ιωάννης Μαρία Φίλελφος, γιος του γνωστού Ιταλού ουμανιστή Φραγκίσκου Φίλελφο (Francesco Filelfo).

Ο Αργυρόπουλος ήταν θαυμαστής κυρίως του Αριστοτέλη, αλλά δεν απέρριπτε και τον Πλάτω­να. Εξάλλου σε όλη τη διδακτική διαδρομή του στην Ιταλία δίδαξε τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη με την ίδια επιτυχία.

Το μάθημά του στο πανεπιστήμιο ήταν μάλλον πρωτοπορια­κό, καθώς οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις και αργότερα πήγαιναν στο σπίτι του και μέσα από μια συζήτηση υπέβαλλαν σε αυτόν τις απορίες και τις ερωτήσεις που είχαν. Ο Αργυρόπουλος, πέρα α­πό τις καταπληκτικές γνώσεις φιλοσοφίας που εί­χε, πιο μεγάλη εντύπωση έκανε στους μαθητές του για το γεγονός ότι γνώριζε πολύ καλά τη λατινική γλώσσα, την οποία έμαθε στην Ιταλία όπου και πέ­ρασε πολλά χρόνια της ζωής του, τόσο πριν όσο και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Και αυτό του έδινε τη δυνατότητα να κρίνει και να σχολιάζει τους Ρωμαίους φιλοσόφους. Ιδιαίτερα δε τον ίδιο τον Κικέρωνα, προς τον οποίο ήταν ιδιαίτερα εχθρικός και του οποίου τη φήμη ως φιλοσόφου τη θεωρούσε μάλλον υπερβολική.

Μάλιστα έλεγε ότι ο Κικέρωνας δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα και δεν μπορούσε να κατανοήσει τα δι­δάγματα των Ελλήνων φιλοσόφων γιατί ήταν ημιμαθής! Αυτή η γνώμη του Αργυρόπουλου κι άλλες παρόμοιες για τους Ρωμαίους φιλοσόφους της Αρχαιότητας επηρέασαν πολύ και τους μαθητές του, οι οποίοι πλέον έβλεπαν μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα τη φιλοσοφία των αρχαίων κλασικών, Ελλήνων και Ρωμαίων.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος δίδαξε από την έδρα της πλατωνικής φιλοσοφίας μέχρι και το 1471, ο­πότε και εγκατέλειψε τη Φλωρεντία λόγω της πανώλους που έπεσε εκεί και χτύπησε και την οικογένειά του. Εκείνη τη χρονιά έχασε δυο παιδιά του, ενώ δυο άλλα έζησαν. Μετά τη φυγή του από τη Φλωρεντία, ο Αργυρόπουλος πήγε στην αυλή του Ούγγρου βασιλιά Ματθία Κορβίνου για να διδά­ξει ελληνικά, αλλά δεν παρέμεινε για πολύ καιρό.

Ιωάννης Αργυρόπουλος, λιθογραφία, Εθνικόν Ημερολόγιον, 1866.

Ακούραστος καθώς ήταν, από την Ουγγαρία επέ­στρεψε στην Ιταλία και πήγε στη Ρώμη, όπου βρή­κε τον Έλληνα φίλο του, το γνωστό Βησσαρίωνα, αλλά και το νεαρό, και μετέπειτα πάπα, Σίξτο Δ’. Στη Ρώμη ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις και δεν είχε πολύ χρόνο για διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας. Παρά ταύτα, δίδαξε αρ­κετά την αριστοτελική φιλοσοφία με μεγάλη επι­τυχία. Γρήγορα, όμως, τον κυρίεψε η νοσταλγία για την αγαπημένη του πόλη, τη Φλωρεντία, και το οικείο περιβάλλον που είχε εγκαταλείψει λίγα χρόνια πριν. Έτσι, γρήγορα εγκατέλειψε τη Ρώμη και το 1477 βρισκόταν πάλι στη Φλωρεντία, όπου δίδασκε τα ελληνικά. Λίγα χρόνια αργότερα, κου­ρασμένος πια και γέρος, αποσύρθηκε για τελευ­ταία φορά στη Ρώμη. Εκεί, δυστυχώς γι’ αυτόν, έ­πεσε σε έσχατη ένδεια, και μάλιστα έφτασε στο ση­μείο να πουλάει τα βιβλία του για να ζήσει. Ο θά­νατος δεν άργησε να τον βρει γύρω στο 1486.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος είχε αποκτήσει μεγά­λη φήμη στην Ιταλία, πιο πολύ ως δάσκαλος των ελληνικών και της φιλοσοφίας παρά ως συγγρα­φέας, αντιγραφέας ή μεταφραστής. Παρά ταύτα, το  συγγραφικό του έργο δεν είναι αμελητέο. Επίσης, και οι μεταφράσεις έργων του Αριστοτέλη, όπως τα Πολιτικά και τα Ηθικά από τα ελληνικά στα λατινικά, και διάφορων άλλων έργων κλασικών και θεολογικές μελέτες είναι πολύ σημαντικά έργα.

Αναλυτικότερα, τα σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι τα εξής:

1) Εκκλησιαστικά ποιήματα,

2) Πε­ρί συλλογισμού,

3) Περί Αριστοτελικής Φιλοσο­φίας,

4) Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος προς τον Δούκα Νικόλαο Νοταρά,

5) Λόγος πε­ριττής Συνόδου της Φλωρεντίας,

6) Λύσεις φιλοσοφικών ζητημάτων προς τους εκ Κύπρου προ­τείναντας,

7) Σχόλια εις τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλους.

Κοντά σε αυτά, οι σπουδαιότε­ρες μεταφράσεις στα λατινικά από τα ελληνικά εί­ναι: 1) Αριστοτέλους: Περί φυσικής ακροάσεως, Ηθικά Νικομάχεια, Περί ουρανού, Περί γενέσε­ως και φθοράς, Μετεωρολογικά, Περί ψυχής, Περί αισθήσεως, Περί μνήμης, 2) Βασιλείου του Μεγάλου Ομιλία εις εξαήμερον.

Η συμβολή του Ιωάννη Αργυρόπουλου στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην Ευρώπη είναι μεγίστη. Ειδικά στη Φλω­ρεντία, όπου διέμεινε αρκετά χρόνια, τον θεωρούσαν και ήταν από τους πλέον ση­μαντικούς Έλληνες εκπρόσωπους του 15ου αιώνα στη διδασκαλία των ελληνικών και της φιλοσοφίας μαζί με τον Μιχαήλ Μάρουλλο Ταρχανιώτη, με­τά τον Μανουήλ Χρυσολωρά, που δίδαξε στο εκεί πανεπιστήμιο στα τέλη του 14ου αιώνα (1396-1399).

Η εκτίμηση που απολάμβανε στη Φλωρεντία ο Αργυρόπουλος ήταν μεγάλη όχι μόνο από τους λο­γίους της πόλης, αλλά και από τους μαθητές του. Ένας από αυτούς, ο περίφημος λόγιος Δονάτος Ατσαγιόλι έλεγε ότι όταν ο Αργυρόπουλος δίδασκε, τότε φαινόταν να αναγεννώνται οι χρόνοι των αρ­χαίων φιλοσόφων. Ο Αργυρόπουλος στη Φλωρε­ντία ήταν αυτός ο οποίος πραγματικά έδωσε ώθηση στις ελληνικές σπουδές και στη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας, κάτω από ένα νέο και καινοτό­μο πνεύμα και προοπτική.

Γρήγορα η φήμη του ως δασκάλου της ελληνικής αλλά και της λατινικής γλώσσας διαδόθηκε και πέρα από την Ιταλία και για μερικά χρόνια επισκέφθηκε την αυλή του Ούγ­γρου βασιλιά, για να διδάξει και εκεί. Πέρα από τη διδασκαλία του, που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους συγχρόνους του, με τις μεταφράσεις του στα λατινικά των Ελλήνων κλασικών και ιδιαίτερα του Αριστοτέλη, έδωσε τη δυνατότητα στους λογίους Ιταλούς ουμανιστές της εποχής του να γνωρίσουν το ελληνικό πνεύμα και την αρχαία ελληνική δια­νόηση στην πιο τέλεια μορφή τους. Δικαίως θα μπορούσε να πει κάποιος πως αν θεωρήσουμε ότι ο Χρυσολωράς ήταν αυτός από τους Έλληνες ο οποίος συνέβαλε στο ξεκίνημα της αναγέννησης των ελληνικών σπουδών στη Φλωρεντία και την Ιτα­λία, τότε ο Αργυρόπουλος ήταν από τους πιο άξιους συνεχιστές του.

 

Θάνος Κονδύλης,

Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας – Συγγραφέας

 

Βιβλιογραφία


 

  • Κ. Σάθας, Νεοελληνική φιλολογία, Αθήνα 1868, σ. 45- 48.
  • Ζαβίρας Γεώργιος, Νέα Ελλάς, Αθήνα 1872, σ. 63-64.
  • Παύλος Καρολίδης, Ιστορία της Νέας Ελλάδας, Αθήνα 1925, σ. 252.
  • Ε. Legrand, Bibliographie Hellénique, XVe et XVle siècle, Παρίσι 1962, pp. 81/97/132.
  • J. Burckhardt, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, Νεφέλη, Αθήνα 1997.
  • P. Burke, The Renaissance, Macmillan,Λονδίνο 1987.

 

 Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Χαλκοκονδύλης Δημήτριος (1423 – 1511)


 

 Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)

Έλληνας λόγιος και συγγραφέας των χρόνων της Αναγέννησης γεννημένος στην Αθήνα, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Ήταν συγγενής του Βυζαντινού ιστορικού Λαονίκου Χαλκοκονδύλη. Η οικογένειά του έφυγε από την Αθήνα το 1435 και εγκαταστάθηκε στον Μιστρά. Το 1449, ο Χαλκοκονδύλης έφτασε στη Ρώμη, αφού προηγουμένως είχε σπουδάσει κοντά στον Πλήθωνα. Στη Ρώμη μαθήτευσε κοντά στον Θεόδωρο Γαζή, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Δίδαξε στην Περούτζια τα έτη 1452-1455 και μετά στη Ρώμη μέχρι το 1463, συμμετέχοντας στη διαμάχη πλατωνιστών και αριστοτελιστών, καθώς ο ίδιος ήταν επηρεασμένος από την πλατωνική σκέψη, αλλά υπεράσπισε επίσης και την αριστοτελική φιλοσοφία.

 

Στην ιστορία της αναβίωσης των ελληνικών γραμμάτων και του ελληνικού πνεύματος στην Ιταλία σημα­ντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Βυζαντινοί λόγιοι που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και γενι­κότερα από την Ανατολική Αυτοκρατορία πριν και μετά την Άλωση της Πόλης. Από τα τέλη του 14ου μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα έφταναν διαρκώς α­πό την Ανατολή και κατέκλυζαν τις χώρες της Ευ­ρώπης λόγιοι από βυζαντινές ή πρώην βυζαντινές περιοχές.

Η εικόνα που θέλει τον Έλληνα σοφό να φεύγει μπροστά από τον Τούρκο κατακτητή σφίγ­γοντας στα χέρια του πολύτιμα χειρόγραφα και να τα διασώζει μεταφέροντας με αυτό τον τρόπο την αρχαία ελληνική γραμματεία στη Δύση, δεν αντα­ποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα ελληνικά χειρόγραφα αναζητούνταν και αγοράζονταν από τους Δυτικούς πολλά χρόνια πριν από την Άλωση και Βυζαντινοί διανοούμενοι βρέθηκαν στη Δύση, όπου δίδαξαν την ελληνική γλώσσα και διέδωσαν την ελληνική σκέψη δεκαετίες πριν από το 1453.

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μεγάλο κύμα λογίων προσφύγων, όπως ήταν φυσικό, κατέφυγε στην Ιταλία για να διδάξει την ελληνική γλώσσα και την ελληνική σκέψη, εφ’ όσον μάλι­στα το κλίμα είχε ήδη διαμορφωθεί νωρίτερα από τις συνεχείς επαφές της δυτικής διανόησης με τα επιτεύγματα της ελληνικής κουλτούρας και αφού είχε προηγηθεί η διάδοση των ελληνικών στην Ιταλική χερσόνησο από τους «πρόδρομους» διδα­σκάλους.

  

Δημήτριος Χαλκοκονδύλης

 

Πορτραίτο του Δημητρίου Χαλκοκονδύλη (Giovio, Paolo, 1483-1552)

Ανάμεσα σε εκείνους, οι οποίοι ακολούθησαν το δρόμο προς τη Δύση και συνέβαλαν στο ουμανι­στικό κίνημα που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, ήταν και ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511), από τους τελευταίους μεγάλους δασκάλους των ελληνικών την εποχή της ιταλικής Αναγέν­νησης και από τους πρώτους λογίους που εκτίμη­σαν την αξία της τυπογραφίας και διείδαν το ρόλο που θα διαδραμάτιζε στην εξάπλωση του ανθρωπιστικού κινήματος.

Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, γόνος αρχοντι­κής οικογένειας, γεννήθηκε στην Αθήνα, πιθανόν τον Αύγουστο του 1423. Συγγενής (εξάδελφος) του Βυζαντινού ιστορικού της Άλωσης Λαονίκου Χαλ­κοκονδύλη, ακολούθησε την οικογένειά του στη φυγή της από την πόλη της Παλλάδας, το 1435, ε­ξαιτίας προστριβών με τους Φλωρεντινούς δούκες της Αθήνας, Ατσαγιόλι.

Οι Χαλκοκονδύληδες κατέφυγαν στο Δεσποτάτο του Μορέως, αλλά δεν γνω­ρίζουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του Δημητρίου στον Μυστρά. Η πρώτη πληροφορία που υπάρχει προέρχεται από έναν μαθητή του, ο οποίος αναφέ­ρει ότι το 1449 έφτασε στη Ρώμη, αφού είχε σπου­δάσει φιλοσοφία, πιθανότατα κοντά στον Γεώργιο Γεμιστό (Πλήθων). Στην ιταλική πρωτεύουσα συμπλήρωσε τις σπουδές του κοντά στον Θεόδωρο Γαζή, από τον οποίο ίσως διδάχθηκε και λατινικά. Η φιλία που έ­νωσε τους δυο άνδρες επισφραγίστηκε με τη δια­θήκη του Γαζή, ο οποίος κληροδότησε αργότερα στον Δημήτριο την προσωπική βιβλιοθήκη του.

Μεταξύ των ετών 1452 και 1455 ο Χαλκοκονδύ­λης βρισκόταν στην Περούτζια, όπου πιθανότατα παρέδιδε μαθήματα ελληνικής και το 1455 επα­νήλθε στη Ρώμη. Εκεί παρέμεινε ως το 1463 και με την παρουσία του συνέβαλε στην άμβλυνση της διαμάχης που είχε ξεσπάσει μεταξύ των Ελλήνων λογίων γύρω από την προτεραιότητα της αριστοτε­λικής ή της πλατωνικής σκέψης. Ο ίδιος, αν και ο­παδός του Πλάτωνα, υπεραμύνθηκε των θέσεων του Αριστοτέλη με ένα κείμενο, το οποίο όμως δεν δια­σώθηκε. Ας σημειωθεί ότι οπαδός των ιδεών του Αριστοτέλη ήταν ο Θεόδωρος Γαζής, εναντίον του οποίου στρεφόταν ένα μανιφέστο που είχε συντάξει άλλος Έλληνας, ο Μιχαήλ Αποστόλης. Η στάση του Χαλκοκονδύλη να υπερασπιστεί τη φιλοσοφία του Σταγιρίτη φανερώνει τα αισθήματα φιλίας που έτρεφε για τον αριστοτελικό δάσκαλο και προστάτη του, αφού, παρά την προσωπική κλίση του προς τον Πλάτωνα, πήρε μαχητικά το μέρος ενός αρι­στοτελικού.

Από το 1463 ως το 1472 ο Χαλκοκονδύλης έζησε στην Πάντοβα, όπου ανέλαβε την έδρα των ελληνι­κών στο εκεί πανεπιστήμιο. Διασώζονται εναρκτή­ριοι λόγοι της διδασκαλίας του, που αντικατοπτρί­ζουν τα πιστεύω του και αποτελούν πολύτιμο υλικό για το πρόγραμμα διδασκαλίας των μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας.

Από τους λόγους αυτούς πα­ρατίθενται χαρακτηριστικά αποσπάσματα (σε μετά­φραση από τα λατινικά του Κ. Γιαννακόπουλου στο έργο Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην ιταλική Αναγέννηση, 330-1600, Αθήνα 1985, 372-388):

 

«Όταν, λοιπόν, […] εκλέχθηκα δημόσια να διδάξω ελληνικά γράμματα, νόμισα σωστό να πω κάτι, που δεν είναι εκτός θέματος, πόση χρησιμότη­τα, ύφος και τελειότητα φέρνουν [τα ελληνικά γράμματα] και πως η μελέτη της ελληνικής φιλο­λογίας έχει εξηγήσει και εξηγεί τα λατινικά γράμ­ματα. […] Πιστεύω ότι κανείς από σας δεν αγνοεί ό­τι οι Λατίνοι παρέλαβαν κάθε είδος ελευθερίων τε­χνών από τους Έλληνες. Και άλλο τόσο είναι γνω­στό ότι δημιουργοί όλων αυτών των τεχνών ήταν οι Έλληνες και το ίδιο το όνομα των τεχνών έχει τις ρίζες του στα ελληνικά. […] Εφ’ όσον η λατινική γραμματική συνδέεται με την ελληνική και φαίνε­ται να εξαρτάται από αυτή, πως είναι δυνατόν να έ­χει κανείς μια πλήρη γνώση της, αν δεν γνωρίζει τα ελληνικά γράμματα; […] Κανείς από εκείνους (τους παλαιούς Λατίνους συγγραφείς) δεν αγνοούσε τα ελληνικά γράμματα. Πραγματικά πολλοί από αυ­τούς τιμούσαν την ελληνική λογοτεχνία τόσο βαθιά ώστε αναρωτιέται κανείς αν γνώριζαν καλύτερα την ελληνική ή τη λατινική φιλολογία».

 

Σε άλλον εναρκτήριο λόγο του, στις 10 Νοεμβρί­ου του 1464, ο Χαλκοκονδύλης ήταν τολμηρότερος στην υπεράσπιση της διδασκαλίας της ελληνικής: «Επειδή σχεδόν όλοι εκείνοι [οι Ρωμαίοι] κατανο­ούσαν τη γλώσσα τους όσο και την ελληνική, προ­τιμούσαν να εκφράζουν τις διαθέσεις του πνεύμα­τός τους και την έννοια και υφή των πραγμάτων πιο συχνά στα ελληνικά παρά στα λατινικά». Και τε­λείωνε την ομιλία του προτρέποντας τους ακροατές και μελλοντικούς μαθητές του να στραφούν με επι­μέλεια στην εκμάθηση των ελληνικών, όπως έκα­ναν και οι πρόγονοί τους Ρωμαίοι, οι οποίοι έστελ­ναν τα παιδιά τους στην Αθήνα για να μορφωθούν καλύτερα: «Νέοι εσείς, […] ασκηθείτε και προσθέ­στε τις σπουδές αυτές στις άλλες και είθε σ’ αυτό να μιμηθείτε τους προγόνους σας. […] θα με βρεί­τε πάντα στη διδασκαλία των γραμμάτων αυτών πρόθυμο να σας βοηθήσω. […] Να θεωρείτε σίγου­ρο ότι θα σας εκπαιδεύσω στη σπουδή των γραμ­μάτων αυτών και σε σύντομο χρόνο θα σας παράσχω ίσως όχι ευκαταφρόνητη παιδεία αυτών».

Ανάγλυφο με τη μορφή του Αριστοτέλη, 15ος αιώνας. Επισκοπικό Μέγαρο του Τρέντο.

Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς δίδαξε ο Χαλ­κοκονδύλης στην Πάντοβα. Είναι πιθανόν ότι εισήγαγε τους ακροατές του στις φιλο­σοφικές θεωρίες του Πλάτωνα και του Αρι­στοτέλη και ότι μεγάλο μέρος της διδασκα­λίας του αφιέρωσε στην παράδοση της ελληνικής γραμματικής. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι από τους επιφανέστερους μαθητές του ήταν ο νεαρός Ια­νός Λάσκαρις, τον οποίο διέκρινε ο καθηγητής από τους άλλους συμμαθητές του.

Το 1472 ο Χαλκοκονδύλης εγκατέλειψε τα πανε­πιστημιακά μαθήματα του στην Πάντοβα και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, χωρίς να γίνουν γνωστοί οι λόγοι που τον ώθησαν σε αυτή τη μετακίνηση. Πάντως, η πόλη των Μεδίκων κρατούσε αναμφισβήτητα τα σκήπτρα ως το σπουδαιότερο κέντρο ανθρωπι­στικών σπουδών και επομένως πολλοί Έλληνες λό­γιοι έτρεφαν τη φιλοδοξία να διδάξουν στην πόλη και στο Studium, όπου είχαν διακριθεί ο Χρυσολωράς, ο Τραπεζούντιος και ο Αργυρόπουλος.

Η Φλωρεντία, επιπλέον, ήταν ο χώρος στον οποίο για πρώτη φορά καλλιεργούνταν παράλληλα οι δυο με­γάλες φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες, ο αριστοτελισμός και ο πλατωνισμός. Το 1475 ο Χαλκοκονδύλης προ­τάθηκε επίσημα για την περίφημη καθέδρα των ελ­ληνικών στη Φλωρεντία, όπου για δεκάξι χρόνια (ως το 1490) θα περνούσε την πιο ήρεμη περίοδο της ζωής του, διδάσκοντας και αποκτώντας φήμη στην πνευματική κοινότητα της πόλης. Υποθέσεις μόνο μπορούμε να κάνουμε για τα είδη που υπηρέτησε με τη διδασκαλία του ο Χαλκοκονδύλης στο περίφημο Studium: ποίηση (Όμηρο και άλλους επικούς ποι­ητές), ρητορική (κυρίως Ισοκράτη) και φιλοσοφία (Πλάτωνα και Αριστοτέλη, ως οπαδός πλέον της θε­ωρίας του Αργυρόπουλου για τη σύντονη καλλιέρ­γεια των δυο φιλοσοφιών).

Ανάμεσα στο πλήθος των μαθητών του ξεχωρίζουν οι Ιταλοί: Τζοβάνι Πίκο ντελα Μιράντολα (Giovanni Pico della Mirandola), Τζοβάνι Μέντιτσι (Giovanni Medici) – ο μελλοντικός πάπας Λέων Ι’- και ο Πέτρος των Μεδίκων, γιος του Λαυρεντίου, καθώς και πολλοί ξένοι που ήλθαν να τον ακούσουν, όπως ο Γιόχαν Ρόιχλιν (Johann Reuchlin), ο περιφημότερος από τους Γερμανούς ανθρωπιστές.

Στη Φλωρεντία, ο Έλληνας λόγιος, εκτός από τη διδασκαλία, αφοσιώθηκε και στην έκδοση ολό­κληρου του σωζόμενου ποιητικού έργου του Ομή­ρου. Το Ομήρου τα σωζόμενα αποτελεί την απαρ­χή της ενασχόλησης του Χαλκοκονδύλη με την έκ­δοση βιβλίων, εργασία πολύ κοπιαστική, αν αναλογιστεί κανείς τις δυσκολίες να συγκεντρωθεί το χειρόγραφο υλικό και να τύχει της ανάλογης μελέ­της. Ο ίδιος ο εκδότης σημείωνε ότι για να αποκα­ταστήσει το κείμενο χρησιμοποίησε πολλές πηγές και ότι συμβουλεύθηκε τα υπομνήματα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου.

Το 1491 ο Δημήτριος εγκαινίασε την τρίτη φάση της σταδιοδρομίας του. Βρέθηκε στο Μιλάνο, χωρίς και πάλι να είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη θέση του στη Φλωρεντία. Ανέλαβε διδακτικά καθήκοντα στην αυλή του δούκα Λουδο­βίκου Σφόρτσα και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό α­ποκτώντας νέους μαθητές σε ένα κέντρο στο οποίο δεν είχαν καλλιεργηθεί συστηματικά τα ελληνικά γράμματα, παρ’ όλο που στην πόλη είχαν διδάξει για λίγο χρονικό διάστημα οι Μανουήλ Χρυσολωράς και Κωνσταντίνος Λάσκαρις.

Η ανακάλυψη της τυπογραφίας έδωσε μεγάλη ώθηση στην διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση.

Στην πρωτεύουσα της Λομβαρδίας παρέμεινε μέ­χρι το 1500 και συνέχισε το εκδοτικό έργο του, με την παρουσίαση τριών βιβλίων: Ισοκράτης, Λόγοι, Χαλκοκονδύλης, Ερωτήματα, Λεξικό Σουίδας. Όταν τα γαλλικά στρατεύματα του Λουδοβίκου ΙΒ’ κατέλαβαν το Μιλάνο (1499), ο Δημήτριος εγκατέλειψε την πόλη και προσπάθησε ανεπιτυχώς να α­ναλάβει την έδρα των ελληνικών στη Βενετία. Στη συνέχεια κατέφυγε στη Φεράρα, απ’ όπου ανακλήθηκε το 1501 από τη γαλλική κυβέρνηση για να ασκήσει πάλι διδακτικά καθήκοντα στην πόλη. Στη λομβαρδική πρωτεύουσα συνέχισε να διδά­σκει μέχρι το θάνατό του σε βαθιά γεράματα, στην ηλικία των ογδόντα οκτώ ετών, το 1511.

Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία, όταν βρισκόταν στη Φλωρεντία, και από το γάμο του είχε αποκτήσει δέκα παιδιά, πολλά από τα οποία πέθαναν στη διάρκεια της πα­ραμονής του στο Μιλάνο, γεγονός που σκίασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η σταδιοδρομία του Χαλκοκονδύλη ως δασκάλου σε τρεις από τις σημαντικότερες πόλεις της ιταλικής Αναγέννησης, την Πάντοβα, τη Φλωρεντία και το Μιλάνο, συνέπεσε με το χρόνο που οι πόλεις αυτές βρίσκονταν στο κέντρο της ουμανιστικής παιδείας.

Δίδαξε συνολικά περίπου τριάντα πέντε χρόνια και απέκτησε εκατοντάδες μαθητές, μεταξύ των οποίων ήταν και άνθρωποι που συνέχισαν το έργο του, όπως ο Άγγελος Πολιτιανός (Angelo Poli-ziano), ο ο­ποίος έθρεψε μια μεγάλη ομάδα ελληνιστών, ο Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsillio Ficino), στενός συνεργάτης του στην πολύχρονη προετοιμασία της μετάφρασης του πλατωνικού έργου, και ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος παρακολούθησε μαθήματά του στο Μιλάνο. Η προσπάθειά του για τη διάδοση του ελ­ληνικού πνεύματος κορυφώθηκε με την αδιάκοπη ενασχόλησή του με τη μετάφραση και έκδοση ελ­ληνικών κειμένων.

Έργα του

Ο Χαλκοκονδύλης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας εκδότης στη Φλωρεντία και στο Μιλάνο. Κυκλοφόρησε τέσσερα βιβλία: Ομήρου τα σωζόμενα (1488), Ισοκράτης, Λόγοι (1493), Χαλκοκονδύλης, Ερωτήματα (περ. 1494), Λεξικό Σουίδας (1499). Είχε συναίσθηση του γεγονότος ότι για τη διάδοση των ελληνικών σπουδών δεν αρκούσαν μόνον καλοί καθηγητές και επιμελείς μαθητές, αλ­λά χρειάζονταν πλήρεις εκδόσεις των ελληνικών κειμένων και σωστό μεταφραστικό έργο, έτσι ώστε να υπάρξει η κατάλληλη υποδομή. Σ’ αυτό το σκο­πό αφοσιώθηκε ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και με την παράλληλη προσφορά του στη διδασκαλία αναδείχθηκε σε σημαντικό παράγοντα της διάδοσης της ελληνικής σκέψης και παιδείας στην Ιταλία.

  

Ειρήνη Χρήστου

Διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

  

Βιβλιογραφία


  • Κ. Γιαννακόπουλος, Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην ιταλική Αναγέννηση (330-1600), Αθήνα 1985.
  • Κ. Στ. Στάικος, Χάρτα της Ελληνικής Τυπογραφίας. Η εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων και η συμβολή τους στην πνευματική Αναγέννηση της Δύσης, Αθήνα 1989.
  • Ν. G. Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, Αθήνα 1994.

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)», τεύχος 221, 29 Ιανουαρίου 2004.

  

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »