Υφάντριες

Υφάντριες σε κάθετο αργαλειό - Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης
Η ύφανση με τον αργαλειό ήταν μία από τις σημαντικότερες ασχολίες των γυναικών από την αρχαία εποχή. Όλα τα μινωικά και μυκηναϊκά ανάκτορα (2η χιλιετία π.Χ.) είχαν εργαστήρια με κατακόρυφους αργαλειούς. Στην Οδύσσεια (ραψ. α) ο Τηλέμαχος παροτρύνει τη μητέρα του Πηνελόπη ν’ ασχολείται με τη ρόκα και τον αργαλειό της. Ο αργαλειός κατά τους νεότερους χρόνους ήταν ένα από τα προικιά της νύφης. Όλα σχεδόν τα νοικοκυριά είχαν αργαλειό, γιατί ήταν για την οικοδέσποινα πράγματι ένα εργαλείο – από τη λέξη αυτή προέρχεται ο αργαλειός -, με το οποίο υφαίνονταν όλα όσα είχε ανάγκη η οικογένεια: σεντόνια, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, είδη ρουχισμού (από τα σπάργανα του μωρού και τα εσώρουχα μέχρι υφάσματα για χοντρές φορεσιές), μεταξωτά, κεντητά· κι ακόμη: κιλίμια, κουρελούδες, κουβέρτες, φλοκάτες, χαλιά.
Στην Κρήτη ο αργαλειός ονομαζόταν αργαστήρι, δηλαδή εργαστήριο, γιατί στο δωμάτιο αυτό, συνήθως στον οντά, υπήρχε ακόμη η ανέμη, η ρόκα, το αδράχτι, τα χειρόχτενα για γνέσιμο του πρόβειου μαλλιού, τα μασουράκια, οι σαΐτες, οι κλωστές, οι κούκλες (τσουκλιά), καλάθι με βελόνες και είδη ραπτικής και πολλά άλλα· και σ’ αυτό το δωμάτιο έγνεθε ή έπλεκε η γιαγιά και η κόρη ύφαινε όσο η μητέρα κεντούσε ή και το αντίθετο.
Πρώτη ύλη για την ύφανση ήταν κυρίως το πρόβειο μαλλί από τα οικόσιτα πρόβατα. Μετά την κουρά των προβάτων τον Μάιο, οι χωρικοί βάζανε τα μαλλιά σε τσουβάλια και πήγαιναν στο ποτάμι να τα πλύνουν. Είχανε μαζί τους κι ένα μεγάλο καζάνι, για να ζεσταίνουν νερό. Έριχναν το μαλλί στο καυτό νερό και μετά το χτυπούσαν στις πέτρες με ξύλα, τις κοπανίδες, να φύγει η βρομιά. Ύστερα το ξέπλεναν με μπόλικο καθαρό νερό και το άφηναν να στραγγίσει. Κατόπιν επέστρεφαν στο σπίτι και το άπλωναν στους φράχτες κι όπου αλλού μπορούσαν, για να στεγνώσει. Απ’ όλη αυτή τη διαδικασία του πλυσίματος και καθαρίσματος, η καθαρή ίνα είχε βάρος κατά 50% περίπου λιγότερο από το αρχικό του μαλλιού. Το άλλο 50% ήταν ιδρώτας, λιπαρές ουσίες, σκόνη, κοπριά, βρομιά και ξένα σώματα. Στη συνέχεια έπρεπε να γίνει το ξάσιμο, πρώτα με τα χέρια κι ύστερα με τα χειρόχτενα ή με τη λαναρίστρα, ώστε να γίνει αφράτο – αφράτο σαν πούπουλο.
Το περισσότερο μαλλί γινόταν κλωστή για τον αργαλειό. Κρατούσαν όμως και λίγο, για να πλέξουν οι γυναίκες πουλόβερ, ζακέτες, κάλτσες και άλλα είδη ρουχισμού. Έβαζαν, λοιπόν, μια τουλούπα, μαλλί στη ρόκα και με το αδράχτι που στη βάση του είχε το σφοντύλι, ένα στρογγυλό ξύλο για γρήγορη περιστροφική κίνηση, έφτιαχναν μια κλωστή χοντρή, κατάλληλη για πλέξιμο.
Μετά τη νηματοποίηση έπρεπε το νήμα να βαφεί. Πριν από πολλά χρόνια δεν χρησιμοποιούσαν χημικά παρασκευάσματα, αλλά έπαιρναν ό,τι τους χρειαζόταν από τη φύση. Το καφέ το έπαιρναν από τα φύλλα καρυδιάς ή τα καρυδότσουφλα, το κίτρινο από τα φύλλα άσπρης μουριάς, το μαύρο από τα μούρα μαύρης μουριάς. Μάζευαν ρίζες από διάφορα φυτά και δένδρα, βελανίδια, αγριοπιπεριές, τριαντάφυλλα κι ό,τι άλλο θα μπορούσε να τους δώσει κάποιο χρώμα. Έβραζαν τα νήματα σ’ αυτά τα χρωματικά διαλύματα, ρίχνοντας λίγο ξίδι και αλάτι, για να μην ξεβάφουν. Όμως, όλη η διαδικασία και η τέχνη της βαφής με φυσικά στοιχεία ήταν δύσκολη, κουραστική και το αποτέλεσμα όχι ικανοποιητικό, γιατί τα χρώματα δεν ήταν ανεξίτηλα και τα ρούχα ξεβάφανε και ξεθωριάζανε, ιδιαίτερα στο ζεστό νερό.
Αργότερα οι γυναίκες αγόραζαν χημικές μπογιές, για να βάφουν τα νήματα, όπως γίνεται και για το βάψιμο των πασχαλινών αβγών. Πάντως, όλη η διαδικασία από το πλύσιμο του μαλλιού μέχρι και τη βαφή των νημάτων, ήταν χρονοβόρα και πολύ κουραστική. Γι’ αυτό, από τη στιγμή που η τεχνολογία προχώρησε και άρχισαν να λειτουργούν λαναροκλωστήρια, οι γυναίκες έπαψαν να βασανίζονται κι έδιναν το μαλλί από τα πρόβατά τους στα εργαστήρια αυτά, τα οποία έπλεναν το βρόμικο μαλλί, το λανάριζαν, το νηματοποιούσαν, το έβαφαν και παρέδιδαν στην πελάτισσά τους νήμα σε τσουκλιά (κούκλες) ή σε μπομπίνες. Τέτοια λαναροκλωστήρια στο Άργος ήταν του Προβατάκη, του Ανέστη, του Ανδρέα Καχριμάνη και του Σταύρου Ιωαννίδη κοντά στη Βρασέρκα.
Διάσιμο

Χειροκίνητη ξύλινη διάστρα, Μουσείο Τέχνης Μεταξιού – Σουφλί
Το διασίδι είναι το νήμα για το στημόνι. Για να τυλιχτούν όλες οι κλωστές του στημονιού στον αντίστοιχο κυλινδρικό άξονα του αργαλειού, οι υφάντρες χρησιμοποιούσαν τη διάστρα· και όλη η διαδικασία ονομάζεται διάσιμο. Η διάστρα ήταν ένα φορητό ξύλινο πλαίσιο με δυο πατούρες, για να στέκεται όρθιο, το οποίο γινότανε διπλό με ένα εσωτερικό χώρισμα. Κατά μήκος των κατακόρυφων πλευρών υπήρχαν τρυπούλες απ’ όπου περνούσαν βέργες ή λεπτά καλάμια. Στα καλάμια αυτά περνούσαν καλαμένια μασούρια με τυλιγμένη την κλωστή. Την κλωστή την αγόραζαν σε κούκλες – έτοιμη, βαμμένη- την έβαζαν στην ανέμη και με τον αδράχτη τη μασούριζαν σε μεγάλα χοντρά καλάμια μήκους25 εκατοστών περίπου. Μπορεί στη διάστρα να έβαζαν 30-50 μασούρια, ανάλογα με το φάρδος του πανιού που θέλανε να υφάνουνε.
Τραβούσε, λοιπόν, η υφάντρια (ή καλύτερα η διαστρούδα) τις κλωστές από όλα τα καλάμια ταυτόχρονα και τις περνούσε όλες μαζί από τα παλούκια που είχε καρφώσει σε κάποιον υπαίθριο τοίχο, κάνοντας ζιγκ – ζαγκ, γιατί δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί τόσο μακρύς τοίχος όσο το μάκρος της κλωστής. Όλες οι κλωστές μαζί θα αποτελούσαν το στημόνι του αργαλειού. Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο του διασίματος, δηλαδή να μπούνε όλες οι κλωστές μαζί, να γίνουνε ένα χοντρό «σκοινί».
Ύστερα έπαιρναν από τον αργαλειό τον κύλινδρο του στημονιού ή (καλύτερα) τον γυρνούσαν ανάποδα και στερέωναν όλες τις κλωστές από την άκρη τους καλά, να μη φύγει καμία. Μια γυναίκα καθότανε σε μια καρέκλα ανάποδα και τραβούσε με δύναμη το «σκοινί» με τις κλωστές, ώστε να είναι καλά τεντωμένες, μία άλλη γυρνούσε τον κύλινδρο και τύλιγε το στημόνι, ενώ δύο ακόμη γυναίκες, βάζοντας και 2-3 καλάμια ανάμεσα, τις άπλωσαν όμορφα-όμορφα, ώστε η μια κλωστή να μην καβαλικεύει την άλλη. Το τρίτο στάδιο ήταν να τοποθετηθεί ο κύλινδρος με το στημόνι κανονικά στη θέση του στον αργαλειό, να περαστούν οι κλωστές πρώτα από τα μιτάρια και ύστερα από το χτένι και να στερεωθούν στο πίσω μέρος όπου κάθεται η υφάντρια και υφαίνει, δηλαδή στο αντί. Ο αργαλειός ήταν έτοιμος πια να λειτουργήσει και να υφάνει.
Περιγραφή και λειτουργία του αργαλειού

Παραδοσιακός ξύλινος αργαλειός (ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ.)
Ο αργαλειός έχει το σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου. Έχει τέσσερα κατακόρυφα δοκάρια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με οκτώ οριζόντια χοντρά σανίδια, δύο σε κάθε πλευρά. Τα τέσσερα χαμηλά σανίδια είναι προσαρμοσμένα σε ύψος μισού μέτρου περίπου από το δάπεδο, ενώ τα άλλα τέσσερα δένουν τα κατακόρυφα δοκάρια στην απόληξή τους. Τα δύο κατακόρυφα δοκάρια, που ευρίσκονται στο εμπρός μέρος του αργαλειού, φέρουν από μία καμπυλόσχημη εσοχή, όπου προσαρμόζεται ένα κυλινδρικό ξύλο. Στο ξύλο αυτό τυλίγεται το στημόνι, δηλαδή όλες οι κλωστές που εκτείνονται τεντωμένες κατά μήκος του αργαλειού και αποτελούν τη βάση του υφαντού.
Οι κλωστές αυτές περνάνε πρώτα από τα μιτάρια, τα οποία είναι διπλά. Η πρώτη κλωστή περνάει από την πρώτη θέση του πρώτου μιταριού· η δεύτερη κλωστή από την πρώτη θέση του δεύτερου μιταριού· η τρίτη κλωστή από τη δεύτερη θέση του πρώτου μιταριού· η τέταρτη κλωστή από τη δεύτερη θέση του δεύτερου μιταριού κ.ο.κ. Δηλαδή, αν θα αριθμούσαμε τις κλωστές του στημονιού, θα λέγαμε ότι αυτές με μονό αριθμό (1,3,5,7) περνάνε από το πρώτο μιτάρι και αυτές με ζυγό αριθμό (2,4,6,8) από το δεύτερο μιτάρι. Το κάθε μιτάρι ελέγχεται από ένα λουρί, την πατητήρα (ή ποδαρίτσα ή ποδαρικό), που πατάει η υφάντρια με το πόδι της. Η υφάντρια κάθεται πάντοτε στο πίσω μέρος του αργαλειού. Στη συνέχεια οι κλωστές του στημονιού περνάνε από το χειρόχτενο με την ίδια σειρά (η πρώτη μονή, η πρώτη ζυγή, η δεύτερη μονή, η δεύτερη ζυγή κ.ο.κ.). Στη συνέχεια το στημόνι καταλήγει στο πίσω μέρος του αργαλειού, στο αντί, ένα κυλινδρικό επίσης ξύλο, όπου τυλίγεται το υφασμένο πανί.

Χειροκίνητος ξύλινος αργαλειός, Μουσείο Τέχνης Μεταξιού – Σουφλί
Όταν η υφάντρια πατήσει το ένα ποδαρικό, το ένα μιτάρι τραβιέται προς τα κάτω και το άλλο σηκώνεται. Τότε οι κλωστές του στημονιού μοιράζονται: οι μισές πάνε επάνω και οι άλλες μισές κάτω. Από το κενό που δημιουργείται περνάει η σαΐτα, η οποία έχει μέσα της ένα μασουράκι με κλωστή. Αυτή η κλωστή, που σταυρώνεται με τις κλωστές του στημονιού, είναι το υφάδι. Όταν η σαΐτα περάσει από τη μιαν άκρη του στημονιού στην άλλη, η υφάντρια χτυπάει μια φορά την κλωστή με το χτένι, αλλάζει πατητήρα, χτυπάει δυο φορές, αλλάζει πάλι πατητήρα και χτυπάει το χτένι ακόμη μία φορά, για να καθήσει και να «κολλήσει» η κλωστή στο υφασμένο πανί.
Αυτά τα ρυθμικά χτυπήματα (τακ, τακ-τακ, τακ) μοιάζουν με μουσική· και η ποίηση, ανώνυμη και επώνυμη, την έχει τραγουδήσει με εξαίσιο τρόπο. Με την αλλαγή της πατατήρας, οι δυο ομάδες κλωστών του στημονιού αλλάζουν θέση και η σαΐτα ξαναπερνάει από εκεί που βγήκε.
Επίσης, ο κύλινδρος του στημονιού έχει δύο διαμπερείς τρύπες, από όπου περνάει ο σφίχτης. Ο σφίχτης είναι ένα ίσιο ξύλο, που ακουμπάει χάμω και κρατάει τεντωμένο το στημόνι. Με ανάλογο τρόπο κρατιέται τεντωμένο και το αντί από την άλλη μεριά. Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο τύπος του λεγόμενου οριζόντιου αργαλειού, επειδή το στημόνι και το υφαντό ευρίσκονται σε οριζόντια θέση, σε αντίθεση με τους κατακόρυφους της αρχαιότητας.

Ο αρχαίος αργαλειός (κάθετος αργαλειός με βάρη)
Φυσικά, ο ίδιος αργαλειός μπορεί να υφάνει και λινά και βαμβακερά και μεταξωτά υφάσματα. Πάντως, είναι εκπληκτικό και χαίρεσαι να βλέπεις μια έμπειρη υφάντρια να πετάει με καταπληκτική ταχύτητα και μαεστρία τη σαΐτα από τη μια άκρη του στημονιού στην άλλη, να χτυπάει ρυθμικά το χτένι και ξυπόλυτη ν’ αλλάζει ποδαρίτσα. Είναι εκπληκτικό να περιεργάζεσαι το υφαντό, που πολλές φορές έχει χρώματα και σχέδια. Είναι θαυμάσιο που οι κοπέλες των χωριών μας κάποτε ύφαιναν τα προικιά τους, χωρίς να είναι απαλλαγμένες από τις δουλειές του σπιτιού ή από τις αγροτικές ασχολίες. Με τη βοήθεια της μάνας και της γιαγιάς έκαναν θαύματα. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι τα κορίτσια ύφαιναν στον ελεύθερο χρόνο τους.
Αν αναλογιστούμε ότι σήμερα τα κορίτσια μας και γενικά όλοι μας αναλώνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας στην τηλεόραση, στα τηλεφωνήματα, στις καφετερίες και στις βόλτες και ότι η ύφανση ήταν παραγωγική αλλά και κουραστική ενασχόληση, αντιλαμβανόμαστε όλοι μας πόσες ώρες το 24ωρο εργάζονταν. Όμως, και οι ίδιες οι γυναίκες χαίρονταν τα υφαντά τους και καμάρωναν.
Όταν τελείωναν ένα υφαντό, καλούσαν τις γειτόνισσες να το δουν και να ευχηθούν. Και τελικά καθιερώθηκε από παλιά να μεταφέρονται τα προικιά της νύφης με τραγούδια και όργανα στο σπίτι του γαμπρού την τελευταία Πέμπτη πριν από το γάμο και να στρώνουν το νυφικό κρεβάτι με σεντόνια που είχε υφάνει η νύφη και να πετάνε φλουριά συγγενείς και φίλοι. Εκείνες οι παλιές εποχές είχαν απέραντη ομορφιά.
Υφάντριες στο Άργος
Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 υπήρχαν πολλές υφάντριες στο Άργος, οι οποίες εργάζονταν επαγγελματικά. Οι περισσότερες από αυτές είχαν κι από 5-6 μαθήτριες, που μάθαιναν την τέχνη της υφαντικής, για να μπορούν να υφάνουν τα προικιά τους ή και για ν’ ασχοληθούν επαγγελματικά. Είχαμε την ευκαιρία και τη χαρά να επισκεφτούμε την Ελένη Γάτσιου – Γερούλη, η οποία έχει το εργαστήριό της στην οδό Μεσσηνίας – Αρκαδίας 57. Αυτή τη στιγμή (2007) είναι η μοναδική υφάντρια στο Άργος, που εξακολουθεί να εργάζεται επαγγελματικά. Υφαίνει κυρίως κιλίμια για κυρίες, οι οποίες έχουν στα σπίτια τους χωριάτικη διακόσμηση και ανάλογη επίπλωση. Γεννήθηκε στο Κρυονέρι Αργολίδας. Σε ηλικία 13 ετών εγκαταστάθηκε στο Άργος και μαθήτευσε στην Ελένη Μαυρόγιαννη. Το 1961 απέκτησε δικό της εργαστήριο και με τον καιρό απέκτησε τη φήμη επιδέξιας υφάντριας κιλιμιών, τα οποία εντυπωσιάζουν με τα σχέδιά τους και τα φανταχτερά τους χρώματα.

Η υφάντρια Μαρία Κλεισιάρη, 1958.
Άλλες γνωστές υφάντριες, εκτός από την Ελένη Γερούλη και την Ελένη Μαυρόγιαννη, ήταν η Μιμή Γάτσου, η Κούλα Τσώρου, οι αδελφές Βασιλική και Σοφία Κατσαούνη, η Ελευθερία Καλιάτση-Δρίτσα, η Αθανασία Διαμαντή, η Ελένη Σταυροπούλου, η Ελένη Κλεισάρη, η Μαρία Κιάφη, οι αδελφές Μαριγούλα και Πετρούλα Μισινέζη, η Κατίνα Μώρου, η Κατίνα Αργυράκη, η Κατίνα Τσιραμανέ, η Ευγενία Γαβρίλη, η Παναγούλα Μπουγιώτη, η Ιωάννα Νικολοπούλου, η Κατίνα Χαβιαρλή, η Γωγή Κολιάτσου, οι αδελφές Παναγούλα και Γεωργία Μπαλντά, η Βασιλική Σωτηροπούλου, η Γωγώ Νικολοπούλου, η Μαρία Ρηγοπούλου, η Γεωργία Σωτηροπούλου, η Πόπη Ιατροπούλου, η Ελένη Κερασιώτη, οι αδελφές Νούλα και Μαρία Κλησιάρη, η Τασία Διαμαντή, η Μάρθα Αγγελοπούλου, η Γωγώ Αρματά, η Κούλα Αθηνιού, η Δήμητρα Μπρακατσά και πολλές άλλες.
Πολλές υφάντριες, ίσως οι περισσότερες οι οποίες εργάζονταν επαγγελματικά, ύφαιναν κιλίμια, όπως η Ελένη Γερούλη και η Κατίνα Μούκιου, ή καραμελωτές μάλλινες κουβέρτες, όπως η Γωγώ Κολιάτσου. Οι κουβέρτες αυτές ήταν πολύ γερές και ανθεκτικές, πολύ ζεστές και εντυπωσίαζαν με τα ωραία τους σχέδια και τα φανταχτερά τους χρώματα. Οι υφάντριες αυτές εκτοπίστηκαν σιγά-σιγά από τους υφαντουργούς, οι οποίοι διέθεταν ηλεκτροκίνητους αργαλειούς. Είναι γνωστές ως «κουβερτούδες, ή «κιλιμούδες», αλλά οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν είναι καθόλου εύηχοι. Οι πελάτισσές τους έδιναν πρόβειο μαλλί, που προερχόταν συνήθως από τα οικόσιτα πρόβατά τους, και έπαιρναν έτοιμη την κουβέρτα ή το κιλίμι.
Οδυσσέας Κουμαδωράκης
Φιλόλογος – Συγγραφέας
Πηγή
Read Full Post »