Δημητριακά
Σπορά
Η σπορά ξεκινούσε το Σεπτέμβριο και τελείωνε το Δεκέμβριο. Ήταν καλοτυχιά για τους αγρότες να βρέξει πρώιμα, να μαλακώσει η γη και ν’ αρχίσει η σπορά. Οι γεωργοί είχανε συνδυάσει τη σπορά με τις γιορτές της Παναγίας, την οποία θεωρούσαν προστάτισσά τους, και ήθελαν η σπορά να ξεκινάει τον Σεπτέμβριο μετά το Γενέσιον (γενέθλια) της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου. Γι’ αυτό και την είχαν ονομάσει τη γιορτή αυτή γιορτή της Παναγίας της Αρχισπορίτισσας. Εξάλλου, ο λαός έλεγε, Το Σεπτέμβρη στάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε. Στις 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεοτόκου) θα έπρεπε ο καλός αγρότης να έχει σπείρει τα μισά χωράφια (Παναγία Μεσοσπορίτισσα). Μάλιστα, στις 21 Νοεμβρίου οι αγροτικές οικογένειες συνήθιζαν να τρώνε πολυσπόρια (δημητριακά με όσπρια). Γι’ αυτό και η Παναγία ονομάστηκε Πολυσπορίτισσα. Στη δυτική Κρήτη τα πολυσπόρια ονομάζονται παπούδια (από το αρχαίο πάππος, που σημαίνει σπόρος. (Λεξ. Αντ. Ξανθινάκη).

Σίτος
Κάποιες άλλες παροιμίες μας προσδιορίζουν τη σημασία του χρόνου και τα χρονικά περιθώρια της σποράς. Τον Οχτώβρη αν δεν έσπειρες, λίγο στάρι θα ‘χεις, που σημαίνει ότι ο μήνας αυτός ήταν ο προσφορότερος. Όμως, αν αργήσεις πολύ, το Γενάρη καλουργιά παραλίγο κοπρισιά και απού σπέρνει το Φλεβάρη, σπέρνει την ανεμοζάλη. Επίσης, ο αγρότης ποτέ δεν έπρεπε να σπέρνει όταν γιόρταζε η Παναγιά, η οποία τιμωρεί όσους εργάζονται την ημέρα της γιορτής της (Παναγιά Καψοδεματούσα). Ο λαός λέει, όταν ακούσεις Παναγία, μη ρωτάς αν είν’ αργία. Απεναντίας, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς πολλοί αγρότες θεωρούσαν καλό και γούρικο να σπείρουν, τιμώντας τον Αϊ-Βασίλη, ο οποίος σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ήτανε ζευγάς. Τέλος, οι όψιμες βροχοπτώσεις κάνουν τα σπαρτά να μεστώσουν και ν’ αποδώσουν πολύ καρπό, όπως το διατύπωσε ο λαός με τη σοφή παροιμία, αν βγάλει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ τονε το γεωργό που ‘χει πολλά σπαρμένα.
Σύμφωνα με το μύθο της αρχαιότητας, προστάτισσα της γεωργίας ήτανε η θεά Δήμητρα, την κόρη της οποίας Περσεφόνη απήγαγε ο Πλούτων, όταν η κόρη μάζευε λουλούδια στην εξοχή, και τη μετέφερε στα σκοτεινά του βασίλεια. Η γη τότε έπαψε να δίνει καρπούς και ο Αίας έστειλε τον Ερμή να φέρει την Περσεφόνη από τον Άδη, με τη συμφωνία να επιστρέφει στο βασίλειο του Πλούτωνα κατά τους χειμερινούς μήνες. Έτσι, η μητέρα Γη, που τρέφει το ανθρώπινο γένος, κοιμάται, βρίσκεται σε νάρκη, μέχρι να επιστρέψει η Περσεφόνη την άνοιξη στη μητέρα της. Τότε η γη ξυπνάει, βλαστάνει και δίνει τους καρπούς της στους ανθρώπους.
Πριν από κάποια χρόνια η σπορά γινόταν με πρωτόγονους τρόπους, όπως και την αρχαία εποχή. Χρησιμοποιούσαν ξύλινο άροτρο, φτιαγμένο από ξύλο πλατάνου, για να είναι ελαφρύ. Ο ίδιος ο αγρότης έκοβε πλατάνους στη λίγωση του φεγγαριού και στη συνέχεια τους πελεκούσε, για να φτιάξει το αλέτρι του. Μόνο το υνί ήτανε σιδερένιο, που το έφτιαχνε ο σιδεράς. Αλλά το ξύλινο αλέτρι πάθαινε ζημιές, γι’ αυτό οι αγρότες το εγκατέλειψαν και αναλάμβανε ο σιδεράς να φτιάχνει σιδερένιο αλέτρι.
Ένα δεύτερο εργαλείο για τη σπορά ήταν ο ζυγός με τις ζεύγλες, ο οποίος ακουμπούσε στον τράχηλο των υποζυγίων, εφόσον το όργωμα γινόταν από δύο ζώα, συνήθως από αγελάδες ή μία αγελάδα κι ένα φρόνιμο γαϊδουράκι, που θα μπορούσε να συγχρονίζεται με το αργό και νωχελικό τράβηγμα της αγελάδας. Ο ζυγός ήταν ένα μακρόστενο πλατανένιο ξύλο πελεκημένο, με μία εγκοπή στη μέση, απ’ όπου περνούσε η αλυσίδα του αλετριού. Στις δύο άκρες είχε από δύο τρύπες, απ’ όπου περνούσε η ζεύγλα σε σχήμα U και η οποία αγκάλιαζε το λαιμό της αγελάδας. Αντί της ζεύγλας, στα μουλάρια και στα άλογα, που όργωναν μόνα τους, έμπαινε στο λαιμό η λαιμαριά ή κουλούρα, η οποία ήταν από δέρμα και εσωτερικά είχε χόρτο (ψαθί), για να είναι μαλακιά και να μην πληγώνεται το ζώο με το τράβηγμα.

Όργωμα χωραφιών για τη φθινοπωρινή σπορά δημητριακών κατά τη δεκαετία του 1960. Από το φωτογραφικό λεύκωμα, «Ταξίδι αυτογνωσίας και παρατήρησης σ' ένα λησμονημένο παρελθόν – Σπάτα 1900-1960».
Ο γεωργός φόρτωνε τα ζυγάλετρά του στο γαϊδούρι ή στο μουλάρι κι ό,τι άλλο του χρειαζότανε και ξεκινούσε πρωί-πρωί για το χωράφι. Με την ανατολή του ήλιου έπρεπε να είναι έτοιμος για το όργωμα. Στην αρχή άνοιγε με το αλέτρι «παραβολή», δηλαδή μια αυλακιά, με την οποία όριζε την έκταση, που θα έσπερνε και θα όργωνε. Ύστερα έπαιρνε το σποροσάκουλο με το σπόρο και πετούσε τον καρπό ομοιόμορφα και με τέχνη. Αν ήταν δύο ή περισσότεροι, πατέρας και γιος ή παππούς ή θείος, αυτή τη δουλειά την έκανε ο μεγαλύτερος, που θεωρούνταν ο πιο έμπειρος. Στη συνέχεια ο ζευγάς όργωνε όλο το χωράφι, οδηγώντας τα καματερά του πέρα – δώθε. Το αλέτρι, με το φτερό που είχε στο πίσω μέρος, είχε την ικανότητα να το ανασκελαρίζει το χώμα, δηλαδή να το γυρίζει ανάποδα. Γι’ αυτό και το οργωμένο χωράφι ήτανε πιο σκούρο. Έτσι ο σπόρος σκεπαζόταν, για να φυτρώσει ύστερα από λίγες μέρες, χωρίς να τον φάνε τα πουλιά.
Νύχτα επέστρεφε στο σπίτι του ο ζευγάς, κατάκοπος, με λίγη ξηρή τροφή το μεσημέρι, αφού πρώτα περνούσε από τη βρύση του χωριού να ποτίσει τα ζωντανά του και να τα παχνίσει μετά στον στάβλο. Την άλλη μέρα θα σηκωνότανε πάλι νύχτα, για να συνεχίσει την ίδια δουλειά.

Σπορά
Όταν τελείωνε η σπορά του χωραφιού, ο γεωργός το περνούσε με τη σβάρνα, για να σπάσουν οι βόλοι και να ισιώσει το χωράφι, ώστε να μην λιμνάζουν τα νερά στις γούβες και να γίνεται ο θερισμός πιο εύκολος. Η σβάρνα (βολοκόπος) ήταν ένα μακρόστενο ξύλινο εργαλείο και φαρδύ, που το έφτιαχνε ο αγρότης με ξύλα και βέργες λυγαριάς. Για να έχει αποτέλεσμα το σβάρνισμα, ανέβαινε ο ίδιος επάνω στη σβάρνα ή τοποθετούσε μία – δύο βαριές πέτρες. Το σβάρνισμα ήταν πιο εύκολο από το όργωμα και τελείωνε γρήγορα, γιατί η σβάρνα με το φάρδος της κάλυπτε 4-5 αλετριές. Πάντως, πολλά σπαρμένα έμεναν ασβάρνιστα, είτε γιατί το σβάρνισμα το θεωρούσαν περιττό είτε γιατί είχανε προτεραιότητα άλλες δουλειές και οι αγρότες δεν είχανε χρόνο. Στην Αργολίδα συνήθως σβαρνίζονταν τα καμπίτικα χωράφια, τα ορεινά όχι.
Οι αγρότες έσπερναν κυρίως σιτάρι και κριθάρι, που καμιά φορά τα ανακάτευαν (μιγάδι). Μπορούσαν, επίσης, να σπείρουν μπιζέλια, φακές, ρόβι και λούπινα. Τα λούπινα (λουμπίνια ή λιμπίνοι) είναι εκλεκτή τροφή για τα ζώα, ιδίως για τα γουρούνια. Αλλά τουλάχιστο μια φορά το χρόνο, την Καθαροδευτέρα, τρώγαμε κι εμείς λιμπινόσπορους, αφού τους νεροβροχιάζαμε αποβραδίς. Μόνο τα κουκιά δεν σπέρνονταν, αλλά η γυναίκα του ζευγά τα έριχνε στην αυλακιά ένα – ένα. Εκτός από το ρόβι και τα λούπινα, φρόντιζαν να σπείρουν και βίκο για όλα τα ζωντανά και βρόμη (ταγή) για το άλογο ή τη φοράδα. Όλα αυτά, βέβαια, ήταν πολλά, αλλά ο κάθε αγρότης έκανε το κουμάντο του, για να εξασφαλίσει ψωμί για την οικογένειά του και τροφή για τα ζώα του.
Οι ζευγολάτες στην Αργολίδα
Στα χωριά, όπου ο πληθυσμός ήταν αγροτικός, κάθε νοικοκυριό είχε ένα ή δύο άλογα ή μουλάρια. Με τα ζώα αυτά όργωναν τα χωράφια τους κι έσπερναν. Ένα καλό άλογο ή ένα καλό μουλάρι μπορούσε να τραβήξει μόνο του το άροτρο και να οργώσει. Καμιά φορά συνεργάζονταν δύο αγροτόσπιτα, που διέθεταν από ένα άλογο ή ένα μουλάρι, και τα έκαναν ζευγάρι. Στις πόλεις, όπως στο Άργος και στο Ναύπλιο, υπήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες γης, που είχαν τα κτήματά τους στον κάμπο ή στις παρυφές των βουνών και που συνήθως δεν ήταν αγρότες. Αυτοί κατά κανόνα δεν εξέτρεφαν ζώα και καλούσαν τους φίλους τους ζευγολάτες να τους οργώσουν και να τους σπείρουν. Ο ζευγολάτης όργωνε το χωράφι και το άφηνε λίγες μέρες να το δει ο ήλιος. Στη συνέχεια το έσπερνε και το ξαναόργωνε την ίδια μέρα, για να σκεπαστεί ο σπόρος, να μην τον φάνε τα πουλιά. Τέλος, περνούσε το χωράφι με τη σβάρνα.

Αγροτικές εργασίες, αγνώστου, 1750.
Ο επαγγελματίας ζευγολάτης έζευε τα άλογά του στο κάρο, όπου είχε ακουμπήσει το αλέτρι του κι όλα τα σύνεργά του, ντορβάδες και βρόμη να φάνε κάποια στιγμή τα ζώα, τον σπόρο που του έδινε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού αποβραδίς, το δικό του σακουλάκι με τη δική του ξηρή τροφή (παξιμάδι, ελιές, τυρί, κρεμμύδι και κρασί) και ξεκινούσε νύχτα. Αν δεν είχε κάρο, ιδίως στις ορεινές τοποθεσίες, όλα τα φόρτωνε στα άλογά του. Εργαζόταν όλη την ημέρα και επέστρεφε στο σπίτι του πάλι νύχτα.
Όπως θυμούνται οι πιο ηλικιωμένοι Αργείοι, στον κάμπο έζευαν δύο άλογα και στα ορεινά και ημιορεινά δύο μουλάρια. Γενικά, το μουλάρι θεωρούνταν πιο σκληρό και πιο ανθεκτικό ζώο. Σπάνια έζευαν δύο αγελάδες, ιδίως στις ορεινές περιοχές. Υπολογίζεται ότι ένα ζευγάρι ζώων έκανε 120 περίπου μεροκάματα το χρόνο, από τα οποία τα 70 ήτανε για αρόσεις και αρδεύσεις στα μαγκανοπήγαδα. Αυτές ήταν οι πιο σκληρές δουλειές. Οι κυριότερες από τις άλλες δουλειές ήταν η μεταφορά προϊόντων, το αλώνισμα, η μεταφορά των αλεσμάτων από και προς τον μύλο, η μετάβαση στην πόλη για ψώνια, τα φορτώματα με ξύλα κ.ά. Υπολογίζεται, επίσης, ότι κάθε ζευγάρι όργωνε κατά μέσον όρο 140 στρέμματα γης το χρόνο (Ν. Αναγνωστόπουλου – Γ. Γάγαλη, σ. 216).
Θερισμός
Τα πρώτα από τα σπαρμένα που απολάμβανε η αγροτική οικογένεια ήτανε τα χλωροκούκια. Από τον Απρίλιο κιόλας η νοικοκυρά μάζευε αγίνωτα λουβιά, πολύ δροσερά, και τα μαγείρευε με αγκινάρες. Όταν το Μάιο μεστώνανε τα λουβιά, ξεπάτωναν τις κουκιές με τα χέρια και τις κουβαλούσαν στο αλώνι ή καλύτερα στο δώμα του σπιτιού. Μαδούσαν τα λουβιά και τα έβαζαν χωριστά να ξεραθούν στον ήλιο, ενώ τις κουκιές τις δεμάτιαζαν και τις φύλαγαν στον αχεριώνα, για να τις φάνε οι κατσίκες το χειμώνα. Τα λουβιά, όταν είχανε ξεραθεί καλά, τα χτυπούσαν με μπαστούνια και κοπανίδες, ύστερα τα κοσκίνιζαν και ξεχώριζαν τα κουκιά, που τα φύλαγαν ως εκλεκτή τροφή για το χειμώνα.
Τα υπόλοιπα όσπρια, εκτός από τα κουκιά, παίρνανε το δρόμο για το αλώνι, όπου θα αλωνίζονταν με τα ζώα (φακές, μπιζέλια, φάβα ή λαθούρι). Όλα αυτά ονομάζονταν μαγερέματα και τα μάζευαν με τα χέρια, χωρίς δηλαδή δρεπάνι. Στο αλώνι, επίσης, κουβαλούσαν και το ρόβι και τον βίκο, που ήτανε τροφή για τα ζώα.

Παραδοσιακή μέθοδος μαζέματος της σοδειάς των δημητριακών στην πεδιάδα του Άργους. Στο βάθος η Ακρόπολη της Λάρισας (1901).
Το θέρος γινότανε τον Ιούνιο, τον θεριστή μήνα, όταν πια είχανε ξεραθεί τα στάχυα κι είχε ωριμάσει ο καρπός. Το έμπειρο μάτι του αγρότη δεν ξεγελιόταν, αν και ορισμένοι ήθελαν να δοκιμάζουν, βάζοντας σπόρο στο στόμα τους και μασουλώντας τον, για να δουν αν είχε μεστώσει. Αλλά ενώ στη σπορά ο ζευγολάτης δούλευε μόνος, βοηθώντας τον καμιά φορά η γυναίκα του, στο θέρος επιστρατεύονταν όλα τα μέλη της οικογένειας. Οι οικογένειες τότε ήταν κατά κανόνα πολύτεκνες. Τα σκολαρούδια, όταν σχόλαζαν από το σχολείο, δεν πήγαιναν στο σπίτι αλλά στο χωράφι, να φάνε και να βοηθήσουν. Τα μικρότερα κάνανε ό,τι μπορούσαν, δηλαδή παίζανε ή τρέχανε στη βρύση για νερό. Και τα μωρά τα κοίμιζαν στην ανάποδη του σαμαριού…
Χαράματα έπιαναν δουλειά να προκάμουν, προτού πιάσει η δυνατή ζέστη. Όλη τη μέρα οι γυναίκες, σκυφτές, με τα μαντίλια και τα τσεμπέρια στο κεφάλι και με το δρεπάνι στο δεξί, θέριζαν τον ευλογημένο καρπό και συναγωνίζονταν ποια θα βγει πρώτη στην άλλη άκρη. Απλώνονταν σε απόσταση δύο σχεδόν μέτρων μεταξύ τους και τραβούσαν καθεμιά τη δική της αράδα. Με το αριστερό χέρι μάτσωναν όσα στάχυα μπορούσαν, τα έκοβαν με το γυριστό δρεπάνι, φούχτωναν άλλα τόσα, τα έκοβαν κι αυτά και τ’ ακουμπούσαν χάμω. Και συνέχιζαν. Στο κατόπι διάλεγαν 3 – 4 στάχυα από τα θερισμένα, τα πιο μεγάλα, και με αυτά έδεναν τα υπόλοιπα κι έφτιαχναν το πρώτο τους χερόβολο.
Ύστερα περνούσε ο δέτης, άνδρας αυτός, που αγκάλιαζε κάμποσα χερόβολα και τα έδενε με λεπτές βεργούλες (βίτσες) λυγαριάς ή αγριελιάς και έφτιαχνε τα δεμάτια. Αυτά τα βιτσοδέματα τα ετοίμαζαν μέρες πιο πριν και αποβραδίς τα έβαζαν στο νερό να μαλακώσουν. Αν δεν ήταν εύκολο να βρεθούνε βεργούλες, δένανε τα δεμάτια με αυτοφυή αγριόσταχα -πολλά μαζί- που τα βρίσκανε στις άκρες και στις παραβολές του χωραφιού. Ο δέτης φρόντιζε να βάζει τα χερόβολα σταυρωτά, το ένα να κοιτάζει επάνω, το άλλο κάτω, για να δένονται καλύτερα. Άλλοι, όμως, προτιμούσαν να τα δένουν χωρίς να τα σταυρώνουν, για να προστατεύονται καλύτερα στις θημωνιές, όπου κάνανε άγριες επιδρομές τα σπουργίτια, όπως φαίνεται παρακάτω.
Ένας ακόμη άνδρας, ο κουβαλητής, φόρτωνε τα δέματα στο γάιδαρο και στη φοράδα, για να τα μεταφέρει δίπλα στο αλώνι, όπου τα ξεφόρτωνε κι έκανε τη θημωνιά. Τα πρώτα δεμάτια τα τοποθετούσε όρθια και τα υπόλοιπα πλαγιαστά, χτίζοντας τα γύρω-γύρω και με τον καρπό προς τα μέσα, που να μη φαίνεται, για να μην τον τρώνε τα σπουργίτια, που μαζεύονταν χιλιάδες στις θημωνιές.
Συνήθως στο θέρος δυο και τρεις οικογένειες αλληλοβοηθιούνταν και μαζεύονταν πολλοί στο δύσκολο αγώνα. Θέριζαν κι άνδρες. Συνήθως οι γυναίκες, που ήτανε πιο ευλύγιστες και επιδέξιες, τους ξεπερνούσαν και τους κορόιδευαν. Όταν, όμως, δούλευαν πολλοί μαζί, έκαναν κέφι, τραγουδούσαν καμιά φορά ή λέγανε πολλά αστεία και μαντινάδες. Έτσι ξεγελούσαν το λιοπύρι και την κούραση. Το μεσημέρι τρώγανε με κέφι στη σκιά κάποιου κοντινού δένδρου. Συνήθως, όταν οι θεριστές ήταν πολλοί, η οικοδέσποινα φρόντιζε από τη νύχτα για το ψητό στο φούρνο κι ο κουβαλητής έτρεχε να το φέρει. Και περίμεναν μετά το φαγητό κάμποση ώρα, να καταλαγιάσει η δυνατή ζέστη, για να συνεχίσουν μέχρι αργά το βράδυ. Καμιά φορά, για να τελειώσει το χωράφι, θέριζαν και με το φεγγάρι.
Αλώνισμα – λίχνισμα
Τα αλώνια τα έφτιαχναν στις κορφές και στα μουράκια, δηλαδή στους λοφίσκους και στα μικρά υψώματα, όπου φυσάει βοριαδάκι τις απογευματινές ώρες. Τα αλώνια τα έφτιαχναν κυκλικά με ακτίνα 3 -4 μέτρα, τοποθετώντας όρθιες πλάκες μέχρι 40 πόντους, ενώ το δάπεδο το κάλυπταν επίσης με πλάκες, κατά κανόνα με άγρια επιφάνεια, για να μη γλιστράνε τα ζώα. Άλλοτε πάλι, στην Κρήτη και αλλού, συνήθως το δάπεδο το έστρωναν με αργιλώδες χώμα. Έκαναν παχιά λάσπη και την άπλωναν σε όλα τα σημεία. Όταν η λάσπη ξεραινόταν, το δάπεδο γινότανε πολύ σκληρό.
Όταν τελείωνε το θέρος κι είχανε κουβαληθεί τα γεννήματα έξω από το αλώνι σε χωριστές θημωνιές για κάθε δημητριακό (σιτάρι, κριθάρι, βρόμη), άρχιζε το αλώνισμα. Ήταν η εποχή του αλωνάρη μήνα, του Ιούλη. Οι αλωνάρηδες έλυναν τα δεμάτια της θημωνιάς, πετούσαν μακριά τα βιτσοδέματα και σκορπούσαν τα στάχυα σ’ όλη την κυκλική επιφάνεια του αλωνιού.
Τα ζώα – αγελάδες, γαϊδούρια – ζεμένα ερχόντουσαν γύρω-γύρω πεντέξι ώρες, από τις 10 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα, στη φούρια της ζέστης -Ιούλης μήνας- για να ποδοπατήσουν τα γεννήματα. Συνήθως έζευαν δύο ζώα και σπανιότερα τρία, αλλά ο αλωνάρης που τα καθοδηγούσε ακολουθούσε καβάλα στη φοράδα. Ήταν, όμως, προτιμότερο τα πρώτα ζώα να είναι δύο και όχι τρία, γιατί σχεδόν πάντα τραβούσαν και το ντουένι, το οποίο ήτανε δεμένο με αλυσίδα στο ζυγό. Το ντουένι ήταν ένα μακρόστενο ταβλί με πριόνια στην κάτω επιφάνεια, πολύ αποτελεσματικό στο θρυμμάτισμα των σταχυών. Έβαζαν και μια βαριά πέτρα επάνω ή ανέβαινε συνήθως ένα παιδί, που το ‘χε μεγάλη χαρά. Στην Κρήτη είχαμε ένα ανάλογο γεωργικό εργαλείο, τον βωλόσυρο, που είχε μάκρος ενάμισι μέτρο και πλάτος 60 πόντους.

Παραδοσιακός τρόπος αλωνίσματος.
Κατά διαστήματα τα καματερά έπρεπε να αλλάζουν φορά, για να μη ζαλίζονται και πέσουν χάμω, δηλαδή το δεξιόστροφο γύρισμα με την αλλαγή γινότανε αριστερόστροφο και το αντίθετο. Την ευθύνη την είχε αυτός που ήταν καβάλα στη φοράδα. Τότε έπρεπε ο πιτσιρικάς, που το διασκέδαζε ανεβασμένος στον βωλόσυρο, να κατέβει και να τον γυρίσει με τα χέρια του, για να μην μπερδευτούν και σωριαστούν χάμω τα γαϊδούρια ή οι αγελάδες που τον τραβούσαν.
Ένας άλλος αλωνάρης, πάλι, ανακάτευε με το λιχνιστήρι τα γεννήματα, ώστε να έρχονται τα επάνω κάτω ή έριχνε κι άλλα από τη θημωνιά. Το λιχνιστήρι στην Κρήτη το λέμε θρινάκι (από την αρχαία λέξη θρίναξ), ένα ξύλινο εργαλείο, ελαφρύ, με 3 – 4 δόντια, όπως το πιρούνι που τρώμε. Ήταν πολύ δύσκολο να βρει ο αγρότης ένα πουρναρίσιο συνήθως κλαδί1,5 μέτρουπερίπου, που να απολήγει σε τρία ή τέσσερα μικρότερα κλαδάκια, όλα στοιχισμένα στη σειρά, για να το κόψει, να το ξεφλουδίσει, να το ζεστάνει στη φωτιά, για να το καμπυλώσει ελαφρά, να το ξεράνει και να το κάνει θρινάκι.
Όταν είχε γίνει το «αλωνικό», δηλαδή όταν τα στάχυα είχανε γίνει άχυρο, ξέζευαν τα ζώα και τα οδηγούσαν για νερό και για βοσκή. Ήταν πολύ κουραστική αυτή η δουλειά για τους ανθρώπους αλλά πιο πολύ για τα ζώα. Οι αλωνάρηδες είχαν τη δυνατότητα να αλλάζουν μεταξύ τους, να ξεκουράζονται στον ίσκιο της διπλανής ελιάς ή κουμαριάς, να λαγοκοιμούνται λίγο, να πίνουν κρύο νερό από τη στάμνα. Και στον ήλιο φορούσαν το καπέλο τους. Τα ζώα, όμως, δεν είχανε άλλη επιλογή από εκείνη της άχαρης γυροβολιάς. Εξάλλου, η φοράδα φορούσε το χαλινάρι της και οι αγελάδες τις μουρίδες τους (φίμωτρα), για να μην τσιμπολογούν.

Λίχνισμα
Ύστερα άρχιζε η διαδικασία του λιχνίσματος. Όλο το αλωνικό το στοίβαζαν στο βορινό ημικύκλιο του αλωνιού. Ύστερα τέντωναν ένα σκοινί εκεί όπου τελείωνε το στοιβαγμένο αλωνικό, πλακώνοντάς το στις άκρες με δύο πέτρες, για να μην παρασυρθεί από κάποια αδέξια κίνηση. Στη συνέχεια με τα θρινάκια πετούσαν ψηλά το αλωνικό, ο αέρας έπαιρνε το ελαφρύ άχυρο και το πήγαινε από την άλλη μεριά του σκοινιού, ενώ ο καρπός σωριαζόταν στα πόδια των λιχνιστάδων. Οι λιχνιστάδες ήταν δύο, που ξεκινούσαν από τις δύο άκρες και προχωρώντας αντάμωναν στη μέση. Η διαδικασία του λιχνίσματος κρατούσε αρκετή ώρα, ανάλογα κι από την ένταση του αέρα. Αν υπήρχε πλήρης άπνοια, περιμένανε και τη νύχτα. Δε γινότανε να εγκαταλείψουν τη δουλειά στη μέση. Ύστερα κοσκίνιζαν τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που δεν τους έπαιρνε ο αέρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και κόπρανα των ζώων. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιούσαν το δριμόνι, ένα μεγάλο κόσκινο με διάμετρο ένα μέτρο περίπου ή κόσκινο μικρότερο. Με το κοσκίνισμα ο καρπός έπεφτε χάμω σ’ ένα πανί, ενώ τα άχρηστα αντικείμενα τα πετούσαν μακριά.

Λίχνισμα στο αλώνι 1930. Φωτογραφία Έλλη Παπαδημητρίου.
Τελευταία δουλειά ήταν το σάκιασμα του καρπού και η μεταφορά του στο σπίτι με τη φοράδα ή το άλογο. Φυσικά, θα έπρεπε μετά ο καρπός να μεταφερθεί στο μύλο, να αλεστεί και να γίνει αλεύρι. Γι’ αυτό, μετά τη μεταφορά του από το αλώνι, ή τον άφηναν προσωρινά στα τσουβάλια ή τον έριχναν σε πιθάρια και σε μεγάλα ξύλινα κασόνια. Πριν από το άλεσμα στο μύλο, ο καρπός έπρεπε πρώτα να πλυθεί και να στεγνώσει.
Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, έπρεπε να σακιάσουν τα άχυρα, για να τα μεταφέρουν στον αχυρώνα, ώστε να ελευθερωθεί το αλώνι για την επόμενη αλωνισιά. Αν είχαν χρόνο, το αχεροσάκιασμα ξεκινούσε αποβραδίς, μετά το λίχνισμα. Χρησιμοποιούσαν μεγάλα τσουβάλια και τετράγωνες λινάτσες, τις γωνίες των οποίων έδεναν σταυρωτά. Τα άχυρα ήταν τροφή των ζώων το χειμώνα. Η δουλειά αυτή, σάκιασμα στο αλώνι και ξεσάκιασμα στον αχυρώνα, αν και φαίνεται εύκολη, ήταν και δύσκολη και μπελαλίδικη, γιατί οι σακιαδόροι αναπνέανε τη σκόνη του άχυρου (τις κουμούρες) και πνιγόντουσαν, όπως οι μπετατζήδες κάποτε δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν την εισπνοή της τσιμεντόσκονης.
Στην Αργολίδα καλλιεργούσαν σιτάρι «κυρίως προς κάλυψιν των ιδίων αναγκών των καλλιεργητών». Έτσι, αν ο καιρός δεν ευνοούσε την καλλιέργεια ή αν προσβαλλόταν από κάποια ασθένεια, η ετήσια παραγωγή δεν κάλυπτε τις ανάγκες της οικογένειας.Συνήθως εφάρμοσαν την καλλιέργεια της αμειψισποράς, δηλαδή της εναλλαγής καλλιέργειας στο ίδιο έδαφος. Έτσι, η καλλιέργεια του σιταριού εναλλασσόταν με εκείνη του καπνού, της πατάτας ή της τομάτας. Αλλά αν αυτό εφαρμοζόταν μία χρονιά, δεν μπορούσε να επαναληφθεί και την επομένη. Δηλαδή, μετά τη συγκομιδή του καπνού, οργωνόταν το ίδιο χωράφι με τις πρώτες βροχές για σπορά σιταριού, το οποίο θα θεριζόταν τον Ιούνιο. Αυτό σημαίνει ότι ήταν αδύνατο να φυτευτεί πάλι καπνός τον Μάρτιο, μια και το χωράφι ήταν ήδη σπαρμένο. Για το θέρος έπαιρναν εργάτες από τις Λίμνες και τα άλλα ορεινά χωριά της Αργολίδας, οι οποίοι εξασφάλιζαν ψωμί για τις οικογένειές τους, μια και ήταν μικρή ή ανύπαρκτη η δική τους παραγωγή. Συνήθως έπαιρναν εργάτες οι αγρότες της Δαλαμανάρας, του Λάλουκα, της Πυργέλας, του Χώνικα, του Αβδήμπεη (Ηραίου), του Ανυφίου και του Κουτσοποδίου, «όπου η καλλιεργούμενη έκτασις διά σίτου είναι μεγαλύτερα και αι αποδόσεις καλαί».
Κατέβαιναν, όμως, θεριστάδες και από τα χωριά της Κυνουρίας (Βούρβουρα, Καστρί κ.ά.) «με τα ζώα των περιερχόμενοι τα χωρία κατά μπουλούκια 10-15 εργατών ζητούντες εργασίαν». Αυτοί οι άνθρωποι έμεναν στο ύπαιθρο ή σπανιότερα σε σπίτια φίλων ή συγγενών. Θέριζαν από τις 2 το πρωί με το φεγγάρι μέχρι τις 8 το βράδυ ( 18 ώρες!). Ο κάθε θεριστής θέριζε 40 δεμάτια και η αμοιβή του ήτανε 10%. Τα τέσσερα δεμάτια που του αναλογούσαν, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής, άξιζαν μαζί με το άχυρο 152 δρχ., τη στιγμή που το κανονικό μεροκάματο είχε 70 δρχ. Αυτοί οι ξωμάχοι, ύστερα από τόσο σκληρή δουλειά ολίγων ημερών, αλώνιζαν τα δεμάτια τους σ’ ένα ορισμένο σημείο και μετέφεραν το σιτάρι και το άχυρο στα σπίτια τους με τα ζώα ή με αυτοκίνητο. Έτσι εξασφάλιζαν το ψωμί των οικογενειών τους.

Αλωνιστική μηχανή
Τέλος, στα καμποχώρια το αλώνισμα γινόταν με αλωνιστικές μηχανές. Αλλά στα ημιορεινά χωριά (Μηδέα, Πουλακίδα, Δενδρά) και στα ορεινά, όπου οι δρόμοι ήταν δύσβατοι ή ανύπαρκτοι και η παραγωγή μικρή, το αλώνισμα γινότανε στα αλώνια με τα ζώα και με το ντουένι με τον παραδοσιακό τρόπο. Η αλωνιστική μηχανή δεν ήταν αυτοκινούμενη. Όταν εργαζόταν, σε μικρή απόσταση από αυτήν υπήρχε ένα τρακτέρ, το οποίο της έδινε κίνηση με έναν φαρδύ ιμάντα. Μνημονεύονται έξι αλωνιστικές μηχανές το 1938 στον Αργολικό κάμπο (δύο στο Άργος και από μία στην Αγία Τριάδα, στο Ναύπλιο, στην Πυργέλα και στον Λάλουκα), χώρια του Αχλαδοκάμπου ή της Ερμιονίδας. Όταν βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο, οι αλωνιστικές μηχανές απάλλαξαν τους αγρότες από το βασανιστικό αλώνισμα τουλάχιστο. Τώρα πια οι μηχανές αυτές έχουν αποσυρθεί, γιατί η τεχνολογία μας προσέφερε τις θεριζοαλωνιστικές, οι οποίες απάλλαξαν τους αγρότες και από το θέρος. Όπου δεν έχει πρόσβαση η θεριζοαλωνιστική, οι άνθρωποι έπαψαν πια να σπέρνουν και να βασανίζονται.
Οδυσσέας Κουμαδωράκης
Πηγή
Read Full Post »