Αργείτικες Απόκριες
Χρονογράφημα του Κώστα Δ. Σεραφείμ
Οι Απόκριες εύρισκαν όλους τούς Αργείους έτοιμους, γιατί όλοι τις περίμεναν με λαχτάρα όλο το χρόνο. Το σύνθημα το έδινε το νταούλι και ή φλογέρα. Τα κορίτσια της κάθε γειτονιάς έβγαιναν στην άπλα της συνοικίας και με το σκοπό του νταουλιού και της φλογέρας άρχιζαν τον χορό.
Η πρώτη εβδομάδα λεγόταν αμολυτή γιατί ήταν ελεύθεροι να τρώνε οτιδήποτε. Από την πρώτη ήμερα έκαναν την εμφάνιση τους και οι Μασκαράδες. Πέντε – πέντε τα κορίτσια και τα αγόρια έκαναν παρέες εντύνοντο μασκαράδες και γύριζαν από γειτονιά σε γειτονιά στους χορούς με μαντολίνα και κιθάρες.
Οι γυναίκες και τα κορίτσια συνήθιζαν να ντύνονται ανδρικά και τα αγόρια γυναικεία ή φουστανελλάδες. Τα κορίτσια φορούσαν τα ρούχα των αδελφών τους και οι παντρεμένες του συζύγου τους. Στο πρόσωπο τους έβαζαν ένα μαύρο βελούδο με δύο τρύπες για να βλέπουν και το έδεναν πίσω στο κεφάλι με δυό κλωστές. Τα μαλλιά τους τα μάζευαν επάνω στο κεφάλι τους και φορούσαν ένα καπέλλο. Αυτό εγένετο κάθε βράδυ όλη την εβδομάδα. O κόσμος γύριζε από γειτονιά σε γειτονιά για να δει τούς χορούς και τούς μασκαράδες.
Δευτέρα εβδομάδα (Κρεατινή)
Η εβδομάδα αυτή λέγεται κρεατινή γιατί επιτρέπεται να τρώνε κρέας. Το γλέντι άναβε πιο πολύ την εβδομάδα αυτή διότι όσοι δεν είχαν λάβει μέρος την προηγούμενη εβδομάδα έτρεχαν να μασκαρευτούν και να λάβουν μέρος στο γενικό αυτό γλέντι. Ωραίοι χοροί εγίνοντο με τραγούδια των κοριτσιών. Μια κοπέλλα έλεγε ένα στίχο και τον επαναλάμβαναν όλες οι άλλες μαζί. Η Αρβανιτιά, ό Κραβασαράς, τα Γεφύρια, και ο Ξηριάς συναγωνίζοντο ποιά άπ’ αυτές τις συνοικίες θα είχε τον καλλίτερο χορό.
Την Τσικνοπέμπτη μετά το φαγητό ο κόσμος κεφάτος εξεχύνετο στους δρόμους και ο ένας μετέδιδε το κέφι του στους άλλους. Λέγεται Τσικνοπέμπτη γιατί την Πέμπτη αυτή της Κρεατινής όλοι οι Άργεΐτες έτρωγαν το κρέας ψητό και ή τσίκνα από το κρέας γέμιζε τούς δρόμους.
Το ψυχοσάββατο κάθε οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία ένα πιάτο κόλλυβα στολισμένο ωραία με ρόδι, σταφίδες και ζάχαρη, ένα πρόσφορο με ένα χαρτί, το ψυχοχάρτι, στο όποιο έγραφαν τα ονόματα των πεθαμένων του σπιτιού. Έτσι γίνεται και σήμερα.
Αυτή ήταν η τελευταία εβδομάδα των αποκριών. Κατ’ αυτήν δεν έτρωγαν κρέας. Συνήθως έτρωγαν φτιαχτά, μακαρόνια, αυγά γιαούρτι και τυριά. Επειδή ήταν ή τελευταία εβδομάδα και οι αποκριές έπαιρναν τέλος ό κόσμος έτρεχε να διασκεδάσει όσο μπορούσε πιο πολύ.
Τις Τυρινές γέμιζε το Άργος από ξένους Αθηναίους, Ναυπλιώτες, Κορινθιώτες, Τριπολιτσιώτες και όλους τούς γύρω χωριάτες. Οι δρόμοι και τα σοκάκια γέμιζαν από άμαξες με δυό άλογα, μόνιππα, αραμπάδες, βλαχοπούλες, γύφτισες με χαβάνια και μύλους, χανούμισες και άρκουδιάρισες μέ άρκουδιαραίους. Ένα μωσαϊκό από χρώματα και ανθρώπους. Άνδρες ζεμένοι σε καρότσια τραβούσαν άλλους πού ήσαν καβάλα στα καροτσάκια με μεγάλα ρόπαλα και κουνουπίδια.
Ένα μπουλούκι από κόσμο κεφάτο γύριζε από χορό σε χορό κι από ταβέρνα σε ταβέρνα και ό ταβερνιάρης έτρεχε με την κανάτα στο χέρι και κέρναγε την παρέα μόλις παράγγελνε ό αρχηγός της συντροφιάς.
Τα κορίτσια από το μεσημέρι δεν έτρωγαν τίποτα και το βράδυ έπαιρναν κρυφά από το τραπέζι ένα μακαρόνι, το έβαζαν την ώρα του ύπνου κάτω από το προσκέφαλο και έλεγαν: «όποιος είναι της μοίρας μου και του ριζικού μου να έλθει να το φάμε μαζί», κι όποιον έβλεπε στον ύπνο της αυτός θα ήταν και ο άντρας πού θα έπαιρνε. Το τραπέζι τής Κυριακής έμενε ασήκωτο με τα φαγητά πού περίσσευαν διότι πίστευαν ότι θα έλθουν οι ψυχές των πεθαμένων του σπιτιού να φάνε.
Καθαρά Δευτέρα
Η αργείτικη Καθαρά Δευτέρα ήταν από τις ποιο μεγάλες γιορτές τής πόλεως. Οι γυναίκες από το πρωί ετοίμαζαν στο σπίτι τις πίττες χωρίς ζυμάρι (τις λεγόμενες μπογάτσες) και οι άντρες αγόραζαν τα νηστίσιμα ελιές, χαλβά, τουρσιά, αχιβάδες, ταραμά, φάβα του «Νταούτσου» και ότι άλλο εύρισκαν.
Οι νέοι και οι νέες ντυμένοι μασκαράδες γύριζαν από γειτονιά σε γειτονιά, το απόγευμα σύσσωμο το Άργος ευρίσκετο στους δρόμους. Άνδρες και γυναίκες περασμένης ηλικίας έλεγαν τραγούδια και αστεία, όπου περνούσαν. Από τις άμαξες και τις σούστες πετούσαν καραμέλες μεθυσμένοι Αργείτες και ξένοι. Το βράδυ οι νέοι εζεύοντο σε κάρρα και σούστες γυρισμένες ανάποδα και έβαζαν φωτιά σε δεμάτια κλαριά πού είχαν δέσει από πίσω από τα κάρρα με σύρμα. Οι φωτιές έδιναν το σύνθημα του τέλους των αποκρεών και ό κόσμος άρχιζε να γυρίζει στα σπίτια του.
Έτσι τέλειωναν οι αποκριές.
Χρονογράφημα του Κώστα Δ. Σεραφείμ από το βιβλίο του « Λαογραφικά της Αργολίδας » σελ. 266-271, Αθήνα 1981.