Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αχαιοί’

Η προέλευση του ονόματος ΆργοςΑπόστολος Β. Χατζηστέρης


 

Προσεγγίσεις στις πιθανές προελεύσεις και ερμηνείες της λέξης Άργος. Η διαχρονικότητα και η εμβέλεια διασποράς της ονομασίας.

 

Α. Εισαγωγή

 

«Βραχύ μοι στόμα πάντ’ αναγήσασθ’ όσων Αργείων έχει τέμενος μοίραν εσθλών…»

 «Ωστόσο η πνοή μου είναι αδύναμη όλες τις δόξες του Άργους ν’ αριθμήσω…»

(Πίνδαρος, Νεμ. 10,4)

 

Η γλώσσα που τελικά επικράτησε και μιλήθηκε στην αργειακή πεδιάδα κατά τα αρχαία ιστορικά χρόνια ήταν το ενιαίο και οργανωμένο γλωσσικό προϊόν που προέκυψε μετά τη διαχρονική φθορά της πελασγικής διαλέκτου. Τη γλώσσα αυτή έφεραν μαζί τους και χρησιμοποίησαν οι πρώτοι «γραμματισμένοι» επισκέπτες – και μετά μόνιμοι κάτοικοι- της πεδιάδας: οι Πελασγοί. [1]

Η βαθμιαία αλλοίωση της πλούσιας, σε λεξιλόγιο και εκφράσεις, ντόπιας πελασγικής γλώσσας ξεκίνησε αμέσως μετά την εμφάνιση στον κάμπο των «επικυρίαρχων» ελληνικών φίλων: [2] των Πρωτοαργείων (2300-2250 π.Χ.), των Δαναών (γύρω στο 2100 π.Χ.) και των Δωριέων (μετά το 1300 π.Χ.).

Η συνεχής «απορρόφηση» και παγίωση άφθονων λεκτικών στοιχείων και συντακτικών δομών, που ανήκαν στη γλώσσα των νεοφερμένων πρωτοελληνικών πληθυσμών, [3] «ανάγκασε» την πελασγική να «υποκύψει» και διαχρονικά να καταλήξει στην ομιλούμενη ελληνική ιδιότυπη αργείτικη διάλεκτο του 5ου π.Χ. αι.

Παράλληλα με την είσοδο των ελληνικών γλωσσικών όρων παρεισέφρησαν και «φώλιασαν» μέσα στη μάνα πελασγική και πολλά «γλωσσήματα» της σημιτικής – κυρίως της φοινικικής διαλέκτου. Ήταν το αποτέλεσμα της συχνότατης επαφής [4] – εμπορικής επικοινωνίας – του Άργους, με τους αναπτυγμένους, γλωσσικά και πολιτιστικά, ναυτικούς λαούς της ανατολικής Μεσογείου.

Έτσι, ήταν αρκετά δύσκολη η εργασία της ανακάλυψης των ορθών ριζών και ερμηνειών πολλών λέξεων, κυρίως τοπωνυμίων, της σημερινής ελληνικής γλώσσας και αρκετών της αρχαίας, χωρίς τη συνδρομή της πελασγικής ή ακόμα των σημιτικών. Δυστυχώς, η πρώτη είναι σήμερα νεκρή γλώσσα και οι άλλες δυσνόητες και δύσχρηστες για τους πολλούς. Χρειάζεται, λοιπόν, καλή διάθεση και καρτερία από τους αναγνώστες, όταν κάποιος – ειδικός στα θέματα – προσπαθώντας να εξηγήσει την προέλευση γεωγραφικών ονομάτων που συναντιούνται στην αργείτικη πεδιάδα, χρησιμοποιήσει άγνωστες ρίζες της λησμονημένης πελασγικής, μιας πανέμορφης γλώσσας, καλά κρυμμένης μέσα στον πλούσιο κόσμο του λεξιλογίου της σημερινής ελληνικής.

Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι λέξεις: Άργος, Αργώ, αργός, άργος κ.ά., που έχουν την ίδια φωνητική ή μορφολογική ομοιότητα «σημαίνοντος», αλλά διαφέρουν αισθητά στη σημασία (διαφορά «σημαινομένου»). Το ιδιότυπο αυτό γλωσσικό φαινόμενο, ειδικά για την προηγούμενη ομάδα λέξεων, έχει τις αρχές του στην ευρεία πελασγική γλώσσα [5] και στις δυσδιάκριτες γραμματικές διαφορές ορισμένων λεκτικών ριζών της.

Η δομή του κειμένου της μελέτης αρχίζει με την παράθεση αρχαίων τόπων και κύριων ονομάτων που συγκροτούν μια πλήρη συλλογή λέξεων μονών ή διπλών, στην αναφορά των οποίων απαντιέται το όνομα Άργος.

Ύστερα «ο καπετάνιος ανοίγεται σε βαθύ και ταραγμένο πέλαγος», όπως μπορεί να περιγράφει μια δυσχερής προσπάθεια προσέγγισης, διαλογής και παρουσίασης της γλωσσολογικής ερμηνείας άγνωστων λεκτικών ριζών της πελασγικής, από τις οποίες προέρχεται πλήθος συναφών λέξεων, ομόηχων και ομοιότυπων με το μόρφωμα ΑΡΓΟΣ, αλλά εντελώς διαφορετικής προέλευσης και σημασίας.

Στη συνέχεια της μελέτης «ο καπετάνιος ξαναγυρίζει στο απάνεμο, γαληνεμένο και οικείο λιμάνι», καθώς παρατίθενται όλες οι γραπτές μαρτυρίες, διαλεγμένες με προσοχή μέσα από την πλουσιοπάροχη σε πληροφορίες αρχαία ελληνική γραμματολογία, στις οποίες διαιωνίζεται η λέξη Άργος. Η ενότητα αυτή θα αποτελέσει το πιο ενδιαφέρον και ευχάριστο κομμάτι της εργασίας. Αμέσως θα γίνει αντιληπτή η εμβέλεια διάχυσης της φήμης του μυθικού ονόματος και διάδοσης της δόξας των ηρωικών τέκνων του δικού μας Άργους αυτής της δόξας που έφτασε, μυθοπλασμένη και χιλιοτραγουδισμένη, στα παράλια της Μικρασίας και μετασχηματίστηκε πάνω στη γραφίδα του χαρισματικού Ομήρου σε γραπτό ποιητικό λόγο και ειδικότερα στην Ε ραψωδία (Διομήδεια) της Ιλιάδας.

Στο τελείωμα της έρευνας θα εφαρμόσουμε την αρχή του εκλεκτικισμού. Θα διαλέξουμε δηλαδή ως πιθανότερη ερμηνεία, για το όνομα της περιοχής που κατοικούμε σήμερα, την πιο ταιριαστή ιδεατή συναρμογή με τη φυσική τοπογραφική θέση της πανάρχαιας πόλης: αυτής που χαρακτηρίστηκε σαν το «Ήρας θεοπρεπές δώμα» [6] και στολίστηκε με τόσα άλλα επίθετα, το ξακουστό ΑΡΓΟΣ.

Σκοπός αυτών των ερευνών είναι ένας και μόνος: η ενημέρωση των κατοίκων και φίλων της πόλης του Άργους για καθετί που αφορά την προϊστορία και ιστορία της. Ειδικότερα αυτή η μελέτη στοχεύει στην άντληση πληροφοριών, μυθικών ή ιστορικών, μέσα από ένα λαβύρινθο αναζήτησης της πιθανότερης προέλευσης του ονόματος ΑΡΓΟΣ.

 

Φανταστική απεικόνιση του Άργους. Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.

 

Β. Η συλλογή

  1. Οι τόποι

 

«Το δε Άργος τούτον τον χρόνον προείχε άπασι των εν τη νύν Ελλάδι καλεσμένη χώρη» [7]

 «Αυτά τα χρόνια το Άργος ήταν η πρώτη πόλη από εκείνες που βρίσκονται σήμερα στον τόπο, ο οποίος ονομάζεται Ελλάδα.»

 (Ηρόδοτος, Κλειώ ΑΙ)

 

Αγγίζοντας το τελείωμα του 17ου αιώνα, η ακμή του προϊστορικού Άργους έφθασε στην κορύφωσή της. Στα χρόνια αυτά, που ο μύθος ήθελε να βασιλεύει ο τελευταίος Ιναχίδης βασιλιάς Γελάνορας, η φήμη του ονόματος της πόλης επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον τότε γνωστό ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο, λες και όλη η Ελλάδα ήταν μια επικράτεια με μητρόπολη το Άργος. Για την εποχή αυτή οι σύγχρονοι ιστορικοί – ερευνητές επιμένουν ότι πρέπει να επικράτησε γεωγραφική σύγχυση, από τους αρχαίους ιστορικούς της κλασικής εποχής, ως προς την πιστοποίηση και τον εντοπισμό αρκετών πόλεων και τοποθεσιών που είχαν άμεση σχέση με το μυθικό Άργος. Η αιτία ήταν ότι η ονομασία έχασε την εντοπισμένη γεωγραφική σημασία της και σήμαινε οποιοδήποτε σημείο από το Ταίναρο μέχρι τη Μακεδονία. Η φήμη εντάθηκε τόσο, ώστε κατάφερε να «διασχίσει» ανέγγιχτη ακόμα και αυτή την ένδοξη μυθική εποχή των γειτονικών Μυκηνών.

Ενισχύθηκε πάλι τη γεωμετρική εποχή, από τους Αργείους Δωριείς και «ταξίδεψε» αλώβητη στο περιβάλλον της Μικρασίας. Εκεί ο φωτισμένος νους των Ιώνων ποιητών έπλασε τα ενθυμήματα της αργειακής παράδοσης και από προφορικό λόγο τα διαμόρφωσε σε γραπτά αιώνια αριστουργήματα.

Την ίδια σχεδόν εποχή του 8ου π.Χ. αιώνα, η «χρυσή» εποχή του Φείδωνα και η εκτεταμένη επικράτεια του Άργους με τα ασαφή σύνορά της επέτειναν τη γεωγραφική σύγχυση. Έτσι είναι εντελώς φυσιολογικό το γεγονός ότι τα μισά σχεδόν έργα των κλασικών του 5ου π.Χ. αιώνα περιέχουν στις υποθέσεις τους «έργα και ημέρες» από τα μυθικά αριστουργήματα των μυθοπλαστών Αργείων Δωριέων. Λίγο αργότερα, η «σκαπάνη» του Μ. Αλεξάνδρου αποκάλυψε ομώνυμες με το Άργος πόλεις στις εσχατιές της Περσίας.

Η πληθώρα των τόπων, που σαν γεωγραφικοί όροι περιέχουν τη λέξη Άργος, συγκεντρώνεται σε μια συλλογή, όπου καταγράφονται με συντομία δύο πληροφορίες: ο εντοπισμός της περιοχής και η πιθανή χρονολογία πρώτης αναφοράς της. Είναι αμέσως φανερή η δύναμη ακτινοβολίας του ονόματος στα πέρατα, σχεδόν, του γνωστού τότε αρχαίου κόσμου.

  1. Η μητρόπολη της Αργολίδας. Μυθικά χρόνια.
  2. Αμφιλοχικόν Άργος, η μητρόπολη της ευρύτερης Αιτωλίας. Μυθική αποικία.
  3. Αχαϊκόν Άργος, ολόκληρο το κράτος του Αγαμέμνονα ή το σύνολο της αχαϊκής Πελοποννήσου. Ομηρικά χρόνια.
  4. Πελασγικόν Άργος, το κράτος του Αχιλλέα ή ολόκληρη η πεδινή Θεσσαλία. Ομηρικά χρόνια.
  5. Πόλη στο νησί Νίσυρο. Αποικία του 9ου π.Χ. αιώνα.
  6. Άργος των Πελασγών, πόλη στο νησί Κάλυμνος. Αποικία του 9ου π.Χ. αιώνα.
  7. Ίππιον Άργος, πόλη της Απουλίας του Λατίου (Ιταλία). Αποικία του 9ου π.Χ. αιώνα.
  8. Πόλη στο νησί των Φαιάκων. Αποικία του 9ου π.Χ. αιώνα.
  9. 0ρεστικόν Άργος, μητρόπολη της μακεδονικής Ορεστείας, 7ος αι. π.Χ.
  10. Πόλη της Κιλικίας (Μ. Ασία). Αποικία του 6ου π.Χ. αιώνα.
  11. Πόλη της Καρίας (Μ. Ασία). Αποικία του 6ου π.Χ. αιώνα.
  12. Πόλη της Τροιζηνίας. Αποικία του 6ου π.Χ. αιώνα.
  13. Ορεινό φρούριο της Καππαδοκίας (εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου), 4ος π.Χ. αιώνας.
  14. Αρκετές πόλεις στις εσχατιές της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου (γραπτές αναφορές των ιστοριογράφων που τον ακολούθησαν), 4ος π.Χ. αιώνας.
  15. Πόλη της Λοκρίδας. Αποικία, αβέβαιης χρονολόγησης.

  

  1. Τα κύρια ονόματα

 

«…Χάριτες,… Άργος υμνείτε. Φλέγεται δ’ αρεταίς μυρίαις, έργων θρασέων ένεκεν…» [8]

 «…Υμνείστε, ω Χάριτες, το Άργος. Δόξα άσβηστη καταυγάζει, χάρις στα κατορθώματα των μυριάδων πάντολμων τέκνων του…»

(Πίνδαρος, Νεμ. 10,2)

 

Στην εκτενέστατη μυθοπλασία και μυθογραφία, όπου συγκεντρώνεται ο πλούτος των παραδόσεων της Αργείας γης, συναντιούνται αρκετά κύρια ονόματα της ίδιας φωνητικής απόδοσης με τη λέξη Άργος αλλά με διαφορετική σημασία. Τα πρόσωπα αυτά πρωταγωνιστούν στα ανθολογήματα των μύθων που πλάστηκαν και διατηρήθηκαν από τους αγαθούς κατοίκους του αργειακού κάμπου, πριν ο ορθός λόγος τιθασεύσει τις υπέρμετρες φαντασιώσεις τους.

Η ταξινόμηση που ακολουθεί καταγράφει τα πρόσωπα αυτά και τα εκλεκτότερα μυθολογήματα που σχετίζονται με την παραμυθένια παρουσία τους. Η ετυμολόγηση των ονομάτων είναι κύριο θέμα έρευνας της επόμενης ενότητας.

α) Ο μυθικός βασιλιάς Άργος, ο τέταρτος στη σειρά του γένους των Ιναχιδών και ευεργέτης του λαού του Άργους. «Εκόμισε» από την εξωτική Αφρική το σπόρο του σταριού. «Εδίδαξε» το ψήσιμο του ψωμιού, το ημέρωμα των άγριων αλόγων των φερμένων από τη γη της Θεσσαλίας, τη συστηματοποίηση της κτηνοτροφίας και την τέχνη παρασκευής των προϊόντων της.

Η εποχή του «κατοπτρίζει» τη χρυσή εποχή της ακμής του μεσοελλαδικού Άργους και την αρχή της εμπορικο-πολιτιστικής σύνδεσής του με τους προηγμένους ναυτικούς λαούς της σημιτικής Ανατολής.

β) Ο Πανόπτης Άργος, ο μυθικός και ταγμένος φύλακας της Ιώς, της μο­ναχοθυγατέρας του μελαψού βασιλιά – θεού Ινάχου. Ανθρωπόμορφο, μελανό – δερμο τέρας, με χίλια φωτεινά μάτια, ακολουθούσε πιστά και παντού την κόρη, παρατηρώντας τα πάντα.

Η ανεξάντλητη απλοϊκή φαντασία των μυθοπλαστών κατοίκων της πλούσιας αργείτικης πεδιάδας «ζωγράφισε» τον τετράμορφο Πανόπτη Άργο πανομοιότυπο με το σκοτεινιασμένο ουράνιο θόλο τον γεμάτο αστροήλιους. Ο έναστρος ουρανός πάντα «προστατεύει» και «ορίζει» τη μηνιαία τροχιά και τις φάσεις της ποικιλόμορφης Ιώς, της φεγγαροθεάς των προϊστορικών Αργείων. Φαίνεται ότι ο μύθος του Πανόπτη Άργου «αντιφεγγίζει» κάποιες εμπειρικές αστρονομικές παρατηρήσεις των Αργείων αστρομαντών εκείνης της μυθικής εποχής.

γ) Ο Βουκόλος Άργος, ο απλοϊκός και αγαθός, προϊστορικός κάτοικος του κάμπου, που καταγινόταν με τις αγροτικές και κτηνοτροφικές φροντίδες. Ήταν, φαίνεται, το άλλο όνομα του γηγενή, του αυτόχθονα, που ζούσε έξω από το συνοικισμό του προϊστορικού Άργους, στα βοσκοτόπια της πεδιάδας.

Το όνομα αντιπροσωπεύει τον πληθυσμό του προελληνικού φύλου των Πελασγών που διαβιούσε στην ύπαιθρο, απομονωμένο και παραγκωνισμένο από τις οργανωμένες ομάδες των πρωτοελλήνων Αργείων. Αυτών που διεύρυναν τους οικισμούς στην πλούσια πεδιάδα και συστηματοποίησαν, με τους δικούς τους κανόνες, την πρωτοελληνική αργείτικη κοινωνία.

δ) Ο ναυπηγός Άργος, ο ξυλουργός κατασκευαστής της ταχύπλοης Αργώς. Μυθικός Αργείος θαλασσομαραγκός, έτρεξε στο κάλεσμα του Θεσσαλού πρίγκιπα Ιάσονα, σκαρώνοντας το πανάλαφρο πλεούμενο που πήγε και γύρισε τους Αργοναύτες από τη μακρινή μαυροθαλασσίτικη Κολχίδα.

Ο πρωτομάστορας Άργος εκπροσωπεί τους φημισμένους Αργείους τεχνίτες κι εργάτες της θάλασσας και την αξεπέραστη γνώση τους στη ναυπηγική τέχνη. Συγχρόνως αποκαλύπτει τα μυστικά της ευδοκίμησης του θαλάσσιου εμπορίου στο μεσοελλαδικό Άργος, που δεν ήταν άλλα από τον ικανότατο στόλο των ελαφρών πλοιαρίων και τις παράτολμες μετακινήσεις του στους εμπορικούς σταθμούς – λιμάνια των νησιών του Αιγαίου και των ακτών της Ανατολής. Εκεί οι Αργείτες εμποροκαπετάνιοι αντάλλασσαν τα φυσικά προϊόντα της πλούσιας αργειακής πεδιάδας και τα χειροτεχνήματα των στοιχειωδών βιοτεχνιών της πόλης και γύριζαν πίσω με τα αμπάρια γεμάτα με όλων των ειδών τα πολιτιστικά αγαθά της εξωτικής χώρας του Λεβάντε.

ε) Ο τετράποδος Άργος, ο μυθικός λευκόθωρος και ταχύτατος σκύλος του Οδυσσέα. Η καταγωγή του ονόματος και η προκύπτουσα σημασία του παρατίθενται στην επόμενη ενότητα.

 

Φανταστική απεικόνιση της πόλης του Άργους, Nicolas Gerbel, 1545.

 

Γ. Οι πιθανές προελεύσεις και ερμηνείες 

  1. Οι πελασγικές ρίζες

 

«Δαναός ο πεντήκοντα θυγατέρων πατήρ ελθών εις Άργος, ώκισ’ Ινάχου πό­λιν, Πελασγιώτας δ’ ωνομασμένους το πριν Δαναούς καλείσθαι νόμον έθηκαν Ελλάδα… [9]

 «Ο Δαναός, ο πατέρας με τις πενήντα κόρες, φτάνοντας στο Άργος παρέμεινε στην πόλη του Ινάχου, γι’ αυτούς, μάλιστα, που τους ονόμαζαν Πελασγούς λένε ότι εφάρμοσαν κανόνες (νόμους) στην Ελλάδα, προτού φανούν οι Δαναοί (οι Πρωτοαργείοι Έλληνες)…»

 (Στράβων Γεωγραφικά 2,21)

 

Η εργασία αναζήτησης των πιθανών προελεύσεων του ονόματος ΑΡΓΟΣ ήταν ορθό να αρχίσει από ρίζες λέξεων της μητρικής πελασγικής γλώσσας. Η επίπονη και επίμονη έρευνα αποκάλυψε διαχρονικές αλλοιώσεις κάποιων πρότυπων – αρχέγονων – ριζών, που προκάλεσαν λεκτικές διασπορές -μορφήματα- και διάφορες καταληκτικές σημασίες, αλλά και συνυπάρξεις εννοιών.

Το αποτέλεσμα της μακρόχρονης μελέτης ήταν, απρόσμενα, ανώτερο από το αναμενόμενο. Αναδύθηκαν και διαχωρίστηκαν όλα τα παρακλάδια – διασπορές – της λέξης που σχημάτισαν τις συλλογές των γεωγραφικών όρων και κύριων ονομάτων και καταχωρήθηκαν στην προηγούμενη ενότητα.

Οι παραλλαγές των ριζών που αναφέρονται, αριθμημένες, στη συνέχεια του κειμένου είναι απαλλαγμένες από πρόσθετα δυσνόητα γλωσσολογικά – σημασιολογικά στοιχεία. Υπάρχει μόνο μια μικρή επέκταση στα συμπεράσματα που προέκυψαν, που όλα όμως σχετίζονται με το κύριο θέμα της μελέτης. Οι επεξηγήσεις ήταν αναγκαίες, ώστε να καταφανεί η μοναδική ικανότητα της ζωντανής ελληνικής γλώσσας να παραλαμβάνει έτοιμη την πρώτη γλωσσική ύλη, να μεταπλάθει, μετασχηματίζει και ενδύει μία και μοναδική ρίζα με τόσους τρόπους, που να προκύπτουν διάφορες λέξεις με χωριστές και ευδιάκριτες έννοιες, χωρίς αοριστίες και αμφιβολίες στην έκφραση και γραφή τους.

  1. Από τη ρίζα «άργκι-ου» = έδρα βασιλιά, πρωτεύουσα χώρας, μητρόπολη, προέρχεται το όνομα «Άργος», που δόθηκε στις μεγαλύτερες σε πληθυσμό και όνομα πόλεις ξεχωριστών τόπων και επικρατειών στον ελλαδικό χώρο (Αμφιλοχικό, Ορεστικό κ.α.), αλλά και έξω απ’ αυτόν (Άργος στην Καρία, Κιλικία κ.α.). Την ίδια καταγωγή έχει και το όνομα του Άργου, του μυθικού βασιλιά της πανάρχαιας μητρόπολης της Αργολίδας.
  2. Από τη ρίζα «άρκ-ου» = αγρυπνώ, ξενυχτώ, κρατάω ανοιχτά τα μάτια, προέρχεται το όνομα του «Πανόπτη Άργου», του φύλακα της Ιώς, με τα μύρια μάτια, αλλά και το όνομα «Αργειφόντης» που δόθηκε στο θεό Ερμή, όταν σκότωσε τον Άργο τον Πανοραματικό (Πανόπτη) και απάλλαξε την Ιώ.
  3. Από τη ρίζα «Ηάρκ-ου» = αεικίνητος, ταχύς, ευέλικτος, ζωηρός, προέρχεται το όνομα του «Άργου», του πιστού σκύλου του Οδυσσέα, καθώς και η ονομασία της ταχύπλοης και ανάλαφρης «Αργώς» των Αργοναυτών.

Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη «αργός», που στην αρχαία ελληνική σήμαινε το ζωηρόχρωμο, λαμπρό, στιλπνό, λευκόθωρο, άσπρο. Από εδώ προέρχεται η λέξη «άργυρος», μέταλλο ανοιχτόχρωμο, ακτινοβόλο, σχεδόν λευκό, αλλά και το ρήμα «αργαίνω» που στην αρχαία ελληνική σήμαινε λευκαίνω, ασπρίζω. Πρόσφατα, σε έγκυρο λεξικό, καταχωρήθηκε η άποψη ότι η ονομασία του προϊστορικού οικισμού του Άργους οφειλόταν στη «λευκή» απόχρωση που έπαιρνε ο κάμπος από τα απλωμένα στάχια τον καιρό του θερισμού. Το στοιχείο αυτό έρχεται σε αντίθεση με το πανέμορφο επίθετο «πολύπορος» (ξανθοκόκκι­νος), που δόθηκε στην πεδιάδα τα αρχαία χρόνια, δανεισμένο από το χρώμα των μεστωμένων σιταγρών (Ιλιάδα Ρ 756 και Αισχύλος, Ικετ. 555).

Οι προηγούμενες – φαινομενικά ξεχωριστές – έννοιες των λέξεων «ταχύς» και «λαμπρός» είναι πρακτικά συναφείς. Αρκεί να ανατρέξουμε στο γνωστό οπτικό φαινόμενο, όπου ένα σώμα ταχύτατα κινούμενο «φαίνεται» κα ξανοίγει το χρώμα του και στιγμιαία να απαστράπτει με συνεχή και έντονη οπτική εντύπωση.

      4. Από τη ρίζα «Fάργ-ου» = ευρύς χώρος, ομαλός τόπος, πεδιάδα, (οι ρηματικοί τύποι πλαταίνω, εκτείνομαι, ευρύνω, εξομαλύνω) προέρχεται το ρήμα της αρχαίας ελληνικής «ορέγω»* που σήμαινε την ευρεία πεδιάδα, την εκτεταμένη πεδινή χώρα.

Από την ίδια ρίζα προέρχεται και το επίθετο «άργος», που στην αρχαία ελληνική σήμαινε ο πεδινός, ο ομαλός, ώστε μερικοί ερευνητές να το σχετίζουν με τη λέξη «αγρός» ή «αγρότης». Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η θέση της σημασίας που είχε το κύριο όνομα του Βουκόλου Άργου, δηλαδή του αγρότη, του γεωργοκτηνοτρόφου.

  1. Από τη ρίζα «όργκι-ου»= αλιεύς, θαλασσινός, ασχολούμενος με τη ναυτιλία, προέρχεται ο «Άργος» ο ναυπηγός και επιβάτης της «Αργώς» των Αργοναυ­τών και «εκπρόσωπος» των ναυτικών – κατασκευαστών του ευκίνητου αργείτικου εμπορικού στόλου των μεσοελλαδικών χρόνων με τα λιγόβαρα σκαριά.

*=εκτείνω. Επίσης και ο γεωγραφικός όρος Φρυγία

 

  1. Η διχοστασία της ερμηνείας κάποιων γεωγραφικών επιθέτων.

 

«Άργος, άειδε θεά πολυδίψιον ένθεν άνακτες…»[10]

 «Τραγούδα θεά το πολυδιψασμένο Άργος, απ’ όπου βασιλιάδες (ξεκίνησαν)…»

(Αισχύλος, Επτά επί Θήβας 35)

 

Η ερμηνεία των περισσότερων γεωγραφικών επιθέτων που συνοδεύουν τη λέξη ΑΡΓΟΣ φαίνεται να συμφωνεί με την περίπτωση Γ(1), που αναπτύχθηκε στην προηγούμενη ενότητα. Όμως, οι γραπτές μαρτυρίες της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας περιέχουν ορισμένα από αυτά που προκάλεσαν διάσταση απόψεων σχετικά με τον εντοπισμό και το γεωγραφικό προσδιορισμό των συγκεκριμένων τόπων, στους οποίους αναφέρονται. Μετά το πεδίο της αναζήτησης και διασάφησης ακολουθεί η παράθεση των σπουδαιότερων περιπτώσεων και οι διάφορες απόψεις που διατυπώθηκαν για καθεμιά.

α) Η πανελλαδική διασπορά της φήμης του Άργους, όπως έφτασε στην Ιωνία, φαίνεται ότι παρέσυρε ακόμα και τον πολυταξιδεμένο Όμηρο. Ο εμπνευσμένος ποιητής, σε αρκετά σημεία των επών του, εκθειάζει το Άργος και το αναγορεύει σε μητρόπολη ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας, τους Αργείους μάλιστα σε αντιπροσώπους της ελληνικής φυλής. Δικαιολογημένα, λοιπόν, η παράδοση τον ήθελε να κατάγεται από το Άργος ή τουλάχιστον να επισκέφθηκε τα χώματά του. Θαμπωμένος από το φως και τη δόξα της πόλης, παραδέχτηκε σε πολλά σημεία του κειμένου των επών ότι οι έννοιες Άργος και Ελλάδα ήταν ταυτόσημες γεωγραφικά και εθνολογικά.

Αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι η λέξη ΑΡΓΌΣ καταμετρήθηκε εκατοντάδες φορές, ενώ η λέξη Ελλάδα μόνο δύο (οι Έλληνες αναφέρονται ως θεσσαλικά φύλα). Έτσι, όταν αναφέρεται η λέξη, παράλληλα αναδύεται το πρόβλημα προσδιορισμού του τόπου που υπονοείται γεωγραφικά. Η δυσκολία είναι εντονότερη, όταν το κείμενο δεν ακολουθείται από συνοδευτικά επικουρικά στοιχεία άμεσου εντοπισμού του τόπου. Το φαινόμενο επαναλαμβάνεται πάμπολλες φορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, από τα πιο εντυπωσιακά, είναι το παρακάτω. Στην Οδύσσεια (α 282-384) η Πηνελόπη υπενθυμίζει προς τον ποιητή και υμνωδό Φήμιο: «η δόξα του Οδυσσέα είναι απέραντη, απλωμένη στην Ελλάδα και μέσα στο Άργος». Οι ομηριστές φιλόλογοι, μετά από πολλές διαβουλεύσεις, δέχτηκαν ότι ο όρος Άργος δήλωνε ολόκληρη την Πελοπόννησο, οπότε Ελλάδα ήταν ο υπόλοιπος ελλαδικός χώρος.

β) Στην Ιλιάδα αναφέρεται ο γεωγραφικός όρος «Πελασγικόν Άργος»: «… όσσοι το Πελασγικόν Άργος έναιον:.. [11] …των αύ πεντήκοντα νεών ήν αρχός Αχιλλεύς»… [12]

Ο εντοπισμός της τοποθεσίας, που όριζε αυτός ο όρος, προκάλεσε ατέλειωτες συζητήσεις μεταξύ των φιλολόγων ομηριστών. Μερικοί δέχτηκαν την εξήγηση Γ(1)1, οπότε το Πελασγικό Άργος πρέπει να σήμαινε την πρωτεύουσα, την έδρα των Πελασγών που είχαν αρχηγό – ηγεμόνα τον Αχαιό Αχιλλέα, κάποια πόλη δηλαδή της Θεσσαλίας, ίσως κοντά στη σημερινή Λάρισα.

Άλλοι προτίμησαν την ερμηνεία Γ(1)4 ως λογικότερη, οπότε ο όρος παρέπεμπε στη θεσσαλική πεδιάδα ή σε ολόκληρη την αχαϊκή πεδινή επικράτεια του Αχιλλέα κάπως νοτιότερα της Θεσσαλίας.

Οι υπόλοιποι θεώρησαν τον όρο δανεικό, προερχόμενο από το Άργος της Πελοποννήσου. Στήριξαν την άποψή τους στο γεγονός ότι εκτός του Ομήρου και ο τραγικός Ευριπίδης, πολύ αργότερα στην τραγωδία «Φοίνισσαι», [13] ανέφερε το όνομα με σαφή υπόδειξη την πατρίδα των «Εφτά Πολέμαρχων», το Άργος: «Άργος ώ Πελασγικόν, δειμένω τάν σάν αλκάν και το θεόθεν… [14]». (Ευριπ. Φοίνισσαι 256-257).

Μία άλλη αναφορά του όρου «Πελασγικόν Άργος» περιέχεται σε αυθόρμητο(;) χαρακτηρισμό – απάντηση που χρησμοδότησε το μαντείο των Δελφών, ο οποίος τοποθετούσε στην πρώτη θέση την πολεμικότητα των Αργείων:

«Γαίης μέν πάσης τό Πελασγικόν Άργος άμεινον…» [15] (Πυθία)

Στο επίθετο αναγνωρίζεται αναμφίβολα το δωρικό Άργος της Πελοποννήσου.

 Τέλος, ο Στράβων, προσδιορίζοντας τους τόπους κατοικίας των Πελασγών στον ελλαδικό χώρο, πήρε ξεκάθαρη θέση στον εντοπισμό του «Πελασγικού Άργους» και καθόρισε ότι: «…και το Πελασγικόν Άργος ή Θετταλία λέγεται, το μεταξύ των εκβολών τού Πηνειού και των Θερμοπυλών, έως της ορεινής της κατά Πίνδον…» (Στράβων, Γεωγραφικά 2,21).

γ) Στο περιεχόμενο των ομηρικών επών συναντιέται και ο όρος «Αχαϊκόν Άργος». [16] Φαίνεται ότι ο χαρισματικός ποιητής υποχρεώθηκε να «επινοήσει» αυτό το επίθετο για διάκριση από το «Πελασγικόν», μιας και ο εντοπισμός της τοποθεσίας είναι εντελώς διαφορετικός. Με τον όρο «Αχαϊκόν Άργος» ο Όμηρος εννοεί τη μυκηναϊκή επικράτεια του βασιλιά Αγαμέμνονα ή ολόκληρη την αχαϊκή Πελοπόννησο.

 Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς (1ος π.Χ. -1ος μ.Χ. αι.) μιμήθηκε τον Όμηρο, καθώς αναφέροντας τον όρο Αχαϊκό Άργος εδήλωνε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Όμως, συγχέοντας τα πράγματα, όρισε τη γη του Πέλοπα ως κοιτίδα των αρχέγονων προελλήνων Πελασγών: «…ούτοι αυτόχθονες όντες ώκησαν το πρώτον το Αχαϊκόν Άργος … μετέπειτα δε Θεσσαλίαν … πολλής και αγαθής χώρας κρατήσαντες…» (Διον. Αλικαρν., Ρωμαϊκή Αρχαιολογία α 11-26)

δ) Πολύ σπάνια συναντιέται και το επίθετο «Αργόλας», [17] που σήμαινε τον Αργείο στρατιώτη ή ολόκληρο τον αργειακό στρατό.

ε) Μοναδική πληροφορία για τη γραφή του ονόματος Άργος εκτός της επικράτειάς του μας παρέδωσε ο Στράβων. [18] Περιδιαβαίνοντας τα μέρη της Στερεάς Ελλάδας, συνάντησε στη Λοκρίδα τη Φαρυγεία, αργειακή αποικία. Συγκεκριμένα έγραψε (1ος αι. π.Χ.): «…καλείται δε νυν Φαρύγαι ίδρυται δ’ αυτόθι Ήρας Φαρυγαίας ιερόν από τής έν Φαρύγαις τής Αργείας καί δή καί αποικοί φασιν είναι τών Αργείων». [19]

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι παλαιότερα (6ος π.Χ. αι.) η λέξη Άργος γραφόταν ως «Fάργ-ος» και η αργεία Ήρα «Fαργ-εία». Στα κατοπινά χρόνια η μορφή αυτή καταργήθηκε στη μητρόπολη, καθώς η εξέλιξη της γραφής συνεχίστηκε, για να καταλήξει στην ιδιωματική αργείτικη γραφή του 4ος π.Χ. αι. Όμως, στις αποικίες οι μεταλλαγές στο γράψιμο ήταν σχεδόν μηδενικές, ακόμα και μέχρι τα χρόνια του Στράβωνα αι. π.Χ.).

 

Δ. Η ολοκλήρωση

Η εκλογή

 

«…Αργείος ανακαλούμενος…»[20]

  «…Αργείος ονομαζόμενος (καταγόμενος από το Άργος)…»

 (Σοφοκλής, Ηλέκτρα 683)

 

Το τελείωμα της επίμονης αναζήτησης και του μακρόχρονου στοχασμού για το ξεδιάλεγμα των ορθών ριζών και ερμηνειών της λέξης ΑΡΓΟΣ, αποκάλυψε ένα δαιδαλώδες δημιούργημα απόψεων και συμπερασμάτων, ένα πολύπλοκο λεκτικό κατασκεύασμα. Διαφορετικές μορφές γραφών και γλωσσικών προελεύσεων, πάντα διανθισμένων με ελκυστικές ερμηνείες και εξωτικές προσεγγίσεις.

Η ερώτηση είναι αυθόρμητη: «Ποια απ’ όλες τις ερμηνείες ταιριάζει για το δικό μας Άργος;» Η απόκριση είναι μοναδική και απρόβλεπτη:«Όλες!» Αναλύοντας τις συνθήκες ίδρυσης του προϊστορικού συνοικισμού και ακολουθώντας τη διαιώνιση της μυθικής και ιστορικής πορείας της πανάρχαιας πόλης, διαπιστώνουμε ότι σχεδόν όλες οι απόψεις συνδυάζονται και συναρμόζονται με κάποιο ή κάποια από τα μυθιστορικά γεγονότα στη μακραίωνη ύπαρξή της. Οι ελάχιστες που παρεκκλίνουν ανταποκρίνονται ακριβώς στις μορφές της φυσικογεωλογικής τοποθεσίας της.

Περιορίζοντας τη γενικότητα της ερώτησης, η μετατροπή της είναι ριζική: «Ποια περίπτωση αξιολογείται ως πιθανότερη;» Το μοναδικό σίγουρο βοήθημα και μέσο επιλογής είναι το αλάνθαστο κριτήριο που παρέχει η παρατήρηση του επικρατέστερου γεωγραφικού γνωρίσματος του γύρω χώρου. Απ’ όλες τις αισθήσεις η όραση είναι εκείνη που καθοδηγεί και καθορίζει με βεβαιότητα. Είναι αυτή που διεγείρει, στο μεγαλύτερο βαθμό, το μηχανισμό της νόησης και τον αναγκάζει να καταλήξει στην ολοκλήρωση της γνώσης: ΑΡΓΟΣ = ΠΕΔΙΑΔΑ. Τελική επιλογή η περίπτωση Γ(1)4.

Πράγματι το εντυπωσιακότερο γεωλογικό στοιχείο στον περιβάλλοντα χώρο του διαχρονικού Άργους ήταν και είναι η πανέμορφη πεδιάδα του, αυτή που ο χαρισματικός Μικρασιάτης ποιητής στόλισε με τον επινοηματικό χαρακτηρισμό: «ούθαρ αρούρης», [21] δηλαδή «μαστάρι της γης» (ζωοδότρα γη).

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Το ινδοευρωπαϊκό φύλο των Πελασγών πρωτομπήκε στην αργειακή πεδιάδα γύρω στο 2800 π.Χ., με τελευταίο σταθμό και αρχή διασποράς στον ελληνικό χώρο τον κάμπο της σημερινής Θεσσαλίας. Ήταν λαός συγγενής των πρωτο­ελληνικών φύλων.

[2] Χατζηστέρης Α., «Τα προ των Αχαιών Ελληνικά Φύλα στην Αργειακή Πεδιάδα» Μελέτη υ.έ., ΑΡΓΟΣ 2003.

[3] Οι Αχαιοί – ινδοευρωπαϊκό ελληνικό φύλλο – άρχισαν, πολύ αραιά στην αρχή, να εμφανίζονται στον κάμπο μετά το 1900 π.Χ., διαβαίνοντας τα βόρεια στενά και δύσβατα περάσματα του όρους Τρητού και εγκαταστάθηκαν στα ΒΑ της πεδιάδας. Εκεί, θεληματικά απομονωμένοι, τελειοποίησαν την ελληνική «μυκηναϊκή» γλώσσα, την οποία, από το 1550 π.Χ. περίπου, άρχισαν να αποτυπώνουν στις «οικονομικο-απογραφικές» πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής τους. Το γειτονικά «άσπονδο» Άργος φαίνεται ότι δεν επηρεάστηκε γλωσσικά από τους «νεόκοπους» πολιτιστικά Μυκηναίους, ακόμα και στα χρόνια της «πολύχρυσης Μυκήνης». Την εποχή αυτή στο Άργος μιλιόταν ένα παρεφθαρμένο κατάλοιπο της πελασγικής, ενισχυμένο έντονα με άφθονα στοιχεία της πρωτοελληνικής γλώσσας.

[4] Οι επαφές του Άργους και των λαών του Λεβάντ(ε) άρχισαν με την αρχή της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές κορυφώθηκαν γύρω στο 1700 π.Χ.

[5] Περισσότερες λεπτομέρειες: Ελευθεριάδης Ν.Π. «Η Πελασγική Ελλάς», ΑΘΗΝΑΙ 1931.

[6] Πίνδαρος, Νεμ. 10,2 Ο πολυταξιδεμένος στο Άργος λυρικός ποιητής (522-442 π.Χ.) «χαρίζει» στην πόλη ομορφοπλασμένα κοσμητικά επίθετα, τονίζοντας τη θεόσταλτη αγάπη της προστάτιδάς της Ήρας. Χαρακτηρίζει την πόλη ως κατοικία της θεάς, εννοώντας το ναό του Ηραίου, όπου η Ήρα λατρευόταν με τελετές αντάξιες της θεϊκής καταγωγής της.

[7] Ο Ηρόδοτος (485 – μετά το 425 π.Χ.) εγκωμιάζει το Άργος και τη φήμη του, αναπολώντας τα χρόνια της ύστερης μεσοελλαδικής εποχής (1750-1600 π.Χ.), όταν η πόλη έφτασε σε μεγάλο βαθμό ανάπτυξης. Η περιεκτική σε μυθοπλασίες αργειακή παράδοση μας πληροφορεί ότι η καταγωγή των περισσότερων ηγεμόνων των ελληνικών πόλεων, καθώς και πολλών των εκτός της Ελλάδας λαών, ήταν την εποχή αυτή από το Άργος. Η πρώιμη σχέση της πόλης προς όλες τις κατευθύνσεις, με τους ηγεμόνες ολόκληρου του γνωστού κόσμου της μέσης χαλκοκρατίας, συνηγορεί με την άποψη ότι το Άργος κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των πόλεων της Ελλάδας και ήταν πολύ σημαντική διεθνώς.

[8] Ο μέγας λυρικός ποιητής Πίνδαρος (522-442 π.Χ.) εξυμνεί τα παράτολμα κατορθώματα των τέκνων του Άργους και ειδικότερα του αθλητή της πάλης Θεαίου, που νίκησε στους αγώνες των Νεμεών. Χρονολογία, γύρω στο 500 π.Χ. Τόπος, το Άργος. Την εποχή αυτή πολλά ονόματα επιφανών Ελλήνων ανήκαν σε Αργείους διασκορπισμένους μακριά από τον τόπο καταγωγής τους.

[9] Ο ιστορικός και γεωγράφος Στράβων (65 π.Χ.-23μ.Χ.) «προσεγγίζει» την προϊστορία της αργειακής γης, μνημονεύοντας ως πρώτους κατοίκους της τους Πελασγούς. Προσδιορίζει, μάλιστα, το χρόνο κατοίκησης με ακρίβεια, συγκρίνοντάς τον με τη μεταγενέστερη εποχή άφιξης των Δαναών (Πρωτοαργείων). Η φράση «νόμον έθηκαν Ελλάδα» περιέχει σύντομο όσο και περιεκτικό νόημα, που μπορεί να συνοψιστεί σε κάποιο τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνικών δομών μιας πρωτόγονης συνάθροισης ατόμων στην αργειακή πεδιάδα (αρχές Πρωτοελλαδικής εποχής, 2800 π.Χ. περίπου).

[10] Ο άγνωστος ποιητής του χαμένου έπους της «θηβαϊδας» (8ος π.Χ. αι.) «παροτρύνει» τη θεά να τραγουδήσει για το πολυδιψασμένο Άργος και τους εφτά στρατηγούς της, που ξεκίνησαν ενάντια στην εφτάπορτη Θήβα. Ο τραγικός Αισχύλος (525 – 456 π.Χ.) «ενσωμάτωσε» το απόσπασμα αυτό στο έργο του «Επτά επί Θήβας». Το συγκεκριμένο επίθετο «πολυδίψιον» σίγουρα αναφέρεται στο δικό μας Άργος. Υπάρχουν όμως επίθετα, κυρίως γεωγραφικά, που προηγούνται ή ακολουθούν τη λέξη, χωρίς να «εντοπίζουν» την Αργολίδα.

[11] Ιλιάδα, Β 681. «όσοι κατοικούσαν το Πελασγικό Άργος.»

[12] Ιλιάδα, Β 685. Εδώ εντάσσεται η πληροφορία της διάθεσης πενήντα καραβιών από την επικράτεια του Αχιλλέα για τη μεταφορά του στρατού στα μικρασιατικά παράλια της Τροίας: «…τούτων βέβαια των πενήντα καραβιών ήταν επικεφαλής ο Αχιλλεύς…».

[13] O Ευριπίδης (485-406 π.Χ.) έγραψε την τραγωδία το 408 π.Χ.

[14] Η υπέροχη μετάφραση του κειμένου: «Ω Άργος των Πελασγών, φοβάμαι τη δύναμή σου και την εύνοια των θεών (που έχεις)». Οι υπερασπιστές της εφτάπυλης Θήβας ομολογούν έντρομοι το δέος που αισθάνονται μπροστά στη θεά του πάνοπλου αργειακού στρατού των εφτά στρατηγών, που είναι στρατοπεδευμένος στον κάμπο, λίγο πιο έξω από τα θεόρατα τείχη της Καδμείας πόλης.

[15] «Απ’ όλες τις πόλεις της γης (Ελλάδας) το Άργος των Πελασγών (είναι) το καλύτερο (πολεμικότερο)». Μετά την τελική επικράτηση των Δωριέων στην Πελοπόννησο (γύρω στο 1100 π.Χ.) η ονομασία «Πελασγικό Άργος» φαίνεται ότι εξακολουθούσε να διατηρείται ανέπαφη, ακόμα και στα μετέπειτα ιστορικά χρόνια. Οι δωρικές πελοποννησιακές πόλεις Άργος, Κόρινθος, Λακεδαίμων, Μεγαρίς κ.ά. συναγωνίζονταν σε πολεμικότητα, κύριο χαρακτηριστικό τους. Κάποτε οι Μεγαρείς, γύρω στο 530 π.Χ. μετά από μια νικηφόρα μάχη ενάντια στους Αθηναίους, ρώτησαν την Πυθία: «Τίνες κρείττονες είεν των Ελλήνων;» Τότε πήραν την προηγούμενη απάντηση – όχι χρησμό διφορούμενο – που κατέτασσε πρώτο το Άργος και μετά τη Λακεδαίμονα. Όσον αφορά τους Μεγαρείς, η κατάληξη του κειμένου ήταν απρόβλεπτη: «…υμείς δ’ ώ Μεγαρήες, ουδέ τρίτοι, ουδέ τέταρτοι, ουδέ δυωδεκαταίοι ούτ’ έν λόγω ούτ’ εν αριθμώ».

[16] Ιλιάς I 141 και I 283

[17] «Πυραίθει στρατός Αργόλας» (Ευριπίδης, Ρήσος 41 και Αριστοφάνης, Αποσπ. 284) δηλαδή: «Ανάβει φωτιές ο στρατός των Αργείων». Μερικοί ομηριστές εξέφρασαν την άποψη ότι με το επίθετο «Αργόλας» ο Ευριπίδης μιμήθηκε τον Όμηρο και την συνήθειά του να περιλαμβάνει ολόκληρο τον ελληνικό στρατό μέσα στη γενικότερη έννοια της λέξης. Ο Ρήσος ήταν βασιλεύς των Θρακών, σύμμαχος των Τρώων.

[18] Στράβων Γεωγραφικά 4,26

[19] «…τώρα δε (η πόλη) ονομάζεται Φαρυγεία. Εδώ ιδρύθηκε ναός αφιερωμένος στη Φαρυγεία Ήρα, όπως με το ναό της Φαρυγείας στο Άργος Μάλιστα (οι κάτοικοι) λένε ότι είναι άποικοι των Αργείων».

Η γλωσσολογική μετάλλαξη – διερεύνηση της λέξης «αργεία» σε «Φαρυγεία» έχει δυσνόητη εξήγηση και παραλείπεται. Μέχρι τις μέρες μας η θέση της αρχαίας Φαρυγείας δεν έχει εντοπισθεί με σιγουριά, ώστε οι χρονολογήσεις που ενδιαφέρουν να είναι απόλυτα ακριβείς.

[20] Ο Ορέστης συστήνεται στην αδελφή του Ηλέκτρα και αυτή τον αναγνωρίζει. Από μικρή παιδούλα τον περίμενε να γυρίσει στο παλάτι και να εκδικηθεί τους δολοφόνους του πατέρα τους. Στα χρόνια του Σοφοκλή (496-406 π.Χ.) το ένδοξο όνομα της «πολύχρυσης Μυκήνης» μισοξεχάστηκε. Οι ποιητές της εποχής αναγνώριζαν ως Αργείους ακόμα και γνήσια τέκνα των Μυκηνών. Το Άργος του 5ου π.Χ. αι. ήταν μια αναγνωρισμένη από όλους τους Έλληνες ισχυρή δωρική πόλη με μεγάλη επικράτεια, σε αντίθεση με τις Μυκήνες που αποτελούσαν μικρή κώμη.

[21] Ιλιάς I 243.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία


 

Α’ Ελληνική

  • Δορμπαράκης Π., «Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας», Αθήναι 1971.
  • Ελευθεριάδης Ν. Π., «Η Πελασγική Ελλάς», Αθήναι 1931.
  • Κακριδής I., «Ελληνική Μυθολογία», Τόμοι II, III, IV Αθήνα 1986.
  • Κιουπκκλής Κ., «Οι Δωριείς, οι Πελασγοί Αρκάδες, ο Ηρόδοτος», Περιοδικό Ιστορία. Απρίλιος 1973.
  • Μπαμπινιώτης Γ., «Λεξικό Ν. Ελληνικής Γλώσσας», Αθήνα 1997.
  • Μυλωνάς Γ., «Η Νεολιθική Εποχή εν Ελλάδι», Αθήναι 1928.
  • Συριόπουλος Κ. Θ., «Η Προϊστορία της Πελοποννήσου», Αθήναι 1964.
  • Συριόπουλος Κ. Θ., «Οι Μεταβατικοί Χρόνοι από τη Μυκηναϊκή εις την Αρχαϊκή Περίοδο», Αθήναι 1983.
  • Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία (52 τόμοι), Εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα 1995.
  • Liddel Η. – Scott R., «Μέγα λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης», Αθήναι 1970.

 

 ΒΞένη

 

  • Allen T.W., «Argos in Homer», G. Q 1909 81-90.
  • Caskey J. L., «The early Helladic Period in the Argolid», Hesperia 26. 1960.
  • Cooldstream J. N., «Geometric Greece», London 1977.
  • Crossland R. A., «Immigrants from the North», Cambridge 1967.
  • Desporough V. R., «The last Mycenaeans and their Successors», Oxford 1964.
  • Georgiev P., «Greek Indoeuropeans Toponyms with Greek Origin», Oxford 1972.
  • Gimbutas M., «The beginning of the Bronze Age in Europe and the Indoeuropeans», (3500-2500 b.C.) Ox­ford 1973,
  • Hall H., «The Civilization of Greece in the Bronze Age», London 1928.
  • Huxley G., «Argos et les Derniers Temenides», Paris 1958.
  • Hoffmann J. B., «Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας», Αθήναι 1970.
  • Kelly Th., «A History of Argos to 500 b.C.», University of Minneapolis 1976.
  • Lichinson O., «The origins of the Mycenaean Civilization», Coteborg 1977.
  • Myres J. L., «Who were the Greeks», Berkeley 1930.
  • Musti D., «Le Origin! dei Greci Dorie Modo Egeo», Roma 1985.
  • Sakellariou M.,
  1. «Dialectes et Ethne Grecs a l’ Age du Bronze», Thessalonica 1973.
  2. «Pelasqes et Autres Peuples Indo – Europeens en Grece a l’ Age du Bronze», Thessalonika 1975.
  3. « Peuples Prehelleniques d’ Origine Inoeuropeanne » Athens 1977
  • Tomlinson F. A., «Argos and the Argolid», London 1972.
  • Van Windekens A. J., «Le pelasqique», Amsterdam 1952.
  • Zerner K., «The Beginning of the Middle Helladic Period at Lerna», N. Carolina 1978.

 

Απόστολος Β. Χατζηστέρης

 Άργος, Ιούνιος 2004

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Ο μύθος των Δαναΐδων


 

Οι Έλληνες είναι ένας λαός γνωστός με διαφορετικά ονόματα στην ιστορία. Κάθε ιστορική εποχή οι άνθρωποι, που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο, είχαν ένα νέο όνομα, άλλοτε καινούριο, άλλοτε παλαιό και ξεχασμένο, άλλοτε δανεισμένο από τους ξένους.

Στην Ιλιάδα του Ομήρου οι δυνάμεις που εκστρατεύουν στην Τροία ονομάζονται με τρία διαφορετικά ονόματα: 170 φορές Αργείοι, 148 φορές Δαναοί και 598 φορές Αχαιοί.  Αχαιοί ονομάζεται η φυλή που κυριάρχησε πρώτη στα ελληνικά εδάφη γύρω από τις Μυκήνες. Ο όρος Αργείοι προέρχεται από την αρχική πρωτεύουσα των Αχαιών, το Άργος. Το όνομα Δαναοί αποδίδεται στη  φυλή που εξουσιάζει στο Άργος και την ευρύτερη Πελοπόννησο. Οι Έλληνες του Τρωικού Πολέμου ήταν μια μικρή αλλά δυνατή φυλή στη Θεσσαλία, στην περιοχή του Πελασγικού Άργους. Στους επόμενους αιώνες ο «Έλληνας» απέκτησε ευρύτερη έννοια συμβολίζοντας όλους τους πολιτισμένους, απέναντι στους «βάρβαρους», που αντιπροσώπευαν τους απολίτιστους.

Οι πολεμιστές που έπεσαν στις Θερμοπύλες αναφέρονται ως Έλληνες. Αιώνες αργότερα ο Ιησούς κήρυττε το λόγο του σε εβραίους και Έλληνες. Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και στο Μεσαίωνα οι Έλληνες ήταν γνωστοί στην Ανατολή  ως Ρωμαίοι, ενώ στη Δύση τους έλεγαν Γραικούς από το όνομα μιας φυλής Βοιωτών, που ονομάζονταν Γραικοί και μετανάστευσαν στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ. Η σύγχρονη αγγλική λέξη Greek προέρχεται από την ελληνική Γραικός (στη λατινική Graecus).

Οι Δαναοί, που αναφέρονται στα έπη του Ομήρου, ήταν τα Ελληνικά φύλλα, που κατοικούσαν στην Ελλάδα από τον 15ο αιώνα π.Χ. και είναι απόγονοι σύμφωνα με τη μυθολογία του Δαναού, που καταγόταν από την Αίγυπτο και ήταν απόγονος της Ιούς με καταγωγή από το Άργος.

 

Από την Ιώ στο Δαναό του Άργους

 

Ερμής, Άργος και Ιώ. Schelte à Bolswert , Χαλκογραφία. Ρότερνταμ, Museum Boijmans Van Beuningen.

Ερμής, Άργος και Ιώ. Schelte à Bolswert , Χαλκογραφία. Ρότερνταμ, Museum Boijmans Van Beuningen.

Σύμφωνα με τη μυθολογία η Ιώ, κόρη του Ίασου, βασιλιά του Άργους και απόγονου του Ίναχου ή κόρη του ιδίου του Ίναχου, γενάρχη των Αργείων, ήταν ιέρεια της θεάς Ήρας στο αρχαίο Ηραίο, που βρίσκονταν μεταξύ των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Ο Δίας ερωτεύθηκε την Ιώ παράφορα, αλλά η Ήρα αντιλήφθηκε την παράνομη σχέση και άρχισε μια μεγάλη περιπέτεια για την Ιώ. Ο Ζευς, για να την προστατεύσει από την οργή της συζύγου του, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Η Ήρα όμως υποχρέωσε το Δία να της παραδώσει την ωραία αγελάδα κι εκείνη έβαλε να τη φυλάει ο πανόπτης Άργος, ένα φοβερό τέρας με πολλά μάτια διάσπαρτα σε όλο του το σώμα, που, όταν μερικά από τα μάτια «κοιμούνταν» κάποια στιγμή, πάντα κάποια έμεναν ανοικτά. Ο Δίας ζήτησε από τον Ερμή να τον βοηθήσει να απελευθερώσει τον έρωτά του. Ο θεός Ερμής μεταμφιεσμένος σε βοσκό πήρε ένα μαγικό αυλό, αποκοίμισε με τη μουσική του όλα τα μάτια του Άργου, τον αποκεφάλισε και ελευθέρωσε την Ιώ. Η Ήρα τότε έστειλε στην αγελάδα – Ιώ μια αλογόμυγα, που την τσιμπούσε ασταμάτητα και την ανάγκαζε να περιπλανείται αδιάκοπα σε ξένες χώρες.

 

Η Μεταμόρφωση της Ιούς σε αγελάδα. Ο Αbbe de Marolles δημοσίευσε το 1655 ένα in-folio με 60 χαρακτικά που είχαν φιλοτεχνήσει σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής και με τίτλο «πίνακες του ναού των μουσών» που ήταν παρμένοι από την συλλογή του αποθανόντος βασιλικού συμβούλου Mr Favereau. Την συλλογή αυτή, των ελληνικών μύθων αφιέρωσε στην βασίλισσα της Πολωνίας Μαρία - Λουΐζα, δεύτερη σύζυγο του Βασιλιά Βλαδίσλαου. «Ο Ναός του Μουσών» επανεκδόθηκε κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα. Το χαρακτικό που δημοσιεύουμε προέρχεται από την τελευταία γαλλική έκδοση που έγινε στο Άμστερνταμ το 1733.

Η Μεταμόρφωση της Ιούς σε αγελάδα. Ο Αbbe de Marolles δημοσίευσε το 1655 ένα in-folio με 60 χαρακτικά που είχαν φιλοτεχνήσει σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής και με τίτλο «πίνακες του ναού των μουσών» που ήταν παρμένοι από την συλλογή του αποθανόντος βασιλικού συμβούλου Mr Favereau. Την συλλογή αυτή, των ελληνικών μύθων αφιέρωσε στην βασίλισσα της Πολωνίας Μαρία – Λουΐζα, δεύτερη σύζυγο του Βασιλιά Βλαδίσλαου. «Ο Ναός του Μουσών» επανεκδόθηκε κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα. Το χαρακτικό που δημοσιεύουμε προέρχεται από την τελευταία γαλλική έκδοση που έγινε στο Άμστερνταμ το 1733.

 

Η Ιώ περιπλανήθηκε ως αγελάδα γύρω από τις Μυκήνες  κατόπιν διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη τη Σκυθία και την ακτή της Μαύρης θάλασσας, έφθασε στον Προμηθέα, που ήταν δεμένος στον Καύκασο, πέρασε από το Βόσπορο, που εξαιτίας της πήρε το όνομά του (βους+πόρος), και κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου γέννησε το γιο της από το Δία, τον Έπαφο, ο οποίος θα γινόταν γενάρχης της φυλής των Δαναών. [1]

Ο Έπαφος παντρεύτηκε την κόρη του Νείλου Μέμφιδα και γέννησαν τη Λιβύη. Η Λιβύη ενώθηκε με  το Θεό Ποσειδώνα και έκανε διδύμους γιους, τον Αγήνορα και το Βήλο. Ο Αγήνορας πήγε στη Φοινίκη, ενώ ο Βήλος έμεινε στην Αίγυπτο και με την Αγχινόη έκανε κι εκείνος δυο διδύμους γιούς, το Δαναό και τον Αίγυπτο. Ο Αίγυπτος έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου, ενώ ο Δαναός βασίλευσε στη Λιβύη. Τα δύο αδέλφια από το γάμο τους με πολλές γυναίκες απέκτησαν πολλά παιδιά. Πενήντα γιους ο Αίγυπτος, πενήντα κόρες ο Δαναός.

Μετά το θάνατο του πατέρα τους τα αδέλφια ήρθαν σε ρήξη για τα όρια των κρατών τους και την πατρική κληρονομιά. Ο Αίγυπτος πρότεινε στο Δαναό να συμφιλιωθούν και να παντρευτούν οι πενήντα γιοι του τις πενήντα κόρες του. Ο Δαναός απέρριπτε κατηγορηματικά την πρόταση του αδελφού του, γιατί θεωρούσε τους γάμους μεταξύ συγγενών ανόσια πράξη και γιατί είχε πάρει χρησμό από έναν Αιγύπτιο μάντη, που έλεγε ότι θα τον σκότωνε ένας γιος του αδελφού του. Για να απαλλαγεί από την ασφυκτική επιμονή του αδελφού του και να γλιτώσει από την εκπλήρωση του θανατηφόρου χρησμού, ο Δαναός αποφάσισε να εγκαταλείψει το βασίλειό του και να ζητήσει καταφύγιο στην προγονική του κοιτίδα, το Άργος.

Με τις οδηγίες της θεάς Αθηνάς ναυπήγησε ένα πλοίο με πενήντα κουπιά, την πεντηκόντορο (πενηντάκωπο), έβαλε καθεμιά από τις κόρες του να τραβάει ένα κουπί, ανοίχτηκαν στη θάλασσα για το Άργος και μετά από πολλές ημέρες στη θάλασσα έφτασαν στη Λίνδο της Ρόδου, αποικία των Αργείων. Εκεί ο Δαναός αφιέρωσε άγαλμα στην  Αθηνά μέσα σε ναό που έχτισαν οι Δαναΐδες. Λένε μάλιστα ότι τρεις από τις κόρες του πέθαναν κατά την παραμονή τους στο νησί και τα ονόματα τους πήραν οι πόλεις Λίνδος, Ιαλυσός και Κάμειρος. Από τη Ρόδο ο Δαναός και οι υπόλοιπες κόρες του σαλπάρισαν για την Πελοπόννησο και αποβιβάστηκαν στο χωριό Απόβαθμοι, το σημερινό Κιβέρι, κοντά στη Λέρνη. Έτσι εκπληρώθηκε μια προφητεία που είχε  δώσει ο Προμηθέας στην πρόγονο του, την Ιώ: «Πέμπτη γενιά γυναικεία μετά από τον Έπαφο, με πενήντα κόρες πάλι στο Άργος αθέλητά της θα’ ρθει, για να ξεφύγει γάμο συγγενικό των ξαδέρφων˙ κι αυτοί ξετρελαμένοι από τον πόθο, σαν γεράκια ξοπίσω σε περιστέρες θα ριχτούν κυνηγώντας γάμους αταίριαστους». [2]

Στο Άργος βασίλευε τότε ο Γελάνωρ της γενιάς των Ιναχιδών, από τον οποίο ο Δαναός ζήτησε να πάρει την εξουσία ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου, αφού ήταν απόγονος του Ίναχου, και είπε ότι είχε την υποστήριξη της Αθηνάς. Ο Γελάνωρ φυσικά αρνήθηκε, αλλά συμφώνησαν  να αποφασίσει ο λαός και οι υπήκοοί του μαζεύτηκαν το ίδιο εκείνο βράδυ, για να συζητήσουν το ζήτημα. Ο Γελάνωρας και ο Δαναός συζητούσαν το πράγμα, ώσπου νύχτωσε χωρίς να καταλήξουν σε συμφωνία. Είπαν λοιπόν  να το ξανασκεφτούν και να αποφασίσουν την άλλη μέρα.

Το πρωί, μόλις ξύπνησαν, συγκεντρώθηκε ο λαός και βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα απρόσμενο θέαμα: Ένας  λύκος είχε ορμήσει σε μια αγέλη βοδιών και σκότωσε τον αρχηγό τους ταύρο. Ο Λαός ερμήνευσε ως θεϊκό σημάδι το γεγονός, παραλλήλισε το εισβολέα λύκο  με το Δαναό και τον ταύρο αρχηγό της αγέλης με το Βασιλιά Γελάνωρα και αποφάσισαν να δώσουν τη Βασιλεία στο Δαναό. Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, ο Δαναός έγινε βασιλιάς του Άργους, έχτισε την ακρόπολη με τεράστιους λαξευτούς ογκόλιθους, που ονομάσθηκε Λάρισα από την κόρη του βασιλιά Πελασγού, και θεμελίωσε ναό προς τιμή του Λυκείου Απόλλωνος, γιατί πίστευε ότι ο θεός αυτός έστειλε το λύκο εναντίον του κοπαδιού των βοδιών. [3]

Η εγκατάσταση του Δαναού και των θυγατέρων του στο Άργος συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του εγχώριου πολιτισμού. Θέσπισαν τελειότερους νόμους για θέματα του κοινωνικού και θρησκευτικού βίου. Έμαθαν στους ντόπιους τη ναυπήγηση νέου τύπου πλοίων, που μπορούσαν να κάνουν μακρινά ταξίδια. Διδάξαν τα γράμματα και την καλλιέργεια των αγρών. Άνοιξαν  πηγάδια και με αρδευτικά έργα ξαναζωντάνεψαν την αργείτικη γη. [4] Αύξησαν το φυτικό πλούτο με την καλλιέργεια νέων άγνωστων φυτών, που μετέφεραν από την προηγούμενη πατρίδα τους και η διψασμένη αργολική πεδιάδα πλουτίσθηκε, ώστε να ονομασθεί από τον Όμηρο  για τη γονιμότητά της «μαστάρι της  γης» (ούθαρ αρούρης). [5]

Ο Δαναός έγινε μάλιστα τόσο ισχυρός ηγεμόνας στο Άργος, που όρισε με νόμο οι Αργείοι στο εξής από Πελασγοί να λέγονται Δαναοί. Αργότερα όλοι οι Πελασγοί της Ελλάδας ονομάστηκαν Δαναοί, γι’ αυτό και στα Ομηρικά έπη η ονομασία αυτή συμπεριλαμβάνει το σύνολο των Ελλήνων της ηπειρωτικής και  νησιωτικής Ελλάδας. [6]

Η Αργολίδα όμως υπέφερε από παρατεταμένη ξηρασία από παλιά, γιατί  σε διαμάχη μεταξύ της Ήρας και του Ποσειδώνα για  την κατοχή της περιοχής με κριτή τον Ίναχο η πόλη δόθηκε στην Ήρα. Ο Ποσειδώνας πήρε πολύ άσχημα την αποτυχία του να κατακτήσει ένα ζωτικό χώρο στη στεριά και με την ιδιότητα του βασιλιά της θάλασσας και όλων των υδάτων ξέρανε ολόκληρη την περιοχή του Άργους και κατάντησε τον Ίναχο ένα χείμαρρο, που γέμιζε νερό μόνο την εποχή των βροχών. Οι  Δαναΐδες επινόησαν την τέχνη να ανοίγουν πηγάδια και εφοδίασαν την πόλη με αρκετά, μεταξύ των οποίων και τέσσερα Ιερά, αλλά και πάλι η πόλη υπέφερε από τη λειψυδρία.

Ο Δαναός τότε έστειλε τις κόρες του να βρουν πηγές νερού. Μια απ’ αυτές, η Αμυμώνη, που έψαχνε για πηγή νότια του Άργους, βλέπει ένα ελάφι και, καθώς το κυνήγησε στο δάσος, είδε μπροστά της ένα σάτυρο που κοιμόταν.  Στην προσπάθειά της να τον τοξεύσει, το βέλος έπεσε δίπλα στο Σάτυρο και τον ξύπνησε. Ο Σάτυρος, όταν είδε την όμορφη Δαναΐδα, επιχείρησε να τη βιάσει. Η Αμυμώνη έβγαλε απελπισμένες κραυγές για βοήθεια και την άκουσε ο Ποσειδώνας. Ο Θεός, μόλις ξεπρόβαλε μέσα από τη θάλασσα, εξακόντισε κατά του σάτυρου την τρίαινά του, η οποία δεν πέτυχε το Σάτυρο και καρφώθηκε  σ’ ένα βράχο. Ο σάτυρος το έσκασε και η Αμυμώνη γλίτωσε. Ο θεός όμως ερωτεύτηκε την όμορφη Δαναΐδα, η οποία ανταποκρίθηκε στο θεϊκό έρωτα και ο Ποσειδώνας πλάγιασε με την Αμυμώνη.

 

Όταν βασιλιάς του Άργους ήταν ο Δαναός, μεγάλη ξηρασία βασάνιζε το Άργος γιατί ο Ποσειδώνας είχε στερέψει όλες τις πηγές επειδή η πόλη είχε περάσει στην προστασία της Ήρας, ύστερα από σφοδρή διαμάχη μεταξύ τους. Έστειλε τότε μια από τις πενήντα κόρες του, την Αμυμώνη να βρει νερό. Ένας Σάτυρος θέλησε να της επιτεθεί, εκείνη όμως επικαλέστηκε τη βοήθεια του Ποσειδώνα. Αυτός, όχι μόνο την προστάτεψε αλλά της φανέρωσε και μια πηγή με γάργαρο και άφθονο νερό. Η ομορφιά της Αμυμώνης όμως, μάγεψε το θεό κι έτσι έσμιξε ερωτικά μαζί της. Από αυτή την ένωση γεννήθηκε ο Ναύπλιος. Στην παράσταση ο Ποσειδώνας κοιτάζει στα μάτια την Αμυμώνη ενώ αυτή, με την υδρία στο χέρι, κάνει να φύγει, κλίνοντας το κεφάλι συνεσταλμένα προς αυτόν. Δεξιά, μια από τις Δαναΐδες φεύγει προς τον πατέρα της που στέκεται στην άκρη με το σκήπτρο. Αριστερά, η Αφροδίτη παρακολουθεί, ενώ ο Έρωτας πετάει πάνω από το ζευγάρι κρατώντας το στεφάνι του γάμου. Η θεατρική παράσταση του σατυρικού δράματος του Αισχύλου « Αμυμώνη» ίσως είναι ο λόγος της πληθώρας των παραστάσεων του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης που φιλοτεχνήθηκαν εκείνη την εποχή. Ο Αισχύλος εκτός από την «Αμυμώνη» που δεν έχει διασωθεί έγραψε και την τριλογία « Ικέτιδες», «Αιγύπτιοι» και « Δαναΐδες». ( Ερυθρόμορφη πελίκη. Γύρω στα 450 π.Χ. Ρώμη. Villa Giulia).

Όταν βασιλιάς του Άργους ήταν ο Δαναός, μεγάλη ξηρασία βασάνιζε το Άργος γιατί ο Ποσειδώνας είχε στερέψει όλες τις πηγές επειδή η πόλη είχε περάσει στην προστασία της Ήρας, ύστερα από σφοδρή διαμάχη μεταξύ τους. Έστειλε τότε μια από τις πενήντα κόρες του, την Αμυμώνη να βρει νερό. Ένας Σάτυρος θέλησε να της επιτεθεί, εκείνη όμως επικαλέστηκε τη βοήθεια του Ποσειδώνα. Αυτός, όχι μόνο την προστάτεψε αλλά της φανέρωσε και μια πηγή με γάργαρο και άφθονο νερό. Η ομορφιά της Αμυμώνης όμως, μάγεψε το θεό κι έτσι έσμιξε ερωτικά μαζί της. Από αυτή την ένωση γεννήθηκε ο Ναύπλιος.
Στην παράσταση ο Ποσειδώνας κοιτάζει στα μάτια την Αμυμώνη ενώ αυτή, με την υδρία στο χέρι, κάνει να φύγει, κλίνοντας το κεφάλι συνεσταλμένα προς αυτόν. Δεξιά, μια από τις Δαναΐδες φεύγει προς τον πατέρα της που στέκεται στην άκρη με το σκήπτρο. Αριστερά, η Αφροδίτη παρακολουθεί, ενώ ο Έρωτας πετάει πάνω από το ζευγάρι κρατώντας το στεφάνι του γάμου. Η θεατρική παράσταση του σατυρικού δράματος του Αισχύλου « Αμυμώνη» ίσως είναι ο λόγος της πληθώρας των παραστάσεων του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης που φιλοτεχνήθηκαν εκείνη την εποχή. Ο Αισχύλος εκτός από την «Αμυμώνη» που δεν έχει διασωθεί έγραψε και την τριλογία « Ικέτιδες», «Αιγύπτιοι» και « Δαναΐδες».
( Ερυθρόμορφη πελίκη. Γύρω στα 450 π.Χ. Ρώμη. Villa Giulia).

 

Όταν αργότερα εκείνη του εξήγησε το λόγο που βρέθηκε εκεί, ο Ποσειδώνας έδειξε την τρίαινά του και είπε στην Αμυμώνη να την τραβήξει από το βράχο. Και, όταν η Αμυμώνη την τράβηξε, από τις τρεις τρύπες των δοντιών της τρίαινας πετάχτηκαν τρεις κρουνοί νερό. Έτσι έληξε η λειψυδρία, που ο Ποσειδώνας είχε επιβάλει στο Άργος, και η περιοχή έγινε πλούσια με πολλές καλλιέργειες. [7]

 Ποσειδώνας και Αμυμώνη. Λύκηθος. Metropolitan Museum of Art. New York.

Ποσειδώνας και Αμυμώνη. Λύκηθος. Metropolitan Museum of Art. New York.

Όμως ενώ ο Δαναός ζούσε ευτυχής με τις κόρες του και τους υπηκόους του, κατέπλευσε στο Άργος ο Αίγυπτος με τους πενήντα γιους του και αξίωσε να πραγματοποιηθούν με τη βία οι γάμοι των γιων του με τις κόρες του αδελφού του. Ο  Δαναός αρνήθηκε και πάλι και οι γιοι του Αίγυπτου πολιόρκησαν το Άργος. Ο Δαναός με τις κόρες του κλείστηκαν στην ακρόπολη του Άργους, αλλά στην πόλη δεν υπήρχαν πήγες και δεν είχαν νερό. Όταν ο Δαναός κατάλαβε ότι η δίψα θα τον κάνει γρήγορα να παραδοθεί, προσποιήθηκε ότι δέχεται να κάνει αυτό που του ζητούσαν οι γιοι του Αιγύπτου, εάν αυτοί θα έλυναν την πολιορκία. Έτσι λύθηκε η πολιορκία και κανονίστηκε να γίνει ομαδικός γάμος.

Τα ανδρόγυνα τα ζευγάρωσε ο Δαναός. Σε κάποια ζευγάρια η εκλογή του οφειλόταν στο γεγονός ότι νύφη και γαμπρός είχαν μητέρες της ίδιας κοινωνικής τάξης. Σε άλλα ζευγάρια έμοιαζαν τα ονόματά τους και έτσι η Κλείτη, η Σθενέλη και η Χρυσίππη παντρεύτηκαν τον Κλείτο, το Σθένελο και το Χρύσιππο. Για τα υπόλοιπα ο Δαναός τράβηξε κλήρο μέσα από ένα κράνος και, αφού ο κάθε νέος έμαθε ποια νύμφη θα παντρευτεί, ακολούθησαν οι γαμήλιες τελετές και ο Δαναός παράθεσε συμπόσιο, όπου έψαλαν και το τραγούδι του γάμου, τον Υμέναιο.

Επειδή όμως ο Δαναός φοβόταν ακόμη το χρησμό, που έλεγε ότι θα τον σκοτώσει ένας γιος του αδελφού του, πριν από την πρώτη νύχτα του γάμου μάζεψε τις κόρες του, τους μοίρασε μυτερές βελόνες, που τις έκρυψαν μέσα στα μαλλιά τους, και τις πρόσταξε να σκοτώσει καθεμιά τον άντρα της στον ύπνο του την πρώτη νύχτα του γάμου, όταν θα έχει αποκοιμηθεί, απειλώντας με θάνατο όποια δειλιάσει και παρακούσει την εντολή του. Οι Δαναΐδες υπάκουσαν στην πατρική προσταγή και τα μεσάνυχτα, μετά το γαμήλιο γλέντι, καθεμιά κάρφωσε τον εξάδελφο και σύζυγό της στην καρδιά.

Μόνον ένας επέζησε, ο Λυγκέας, που η σύζυγός του η Υπερμνήστρα του έσωσε τη ζωή είτε γιατί ο σύζυγος και εξάδελφός της είχε σεβαστεί την παρθενιά της, είτε γιατί  υπερίσχυσε ο πόθος της μητρότητας, είτε γιατί το ερωτεύτηκε το παλικάρι και από αγάπη και συμπάθεια του χάρισε τη ζωή  και δεν τον θανάτωσε. Τον βοήθησε μάλιστα να το σκάσει από την πόλη και να πάει στη Λυγκεία, εξήντα στάδια μακριά, και να ανάψει έναν πυρσό, σύνθημα ότι είχε φτάσει σώος, ενώ ανέλαβε κι αυτή την υποχρέωση να απαντήσει με άλλον πυρσό από την ακρόπολη. Από τότε οι Αργείοι εξακολουθούσαν κάθε χρόνο να ανάβουν πυρσούς σε ανάμνηση αυτής της συμφωνίας.

Το Κριτήριον του Άργους - Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης

Το Κριτήριον του Άργους – Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης

Το πρωί ο Δαναός πληροφορήθηκε την ανυπακοή της Υπερμήστρας,  που παράκουσε τη διαταγή του και δε θανάτωσε το σύζυγό της  Λυγκέα. Αμέσως τη φυλάκισε για να την τιμωρήσει και την πέρασε από δίκη. Η δίκη αυτή έγινε στον ιστορικό χώρο του αρχαίου Κριτηρίου του  Άργους.  Οι Αργείοι όμως επικαλούμενοι το θεϊκό νόμο της Αφροδίτης, προστάτιδας της συζυγικής κλίνης, αρνήθηκαν την καταδίκη. Έτσι η Υπερμνήστρα με τη βοήθεια της Αφροδίτης, που προσήλθε μάρτυρας υπεράσπισης, αθωώθηκε! Ο Λυγκέας και η Υπερμήστρα ενώθηκαν πάλι, ο Δαναός και ο Λυγκέας συμφιλιώθηκαν και ο Λυγκέας έγινε γενάρχης του βασιλικού γένους των Αργείων και απόλυτος κύριος στο Άργος και αναγνωρίστηκε βασιλιάς μαζί με την Υπερμνήστρα, που αφιέρωσε στο ναό του Λύκειου Απόλλωνα ένα ξόανο της Αφροδίτης.

Ύστερα απ’ αυτά ο Λυγκέας παράχωσε τα κεφάλια των δολοφονημένων αδελφών του στη Λέρνη και κήδεψε τα σώματα τους με όλες τις τιμές κάτω από τα τείχη του Άργους. Οι Δαναΐδες, αφού καθαρίστηκαν για το ανοσιούργημά τους από την Αθηνά και τον Ερμή στη λίμνη Λέρνη, ήρθαν σε δεύτερο γάμο με ντόπιους νέους. Ο Δαναός προκήρυξε γαμήλιους αγώνες, τα «Σθένεια», και στον κάθε νικητή έδινε για έπαθλο μια κόρη του. Έτσι έκανε γαμπρούς τους άριστους από τους Αργείους νέους και οι Δαναΐδες έγιναν μητέρες των απόγονων του Δαναού, από τους οποίους προήλθε μια μεγάλη γενιά ένδοξων ηρώων, μεταξύ των οποίων ο Παλαμήδης και ο Ηρακλής.

Όταν πέθανε ο Δαναός, οι Αργείοι, για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον ευεργέτη τους, τον ενταφίασαν στο κέντρο της αγοράς και κόσμησαν τον τάφο του με ένα λαμπρό μνημείο, ενώ στους Δελφούς έστησαν ανδριάντα του μαζί με της Υπερμνήστρας με την επιγραφή:  «Οι ανδριάντες αυτοί εικονίζουν ήρωες˙ τον ισχυρότερο βασιλιά του Άργους Δαναό και την Υπερμνήστρα, η οποία μόνη από τις αδελφές της είχε τα χέρια αμόλυντα». [8]

Τις κόρες όμως του Δαναού, τις Δαναΐδες, μολονότι η Αθηνά και ο Έρμης με την άδεια του Δία τις εξάγνισαν, οι Κριτές των Νεκρών τις καταδίκασαν μετά το θάνατό τους και την κάθοδό τους στον Άδη να μεταφέρουν και να ρίχνουν αιώνια νερό σε ένα πιθάρι τρύπιο σαν κόσκινο («τετρημένον πίθον»), για να τιμωρηθούν για τη δολοφονία των συζύγων τους την πρώτη νύχτα του γάμου.

 

Οι Δαναΐδες (1906). Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ (John William Waterhouse, 1849 – 1917).

Οι Δαναΐδες (1906). Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ (John William Waterhouse, 1849 – 1917).

 

Το μαρτύριο των Δαναίδων. Μετά την δολοφονία των συζύγων τους καταδικάστηκαν - εκτός της Υπερμνήστρας - από τους Κριτές του Κάτω Κόσμου να γεμίζουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι. Ένα ακόμη χαρακτικό από τα 60 της συλλογής Mr Favereau, τα οποία δημοσίευσε ο Αbbe de Marolles, στο βιβλίο του « Ο Ναός του Μουσών».

Το μαρτύριο των Δαναίδων. Μετά την δολοφονία των συζύγων τους καταδικάστηκαν – εκτός της Υπερμνήστρας – από τους Κριτές του Κάτω Κόσμου να γεμίζουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι. Ένα ακόμη χαρακτικό από τα 60 της συλλογής Mr Favereau, τα οποία δημοσίευσε ο Αbbe de Marolles, στο βιβλίο του « Ο Ναός του Μουσών».

 

Από τις πενήντα Δαναΐδες ξεχωριστή θέση στην Αργολική Μυθολογία, εκτός από την Υπερμνήστρα, έχει και η Αμυμώνη, που συνάντησε τον Ποσειδώνα στην πηγή της Λέρνης και κοιμήθηκε μαζί του. Ο γιος της Αμυμώνης από τον Ποσειδώνα, ο Ναύπλιος, έγινε ο ιδρυτής της πόλης του Ναυπλίου και επώνυμος ήρωας της Ναυπλίας. Απόγονός του μετά από 5 γενεές ήταν ο Ναύπλιος ο Νεώτερος,  διάσημος θαλασσοπόρος, που ανακάλυψε την πλοήγηση με τη Μεγάλη Άρκτο, έλαβε μέρος  την Αργοναυτική Εκστρατεία και απέκτησε τρεις γιους, το Ναυσιμέδοντα, τον Οίακα και τον Παλαμήδη, γνωστό για τη σοφία και την ευγένειά του, που θεωρήθηκε εφευρέτης του Ελληνικού αλφαβήτου, των αριθμών, της χρήσης των νομισμάτων, των μέτρων και σταθμών και της διαίρεσης του έτους.

 

Η ερμηνεία του μύθου

 

Η αφήγηση του μύθου του Δαναού και των θυγατέρων του αφορά θεούς, ήρωες και «δαίμονες» σε μια εποχή που ο άνθρωπος αγωνιούσε να εξηγήσει όσα συνέβαιναν γύρω του. Η γόνιμη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων  αναγνώριζε μεταφυσικές δυνάμεις και πνεύματα σε κάθε αντικείμενο και σε κάθε φυσικό φαινόμενο. Το φυσικό περιβάλλον με οποιαδήποτε μορφή – βουνά, σπηλιές, δάση, ποταμοί, θάλασσα, πηγές, έλη – έχει επηρεάσει τους μυθολογικούς κύκλους. Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων έχει ιδιαίτερη σχέση με το νερό, γιατί αποτελεί το στοιχείο που κατοικούν τα αρχέγονα μυστήρια. Οι νύμφες λατρεύονταν ομαδικά ή σε μικρά ιερά και οι θάλασσες και τα βουνά είχαν δικά τους πνεύματα. Τα ποτάμια ήταν ιερά με θεϊκή υπόσταση και οι θνητοί ζητούσαν τη βοήθειά τους για την ευφορία της γης και την ευγονία των ανθρώπων.

Ο Μύθος του Δαναού συμβολίζει αρχικά τις μετακινήσεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα στους Αχαιούς και στους Αιγυπτίους, που  περιγράφονται και σε αρχαία κείμενα που έφτασαν ως εμάς. Την εποχή του χαλκού, γύρω στα 1500 προ Χριστού, ο χώρος που καταλαμβάνει η Ελλάδα  είχε  υποστεί μεγάλες γεωλογικές μεταβολές  από εκρήξεις ηφαιστείων, καταποντίσεις, καταβυθίσεις  στεριάς  και νησιών, εμφάνιση νησιών και οι κάτοικοι της  περιοχής  αναστατώθηκαν. Πολλοί αναζήτησαν την επιβίωση σε άλλες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην ανάμειξη και τη σύνθεση των αρχαίων πολιτισμών της Μεσογείου, των «Λαών της θάλασσας».

Η Ιώ, σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία και την Παλαιά Διαθήκη, ήταν γενάρχης όλων των λαών της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Ηρόδοτος βεβαιώνει πως όλοι οι λαοί αποκαλούσαν την Ιώ με το ίδιο όνομα. [9] Στην Αίγυπτο την είπαν Ίσιδα και οι Εβραίοι την έλεγαν Σιών (Ίσις + Ιώ = Σιών). Οι Αιγύπτιοι έλεγαν πως η Ιώ τους δόθηκε ως νύφη από τους Έλληνες. [10] Άλλοι ισχυρίζονται πως η Ιώ κατάγονταν από τη Σιδώνα της Φοινίκης και την απήγαγαν οι Έλληνες, όπως άλλωστε, αργότερα, και την Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα. [11] Έτσι κάποια στιγμή έφυγε από το Άργος, για να επιστρέψει στην πατρίδα της.

Η Ιώ έφτασε στην Αίγυπτο δια ξηράς μετά από απίστευτες περιπέτειες. Το δρομολόγιό της δεν είναι τυχαίο. Περιλαμβάνει τις Ιλλυρικές ακτές στο Ιόνιο, το Βόσπορο, τη Φρυγία, τον Καύκασο και τη Μικρά Ασία μέχρι να καταλήξει στις βόρειες ακτές της Αφρικής. Περιπλανήθηκε δηλαδή στις περιοχές, όπου οι αρχαίοι Έλληνες αναζητούσαν το χαλκό και άλλα μέταλλα στα μεταλλεία  των ακτών του Ιόνιου και της Μαύρης θάλασσας, κυρίως στην περιοχή του Καύκασου.

Ο Μύθος της όμως συνδυάζεται και με το Φοινικικό έθιμο να χτίζονται πόλεις ακολουθώντας μια αγελάδα.  Με τη μορφή της Αγελάδας, μητέρας και τροφού του λαού, η Ιώ καθοδηγούσε το χτίσιμο νέων πόλεων, που θεμελιώνονταν χρησιμοποιώντας μαντικές αγελάδες σε περιοχές με άφθονα νερά και ποτάμια.   Έτσι έχτισε και τη Θήβα ο Κάδμος, Φοίνικας απόγονος της Ιούς, έτσι χτίστηκε και το Ίλιον της Τροίας από τον Ίλο. Τα νερά που αναπηδούν ορμητικά από τα έγκατα της γης, όπως και τα ρεύματα των ποταμών και τα κύματα του πελάγους συνδυάζονται σταθερά με τα άλογα και τους ταύρους, ζώα που χαρακτηρίζονται για την ορμητικότητά τους.

Μερικά χρόνια αργότερα ο πολιτισμός του Αιγαίου και της Κρήτης, που  αριθμεί πολλές χιλιετηρίδες ύπαρξης, προσπαθεί να ξανανθίσει. Η ζωή θα ξαναρχίσει μόλις η κατάσταση  θα ηρεμήσει. Οι αυτόχθονες είναι λίγοι κι έτσι θα βρουν ευκαιρία  εγκατάστασης  πολλοί μετανάστες,  κυρίως από την Αίγυπτο. Γιατί την εποχή πριν από τα Τρωικά, το 1500 π.Χ., όπως αναφέρουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, ξέσπασαν στην Αίγυπτο λοιμώδεις ασθένειες (οι 7 πληγές του Φαραώ σύμφωνα με την Αγία Γραφή). Οι ντόπιοι απέδωσαν τις ασθένειες στους ασεβείς αλλόφυλους, που ζούσαν στην Αίγυπτο. Για να αποφύγουν την οργή των ντόπιων  οι  αλλόφυλοι, φεύγουν μετανάστες σε άλλα μέρη.

Ο Δαναός, τέταρτη γενεά μετά την Ιώ, κατασκεύασε πρώτος πλοίο με τη βοήθεια της Αθηνάς και κωπηλατώντας με τις 50 κόρες κατευθύνθηκε προς την Ευρώπη. Οι άποικοι που έφυγαν μαζί με το Δαναό από την Αίγυπτο εγκαταστάθηκαν  στην αρχαιότερη σχεδόν ελληνική πόλη, στο Άργος. [12] Σύμφωνα με το Πάριο χρονικό ο  Δαναός με τους Αιγύπτιους ήρθε στο Άργος  το έτος 1247. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η Ιώ πήγε στην Αίγυπτο από τη στεριά και ότι ο Δαναός έμαθε στους Αργείους να φτιάχνουν πλοία ικανά για μακρινά ταξίδια, μάλλον στο Άργος δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα πλοία αυτοί που υποδέχτηκαν το Δαναό.

Το Άργος είχε γνωρίσει την οργή του Ποσειδώνα και ήταν «πολυδίψιο». Στην Αργολίδα η σχέση του ανθρώπου με το νερό είναι ζωτική και μυστηριακή. Σημαντικότερος από τους ποταμούς της Αργολίδας θεωρείται ο Ίναχος, που συνδέεται με τη γενεαλογία των αργείων. Όταν η Ήρα και ο Ποσειδώνας φιλονίκησαν για την εξουσία στην αργεία γη, διάλεξαν τον Ίναχο ως κριτή της διαμάχης. Ο Ίναχος αποφάσισε υπέρ της θεάς. Η Ήρα, νικήτρια στη διαμάχη με τον Ποσειδώνα, θεωρούσε τη Σπάρτη, τις Μυκήνες και το Άργος ως τις πιο αγαπημένες της πόλεις. Η σύζυγος του Δία και βασίλισσα του Ολύμπου, προστάτρια των ναυτιλομένων και κυρίαρχη των λιβαδιών, ήταν η θεότητα με τα πλουσιότερα ιερά από τον 8ο αι. π. Χ, καθώς η σύνδεσή της με τη θάλασσα, τη γονιμότητα της γης και κατ΄ επέκταση με τη γεωργία συνιστά νέο είδος κοινωνίας.

Ποσειδώνας και Αμυμώνη. Μινιατούρα του Blaise de Vigenere (1637), τοιχογραφία του θεάτρου Tahqua Land στο Μίσιγκαν.

Ποσειδώνας και Αμυμώνη. Μινιατούρα του Blaise de Vigenere (1637), τοιχογραφία του θεάτρου Tahqua Land στο Μίσιγκαν.

Ο Ποσειδώνας εξοργισμένος καταράστηκε τον Ίναχο, που έχασε τη θεϊκή του δύναμη και η κοίτη του ξεράθηκε. Μάλιστα η οργή του θεού συνεχίσθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της Αργολίδας πλημμύρισε. Χρειάσθηκε η παρέμβαση της Ήρας, για να αποσύρει ο Ποσειδώνας το θαλασσινό νερό. Είναι όμως ο ίδιος θεός που μπορεί να κάνει να αναβλύσει ακόμα και γλυκό νερό, όταν για κάποιο λόγο καταλαγιάζει ο θυμός του. Όταν η κόρη του Δαναού Αμυμώνη ενώθηκε με το θεό της θάλασσας ερωτικά, ανάβλυσαν στη στιγμή οι πλούσιες πηγές της Λέρνας. Οι περισσότερες Δαναΐδες, που με τα ονόματά τους [Ακταίη, Γλαύκη, Ρόδη, Ερατώ, Ηλέκτρα, Αγαύη, Ιφιμέδουσα, Αυτονόη, Στύγνη, Ιπποδάμεια, Ιππομέδουσα, Ιπποδίκη, Ιπποθόη, Ιππαρέτη, Ευίππη, Γλαυκίππη, Χρυσίππη, Διωξίππη, Υπερίππη] θυμίζουν Νηρηίδες – Ωκεανίδες, είναι Νύμφες των πηγών. [13]

Ο συσχετισμός των Δαναϊδων με τα φρέατα του Άργους πιθανότατα συνδέεται με κάποια αρδευτικά έργα, που έδωσαν τη δυνατότητα στο Δαναό να γίνει βασιλιάς στο Άργος. Οι Αιγύπτιοι, που είχαν πείρα στη διαχείριση των υδάτινων πόρων του Νείλου, έφεραν νερά στον Αργίτικο κάμπο λόγω της τεχνογνωσίας τους και πήραν την εξουσία. [14]

Το όνομα της Αμυμώνης δόθηκε στην κυριότερη πηγή της Λέρνας στους πρόποδες του Ποντίνου όρους. Η συνάντηση και η τελική ένωση της Αμυμώνης, κόρης του Δαναού, με το θεό Ποσειδώνα, υπονοεί την αίσια έκβαση του θέματος με την ανεύρεση του νερού και τη γονιμότητα της γης στο Άργος, που υπέφερε από λειψυδρία. Προφανώς οι τρεις πηγές, που αναφέρονται στο μύθο, είναι η πηγή της Αμυμώνης, η πηγή της Λέρνης και η πηγή του μικρού Ανάβαλου στο Κιβέρι, οι οποίες δε στερεύουν ποτέ, ούτε και στα μέσα του καλοκαιριού, και προσφέρουν άφθονο νερό στην ευρύτερη περιοχή και στις πόλεις του Άργους και του Ναυπλίου μέχρι σήμερα. [15]

Η οργή των γιων του Αίγυπτου, που καταδιώκουν τις Δαναΐδες, για να τις παντρευτούν, είναι η οργή των χειμάρρων, που απειλούν με τη βιαιότητά τους τις νύμφες των πηγών, που πλημμυρίζουν και καταστρέφουν την  πεδιάδα το χειμώνα. Το καλοκαίρι, που η ορμή τους γαληνεύει, αφομοιώνονται με τις πηγές, γίνονται σύζυγοί τους. Αλλά στην έξαρση της ζέστης του καλοκαιριού οι χείμαρροι ξεραίνονται ολοκληρωτικά. Οι γιοι του Αίγυπτου σκοτώνονται τότε από τις συζύγους τους, δηλαδή οι πηγές των χειμάρρων εξαφανίζονται, ενώ οι απλές πηγές τρέχουν ακόμα. Τα σώματά τους, δηλαδή οι στεγνές κοίτες τους, φαίνονται, αλλά τα κεφάλια τους είναι σκεπασμένα από τα νερά της Λέρνας, της πιο υγρής περιοχής της Αργολίδας, όπου το νερό κρατιέται κρυμμένο στα βάθη της γης.

Ένας όμως από τους γιους του Αίγυπτου έχει επιζήσει. Είναι ο Λυγκέας, που ξέφυγε στη Λύγκεια ή Λύρκεια, την περιοχή από όπου πηγάζει ο Ίναχος. Αυτός ο γιος του Αίγυπτου, που ξέφυγε από τη γενική σφαγή των αδελφών του, είναι ίσως ο ίδιος ο Ίναχος, που κυλάει ακόμα τα νερά του προς τη θάλασσα, ενώ οι άλλοι χείμαρροι του κάμπου έχουν στερέψει. [16]

 

Δαναΐδες (1785) - Martin Johann Schmidt (1718–1801), National Gallery of Slovenia.

Δαναΐδες (1785) – Martin Johann Schmidt (1718–1801), National Gallery of Slovenia.

 

Η τιμωρία των Δαναΐδων, που προσπαθούν μάταια στον Άδη να γεμίσουν ένα τρύπιο πιθάρι, συνδέεται με τη μαγεία της βροχής και εκφράζει μια εναλλαγή τόσο γνωστή στη Ελλάδα ανάμεσα σε πλημμύρες και ξηρασία, το φαινόμενο δηλαδή που παρατηρείται το καλοκαίρι στον κάμπο του Άργους. Οι πηγές στερεύουν και το λίγο νερό που τρέχουν εξατμίζεται κάτω από τη θέρμη των ακτίνων του Ήλιου ή χάνεται μέσα στο διψασμένο έδαφος. Ο κάμπος του Άργους, που το χειμώνα τον διασχίζουν πολλοί ορμητικοί χείμαρροι, το καλοκαίρι ξεραίνεται. Την αντίληψη αυτή ενισχύει η παράδοση, που αναφέρει ότι οι κόρες του Δαναού δίδαξαν στους κατοίκους του Άργους πώς να ανοίγουν πηγάδια και έτσι κατέστησαν «ένυδρον» το «πολυδίψιον» Άργος. Αυτός έγινε ο «Πίθος των Δαναΐδων» ή το «άντλημα στον πίθο των Δαναΐδων», που συμβολίζει τη ματαιοπονία και αναφέρεται σε μια μάταιη εργασία ή κόπο χωρίς τέλος.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Γ΄κεφ.1,3

[2] Αισχύλου Προμ. Δεσμώτης 864-870

[3] Παυσανίου, Κορινθιακά, κεφ. 19, 3

[4] Ησίοδος, αποσπάσματα από τις «Ηοίες». Αποσπ. 31

[5] Στράβων, Γεωγραφικά, Η, 371, 8

[6] Στράβων Γεωγραφικά. Η,371,9

[7] Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Β΄, κεφ. 1, 4

[8] Παυσανίου, Κορινθιακά, 10,10, 2

[9] Ηρόδοτου, ιστορία 1, 1

[10] Δίων Χρυσόστομομος, Τρωικός, σελ. 180.

[11] Δίκτυς, Β΄, 26,

[12] Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 1, 23

[13] Κακριδής Ιω. Ελληνική Μυθολογία, Οι Ήρωες, σελ. 174

[14] Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Ομηρικά σχόλια, Ραψ. Δ.

[15] Άννα Μπανάκα, Οι Μύθοι του νερού στην Αργολίδα.

[16] Decharme Paul, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ 223.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Απολλόδωρος, ΒΙΒΛΙΟ Γ’, Επιτομή, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ 1999.
  • Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2002.
  • Δίκτης ο Κρητικός, Εφημερίδα του Τρωικού πολέμου, Βιβλία 1-6, Μετάφραση Γιατρομανωλάκης Γ., εκδ. ΑΓΡΑ 1996.
  • Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Εκδ. ΖΗΤΡΟΣ 2009.
  • Δίων Χρυσόστομομος, ΑΠΑΝΤΑ (τρίτος τόμος), εκδ. ΚΑΚΤΟΣ 2015.
  • Κακριδής Ι. Θ.,  Ελληνική Μυθολογία, τομ 1-5, Εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 1986.
  • Ησίοδος, Θεογονία, Έργα και Ημέραι, Ασπίς Ηρακλέους, Ηοίαι. εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Λεκατσάς Π. , εκδ. Ζαχαρόπουλος 1941.
  • Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, τομ 1-5, επιμ. Νικ. Παπαχατζής, εκδ. ΕΚΔΟTΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήνα, 1980.
  • Στράβων, Γεωγραφικά, τομ. 1-17, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ 1994.
  • Μπανάκα Άννα , Οι Μύθοι του νερού στην Αργολίδα,  argοlikivivliothiki.gr
  • Decharme Paul, Ελληνική Μυθολογία, τόμ. 1-5, μτφρ. Ζαρούκα Κ., εκδ. ΜΕΡΜΗΓΚΑ.

 

Αλέξης Τότσικας

Read Full Post »