Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Βασίλης Κ. Δωροβίνης’

Γαλλικές ανασκαφές στο Άργος και η αντίδραση του κοινού. Η περίπτωση του Wilhelm Vollgraff (Βίλχελμ Φόλγκραφ)* © Βασίλης Κ. Δωροβίνης  -«Στα βήματα του  Wilhelm VollgraffΕκατό χρόνια αρχαιολογικής δραστηριότητας στο Άργος». Πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου του διοργανώθηκε από την Δ’ ΕΠΚΑ και από  τη Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 25-28 Σεπτεμβρίου 2003. Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 2013.


 

Το άρθρο αναφέρεται στις αντιδράσεις των κατοίκων του Άργους, όπως αποτυπώθηκαν στον τοπικό Τύπο της περιόδου 1828-1980, ως προς τις ανασκαφές. Στο εισαγωγικό μέρος του άρθρου αναφέρεται στην όλη αντίληψη και στάση του τοπικού πληθυσμού απέναντι στο συνολικό θέμα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης. Ακολουθεί ανάλυση, σε τρείς ενότητες, για τις ανασκαφές του W. Vollgraff το 1902-1912, το 1928-1930 και για τις ανασκαφές της Γαλλικής Σχολής Αθηνών μετά το 1950, οπότε δημιουργείται και το μουσείο του Άργους. Η τρίτη περίοδος ξεκινά μετά το 1978, με τη δραστηριότητα της Γαλλικής Σχολής για μία πρώτη καταγραφή της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του Άργους και την ένταξή της πολεοδομικά στη σημερινή πόλη, αλλά και με την αγορά και αναστήλωση της οικίας Τ. Γκόρντον.

Ακολουθούν τρία παραρτήματα. Στο πρώτο, καταγράφονται όλα τα άρθρα του τοπικού Τύπου για τις δύο ανασκαφικές περιόδους του W. Vollgraff. Στο δεύτερο μεταφέρονται δύο συνεντεύξεις του W. Vollgraff και το μοναδικό σχόλιο αθηναϊκής εφημερίδας για την ανακοίνωση, το 1903, του W. Vollgraff στη Γαλλική Σχολή για τις ανασκαφές στο Άργος. Τέλος, στο τρίτο παράρτημα αναδημοσιεύονται τέσσερεις φωτογραφίες.

 

Βίλχελμ Φόλγκραφ

Θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ευθύς εξαρχής ότι επιλέξαμε ένα συμβατικό τίτλο, για την παρούσα εργασία, ο οποίος καλύπτει φαινόμενο πολυπλοκότερο, δηλαδή τη σχέση και τους δεσμούς που υφαίνονται (ή δεν υφαίνονται) μεταξύ ανασκαφών, ανασκαφέων (στην προκειμένη περίπτωση της Γαλλικής Σχολής Αθηνών) και ντόπιων πολιτών, με γενικότερη μεν αναφορά στις σύνολες ανασκαφές, αλλά με ειδικότερη εστίαση της προσοχής στην παρουσία και στις ανασκαφές του W. Vollgraff στο Άργος.

Η Γαλλική Σχολή Αθηνών συμπλήρωσε το 2002 έναν αιώνα ανασκαφών στο Άργος και τις άρχισε με μέλος της που όμως ήταν Ολλανδός και όχι Γάλλος, συμπτωματικό ίσως γεγονός αλλά και προάγγελος της μετέπειτα πορείας της Σχολής και, μάλιστα, της σημερινής, αλλά και της όλης εξέλιξης της αρχαιολογίας, που είναι σήμερα, από τους πλέον διεθνοποιημένους και διεπιστημονικούς κλάδους. Ένας αιώνας πέρασε λοιπόν, ανασκαφών, επαφών και δεσμών τόσο με τον χώρο της πόλης του Άργους, όσο και με τον κυμαινόμενο και διαφοροποιούμενο οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά πληθυσμό του, και παρέχει αρκετά πλούσιο υλικό για μιάν επιστημονική και ψυχολογικά αποστασιοποιημένη προσέγγιση αυτών των δεσμών.

Το Άργος δεν μπορούμε να πούμε ότι, μέχρι σήμερα, έφτασε να έχει διαμορφωμένη, έστω και μέσω μιάς κοινωνικής και λίγο-πολύ συμπαγούς ομάδας κατοίκων, εδραία αστική αντίληψη για το πώς πρέπει να διαμορφωθεί και να εξελιχθεί η πόλη, επομένως και για το πώς πρέπει να ενταχθεί σε αυτήν η αρχαία, η βυζαντινή και η νεότερή της αρχιτεκτονική κληρονομιά ή και τα μνημειακά υπολείμματά της. Οι αρχαιότητες μόλις τον τελευταίο καιρό έπαψαν να θεωρούνται εντελώς και επιζήμιες, αν και παραμένουν στο περιθώριο της καθημερινής κοινωνικής ζωής. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε το αρχαίο θέατρο, αλλά και αυτό μάλλον ως «περίβλημα» κτιριακό κάποιων εκδηλώσεων και όχι ως μνημείο ενταγμένο στη σύγχρονη ζωή. Το ίδιο ισχύει και για τον διαμορφωμένο χώρο περιπάτου μεταξύ αρχαίου θεάτρου και Κριτηρίου.

Η πόλη βεβαίως υπέστη πολλές αλλαγές. Στην αρχή του 20ου αι., όταν ο W. Vollgraff ξεκινά τις ανασκαφές του, αποτελεί εμπορικό και αγροτικό κέντρο για δύο νομούς (τότε για έναν ενιαίο, την Αργολιδοκορινθία), στενά δεμένο με μιαν ευρύτερη, αποκλειστικά αγροτική περιοχή. Η προσπάθεια εκβιομηχάνισης ήταν άμεσα εξαρτημένη από την περιοχή αυτή (κυρίως βαμβάκι – εριουργεία και εκκοκιστήρια, μετά το 1960 εσπεριδοειδή και μονάδες χυμοποίησης κλπ.). Κείμενα των ελάχιστων λογίων των πρώτων δεκαετιών του 20ου αι. (και αυτών στο περιθώριο), μαρτυρούν ακριβώς για την έλλειψη της αστικότητας (urbanite με τις δύο έννοιές της).

Η οικοδομική αύξηση γίνεται με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς, γι’ αυτό ίσως και οικοδομούνται σημαντικά κτίρια, που μαρτυρούν για αφομοίωση του νεοκλασικισμού (μέγαρο Κωνσταντόπουλου, τελική διαμόρφωση Δημαρχείου, παράπλευρο κτίριο και νεοκλασική αγορά – έργα του Π. Καραθανασόπουλου -, οικίες οικογενειών Ζωγράφου, Τζοροβίλη, Κατσούλα, Καλλιάρχη, ξενοδοχείο Σαγκανά, καφενείο Θηβαίου κ.ά.).

Οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, η μικρασιατική καταστροφή, μιάμιση δεκαετία ειρήνης, αλλά και νέων κοινωνικών προβλημάτων δεν επιτρέπουν την αστική ολοκλήρωση. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία κατευθύνονται σε ίδρυση νέου οικισμού (Ν. Κίος), ενώ δέκα πέντε χρόνια αργότερα το κύμα των Ρωσοπόντιων προσφύγων στο Άργος είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στεγάζεται στο «Καλλέργειο» και κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, εγκαθίσταται στον αρχαιολογικό χώρο δίπλα στο αρχαίο θέατρο («Συνοικισμός»). Έρχεται ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, τελειώνει ο εμφύλιος και στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ξεσπά η οικοδομική αύξηση, άναρχα και άμορφα, υπό τις νέες πιέσεις και εσωτερικών μεταναστών από τα ορεινά χωριά, από την Αρκαδία και την Κρήτη. Πρώτο πολυόροφο οίκημα κτίζεται το 1962, ακολουθεί η αύξηση των συντελεστών δομήσεως κυρίως επί Χούντας και αρχίζει μία έντονη οικιστική πίεση, που καταλήγει και στην άναρχη επέκταση της πόλης ακόμα και στους γύρω λόφους. Η εικόνα της, που καταγράφεται και σε τουριστικούς οδηγούς, ελληνικούς και ξένους, ως πόλης των αρχαιοτήτων και των κήπων, διαστρεβλώνεται και σταδιακά χάνεται.

Η τύχη αρχαιοτήτων και αρχαιολογικών εργασιών ακολουθεί την εξέλιξη της πόλης όπου, μέχρι και σήμερα, το κοινωνικό της εποικοδόμημα τίποτε δεν έχει ξεκαθαρίσει ως προς το μέλλον της. Θολούρα επικρατεί, στην οποία βυθίστηκε ακόμα και το νέο σχέδιο πόλης, προϊόν και αυτό όχι συνθετικού λογισμού και διαυγούς κοινωνικής αντίληψης, αλλά οικονομικών επιδιώξεων των συντακτών του και μιάς αρχαϊκής, συχνά, αντίληψης πολλών ιδιοκτητών γης και οικοπέδων.

Εξετάζοντας το πώς οι Γάλλοι αρχαιολόγοι και οι ανασκαφές τους εντάσσονται στην πόλη και συνδέονται με τις ντόπιες νοοτροπίες, θα πρέπει να φυλαχθούμε συστηματικά από τον κίνδυνο εισαγωγής εννοίων και κατηγοριών από άλλες χώρες και άλλες πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι μπορούμε να προβούμε, μετά από εξέταση των δεδομένων, σε μία πρώτη περιοδοποίηση μέσα στο χρόνο, διακρίνοντας τρείς διαφορετικές περιόδους.

Ι. Η πρώτη περίοδος

Η πρώτη περίοδος αρχίζει και τελειώνει με τις αποστολές του W. Vollgraff, οι οποίες ξεκινούν με ανασκαφές στις 15 Μαΐου 1902 (κατά την εφημερίδα Ίναχος της 06.07.1902), όταν ο W. Vollgraff είναι μόλις 26 ετών, και εκτείνονται μέχρι το τέλος του 1912. Διασταυρώνοντας δημοσιεύματα του W. Vollgraff και πληροφορίες του τοπικού Τύπου, διαπιστώνεται ότι επιχειρεί μία καταρχήν καταγραφή των αντικειμένων που υπάρχουν στο μουσείο του Άργους (στεγαζόταν στην ισόγεια αίθουσα του Δημαρχείου) και στην πόλη, δηλαδή εκθεμάτων, σπαραγμάτων και επιγραφών, και αναλαμβάνει και περαιώνει ανασκαφές στους λόφους της Ασπίδας και της Λάρισας, όπως και σε χώρους που τους περιβάλλουν. Κατά τη διετία 1928-30 ο W. Vollgraff επανέρχεται στο Άργος, συνεχίζει τις έρευνές του και προβαίνει σε νέες ανασκαφές, ιδίως στον λόφο της Λάρισας και στον χώρο της αγοράς.

Η φήμη του έχει εδραιωθεί στη κοινή γνώμη του Άργους και σε μία, κυρίως, τοπική εφημερίδα που κυκλοφορεί κανονικά τότε στην πόλη οι ανασκαφές του καλύπτονται με πρωτοσέλιδα άρθρα, ενώ δημοσιεύονται και συνεντεύξεις του. Ιστορικά, πια, είναι ο πρώτος αρχαιολόγος που προβαίνει σε συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές στο Άργος. Σήμερα, οι μέθοδοι που ακολούθησε (μέθοδοι κατά κανόνα γενικά αποδεκτές στην εποχή του) αποτελούν αντικείμενο εύλογης κριτικής [1]. Από την αρχή, το 1902, ο τοπικός Τύπος και ειδικότερα τρείς λόγιοι, ο Δ. Βαρδουνιώτης (που είναι και έφορος του μουσείου), ο Κ. Ολύμπιος και ο Γ. Σιμιτζόπουλος δημοσιογραφούν κατά διαστήματα και, από τις πρώτες μέρες της πρώτης άφιξής του, παρακολουθούν συνεχώς τις ανασκαφές, ενημερώνουν τους αναγνώστες, ενώ κάποτε προβαίνουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και σε άκρως προωθημένες για την εποχή προτάσεις. Ο W. Vollgraff και οι ανασκαφές του «ηλεκτρίζουν», όμως σε μία περίπτωση ο Βαρ­δουνιώτης, εντελώς προδρομικά αλλά και στηριζόμενος επιδέξια στο πνεύμα της εποχής, δεν διστάζει να στραφεί εναντίον του, όταν εκείνος εκδηλώνει την πρόθεσή του να κατεδαφίσει το μονύδριο του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του λόφου της Ασπίδας, για λόγους ανασκαφικούς. Ο Βαρδουνιώτης προβάλλει την ανάγκη να διατηρηθεί το νεότερο αυτό κτίσμα, που κατά τα άλλα και μέχρι σήμερα δεν έχει μελετηθεί συστηματικά και, φυσικά, δεν έχει χρονολογηθεί. Είναι η πρώτη φορά που, από όσο τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, στο νεότερο Άργος υποστηρίζεται η αξία και η ισοτιμία της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Ουδέποτε μέχρι σήμερα ο τοπικός Τύπος του Άργους παρακολούθησε με τόσο ενδιαφέρον και τόσο επιμελώς τη συνέχεια ανασκαφών, παρόλο που από το 1950 ενεργήθηκαν πολύ σημαντικές (αρχαία αγορά, ρωμαϊκά λου­τρά, κλπ.). Από την πλευρά μου υποστηρίζω ότι η δημιουργία ενός είδους σύγχρονου τοπικού μύθου γύρω από το όνομα Vollgraff οφείλεται στη στάση τοπικού Τύπου και λογίων με κύρος. Πρόκειται για μύθο που στοιχειοθετείται και δημιουργείται από το ότι για πρώτη φορά εύλογα ελπίζεται ότι, με συστηματικές έρευνες, θα έρθουν σε φως σημαντικά στοιχεία από το αρχαίο κλέος μιάς πόλης παγκόσμια γνωστής. Από το ότι, επίσης, η αργή και ομαλή οικιστική αύξηση δεν δημιουργεί κανένα από τα γνωστά σήμερα προβλήματα. Δεν επιβάλλεται καμία αλλαγή στις τοπικές νοοτροπίες, οι άνθρωποι αντιδρούν «φυσικά» και δίχως οπισθοβουλίες ως προς τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις και τις θεωρίες που διαμορφώνονται, δεν υπάρχει ανάγκη σχεδιασμού και δεν διαφαίνεται καμία προοπτική αντιμετώπιση των πραγμάτων.

Οι ανασκαφές μπορούν να ακολουθούν τον δικό τους ρυθμό, οι αρχαιολόγοι σκάβουν και «αναπνέουν» δημοσιεύοντας ομαλά, μετά από κάθε ανασκαφική περίοδο. Δεν έχει καν προκύψει η έννοια των σωστικών ανασκαφών, μάλιστα κάτοικοι προσφέρουν ιδιοκτησίες τους για να συνεχιστούν απρόκοπα οι ανασκαφές. Για πρώτη φορά αρχαιολόγοι διαμένουν μόνιμα στην πόλη, κατά περιόδους που γίνονται τακτές, και συγχρωτίζονται με τον τοπικό πληθυσμό. Ενδόμυχα ή με διορατικότητα (πώς μπορούμε να την αποκλείσουμε;) γίνεται αντιληπτό, από την πλευρά των λογίων, ότι οπωσδήποτε κάτι γενικότερο καλό θα βγει για την πόλη από τις ανασκαφές, έστω και όχι άμεσα κερδοφόρο, έστω κι αν ελάχιστοι έχουν πρόσβαση, λόγω του εμποδίου της γλώσσας, στους απολογισμούς του ίδιου του W. Vollgraff, στις επεξεργασμένες μορφές των πρώτων θεωρητικών κατασκευών του.

Το 1928 και το 1930 δημοσιεύεται κάτι που, από τότε, δεν χρησιμοποιήθηκε ως δημοσιογραφική μορφή πληροφόρησης, ποτέ πια στον τοπικό Τύπο, ούτε από την πλευρά του ούτε και από την πλευρά των αρχαιολόγων. Πρόκειται για δύο συνεντεύξεις με τον W. Vollgraff, πλουσιότατες σε περιεχόμενο, τόσο γιατί η τοπική εφημερίδα θέλει να μάθει «την πάσα αλήθεια», όσο και επειδή ο ερωτώμενος δεν είναι διόλου φειδωλός ως προς αναφορές στα σχέδια και στους σκοπούς του, ούτε και ως προς τη διάθεση να απαντά ευθέως σε κάθε ερώτηση, όπως για τη χρηματοδότησή του. Θεωρώ τις συνεντεύξεις αυτές ανεκτίμητα τεκμήρια, γι’ αυτό και αναδημοσιεύονται σε παράρτημα αυτού του άρθρου (παράρτημα II).

ΙΙ. Η δεύτερη περίοδος

Η περίοδος αυτή καλύπτει τα έτη 1950-1978, κατά τα οποία γίνονται γνωστοί στο Άργος οι αρχαιολόγοι G. Daux, Ρ. Courbin και Fr. Croissant, και οικειώνονται με τους κατοίκους. Η ανασκαφική εργασία τους, όπως και άλλων αρχαιολόγων, Γάλλων και Ελβετών, συμπίπτει με ένα σημαντικό έργο στο Άργος, δηλαδή την ίδρυση αυτόνομου μουσείου, που σταδιακά ολοκληρώνεται μεταξύ των ετών 1957 (παλαιά πτέρυγα, στο ανακαινισμένο με δραστική επέμβαση του Ρώσου αρχιτέκτονα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Υ. Fomine «Καλλέργειο», που προηγουμένως βρισκόταν σε κατάσταση θλιβερού ερειπίου[2] και 1961 (νέα πτέρυγα, με υπόστεγο χώρο, προς ανατολάς).

Το μουσείο αυτό θα πρέπει να ιδωθεί μέσα στις τότε συνθήκες, μετά από μακροχρόνια προσμονή και ενέργειες δεκαετιών για την ίδρυσή του. Η δαπάνη κατασκευής καταβάλλεται από το γαλλικό Κράτος και θα έλεγα ότι, παρά το ότι οι μελέτες αρχαιολόγων και ανασκαφέων στο Άργος πολλαπλασιάζονται έκτοτε, με άκρως δραστήρια πια, λόγω σωστικών κυρίως ανασκαφών, και την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, ο μύθος του W. Vollgraff επεκτείνεται προς άλλη κατεύθυνση, προς μιά πολιτισμική προσέγγιση. Δεν ξέρουμε σήμερα ποιά ήταν η προσωπική επαφή του W. Vollgraff με τους ντόπιους.

Γεγονός είναι ότι όσο περνούν τα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί από τους Γάλλους αρχαιολόγους προσεγγίζουν άνετα και προσωπικά το τοπικό στοιχείο.

Το μουσείο, παρά τις εύλογες αμφισβητήσεις για τον τρόπο σύνδεσης παλαιάς και νέας πτέρυγας, παρά και ότι λίγοι, ίσως, ντόπιοι έχουν πια κατά νου ότι αποτελεί προϊόν ελληνογαλλικής συμβολής (ο Δήμος Άργους είχε παραχωρήσει το «Καλλέργειο» και τον συνεχόμενο χώρο, ιδιοκτησίας του), «δένει» ακόμα περισσότερο Γάλλους αρχαιολόγους και ανασκαφείς με τον πληθυσμό και την κοινή γνώμη στο Άργος. Βέβαια τώρα πια, ο τοπικός Τύπος, είναι αλήθεια άλλης μορφής, αλλά και άλλων ενδιαφερόντων και συμφερόντων, παύει να παρακολουθεί ανασκαφές και συχνά απηχούσε τα τελευταία χρόνια την γκρίνια ιδιοκτητών γιατί τους «εμπόδιζαν να κτίσουν», κυρίως οι Έλληνες αρχαιολόγοι. Ιδιοκτητών που συχνά δεν είναι πια Αργείοι, αλλά της εσωτερικής μετανάστευσης και δίχως εσωτερικούς δεσμούς με την πόλη.

III. Η τρίτη περίοδος

Αρχίζει λίγο-πολύ μετά το 1978, με πρωτοβουλίες του τότε Γενικού Γραμματέα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Ρ. Aupert και με την στήριξη των Διευθυντών της Ρ. Amandry και Ο. Picard, οπότε δημιουργείται κοινή ελληνογαλλική ομάδα επιστημόνων, σε συνεργασία με την Δ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, για την καταγραφή και της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης, όπως και για τη διατύπωση προτάσεων με στόχο της ένταξή της, μαζί με την αρχαία και τη βυζαντινή, στη σύγχρονη ζωή. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στη ζώνη γύρω από το αρχαίο θέατρο και την αγορά. Τα πορίσματά της, προϊόν εργασίας τριών περίπου ετών, κοινοποιούνται προς όλες τις ελληνικές διοικητικές αρχές, αρμόδιες για το αντικείμενο αυτό, και προς τον Δήμο Άργους. Για σχεδόν μία εικοσαετία παρέμειναν αναξιοποίητα για τον οποιοδήποτε σχεδιασμό (είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι από την μελέτη της «Επιχείρησης Πολεοδομική Ανασυγκρότηση» του Άργους παραλήφθηκε κάθε προβληματισμός και προτάσεις για τη νεότερη και τη βυζαντινή αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης).

Παράλληλα όμως, με πρωτοβουλία δημοτών της πόλης έγινε ευρεία προσπάθεια ενημέρωσης των πολιτών μέσα από συνεργασίες και αρχικά από τον ρηξικέλευθο Πολιτιστικό Όμιλο Άργους, με τη στήριξη και του τότε Νομάρχη Θ. Χαμπίπη. Οργανώθηκαν διαλέξεις και δημόσιες συζητήσεις, δυστυχώς δίχως μέριμνα κανονικής και ανανεωμένης επανάληψης. Το μέλος της Σχολής Α. Pariente συνέχισε την προσπάθεια, με την ευοίωνη στήριξη του τότε διευθυντή R. Étienne, ενώ η αγορά και στη συνέχεια η επισκευή της ιστορικής οικίας του Τόμας Γκόρντον πρόσφερε στο Άργος μία νέα και ζεστή αίθουσα για ποιοτικές πολιτιστικές εκδηλώσεις [3].

Την περίοδο αυτή Γάλλοι αρχαιολόγοι δεν δίστασαν να πάρουν θαρραλέα μέρος στην προσπάθεια για τη διάσωση και αξιοποίηση των Στρατώνων του Καποδίστρια. Με αφορμή την προσπάθεια κατεδάφισης των Στρατώνων ξέσπασε στην πόλη πολυετής και σκληρή διαμάχη, με εργολάβους και τυφλούς υπερσυντηρητικούς από το ένα μέρος, και με νέους και τη διανόηση της πόλης από το άλλο μέρος. Οικονομικά ισχυροί οι πρώτοι, με εκφραστές δύο τοπικά φύλλα υπέρμαχα της «ελεύθερης δόμησης» και διώκτες των αρχαιολόγων, έφθασαν μέχρι και να καταγγείλουν τον Ρ. Aupert στη γαλλική Πρεσβεία για ανάμιξη σε εσωτερικές ελληνικές υποθέσεις. Είναι ακριβώς αυτά τα φύλλα που ανέσυραν από τη λήθη, εν πολλοίς με διαστρεβλώσεις, τα θλιβερά γεγονότα της σύγκρουσης του Ιανουαρίου του 1833 στο Άργος, που κατέληξε στην εξόντωση πολλών αθώων αμάχων.

Η ανάσυρση της λεγάμενης «σφαγής του Άργους», μέχρι και τις μέρες μας, δεν έστερξε να διαταράξει τον εδραίο, πια, δεσμό Γάλλων αρχαιολόγων και τοπικού πληθυσμού. Η αγορά, η διάσωση και η μετασκευή της οικίας Γκόρντον στην πόλη έδωσαν νέο έναυσμα στις σχέσεις Γαλλικής Σχολής Αθηνών και πολιτών, ενώ προκάλεσε για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία και την εμπλοκή του Δήμου Άργους σε συγκεκριμένη πολιτιστική δραστηριότητά της, δηλαδή τη χρηματοδότηση της ελληνικής έκδοσης τμήματος της μελέτης του Μ. Sève, για τους Γάλλους ταξιδιώτες στο Άργος [4].

Η προοπτική σήμερα, στα πλαίσια, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να φτάσει σε αμοιβαία συνεργασία, πρώτα και κύρια με το αντικείμενο αναστηλώσεις και τη διαμόρφωση των χώρων ανασκαφικών δραστηριοτήτων που έχουν περατωθεί. Πέρα από αυτό, αν η οικία Γκόρντον, με την αγορά και του τελευταίου εναπομένοντα ελεύθερου χώρου δίπλα σε αυτήν, γίνει επιθυμητή κυψέλη μελέτης, σεμιναρίων, εκθέσεων και ανακοινώσεων, αν πολίτες και Δήμος προχωρήσουν σε οικονομική συμβολή για εκδόσεις, αν επίσης η Γαλλική Σχολή Αθηνών δεχθεί την αναγκαία διεύρυνση του κύκλου των εκδόσεων, με προσέγγιση ενός ευρύτερου τομέα για το Άργος, τότε οι δεσμοί που ανέφερα θα έχουν πολύ μέλλον εμπρός τους. Από την εποχή του W. Vollgraff μέχρι σήμερα Γάλλοι αρχαιολόγοι, αλλά και η ίδια η αρχαιολογία, παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες, έπλεξαν συνδέσεις με την τοπική κοινωνία του Άργους και κέρδισαν σε κύρος, σε εκτίμηση και σε αξιοπιστία. Αυτό το κέρδος πρέπει να κρατηθεί και να αυξηθεί. Μάλιστα σε καιρούς όπου παρθικές σκοπιμότητες, που ανήκουν στο πελατειακό σύστημα, πλήττουν στις μέρες μας και αρχαιολόγους και, κατ’ επέκταση, και την αρχαιολογία.

Παράρτημα I

 Ο τοπικός Τύπος του Άργους για τις ανασκαφές του W. Vollgraff

  1. 19/05/1902, Μυκήναι 54

Αναφέρεται ότι ο Vollgraff άρχισε προ δύο μηνών μέσα στην πόλη αντιγραφή αρχαίων επιγραφών και ότι πήρε άδεια από την Κυβέρνηση να ενεργήσει ανασκαφές στον λόφο της Ασπίδας. Αναφέρεται τι βρέθηκε μέχρι τότε, τι τούτο σημαίνει για την ιστορία του τόπου και ακολουθεί η κατάληξη ότι «ευτυχώς όπου οι Γάλλοι και οι Γερμανοί αρχαιολόγοι εργάζονταν ακαταπονήτως, δαπανώντες άφθονα χρήματα […] διότι ημείς οι νυν Έλληνες δεν είμεθα ως φαίνεται άξιοι δια τοιαύτας εργασίας, αλλά δι’ άλλας σπουδαιοτέρας».

  1. 26/05/1902, Μυκήναι 55

Δίδεται λεπτομερές ρεπορτάζ για τις ανασκαφές του Vollgraff στην Ασπίδα και προστίθεται ότι τόσο η Κυβέρνηση όσο και η Αρχαιολογική Εταιρεία θα έπρεπε να στείλουν αρχαιολόγο και να πάρουν προφυλακτικά μέτρα για φρούρηση του χώρου
των ανασκαφών, καυτηριάζοντας το γεγονός ότι μετά από κάθε ανασκαφή τους αφήνονται στην τύχη τους οι αρχαιολογικοί χώροι και η περιφέρεια απογυμνώνεται από τα ευρήματα, που μεταφέρονται στην Αθήνα. Παροτρύνει, επίσης, τους τοπικούς παράγοντες να πετύχουν ώστε να ενεργούνται ανασκαφές με τη συμβολή των Δήμων και των κατοίκων των επαρχιών, και καταλήγει: «Εις την Ιταλίαν εισέρχονται κατ’ έτος πολλά εκατομμύρια εκ των διαφόρων περιηγητών, πολύ πλειότερα αυτών δύνανται να εισέλθωσιν εις την Ελλάδα, αν γίνωμεν ολίγον αρχαιόφιλοι και επικρατήση και παρ’ ημίν ολίγον πνεύμα κερδοσκοπικόν».

  1. 02/06/19Θ2, Μυκήναι 55

Αποκαλύπτεται δεύτερο τείχος στην Ασπίδα και πέντε τάφοι μυκηναϊκής εποχής.

  1. 09/06/19Θ2, Μυκήναι 57

Φθάνει εκ μέρους της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο αρχαιολόγος Σκιάς, οι ανασκαφές προχωρούν, ανακαλύπτεται η δεξαμενή και φρέατα, όπως και τοίχοι μεγάλου ανακτόρου.

  1. 16/06/1902, Μυκήναι 58

Ανακαλύπτεται και άλλος τάφος με επιχρίσματα μυκηναϊκής εποχής και με «γραφές». Ανακοινώνεται η άφιξη λόγω των ανασκαφών του Ι. Κοφινιώτη.

  1. 23/06/1902, Μυκήναι 59

Η εξέλιξη των ανασκαφών και οι απόψεις του Ιω. Κοφινιώτη. Επισημαίνεται ότι ποτέ μέχρι τότε δεν έγιναν ανασκαφές μέσα στην πόλη και ότι αν γίνονταν, μάλιστα στην συνοικία Ταμπάκικα ή Αλώνια Παναγίας, όπου βρισκόταν η αρχαία αγορά του Άργους, θα έρχονταν σε φως «πολλά έργα καλλιτεχνών». Και καταλήγει: «Η πόλις του Άργους κατά τούτο πρέπει να ευγνωμονεί τον Φόλγκραφ, ότι έκαμεν ούτος την αρχήν της αποκαλύψεως του αρχαίου κόσμου».

  1. 30/06/1902, Μυκήναι 60

Ο Vollgraff επιστρέφει στο Άργος για να συνεχίσει τις ανασκαφές στην Ασπίδα, συνοδευόμενος από «επίσημον καλλιτέχνην Δανόν ίνα ζωγραφίση τους ανασκαφέντας τάφους και τας επί του ενός τούτων ευρεθείσας και κατά την είσοδον αυτού υπαρχούσας ζωγραφιάς». Στο εκτεταμένο αυτό άρθρο γίνεται ακολούθως λόγος για τα αρχαία έθιμα ταφής.

  1. 06/07/1902, Ίναχος 9-10

Δημοσιεύεται τρισέλιδο εμπεριστατωμένο άρθρο, προφανώς του ίδιου του Βαρδουνιώτη, ξεκινώντας από την πρώτη σελίδα. Πλήρως βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο, το άρθρο αυτό πληροφορεί για πρώτη φορά ότι οι ανασκαφές του Vollgraff γίνονται υπό την εποπτεία του Βαρδουνιώτη, επιμελητή των αρχαιοτήτων στο Άργος, και του Χρ. Κουρουνιώτη, φοιτητή της φιλολογίας, με βοηθό τον Έφορο Αρχαιοτήτων Α. Σκιά.

Σημειώνεται ότι ο Vollgraff αναζητεί στην Ασπίδα «τα ανάκτορα των αρχαιοτάτων βασιλέων του Άργους», δίδεται μία πλήρης και αντικειμενική εικόνα των μέχρι τότε ανασκαφών, με ακριβέστατα στοιχεία, ανακοινώνεται ότι όλοι οι τάφοι ήταν
συλημένοι, καθώς και το ότι οι ανασκαφές βρίσκονται μόλις στην αρχή τους, καταλήγοντας ότι στο Άργος ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν γίνει τακτικές και επιστημονικές ανασκαφές.

  1. 14/07/1902, Μυκήναι  61

Μικρό σημείωμα για την πρόοδο των ανασκαφών, με την πληροφορία ότι γίνονται με την επίβλεψη του Σκιά και με βοηθό τον Κουρουνιώτη, ενώ στη στήλη των «ειδήσεων» επισημαίνεται ότι έφτασε στο Άργος ο Έφορος Αρχαιοτήτων Καββαδίας και εκθέτει τα συμπεράσματά του για τις ανασκαφές, αλλά και για ανάγλυφο που είχε βρεθεί στο σπίτι του Θ. Κοντογιάννη.

  1. 15/07/1902, Μυκήναι 64

Εκτεταμένο μονόστηλο για την πρόοδο των ανασκαφών, με αναλυτικά τα μέχρι τότε ευρήματα, μεταξύ αυτών και αγάλματα στην δυτική πλευρά της Ασπίδας, μέσα στη δεξαμενή. 

  1. 25/08/1902 Μυκήναι 65

Οι ανασκαφές σταμάτησαν από έλλειψη χρημάτων. Αναφέρεται ότι δεν βρέθηκε το αρχαίο στάδιο, και ότι τα ευρεθέντα υπολείμματα βυζαντινού ναού ήταν στη θέση όπου ο ναός του Απόλλωνα Δειραδιώτη. Αναγγέλλεται ότι τα ευρήματα πρόκειται να μεταφερθούν στην Αθήνα και καυτηριάζεται η ενέργεια αυτή.

  1. 15/09/1902, Μυκήναι 66

Στη στήλη των ειδήσεων, δημοσιεύεται η πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι ο Vollgraff έστειλε έγγραφο στον Δήμαρχο και του ζητεί να κατεδαφιστεί το  ναΐδριο  του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή της Ασπίδας, για να ενεργήσει και στο σημείο αυτό ανασκαφές. Η εφημερίδα σημειώνει ότι «το πράγμα είναι ολίγον δύσκολον».

  1. 01/01/1903, Ίναχος  11

Δημοσιεύονται δύο άρθρα εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Στο πρώτο, και υπό τίτλο «Απαγωγή θεών», σημειώνεται ότι από τις ανασκαφές του Vollgraff τα πιο «ευτελή» αντικείμενα κατατέθηκαν στο μουσείο του Άργους, όμως «τα πολυτιμότερα τούτων, εν οις και περί τα 35 αρχαία νομίσματα, ο ενεργών τας ανασκαφάς εταίρος της Γαλλ. Σχολής, εναντίον ρητής και σαφέστατης διατάξεως του Νόμου, ηρνήθη να παραδώση και καταθέση εις το Μουσείον μας, μεθ’ όλας τας προσκλήσεις και διαμαρτυρίας του επιμελητού των ενταύθα αρχαιοτήτων και του δημάρχου Αργείων. Αι ανασκαφαί διεκόττησαν από του παρελθόντος Αυγούστου και ο εταίρος της Γαλλ. Σχολής ώχετο απιών εις Αθήνας, μετά του επόπτου των ανασκαφών, όστις άδηλον αν και τι ενήργησεν απί του προκειμένου».

Συνεχίζοντας γράφει ότι λέγεται πως οι αρχαιότητες μεταφέρθηκαν στη Αθήνα αλλά κανένας δεν γνωρίζει τίποτε σχετικά, ενώ αναφέρεται σε δύο «σώα και εξαίσια αγάλματα λευκού μαρμάρου και αρίστης τέχνης», πιθανώς του Ασκληπιού και της Εκάτης, που βρέθηκαν στην Ασπίδα.

Στο άλλο άρθρο, υπό τον τίτλο «Ο Προφήτης Ηλίας», σημειώνεται ότι «εθρυλήθη» ότι ο Vollgraff ζήτησε να κατεδαφιστεί ο ναΐσκος, ότι τούτο δεν είναι πιστευτό, διότι ο ναός αυτός είναι «αρχαίος και δημοφιλής» στο Άργος και οι Αργείοι «βαρέως φέρουν την κατεδάφισίν του». «Εκτός όμως τούτου θα ήτο η κατεδάφισις και άσκοπος, αφού ανεσκάφη όλος ο κύκλω του ναΐσκου χώρος και επί πλέον διότι καθ’ ημάς αι επί της Ασπίδος ανασκαφαί δεν είνε πολλού λόγου άξιαι, ελλείψει μαρτυριών αρχαίων συγγραφέων μηδέν θετικόν και σαφές προσπορίσασαι τη αρχαιολογία. Διά τους λόγους τούτους συνίστωμεν εντόνως εις τους αρμοδίους να προλάβωσι παντί σθένει την κατεδάφισίν του πάσι τοις Αργείοις προσφιλούς ναΐσκου, βέβαιοι όντες ότι ούτω θα δικαιώσωσιν ευσεβή πόθον ολοκλήρου της πόλεως.»

Και τα δύο άρθρα φέρουν αντί υπογραφής το κεφάλαιο «Α». Πρόκειται για συνεργάτη της εφημερίδας ή το πιθανότερο, για τον ίδιο τον Βαρδουνιώτη; Η άποψή μου είναι ότι πρόκειται για τον ίδιο.

     14. 05/01/Ι903, Δαναός 127

Δημοσίευμα για τον Vollgraff και τις ανασκαφές: μονόστηλο όπου σημειώνεται ότι λόγω διακοπής της έκδοσής του δεν είχε καλύψει το σημαντικό γεγονός των ανασκαφών, για τις οποίες υπήρξε ευρεία δημοσιότητα στον αθηναϊκό αλλά και στον ευρωπαϊκό Τύπο. Αναφέρει την Ανεξαρτησία του Βελγίου και άρθρο της την 10/08/02, την Βορειογερμανική Εφημερίδα και μετάφραση του άρθρου της δεύτερης στα Παναθήναια της 15/07/02. Πληροφορεί ότι μέχρι τότε δοκιμαστικές ανασκαφές στην Ασπίδα θα επαναληφθούν την προσεχή άνοιξη και ότι μόλις έγιναν γνωστά στην Ευρώπη τα αποτελέσματα των πρώτων, «αμέσως ο ενθουσιώδης λάτρης της αρχαίας Ελλάδας κ. Γουκώπ, δικηγόρος εν Ολλανδία, ο γενναίος χορηγός των εν Λευκάδι ανασκαφών της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, ετηλεγράφησεν εις τον κ. Βολγκράφ ότι αυτός αναλαμβάνει την δαπάνην των γενικών ανασκαφών εν Αργεί, στείλας συγχρόνως και γενναίον χρηματικόν ποσόν». Το άρθρο φέρει αντί υπογραφής το κεφαλαίο «Ξ».

      15. 18/01/1903, Δαναός 128

 Υπό τον τίτλο «Αι εν Αργεί ανασκαφαί» άρθρο με λεπτομερειακές και ακριβείς πληροφορίες για τα ευρήματα της Ασπίδας, που όπως και το προηγούμενο πρέπει να στηρίζεται σε απευθείας πληροφορίες του ιδίου του Vollgraff. Δίδεται και η πληροφορία ότι ο Δανός καλλιτέχνης που είχε μετακληθεί ονομάζεται Μπάγα.

      16. 14/03/1903, Δαναός 132

Ειδησιογραφικό μικρό άρθρο για τη διάλεξη που έδωσε ο Vollgraff, πριν λίγες εβδομάδες, στη Γαλλική Σχολή Αθηνών, για τις ανασκαφές του Άργους, η οποία κίνησε το ενδιαφέρον «όλου του επιστημονικού κόσμου των Αθηνών, όστις παρέστη και κατενθουσιάσθη εξ αυτής. Αι δε εφημερίδες της πρωτευούσης μακρόν περί ταύτης εποιήσαντο λόγον».

      17. 29/05/1903, Δαναός 137

Εδώ και δέκα μέρες επαναλήφθηκαν οι ανασκαφές του Vollgraff και αναφέρεται στα ευρήματά του. Προς στιγμή σταμάτησαν, για να γίνουν ανασκαφές στο αλώνι του Χρ. Παδουβάνου, πριν αυτό λειτουργήσει, ενώ γίνεται και πάλι λεπτομερειακή αναφορά για το τι ακριβώς βρέθηκε μέχρι τότε.

      18. 08/06/1903, Μυκήνες 85

Μικρό πληροφοριακό άρθρο για τις ανασκαφές του Vollgraff την περασμένη εβδομάδα και για τα ευρήματά του, στην θέση Αλώνια Κρεββασαρά.

      19. 10/06/1903, Δαναός 138

Πρωτοσέλιδο άρθρο για τις ανασκαφές κοντά στο αλώνι Παδουβάνου και για τα σημαντικά ευρήματα, μεταξύ αυτών και επιγραφή με 12 στίχους οικονομικού περιεχομένου (πώληση λαδιού). Και το άρθρο καταλήγει: «Τοιαύτα περίπου τα μέχρι σήμερον ανακαλυφθέντα υπό του διαπρεπούς αρχαιολόγου κ. Βολγκράφ, όστις εάν έχη μέσα ανάλογα προς τον ζήλον αυτού, ασφαλώς θα φέρη εις φως μίαν νέαν μεγαλυτέραν Ολυμπίαν, την αγοράν και την πόλιν του αρχαίου Άργους». Υπογραφή με το ψευδώνυμο (όπως και για το προηγούμενο άρθρο του «Δ.») «Σένεξ».

     20. 22/06/1903, Μυκήνες 139

Πάλι πρωτοσέλιδο άρθρο με τον ίδιο τίτλο και με λεπτομερείς αναφορές στα νέα ευρήματα των ανασκαφών, με πιο σημαντικό την ανακάλυψη μέτρων για υγρά. Πληροφόρηση επίσης για το ότι ο Vollgraff ξεκίνησε δοκιμαστικές ανασκαφές στη Λάρισα και για το τί βρήκε την εβδομάδα που πέρασε.

     21. 05/07/1903, Μυκήνες 140

Δίστηλο στη δεύτερη σελίδα για τη συνέχεια των ανασκαφών στην Ασπίδα, για τα ευρήματα και για το ότι έληξαν ως προς τους τάφους οι ανασκαφές.

     22. 25/07/1903, Μυκήνες 141

Μονόστηλο, από την πρώτη σελίδα, για τη συνέχεια των ανασκαφών και των εργασιών του Vollgraff, με την πληροφορία ότι αυτές θα συνεχιστούν και τον Αύγουστο.

     23. 15/08/1903, Μυκήνες 142

Σύντομο ημίστηλο για τη συνέχεια των ανασκαφών και τα νέα ευρήματα, με την πληροφορία ότι έληξε η περίοδος για το τρέχον έτος και ότι θα επαναληφθούν το προσεχές ίσως γενικότερες ανασκαφές, διότι στην Ολλανδία ενεργούνται έρανοι για τη συνέχισή τους. Συνιστάται στο Δήμο του Άργους να προβεί στην απαλλοτρίωση ορισμένων αγρών, ώστε να υποβοηθήσει τη συνέχιση των ανασκαφών και την «τόσω οφέλιμον δια την ιδιαιτέραν ημών πατρίδα εργασίαν, ην μετά τόσου ζήλου, αφοσιώσεως και επιμονής ανέλαβεν ο διαπρεπής αρχαιολόγος κ. Φόλγκραφ». Όπως και στα προηγούμενα άρθρα, η υπογραφή, με λατινικά στοιχεία πλέον, είναι Senex και οι πληροφορίες πρέπει να προέρχονται απευθείας από τον Vollgraff.

     24. 05/11/1904, Μυκήνες 153

Μονόστηλο για τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Άργος, σε αναφορά με τη δημοσίευση στο BCH μελέτης του Vollgraff, με την κατάληξη: «Συγχαίροντες λοιπόν ολοψύχως τον κ. Φόλγκραφ δια τους ατρύτους αυτού κόπους, ευχόμεθα ίνα ταχέως επανίδωμεν αυτόν ενεργούντα ανασκαφάς προς ανεύρεσιν των ιερών ναών και οικοδομημάτων του αρχαίου Άργους, και δια της επιστημονικής τούτων μελέτης διαφωτίζοντα την ιστορίαν της ιδιαιτέρας ημών πατρίδος».

     25. 08/06/1906, Άργος 18

Είδηση ότι έφθασε στο Άργος ο Vollgraff και ξανάρχισε ανασκαφές στην Ασπίδα.

     26. 18/06/1906, Άργος 19

Μικρό άρθρο για την άφιξη του Vollgraff και την επανέναρξη των ανασκαφών στη Λάρισα. Τον Vollgraff συνόδευαν ο Ολλανδός μηχανικός Van Der Pluijm και ο επίσης Ολλανδός διδάκτορας της φιλολογίας Leopold. Μνεία ευρημάτων.

     27. 29/06/1906, Άργος 20

Πληροφόρηση ότι συνεχίζονται οι ανασκαφές στη Λάρισα, αλλά και ότι «ουδέν άλλο άξιον λόγου ανευρέθη».

     28. 02/11/1906, Άργος 31

Δημοσιεύεται το εξής σημαντικό σχόλιο: «Κατά τας τελευταίας επί της ακροπόλεως Λαρίσης γενομένας υπό του Ολλανδού αρχαιολόγου κ. Βολγκράφ ανασκαφάς τα εξαχθέντα χώματα ερρίφθησαν επί των λιθίνων του φρουρίου επάλξεων και εκεί εγκατελήφθησαν. Τούτο υπό αρχαιολογικήν άποψιν είνε άτοπον, διότι το χώμα καταστρέφει την στιλπνότητα του λίθου και καθιστά δυσδιάκριτον την αρχαιολογικήν του αξίαν. Το αυτό είχε συμβή και κατά τας ενεργηθείσας υπό του Σλήμαν εν Μυκήναις ανασκαφάς, εφρόντισαν όμως οι αρμόδιοι εγκαίρως να διορθώσουν το κακόν».

     29. 1910, Αργολικόν Ημερολόγιον

 Σε αυτό το σημαντικότατο επίτευγμα εκδοτικό με καλή βιβλιοδεσία, όπου συγκεντρώθηκε η εργασία όλων των αργείων λογίων της εποχής, στο Άργος και στην Αθήνα, δημοσιεύθηκε πεντασέλιδο άρθρο του Γεωργίου Η. Σιμιτζόπουλου, με ημερομηνία 09/11/1909 και υπό τον τίτλο «Ανασκαφαί εν Αργεί υπό W. Vollgraff». Στο άρθρο υπάρχουν εκτιμήσεις για τη σημασία των ευρημάτων των ανασκαφών του Vollgraff, αναφορές στα κυριότερα από αυτά, όπως και σε δημοσιεύματατα του Vollgraff.

     30. 15/04/1911, Άργος 120

Δημοσιεύεται η πληροφορία ότι ο Vollgraff «εξέδωκεν εις διάφορα φυλλάδια πραγματείαν επί των παρ’ αυτού ευρεθέντων τάφων και άλλων διαφόρων μνημείων. Δεν έπρεπε, όμως, να αποστείλη και προς τον Δήμον Άργους από εν τουλάχιστον φυλλάδιον της μελέτης του ταύτης; Εντελώς αδικαιολόγητος ο κ. W. Vollgraff  διά την παράλειψίν του ταύτην».

     31. 20/04/1912 Άργος 167

Δημοσιεύεται η είδηση ότι επανήλθε στο Άργος ο Vollgraff, καθηγητής πλέον ολλανδικού πανεπιστημίου, για να συνεχίσει τις ανασκαφές.

      32. 27/04/1912, Άργος 168

Μονόστηλο άρθρο με την πληροφορία ότι ο Vollgraff άρχισε ανασκαφές στη θέση Αλώνια Παναγίας, στο δρόμο Άργους – Τρίπολης και ανακάλυψε «μεγαλοπρεπέστατον ναόν του Ασκληπιού». Δίδεται και η πληροφορία ότι τέτοιες ανασκαφές ενεργήθηκαν και προ πολλών ετών από τον Δήμο, επί δημάρχου Παπαλεξόπουλου, και τις παρακολούθησε ο έφορος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Σταματέλος, αλλ’ ότι η μικρή πίστωση που είχε δοθεί από τον Δήμο εξαντλήθηκε και οι ανασκαφές διακόπηκαν, δίχως ευρήματα. Οι ανασκαφές προκαλούν το ενδιαφέρον των Αργείων, «μεταβαινόντων καθ’ εκάστην επί του τόπου ένθα ενεργούνται και παρακολουθούντων αυτάς». Στη συνέχεια αντιγράφονται τα αναφερόμενα για τον Ασκληπιό στο Αρχαίο Λεξικό του Βυζαντίου.

      33. 05/05/1912, Άργος 169

Δημοσιεύεται η είδηση ότι ο Vollgraff ανακάλυψε το βάθρο μεγάλου αγάλματος στη μέση του ανασκαπτόμενου ναού και ότι εκφράζει την ιδέα ότι, τελικά, δεν πρόκειται για ναό του Ασκληπιού, αλλά πιθανόν κάποιας θεάς.

      34. 16/05/1912, Άργος 171

Συνέχεια των ανασκαφών στο ίδιο σημείο και εύρεση μεγάλης επιγραφής, η οποία αντιγράφεται και δημοσιεύεται στην εφημερίδα, ενώ δημοσιεύονται και τα προσωρινά συμπεράσματα του Vollgraff.

      35. 26/05/1912, Άργος 172

Είδηση ότι ανακαλύφθηκε δεύτερο αμφιθέατρο κάτω από το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου (το ελληνορωμαϊκό ωδείο), μαζί με δάπεδο ψηφιδωτό. Η εφημερίδα και κάτοικοι εκφράζουν τη γνώμη ότι πρόκειται για αμφιθέατρο αρχαιότερο του αρχαίου θεάτρου και ότι πολιτισμός στο Άργος ξεκίνησε πολύ νωρίς.

      36. 08/06/1912, Άργος 174

Λεπτομερείς αναφορές για τη συνέχιση των ανασκαφών στο μικρό αμφιθέατρο, αλλά και στον χώρο της αρχαίας αγοράς, όπου ο Vollgraff έφερε σε φως και άλλους κίονες, νότια από αυτούς πλακόστρωτο και τμήματα αγγείων και αγαλμάτων.

      37. 28/06/1912, Άργος 177

 Σύντομη είδηση για το ότι ο Vollgraff διέκοψε τις ανασκαφές για την αρχαία αγορά και ότι θα τις επαναλάβει την προσεχή άνοιξη.

 

Με αυτά τα 37 άρθρα, ορισμένα από τα οποία αναδημοσιεύονται αυτούσια, σταματά η αρθρογραφία και ειδησεογραφία του τοπικού Τύπου του Άργους για τον Vollgraff, αφού οι επελθόντες πόλεμοι και η μικρασιατική καταστροφή σταματούν τις ανασκαφές, αλλά και διακόπτουν την έκδοση εφημερίδων στην πόλη, για περισσότερο από μία δεκαετία. Ελάχιστα εφήμερα φύλλα εκδόθηκαν λίγο πριν το 1920 και πριν το τέλος της δεκαετίας του 1920. Το 1928 ο Vollgraff ξαναρχίζει τις ανασκαφές του, ο Βαρδουνιώτης έχει πεθάνει το 1924, νέες εφημερίδες κάποιας διάρκειας αρχίζουν να εκδίδονται. Σε μία από αυτές δημοσιεύονται, για πρώτη φορά, συνεντεύξεις του ίδιου του Vollgraff, τις οποίες και αναπαράγουμε αυτούσιες στο παράρτημα II, συνεχίζοντας και κλείνοντας πριν από αυτό τη συνολική απαρίθμηση και τις αναφορές στον τοπικό Τύπο.

 

      38. 10/06/1928, Αγροτική Αργολίς 84, έτος Β’

Στις σελ. 3- 4 δημοσιεύεται η πρώτη συνέντευξη του Vollgraff.

      39. 17/06/1928, Παναργειακή 83

Μονόστηλο υπό τον τίτλο «Αρχαιολογικοί ανασκαφαί» και με την υπογραφή «Μυκηναίος» αναφέρεται στις νέες ανασκαφές του Vollgraff και στη μεγάλη σημασία τους για την πόλη, εκφράζοντας τη γνώμη ότι όλα τα ευρήματα, και των προηγουμένων ανασκαφών, θα πρέπει να τοποθετηθούν στο μουσείο του Άργους. Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύεται και η είδηση ότι, για τις ανασκαφές στη Λάρισα, ο Vollgraff διπλασίασε τον αριθμό των εργατών αλλά ότι «δεν περιμένομεν ευρήματα αξίας […] και αν ευρεθώσιν δεν θα είναι μεγάλης αξίας».

      40. 24/06/1928, Αγροτική Αργολίς 86

Πρωτοσέλιδο άρθρο για τις ανασκαφές στη Λάρισα, όπου βρέθηκε σημαντική επιγραφή με τις λέξεις «ο ναός τας Αθηναίας τας πολιάδος», απόδειξη για την ύπαρξη εκεί ναού της Αθηνάς, τον οποίο ο Vollgraff χρονολογεί στον 6° αι. π.Χ., όπως και στην αρχαία αγορά, όπου εκτελούνται εργασίες καθαρισμού και ανακαλύπτεται υδραγωγείο της ρωμαϊκής εποχής, που συγκέντρωνε τα νερά από τους λόφους και από τον ποταμό Κηφισσό.

      41. 01/07/1928, Παναργειακή 84

Αναβάλλεται η παρουσίαση των ανασκαφών για το επόμενο φύλλο της.

      42. 15/07/1928, Παναργειακή 85

Μεγάλο μονόστηλο για τον ανασκαφικό χώρο της Λάρισας και τις ανασκαφές στην αγορά.

      43. 22/07/1928, Αγροτική Αργολίς 90

Μονόστηλο για τις ανασκαφές στη Λάρισα, όπου βρέθηκαν κυρίως συντρίμματα κιόνων, βάσεων κλπ., αλλά και πλάκες με διακοσμήσεις των βυζαντινών χρόνων (της ταυτισμένης, πλέον, εκκλησίας της Θεοτόκου, βλ. υποσημ. 1). Δημοσιεύεται και η πληροφορία ότι έφθασε στο Άργος και ο βοηθός του Vollgraff Damste.

      44. 29/07/1928, Παναργειακή 86

Ειδησάριο ότι δεν βρέθηκε πλέον στη Λάρισα κάτι το αξιόλογο, αλλά και ότι ο Vollgraff δήλωσε ότι οι ανασκαφές θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου.

      45. 12/08/1928, Αγροτική Αργολίς 93

Ειδησάριο για τη συνέχιση των ανασκαφών στη Λάρισα και για το ότι απεκαλύφθη κυκλώπειο τείχος της μυκηναϊκής ακρόπολης, μήκους περ. 40 μέτρων και δύο παράλληλα τείχη που αποτελούσαν την είσοδό της. Επίσης, ότι όσο οι ανασκαφές προχωρούν σε βάθος, βρίσκονται περισσότερα θραύσματα αγγείων της μυκηναϊκής εποχής.

      46. 09/09/1928, Παναργειακή 89

Πρωτοσέλιδο δίστηλο άρθρο για τις ανασκαφές του έτους εκείνου, με την επισήμανση ότι το 1905 έφυγαν προς Αθήνα τέσσερα μεγάλα κιβώτια με ευρήματα, για τα οποία κανένας δεν ξέρει τίποτε, ενώ εκφράζεται κριτική προς τον Vollgraff μόνο για το ότι δεν κατέλιπε καμία έκθεση για τις δύο προηγούμενες ανασκαφές του, μάλιστα για το ότι απέφυγε στο ίδιο το Άργος να ανακοινώσει επίσημα τα πορίσματά του, για τα οποία έδινε διαλέξεις στην Ολλανδία και αλλού.

      47. 30/09/1928, Παναργειακή 90

Επισημαίνεται ότι εκεί όπου ενήργησε ανασκαφές ο Vollgraff κοντά στην αρχαία αγορά, «χαίνει βαθύτατον βάραθρον», εξαιρετικά επικίνδυνο για τους διερχομένους πεζούς και οχήματα, και ζητείται να ληφθούν επειγόντως μέτρα.

     48. 08/06/1930, Αγροτική Αργολίς 185

Πρωτοσέλιδο μικρό άρθρο με την είδηση ότι έφθασε ο Vollgraff στο Άργος για να ξαναρχίσει τις ανασκαφές στη Λάρισα και την αρχαία αγορά. Αν επαρκέσει χρόνος, θα συνεχίσει και νοτιότερα της Κοίμησης της Θεοτόκου, για να βρει το αρχαίο τείχος του Άργους. «Ενδιαφέρεται περισσότερον διά ιστοριολογικάς μελέτας παρά διά αρχαιολογικής αξίας ευρήματα».

      49. 06/07/1930, Αγροτική Αργολίς 189

Μικρές ειδήσεις για τις ανασκαφές, που άρχισαν πριν ένα μήνα, συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς και σε αυτές εργάζονται «δεκάδες ολόκληροι ειδικών επί τας ανασκαφάς εργατών», στο κτήμα των αδελφών Γκάγκα και κοντά στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου. Έχουν βρεθεί αγαλμάτια «αρίστης τέχνης». «Ο κ. Βολγκράφ, όστις με ακαταπόνητον δραστηριότητα εργάζεται όλην ημέραν, ων πανταχού παρών, είνε άξιος ειλικρινούς θαυμασμού».

      50. 20/07/1930, Τελέσιλλα 35

Πρωτοσέλιδο, τρίστηλο σχεδόν άρθρο του Κ. Ολύμπιου («Όλυμπου») για τις ανασκαφές στο Άργος, που αρχίζει με τη διαπίστωση ότι ο Vollgraff είναι ο μοναδικός αρχαιολόγος φίλος του Άργους, αφού όλοι οι άλλοι το αγνόησαν. Εκφράζεται λύπη διότι ο Vollgraff δεν θα ανασκάψει όλο τον χώρο του αρχαίου θεάτρου, που κανονικά θα έπρεπε να αναστηλωθεί και να χρησιμοποιηθεί και πάλι για παραστάσεις.

       51. 07/09/1930, Αγροτική Αργολίς 196

Σημαντικότατο πρωτοσέλιδο άρθρο για τις ανασκαφές του Vollgraff, με βιογραφικά στοιχεία του και με συνέντευξή του, όπου και πολλά στοιχεία με τεχνικές λεπτομέρειες των ανασκαφών.

       52. 14/09/1930 Αγροτική Αργολίς 197

Συνέχεια της συνέντευξης του Vollgraff, ο οποίος καταλήγει με το ότι θα ξαναγυρίσει για να συνεχίσει τις ανασκαφές του, αλλ’ ότι αγνοεί το πότε, διότι αναλαμβάνει από εκείνο το ακαδημαϊκό έτος τα καθήκοντα του πρύτανη στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.

Εντοπίσαμε 52 άρθρα του τοπικού Τύπου για τις ανασκαφές του W. Vollgraff στο Άργος, από τα σωζόμενα στις βιβλιοθήκες της Αθήνας και του τοπικού Δαναού φύλλα εφημερίδων. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ο Τύπος του Άργους στήριξε τις ανασκαφές και τις εργασίες του, εκτίμησε ότι πρόσδιδαν στην πόλη αίγλη και σημασία, τις πρόβαλε κατάλληλα, αλλά έκανε και κριτική, τελικά εκεί όπου χρειαζόταν. Με τα σημερινά κριτήρια θεωρούμε ως απολύτως ευθύβολες τις παρατηρήσεις για την μεταφορά αρχαιοτήτων δίχως πληροφόρηση, για την οριστική απομάκρυνσή τους από το Άργος και για την αμεριμνησία του ίδιου του Vollgraff και των Αρχών ως προς την κατάσταση των αρχαιολογικών σκαμμάτων και μπάζων. Η μνήμη του Vollgraff διατηρήθηκε και σε φύλλα ακόμα και της δεκαετίας του 1980, δίχως πια συγκεκριμένες αναφορές, αλλά ως σχεδόν μυθικό όνομα, που συνέβαλε στην εκ νέου ανάδειξη της σημασίας του αρχαίου Άργους.

 

Παράρτημα IΙ

 Τοπικός Τύπος

 

06/07/1902, Ίναχος 9-10.
Δημοσιεύεται τρισέλιδο εμπεριστατωμένο άρθρο, προφανώς του ίδιου του Βαρδουνιώτη, ξεκινώντας από την πρώτη σελίδα. Πλήρως βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο, το άρθρο αυτό πληροφορεί για πρώτη φορά ότι οι ανασκαφές του Vollgraff γίνονται υπό την εποπτεία του Βαρδουνιώτη, επιμελητή των αρχαιοτήτων στο Άργος, και του Χρ. Κουρουνιώτη, φοιτητή της φιλολογίας, με βοηθό τον Έφορο Αρχαιοτήτων Α. Σκιά.
Σημειώνεται ότι ο Vollgraff αναζητεί στην Ασπίδα «τα ανάκτορα των αρχαιοτάτων βασιλέων του Άργους», δίδεται μία πλήρης και αντικειμενική εικόνα των μέχρι τότε ανασκαφών, με ακριβέστατα στοιχεία, ανακοινώνεται ότι όλοι οι τάφοι ήταν συλημένοι, καθώς και το ότι οι ανασκαφές βρίσκονται μόλις στην αρχή τους, καταλήγοντας ότι στο Άργος ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν γίνει τακτικές και επιστημονικές ανασκαφές.

 

Συνέντευξη του W. Vollgraff στην τοπική εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 10-6-1928.

 

Συνέντευξη του W. Vollgraff στην τοπική εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 7-9-1930.

 

Συνέντευξη του W. Vollgraff στην τοπική εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 14-9-1930.

 

Δείτε εδώ όλα τα υπόλοιπα άρθρα του τοπικού τύπου: Οι ανασκαφές στον τοπικό τύπο.

 

Παράρτημα IΙΙ

 Φωτογραφίες

 

Πανοραμική άποψη της πόλης κατά τις πρώτες ανασκαφές (φωτ. του W. Vollgraff, από Le sanctuaire d’ Apollon Pythéen à Argos ÉtPélop 1 [1956], πίν. VII, με την υπόμνηση «αγωγός βρόχινων υδάτων στην Ασπίδα»). Η φωτογραφία θα πρέπει να έχει ληφθεί το 1902 ή το 1904. Δεξιά και στο πάνω μέρος μία εντελώς «ανέκδοτη» άποψη των Στρατώνων Καποδίστρια, με την βόρεια πτέρυγά τους, αριστερά τους η οικία Καλλέργη (σημερινό μουσείο Άργους) και μεταξύ τους ολόκληρη σειρά κυπαρισσιών, από τα οποία διασώθηκε μόνον ένα. Πέρα από αυτά, κήποι, δεντροστοιχία και χωράφια.

Κατ’ αντίθετη φορά, άποψη του γυμνού λόφου της Ασπίδας, με το εκκλησάκι του Άη-λιά στην κορυφή (φωτ. του W. Vollgraff, από Le sanctuaire d’ Apollon Pythéen à Argos ÉtPélop 1 [1956], σ. 10, εικ. 4, και με την υπόμνηση «συνολική άποψη του τόπου των ανασκαφών».

Άποψη του Άργους κατά τη δεύτερη περίοδο των ανασκαφών του W. Vollgraff, σε ταχυδρομικό δελτιάριο έκδοσης Διβρή-Μαργαρίτη, υποθέτω του 1933-34. Η δόμηση έχει πυκνώσει ιδιαίτερα από την άλλη πλευρά της οδού Δαναού, έχει ήδη κτισθεί (1912) το μέγαρο Κωνσταντόπουλου και φαίνεται καθαρά το οικόπεδο όπου κτίσθηκε το συγκρότημα γυμνασίων (δωρεά Μπουσουλόπουλου).

 

Η Υφυπουργός Πανεπιστημίων της Γαλλίας Alice Saunier-Seïté, ο Γάλλος Πρέσβυς στην Αθήνα Ph. Rebeyrol, ο Γεν. Γραμματέας της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Ρ. Aupert, και ο G. Touchais, ο τότε βιβλιοθηκάριος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, στο προαύλιο των Στρατώνων Καποδίστρια, στις 11-11-1980, λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του Π.Δ. του Κων. Καραμανλή, με το οποίο χαρακτηρίστηκαν και πάλι διατηρητέοι, και τέσσερεις μέρες πριν δοθεί σχετικά μεγάλη δημοσιότητα στον αθηναϊκό Τύπο. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 13-11-1980 και η επίσκεψη είχε σαφώς σημαντική συμβολική σημασία. Το προαύλιο των Στρατώνων είχε μετατραπεί από τον Δήμαρχο Άργους σε ελεύθερο πάρκιν, με στόχο την υποβάθμιση του κτιρίου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1]  Βλ. για παράδειγμα την κριτική του Χαρ. ΜΠΟΥΡΑ, «L’ église de la Théotokos de la citadelle d’Argos», BCH 111(1987), σ. 455, για τις «ριζικές» ανασκαφές του W. Vollgraff στο λόφο της Λάρισας.

[2] Για την ιστορία του «Καλλεργείου», βλ. τρία άρθρα μας στο Αρχαιολογία 36 (Σεπτ. 1990), 3 8 (Μαρτ. 1991) και 74 (Ιούν. 2000), όπου και στοιχεία για την αρχική μορφή του κτιρίου και για τις επεμβάσεις που επέλεξε και, τελικά, εκτέλεσε ο Υ. Fomine, αλλά και για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κτίριο πριν από τις εργασίες ανακαίνισής του. Γ ια την ίδρυση του μουσείου, βλ. σχετική μελέτη μου στον τόμο της «Αρχειακής Γης» του 2012.

[3] Για την ιστορία και την εξέλιξη αυτού του κτιρίου, βλ. σχετική μελέτη μας στο Αρχαιολογία 47 (Ιούν. 1993) και 48 (Σεπτ. 1993).

[4] Μ. SÈVE, Οι Γάλλοι ταξιδιώτες στο Άργος, SitMon 12 (1993).

 

* Βάση του παρόντος άρθρου, είναι εισήγηση που ο γράφων είχε κάμει στη Θεσσαλονίκη (18.03.1994), στα πλαίσια της έκθεσης «Το Άργος και οι Γάλλοι, δύο αιώνες φιλίας». Με τον Roland Etienne, τότε διευθυντή της ΓΣΑ, που ανέπτυξε ειδικό αρχαιολογικό θέμα, είχαμε κληθεί να μιλήσουμε από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το Γαλλικό Ινστιτούτο της πόλης.

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

«Στα βήματα του  Wilhelm VollgraffΕκατό χρόνια αρχαιολογικής δραστηριότητας στο Άργος». Πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου του διοργανώθηκε από την Δ’ ΕΠΚΑ και από  τη Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 25-28 Σεπτεμβρίου 2003. Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 2013.

Read Full Post »

Ο Καποδίστριας στο Άργος – Επισκέψεις και διαμονή του στην πόλη από το 1828 ως το 1831. Βασίλης Κ. Δωροβίνης.


 

 

Στα πλαίσια ευρύτερης εργασίας μου, που περιέλαβε αποδελτίωση βι­βλιογραφίας και πολυετή έρευνα σε αρχειακές πηγές, στην Ελλάδα και στο Παρίσι, βρέθηκα να εξετάσω, παρεμπιπτόντως, τη σχέση του Κα­ποδίστρια με την πόλη του Άργους, σχέση που αποδεικνύεται άμεση και συνεχής. Σε άλλη μελέτη μου [1] έδειξα την προσωπική ανάμιξη του Κυ­βερνήτη στο σχεδιασμό και στην ανέγερση δημοσίων κτηρίων στην πόλη αυτή, σε επιμέρους μελέτες που ήδη προγραμμάτισα τη δημοσίευση τους, με αντικείμενο τα δημόσια κτήρια και του Άργους, η ανάμιξη αυ­τή θα φανεί σε όλες τις λεπτομέρειες της [2], ενώ σε χωριστό άρθρο που ετοιμάζω για προσεχές τεύχος του «Ελλέβορου» θα αναφερθώ στην ορ­γάνωση και διεξαγωγή της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του 1829 στο Άργος.

Στο παρόν άρθρο έχω συγκεντρώσει τις βεβαιωμένες και διασταυρω­μένες πληροφορίες για τις επισκέψεις και τη διαμονή του Καποδίστρια στο Άργος, από το 1828 μέχρι τη δολοφονία του (27-9-1831). Λίγους μήνες, λοιπόν, μετά την άφιξή του στην Ελλάδα (7-1-1828) και ενώ η έδρα της Κυβερνήσεως και, επομένως, η «κύρια κατοικία» του Κυβερνή­τη, μέχρι το φθινόπωρο του 1829 (οπότε η έδρα μεταφέρθηκε στο Ναύ­πλιο), βρισκόταν στην Αίγινα, δεν είχε ακόμα οριστικά αποφασιστεί αν η μεταφορά της πρωτεύουσας θα γινόταν στο Ναύπλιο ή στο Άργος.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία.

Τού­το φαίνεται από ενέργειες του πρώτου συμβουλευτικού σώματος που ιδρύθηκε επί Καποδίστρια, του «Πανελληνίου», αλλά και από έγγραφα του ίδιου. Έτσι, από απάντησή του στο τελευταίο, με ημερομηνία 21-8-1828 [3], πληροφορούμαστε ότι είχε λάβει έγγραφο του Πανελληνίου της προηγουμένης (με αρ. 35), στο οποίο εκφραζόταν η επιθυμία να γίνει μεταφορά της πρωτεύουσας σε μία από τις δυο πόλεις, πράγμα που εκ­φράστηκε και «δια ζώσης», από τον Α. Δεληγιάννη και τον Ζαΐμη, «Προβούλους» (μέλη) του Πανελληνίου, που και του εγχείρησαν το έγ­γραφο αυτό. Ο Κυβερνήτης απαντούσε ότι ήταν απόλυτα σύμφωνος με τη μεταφορά, αλλά ότι επρόκειτο για σημαντικό θέμα με το οποίο όφει­λε να ασχοληθεί η Κυβέρνηση, όπως επίσης και ότι «εις ολίγον διάστημα καιρού» θα έπρεπε να βρεθεί κατοικία για τον ίδιο στο Ναύπλιο ή στο Άργος.

Στην τοπική ιστορική μνήμη, όπως παρέμεινε ζωντανή μέσα από τα γραπτά σοβαρών λογίων, πέρασε το γεγονός ότι ο Καποδίστριας επι­σκεπτόταν κατά καιρούς και διέμενε στο Άργος. Έτσι, ο Βαρδουνιώτης, στο έργο του «Καταστροφή του Δράμαλη» [4], αναφέρει ότι «Ο Κυ­βερνήτης Καποδίστριας ετίμα εξόχως και υπερηγάπα τον Τσώκρην. Ως εκ τούτου, οσάκις ήρχετο εις Άργος, τούτο δε έπραττε συνεχώς, διέμενεν εις την οικίαν του Τσώκρη, εν η τω παρεχωρήθη αίθουσα, η νοτιοδυ­τική, και σώζεται εν μικρόν γραφείον του Κυβερνήτου, ως πολύτιμον κειμήλιον της οικογενείας». Η πληροφορία αυτή επαναλαμβάνεται, κατά λέξη, από τον Κ. Ολύμπιο, σε μεταγενέστερο άρθρο του [5].

Ας δούμε, όμως, κατά χρονολογική σειρά, τις βεβαιωμένες επισκέψεις του Καποδίστρια στο Άργος, οπότε και θα διευκρινισθεί το θέμα της παραμονής και φιλοξενίας του στο σπίτι του Τσώκρη. Με έδρα την Αίγι­να, η επαφή και παραμονή στην Αργολίδα γινόταν συνήθως με πλοίο, που έπιανε στο λιμάνι του Ναυπλίου. Εκεί ο Καποδίστριας φιλοξενείτο στο σπίτι του Εμμ. Ξένου, στο οποίο επισκευές είχε φροντίσει να γίνουν ο Φρούραρχος της πόλης Χάιντεκ [6].

Η πρώτη επίσκεψή του στο Άργος μαρτυρείται από δημοσίευμα της τότε εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δη­λαδή της «Γενικής Εφημερίδος», τον Απρίλιο του 1828 [7]. Σε αυτό αναφέ­ρεται ότι:

 

«Ο Κυβερνήτης επέρασε την νύκτα εις το χωρίον Άγιον Γεώργιον, και την 6 (Απριλίου) έφθασεν εις το Άργος, όπου έμεινεν έως σήμερον πολλά πρωί. Ενησχολήθη επίσης εις το να επισκεφθή καθ’ όλα της τα μέρη ταύτην την πόλιν, ήτις εξέρχεται καθ’ ημέραν εκ των ερειπίων της, και ήτις παριστάνει δια της κινήσεως της φιλοτεχνίας και του εμπορίου πολλά παρηγορητικόν θέαμα. Ο Κυβερνήτης έδωκεν επίσης και εις το Άργος διαφόρους ακροάσεις, και εδέχθη πολλάς αναφοράς. Κατά δε την 8 ώραν το πρωί (Σημ. Σ. της 11 Απριλίου, δηλαδή μετά πέντε μέρες παραμονής στο Άργος) έφθασεν εις Ναύπλιον».

 

Σημειώνω ότι, τότε, το σπίτι του Δημ. Τσώκρη είχε οικοδομηθεί, τουλάχιστο κατά κύριο μέρος του, στην πόλη [8].

Πάλι από τη «Γεν. Εφημερίδα» πληροφορούμαστε [9] ότι από τις 7 Ιου­λίου είχε επιβιβαστεί ο Καποδίστριας στο ρωσικό πλοίο «Αζόφ», ότι στις 8 έφτασε στη Μεσσηνία κι ότι από κει, δια ξηράς, έφτασε στις 13 στους Μύλους. «Αποφασίσας να κάμη την οδοιπορίαν του δια ξηράς εις Ναύπλιον, δια να επισκεφθή τας κατειρηπωμένας πόλεις και χωρία της Πελοποννήσου». Και ασφαλώς, τότε, θα πέρασε από το Άργος, δεδομέ­νου ότι η επαφή από Μύλους προς Ναύπλιο γινόταν οδικά μέσω Άρ­γους, αφού δεν υπήρχε παραλιακός δρόμος και, επιπλέον, από πολλές γραπτές μαρτυρίες είναι γνωστό ότι τα έλη στην παραλία Μύλων – Ναυπλίου ανέδιδαν τόσην αποφορά, που πρακτικά ήταν σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθεί ομαλή πορεία από την παραλία. Στις 16 έφτασε στην Ελευσίνα.

Για το 1829, και σύμφωνα με άλλο δημοσίευμα της ίδιας εφημερί­δας [10], φαίνεται να είχε επισκεφθεί ο Καποδίστριας πρόσφατα το Άργος, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό, ενώ λίγες μέρες αργότερα (Απρίλιος) οι Αργείοι, πρώτοι από τους κατοίκους όλων των άλλων πόλεων και με την προοπτική της σύγκλισης της Δ’ Εθνοσυνέλευσης στην πόλη, τον εξέλεξαν ομόφωνα πληρεξούσιό τους, σε «εκλεκτικήν συνέλευσιν».

Κατά την προετοιμασία της Εθνοσυνέλευσης, ο Κυβερνήτης ασχολεί­ται προσωπικά με το θέμα του καταλύματος του στο Άργος, που είναι το σπίτι του Δ. Τσώκρη. Έτσι, σε έγγραφό του της 30 Μαΐου [11], γράφει: «Διατάττεται ο παρ’ ημίν κύριος Σκαρλάτος Παπαρρηγόπουλος να μέ­τρηση εις τον πολιτικόν αρχιτέκτονα κύριον Θ. Βαλλιάνον γρόσια χίλια, γρ. 1.000, δια να συμπληρωθώσιν αι αναγκαίαι επιδιορθώσεις της εν Άργει οικίας του Τζόκρη, ήτις είναι προσδιορισμένη εις χρήσιν μας». Συναφής προς αυτό είναι η αναγραφή, με αύξοντα αριθμό 213, σε ανα­λυτική κατάσταση εξόδων του Χάιντεκ, με ημερομηνία 1 Ιουλίου 1829 [12], δαπάνης 2280 πιάστρων, «για το σπίτι της Α.Ε. του Προέδρου στο Άργος» (η αναγραφή στα γαλλικά). Εξάλλου, με το με αρ. 4963 έγγρα­φο του, της 11 Ιουνίου [13], ο Γραμματέας της Επικρατείας (αντίστοιχος προς τον σημερινό πρωθυπουργό) Ν. Σπηλιάδης, πληροφορεί τους Εκτά­κτους Επιτρόπους και τους Προσωρινούς Διοικητές ότι «Κατ’ επιταγήν της Α.Ε. του Κυβερνήτου, υπ’ αριθ. 12883, η Γενική Γραμματεία μετα­βαίνει περί τας 25 του ήδη μεσούντος εις Άργος, και θα παραμείνη εκεί καθ’ όλην την διάρκειαν της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως», δηλαδή μεταφέ­ρεται στο Άργος και το πρωθυπουργικό γραφείο.

Αλλά και ο Κολοκοτρώνης, στα Απομνημονεύματα του [14], αναφέρει σχετικά ότι ο Κυβερνήτης «έστειλε και μένα και εκατέβηκα και εγώ εις το Άργος, και εβγήκε και ο Κυβερνήτης και κόνευσε εις του Τσώκρη το σπίτι». Το ότι ο Καποδίστριας, σε όλη τη διάρκεια της Δ’ Εθνοσυνέλευ­σης, διέμεινε στο Άργος επιβεβαιώνεται και από τα κείμενά του Bory de Saint Vincent.

Στο πρώτο [15], γράφει ότι «Ο Πρόεδρος διέμενε τότε στο Άργος (Σημ. Σ. τον Ιούλιο του 1829), όπου βιάστηκα να μπω στην ακολουθία που τον συνόδευε, όταν άνοιξε τις εργασίες του Πανελληνίου (sic, εννοεί της Εθνοσυνέλευσης), σ’ ένα από τα παλαιότερα αρχαία θέα­τρα». Στην λεπτομερέστερη «Αφήγησή» του για το ταξίδι της γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής στην Πελλοπόννησο [16], βρίσκουμε πολλές πληροφορίες για τον Καποδίστρια και τη διαμονή του στο Άργος. Συ­γκεκριμένα αναφέρει ότι στις 13 Ιουλίου, μ’ ένα από τα καλύτερα άλογα του Χάιντεκ, πήγε στον αρχηγό του κράτους, «που τότε διέμενε στο Άργος (…). Ο κ. Καποδίστριας, αρχίζοντας κάθε πρωί να εργάζεται στις τέσσερεις η ώρα, βρισκόταν στο γραφείο του όταν με ανήγγειλαν στις έξι». Και παρακάτω αναφέρει ότι «Το σπίτι που οικοδόμησαν για τον πρόεδρο (sic), μικρό αλλά βολικό, με ένα όροφο και άνετη διάταξη στο εσωτερικό του, ήταν το μόνο στο Άργος το οποίο θα δεχόταν, για εξοχική κατοικία, ο υποδεέστερος των επικεφαλής του γραφείου ενός των υπουργών μας. Με την ταπεινή αλλά κομψή μορφή του και με την καθα­ριότητά του μου θύμισε εκείνους τους πύργους τραπουλόχαρτων που κα­νονικοί αστοί θέλουν να κτίσουν στα κτήματά τους και αριθμός από τους οποίους αυξάνει γρήγορα στα προάστεια του Παρισιού, ιδιαίτερα γύρω στο δάσος της Βουλόνης» (οι αναγνώστες ας έχουν υπόψη τους το σύγ­χρονο χάλι του «Τσώκρειου»…). Και για την ίδια την πόλη του Άργους σημειώνει ότι, όταν την επισκέφθηκε, δεν ήταν κατά κυριολεξία πόλη, αλλά μεγάλη κωμόπολη, με πληθυσμό καθώς έλεγαν οκτώ χιλιάδων κα­τοίκων, από τους οποίους τα τέσσερα πέμπτα, δίχως μόνιμη κατοικία, ζούσαν σε υπόστεγα.

Η «Γεν. Εφημερίς» της 13 Ιουλίου [17] αναφέρει ότι, στις 11 Ιουλίου, ο Κυβερνήτης, πεζός και δίχως φρουρά, πήγε με τους πληρεξουσίους, στις 5 το πρωί, στη λειτουργία (στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου) και μετά πέρασαν στο διαρρυθμισμένο για την Εθνοσυνέλευση χώρο του αρ­χαίου θεάτρου. Άνοιξε τις εργασίες της Συνέλευσης και, στις 7 το πρωί, «απήλθεν έφιππος εις την οικίαν του».

Μετά ένα, περίπου, μήνα έγινε το κλείσιμο των εργασιών της Συνέ­λευσης. Όπως αναφέρει η «Γεν. Εφημερίς» της 7 Αυγούστου [18], «Χθες έγινεν η απόλυσις της Εθνικής Συνελεύσεως. Από την 5 ώραν το πρωί οι πληρεξούσιοι ήσαν συνηγμένοι εις το συνέδριον. Πλήθος θεατών κατείχε το θέατρον και την παρακειμένην πεδιάδα. Εν ημίταγμα πεζικού, μία ίλη ιππικού και η εθνική φρουρά περιεστοίχουν τον δρόμον και τον υπέρ το θέατρον λόφον. Προαγορεύσαντος λοιπόν του Προέδρου της Συνελεύσεως ότι η πρώτη περίοδος των εργασιών αυτής ετελείωσεν, εστάλη εννεαμελής επιτροπή εις την οικίαν του Εξοχωτάτου Κυβερνήτου να τον προσκαλέση να υπάγη να απολύση την σύνοδον». Ο Καποδίστριας, συνο­δευόμενος από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου «και τινας άλλους των ευδοκίμων» (μεταξύ τους ο Μιαούλης και ο στρατηγός Τρεζέλ, αρ­χηγός του στρατού), έφτασε στο αρχαίο θέατρο, κάθησε στην προεδρική έδρα και μετά από λίγο εκφώνησε τον λόγο του, που η εφημερίδα δημο­σιεύει παρακάτω.

Με νέο έγγραφό του, προς τους ίδιους παραλήπτες, ο Σπηλιάδης τους κοινοποίησε, στις 10 Αυγούστου, ότι στις αρχές της προσεχούς εβδομά­δας, η κυβέρνηση θα ξαναγύριζε στην Αίγινα [19]. Στις 29 Αυγούστου, σε αναλυτικό λογαριασμό τους Εκτάκτου Επιτρόπου Αργολίδας Κ. Ράδου, για τα έξοδα που έγιναν, με διαταγή του Καποδίστρια, για την Εθνοσυ­νέλευση, σημειώνεται το ποσό των 17522 γροσιών και 23 παράδων για τα έργα που έκανε ο Βαλλιάνος στη διαμόρφωση του αρχαίου θεάτρου («δια την οικοδομήν του Συνεδρίου») και «δι’ επισκευήν της οικίας εν η εκατοίκησεν η Α. Εξοχ.», σύμφωνα με τον λογαριασμό του Βαλλιάνου.

Όπως αναφέραμε, από τον Οκτώβριο του 1829 η Διοίκηση αρχίζει να μετακομίζει στο Ναύπλιο. Νέες αναφορές, γραπτές εννοείται, για διαμονή του Καποδίστρια στο Άργος έχουμε, πάλι, στη «Γεν. Εφημερί­δα». Έτσι αναφέρει [20] ότι, στο τέλος της περιοδείας του στην Πελοπόννη­σο, ο Κυβερνήτης φτάνει στο Άργος στις 31 Οκτωβρίου, όπου διανυκτε­ρεύει, και το μεσημέρι της 1 Νοεμβρίου μπαίνει στο Ναύπλιο. Προς το τέλος του μήνα ξαναγυρίζει στο Άργος και διαμένει εκεί. Στη στήλη «Εγχώριοι ειδήσεις» της ίδιας εφημερίδας, της 29 Νοεμβρίου [21], αναφέ­ρεται ότι «Από την Δευτέραν της παρούσης εβδομάδος ο Εξοχώτατος Κυβερνήτης διατρίβει εις Άργος. Σήμερον ήλθε να περάση ώρας τινάς ενταύθα (ενν. στο Ναύπλιο) προς ενέργειαν των αξιόλογων υποθέσεων, περί τας οποίας ανενδότως καταγίνεται, και αυθημερόν επέστρεψεν εις την πόλιν εκείνην». Στο επόμενο φύλλο της[22], στην ίδια στήλη, πληροφο­ρεί ότι, την προηγουμένη, ο Καποδίστριας επέστρεψε στο Ναύπλιο.

Το 1830, ο Καποδίστριας συνεχίζει να μεταβαίνει και να διαμένει στο Άργος, όπου είχαν κτίσει σπίτια επιφανείς της αντιπολίτευσης, όπως ο Σπ. Τρικούπης, ο άγγλος στρατηγός Ρ. Τσερτς και ο άγγλος πρεσβευτής Ντώκινς. Πάλι από τη «Γεν. Εφημερίδα» πληροφορούμαστε ότι, κατά το επόμενο έτος, το βράδυ της 10 Ιουνίου 1831, ο Καποδίστριας πάει στο Άργος [23], για τα εγκαίνια του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου, που γίνο­νται το πρωί της 11 Ιουνίου. Στα εγκαίνια αυτά δόθηκε μεγάλη επιση­μότητα [24]. Μαρτυρία της ίδιας εφημερίδας [25] αναφέρει νέα επίσκεψη του στις 13 Ιουλίου, και ότι επιστρέφει στο Ναύπλιο την επομένη το βράδυ.

Τελευταία αναφορά της εφημερίδας αυτής, για άλλη επίσκεψη του Καποδίστρια στο Άργος, υπάρχει στα τέλη Αυγούστου [26], όπου γίνεται μνεία για μετάβασή του στην πόλη το δειλινό της 27 Αυγούστου, καθώς και επιστροφή του στο Ναύπλιο το βράδυ της 28, δηλαδή ένα μήνα πριν από τη δολοφονία του.

Οι μαρτυρίες αυτές επιβεβαιώνουν τη συχνή επαφή του Καποδίστρια με την πόλη του Άργους, της οποίας την εξέλιξη παρακολουθούσε και, συχνά, συνέβαλε στη διαμόρφωσή της. Στο Άργος σαφώς υπερείχαν οι φιλοκαποδιστριακοί, με επικεφαλής τον Δ. Τσώκρη, αν και είχαν μετα­κομίσει επιφανείς αντικαποδιστριακοί που, σύμφωνα με μαρτυρία του ί­διου του Καποδίστρια, δεν έπαυαν να συνωμοτούν εναντίον του. Η δη­μιουργία «Παλατιού της Κυβερνήσεως» και στο Άργος (το σημερινό «Καλλέργειο») επισημοποίησε την παρουσία της κυβέρνησης στην πόλη αυτή, σε συνδυασμό, βέβαια, με τη δημιουργία των Στρατώνων του Κα­ποδίστρια και του συγκροτήματος των κτηρίων του «Δημοσίου Κατα­στήματος» (σημερινού Δημαρχείου και των δύο παρακειμένων κτηρίων). Πιθανώς στο Άργος να έβρισκε την απαραίτητη ανάσα από την εντατι­κή εργασία του και από τα καθημερινά κρατικά καθήκοντα. Η είδηση της 29-11-1829, στη «Γεν. Εφημερίδα», που ήδη αναφέραμε, ακριβώς αυτό μας αφήνει κα υποθέσουμε.

 

 Υποσημειώσεις


[1] Βλ. τη μελέτη μου στα γαλλικά «Ο Καποδίστριας και ο σχεδιασμός του Άργους» στο «BULLETIN DE CORRESPONDANCE HELLENIQUE» της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, συμπλήρωμα VI, «Αργειακές Μελέτες», 1980.

[2] Βλ. ήδη τους «Στρατώνες Καποδίστρια στο ‘Αργος», στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα», τόμος 13, 1979 και σειρά άρθρων στο περιοδικό «Αρχαιολογία» (1989 και 1990).

[3] Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Γεν. Γρ., φ. 114.

[4] Εκδόθηκε το 1915, σελ. 251-252.

[5] Σε τμήμα σειράς άρθρων του, με τον γενικό τίτλο «Περί την Εκατονταετηρίδα», Δ’ Συνέχεια, για την οικογένεια Τσώκρη, στην εφημ. «Τελέσιλλα», 1-6-1930.

[6] ΓΑΚ, Γεν. Φροντ., φ.11.

[7] Φύλλο της 11- 4 – 1828, αρ. 25, σελ.105.

[8] Βλ. ειδικότερες παρατηρήσεις και πληροφορίες στη μελέτη μου «Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική στο ‘Αργος», στα «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών», 1980.

[9] Φ. της 18-7-1828, αρ. 51, σελ. 209.

[10] Φ. της 6-4-1829, αρ. 27, σελ. 105.

[11] ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ. 203.

[12] ΓΑΚ, Γεν. Φροντ., φ.47.

[13] ΓΑΚ, ‘Εκτ. Επ, και Πρ. Δ., φ.83.

[14] ‘Εκδ. μηνιαίου «Νέου Κόσμου», 1934, σελ. 95.

[15] Πρώτος της «EXPEDITION SCIENTIFIQUE DE MOREE», Παρίσι, 1836, σελ. 467.

[16] Τόμος 2ος , Παρίσι, 1837-8, σελ. 391-406.

[17] Αρ. φ. 49.

[18] Αρ. 54 σελ. 220.

[19] Εγκύκλιος αρ. 6189, ΓΑΚ, ‘Εκτ. Επ. και Πρ, Δ., φ. 85.

[20] Φύλλο της 1 Νοεμβρίου, αρ. 86. Η ίδια πληροφορία και στο φ. της 15 Νοεμβρίου.

[21] Αρ. 93-94, σελ. 441.

[22] Αρ. 95, της 3 Δεκεμβρίου. Η ανταπόκριση από το Ναύπλιο, με ημερομηνία 2-12-29.

[23] Φ. της 13-6-1831, αρ. 44, σελ.247.

[24] Βλ. σχετικό άρθρο μου στην τοπική εφημερίδα «Θάρρος» (29/8 και 4/9/1984). Ο Καποδίστριας αναφέρεται στο γεγονός, σε επιστολή του προς τον έλληνα επιτετραμ­μένο στο Παρίσι, Σούτζο, με ημερομηνία 15-6-1831 (δημοσιεύθηκε στον Δ’ τόμο των Ε­πιστολών του).

[25] Φ. της 15-7-1831, αρ. 53.

[26] Φ. της 29-8-1831, σελ. 414.

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης*

 * Ο Βασίλης Κ. Δωροβίνης είναι δικηγόρος, και πολιτικός επιστήμονας, με ερευνητικές εργασίες στον τομέα της νεότερης ιστορίας. Το 2012 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη δράση και τις μελέτες του στον τομέα της πολιτισμικής κληρονομιάς.

Περιοδικό Ελλέβορος, σελ. 84-90, τεύχος 6-7, Άργος 1990.

Διαβάστε ακόμη: Ιωάννης Καποδίστριας

 

Read Full Post »

«Τημένιον, το λιμάνι του αρχαίου Άργους. Αναφορές αρχαίων και νέων συγγραφέων και ενδείξεις για την τοποθεσία, από το τέλος του 18ου αιώνα». Βασίλης Κ. Δωροβίνης, «Άργος και Αργολίδα. Τοπογραφία και Πολεοδομία». Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, 28/4 – 1/5/1990. Γαλλική Σχολή Αθηνών, Αθήνα, 1998.


 

 

Εισαγωγή και μεθοδολογικές διευκρινίσεις

 

Η ονομασία Τημένιον στη μυθολογική εποχή προσδιόριζε τοποθεσία και, πιθανώς, μικρό οικισμό και, στην ιστορική εποχή του αρχαίου Άργους, το επίνειο και λιμάνι του, αλλά και την απόληξη των μακρών τειχών τα οποία οι Αργείοι είχαν επιχειρήσει, τότε, να οικοδομήσουν. Σήμερα, προσδιορίζει παράλια έκταση δυτικότερα της κωμόπολης της Νέας Κίου και αμέσως μετά από αυτήν, η οποία υπάγεται στα όρια του Δήμου Άργους και, από μια εικοσαετία, περίπου, αναπτύσσεται σε τόπο συχνά αυθαίρετης κατοικίας για κατοίκους του Άργους και των περιχώρων του.

 

Αεροφωτογραφία της παραλίας της Νέας Κίου και της πεδιάδας του Άργους (λίγο πριν ή λίγο μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο). Φωτ. Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

Αεροφωτογραφία της παραλίας της Νέας Κίου και της πεδιάδας του Άργους (λίγο πριν ή λίγο μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο). Φωτ. Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

 

Για γνωστούς, πλέον, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους (μετοίκηση γηγενών αργείων στην Αθήνα, αμέσως μετά την περιπέτεια του Β’ Παγκοσμίου και του Εμφυλίου πολέμου, επι­κράτηση του προτύπου άγριας κερδοσκοπίας επί της γης και συναφής εξασθένηση της ιστορικής μνήμης, που αντικαταστάθηκε από αόριστες και φλύαρες αναφορές στα περασμένα «μεγαλεία»), η ονομασία διατηρήθηκε από την αρχαία εποχή μέχρι τις μέρες μας αλλά τόσο η προέλευσή της, όσο και ο ακριβής τόπος τον οποίο προσδιόριζε αρχικά, παραμένουν σε κατάσταση νεφελώδους αορι­στίας. Σε τούτο έχουν ασφαλώς συμβάλει δύο αντικειμενικοί παράγοντες, δηλαδή η αλλαγή της μορφολογίας του εδάφους από την αρχαία εποχή και η έλλειψη συγκεκριμένων αρχαιολογικών ερευνών.

Ως προς τον πρώτο παράγοντα σημειώνουμε ότι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση η ριζική αλλαγή της παραλίας του Αργολικού Κόλπου, η επέκταση των θαλάσσιων υδάτων και η μετατροπή της παραλίας περίπου από τη θέση Κιόσκι (μετά το σημερινό εργοστάσιο «Πελαργός»), μέ­χρι τη Λέρνη – Μύλους σε βαλτώδη έκταση, που τμήμα της διασώζεται ως υγροβιότοπος βόρεια του σημερινού «Τημενίου». Η νέα μορφολογία και η αποφορά που αναδυόταν από τους βάλτους εμπόδιζε, ακριβώς, ταξιδιώτες και ερευνητές, από τα τέλη του 18ου αιώνα, να επιχει­ρούν τη διαδρομή Λέρνης – Ναυπλίου από την παραλία, με μία γραπτή, αρχειακή, πλέον, εξαίρεση, όπως θα δούμε παρακάτω.

 

Τα υπολείμματα υποβάθρων στην παραλία «Κιόσκι», κοντά στο εργοστάσιο «Πελαργός» (Μάρτιος 1992).

Τα υπολείμματα υποβάθρων στην παραλία «Κιόσκι», κοντά στο εργοστάσιο «Πελαργός» (Μάρτιος 1992).

 

Το έλος της Λέρνης, από το βιβλίο του Chr. Wordsworth, Greece, Λονδίνο (1853).

Το έλος της Λέρνης, από το βιβλίο του Chr. Wordsworth, Greece, Λονδίνο (1853).

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τα μέλη της Γαλλικής Επιστημο­νικής Αποστολής στην Πελοπόννησο, το 1829, αποφεύγουν και αυτά τη διαδρομή παραλιακά, γι’ αυτό και παρουσιάζεται κενό στο έργο τους ως προς το σημείο τούτο. Είναι, επίσης, γνωστό ότι η αποξήρανση των παραλιακών βαλτωδών εκτάσεων, των οποίων η ύπαρξη συνέβαλλε παλαιότερα, ως ένα βαθμό, και στην ελονοσία που ενδημούσε στην Αργολίδα, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην εργασία των προσφύγων από την Κίο της Μ. Ασίας, που ίδρυσαν την κωμόπολη της Νέας Κίου. Αποξηραντικά έργα πρέπει να είχαν αρχίσει από την οθωνική εποχή, αφού στην περιοχή Κιόσκι οικοδομήθηκε το κτίριο του Ιπποφορβείου (έχει ενταχθεί στις εγκαταστάσεις του «Πελαργού»).

Ως προς τον δεύτερο παράγοντα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δεν έχει γίνει αρχαιολογική έρευνα, έστω και ολοκληρωμένη σωστική ανασκαφή, στην περιοχή, κατάσπαρτη, όπως θα δείξουμε, από υπολείμματα κτιρίων και εγκαταστάσεων της αρχαίας εποχής, αλλά και της εποχής της Τουρκοκρατίας και μετέπειτα (ιδιαίτερα στην περιοχή Σερεμέτι, όπου και ό,τι απέμεινε από τον «Πύργο του Νικηταρά»), όπως και από αρχαιολογικά μέλη. Κάτοικοι και κτηματίες έχουν, άλλωστε, ειδοποιήσει κατά καιρούς την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Στην παρούσα μελέτη γίνεται απογραφή των αναφορών αρχαίων συγγραφέων για το Τημένιον, αλλά και δύο συγγραφέων του 19ου αιώνα που ασχολήθηκαν με τρόπο συστηματικό και αξιόλογο, ακόμα και υπό τα σημερινά δεδομένα, με την τοπογραφία του Άργους και της ευρύτερης περιοχής του, δηλαδή των Αντ. Μηλιαράκη και I. Κ. Κοφινιώτη.

Πέρα από αυτούς, προχωρούμε στην κατα­γραφή και ανάλυση ενδείξεων για την τοποθεσία του Τημενίου, από τα τέλη του 18ου αιώνα. Πρό­κειται για ενδείξεις χαρτογραφικές, για άλλες από αναφορές και αναλύσεις ταξιδιωτών, όπως και για στοιχεία από πληροφορίες του τοπικού Τύπου. Τέλος, λαμβάνονται υπόψη κάποιες προφορικές μαρτυρίες και καταθέσεις. Το υλικό προέρχεται από βιβλιογραφική, από αρχειακή και από επιτόπου έρευνα. Οι δύο πρώτες έγιναν στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, κατά κύριο λόγο, όπως και στο Παρίσι, στα Archives Nationales και στα αρχεία του Γαλλικού Στρατού (Château de Vincennes). Οι πληροφορίες του τοπικού Τύπου προέρχονται από αποδελτίωση και κατάταξη των σχετικών αποκομμάτων – φωτοτυπιών κατά ενότητες, για την περίοδο από το 1827 μέχρι σήμερα. Εκτός από τον καθαυτό σκοπό της μελέτης, έμμεσος στόχος της είναι η παροχή ενός, έστω και ατελούς, ιστορικού υποβάθρου, για μελλοντική αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή, η οποία θα φέρει σε φως ενδιαφέροντα στοιχεία της τοπογραφίας και της οργάνωσης του χώρου, τόσο κατά τους αρχαίους όσο και κατά τους νεότερους χρόνους.

 

Αρχαίοι συγγραφείς για το Τημένιον και την περιοχή του

 

Ο Ηρόδοτος [1], στην αφήγησή του για τη σύγκρουση Αργείων και Σπαρτιατών και για την εισβολή του Κλεομένη στις περιοχές της επικράτειας του Άργους, γράφει [2]: «Αργείοι δε εβοήθεον πυνθανόμενοι ταύτα επί θάλασσαν ως δε αγχού μεν εγίνοντο της Τίρυνθος, χώρω δε εν τούτω τω κείται Σήπεια ούνομα, μεταίχμιον ου μέγα απολιπόντες ίζοντο αντίοι τοίσι Λακεδαιμονίοισι».

Ο Θουκυδίδης [3], στο τμήμα της ιστορίας του για τον Πελοποννησιακό πόλεμο που αναφέρεται στην εμπλοκή του Άργους σε αυτόν, κατά το καλοκαίρι του δεκάτου πέμπτου έτους του, γράφει [4]: «Ο δε δήμος των Αργείων εν τούτω, φοβούμενος τους Λακεδαιμονίους και την των Αθηναίων ξυμμαχίαν πάλιν προσαγόμενός τε και νομίζων μέγιστον αν σφάς ωφελήσαι, τειχίζει μακρά τείχη ες θάλασσαν, όπως, ην της γης είργωνται, ή κατά θάλασσαν σφάς μετά των Αθηναίων επαγωγή των επι­τηδείων ωφελή. Ξυνήδεσαν δε τον τειχισμόν και των εν Πελοποννήσω τινές πόλεων. Και οι μεν Αργείοι πανδημεί, και αυτοί και γυναίκες και οικέται, ετείχιζον και εκ των Αθηνών αυτοίς ήλθον τέκτονες και λιθουργοί. Kαι το θέρος ετελεύτα. Του δ’ επιγιγνομένου χειμώνος Λακεδαιμόνιοι ως ήσθοντο τειχιζόντων, εστράτευσαν ες το Άργος αυτοί τε και οι ξύμμαχοι πλην Κορινθίων υπήρχε δε τι αυτοίς και εκ του Άργους αυτόθεν πρασσόμενον. Ήγε δε την στρατιάν Άγις ο Αρχιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς. Και τα μεν εκ της πόλεως δοκούντα προϋπάρχειν ου προυχώρησεν έτι · τα δε οικοδομούμενα τείχη ελόντες και καταβαλόντες και Υσιάς χωρίον της Αργείας λαβόντες και τους ελευθέρους άπαντας ους έλαβον αποκτείναντες ανεχώρησαν και διελύθησαν κατά πόλεις».

Ο Στράβων [5] αναφέρει ειδικά για το Τημένιον, στα Γεωγραφικά του[6] : «Των δ’ Αργείων αι τε Πρασιαί και το Τημένιον, εν ω τέθαπται Τήμενος, και έτι πρότερον το χωρίον, δι’ ου ρει ποταμός ή Λέρνη καλουμένη, ομώνυμος τη Λίμνη, εν η μεμύθευται τα περί την Ύδραν. Το δε Τημένιον απέχει του Άργους εξ και είκοσι σταδίους υπέρ της θαλάττης, από δε του Άργους εις το Ηραίον τεσσαράκοντα, ένθεν δε εις Μυκήνας δέκα. Μετά δε το Τημένιον η Ναυπλία, το των Αργείων ναύσταθμον το δ’ έτυμον από του ταις ναυσί προσπελείσθαι».

Ο Πλούταρχος [7], στη βιογραφία του Αλκιβιάδη, δίδει τις εξής πρόσθετες λεπτομέρειες για την κατασκευή τειχών [8]: Ούτω δε των Λακεδαιμονίων εκπεσόντων, στρατηγός αποδειχθείς ο Αλκιβιάδης ευθύς Αργείους και Μαντινείς και Ηλείους συμμάχους εποίησε τοις Αθηναίοις. Και τον μεν τρόπον ουδείς της πράξεως επήνει, μέγα δ’ ην το πεπραγμένον υπ’ αυτού, διαστήσαι και κραδάναι Πελοπόννησον ολίγου δειν άπασαν (…). Μετά δε την μάχην ευθύς επέθεντο καταλύειν εν Άργει τον δήμον οι Χίλιοι και την πόλιν υπήκοον ποιείν Λακεδαιμόνιοι δε παραγενόμενοι κατέλυσαν την δημοκρατίαν. Αύθις δε των πολλών εξενεγκαμένων τα όπλα και κρατησάντων, επελθών ο Αλκιβιάδης την τε νίκην εβεβαίωσε τω δήμω, και τα μακρά τείχη συνέπεισε καθείναι και προσμίξαντας τη θαλασσή την πόλιν εξάψαι παντάπασι της Αθηναίων δυνάμεως, και τέκτονας και λιθουργούς εκ των Αθηνών εκόμισε και πάσαν ενεδείκνυτο προθυμίαν, ουχ ήττον εαυτώ κτώμενος ή τη πόλει χάριν και ισχύν. Έπεισε δε και Πατρείς ομοίως τείχεσι μακροίς συνάψαι τη θαλάσση την πόλιν».

Τέλος, ο Παυσανίας [9], στα Κορινθιακά, [10] γράφει για το Τημένιο και την περιοχή του: Απέχει δε Αργείων της πόλεως τεσσαράκοντα και ου πλείω στάδια ή κατά Λέρναν θάλασσα. Κατιόντων δε ες Λέρναν πρώτον μεν καθ’ οδόν έστιν ο Ερασίνος, εκδίδωσι δε ες τον Φρίξον, ο Φρίξος δε ες την θάλασσαν την μεταξύ Τημενίου και Λέρνης. Από δε Ερασίνου τραπείσιν ες αριστερά σταδίους όσον οκτώ, Διοσκούρων ιερόν έστιν ανάκτων πεποίηται δε σφισι κατά ταύτα και εν τη πόλει τα ξόανα. Αναστρέψας δε ες την ευθείαν τον τε Ερασίνον διαβήση και επί τον Χείμαρρον ποταμόν άφιξη (…). Εκ Λέρνης δε ιούσιν ες Τημένιον (το δέ Τημένιον έστιν Αργείων, ωνομάσθη δε από Τημένου τον Αριστομάχου καταλαβών γαρ και εχυρωσάμενος το χωρίον επολέμει συν τοις Δωριεύσιν αυτόθεν τον προς Τισαμενόν και Αχαιούς πόλεμον) ες τούτο ουν το Τημένιον ιούσιν ο τε Φρίξος ποταμός εκδίδωσιν ες θάλασσαν και Ποσειδώνος ιερόν εν Τημενίω πεποίηται και Αφροδίτης έτερον και μνήμα έστι Τημένου τιμάς έχον παρά Δωριέων των εν Αργεί. Τημενίου δε απέχει Ναυ­πλία πεντήκοντα, εμοί δοκείν, σταδίους, τα μεν εφ’ ημών έρημος, οικιστής δε εγένετο αυτής Ναύπλιος Ποσειδώνος λεγόμενος και Αμυμώνης είναι (…). Έστι δε εκ Λέρνης και ετέρα παρ’ αυτήν οδός την θάλασσαν επί χωρίον ο Γενέσιον ονομάζουσι προς θαλάσση δε του Γενεσίου Ποσειδώνος ιερόν έστιν, ου μέγα. Τούτου δέχεται χωρίον άλλο, Απόβαθμοι γης δε ενταύθα πρώτον της Αργολίδος Δαναόν συν ταις παισίν αποβήναι λέγουσιν».

Από τα αποσπάσματα αυτά γίνεται σαφές ότι στην αρχαία εποχή η περιοχή του Τημενίου ήταν προσιτή σε πλοία, ότι οι Αργείοι, κινητοποιώντας όλον τον πληθυσμό της πόλης και κατά προτροπή του Αλκιβιάδη, που συνέβαλε στην αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος στο Άργος, επιχείρησαν να οικοδομήσουν μακρά τείχη, με τη συνδρομή και τεχνιτών από την Αθήνα, ώστε να ενώσουν την παραλία με την πόλη, ότι οι Σπαρτιάτες τα κατεδάφισαν, καθώς και ότι κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. στο Τημένιον υπήρχε ιερό του Ποσειδώνος και άλλο για την Αφροδίτη, όπως και ο τάφος του Τημένου. Σημειώνουμε πρόσθετα ότι, αν θεωρηθεί ως απόλυτα αξιόπιστος ο Στράβων (ενώ ο Παυσανίας σιωπά ως προς το σημείο αυτό, αν και γράφει ότι, στην εποχή του, το Ναύπλιον ήταν έρημο), «ναύσταθμος» του Άργους ήταν η πόλη αυτή, στην εποχή του τέλους του 1ου π.Χ. και των αρχών του 1ου μ.Χ. αιώνα.

 

Χαρτογραφικές απόψεις για το Τημένιον

 

Από τον εντοπισμό και την επισήμανση χαρτών, ιδιαίτερα της Πελοποννήσου, που χρονολογούνται ακόμα και από το τέλος του 16ου αιώνα, αναδεικνύεται η μεγάλη σύγχυση που επικρατεί γύρω από την τοποθεσία του Τημενίου, ενώ δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί αν (και ποιοι) από αυτούς στηρίζονται, ενδεχομένως, σε επισημάνσεις οικοδομικών υπολειμμάτων ή και τυχόν επιτό­που ευρημάτων. Οι αναφορές που κάνουμε, όπως και η δημοσίευση ορισμένων χαρτών, έχουν, εννοείται, χαρακτήρα ενδεικτικό, για να εικονίσουμε του λόγου μας το αληθές. Έτσι, λοιπόν, στους χάρτες του Mercator, όπως και σε άλλον του 1590 [11], το Τημένιον τοποθε­τείται σε απόσταση από την παραλία, στην ενδοχώρα. Το ίδιο συμβαίνει και με χάρτη στηριγμένο σε σημειώσεις του ίδιου και σχεδιασμένο από τον Ρ. Briet και άλλους (Παρίσι, 1705) [12].

Αντίθετα, το Τημένιον απουσιάζει από το χάρτη του λοχία Grognard, του 1745, ο οποίος ήταν πιλότος στην Τουλόν και τον είχε ετοιμάσει για τον κόμητα του Maurepas [13]. Ενώ στο χάρτη του Robert de Vangondy, υιού, του 1752 [14], το Τημένιον εμφανίζεται πάλι στην ενδοχώρα και ανατολικά της μιας και μοναδικής εκβολής των ποταμών, για να εμφανιστεί στην ακτή και δυτικά της ίδιας εκβολής, δέκα χρόνια αργότερα, στο χάρτη του d’Anville. [15] Στο έργο του Choiseul – Gouffier, το 1782 [16] από ταξίδι που είχε κάμει το 1776, το Τημένιον δείχνεται στο χάρτη της Αρχαίας Ελλάδας (και όχι σ’ εκείνον της Νέας Ελλάδας), στην εκβολή των ποταμών Ινάχου και Χαράδρου, ενώ στο χάρτη του Barbie du Bocage, σχεδιασμένο τον Οκτώβριο του 1785 και αναθεωρημένο το 1798, ο οποίος συνόδευε το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, τοποθετείται στην ακτή, ανατο­λικά της εκβολής του Ινάχου [17]. Στην ακτή τοποθετείται και στο χάρτη του D. Macpherson (1807) [18].

 

Χάρτης του Barbié du Bocage για το «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση».

Χάρτης του Barbié du Bocage για το «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση».

 

Στο έργο του Sonnini, που συντάχθηκε με εντολή του Λουδοβίκου 16ου[19], δεν επισημαίνεται το Τημένιο, που καταχωρήθηκε στη Γαλλική μετάφραση του έργου του Bartholdy, με εντυπώσεις από το ταξίδι του 1803-1804 (ο χάρτης είχε συνταχθεί το 1807)[20]. Αλλά και δεν εμφανίζεται σε άλλο χάρτη του Barbie du Bocage, που σχεδιάστηκε με διαταγή της κυβέρνησης το 1807 και δημο­σιεύθηκε το 1814, «με βάση τις παρατηρήσεις του Choiseul-Gouffier, του Fauvel, του Foucherot και άλλων, όπως και εκείνες των ελλήνων γεωγράφων Μελέτιος και Δημήτριος» (τα ονόματα των ελλήνων στα ελληνικά, πιθανώς να εννοείται ο Δανιήλ Φιλιππίδης)[21].

Ρητή αναγραφή «ερείπια του Τημενίου» βρίσκουμε σε μεταγενέστερο χάρτη του Lapie (Παρίσι, 1826), του οποίου το σχετικό απόσπασμα αναδημοσιεύουμε, με βάση «διάφορες πληροφορίες, υλικά κλπ.» και η τοποθεσία εμφανίζεται πολύ δυτικότερα των δύο εκβολών του Ινάχου και του Χαράδρου. Αντίθετα, καμία μνεία δεν γίνεται, δύο χρόνια αργότερα, σε χάρτη (1:500.000) που, σε λιθογραφία του F. G. Levrault, δημοσιεύεται στο Στρασβούργο, όπως και στο χάρτη της Ελλάδας που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο του βιβλίου του J. Emerson, Letters from the Aegean, Λονδίνο (1829) ο οποίος δεν είχε, πάντως, επισκεφθεί την Αργολίδα.

 

Χάρτης του Lapie (Παρίσι, 1826).

Χάρτης του Lapie (Παρίσι, 1826).

 

Πολύ σημαντικό είναι ότι, με βάση το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, του J.-J. Barthélémy, Άτλας που συντάσσεται και, το 1830, τυπώνεται από τον Α. M. Tardieu, εμφανίζει το Τημένιον στην ακτή, αλλά… δυτικά της μοναδικής εκβολής των Ινάχου – Χαράδρου[22]. Όπως και πολύ ενδιαφέρουσα είναι η «άποψη» που εμφανίζεται σε χάρτες με βάση τα δεδομένα της Γαλλικής Επιστημονι­κής Αποστολής στην Πελοπόννησο. Στον πρώτο από αυτούς, που βρίσκεται στα αρχεία του Γαλλι­κού Στρατού [23], πάνω στην ακτή και κάτω από εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως «Μεγάλο έλος» και «ελώδεις εκτάσεις», υπάρχει η ένδειξη «λιμάνι του Άργους», ακριβώς στην κοινή εκβολή δύο ποταμών που δεν προσδιορίζονται. Στον δεύτερο, που συντάχθηκε στο γαλλικό Υπουργείο Πολέ­μου, κατά διαταγή του Πρωθυπουργού και Υπουργού Πολέμου, υπό τη διεύθυνση του Pelet και με συντάκτες και σχεδιαστές μέλη της Αποστολής (1833) [24], δεν εμφανίζεται το Τημένιον. Ενώ στον τρίτο από αυτούς [25] υπάρχει η ένδειξη «ερείπια» πολύ κάτω, προς Ν., από την εκβολή του Ερασίνου, στην ακτή, και σε απόσταση από τους Μύλους. Το Τημένιον εμφανίζεται και στο χάρτη που συνοδεύει το έργο του E. Curtius, Peloponnesos, Γκότα (1852), μεταξύ των εκβολών του Ερασίνου και των Ινάχου – Χαράδρου.

Φτάνουμε στον 20ο αιώνα. Στο χάρτη της Αργολίδας, που δημοσιεύεται στη 2η έκδοση (1911) του Guide Joanne  το Τημένιον εμφανίζεται στην ενδοχώρα, αλλά με ερωτηματικό, σε ευθεία γραμμή προς Ν. της Δαλαμανάρας, ενώ κοντά στην Τίρυνθα μνημονεύεται και η Σήπεια [26]. Στην πρώτη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού, που αρχίζει να δημοσιεύεται από το τέλος της δεκαετίας του 1920, καταχωρείται χάρτης της Αργολίδας, που συντάχθηκε από τον Γ. Ζαγκάκη, «επί τη βάσει των χαρτών Α. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδου», όπου το Τημένιον εμφανίζεται στις εκβολές της Πάνιτσας (Χαράδρου) και του Ξεριά (Ινάχου). Τέλος, στον Guide Bleu του 1932 δημοσιεύεται με τις ίδιες ενδείξεις, όπως και στον Guide Joanne του 1911, χάρτης της Αργολίδας, όπου και πάλι το Τημένιον εμφανίζεται στην ίδια θέση και με ερωτηματικό. Ήταν η πιο συνετή και πραγματιστική άποψη, με βάση όσα εκθέσαμε μέχρις εδώ, ερμηνευόμενη από το ότι συντάκτης του Οδηγού για την Ελλάδα, του 1911, ήταν ο G. Fougères, Διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και καθηγητής στη Σορβόννη.

 

Χάρτης της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσού», με βάση χάρτες των Αντ. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδη.

Χάρτης της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσού», με βάση χάρτες των Αντ. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδη.

 

Αναλύσεις, μαρτυρίες και ευρήματα κατά το 19ο αιώνα

 

Στην ενότητα αυτή θα αναφερθούμε σε αναλύσεις, σε μαρτυρίες και σε ευρήματα για την περιοχή του Τημενίου, κατά το 19ο αιώνα, προσπαθώντας, έτσι, να φτάσουμε σε πιο συγκεκριμένα στοιχεία, αλλά και επισημαίνοντας – το λέμε ευθύς εξαρχής – τη σύγχυση που διατρέχει ακόμη και τις αναφορές αυτές. Αρχίζουμε με τον αναπόφευκτο Pouqueville, ο οποίος στο έργο του Ταξίδι στο Μοριά, την Κωνσταντινούπολη και την Αλβανία, Παρίσι (1805), αναφέρει ότι: «Δεν φαίνεται πια τίποτε από το αρχαίο φρούριο (sic) του Τημενίου, που θα πρέπει να απείχε ένα τέταρτο της λεύγας από τον Ερασίνο αλλά στο ίδιο μέρος υπάρχει έλος, που μου είπαν ότι χρησιμοποιείται στην εξάτμιση του νερού για τις αλυκές (sic). Δεν σταματάμε να βλέπουμε ορυζώνες και χωράφια με άσπρες παπα­ρούνες» [27].

Είναι χαρακτηριστικό των όσων εκθέσαμε στην εισαγωγή ότι σε απομνημονεύματα ξένων αγωνιστών, που παρέμειναν για καιρό στην Ελλάδα, όπως του Maxime Reybaud [28], και οι οποίοι περιέγραψαν με ακρίβεια τους τόπους που γνώρισαν, δεν βρίσκουμε καν μνεία του Τημενίου, ενώ δίδονται πολλές λεπτομέρειες για την τοπογραφία και την εικόνα που τότε παρουσίαζαν οι γειτο­νικοί Μύλοι. Η προσέγγιση του Barbie du Bocage, με την εικόνα που μας παρέχουν τα ανέκδοτα χειρό­γραφα του αρχείου του, τα οποία βρίσκονται στη Γενναδειο [29], παρουσιάζει ενδιαφέρον περισσό­τερο από επιστημολογική, παρά από καθαρά επιστημονική πλευρά, δηλαδή περισσότερο μάς ενη­μερώνει για το πώς ο ίδιος χρησιμοποίησε πληροφορίες των Fauvel και Foucherot, του 1780-1782, αλλά και του 1793 (δεύτερο ταξίδι του Fauvel), παρά μας διαφωτίζει για την τοπογραφία της περιο­χής κατά την εποχή εκείνη.

Μεταφέρουμε πληροφορίες του Fauvel, από εγγραφή του Σεπτεμβρίου 1793 στο χειρόγραφο του [30] : «(…) πέρα από το έλος της Αλκυόνης φαίνονται δεξιά, πάνω σ’ ένα βουνό, τα ερείπια του φρουρίου του Τημενίου, του οποίου απομένουν ακόμη κάποιοι πύργοι, μακρύτερα, αριστερά, στην άκρη της θάλασσας βρίσκεται άλλο έλος, που οι περισσότεροι σύγχρονοι περιηγητές ονομάζουν έλος της Λέρνης (…). Το φρούριο του Τημενίου βρισκόταν 50 σταδίους από το Ναύπλιο, σήμερα η διαδρομή αυτή γίνεται σε δύο ώρες με τα πόδια. Αφού περάσουμε το Τημένιον βρίσκουμε μικρό ποτάμι, που κάνει μύλους να γυρίζουν. Μύλη (σ.σ. στα ελληνικά, στο κείμενο) είναι το όνομα αυτού του τόπου. Ο ποταμός αυτός θα πρέπει να είναι ο Φρίξος».

Προφανώς ο Fauvel είδε τα ερείπια του φρουρίου των Μύλων και … τα ταύτισε με το ανύπαρκτο φρούριο του Τημενίου (στην ίδια σύγχυση θα περιέπεσε και ο Pouqueville) και θα πρέπει να αναφέρω ότι σε άλλο χειρόγραφο του, του 1809 [31], γράφει ότι «της Λέρνης δεσπόζει ένα οχυρό (fortin)», δίχως ν’ αναφέρεται, πλέον, στο Τημένιον. Στο έργο, πάντως, του Barbie du Bocage, Τοπογραφική και ιστορική περιγραφή της πεδιάδας του ‘Αργους και ενός τμήματος της Αργολίδας  [32], έργο που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον (1834) και αποτελεί δημοσίευση χειρογράφου του, υπάρχουν ακριβείς υπολογισμοί, με βάση την σε βάθος ανάλυση των αναφορών αρχαίων συγγραφέων και το υπόμνημα του Mentelle, προς τη γαλλική Ακαδημία – το οποίο δεν μπορέσαμε να συμβουλευθούμε -, υπολογισμοί που συναντούν το αμετάτρεπτο όριό τους, δηλαδή την ακριβή, επιτόπια έρευνα. Ο συγγραφέας, με συνείδηση προφανώς του ορίου αυτού, σημειώνει εύλογα, πάντως, ότι «θεωρώ πως αν γίνονταν ανασκαφές σε αυτό το μέρος της πεδιάδας, κάλλιστα θα μπορούσαν να βρεθούν κάποια θεμέλια».

Πολύ μεγαλύτερη σημασία, από τις πηγές που αναφέραμε μέχρις εδώ, έχει, νομίζω, το άγνωστο και ανέκδοτο χειρόγραφο του Auguste Lagarde, μέλους της «Brigade Topographique» της Επιστημονικής Αποστολής του 1829, και αγνώστων λοιπών στοιχείων [33], που περιέχει ακριβέστα­τους υπολογισμούς και φέρει τον τίτλο: Δρομολόγιο από το Ναυαρίνο στο Ναύπλιο, μέσω Αρκα­δίας (σ.σ. Κυπαρισσίας) Σιδηροκάστρου, Σινάνου (σ.σ. Μεγαλόπολης), Τριπολιτζάς, Μύλων – Μάιος 1829. Αφού σημειώσει ότι από τον Αχλαδόκαμπο στους Μύλους η απόσταση είναι, με άλογο, τρεις ώρες και 59 λεπτά, προχωρεί προς το Ναύπλιο από την παραλία και, αφού περάσει από τέσσερις γέφυρες, σημειώνει στη συνέχεια και κατά σειρά : «Άργος στα αριστερά, το μέρος όπου βρισκόμαστε και το Ναύπλιο βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Βράχοι ή ερείπια σε περισσότερο νερό, μέσα στη θάλασσα, δεξιά. Μια γέφυρα. Μια γέφυρα. Μια γέφυρα. Μολυσματικά έλη. Η θάλασσα εισβάλλει στην παραλία».

Και μετά πλησιάζει στο Ναύπλιο. Στο τέλος του χειρογράφου του, στη στήλη «περιγραφικές λεπτομέρειες», ο Lagarde αναφέρεται στην οχύρωση του Ναυπλίου και γράφει ότι τα έλη καλύ­πτουν όλο το βάθος του Αργολικού κόλπου, από τους Μύλους μέχρι το Ναύπλιο. Ενώ στην τελευ­ταία σελίδα και σε ειδική στήλη, όπου αναγράφει αποστάσεις «που υπολογίστηκαν κατά προσέγ­γιση, σε χρόνο και σε μέτρα», αναφέρει την απόσταση Μύλων – Ναυπλίου, από την παραλία, σε δύο ώρες και 22 λεπτά καθώς και σε 8.142,26 μέτρα. Η μαρτυρία του Lagarde αποτελεί και τη μοναδική αναφορά, γνωστή μέχρι σήμερα, μέλους της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής, για την περιοχή του Τημενίου. Ούτε στο δημοσιευμένο έργο της Αποστολής, ούτε σε έργα μελών της, όπως του Bory de Saint-Vincent [34], συναντούμε την παραμικρή άλλη μνεία.

Κλείνοντας την ενότητα αυτή, ας αναφέρουμε μαρτυρίες που συναντήσαμε στον τοπικό Τύπο. Στην εφημερίδα Ο Άργος, που εκδιδόταν στο Ναύπλιο, βρίσκουμε το 1845 την εξής είδηση [35]: «Προ ολίγων ημερών ανεκαλύφθησαν κατά τύχην εις εν τεμάχιον εθνικής γης κατά το Τημένιον δύω αρ­χαιότητες. Δεν ηδυνήθημεν να ίδωμεν τας αρχαιότητας ταύτας, διότι οι ευρόντες αυτάς τας απέκρυψαν, και μόλις χθες ο διοικητής Αργολίδος κατώρθωνε να παραλάβη την μιαν των αρχαιοτήτων τούτων, την οποίαν δεν ίδομεν ακόμη. Επληροφορήθημεν δε, ότι η αρχαιότης αυτή είναι ανάγλυφον παρασταίνον πέντε πρόσωπα, και φέρον επί της κεφαλίδος τας λέξεις Αριστόδημος ανέθηκε υφ’ έκαστον των τριών προσώπων ανά εν των εξής ονομάτων Μύσιος, Χρυσανθίς, Δαμάτηρ υπό τα δύω άλλα πρόσωπα δεν υπάρχει καμμία επιγραφή. Την δε άλλην αρχαιότητα, ο Διοικητής δεν κατώρθωσεν εισέτι να ανακάλυψη, άλλ’ ως επληροφορήθημεν αυτή είναι προτομή τις εστεμμένη, φέρουσα επί του βάθρου την επιγραφήν Ο δάμος ανέθηκε».

Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον, και Ο Άργος επανέρχεται στο θέμα μετά λίγες μέρες, με μακροσκελέστατο άρθρο του [36], όπου δίδει μεγάλα αποσπάσματα αρχαίων συγγρα­φέων για την περιοχή της Λέρνας, αλλά τους προτάσσει το εξής σχόλιο:

 

«Η εύρεσις των δύω αρ­χαιοτήτων, περί ων εκάμομεν μνείαν εις το τελευταίον φύλλον μας, διήγειρε την περιέργειαν των φιλοκάλων Αργείων και Ναυπλιέων, και τίνες προτίθενται δι’ αδείας της Διοικήσεως να επιχειρήσωσιν ανασκαφάς κατά την Λέρναν και το Τημένιον».

 

Η εφημερίδα σύντομα επανέρχεται στο θέμα [37], με το εξής νέο σχόλιο, που περιέχει και πολύ­τιμες πληροφορίες ως προς τις αρχαιότητες και την τύχη τους στην Αργολίδα, την εποχή εκείνη :

 

«Το υπουργείον των Εσωτερικών παρήγγειλε την ενταύθα διοίκησιν ίνα εναπόθεση τας εν Τημενίω ευρεθείσας αρχαιότητας παρά τω ενταύθα Γυμνασίω, όπου διέταξε να εναποτίθενται και όσα άλλα λείψανα της αρχαιότητος ευρεθώσιν, ή προσφερθώσι δωρεάν από φιλοκάλους.

Το μέτρον του υπουργείου περί συστάσεως Μουσείου αρχαιοτήτων εις Ναύπλιον είναι ωφελιμώτατον, και δεν αμφιβάλλομεν ότι, όσον ούπω θέλουν φιλοτιμηθή πολλοί να προσφέρωσι τας ανά χείρας των αρχαιότητας.

Εύκολον είναι και εις Άργος, και εις Κορινθίαν, να ευρεθώσι πολύτιμα λείψανα αρχαιο­τήτων, άλλ’ ο εν ισχύϊ Νόμος, όστις κηρύττει ιδιοκτησίαν του δημοσίου όλας τας υπό εθνικήν γην ευρισκομένας παρ’ οιονδήποτε αρχαιότητας, είναι ή μεγαλύτερα αιτία, δι’ ην οι χωρικοί οσάκις ανακαλύψωσί τι, ει μεν είναι ευμετακόμιστον, το πωλούσιν εις τους έξωθεν ερχομένους ξένους, ει δε είναι πολύ ογκώδες το καλύπτουσι, δια να μη γίνη γνωστόν εις τας αρχάς και δημευθή.

Αι περί αρχαιοτήτων διατάξεις του νόμου έχουσιν ανάγκην μεταρρυθμίσεως, και ο αρμόδιος υπουργός ήθελε πράξει έργον ωφέλιμον, εάν υπέβαλλε νέον περί των αρχαιοτήτων νομοσχέδιον, επιστηριζόμενον εις βάσεις λογικωτέρας και εθνωφελεστέρας.

Ο περί αρχαιοτήτων Νόμος της Ρώμης δύναται να χειραγωγήση τους συντάκτας του νέου νομοσχεδίου.

Θέλομεν εκάστοτε δημοσιεύει προθύμως τα ονόματα εκείνων, οίτινες ήθελον ευαρεστηθή να πλουτίσωσι το μουσείον της Ναυπλίας, συνεισφέροντες τας εις χείρας των υπάρχουσας αρχαιό­τητας».

 

Δεν περνούν πολλές μέρες και Ο Άργος δημοσιεύει άρθρο («διατριβήν») [38], υπογραφόμενο από τον Α. Βλάσση, μέλος, όπως ο ίδιος γράφει, της Αρχαιολογικής Εταιρείας, που αναφέρεται με μεγα­λύτερη, προφανώς, ακρίβεια στα ευρήματα του Τημενίου, τα οποία είχαν ήδη ασφαλισθεί στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, τότε Μουσείο του Νομού. Πρόκειται, ίσως, για το σύνολο των ευρημάτων, αν και ο Βλάσσης δεν μνημονεύει επιγραφή ως προς την ανδρική προτομή. Κατά τον συγγραφέα, λοιπόν, του άρθρου είχαν βρεθεί:

«Α. Κεφαλή λίθου ανδρός τίνος, συντετριμμένον έχουσα τον τράχηλον.

Β. Βάθρον εκ του αυτού λίθου, εφ’ ω ίστατο η προτομή αύτη.

Γ. Εικών επίσης λίθου, παριστώσα εν αναγλύφω, ως ανέγνωμεν, εν ενί εκάστω των τριών προσώπων.

ΤΟΝ ΜΥΣΙΟΝ

ΤΗΝ ΧΡΥΣΑΝΘΙΔΑ (παρά δε αυτήν δύω εικόνες παίδων) ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ (παρ’ αυτήν θρόνος).

Άνωθεν δε της εικόνος ανέγνωμεν ΑΡΙΣΤΟΔΑΜΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ».

Και ο Βλάσσης διατυπώνει την εύλογη ερμηνεία ότι το ανάγλυφο παρίστανε τον Μύσιο, τη σύζυγο και τα παιδιά του, υποδεχόμενους την Δήμητρα όταν εκείνη έφτασε για πρώτη φορά στην Αργολίδα και το συνδέει με τη γιορτή της Δήμητρας που τελούσαν στη Λέρνη, όπως και με τις πλη­ροφορίες των αρχαίων συγγραφέων για τον τάφο του Τημένου και για τον ίδιο.

Τέλος, με επιφύλαξη διατυπώνει και την υπόθεση ότι το ανάγλυφο είχε αφιερωθεί από τον Αριστόδημο, αδελφό του Τημένου και του Κρεσφόντη, ή από τα παιδιά του. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο στην αρχή, όσο και στο τέλος του άρθρου του, προτρέπει την Αρχαιολογική Εταιρεία να επιχειρήσει έστω και μικρή ανασκαφή στην περιοχή όπου βρέθηκαν οι αρχαιότητες, ενώ η σύνταξη της εφημερίδας γρά­φει ότι δεν εκφράζει καμία κρίση ως προς τα αναγραφόμενα, προφανώς επειδή συμφωνεί μαζί του.

Με τις μαρτυρίες αυτές κλείνουμε την παρούσα ενότητα αλλά, όπως θα δούμε στην επόμενη, συμπληρωματικά στοιχεία για άλλα ίχνη κτιρίων παραθέτει ο I. Κοφινιώτης, που σχεδόν μόνον αυτός ασχολήθηκε με την τοπογραφία της περιοχής στο τέλος του 19ου αιώνα.

 

Οι νεότεροι συγγραφείς

 

Από τους νεότερους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την τοπογραφία της περιοχής, ο Αντ. Μηλιαράκης [39], στηριζόμενος και στις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, γράφει για τα ιερά που υπήρχαν εκεί, για τα τείχη και την κατεδάφισή τους, προσθέτοντας ότι «τούτο ήτο αποβάθρα θαλασσία της των Αργείων πόλεως», ότι «κείται εν τω δήμω Άργους» και ότι (Στράβων) «την θέσιν του Τημενίου ορίζουσι παρά την παραλίαν, αμέσως προς μεσημβρίαν της πόλεως Άργους». Και προσθέτει ότι «περί το Τημένιον και πλησίον της Τίρυνθος εκείτο η Σηπεία, ένθα υπήρχεν ιερόν άλσος του Άργους».

Στο έργο του, που δημοσιεύεται έξι χρόνια αργότερα [40], ο I. Κοφινιώτης αφιερώνει εκτενές μέρος του κεφαλαίου του στις πόλεις «περί το Άργος» και στο Τημένιο, αξιοποιώντας τους αρ­χαίους συγγραφείς αλλά και αναφέροντας τα εξής σημαντικά στοιχεία από την τοπογραφία της εποχής του: «Την θέσιν του Τημενίου ορίζουσι σήμερον παρά την παραλίαν αμέσως προς Μεσημ­βρίαν της πόλεως Άργους, εκεί δηλ. ένθα είνε η γέφυρα και το μαγαζείον του Μπάρμπα – Γιάννη, αν και το Τημένιον απέχει του μεν Άργους είκοσι και εξ σταδίους, της δε Ναυπλίας πεντήκοντα. Παρά την θέσιν ταύτην ευρίσκει τις εσκορπισμένα συντρίμματα κεράμων, αγγείων, παρά την ακτήν δε θεμέλια εκ μεγάλων λίθων τετραγώνων, άτινα δηλούσιν ότι ενταύθα ήτο η θαλάσσια αποβάθρα και ο λιμήν των Αργείων. Διευθυνόμενοι εντεύθεν εις το Άργος συναντώμεν λείψανα των μακρών τειχών (…) Πορευόμενός τις από του Τημενίου προς τους Μύλους κατά την ακτήν συναντά παχύτατον ψηφιδωτόν έδαφος προχωρούν εις την θάλασσαν, όπερ είναι τόσω στερεάς εργασίας, ώστε παρέχει αντίστασιν εις την σταθεράν κίνησιν των κυμάτων. Μεταξύ του Τημενίου και της Τιρύνθου έκειτο η Σήπεια (ως εκ του ονόματος φαίνεται, ότι ήτο υγρά και τελματώδης κατοι­κία) (…). Προχωρούντες εκ του Τημενίου προς την Λέρνην, μεταξύ της θαλάσσης και της αμαξιτής οδού ευρίσκομεν τον περίφημον κήπον Αγά τινος, ανήκοντα σήμερον εις τον κ. Κωνσταντίνον Μπελάλη. Περιηγούμενος τω 1812 μ.Χ. ο Chateaubriand είδεν εντός του κήπου τούτου λεύκας αναμεμι­γμένος μετά κυπαρίσσων, άφθονα εσπεριδοειδή δένδρα, μηλέας και συκάς εκ Λομβαρδίας».

Από την εποχή εκείνη μέχρι εντελώς πρόσφατα το Τημένιον δεν φαίνεται να απασχόλησε ιστορικούς ή ερευνητές. Αξίζει, όμως, ν’ αναφερθούμε σε δύο νεότατους συγγραφείς και στις από­ψεις που εκφράζουν σχετικά με το θέμα, δίχως να έχουν, όμως, προβεί σε ιδιαίτερες και νέες έρευνες. Ο Ν. Παπαχατζής, αναφερόμενος στο Τημένιον, μέσα από τη μνημειώδη έκδοσή του του Παυσανία, γράφει [41]: «Το Τημένιο βρισκόταν στην ακροθαλασσιά, μεταξύ των εκβολών του Ερασίνου και του Ινάχου, κοντά στη Νέα Κίο και στον εκεί αραιό συνοικισμό, στον οποίο τελευταία (sic) δόθηκε το όνομα Τημένιο. Άλλοτε στην ακροθαλασσιά υπήρχαν αρχαίοι οικοδομικοί λίθοι. Σήμερα η θάλασσα, σε μεγάλη απόσταση από τη γραμμή της παραλίας, είναι αβαθής και φαίνεται πως έχει κατακλύσει την περιοχή του ιερού. Σ’ απόσταση 60-65 μέτρων από τη σημερινή ακτή φαί­νονται, σε πολύ αβαθή νερά, ίχνη μώλων. Επειδή το Τημένιο ήταν η πλησιέστερη στο ‘Αργος παρα­λιακή θέση, τα μακρά τείχη θα χτίζονταν μεταξύ ‘Αργους και Τημενίου».

Αν και ο Παπαχατζής γράφει ότι οι οικοδομικοί λίθοι υπήρχαν άλλοτε στην παραλία, δημοσιεύει φωτογραφία όπου, όπως σημειώνει, «διακρίνονται κατάλοιπα λιμενικών εγκαταστάσεων». Στο Τημένιο αναφέρεται και ο Emilio Peruzzi, στο έργο του για τους Μυκηναίους [42], αναφερό­μενος στα δύο λιμάνια του ‘Αργους (Τημένιον-Ναύπλιον) και αναπαράγοντας απλώς το απόσπασμα του Στράβωνα.

 

Πληροφορίες, υπολείμματα και ευρήματα σήμερα

 

Είχα αρχίσει να συγκεντρώνω τα πρώτα στοιχεία για την παρούσα μελέτη, όταν κάτοικος της περιοχής Νέας Κίου, ο Παν. Ζαφείρης, με συνάντησε σε επιτόπια επίσκεψή μου και επέστησε την προσοχή μου σε ορισμένα ευρήματα και υπολείμματα κτιρίων, προς την ενδοχώρα και σε άμεση ευθεία από τους ογκολίθους που εξακολουθούν να φαίνονται σε αβαθή νερά της παραλίας, ανατο­λικά του «Πελαργού». Πρόκειται για την περιοχή που ακόμα και σήμερα ονομάζεται «Σερεμέτι», ονομασία που συναντάμε ακόμα και στους χρόνους του Καποδίστρια. Νέα επίσκεψή μου – που επανέλαβα μετά ένα χρόνο, με τον τέως Γεν. Γραμματέα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Ρ. Aupert, οπότε και έγιναν ακριβέστερες φωτογραφήσεις (τρεις από τις φωτογραφίες δημοσιεύ­ουμε εδώ) – έγινε στις 14-10-1982, σε θέση που απέχει γύρω στα 1.500 μ. από τη θά­λασσα και περίπου 300 από την κοίτη Ινάχου.

Ό,τι απομένει από τον «Πύργο του Νικηταρά».

Ό,τι απομένει από τον «Πύργο του Νικηταρά».

Στη θέση αυτή υπήρχε παλαιός ναός, του «Αγιαννάκου», που κατά την παράδοση είχε οικοδομηθεί από τον αγωνιστή Νικήτα Σταματελόπουλο («Νικηταρά τον Τουρκοφάγο»), μετά το θάνατο του Καποδίστρια και προς τιμήν του. Ο Νικηταράς κατείχε μεγάλη έκταση στο Σερεμέτι [43] και έκτισε και κατοικία («πύργος του Νικηταρά»), που μεγάλο μέρος της σωζόταν μέχρι τη δεκαετία του 1950 και σήμερα απομένει τμήμα των εξωτερικών τοίχων, σε κτηματική έκταση ιδιοκτησίας Π. Ε. Μπόμπου. Για το κτίριο αυτό, όπως για το σπίτι του Θ. Κολοκοτρώνη (στα «Κολοκοτρωνέϊκα», έκταση που ανήκει σε απογόνους της οικογένειάς του, και βρίσκεται εκατέρωθεν του δρόμου Άργους – Ναυπλίου, κοντά στη διασταύρωση του παρακαμπτηρίου προς Λάλουκα), αλλά και για το σπίτι του Μιαούλη (πέτρινης κατασκευής, αριστερά του δρόμου προς Ναύπλιο και πριν περάσουμε τα πρώτα σπίτια της πόλης, σήμερα ιδιοκτησίας χήρας Χιλέλη), δεν είχε και δεν έχει ληφθεί καμία πρόνοια από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες.

Βάθρο έξω από τη νέα εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, στο Σερεμέτι.

Βάθρο έξω από τη νέα εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, στο Σερεμέτι.

Ο παλαιός ναός κατεδαφίστηκε το 1980, στη θέση του οικοδομήθηκε άλλος (του τύπου «μικρός, περικαλλής, νεοπαραδοσιακός»), αποκαλύφθηκαν αρχαία μέλη, που είχαν χρησιμοποιηθεί προφανώς ως οικοδομική ύλη στον παλαιό ναό, πολλά σκεπάστηκαν από τα νέα μπάζα, ενώ βρήκαμε πλακωμένο και φωτογραφήσαμε βάθρο με ίχνη επιγραφής. Σε διπλανή ιδιοκτη­σία, εντοπίσαμε πολλά όστρακα, και υπολείμματα τάφου ή ναού Βυζαντινής εποχής, που φωτο­γραφήσαμε επίσης. Κατά τον P. Aupert, το βάθρο ανάγεται στη Ρωμαϊκή εποχή. Ο Π. Ζαφείρης μου υπέδειξε και αλλού αρχαιολογικά μέλη και μου ενεχείρισε φωτοτυπίες τριών εγγράφων εσωτερικής αλληλογραφίας υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού τα οποία είχαν συνταχθεί μετά από ενέργειές του, τόσο για έρευνες στην περιοχή όσο και για παράδοση των αρχαιολογικών μελών που κατείχε ο ίδιος, και είχαν κοινοποιηθεί και στον ίδιο. Κατά τις βεβαιώσεις του, στις αρχές του 1989, τίποτε δεν είχε προχωρήσει μέχρι τότε.

 Τέλος, παρουσιάζονται ευρήματα από διάνοιξη θεμελίων για οικοδόμηση παραθεριστικής κατοικίας πολύ κοντά στη θάλασσα, στο σημερινό οικισμό του Τημενίου.

Θα πρέπει να σημειώσω, επίσης, ότι κατά τη μαρτυρία του αργείου φιλάρχαιου Αρίσταρχου Τσακόπουλου, γιου του γνωστού ιστοριοδίφη Τάσου Τσακόπουλου, τόσο ο πατέρας του, από τις αρχές του αιώνα όπως βεβαίωνε, όσο προ ετών και ο ίδιος, στους σωζόμενους ογκολίθους κοντά στον «Πελαργό» εντόπιζαν μεγάλους σιδερένιους κρίκους, του τύπου που τοποθετούνται σε προκυμαίες λιμανιών, για δέσιμο πλοιαρίων και μικρών πλοίων. Εξάλλου, έθεσα υπόψη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής τα παραπάνω στοιχεία, επισκεφθήκαμε τη Νέα Κίο και την παραλία της με τον Albert Hesse, που είχε έρθει στο Άργος για τοπογραφική έρευνα, με ηλεκτρονικές μεθόδους και με στόχο τον εντοπισμό των τειχών της αρχαίας πόλης, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να προχωρήσει πρόγραμμα για ανάλογο εντοπισμό θεμελίων κτιρίων στην περιοχή του Τημενίου. Κατά τη γνώμη του Χαρ. Κριτζά, με τον οποίο επισκεφθήκαμε την παραλία του Τημενίου το φθι­νόπωρο του 1985, η φωτογράφηση από αερόστατο, όπως εκείνη στην οποία είχε συμμετάσχει προ ετών για την Παλαιά Επίδαυρο, θα έλυνε ίσως κάποια προβλήματα, τουλάχιστον ως προς τα υπο­λείμματα που βρίσκονται στα αβαθή νερά, κοντά στον «Πελαργό».

 

Τμήμα των μακρών τειχών του Άργους (;), κατά τη διάνοιξη επίγειας αρδευτικής σήραγγας. Φωτογραφία του «ευρήματος του Αναβάλου», όταν είχε προχωρήσει η αρχική φάση των ανασκαφών. Ευγενική παραχώρηση της Δ' Εφορείας.

Τμήμα των μακρών τειχών του Άργους (;), κατά τη διάνοιξη επίγειας αρδευτικής σήραγγας. Φωτογραφία του «ευρήματος του Αναβάλου», όταν είχε προχωρήσει η αρχική φάση των ανασκαφών. Ευγενική παραχώρηση της Δ’ Εφορείας.

 

Κλείνοντας την ενότητα αυτή, είναι ανάγκη να επισημάνω δύο εντελώς πρόσφατα γεγονότα που δημιουργούν άμεσους κινδύνους για ενδεχόμενες σύγχρονες και συστηματικές έρευνες με σκοπό τον οργανωμένον εντοπισμό αρχαίας υποδομής στην ευρύτερη περιοχή του Τημενίου δηλαδή από Κιόσκι μέχρι το τέλος των ορίων του σημερινού οικισμού Τημένιον. Πρόκειται για την επέκταση της αυθαίρετης δόμησης, δεύτερης και τρίτης κατοικίας, στην περιοχή του δεύτερου, που πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε ο τοπικός τύπος να φθάσει να την καταγγέλλει, σημειώνοντας και τις ανοχές των Αρχών, ήδη από το φθινόπωρο του 1989 αλλά και για το «σχέδιο», που φαίνεται να προωθείται σήμερα, για μπάζωμα της παραλίας, εμπρός από τον οικισμό του Τημενίου, σε από στάση μερικών δεκάδων μέτρων, σε συνδυασμό με τη δημιουργία νέου δρόμου, ο οποίος θα οδηγεί μεσόγεια από τη Νέα Κίο στους Μύλους, περνώντας μέσα από τον τελευταίο υγροβιότοπο που απέ μείνε σ’ όλη την περιοχή των επαρχιών Άργους και Ναυπλίου, τον γνωστό με το όνομα «Βάλτος» η «Ρουμάνι». Και στην περίπτωση αυτή παρατηρείται η ίδια ανοχή των κρατικών αρχών.

 

Συμπεράσματα

 

Τόσο από τις μαρτυρίες και αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, όσο και από νεότερες μαρτυ­ρίες και αναλύσεις, συνδυασμένες και με ευρήματα ή υπολείμματα στην ευρύτερη περιοχή του Τημενίου, κύριες λιμενικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να βρίσκονταν ανατολικά των εκβολών των ποταμών Ινάχου (Ξεριά) και Χαράδρου (Πάνιτσας), κοντά στο σημερινό εργοστάσιο «Πελαργός» και στη θέση «Κιόσκι», όπου και σήμερα εντοπίζονται υπολείμματα αποβάθρας (;). Όμως, ολόκληρη η περιοχή της παραλιακής ζώνης, από Κιόσκι μέχρι σχεδόν και τα όρια των Μύλων, περικλείει στοιχεία που δείχνουν θέσεις οικοδομημάτων ή μνημείων. Αλλά και στην άμεση ενδοχώρα (περιοχή Σερεμέτι), υπάρχουν απτότατες μαρτυρίες για ύπαρξη δόμησης της αρχαίας και ρωμαϊκής εποχής, αλλά και της εποχής της τουρκοκρατίας και μετέπειτα.

Η παντελής έλλειψη οργανωμένης αρχαιολογικής έρευνας, σήμερα αλλά και κατά τον 19ο αιώνα, όχι μόνον επέτρεψε την εξαφάνιση σημαντικών υπολειμμάτων της αρχαίας εποχής και οικοδομημάτων της νεότερης, αλλά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρήσουμε ότι και σήμερα εκ των πραγμάτων επιτρέπει τη συνέχιση καταστροφών και «εξαλείψεων» στοιχείων και άλλων υπολειμ­μάτων. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν, πλέον, πολλά χρονικά περιθώρια για αναβολές, αν θέλουμε να προλάβουμε τη «ροή των πραγμάτων». Από καθαρά οικονομική πλευρά, η οποία προβάλλεται φορτικά και, ίσως, όχι εντελώς άτοπα στις μέρες μας, η χρηματοδότηση μιας σύγχρονης και πολύ­πλευρης επιστημονικής έρευνας στην περιοχή είναι πολύ πιθανό ότι θα συνέβαλλε στη δημιουργία ενός «νέου προσώπου» για την ίδια τη Νέα Κίο και για την Αργολίδα γενικότερα, με συναφή προ­σέλκυση πολλαπλών επισκεπτών εκεί. Ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης είναι γνώστης της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το (μη) σύστημα προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου μας. Μολοντούτο, θεωρεί ότι δεν είναι εντελώς μάταιη η προηγούμενη υπόμνηση και επίκληση…

 

Υποσημειώσεις


 

 

[1] 484 – 410 π.Χ. Οι χρονολογήσεις για τους πέντε αρχαίους συγγραφείς είναι από το Λεξικό Ελευθερουδάκη. Οι υπογραμμίσεις στα κείμενά τους, δικές μας.

[2] Ηρόδοτος, VI 77.

[3] 470 – 494 π.Χ.

[4] Θουκυδίδης, V 82, 5-83, 1-2.

[5] 67 π.Χ.-23 μ.Χ.

[6] Στράβων, VIII 6, 2.

[7] 46-127 μ.Χ.

[8] Πλούταρχος, Αλκιβ. 15, 1-6.

[9] Περιηγήθηκε και έγραψε μεταξύ 150 και 180 μ.Χ.

[10] Παυσανίας, II 36, 6-7 και 38, 1-4.

[11] Βρίσκεται και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Τοπογραφία, φ. 47.

[12] Ό.π.

[13] Ο χάρτης φέρει τις ενδείξεις Carte de l’Archipel, présentée à Monseigneur le Comte de Maurepas par le Sr. Gro­gnard, pilote entretenu au Département de Toulon-1745, τρίτο φύλλο, Archives Nationales, NN 147, 29.

[14] Ο χάρτης φέρει την ένδειξη Graecia vêtus, έτος, το όνομα του σχεδιαστή, δίχως μνεία τόπου εκτύπωσης, βρί­σκεται και στη Γεννάδειο, G.T. 230.

[15] Ο χάρτης φέρει την ένδειξη Graeciae antiquae specimen geographicus, έτος, το όνομα του σχεδιαστή και «Louvre», ό.π.

[16] M. G. F. Α. de Choiseul – Gouffier, Voyage pittoresque de la Grèce I. H δημοσίευση του πρώτου μέρους του δεύτερου τόμου έγινε πολύ αργότερα, το 1809.

[17] Η Αργολίδα, η Επιδαυρία, η Τροιζηνία, η Ερμιονίδα, η νήσος Αίγινα και η Κυνουρία – για το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, χαρακτικό του P. F. Tardieu και σχεδίαση από τον L. Aubert. Βρίσκεται και στη Γεννάδειο, Τοπογραφία, φ. 47.

[18] Ό.π.

[19] Μετάφραση στα αγγλικά του έργου του, Travels in Greece and Turkey, Λονδίνο (1801). Ο χάρτης μεταξύ της Εισαγωγής και της σ. 1.

[20] J. L. S. Bartholdy,Voyage en Grèce II, Παρίσι (1807).

[21] Βρίσκεται και στη Γεννάδειο, G.T. 237.5.

[22] Ό.π. (σημ. 21), G.T. 222.

[23] Service Historique de l’Armée de Terre (στο εξής, S.H.A.T.), 4.10.C/65.

[24] Ό.π. (σημ. 21), G.T. 222.

[25] Ό.π. (σημ. 24).

[26] Η 2η έκδοση φέρει την ένδειξη «αναθεωρημένη και διορθωμένη». Βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

[27] Σ. 500 της πρωτότυπης γαλλικής έκδοσης, απ’ όπου και η μετάφρασή μου. Αντίτυπό της βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

[28] M. Reybaud, Mémoires de la Grèce II, Παρίσι (1825), για τη Λέρνη και την περιοχή της, αναφορές στις σ. 12-15.

[29] Τα χειρόγραφα αυτά αγοράστηκαν το 1889 από τον Γεννάδειο και φέρουν τον κωδικό αριθμό βιβλιοθήκης MSS 124-147. Ημιτελής βιογραφία του L. F. S. Fauvel από τον Ph.-E. Legrand δημοσιεύθηκε στη RA (1897), σ. 41-66, 185-201, 385-404. Εκεί και πληροφορίες για τον Foucherot. Για το πρώτο ταξίδι του Fauvel στην Ελλάδα, βλ. τη μελέτη του C. G. Lowe, Hesperia 5 (1936), σ. 206-224. Η μελέτη αυτή περιέχει το κείμενο του πρώτου τετραδίου του χειρογρά­φου του Fauvel, το οποίο μαζί με το δεύτερο βρίσκεται στα χφ. του Barbie du Bocage, ό.π., αρ. 133. Βιογραφία του τελευ­ταίου βλ. στο Grand Larousse Encyclopédique του 1960 : γεννήθηκε στο Παρίσι το 1760, όπου και πέθανε το 1825. Μαθη­τής του d’Anville (το 1777), διορίστηκε στο γεωγραφικό τμήμα της βιβλιοθήκης του Βασιλιά (1792), έγινε προϊστάμενος κτηματολογίου στο Υπουργείο των Εσωτερικών (1797) και καθηγητής στη Faculté des Lettres του Παρισιού, το 1809 (κοσμήτορας της το 1815). Έγραψε έργα γεωγραφίας και συνέταξε και Άτλαντα για την αρχαία ιστορία.

[30] Δεύτερο τετράδιο του Fauvel, υπογραμμένο από τον ίδιο, με τη χρονολογική ένδειξη «Le 5 Vendémiaire de l’An II» (που αντιστοιχεί στις 26, 27 ή 28 Σεπτεμβρίου 1793) και απευθυνόμενο «στον πολίτη Monges, Πρόεδρο της Ακαδημίας». Το χφ. φέρει την επισημείωση «Δεύτερο ταξίδι του κ. Φωβέλ». Το απόσπασμα που μεταφράζω είναι από τη σ. 7. Γεννάδειος, MSS 133.

[31] Το χφ. φέρει τη χρονολογία «8 Germinal An IO» (1809), το απόσπασμα που μεταφράζω είναι στην πίσω σελίδα του φύλλου αρ. 33. Γεννάδειος, MSS 134.

[32] Το βιβλίο τυπώθηκε στο βασιλικό τυπογραφείο του Παρισιού και βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

[33] S.H.A.T., MR. 1628. Το χφ. αποτελείται από 34 σελίδες και κάθε σελίδα είναι χωρισμένη σε επτά στήλες, από τις οποίες κάθε μία και με τη σειρά περιέχει ονόματα τόπων, αποστάσεις μεταξύ σημαντικών σημείων, προσδιορισμό των σημαντικών σημείων (απ’ όπου και το απόσμασμα που παραθέτουμε, στη σ. 33), μήκος δρόμων, πλάτος δρόμων, περι­γραφικές λεπτομέρειες και γενικές παρατηρήσεις. Το όνομα του Lagarde δεν περιλαμβάνεται σε δημοσιευμένους κατα­λόγους, όπως από τον Μ. Α. Duheaume, των μελών, ανωτέρων και κατωτέρων, του Γενικού Επιτελείου του γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος στο Μοριά, στο οποίο ανήκε και η Brigade Topographique.

[34] J.-B. Bory de Saint-Vincent, Relation du voyage de la Mission scientifique de Morée I, Παρίσι – Στρασβούργο (1837-1838).

[35] Τυπογραφείο του πρωτοπόρου της τυπογραφίας στην Αργολίδα, Κυδωνιέα Κ. Τόμπρα (τότε συνεταίρου με τον Κ. Ιωαννίδη), συντάκτης του ο Αθαν. Μπαρκουκόπουλος, φύλλο της 12-1-1845.

[36] Φύλλο της 26-1-1845.

[37] Φύλλο της 9-2-1845.

[38] Φύλλο της 3-3-1845, με συντάκτη τον Κ. Δ. Καρόπουλο. Το άρθρο του Α. Βλάσση δημοσιεύεται με τον τίτλο «Αρχαιολογικά» και φέρει την ένδειξη, στο τέλος, «Εν Ναυπλίω τη 28 Φεβρουαρίου 1845».

[39] Α. Μηλιαράκης, Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία, του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας, μετά γεωγραφικού πίνακος τον Νομού, Αθήναι (1886), σ. 45.

[40] I. Κ. Κοφινιώτης, Ιστορία του Άργους, μετ’ εικόνων, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών, Αθήναι (1892). Ο Κοφινιώτης τελικά δεν δημοσίευσε παρά έναν τόμο, με την ιστορία του αρχαίου Άργους. Στον αθηναϊκό Τύπο είχαν καταχωρηθεί ολοσέλιδες διαφημίσεις, για αναγγελία της έκδοσης του τόμου με την ιστορία του ‘Αργους των μετέ­πειτα χρόνων. Ο τόμος αυτός δεν δημοσιεύθηκε ποτέ και δεν γνωρίζω που μπορεί να βρίσκονται σήμερα τα σχετικά χει­ρόγραφα, αν υπάρχουν ακόμη.

[41] Παπαχατζής 1976. Το απόσπασμα από τη σ. 294, σημ. 1 – όπου και η φωτογραφία με αρ. 327.

[42] E. Peruzzi, Mycenaeans in Early Latium, Ρώμη (1980).

[43] Πολύ σημαντικό για το θέμα αυτό είναι έγγραφο του Εκτάκτου Επιτρόπου Αργολίδας Κωνστ. Ράδου, με αρ. 4331 και ημερομηνία 18-12-1829 (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Καποδιστριακό αρχείο, Γραμματεία Στρατιωτικών και Ναυτικών, φ. 6), το οποίο απευθυνόταν στη Γραμματεία αυτή και αφορούσε πληροφορίες που εκείνη, με το έγγραφο της αρ. 334, του είχε ζητήσει για ορισμένα «εθνικά λειβάδια» του Άργους. Ο Ράδος γράφει σχετικά: Εν υπάρχει από το Κιόσκι μέχρι του Τρικαλύτη, εκτάσεως στρεμμάτων ως έγγιστα πεντακοσίων, και άλλο είναι κατά το Σερεμέτι, το οποίον είναι υπό την εξουσίαν του Στρατηγού Νικήτα, εκτάσεως στρεμμάτων και τούτο ως έγγιστα πεντακοσίων. Το χόρτον ωριμάζει πρωϊμότερα εις το Σερεμέτι, το όποιον είναι υπό την εξουσίαν του Στρατηγού Νικήτα. Το άλλον είναι ελεύθερον, και συμφέρει να διορισθώσι επιστάται εις την φύλαξίν του». Και ο Ράδος συνεχίζει με αναφορά σε άλλα 1400 στρέμματα εθνικής γης κοντά στο Ναύπλιο, που παρέμεναν και αυτά αφύλακτα. Για τον Νικηταρά και το Σερεμέτι έχουμε εντοπίσει και άλλα έγγραφα που σκοπεύουμε να δημοσιεύ­σουμε μελλοντικά. Σημειώνουμε εδώ, σε σχέση και με όσα αναφέραμε στις τρεις τελευταίες ενότητες της μελέτης μας, ότι καταπατήσεις και αυθαίρετες καλλιέργειες εθνικών γαιών γίνονταν σε όλη τη διάρκεια της οθωνικής εποχής, ακόμα και γύρω από το Ιπποφορβείο, όπως ρητά αναφέρεται σε έγγραφα και σε χάρτες των χρόνων εκείνων.

 

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

«Άργος και Αργολίδα. Τοπογραφία και Πολεοδομία». Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου,  28/4 – 1/5/1990. Γαλλική Σχολή Αθηνών, Αθήνα, 1998.

 

Read Full Post »

Μια Εύγλωττη Σύγκρουση –  Στρατώνες Καποδίστρια στο  Άργος, κράτος, δήμος, κόμματα, φορείς και πολίτες


 

 Μια Εύγλωττη Σύγκρουση –  Στρατώνες Καποδίστρια στο  Άργος, κράτος, δήμος, κόμματα, φορείς και πολίτες. Άρθρο του Βασίλη Δωροβίνη στο βιβλίο, «Το Οικολογικό Κίνημα στην Ελλάδα», Εκδόσεις: Μετά τη βροχή, Αθήνα, 1987.

Τον Μάρτιο του 1987 συμπληρώθηκαν ακριβώς δέκα χρόνια από τη δημιουργία του θέματος γύρω από την κατεδάφιση ή δια­τήρηση και αξιοποίηση του ιστορικού κτιρίου των Στρατώνων Καποδίστρια στην πόλη του Άργους. Το θέμα αυτό δημιουργήθηκε με την απόφαση της 5 Μαρτίου 1977 του Δημοτικού Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η κατεδάφιση «των παλαιών κτισμάτων των στρατώνων», ώστε κατόπιν… να ήταν δυνατό να προγραμματιστεί τι θα γίνει ο χώρος τους. Με την απόφαση αυτή δημιουργήθηκαν οι πρώτες αντιδράσεις εκ μέρους των πολιτών, που κατέληξαν σε σύγκρουση διαρκείας, με απήχηση, στην αρχή, και με διαστάσεις, κατόπιν, που πήραν πανελλήνιο χαρακτήρα, ενώ το θέμα ερχόταν και σε γνώση διεθνών οργανισμών.

 

Πρόχειρο σχέδιο των Στρατώνων που δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό «The Graphic» (20.1.1877) και στο γαλλικό «L᾿  Illustration» (27.1.1877).

Πρόχειρο σχέδιο των Στρατώνων που δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό «The Graphic» (20.1.1877) και στο γαλλικό «L᾿ Illustration» (27.1.1877).

 

Σήμερα, με την απόσταση του χρόνου, μπορούμε να βεβαιώ­σουμε ότι η σύγκρουση γύρω από τους Στρατώνες Καποδίστρια εξελίχθηκε σε πολύ χαρακτηριστική διεργασία κοινωνικών αντιπαρα­θέσεων, με αφορμή ένα θέμα περιβαλλοντικό το οποίο έφερε στην επιφάνεια όλη τη διαδικασία κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε μια τυπική επαρχιακή πόλη της σημερινής Ελλάδας, αλλά και τον καθο­ριστικό ρόλο των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων που ενεπλάκησαν στη σύγκρουση. Πέρα από αυτό, και μόνον η αρθρογραφία του αθηναϊκού τύπου για το θέμα μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι εκτός, ίσως, από το θέμα του δελφικού τοπίου, στις οξείες φάσεις του, κανένα άλλο θέμα περιβαλλοντικό ή προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς δεν κράτησε τόσο ζωηρό το ενδιαφέρον των έντυ­πων μέσων ενημέρωσης επί μια ολόκληρη δεκαετία.

Για τη συνέχεια του άρθρου του κ. Βασίλη Κ. Δωροβίνη, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Μια Εύγλωττη Σύγκρουση – Στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος.

 

Read Full Post »

Γκέοργκ – Λούντβιχ φον Μάουρερ – Ένας Βαυαρός Αντιβασιλέας στην Αργολίδα


 

Ο Γκέοργκ – Λούντβιχ Μάουρερ (1790-1872) υπήρξε ένα από τα τρία πρώτα μέλη της Αντιβασιλείας για τον ανήλικο πρώτο βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα. Παρέμεινε στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1833 μέχρι το τέλος Ιουλίου 1834, δυο μήνες πριν αποφασιστεί η οριστική μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα. Δίχως αμφιβολία και μόνο με το έργο του θα πρέπει να θεωρηθεί το πλέον σημαντικό στέλεχος της πρώτης βαυαρικής διοίκησης της χώρας. Αλλά ήταν σημαντικός νομικός στην πατρίδα του, με κύρος και αναγνώριση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας άλλωστε ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα του τότε βασιλείου της Βαυαρίας.

 Σε αυτόν κατά κύριο λόγο οφείλεται η σύνταξη βασικών νομικών κωδίκων στην Ελλάδα, οι οποίοι ίσχυσαν για πάνω από εκατό χρόνια και η προσπάθεια για ανασύσταση της δημόσιας διοίκησης κατά ευρωπαϊκά πρότυπα. Υποστηρικτής της «πεφωτισμένης μοναρχίας» και ιδεολογικά ακράδαντα προσκολλημένος σε αυτήν, δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε σε όλο βάθος τους τα προβλήματα και τις νοοτροπίες της Ελλάδας του 1833-34, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τις έντονες εμφύλιες αντιπαραθέσεις που επακολούθησαν. Στο μείζον για την Ελλάδα έργο του «Ο ελληνικός λαός», που το αφιερώνει ακριβώς στους Έλληνες, οι αντιφάσεις του όσον αφορά την πρόσληψη γεγονότων, τοπικών ψυχολογιών, νοοτροπιών και αντιδράσεων είναι έκδηλες και ασφαλώς αυτές τον ώθησαν σε μία κρίσιμη ιστορική στιγμή να αντιπαρατεθεί έντονα προς τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα και, κατά συνέπεια, να συνταχθεί προς τη δίκη και καταδίκη τους.

Όμως μέσα από το πολυσήμαντο σύγγραμμά του έρχονται σε φως οξύτατες παρατηρήσεις του για τις διάφορες κατηγορίες του πληθυσμού, για τη διοικητική οργάνωση της χώρας και για τις προοπτικές της, ενώ αποτυπώνει πολλές πλευρές όχι μόνο της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, αλλά ακόμα και του φυσικού τοπίου, μάλιστα του Ναυπλίου και της Αργολίδας, για την οποία περιέχεται και καταγραφή θεσμών στον τομέα του Δικαίου των προσώπων – Αστικού Δικαίου, του οποίου ο Μάουρερ δεν προχώρησε την κωδικοποίηση, όχι μόνο για λόγους χρονικών περιορισμών, αλλά και γιατί πίστευε ότι το Δίκαιο αυτό και η κωδικοποίηση του θα έπρεπε να είναι απότοκα των τοπικών εθίμων. Σε αυτόν άλλωστε οφείλεται και η δικαιïκή εξίσωση νόμων και εθίμων.

Στόχος της εισήγησης είναι όχι μόνο να αντιμετωπιστεί ίσως με ένα άλλο φως η περίπτωση και το έργο του Μάουρερ στην Αργολίδα και στην Ελλάδα, αλλά να προκληθεί προβληματισμός γύρω και από ορισμένα σήμερα ισχύοντα και (ακόμα) συμβαίνοντα, πράγμα που θα μπορούμε να καταλήξει και σε μία εκ νέου έρευνα του έργου του και στην Ελλάδα.

 

Μάουρερ Γεώργιος - Λουδοβίκος, άγνωστος καλλιτέχνης, 1860. Αρχείο: Bayerische Akademie der Wissenschaften.

Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος, άγνωστος καλλιτέχνης, 1860. Αρχείο: Bayerische Akademie der Wissenschaften.

Ο Γκέοργκ – Λούντβιχ φον Μάουρερ διατέλεσε – μόλις για ενάμιση περίπου χρόνο – μέλος της Αντιβασιλείας του ανήλικου βασιλιά Όθωνα στην Ελλά­δα και από πολλούς έχει παρουσιαστεί τουλάχιστον ως αντιφατικό πρόσωπο. Μεγάλου κύρους νομικός στην πατρίδα του, επελέγη από τον ίδιο τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο ως ένα από τα τρία πρώτα μέλη της Αντιβασιλείας που αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1833. Ήταν πιστός μο­ναρχικός, οπαδός της «πεφωτισμένης» μοναρχίας, με «πατρική» στάση προς τον λαό και είχε σαφώς την πρόθεση να θέσει τις βάσεις για σωστή οργάνωση του κράτους και να ωθήσει τον λαό σε πολιτισμική άνοδο. Οι αντιλήψεις του αυτές δεν διέκριναν μόνο τον ίδιο, αλλά αποτελούσαν γνωρίσματα πολλών «hommes d᾿ État» της εποχής του, αλλά και άλλων, μετέπειτα.

Στην επιστημονική κοινότητα ήδη από τον 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα αναγνωρίζεται η θεμελιακή συμβολή του Μάουρερ στη μελέτη των μεσαιωνικών κοινωνιών και ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στη διαμόρφωση της νομοθεσίας μετά την έλευση του Όθωνα, στην οργάνωση της δικαιοσύνης και της παιδείας, στο θέμα του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας και στην καταγραφή του τοπικού, Αστικού θα λέγαμε σήμερα, εθιμικού δικαίου, μέσα από το θεμε­λιώδες έργο του Das griechische Volk in offentlicher, kirchlicher und privatrechtlicher Beziehung: vor und nach dem Freiheitskampfe bis zum 31. juli 1834. Από το έργο αυτό προέρχονται οι πληροφορίες για την Αργολίδα, στις οποίες θα αναφερθούμε. [1]

Στο έργο αυτό είναι έκδηλη η πρόθεση του συγγραφέα να υποστηρίξει ότι εργάστηκε για την ανόρθωση της χώρας, για την εξυγίανση των δημόσιων πραγμάτων (όταν ήλθε σε σύγκρουση με τον πολυ­έξοδο κόμη Άρμανσμπεργκ, επίσης μέλος της πρώτης Αντιβασιλείας), αλλά και για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος, ευρισκό­μενος πάντα σε άμεση σχέση με τον βασιλιά, θα υπερέβαινε τον μέχρι τότε φατριαστικό διαχωρισμό των πολιτικών δυνάμεων στα υπάρχοντα κόμματα («αγγλικό», «γαλλικό» και «ρωσικό») και θα ονομαζόταν «καποδιστριακό» κόμμα, όπως ο ίδιος γράφει στο έργο του.

Η αντίφαση στη δράση του παρουσιάζεται από τη στιγμή που συντάσσε­ται, και μάλιστα πρωταγωνιστεί, στην παραπομπή σε δίκη των Θ. Κολοκο­τρώνη και Δ. Πλαπούτα, δίκη κατά την οποία διακρίθηκε τόσο ο Σκώτος Εδ. Μάσσων ως εισαγγελέας όσο και οι δικαστές Αν. Πολυζώϊδης και Γ. Τερτσέ­της, οι οποίοι ήταν εκείνοι που αρνήθηκαν να λάβουν εξωδικαστικές εντολές και διαχώρισαν τη θέση τους, δίνοντας ένα διαχρονικό παράδειγμα.

Το έργο του Μάουρερ εκδόθηκε το 1835 στη Χαϊδελβέργη· ο πρόλογος του συγγραφέα φέρει ημερομηνία 1.6.1835, επομένως, σε διάστημα μικρό­τερο των δέκα μηνών από την απομάκρυνση του από την Αντιβασιλεία είχε ήδη συντάξει το ογκώδες τρίτομο έργο του, το οποίο τυπώθηκε πάραυτα. Για περισσότερα από 100 χρόνια παρέμεινε αμετάφραστο στα ελληνικά και μόλις επί Κατοχής, το 1943, κυκλοφόρησε, με μεγάλη υστέρηση σε τεχνικό επίπε­δο, μία πρώτη μετάφραση του από τον καθηγητή Χρ. Πράτσικα και τον εφέτη Ευστ. Καραστάθη, σε στρυφνή καθαρεύουσα, μετάφραση που κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα και κατέληξε σε νομικές βιβλιοθήκες, δίχως να απασχολήσει ιδιαίτερα τις ειδικότητες που κυρίως θα όφειλαν να ενδιαφερθούν, δηλαδή τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους.

Το 1976 κυκλοφόρησε από τον Εκδοτικό Οίκο των αδελφών Τολίδη νέα μετάφραση σε στρωτή δημοτική, της Όλγας Ρομπάκη, με σύντομο εισαγωγι­κό σημείωμα του ιστορικού Τάσου Βουρνά. Μόνο τα κείμενα στον τόμο του 1976 αριθμούν συνολικά 765 σελίδες. Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε με δυο λόγια στη δομή του έργου. Στον σύντομο πρόλογο του ο Μάουρερ εξηγεί ότι ανακλήθηκε στη Βαυαρία με εντολή του Λουδοβίκου (31 Ιουλίου 1834), χωρίς – μέχρι το χρονικό διάστημα της έκδοσης του βιβλίου – να του έχει δοθεί η παραμικρή εξήγηση για τον λόγο της ανάκλησής του, μαζί με τον γραμματέα και αναπληρωτή στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας, τον Άμπελ, αν και, όπως ο ίδιος σημειώνει, η βαυαρική Αυλή είχε εγκαταστήσει «επιτετραμμένο» στο Ναύπλιο και έτσι «μάθαινε με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβαιναν». Είχε προ­ηγηθεί επίθεση εναντίον του από βαυαρικές εφημερίδες, η οποία στηριζόταν – κατ᾿ αυτόν- σε συκοφαντίες, χωρίς να αναφέρει όμως κάτι συγκεκριμένο, πλην μιας φήμης ότι δήθεν σχεδίαζε την απομάκρυνση του Αρμανσμπεργκ, για να καταστεί εκείνος ο κύριος αντιβασιλέας.

 

Μάουρερ Γεώργιος - Λουδοβίκος. Λιθογραφία,  Gottlieb Bodmer, 1836.

Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος. Λιθογραφία, Gottlieb Bodmer, 1836.

 

Το βιβλίο του ο Μάουρερ το αφιερώνει στον ελληνικό λαό και στο πρώτο μέρος δίνει μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα πριν από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, εστιάζοντας κυρίως στις υφιστάμενες τότε δομές της χώρας, στο διοικητικό και δικαστικό σύστημα, στην επιρροή του κλήρου και στις σχέσεις με τις οθωμανικές αρχές. Στη συνέχεια καταγράφει το ελληνικό εθιμικό δίκαιο, όπως αυτό ίσχυε κατά περιοχές – εμείς θα εστιά­σουμε στα σχετικά με την Αργολίδα -, ακολουθεί ανάλυση για την ελληνική Εκκλησία, Ορθόδοξη και «Λατινική», όπως ο ίδιος γράφει, και ο πρώτος τόμος τελειώνει με αναφορές στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα από την εποχή της Επανάστασης μέχρι και την άφιξη του Όθωνα, με αναφορές κυρίως στους θεσμούς και στο όλο διοικητικό σύστημα.

Στον δεύτερο τόμο περιγράφονται τα μέτρα οργάνωσης και αναμόρφωσης όλων των θεσμών του κράτους, που προωθήθηκαν το διάστημα 1833-1834. Παράλληλα, ο συγγραφέας επανέρχεται στο εθιμικό δίκαιο και το προσεγγίζει πλέον όχι με βάση τις καταγραφές που ο ίδιος είχε φροντίσει να γίνουν, αλλά με τρόπο συνολικότε­ρο, σημειώνοντας ιδιαίτερα τα εξής ενδιαφέροντα:

Για το Αστικό δίκαιο σημειώνει ότι η Ελλάδα δεν διέθετε ακόμη σχετικό κώδικα, άλλωστε για τον λόγο αυτό είχε προβεί στην καταγραφή και συλλογή των κανόνων του εθιμικού δικαίου, και επιχειρεί μία σύντομη εξιστόρησή του, τουλάχιστον όπως αυτός το γνώρισε. Συγκεκριμένα γράφει:

 

Γίνεται βέβαια στην Ελλάδα κάποιος διαχωρισμός ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους, αλλά τα δικαιώματα αυτά δεν είναι πολύ ξεκαθαρισμένα […]. Υπάρχουν επίσης στην Ελλάδα διαφορετικές τάξεις ανθρώπων, όπως οι προύχοντες, οι κληρικοί και οι χωρικοί. Δεν υπάρχουν όμως ανάμεσα σ’ αυ­τές τις τάξεις κατοχυρωμένα βασικά κοινωνικά προνόμια. Όλοι οι άνθρω­ποι των διαφορετικών αυτών τάξεων είναι ελεύθεροι, γιατί δεν υπάρχουν στο ελληνικό βασίλειο δουλοπάροικοι, απελεύθεροι ή δούλοι, αλλά ούτε υπάρχει και καμία τάξη με τα αναγνωρισμένα προνόμια της αριστοκρατίας […]. Το λαϊκό μάλιστα αίσθημα τόσο απεχθάνεται κάτι τέτοιες διακρίσεις, ώστε κτυπά αμείλικτα τους διάφορους Φαναριώτες που έχουν τη μανία να προσθέτουν στο όνομά τους τον τίτλο του πρίγκηπα, μόνο και μόνο για­τί έτυχε κάποιος πρόγονός τους να είχε διοριστεί κάποτε «ηγεμόνας» στη Μολδαβία ή τη Βλαχία.

 

Στη συνέχεια ο Μάουρερ επιχειρεί μια γενική επισκόπηση όλων των το­μέων του Αστικού δικαίου, καταγράφει, ακολούθως, με τον ίδιο τρόπο και το Ποινικό δίκαιο, εκθέτοντας κυρίως τη δικονομική πλευρά του, και καταλήγει με την οργάνωση των δικαστηρίων, την οποία προώθησε επίσης ο ίδιος.

Το έργο κλείνει με το πλέον πολιτικό κείμενο του Μάουρερ, έκτασης 35 σελίδων, υπό τον τίτλο «Η κατάσταση του Ελληνικού Λαού κατά το διάστημα της αντιβασιλείας μέχρι την 31η Ιουλίου 1834» (σ. 733-768 της ελληνικής έκδοσης). Εδώ υποστηρίζει ότι υπήρξε συνωμοσία του Κολοκοτρώνη και του Βαυαρού Φραντς, στον οποίο αναφέρεται και αλλού, αποφεύγει όμως την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων. Επιτίθεται στον Άρμανσμπεργκ, στον οποίο αποδίδει την πρόθεση να αναλάβει μόνος αυτός την Αντιβασιλεία. Στο ίδιο κεφάλαιο σημειώνεται η απόλυτη αλλαγή στάσης απέναντι στα παλαιά στελέχη της προηγούμενης καποδιστριακής διοίκησης, τους οποίους κατα­τάσσει πλέον στην πλευρά των «συνωμοτών».

Αναφέρει, επίσης, ότι κατά την ίδια περίοδο ολοκληρώθηκαν οι νέοι κώ­δικες (ο Ποινικός Κώδικας, ο Κώδικας Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας και ο Κώδικας του Οργανισμού Δικαστηρίων και Συμβολαιογράφων) και επανέρχεται στη «συνωμοσία», στην οποία θεωρεί ότι συμμετείχαν και οι Φαναριώτες, ενώ επιμένει ότι, κατά την ίδια περίοδο, υπήρξε βελτίωση της γενικής κατάστασης, αναφέροντας, μάλιστα, ότι πολλοί από τους αγωνιστές τοποθετήθηκαν σε θέσεις ανάλογα με τα προσόντα τους, ενώ πολλοί άλλοι τιμήθηκαν με παράσημα.

Παρά τη διεισδυτικότητα της σκέψης του, δεν φαίνεται ότι ο Μάουρερ είχε αντιληφθεί, τουλάχιστον σε όλη την έκταση του, το θέμα του παραγκω­νισμού των αγωνιστών της Επανάστασης, που συντελέστηκε στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της κρατικής μηχανής, πράγμα, άλλωστε, που οδήγησε άφευκτα σε μεταγενέστερες και πολύ σημαντικές συγκρούσεις, και, εν τέλει, στην Επανάσταση του 1843. Παρόλο που δηλώνει ότι είχε συνείδηση για τις δυσκολίες του Καποδίστρια, που οδήγησαν και στη δολοφονία του, φαίνεται ότι, αναίμακτα αυτή τη φορά, αλλά και με τη συμβολή της διαφοράς του με άλλα μέλη της Αντιβασιλείας, κατέληξε σε ανάλογο σημείο. Βεβαίως, οι ανα­λύσεις που καταγράφονται στο τέλος του έργου του Μάουρερ θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελέσουν θέμα συζήτησης, στην οποία θα έπρεπε να συναξιολογηθεί και η μελέτη – άρθρο του Δημ. Βαρδουνιώτη για τον Μάσσων, η οποία γράφτηκε πολύ μετά τη δίκη του 1834 και με εντελή ψυχραιμία (η μελέτη γράφτηκε το 1915). Αυτό όμως θα μας απομάκρυνε από το κυρίως θέμα μας.

Πριν υπεισέλθουμε σε αυτό, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να σταθούμε – με μεγάλη συντομία- σε κάποια βασικά βιογραφικά στοιχεία του Μάουρερ: Γεννήθηκε το 1790 και πέθανε το 1872. Η βιογραφία του, κείμενο που αναγνώστηκε ως διάλεξη στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών από τον δικηγό­ρο Κ. Θ. Κυριακόπουλο, στις 20.12.1927, δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του Πρώτου Συνεδρίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας, το 1928. Ο Κυ­ριακόπουλος, έχοντας λάβει, υποθέτω, υπόψη του τη σχετική γερμανική βι­βλιογραφία, υποστηρίζει ότι ο Μάουρερ από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε ενστερνιστεί φιλελεύθερες ιδέες, απότοκες της Γαλλικής Επανάστασης, και πρωτοστάτησε στην αναδιοργάνωση της Δικαιοσύνης σε φιλελεύθερες βά­σεις. Στο Παρίσι έκανε έρευνες για το αρχαίο γαλλικό και γερμανικό δίκαιο, ως συνεχιστής του θεμελιωτή της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου Σαβινύ, και όταν επέστρεψε στη Βαυαρία, διορίστηκε αρχικά Αντεισαγγελέας Εφετών και κατόπιν Εφέτης και μέλος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το 1826 διορίστηκε Καθηγητής του Ιδιωτικού Δικαίου και της Ιστορίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ στη συνέχεια τον υπέδειξε ως διάδοχο του ο περιβόητος, τότε, Καθηγητής Άιχορν στην έδρα του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν.

Από τη θέση αυτή τον απομάκρυνε ο βασιλιάς Λουδοβίκος διορίζοντας τον τακτικό Σύμβουλο της Επικρατείας και στη συνέχεια Γερουσιαστή, ενώ το 1832 τον όρισε μέλος της Αντιβασιλείας της Ελλάδας. Ο Κυριακόπουλος θεωρεί ότι για τους κώδικες που κατάρτισε εδώ ο Μάουρερ εμπνεύσθηκε από τη γαλλική και τη γερμανική νομοθεσία, θεωρώντας, μάλιστα, ότι υπήρχαν ομοιότητες μεταξύ των ελληνικών και των αρχαίων γερμανικών εθίμων. Πά­ντως οι κώδικες αυτοί ίσχυαν στην Ελλάδα για περισσότερα από 100 χρόνια, ενώ πρόθεση του Μάουρερ ήταν να καταρτιστεί Αστικός Κώδικας μόνο μετά την πλήρη καταγραφή -και την κατάλληλη επεξεργασία- των σχετικών ελλη­νικών εθίμων, όπως και του εθιμικού δικαίου, πράγμα που ίσως θα ολοκλή­ρωνε εκείνος, αν δεν είχε ανακληθεί.

Γυρίζοντας στη Βαυαρία επανήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το 1847 έγινε πρωθυπουργός του κρατιδίου και στη συνέχεια διατέλεσε πρε­σβευτής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1858, τέσσερα χρόνια πριν από την έξω­ση του Όθωνα, συνοδεύοντας ένα Βαυαρό πρίγκιπα, οπότε και τιμήθηκε από Έλληνες νομικούς σε δεξίωση, όπου του απενεμήθη και χρυσό μετάλλιο. Με­ταξύ των νομικών αυτών ήταν και ο Πολυζωΐδης. Ο Κυριακόπουλος εξηγεί τη στάση του τελευταίου ισχυριζόμενος ότι όσα έγιναν εναντίον του και κατά του Τερτσέτη στη δίκη του 1834 «εβάρυνον άλλους, και όχι τον Μάουρερ». Και εδώ ασφαλώς ανοίγει ένα άλλο θέμα προς διερεύνηση.

Ο Μάουρερ ήλθε, παρέμεινε και αποχώρησε από το Ναύπλιο πριν λη­φθεί η απόφαση για τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Αθήνα, ενώ είχε προηγηθεί ζωηρή συζήτηση περί διάφορων άλλων υποψήφιων για πρωτεύουσα πόλεων, μεταξύ των οποίων ήταν και το Άργος. Προφανώς το τεράστιο υλικό που συγκέντρωσε, το πήρε μαζί του (άγνωστο αν πήρε το πρωτότυπο υλικό ή αντίγραφο του). Ο ίδιος γράφει σχετικά με τις πηγές που χρησιμοποίησε – δεοντολογικά και επιστημονικά ήταν άψογος – ότι «προέρ­χονταν από επίσημες πληροφορίες ή από αξιόπιστες διηγήσεις. Στην εργασία αυτή πρωταρχικός σκοπός μου ήταν η αλήθεια, και γι’ αυτό δεν καταχώρισα τίποτα που να μην εξακρίβωσα εγώ ο ίδιος, όσο βέβαια κάτι τέτοιο ήταν κα­τορθωτό σε μία χώρα όπως η Ελλάδα».

Ο Μάουρερ έλαβε πολλά στοιχεία από τις εκδιδόμενες στην Ελλάδα εφη­μερίδες. Συγκεκριμένα, για την καποδιστριακή περίοδο αντλεί υλικό από τη γαλλόφωνη εφημερίδα Ταχυδρόμος της Ελλάδος (1829-1832). Για τους επό­μενους έντεκα μήνες, μέχρι την άφιξή του Όθωνα, άντλησε υλικό από την επίσης γαλλόφωνη εφημερίδα Ελληνικός Μηνύτωρ και για την περίοδο της Αντιβασιλείας χρησιμοποίησε τα κυβερνητικά φύλλα. Τονίζει ότι χρησιμο­ποίησε κυρίως το επίσημο υλικό αποφεύγοντας να συμπεριλάβει στοιχεία που στηρίζονταν σε κομματικές απόψεις. Αναφέρει, επίσης, ότι χρησιμοποίησε το βιβλίο του Μουστοξύδη για την καποδιστριακή περίοδο (γραμμένο στα γαλλικά, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1833) και, τέλος, μία συλλογή επίσημων εγγράφων της εποχής της Αντιβασιλείας, που δημοσιεύθηκε επίσης το 1833. Άλλη μνεία πηγών δεν υπάρχει, οι αναφορές όμως του έργου ξεπερνούν κατά πολύ – σε όγκο πληροφοριών – αυτές τις πηγές.

Προφανώς τα ελληνικά δεν τα έμαθε, αν και έμεινε στην Ελλάδα, καθώς η βαυαρική διοίκηση στηριζόταν σε επίσημους μεταφραστές. Είναι προφανές ότι ο Μάουρερ θα έδωσε για μετάφραση πολλά άλλα τεκμήρια· η καταγραφή των εθίμων και του εθιμικού δικαίου, την οποία παραθέτει στο έργο του, εί­ναι σίγουρα προϊόν των Ελλήνων που ήταν μέλη της δημόσιας διοίκησης της εποχής και διενεργήθηκε με την προοπτική κατάρτισης Αστικού Κώδικα που θα βασιζόταν στην εργασία αυτή.

Για τη μέθοδο, ειδικότερα, της συλλογής των κανόνων του εθιμικού δικαί­ου ο Μάουρερ αναφέρει τα εξής (σ. 146):

 

Μόλις έφτασα στην Ελλάδα κατέβαλα κάθε προσπάθεια για να μάθω ποιο ήταν το δίκαιο που επικρατούσε ως τότε. Αλλά το πόσο είναι δύσκολο και κοπιαστικό να μάθει κανείς στην Ελλάδα μία οποιαδήποτε αλήθεια, αυτό θα το εκτιμήσει μονάχα εκείνος που ασχολήθηκε ο ίδιος προσωπικά με κάτι τέτοιο. Παρακάλεσα στην αρχή ιδιώτες και εμπόρους να με διαφω­τίσουν, αλλά πέρασαν μήνες και δεν είχε γίνει τίποτα. Σκέφτηκε τότε ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κλωνάρης να συντάξει ένα ερωτηματολόγιο πάνω σε βασικά θέματα που ρυθμίζονται συνήθως σύμφωνα με τα έθιμα του κάθε τόπου, και να ζητήσει από τα δικαστήρια και τις κοινότητες μιαν επίσημη απάντηση.

 

Προσθέτει, επίσης, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβε ο ίδιος πληροφορίες από διάφορα πρόσωπα, όπως π.χ. από ένα δικαστή. Παραθέτει στη συνέχεια ερωτήσεις και ακολουθεί γενική αναφορά των όσων εθιμικά ίσχυαν καθ’ έκαστο θεσμό, θα λέγαμε σήμερα, του τομέα του Αστικού δικαίου. Για τον νομό της Αργολιδοκορινθίας, και συγκεκριμένα για το Ναύπλιο, υπάρχουν οι εξής πληροφορίες (σ. 179-181):

Ως προς τον θεσμό της επιτροπείας αναφέρεται ότι εκτελείτο δωρεάν, ότι κάθε φορά έπρεπε να διορίζονται τρεις επίτροποι, οι οποίοι για ζητήματα ανατροφής ανηλίκων ή διάθεσης ακίνητης περιουσίας όφειλαν να έχουν τη συναίνεση ενός συγγενικού συμβουλίου.

Για την πατρική εξουσία γράφει ότι ασκείτο μεν αποκλειστικά από τον πατέρα αλλά μετά τον θάνατο του ασκείτο από τη μητέρα. Ο γιος που συζού­σε με τον πατέρα του, είχε την κάρπωση των όσων αποκτούσε, ενώ η πατρική εξουσία έληγε με την ενηλικίωση ή με τον γάμο του παιδιού. Τα δικαιώματα των θετών γιων κανονίζονταν με συμφωνία. Ως προς τον θεσμό της νομής γράφει ότι δεν αναφέρεται ρητά χρονικό διά­στημα που πρέπει να παρέλθει για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος, ενώ ως προς την κυριότητα, τα σχετικά με αυτήν έγγραφα ίσχυαν έστω και αν δεν είχαν καταχωρισθεί σε δημόσιο βιβλίο, ενώ κατά τα λοιπά ακολου­θούνταν οι ισχύοντες τότε νόμοι. Ο νόμιμος ιδιοκτήτης κινητών ή ακινήτων, αδιακρίτως, μπορούσε να τα διεκδικήσει και ο αγοραστής τους να ζητήσει από τον πωλητή απλώς και μόνο την αποζημίωση.

Για τον θεσμό της δουλείας (εμπράγματο δικαίωμα) δεν απαιτούνταν δη­μόσια έγγραφα.

Τα πρόβατα μπορούσαν να βόσκουν «ακωλύτως» σε αγρούς άλλων, ενώ για τα μεγαλύτερα ζώα χρησιμοποιούνταν κοινόχρηστα λιβάδια, ανάλογα με την εποχή του χρόνου.

Ως προς τις υποθήκες, καταγράφεται ότι αυτές ίσχυαν για κινητά και για ακίνητα.

Τέλος, ο Μάουρερ αναφέρει ότι επί Τουρκοκρατίας οι διαφορές κατά με­γάλο μέρος δικάζονταν από την Εκκλησία, σύμφωνα με την Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, την οποία συμβουλεύονταν οι ιερείς.

Αυτά καταγράφονται για την περιοχή του Ναυπλίου. Είναι ενδιαφέρον ότι για τις περιοχές του Άργους και της Επιδαύρου σημειώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τους θεσμούς που αναφέρθηκαν.

Στο Άργος, μετά τον θάνατο του πατέρα, η μητέρα-χήρα ήταν η «μόνη απόλυτος παντοδύναμος επίτροπος των τέκνων αυτής», συμβουλευόμενη απλώς τους συγγενείς του συζύγου αλλά και τους δικούς της. Επίτροποι και εδώ μπορούσαν να είναι πολλοί συγγενείς μαζί, οι οποίοι παρείχαν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, αρκεί να ήταν οι κοντινότεροι και οι «δικαιότεροι». Απα­γορευόταν η εκποίηση των ακινήτων ενός ανηλίκου, ωστόσο επιτρεπόταν η υποθήκευσή τους. Ο ανήλικος ενηλικιωνόταν με τη συμπλήρωση του 14ου έτους και αναλάμβανε την ελεύθερη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του. Για τα αποκτήματα του ανηλίκου υπό πατρική εξουσία ίσχυε ό,τι και στην περιοχή του Ναυπλίου, όμως εδώ η πατρική εξουσία ίσχυε ακόμα και στην περίπτωση που ο γιος δεν συζούσε με τον πατέρα απαλλασσόταν όμως από αυτήν, αν ο πατέρας του τον «κήρυσσε ελεύθερο», ενώ για τα επί υιοθεσίας δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δύο μερών ίσχυαν τα ίδια με εκείνα που υπήρχαν για το φυσικό τέκνο.

Για την κυριότητα, ειδικότερα, σημειώνεται ότι δεν υπήρχαν δημόσια βι­βλία για την καταγραφή τίτλων και το ίδιο ίσχυε και για τη δουλεία αλλά και για τις υποθήκες, οι οποίες όμως μπορούσαν να επιβαρύνουν μόνον ακίνητα. Για τα προικώα ακίνητα η σύζυγος διατηρούσε το προνόμιο επί των ακινήτων του συζύγου της.

Στην περιοχή της Επιδαύρου ίσχυαν ανάλογοι κανόνες για την επιτροπεία ανηλίκων, με τη διαφορά ότι ο πρωτότοκος γιος με την ενηλικίωση αναλάμβανε την επιτροπεία των αδελφών του (εννοείται σε περίπτωση ανυπαρξίας πατέρα). Αναφέρεται, επίσης, αορίστως, χωρίς κανένα επιπλέον προσδιορισμό, και το εξής ιδιαίτερο, ότι δεν επιτρεπόταν η απαλλοτρίωση κτημάτων. Και εδώ την πατρική εξουσία ασκούσε ο πατέρας και μετά τον θάνατο του η μητέρα.

Τέλος, ως προς τις υποθήκες καταγράφεται ότι προνόμια είχαν όσοι πρό­βαλλαν αρχαιότερα δικαιώματα και όχι μόνο οι δανειστές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει να αναφερθούμε στην ενότητα των ειδικών πα­ρατηρήσεων του Μάουρερ για το εθιμικό δίκαιο (σ. 236). Εκεί σημειώνει χαρακτηριστικά:

Γενικά, μπορώ να πω ότι πουθενά δεν υπάρχει κανένα σταθερό έθιμο, αλλά και όπου υπάρχει, παραβιάζεται από τον ισχυρότερο ή εμποδίζεται από την τουρκική νομοθεσία. Αλλά και όσα δικαστήρια λειτούργησαν μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, δεν σεβάστηκαν το εθιμικό δίκαιο, γι’ αυτό είναι ευχής έργο και θα είναι και εύκολο να επιβληθεί μελλοντικά μια ομοιόμορφη νομοθεσία.

 

Το ερώτημα που εύλογα τίθεται από την παρατήρηση αυτή είναι ποια θα ήταν η τελική στάση του Μάουρερ, αν έμενε περισσότερο στην Ελλά­δα. Ο ίδιος δηλώνει εξαρχής την πρόθεσή του να καταγραφεί το εθιμικό δίκαιο με τις όποιες ιδιομορφίες του και προς αυτή την κατεύθυνση έδρα­σε αμέσως, επηρεασμένος, άλλωστε, από τη διαμορφωμένη ήδη πεποίθηση του για ανάδειξη του δικαίου αυτού με ρυθμιστικό χαρακτήρα όσον αφορά τις προσωπικές σχέσεις των πολιτών. Η ποικιλία των εθίμων στην Ελλάδα της εποχής εκείνης θα τον ωθούσε άραγε προς μία «εκ των άνω» διατύπω­ση ενιαίας νομοθεσίας, όπως έκαμε στους άλλους τομείς του δικαίου, ή θα λάμβανε υπόψη του τα κοινά ανά την επικράτεια έθιμα, ως βάση αυτής της ενιαίας νομοθεσίας; Και εδώ ανοίγεται ένα άλλο πεδίο περαιτέρω έρευνας. Πάντως στη συνέχεια υποστηρίζει (σ. 240) ότι γραπτά έθιμα υπήρχαν ελάχι­στα και αναφέρει ότι ο ίδιος μόνο δύο κατάφερε να εντοπίσει, ένα στη Σύρο και ένα στη Σαντορίνη, πάντα σχετικά με το Αστικό εθιμικό δίκαιο, μετά από επίσημα έγγραφα που του είχαν αποστείλει οι τοπικές αρχές (το πρώτο χρονολογείται το 1695, με ισχύ μέχρι και το 1812 -και αργότερα-, και το δεύτερο το 1797).

Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτή την εισήγηση με τις διαπιστώσεις του ίδιου του Μάουρερ ως προς την αντίληψη της βαυαρικής Αυλής και των αξιωμα­τούχων της για την κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στις σ. 408 – 409 αφιερώνει στο θέμα αυτό ολόκληρη ενότητα υπό τον τίτλο «Η άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας». Γράφει ρητά ότι οι Βαυαροί ελάχι­στα πράγματα γνώριζαν για την Ελλάδα και ότι η βαυαρική κυβέρνηση, πριν δεχθεί το στέμμα για τον Όθωνα, όφειλε προηγουμένως να εξετάσει επιτόπου την κατάσταση. Ομολογεί ότι οι όποιες πληροφορίες υπήρχαν, προέρχονταν από τους Χάιντεκ και Τιρς, από τους οποίους ο μεν πρώτος είχε δει τα πράγ­ματα υπό την οπτική του στρατιωτικού και ο δεύτερος υπό την οπτική του φιλολόγου. Κανένας τους δεν βασίστηκε σε επίσημες εκθέσεις και στοιχεία, άλλωστε οι γνώμες τους ήταν τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Υποστηρίζει ότι ακριβώς για τον λόγο αυτό προκρίθηκε να μείνουν για ένα διάστημα στην Κέρκυρα, όπου, κατ’ αυτόν, το περιβάλλον γενικά ήταν ανάλογο με εκείνο της Ελλάδας ήταν, εξάλλου και η πατρίδα του Καποδίστρια. Πλησιάζοντας προς το Ναύπλιο, αργότερα, έγιναν δέκτες πληροφοριών από ανθρώπους που, κατ’ αυτόν, ήξεραν καλά τα πράγματα, σύμφωνα με τους οποίους αποκλειόταν το ενδεχόμενο να αποκτήσει η Ελλάδα σταθερή κυβέρνηση. Σημειώνει χαρακτη­ριστικά: «Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήξεραν πόσο γρανίτινη είναι η δύναμη μιας μοναρχικής κυβέρνησης. Ως τώρα είχαν δει μόνο προσωρινές λύσεις και δεν φαντάζονταν πόσο απρόσβλητο είναι ένα οριστικό και αμετάβλητο καθεστώς».

Εντοπίζουμε, λοιπόν, μία εμπεδωμένη αντίληψη, διόλου ξένη, βέβαια, ως προς τις κρατούσες τότε αντιλήψεις, όχι μόνο στην κεντρική – και γερμανόφωνη – αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι ρίζες τής περαιτέρω ασυνεν­νοησίας ήταν υπαρκτές και γόνιμες, «εγγύηση» για τις μελλοντικές συγκρού­σεις, λαμβάνοντας υπόψη, βέβαια, και τις γνωστές ελλαδικές ιδιαιτερότητες και τα αδιέξοδα, τα οποία, θα έλεγε κανείς, ότι συνεχίζονται εν μέρει μέχρι και σήμερα.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η συνέχεια του κειμένου. Ο Μάουρερ προβαίνει σε παρατηρήσεις για τα κόμματα, υποστηρίζοντας ότι αυτά είχαν σχηματιστεί όχι από διαφορετικές πολιτικές επιδιώξεις ή για να υποστηρί­ξουν διαφορετικά και γενικότερα συμφέροντα, όπως συνέβαινε σε άλλα κρά­τη, αλλά για να εξυπηρετήσουν καθαρά προσωπικές φιλοδοξίες και ατομικά συμφέροντα. Πρόκειται για παρατηρήσεις ενός οξύνου παρατηρητή ή για απόδοση ενός ακλόνητου φιλομοναρχικού της εποχής; Είναι δύσκολο, βέ­βαια, να αμφισβητηθεί η εικόνα που δίδεται, αμέσως μετά, για το Ναύπλιο και τη γύρω περιοχή: όπου κι αν γυρίσει κανείς, το βλέμμα του αντικρίζει, όπως λέει, ξεραΐλα, χωράφια ακαλλιέργητα, ερειπωμένα σπίτια, μία Αθήνα με μόλις 300 σπίτια, όταν πριν από τον Αγώνα αριθμούσε 3.000, ανύπαρκτη βλάστηση γύρω από το Ναύπλιο, γκρεμισμένα σπίτια και σωρούς από πέτρες και χώματα μέσα στην πόλη, ενώ το σύστημα του υδραγωγείου, που έφερνε το νερό από την περιοχή του Άργους, ήταν διάτρητο σε πολλά σημεία.

Συνεχίζει περιγράφοντας την πνευματική κατάσταση (σ. 411-412), τονίζο­ντας την πλήρη ανομοιομορφία που επικρατούσε: «Δίπλα στην πλέρια αμορφωσιά, συναντάς και την πιο εξεζητημένη πνευματική φινέτσα». Και «μέσα από μια νοοτροπία καθαρά μεσαιωνική, βλέπεις να ξεπηδούν οι πιο σύγχρονες αντιλήψεις περί ελευθερίας και ισότητας […]. Κοντά στους πιο ύπουλους χα­ρακτήρες θα βρεις και τις αγνότερες ψυχές, κυρίως ανάμεσα στα παλληκάρια, τους χωρικούς και τους δουλευτάδες. Δίπλα στους άσσους της ραδιουργίας, τους πιο ντόμπρους ανθρώπους, και αυτοί να είναι πάλι τα παλληκάρια, οι αγρότες κι οι ναυτικοί -μπορεί να πει κανείς, γενικά όλοι οι νησιώτες».

Ανάμεσα στους πιο αγέρωχους και σταθερούς χαρακτήρες που γνώρισε, αναφέρει τους Ιάκωβο Ρίζο – Νερουλό, τον Λάζαρο Κουντουριώτη, τον Αν­δρέα Μιαούλη και τον Ιωάννη Κωλέττη, καταλήγοντας ότι μέσα στην όλη πνευματική ανομοιομορφία τα σκάρτα στοιχεία δεν είναι τα ντόπια.

Τέλος, προχωρεί σε επιμέρους κατηγοριοποιήσεις και αναλύσεις για το «ντόπιο στοιχείο», δηλαδή τους στρατιωτικούς προύχοντες, τον κλήρο, τα παλληκάρια (που τα παρομοιάζει με την τάξη των Ευρωπαίων ιπποτών) και τους χωρικούς, σκιαγραφώντας ιδιαίτερα αυτό που συμβαίνει στη Μάνη. Συ­νεχίζει με τους Φαναριώτες, υπογραμμίζοντας ότι οι ιδιαίτερες ιδιότητες που τους χαρακτηρίζουν είναι εξίσου ανεπτυγμένες και στους Μοραΐτες, οι οποίοι, μάλιστα, «είχαν αναγάγει τη ραδιουργία σε επιστήμη». Από αυτούς διακρίνει τους μορφωμένους Έλληνες του εξωτερικού, τους οποίους χαρακτηρίζει κυρίως ως πολιτικά αιθεροβάμονες και αναφέρει ότι τους λείπει η πείρα και η πρακτική εξάσκηση – έχοντας σπουδάσει κυρίως ιατρική- και ότι στερούνται γνώσεων φιλοσοφίας, νομικής και οικονομικών. Όλοι τους, γράφει, έχουν μια υπέρμετρη αλαζονεία και εξωφρενικές απαιτήσεις, μην εννοώντας να γίνουν παρά μόνον υπουργοί ή κάτι παραπλήσιο, χωρίς να δέχονται κάποια άλλη παρακατιανή θέση. Γράφει, μάλιστα, ότι οι Έλληνες διακρίνονταν και για τη ματαιοδοξία τους.

Στη συνέχεια αναφέρεται στους φιλέλληνες, τους οποίους διακρίνει σε γνήσιους και τυχοδιώκτες, και γράφει γι’ αυτούς ότι είχαν έρθει στην Ελλάδα με άδεια χέρια και ότι συχνά οι Έλληνες τους έβλεπαν ως παρείσακτους. Επι­σημαίνουμε ιδιαίτερα την αντίληψη του ότι στην κατάσταση που βρισκόταν τότε η Ελλάδα, οι ξένοι θα μπορούσαν να εκπαιδεύσουν «και να φροντίσουν για το καθετί», χωρίς η «μεσολάβηση» αυτή να σημαίνει καθιέρωση μίας ξένης κυριαρχίας, καθώς «αυτό δεν θα βαστήξει για αιώνες». Όπως τον 14ο και τον 15ο αιώνα οι Έλληνες ήταν εκείνοι που έδωσαν τα φώτα τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, «έτσι και τώρα οι Ευρωπαίοι θα είναι αυτοί – και προπα­ντός οι Γερμανοί – που θα ξανανάψουν την από χρόνια σβησμένη λαμπάδα στην αρχική της κοιτίδα. Για εξαφάνιση της εθνότητας (εννοεί των Ελλήνων) κανείς δεν μίλησε ποτέ, και ούτε υπάρχει τέτοια περίπτωση».

Συνεχίζει με αναφορές στους κατοίκους των Ιονίων νήσων (σ. 423-425), με πολύ θετικά σχόλια γι’ αυτούς, δεν ξεχνά ότι πολλοί αγωνιστές, όπως ο Κολοκοτρώνης, βρήκαν καταφύγιο στα Ιόνια νησιά και – ίσως προφητικά – ψυχανεμίζεται ότι θα αποτελέσουν το επίκεντρο των γεγονότων που θα δια­δραματιστούν στην Ελλάδα. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνει στον Άρμανσμπεργκ, αναφερόμενος επι­κριτικά στον τρόπο ζωής του στο Ναύπλιο, στις σπατάλες του αλλά και τις ραδιουργίες του, ενώ περιγράφει γλαφυρά τον ρόλο των ξένων διπλωματών στο Ναύπλιο.

Είναι αδύνατο να αναφερθούμε σε όλο το έργο με λεπτομέρειες. Με όσα εντοπίσαμε και επισημάναμε νομίζω ότι σχηματίστηκε μία αδρή εικόνα για τη ζωή, τη δράση, τις αντιλήψεις και το έργο του σημαντικότερου ίσως Βαυα­ρού αξιωματούχου κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Ορισμένα στοιχεία, βέβαια, έχουν μόνο ιστορική και αναχρονιστική εν τέλει αξία. Ορι­σμένα άλλα όμως θεωρώ ότι ακόμα και σήμερα μπορούν να συμβάλουν σε γόνιμο προβληματισμό. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο κύριος σκοπός αυτής της εισήγησης.

 Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Δικηγόρος, Πολιτικός Επιστήμων, Ιστορικός

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.  

 

[1] Σημείωση για τη βιβλιογραφία: Όλες οι πηγές στις οποίες ανέτρεξα, είναι ενταγ­μένες μέσα στο κείμενο. Οι αντιλήψεις του Μάουρερ, ειδικά για το δίκαιο των προσώπων – Αστικό δίκαιο-, κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και παραγωγικό να παρα­βληθούν με όσα οι συγγραφείς του 19ου αιώνα εκτίμησαν ως προς το έργο του (ακόμα και οι Μαρξ – Ένγκελς) αλλά και με όσα εξέφρασαν για το ίδιο έργο σύγχρονοι συγγραφείς, όπως οι Χόμπσμπαουμ και Γκοντελιέ.

Πέρα όμως από αυτό, οι πρωτοποριακές αντιλήψεις και οι ιδέες, όπως εκείνες του πάντα αλησμόνητου καθηγητή μου Jean Carbonnier βαθυ­στόχαστου στην Κοινωνιολογία του Δικαίου, θα ήταν επίσης ενδιαφέρον και παραγωγικό να παραβληθούν με εκείνες του Μάουρερ.

Αναφέρομαι ιδιαίτερα στο έργο του Καρμπονιέ  Flexible Droit, Παρίσι 1969 («Εύκαμπτο Δίκαιο», το έργο δεν έχει μεταφραστεί στα ελ­ληνικά) αλλά και πολλά από τα γραπτά του, που εκδόθηκαν το 2008, μετά τον θάνατό του το 2003 σε ηλικία 95 ετών (εκδ. PUF). Χρήσιμο, επίσης, θεωρώ για κάθε ενδιαφερόμενο το έργο του Gustav Geib Darstellung ties Rechtszustandes in Grieehenland wahrend der tiirkischen Herrschaft und his zur Ankunft des Konigs Otto I., που εκδόθηκε στη Χαϊ­δελβέργη το 1835 (ελληνική μετάφραση: Γκούσταβ Γκάιμπ, Παρουσίαση της κατάστασης του δικαίου στην Ελλάδα στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και ως τον ερχομό τον βασιλιά Όθωνα του Α ‘, Εκδόσεις Γκοβόστη, πρόλογος του καθηγητή Νικ. I Ιανταζόπουλου. μτφρ. Ίριδα Αυδή – Καλκάνη, Αθήνα 1991). Τέλος, σημειώνο) ότι η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου εκδόθηκε σε χρηστική έκδοση των Εκδόσεων «Δωδώνη» το 1971, με επιμέλεια και εντελέστατη εισαγωγή του Κων. Γ. Πιτσάκη.

Για τη «συνωμοσία» του Φραντς, τις εσωτερικές συγκρούσεις της Αντιβασιλείας και τη δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα παραπέμπω στο εξαιρετικά αντικειμενικό έργο του I. Α. Πετρόπουλου και της Αικ. Κουμαριανού Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, εκδ. Παπαζήση, 1982, ιδιαίτερα στις σ. 117-126 και 130-132. Στο έργο αυτό και στο προγενέστερο του Πετρόπουλου (John Pelropoulos. Poli­tics and statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1844», Princeton University Press, Princeton 1968), έχει χρησιμοποιηθεί και πολύτιμο αρχειακό υλικό.

 

Επισημείωση: Η προφορική ανάπτυξη της εισήγησής μου προκάλεσε την οργισμένη παρατήρηση ενός ακροατή. Βεβαίως δόθηκε απάντηση, τόσο από τον κ. Τρ. Σκλαβενίτη όσο και από εμένα. Όμως θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω εδώ ένα καίριο απόσπασμα από το «διπλό» δοκίμιο της Hannah Arendt Ελευθερία, αλήθεια και πολιτική (σ. 113-114), που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2012 (εκδ. Θέσει Εκπίπτοντες, μτφρ. Γ. Ν. Μερτίκας). Αφορά, άλλωστε, και το όλο θέμα του Συμποσίου μας:

Η ανιδιοτελής αναζήτηση της αλήθειας έχει μακρά ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απαρχή της προηγείται όλων των θεωρητικών και επιστημονικών παραδόσεων, συ­μπεριλαμβανομένης της δικής μας παράδοσης στη φιλοσοφική και πολιτική σκέψη. Νομίζω ότι θα πρέπει να αναζητηθεί στη στιγμή κατά την οποία ο Όμηρος αποφάσισε να υμνήσει τους άθλους των Τρώων στον ίδιο βαθμό μ’ εκείνους των Αχαιών, και να εγκωμιάσει τη δόξα του Έκτορα, του εχθρού και ηττημένου, στον ίδιο βαθμό με τη δόξα του Αχιλλέα, του ήρωα της φυλής του. Αυτό δεν είχε συμβεί πότε πριν. Κανένας άλλος πολιτισμός, οσοδήποτε λαμπρός κι αν ήταν, δεν στάθηκε ικανός να κοιτάξει από ίση απόσταση φίλους και εχθρούς, νίκες και ήττες – που από τον Όμηρο και μετά δεν αναγνωρίζονται ως έσχατα κριτήρια για την κρίση των ανθρώπων, έστω κι αν είναι έσχατα για το πεπρωμένο τους. Η ομηρική αμεροληψία αντηχεί σε όλη την έκταση της ελληνικής ιστορίας, και ενέπνευσε τον πρώτο σπουδαίο αφηγητή της γεγονικής ιστορίας ο οποίος έγινε ο πατέρας της ιστορίας: ο Ηρόδοτος μας λέει στις πρώτες προτάσεις των Ιστοριών του ότι έβαλε στόχο να «μη μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων». Αυτή είναι η βάση για ό,τι αποκαλεί­ται αντικειμενικότητα – αυτό το περίεργο πάθος, που είναι άγνωστο πέραν του δυτικού πολιτισμού, για διανοητική ακεραιότητα με κάθε τίμημα. Χωρίς αυτό δεν θα υπάρξει καμία επιστήμη.

 

Διαβάστε ακόμη: Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος 

 

Read Full Post »

Μια συμμαχική «Γκουερνίκα» – Ο βομβαρδισμός της πόλης του Άργους στις 14 Οκτωβρίου1943


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κ. Βασίλη Κ. Δωροβίνη, Δικηγόρου- Πολιτικού Επιστήμονα – Ιστορικού, με θέμα:

Μια συμμαχική «Γκουερνίκα»

Ο βομβαρδισμός της πόλης του Άργους στις 14 Οκτωβρίου1943

 

Βομβαρδισμός

Βομβαρδισμός

Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 70 χρόνια από τις εκατόμβες που προκάλεσε στον πληθυσμό της γενέτειράς μου Άργους ο βομβαρδισμός, από αγγλοαμερικανικό σμήνος, μέσα στην πόλη. Έχοντας συμπληρώσει τη συλλογή πρωτογενούς και  ανέκδοτου υλικού για το Άργος κατά την Κατοχή και την Απελευθέρωση, εντόπισα κάποια άγνωστα στοιχεία, συνέλεξα  άλλα που ήταν σκόρπια και φθάνω σε μία σύνθεση – ανάλυση των πηγών. Ένα από τα κεφάλαια προς σύνταξη είναι και τα γεγονότα του βομβαρδισμού, αλλά και του άλλου που προηγήθηκε, τον Απρίλιο 1941, από τη γερμανική Λούφταβάφε. Υποτίθεται ότι στόχος και των δύο ήταν το αεροδρόμιο του Άργους, τρία χιλιόμετρα βορειότερα της πόλης, που την εποχή εκείνη ήταν το νοτιότερο αεροδρόμιο της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Η ανάπτυξη των θεμάτων γίνεται με την οπτική κυρίως μιας ιστορίας του πληθυσμού και των νοοτροπιών και μία από τις βασικές πηγές είναι του ιστοριοδίφη Τάσου Τσακόπουλου. Πρόκειται για κείμενα που ανακάλυψα προ ετών και τα οποία, μετά την έκδοση του όλου υλικού, θα παραδώσω, όπως έκαμα και με το υπόλοιπο αρχείο Τσακόπουλου, στα κρατικά αρχεία του Ναυπλίου. Πρέπει να σημειώσω την πλήρη έλλειψη φωτογραφικού υλικού για τα συμβάντα: από την ελληνική πλευρά, δεν έχει εντοπιστεί ούτε μια φωτογραφία, ενώ δεν έχουμε εντοπίσει φωτογραφίες γερμανικής προέλευσης.

 

Τα γεγονότα

 

Το αεροδρόμιο του Άργους υπήρξε ο κύριος στόχος αεροπορικών επιθέσεων των Γερμανών και, μετά, των συμμάχων. Εκεί είχε μεταφερθεί και η Σχολή Ικάρων πριν από την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα. Τον Απρίλιο 1941 καταστράφηκε  σχεδόν όλο το αγγλικό σμήνος, επί του εδάφους, πράγμα που έχει αφηγηθεί ο Ρ. Νταλ. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί χτύπησαν και το μοναστήρι της Κατακεκρυμμένης, στο λόφο της Λάρισας, όπου τελείτο ιερουργία, και προκάλεσαν τα περισσότερα θύματα αμάχων ενώ έριξαν και 2-3 βόμβες μέσα στην πόλη. Πρόσφατος υπολογισμός των θυμάτων δίνει  αριθμό 31 νεκρών.

Μετά τις πρώτες νίκες συμμάχων στην Αφρική, άρχισαν και οι αεροπορικές επιθέσεις τους κατά του αεροδρομίου του Άργους. Για τις μετά από κάθε επίθεση επισκευές, είχαν καταρτισθεί κατάλογοι συνεργατών των ναζί, με ονόματα κατοίκων της πόλης, προς αναγκαστική αγγαρεία.  Πρωτοστάτησε σε αυτό μετέπειτα πολιτικός παράγοντας, με το προσωνύμιο «Φον μπότας»   ή «Φερμπότεν», που άρχισε να πλουτίζει ακριβώς τότε. Ονόματα έμπαιναν και μπορούσαν να «βγουν» έναντι 2 χρυσών λιρών.

Η αεροπορική επιδρομή τη 14.10.43 είχε προετοιμαστεί με ακρίβεια. Την παραμονή το βράδυ, μάλιστα, αναγνωριστικά συμμαχικά αεροπλάνα καταύγασαν την πόλη με δεκάδες τροχιοδεικτικά που έριξαν, με πολύ μικρά αλεξίπτωτα, ώστε να διευκολυνθεί η φωτογράφιση των χώρων. Το φύλλο πορείας του βομβαρδιστικού σμήνους είχε και αυτό επακριβέστατους στόχους, μεταξύ των οποίων και η υπόδειξη «ARGOS», δίχως άλλη αναφορά. Το έχω στην κατοχή μου από αμερικανό αεροπόρο, που συμμετείχε στο σμήνος και τον εντόπισα προ ετών.

Ο βομβαρδισμός έγινε μεταξύ 9-10 το πρωί, της Πέμπτης, 14 Οκτωβρίου, όταν πολλοί άνθρωποι ήταν στους δρόμους. Επιβεβαιώθηκε η πληροφορία του Τσακόπουλου για την Πέμπτη, ενώ άλλοι έδιναν ως ημέρα το Σάββατο. Στην πόλη δημιουργήθηκε πραγματικό μακελειό, διότι οι βόμβες που ρίχθηκαν ήταν προσωπικού, με αποτέλεσμα τα θραύσματά τους κυριολεκτικά να θερίζουν τα κάτω άκρα των ατόμων κοντά στο σημείο επίκρουσης και να κτυπούν καίρια όσους ήταν μακρύτερα. Ο μέχρι σήμερα βεβαιωμένος αριθμός νεκρών ανέρχεται στους 98, με άγνωστο τον πραγματικό αριθμό και εντελώς άγνωστο το αριθμό των τραυματιών, ενώ αναφέρονται, μη εξακριβωμένα, και 75 νεκροί Γερμανοί. Στην πόλη δεν υπήρχε παρά μία και μόνη χειρουργική κλινική, με ένα και μόνο χειρουργό, τον Κώστα Κεραμίδα. Σε νοσοκομείο του Άργους, στρατιωτικό, είχε μετατραπεί για τα στρατεύματα Κατοχής το κτίριο του συλλόγου «Δαναός».

 

Το κτίριο της κλινικής Κεραμίδα, όπως είναι και σήμερα. Στο ισόγειο, από αριστερά προς τα δεξιά, ήταν το γραφείο, το εξεταστήριο, το χειρουργείο και στο βάθος οι θάλαμοι ασθενών. Κάτω από το ισόγειο  αντιαεροπορικό καταφύγιο.

Το κτίριο της κλινικής Κεραμίδα, όπως είναι και σήμερα. Στο ισόγειο, από αριστερά προς τα δεξιά, ήταν το γραφείο, το εξεταστήριο, το χειρουργείο και στο βάθος οι θάλαμοι ασθενών. Κάτω από το ισόγειο αντιαεροπορικό καταφύγιο.

 

Πολύτιμη είναι μαρτυρία του γνωστού καθηγητή παιδοχειρουργικής Δημήτρη Κεραμίδα, γιού του Κώστα, που τότε ήταν οκτώ ετών. Περιγράφει με αδρές γραμμές την ανατριχιαστική εικόνα που είδε με τα μάτια του: δεκάδες αιμόφυρτα σώματα να μεταφέρονται ιδίως με πόρτες (τα φορεία είχαν εξαντληθεί) στην αυλή της χειρουργικής κλινικής, που έπλεε στο αίμα, δεκάδες να ακρωτηριάζονται, ώστε να σωθούν από την ακατάσχετη αιμορραγία, κιβώτια με ανθρώπινα μέλη να στοιβάζονται στην αποθήκη πριν από τον ενταφιασμό τους. Ήταν αδύνατο να κρατηθεί ημερολόγιο  εισερχομένων-εξερχομένων από την κλινική, όπως τελικά έγινε αδύνατη η πλήρης ενημέρωση των ληξιαρχικών καταγραφών (πολλοί από τα θύματα ήταν από τα γύρω χωριά και πιθανώς και από το Ναύπλιο). Σημειώνουμε ότι ο πληθυσμός της πόλης ήταν τότε περίπου 10.000 κάτοικοι.

 

Ερμηνείες και εξηγήσεις

 

Έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες για τα γεγονότα. Μία από αυτές κάνει λόγο για γερμανική φάλαγγα που, από τον νότο της πόλης, την διέσχιζε με κατεύθυνση την Κόρινθο (η επικοινωνία προς και από το κέντρο της Πελοποννήσου γινόταν τότε υποχρεωτικά μέσα από την πόλη του Άργους).

Η υπόθεση που έχει διατυπωθεί είναι ότι ή το συμμαχικό σμήνος την εντόπισε και…έβαλλε εναντίον της, ή  ότι από τα άρματα της φάλαγγας και από γερμανικά αντιαεροπορικά, στις στέγες κάποιων σπιτιών  της πόλης, ρίχτηκαν αμυντικές βολές, που προκάλεσαν την αντίδραση του σμήνους. Γεγονός είναι ότι οι εγκατεστημένες σειρήνες σε ψηλά κτίρια στην πόλη δεν ήχησαν, ενώ κατά μια μαρτυρία το σμήνος εμφανίστηκε ξαφνικά από δυτικά, πίσω από τον λόφο της Λάρισας.

Το ερώτημα παραμένει: γιατί στο φύλλο πορείας υπήρχε η υπόδειξη «Άργος» και όχι «αεροδρόμιο Άργους», που ήταν άλλωστε και το μοναδικό για την κεντρική και νότια Πελοπόννησο; Αν εξυπονοείτο το αεροδρόμιο, πως και γιατί το σμήνος δεν κατευθύνθηκε κατευθείαν προς αυτό, όπως όλες τις άλλες φορές; Άλλωστε εδώ δημοσιεύουμε φωτογραφία βομβαρδισμού του αεροδρομίου, που προέρχεται από αμερικανικό αεροπλάνο, λήφθηκε λίγες βδομάδες πριν τις 14 Οκτωβρίου και κυκλοφορεί σήμερα στο διαδίκτυο. Ο χώρος, λοιπόν, ήταν  πολύ γνωστός και επιθέσεις εναντίον του έγιναν και μετά το γεγονός. Γνωστοποίησα στον αμερικανό  πιλότο το αποτέλεσμα της επιδρομής και ζήτησα περισσότερες πληροφορίες. Εκείνος σιώπησε οριστικά…

 

Αεροφωτογραφία μετά από βομβαρδισμό του αεροδρομίου. Επάνω αριστερά η πόλη του Άργους

Αεροφωτογραφία μετά από βομβαρδισμό του αεροδρομίου. Επάνω αριστερά η πόλη του Άργους

 

Στην πόλη η ιστορική μνήμη αναζωπυρώθηκε το έτος 2003, επί δημαρχίας Δ. Πλατή, οπότε έγινε και η πρώτη έρευνα για τα θύματα, και εντοπίστηκαν 66 νεκροί. Τον επόμενο χρόνο ο αριθμός έφθασε τους 91, ενώ επί δημαρχίας Β. Μπούρη, οπότε η έρευνα συνεχίστηκε, ο αριθμός έφθασε τους 98.

Συνθέσαμε αυτή την πολύ σύντομη αφήγηση, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 70 ετών, έχοντας διαπιστώσει ότι τα γεγονότα αυτά λανθάνουν στις μέχρι σήμερα γενικές ή ειδικότερες προσεγγίσεις των συμβάντων εκείνης της εποχής.  Με την ελπίδα ότι, ίσως έτσι, δοθεί έναυσμα για άλλες έρευνες, ιδίως σε γερμανικά αρχεία, που ίσως ρίξουν περισσότερο φως σε αυτή την «Γκουερνίκα» του Άργους.

 

Τα καταγεγραμμένα θύματα του βομβαρδισμού (Πηγή: Εφημερίδα «Τα Αργολικά»).

 

Αδρακτάς Κ., Αδρακτά Αν., Αθανασόπουλος Δ., Αθηνιού Σ. (μητέρα), Αθηνιού Ε. (κόρη), Ανέστης Π., Ανέστης Α., Ανδριανοπούλου Αγ., Αντωνακόπουλος Γ., Βαρβάτης Π., Βούλγαρης Γ., Κ. Βομβ., Γεώργας Αν., Γεωργόπουλος Δ., Γεωργαντά Φ., Γιαννάτος Β., Γιαννάκος Θεμ., Γκαργκάσουλα Α., Γκουμάκης Θ., Γυφτοπούλου Πην., Δανιήλ Π., Δήμας Δ., Ηλιόπουλος Αθ., Θεωνάς Ν., Καλαντζής Αν., Καλαντζής Αντ., Καλαντζής Β., Καλαντζής ., Καλαντζής Θ., Καραμαλίκης Ευ., Καράμπελας Ευ. Καραλής Δ., Καρατζάς Αθ., Καρούτας Αθ., Κατσαρός Κ., Κιντής Αθ., Κλεισιάρη Γ., Κλειώσης Ευ., Κοροβέσης Ι., Κουρέτσου Γ., Κούρου Π., Κράντος Π., Κρητικού Κ., Κυριακοπούλου Χρ., Κωνσταντόπουλος Π., Κωτσαντής Γ., Κωτσαντής Θ., Λαδάς Δ., Λάμπρου Ι., Λιάπης Γ., Λιτσαρδάκης Α., Μαραγκός Σπ., Μαραγκού Ε, Μαρούσης Κ., Μαρίνης Κ., Μαρλαγκούτσος Ι., Μαρλαγκούτσου Κ., Μαρούτσος Ι., Μητρόπαπα Μ., Μητροσύλης Γ., Μπολώσης Κ., Μπράτσος Κ., Νικολόπουλος Δ.., Πάγκας Π., Πάγκα Κ., Παγώνης Μ., Παΐσης Δ., Πανόπουλος Γ., Παντελόπουλος Π., Παπαδάτος Ι., Παπαϊωάννου Π., Πινάτση Α., Ράπτης Π., Πίπιλας Αθ., Σέρφα Ελ., Σκίκος Κ., Σκλήρης Β., Σμυρλής Δ., Σπυράκη Ελ., Σπυρόπουλος Π., Σταύρου Κ., Στέκας Γ., Στεφανή Ελ., Σχοινά Γ., Τάτσης Δ., Τόλιας Ν., Τόμπρας Θ.., Τσεκές Γ., Τσεκές Θ., Τρισπαγώνα Γ., Τσίγγας Ι., Τσιμπρής Γ., Χαλέπας Α., Χαντζής Θ., Χατζηιωάννου Δαν., Χαμπίμπης Β., Χρυσικού Αικ., Ψωμά Ν.

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις 12 Οκτωβρίου, 2013.

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »