Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Γεώργιος Στείρης’

Ο Όμηρος στο Δυτικό Μεσαίωνα και την Αναγέννηση – Γεώργιος Στείρης στο: «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.


 

Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και προϋπόθεση, στην πραγματικότητα, όλων των υπολοίπων, είναι η στροφή στην κλασσική αρχαιότητα, ελληνική και ρωμαϊκή. Ήδη από το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα είχε διαπιστωθεί ότι το πλαίσιο σκέψης του Μεσαίωνα, ο σχολαστικισμός και η εμμονή στη θεολογία, είχαν εξαντλήσει τη δυναμική τους και δεν μπορούσαν πια να προσφέρουν τόσο σε πνευματικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η στροφή στην αρχαιότητα δεν θα μπορούσε να παραβλέψει τον Όμηρο, τον πλέον εμβληματικό ποιητή των κλασσικών χρόνων.

Στη διάρκεια του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα τα ομηρικά έπη ήταν απρόσιτα στο λατινόφωνο κοινό. Τη θέση τους είχαν πάρει άλλα, ελάσσονα κείμενα, του Τρωικού κύκλου, όπως τα Κύπρια Έπη και η Μικρά Ιλιάδα, τα οποία δεν αποτελούν έργα του Ομήρου και η ποιότητά τους είναι σαφώς κατώτερη εκείνης της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Η επίδραση, όμως, που άσκησαν τα κείμενα αυτά στη μεσαιωνική δύση ήταν τόση, σε έκταση και ένταση, ώστε να συμβάλουν αποφασιστικά στην επάνοδο του Ομήρου στο προσκήνιο τον 15ο αιώνα.

Στη μακρά διάρκεια του Μεσαίωνα κυκλοφορούσαν στη Δυτική Ευρώπη μια πλειάδα κειμένων, γραμμένων στα λατινικά, τα οποία αναπαρήγαγαν ιστορίες του τρωικού κύκλου, οι οποίες είχαν βασιστεί στα ελάσσονα έπη και όχι στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ένα εκ των αρχαιοτέρων ήταν το Ilias Latina, γραμμένο πιθανότατα τον 10Ο  μ.Χ. αιώνα, από κάποιον που υπογράφει ως Silius Italicus, παρότι η σύγχρονη έρευνα δεν έχει τεκμηριώσει καμιά σύνδεση του γνωστού ρωμαίου ποιητή με το συγκεκριμένο έργο. Στην Ilias Latina ο ποιητής προσδίδει έμφαση στο ερωτικό στοιχείο, ενώ παράλληλα επιδίδεται και σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού του κειμένου, αφαιρώντας ό,τι φαντάζει υπέρλογο.

Άλλο ένα κείμενο που άσκησε επίδραση στο Μεσαίωνα ήταν το Excidium Trojae, το οποίο τοποθετείται στο διάστημα από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα. Ο συγγραφέας του δημιούργησε ένα ευρύτερο ποίημα, το οποίο υπερβαίνει τα στενά όρια των Τρωικών, εμπνέοντας αρκετούς άλλους συγγραφείς στην πορεία των αιώνων, όπως αυτούς οι οποίοι δημιούργησαν τα The Seege or Batalye of Troye, έργο ανώνυμου Άγγλου, και το Trojanische Krieg του Konrad von Wurzburg. Τη με­γαλύτερη δημοφιλία στη μεσαιωνική περίοδο γνώρισαν δύο άλλα έργα, το Ephemeris Belli Troiani, συγγραφέας του οποίου εφέρετο κάποιος Δίκτυς ο Κρης, και το De Excidio Troiae Historia, το οποίο απεδίδετο σε κάποιον Δάρη τον Φρύγα. Και τα δύο κείμενα έχουν συνταχθεί στο διάστημα από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα. Αν και πιθανότατα αντιγράφουν έργα της ελληνιστικής περιόδου, οι συγγραφείς τους υποστηρίζουν ότι είχαν συμμετάσχει στον πόλεμο στην Τροία, ο ένας στις τάξεις των Ελλήνων και ο άλλος των Τρώων. Οι ισχυρισμοί αυτοί έφεραν τα κείμενα στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, αφού το φιλόμαθες κοινό επιθυμούσε να πληροφορηθεί τα αληθινά γεγονότα και όχι την ποιητική πραγμάτευση του Ομήρου.

Τα κείμενα αυτά είναι που πυροδοτούν το ενδιαφέρον για τα Τρωι­κά στην καρδιά του Μεσαίωνα, στον 12ο αιώνα. Ο Joseph του Exeter, Άγγλος ποιητής, συγγράφει περίπου στα 1180 το De Bello Troiano, ένα ποίημα αποτελούμενο από 3673 στίχους, εμπνευσμένο από το έργο του Δάρη του Φρύγα. Το πόνημα του Joseph αφιερώθηκε από τον ίδιο στον αρχιεπίσκοπο του Canterbury. Το ποίημα αποπνέει έντονο ρητορισμό και ηθικολογία, καθώς στόχος του είναι να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες του σε θέματα όπως η υποκρισία, η ευμετάβολη ανθρώπινη τύχη και η αφερεγγυότητα των γυναικών. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ερμηνεία της συμπεριφοράς της ωραίας Ελένης, την οποία ο Joseph αποδίδει στην παθολογία του ήπατός της.

Στον ίδιο αιώνα ο Benoit de Saint-Maure, Γάλλος ποιητής, συνθέτει το επικών διαστάσεων ποίημά του Le Roman de Troie, το οποίο εκτείνεται σε περίπου 40.000 στίχους. Βασική πηγή έμπνευσης και αυτού υπήρξε ο Δάρης ο Φρύγας. Ο Benoit είναι ο εμπνευστής της ερωτικής ιστορίας του Τρωίλου και της Χρυσηίδας, στην οποία εμπλέκεται και ο Διομήδης, συνθέτοντας ένα τολμηρό ερωτικό τρίγωνο. Στο ποίημα του Benoit η παραδοσιακή ατμόσφαιρα του κλασσικού έπους έχει απολεσθεί. Οι ήρωες μάχονται με τον τρόπο των ιπποτών, πολλοί εξ αυτών χρησιμοποιούν φρασεολογία παρμένη από την Βίβλο και οι ναοί της Τροίας περιγράφονται ως γοτθικού ρυθμού. Η Τροία προσομοιάζει στο Ελντοράντο, όσον αφορά στα αμύθητα πλούτη που καταγράφονται. Το έργο του Benoit de Saint-Maure επηρέασε σημαντικά τα συγγραφικά πονήματα των Boccaccio, Chaucer και Shakespeare.

 

Benoit de Saint-Maure, Γάλλος ποιητής, συνθέτει το επικών διαστάσεων ποίημά του Le Roman de Troie, το οποίο εκτείνεται σε περίπου 40.000 στίχους.

 

Benoît de Sainte-Maure, Roman de Troie. Venise ou Padoue, vers 1340-1350.

 

Ως συνέχεια των προηγουμένων μεσαιωνικών ποιητών, στον 13ο αιώνα εμφανίζεται ο Guido delle Collone, Ιταλός ποιητής που συνέγραψε το Historia Destructionis Troiae. O Guido ασκεί δριμεία κριτική στον Όμηρο, τον οποίο κατηγορεί ότι διαστρέβλωσε τα πραγματικά γεγονότα, σε αντίθεση με τον Δάρη τον Φρύγα και τον Δίκτυ τον Κρήτα, οι οποίοι διέσωσαν την ιστορική αλήθεια. Το έργο του Guido βρίθει ηθικο­πλαστικών μηνυμάτων, γεγονός που το κατέστησε εξαιρετικά σημαντικό και διαδεδομένο κείμενο στους μετέπειτα αιώνες.

 

A Venetian copy of the Historia destructionis Troiae, ca. 1325

 

Στο 14ο αιώνα κυριαρχεί η μορφή του Geoffrey Chaucer, ο οποίος θεωρείται ως ο πατέρας της αγγλικής λογοτεχνίας. Ο Chaucer εμπνεύ­στηκε από τον Boccaccio και συνέθεσε τη δική του εκδοχή για την ιστορία του Τρωίλου και της Χρυσηίδας. Όμως ο Chaucer δεν παρουσιάζει, όπως ο Boccaccio, το έργο από μισογυνική σκοπιά. Το έργο του είναι περισσότερο εκλεπτυσμένο, στιχουργικά και νοηματικά.

Στο 14ο αιώνα ο αυθεντικός Όμηρος επανέρχεται στο προσκήνιο. Ο Petrarca, ο διάσημος Ιταλός ουμανιστής, προμηθεύτηκε το 1353 ή 1354 ένα ελληνικό χειρόγραφο του Ομήρου από τον Νικόλαο Σιγηρό, απεσταλμένο του βυζαντινού αυτοκράτορα στην Ιταλία. Ο Petrarca δεν γνώριζε όμως ελληνικά, σε βαθμό τουλάχιστον που θα του επέτρεπε να προσεγγίσει τα ομηρικά έπη. Είχε, μάλιστα, γράψει ότι ο Όμηρος ήταν μουγγός για αυτόν, γιατί ο ίδιος ήταν κωφός προς τον Όμηρο, επειδή δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Ο Petrarca έψαχνε εναγωνίως μεταφραστή και τον βρήκε το 1358 στο πρόσωπο του Leontius Pilatus, ο οποίος ήταν ένας μετριότατος λόγιος από την Καλαβρία που προσπαθούσε να εμφανιστεί ως ελληνικής καταγωγής. Η παρότρυνση του Petrarca προς τον Pilatus αφορούσε στη μετάφραση των πρώτων πέντε ραψωδιών της Ιλιάδας. Το 1360 ο Pilatus γνωρίστηκε και με τον Boccaccio, ο οποίος τον ενθάρρυνε περαιτέρω να προχωρήσει Συγκεκριμένα, ο τε­λευταίος είχε ενδιαφέρον για τον Όμηρο, το οποίο δεν κατάφερε να καλύψει λόγω περιορισμένης ελληνομάθειας. Η απόπειρά του Pilatus να μεταφράσει τον Όμηρο κατέληξε σε αποτυχία, αφού το αποτέλεσμα της εργασίας του ήταν κακής ποιότητας. Παρά ταύτα ο Petrarca ένιωθε ικανοποιημένος που μπόρεσε να διαβάσει, έστω και σε αυτό το επίπεδο, το κείμενο του Ομήρου.

Στο 15ο αιώνα οι προσπάθειες εντάθηκαν, παρότι υπήρχε δέος για το επίπεδο της ποίησης του Ομήρου. Συγκεκριμένα, ένα από τα βασικά ζητούμενα της στροφής στην κλασσική αρχαιότητα υπήρξε η καλλιέπεια στη γλώσσα. Στόχος ήταν η επιστροφή στο υψηλό επίπεδο των κλασσι­κών λατινικών, πρότυπο των οποίων είχε υπάρξει το έργο του Virgilius. Το βασικό πρόβλημα των ουμανιστών ήταν ότι ο Όμηρος έβαζε για αυτούς τον πήχη ακόμα υψηλότερα. Θα έπρεπε η μετάφραση του Ομήρου στα λατινικά να υπερβαίνει την ποιότητα της γλώσσας του Virgilius, αφού ο Όμηρος υπήρξε το αξεπέραστο πρότυπο γλώσσας και ύφους σε όλες τις εποχές. Για αυτό και οι μεταφράσεις που ακολουθούν αυτή του Pilatus είναι επιλεκτικές και συνήθως αποδίδουν σε πεζό λόγο το έμμετρο κείμενο του Ομήρου. Για παράδειγμα, ο Leonardo Bruni, στα 1405, αποδίδει συγκεκριμένα χωρία από την 9η ραψωδία της Ιλιάδας, σε πεζό λόγο, προκειμένου να αποδείξει ότι η ρητορική, της οποίας είναι μέγας θαυμαστής, ξεκίνησε με τον Όμηρο. Ο Guarino Guarini, στα 1427, αποδίδει τη 10η ραψωδία της Ιλιάδας και την 23η της Οδύσσειας, στις οποίες παραλείπει σημεία που παρουσιάζουν τον καθημερινό βίο, ώστε να μην υποβαθμίζεται, κατά την άποψή του, η μαγεία της επικής ποίησης. Η πλέον ολοκληρωμένη και ακριβής απόδοση είναι εκείνη του Lorenzo Valla, η οποία ξεκίνησε στα 1442 και ολοκληρώθηκε στα 1458 από τον Francesco Griffolini. Είναι, όμως, και αυτή σε πεζό λόγο.

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1431, ο Carlo Marsuppini είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να μεταφράσει Όμηρο σε έμμετρη μορφή, αλλά απε­τράπη από τον Ambrogio Traversari, ο οποίος του αντέτεινε ότι είναι αδύνατη η απόδοση του μεγαλείου του ομηρικού λόγου στη λατινική γλώσσα. Γενικώς, στην πρώιμη Αναγέννηση, κατόπιν και των ερευνών του Valla, υπήρχε δυσπιστία σε μέρος των Λατίνων λογίων σχετικά με τη δυνατότητα της λατινικής γλώσσας να καλύψει νοηματικά και σε ποιότητα το εύρος της ελληνικής γλώσσας. Στα 1450 ο πάπας Νικόλαος ο Ε’ ανακοίνωσε το μεγαλόπνοο σχέδιό του για τη μετάφραση των σημαντικοτέρων κειμένων της αρχαιοελληνικής γραμματείας στα λατινικά. Φυσικά, από το σχέδιο δεν θα μπορούσε, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, να απουσιάζουν τα ομηρικά έπη. Το συγκεκριμένο έργο προτάθηκε σε δύο έξοχους ποιητές, τους καλύτερους της εποχής, τους Basinio Basini και Francesco Filelfo, οι οποίοι αρνήθηκαν συναισθανόμενοι το βάρος του εγχειρήματος, αλλά με το επιχείρημα ότι το έργο περιέχει σημεία ανάξια λόγου, που καθιστούσαν την πλήρη μετάφραση περιττή. Τελικά, το 1451, ο πάπας βρήκε πρόθυμο μεταφραστή στο πρόσωπο του Carlo Marsuppini, ο οποίος είκοσι χρόνια νωρίτερα δεν είχε αποτολμή­σει τη μετάφραση των ομηρικών επών. Δυστυχώς, ο Marsuppini απεβί­ωσε το 1453 έχοντας ολοκληρώσει τη μετάφραση μιας και μόνης ραψωδίας. Το έργο του ανέλαβε να συνεχίσει ο σπουδαίος φιλόλογος Angelo Poliziano, ο οποίος επεδίωξε να παραγάγει μια έμμετρη μετάφραση, η οποία θα αιρόταν στο ύψος του πρωτοτύπου. Ο Poliziano μετέφρασε τις ραψωδίες Β’-Ε’ και κατόπιν παραιτήθηκε της προσπάθειας. Πάντως, ο ίδιος, έως το τέλος της ζωής του, δήλωνε περήφανος για το νεανικό του εγχείρημα, αν και το αποτέλεσμα δεν δικαίωνε τις προσδοκίες του. Το μέγεθος του Ομήρου ήταν δυσθεώρητο για αυτόν.

Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511) από τους σημαντικότερους Έλληνες λόγιους, που συνέβαλε με το έργο του στην αναβίωση των ελληνικών γραμμάτων στη δυτική Ευρώπη.

Η πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση του Ομήρου ήταν αυτή που επιμελήθηκε ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και εξεδόθη στη Φλωρεντία το 1488/89. Το κείμενο δεν προσέφερε ιδιαίτερα όμως, γιατί η ελληνο­μάθεια, ειδικά σε ότι αφορούσε ένα εξαιρετικά απαιτητικό κείμενο, δεν επαρκούσε για την κατανόηση του ομηρικού πρωτοτύπου. Στα 1474 τυπώθηκε στη Brescia της Ιταλίας μια δίγλωσση έκδοση της Ιλιάδας και το 1497 της Οδύσσειας, οι οποίες δεν διεκδικούσαν δάφνες ποιότητας. Η Οδύσσεια είχε μεταφραστεί στα λατινικά από τον Raffaele Mattei Volaterrano. Πάντως, στη Βενετία, το σημαντικότερο ίσως εκδοτικό κέντρο της εποχής, η πρώτη πλήρης έκδοση του μεταφρασμένου στα λα­τινικά Ομήρου έγινε το 1556, εποχή που αρχίζουν να εμφανίζονται και πολλές μεταφράσεις του Ομήρου σε εθνικές γλώσσες.

Στη Γαλλία η πρώτη έκδοση του Ομήρου έγινε το 1510. Επρόκειτο για την έκδοση της μετάφρασης του Niccolo della Valle, η οποία είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα στην Ιταλία. Εκδότης ήταν ο Josse Bade. Αυτό αποδεικνύει τη σημασία της Ιταλίας στην διάδοση του ομηρικού κειμένου, και γενικότερα των ομηρικών σπουδών στην Ευρώπη της Αναγέννησης.

Απόλυτα ενδεικτική της κατάστασης των ομηρικών σπουδών στην Ιταλία του 15ου αιώνα αποτελεί ο Marsilio Ficino (1433-1499). Ο Ficino υπήρξε ο πλέον επιφανής ουμανιστής στη Φλωρεντία και αυτός που επιφορτίστηκε με τη μετάφραση και το σχολιασμό μεγάλου μέρους της πλατωνικής φιλοσοφικής γραμματείας. Πέρα από τις μεταφράσεις και τα σχόλια, ο Ficino συνέγραψε και ένα αρκετά εκτεταμένο έργο, το Theologia Platonica de immortalitate animae, στο οποίο εκθέτει τη δική του φιλοσοφία. Σε αυτό ο Ficino αναφέρεται στον Όμηρο οκτώ φορές. Όπως θα δούμε, όμως, το επίπεδο της γνώσης του για τον Όμηρο είναι τουλάχιστον στοιχειώδες, παρότι ο ίδιος ήταν θαυμαστής και εμ­βριθέστατος γνώστης της ελληνικής αρχαιότητας. Οι γνώσεις του για τον Όμηρο αποτελούσαν, κυρίως, προϊόν της μελέτης των πλατωνικών κειμένων, πράγμα που φαίνεται εύκολα, μιας και συνήθως αναφέρει τον Πλάτωνα ως πηγή του, όταν μνημονεύει τον Όμηρο.

 

ο Marsilio Ficino (Μαρσίλιο Φιτσίνο 1433-1499), υπήρξε ο πλέον επιφανής ουμανιστής στη Φλωρεντία και αυτός που επιφορτίστηκε με τη μετάφραση και το σχολιασμό μεγάλου μέρους της πλατωνικής φιλοσοφικής γραμματείας.

 

Ο Ficino, βασι­σμένος σε αρχαίες πηγές που δεν κατονομάζει αλλά και δεν φαίνεται να αποδέχεται πλήρως, παρουσιάζει τον Όμηρο ως τρελό (insanus), παραφράζοντας και παρανοώντας προφανώς την ένθεη μανία των ποιητών, όπως καταγράφεται στα ελληνικά. Επίσης, ο Όμηρος, παρότι τυφλός, παρουσιάζεται ως εξαιρετικής ευφυΐας άνθρωπος, ώστε μπόρεσε να δει και να μάθει τόσα πολλά πράγματα, τα οποία αργότερα ύμνησε με τον πλέον επιτυχημένο τρόπο, πετυχαίνοντας να συναιρέσει όλες τις τέχνες. Ο Ficino, όμως, πίστευε ότι οι στίχοι του Ομήρου κρύβουν και βαθύτερα νοήματα. Ο ίδιος συμφωνούσε με τα γραφόμενα των Χαλδαίων μάγων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η ψυχή μπορεί να περιτυλιχθεί από ακτίνες φωτός. Εκμεταλλευόμενη την ελαφρότητα του φωτός, η ψυχή μπορεί να αρθεί από τον κόσμο της ύλης και των αισθήσεων. Ο Ficino ταυτίζει τα περιγραφόμενα από τους Χαλδαίους μάγους με τη χρυσή άλυσο, την οποία είδε ο Όμηρος να κρέμεται από τον ουρανό και να φθάνει έως τη Γη. Μέσω αυτής, όποιος καταφέρνει να την δει, μπορεί να ανέλθει στον ουρανό. Δεν είμαστε σίγουροι για το κατά πόσο γνώριζε απευθείας το ομηρικό κείμενο ο Ficino, μιας και τη συγκεκριμένη εικόνα περιγράφουν ο Πλάτων και ο Μακρόβιος. Ο Ficino, όπως και πολλοί άλλοι Ιταλοί ουμανιστές του 15ου αιώνα πίστευαν στην ύπαρξη μιας μυστικής γνώσης, η οποία διέτρεχε την ιστορία της ανθρωπότητας από τα απώτατα βάθη της έως τον 15ο αιώνα. Κρίκος αυτής της μυστικής αλυσίδας γνώσης, και μάλιστα κομβικός, υπήρξε ο Όμηρος, ο οποίος είχε συμβάλλει στη μετάδοση της γνώσης από την ανατολή στον Ελλαδικό χώρο.

Σε άλλο σημείο του έργου του ο Ficino παραθέτει ένα χωρίο του Ομήρου, το οποίο αναφέρεται στον Τειρεσία. Το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ότι ο Ficino χρησιμοποιεί λατινική μετάφραση και όχι το ελληνικό κείμενο, παρότι σε άλλα σημεία παραπέμπει στα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Θα λέγαμε ότι, παρά τη θέληση του Ficino να ασχοληθεί με τον Όμηρο, τα εμπόδια που συναντούσε στην προσέγγιση των πρωτοτύπων επών, δεν τον βοηθούσαν να εμβαθύνει στον Όμηρο. Η γνώση του Ficino για τον Όμηρο είναι κυρίως αποτέλεσμα της μελέτης των πλατωνικών διαλόγων, ιδίως του Ίωνα, στον οποίο ο Πλάτων πραγματεύεται την ποίηση και ασχολείται εκτενώς και επισταμένως με τον Όμηρο.

Συμπερασματικά, ο Όμηρος και οι ομηρικές σπουδές προσελήφθησαν με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο από τον λατινικό Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Η γλώσσα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην πορεία των ομηρικών επών. Ο Όμηρος είναι δεμένος με την ελληνική και οποιαδήποτε προσπάθεια να τον δει και να τον αντιμετωπίσει κανείς εκτός αυτού του πλαισίου είναι καταδικασμένη. Η διάδοση του ελληνικού κειμένου του Ομήρου ανέβασε ψηλά τον πήχη και για τα νεολατινικά. Η γλώσσα εκλεπτύνθηκε και εξελίχθηκε γιατί υπήρχε το αξεπέραστο γλωσσικό πρότυπο του Ομήρου.

 

Γεώργιος Στείρης

«Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Οι Απαρχές της Νεοελληνικής Ταυτότητας στο Ύστερο Βυζάντιο


«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Σήμερα το «Ελεύθερο Βήμα» φιλοξενεί  άρθρο του κυρίου Γεωργίου Στείρη, Επίκουρου Καθηγητή Φιλοσοφίας των Μέσων Χρόνων και της Αναγέννησης στη Δύση, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα:

«Οι Απαρχές της Νεοελληνικής Ταυτότητας στο Ύστερο Βυζάντιο».

 

Το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας είναι ανοιχτό και δεν παύει να απασχολεί την επικαιρότητα. Η ταυτότητα βασίζεται στη διαφορά, είναι μία διαδικασία που στηρίζεται στην ετερότητα και τον πολιτισμικό διάλογο. Η πλειοψηφία των σύγχρονων μελετητών υποστηρίζει ότι η προσπάθεια δημιουργίας μιας νεοελληνικής ταυτότητας ξεκινά τον 18ο αιώνα, ως αποτέλεσμα του λεγόμενου «νεοελληνικού διαφωτισμού». Πρόσφατα, διάβασα σε κείμενο λόγιου συναδέλφου ότι στο παρελθόν είχαμε γίνει Ρωμαίοι (Ρωμιοί), ξεχνώντας την ιδιότητά μας ως Ελλήνων, οπότε ας είναι καλά ο αγράμματος Κολοκοτρώνης, που μας το θύμισε. Θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι η συζήτηση περί ελληνικής ταυτότητας και ελληνικότητας ξεκινά τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα, από τους υστεροβυζαντινούς λογίους. Οι πλέον σημαίνοντες εξ αυτών προτίμησαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, αντί της επίσημης ονομασίας Ρωμαίος και της κοινής ονομασίας Γραικός.

Είναι κοινός τόπος στους περισσότερους ερευνητές ότι οι υπήκοοι της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι ή Ρωμιοί, με όποια σημασία αποδίδει καθένας στους όρους. Επρόκειτο, κατά βάση, για μια ρωμαϊκότητα με ελληνικές διαστάσεις. Η έρευνά μου, όμως, υποδεικνύει ότι από τα τέλη του 14ου αιώνα, τουλάχιστον, σημειώνεται μια στροφή προς την ελληνικότητα καθαυτήν, όχι τη ρωμιοσύνη, όπως αυτή νοείται σήμερα από νεοσυντηρητικούς κύκλους.

Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων

Αρχικά, ο Μανουήλ Χρυσολωράς υπογραμμίζει τη διττή ταυτότητα των βυζαντινών: ελληνική και ρωμαϊκή. Όπως και να τους αποκαλέσει κανείς, είναι το ίδιο. Μετά όμως τον Χρυσολωρά, η ελληνικότητα θα αποκτήσει έντονη δυναμική. Είναι γνωστή η θέση του Πλήθωνα: είμαστε Έλληνες κατά το γένος, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πάτρια παιδεία. Ο Πλήθων επανειλημμένα συνιστούσε στους συγχρόνους του να στηρίζονται στην αρχαιοελληνική παράδοση και να απορρίπτουν τη δυτική κουλτούρα, ώστε να μην αλλοτριωθεί το ελληνικό γένος. Παρά την αμφισβήτηση του χριστιανισμού εκ μέρους του, είναι γνωστή η ανθενωτική στάση του, αφού δεν δίστασε να υποστηρίξει το ορθόδοξο δόγμα στη Σύνοδο της Φλωρεντίας και μετέπειτα.

Ο Μιχαήλ Αποστόλης είχε παρόμοιες με τον Πλήθωνα απόψεις για την επαπειλούμενη πολιτισμική και εθνική αποξένωση. Ο Πλήθων και ο Αποστόλης επιχείρησαν να χαράξουν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ελληνικής και της δυτικής κουλτούρας. Ο Αποστόλης αποκαλούσε τους συγχρόνους του υιούς των Ελλήνων. Επιπλέον, υποστήριζε ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων και ότι κοινωνούσε στην ίδια πολιτισμική κληρονομιά. Πρωταρχικός στόχος του Πλήθωνα και του Αποστόλη δεν ήταν να αντιπαρατεθούν με τον χριστιανισμό και να υπερασπιστούν τον αρχαίο ελληνικό τρόπο. Πρωτίστως, στόχευαν στην απόκρουση του ιμπεριαλισμού των Λατίνων, που απειλούσε να αλλοτριώσει τον ελληνικό πολιτισμό.

Από τη μεριά του, ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος σε έναν διάλογο με κάποιον Εβραίο, έθεσε το ερώτημα: ποιος είμαι; Για να απαντήσει: είμαι χριστιανός. Παρεκτός του θρησκευτικού πλαισίου, ο Σχολάριος εκλάμβανε εαυτόν και τους συγχρόνους του ως Έλληνες και ονόμαζε την πατρίδα του Ελλάδα. Παραδεχόταν ότι ήταν απόγονος των Ελλήνων (Ἑλλήνων γάρ ἐσμέν παῖδες) και ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν η πατρίδα του ελληνικού γένους στην εποχή του. Κομβικής σημασίας είναι η ανησυχία του για την πιθανότητα αφανισμού του ελληνικού γένους. O Σχολάριος, όμως, δεν συμμεριζόταν τον φόβο του Πλήθωνα για την πολιτισμική αλλοτρίωση του γένους. Αντίθετα, θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητο να αξιοποιηθεί η πρόοδος του δυτικού κόσμου. Οι σύγχρονοί του δεν έπρεπε να μιμηθούν τους αρχαίους Έλληνες κατά αποκλειστικότητα. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αρκετό. Ο Σχολάριος ένιωθε μια σύνδεση με τους Έλληνες της κλασσικής αρχαιότητας και θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα, πέρα από χριστιανό και Ρωμαίο. Ωστόσο, ο ίδιος δεν συμφωνούσε με την ιδέα ενός ελληνισμού, που θα εμπνεόταν μόνο από την κλασική αρχαιότητα, όπως είχε προταθεί από τον Πλήθωνα. Αντίθετα, επιδίωκε έναν ανανεωμένο και επίκαιρο ελληνισμό, που θα εμπλουτιζόταν από τα αξιόλογα στοιχεία που είχε να προσφέρει ο δυτικός πολιτισμός· έναν ελληνισμό σύγχρονο, ικανό να ανταποκριθεί στις ανάγκες του 15ου αιώνα.

Γεώργιος Τραπεζούντιος

Επιπλέον, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος επαινεί συνειδητά τους αρχαίους Έλληνες για τη συμβολή τους στην παγκόσμια ιστορία και την ίδια στιγμή κατηγορεί τους συγχρόνους του Έλληνες για την ανεπαρκέστατη προσφορά τους στην εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος. Συνδύασε, έτσι, τον ελληνοκεντρισμό με τον ελληνοκριτικισμό. Την ίδια στιγμή δήλωνε χριστιανός, πρεσβεύοντας ότι αυτός που συνδέεται και εμπνέεται από το ελληνικό παρελθόν μπορεί να είναι και χριστιανός, χωρίς αυτή του η ιδιότητα να αναιρεί εκείνη του Έλληνα. Τον απασχολούσαν δυο συνιστώσες – Έλληνας και χριστιανός – που δημιουργούσαν μια ταυτότητα, πράγμα που στα μάτια του Πλήθωνα θα φάνταζε τουλάχιστον περίεργο. Παρά τη διαφωνία μεταξύ του Πλήθωνα και του Τραπεζούντιου, και οι δύο τους συμμερίζονταν την άποψη ότι η κύρια απειλή για το ελληνικό γένος ήταν η πολιτισμική αλλοτρίωση. Ως εκ τούτου, η αναφορά του Τραπεζούντιου θέτει υπό αμφισβήτηση το επιχείρημα του Αγγέλου ότι η λέξη Ἓλλην τον 15ο αιώνα σήμαινε Ορθόδοξος.

Επίσης, οι Θεόδωρος Γαζής και Νικόλαος Σεκουνδινός τονίζουν τη διαχρονικότητα του ελληνισμού και την ελληνικότητα των βυζαντινών. Από τη μεριά του ο Βησσαρίων αναφέρεται στο ελληνικό γένος ως γένος ἡμέτερον. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, πάλι, είχε επισημάνει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ότι η βασιλεία του θα έπρεπε να έχει ως στόχο της το όφελος του γένους και της κοινής εστίας των Ελλήνων. Απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο, τον προσφωνεί βασιλιά της Ελλάδας (Ὦ τῆς Ἑλλάδος ἣλιε βασιλεῦ), όπως αργότερα και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Συμπερασματικά, οι Έλληνες φιλόσοφοι του 15ου αιώνα συνέβαλαν στην αναζήτηση μιας ελληνικής ταυτότητας πολύ πριν από τον «νεοελληνικό διαφωτισμό». Η άποψη ορισμένων μελετητών περί του ασύμβατου της ελληνικότητας (ως πολιτισμικής και ιστορικής ταυτότητας) και του χριστιανισμού, δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τα συγγράμματα των σπουδαιότερων διανοητών του 15ου αιώνα.  Οι λόγιοι της υστεροβυζαντινής περιόδου θρήνησαν για την πτώση της αυτοκρατορίας και αναζήτησαν υπερηφάνεια στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, εκκινώντας παράλληλα ένα γόνιμο διάλογο για τον προσδιορισμό της ελληνικότητας και της νεοελληνικής ταυτότητας.

Γιώργος Στείρης

Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το άρθρο φιλοξενείται και στο: In(telligent) Deep Analysis , Μάιος 2017.

Read Full Post »

Ομιλία του Επίκουρου Καθηγητή Φιλοσοφίας  Γεωργίου Στείρη στο Δαναό


 

ΔΑΝΑΟΣO Σύλλογος Αργείων «O Δαναός» έχει την τιμή και την ευχαρίστηση να σας αναγγείλει, ότι  την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016   και ώρα 6.30 μ.μ. στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Αργείων «ο Δαναός» θα μιλήσει: ο κ. Γεώργιος Στείρης Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα: «Η σύγχρονη δημοκρατία και τα δεινά της: λαϊκισμός, μεσσιανισμός, ελιτισμός»

Γεώργιος Στείρης

Γεώργιος Στείρης

Γεώργιος Στείρης

Ο Γεώργιος Στείρης είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας των Μέσων Χρόνων και της Αναγέννησης στη Δύση, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κιβέρι Αργολίδας. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Αθηνών. Έχει διδάξει, πέραν του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, το ΕΑΠ και το Paideia Program του University of Connecticut.

Είναι Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας. Ανακηρύχθηκε Επίτιμος Δημότης Χίου για την προσφορά του στην προαγωγή της φιλοσοφικής έρευνας (2012). Επίσης, του απονεμήθηκε το χρυσό μετάλλιο του Al-Farabi Kazakh National University (Kazakhstan) για την προσφορά του στην μελέτη της αραβικής φιλοσοφίας (2015).

Έχει δημοσιεύσει τέσσερεις μονογραφίες και 39 επιστημονικά άρθρα (σε πέντε γλώσσες), έχει επιμεληθεί την έκδοση τριών συλλογικών τόμων και έχει συμμετάσχει ως ομιλητής σε 31 επιστημονικά συνέδρια στο εξωτερικό (Ευρώπη, Αμερική, Ασία).

Έχει δώσει διαλέξεις και συμμετάσχει ως ομιλητής σε 40 επιστημονικά συνέδρια στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία. Είναι μέλος επιστημονικών ενώσεων και κριτής επιστημονικών περιοδικών και προγραμμάτων στις ΗΠΑ, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία.

 

Read Full Post »

Η κατάρρευση της πολιτικής από την επικυριαρχία της οικονομικής επιστήμης


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Φιλοξενούμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» επίκαιρο άρθρο του κυρίου Γεωργίου Στείρη, Επίκουρου Καθηγητή Φιλοσοφίας των Μέσων Χρόνων και της Αναγέννησης στη Δύση, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή,Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα:

«Η κατάρρευση της πολιτικής από την επικυριαρχία της οικονομικής επιστήμης».

 

Γκυ Ντεμπόρ (Guy Louis Debord, 28 Δεκεμβρίου 1931, Παρίσι - 30 Νοεμβρίου 1994), συγγραφέας - κινηματογραφιστής. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Γκυ Ντεμπόρ (Guy Louis Debord, 28 Δεκεμβρίου 1931, Παρίσι – 30 Νοεμβρίου 1994), συγγραφέας – κινηματογραφιστής. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Ο Γκυ Ντεμπόρ, ο γνωστός Γάλλος θεωρητικός του μαρξισμού, είχε επισημάνει, ήδη από τη δεκαετία του 1960, ότι τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης, με Κολοφώνα την τηλεόραση, είχαν χωρίσει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που μιλούν δημόσια και σε αυτούς που σιωπούν. «Αυτοί οι διάφοροι ειδικοί των φαινομενικών συζητήσεων που αποκαλούμε ακόμη, καταχρηστικά πάντως, πολιτιστικές ή πολιτικές, έχουν ευθυγραμμίσει αναγκαστικά τη λογική και την κουλτούρα τους με τη λογική και την κουλτούρα του συστήματος που τους χρησιμοποιεί κι αυτό όχι μόνο γιατί έχουν επιλεγεί απ’ αυτό αλλά κυρίως γιατί ποτέ δεν διαπαιδαγωγήθηκαν από κάτι άλλο». [1] Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν άρχισε η ραγδαία εξάπλωση και χρήση του διαδικτύου, πολλοί έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι το διαδίκτυο θα αποτελούσε τη λυδία λίθο του δημοσίου χώρου. Θα εξασφάλιζε, δηλαδή, συνεχή ροή πλουραλιστικής ενημέρωσης, ακυρώνοντας εν τοις πράγμασι το μονοπώλιο της τηλεόρασης, η οποία εύκολα καθίσταται φερέφωνο κέντρων και παράκεντρων εξουσίας. Η μεγαλύτερη, όμως, προσδοκία ήταν ότι το διαδίκτυο θα επανέφερε στο προσκήνιο τον δημόσιο διάλογο, τον πυρήνα της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, οι πολίτες θα ενεργοποιούνταν πολιτικά, από τη στιγμή που η έκφραση και ανταλλαγή πολιτικών απόψεων θα γινόταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας του καθενός. [2]

Η σύγχρονη πραγματικότητα απέχει πόρρω από την επιβεβαίωση αυτών των προσδοκιών. Το διαδίκτυο, σε σημαντική έκταση, αναπαράγει τις ειδήσεις που διακινούν τα μεγάλα τηλεοπτικά και ευρύτερα δημοσιογραφικά δίκτυα. Οι πολίτες απλά σχολιάζουν αυτά που βλέπουν και ακούν στα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης ή στη ροή των πληροφοριών, όπως αυτή διοχετεύεται στις ιστοσελίδες κοινωνικής και άλλης δικτύωσης. Οι ειδικοί, που μονοπωλούν το δημόσιο λόγο, εξακολουθούν να ασκούν κυριαρχική επιρροή στην κοινή γνώμη και να επικαθορίζουν το πλαίσιο σκέψης και δράσης πολιτικών και πολιτών. [3] Η τεχνοκρατική αντίληψη της πολιτικής υποβοηθείται από την οργανωμένη υπερπροβολή ειδικών. Η πλέον επίκαιρη και ταυτόχρονα ανησυχητική εκδοχή αυτής της πραγματικότητας είναι η συχνότατη παρουσία οικονομολόγων στα μέσα ενημέρωσης.

Ενόσω η Δύση δοκιμάζεται υπό τη βάσανο της οικονομικής κρίσης, οι οικονομολόγοι εμφανίζονται ως οι ευαγγελιστές των λύσεων. Αντίθετα, οι πολιτικοί λοιδορούνται και προπηλακίζονται ως οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για τα αδιέξοδα. Στην Ελλάδα ορισμένοι καθηγητές οικονομικών έχουν καταστεί περισσότερο αναγνωρίσιμοι από αθλητές και τηλεαστέρες, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των υπολοίπων εμφανίζεται τακτικά στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και αρθογραφεί καταιγιστικά στο διαδίκτυο και στον τύπο. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με τον Αριέλ Ρουμπινί, τον οικονομολόγο που προέβλεψε τη διεθνή κρίση, να συναγωνίζεται σε εμφανίσεις και απολαβές την Μαντόνα. Ελάχιστοι, όμως, τολμούν να πουν ή να γράψουν ότι οι οικονομολόγοι είναι οι βασικοί υπαίτιοι της κρίσης και, κυρίως, ότι η οικονομία είναι μια ψευδοεπιστήμη, η οποία δεν μπορεί, παρά μόνο συμπτωματικά, να προσφέρει λύσεις.

Κατά τον Αριστοτέλη, τον πρώτο που επιχείρησε μια συστηματική κατάταξη των επιστημών, η οικονομία αποτελεί μέρος της πρακτικής φιλοσοφίας και είναι ομόλογη της ηθικής και της πολιτικής.[4] Στην πορεία των ετών και υπό την πίεση του μαρξισμού, του θετικισμού και του λογικού θετικισμού, η οικονομία μετατοπίστηκε και έχασε το χαρακτήρα της και τη φυσιογνωμία της, αλλοτριώθηκε, για να χρησιμοποιήσουμε ένα μαρξιστικό όρο. Ο μαρξισμός, ως γνήσιο τέκνο του διαφωτισμού, αποπειράθηκε να μετατρέψει την οικονομία, όπως και κάθε άλλο κλάδο του επιστητού, σε επιστήμη.[5] Στην κατεύθυνση αυτή επέλεξαν να κινηθούν και οι ίδιοι οι οικονομολόγοι, υπό τη δριμεία κριτική του θετικισμού και του λογικού θετικισμού, ώστε να διασώσουν το κύρος του κλάδου τους.[6] Συγκεκριμένα, κατά το θετικισμό, οι επιστημονικές έννοιες δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνοχή των δεδομένων της παρατήρησης. Από την άλλη, ο λογικός θετικισμός είναι ένας εμπειρισμός που μετατοπίζει την προβληματική από την έννοια της αλήθειας στην έννοια του νοήματος. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι, προτού επιχειρηθεί να αποδειχθεί πειραματικά αν μια θεωρία είναι αληθής ή ψευδής, χρειάζεται να διαπιστωθεί εάν έχουν νόημα οι ισχυρισμοί της. Συνεπώς, νόημα έχουν μόνο οι μαθηματικές προτάσεις και οι θεωρητικές υποθέσεις και εξηγήσεις της πειραματικής επιστήμης, όσες προτάσεις, δηλαδή, είναι εμπειρικά επαληθεύσιμες.[7] Αρκετές ανθρωπιστικές σπουδές, ανάμεσα τους η ψυχολογία, η παιδαγωγική και η οικονομία, επιχείρησαν να μαθηματικοποιηθούν, να αποκτήσουν επιστημονική υπόσταση, ώστε να μην θεωρηθούν μεταφυσικές και άνευ νοήματος ασκήσεις του νου, όπως η θεολογία, η παραδοσιακή φιλοσοφία, η ιστορία και άλλες.

Η αλλαγή αυτή στη μέθοδο των οικονομικών προκάλεσε στους οικονομολόγους μια ανεπανάληπτη οίηση. Η μαθηματικοποίηση της φύσης και η αιτιοκρατία του Νεύτωνα, είχαν από καιρό δημιουργήσει την αίσθηση ότι η φύση και οτιδήποτε μέσα σε αυτή υποτάσσεται σε μια άτεγκτη νομοτέλεια. Οι ίδιες αιτίες οδηγούν στα ίδια αποτελέσματα και οι φυσικοί νόμοι επαναλαμβάνονται αέναα. Συνεπώς, με την πεπαιδευμένη παρατήρηση, την αποκρυπτογράφηση των φυσικών νόμων και την αλάνθαστη μέθοδο των μαθηματικών, η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι εφικτή.[8] Οι οικονομολόγοι πίστεψαν και έκαναν και τους άλλους να πιστέψουν ότι τα περίπλοκα μαθηματικά που χρησιμοποιούν και τα υπολογιστικά μοντέλα τους είναι αλάνθαστα, είναι η πραγματική επιστήμη, το σύγχρονο κέρας της Αμάλθειας, η οποία εξασφαλίζει ατέρμονη πρόοδο και ευμάρεια για το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Όλοι πείστηκαν και εξακολουθούν να ομνύουν στην αποτελεσματικότητα των οικονομικών. Ακόμα και σήμερα, όταν σχεδόν όλοι παραδέχονται ότι η ασυδοσία και αμετροέπεια των οικονομολόγων ενθάρρυνε και παραπλάνησε σώφρονες και επιλήσμονες πολιτικούς και ιδιώτες, ότι τα περίπλοκα οικονομικά προϊόντα δημιούργησαν την κρίση, η κοινωνία φαίνεται να αποδέχεται ότι ευθύνονται κάποια απρόσωπα golden boys, ενώ οι επώνυμοι, θεσμικοί οικονομολόγοι είναι εκείνοι που θα μας οδηγήσουν και πάλι, μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες, στη γη της επαγγελίας. Πρόσφατα, στην ελληνική τηλεόραση, παρακολούθησα πασίγνωστο έλληνα οικονομολόγο να παρουσιάζει, για πολλοστή φορά, τις καταστροφολάγνες θέσεις του ως άλλη Κασσάνδρα. Όταν κάποιος δημοσιογράφος του επεσήμανε ότι πέρυσι, σχεδόν την ίδια ημέρα, είχε τοποθετήσει την αναπόφευκτη διάλυση της ευρωζώνης στις αρχές του 2012, απάντησε θρασύτατα ότι το μοντέλο του είναι ρέον και ότι στην πορεία άλλαξε και αυτό, όπως και η πραγματικότητα.

Η πραγματικότητα, όμως, απέχει παρασάγγας. Όπως ορθά επεσήμανε πριν από αρκετές δεκαετίες ο Χέμπελ, η λογική πιθανότητα ενός καθολικού νόμου βρίσκεται πολύ κοντά στο μηδέν.[9] Αυτό οφείλεται στο απλό γεγονός ότι ένας καθολικός νόμος, όπως αυτοί που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι, έχει επιβεβαιωθεί μέσα από ένα απειροελάχιστο σώμα παρατηρήσεων και πειραμάτων σε σχέση με το άπειρο των πιθανοτήτων και εκδοχών. Άρα, οι οικονομολόγοι καταλήγουν σε συμπεράσματα με καθολική ισχύ βασισμένοι σε ελάχιστη εμπειρική βάση. Ο Καρλ Πόπερ, κορυφαίος φιλόσοφος του 20ου αιώνα, συμπλήρωσε ότι μπορεί κανείς να επαληθεύσει όποια θεωρία θέλει. Αν κάποιος ερευνητής, εν προκειμένω οικονομολόγος, για λόγους ιδεολογικούς ή πολιτικούς, είναι προσκολλημένος σε μια θεωρία θα βρει πάντοτε τον τρόπο να διαβάζει τα αποτελέσματα της έρευνας με τέτοιο τρόπο που να επιβεβαιώνει τις δικές του θεωρήσεις. Τα ίδια εμπειρικά δεδομένα μπορούν να ερμηνευτούν με πολλούς τρόπους και να αποδώσουν διαφορετικές γενικεύσεις και νόμους.[10]

Συνεπώς, η οικονομική επιστήμη δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το μέλλον. Μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να αποφανθούμε αν μια θεωρία ήταν σωστή. Απομένει μόνο η ελπίδα ότι κάποιες προβλέψεις θα βγουν αληθινές. Η οικονομική είναι μια ψευδοεπιστήμη, η οποία τρέφει με αυταπάτες τον άνθρωπο, γιατί πολύ απλά τον αγνοεί. Η οικονομία ήταν και χρειάζεται να ξαναγίνει ανθρωπιστική σπουδή. Όσο επιμένει να απομακρύνεται από τον άνθρωπο, να τον παραγνωρίζει και να επικεντρώνεται στους αριθμούς, επειδή αυτοί της προσδίδουν επιστημονικοφάνεια και είναι ευχερέστεροι στον αφηρημένο στοχασμό, είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει και να επισωρεύει δεινά. Η σύγχρονη οικονομική επιστήμη δεν διαφέρει παρά ελάχιστα από τις πλέον ταπεινές ψευδοεπιστημονικές ενασχολήσεις, όπως η αστρολογία. Διατυπώνονται άπειρες προβλέψεις από τους οικονομολόγους, βάσει των οποίων σχεδιάζεται από κυβερνήσεις και αρμόδιους φορείς η ζωή όλων μας. Οι πλείστες διαψεύδονται οικτρά, ενώ αποθεώνονται οι ελάχιστοι οικονομολόγοι που επαληθεύτηκαν, έστω και μερικώς. Και η επιβεβαίωση των ελαχίστων οπλίζει με επιχειρήματα τους υπολοίπους, ώστε να συνεχίσουν στην καταστροφική πορεία των αλλεπάλληλων εικασιών, οι οποίες βαφτίζονται επιστήμη και διεκδικούν το ανάλογο κύρος. Οι πραγματικές επιστήμες, όταν θελήσουν να ξεπεράσουν το επίπεδο της έρευνας, της αποκάλυψης δηλαδή νέας γνώσης, και να περάσουν στην εφαρμογή των πορισμάτων τους, φροντίζουν να παρεμβληθεί το στάδιο του πειραματισμού. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να προσδιοριστούν οι συνέπειες, ώστε να μην υποφέρουν άνθρωποι και δημιουργηθεί γενικότερη βλάβη. Οι οικονομολόγοι, με την αγαστή συνέργια των πολιτικών, θεωρούν ότι κάθε θεωρία τους αξίζει να εφαρμοστεί, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, σπέρνοντας τον όλεθρο και καθαιμάσσοντας την ανθρωπότητα. Τουλάχιστον, η φιλοσοφική μεταφυσική, παρότι δεν βρίσκει εμπειρική επιβεβαίωση, εδράζεται στη λογική και δεν αποτολμά λογικά άλματα και διανοητικές ακροβασίες με την ελαφρότητα που το πράττουν οι οικονομολόγοι.

Μια άλλη βασική αδυναμία της οικονομικής σκέψης είναι η μονομερής προσήλωση της στο μέλλον. Η στοχοθεσία των οικονομολόγων αναφέρεται μόνο στο τι θα επέλθει. Για την πλειοψηφία, μάλιστα, των δυτικών οικονομολόγων, η καταφυγή στην ιστορική έρευνα, ως θεραπαινίδας στις έρευνες τους, είναι ανεπίτρεπτη, καθώς θεωρείται ιστορικισμός, ο οποίος δογματικά εκλαμβάνεται ως διανοητική ασθένεια.[11] Εκείνο που δεν αντιλαμβάνονται οι οικονομολόγοι είναι ότι αυτή η επιλογή τους υπονομεύει το έργο τους. Όπως ποιητικά είχε επισημάνει ο Ιερός Αυγουστίνος, πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας και φιλόσοφος, στις Εξομολογήσεις του, οι άνθρωποι αναρωτιούνται για το χρόνο. Όμως το παρελθόν έχει ήδη χαθεί, το παρόν μεταπίπτει πάραυτα σε παρελθόν; ενώ το μέλλον δεν υπάρχει, καθώς δεν έχει επέλθει.[12] Για τους οικονομολόγους, παρά ταύτα, το μέλλον υπάρχει, για να μην πούμε ότι ήδη ζουν στο μέλλον. Όλες τους οι έρευνες κατατείνουν στο πως θα είναι η κατάσταση σε λίγα ή πολλά χρόνια. Όλη τους η ενέργεια ξοδεύεται σε αυτό το εγχείρημα, πείθοντας τους πολιτικούς και την κοινωνία ότι υπάρχει τρόπος όχι μόνο να προβλεφθεί το μέλλον, αλλά να διαμορφωθεί σύμφωνα με τις προσδοκίες τους. Η Πυθία και οι αρχαίοι οιωνοσκόποι ωχριούν ενώπιον τους, καθώς υπόσχονταν μόνο την πρόβλεψη.

Η εμμονή, όμως, στο μέλλον κάνει δυσβάσταχτο το παρόν. Θυσιάζεται το παρόν, η μόνη βέβαιη πραγματικότητα στο όνομα και το όραμα ενός μη υπαρκτού και προβλέψιμου, με λογικό τρόπο, μέλλοντος. Οι οικονομολόγοι σχεδιάζουν μαθηματικά μοντέλα, τα οποία βεβαιώνουν ότι θα επαληθευθούν. Οι πολιτικοί τα δέχονται, ρυθμίζουν τις αποφάσεις τους βάσει αυτών και προσαρμόζουν τις δράσεις τους αναλόγως. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βιώνουν σήμερα αρκετές κοινωνίες: φτώχεια, δυστυχία, απόγνωση, οδύνη. Και το πλέον πιθανόν είναι, όπως ήδη έχει συμβεί πάμπολλες φορές, να μην επαληθευθούν τα οικονομικά μοντέλα. Και τότε, μετά από αρκετά χρόνια και χαμένες ζωές, θα μας πούνε, ότι το παλαιό απέτυχε, γιατί είχε δομικές αδυναμίες ή γιατί δεν υπολογίστηκαν κάποιες παράμετροι. Η συνέχεια θα είναι να εισηγηθούν ένα νέο μοντέλο, του ιδίου τύπου και των ιδίων προδιαγραφών, το οποίο θα διορθώσει την κατάσταση σε κάποια χρόνια. Και πάλι από την αρχή, έως ότου κάποιο να αποδώσει, από τύχη μάλλον παρά από ικανότητα. Όπως, όμως, ορθά είχε επισημάνει ο Μακιαβέλι, «η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο πως ζούμε και στο πως θα έπρεπε να ζούμε είναι τόσο μεγάλη, ώστε όποιος αφήνει αυτό που γίνεται για εκείνο που θα έπρεπε να γίνεται, προετοιμάζει την καταστροφή του μάλλον παρά τη σωτηρία του».[13]

Εκείνο που φταίει δεν είναι το επιμέρους πρότυπο, αλλά η ίδια η κατεύθυνση που έχει πάρει η οικονομική επιστήμη. Επιστημολογικά, πρόκειται για μια αδιέξοδη και επικίνδυνη επιλογή, ένα σύγχρονο Μολώχ, στο βωμό του οποίου θυσιάζονται ζωές.[14] Η οικονομία χρειάζεται να επανασυνδεθεί με τις ρίζες της και να συγκροτηθεί ως κλάδος ανθρωπιστικός, αφού αντικείμενο της δεν είναι η ύλη, αλλά οι άνθρωποι.

Από την άλλη οι πολιτικοί οφείλουν να κατανοήσουν ότι το έργο τους συνίσταται πρωτίστως στη διαχείριση της πραγματικότητας, προς όφελος των ανθρώπων, και όχι στις μεταφυσικές προσδοκίες που καλλιεργεί η τυφλή πίστη στην ψευδοεπιστημονικότητα των αριθμών και των υπολογισμών. Αν η οικονομία δεν επανασυνδεθεί με τον άνθρωπο και δεν αποστραφεί τη μεθοδολογία των φυσικών επιστημών, η οποία δεν ταιριάζει στο δικό της πεδίο, το μέλλον της ανθρωπότητας δεν προοιωνίζεται ευοίωνο. Η κατάσταση ομοιάζει με το πιθάρι των Δαναΐδων. Όταν κλείνει μια τρύπα, ανοίγει μια άλλη και τελικά το πιθάρι μένει πάντοτε άδειο, ασχέτως του κόπου όσων κοπιάζουν χύνοντας μέσα του νερό. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα άλλο πιθάρι, δίχως τρύπες.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Γ. Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1990, 9-10.

[2] Μ. Hindman, The Myth of Digital Democracy, Princeton University Press, Princeton 2009. M. Margolis – G. Moreno – Riano, The Prospect of Internet Democracy, Ashgate, Farnham 2009, 95-108.

[3] OECD, Promise and Problems of Ε-Democracy: Challenges of Online Citizen En­gagement, Paris 2003, 64-65.

[4] Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια, 1218b 11-16. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1141b31-33. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1253bl-22.

[5] Τ. Duppe, The Making of the Economy: a Phenomenology of Economic Science, Lex­ington Books, Lanham 2011, 129-131.

[6] Στο ίδιο, 25-64.

[7] Α. J. Ayer(ed), Logical Positivism, Free Press, Glencoe 1959.A. Schilpp (ed.), The Philosophy of Rudolf Carnap, Illinois Open Court, La Salle 1963.

[8] S. Shapin, Η Επιστημονική Επανάσταση, Κάτοπτρο, Αθήνα 2003, 145-192

[9] C. G. Hempel, Philosophy of Natural Science, Prentice – Hall, Englewood Cliffs 1966.

[10] K. Popper, Conjectures and Refutations: The Growth of Scientific Knowledge, Routledge, London 1963. K. Popper, Objective Knowledge, Oxford University Press, Oxford 1972.

[11] J. J. Krabbe, Historicism and Organicism in Economics: The Evolution of Thought, Springer, London 2012.

[12] Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις, Πατάκης, Αθήνα 1997, τ. Β’, 151-190.

[13] Ν. Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, 98-99.

[14] Α. F. Chalmers, Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2011, 77-92.

 

Γεώργιος Στείρης

Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας των Μέσων Χρόνων και της Αναγέννησης στη Δύση,

Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή,

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Η κατάρρευση της πολιτικής από την επικυριαρχία της οικονομικής επιστήμης», στο Α. Μάνος & Ε. Πρωτοπαπαδάκης (επιμ.), Εξουσία και Δημοκρατία, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Ελληνική Εταιρεία Ηθικής, Αθήνα 2014.

Read Full Post »

Οι Χίμαιρες στον μύθο και στον 21° αιώνα, από τον Homo Sapiens στον Homo Cyborg


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ανακοίνωση του κυρίου Γεωργίου Στείρη

Επίκουρου Καθηγητή Φιλοσοφίας των Μέσων Χρόνων και της Αναγέννησης στη Δύση,

Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή,

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα:

«Οι Χίμαιρες στον μύθο και στον 21° αιώνα, από τον Homo Sapiens στον Homo Cyborg»

 

Ο Βελλερεφόντης με τη βοήθεια του Πήγασου σκοτώνει τη Χίμαιρα, λίθινο δισκίο του 560 π.χ περίπου, Λακωνία. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Ο Βελλερεφόντης με τη βοήθεια του Πήγασου σκοτώνει τη Χίμαιρα, λίθινο δισκίο του 560 π.χ περίπου, Λακωνία. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Στην αρχαία ελληνική μυθολογία ως Χίμαιρα περιεγράφετο το όν που είχε σώμα αίγας, κεφάλι λέοντα, ουρά φιδιού και εξέπνεε πυρ. Ήταν κόρη του Τυφώνος και της Έχιδνας. Η Χίμαιρα απέκτησε με τον Όρθρο δύο τέκνα, το λέοντα της Νεμέας και τη Σφίγγα. Η Χίμαιρα, η οποία στη γλώσσα μας έχει συνδεθεί με το ανέφικτο, αποδεικνύει τη γενικότερη τάση των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και άλλων λαών στην αρχαιότητα, να πιστεύουν στην ύπαρξη όντων που αντιπροσώπευαν όχι μια εξελικτική ή φυσική πορεία, αλλά την ενδόμυχη επιθυμία των ανθρώπων να υπάρχουν υπερόντα, τα οποία θα συνδύαζαν ετερόκλητες φυσικές δυνάμεις. Τα όντα αυτά θα μπορούσαν να υπερβούν τα συνήθη μέτρα, ώστε να προβούν σε έργα δύσκολα ή ακατόρθωτα για τον άνθρωπο. Παρά ταύτα ο ανθρωποκεντρισμός του κλασσικού πνεύματος τα έφερε συχνότατα αντιμέτωπα με την τίση, η οποία, προσωποποιούμενη συχνά στο πρόσωπο κάποιου μυθικού ήρωα, όπως ο Ηρακλής, ο Οιδίπους ή ο Βελλερεφόντης στις περιπτώσεις του λέοντα της Νεμέας, της Σφίγγας και της Χίμαιρας, οδηγούσε στην εξαφάνιση τα όντα που ξεπερνούσαν τα φυσικά μέτρα. Αυτός είναι ο κανόνας στην ελληνική μυθολογία, αλλά εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν οι εξαιρέσεις του.

Οι Κένταυροι ήταν πλάσματα ανθρωπόμορφα, με ανθρώπινο το άνω τμήμα του κορμού και την κεφαλή τους, ενώ ο υπόλοιπος κορμός ήταν αλογίσιος. Μια μερίδα τους, στην οποία ανήκε και ο περίφημος Χείρων, διακρίνετο για τη σοφία, τη δικαιοσύνη και την καλοκαγαθία. Ο Χείρων υπήρξε δάσκαλος του Ασκληπιού, των Διοσκούρων, του Ιάσονα και του Αχιλλέα. Ο Μακιαβέλι, ο σπουδαίος στοχαστής της Αναγέννησης, πολλούς αιώνες αργότερα παραβάλλει τον ηγεμόνα με τον Κένταυρο, ένα πλάσμα δηλαδή που συνδυάζει την ανθρώπινη φύ­ση με τη ζωική. Στόχος του Μακιαβέλι δεν είναι η ολοκληρωτική και απόλυτη άρνηση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, αλλά ο συν­δυασμός ανθρώπινων αισθημάτων και ζωικής ορμής. Η δυνατότητα για το πέρασμα από τη μια φύση στην άλλη, όποτε αυτό είναι απα­ραίτητο. Και φυσικά η μορφή του Κενταύρου συνδύαζε με ιδανικό τρόπο τις δύο αυτές φύσεις καθώς τις ήλεγχε, χωρίς η μια να υπερ­τερεί της άλλης, αν και η λογική, μέσω της οποίας ασκείται αυτός ο έλεγχος, ανήκει στην ανθρώπινη φύση. Αποκαλυπτικότατο είναι το ίδιο το χωρίο του Μακιαβέλι: Πρέπει λοιπόν να γνωρίζετε ότι υπάρχουν δύο τρόποι να πολεμήσει κανείς: ο ένας με τους νόμους, ο άλλος με τη δύναμη. Ο πρώτος ταιριάζει στους ανθρώπους, ο δεύτερος στα θηρία. Επειδή όμως πολλές φορές δεν αρκεί ο πρώτος, προστρέχουμε κατ’ ανάγκη στον δεύτερο. Γι’ αυτό ένας ηγεμόνας χρειάζεται απαραιτήτως να ξέρει καλά και να χρησιμοποιεί τα τεχνάσματα και του θηρίου και του ανθρώπου. Αυτό το έχουν διδάξει στους ηγεμόνες οι αρχαίοι συγ­γραφείς με παραβολές. Γράφουν αυτοί πως ο Αχιλλέας, και πολλοί άλλοι από εκείνους τους παλιούς ηγεμόνες, παραδόθηκαν προς ανατρο­φή στον Κένταυρο Χείρωνα, που τους διαπαιδαγώγησε με τη δική του διδασκαλία. Τούτο, το να έχεις δηλαδή για διδάσκαλο έναν μισό ζώο και μισό άνθρωπο, έχει το νόημα ότι ένας ηγεμόνας χρειάζεται να γνω­ρίζει να χρησιμοποιεί και τη μια και την άλλη φύση. Και η μια χωρίς την άλλη δεν μπορεί να αντέξει για πολύ. Ένας ηγεμόνας, λοιπόν, όντας· αναγκασμένος να γνωρίζει καλά να συμπεριφέρεται σαν θηρίο, πρέπει απ’ αυτά να προτιμήσει την αλεπού και το λιοντάρι. Γιατί το μεν λιοντάρι δεν γλιτώνει από τις παγίδες, η δε αλεπού από τους λύ­κους. Οφείλει, συνεπώς, να είναι αλεπού για να ξεχωρίζει τις παγίδες και λιοντάρι για να τρομάζει τους λύκους. Όσοι περιορίζονται μόνο στο λιοντάρι δεν καταλαβαίνουν από πολιτική. Ο Μακιαβέλι αντιλαμβά­νεται τη σκοπιμότητα ύπαρξης των υβριδικών όντων: συνδυάζοντας ετερόκλητα χαρακτηριστικά επιτρέπουν την υπέρβαση της ελλειμ­ματικής ανθρώπινης φύσης και την καθυπόταξη της φύσης και της τύχης, παραγόντων δύσκολα ελέγξιμων από τον άνθρωπο.

Χίμαιρα:  Le Studio Marlot & Chopard, Paris. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Χίμαιρα: Le Studio Marlot & Chopard, Paris. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Τον όρο χίμαιρα έχει δανειστεί η σύγχρονη βιολογία, η οποία τον χρησιμοποιεί για να περιγράψει τεχνητά όντα, τα οποία προέρχονται από την ανάμειξη κυττάρων διαφορετικών οργανισμών. Το 1984 οι επιστήμονες, για παράδειγμα, επέτυχαν να δημιουργήσουν έναν οργα­νισμό συνδυάζοντας γενετικό υλικό από πρόβατο και κατσίκα, το geep. Όμως η πραγματική επανάσταση έμελε να επέλθει το 2003. Επιστή­μονες στο Πανεπιστήμιο της Σαγκάης συνδύασαν γενετικό υλικό αν­θρώπου και κουνελιού, παράγοντας έμβρυα του νέου είδους τα οποία άφησαν να αναπτύσσονται για μερικές ημέρες, πριν τα εξοντώσουν.

Το 2006 επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Newcastle και το King’s College του Λονδίνου επιχείρησαν και επέτυχαν να δημιουργή­σουν έναν οργανισμό που προερχόταν από ανθρώπινο σπέρμα και ωάρια αγελάδας. Το 2007 στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα παρήχθη πρόβατο, του οποίου το γενετικό υλικό σε ποσοστό 15% ήταν ανθρώπινο. Σκο­πός όλων αυτών των ερευνών ήταν η εύρεση τρόπου προμήθειας βλαστοκυττάρων για θεραπευτικούς σκοπούς και όχι η επιβίωση των νέων ειδών, τουλάχιστον προς το παρόν. Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Μεγάλη Βρεττανία, όπου η νομοθεσία επιτρέπει την δημιουργία χιμαιρών, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουν εν ζωή για 14 το πολύ ημέρες.

Οι χίμαιρες, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, μπορούν να λάβουν δύο βασικές μορφές: αυτές που δημιουργούνται εξαρχής με γενετικό υλικό και αυτές που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν με γενετικές ή μηχανικές παρεμβάσεις σε ανθρώπινα όντα που έχουν γεν­νηθεί με το συνήθη φυσικό τρόπο. Τα θέματα που τίθενται είναι πολ­λά και φλέγοντα. Αρχικά εάν και πότε θα μπορούμε να μιλάμε για νέο είδος. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό χρειάζεται ένας σαφής ορι­σμός του ανθρώπου ως όντος. Ο ορισμός αυτός δεν είναι εύκολο να δοθεί, γιατί οι ειδοποιοί διαφορές που διαχωρίζουν τον άνθρωπο από τα άλλα θηλαστικά ποικίλλουν και καθορίζονται ανάλογα με τη σκο­πιά – θρησκευτική, φιλοσοφική ή επιστημονική. Για παράδειγμα μια χίμαιρα είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού; Από τη στιγμή που το DNA της διαφέρει σημαντικά από εκείνο του ανθρώπου, είναι άνθρω­πος, συνυπολογιζομένου του γεγονότος ότι το DNA του βατράχου και του ποντικού διαφέρουν λιγότερο από 2% από εκείνο του ανθρώπου;

Σύμφωνα με την παραδοσιακή αριστοτελική και βιβλική θεώρη­ση τα είδη είναι δεδομένα και καθορισμένα. Η δαρβινική όμως θεώ­ρηση ανέδειξε τη δυναμική της εξελικτικής πορείας των ειδών. Γιατί ενοχλούν οι ανθρώπινες χίμαιρες και όχι τα μουλάρια ή τα διάφορα κατασκευασμένα είδη ορχιδέων; Το επιχείρημα ότι οι χίμαιρες είναι αφύσικες άρχεται συνήθως από θεολογικές προκείμενες. Όπως σωστά είχε επισημάνει ο Βρεττανός φιλόσοφος John Stuart Mill, κάθε προ­σπάθεια του ανθρώπου να εξελιχθεί και να βελτιωθεί, ανέκαθεν ετί­θετο υπό την κριτική ότι παραβίαζε τη δεδομένη από το Υπέρτατο Όν φυσική τάξη. Αλλά στο σημείο αυτό η απάντηση μπορεί να δοθεί από τη στωική φιλοσοφία, την οποία προσάρμοσε στο χριστιανικό δόγμα ο Ιερός Αυγουστίνος τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με τη χρι­στιανική εκδοχή της αρχής των σπερματικών λόγων ο Θεός δημιούρ­γησε τα πάντα, αλλά η δημιουργία Του εκδηλώνεται διαδοχικά μέσα στο χρόνο και όχι αυτοστιγμεί. Άρα και οι χίμαιρες θα μπορούσαν τοιουτοτρόπως να ενταχθούν στο θεϊκό σχέδιο. Ο σύγχρονος μας Gary Comstock έχει ισχυριστεί ότι ο Θεός δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται από την τάση των ανθρώπων να πειραματίζονται με τον σκληρό πυ­ρήνα της ζωής και της δημιουργίας, από τη στιγμή που οι άνθρωποι είναι κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Δεδομένου δε του ότι καθετί αφύ­σικο δεν είναι κατ’ ανάγκη ηθικά επιλήψιμο ή κακό, όπως τα δηλη­τηριώδη φυτοφάρμακα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η αρνητική στάση απέναντι στις χίμαιρες σε τέτοιου είδους επιχειρήματα, παρότι έχουν διατυπωθεί αρκετά. Επίσης, παρότι ο Thomson κατά τη δεκαετία του 1990 υποστήριξε ότι είναι δυνατόν από μια περιγραφική πρόταση όπως «οι χίμαιρες είναι αφύσικες» να εξαχθούν προτάσεις, όπως «δεν πρέπει να δημιουργηθούν χίμαιρες», οι φιλοσοφικές ενστάσεις, για το αν όντως αυτό είναι λογικό, εξακολουθούν να είναι τόσο ισχυ­ρές όσο και όταν διατυπώθηκαν από το σπουδαίο Σκώτο φιλόσοφο David Hume κατά το 18ο αιώνα.

Οι Baylis και Robert πριν από λίγα χρόνια ισχυρίστηκαν ότι η αρνητική στάση απέναντι στις χίμαιρες μπορεί να προέρχεται από την αμηχανία της κοινής γνώμης απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και από το φόβο για τα ζητήματα που θα προκύψουν από την παρουσία τους. Ο κόσμος μας είναι ανθρωποκεντρικός και δεν μπορεί εύκολα να δεχθεί μια τόσο συγκλονιστική αλλαγή, παρότι αρκετοί άνθρωποι είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν ηθική υπόσταση ανάλογη της ανθρώπινης σε άλλα όντα, όπως τα ζώα.

Βασικό θέμα, το οποίο χρειάζεται διασάφηση, είναι το ηθικό κα­θεστώς των χιμαιρών. Οι άνθρωποι θεωρούνται ως όντα τα οποία δικαιούνται να απολαμβάνουν δικαιώματα και να θεωρούνται ως ηθι­κά γιατί διαθέτουν κάποια βασικά ιδιώματα, όπως έχουν οριστεί από τη φιλοσοφία: αυτονομία, λογική, αυτοσυνειδησία, γλωσσική ικανό­τητα, κοινωνικότητα, ηθική υπευθυνότητα και προθετικότητα. Το κεφαλαιώδες ερώτημα που τίθεται είναι σε τι βαθμό περιμένουμε να πληρούνται αυτά τα ιδιώματα, ώστε μία χίμαιρα να θεωρηθεί ότι πρέπει να απολαμβάνει δικαιώματα και ηθική υπόσταση ανάλογη του ανθρώ­που. Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι μεμονωμένα άτομα και ολόκληρες ομάδες ανθρώπων, όπως τα νήπια και τα παιδιά, δεν δια­κρίνονται για την πλήρη ανάπτυξη όλων αυτών των ιδιωμάτων.

Ο ορισμός του προσώπου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αλλά ακόμα και αν, εξαιτίας του ανθρώπινου γονιδιώματος, δύνανται να αναπτυχθούν αν­θρώπινα ιδιώματα και αξιοπρέπεια σε όντα που έχουν και ζωική φύση, εγείρεται το ερώτημα αν οι ανθρώπινες ικανότητες μπορούν να ανα­πτυχθούν και να εκδηλωθούν σε σώμα μη ανθρώπινο. Το κατά πόσο δηλαδή ένα μη αμιγώς ανθρώπινο σώμα μπορεί να υποστηρίξει ανθρώ­πινες λειτουργίες και διαθέσεις. Στην περίπτωση βέβαια αυτή θα μπο­ρούσε κάποιος να αντιτάξει τις περιπτώσεις ανθρώπων στους οποίους έχουν μεταμοσχευτεί καρδιές χοίρων ή έχουν δεχθεί τεχνητά προσθε­τικά μέλη χωρίς να έχουν χάσει την ανθρωπιά τους. Όμως επειδή και στους ανθρώπους δεν εμφανίζεται η ανθρωπιά τους στον ίδιο βαθμό, ποιος θα θέσει το όριο για τις χίμαιρες; Όπως σωστά είχε επισημάνει από τη δεκαετία του 1970 ο Regan κανείς δεν μπορεί να μας πει πόσο ανθρώπινο υλικό χρειάζεται για να είναι και να νιώσει κάποιος άνθρωπος. Και βέβαια παραμένει αναπάντητο το ερώτημα του Norm Fost για το τι θα κάνουμε εάν μια χίμαιρα με ανθρώπινη αυτοσυνει­δησία θέλει να ξεφύγει από το ζωικό της σώμα.

Επειδή το επίμαχο ζήτημα είναι διεπιστημονικό, είναι πολύτιμη η συμβολή όλων των εμπλεκομένων επιστημονικών κλάδων. Θεωρώ όμως πως ουσιαστικές απαντήσεις δεν μπορεί να δώσει η επιστήμη, καθώς το ζήτημα δεν είναι ούτε ποσοτικό, ούτε καν ποιοτικό, όπως φάνηκε από την αδρομερή παρουσίαση των παραπάνω επιχειρημάτων και θεωρήσεων. Η απάντηση μπορεί να προέλθει από τη φιλοσοφία, η οποία υπερβαίνει τα στενά πλαίσια κάθε επιστήμης και αγγίζει το καθολικό. Αυτό που χρειάζεται είναι η φιλοσοφία να επαναπροσεγγίσει τον άνθρωπο. Η επιστημονική εξέλιξη δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανακοπεί. Η έρευνα για την προαγωγή της γνώσης δεν μπορεί να υπόκειται σε οποιοδήποτε περιορισμό, καθώς, πέραν των άλλων επι­χειρημάτων, αντίκειται στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Εκεί που χρειά­ζεται να δοθούν απαντήσεις είναι στο θέμα των εφαρμογών της έρευνας, οι οποίες δεν μπορούν να αφεθούν στη βούληση του καθενός, αφού οι συνέπειες του αγγίζουν όλους.

 

Βιβλιογραφία


  • Comstock, C, 2000, Vexing Nature? On the Ethical Case against Agricultural Biotechnology, Boston: Kluwer Academic Publishers.
  • DeGrazia, D., 2007, «Human-Animal Chimeras: Human Dignity, Moral Sta­tus, and Species Prejudice», Metaphilosophy, 38(2-3): 309-329.
  • Fehilly, C, Willadsen, S., and Tucker, E., 1984, «Interspecific Chimaerism between Sheep and Coat», Nature, 307 (February 16): 634-636.
  • Foet, N., 2006, «The Great Stem Cell Debate: Where Are We Now? Cloning, Chimeras, and Cash», Wisconsin Medical Journal, 105(4): 16-17.
  • Harman, E., 2003, «The Potentiality Problem», Philosophical Studies, 114: 173-198.
  • Johnston, J., and Eliot, C, 2003, «Chimeras and ΄΄Human Dignity΄΄», The American Journal of Bioethics, 3(3): W6-W8.
  • Karpowicz, P., Cohen, C, and van der Kooy, D., 2004, «Is It Ethical to Tran­splant Human Stem Cells into Nonhuman Embryos» Nature Medicine, 10(4): 331-335.
  • Karpowicz, I’., 2005, «Developing lluman-Nonhuuian Chimeras in Human Stem Cell Research: Ethical Issues and Boundaries» Kennedy Institute of Ethics Journal, 15(2): 107-134.
  • Mill. J. S., 1958 [1847], «Nature», in J. S. Mill (ed.), Nature and Utility of Religion, The Liberal Arts Press, New York: 3-44.
  • Regan, T., 1978, «Fox’s Critique of Animal Liberation», Ethics, 88: 126-133.
  • Robert, J., and Baylis, F., 2003, «Crossing Species Boundaries», The Ameri­can Journal of Bioethics, 3(3): 1-13.
  • Streiffer, R., 2009, «Chimeras, human/non human», SEP (21/5/2009).
  • VanDeVeer, D., 1979, «Interspecific Justice», Inquiry, 22: 55-79.

 

Γεώργιος Στείρης

Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας των Μέσων Χρόνων και της Αναγέννησης στη Δύση,

Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή,

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

«Οι Χίμαιρες στον μύθο και στον 21ο αιώνα, από τον Homo Sapiens στον Homo Cyborg», Ελληνική Εταιρεία Ηθικής, «Άνθρωπος και Τεχνολογία, η Παγκόσμια Πολιτική και Οικονομική Κρίση», Δήμος Κάτω Πολεμιδιών, Λεμεσός, 2011.

Read Full Post »

Ο Αργείος φιλόσοφος Αρποκρατίων και η γενικότερη φιλοσοφική κίνηση

στο κλασικό και ρωμαϊκό Άργος, Αργειακή Γη, τεύχος 4, 2008.

Δρ Γεώργιος Στείρης – Λέκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών


 

  Αρποκρατίων (2ος αι. μ.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος από το Άργος. Υπήρξε μαθητής του φιλοσόφου Αττικού, ο οποίος ανήκε στην παράδοση της μέσης πλατωνικής φιλοσοφίας. Έγραψε αναλυτικότατα σχόλια για το σύνολο σχεδόν των κειμένων του Πλάτωνα σε 24 τόμους.

Η πόλη του Άργους υπερηφανεύεται για την πλουσιότατη ιστορία της και την αδιάλειπτη πολιτιστική προσφορά της στο πέρασμα των αιώνων, από την απώτατη προϊστορία έως τη σύγχρονη εποχή. Παρότι όμως έχουν χυθεί τόνοι μελάνης από αξιολογότατους ερευνητές εδώ και αιώνες, το παρελθόν του Άργους δεν έχει ακόμα φωτιστεί επαρκώς. Εξακολουθούν να υπάρχουν περιοχές και θεματικές, οι οποίες δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά, περιμένοντας υπομονετικά τα φώτα της έρευνας. Μια τέτοια επιχειρείται να αναδειχθεί στην παρούσα μελέτη, με την προσδοκία της συμβολής στην προβολή μιας υποτιμημένης, αλλά εξόχως ενδιαφέρουσας πτυχής της πνευματικής ιστορίας αυτής της πόλης.

Πλάτων

Πλάτων

Ο Αργείος Αρποκρατίων υπήρξε φιλόσοφος και υπομνηματιστής του 2ου μ.Χ. αιώνα. Όσον αφορά στην καταγωγή του δεν αμφισβητείται από καμιά πηγή. Υπάρχει πάντοτε όμως το δυνητικό ενδεχόμενο να υποστηριχθεί πως ίσως κατήγετο από κάποιο άλλο Άργος, το Αμφιλόχειο, το Ορεστικό ή αυτό στην Κύπρο. Η απουσία όμως οποιουδήποτε επιπρόσθετου γεωγραφικού προσδιορισμού στο όνομα του στις αρχαίες πηγές είναι ικανή να αποδείξει το άτοπο τέτοιων ισχυρισμών, αφού η απλή αναφορά στο Άργος δεν μπορεί παρά να υποδεικνύει τη γνωστότερη από τις συνονόματες πόλεις, το Αργολικό Άργος. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια του κειμένου, η στενή σχέση του Αρποκρατίωνα με την οικογένεια των Αττικών, μπορεί κάλλιστα να υποστηριχθεί από την αργειακή του καταγωγή.

Για τη συνέχεια της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ο Αργείος φιλόσοφος Αρποκρατίων.

Η ανακοίνωση στα Αγγλικά, από το καταξιωμένο διεθνές περιοδικό για τις κλασσικές σπουδές –   ЗБОРНИК МАТИЦЕ СРПСКЕ  ЗА КЛАСИЧНЕ СТУДИЈЕ | JOURNAL OF CLASSICAL STUDIES MATICA SRPSKA – το οποίο εκδίδεται στη Σερβία. Harpocration, the argive philosopher, and the overall philosophical movement in classical and roman Argos. Double click on the link: Harpocration

Read Full Post »

Διάλεξη του κ. Γεωργίου Στείρη στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard στο Ναύπλιο


 

Ο Λέκτορας στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κύριος Γεώργιος Στείρης θα μιλήσει την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου και ώρα 19.00, στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard στο Ναύπλιο (αίθουσα διαλέξεων «Οικογενείας Νίκου Μαζαράκη»).

Θέμα της ομιλίας, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο του “Events Series 2011” του Κέντρου μας, θα είναι: «Βυζαντινή και Δυτική Μεσαιωνική Φιλοσοφία στο 14ο και 15ο αιώνα: Οι συνέπειες της φιλοσοφικής και επιστημονικής αντιπαράθεσης».

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »