Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘αρχαία μνημεία’

Οι πρώτες εργασίες συντήρησης των θολωτών τάφων των Μυκηνών μέσω των αρχείων της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων – Σταματούλα Μακρυπόδη


 

Οι εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης αρχιτεκτονικών μνημείων σήμερα απαιτούν αξιόλογη υποδομή σε επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, καθώς και τεχνολογικό εξοπλισμό. Για να πραγματοποιηθούν ακολουθούν μια σειρά αρχών επιστημονικής δεοντολογίας που είναι κατοχυρωμένες με διεθνείς συμβάσεις, αλλά και μια γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτεί υποβολή πολυσέλιδων μελετών, εγκρίσεις, τροποποιήσεις, τεκμηρίωση κάθε είδους.

Εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης των μνημείων στην Ελλάδα κρίθηκαν απαραίτητες πολλές φορές στο παρελθόν ακόμα και κατά τη διάρκεια της ανασκαφής τους για να προχωρήσει με ασφάλεια η έρευνα ή λίγο αργότερα, όταν διαπιστώθηκε ότι οι συνθήκες του περιβάλλοντος, στις οποίες εκτέθηκαν τα μνημεία μετά την ανασκαφή τους, λειτούργησαν καταστροφικά γι’ αυτά.

Μέσα από το αρχείο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων (ΔAAM) του νυν Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (παλαιότερα Γραφείο Αναστυλώσεως και Συντηρήσεως Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Παιδείας) θα παρουσιάσουμε τις πρώτες προσπάθειες «διάσωσης» των Θολωτών Τάφων των Μυκηνών που συγκεντρώνονται κυρίως στα πρώτα πενήντα πέντε χρόνια του 20ου αι. [1]

Οι πληροφορίες που μας παρέχει το αρχείο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης συνδυάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται με τις δημοσιευμένες εκθέσεις και αναφορές σε επιστημονικά περιοδικά της εποχής, αλλά και με τα στοιχεία που παρατίθενται στη σύγχρονη των έργων ή τη μεταγενέστερή τους βιβλιογραφία. [2]

Οι εννέα θολωτοί τάφοι των Μυκηνών ανεσκάφησαν την τελευταία τριακονταετία του 19ου αι. Οι περισσότεροι ήταν εκ των προτέρων ορατοί και τοποθετημένοι στους χάρτες της εποχής. Θα τους παρουσιάσουμε εν συντομία αναφέροντας παράλληλα επιγραμματικά τις επεμβάσεις στερέωσης και συντήρησης που έχουν πραγματοποιηθεί στον καθένα. [3]

  1. Ο τάφος των Κυκλώπων

Ο τάφος ήταν γνωστός από παλιά και ολοκληρωτικά συλλημένος κατά το παρελθόν. Καθαρίστηκε από τον Χρ. Τσούντα το 1891. Συμπληρωματική έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Α. Wace το 1922. Χρονολογείται στα τέλη της ΥΕ Ι περιόδου. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης στο παρελθόν.

  1. Ο τάφος του Επάνω Φούρνου

Χρήστος Τσούντας (1857-1934). Πρωτοπόρος της ελληνικής αρχαιολογίας, διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός.

Γνωστός από παλιά και συλλημένος ήδη από την αρχαιότητα, ο τάφος ερευνήθηκε μερικώς από τον Χρ. Τσούντα το 1892, οπότε και αποκαλύφθηκε ο δρόμος, η εξωτερική πλευρά του στομίου και το ανώτερο μέρος του τοίχου του θαλάμου. Μελετήθηκε στα 1922 από τον Α. Wace μετά από καθαρισμό του δρόμου και ολοκληρωτική αποκάλυψη του στομίου. Επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης του ταφικού θαλάμου, η θόλος έμεινε ανεξερεύνητη ως το 1950. Τότε οι Wace και Hood την καθάρισαν ως το δάπεδο, αφού προηγήθηκε στερέωση του εσωτερικού τμήματος του υπερθύρου με τη βοήθεια ξύλινης δοκού [4] από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Χρονολογείται στο πρώτο ήμισυ της ΥΕ ΙΙ περιόδου και πριν το 1450 π.Χ.

  1. Ο τάφος του Αιγίσθου

Ο τάφος αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε μερικώς από τον Χρ. Τσούντα στα 1892. Τότε ήρθε στο φως μόνο το ανώτερο τμήμα του στομίου. To 1914 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης στο στόμιο. Ο δρόμος, το στόμιο και τα δύο τρίτα του θαλάμου ερευνήθηκαν από τον Α. Wace κατά το 1922. Μεταξύ των ετών 1952-1954 οι Wace και Taylour ερεύνησαν τα πέριξ του τάφου. Στα 1955 και 1958 πραγματοποιήθηκε καθαρισμός του θαλάμου με παράλληλη ανάταξη και συμπληρωματική ανασκαφή στο δρόμο από τον Ι. Παπαδημητρίου. [5] Ο τάφος ήταν συλλημένος κατά την αρχαιότητα. Χρονολογείται στα τέλη της ΥΕ Ι ή στις αρχές της ΥΕ ΙΙ περιόδου.

  1. Ο τάφος της Παναγίας

Ονομάστηκε «Τάφος της Παναγίας» από τον Α. Wace λόγω της γειτνίασής του με το εκκλησάκι της Παναγίας, περίπου 150 μ. ΒΔ του Θησαυρού του Ατρέως. Ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε από τον Χρ. Τσούντα στα 1887 και από τον Α. Wace στα 1922. Είχε συλληθεί κατά την αρχαιότητα. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙ περίοδο.

  1. Ο τάφος του Κάτω Φούρνου

Το ανώφλι του τάφου ήταν ήδη εμφανές όταν τον ανέσκαψε ο Χρ. Τσούντας το 1893. Ερευνήθηκε εκ νέου από τον A. Wace στα 1922. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης, παρά μόνο λήψη μέτρων για την προστασία του τάφου από τα όμβρια ύδατα με τη διάνοιξη δύο τάφρων πάνω από τη θόλο. [6] Ο τάφος χρονολογείται στα τέλη του 15ου αι. π.Χ.

  1. Ο τάφος των Λεόντων

Η μικρή απόσταση που τον χωρίζει από την Πύλη των Λεόντων συνέβαλε στην ονομασία του. Ο τάφος ήταν από παλιά γνωστός. Είχε συλληθεί κατά την αρχαιότητα. Ανεσκάφη από τον Χρ. Τσούντα στα 1892 και από τον Α. Wace στα 1922. Επανερευνήθηκε από τον Wace το 1954. Σύμφωνα με τον τελευταίο, το terminus ante quem για τη χρονολόγησή του είναι το τέλος της ΥΕ ΙΙ περιόδου. Δεν υπάρχουν αναφορές για την πραγματοποίηση εργασιών συντήρησης.

  1. Ο τάφος των Δαιμόνων

Λόγω της άριστης κατάστασης διατήρησής του ονομάστηκε από τους Άγγλους αρχαιολόγους ο «τέλειος θολωτός τάφος». Εντοπίστηκε και ανασκάφηκε από τον Χρ. Τσούντα στα 1896. Ήταν συλλημένος ήδη από την αρχαιότητα. Ερευνήθηκε εκ νέου από τον Α. Wace στα 1921. Η έρευνα ολοκληρώθηκε από τον ίδιο την επόμενη χρονιά. Ο τάφος χρονολογείται στις αρχές του 14ου αι. π.Χ., λίγο μετά τα 1400 π.Χ. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την πραγματοποίηση εργασιών συντήρησης.

  1. Ο τάφος της Κλυταιμήστρας

Αρχικά ονομάστηκε «ο θησαυρός της κας Σλήμαν», επειδή τον ανέσκαψε πρώτη η Σοφία Σλήμαν. Την ονομασία που επικράτησε – «Τάφος της Κλυταιμήστρας» – την οφείλει στην τοπική παράδοση. Η Σοφία Σλήμαν άρχισε την ανασκαφή στον τάφο το 1876. Ο τάφος είχε ερευνηθεί γύρω στα 1808 από το Βελή Πασά του Ναυπλίου, στον οποίο πιθανώς οφείλεται η κατάρρευση του άνω μέρους της θόλου. Την ανασκαφή της Σοφίας Σλήμαν συνέχισε ο Χρ. Τσούντας στα 1891-1892 και το 1897. Μετά τις εργασίες στερέωσης στο δρόμο και το στόμιο[7], ο Α. Wace επιχείρησε μικρής έκτασης έρευνα κάτω από τους τοίχους το 1921, της οποίας τα αποτελέσματα ανακοίνωσε το 1922. Το 1950 με την ευκαιρία της αποδόμησης και της ανάταξης του ανατολικού τοίχου του δρόμου που κινδύνευε να καταρρεύσει και την αποκατάσταση της κορυφής της θόλου που είχε καταστραφεί από το Βελή Πασά, έγιναν νέες παρατηρήσεις από τους Ι. Παπαδημητρίου και Α. Wace. Συμπληρωματική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα πέριξ από τους Hood και Taylour το 1952 και 1953. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συγκεκριμένο θολωτό τάφο είχαν πραγματοποιηθεί – ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή – εργασίες επισκευής του δυτικού τοίχου του δρόμου, ίχνη της οποίας είναι ορατά μέχρι σήμερα. Ο τάφος χρονολογείται από τον A. Wace γύρω στα 1300 π.Χ. και από τον Γ. Μυλωνά περίπου στα 1220 π.Χ.

  1. Ο θησαυρός του Ατρέως

Heinrich Schliemann

Είναι γνωστός και ως «τάφος του Αγαμέμνονος». Ο τάφος ήταν από παλιά γνωστός και για το λόγο αυτό έπεσε θύμα πολλών σποραδικών ανασκαφών, ανάμεσα στις οποίες αναφέρονται αυτές του Λόρδου Elgin γύρω στα 1800. Ακολούθησε η πρώτη έρευνα του Ερρρίκου Σλήμαν στα 1873. Το 1878 ο Ι. Σταματάκης πραγματοποίησε καθαρισμό του δρόμου και του εσωτερικού του τάφου. Στα 1920 και 1921 ο A. Wace διεξήγαγε έρευνα σε διάφορα σημεία και μελέτησε εκ νέου την αρχιτεκτονική. Το 1939 και το 1955 μελέτησε με διερευνητικές τομές τη στρωματογραφία του τύμβου του τάφου. Ο Θησαυρός του Ατρέως είναι από τους καλύτερα σωζόμενους θολωτούς τάφους των Μυκηνών.

Από όσα προαναφέρθηκαν διαπιστώνουμε ότι οι θολωτοί τάφοι των Μυκηνών υπέστησαν επεμβάσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας, προκειμένου να διασωθούν από περαιτέρω φθορά, να διασφαλιστούν οι συνθήκες για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας χωρίς την απειλή κατάρρευσης αρχιτεκτονικών μελών, καθώς και να διαφυλαχθεί το αυθεντικό υλικό, αλλά και η μορφή των μνημείων.

Αν εξαιρέσουμε τις μικρής έκτασης εργασίες «άμεσης διάσωσης», όπως για παράδειγμα τη λήψη μέτρων προστασίας για την απομάκρυνση των ομβρίων που απειλούσαν τον τάφο του Κάτω Φούρνου και την πρόχειρη στερέωση του υπερθύρου του τάφου του Επάνω Φούρνου, σημαντικότερες εργασίες συντήρησης πραγματοποιήθηκαν στους τάφους Αιγίσθου και Κλυταιμήστρας.

Το 1915 στερεώθηκε με κτιστή κατασκευή το ανώφλι του θολωτού τάφου του Αιγίσθου που είχε διαρραγεί. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε εργασίες αναστηλώσεως ορισμένων τμημάτων «των τοίχων παρά την είσοδον» προς στερέωση κυρίως του μεγάλου λίθου ανωφλίου της εισόδου [8]. Επισημαίνεται ότι η ανασκαφή Τσούντα δεν ολοκληρώθηκε, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης της ανατολικής παρειάς της θόλου. Η στερέωση του υπερθύρου επέτρεψε να συνεχιστεί με ασφάλεια η ανασκαφή από την Αγγλική Σχολή το 1923. [9]

Τα έτη 1953-1955 πραγματοποιήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες, με χρηματοδότηση από το κληροδότημα Φαρμά, από τον καθηγητή Α. Ορλάνδο και τον επιθεωρητή αναστηλώσεως Ε. Στίκα. Οι καθαρισμοί και οι ανασκαφές που προηγήθηκαν για να διευκολύνουν τις αναστηλωτικές εργασίες έδωσαν σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο δόμησης της θόλου. Το ανατολικό τμήμα της θόλου είχε παραμείνει άσκαφο για λόγους ασφαλείας. Μετά την ανασκαφή διαπιστώθηκε η εξαιρετική κατάσταση διατήρησής του, καθώς και η παρουσία «ισχυρού συνδετικού μίγματος» μεταξύ των λίθων του κατωτέρω δόμου. [10]

Μεγαλύτερης έκτασης εργασίες καταγράφονται για τον τάφο της Κλυταιμήστρας. Στο μνημείο πραγματοποιήθηκαν μικρές επεμβάσεις κατά το 1897. Αποκαταστάθηκε ο αποστραγγιστικός αγωγός που αρχίζει από το εσωτερικό του τάφου και συνεχίζει κατά μήκος του δρόμου. Αφαιρέθηκαν οι πώρινες καλυπτήριες πλάκες του για να καθαριστεί το εσωτερικό του και ακολούθως επανατοποθετήθηκαν. Οι αρμοί επιχρίσθηκαν με «ασβέστη». Ο αγωγός αυτός όμως δεν ετέθη σε λειτουργία, καθώς για την απομάκρυνση των υδάτων από το εσωτερικό του τάφου χτίστηκε, επάνω στον πώρινο, νέος αγωγός από αργολιθοδομή.[11]

Οι αναστηλωτικές εργασίες του 20ου αι. πραγματοποιήθηκαν – βάσει των υπαρχουσών μαρτυριών – σε δύο χρονικές περιόδους. Η πρώτη τοποθετείται μεταξύ των ετών 1907 και 1916 και η δεύτερη μεταξύ των ετών 1950 – 1951.

Κατά την πρώτη περίοδο φαίνεται ότι έγιναν επεμβάσεις στο εσωτερικό του τάφου, ενώ παράλληλα στερεώθηκαν με ξύλινες δοκούς οι τοίχοι του δρόμου που είχαν υποστεί βλάβες από τα όμβρια ύδατα που περνούσαν πίσω από αυτούς. Τότε τοποθετήθηκε μεταλλική σκαλωσιά στην είσοδο [12]. Το 1907 [13] αναφέρεται ότι επισκευάστηκε το αριστερό ήμισυ του τάφου με την αφαίρεση των σαθρών λίθων και την αντικατάστασή τους από νέους και ότι καθαρίστηκε ο τάφος από τους πεσμένους ογκολίθους και τα χώματα «μέχρι του στερεού».

Στα χρόνια που ακολούθησαν [14] αναφέρονται μικρής διάρκειας εργασίες για στερέωση και «υποστήριξη» του τάφου, χωρίς να διευκρινίζεται πάντοτε ότι πρόκειται για τον συγκεκριμένο θολωτό τάφο, ενώ εκφράζεται η λύπη για τη μη ολοκλήρωση των εργασιών, «διότι αἱ βλάβαι τοῡ σπουδαίου τούτου μνημείου εἶναι πολύ μεγάλαι». [15]

Οι επεμβάσεις αυτές συνίστανται σε συμπληρώσεις των διαβρωμένων λίθων με νέο υλικό, όπου υπήρχε μεγάλης έκτασης φθορά, και πλήρωση των αρμών με τσιμέντο (βλ. Παρακάτω τα στοιχεία του αρχείου της ΔΑΑΜ). Την ανάγκη ολοκλήρωσης των εργασιών αυτών, κάποιες εκ των οποίων είχαν προσωρινό και προληπτικό χαρακτήρα, επιβεβαιώνει έγγραφο του 1921, με το οποίο προτείνεται η αντικατάσταση του ξύλινου ικριώματος του δρόμου. [16] Ο Ι. Παπαδημητρίου αναφέρει ότι κατά το 1916 είχε πραγματοποιηθεί «συναρμογή των διαβρωθέντων λίθων της θόλου» και εξάγει το συμπέρασμα ότι η πλήρης αναστήλωση είναι δυνατή και όχι τόσο δαπανηρή λόγω της διάσωσης όλων σχεδόν των λίθων των άνω δόμων της θόλου. [17]

Κατά τη δεύτερη περίοδο των επεμβάσεων πραγματοποιήθηκε η ανάταξη του ανατολικού τοίχου του δρόμου και η αποκατάσταση της κορυφής της θόλου με χρήση των αρχαίων λίθων που είχαν καταπέσει μέσα στο θάλαμο. Των εργασιών αυτών προηγήθηκαν έγγραφες αναφορές, στις οποίες εκφράζονταν οι φόβοι για κατάρρευση του τάφου λόγω της ανεπάρκειας, αλλά και της φθοράς των πρόχειρων κατασκευών που είχαν τοποθετηθεί κατά το παρελθόν προληπτικά για τη στερέωσή του. [18]

Σύντομη έκθεση του Ι. Παπαδημητρίου περιγράφει εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το Μάιο του 1950 με δαπάνη της Υπηρεσίας Αναστυλώσεων του Υπουργείου Παιδείας υπό τη διεύθυνση του ιδίου και την επίβλεψη του επιμελητή Φ. Πέτσα. [19] Σκοπός των εργασιών ήταν κυρίως η ανάταξη του ανατολικού τοίχου του δρόμου που παρουσίαζε επικίνδυνη κλίση λόγω της αποσάθρωσης των ξύλινων στηριγμάτων που είχαν τοποθετηθεί παλαιότερα. Απομακρύνθηκαν οι λίθοι του τοίχου και ανατάχθηκαν με υποδειγματική μέθοδο, καθώς κατά την απομάκρυνσή τους, αριθμούνταν και στοιβάζονταν με τρόπο που επέτρεπε την επανατοποθέτησή τους στην αρχική τους θέση. Η πραγματοποίηση επεμβάσεων στον ανατολικό τοίχο εικονίζεται και σε φωτογραφία της εποχής. [20] Η μέριμνα αυτή μαρτυρεί την ευσυνειδησία των αναστηλωτών να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν τη διατήρηση του αυθεντικού υλικού και της αρχικής μορφής του μνημείου, όπως προβλέπουν οι διεθνείς συμβάσεις που διέπουν σήμερα τις επεμβάσεις συντήρησης σε μνημεία.

Ο Ι. Παπαδημητρίου αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκαν εργασίες μεταξύ του ανατολικού τοίχου του δρόμου και του αναλημματικού τοίχου που αποκάλυψαν οι ανασκαφές στα ανατολικά αυτού, ο οποίος προοριζόταν για την ανακούφιση του τοίχου του δρόμου από τις ωθήσεις των γαιών. [21] Ανατάχθηκε και αυτή η κατασκευή με πλήρωση του κενού μεταξύ του τοίχου του δρόμου και του αναλημματικού τοίχου με τσιμεντοκονίαμα αναμεμειγμένο με μικρούς λίθους σε στρώματα. Η συνοχή μεταξύ τους εξασφαλίστηκε με την τοποθέτηση λίθων σε οδοντωτή διάταξη, ενώ η συνοχή με τον αναλημματικό τοίχο με οπές που ανοίχτηκαν σε αυτόν. [22]

Την ίδια εποχή τοποθετήθηκαν στη θέση τους οι δύο λίθοι του κατωφλίου, οι οποίοι είχαν εξωθηθεί προς τα επάνω. Στις εκθέσεις των εργασιών αναφέρεται ότι διασώζονταν όλοι οι λίθοι των άνω δόμων της θόλου. Παράλληλα εντοπίστηκαν τμήματα του γλυπτού διακόσμου της εισόδου του τάφου. Ο Ι. Παπαδημητρίου εκφράζει τη στεναχώρια του για τη μη ολοκλήρωση της αναστήλωσης ελλείψει πιστώσεων, «αίτινες εδόθησαν εκ των γλίσχρων πόρων της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως άνευ της αναμενόμενης χρηματικής αρωγής του σχεδίου ανασυγκροτήσεως». [23] Στην ανωτέρω έκθεση του Ι. Παπαδημητρίου προτείνεται η ολοκληρωτική αναστήλωση του μνημείου για την αποφυγή της ολοκληρωτικής καταστροφής.

Πράγματι το 1951 πραγματοποιήθηκε αποκατάσταση του ανώτερου τμήματος της θόλου από τον αρχιτέκτονα της Διεύθυνσης αναστηλώσεως του Υπουργείου Παιδείας Ε. Στίκα. [24] Η επέμβαση αυτή έγινε υπό τη διεύθυνση του Ορλάνδου και την επίβλεψη του Ε. Στίκα, βάσει παλαιότερης μελέτης του δεύτερου, με την οποία είχε δείξει ότι ο σχεδιασμός του μνημείου είχε περισσότερα του ενός κέντρα χάραξης και ότι η θόλος είχε το ίδιο σχήμα με αυτή του θησαυρού του Ατρέως, υπολογίζοντας τους πεσμένους λίθους του ανώτερου τμήματος. Για την αποκατάσταση χρησιμοποιήθηκαν οι πεσμένοι – στο εσωτερικό του τάφου – λίθοι που προέρχονταν από τη θόλο, αλλά και νέοι λίθοι που εξορύχθηκαν από τα λατομεία της περιοχής. [25] Το ποσοστό νέου υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την ανάταξη της θόλου πρέπει να ήταν μεγάλο καθώς από τα 170 τρέχοντα μέτρα του αναστηλωμένου τμήματος μόνο τα 37 μ. προέρχονταν από αυθεντικό υλικό. [26]

Τέλος αποκαταστάθηκε ο τύμβος που κάλυπτε το μνημείο. Κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης του τύμβου, που δρομολογήθηκε χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή της γύρω περιοχής, αποκαλύφθηκε ο ταφικός περίβολος Β στα ΒΔ του μνημείου.

Στην έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών «Α. Ορλάνδος, ο άνθρωπος και το έργο του» αναφέρεται ότι ο μεγάλος αναστηλωτής πραγματοποίησε στερέωση και καθαρισμό στο θησαυρό του Ατρέως, αλλά και όλων των άλλων θολωτών τάφων των Μυκηνών. [27] Είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιήθηκαν εργασίες μικρής ίσως έκτασης και σε άλλους θολωτούς τάφους χωρίς να υπάρχουν αναλυτικές εκθέσεις.

Στο πλαίσιο των αναστηλωτικών εργασιών των θολωτών τάφων των Μυκηνών οφείλουμε να συμπεριλάβουμε μια επιπλέον εργασία που δεν αποτελεί επέμβαση στο πεδίο, αλλά πραγματοποιήθηκε στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και είναι εξίσου σημαντική. Κατά το 1940-41, είχε διαταχθεί από το Υπουργείο Παιδείας η εσπευσμένη ασφάλιση των αρχαιοτήτων, αφού η χώρα είχε εμπλακεί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σπυρίδων Μαρινάτος είχε αναλάβει την ασφάλιση της μυκηναϊκής συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. [28] Ανάμεσα στα αντικείμενα που τακτοποιούσε σε κιβώτια εντόπισε τμήματα του γλυπτού διακόσμου του Θησαυρού του Ατρέως. Με την εθελοντική συμμετοχή του Α. Wace κατόρθωσαν να προσαρμόσουν αρκετά από αυτά. Συντάχθηκε μια μικρή μελέτη των δύο και τα αποτελέσματα εστάλησαν με επιστολή στο Robertson, ο οποίος και δημοσίευσε σύντομη έκθεση. [29] Η αναζήτηση της θέσης των τμημάτων αυτών στο μνημείο και

μια μικρή ανασκαφική έρευνα που αποκάλυψε επί τόπου κατεργασία γυψολίθου έδωσαν ώθηση στη διατύπωση μιας σειράς προβληματισμών σχετικά με την αποκατάσταση των προσόψεων των δύο μεγάλων θολωτών τάφων, του θησαυρού του Ατρέως και του τάφου της Κλυταιμήστρας, αλλά και τη θέση των σωζόμενων αρχιτεκτονικών μελών των προσόψεων των μνημείων.

Παραθέτουμε παρακάτω χρονολογικά τις εργασίες, διοικητικές ενέργειες, αλλά και επεμβάσεις στο πεδίο, όπως προκύπτουν από το αρχείο εγγράφων της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων (ΔΑΑΜ):

 

Στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα του αρχείου εγγράφων της Διεύθυνσης

Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων

 

  1. Στις 27/6/1910 ζητείται να εγκριθούν 1500 δρχ. για την επισκευή του τάφου της Κλυταιμήστρας.
  2. Στις 16/7/1911 ζητείται η έγκριση της μετάβασης δύο λιθοξόων στις Μυκήνες για τις εργασίες που πραγματοποιούνται στον τάφο της Κλυταιμνήστρας.
  3. Στις 5/8/1911 υποβάλλονται οι καταστάσεις αγοράς τσιμέντου για την υποστήριξη του τάφου της Κλυταιμήστρας, πράγμα που πιστοποιεί την χρήση τσιμέντου στις αναστηλωτικές εργασίες. (έγγραφο του Χ. Κτενά προς τον Διευθυντή του Αρχιτεκτονικού γραφείου του Υπ. Εκκλησιαστικών).
  4. Στις 13/8/1921 προτείνεται η ανακαίνιση του ξύλινου ικριώματος του δρόμου του τάφου της Κλυταιμήστρας. Παράλληλα προτείνεται η κατεδάφιση και ανοικοδόμηση «αμφοτέρων των εκατέρωθεν τοίχων». Επισημαίνεται ότι θα είναι επέμβαση χρονοβόρα και ότι θα καταστραφεί αρχαίο υλικό, του οποίου το μόνο πρόβλημα είναι η «παρέκκλιση από την κατακόρυφο». (έγγραφο του Μπαλάνου προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών).
  5. Στις 4/10/1921 αναφέρεται ότι τοποθετήθηκε σκαλωσιά στον τάφο της Κλυταιμήστρας, χωρίς να διευκρινίζεται πού ακριβώς.
  6. Στις 13/12/1929 ζητείται η έγκριση ποσού 10.000 δρχ. για τις αναγκαίες εργασίες στερέωσης του δρόμου του Τάφου της Κλυταιμήστρας με προθεσμία ολοκλήρωσης διμήνου (τμήμα αρχαιολογίας προς Ορλάνδο).
  7. Στις 22/2/1936, κατατίθεται αναφορά του Eφόρου της Αρχαιολογικής Περιφέρειας ότι «κατέπεσεν ο ανατολικός τοίχος του πρώτου τάφου δεξιά τω εισερχομένω» με παράκληση να μεταβεί ο Α. Ορλάνδος. (Επειδή η είσοδος του αρχαιολογικού χώρου τότε πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή της πύλης των Λεόντων, ο «τοίχος» που κατέπεσε πρέπει να ανήκε στον τάφο του Αιγίσθου. Εξάλλου μεταγενέστερα στοιχεία αποδεικνύουν ότι τα ξύλινα ικριώματα του τάφου της Κλυταιμήστρας παρέμεναν να συγκρατούν τους ετοιμόρροπους τοίχους του δρόμου ως το 1949).
  8. Στις 15/2/1940 κατατίθεται αναφορά της Τουριστικής Αστυνομίας. Αναφέρεται ότι το ξύλινο υποστήριγμα του τάφου της Κλυταιμήστρας «κατέστη σεσηπός» και άρχισε να καταρρέει με αποτέλεσμα «να απειλείται και η κατάρρευση του τάφου».
  9. Στις 27/2/1940, κατά την 23η συνεδρίαση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, λέγεται ότι είναι επείγουσες οι εργασίες στερέωσης των τάφων Ατρέως και Κλυταιμήστρας.
  10. Στις 24/2/1947 αναφέρεται ότι έγινε αλλαγή της δοκού στην είσοδο, αλλά προτείνεται αντικατάσταση με σιδερένιες δοκούς κάθετες και εγκάρσιες.
  11. Στις 14.12.1949 διαβιβάζεται η υπ’ αρ. 98/1949 πράξη του Aρχαιολογικού Συμβουλίου για την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας των αρχαίων των Μυκηνών που υπέστησαν βλάβες από τις καταρρακτώδεις βροχές του Νοεμβρίου και η υπ’ αρ. 116 έκθεση του εφόρου της Β΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας Ι. Παπαδημητρίου. Το απόσπασμα της πράξης του Αρχαιολογικού Συμβουλίου αναφέρει ότι «κατέστη ετοιμόρροπος ο θολωτός τάφος της Κλυταιμήστρας, του οποίου ο ξύλινος σκελετός αντιστηρίξεως των τοίχων έχει σχεδόν καταστραφεί. Τα ξύλα αποσπώνται το ένα κατόπιν του άλλου με άμεσο κίνδυνο μεγαλυτέρων ανεπανορθώτων ζημιών». Το Συμβούλιο εγκρίνει τη λήψη μέτρων.

Φαίνεται ότι όλες αυτές οι προσπάθειες, οι εκκλήσεις και η ανησυχία είχαν ως αποτέλεσμα τις εκτεταμένες εργασίες των ετών 1950-58 στους Θολωτούς τάφους Κλυταιμήστρας και Αιγίσθου.

Όσα προαναφέρθηκαν παρουσιάζουν με εύγλωττο τρόπο την ανησυχία και τη μέριμνα των ιθυνόντων για την προστασία των μνημείων σε χρονικές περιόδους ιδιαίτερα δύσκολες, εν μέσω πολέμων και οικονομικών δυσχερειών. Επιβεβαιώνεται η μέριμνα για τη διατήρηση του αυθεντικού υλικού και της αρχικής μορφής των μνημείων στο μέτρο του δυνατού, καθώς και η λήψη μέτρων για εργασίες στερέωσης μέχρις ότου βρεθούν οι οικονομικοί πόροι και τα μέσα για πιο δραστικές και μόνιμες επεμβάσεις.

 

Υποσημειώσεις


[1] Ευχαριστώ θερμά το Διευθυντή της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων κο Δημοσθένη Σβολόπουλο για τη χορήγηση της άδειας έρευνας του αρχείου της Διεύθυνσης και την αρχαιολόγο της ΔΑΑΜ κα Σοφία Σπυροπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της.

[2] Το κείμενο που κατατίθεται είναι ουσιαστικά εκείνο της παρουσίασής μου κατά τη διάρκεια της διημερίδας, καθώς ο περιορισμένος σχετικά χρόνος που μεσολάβησε από την πραγματοποίηση της διημερίδας μέχρι την παράδοση των κειμένων δεν επέτρεψε την ολοκληρωμένη σύνταξη και τη φωτογράφηση των εγγράφων των στοιχείων της ΔΑΑΜ που θα πλαισίωναν για εποπτικούς λόγους το κείμενο. Ολοκληρωμένη παρουσίαση της έρευνας προγραμματίζεται να πραγματοποιηθεί προσεχώς.

[3] Τα περισσότερα στοιχεία που παρατίθενται για τους θολωτούς τάφους των Μυκηνών (χρονικό της ανασκαφής, χρονολόγηση κτλ.), αντλήθηκαν από το έργο του O. Pelon, Tholoi, tumuli et cercles funeraires, 157-175. 

[4] Wace 1953, 69, πιν. 24 b.

[5] Παπαδημητρίου 1955, 218.

[6] Κτενάς 1915, 54.

[7] Κτενάς 1915, 53-54

[8] Κτενάς 1915, 54. Wace 1921-22, 296.

[9] Wace 1949, 38.

[10] ΠΑΕ 1955, σ. 220.

[11] ΠΑΕ 1897 σελ. 25

[12] Wace 1921-23, σ. 359, εικ. 77.

[13] ΠΑΕ 1907, σ. 61. Υποθέτουμε ότι ελήφθη κάποια μέριμνα για τη φύλαξη των λίθων που ήταν πεσμένοι στο εσωτερικό και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για να γίνουν οι υπολογισμοί του Ε. Στίκα, που οδήγησαν αργότερα στην αποκατάσταση του ανώτερου τμήματος της θόλου.

[14] ΠΑΕ 1908, 65. ΠΑΕ 1909, 63. ΠΑΕ 1910, 64.

[15] ΠΑΕ 1910, 64.

[16] Βλ. παρακάτω σ. 11 τον κατάλογο των εργασιών που προκύπτουν από τα αρχεία της ΔΑΑΜ., αρ. 4.

[17] Παπαδημητρίου 1948-49, 45.

[18] Βλ. στοιχεία του αρχείου της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων κατά τα έτη 1929- 1949 σελ. 11, αρ. 8, 9 και11.

[19] Παπαδημητρίου 1948-49, 43.

[20] Wace 1955, πιν. 32 b. 33 a. 34 a,b.

[21] Βλ. Ανωτέρω: Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τοίχο στα ανατολικά του ανατολικού τοίχου του δρόμου, κατασκευασμένο από αργολιθοδομή. Μεταξύ αυτού και του ανατολικού τοίχου του δρόμου υπήρχε γέμισμα από μικρούς λίθους και «αδιάβροχο χώμα». Όλη αυτή η κατασκευή προοριζόταν για την ανακούφιση του ανατολικού τοίχου του δρόμου από τις ωθήσεις των γαιών (σύμφωνα με τον Χρ. Τσούντα) ή για την εξασφάλιση της στεγανότητας του τοίχου του δρόμου (σύμφωνα με τον Α. Wace).

[22] Wace 1955, πιν. 32 b.

[23] Παπαδημητρίου 1948-49 σ. 43.

[24] ΠΑΕ 1951, σ. 25.

[25] Η προμήθεια λίθων από τα αρχαία λατομεία της περιοχής των Μυκηνών για τις αναστηλωτικές εργασίες αναφέρεται στα χρονικά της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για το έτος 1951 (BCH 1952 σ. 220, εικ. 18,19, πιν. LXXVI, 1952 (φωτογραφία εργασιών).

[26] Wace 1955 σ. 198.

[27] Σ. 439.

[28] Παπαδημητρίου 1953-54 Ι, σ. 11-23.

[29] Robinson 1941, 14-16.

 

Συντομογραφίες – Βιβλιογραφία


 

  • Αναστάσιος Ορλάνδος 1978: Αναστάσιος Ορλάνδος: ο άνθρωπος και το έργον του. Αθήναι: Ακαδημία Αθηνών (1978).
  • BCH 1951: De Santerre, H., “Chronique des fouilles et decouvertes archeologiques en Grece en 1950”, BCH 1951, σ. 101-129 και συγκεκριμένα σ. 113.
  • BCH 1952: Courbin, P.,”Chronique des fouilles et decouvertes archeologiques en Grece en 1951”, BCH 1952, σ. 201-247 και συγκεκριμένα σ. 218-221.
  • Κτενάς 1915: Κτενάς Χ., «Περί της στερεώσεως των αρχαίων μνημείων Μυκηνών», ΑΔ 1915, Παράρτημα, σ. 53-54.
  • Μαρινάτος 1953-54: Μαρινάτος Σπ., «Μικραί έρευναι εν Μυκήναις» ΑΕ, 1953-54 Ι, σ. 9-24.
  • Robinson 1941: Robinson, “New light on the facade of the Treasury of Atreus”, JHS 62, 1941, σ. 14-16.
  • ΠΑΕ 1907: Καββαδίας Π., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1907», ΠΑΕ 1907, σ. 51-74 και συγκεκριμένα σ. 61.
  • ΠΑΕ 1908: Καββαδίας Π., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1908», ΠΑΕ 1908, σ. 51-69 και συγκεκριμένα σ. 65.
  • ΠΑΕ 1909: Τσούντας Χρ., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1909, ΠΑΕ 1909, σ. 57-67 και συγκεκριμένα σ. 63.
  • ΠΑΕ 1910: Τσούντας Χρ., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1910» ΠΑΕ 1910, σ. 53-66 και συγκεκριμένα σ. 64.
  • ΠΑΕ 1951: Ορλάνδος Α., «Έκθεσις περί του έργου της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», ΠΑΕ 1951, σ. 1-39 και συγκεκριμένα σ. 25.
  • Παπαδημητρίου 1948-49: Παπαδημητρίου Ι., «Αναστηλωτικαί εργασίαι εν Μυκήναις», ΑΕ 1948-49, Αρχαιολογικά Χρονικά σ. 43-48.
  • Παπαδημητρίου 1955: Παπαδημητρίου Ι., «Ανασκαφαί εν Μυκήναις», ΠΑΕ 1955 (1960), σ. 217-232.
  • Pelon 1976: Pelon O., Tholoi, tumuli et cercles funeraires, Παρίσι 1976.
  • Wace 1953: Wace A., Hood. S., “Mycenae 1939-1952. Part IV. The Epano Phournos Tholos Tomb”, BSA 48, 1953, σ. 69-83.
  • Wace 1921-23: Wace A., “Mycenae. The Tholos Tombs. The Tomb of Clytemnestra”, BSA 25, 1921-23, σ. 357-376.
  • Wace 1949: Wace, A., Mycenae. An Archaeological History and Guide, Princeton, 1949.
  • Wace 1955: Wace A., Mycenae 1939-1954. Part III. Notes on the Construction of the “Tomb of Clytemnestra”, BSA 50, 1955, σ., 194-198, πιν. 32-35.

 

Σταματούλα Μακρυπόδη,

 Αρχαιολόγος,

Νομισματικό Μουσείο

 

Διημερίδα «Η Ιστορική και αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ένας τεκές και ένα καφενείο στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης και ανεξαρτησίας στις  Θέρμες του Άργους


 

 Στο  Άργος διατηρήθηκαν σημαντικά αρχαία μνημεία, τα οποία εντυπωσίαζαν ανά του αιώνες τους περιηγητές  και κέντριζαν τη φαντασία των κατοίκων. Σε  ένα από αυτά, στις ρωμαϊκές θέρμες με το Σαραπείο, δίπλα στο Αρχαίο θέατρο,  λειτουργούσε από την πρώτη Τουρκοκρατία τεκές,  ισλαμικό «μοναστήρι», χώρος προσευχής και μυστικιστικής λατρείας των Μπεκτασήδων. 

 

[…] Στη βόρεια πλευρά των Θερμών και αμέσως ανατολικά του μεγάλου σωζόμενου πλίνθινου Σαραπείου, τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα μ.Χ. υπήρχε ένα μεγάλο διώροφο τούρκικο σπίτι κατά τους ξένους περιηγητές (Μ. Sève, ό.π., 27), το οποίο όμως ήταν μουσουλμανικό λατρευτικό κτίριο, τεκές, όπως θα γίνει φανερό στη συνέχεια. Το κτίριο αυτό, κατασκευασμένο με σαχνισία και χαγιάτι, απεικονίζει σε σχέδιο του Βρετανικού Μουσείου 1811-1812 ο περιηγητής Cockerell.  

 

Τεκές και τμήμα του Σαραπείου από βορειοδυτικά (σχ. Ch. Cockerell).

 

Το κτίριο αυτό είχαν επισκεφθεί ο περιηγητής Dodwell το 1805 και αναφέρει υπόγειο με καμάρα και o Pourtalés το 1817, ο οποίος αναφέρει δάπεδο με μωσαϊκό, προφανώς των Θερμών, πάνω στο οποίο είχε κτιστεί το «τούρκικο σπίτι». Από το κτίριο αυτό μπορούσε κανείς να εισέλθει σε υπόγειο κτιστό καλοκατασκευασμένο χώρο, τον οποίο αναφέρει και o Foucherot το 1780.

Προφανώς ο Pourtalés εννοεί την μεγάλη υπόγεια κτιστή δίοδο στη βόρεια πλευρά των Θερμών, η οποία την εποχή αυτή ήταν ορατή, ενώ το δυτικό τμήμα της διόδου αυτής σώζεται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση και αποτελούσε υπόγειο του τεκέ. Το υπόγειο σώζεται μέχρι σήμερα καθώς και η στενή αψιδωτή δίοδος στη νότια πλευρά με κτιστή μικρή κλίμακα, μέσω της οποίας επικοινωνούσε με το ισόγειο του κτιρίου. Ωστόσο το τούρκικο αυτό κτίριο, όπως προκύπτει από τις πηγές, δεν ήταν ένα «σπίτι» κάποιου Τούρκου, αλλά ένα θρησκευτικό, μουσουλμανικό λατρευτικό κτίριο. Το κτίριο αυτό κατεδαφίστηκε το πιθανότερο κατά την Επανάσταση του 1821 αλλά το υπόγειο του διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση μέχρι και σήμερα.

Ο Διονύσιος Πύρρος στα χρόνια της Επανάστασης, αφού είχε ήδη κατεδαφιστεί το κτίριο, στα «Αργολικά», αντλώντας πληροφορίες από τους κατοίκους του Άργους, αναφέρει ότι:

 

«… κάτωθεν του υπογείου τούτου προλαβόν οι Τούρκοι είχαν προσκύνημα τι αυτών, κάτωθεν αυτού είναι δρόμος τις υπόγαιος εκ πλίνθων οπτών υπάγων εις μάκρος (εννοεί την υπόγεια βόρεια δίοδο των Θερμών). Τα υπόγεια ταύτα ανέσκαψε και αναποδογύρισε ο περίεργος Βελή Πασάς της Ηπείρου, πλην ουδέν εύρεν ειμή κολώνας τινας και μάρμαρα..» (Ανδ. Κεραμίδα, Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, ΑΡΓΟΛΙΚΑ, Άργος 1981,53).

 

Ο σωζόμενος υπόγειος χώρος του «τούρκικου» – μουσουλμανικού κτιρίου στα χρόνια της Επανάστασης και της Ανεξαρτησίας έφερε την ονομασία από τους Αργείτες ξεναγούς «παλαιός τεκές» (M. Séve, ό.π.28). Ο τεκές είναι ισλαμικό «μοναστήρι», χώρος προσευχής και μυστικιστικής λατρείας των Μπεκτασήδων. Ως γνωστόν στο Ισλάμ δεν υπάρχουν μοναστήρια και μοναχοί, όπως στον Χριστιανισμό.

Οι Μπεκτασήδες ήταν ισλαμική αίρεση, συγκερασμός σιιτικών στοιχείων με δοξασίες χριστιανικών αιρέσεων, η οποία ήταν πολύ διαδεδομένη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και λάτρευαν το θεό με χορό και μουσική. Γίνεται φανερό ότι το ονομαζόμενο από τους περιηγητές τούρκικο σπίτι ήταν ισλαμικό «μοναστήρι» Μπε­κτασήδων, τεκές. Οι Μπεκτασήδες ήταν οργανωμένοι σε θρησκευτικά τάγματα, σε «μοναστήρια», τεκέδες δερβίσηδων και είχαν στην κατοχή τους σημαντικές εκτά­σεις γης (βακούφια).

Στο υπόγειο πολυτελώς διαμορφωμένο σωζόμενο χώρο του ισλαμικού τεκέ προφανώς κατέβαινε η ομήγυρις μουσουλμάνων Μπεκτασήδων και πριν από την τέλεση της λατρείας, έκαιγαν λιβάνι για την κατάλληλη προετοιμασία. Είναι αξιοσημείωτο ότι από την επίδραση του ισλαμικού τεκέ η λέξη υιοθετήθηκε από τους περιθωριακούς ρεμπέτες για τις μυστικές, και πριν τον πόλεμο, απαγορευμένες συνάξεις σε υπόγεια με τους αργιλέδες, το χασίσι και τον καπνό, για τη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος που απαιτούσαν τα ρεμπέτικα τραγούδια της εποχής.

Άργος, Ρωμαϊκά Λουτρά – The Roman Baths

Ότι πρόκειται για θρησκευτικό ισλαμικό τεκέ Μπεκτασήδων, ενισχύεται από το ότι ο λατρευτικός αυτός χώρος κτίστηκε δίπλα στο άφθονο νερό του υδραγωγείου από το Κεφαλάρι, διότι οι μουσουλμάνοι θεωρούν απαραίτητη στα θρησκευτικά κτίρια την ύπαρξη κρήνης, αναβλύζοντος νερού, συντριβανιού κτλ, για τους καθαρμούς, το οποίο σχετίζεται με τον παράδεισο. Οι αιρετικοί Μπεκτασήδες, ως γνωστόν, δεν τελούσαν την λατρεία τους στα τζαμιά.

Αλλά η ύπαρξη μουσουλμανικού «μοναστηριού», τεκέ, στο Άργος ενισχύεται και από κατάστιχο σπιτιών του Άργους στα αρχεία της Βενετίας του 1698, όπου αναγράφεται μεταξύ των άλλων, ως «vacuffi» που επεξηγείται ως Convento di Turchi, δηλαδή μοναστήρι των Τούρκων. (Ανακοίνωση Κ. Ντόκου, Απογραφή του πληθυσμού και των κτισμάτων του Άργους κατά την Βενετοκρατία, 1698, Ημερίδα ΒΕΝΕΤΙΑ-ΑΡΓΟΣ 11 Οκτωβρίου 2008).

Convento, ως γνωστό είναι το μοναστήρι για τους χριστιανούς, αντίστοιχο με διαφορές όμως με τον τεκέ της μουσουλμανικής αίρεσης των Μπε­κτασήδων, ο οποίος σωζόταν κατά την απογραφή της δεύτερης Βενετοκρατίας το 1698 και δεν είχε κατεδαφιστεί. Φαίνεται λοιπόν πολύ πιθανόν ότι ο τεκές της Πρώτης Τουρκοκρατίας που διατηρήθηκε και καταγράφεται στα κατάστιχα του Άργους της Δεύτερης Βενετοκρατίας το 1698 βρισκόταν στην ίδια θέση με τον τεκέ της Δεύτερης Τουρκοκρατίας, τον οποίο απεικονίζει o Cockerell το 1811-1812, προφανώς ανακαινισμένο.

Ότι υπήρχαν Μπεκτασήδες σε μεγάλο αριθμό στην Αργολίδα, όχι μόνο κατά την πρώτη Τουρκοκρατία, όπως προκύπτει από το παραπάνω έγγραφο των αρχείων της Βενετίας, αλλά και κατά την δεύτερη Τουρκοκρατία, αποδεικνύεται και από μία σημαντική αναθηματική μουσουλμανική επιγραφή σε βρύση της δεύτερης Τουρ­κοκρατίας στο Ναύπλιο, στην πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα, στη γωνία της οδού Ποταμιάνου:

 

«… Στους πιστούς Bektashis και στο ένατο τάγμα ο άξιος σύντροφος, ο χαρισματικός στο λόγο Μαχμούτ Αγάς ακολουθώντας το δρόμο του Θεού, έκτισε αυτήν την όμορφη κρήνη για τα άλογα και προσέφερε το πιο καθαρό βάλσαμο στις διψασμένες άρρωστες καρδιές. Ενώνοντας το «ZA» σαν νερό. Ω! Hafiz διάβασε την ημερομηνία. Από την κρήνη του Μαχμούτ, πιες το νερό της ζωής που ευφραίνει την ψυχή». Έτος 1734-1735. (Ντ. Αντωνακάτου, Ναύπλιο 1988, Αθήνα 1988,42).

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι στον Αη-Γιάννη στην Πρόνοια, όπου αργότερα ήταν η εξοχική κατοικία του Ιωάννη Καποδίστρια, υπήρχε ένας τεκές όπου εμόναζε ένας δερβίσης (Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α’). Πολλοί Τούρκοι Αγάδες και στρατιωτικοί αρχηγοί και στρατιώτες που εγκαταστάθηκαν στην Αργολίδα και την Πελοπόννησο κατά την δεύτερη Τουρκοκρατία φαίνεται ότι ήταν Μπεκτασήδες.

O Hajii Bektash ήταν ο ιδρυτής του τάγματος των Δερβίσηδων στην Καππαδοκία, στο οποίο ανήκαν και οι Γενίτσαροι. Τη μεγάλη σφαγή των Γενιτσάρων του 1820 ακολούθησε ο χαλασμός των πιστών της αίρεσης των Bektashi. Μπεκτασήδες υπάρχουν και σήμερα στην Θράκη και στην Τουρκία.

Ο διατηρούμενος υπόγειος αυτός λατρευτικός χώρος του τεκέ, ο οποίος διατηρεί το μεγαλύτερο τμήμα του επιχρίσματος, ήταν επισκέψιμος στο κοινό μετά την κατεδάφιση του κυρίως κτιρίου κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και έφερε το όνομα «παλαιός τεκές» (M. Séve, ό.π., 28).

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο περιηγητής Swan το 1825 μνημονεύει τα graffiti ονομάτων και επωνύμων που είχαν χαράξει οι επισκέπτες, τα οποία αποτελούν ένα μοναδικό άγνωστο ντοκουμέντο της επανάστασης του 1821 και της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας. Ο τεκές καταλάμβανε, όπως προκύπτει από τα σωζόμενα επιχρίσματα – κονιάματα τουλάχιστον τρεις μεγάλους ορθογώνιους χώρους στα βορειοδυτικά των Θερμών, το χώρο του δυτικού σωζόμενου υπόγειου τμήματος της βόρειας υπόγειας διόδου των Θερμών ως τη διαμορφωμένη σήμερα πρόσβαση στο αρχαίο Θέατρο, με την οποία επικοινωνούσε με μικρή αψιδωτή δίοδο.

Από το χώρο των Θερμών και του τεκέ αυτού διερχόταν υδραγωγείο με πολύ νερό, που διοχετευόταν ανατολικότερα, κατά μήκος της βόρειας υπόγειας διόδου των Θερμών, που σώζεται μέχρι σήμερα. Από το μουσουλμανικό τεκέ διασώθηκε σε καλή κατάσταση μόνο το αψιδωτό υπόγειο με το μεγαλύτερο τμήμα των επιχρισμάτων ανοιχτόχρωμου χρώματος, κατασκευασμένο από ασβεστοκονίαμα και ανακατεμένο με άχυρα για να αυξηθεί η σταθερότητα και η αντοχή του. Σήμερα παρά την στεγανότητα του υπογείου, λόγω της υγρασίας, το χρώμα του επιχρίσματος ποικίλει με την ωχροκίτρινη, ανοιχτοπράσινη και μαύρη πατίνα στη νότια πλευρά, όπου βρίσκεται η είσοδος.

 

Υπόγειος Τεκές

 

Η βόρεια υπόγεια δίοδος των Θερμών, όπως προκύπτει από τη γκραβούρα του Α. Ravoisé (1829) (Μ. Sève ό.π., 44. πιν.12), με κατεύθυνση Α – Δ είχε προ πολλού καταρρεύσει στο μεγαλύτερο τμήμα της αψιδωτής οροφής της, εκτός από το δυτικότερο διατηρημένο τμήμα της, μήκους 8.40 μ. και ήταν ορατή. Όπως προκύπτει μετά από προσεκτική εξέταση της μεγάλης ποσότητας σταλαγμιτικού υλικού που έχει δημιουργηθεί στις δύο ανώτερες εσωτερικές ράχες των κάθετων τοίχων της σωζόμενης υπόγειας διόδου, προφανώς δημιουργήθηκε από τη χρόνια συνεχή ροή νερών, πάνω από την υπόγειο δίοδο.

 

Υπόγειο του τεκέ

 

Τμήμα του πήλινου υδραγωγείου, που μετέφερε νερό σώζεται πάνω από το δυτικότερο σωζόμενο τμήμα της υπόγειας διόδου. Η συνεχής διαρροή νερού προφανώς αποτέλεσε την κύρια αιτία κατάρρευσης της οροφής της βόρειας υπόγειας διόδου. Το σωζόμενο δυτικότερο τμήμα της βόρειας υπόγειας διόδου μήκους 8.40 μ. Α-Δ και εσωτερικού πλάτους 1.75 μ. και αρχικού ύψους 2.50 μ. είχε διαμορφωθεί σε υπόγειο του μουσουλμανικού τεκέ της δεύτερης Τουρκοκρατίας (1715-1821), το οποίο ονομαζόταν στα χρόνια της Ανεξαρτησίας «παλαιός τεκές» (Μ. Sève  ό.π., 27) (φωτ.4).

Για το σκοπό αυτό είχε κτιστεί η ανατολική πλευρά του υπογείου με τοίχο από πέτρες και ασβεστοκονίαμα σωζόμενου ύψους 1.50 μ., πλάτους 1.75 μ. και πάχους 0.50 μ. Προφανώς ο τοίχος αυτός έκλεινε όλο το διαμορφωμένο ύψος της υπόγειας διόδου διαστάσεων 2.28×1.75 χ 8.40 μ. Στο ανώτερο τμήμα του κτιστού τοίχου θα υπήρχε παράθυρο για να μπαίνει φως στο υπόγειο. Το διαμορφωμένο δάπεδο του υπογείου βρίσκεται 0.40-0.50 μ. ψηλότερα από το αρχικό σωζόμενο χαμηλότερο δάπεδο της υπόγειας διόδου, που διατηρείται ανατολικότερα, στο δάπεδο της οποίας υπάρχει κτιστός αγωγός παροχέτευσης ανατολικότερα των νερών των πηγών του Κεφαλαρίου.

Στο μέσο της νότιας πλευράς του υπογείου υπάρχει καμαρωτό άνοιγμα ύψους 1.70 μ. και πλάτους 0.76 μ. με ένα πλατύσκαλο, που επικοινωνούσε με το αντίστοιχο ισόγειο ανώτερο δωμάτιο του τεκέ, όπου ελάμβανε χώρα η κυρίως μυστική λατρεία των Μπεκτασήδων. Στο μεγαλύτερο τμήμα του υπογείου υπάρχει επίχρισμα πάχους 1,5-2 εκ. από λευκό ασβεστοκονίαμα ανακατεμένο με άχυρο, το οποίο λόγω της χρόνιας υγρασίας στη νότια πλευρά του η πατίνα έχει χρώμα, που ποικίλει κατά περιοχές από ανοιχτόχρωμο, πρασινωπό ως μαύρο.

Στο ψηλότερο τμήμα των πλαϊνών τοίχων του αψιδωτού υπογείου, κατασκευασμένου με ρωμαϊκά τούβλα, υπάρχουν ορθογώνια ανοίγματα στους τοίχους, δοκοθήκες, διαστάσεων 15×13 εκ. και 20×20 εκ. στερέωσης της ξυλοδεσιάς κατασκευής των Θερμών. Στο σωζόμενο επίχρισμα του υπογείου, στις μεγαλύτερες επιφάνειες διατηρείται σε καλή κατάσταση μεγάλος αριθμός χαραγμένων ονομάτων και επωνύμων ελληνικών και ξένων, καθώς και αρκετές εγχάρακτες χρονολογίες που προσδιορίζουν χρονολογικά την περίοδο χάραξής τους. Τα graffiti του υπογείου αυτού αναφέρει ήδη ο Swan από το 1825. Οι εγχάρακτες χρονολογίες κυρίως σε μεγάλο αλλά και σε μικρό μέγεθος αναγράφουν τα έτη 1822, 1825, 1830, 1831, 1833. Εκτός εξαιρέσεων τα ονόματα – επώνυμα αναγράφονται κυρίως με κεφαλαία μεγάλα γράμματα, αλλά και με μικρά γράμματα, ενώ μερικά μεγαλογράμματα ονόματα-επώνυμα περικλείονται με εγχάρακτο ελλειψοειδή κύκλο.

Ελληνικά ονόματα – επώνυμα: Στην οροφή του υπογείου εντός ελλειψοειδούς κύκλου αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα όνομα και επώνυμο με χρονολογία: «ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ 1833, Οκτωβρίου 18». Στη νότια πλευρά του υπογείου τα graffiti λόγω της υγρασίας είναι δυσανάγνωστα. Στη βόρεια πλευρά διακρίνονται με σαφήνεια πολλά επώνυμα και ονόματα όπως, «ΣΑΡΤΗΣ» «ΝΙΚΟ­ΛΑ»  (εντός ελλειψοειδούς κύκλου 0.75×0.50 μ.), με δυσανάγνωστο το επώνυμο, «Ιωαννίδης 1822»  (με μικρά γράμματα), «Δ. Ιωαννίδης», «Αναγνώστης Αντώνιος», «ΙΑΤΡΙΔΗΣ», «ΣΠΗΡΟΣ 1831».

Υπάρχουν και άλλα ελληνικά ονόματα δυσανάγνωστα. Για την ασφαλή ανάγνωσή τους είναι απαραίτητο να γίνει καθαρισμός και συντήρηση του επιχρίσματος. Τα ονόματα είναι χαραγμένα κυρίως στη βόρεια πλευρά που βρίσκεται απέναντι από την είσοδο.

 

Η ανατολική πλευρά του υπογείου του τεκέ κτισμένη με τοίχο (από ανατολικά).

  

Ξένα ονόματα – επώνυμα: Από τα ονόματα αυτά σημαντικός αριθμός είναι με επιμέλεια και προσεκτική εγχάραξη σε βάθος του επιχρίσματος, κυρίως με μεγάλα κεφαλαία καλογραμμένα γράμματα. Στη βόρεια πλευρά εντός ελλειψοειδούς κύκλου με χρονολογία 1831 είναι χαραγμένο το όνομα ενός Αμερικανού: «R.CALDER, USA 1831». Πάνω από το όνομα αυτό εντός του κύκλου με μικρότερα κεφαλαία γράμματα είναι χαραγμένο το όνομα «ΣΠΗΡΟΣ, 1831», το οποίο αναφέραμε παραπάνω. Η καλύτερα χαραγμένη αυτή επιγραφή φέρει σημαντικές πρόσφατες φθορές, από νεώτερους επισκέπτες, προφανώς από παιδιά της περιοχής, των οποίων προφανώς τραβούσε την προσοχή και τους προκαλούσε ο καλλιτεχνικός τρόπος χάραξης της επιγραφής.

Το πιθανότερο πρόκειται για κάποιο αμερικανό, Φιλέλληνα των χρόνων της Ανεξαρτησίας και πρέπει να ερευνηθεί η ταυτότητα του προσώπου. Άλλα καλογραμμένα με κεφαλαία γράμματα επώνυμα στη βόρεια πλευρά σώ­ζονται τα εξής: «RIEUX», ύψος γραμμάτων 7-8 εκ., «SVIN», «DOODD 1825», «CHIND». Τα επώνυμα «R.CALDER, USA 1831», «RIEUX», «SVIN» έχουν όμοιο επιμελημένο τρόπο χάραξης κα προφανώς χρονολογούνται όλα στην ίδια εποχή, το 1831.

 

Βόρεια πλευρά υπογείου: «R. CALDER, USA, 1831», «ΣΠΗΡΟΣ, 1831».

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι δίπλα στο επώνυμο SVIN είναι χαραγμένος σταυρός εξαγνισμού. Με μικρά ευδιάκριτα γράμματα στη βόρεια πλευρά του υπογείου με αντιστοιχία άνω και κάτω είναι γραμμένα δύο γερμανικά επώνυμα «Halle» και «Schaeffer». Είναι πολύ πιθανό το πρώτο όνομα να αναφέρεται στον περιηγητή K.Haller von Hallerstein που επισκέφτηκε το Άργος το 1811-1812. Στη βόρεια πλευρά υπάρχει επίσης εγχάρακτο και το σλαβικό επώνυμο; ΣΤΡΟΗΖΙΝΚΟΒ (ΣΤΡΟΗ [ρήμα] = χτίζω) με την κατάληξη ΖΙΝΚΟΒ (= κτίστης;).

Είναι επίσης πολύ σημαντικό ότι στη βόρεια πλευρά σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα του επωνύμου «Dumon[ce]l», το οποίο είναι προφανώς το όνομα του Γάλλου περιηγητή (Th) Du Moncel, ο οποίος γνωρίζουμε ότι επισκέφτηκε το Άργος και τις Θέρμες το 1845, όταν ήταν εικοσιτεσσάρων ετών (M. Sève ό.π., 48, πιν.17) και μεταξύ των άλλων σχεδίασε μία σημαντική γκραβούρα με τις Θέρμες και το Θέατρο του Άργους, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Το εγχάρακτο αποσπασματικά σωζόμενο επώνυμο του περιηγητή Du Moncel αναγνώρισε πρώτος ο ανασκαφέας των Θερμών P. Aupert. Επίσης στη βόρεια πλευρά αναγράφονται οι λέξεις «DEI AVI». Αλλά στο υπόγειο αυτό έχουν χαραχθεί και νεώτερα ελληνικά και ξένα ονόματα από το 1973 και εξής κατ’ απομίμηση και την παράδοση των παλαιότερων εγχάρακτων ονομάτων, κατά την χρονική περίοδο της ανασκαφικής έρευνας των Θερμών, όπως «ARGENTINA» «FAGIA 1973», «J. HOOS» (με μονόγραμμα τα αρχικά γράμματα J και Η), «ΜΑΡΙΑ-ΓΙΑΝΝΑ», «ΜΑΡΙΝΑ- ΜΑΚΗΣ», «ΓΙΩΡΓΟΣ 26/4/75». Σήμερα για λόγους προστασίας ο χώρος αυτός δεν είναι επισκέψιμος.

Τα εγχάρακτα ονόματα του υπογείου του παλιού τεκέ-μουσουλμανικού «μοναστηριού», το οποίο συνέχισε να υπάρχει και μετά την κατεδάφισή του, το πιθανότερο στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καθώς και οι εγχάρακτες ασφαλείς χρονολογίες 1822, 1825, 1830, 1831, 1833, που συνδυάζονται συνήθως με εγχάρακτα ονόματα και επώνυμα μας οδηγούν με ασφάλεια στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και στην πρώτη περίοδο της Ανεξαρτησίας ως το 1845, όπου αναγνωρίζεται με ασφάλεια το όνομα του Γάλλου περιηγητή (Th) Du Moncel.

Η χρονολόγηση των περισσότερων τουλάχιστον graffiti αυτών από το 1822 ως το 1845 ή και λίγα χρόνια αργότερα ως το 1850, φαίνεται ότι βρίσκεται κοντά στην πραγματικότητα. Ωστόσο τα περισσότερα ονόματα το πιθανότερο έχουν χαραχθεί στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και τα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας 1822-1833. Η αναγραφή των ονομάτων της χρονικής αυτής περιόδου σχετίζονται προφανώς με τα κρίσιμα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, με τα πλήθη των Φι­λελλήνων που βρίσκονταν στην Ελλάδα και επισκέπτονταν το χώρο, καθώς και των Αγωνιστών του 1821.

Ο υπόγειος τεκές λόγω της θρησκευτικής λατρείας των Μουσουλμάνων, διατηρημένος σε καλή κατάσταση, τραβούσε την προσοχή των Ελλήνων και ξένων επισκεπτών και αποτελούσε προφανώς ένα θρησκευτικό μυστηριακό αξιοθέατο αλλοθρήσκων. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα αναγραφόμενα ονόματα εκτός από την ελληνική γλώσσα είναι ονόματα – επώνυμα στην αγγλική, γαλλική, γερμανική αλλά και σλαβική γλώσσα και φανερώνουν την εθνικότητα, προέλευση των επισκεπτών που κατέφθαναν στην Ελλάδα κατά την Ελληνική Επανάσταση και την πρώτη περίοδο της Ανεξαρτησίας της πατρίδας μας.

Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι στο Θέατρο του Άργους, από τις 11 Ιουλίου 1829 ως τις 6 Αυγούστου 1829 έλαβε χώρα η Δ’ εν Άργει Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση υπό τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Από τα πλήθη των Ελλήνων συνέδρων και ακροατών Ελλήνων και αλλοδαπών κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα στο χώρο αυτό, κάποιοι προφανώς χάραξαν το όνομά τους στον υπόγειο τεκέ.

Για τις ανάγκες της συνέλευσης στο χώρο της ορχήστρας του θεάτρου, σε ψηλότερο επίπεδο διότι το θέατρο δεν είχε ανασκαφεί ακόμα, κατασκευάστηκε μία μεγάλη ορθογώνιου σχήματος σκηνή με αψιδωτή διαμόρφωση προς τα δυτικά, προφανώς κατασκευασμένη με το ίδιο ακριβώς σωζόμενο σχέδιο του σωζόμενου ναού του Σαράπη των Θερμών, όπου συνεδρίαζαν οι 236 συνολικά πληρεξούσιοι του Έθνους, όπως εικονίζεται η σκηνή σε μια μοναδική γκραβούρα του A. Ravoisié (1829), M. Sève ό.π., 44, πιν.12). Τα πλαϊνά τοιχώματα της σκηνής ήταν ανοιχτά και τη συνεδρίαση παρακολούθησαν πολλοί ακροατές καθισμένοι στα λαξευτά στο βράχο εδώλια του αρχαίου θεάτρου.

Είναι αξιοσημείωτο ότι μεταξύ των άλλων σημαντικών ψηφισμάτων η Δ’ Εθνοσυνέλευση στο Θέατρο του Άργους με το αρ. I ψήφισμα, απαγόρευσε την εξαγωγή αρχαιοτήτων από τη χώρα (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών 1975, 525 κ.ε.), στον ίδιο χώρο όπου το 1810 είχαν ανασκαφεί από το Βελή Πασά του Ναυπλίου και πουληθεί στον Άγγλο αξιωματούχο, Frederic North, συνολικά 16 αρχαία αγάλματα με το υπέρογκο ποσό των 1000 βενετικών τσεγκινίων, όπως αναφέρει ο Γάλλος πρόξενος Fauvel.

 

Καφενείο

Φαίνεται λοιπόν ότι κατά την Δ’ Εθνική Συνέλευση (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829) ο υπαίθριος χώρος των Θερμών είχε χρησιμοποιηθεί ως καφενείο για την εξυπηρέτηση των πολλών συνέδρων αλλά και ακροατών της Δ’ Εθνοσυνέλευσης. Στη συνέχεια, μετά την Δ’ Εθνοσυνέλευση ένας χώρος των Θερμών, προφανώς εντός του μεγάλου σωζόμενου ναϊκού ρωμαϊκού κτιρίου του Σάραπη, προφανώς συνέχισε να λειτουργεί ως καφενείο για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών των σημαντικότερων μνημείων του Άργους, των Θερμών και του αρχαίου Θεάτρου.

Η άποψη αυτή ενισχύεται καταλυτικά από τη γνωστή μοναδική γκραβούρα του περιηγητή (Th) Du Moncel, που είχε επισκεφθεί το Άργος το 1845 και έχει χαράξει το επώνυμό του στον υπόγειο τεκέ. Στην σημαντική γκραβούρα του 1845 εικονίζεται η γενική άποψη της Λάρισας του Άργους από τα νοτιοανατολικά. Σε πρώτο πλάνο εικονίζονται οι Θέρμες, το Σαραπείο σε πλήρη λεπτομέρεια και σε δεύτερο πλάνο το αρχαίο Θέατρο, ο λόφος και το κάστρο της Λάρισας.

 

Άργος. Αρχαίο Θέατρο, Ρωμαικά Λουτρά, Κάστρο της Λάρισας.

 

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι εικονίζεται κάτω δεξιά στη γκραβούρα η ανατολική σωζόμενη καμαρωτή δίοδος, όπου βρίσκεται ο υπόγειος τεκές και από πάνω στο ύπαιθρο πέντε ανδρικές μορφές. Οι τρεις μορφές εικονίζονται καθιστές, δύο φουστανελοφόροι δεξιά και αριστερά και στο μέσο ένας παπάς. Η δεξιά καθιστή μορφή απολαμβάνει τον αργιλέ. Πίσω από τις καθιστές μορφές υπάρχουν δύο όρθιες ανδρικές μορφές με φουστανέλες. Και οι πέντε μορφές εικονίζονται σε σκηνή θερμής συνομιλίας γύρω από ένα χαμηλό κυκλικό αντικείμενο – σοφρά; (χαμηλό τραπέζι).

Νότια του ψηλού σωζόμενου τοίχου του Σαραπείου εικονίζεται όρθια ανδρική μορφή. Οι μορφές εικονίζονται στο ύπαιθρο σε μια ήρεμη ρομαντική σκηνή σχόλης και ανάπαυσης στα 1845 μέσα στο μυθικό-πραγματικό αρχαιολογικό χώρο του Άργους. Οι εικονιζόμενες μορφές προφανώς δεν είναι περιηγητές αλλά ντόπιοι κάτοικοι του Άργους, το πιθανότερο γνωστοί και φίλοι του περιηγητή. Η γκραβούρα αυτή του Τh. Du Μοncel του 1845, όταν επισκέφτηκε το Άργος ενισχύει καταλυτικά την άποψη ότι στις Θέρμες και στο χώρο του σωζόμενου Σαραπείου κατά τους χρόνους της Ανεξαρτησίας λειτουργούσε ένα καφενείο, που ζωντάνευε το χώρο και ξεδιψούσε τους επισκέπτες.

Στους υπόγειους τοίχους του τεκέ σώζεται ένας μοναδικός άγνωστος μέχρι τώρα κατάλογος ονομάτων και επωνύμων Ελλήνων και ξένων επισκεπτών, μέσα από τα οποία μπορούμε να ψηλαφίσουμε μια πολύ σημαντική περίοδο της Νεώτερης Ιστορίας της πατρίδας μας και του Άργους, στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του 1829 και της Ανεξαρτησίας.

Οι εγχάρακτες αυτές επιγραφές – ντοκουμέντα μας φέρνουν συνειρμικά στο νου την σωζόμενη υπογραφή του σαλπιγκτή της Ελευθερίας Ρήγα Βελεστινλή στον τοίχο της ταβέρνας των Ελλήνων στη Βιέννη. Τα ονόματα αυτά είναι περισσότερα από τα παραπάνω που αναφέραμε αλλά απαιτείται να γίνει ο αναγκαίος καθαρισμός και συντήρηση, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν και άλλα ονόματα και επώνυμα κατά την περίοδο της Επανάστασης και Ανεξαρτησίας.

Στο χώρο αυτό του Άργους συνυπάρχει διαχρονικά μέσα από τα σωζόμενα αρχαία μνημεία το παλιό – αρχαίο, ρωμαϊκό και μεσαιωνικό παρελθόν, η Τουρκοκρατία με τους νεώτερους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης και Ανεξαρτησίας. Έχει γίνει πλέον συνείδηση στους ερευνητές ότι πρέπει να ερευνούμε και να γνωρίζουμε όχι μόνο το αρχαίο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν ενός τόπου για την καλύτερη κατανόηση της ιστορίας των πραγμάτων και του εαυτού μας.

Αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι τα αρχαία μνημεία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ελληνικής συνείδησης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στην δημιουργία του ευρωπαϊκού φιλελληνικού ρεύματος, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μεταστροφή της πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών υπέρ της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 κερδίσαμε το πολυπόθητο αγαθό της Ελευθερίας, επίτευγμα του αρχαίου ελληνικού τρόπου αντίληψης της ζωής, η οποία ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης με την Ιερή Συμμαχία και άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση των λαών και την δημιουργία των κρατών της Ευρώπης και του σύγχρονου κόσμου.

Η συντήρηση, η ανάδειξη και η αποτελεσματική προστασία του μοναδικού αυτού σπάνιου υπόγειου κατάγραφου μνημείου και των Θερμών αποτελεί υποχρέωση όλων μας και της Δημοτικής Αρχής του Άργους. Τα μνημεία υπάρχουν μέσα στο χρόνο και σε κάθε εποχή διατηρούν τη μνήμη από το παρελθόν στο παρόν, ποτέ δεν ήταν αποκομμένα από το απώτερο και το κοντινό παρελθόν και αξίζουν την προσοχή και την προστασία όλων μας.

Αλλά η διατήρηση των μνημείων εκτός από τη συντήρησή τους και την ανάδειξή τους, προϋποθέτει και τη διατήρηση και ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου, που αποτελεί την αναγκαία ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία τα μνημεία θα εξακολουθούν να υπάρχουν στον ιστορικό χρόνο. Τέλος, κρίνουμε απαραίτητο να επισημάνουμε ότι ο μοναδικός αυτός αρχαιολογικός χώρος του Άργους είναι και ένας «καθαγιασμένος» χώρος από τις διαφορετικές λατρείες, θρησκείες και θεότητες, που λατρεύτηκαν διαχρονικά μέσα στον ιστορικό χρόνο.

Η αρχαία ελληνική θρησκεία θεοποίησε τις φυσικές δυνάμεις και εξανθρώπισε τον τρόπο λατρείας προς το θεό, δημιούργησε μια ισορροπία στη σχέση ανθρώπων με το θείο και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των μεταγενέστερων θρησκειών. Στο χώρο των Θερμών και του Θεάτρου λατρευόταν ο Δίας, οι ηρωικές λατρείες (αντίστοιχες των αγίων) των Διοσκούρων, του Ηρακλή, του Ερασίνου, του Ασκληπιού και η αιγυπτιακή θεότητα του Σαράπη.

Η αρχαία ελληνική θρησκεία και φιλοσοφία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας. Ο χώρος στη συνέχεια μετατράπηκε σε εκκλησία, χριστιανικό χώρο λατρείας, για να εξαγνιστεί από τα «είδωλα», σύμφωνα με την θρησκευτική αντίληψη των εκπροσώπων της νέας θρησκείας. Ωστόσο στο θεοκρατικό Βυζάντιο, η ισορροπία του ανθρώπου με το θείο διαταράχτηκε με σοβαρότατες επιπτώσεις στην ιστορική του πορεία και εξέλιξη. Η ισορροπία «αποκαταστάθηκε» με την στροφή στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό.

Τέλος, η διαδεδομένη στα χρόνια της Τουρ­κοκρατίας αιρετική λατρεία των Μπεκτασήδων ήταν ένας συνδυασμός σιιτικών στοιχείων, χριστιανικών «αιρετικών» δοξασιών και αρχαίων διονυσιακών στοιχείων. Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι η περιοχή των Θερμών και του Θεάτρου του Άργους είναι ένας ιστορικός – ιερός χώρος και αξίζει τον έμπρακτο σεβασμό όλων.

  

Χρίστος Πιτερός,

Αρχαιολόγος Δ΄ ΕΚΠΑ

  

Πηγή


  • «Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 4, Δεκέμβριος 2008.

Read Full Post »