H εξωτερική μετανάστευση των Aργείων στον 20° αιώνα – Αυθεντικές μαρτυρίες |Διαθεματική εργασία μαθητών του Γυμνασίου Κουτσοποδίου
Η παρούσα διαθεματική εργασία πραγματοποιήθηκε από ομάδες μαθητών του Γυμνασίου Κουτσοποδίου κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2013-2014.
Τον συντονισμό και την επιμέλεια του εγχειρήματος είχε η φιλόλογος του Γυμνασίου, Μαρία Α. Βελιζιώτη.
Η Εξωτερική Μετανάστευση των Ελλήνων
Οι μεταναστεύσεις Ελλήνων προς τις υπερπόντιες ή τις βορειοευρωπαικές χώρες προκλήθηκαν από τη δράση και την αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν: πρώτον, η αποδιοργάνωση της παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας της χώρας με την αυξανόμενη ένταξη της γεωργικής παραγωγής των μικρού μεγέθους αγροτικών κλήρων στην οικονομία της αγοράς σε συνάρτηση με την αδυναμία απορρόφησης αγροτικών χεριών από τη βιομηχανία, δεύτερον, οι ανάγκες σε εργατικό δυναμικό που δημιουργήθηκαν με τη βιομηχανική ανάπτυξη των κρατών υποδοχής που παρείχαν δυνατότητες εύρεσης εργασίας και ευκαιρίες για αύξηση των εισοδημάτων, τρίτον, η πληροφόρηση, οι προσδοκίες και οι στρατηγικές των ίδιων των μεταναστών και των οικογένειών τους. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν βέβαια και η σταφιδική κρίση στα τέλη του 19ου αιώνα, η Κατοχή και ο Εμφύλιος στον 20° αιώνα αλλά και η βελτίωση των συνθηκών της μετακίνησης και οι μύθοι που διαδόθηκαν για τις κοινωνίες υποδοχής.

Έλληνες επιβιβάζονται σε βάρκες για να μεταβούν σε υπερωκεάνιο που θα τους μεταφέρει στις ΗΠΑ (Πάτρα, 1910).
Σε απόλυτα μεγέθη οι Έλληνες μετανάστες ήταν ολιγάριθμοι, αναλογικά ωστόσο με τον πληθυσμό της χώρας, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των κρατών με τα σημαντικότερα μεταναστευτικά ρεύματα. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο κύριος προορισμός των μεταναστών ήταν οι ΗΠΑ. Η μεγαλύτερη ροή μεταναστών σημειώθηκε από το 1900 ως το 1917, περίοδο κατά την οποία 450.000 Έλληνες εισήλθαν στη χώρα αυτή. Η μετακίνηση συνεχίστηκε, με μειωμένους πάντως ρυθμούς, ως το 1924 οπότε θεσμοθετήθηκαν στις ΗΠΑ μέτρα για τον περιορισμό των μεταναστών από τις χώρες της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης. Το μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα ήταν πολύ πιο μαζικό, κάλυψε το 72% της συνολικής εξωτερικής μετανάστευσης μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, οι μετανάστες από το 1946 ως το 1977 ήταν περίπου 1.000.000. Πρόκειται για μια πρωτοφανή κινητικότητα που αφορούσε σχεδόν ένα άτομο στα οκτώ. Το 61% των μεταπολεμικών μεταναστών κινήθηκε προς τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης και κυρίως προς τη Δυτική Γερμανία, 160.000 περίπου εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία, 135.000 στις ΗΠΑ, 100.000 στον Καναδά και οι υπόλοιποι σε άλλες υπερπόντιες χώρες. Από το σύνολο των Ελλήνων μεταναστών του 20ου αιώνα υπολογίζεται ότι το 40% περίπου επέστρεψε στην Ελλάδα.
Προπολεμικά οι περισσότεροι μετανάστες κατάγονταν από την Πελοπόννησο, τα νησιά και τη Στερεά Ελλάδα. Μεταπολεμικά οι περιοχές που γνώρισαν τα μεγαλύτερα ποσοστά εξωτερικής μετανάστευσης ήταν στη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Ήπειρος και Θράκη). Οι αρχικοί μετανάστες ήταν και προπολεμικά και μεταπολεμικά νέοι άνδρες από αγροτικές οικογένειες, οι οποίοι έφευγαν πιστεύοντας ότι θα επιστρέφουν μετά από μερικά χρόνια έχοντας βοηθήσει την οικογένειά τους να επιβιώσει και έχοντας αποκτήσει ένα κεφάλαιο. Σταδιακά όμως λόγω της παράτασης του χρόνου διαμονής τους, αλλά και της ανάγκης να εργάζονται περισσότερα μέλη μιας οικογένειας για την επίτευξη του στόχου της αποταμίευσης, άρχισαν να μετακινούνται και έγγαμες γυναίκες συνοδευόμενες συχνά από τα παιδιά τους. Σε αρκετές περιπτώσεις πάντως ιδιαίτερα όταν το ευνοούσε η αγορά εργασίας μετακινήθηκαν γυναίκες με δικό τους μεταναστευτικό σχέδιο.
Η πολιτική των δυτικοευρωπαϊκών κρατών
Η μετανάστευση – Ηλικίες μεταναστών – Επαγγέλματα μεταναστών
Οι ανάγκες της αγοράς εργασίας και η πολιτική των δυτικοευρωπαϊκών κρατών καθόρισε τη ροή της μεταναστευτικής κίνησης μετά το 1960. Οι χώρες υποδοχής με την υιοθέτηση της πολιτικής προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης και με την αύξηση του εργατικού δυναμικού μέσω της μετανάστευσης, συνετέλεσαν στην υψηλή κινητικότητα των μεταναστών. Η μέση ηλικία των μεταναστών προς τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης υπήρξε μεταξύ 25-32 χρόνων. Στην πλειονότητά τους άνδρες, γεγονός που στην συνέχεια διαφοροποιείται με την μετανάστευση μεγάλου αριθμού έγγαμων και μη γυναικών.
Τα επαγγέλματα των, μεταναστών στις χώρες υποδοχής περιορίζονταν στον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Οι εργάτες γης και οι ιδιοκτήτες μικρών και διάσπαρτων αγροτικών κλήρων, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν στην ενσωμάτωση της αγροτικής παραγωγής στην οικονομία της αγοράς, αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο ποσοστό των μεταναστών. Μια σειρά προβλημάτων της αγροτικής οικονομίας εξηγούν την ενέργεια και την υποαπασχόληση στην ύπαιθρο, ενώ αποτελούν, σε τελική ανάλυση, τόσο το αίτιο της αγροτικής εξόδου όσο και με την αιτία του μεταναστευτικού φαινομένου εν γένει. Η έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης, η περιορισμένη έκταση γης για σταθερή απασχόληση, υψηλότερο μισθό και καλύτερες συνθήκες εργασίας, αποτέλεσαν τους καθοριστικούς παράγοντες για τη λήψη της ατομικής απόφασης του μετανάστη να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα οι αμοιβές των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, τριπλάσιες από αυτές τις Ελλάδας, η σχετική εξασφάλιση του συμβολαίου εργασίας, η ασφαλιστική κάλυψη και τα επιδόματα, κατεύθυναν τους νέους της Ελλάδας προς τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες.
Αυθεντικές Μαρτυρίες
Για τη μεγάλη πλειονότητα των μεταναστών σημειώνεται παράλληλα η εγκατάσταση σε αστικά κέντρα της χώρας και η είσοδος στη μισθωτή εργασία, και η μετανάστευση τους προς μια ξένη χώρα. Στους περισσότερο τόπους εγκατάστασης οι μετανάστες εργάστηκαν ως ανειδίκευτοι εργάτες σε βιομηχανίες, ορυχεία ή σιδηρόδρομους εντάχθηκαν δηλαδή, αρχικά τουλάχιστον, στην εργατική τάξη. Άλλοι έγιναν πλανόδιοι λιανέμποροι ή υπάλληλοι σε επιχειρήσεις. Λίγοι ήταν αυτοί που κατόρθωσαν σε σύντομα χρονικό διάστημα να ανοίξουν τη δική τους μικροεπιχείρηση εστιατόρια, καφενεία, μπακάλικα, μικρά ξενοδοχεία κτλ, όπου συχνά εργάζονται όλη η οικογένεια με σκληρά ωάρια. Συνήθως η είσοδος στον κόσμο των μικροεπιχειρηματιών, ήταν μια είσοδος σκληρής εργασίας και μιας ζωής γεμάτη στερήσεις. Σε ορισμένες χώρες εμφανίστηκε πάντως σύντομα χάρη σε συγκεκριμένες ευνοϊκές οικονομικές συγκυρίες μια μεσαία τάξη στο εσωτερικό των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Κάποια από τα παιδιά των μεταναστών ξέφυγαν από την κοινωνική μοίρα των γονέων τους ακολουθώντας τον δρόμο της επαγγελματικής κατάρτισης και της μόρφωσης. Οι διαφορές όμως ανάμεσα στις κοινότητες του εξωτερικού είναι τόσο μεγάλες στο ζήτημα της κοινωνικής ανόδου όπως και σε πολλά αλλά, ώστε κάθε προσπάθεια γενίκευσης να είναι αυθαίρετη.
Οι Έλληνες μετανάστες όπως και άλλοι ξένοι αντιμετώπισαν την εχθρικότητα και τις προκαταλήψεις των γηγενών ή των παλαιότερων μεταναστών και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και εκτεταμένες βίαιες ενέργειες εναντίον τους. Για να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες που δημιουργούσαν το εχθρικό περιβάλλον και ο γλωσσικός αποκλεισμός, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της καθημερινότητας (βαφτίσεις, γάμους, κηδείες) ίδρυσαν σωματεία και φρόντισαν για τη λειτουργία εκκλησιών.
Τα πρώτα χρόνια όλοι σχεδόν οι μετανάστες πίστευαν ότι η παραμονή τους στο εξωτερικό θα ήταν προσωρινή, κατέβαλλαν λοιπόν προσπάθειες να διατηρήσουν την ταυτότητά τους οι ίδιοι και κυρίως τα παιδιά τους. Με τον χρόνο όμως επήλθαν τεράστιες μεταβολές στην ταυτότητα των ίδιων και των απογόνων τους. Αλλά και οι αυτοπροσδιορισμοί της κοινωνίας από την οποία κατάγονταν οι μετανάστες μετασχηματίσθηκαν. Το περιεχόμενο και το νόημα της ελληνικότητας άλλαξε στις κοινότητες του εξωτερικού όπως και στην Ελλάδα. Οι ταυτότητες και οι πολιτισμοί δεν είναι αμετάβλητες «ουσίες» με σταθερή αξία που οφείλουν οι άνθρωποι να διαιωνίζουν, αλλά δυναμικές που μεταβάλλονται μέσα από τη διαπλοκή των διεθνών σχέσεων, των κοινωνικών συγκρούσεων, των διαντιδράσεων μεταξύ των πολιτισμικών συστημάτων και των στρατηγικών των κοινωνικών υποκειμένων. Η διαπίστωση αυτή αποκτά καίρια σημασία σήμερα που η Ελλάδα έχει μετατραπεί από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών.
Μαρτυρίες
To 1970 ήμουνα 15 χρονώ. Ο πατέρας μου οδηγός στα φορτηγά, ο αδερφός μου είχε φύγει στο Σικάγο κι είχε παντρευτεί εκεί. Η μάνα μου στο σπίτι. Φτώχεια. Δεύτερο φουστάνι δεν είχα. Ντρεπόμουνα να βγω τις Κυριακές στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στη βραδινή βόλτα γιατί οι άλλες κοπέλες είχαν ωραία φορέματα και παπούτσια της μόδας. Ο αδερφός μου κάθε μήνα μας έστελνε γράμμα και όποτε μπορούσε κάνα τσεκ. Φτωχός κι αυτός, πιάτα έπλενε. Ήτανε Μεγάλη Δευτέρα όταν ήρθε το γράμμα του αδερφού μου. Άνοιξα τον φάκελο να διαβάσω το γράμμα. Ανοίγοντας βρήκα μέσα μια φωτογραφία του αδερφού μου με την νύφη μου κι ένα μεσόκοπο με γκρίζα μαλλιά. Χάρηκα που είδα τον αδερφό μου, όμως σε λίγο όταν διάβασα το γράμμα έπεσα να πεθάνω. Ο αδερφός μου, μου έστελνε προξενειό το μεσόκοπο της φωτογραφίας. Πέσανε πάνω η μάνα μου και ο πατέρας μου. Ο γαμπρός είχε εστιατόριο δικό του και σπίτι. Να τον πάρεις μου λέγανε, να σωθείς. Εγώ έκλαιγα. Ήθελα να αυτοκτονήσω. Ήταν μεγάλος. Δεν το ήθελα. Τίποτα οι δικοί μου. Η μάνα μου έστειλε γράμμα στον αδερφό μου κρυφά από μένα ότι τάχα συμφωνώ με το γάμο και να μου κάνουν πρόσκληση. Σε λιγότερο από ένα μήνα είχε έρθει πρόσκληση και το εισιτήριο. Όταν τα είδα τρελάθηκα. Ήρθε μια θεία μου στο σπίτι. Με πήρε με το καλό. Θα σωθείς, μου είπε θα σε κάνει κυρία. Ποιος θα σε πάρει από εδώ χωρίς σπίτι χωρίς προίκα; Γεροντοκόρη θα μείνεις σαν την ξαδέρφη σου την Ε. Ποιος θα σε κοιτάξει;
Εγώ δε μίλαγα. Η θεία μου συνέχισε. Μη κοιτάς νιάτα και ομορφιές. Ο άντρας είναι άντρας. Αρκεί να είναι δουλευτής. Τι θέλεις να πάρεις νέο και να πεινάς.
Με την κουβέντα μέρεψα κάπως. Έφτιαξα τη βαλίτσα μου και έφυγα. Με δανεικό φουστάνι και τα παπούτσια της ξαδέρφης μου της Ρ.
Στο Σικάγο με περίμενε ο αδερφός μου με τον γαμπρό. Ήτανε στην ηλικία του πατέρα μου. Τι να έκανα; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Τόνε παντρεύτηκα. Κάναμε και ένα κορίτσι. Δεν τον αγάπησα ποτέ. Αλλά τον τίμησα. Είδα κοντά του σπίτι και μπάνιο. Στο βαρέλι κάναμε μπάνιο στο Άργος. Χόρτασα ψωμί. Ήταν καλός άνθρωπος. Ποτέ δεν μου είπε κακιά κουβέντα.
Θεός συχωρές τον. Μένω στο Σικάγο. Έρχομαι στην Ελλάδα μόνο τα καλοκαίρια.
Κ.Π. – Γεννήθηκε στο Άργος το 1955
Καταγραφή μαρτυρίας: Όλγα Κατσαρού, Γ1
۩۩
Όπως και πολλές άλλες οικογένειες στην Ελλάδα, έτσι και η δική μου έχει ένα μέλος που είναι μετανάστης στην Αμερική. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν τα πράγματα στην Ελλάδα δεν πήγαιναν και πάρα πολύ καλά και μάλιστα ύστερα από μια αποτυχία στις πανελλήνιες εξετάσεις, η θεία μου πήρε το δρόμο της ξενιτιάς.
Εκείνη την εποχή στην περιοχή μας, αν και πρόκειται για μια αγροτική περιοχή, επικρατούσε φτώχεια. Ειδικά για τα κορίτσια, τα οποία δεν μπορούσαν να δουλέψουν εύκολα στα κτήματα. Έτσι η θεία μου θεώρησε το πιο σωστό για εκείνη και την οικογένειά της να δώσει εξετάσεις, ώστε να γίνει καθηγήτρια προκειμένου να ζήσει αξιοπρεπώς. Δεν τα κατάφερε όμως, και η οικογένεια, της έδωσε την επιλογή του γάμου ή της εργασίας. Επέλεξε λοιπόν να φύγει για ένα καλύτερο αύριο.
Εκεί βρήκε μία δουλειά που της απέδωσε χρήματα, έκανε την οικογένειά της και μέχρι σήμερα ζει εκεί, πάντοτε με την ελπίδα για επιστροφή στην πατρίδα!
Γεννήθηκε στο Κουτσοπόδι Άργους το 1957
Καταγραφή μαρτυρίας: Χάρης Δημόπουλος – Γ1
۩۩
Την δεκαετία του I960 έφυγα από την Ελλάδα σε ηλικία των 17 ετών και πήγα στην Αμερική για να ζήσω μια καλύτερη ζωή, γιατί στην Ελλάδα υπήρχε πάρα πολύ φτώχεια, πείνα και δεν υπήρχε πουθενά δουλειά. Στην Αμερική που πήγα με περίμενε ένας θείος μου, στην αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Έπλενα πιάτα, καθάριζα κτήρια και έκανα πολλές άλλες διάφορες δουλειές. Με το πέρασμα του χρόνου άνοιξα το δικό μου εστιατόριο και σιγά, σιγά έγινε γνωστό σε όλη την περιοχή, έβγαλα αρκετά καλά λεφτά, τώρα έχουν περάσει 55 χρόνια από τότε που έφυγα από την Ελλάδα, πάντα σκέφτομαι και αγαπώ την πατρίδα που γεννήθηκα. Έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ για να βλέπω τα αδέλφια και τα ανίψια μου.
Δημήτριος Παπαδόπουλος. Γεννήθηκε στο Άργος
Καταγραφή μαρτυρίας: Αγγελική Μπάρλα
۩۩
Μια μέρα έβλεπα στην τηλεόραση μια πολύ ωραία εκπομπή που έδειχνε ταξίδια. Συγκεκριμένα έδειχνε διάφορες πολιτείες της Αμερικής. Βλέποντας αυτό θυμήθηκα ένα οικογενειακό μας φίλο που είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αμερικής συγκεκριμένα στην Νέα Υόρκη και είχε γυρίσει πρόσφατα. Είχα ακούσει την ιστορία του και πραγματικά ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Έφυγε από το χωριό μικρό παιδάκι και γύρισε συνταξιούχος. Θυμάμαι που έλεγε πόσο δύσκολη ήταν η Ζωή του στη αρχή μακριά από τους δικούς του σε άσχημες δουλειές που δεν πληρωνόταν καθόλου καλά και με τη στεναχώρια πάντα γιατί του έλειπε η πατρίδα του. Στην συνέχεια όμως με την ικανότητά του μπόρεσε να κάνει περιουσία και να προκόψει. Έκανε μάλιστα και μια ωραία οικογένεια αφού παντρεύτηκε εκεί μια ελληνίδα μετανάστρια. Αυτή την στιγμή έχει δύο μεγάλα παιδιά που έχουν σπουδάσει και δουλεύουν σε πολύ καλές δουλειές στην Αμερική. Αυτός όμως και η γυναίκα του έκαναν το όνειρο τους πραγματικότητα γυρίζοντας στην πατρίδα τους και στο χωριό τους. Μου κάνει εντύπωση που αυτός ο άνθρωπος που λέει ότι έχει δύο πατρίδες την Ελλάδα και την Αμερική και σέβεται αρκετά την χώρα που δούλεψε και πρόκοψε που τώρα ζουν τα παιδιά, του και τα εγγόνια του. Αυτές οι Ιστορίες ζωής μου αρέσουν να τις ακούω γιατί δείχνουν την πορεία του ανθρώπου μέσα από τις δυσκολίες και τους ξένους τρόπους ζωής προόδευσαν αλλά και την πατρίδα τους τίμησαν και δεν την ξέχασαν, αλλά και την ξένη χώρα εκτίμησαν και αγάπησαν σαν πατρίδα και αυτοί γι’ αυτά που τους πρόσφερε.
Α.Κ γεννήθηκε το 1933 στην Λυρκεία Άργους
Καταγραφή μαρτυρίας: Δήμητρα Νάσση
۩۩
Το 1962 γινόταν μετανάστευση από Ελλάδα – Γερμανία. Στην Γερμανία ήταν η μία αδερφή μου και μου έκανε πρόσκληση για να πάω στην Γερμανία να εργαστώ γιατί δεν υπήρχαν χρήματα. Πέρασα από γιατρούς, έφτιαξα τα χαρτιά μου και το διαβατήριο. Όταν έφυγα δεν έφυγα μόνη μου, έφυγα μαζί με αρκετούς άλλους μετανάστες. Ξεκινήσαμε από τον Πειραιά με ένα μεγάλο βαπόρι και φτάσαμε στο Πρίτεζι. Από εκεί φύγαμε με το τραίνο και φτάσαμε στο Φόρτσαιν και από εκεί σκορπιστήκαμε σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας. Εγώ έμεινα στο Φόρτσαιν. Εκεί με περίμενε η αδερφή μου. Μου βρήκε σπίτι και με πήρε στο εργοστάσιο που εργαζόταν. Το εργοστάσιο αυτό έφτιαχνε κουμπιά για μανσέτες. Δούλευα οχτάωρο. Στην αρχή στενοχωριόμουνα, δεν ήξερα την γλώσσα και δεν μπορούσα να συνεννοηθώ. Αλλά σιγά-σιγά έμαθα ορισμένες λέξεις και μπορούσα να συνεννοηθώ στην δουλειά. Στο σπίτι που έμενα έμεναν και άλλοι έλληνες σε διάφορα δωμάτια με μία κουζίνα. Και κάναμε παρέα όλοι μαζί. Έριχνε χιόνια, πολύ κρύο και όταν πηγαίναμε στην δουλεία πάγωναν τα πόδια μας μέσα στα χιόνια.
Κάθε Σαββατοκύριακο που δεν εργαζόμασταν μαγείρευε κάθε ένας το φαγητό του, τα παίρναμε μαζί μας με αρκετές μπύρες, με ραδιόφωνο που είχε ελληνική εκπομπή με τραγούδια της ξενιτιάς και πηγαίναμε στο δάσος και διασκεδάζαμε. Όταν πληρωνόμουν, τα λεφτά τα έστελνα στην Ελλάδα στους γονείς μου. Εκάθησα τέσσερα χρόνια στην Γερμανία.
Θεώνη Παντελή – Γεννήθηκε στο Κουτσοπόδι το 1937
Καταγραφή Μαρτυρίας: Θεώνη Παντελή
۩۩
Και όμως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Πού να το υπολογίσουμε και να το σκεφτούμε ότι θα ερχόταν η στιγμή και θα γύρναγε ο χρόνος πίσω 50-60 χρόνια για να πάρουμε το δρόμο της ξενιτιάς, το δρόμο που είχαν πάρει οι γονείς μας το 1950-1960 για να βγάλουν το μεροκάματο να ζήσουν αυτοί και να στείλουν πίσω στην πατρίδα, στους δικούς τους ανθρώπους που άφησαν πίσω.
Τους γονείς τους, τα αδέλφια τους. Πολλοί άφησαν γυναίκες και μικρά παιδιά. Όσο και να το περιγράφουμε με λόγια διάφορα, αυτήν την πίκρα εάν δεν την έχεις ζήσει δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει ξενιτιά και ξένα. Αυτά λοιπόν που σας αναφέρω είναι βίωμα δικό μου.
Τότε οι γονείς μου το 1950, πήγαν στην Αυστραλία για να δουλέψουν διότι δεν είχαν ψωμί να φάνε και να ζήσουν. Τώρα θα μου πεις τότε η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο και δεν υπήρχαν τα προς το ζην. Εντάξει, το καταλαβαίνω. Τώρα όμως; Το 2013-2014 έχουμε λένε κρίση. Δε θα σχολιάσω τη κρίση διότι σήμερα η κρίση στην Ελλάδα είναι φτιαχτή, είναι ψεύτικη, εξυπηρετεί άλλους σκοπούς και άλλους στόχους. Η Ελλάδα είναι από τις καλύτερες χώρες της γης. Με καλό κλίμα και δεν δικαιολογείται να έχει κρίση. Με τόση ηλιοφάνεια, με τόσο πλούσιο έδαφος και θάλασσα έπρεπε να είναι από τα πιο πλούσια μέρη. Αλλά όμως δυστυχώς δεν συμβαίνει αυτό. Έτσι για να μπορέσεις να ζήσεις σήμερα στη Ελλάδα, πρέπει να είσαι μέρος του συστήματος, αλλιώς αναγκάζεσαι, για να μπορέσεις να ζήσεις με αξιοπρέπεια και να μην πηγαίνεις να ζητιανεύεις ή να ψάχνεις τους κάδους, να ζεις από τα συσσίτια, να πάρεις το δρόμο το γνωστό που άφησαν οι γονείς σου, να πας στην Γερμανία, στο Βέλγιο, στο Καναδά, στις Ασιατικές Χώρες και γιατί όχι και στην μακρινή Αυστραλία. Εκεί που είχαν πάει οι γονείς μου και πήγα και εγώ. Η δουλειά μου λοιπόν εκεί είχε ενδιαφέρον καθώς είμαι Μηχανολόγος. Το μόνο καλό σήμερα σε σχέση με τα παλιά χρόνια είναι ότι ο περισσότερος κόσμος ξέρει Αγγλικά και βοηθάει πάρα πολύ αυτό, και λίγα να ξέρεις, τα υπόλοιπα είναι πολύ εύκολο να τα μάθεις.
Μεγάλωσα, σπούδασα, εργάστηκα σκληρά για να μπορέσω να ανέβω τα σκαλοπάτια τα επαγγελματικά, κοινωνικά για να έχω τη δική μου δουλειά. Έκανα την οικογένεια μου, την επιχείρησή μου, είχα μια σειρά στη ζωή μου, όμως όλα αυτά άλλαξαν ξαφνικά μέσα σε πολύ λίγο χρόνο ήρθαν τα πάνω-κάτω. Μη έχοντας εναλλακτική λύση και άλλους πόρους για να ζήσω, προτίμησα να εργαστώ στην Αυστραλία. Πολλές οι ώρες δουλειάς μακριά από το σπίτι σου, από το τόπο σου, τους ανθρώπους τους δικούς σου, σε ξένο περιβάλλον, ξένος μέσα στους ξένους. Τώρα θα μου πεις όπου γης και πατρίς, έτσι έλεγαν και λένε ακόμα. Πολύ η πίκρα αλλά τι να κάνεις, δε γίνεται και αλλιώς. Ξέρεις τι είναι να έχεις φτάσει στο εικοστό σκαλοπάτι και να κατεβαίνεις, να αρχίζεις πάλι από το πρώτο. Παλιοκατάσταση. Τα συναισθήματα πολλά και διάφορα. Στεναχώρια, πίκρα, οργή, υπομονή. Βλέπεις τα χειρότερα και παίρνεις δύναμη. Γιατί όμως όλα αυτά; Γιατί σήμερα από την Ελλάδα να έχουν φύγει όλα τα νιάτα; Γιατί να φύγουν όλοι οι επιστήμονες; Οι καλύτεροι τεχνίτες; Γιατί ο Έλληνας στο τόπο του να είναι ξένος και στα ξένα δυο φορές Έλληνας; Κάποιος πρέπει να δώσει εξηγήσεις.
Θωμάς Μαυρονικόλας – Γεννήθηκε στο Σίδνευ της Αυστραλίας
Καταγραφή μαρτυρίας: Παναγιώτα Μαυρονικόλα Γ1

Γαμήλια φωτογραφία – Σίδνεϋ Αυστραλίας 1959.
Μαυρονικόλας Παναγιώτης, γεννήθηκε στο Λεωνίδιο Αρκαδίας το 1927 και η σύζυγός του Μαυρονικόλα Ελένη που γεννήθηκε το 1932 στο Μαλαντρένι Άργους.
Στη φωτογραφία μετανάστες – συγγενείς και φίλοι – από το Μαλαντρένι:
Οικογένειες: Μπακόπουλου Νικόλαου και Χριστίνας Τσαμούλη Ευθύμιου και Ελευθερίας
Μπακοπάνου Παναγιώτη και Σταυρούλας.
۩۩
Γεννήθηκα το 1947 στην Φρουσιούνα ένα ορεινό χωριό της Αργολίδας. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα (1950-1965) υπήρχε φτώχεια, οι άνθρωποι ασχολούνταν με κτηνοτροφία. Τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολη εποχή γιατί ήταν μεταπολεμική και υπήρχε ακόμα πείνα και φτώχεια. Την εποχή εκείνη άνοιξε η μετανάστευση στην Αυστραλία που είχε δουλειές κι αποφάσισα να μεταναστέψω κι εγώ για να κάνω μια καλύτερη ζωή. Έφυγα απ’ την Ελλάδα το 1965 επειδή υπήρχε φτώχεια. Ήμουνα 17 χρονών, πέρασα περιοδεύων για φαντάρος και πήρα την απόφαση να φύγω. Επειδή είχα μια αδερφή στην Αυστραλία μου είπε «σήκω φύγε και έλα Αυστραλία γιατί εδώ θα κάνεις καλή ζωή και θα βρεις και δουλειά». Έτσι αποφάσισα κι εγώ να πάω Αυστραλία και επήρα το καράβι από τον Πειραιά με άλλους 3.000 ανθρώπους, που θα μετανάστευαν για Αυστραλία. Το εισιτήριο ήταν 200 λίρες, μου το πλήρωσε η αδερφή μου από την Αυστραλία, διότι ο πατέρας μου δεν είχε φράγκο. Η αδερφή μου πριν φύγει για την Αυστραλία, γύρισε λιθάρι στο χωριό μας για να μην ξαναγυρίσει σ’ αυτή την μαύρη και δύσκολη ζωή που έκανε. Τελικά όμως γύρισε μετά από 30 χρόνια στην Ελλάδα και επειδή είχε πονέσει τόσο πολύ την πατρίδα της, πήγε στο χωριό της, εκεί που είχε γυρίσει το λιθάρι και το ξαναγύρισε για να μπορέσει να ξαναγυρίσει πάλι πίσω. Τέλος πάντων πριν φύγω για την Αυστραλία είχα ράψει σε ράφτη ένα κουστουμάκι με γιλεκάκι, το οποίο απ’ την αγωνία μου το είχα στραβοκουμπώσει κιόλας. Την στιγμή που έφευγα, στο λιμάνι, είχαν έρθει οι γονείς μου, μαζί με τον πρώτο μου ξάδερφο για να με αποχαιρετήσουν. Η Ελλάδα είχε 3 καράβια που πηγαινορχόντουσαν με μετανάστες. Ένα μήνα ταξίδι στην θάλασσα με το καράβι «ΕΛΛΗΝΙΣ».
Ήμασταν 3.000 μετανάστες που πηγαίναμε Αυστραλία. Εμπήκα στο καράβι, η θάλασσα ήταν λίγο άσχημη, είχε κύματα και φουρτούνες. Ερχόταν καμιά φορά η στιγμή που είχε τρικυμία και το καράβι πήγαινε πέρα – δώθε και καμιά φορά τύχαινε την ώρα που τρώγαμε να είχε τρικυμία και οι καρέκλες που καθόμασταν και το τραπέζι πήγαιναν στην άλλη πλευρά του καραβιού, το ίδιο και εμείς, αφού το καράβι προσπαθούσε να αποφύγει τα τεράστια κύματα. Κι έβλεπες τα πιάτα με τα φαγητά που φεύγανε στον αέρα. Εκείνη την ώρα μικρά παιδιά κλαίγανε γιατί φοβόντουσαν και οι μανάδες τους κοιτάγανε να τα ησυχάσουν. Μερικές φορές έβλεπα τα δελφίνια που συνόδευαν το καράβι. Τους πετούσα ψωμιά και ερχόντουσαν και τα έτρωγαν. Θυμάμαι μια στάση που κάναμε στο λιμάνι Portside στην Αίγυπτο. Εκεί άραξε το καράβι κι ερχόντουσαν Αιγύπτιοι με άμαξες γύρω απ’ το καράβι και εμείς τους ρίχναμε δραχμές και πεντάρες γιατί αυτοί ήταν σε πιο άθλια κατάσταση από εμάς. Μόλις φύγαμε απ’ το Portside βλέπαμε Aboriginal στο δάσος. Αυτοί ήντουσαν μια άγρια φυλή που ζούσαν στα δάση γυμνοί. Φεύγοντας από εκεί φτάσαμε στο πρώτο λιμάνι της Αυστραλίας, στο Perth.
Πατήσαμε της Αυστραλίας το έδαφος. Πολύ ωραία, είδαμε άλλον κόσμο. Ωραία ζωή. Φτάνοντας στο λιμάνι που ήταν ο προορισμός μου, στην Μελβούρνη στο λιμάνι με την ονομασία Port Melborn. Εκεί με περίμενε η αδερφή μου και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι περίμεναν τους δικούς τους, που ερχόντουσαν μαζί με εμένα. Το καράβι συνέχιζε την πορεία, θα πήγαινε στο άλλο λιμάνι στο Σύδνεϋ. Αφού εγώ βγήκα έξω απ’ το καράβι, σε μια άλλη χώρα, ενθουσιάστηκα πολύ με την χώρα αυτή. Με φιλοξένησε η αδερφή μου όσο δεν είχα δουλειά. Στο μεταξύ έψαξα βρήκα δουλειά στα τρένα. Έβαζα βίδες στα ξύλα στις ράγες. Μου άρεσε πολύ η δουλειά και έπαιρνα 60 λίρες το δεκαπενθήμερο. Μετά αφού έμαθα την γλώσσα, πήγα σε σχολείο τις βραδινές ώρες. Ήτανε ειδικό σχολείο για μετανάστες. Το κράτος βοηθούσε τους μετανάστες να μάθουνε την γλώσσα. Κι αφού εγώ έμαθα την γλώσσα λίγο, αποφάσισα να βρω καλύτερη δουλειά για περισσότερα χρήματα. Στην Αυστραλία δεν εξαιρούσαν μετανάστες και ντόπιους, μας είχαν το ίδιο. Ήμασταν μετανάστες νόμιμοι, μας πληρώνανε, περνάγαμε ωραία, είχαμε οχτάωρη εργασία. Το κράτος αν μέναμε χωρίς δουλειά, μας έδινε ταμείο ανεργίας, να ζήσουμε κι εμείς σαν άνθρωποι. Η Αυστραλία είναι μια χώρα απ’ τις καλύτερες στον κόσμο. Είναι εκατομμύρια Έλληνες μετανάστες εκεί τώρα και δεν είναι κανένας απογοητευμένος απ’ την ζωή στη χώρα αυτή, διότι είναι ένα κράτος που έχει νόμους και τάξη.
Ήρθε κι ο καιρός που παντρεύτηκα, απόχτησα τρία παιδιά. Το κράτος βοηθούσε τις οικογένειες με παιδιά. Στο πρώτο παιδί το κράτος μας έδινε πέντε λίρες ενίσχυση. Εγώ με τρία παιδιά που είχα έπαιρνα τριάντα λίρες. Η ζωή της Αυστραλίας ήταν ευχάριστη. Δεν υπήρχε φόβος να κυκλοφορείς την νύχτα, ή να αφήνεις ξεκλείδωτα, ήταν φιλήσυχος κόσμος. Και τα παιδιά μας κυκλοφορούσαν μόνα τους και ελεύθερα στους δρόμους, και πήγαιναν και ψώνιζαν ότι ήθελαν, δεν φοβόμασταν μήπως πάθουν κάτι. Μετά από δώδεκα χρόνια ξενιτιάς, όπως όλοι οι Έλληνες πονάνε για την παλιοπατρίδα τους, έτσι και εγώ γύρισα. Αλλά δυστυχώς είχα μάθει στην Αυστραλία να περνάω καλή ζωή και μόλις γύρισα τα βρήκα μαύρα, σκούρα και άραχνα. Και ακόμα είναι χειρότερα από ότι ήτανε. Τέλος πάντων ήρθαμε τώρα και ζούμε σε αυτή την χώρα κάτω από δύσκολες συνθήκες. Τα παιδιά μου μεγαλώσανε σε αυτή την χώρα, αλλά ξαναγύρισαν στην Αυστραλία και φτιάξανε όλα την ζωή τους και περνάνε ωραία. Είναι ακόμα εκεί. Μπορεί να είμαι εδώ, αλλά η σκέψη μου δεν παύει να είναι στην χώρα που πέρασα καλή ζωή και που είναι και τα παιδιά μου. Καμιά φορά μου ‘ρχεται να τα παρατήσω όλα και να πάω πίσω. Εκεί που είναι και τα παιδιά μου. Αλλά αυτό δεν γίνεται.
Γεώργιος Ηλιόπουλος, γεννήθηκε στην Φρουσιούνα Άργους το 1947
Καταγραφή μαρτυρίας: Γεωργία Ταραντίλη
۩۩
Όταν έφτασα στον Πειραιά το καράβι, ήταν ακόμα δεμένο στο λιμάνι και του έκαναν συντήρηση. Ήμουν πολύ στεναχωρημένος και δεν ήθελα να πάω στο χωριό μου να δω τους δικούς, και ήμουν έτοιμος να πάω στον καπετάνιο να ξαναπιάσω, δουλειά. Ο καπετάνιος μόλις με είδε χάρηκε και μου είπε «Έχω ευχάριστα νέα. Σε δέκα μέρες ταξιδεύουμε Καναδά». Εγώ μόλις άκουσα Καναδά χάρηκα γιατί στη σκέψη μου ήταν πως αν πήγαινα Καναδά θα έμενα εκεί. Ο καπετάνιος αμέσως κατάλαβε την σκέψη μου και μου είπε «Να πας στο χωριό σου να δεις τους γονείς σου και τα αδέρφια σου γιατί το ταξίδι είναι μακρινό και δεν ξέρεις πότε θα γυρίσεις να τους ξαναδείς».
Άκουσα την συμβουλή του Καπετάν Μιχάλη και πήγα στο χωριό μου, την Καρυά. Κάθισα πέντε μέρες μαζί με την οικογένειά μου. Τους είπα σε λίγες μέρες θα έφευγα για τον Καναδά. Θα δω πως είναι εκεί τα πράγματα κι ίσως καθίσω εκεί. Η μάνα μου ήξερε τότε πως δεν θα ξαναγυρίσω και θυμάμαι μου είπε «ένα πράγμα να ξέρεις, ο ξενιτεμός είναι ζωντανός χωρισμός. Δεν θέλω να μείνεις Καναδά. Θέλω να γυρίσεις ξανά κοντά μας». Θυμάμαι ήταν άνοιξη, ψιλόβρεχε κι η ομίχλη είχε πλακώσει το χωριό. Όταν αποχαιρέτησα τους δικούς μου τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα. Όταν με αγκάλισε η μάνα μου κατάφερα να της ψιθυρίσω «μην στεναχωριέσαι, θα γυρίσω σύντομα». Αν και δεν το πολύ πίστευα και όπως ψιλόβρεχε κι η ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα γύρω από το χωριό και η ανάμνηση αυτή μου έμεινε πολλά χρόνια χαραγμένη στη μνήμη.
Όταν έφτασα Πειραιά όλα ήταν έτοιμα για το μεγάλο ταξίδι. Το πλοίο είχε φορτώσει ελληνικά προϊόντα για τον Καναδά. Θα σταματούσαμε Ιταλία να ξαναφορτώσουμε και τέλος θα φεύγαμε για Καναδά για να φορτώσει σιτάρι και θα ξαναγύριζε στην Ελλάδα.
Όταν το καράβι έφυγε από την Ιταλία μετά από εφτά ημέρες φτάσαμε στον Ατλαντικό ωκεανό. Οι πρώτες μέρες κύλησαν ευχάριστα. Είδαμε δελφίνια να ακολουθούν το καράβι. Επίσης είδαμε μεγάλες φάλαινες να κολυμπούν και να κάνουνε μεγάλα πηδήματα γύρω από το καράβι. Κοντέψαμε να μπούμε στα καναδικά νερά, εκατό μίλια μακριά από το Χάλιφαξ. Ο καιρός χάλασε, η θάλασσα αγρίεψε και ο Καπετάν Μιχάλης μας προειδοποίησε ότι θα έχουμε μεγάλη θαλασσοταραχή. Τεράστια κύματα σηκώνονταν και σκέπαζαν το καράβι. Περάσαμε όλη την μέρα «παλεύοντας» με την άγρια θάλασσα. Όταν κοντεύαμε να φτάσουμε στο Χάλιφαξ, είπα στον καπετάνιο πως δεν πρόκειται να ξαναπεράσω από τον ωκεανό. Ο Καπετάνιος μου είπε «παρακαλώ τον Θεό να μας βγάλει ζωντανούς από εδώ μέσα». Όταν αράξαμε στο λιμάνι του Χάλιφαξ ήμασταν όλοι ράκος. Ο καπετάνιος διέταξε να μην βγει από το καράβι κανένας ώστε να φωνάξει γιατρό να δει τους αρρώστους.
Ήταν αρχές Ιουνίου όταν βγήκαμε στην στεριά την άλλη μέρα ο καιρός ήταν καλός. Πήραμε ένα ταξί και μας πήγε στο κέντρο μιας πολιτείας. Ήμασταν τρεις φίλοι. Ο Κώστας από το Άργος, ο Γιάννης από την Καρυά και εγώ. Ο Κώστας ήταν ο μεγαλύτερος. Εκεί όλα πήγαιναν πολύ καλά. Η δουλειά σκληρή, αλλά ήμασταν ευχαριστημένοι διότι το μεροκάματο ήταν καλό. Δουλέψαμε σκληρά, αλλά προκόψαμε. Κρατήσαμε ψηλά το περήφανο Καρυώτικο όνομά μας.
Π.Δ. Γεννήθηκε το 1963 στην Καρυά, Άργους
Καταγραφή μαρτυρίας: Σταυρούλα Δούκα – Τάξη: Β1
۩۩
Φεύγω μετανάστης στη Γερμάνια, ένα πρωί ξεκίνησα με τα πόδια από τις Λίμνες για το, Αγιονόρι να πάρω το λεωφορείο για το Πειραιά.
Εκεί έφευγε το καράβι για το Πρίντεζι της Ιταλίας. Φτάνοντας στο Μόναχο είχα 17 μάρκα στην τσέπη μου. Στο Μόναχο παίρνω το τρένο με προορισμό την πόλη Φίρεν 100 χιλιόμετρα βόρεια της Κολονίας. Εκεί εργάστηκα ένα χρόνο σε αποθήκη τροφίμων. Κατόπιν φεύγοντας από εκεί πήγα έξω από την Φρανκφούρτη χωρίς να γνωρίζω γλώσσα ούτε λέξη. Εργάστηκα σκληρά. Το 1970 έρχομαι με άδεια, γνωρίζω την γυναίκα μου και παντρεύομαι. Ήρθε και αυτή στη Γερμανία. Εργάστηκε σε ραφείο. Κάναμε τρία παιδιά. Την Αναστασία γεννηθείς 1971. Τον Ιωάννη γεννηθείς το 1975. Τον Κωνσταντίνο το 1978. Εργαστήκαμε πάρα πολύ με μεγάλη οικονομία για να γίνουν όλα αυτά. Έπειτα αυτοκίνητα, παιδιά. Έπρεπε να στερηθείς γενικά τα πάντα.
Επίσης με τον καιρό μάθαμε τα έθιμά τους. Προσαρμοστήκαμε στους νόμους τους. Όλοι υπάκουος λαός, καθαριότητα και τάξη παντού, όπου και αν πήγαινες. Υπηρεσίες Δημόσιες, κρατικές πάντα με το bitteschon (ευχαριστώ πολύ). Δώσαμε τα φώτα μας και μείναμε στραβοί, η πατρίδα μας, ο ήλιος μας, το κλίμα μας, το φιλότιμο μας. Ερχόμενος στην Ελλάδα πήραμε σύνταξη και η γυναίκα μου και εγώ και ήρθαμε να πληρώσουμε τα χρέη της πατρίδας μας. Πιστεύω να τα ξεπεράσουμε όλα αυτά και να γίνουμε νοικοκυραίοι στον τόπο μας στην Ελλάδα μας. Μόνο με τάξη υπακοή και εργασία μόνο τότε θα προοδεύουμε.
Του παππού μου Κολεβέντη Παναγιώτη (πατέρας της μητέρας μου)
Γεννήθηκε το 1943 στις Λίμνες Άγους
Καταγραφή μαρτυρίας: Της Μαρίνας Σχοινά Β2

Η οικογένεια του Παναγιώτη Ι. Κολεβέντη, (από τις Λίμνες Άργους, που γεννήθηκε το 1943) στην Γερμανία.
۩۩
Τα οικονομικά της οικογένειάς μου δεν πήγαιναν καλά. Προς μεγάλη μου τύχη άκουσα από κάπου, ότι μπορούσα να φύγω Γερμανία για μια δουλειά με πολύ καλά χρήματα. Το σκεφτόμουν καιρό μέχρι που πήρα την απόφαση. Εγώ με κάτι φίλους μου που ήμασταν στην ίδια κατάσταση στείλαμε μια αίτηση για να δουλέψουμε σε εκείνο το εργοστάσιο. Μετά λοιπόν από καμιά εβδομάδα φύγαμε. Το ταξίδι μέσα στο τρένο ήταν πολύ κουραστικό. Αφού έφτασα, έξω από το τρένο με περίμεναν καμιά δεκαριά γερμανοί. Έλεγαν κάτι, ήταν γερμανικά, μόνο ένας φίλος μου κατάλαβε τι έλεγαν και μου είπε ότι έπρεπε να μας ακολουθήσουν. Εμείς μείναμε σε κατάλυμα και εγώ πήρα τις νυχτερινές βάρδιες. Μετά από δύο χρόνια γνώρισα την Ευαγγελία, Ελληνίδα και αυτή. Παντρευτήκαμε και κάναμε δύο παιδιά. Μετά από 20 χρόνια γύρισα Ελλάδα.
Γ.Κ γεννήθηκε στη δεκαετία του 1930 στο Κεφαλόβρυσο Άργους.
Καταγραφή Μαρτυρίας: Γωγώ Κωστάκη Β1’
۩۩
Με λένε Νίκο Δαγρέ και τώρα πλέον ζω στο Σικάγο των Η.Π.Α. Εγώ γεννήθηκα στις 28-3-1963 στο Άργος. Εγώ έμενα στα Φίχτια. Η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν αγρότες. Τότε εγώ αποφάσισα να πάω στην Αμερική. Στάθηκα λίγο τυχερός γιατί μια μέρα στο καθημερινό θαλασσινό μπάνιο στο Τολό συνάντησα μια Ελληνοαμερικανίδα και την ερωτεύτηκα. Έπειτα από ένα χρόνο με προσκάλεσε και εμένα στο Σικάγο και εγώ αποδέχτηκα την πρόταση. Όταν ήρθε η ώρα να φύγω εγώ και η οικογένειά μου κλάψαμε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή μου πέρασε στο μυαλό να μην πάω αλλά ο έρωτας ήταν τόσο δυνατός που δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Έφυγα τελικός πέρασα και περνώ πολύ ωραία εδώ. Δούλευα σε εστιατόριο ενώ τώρα έχω το δικό μου. Έχω τέσσερα παιδιά και τώρα είμαι πολύ ευτυχισμένος.
Νίκος Δαγρές Γεννήθηκε στα Φίχτια το 1963
Καταγραφή μαρτυρίας: Νίκη Νικολοπούλου , Α1 και Γιάννης Νικολόπουλος , Β1
۩۩
To 1961 ο άντρας μου αναγκάστηκε να πάει μετανάστης στη Γερμανία. Αφού και τότε υπήρχε κρίση δεν υπήρχαν δουλειές, όπως τώρα και χειρότερα. Μετά από δύο χρόνια το 1963 ήρθε να δει τους δικούς του και τότε γνωριστήκαμε.
Εγώ ήμουν μόλις δεκαπέντε χρονών σε ένα μήνα παντρευτήκαμε, έμεινε τρείς μήνες και μετά έπρεπε να φύγει γιατί τελείωνε η παραμονή του, εμένα δεν μπορούσε να με πάρει μαζί του. Όταν γύρισε στην Γερμανία μου βρήκε δουλειά σε ένα εστιατόριο που μου έκανε πρόσκληση, μετά από οχτώ μήνες ήρθε και με πήρε.
Εκεί βρέθηκα να πλένω πιάτα και να βοηθάω στην κουζίνα για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το ξενοδοχείο ήταν μικρό, οικογενειακό, με λίγο προσωπικό ούτε δέκα άτομα δεν ήμασταν. Ήταν όλοι μεγάλοι άνθρωποι και με είχαν σαν παιδί τους. Το πρόβλημα όμως ήταν η γλώσσα εγώ δεν ήξερα ούτε λέξη. Σιγά, σιγά άρχισα να μαθαίνω τα απαραίτητα γύρω από την δουλειά και να καταλαβαίνω τι μου λένε. Το μέρος αυτό ήταν σε μια μικρή πόλη στο Σβάτρτσβαλτ που λεγόταν Άλμπερσπαχ. Εκεί έπρεπε να μείνω για ένα χρόνο, να λήξει το συμβόλαιο.
Τα χρήματα ήταν λίγα και μόλις το συμβόλαιο έληξε πήγαμε για καλύτερα στο Μόναχο. Τα πράγματα εκεί ήταν χειρότερα ήταν μεγάλη πόλη αλλά δύσκολο να βρούμε σπίτι και δουλειά. Δουλειά βρήκα εγώ πάλι σε κουζίνα αλλά για σπίτι είχαμε μια παράγκα που όταν έβρεχε έσταζε μέσα.
Εν το μεταξύ, έμεινα έγκυος στο πρώτο μου παιδί, όταν ήρθε η ώρα να γεννήσω, ήρθα στην Ελλάδα. Ήμουν δεκαοχτώ χρόνων το 1965, αν έμενα στη Γερμανία με το μωρό, δεν μπορούσα να δουλέψω και τα χρήματα του άντρα μου δεν έφταναν. Έτσι, αναγκάστηκα να μείνω στην Ελλάδα μέχρι να σαραντήσει το μωρό. Την ίδια μέρα έκανα και τα βαφτίσια του μόνη μου, αφού ο άντρας μου ήταν στην Γερμανία. Και την επόμενη μέρα πήρα το τρένο για Γερμανία.
Το μωρό το άφησα στην γιαγιά την Αγγέλω. Εγώ αυτή την φορά έπρεπε να βρω δουλειά να κερδίζω περισσότερα χρήματα γιατί είχαμε πιο πολλές υποχρεώσεις, σε ένα εργοστάσιο που έβγαζε πορσελάνες στο Μίντεν. Εκεί, η δουλειά ήταν ανθυγιεινή είχε σκόνες και κούραση πολύ. Δούλευα αποκοπή. Εγώ ήθελα να δουλεύω όσο πιο πολλές ώρες για να μην είμαι μόνη και σκέφτομαι το παιδί. Υπήρχαν μέρες που δούλευα και δεκαέξι ώρες. Τις Κυριακές που δεν δούλευα για να περάσει η ώρα πήγαινα σε ένα πάρκο που πήγαιναν οι μαμάδες με τα μωρά τους στα καροτσάκια. Τότε συχνά έπιανα κουβέντα για να μάθω την ηλικία των μωρών και να υπολογίσω και την ηλικία του μωρού μου. Αφού ούτε φωτογραφίες του δεν είχα.
Αυτά έγιναν το 1966 όπου έμεινα για δεύτερη φορά έγκυος και πάλι γύρισα στην Ελλάδα να γεννήσω το 1967, το δεύτερο παιδί. Τότε, το μωρό που είχα αφήσει σαράντα ημερών, είχε γίνει δεκατεσσάρων μηνών, είχε αρχίσει να περπατάει και να λέει λογάκια αλλά εμένα με έβλεπε σαν ξένη. Μαμά φώναζε την γιαγιά του και δεν ήθελα με τίποτα να πάθω τα ίδια πάλι με το δεύτερο μωρό. Έτσι, αποφάσισα να μείνω μαζί με τα παιδιά μου και έφυγε μόνο ο άντρας μου, μια εβδομάδα μετά την γέννηση του δεύτερου παιδιού. Όμως, και για αυτόν ήταν πολύ δύσκολα και μετά από ένα χρόνο, επέστρεψε και πάλι στην Ελλάδα με σκοπό να μείνουμε μόνιμα, αλλά η φτώχεια συνεχιζόταν, έτσι μετά από δύο χρόνια το 1969, φτιάξαμε και πάλι χαρτιά για την Γερμανία. Μετά από λίγο καιρό μας ειδοποίησαν ότι έπαιρναν σε ένα εργοστάσιο στο Ντίσελντορφ γυναίκες. Το αποφάσισα με σφιγμένη την καρδιά και πάλι να φύγω το 1970 αφήνοντας πίσω δύο μικρά παιδιά και τον άντρα μου.
Αφού εξεταστήκαμε από γιατρούς αν είμαστε υγιείς, μας έβαλαν σε ένα καράβι πολλές γυναίκες από Πειραιά και φύγαμε για Πρίντιζι, μετά μας έβαλαν σε τρένο και μας πήγαν όπου είχε συμβόλαιο η κάθε μια. Αυτή την σκηνή στο καράβι δεν θέλω να την θυμάμαι ήταν η χειρότερη της ζωής μου, οι γυναίκες χώριζαν από τα παιδιά τους και από τους άντρες τους. Χωρίς να ξέρουμε που θα μας πήγαιναν. Εγώ είχα μια εικόνα αφού ήταν η δεύτερη φορά που πήγαινα με συμβόλαιο. Όταν φτάσαμε μας πήγαν σε μεγάλους θαλάμους του εργοστασίου όπου μέναμε πολλές γυναίκες μαζί. Μετά από έξι μήνες ήρθε και ο άντρας μου στην ίδια πόλη. Αυτός έμενε και πάλι σε παράγκα και δούλευε σε οικοδομές. Έτσι η πρώτη μας δουλειά ήταν να βρούμε σπίτι για να πάρουμε και τα παιδιά μας μαζί.
Μόλις έληξε το συμβόλαιό μου μετά από ένα χρόνο, βρήκα δουλειά σαν καθαρίστρια σε ένα σχολείο. Το πρωί τέσσερις ώρες και το απόγευμα τέσσερις ώρες σε γραφείο. Βρήκαμε και σπίτι και πήραμε μαζί μας τα παιδιά τότε ο μεγάλος ήταν πεντέμισι χρονών και ο μικρός τέσσερα. Δεν τους άρεσε καθόλου, ήταν διαφορετικά μαθημένα στο χωριό εκεί τους φαινόταν φυλακή παρόλο που προσπαθούσα να μην τους λείπει τίποτα. Τους έλειπε το κυριότερο, η ελευθερία και οι παππούδες. Μείναμε όλοι μαζί για τέσσερα χρόνια περίπου, εγώ ήμουν ευτυχισμένη που ήμασταν όλοι μαζί, μας έλειπε όμως η Ελλάδα μας και οι ηλικιωμένοι γονείς μας. Που σε κάθε γράμμα τους, μας έγραφαν να γυρίσουμε κοντά τους. Τα παιδιά πήγαιναν σε Ελληνικό σχολείο, ο μεγάλος τελείωσε την τετάρτη και ο μικρός την δευτέρα, το 1975 έγινα για τρίτη φορά μάνα, γέννησα στη Γερμανία και μετά από τρείς μήνες αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα για πάντα.
Α.Μ – Γεννήθηκε στο Zόγκα το 1947
Καταγραφή μαρτυρίας: Αλεξάνδρα Μπενέκου
۩۩
Έζησα ένα καλοκαίρι στη Μινεάπολη της Μινεσότας των Η.Π.Α. Αυτό το έκανα όταν ήμουν φοιτήτρια ιατρικής, οπότε πήγα εκεί σταλμένη από την κλινική που έκανα χειρουργική, για να παρακολουθήσω μια άλλη κλινική μεταμοσχεύσεων.
Είχα αρκετό άγχος γιατί αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό και μόνη μου. Την πρώτη δυσκολία την συνάντησα στο ίδιο το ταξίδι, όταν εξαιτίας των καθυστερήσεων, των αεροπλάνων έχασα την πτήση προς Μινεάπολη, και έπρεπε να διανυκτερεύσω στη Νέα Υόρκη, όπου όλα μου φαίνονταν ξένα και τρομακτικά. Στη Μινεάπολη, οι άνθρωποί στο νοσοκομείο ήταν αρκετά φιλικοί, παρά όλα αυτά η ζωή στην Αμερικάνικη πόλη μου δημιουργούσε ανασφάλεια.
Τα πράγματα έγιναν καλύτερα, όταν τελείως τυχαία γνώρισα ένα ζευγάρι Ελλήνων στο εστιατόριο του νοσοκομείου και με έφεραν σε επαφή με την Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία. Έτσι πολύ γρήγορα συνάντησα Έλληνες που μου άνοιξαν τα σπίτια τους, και άρχισα να νοιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Έκτος όμως από τους Έλληνες, σταδιακά, γνώρισα και άλλους Αμερικανούς και μετά από τον πρώτο μήνα, όλα είχαν «στρώσει». Παραδέχομαι, ότι όσο άγχος και αν είχα τότε για αυτό το πρώτο της ταξίδι, όλα μου ήρθαν ευνοϊκά και καμία σχέση αυτό δεν είχε με τα δύσκολα ταξίδια μεταναστών που γίνονταν κάποτε ή ακόμα και σήμερα.
Η θεία μου ονομάζεται Ε.Μ και γεννήθηκε 1970 στο Κουτσοπόδι
Καταγραφή μαρτυρίας: Γιάννης Μούστος. Τάξη:Β1
۩۩
Γεννήθηκα το 1973 σε μια περιοχή του Άργους, την Καρυά. Λόγω της οικονομικής δυσχέρειας και της αφόρητης φτώχειας που επικρατούσε εκείνη την περίοδο, οι γονείς μου κι εγώ, μεταναστεύσαμε στην Γερμανία και συγκεκριμένα στην Φρανκφούρτη, στο Γκίμτπεν. Αρχικά, η προσαρμογή ήταν αρκετά δύσκολη. Ευτυχώς, όμως, στην Γερμανία το ποσοστό των ρατσιστών απέναντι στους μετανάστες, ήταν αρκετά μικρό σε αντίθεση με τους μη ρατσιστές. Αυτοί ήταν πολύ τυπικοί στις δουλειές τους και μας συμπεριφέρονταν ανθρώπινα και το κυριότερο, με κατανόηση. Βέβαια, και η οικογένειά μου, έδειξε ευγένεια, σωστή διαγωγή και σεβασμό απέναντί τους, οπότε δεν είχαμε ποτέ μ’ αυτούς προβλήματα ή καβγάδες.
Ύστερα από λίγο καιρό, η τύχη μας χαμογέλασε. Οι γονείς μου, βρήκαν μια πολύ κερδοφόρα δουλειά και σιγά σιγά ξεκίνησε να καλυτερεύει η οικονομική μας κατάσταση αλλά και γενικότερα η ζωή μας. Μεγάλο κουράγιο και θάρρος, μας έδωσε ο λαϊκός τραγουδιστής, Στέλιος Καζαντζίδης, ο τραγουδιστής του πόνου και της ξενιτιάς, των Ελλήνων μεταναστών. Με τα συμπονετικά του τραγούδια, μας ενθάρρυνε και μας ένωνε. Μετά από 11 χρόνια, πλέον ενήλικος αποφάσισα να γυρίσω πίσω στην πατρική μου γη, την Ελλάδα, που είχα τόσο πιθυμήσει και να σπουδάσω.
Τ.Μ. Γεννήθηκε το 1973 στην Καρυά Άργους
Καταγραφή μαρτυρίας: Γυρμή Νικολέτα, Β1
۩۩
To 1964, σε ηλικία 18 χρονών, αποφάσισα να φύγω. Υπήρχε ένα μεγάλο κύμα μεταναστών για τη Γερμανία, επειδή ζήταγε εργάτες για τα εργοστάσια. Έφυγα από το Άργος για τον Πειραιά με το λεωφορείο και από ‘κεί για την Ιταλία, και από την Ιταλία με τρένο μέσο Αυστρίας, και έφτασα Φρανκφούρτη. Αμέσως μας τακτοποίησαν σε διαμερίσματα, που ήταν κοντά στο εργοστάσιο και ανήκαν στη γερμανική εταιρία.
Ήταν ένα μικρό διαμέρισμα με 2 δωμάτια, μια μικρή κουζινούλα και μπάνιο, με κανονική μπανιέρα και ψυγείο, άλλωστε πως μπορούν να φανούν άσχημα αυτά, όταν έχεις συνηθίσει την τουαλέτα έξω από το σπίτι, και αντί για μπανιέρα μια σκάφη. Εγώ, έμενα μαζί με ένα φίλο μου, που είχαμε έρθει μαζί για τον ίδιο λόγο. Στην αρχή, φοβόμασταν το πως θα μας αντιμετωπίσουν. Άλλωστε, πως να μην υπάρχει φόβος για ένα 18 χρόνο παιδί, που έφυγε για πρώτη φορά από τους δικούς του και πήγε σε μια άλλη χώρα, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα εκείνη. Πάντως, όλοι οι φόβοι μου και οι αγωνίες διαψεύστηκαν.
Μας παρείχαν ασφάλεια και ιατρική περίθαλψη. Θυμάμαι μια μέρα, αρρώστησα και το αφεντικό μου ειδοποίησε το προξενείο μου και με πήγαν στο νοσοκομείο.
Το μεροκάματο, ήταν το ίδιο για όλους. Όλοι ήμασταν ίσοι και είχαμε τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, επίσης τα χρήματα που παίρναμε ήταν τριπλάσια από αυτά που μας έδιναν στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί εργάτες προς εμάς δεν δείξανε ποτέ κάποιο ρατσισμό, αντιθέτως ήταν καλοί και φιλικοί σε εμάς. Εκεί, γνώρισα ένα συνομήλικο μου τον Χολμ (Holm) που κάναμε παρέα.
Ενώ ήταν να μείνω 1 χρόνο, έμεινα και άλλον 1 γιατί η ζωή ήταν πιο καλή απ’ ότι στην Ελλάδα Μετά από τα 2 χρόνια έφυγα γιατί με ζητάγανε να πάω στρατό. Παρόλα αυτά, τα χρήματα που μάζεψα, τα έδωσα για το γάμο της αδερφής μου.
Γ.Δ. Γεννήθηκε στο Άργος το 1945
Η μαρτυρία καταγράφτηκε από την μαθήτρια: Κατιάνα Αποστολοπούλου
۩۩
Ο θείος μου, γεννήθηκε στις 18-4-1961 στην Φρέγκαινα. Οι γονείς του ήταν κτηνοτρόφοι. Είχε σπουδάσει τουριστικά επαγγέλματα, αλλά δεν έβρισκε δουλειά στην Ελλάδα σε ηλικία 24 χρονών, το 1985, έφυγε μετανάστης στις Η.Π.Α. Άνοιξε 2 εστιατόρια στην Αμερική, μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκε μια ελληνίδα και έχει 3 παιδία. Και από τότε είναι κάτοικος της Αμερικής και μένει στο Ορλάντο.
Γ.Γ, γεννήθηκε στη Φρέγκαινα Άργους το 1961
Καταγραφή μαρτυρίας: Γυρμής Ηλίας, Α1
۩۩
Γεννήθηκα το 1971 στο Lippstadt της τότε Δυτικής Γερμανίας, μια πόλη που τώρα αριθμεί περίπου 66.000 κατοίκους. Οι γονείς μου ήταν οικονομικοί μετανάστες (Gastarbeiter).
Ο κυρ – Θεοδόσης ήταν από το Άργος, ενώ η μητέρα μου Esperanza, από το Gambados της Γαλικίας. Εργάζονταν και οι δύο στο εργοστάσιο της Hella, που κατασκεύαζε φανάρια και προβολείς, όπου και γνωρίστηκαν. Μέναμε στην οδό Αμβοββινγ 23, σε κτίρια κρατικά, που ανήκαν στον Στρατό. Πληρώναμε ένα μικρό ποσό για ενοίκιο, το υπόλοιπο το κατέβαλε το κράτος.
Ήταν μια συνοικία μεταναστών από την πρώην Γιουγκοσλαβία, Τουρκία, Ιταλία, αλλά και Ελλάδα. Θυμάμαι αμυδρά ακόμα, πως ένας Έλληνας διατηρούσε ένα καφενείο στη γειτονία μας.
Τα δύο αδέρφια μου κι εγώ επισκεπτόμασταν το σχολείο Martinschule μέχρι και την Α’ τάξη του Δημοτικού (Grundschule). Τα μαθήματα γίνονταν αποκλειστικά στη Γερμανική Γλώσσα, ενώ το απόγευμα, είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθούμε στον ίδιο χώρο και μαθήματα στην Ελληνική Γλώσσα από Έλληνες αποσπασμένους δασκάλους. Δύο ώρες την εβδομάδα μαθαίναμε κολύμβηση σε κοντινό κλειστό κολυμβητήριο, ενώ στην ηλικία, των 9 ετών, πήρα και το δίπλωμα ποδηλάτου μετά από ενδοσχολικές εξετάσεις.
Η ζωή μπορεί να ήταν δύσκολη στην ξενιτιά, αλλά εμείς τα παιδιά, βιώναμε την πολυπολιτισμική κοινωνία της Γερμανίας του ’80 ανέμελα. Τα Σαββατοκύριακο εκδράμαμε με ποδήλατα στο γειτονικό δασάκι, κάναμε μπάνιο στο ποτάμι της περιοχής ή επισκεπτόμασταν το ζωολογικό κήπο.
Οι κοινωνικές επαφές που είχαμε ήταν κυρίως με λίγους γείτονες (οικονομικοί μετανάστες και οι ίδιοι), με τους οποίους μας έδεναν τα ίδια προβλήματα και η αγωνία της καθημερινότητας στην ξενιτιά αλλά και η νοσταλγία για τις πατρίδες, που αφήσαμε πίσω. Τα καλοκαίρια, επισκεπτόμασταν τους συγγενείς μας στην Ελλάδα. Επιστρέψαμε στο Άργος το 1986.
Ι.Μ. Γεννήθηκε το 1971 στη Γερμανία
Ο πατέρας του ήταν Αργείος.
Καταγραφή μαρτυρίας: Ασημακόπουλος Γιάννης
۩۩
To 1968 έφυγα με πρόσκληση για την Αμερική και πήγα στο Ιλινόις. Στην αρχή ήταν δύσκολα είχα μεγάλη δυσκολία με την γλώσσα. Σιγά σιγά βρήκα δουλειά. Η πρώτη μου δουλειά σε εργοστάσιο με χρώματα. Η δουλειά ήταν οκτάωρη αλλά επειδή είχα ανάγκη δούλευα υπερωρίες. Μετά από το εργοστάσιο δούλευα σε εστιατόρια αρχιμάγειρας. Είχα άλλη μία δυσκολία γιατί δεν ήξερα να οδηγώ, μετά έμαθα και η ζωή μου ήταν καλύτερη. Όταν έφυγα άφησα τα παιδιά μου στην Ελλάδα, ήταν δύσκολο για εμένα. Τα δύο πρώτα χρόνια, η γυναίκα μου γύρισε στην Ελλάδα και μετά από ένα χρόνο γύρισα κι εγώ και έμεινα τρία χρόνια και επειδή η ζωή ήταν δύσκολη στην Ελλάδα, επέστρεψα στην Αμερική με πρόσκληση του κουνιάδου μου. Τη δεύτερη φορά που πήγα για μένα ήταν πιο εύκολα από την πρώτη, έμαθα λίγο τη γλώσσα και από εκεί μέχρι που πήρα την σύνταξή μου το 1995 και έφυγα γιατί δεν με βόλευε η σύνταξη μου εκεί. Τα παιδιά μου είναι ακόμα στην Αμερική.
Ηλίας Θεοδωρόπουλος.
Γεννήθηκε το 1932 στο Καπαρέλι Άργους
Καταγραφή: Ηλίας Θεοδωρόπουλος Β1
۩۩
Η ζωή στα νιάτα μου ήταν πολύ δύσκολη. Όλοι τότε προσπαθήσαμε να επιβιώσουμε. Όσοι ήμασταν φτωχοί, μπορώ να πω ότι η καθημερινότητά μας ήταν ένας συνεχής αγώνας επιβίωσης. Οι πιο τυχεροί καταφέραμε να ξεφύγουμε, δυστυχώς φεύγοντας μακριά. Εμένα τα αδέλφια της γυναίκας μου είχαν φύγει όλοι μετανάστες στην Αμερική. Κατάφεραν και οι τέσσερις να ανοίξουν ένα μαγαζί και έτσι έφτιαξαν τη ζωή τους αρκετά καλή. Τότε αποφάσισαν να μας προσκαλέσουν και εμάς εκεί, μήπως και καταφέρουμε να αλλάξουμε τη ζωή μας. Η απόφαση ήταν δύσκολη αλλά ήταν η μόνη λύση. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε ήταν πολλές. Κατά αρχήν δεν ξέραμε τη γλώσσα. Πήγαμε σε μια χώρα με άλλη νοοτροπία των ανθρώπων, άλλος τρόπος σκέψης, άλλη κουλτούρα. Ευτυχώς εγώ δούλεψα και τα κατάφερα δίπλα στα κουνιάδια μου και αντιμετώπισα πιο εύκολα την αλλαγή.
Η γυναίκα μου όμως και τα παιδιά μου ταλαιπωρήθηκαν πολύ. Η γυναίκα μου δούλεψε σε εργοστάσιο, ούτε να μιλήσει ήξερε, αλλά ευτυχώς έμαθε γρήγορα τη δουλειά κι έτσι σιγά-σιγά συνήθισε. Τα τρία μου κοριτσάκια έμαθαν σχετικά γρήγορα τα Αμερικάνικα με τη βοήθεια των ξαδελφών τους. Ζήσαμε 5 χρόνια, 5 χρόνια σκληρής δουλειάς και συνεχούς νοσταλγίας. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να μείνω άλλο. Στον 5° χρόνο αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην πατρίδα. Ξέραμε τώρα ότι θα μπορούσαμε πλέον στην Ελλάδα να ζήσουμε καλά. Οι παλιές δυσκολίες είχαν αντιμετωπιστεί και το μέλλον μας φάνταζε καλύτερο αλλά στην πατρίδα μας.
Γ.Μ. – Γεννήθηκε Κουτσοπόδι το 1926
Καταγραφή μαρτυρίας: Έλενα Νανάι
۩۩
Την έστειλε η μάνα της να πιάσει κρασί από το βαρέλι με το μοναδικό μπουκάλι που είχαν. Στο γυρισμό της γλίστρησε από τα χέρια και έσπασε. Μόλις το είδε η μάνα της ,της είπε «δεν σου τσακιζόταν το πόδι καλύτερα που μου έσπασες το μπουκάλι». Τότε της έμεινε παράπονο και έτσι πήγαινε για δουλειά στα σταφύλια στη Βόχα μέχρι να μαζέψει τα λεφτά για το εισιτήριο και να φύγει στην Αυστραλία. Ακόμα και σήμερα λέει πως η συμπεριφορά της μάνας της την έκανε να φύγει.
(Για την Α. από το Κεφαλόβρυσο Άργους, η οποία έφυγε 18 ετών
μετανάστρια στην Αυστραλία)
Καταγραφή μαρτυρίας: Σοφίας Σταύρου Γ2
۩۩
Είμασταν 8 αδέλφια. Ο πατέρας μου πέθανε, όταν εγώ ήμουν 10 ετών. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα διότι δεν υπήρχαν δουλειές. Μόνη μας λύση ήταν η μετανάστευση. Το 1955, τα πράγματα για εμάς ήταν ακόμη πιο δύσκολα και ο αδελφός μου αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Μετά από 2 χρόνια το 1957, σε ηλικία 25 ετών, και αφού είχα ακούσει πως ήταν τα πράγματα στην Αυστραλία, ακολούθησα τον αδερφό μου. Δεν είχαμε καθόλου χρήματα για τα εισιτήρια του πλοίου και αναγκάστηκε να τα πληρώσει ο αδερφός μου. Φύγαμε λοιπόν από το Μαλαντρένι, με προορισμό το Σίδνευ της Αυστραλίας. Ταξιδέψαμε με το πλοίο 38 μέρες και 38 νύχτες. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι ήταν εκεί ο αδερφός μου, ο οποίος μας φιλοξένησε στο σπίτι του. Οι ντόπιοι μας φέρθηκαν πολύ καλά. Ήταν πολύ ευγενικοί με εμάς.
Τα πρώτα 2 χρόνια ήμουν άνεργη. Έπιασα δουλειά το 1959, σε ένα εργοστάσιο το οποίο επεξεργαζόταν το λάστιχο και το έκανε π.χ. μπότες. Τότε λόγω της επαφής μου με τους συνεργάτες και τις συνεργάτισσες μου άρχισα να μαθαίνω σταδιακά την γλώσσα. Δούλευα 8ωρα και έπαιρνα 10 δολάρια την εβδομάδα. Παρόλαυτα, συνέχισα να μένω με τον αδερφό μου. Το 1960 παντρεύτηκα και μετά από σκληρή δουλειά καταφέραμε εγώ και ο άντρας μου να μαζέψουμε κάποια χρήματα και να αποκτήσουμε το δικό μας σπίτι, το 1962. Ακούω νέα από τα αδέρφια μου στην Ελλάδα. Η κατάσταση δεν είναι πολύ καλή. Εδώ, τα πράγματα διαφέρουν. Υπάρχουν σαφώς προβλήματα όπως άλλωστε σε όλες τις χώρες του κόσμου αλλά τα ξεπερνάνε πιο εύκολα απ’ ότι στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου. Σαφώς θα ήθελα να την επισκεφθώ για να δω τα αδέλφια και το χωριό μου όμως δεν θα έμενα εκεί λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί.
Ε.Μ. – Γεννήθηκε στο Μαλαντρένι Άργους το 1932
Καταγραφή μαρτυρίας: Μαυρονικόλα Ελένη, Α1
۩۩
Ο θείος μου ο Γιώργος είναι ξάδερφος του μπαμπά μου. Ο θείος μου έφυγε από την Ελλάδα το 1969, όταν ήταν δώδεκα ετών μαζί με τους γονείς του γιατί είχαν οικονομικά προβλήματα. Έτσι, αποφάσισαν και έφυγαν και πήγαν στη Φλόριντα των Η.Π.Α. Εκεί, έκαναν πολλές και διάφορες δουλειές και ο θείος μου και οι γονείς μου. Πέρασαν τα χρόνια και ο θείος μου έμαθε μια δουλειά την οποία την κάνει ακόμα. Επίσης, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια δικιά του και έχει τρεις γιους που σπουδάζουν. Ο θείος τώρα μετά από πολλά χρόνια έχει το δικό του μαγαζί και δουλεύει μόνος του.
Ο Γιώργος Κωστάκης γεννήθηκε στο Δούκα Βρύση Άργους το 1957.
Καταγραφή Μαρτυρίας: Κων/να Δωρή
۩۩
Είμαι ο Σταύρος Ιωσηφίδης, γεννήθηκα το 1942 στο Άργος και είμαι 72 χρονών. Η ζωή μου έγινε σκληρή, δραματική και μαύρη το 1960 κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ήμουν μόνο 18 χρονών παιδί όταν πλέον είχε έρθει η ώρα να αποχαιρετήσω τους γονείς μου τα αδέρφια και την πατρίδα. Στης 11 Οκτωβρίου μου έδωσαν έναν αριθμό ενός Γαλλικού εστιατορίου και επικοινώνησα με έναν Γάλλο που ήταν φίλος του πατέρα μου, και μου είπε πως έχει δουλειά για μένα. Χωρίς δεύτερη σκέψη την επόμενη μέρα στης 14:00 το μεσημέρι, πήγα στο δωμάτιο και ετοίμασα τα ρούχα μου. Η μάνα μου, μου ετοίμασε το φαγητό το οποίο θα έπαιρνα μαζί μου. Ήμουν θλιμμένος, στενοχωρημένος, χαμένος δεν είχα σκεφτεί τη ζωή μου χωρίς τους αγαπημένους μου ανθρώπους. Στης 16:00 το απόγευμα, άρχισα το ταξίδι μου. Η μητέρα μου με αγκάλιασε με πικρά δάκρυα στα μάτια και μου έδωσε ένα φυλαχτό και μου είπε πως.
«Όταν το ανοίγεις, θα με θυμάσαι γιέ μου». Αποχαιρέτησα και τα αδέρφια μου και το πατέρα μου και έφυγα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, γνώρισα 3 αγόρια που και αυτά πήγαιναν στη Γαλλία. Δεθήκαμε όλοι μαζί και έτσι τον δρόμο τον κάναμε μαζί, μαζί ξεπεράσαμε τους κινδύνους και ξεπεράσαμε επίσης την ανάγκη τροφής και νερού. Περπατάγαμε 4 μήνες, 4 μήνες χωρίς να ξέρουν οι γονείς αν ζούμε ή όχι και χωρίς νερό και τροφή.
Όταν πλέον φτάσαμε στη Γαλλία, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από ό,τι τα περιμέναμε. Οι συνθήκες εργασίας ήταν τραγικές. Μέναμε 3-4 άτομα σε ένα δωμάτιο που ούτε, οι σκύλοι δεν έμεναν εκεί μέσα. Δούλευα από της 10 το πρωί μέχρι της τέσσερις τα ξημερώματα, με ένα πιάτο φαγητό. Μετά από 13 ημέρες ο ιδιοκτήτης μου είπε «πολύ έκατσες εδώ, μάζεψε τα πράγματα σου και φύγε». Και με πέταξε κυριολεκτικά σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό όπου έμεινα 3 μέρες μέσα στο κρύο. Μου έδωσε 200 ευρώ για 18 ημέρες δουλειάς. Πέρασα ένα μαρτύριο. Με τα άλλα παιδιά χαθήκαμε, χάσαμε κάθε επικοινωνία.
Μετά από 40 χρόνια μακριά από την οικογένειά μου αποφάσισα να ξαναγυρίσω στην πατρίδα μου. Το 2001 ξεκίνησα από τη Γαλλία προς την Ελλάδα. Τους γονείς μου, δεν μπόρεσα να τους δω για τελευταία φορά. Έμαθα πως πέθαναν πολύ νέοι. Ευτυχώς όμως μετά από κάμποσο καιρό βρήκα τα αδέρφια μου. Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος που τους ξαναείδα μετά από τόσα χρόνια. Είπαμε πολλά και διάφορα. Η ιστορία του καθενός ήταν συγκλονιστική.
Σταύρος Ιωσηφίδης, γεννήθηκε το 1942 στο Άργος
Καταγραφή μαρτυρίας: Ντρόη Μιλκούρτη, Β1
۩۩
Ονομάζομαι Δημήτρης κατάγομαι από το Άργος. Τον Ιούλιο του 1975 πήγα στον Καναδά και έμεινα στο Μόντρεαλ. Ο λόγος που έφυγα από την πατρίδα ήταν επειδή δεν υπήρχαν δουλειές στην Ελλάδα και στον Καναδά βρήκα αμέσως. Οι άνθρωποι στο Καναδά ήταν άψογοι. Όλες οι υπηρεσίες βοηθούσαν σε καθετί που χρειαζόσουν. Γύρισα το Ιούλιο του 1979, δηλαδή μείναμε τέσσερα αξέχαστα χρόνια εκεί!!! Να πω την αλήθεια και εγώ και η σύζυγός μου, το έχουμε μετανιώσει. Οι λόγοι που μας έκαναν να γυρίσουμε ήταν κατά πρώτο επιλογή μας και κατά δεύτερο η οικογένειά μου που με ζητούσε.
Δημήτριος Α. – Γεννήθηκε στις 16/12/1949 στο Άργος
Καταγραφή μαρτυρίας: Μπενέκου Ανδρεάνα, Β1
Φωτογραφίες

Το διαβατήριο του Θεοδόσιου Μήτσουλα, που γεννήθηκε στο Άργος το 1944 και μετανάστευσε στη Γερμανία.

Σκουμπής Αναστάσιος. Γεννήθηκε στο Σκαφιδάκι Άργους το 1928.
Σκουμπή Ιωάννα. Γεννήθηκε στο Σκαφιδάκι το 1933.
Μετανάστευσαν και παντρεύτηκαν στην Αυστραλία.

Γιώργος Τριαντάφυλλος, γεννήθηκε το 1941 στο Κεφαλόβρυσο Άργους. Με τη σύζυγό του Βασιλική, η οποία γεννήθηκε στο Κουτσοπόδι Άργους το 1953, μετανάστευσαν στο Μόναχο της Γερμανίας από το 1965 ως το 1971. Στη φωτογραφία εικονίζεται η είσοδος του ορυχείου αλατιού στη Γερμανία στο οποίο εργαζόταν ο Γιώργος Τριαντάφυλλος.

Τα ορεινά χωριά του Άργους, από τα οποία μετανάστευσαν πολλοί Αργείοι (χειρόγραφος χάρτης του 1915).

Σαράντος και Διαμάντω Ορφανού μαζί με το γιό τους Κωνσταντίνο που γεννήθηκε στην Αμερική, όπου και είχαν Μεταναστεύσει στη δεκαετία του 1960. Η Διαμάντω Ορφανού το γένος Δέδε , γεννήθηκε στα Φίχτια Άργους.

O Δημήτρης A. γεννήθηκε στο Άργος το 1941, μετανάστευσε στο Μόντρεαλ του Καναδά μαζί με τη σύζυγό του Σταυρούλα. Στη φωτογραφία η σύζυγός του στο Μόντρεαλ.

Γαμήλια φωτογραφία – Σίδνεϋ Αυστραλίας 1959. Μπακόπουλος Νίκος, γεννήθηκε στο Μαλαντρένι Άργους το 1928 και η σύζυγός του Μπακοπούλου Χριστίνα που γεννήθηκε το 1931 στο Μαλαντρένι Άργους.

Γαμήλια φωτογραφία – Σίδνεϋ Αυστραλίας 1959. Μπακοπάνος Παναγιώτης, γεννήθηκε στο Μαλαντρένι Άργους το 1929 και η σύζυγός του, Μπακοπούλου Στέλλα που γεννήθηκε στο Μαλαντρένι Άργους το 1937.