Νικόδημος Βρέλλος (1898-1954): Αρχιμανδρίτης, αγιογράφος, ελεήμονας και
μεγάλος ευεργέτης του Άργους.
Γεννήθηκε στον Πειραιά. Ο πατέρας του Μιχαήλ Βρέλλος ήταν Σπετσιώτης και η μητέρα του Ασπασία, το γένος Βούλγαρη, Αργειτοπούλα. Είχε έναν αδελφό, τον Ευάγγελο, μικρότερό του κατά τέσσερα έτη, ο οποίος παντρεύτηκε στο Άργος την Όλγα Μοσχόγιαννη. Ο πατέρας Μιχαήλ Βρέλλος εγκατέλειψε τον ονομαστό ελαιώνα Βρέλλου και ό λη την περιουσία του στις Σπέτσες και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου άνοιξε δύο μανάβικα σε μικρά απόσταση μεταξύ τους στα «Λεμονάδικα». Πέθανε όμως νέος, όταν τα παιδιά του ήταν 7 και 3 ετών αντίστοιχα. Γι’ αυτό και ο Νικόδημος, κατά κόσμον Γεώργιος Βρέλλος, ενώ φοιτούσε στο Α΄ Ελληνικό Σχολείο Πειραιά (αντίστοιχο προς το σημερινό γυμνάσιο) αναγκάστηκε να εργάζεται ταυτόχρονα σε εταιρεία παρασκευής χρωμάτων.
Ο Γεώργιος Βρέλλος από μικρός είχε ιδιαίτερη κλίση προς την εκκλησία και επιθυμούσε να γίνει ιερέας ή μοναχός, παρά τις αντιρρήσεις της χήρας μητέρας του. Γι’ αυτό, σε ηλικία 14 χρόνων έφυγε για το Άγιον Όρος χωρίς τη συναίνεση της μητέρας του. Εκεί έλαβε το όνομα Νικόδημος.

Νικὀδημος Βρέλλος
Από τον προσωπικό του φάκελο, τον οποίο εντοπίσαμε στα γραφεία της Ι. Μητροπόλεως Αργολίδος, προκύπτει ότι ο Νικόδημος χειροτονήθηκε διάκονος στις 12 Ιουνίου 1918 από τον Κονίτσης Παΐσιο στο Άγιο Όρος και ότι μόνασε «εις την Ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης». Όμως, η μητέρα του αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στο Άργος με το μικρότερό της γιο Ευάγγελο και παρακαλεί το Νικόδημο να έρθει μαζί της. Εκείνος υπακούει και εγκαταλείπει το Άγιον Όρος. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς, πιθανότατα το 1922 – έτος της μικρασιατικής καταστροφής – γιατί από τον προσωπικό του φάκελο πληροφορούμαστε ότι υπηρέτησε ως ιεροδιάκονος στον Άγιο Πέτρο Άργους από το 1922 έως το 1934. Την ίδια χρονιά (25-3-1934) χειροτονήθηκε πρεσβύτερος «από τον Αργολίδος Ιερόθεον εκ Ν. Σμύρνης» και «την αυτήν ημέραν ετοποθετήθη εις τον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου ως προσωρινός εφημέριος». Αργότερα (1936 και μετά) ήταν εφημέριος στον Αϊ-Γιάννη, στην Παναγία την Πορτοκαλούσα, αλλά και στον Άγιο Νικόλαο, πιθανότατα την περίοδο της κατοχής και μετά, όπως θυμούνται και μαρτυρούν τα ανήψια του και άλλοι Αργείοι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν και πάλι εφημέριος στον Αϊ-Γιάννη και λίγους μήνες πριν πεθάνει ιερουργούσε στον Άγιο Βασίλειο μαζί με τον π. Γεώργιο Πηλιαφά. Ο φάκελλός του είναι ελλιπής και δεν σημειώνονται οι αντίστοιχες χρονολογίες για τα παραπάνω, ούτε μνημονεύεται η χειροτονία του ως αρχιμανδρίτη. Όμως, η περιβολή του, τα αναγραφόμενα στον τάφο του και οι μαρτυρίες των συμπολιτών του βεβαιώνουν το βαθμό της ιεροσύνης.
Όσο μόναζε στο Άγιον Όρος, είχε την ευκαιρία ν’ αξιοποιήσει το ταλέντο του και να γίνει εξαίρετος αγιογράφος. Αρκετές εικόνες του κοσμούν εκκλησίες του Άργους και της ευρύτερης περιοχής ή ευρίσκονται σε σπίτια ιδιωτών. Πολλές από αυτές είναι ανυπόγραφες. Στην Παναγία την Κατακεκρυμμένη υπάρχει ανυπόγραφη εικόνα του Βρέλλου, στην οποία παριστάνεται ο Άγιος Πατρίκιος, Επίσκοπος Προύσης.
Όταν υπογράφει, η υπογραφή του ποικίλει: «Γεώργιος Βρέλλος ιεροδιάκονος», «Γερόντιος Νικόδημος Βρέλλος», «ΓΒ». Στον Ι. Ν. της Ζωοδόχου Πηγής Κεφαλαρίου εντοπίσαμε τρεις εικόνες ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους, τις οποίες πλαισιώνει πλατιά κορνίζα: του Μιχαήλ και Γαβριήλ (1928), του Αγίου Σώζοντος (1924) και του Αγίου Φανουρίου (1929).
Με βάση τα χρώματα, τα περιγράμματα και την έκφραση των εικονιζομένων, παρατηρούμε ότι ο Νικ. Βρέλλος προσπαθεί να ξεφύγει από τον αυστηρό ρυθμό της βυζαντινής αγιογραφίας, η οποία επιδιώκει την πνευματικότητα των μορφών με την εξαΰλωση τους. Ο Βρέλλος αναζητά πιο ανθρώπινες υπάρξεις, επιδιώκοντας την τρίτη διάσταση του βάθους και αφαιρώντας από τα πρόσωπα τη θεϊκή αυστηρότητα.
Το όνομα του Νικόδημου Βρέλλου έμεινε στη συνείδηση των Αργείων για τις μεγάλες φιλανθρωπίες του. Γνώριζε τις οικογένειες και ήξερε τις οικονομικές δυνατότητες καθεμιάς. Αγόραζε ρούχα και παπούτσια για τα γυμνά και ξυπόλητα παιδιά. Ζητούσε από τους παντοπώλες και του έδιναν ο ένας μια οκά ζάχαρη, ο άλλος μια οκά αλεύρι, ο άλλος λίγα μακαρόνια, γέμιζε τσάντες και τις έστελνε με τον νεωκόρο όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Άλλοτε έστελνε την κατσαρόλα με μαγειρεμένο φαγητό με τον ανηψιό του Πέτρο, που ήταν τότε μικρό παιδί (μαρτυρία του ίδιου).
Δεν κρατούσε για το σπίτι του ούτε ένα πρόσφορο. Τα ψυχοσάββατα φόρτωνε μια σούστα με πρόσφορα, τα οποία μοίραζε σε φτωχές οικογένειες.
Ο παπα-Νικόδημος έζησε και έδρασε σε εποχές δύσκολες. Το βιοτικό επίπεδο του λαού ήταν πολύ χαμηλό. Ιδιαίτερα την περίοδο της κατοχής αλλά και αργότερα, στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου, λίγο ψωμί ή μια γαλοπούλα τα Χριστούγεννα ή μια κατσαρόλα με μαγειρεμένο φαγητό ήταν μια ανάσα για οικογένειες που λιμοκτονούσαν. Όταν έφυγε από τούτη τη ζωή, βρέθηκαν επάνω του λίγες δραχμές, που σημαίνει πως δεν είχε πάψει να αναλώνει το μισθό του στις φιλανθρωπίες και να νοιάζεται για το ποίμνιό του, παρόλο που η ασθένειά του τον κατέτρυχε. «Κράτα κάτι και για σένα», τον παρότρυναν οι δικοί του. «Ο Θεός έχει για μένα», απαντούσε.
Ο παπα-Νικόδημος είχε κατορθώσει να έχει άριστες σχέσεις με όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις πολιτικές παρατάξεις. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι κατέφευγαν αντάρτες στο σπίτι του και κατόρθωνε μετά να τους κατευοδώνει μέχρι τον Ξεριά, ώστε να διαφύγουν προς τα βουνά, χωρίς να πέσουν σε γερμανική περίπολο. Εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα στο ακέραιο και ευσυνείδητα. Είχε κηδέψει σκοτωμένους Γερμανούς, ταγματασφαλίτες, χωροφύλακες και αντάρτες που αλληλοσκοτώνονταν στον εμφύλιο. Τους νεκρούς τους θεωρούσε ιερούς και δεν έκανε καμία απολύτως διάκριση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957 ήλθε στο Άργος πρεσβεία εκ μέρους της Δυτ. Γερμανίας, για να τον τιμήσει με παράσημο, επειδή κήδευε τους νεκρούς γερμανούς στρατιώτες με όλες τις τιμές των νεκρών (μαρτυρία Μιχ. Βρέλλου). Ο παπάς τότε δεν ζούσε. Αλλά πέραν τούτου, είχε κατορθώσει να έχει καλές σχέσεις με τους κατακτητές. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ήταν γερμανόφιλος· απεναντίας, μπορούσε να παρεμβαίνει όταν χρειαζόταν, και είχε γλιτώσει πολλούς από βέβαιο θάνατο.
Ο παπα-Νικόδημος ήταν ακέραιος χαρακτήρας και τον κοσμούσαν όλες οι χριστιανικές αρετές, γιατί έκανε πράξη τον λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι τον εκτιμούσαν, τον σέβονταν και τον εμπιστεύονταν, γιατί ήξεραν ότι δεν θα τους προδώσει ποτέ. Ταυτόχρονα ήταν και πανέξυπνος, γι’ αυτό και μπορούσε να κρατάει ισορροπίες· και αξιοποιώντας το σχήμα του, την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό εκ μέρους των κατακτητών, μπορούσε να βοηθάει τους διωκόμενους ή όσους είχαν ανάγκη. Όταν π.χ. συνόδευε κάποιον αντάρτη της εθνικής αντίστασης, κρατούσε το Άγιο Δισκοπότηρο, για να δείξει τάχα ότι θα κοινωνούσε κάποιον ετοιμοθάνατο. Η γερμανική περίπολος – αν τύχαιν ε– σταματούσε και χαιρετούσε!…
Πέθανε στο σπίτι όπου διέμενε (Υψηλάντη 30, κοντά στον Αϊ-Γιάν-νη) στις 9 Οκτωβρίου 1954 σε ηλικία 56 ετών. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν χιλιάδες άνθρωποι, που τον κατευόδωσαν μέχρι την τελευταία του κατοικία στο κοιμητήρι της Παναγιάς, τιμώντας τον καλό χριστιανό και άξιο ποιμενάρχη.
Read Full Post »