Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Βουλευταί’

Ποταμιάνος Ηλίας (1844-1911)


 

Ηλίας Ποταμιάνος

Ο Ηλίας Ποταμιάνος, νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος, γεννήθηκε το 1844 στο Ναύπλιο, όπου σπούδασε τα εγκύκλια μαθήματα και έφηβος μόλις, έλαβε ενεργό μέρος στην Ναυπλιακή Επανάσταση (1862). Ο πατέρας του Ευάγγελος Ποταμιάνος καταγόταν από την Κεφαλονιά και ήταν πλοίαρχος στον επικουρικό στόλο της Αγγλίας κατά τους Ναπολεόντιους πολέμους μέχρι το 1815. Αργότερα ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας ήρθε και πολέμησε στην Ελλάδα και επί Καποδίστρια έγινε διευθυντής της Αστυνομίας.  

Ο Ηλίας Ποταμιάνος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου με μεγάλη επιτυχία. Δίδαξε Στρατιωτικό Δίκαιο στη Σχολή Ευελπίδων τα έτη 1870-73, και διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Αυγή» και συντάκτης της «Εφημερίδος των Συζητήσεων», ήταν φίλος και συνεργάτης του Επαμεινώντα Δεληγιώργη. Ανέλαβε επίσης αποστολές στο εξωτερικό: το 1872 στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με το Βουλγαρικό Σχίσμα και το 1905 στην Κρήτη (που τότε δεν είχε ακόμα απελευθερωθεί) για προβλήματα της εκεί Ελληνικής Διοικήσεως.

Εκλέχθηκε πολλές φορές βουλευτής και διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα. Στην επαρχία Ναυπλίας εκλέχτηκε τα έτη 1881, 1891 και 1892. Το 1901, ως βουλευτής Ηλείας, κατέθεσε στη Βουλή πρόταση για την πρόσληψη γυναικών στα ταχυδρομεία και τα τηλεγραφεία. Η Βουλή όμως, με το σκεπτικό ότι «τα ήθη μας δεν το επιτρέπουν», την απέρριψε. Έγραψε τις μελέτες «Περί των παρά τω Ρωμαϊκώ στρατώ ποινών» (1874), «Αι Συρακούσαι» (1878) στο περιοδικό «Βύρων», κ.ά. Απεβίωσε το 1911.

Πηγές


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
  • Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», γ’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ. 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Ευθυμιόπουλος Κωνσταντίνος (1828-1885) 


 

Ευθυμιόπουλος Κωνσταντίνος

Ευθυμιόπουλος Κωνσταντίνος

Βουλευτής και Δήμαρχος Ναυπλίου. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Σπούδασε Νομικά και το 1856 διορίστηκε δικηγόρος στο Ναύπλιο. Πήρε μέρος στη Ναυπλιακή επανάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας ορίστηκε από την επαναστατική επιτροπή δημοτικός αστυνόμος Ναυπλίου.

Μετά την έξωση του Όθωνα εξελέγη δήμαρχος Ναυπλίου, πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, Γενικός  Γραμματέας  του υπουργείου Εσωτερικών. Πέθανε στο Ναύπλιο στις 4 Ιουνίου 1885 στην ακμή της ηλικίας του και στην δράση του πολιτικού βίου του.

  

 

Πηγές


  • Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», Αθήνα, χχ.                          
  • Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου, «Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του έτους 1886», έτος Α΄, εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου «Ανδρέου Κορομηλά» και «Κοραή» Ανέστη Κωνσταντινίδη, 1885. 

  

Σχετικά θέματα: 

Read Full Post »

Μεταξάς Π. Ανδρέας (1790–1860)


 

 Αγωνιστής του 1821, διπλωμάτης, πολιτικός και Πρωθυπουργός, (3 Σεπτεμβρίου 1843 – 16 Φεβρουαρίου 1844).

 

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Κεφαλλονίτης αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι ήταν γιος του Πέτρου Μεταξά, της ιστορικής οικογένειας των Μεταξάδων.* Έφερε τον τίτλο του Κόμη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, μαζί με τον αδερφό του Αναστάσιο και τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο, πέρασε στην Πελοπόννησο με δύναμη 400 ανδρών από την Κεφαλονιά.** Στις 25 Μαΐου του 1822 με ομόφωνη απόφαση εγκρίθηκε πράξη του Εκτελεστικού με την οποία ο Ανδρέας Μεταξάς, για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει μέχρι τότε προς την πατρίδα, πολιτογραφήθηκε Έλληνας κάτοικος Πελοποννήσου. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα εκλέχθηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και αντιπρόσωπος στην Εθνοσυνέλευση του Άργους, ενώ χρημάτισε και υπουργός Αστυνομίας.

Το 1827 ο Ανδρέας Μεταξάς πρωτοστάτησε για την εκλογή του Καποδίστρια στη θέση του κυβερνήτη και υπήρξε μέλος του Γενικού Φροντιστηρίου, από το 1828 έως το 1831. Μετά το θάνατο του Καποδίστρια αντιτάχθηκε στην εκλογή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, αλλά παρ’ όλα αυτά κρατήθηκε μακριά από τις διασπαστικές τάσεις του Κωλέττη. Παρά ταύτα διετέλεσε όμως μέλος της προσωρινής κυβέρνησης μέχρι την έλευση του Όθωνα.

Το 1833 συνελήφθη – ως ύποπτος για τις φιλελεύθερες αρχές του – μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και φυλακίστηκε στη Σύρο, απ’ όπου δραπέτευσε και κατέφυγε στη Μασσαλία.

Το 1839, μετά την ανάκληση της δίωξής του, επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε Σύμβουλος Επικρατείας και κατόπιν υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Μαυροκορδάτου το 1841.

Μετά τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, ο Ανδρέας Μεταξάς έγινε αρχηγός του Ρωσικού Κόμματος και μαζί με τον Ανδρέα Λόντο τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη, πρωτοστάτησε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.

Μετά την επικράτηση του κινήματος, σχημάτισε κυβέρνηση και ήταν ο πρώτος που πήρε τον τίτλο του πρωθυπουργού. Στη συνέχεια χρημάτισε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, για να παραιτηθεί το 1845, ύστερα από απόπειρα του τελευταίου για ανατροπή του Συντάγματος.

Το 1850 και ενώ ο Όθωνας είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τη Ρωσία, ο Μεταξάς εκλέχθηκε γερουσιαστής και Βουλευτής. Το 1850 προάχθηκε στο βαθμό του αντιστρατήγου όπου και παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλέα Όθωνα με τον Μεγαλόσταυρο  και αργότερα διορίστηκε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 56) παραιτήθηκε από τη θέση του και οργάνωσε ένοπλα τμήματα, προκειμένου να συμμετάσχουν στην εξέγερση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.

Μετά την καταστολή της τελευταίας, ο Ανδρέας Μεταξάς αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική, παρά την πρόταση του Όθωνα να αναλάβει εκ νέου την πρωθυπουργία. 

Ο Ανδρέας Μεταξάς διετέλεσε επίσης και πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας καθώς και πολλών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Σε όλο τον βίο του υπήρξε γενναίος, ειλικρινής και φιλόπατρις με ακέραιο χαρακτήρα. Πέθανε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860.

 

Υποσημειώσεις


* Με το όνομα Μεταξάς  φέρεται μεγάλη ιστορική βυζαντινή οικογένεια της οποίας πρώτη ιστορική αναφορά έγινε το 1081. Αρχηγός της οικογένειας στη πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Μάρκος Αντώνιος Μεταξάς ο οποίος συμπολεμιστής του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου διασωθείς την αποφράδα ημέρα κατέφυγε με τους δύο αδελφούς του στη Χίο, μετά στη Κρήτη, όπου παρέμεινε λίγο καιρό και στη συνέχεια στη Κεφαλονιά όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη περιοχή Φραντζάτα που έκτοτε μετονομάσθηκαν σε Μεταξάτα. Από τη πολυμελή αυτή οικογένεια πολλά μέλη διακρίθηκαν στο στρατό, στο κλήρο, καθώς και στα γράμματα και τις επιστήμες.

Το οικόσημο του οίκου των Μεταξάδων.

Το οικόσημο του οίκου των Μεταξάδων.

** Η καταστροφή των Λαλαίων (13-6-1821). Το Λάλα είναι κωμόπολη του νομού Ηλείας, χτισμένο πάνω σε οροπέδιο συνεχόμενο με το όρος Φολόη, σε υψόμετρο 620 μέτρων. Είχε χτιστεί από Τουρκαλβανούς, που είχαν αναλάβει την είσπραξη των φόρων της Πελοποννήσου. Αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί επιφανείς Τούρκοι και ασκούσαν επιρροή σε όλη την Ηλεία.

Ο Ανδρέας Μεταξάς νικά τους Τούρκους περί τον Λάλα. Peter Von Hess.

Ο Ανδρέας Μεταξάς νικά τους Τούρκους περί τον Λάλα. Peter Von Hess.

Ήσαν οι περίφημοι Τουρκαλβανοί Λαλαίοι, γενναίοι πολεμιστές, και οι περισσότεροι πλούσιοι από αρπαγές και λεηλασίες που έκαναν. Καύχημά τους ήταν ότι δεν είχαν νικηθεί ποτέ σε μάχη. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, ενώ οι άλλοι Τούρκοι της Πελοποννήσου φοβήθηκαν και κλείστηκαν στα φρούρια, οι Λαλαίοι έμειναν στο χωριό τους και ενεργούσαν επιδρομές, κατά τις οποίες λεηλατούσαν τα πάντα. Γι’ αυτό, το συνέδριο των προκρίτων, που συνήλθε στο Αίγιο, αποφάσισε να σταλεί εκεί εκστρατευτικό σώμα, για να εξουδετερώσει τον κίνδυνο. Άρχισαν λοιπόν να συγκεντρώνονται: Ηλείοι, με αρχηγούς το Σισίνη και το Βιλαέτη. Καλαβρυτινοί, με τους Φωτήλα και Λεχουρίτη. Τριφύλιοι (από την επ. Ολυμπίας) με το Χριστόπουλο. Γορτύνιοι, με τους Πλαπουταίους. Ζακυνθινοί και Κεφαλλήνες, με τους Ανδρέα και Κώστα Μεταξά και Ανδρέα Πανά. Όλοι αυτοί, 2.500 περίπου, με δύο κανόνια που είχαν οι Κεφαλλήνες, συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στη θέση Πούσι, μια ώρα μακριά από το Λάλα. Οι πολεμιστές Λαλαίοι ήταν περίπου 1.000.

Στις πρώτες μικροσυμπλοκές που έγιναν νικήθηκαν οι Ολύμπιοι και οι Γορτύνιοι και υποχώρησαν. Σημειώθηκε τότε λιποψυχία στο στρατόπεδο και άρχισαν και λιποταξίες. Τότε ρίχτηκε η ιδέα να λυθεί η πολιορκία. Την κατάσταση έσωσε ο Ανδρέας Μεταξάς και οι άλλοι αρχηγοί των Επτανησίων, που δήλωσαν ότι, και αν ακόμη όλοι οι άλλοι έφευγαν, αυτοί θα έμεναν στις θέσεις τους και θα πολεμούσαν.

Στο μεταξύ και οι Λαλαίοι καταλάβαιναν ότι ήταν δύσκολη η θέση τους και ζήτησαν βοήθεια από το Γιουσούφ πασά της Πάτρας. Εκείνος έστειλε 500 Τούρκους και όλοι μαζί επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων στις 13 Ιουνίου 1821. Ακολούθησε σφοδρότατη μάχη, στην αρχή της οποίας νικούσαν οι Τούρκοι, αλλά στη συνέχεια έπαθαν μεγάλη φθορά από τα δύο κανόνια των Επτανησίων και υποχώρησαν. Ξαναγύρισαν πάλι στο χωριό καταντροπιασμένοι, γιατί πρώτη φορά δε νικούσαν σε μάχη. Δεν έμειναν όμως ούτε στιγμή στο χωριό οι Λαλαίοι. Καταλάβαιναν ότι η θέση τους θα γινόταν όλο και πιο δύσκολη με τον καιρό και την ίδια νύχτα το εγκατέλειψαν και έφυγαν με τα γυναικόπαιδα για την Πάτρα.  Φεύγοντας  έκαψαν το χωριό, αλλά αργότερα οι Έλληνες το ξανάχτισαν. Η νίκη στο Λάλα, εκτός του ότι απάλλαξε την περιοχή από τους τρομερούς Λαλαίους Τουρκαλβανούς, αναπτέρωσε και το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων της Πελοποννήσου.  

  

Πηγές


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.
  • Peter Von Hess, «1821 η Ελληνική Επανάσταση», Εκδόσεις Δέλτα, Αθήνα, 1996.
  • K. N. Σάθας, «Nεοελληνική φιλολογία. Bιογραφίαι των εν γράμμασι διαλαμψάντων Eλλήνων (1453-1821)», Aθήνα 1868.
  • Μακρής Γεράσιμος, «Η μάχη του Λάλα»», ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ,  επανέκδοση της «Μονογραφίας της εν Λάλα μάχης», πρώτη έκδοση, 1921.

 

 

Read Full Post »

Λαμπρινίδης Λαμπρινός (1810-1894)

 

 

Δικηγόρος, δήμαρχος και βουλευτής Άργους. Γεννήθηκε στο Άργος, όπου σπούδασε τα εγκύκλια γράμματα με δάσκαλο τον φημισμένο Λεόντιο. Στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ύστερα εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, όπου άσκησε δικηγορία. Ήταν ένθερμος οπαδός του Όθωνα και κατά την πτώση της δυναστείας ταλαιπωρήθηκε αρκετά. Αργότερα, το 1872, διετέλεσε για ένα εξάμηνο βουλευτής Άργους. Από τη βουλευτική του δράση μνημονεύεται ότι με τις αγορεύσεις του στη Βουλή συνέβαλε στην κατάργηση της φορολογίας καπνού.

Διετέλεσε Δήμαρχος Άργους (1857-1862) και ως πρώτο του έργο μνημονεύεται η μεταφορά νερού από τον Ερασίνο ποταμό (Κεφαλάρι) μέχρι το σπίτι του στρατηγού Τσώκρη με σκεπαστό αυλάκι.

 

Ο Λαμπρινίδης στην αρχή του πολιτικού του βίου εμφανίζεται ως πολιτικός αντίπαλος του στρατηγού Τσώκρη – και ως φιλελεύθερος υπόσχεται να απαλλάξει το Άργος από τον «Τσωκρικό δεσποτισμό». Κέρδισε τότε τις δημοτικές εκλογές (1857). Αργότερα συμμάχησε με τον στρατηγό, ο οποίος όμως από τη συνεχή πολιτική φθορά δεν μπορούσε πια να επηρεάζει τα πολιτικά πράγματα όπως πρώτα.

 

Ο Τύπος της εποχής μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την πολιτική του Λαμπρινίδη χαρακτηρίζουν η κακοδιοίκηση του Δήμου επί δημαρχίας του, η έλλειψη συνεπούς πολιτικής, το φτωχό του έργο και ο καιροσκοπισμός του γενικά. Αλλά δεν σώζεται Τύπος φιλικά προσκείμενος προς τον πολιτικό, για να μπορούμε να μορφώσουμε ασφαλέστερη γνώμη. Το 1883, ύστερα από την αποτυχία του να εκλεγεί εκ νέου Δήμαρχος αλλά και λόγω γήρατος, απομακρύνεται οριστικά από την πολιτική. Πέθανε στο Άργος τον Απρίλιο 1894.

 

 

Πηγή

 

  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

 

Read Full Post »

Ρέπουλης Εμμανουήλ (1863-1924)


 

Δημοσιογράφος και βουλευτής. Είχε εκλεγεί τρεις φορές: 1899, 1905 (και τις δυο με το κόμμα του Γεωργίου Θεοτόκη), 1923 (με τους Φιλελευθέρους) και ήταν ένας από τους βουλευτές της ομάδας των Ιαπώνων (1906-1908). Είχε γίνει υπαρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων. Είχε χρηματίσει Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, υπουργός Εσωτερικών, υπουργός Οικονομικών (1915).

Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης γεννήθηκε το 1863, στο Κρανίδι Αργολίδας. Η οικογένεια του, αν και δεν ήταν σε ιδιαίτερα καλή οικονομική κατάσταση, ανήκε στις πιο έγκριτες οικογένειες της περιοχής. Πατέρας του ήταν ο Παντελής Ρέπουλης (ή Λιέπουρης), ναυτικός, και μητέρα του η Παρασκευή, το γένος Λάμπρου. Ήταν το τρίτο κατά σειρά παιδί της πολυμελούς οικογένειας και είχε τέσσερις αδερφούς και δύο αδερφές. Πρώτος σταθμός στην πνευματική του ζωή, υπήρξε το Σχολαρχείο του Κρανιδίου το μόνο που διέθετε εκείνη την εποχή το Κρανίδι. Εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Εκεί, διαπέρασε την ψυχή η φρεσκάδα της θάλασσας και του αλατιού που τού ‘στελνε η Κοιλάδα απ’ τα παράθυρα.

 

Φωτογραφία από το βιβλίο, Εμμανουήλ Ρέπουλης, «Κείμενα – Επιστολές – Άρθρα – Ομιλίες », Έκδοση Δήμου Κρανιδίου, 2001.

 

Έπειτα συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Ναύπλιο και στην Αθήνα. Ο νεαρός τότε Ρέπουλης παρέδιδε δωρεάν μαθήματα στον ανιψιό του κ. Αργυρόπουλου, με μοναδικό αντίτιμο το καθημερινό του φαγητό, εκεί φαίνεται η φτώχεια που τον μάστιζε και ο δυνατός του χαρακτήρας που δεν λύγισε ποτέ, στο γνωστό εστιατόριο «Έλαφος», που ανήκε στην ιδιοκτησία του θείου του κ. Αργυρόπουλου.

Μετά από την φοίτηση του στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Εργάζεται ως διορθωτής, από το 1889, στην εφημερίδα, την λεγόμενη, «Καθημερινή» του κ. Λάμπρου. Ύστερα από ένα χρόνο γίνεται αρχισυντάκτης της άλλης γνωστής εφημερίδας εν ονόματι «Ακροπόλεως» και μαζί με τον Βλάση Γαβριηλίδη διευρύνουν τους ορίζοντές τους στα βιομηχανικά και εμπορικά ζητήματα της χώρας, εκείνη η περίοδος σημειώνεται ως η απαρχή της ακμής της καριέρας του.

Ο Ρέπουλης ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που κατέκρινε μέσα από τα άρθρα του τη συναλλαγή, τις παλαιοκομματικές μεθόδους, τη βία των χωροφυλάκων, τη στρατοκρατία, τις παρεκτροπές των φιλοβασιλικών αξιωματικών και γενικά τα παραπτώματα της εποχής, τα οποία κανείς δεν τολμούσε να κρίνει, από εκεί φαινόταν ο δίκαιος χαρακτήρας του. Τη δημοσιογραφία δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Θεωρούσε ότι ήταν ένα από τα σημαντικότερα όπλα, που μπορούσε ν’ αφυπνίσει το λαό, να τον προβληματίσει, να τον αναγκάσει να πάρει τις τύχες στα χέρια του. Αργότερα συνεργάστηκε και με τις εφημερίδες «Εστία», «Νέον Άστυ» και «Σκριπ». Επίσης αρθρογραφούσε σε πολλά περιοδικά, όπως την «Ελλάδα» του κ. Σ. Ποταμιάνου.

Η οξεία παρατηρητικότητα που διέθετε, η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται το ουσιώδες, η φιλομάθεια, το ήθος, η εργατικότητα και οι υψηλές αισθητικές του επιλογές, αναδείχθηκε ως ταλαντούχος δημοσιογράφος και καλλιτέχνης και ως ένας από τους ικανότερους και πιο έντιμους πολιτικούς της γενιάς του. Το όνομα του δεν έμεινε στην ιστορία μόνο μέσα από τις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών.

 

Η πολιτική του δράση

 

Το 1899 εκλέγεται βουλευτής Ερμιονίδος, η παρουσία του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο γίνεται ιδιαίτερα αισθητή. Η φύσει δημοκρατική σου συμπεριφορά, η ιδέα ανιδιοτελούς προσφορά, η πρωτοποριακή σκέψη, η υπευθυνότητα και τα σπάνια διοικητικά του προσόντα τον έταξαν στην υπηρεσία του λαού, τον οποίο υπηρέτησε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Ο τότε Πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης, διαβλέποντας τα ραγδαία εξέλιξη , του αναθέτει την εισήγηση του προϋπολογισμού του Κράτους, όπου ο Ρέπουλης εισηγείται προτάσεις νεωτεριστικές.

Μετά την εκλογική του αποτυχία, στην Ερμιονίδα το 1903, διορίζεται Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών. Διαφωνεί όμως με τις συνεχείς επεμβάσεις της φαυλοκρατίας στο έργο του και παραιτείται ύστερα από λίγο χρόνο. Το 1905 εκλέγεται και πάλι βουλευτής, αλλά αποσχίζεται σχεδόν αμέσως από το κόμμα του Θεοτόκη και προσχωρεί στην ομάδα των «Ιαπώνων» που έχει πρόγραμμα νεωτεριστικό. Οι ανακαινιστές όμως (Γούναρης, Παπαδάκης, Βζίκης, Αλεξανδρής, ε τον Στέφανο Δραγούμη στη ηγεσία) δεν καταφέρνουν να επιβληθούν παρά τις μαχητικές τους προσπάθειες και διαλύονται απογοητευμένοι. Ο Ρέπουλης μόνος, μαζί μ’ έναν- δυο άλλους συντρόφους του, επιμένει, αγωνίζεται, εξακολουθεί να ασκεί κριτική, και δραστηριοποιείται στην κίνηση που οδηγεί στην Επανάσταση του 1909.

Όταν πλησίασε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το 1910, πίστεψε ότι οι οραματισμοί και οι αγώνες του θα αποκτούσαν οντότητα μόνο αν στήριζε με όλες του τις δυνάμεις το μεγάλο ηγέτη. Έτσι ανακηρύχθηκε υπαρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Και πράγματι οι Φιλελεύθεροι βρήκαν στο πρόσωπο του τον ακρογωνιαίο λίθο που θα στήριζε την ιδεολογία τους, ενώ εκείνος κατόρθωσε να ντυθεί με σάρκα και οστά, τα μέχρι τότε μεγαλεπήβολα σχέδια του. Από το 1910 μέχρι το 1915 διοικεί το Υπουργείο Εσωτερικών, και διορίζεται για ένα χρονικό διάστημα Γενικός Διοικητής Μακεδονίας. Τότε συντάσσει και το περίφημο διάγγελμα τους βασιλέώς Κωνσταντίνου (1913) με το οποίο κηρύσσεται Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος.

Οι λόγοι του στο επαναστατικό κράτος της Θεσσαλονίκης για τα Νοεμβριανά του 1916, για το θάνατο του υποστράτηγου Φικιώρη στην Κρήτη και για τον «Αγγλικόν πολιτισμόν εντός Ελληνικού πλαισίου», παρέμειναν στην ιστορία. Ως υπουργός Εσωτερικών εισάγει το νόμο «Περί Δήμων και Κοινοτήτων». Το 1915 αναλαμβάνει το Υπουργείο Οικονομικών, και από το 1917 μέχρι το 1920, επιστρέφει στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ελευθέριου Βενιζέλου στις 31 Ιουνίου 1920, στην Αθήνα ξεσπούν ταραχές και προετοιμάζονται δολοφονίες επιφανών αντιβενιζελικών προσώπων. Ο Εμμ. Ρέπουλης, αντιπρόεδρος, τότε, στη Κυβέρνησης, διατάσσει να συλληφθούν και να φυλακιστούν όλοι οι απειλούμενοι, ενώ αναθέτει την προστασία τους σε ισχυρή φρουρά, με διοικητή της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Αλλά η ενωμένη Αντιβενιζελική Παράταξη είναι η νικητήρια των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου του 1920. Μετά την εκλογική ήττα, ο Ρέπουλης κατηγορείται για μετριοπάθεια που οδήγησε στην αποτυχία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Έτσι στις 5 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, αναχωρεί μαζί με τον Βενιζέλο, αυτοεξόριστοι και οι δύο, για το Παρίσι, τον τόπο της εξορίας τους.

Το 1923 εκλέγεται και πάλι βουλευτής, αλλά αυτή τη φορά δεν προσήλθε στη Βουλή, για λόγους υγείας. Ο Εμμ. Ρέπουλης, «ο αναπολόγητος» της Ελληνικής Βουλής, κατά την έκφραση του Κώστα Αθάνατου, πεθαίνει το 1924, στη γενέτειρα του το Κρανίδι, από καρδιακό νόσημα. Η συμβολή του στο μεταρρυθμιστικό έργο του Βενιζέλου υπήρξε αποφασιστική. Όλα τα νομοσχέδια που έγιναν νόμοι του κράτους, έχουν τη σφραγίδα της δικής του προσωπικότητας. Ο ίδιος ο αρχηγός των Φιλελευθέρων τον προόριζε για διάδοχο του, στην αρχηγία του Κόμματος. Διότι ο Εμμ. Ρέπουλης είχε στην πρώτη γραμμή προτεραιότητας τα λαϊκά συμφέροντα και όχι τα προσωπικά. Τελευταία είχε εξομολογηθεί στους φίλους του: «Η μοίρα μου ήτο να δουλέψω δύο κυρίους αυταρχικούς, οι οποίοι όλο εταξίδευαν και με άφηναν αντικαταστάτη των: Τον Βλάσην Γαβριηλίδην και τον Βενιζέλον, και οι οποίοι μου εζητούσαν δι’ όλα ευθύνας. Ως δημοσιογράφος είχα τον Γαβριηλίδην ταξιδεύοντα διαρκώς και διά τηλεγραφημάτων του ζητοΰντα δι’ όλα παρ’ εμού ευθΰνας διά το τάδε και τάδε ζήτημα. Και ο Βενιζέλος από μένα εζητουσεν ευθΰνας…»

 

 

Πηγή


  • Εμμανουήλ Ρέπουλης, «Κείμενα – Επιστολές – Άρθρα – Ομιλίες », Έκδοση Δήμου Κρανιδίου, 2001.

 

Read Full Post »

Φαράκος Κωνσταντίνου Γρηγόρης (1923-2007)

 

 

ΦαράκοςΓρηγόρης Φαράκος (Ναύπλιο, 11 Ιανουαρίου 1923 – Αθήνα, 23 Μαρτίου 2007), πολιτικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε  και μεγάλωσε στο Ναύπλιο. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και τελείωσε Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, το 1946. Μεταπτυχιακές σπουδές το 1956, στη Σχολή Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών Μόσχας. Από σπουδαστής του ΕΜΠ, εντάσσεται στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Μέλος του ΚΚΕ, στέλεχος της ΕΠΟΝ, συμμετέχει στις κινητοποιήσεις και τους αγώνες του λαού της Αθήνας.

Ως καπετάνιος του φοιτητικού λόχου ΕΛΑΣ «Λόρδος Μπάιρον«, παίρνει μέρος στις συγκρούσεις και μάχες του Δεκεμβρίου 1944 στην Αθήνα και τραυματίζεται πολύ σοβαρά. Συνεχίζει την πολιτική του δράση στις γραμμές του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ, εξορίζεται στην Ικαρία. Μετά την απόδρασή του, εντάσσεται στο «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας», παίρνει μέρος σε μάχες του Εμφυλίου πολέμου, όπου, επίσης, τραυματίζεται πολύ σοβαρά. Ζει επί αρκετά χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας στις ανατολικές χώρες. Με την κήρυξη της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, εισέρχεται «παρανόμως» στην Ελλάδα, όπου αγωνίζεται κατά της Χούντας, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται (1968-1974). Αποφυλακίζεται με τη μεταπολίτευση.

Επί 13 χρόνια (1974-1987) είναι Διευθυντής της καθημερινής πρωινής εφημερίδας «Ριζοσπάστης». Αναδεικνύεται στέλεχος του ΚΚΕ και εκλέγεται Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του, το 1989. Από το 1987 επιδίδεται πιο συστηματικά σε προσπάθεια ανανέωσης των δομών της σκέψης του ΚΚΕ. Με την αποτυχία της ανανεωτικής κίνησης, διακόπτεται η συμμετοχή του στο κομμουνιστικό κίνημα, το 1991. Συνεχίζει την πολιτική του δράση ως στέλεχος της Αριστεράς.

Επί 19 συνεχή χρόνια (1974-1993) εκλεγόταν πρώτος σε σταυρούς βουλευτής της Αριστεράς (του ΚΚΕ και, κατοπινά, του «Συνασπισμού») στην Α’ Περιφέρεια της Αθήνας για το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το 1985 είχε εκλεγεί και Ευρωβουλευτής, αλλά παραιτήθηκε για να μείνει στην Ελληνική Βουλή. Από πολύ νωρίς (1943), έχει ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, έχει δημοσιεύσει πολλά πολιτικά και επιστημονικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, έχει εκδώσει πολλά βιβλία σε διάφορα θέματα. Πέθανε το 2007 στην Αθήνα και ετάφη στην γενέτειρά του το Ναύπλιο.

 

 

Έργα του

·         Ενεργειακή οικονομία και πολιτική.

·         Επιστημονικοτεχνική επανάσταση και εργατική τάξη.

·         Ένας αιώνας του Κεφαλαίου.

·         Θέματα του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.

·         Η Νεολαία και το εργατικό κίνημα.

·         Μαρτυρίες και στοχασμοί, 1941-1991: 50 χρόνια πολιτικής δράσης, εκδόσεις Προσκήνιο, Αθήνα, 1993. Εισαγωγή – ιστορική επιμέλεια Παύλος Β. Πετρίδης.

·         Δεκέμβρης του 44: νεότερη έρευνα, νέες προσεγγίσεις, εκδόσεις Φιλίστωρ. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης.

·         Η μάχη των συμβόλων: το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από την αρχαία Ολυμπία, εκδόσεις Φιλίστωρ.

·         Άρης Βελουχιώτης: το χαμένο αρχείο, άγνωστα κείμενα, η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στον Άρη Βελουχιώτη, 1941-1945, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1997.

·         Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία Ι – Το αντάρτικο-στρατός για τώρα και για μετά, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2000.

·         Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία ΙΙ – Μυστική έκθεση 1946 και άλλα ντοκουμέντα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2000.

·         Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου, 2004.

·         Σχετικά με το ΚΚΕ και το Κομμουνιστικό Κίνημα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2005.

Πηγή

  • Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

 

Read Full Post »

Γούναρης Δημήτριος (1866-1922)  


 

Γούναρης Δημήτριος

Γούναρης Δημήτριος

Πρωθυπουργός, δικηγόρος και δεινός ρήτωρ. Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν γιος του εμπόρου σταφίδας Παναγιώτη Γούναρη  από το Άργος και της Μαρίας το γένος Αλεξοπούλου. Εκπαιδεύτηκε στο λύκειο Πράπα & Γκιαούρη και γνώριζε ήδη από την παιδική του ηλικία γαλλικά και ιταλικά χάρις στη βοήθεια της Ιταλίδας παιδαγωγού Λαφφόν. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Γερμανία, το Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1893 άρχισε να δικηγορεί στην Πάτρα.

Το όνομα του συνδέθηκε με την αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών της κυβερνήσεώς του, η οποία κατέληξε στη Μικρασιατική καταστροφή. Ύστερα από αυτό το γεγονός συνελήφθη, παραπέμφθηκε στη «Δίκη των Έξι» και εκτελέστηκε στο Γουδί. Ανιψιός του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος.

Στις εκλογές του 1902 ο Γούναρης πρωτοεκλέχτηκε ανεξάρτητος βουλευτής Αχαΐας, απέτυχε ωστόσο  στις εκλογές του 1905, ενώ στις εκλογές του 1906 επανεκλέχτηκε. Τον Οκτώβριο του 1906 εμφανίστηκε στη Βουλή το «κόμμα των Ιαπώνων»[1], με κύριο εμψυχωτή  τον Γούναρη. Τον Ιούνιο του 1908, έγινε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη, με αποτέλεσμα τη διάλυση της ομάδας των «Ιαπώνων». Ο ίδιος παραιτήθηκε από την κυβέρνηση Θεοτόκη στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1909. Στις εκλογές του 1910 δεν υπέβαλε υποψηφιότητα, ενώ στις εκλογές του 1912 εκλέχτηκε ανεξάρτητος βουλευτής Αχαΐας με ρητή δήλωση ότι θα είναι «αντιπολιτευόμενος».

Δημήτριος Γούναρης, ελαιογραφία του Επαμεινώνδα Θωμόπουλου. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων.

Δημήτριος Γούναρης, ελαιογραφία του Επαμεινώνδα Θωμόπουλου. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων.

Τον Φεβρουάριο του 1915, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διαφώνησε με την εισήγηση του Βενιζέλου να λάβει μέρος η Ελλάδα στην επιχείρηση των Αγγλογάλλων στα Δαρδανέλια, ύστερα από την παραίτηση του Βενιζέλου ο Γούναρης σχημάτισε στις 25 Φεβρουαρίου την πρώτη του κυβέρνηση. Στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 ως ιδρυτής  του κόμματος των «εθνικοφρόνων» που το μετονόμασε  αργότερα (1920) σε «Λαϊκό  κόμμα» ο Γούναρης έχασε και υπερίσχυσε με μειωμένη δύναμη ο Βενιζέλος. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1915  το κόμμα των Φιλελευθέρων δεν έλαβε μέρος. Στη δεύτερη διάλυση της Βουλής τον ίδιο χρόνο ο Γούναρης βγήκε νικητής στις εκλογές με αποχή μεγάλου τμήματος του λαού.

Ως αντιβενιζελικός εκτοπίστηκε τον Ιούνιο του 1917 στο Αιάκειο της Κορσικής. Το 1919 διέφυγε από την Κορσική και ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Ιταλία. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα όταν προκήρυξε ο Βενιζέλος εκλογές για την 1 Νοεμβρίου του 1920. Αυτές οι εκλογές έδωσαν την πλειοψηφία στην Ηνωμένη Αντιπολίτευση με ισχυρότερο κόμμα στη Βουλή το «Λαϊκό κόμμα» του Γούναρη. Ο Γούναρης καταδικάστηκε – χωρίς ο ίδιος να απολογηθεί- από έκτακτο στρατοδικείο (στην γνωστή δίκη των έξι), στις 15 Νοεμβρίου του 1922 στην ποινή του θανάτου ως ένοχος «εσχάτης προδοσίας» για την Μικρασιατική καταστροφή.

Στις 11:27 π.μ. εκτελέστηκε στο Γουδί, παρουσία λιγοστών συγγενών, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ξάδερφος του και μετέπειτα δήμαρχος Πατρέων, Ιωάννης Βλάχος. Δεν δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια. Η εκτέλεση τους έγινε κυρίως για να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία προς την χώρα τους. Τάφηκε στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών την ίδια μέρα, παρουσία λιγοστών συγγενών και φίλων, με έναν ιερέα και χωρίς την παρουσία ψαλτών. Η κηδεία γενικά ήταν πρόχειρη και βιαστική γιατί η επαναστατική επιτροπή είχε διατάξει να ολοκληρωθούν όλες οι ταφές πριν τις 3 μ.μ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν εκτελεστεί έγραψε την λιτή διαθήκη του, στην οποία ανέφερε:

 

Ότι περισσεύει εκ της μικράς μου περιουσίας, αφού πληρωθούν τα χρέη μου, επιθυμώ να περιέλθη εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Α. Κανελλόπουλον ον εγκαθιστώ γενικόν κληρονόμον ίνα το χρησιμοποιήση προς καλλιτέραν αποκατάστασιν της θυγατρός του Μαρίας. Εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή αφίνω δέκα χιλιάδας, και την βιβλιοθήκην μου εις τον Δήμον Πατρών.

 

Η διαθήκη του όπως και η ζωή του ήταν λιτή γι’ αυτό και δεν απέκτησε ποτέ περιουσία. Με την διαθήκη του ο Γούναρης έγινε μέγας ευεργέτης του Δήμου Πατρέων και συγκεκριμένα της δημοτική βιβλιοθήκης. Στις 3 Ιουνίου του 1931, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου η οδός Καλαβρύτων ή νέος δρόμος μετονομάστηκε σε οδός Δημήτριου Γούναρη. Ήταν μια από τις πρώτες κινήσεις για την αποκατάσταση του ονόματος του.

 

Υποσημείωση

[1] Το όνομά τους οφείλεται στο δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, σε άρθρο του στις 10 Φεβρουαρίου 1907, στην εφημερίδα Ακρόπολη, όπου παρομοίαζε τη μαχητικότητά τους με αυτή των Ιαπώνων σαμουράι για την υπεράσπιση του αυτοκράτορά τους κατά τον σινοϊαπωνικό πόλεμο του 1894-5, οι οποίοι είχαν εντυπωσιάσει το διεθνή τύπο με τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις τους ενάντια στα ρωσικά στρατεύματα.


 

Πηγές


  • Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, «Το Άργος δια μέσου των Αιώνων», Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996. 
  • Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.
  • Βικιπαίδεια.

Read Full Post »

Εθνοσυνέλευση Δ΄ (Άργος, 11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829) 


 

Τα γεγονότα πριν από την Εθνοσυνέλευση

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος έφτασε στο Ναύπλιο με το αγγλικό πολεμικό Γουωρσπάιτ στις 6 Ιανουαρίου 1828, για να καταλήξει στην Αίγινα στις 11 του ίδιου μήνα, είχε δώσει από την αρχή την υπόσχεση ότι εντός του Απριλίου 1828 θα λογοδοτούσε για τα μέχρι τότε πεπραγμένα του ενώπιον εθνικής συνέλευσης. Εν τούτοις, απέφυγε να τηρήσει την υπόσχεσή του, γιατί πίστευε ότι έπρεπε ν’ αγωνιστεί πρωτίστως για την οργάνωση κράτους και να δώσει μάχη στον διπλωματικό τομέα. Εξάλλου, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Και κατά συνέπεια, δεν ήταν εφικτή η διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη πληρεξουσίων ενόψει της τέταρτης κατά σειρά εθνοσυνέλευσης.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne. Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Κυρίως για το λόγο αυτό εκδηλώθηκε δυσαρέσκεια σε βάρος του. Τελικά, η πίεση τον ανάγκασε να ζητήσει από το Πανελλήνιο –27 μέλη, που ασκούσαν μαζί του τη νομοθετική εξουσία– να συντάξει νόμο περί εκλογής πληρεξουσίων. Όμως, ο Καποδίστριας δε συμφώνησε με το νομοσχέδιο του Πανελληνίου και θέλησε να δημοσιεύει άλλο εκλογικό νόμο με προσωπική του ευθύνη. Τότε ο Γραμματέας της Επικρατείας (πρωθυπουργός) Σπυρ. Τρικούπης διαφώνησε και παραιτήθηκε. Μετά από λίγες μέρες διόρισε σ’ αυτή τη θέση το Νικ. Σπηλιάδη. Οι πληρεξούσιοι για την εθνοσυνέλευση, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί ύστερα από εκλογές, κατέφθασαν στο Άργος τέλη Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 1829, συνολικά 236. Από αυτούς 81 αντιπροσώπευαν την Πελοπόννησο, 56 τη Στερεά Ελλάδα, 16 τη Βόρεια Ελλάδα, 41 τα νησιά, 4 την Εύβοια και 38 τη Σάμο, Χίο και Κρήτη.

Στις εργασίες συμμετείχαν ως πληρεξούσιοι από το Άργος ο Δημ. Τσώκρης και ο Δημ. Περούκας.

 

Η συνέλευση

Πριν από τις εργασίες έγινε δοξολογία από τον πρώην Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως Άνθιμο Κομνηνό στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άργους, παρόντος και του Ι. Καποδίστρια, και οι πληρεξούσιοι έδωσαν τον εξής όρκο:

 

«Ορκίζομαι εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της Πατρίδος, μήτε να προβάλω μήτε να ψηφίσω τι εναντίον των συμφερόντων του Έθνους, κινούμενος από ιδιοτέλεια ή πάθος, να μην αποβλέπω εις πρόσωπον, και να μην παραβλέπω το νόμιμον και το δίκαιον».

 

Η σφραγίδα της Τέταρτης Εθνοσυνέλευσης, Άργος, 1829

Κατόπιν πορεύθηκαν στο αρχαίο θέατρο Άργους, που είχε διασκευάσει ειδικά για το σκοπό αυτό ο Θ. Κολοκοτρώνης. Η προκαταρκτική συνεδρίαση έγινε την ίδια μέρα (11 Ιουλίου) με Πρόεδρο τον πιο ηλικιωμένο Γεώργιο Σισίνη. Ο Ι. Καποδίστριας προσφώνησε τους παρισταμένους με λίγα λόγια και στη συνέχεια ο Γραμματέας της Επικρατείας Νικ. Σπηλιάδης ανέγνωσε από χειρόγραφο μακροσκελέστατη έκθεση του Κυβερνήτη, η οποία αναφερόταν σε όλες τις ενέργειες και τα επιτεύγματά του στον πολεμικό, πολιτικό και διπλωματικό τομέα από τότε που πληροφορήθηκε στο εξωτερικό για την εκλογή του από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ως κυβερνήτη του έθνους έως την ημέρα εκείνη. Η έκθεση τελείωνε στον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κυβερνηθεί η χώρα στο άμεσο μέλλον.

Οι κανονικές εργασίες της εθνοσυνέλευσης άρχισαν την επομένη, αφού οι σύνεδροι εξέλεξαν Πρόεδρο τον Γ. Σισίνη και Γραμματείς τον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό και Νικ. Χρυσόγελο. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 20 συνεδρίες από 12 Ιουλίου έως 5 Αυγούστου. Στη δεύτερη συνεδρία (13 Ιουλίου) συστάθηκε επταμελής Επιτροπή για τις επαφές των πληρεξουσίων με τον Κυβερνήτη και άλλη μία πενταμελής «επί των αναφορών». Η συνέλευση στην ουσία ενέκρινε τα σχέδια ψηφισμάτων που συντάσσονταν από τον Κυβερνήτη και μεταβιβάζονταν στους συνέδρους από την επταμελή επιτροπή, η οποία είχε λάβει την εντολή να σχεδιάζει τα ψηφίσματα με τις οδηγίες του Κυβερνήτη. «Τούτων ούτως εχόντων – σημειώνει ο Σπυρ. Τρικούπης στην ιστορία του – επανελάμβανον προσφυώς οι αστειότεροι των πληρεξουσίων το «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει»».

 

Το έργο της Εθνοσυνέλευσης

 

Τα σημαντικότερα από τα θέματα, με τα οποία ασχολήθηκε η Εθνοσυνέλευση, ήταν σε γενικές γραμμές τα εξής:

  • Εγκρίθηκαν 13 ψηφίσματα, που αναφέρονταν στην οργάνωση της δημόσιας διοίκησης.
  • Εγκρίθηκε η εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια.
  • Εξουσιοδοτήθηκε ο Κυβερνήτης να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις του με τις Μεγάλες Δυνάμεις για την αναγνώριση ελεύθερου και ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
  • Στη θέση του Πανελληνίου, το οποίο αυτοδίκαια είχε καταργηθεί, συστάθηκε 27μελής Γερουσία. Τους 21 από τους 27 Γερουσιαστές θα επέλεγε ο Κυβερνήτης από τριπλάσιο αριθμό υποψηφίων που θα του υποδείκνυε η Συνέλευση, ενώ τους υπόλοιπους έξι θα όριζε μόνος του. Αποστολή της Γερουσίας ήταν μόνο να γνωμοδοτεί για όλα τα μη διοικητικής φύσεως ψηφίσματα.
  • Καθορίστηκαν οι βάσεις για την αναθεώρηση του συντάγματος.
  • Εγκρίθηκαν ψηφίσματα για την τακτοποίηση οικονομικών θεμάτων (προϋπολογισμό ενός έτους, σχέδια για την απόσβεση δανείων, θέματα για την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα και για το «Γενικόν Φροντιστήριον» κ.ά.).
  • Εγκρίθηκε ψήφισμα για την αγορά πλοίων και τη συγκρότηση εθνικού στόλου.
  • Εγκρίθηκε ψήφισμα για την κοπή εθνικού νομίσματος με μονάδα τον Φοίνικα, υποδιαιρούμενο σε 100 λεπτά.
  • Ψηφίστηκε ετήσια επιχορήγηση 180.000 φοινίκων για τον Καποδίστρια – ύστερα από έγγραφη αίτηση του Κολοκοτρώνη-, την οποία όμως ο Κυβερνήτης αρνήθηκε να δεχθεί.
  • Απαγορεύτηκε η εξαγωγή αρχαιοτήτων από τη χώρα.
  • Θεσπίστηκαν μέτρα για την εξασφάλιση πόρων με σκοπό τη βελτίωση του κλήρου, του ορφανοτροφείου Αίγινας και της παιδείας.
  • Ψηφίστηκε νόμος για την εκδίκαση των υποθέσεων από τα δικαστήρια κ.ά.π.

Στις 6 Αυγούστου έληξαν πανηγυρικά οι εργασίες της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, παρουσία και πάλι του Καποδίστρια, ο οποίος χαιρέτισε τους συνέδρους. Επίσης, απηύθυνε προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό, την οποία διάβασε ο Γραμματέας της Επικρατείας.

 

Πολιτική σημασία – συμπεράσματα

Με τις εργασίες της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης εγκρίθηκε η μέχρι τότε πολιτική του Ι. Καποδίστρια και τέθηκαν οι βάσεις για τη νέα οργάνωση του κράτους. Η άσκηση των εξουσιών και η μορφή του κράτους είχαν προσαρμοστεί στις τότε δυνατότητες και ανάγκες του έθνους. Όμως, οι πολλές αρμοδιότητες του Κυβερνήτη, η πρόσληψη Επτανησίων σε σημαντικές δημόσιες θέσεις, ο διορισμός των αδελφών του Αυγουστίνου και Βιάρου σε υψηλά αξιώματα, καθώς επίσης και ο παραγκωνισμός των προκρίτων, τροφοδότησαν τη συνεχώς αυξανόμενη αντιπολιτευτική διάθεση.

Ο συγκεντρωτισμός και η αυταρχικότητα του Ι. Καποδίστρια – μολονότι οι προθέσεις του ήταν αγνές και αποσκοπούσαν στην οργάνωση του κράτους – ώθησαν ακόμη πολλούς φιλελεύθερους προς την αντιπολίτευση, που μέχρι τότε την αποτελούσαν κυρίως οι μεγαλονοικοκυραίοι της Ύδρας και πολλοί πρόκριτοι. Η μεγάλη πολιτική νίκη, την οποία είχε κερδίσει ο Ι. Καποδίστριας το καλοκαίρι 1829 στο Άργος, προκάλεσε σύντομα μία ισχυρή και συνεχώς εντεινόμενη αντιπολίτευση μέχρι τη δολοφονία του.

 

Πηγές


 

  • «Πρακτικά της εν Άργει Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως», Εν Αιγίνη, Εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, 1829.
  •  Οδυσσέα Κουμαδωράκη, «Άργος το πολυδίψιον» Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.

Read Full Post »

Κούζης Π. Δημήτριος

 

Κούζης Π. Δημήτριος Γιατρός, δήμαρχος Άργους, βουλευτής και γερουσιαστής. Ήταν ανηψιός του δημάρχου και βουλευτή Μιχ. Παπαλεξόπουλου. Αναδείχτηκε δήμαρχος στις εκλογές της 7ης Σεπτεμβρίου 1903 και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι το 1907. Το 1910 εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή και αργότερα γερουσιαστής (1929-1932)*.

 

Ο Αναστάσιος Τσακόπουλος μας παρουσιάζει την προσωπικότητα του Δημητρίου  Κούζη με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια: «Ο ήδη γερουσιαστής, αναδειχθείς και βουλευτής κατά το 1910, ιατρός εκ των εγκριτωτέρων με πολιτικήν ου την τυχούσαν, έντιμος, ειλικρινής, φιλαλήθης χαρακτήρ, κρίσεως δε και σκέψεως βαθυτάτης, διαδεχθείς το κόμμα του θείου του αειμνήστου Μιχαήλ Παπαλεξοπούλου».

Ο Δημήτριος Κούζης έμεινε άγαμος.** Πέθανε πλήρης ημερών στην Αθήνα (3 Δεκεμβρίου 1958).

 

Υποσημειώσεις

 

 

* Β΄ Αναθ. Βουλή: 28-11-1910 έως 20-12-1911.

Η Γερουσία ως θεσμός της Ελληνικής Πολιτείας, λειτούργησε σε δύο περιόδους:

α) 1844-1862 (περίοδος συνταγματικής μοναρχίας). Το 1844 αναδείχτηκαν 36 γερουσιαστές και μέχρι τέλους της περιόδου (1862) συνολικά 97.

β) 1929-1935. Η δύναμη της Γερουσίας την περίοδο αυτή αριθμούσε 120 γερουσιαστές, από τους οποίους:

92 εκλέγονταν από το Εκλογικό Σώμα. (Τρεις εκλέγονταν από την περιοχή της Αργολιδοκορινθίας).

18 εκλέγονταν από τις επαγγελματικές τάξεις μέσω των οργανώσεών τους και 10 εκλέγονταν από τη Βουλή και τη Γερουσία σε κοινή συνεδρίαση στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου. Οι εκάστοτε εκλεγόμενοι ήταν πολιτικοί ή προσωπικότητες που είχαν διακριθεί στα γράμματα ή σε υψηλά αξιώματα του δημόσιου βίου (καθηγητές πανεπιστημίων, αρεοπαγίτες, στρατηγοί, διευθυντές υπουργείων κ.ά.). Στο αξίωμα αυτό αναδείχτηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια (1929-1935) συνολικά 183 γερουσιαστές, από τους οποίους 4 από την Αργολιδοκορινθία ως αιρετοί:

α. Ο σταφιδέμπορος Απόστολος Ζούζουλας (1875 – ) αγνώστου κόμματος.

β. Ο αξιωματικός Ιππικού Γεώργιος Καρπετόπουλος (1864-1929) του λαϊκού κόμματος.

γ. Ο γιατρός Δημήτριος Κούζης (1870- 1958  ) του κόμματος των Φιλελευθέρων.

δ. Ο δικηγόρος Αθανάσιος Χριστόπουλος (1881 – ) του κόμματος των Φιλελευθέρων. (Από τα Μητρώα Βουλευτών και Γερουσιαστών της Βουλής των Ελλήνων).

 

** Ο Δ. Κούζης είχε δύο αδελφές, την Κορίννα και τη Θέτιδα, οι οποίες επίσης έμειναν άγαμες. Ο αδελφός τους στρατηγός Ευάγγελος Κούζης απέκτησε δύο κόρες, την Πόπη και τη Λιλίκα. Η Λιλίκα παντρεύτηκε τον χημικό από τη Σκοτεινή Δημ. Καραμήτσο. Το ζεύγος Καραμήτσου απέκτησαν μία κόρη, τη Μαρίνα (Μάνια), η οποία παντρεύτηκε τον Ελβετό Μπερνάρ Κέσελρινγκ. Η κόρη τους Εύα Κέσελρινγκ είναι ηθοποιός και τραγουδίστρια. (Μαρτυρία Καίτης Προκοπίου).

 

Πηγή

 

  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

 

 

 

Read Full Post »

Ανδρέας Ν. Καρατζάς.

 

Δικηγόρος, βουλευτής και δήμαρχος Άργους. Ήταν γιος του διαπρεπή νομομαθή Νεοκλή Καρατζά από την Πάτρα. Ο Ανδρέας Καρατζάς παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του Δημ. Τσώκρη, την εκλεκτή Ελένη, η οποία χρημάτισε πρόεδρος του Συλλόγου Κυριών της πόλης μας. Με τον γάμο του εγκαταστάθηκε στο Άργος, όπου διέπρεψε ως δικηγόρος και πολιτικός.

 

Εκλέχτηκε βουλευτής το 1894 στη θέση του Ηλ. Κανελλόπουλου, που πέθανε τότε, και το 1899. Επίσης εκλέχτηκε δήμαρχος το 1907, αλλά η θητεία του παρατάθηκε μέχρι το 1914 λόγω των μεγάλων πολιτικών εξελίξεων και των εθνικών θεμάτων της εποχής εκείνης (κίνημα στο Γουδί, εκλογές, βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913). Αλλά και μετά το 1914, οπότε το Άργος έγινε κοινότητα, ο Καρατζάς συνέχισε να ασχολείται με τα κοινά και αναδείχτηκε τέσσερεις φορές συνολικά πρόεδρος του τότε κοινοτικού συμβουλίου.

Την εποχή εκείνη έχασε και τη γυναίκα του Ελένη, η οποία πέθανε στις 21 Οκτ. 1916.

Ο Ανδρέας Καρατζάς θεωρείται ένας από τους καλύτερους και πιο δραστήριους δημάρχους του Άργους. Επί της εποχής του και με προσωπικό αγώνα και μέσα από πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να ηλεκτροδοτήσει το Άργος. Οι Αργείτες ποτέ δεν ξέχασαν τη μεγάλη ευεργεσία και όταν πέθανε, είχαν καλύψει με μαύρο τούλι τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και πένθους.

 

Ο Καρατζάς σε μακροσκελή του επιστολή προς την εφ. «Δαναΐς» του Δημοσθ. Δεσμίνη εξηγεί πως όνειρό του ήταν η άρδευση του αργολικού πεδίου με τα νερά του Ερασίνου, ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης και η ύδρευσή της με το νερό που έφτανε τότε από το Κεφαλάρι με κτιστό υδραγωγείο στη δεξαμενή του θεάτρου. Ονειρευόταν να κατασκευάσει άλλη δεξαμενή πιο ψηλά, όπου θα ανέβαινε το νερό με το ρεύμα.

Δυστυχώς, διάφοροι λόγοι δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει όλα όσα ονειρευόταν για το Άργος, είτε γιατί ήταν άρρωστος και δεν είχε καλούς συνεργάτες, όπως ο ίδιος εξομολογείται, είτε διότι τα οικονομικά μέσα της εποχής εκείνης ήταν πενιχρά.

Πέθανε στο Άργος στις 27 Μαρτίου 1932 και ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο Δημ. Τσώκρη στον Αϊ-Γιάννη.

 

 

Βιβλιογραφία

 

  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

 

 

Read Full Post »

Older Posts »