Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αρχίατρος’

Βασιλείου Αναστάσιος

 

 

 

Βασιλείου Αναστάσιος

Βασιλείου Αναστάσιος

Αρχίατρος του ελληνικού στρατού, αδελφός του Ιωάννη Βασιλείου που έπεσε το 1867 κατά την Κρητική επανάσταση. Γεννήθηκε στο Κρανίδι το 1827. Από νωρίς πήγε στην Αθήνα όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του, έχοντας ως δάσκαλο τον Γεννάδιο.* Μόλις είκοσι χρόνων τέλειωσε τις σπουδές του στην Ιατρική και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ, ενώ παράλληλα προσελήφθη στον στρατό ως δόκιμος γιατρός, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών.  Όλη του η ζωή συνοψίζεται σε τρεις απαράβατους κανόνες. Εργασία, μελέτη, καθήκον. Πέρα από τις ιατρικές του γνώσεις, ο Αναστάσιος Βασιλείου, υπήρξε άριστος φιλόλογος και γνώστης ευρύτατων εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Λόγω ακριβώς αυτών των γνώσεων αλλά και λόγω της ευφράδειας που τον χαρακτήριζε, του δόθηκε το προσωνύμιο φιλόσοφος ιατρός.  

Υπήρξε ευγενής και προσηνής προς τους ασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πατρική αγάπη και φροντίδα. Ως γιατρός εργάστηκε ακούραστα και ενεργητικά. Φρόντιζε και προέβλεπε τις ανάγκες την υπηρεσίας προσφέροντας στους υφισταμένους του αγάπη και ενδιαφέρον. Οι συνεργάτες του, τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν πολύ. Επεδίωκαν να μην εκτεθούν – επ᾽ ουδενί- απέναντί του για ολιγωρία, ανυπακοή ή κακή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πάντως, όσο καλή και ευγενική ήταν η συμπεριφορά του προς τους υφισταμένους του, τόσο αυστηρή γινόταν αν έπεφτε στην αντίληψη του κάποια παράβαση ή αδιαφορία προς τους ασθενείς.

 

Ο Αναστάσιος Βασιλείου, στα σαράντα χρόνια που υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό, ελάχιστο χρόνο έμεινε στην Αθήνα, γιατί ο χαρακτήρας του δεν του επέτρεπε πλάγιες συμπεριφορές ή παρασκηνιακές κινήσεις. Αυτό το προνόμιο είχαν όσοι ήταν αρεστοί στους πολιτικούς ή διέθεταν κάποια άλλα μέσα.

 

Μολονότι, ως επιστήμων υπήρξε άριστος, ως άνθρωπος ήταν μετριοπαθής και εγκρατής. Ήταν τόση η σεμνότητα του, ώστε όταν του προτάθηκε θέση Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – και όχι μία φορά- αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι « Τοιαύτα αξιώματα δέον να ώσιν εμπεπιστευμένα μόνον εις τους υπερόχους  πρυτάνεις της επιστήμης».

 

Πέρα από την επιστημοσύνη του ο Αναστ. Βασιλείου και στην ιδιωτική του ζωή, έδειξε άπειρα χαρίσματα άμεμπτης συμπεριφοράς. Υπήρξε αγαθός, δίκαιος, φιλάνθρωπος και απολύτως  έντιμος. Πέθανε στην Αθήνα το 1889 σε ηλικία 62 ετών.

 

 

Υποσημειώση

 

 

* Ο Ηπειρώτης λόγιος και δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος γεννήθηκε το 1786 στη Σηλυβρία της Θράκης. Εκεί είχαν καταφύγει οι γονείς του, ο ιερέας Αναστάσιος και η σύζυγός του Σωσάννα, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσαν οι Οθωμανοί κρατούντες των Δολιανών της Ηπείρου στους χριστιανούς της περιοχής. Μετά τη γέννηση του γιου της και το θάνατο του συζύγου της, η Σωσάννα επέστρεψε στην Ήπειρο, όπου ο Γεννάδιος έμαθε τα πρώτα του γράμματα.

 

Το 1797, σε ηλικία έντεκα ετών, ο Γεννάδιος στάλθηκε σε θείο του ηγούμενο σε μοναστήρι του Βουκουρεστίου και μαθήτευσε κοντά στο διάσημο δάσκαλο και λόγιο Λάμπρο Φωτιάδη (1752-1805). Το 1804 ξεκίνησε τις σπουδές του στη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κοντά στον Ερνέστο Ουέβερο (Wilhelm Ernst Weber) και, όταν τις ολοκλήρωσε το 1814, επέστρεψε στο Βουκουρέστι.


Το 1815 ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), σχολάρχης στην Αυθεντική Σχολή του Βουκουρεστίου, προσκάλεσε το Γεννάδιο βοηθό του. Εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε βαθιά φιλία με το Χριστόδουλο Κλωνάρη και τον Ιωάννη Μακρύ. Μαζί με τον τελευταίο, το 1817, αναχώρησε για την Οδησσό, ύστερα από πρόσκληση της εκεί ελληνικής κοινότητας και του Ιωάννη Καποδίστρια για την οργάνωση της ελληνεμπορικής σχολής.

Περί Χρεών του Ανθρώπου και συνεργάστηκε με το Γεώργιο Λασσάνη για τη συγγραφή της εξάτομης Στοιχειώδους Εγκυκλοπαίδειας των Παιδικών Μαθημάτων, η οποία χρησιμοποιήθηκε στη δεύτερη και τρίτη τάξη της σχολής. Τα τρία χρόνια που παρέμεινε στην Οδησσό, εργάστηκε σκληρά «τόσο διά την ευταξίαν των μαθητιών των, όσο και διά την εισαγωγήν της στοιχειώδους και συστηματικής παιδείας». Μετέφρασε από τα ιταλικά το έργο του Φραγκίσκου Σοαβίου (Francesco Soave)


Το 1820 ο Γεννάδιος επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όταν ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Σούτσος τον κάλεσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και το Γεώργιο Κλεόβουλο, για να προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία του στην αναδιοργάνωση της Σχολής του Βουκουρεστίου. Ο Γεννάδιος πρέπει ήδη να είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και ως εκ τούτου επιδόθηκε με πολύ ζήλο όχι μόνο στη μόρφωση της ελληνικής νεολαίας αλλά και στην καλλιέργεια πατριωτικών αισθημάτων. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του μαθητή του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809-1892) ότι: «…και μας ωμίλησε περί της τύχης της Ελλάδος, ήτις ην άλλοτε η μήτηρ της δόξης και της ελευθερίας, επ’ εσχάτων δε κατέκειτο δούλη περιφρονουμένη, και ηυχήθη, μέχρις ου δάκρυα ανέβλησαν εις τους οφθαλμούς του…».
Πολλοί μαθητές του επηρεασμένοι από τις απόψεις του στελέχωσαν λίγο αργότερα τον Ιερό Λόχο. Ο ίδιος ο Γεννάδιος δεν έλαβε μέρος στη μάχη στο Δραγατσάνι, καθώς εκείνο το διάστημα βρισκόταν στην Τρανσυλβανία. Μετά την ήττα των Ιερολοχιτών, κατέφυγε αρχικά στην Οδησσό και στη συνέχεια στη Δρέσδη, όπου και εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος έως το 1824.


Η δράση του, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, υπήρξε πολυσχιδής. Κεντρικός άξονας παρέμενε πάντα η ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και εκπαίδευσης. Παρά ταύτα, ακολουθώντας τον επιστήθιο φίλο του γάλλο φιλέλληνα και στρατιωτικό Φαβιέρο (Charles Fabvier), συμμετείχε στην ατυχή εκστρατεία στην Κάρυστο το 1826. Σημαντικότερη πάντως έχει κριθεί η συμβολή του στα γεγονότα του Ναυπλίου (Ιούνιος 1826), όταν με την παρέμβασή του αποσοβήθηκε ο κίνδυνος αναρχίας και ανυπακοής προς τις Αρχές από απλήρωτους Σουλιώτες και Ρουμελιώτες, δυσαρεστημένους στρατιώτες και καταπτοημένους αμάχους, στων οποίων τις ανάγκες αδυνατούσε να ανταποκριθεί το δημόσιο ταμείο. Την κατάσταση αποφόρτισε η ομιλία του Γενναδίου στην κεντρική πλατεία του Ναυπλίου, όπου παρότρυνε το συγκεντρωμένο πλήθος να βοηθήσει από το υστέρημά του και έδωσε πρώτος το παράδειγμα. Συμμετείχε δε ως εκπρόσωπος των Ηπειρωτών στη συνέλευση της Τροιζήνας. Η στενή του σχέση με την ιδιαίτερη πατρίδα του τον οδήγησε το 1854, την περίοδο δηλαδή του Κριμαϊκού πολέμου, να συμμετάσχει στο βραχύβιο επαναστατικό κίνημα των Ηπειρωτών ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής τους.


Όσον αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης, ήδη από το 1824 το βουλευτικό τον διόρισε δάσκαλο στο υπό σύσταση κεντρικό σχολείο του Άργους, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα ο κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας επιστράτευσε το Γεννάδιο αναθέτοντάς του (μαζί με το Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Ιωάννη Βένθυλο) τη σύνταξη γραμματικής και ανθολογίας των εγκύκλιων μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας, όπως και τη διδασκαλία και οργάνωση της Κεντρικής Σχολής της Αίγινας (1829) και του Ορφανοτροφείου.

 

Ο Γεννάδιος ανέλαβε τη διδασκαλία στην Κεντρική Σχολή, αλλά φρόντισε παράλληλα και για την ίδρυση Δημόσιας Βιβλιοθήκης συγκεντρώνοντας βιβλία και έντυπο υλικό, έθεσε δε τις βάσεις και του Νομισματικού Μουσείου. Και τα δύο ιδρύματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα (1835) μαζί με την Κεντρική Σχολή, η οποία μετονομάσθηκε σε Γυμνάσιον, με διευθυντή το Γεννάδιο. Αν και το ενδιαφέρον του ήταν εστιασμένο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών γενική ιστορία. Σύντομα ωστόσο παραιτήθηκε προκειμένου να αναλάβει και να οργανώσει τη Ριζάρειο Σχολή. Υπήρξε από τους ενθερμότερους ιδρυτές της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και εργάστηκε ως διδάσκαλος στην Αρσάκειο. Ήταν επίσης και από τους θεμελιωτές και για ένα διάστημα αντιπρόεδρος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Τέλος, ο Γεννάδιος συνέβαλε ουσιαστικά και στην ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του ναού της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα.

 

  

 

Χριστοπούλου Μαριάννα

 

 

Πηγές

 

 

  • Ετήσιον Ημερολόγιον Χρονογραφικόν, Φιλολογικόν και Γελοιογραφικόν του έτους 1890. Κωνστ. Φ. Σκόκου. Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1890.    
  • Χριστοπούλου Μαριάννα, «Γεώργιος Γεννάδιος», 2007, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος.

Read Full Post »