Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Γενίτσαροι’

Γενίτσαροι


  

Για πολλούς αιώνες οι Γενίτσαροι [يڭيچرى] παρέμεναν η δυνατότερη πηγή της στρατιωτικής δύναμης των Οθωμανών, ως τη στιγμή της διάλυσής τους από τον ίδιο τον προστάτη τους, το σουλτάνο Μαχμούτ Β’, στις 15 Ιουνίου του 1826. Μέσα σε μια μέρα, χιλιά­δες από αυτούς θανατώθηκαν, χιλιάδες άλλοι εξορίστηκαν σε μακρινούς τόπους και απογυμνώθηκαν από το πρότερο κύρος τους, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να κρυφτούν ανάμεσα στους πολίτες, αν αυτό ήταν δυνατό. Ο διωγμός τους συνεχίστηκε μετά το αποκαλούμενο Vakayi Hayriye (Βακάι -ι Χαϊριγέ) και γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα κυνήγι μαγισσών ως τα πέρατα της αυτοκρατορίας.

Γενίτσαρος της Ανακτορικής φρουράς, έργο του Louis Duprè. Λιθογραφία, 1825.

Οτιδήποτε είχε σχέση με τους Γενίτσαρους ή ενδεχομέ­νως τους θύμιζε, ακόμη και οι πλάκες στα μνήματά τους, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την καταστροφή. Ακόμη και οι πολίτες οπαδοί του Τάγματος των Bektashi (Μπεκτασί της ισλαμικής σέκτας των Γενίτσαρων) έγιναν στόχος του μένους του σουλτάνου, ενώ οι τεκέδες τους (ισλαμικά μοναστήρια) δημεύτηκαν και παραχωρήθηκαν σε άλ­λες κοινότητες ορθόδοξων σουνιτών ισλαμιστών. Ο Μαχμούτ κατάφερε αυτό που οι προκάτοχοί του ούτε είχαν τολμήσει ούτε ήταν ικανοί να κάνουν. Εί­χε φτάσει το τέλος μιας εποχής.

Η ημερομηνία αυτή αποτελεί το σημείο κορύφω­σης ενός σταδιακά συσσωρευόμενου μίσους εναντίον των Γενίτσαρων, το οποίο είχαν προκαλέσει οι ίδιοι με τις ανομίες τους, με τη δυσφορία που έ­δειχναν για τις νέες μεθόδους εκπαίδευσης, για το νέο εξοπλισμό, για τις βελτιώσεις στην τακτική της τέχνης του πολέμου της εποχής, με την απεί­θαρχη και μάλλον αλαζονική στάση τους απέναντι στη βασιλική οικογένεια και τους απλούς πολίτες.

Είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να προκαλούν συχνά ταραχές για διάφορες αιτίες, απαιτώντας την εκτέλεση όσων θεωρούσαν υπαίτιους για παράπονα εναντίον τους (ακόμη και οι ίδιοι οι σουλτάνοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση), και στις περισσότερες περιπτώσεις πετύχαιναν το στόχο τους εξαιτίας της έλ­λειψης μιας αντίρροπης δύναμης που θα μπορού­σε να τους σταματήσει. Κάθε επιτυχία διόγκωνε την αυτοπεποίθηση και την αλαζονεία τους εις βάρος του κύρους του σουλτάνου.

Ο στρατός των Γενίτσαρων, η πειθαρχημένη πο­λεμική τάξη της βασιλικής φρουράς είχε εξελι­χθεί σε ένα ημιστρατιωτικό παράκεντρο εξουσίας, που επικεντρωνόταν σε ενδοχώριους πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες, εξυπηρετώντας κυρίως τα δικά του συμφέροντα και όχι απαραίτητα εκείνα του σουλτάνου. Τα πράγματα όμως δεν ήταν ανέκαθεν έτσι.

Υπήρξε μια εποχή που αυτοί οι χριστιανικής καταγωγής νέοι άνδρες αποτελούσαν τον πυρήνα του οθωμανικού στρατιωτικού μηχανισμού και ήταν η δύναμη που έκρινε τον αγώνα στο πεδίο της μάχης. Αυτοί υπήρξαν ο καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας του οθωμανικού futuhat (φουτουχάτ) – επέκταση μέσω κατακτητικής πολιτικής – και το καθοριστικό σημείο της επιτυχίας τους ήταν η οργανωτική δομή των ταγμάτων τους [Ocak (Οτζάκ) ] στο σύνολό της, την οποία και θα εξετάσουμε με αυτό το δοκίμιο.

 

Η ίδρυση

 

Ο οθωμανικός στρατός στο αρχικό του στάδιο αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ιππείς που προέρχονταν από τοπικές φυλές υποτελείς στο σουλτάνο. Καθώς το σουλτανάτο επεκτεινόταν, οι άρχοντες αυτών των φυλών διορίστηκαν ως «αφέντες των συνόρων» (uc beyi (ούτς μπέη) για να προστατεύουν και, όταν αυτό ήταν δυνατό, να διευρύνουν την οθωμανική επικράτεια. Τους είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να δρουν αυτόνομα, αρκεί να παρέμεναν αφοσιωμένοι στην κεντρική εξουσία του σουλτάνου. Για να εξασφαλίσει αυτή την αφοσίωση, ο Ορχάν (γιος του Οσμάν) ήταν ο πρώτος που ένιωσε την α­νάγκη ύπαρξης μιας κεντρικής δύναμης η οποία θα επέβαλλε την ισορροπία ανάμεσα στις φυλές. Έτσι, ήδη από το 1338, ο Ορχάν είχε καθιερώσει τα δυο είδη μόνιμων στρατευμάτων: το πεζικό [Yaya (Γιαγιά)] και το ιππικό [Müsellem (Μουσελέμ)].

Ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄, ιδρυτής των Γενιτσάρων.

Το 1362 ο Μουράτ Α’ επέβαλε το «Νόμο του Ενός Πέμπτου» [Penchik Kanunu (Πεντζχίκ Κανουνού)], εισάγοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα, το οποίο του έδινε το δικαίωμα να αποσπά για λογαριασμό του τον ένα στους πέντε αιχμαλώτους που έφταναν από τις εκστρατείες. Σύντομα αυτός ο νό­μος έγινε η κύρια πηγή στρατολόγησης.

Ο Οθωμανός χρονικογράφος Asikpasazade (Ασίκ Πασάζαντε) μας το μεταφέρει ως εξής:

 «Μια μέρα ένας danishmend [ντανισμέντ (γνώστης, ειδικευμένος σπουδαστής σε ανώτερο εκπαιδευτήριο] με το όνομα Kara Rüstem [(Καρά Ρουστέμ) Rustem ο Μαύρος] που έφτασε από την επαρχία Karaman [(Καραμάν) περιοχή της κεντρικής Ανατολίας της σύγχρονης Τουρκίας] ήρθε και εί­πε… αυτοί οι αιχμάλωτοι που τους φέρνουν οι gazis [(γαζί) οι ιεροί πολεμιστές] από τους gazas [(γκαζάς) τους ιερούς πολέμους], κατ’ εντολήν του θεού ο ένας από τους πέντε ανήκει στο σουλ­τάνο. Γιατί δεν τον παίρνεις;…Ο σουλτάνος Μουράτ είπε ότι είναι εντολή του θεού να τους πά­ρεις… Ύστερα ο Kara Rüstem άρχισε να μένει στην Καλλίπολη και να δέχεται τον έναν στους πέντε αιχμαλώτους… ύστερα τους έστειλαν στους Τούρκους στην Ανατολία. Οι Τούρκοι τους χρη­σιμοποιούσαν στα χωράφια μέχρι να μάθουν τουρκικά. Ύστερα τους έφερναν στο Kapu [(Καπού) τη βασιλική πύλη: το παλάτι]. Εκεί φορού­σαν Ak Bork [(Ακ Μπερκ) άσπρο τσόχινο καπέ­λο] και ονομάζονταν Yeniceri [(Γενίτσερι) Νέοι Στρατιώτες]».

Μετά την ήττα του Βαγιαζήτ από τα στρατεύματα του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας το 1402, απειλήθηκε η ίδια η ύπαρξη του Οθωμανικού Σουλ­τανάτου. Ήταν μια περίοδος σύγχυσης και ανατα­ραχών. Οι κατακτήσεις είχαν σταματήσει καθιστώ­ντας δύσκολη τη στρατολόγηση αιχμαλώτων. Προ­κειμένου, λοιπόν, να εξασφαλιστεί ο συνεχής εφοδιασμός του στρατού με άντρες καθ’ όλη τη διάρκεια της επεκτατικής περιόδου, υιοθετήθηκε ένα νέο σύστημα, το Devsirme (Ντεβσιρμέ). Το σύστημα Devsirme βασίστηκε στην επιλογή νέων, υγιών ανδρών ανάμεσα στους γιους των χριστιανών πολι­τών της αυτοκρατορίας, που προέρχονταν κυρίως α­πό την Ελλάδα, την Αλβανία, τη Βοσνία, και αρ­γότερα τη Σερβία και την Ουγγαρία.

Ο Yeniceri Agasi [(Γενίτσαρι Αγασί) γενι­κός διοικητής των Γενίτσαρων] ήταν προ­σωπικά υπεύθυνος για την επιλογή, τη μετακίνηση, την ασφάλεια, τη διανομή και τη στρατολόγηση των Acemis [(Ατζεμίς) νεοσύλλεκτων] στο σύνολό τους. Στη συνέχεια, έστελναν τα αγόρια να ζήσουν για 5-7 χρόνια με τους Τούρκους αγρότες στην Ανατολία [η ίδια μέ­θοδος με το Pengik (Πεντσίκ)] για να μάθουν την τουρκική γλώσσα, τα έθιμα και το Ισλάμ. Τότε τους διέταζαν να επιστρέψουν και έμπαιναν στο Acemi Ocagi [(Ατζεμί Οτζαγί) στο Τάγμα των Νεοσύλλε­κτων] όπου περίμεναν τη σειρά τους για να γίνουν δεκτοί στο Yeniceri Ocagi [(Γενίτσερι Οτζαγί) τάγμα των Γενίτσαρων], γεγονός που συνέβαινε μόνο όταν ένας παλαιός Γενίτσαρος πέθαινε ή α­ποστρατευόταν.

 

Η οργάνωση

 

To Yeniceri Ocagi ή Yaya Beyler [(Γιαγιά Μπεϊλέρ) επικεφαλής του πεζικού] αποτελούνταν αρχικά από 1.000 άτομα, οργανωμένα σε 10 λόχους, ο καθένας από τους οποίους περιελάμβανε 100 Γε­νίτσαρους. Κάθε λόχος, με επικεφαλής έναν Yayabasi [(γιαγιαμπσί) αρχηγός πεζικού), επιτε­λούσε μια συγκεκριμένη λειτουργία, και ονομαζό­ταν «Orta» (Ορτά) ή «Cemaat» (Τζεμαάτ).

Ο αριθμός των ορτάδων αυξήθηκε ραγδαία κατά το 15ο αιώνα και μετά την ενσωμάτωση του Sekban Bölükleri [(Σεκμπάν Μπελουκλερί) άλλη οργά­νωση με 34 bölük (μπελούκ=λόχους πεζικού) και 1 ιππικού] και τη δημιουργία του Aga Bölükleri [(Αγά Μπελουκλερί) 61 bölük (=λόχοι)] στα τέλη του αιώνα, το Σώμα έφτασε στο απόγειο της δύνα­μής του.

 

Γενίτσαρος. Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι.

 

Υπήρχαν 100 τακτικοί ορτάδες (με 100 ά­τομα ο καθένας), 1 Sekban Bölükleri Ortasi [(Σεκμπάν Μπελουκλερί Ορτασί) 35 λόχοι με 50 ά­τομα ο καθένας], και το Aga Bölükleri Ortasi [(Αγά Μπελουκλερί Ορταοί) 61 λόχοι με 50 άτομα ο καθένας], φτάνοντας συνολικά τους 14.800 άνδρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, λόγω της πληθώρας των καθηκόντων που επωμίζονταν τα μέλη των ορτάδων, δεν ήταν δυνατό να διατηρείται ένας προκαθορισμένος αριθμός ατόμων μέσα σε αυ­τές, αυτός πάντως ήταν ο γενικός κανόνας.

Ο ίδιος ο σουλτάνος είχε καταταγεί ως το πρώτο μέλος του πρώτου ορτά και εφ’ όσον η διανομή του τριμηνιαίου μισθού γινόταν στο παλάτι, συνήθιζε να πηγαίνει στο αρχηγείο των Γενίτσαρων για να παίρνει ο ίδιος το μισθό του, ως μια συμβολική πράξη που έδειχνε το μέγεθος του κύρους που εί­χαν αποκτήσει οι Γενίτσαροι.

Τα πρώτα χρόνια, άλλωστε, οι σουλτάνοι ήταν αυτοί που ηγούνταν και είχαν το γενικό πρόσταγμα του στρατού, μια συνή­θεια που σταδιακά εγκατέλειψαν προς τα τέλη του 16ου αιώνα. Στους Γενίτσαρους δεν επιτρεπόταν να παντρευ­τούν και συνήθως ζούσαν μια μάλλον μοναστική ζωή, ακριβώς όπως οι δερβίσηδες του τάγματος Bektashi.

Στην πραγματικότητα υπήρχε ένας συ­γκεκριμένος ορτάς (ο 99ος) με την ονομασία «Hukesanlar Ortasi» (Χουκεσανλάρ Ορταοί) τον οποίο απάρτιζαν δερβίσηδες Bektashi. Οι Bektashi λειτουργούσαν επίσης τεκέδες (θρησκευ­τικά σχολεία) όπως το Okgular Tekkesi [(Οκτσουλάρ Τεκεσί) σχολή τοξοβολίας] ή το Pehlivanlar Tekkesi [(Πεχλιβανλάρ Τεκεσί) σχολή πάλης] για την εκπαίδευση των Γενίτσαρων. Σε περιόδους ει­ρήνης η κύρια ασχολία τους ήταν η προπόνηση, ε­νώ επίσης συνόδευαν το σουλτάνο στο κυνήγι.

Υπήρχε ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ των Γενί­τσαρων, ένα αίσθημα «αδερφοσύνης», ένας βαθύς κώδικας ιπποσύνης στον οποίο συμμετείχε κάθε έ­νας από τους Γενίτσαρους. Αποκαλούνταν μεταξύ τους «Yoldas» [(γιολντάς) σύντροφοι στα όπλα]. Είχαν σχεδιάσει με τατουάζ στο σώμα τους το σύμ­βολο του λόχου τους και υπήρχαν φορές που η α­φοσίωση στο λόχο τους αποδεικνυόταν ισχυρότερη από την αφοσίωσή τους στο σουλτάνο. Είχαν ένα κοινό ταμείο στο οποίο τακτικά έδιναν χρήματα με σκοπό την υποστήριξη των τραυματισμένων ή από­στρατων συντρόφων τους.

 

Προαγωγές

 

Γενίτσαροι σε γερμανική λιθογραφία του 19ου αιώνα μ.Χ.

Οι ανώτατοι διοικητές των Yenigeri Ocagi ιε­ραρχικά ήταν οι εξής: Yeniceri Agasi [(Γενίτσαρι Αγασί) επιτελάρχης], Sekbanbasi [(Σεκμπανμπασί) διοικητής 35 λόχων Sekban], Kethuda Bey [(Κετχουντά Μπέη) διοικητής του πρώτου λόχου Aga], Zagarcibasi [(Ζαγιαρτζουσού) επικεφαλής του 64ου λόχου με τα κυνηγόσκυλα], Seksoncubasi [(Σεκοοντζουμπασί) επικεφαλής του 71ου λό­χου], Turnacibasi [(Τουρνατζουμπασί) επικεφα­λής του 6ου λόχου με τα γεράκια], 4 Haseki [(Χασέκι) διοικητές των 14ου, 49ου, 66ου, 67ου λόχων], και Bascavus [(Μπαστσαβούς) αρχιλοχίας].

Tο σύστημα ήταν υπερβολικά ευαίσθητο σε θέματα προαγωγών και ποινών. Οι Τσαούσηδες ήταν επιφορτισμένοι με τις προα­γωγές κατά τη διάρκεια της μάχης. Η δου­λειά τους ήταν να παρακολουθούν από κοντά τη μάχη και να αναφέρουν τα ατομικά κα­τορθώματα των Γενίτσαρων απ’ ευθείας στο σουλ­τάνο. Η προαγωγή (που μεταφραζόταν, τις περισ­σότερες φορές, στην απονομή κάποιου τίτλου και στην παραχώρηση μιας μεγάλης έκτασης γης με υψηλά έσοδα) γινόταν αμέσως, χωρίς καμιά κα­θυστέρηση. Με παρόμοιο τρόπο επιτηρούνταν για κάθε εί­δους εγκληματικές πράξεις και οι ποινές εκτελού­νταν άμεσα και μυστικά, πάντα μέσα στο πλαίσιο του τάγματος.

Ήταν λοιπόν δυνατό για ένα νεαρό α­γόρι που ζούσε σε ένα μικρό χωριό των Βαλκανίων, να επιλεγεί, να γίνει Acemi, ένας Γενίτσαρος, και μια μέρα να γίνει Sadrazam [(Σανταζάμ) πρωθυπουργός], ανάλογα με τις ικανότητές του. Είχε τη δυνατότητα να αναρριχηθεί χρησιμοποιώντας τη σκάλα της κοινωνικής κινητικότητας, με την προϋ­πόθεση ότι εξυπηρετούσε πάντα τα συμφέροντα του σουλτάνου.

 

Επίλογος

 

Otto Magnus von Stackelberg. Γενίτσαρος από τα Γιάννενα.

Ακριβώς την εποχή της κορύφωσης της αίγλης των Γενίτσαρων, εμφανίστηκε η πρώτη ένδειξη ό­τι οι «χρυσές» μέρες είχαν περάσει. Ο Μουράτ Γ’, ικανοποιημένος από την παράσταση που έδωσαν κάποιοι καλλιτέχνες κατά την τελετή περιτομής του γιου του, τους ρώτησε τι επιθυμούσαν ως δώ­ρο. Εκείνοι ζήτησαν να τους παραχωρηθεί το δι­καίωμα να γίνουν Γενίτσαροι και έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία ένας μη devsirme έγινε απ’ ευθείας δεκτός στο Acemi Ocagi. Ο επιτελάρχης των Γενίτσαρων Φερχάτ αγάς, που είχε εναντιω­θεί σε αυτή την απόφαση, αντικαταστάθηκε άμε­σα από τον εκτελεστή της συγκεκριμένης σουλτα­νικής εντολής.

Η αλλαγή του νόμου των Devsirme (η δυνατό­τητα στρατολόγησης αποκλειστικά αγοριών που εί­χαν γεννηθεί χριστιανοί) είχε σιωπηρά πυροδοτή­σει μια σειρά ανάλογων γεγονότων, τα οποία τελικά θα οδηγούσαν στον αφανισμό ενός οργανισμού που κάποτε προκαλούσε το σεβασμό και το φόβο.

Το Τάγμα των Γενίτσαρων αντιπροσωπεύει μια ολό­κληρη εποχή της οθωμανικής ιστορίας. Η ίδρυση και η ακμή του συμπίπτουν με την ά­νοδο των Οθωμανών. Και όπως συμβαίνει με όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, ο σπόρος της πτώσης βρι­σκόταν κρυμμένος στο ψηλότερο σημείο της ανό­δου, θα μπορούσε ακόμη και να ξαναγράψει κά­ποιος την ιστορία της παρακμής της αυτοκρατορίας, τοποθετώντας τους Γενίτσαρους στον άξονα του ο­θωμανικού συστήματος, γιατί στην ουσία ήταν αυτό ακριβώς που αποκαλούσαν kalb (καλμπ) -η καρδιά του στρατού στο πεδίο της μάχης.

Η ιστορία των Γενίτσαρων, των χριστιανών από τα χωριά της περι­φέρειας της αυτοκρατορίας που δεν είχαν αριστο­κρατική καταγωγή αλλά γίνονταν οι ιππότες της ι­σχυρότερης πολεμικής μηχανής του καιρού τους, αξίζει να ερευνηθεί σε βάθος. Αξίζει την προσοχή των ακαδημαϊκών.

 

Erdal Kϋcϋkyalcin

Φοιτητής μεταπτυχιακού προγράμματος

Οθωμανικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Βοσπόρου

(Bogazici University)

μετάφραση: Χρήστος Σταθάτος

 

Βιβλιογραφία


 

  • Uzunçarsili, Ismail Hakkı, Osmanlı Devlet  Teşkilatından Kapıkulu Ocakları  Vol.I-II (Ankara, Türk Tarih Kurumu, 1988).
  • Goodwin Godfrey, Janissaries  (London, Saqi Books, 1997).
  • Kafadar Cemal, Istanbul Ansiklopedisi,Yenineri  Maddesi  (Istanbul, Tarih Vakfi Publications).
  • Nicolle David, The Janissaries  (London, Osprey Military, 1995).
  • Murphey Rhoads, Ottoman Warfare 1500-1700 (London, UCL Press, 1999).
  • Asikpaşazade, Osmanogulları ‘nm Tarihi  (Istanbul, Koç Kültür Sanat, 2003).
  • Ricaut, Türklerin Siyasi Düsturları, (Istanbul, AD Yayıncılık, 1996).
  • Birge John Kingsley, Bektaşilik Tarihi  (Istanbul, Ant Yayıncılık, 1991).
  • Beydilli Kemal, Bir Yeniçerinin Hatıratı  (Istanbul, Tatav Yayınları, 2003).
  • Yücel Unsal, Türk Okçuluğu (Ankara, Atatürk Kültür Merkezi Yayınları, 1999).
  • Koca Şevki, Ondeng Songung Gürgele, Yeniçeri Ocağı ve Devşirmeler (Istanbul, Nazenin, 2000).

 

Πηγή


  •  Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Οθωμανική Αυτοκρατορία», τεύχος 285, 12 Μαΐου     2005.

Read Full Post »