Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Δημοκρατία’

Πολιτική και Διακυβέρνηση την εποχή της αβεβαιότητας. Πέντε συν μία προτεραιότητες  για την ανανέωση του  «Πολιτεύεσθαι» – Θεόδωρος Ν. Τσέκος.


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Εκτενές σημείωμα του κυρίου Θεόδωρου Ν. Τσέκου με θέμα: Πολιτική και Διακυβέρνηση την εποχή της αβεβαιότητας. Πέντε συν μία προτεραιότητες  για την ανανέωση του  «Πολιτεύεσθαι», φιλοξενείται σήμερα  στο «Ελεύθερο Βήμα»,  φιλοδοξώντας διαβάζοντάς  το να μας κάνει να σταματήσουμε  να αναπαράγουμε το κακό παρελθόν μας, εις βάρος του μέλλοντός μας.

 

Οι σημερινές κοινωνίες διανύουν μια περίοδο ριζικών αλλαγών. Οι συνδυασμένες τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών μεταβάλουν δραματικά τον τρόπο που παράγουμε, καταναλώνουμε, μαθαίνουμε, ψυχαγωγούμαστε. Οι ήπιες μορφές ενέργειας μπορούν, εξελισσόμενες, να αποδεσμεύσουν τον πλανήτη από τις ενεργειακές του ανάγκες. Οι εμμένουσες χαώδεις διαφορές βιοτικού επιπέδου μεταξύ κρατών και γεωγραφικών περιφερειών, ανάμεσα στ’ άλλα,  υποκινούν εκτεταμένες μεταναστεύσεις. Η κλιματική αλλαγή γεννά νέους κινδύνους. Νέες γεωπολιτικές εντάσεις αναδύονται. Νέες μορφές κοινωνικής δυσαρέσκειας αναδεικνύονται και νέες μορφές πολιτικής έκφρασής τους διαμορφώνονται.

Όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τον τρόπο διακυβέρνησης και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Όχι μόνο το περιεχόμενό τους αλλά και τις διαδικασίες άσκησής τους. Όχι μόνο την πολιτική και τις (δημόσιες) πολιτικές αλλά και το «πολιτεύεσθαι». Για να διαμορφώσουμε όμως τρόπους άσκησης πολιτικής κατάλληλους για την νέα εποχή, για να ανανεώσουμε το «πολιτεύεσθαι», χρειάζεται πρώτα απ’ όλα  να σκεφθούμε κριτικά τις μέχρι τώρα πολιτικές μας «συνήθειες», τις κυρίαρχες πρακτικές πολιτικής και διακυβέρνησης του παρελθόντος. Ακολουθούν μερικές σκέψεις επ’ αυτών.

  1. Να ξανασκεφθούμε τα βασικά

Η Ευρώπη, η Ελλάδα, τα ευρωπαϊκά αλλά και τα ελληνικά κόμματα – φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά – στέκονται αμήχανα μπροστά σε κρίσιμα σταυροδρόμια.  Οι τεχνολογικές, παραγωγικές και οικονομικές εξελίξεις και οι κοινωνικές τους επιπτώσεις είναι πρωτόγνωρες. Το μέλλον ασφαλώς, όπως μας διαβεβαιώνει ο Ισοκράτης, ήταν ανέκαθεν «αόρατον». Ωστόσο η επιστήμη και ο ορθός λόγος επιχείρησαν, στην νεωτερικότητα ιδίως,  να το καταστήσουν στατιστικά  προγνώσιμο.

Τελευταία όμως το μέλλον καθίσταται αντιθέτως ολοένα και πιο ασαφές. Η ικανότητα πρόβλεψης των ατόμων, των οργανωμένων ομάδων αλλά και των ίδιων των θεσμών, μειώνεται. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής μας, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, είναι η Ρευστότητα, η Αβεβαιότητα, η Πολυπλοκότητα και η Αμφισημία ( a VUCA World- Volatility, Uncertainty, Complexity, Ambiguity). Και το μόνο σταθερό, είναι η Αστάθεια. Ανατρέπονται και διαψεύδονται κατά συνέπεια και τα σταθερότυπα πρόσληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας τα οποία χρησιμοποιούσαμε μέχρι τώρα ως οικονομικά και ως πολιτικά υποκείμενα.

Μια τέτοια κατάσταση ανατροπής των μέχρι τώρα βεβαιοτήτων μας, προσφέρεται για αναστοχασμό και επαναξιολόγηση των βασικών μας – ρητών ή άρρητων – παραδοχών. Αρχής γενομένης από το πώς αντιλαμβανόμαστε και το πως ασκούμε την πολιτική.

  1. Πολιτική ή Πολιτικαντισμός

Η κριτική παρατήρηση της δημόσιας σφαίρας – στην χώρα μας, αλλά όχι μόνο – εύκολα διαπιστώνει δύο τρόπους άσκησης πολιτικής. Κατ’ όνομα συμπληρωματικούς αλλά στην ουσία αντιθετικούς.

Ο πρώτος είναι η πολιτική των ιδεών και των προγραμμάτων. Ζητούμενο σ’  αυτόν τον τύπο πολιτικής είναι ο συλλογικός προσδιορισμός και η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Κύρια πολιτικά εργαλεία της είναι ο οραματικός και προγραμματικός λόγος και η συμμετοχική επεξεργασία δημοσίων πολιτικών. Το πολιτικό παιχνίδι στην περίπτωση αυτή είναι παιχνίδι αμοιβαίου οφέλους  (win-win game). Δεν ανταγωνίζονται αντίπαλες ομάδες αλλά αντιπαρατίθενται ιδέες και προγράμματα. Η αντιπαράθεση γίνεται με τεκμηρίωση, επιχειρήματα και κριτήριο την συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων υπό το φώς της πραγματικότητας. Στις πλείστες των περιπτώσεων δεν καταγράφονται απόλυτες αλήθειες και απόλυτες πλάνες. Και οι ασκούμενες πολιτικές προκύπτουν ως συνθέσεις απόψεων και προτεραιοτήτων. Αναμενόμενο, άλλωστε, αφού οι κοινωνίες συναπαρτίζονται από διαφορετικές υπο-ομάδες συμφερόντων, με διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικές αξίες που πρέπει να όμως συνυπάρξουν.

Ο δεύτερος τρόπος είναι η πολιτική των θώκων και των προσώπων. Αυτός ασκείται από επαγγελματίες ή φερέλπιδες επαγγελματίες της πολιτικής. Το ζητούμενο είναι η πολιτική σταδιοδρομία.  Η διαχείριση του δημοσίου συμφέροντος δεν είναι ο σκοπός αλλά η αρένα μέσα στην οποία διαδραματίζεται το πολιτικό παιχνίδι. Κύριο μέσο είναι η δημιουργία εντυπώσεων και βασικό εργαλείο η πολιτική επικοινωνία. Δεν έχει σημασία το τι πραγματικά συμβαίνει αλλά το ποια εικόνα θα προβάλλουμε στα μέσα και το τι θα πείσουμε το εκλογικό σώμα ότι συμβαίνει.

Οι φορείς διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων και προτάσεων είναι εχθροί (δικοί μας και του έθνους).  Εμείς είμαστε οι διαχειριστές της απόλυτης αλήθειας και οι «άλλοι» κήρυκες του απολύτου σφάλματος. Εμείς είμαστε οι σωτήρες και οι «άλλοι» οι ολετήρες. Διότι το διακύβευμα δεν είναι η άσκηση αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών αλλά η κατάληψη της εξουσίας. Και αυτή περνά μέσα από την πολιτική απαξίωση και την εκλογική συντριβή του «εχθρού».  Εκλαμβάνεται ως αυτονόητο και δεδομένο ότι αρκεί να καταλάβουμε εμείς την εξουσία και όλα θα πάνε καλά.

Η πολιτική κινητοποίηση γίνεται με «οπαδική» λογική. Και επιτυγχάνεται με την καθημερινή και εφ’ όλης της ύλης καταγγελία του «εχθρού». Τίποτα από ότι λέει και ότι κάνει ο πολιτικός αντίπαλος δεν είναι σωστό. Ακόμα και όταν ταυτίζεται με τις δικές μας απόψεις. Ακόμα και αν περιλαμβάνεται στο δικό μας πρόγραμμα. Όταν το υποστηρίζει ή το εφαρμόζει ο «εχθρός» είναι λάθος. Διότι αυξάνει τις πιθανότητες να καταλάβει ή να παραμείνει στην εξουσία. Σωστό γίνεται όταν το πρεσβεύουμε και το εφαρμόζουμε ασκώντας την εξουσία εμείς.

Αυτή η λογική του διαχωρισμού σε εχθρούς και φίλους και η στρατηγική του «πάρτα όλα» δεν χαρακτηρίζει μόνο τις διακομματικές αλλά και τις ενδοκομματικές σχέσεις και διεργασίες υποβαθμίζοντας έτσι δραματικά την εσωκομματική δημοκρατία.

Θα ρωτήσουν κάποιοι, «μα μπορεί να ασκηθεί πολιτική χωρίς πρόσωπα;». Σωστά. Δεν μπορεί. Η πολιτική (όπως και κάθε κοινωνική δραστηριότητα) ασκείται μέσω προσώπων. Έχει όμως τεράστια σημασία που βρίσκεται το κέντρο βάρους. Αν τα πρόσωπα κινητοποιούνται από «φιλοδοξίες πολιτικής», φιλοδοξούν δηλαδή πρωτίστως να συμβάλουν στην άσκηση αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ή «πολιτικές φιλοδοξίες» επιδιώκοντας κυρίως την ατομική προβολή, την εκλογική επιτυχία, την κατάληψη θώκων εξουσίας και την επαγγελματική πολιτική σταδιοδρομία.

Στην δεύτερη περίπτωση οι ιδέες, οι πολιτικές και τα προγράμματα καταλήγουν να είναι προσχηματικά και απλά υπο-προϊόντα της επικοινωνιακής στρατηγικής.  Έχουν εκλογική και μόνο σημασία και μεταβάλλονται με βάση την συγκυρία και την βελτιστοποίηση της άγρας ψήφων.   Εξηγείται έτσι  όχι μόνο η μεταπήδηση προσώπων αλλά και η μετακίνηση φορέων σε διαφορετικά ιδεολογικά πεδία.  Ισχύει εδώ η ρήση του Γκρούτσο Μαρξ: «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αλλά αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες».

Από τους δύο αυτούς τρόπους τον πρώτο τον αποκαλούμε «Πολιτική» και τον δεύτερο «Πολιτικαντισμό». Ως προς τον δεύτερο τρόπο, Γάλλοι μιλάνε για «politique politicienne»  και οι  Άγγλοι για «game of politics» ή  «party politics»,  εννοώντας περίπου το ίδιο.

Δεν χρειάζεται νομίζω περαιτέρω ανάλυση – τα βιώματά μας αρκούν- για να καταλήξουμε σε δύο βασικά συμπεράσματα:

  • Ο πρώτος τρόπος άσκησης πολιτικής είναι κοινωνικά επωφελής και ο δεύτερος επιβλαβής.
  • Στην χώρα μας ιστορικά κυρίαρχη – με εξαίρεση ορισμένες βραχείες περιόδου – είναι η «πολιτικάντικη» πολιτική.

Η μετάβαση από τον πολιτικαντισμό στην πολιτική, ή,  για να είμαστε ρεαλιστές, η  σταδιακή ενίσχυση της πολιτικής και η αποδυνάμωση του πολιτικαντισμού,  είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι δυνάμεις που πρεσβεύουν την μεταρρύθμιση και την ανανέωση θα πρέπει να εργαστούν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αρχίζοντας πρώτα από τον εαυτό τους.

  • Εστιάζοντας σε μακροπρόθεσμες πολιτικές και προγραμματικές επεξεργασίες και όχι σε βραχυπρόθεσμες εκλογικές τακτικές.
  • Εισάγοντας  στιβαρούς θεσμούς και διαδικασίες εσωκομματικής δημοκρατίας και συμμετοχής όχι μόνο επί χάρτου,  δηλαδή στο καταστατικό, αλλά στην πραγματική λειτουργία του κόμματος.
  • Βασίζοντας τις πολιτικές τους συμμαχίες σε προγραμματικές συγκλίσεις και όχι σε παράθυρα εκλογικής και κυβερνητικής ευκαιρίας.
  • Ασκώντας προγραμματική και όχι «δομική» (δηλαδή «οπαδική», χωρίς αρχές και με  βάση το εφήμερο δημοσκοπικό όφελος) αντιπολίτευση.
  • Κατανοώντας τον διαπαιδαγωγητικό  ρόλο που καλείται, δια του παραδείγματός της, να παίξει προς την ελληνική κοινωνία, ακόμα και αν αυτό δεν προσπορίσει βραχυπρόθεσμα δημοσκοπικά και εκλογικά οφέλη.
  1. Η Μόνη μας Κληρονομιά: η Δημοκρατία

Μετά από χιλιάδες χρόνια πολιτικού βίου των ανθρωπίνων κοινωνιών, μετά από εκατοντάδες χρόνια από την είσοδο στην νεωτερικότητα (που σηματοδοτείται από τον Διαφωτισμό και την Βιομηχανική Επανάσταση) και λίγες δεκαετίες μετά από την (διαμφισβητούμενη) είσοδό μας στην μετα-νεωτερικότητα (του ατομισμού, του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της ψηφιακής επανάστασης) η ιδεολογική και αξιακή πολλαπλότητα εξελίσσεται καλειδοσκοπικά. Πανσπερμία ιδεών και προτάσεων πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ποικιλία αφηγημάτων (και ραβδογραμμάτων – δηλαδή αντιφατικών ποσοτικών δεδομένων) για το πως λειτουργεί η οικονομία και τι την κατευθύνει. Ένταξη σε πολλά και διαφορετικά κοινωνικά δίκτυα που διαμορφώνουν ιδιαίτερους τρόπους ζωής (lifestyles). Ανασφάλεια μπροστά στην διαπερατότητα του εθνικά και τοπικά «οικείου» και κρίσεις ταυτότητας από την έκθεση στο «ξένο» της παγκοσμιοποίησης. Αναζήτηση της σιγουριάς στον πατερναλισμό των μονοδιάστατων αφηγήσεων και των ισχυρών ηγετών.

Μέσα σ’ αυτή την ενοχλητική,  συχνά αφόρητη για τον μέσο πολίτη, πολυσημία και αταξία της ζωής μας υπάρχει ένα και μόνο σταθερό και αδιαμφισβήτητο πεδίο. Η λειτουργία της Δημοκρατίας. Αυτή αποτελεί την μόνη μας κληρονομιά από τις πολιτικές κοινωνίες του παρελθόντος. Αυτήν οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού στις δύσκολες εποχές που διασχίζουμε.


3.1. Δημοκρατικός πολιτικός πολιτισμός: τα δικαιώματα  της μειοψηφίας και η νομιμοποίηση του αντιπάλου

 

Όπως όμως μας διδάσκουν πρόσφατες εξελίξεις που οδήγησαν στην  – δημοκρατική – ανάδειξη στην εξουσία ηγετών όπως ο Πούτιν, ο Τράμπ, ο Ερντογάν, ο Όρμπαν, οι Κατσίνσκι και στην ισχυρή εκλογική παρουσία της Μαρί Λεπέν, της Λέγκας του Βορρά  ή των αυστριακών και ολλανδών ακροδεξιών, η δημοκρατία κινδυνεύει από την ίδια την λειτουργία της και υπάρχουν πιθανότητες να καταρρεύσει από τα μέσα. Αυτό μπορεί να συμβεί εάν λησμονηθεί πως η ουσία της δημοκρατίας δεν έγκειται μόνον στην εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας αλλά κυρίως στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Εκεί ακριβώς κρίνεται η ποιότητά της.

Επειδή ακριβώς δημοκρατία σημαίνει πολυφωνία, προϋπόθεση άσκησής της είναι η αμοιβαία αποδοχή, εντός του πλαισίου της,  των άλλων φωνών. Η αμοιβαία αναγνώριση του δικαιώματος όλων, πλειοψηφούντων ή μειοψηφούντων,  να υποστηρίζουν και να πράττουν κάτι διαφορετικό. Η νομιμοποίηση της παρουσίας  τους στην πολιτική αρένα ως  ισότιμων μετόχων και ως νόμιμων δυνητικών διαχειριστών της εξουσίας. Η αντιμετώπισή τους ως αντιπάλων και όχι ως εχθρών. Η ανταγωνιστική συνύπαρξη και όχι η αμοιβαία καταστροφή.  Αυτά ακριβώς συγκροτούν ένα πολιτικό σύστημα ως σύστημα δημοκρατικών πολιτικών αξιών. Διαμορφώνουν τον, απολύτως απαραίτητο, δημοκρατικό πολιτικό πολιτισμό.

Σε πρόσφατο βιβλίο τους (How Democracies Die, Εκδ. Crown, 2018 ) οι καθηγητές της Πολιτικής Επιστήμης στο  Χάρβαρντ Steven Levitsky και  Daniel Ziblatt υποστηρίζουν ότι οι δημοκρατίες λειτουργούν καλύτερα, και γι’ αυτό επιβιώνουν περισσότερο, εκεί όπου πέραν των συνταγματικών εγγυήσεων εμπεδώνονται κατά την άσκηση της πολιτικής δύο βασικοί κανόνες:

  • η αμοιβαία ανοχή, δηλαδή η αποδοχή του πολιτικού ανταγωνιστή ως νομίμου αντιπάλου και διεκδικητή της εξουσίας, και
  • η αυτοσυγκράτηση δηλαδή η ιδέα ότι οι ασκούντες την διακυβέρνηση οφείλουν να αυτοπεριορίζονται κατά την άσκηση των θεσμικών τους προνομίων ασκώντας τα με μέτρο και χωρίς να τα χρησιμοποιούν ως εργαλείο εκλογικής επικράτησης.

Η διάβρωση των δημοκρατιών, υποστηρίζουν οι συγγραφείς,  αρχίζει όταν τα κόμματα συλλογικά και τα μέλη τους ατομικά αμφισβητούν τη νομιμότητα των αντιπάλων τους, δηλαδή το δικαίωμά τους  να μετέχουν στην πολιτική κονίστρα και να διεκδικούν την εξουσία. Όταν δηλαδή εγκαταλείπουν την ανεκτικότητα και υιοθετούν την στρατηγική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Άρα καταλήγουν να διεκδικούν την εξουσία  με οποιοδήποτε τρόπο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η  αποδυνάμωση των δημοκρατικών κανόνων επέρχεται όταν οι πολιτικές διαφορές μετατρέπονται σε υπαρξιακή σύγκρουση που τροφοδοτεί μια γενικευμένη πόλωση. Και αυτή η ακραία πόλωση, η διάβρωση δηλαδή του δημοκρατικού πολιτικού πολιτισμού,  μπορεί να σκοτώσει τις δημοκρατίες.


3.2. Αντιπροσωπευτική ή εξουσιοδοτική δημοκρατία;

 

Μια δεύτερη διάσταση των σύγχρονων δημοκρατιών που χρήζει αναστοχασμού είναι ο αντιπροσωπευτικός τους χαρακτήρας.

Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφικτή παρά μόνο σε περιορισμένα πληθυσμιακά και χωρικά μεγέθη. Η ελληνική πόλις υπήρξε η κοιτίδα της δημοκρατίας στο βαθμό που ήταν τεχνικά εφικτό οι πολίτες (κατ’ ακρίβεια οι ελεύθεροι άρρενες πολίτες) να συνέρχονται τακτικά σε συγκεκριμένο χώρο, την εκκλησία του δήμου, το βουλευτήριο,  να διαλέγονται, να διαβουλεύονται, να αποφασίζουν  και να δικάζουν γνωρίζοντας την ουσία των δημοσίων προβλημάτων και κατανοώντας τα βασικά τους διακυβεύματα.

Η «αμεσο-δημοκρατική» αυτή πρακτική διευκόλυνε εξ άλλου τον δημόσιο έλεγχο όσων αναλάμβαναν «αξιώματα». Στην ουσία τους τα δημόσια αξιώματα (ανατιθέμενα ενίοτε όχι με ψηφοφορία αλλά με κλήρωση) δεν αποτελούσαν εκχώρηση εξουσίας αλλά δεσμευτική εντολή εκπροσώπησης της κοινότητας σε λειτουργίες που δεν μπορούσαν να ασκηθούν συλλογικά. Ο αξιωματούχος (άρχων, στρατηγός) ήταν ο εντολοδόχος ενώ η κοινότητα, δηλαδή ο εντέλλων, είχε τεχνικά την δυνατότητα να ενημερώνεται συλλογικά επί των πεπραγμένων του και να τα αξιολογεί στις λεπτομέρειές τους. Η άμεση λογοδοσία διατηρούσε την σχέση μεταξύ κοινότητας – αξιωματούχου ως σχέση εντέλλοντος – εντελλομένου και δεν επέτρεπε την  μετατροπή της «αντιπροσώπευσης» σε «εξουσιοδότηση» δηλαδή σε εν λευκώ ανάθεση του δικαιώματος του αποφασίζειν και ενεργείν,  τύποις μεν εν ονόματι της κοινότητας αλλά στην πράξη ερήμην αυτής.

Η εκτατική και πληθυσμιακή διεύρυνση των δημοκρατικών πολιτειών, με την δημιουργία των εθνικών κρατών (και τώρα ακόμη περισσότερο, με το ευρωπαϊκό πείραμα), αναίρεσε την υλική – τεχνική βάση της άμεσης δημοκρατίας και κατέστησε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία μονόδρομο.  Ταυτόχρονα, η προϊούσα πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών και οικονομιών κατέστησε τα διακυβεύματα υπερβολικά τεχνικά και δυσνόητα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών μεταβολών μετέτρεψε την αντιπροσώπευση σε εξουσιοδότηση.

Τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, βάσει των οποίων το εκλογικό σώμα, θεωρητικά τουλάχιστον,  επιλέγει τους εκπροσώπους του και ταυτόχρονα τους κυβερνώντες,  είναι γενικευτικά και εν πολλοίς αόριστα. Αφήνουν συνεπώς πολύ μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στους αιρετούς. Στην πράξη οι αιρετοί ούτε λαμβάνουν δεσμευτική εντολή ούτε ελέγχονται από τον εντολέα τους (δηλαδή το εκλογικό σώμα) με βάση συγκεκριμένους – δηλαδή αναλυτικούς, χρονο-προγραμματισμένους και κοστολογημένους- στόχους.

Η δημοκρατία μετατρέπεται έτσι από «αντι – προσωπευτική» δηλαδή βασιζόμενη σε εντολή διαχείρισης της εξουσίας δεσμευτική επί του περιεχομένου των ενεργειών των εκπροσώπων, σε «εξουσιο-δοτική», δηλαδή σε εν λευκώ  εκχώρηση της εξουσίας και άσκησή της με πολύ μεγάλους, ενίοτε απεριόριστους, βαθμούς ελευθερίας. Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω με την άμεση διασύνδεση μεταξύ της νομοθετικής (και ελεγκτικής) και της εκτελεστικής  εξουσίας, όπου με βάση την (αναγκαία) αρχή της δεδηλωμένης το πλειοψηφούν στην βουλή κόμμα ασκεί την κυβέρνηση. Έτσι η εκτελεστική εξουσία ταυτίζεται με την πλειοψηφία της νομοθετικής εξουσίας και ο ελεγκτικός ρόλος της τελευταίας υποβαθμίζεται δραστικά.

Οι Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος και Λεωνίδας Χριστόπουλος  σημειώνουν στην μελέτη τους για την πολυνομία και κακονομία στην Ελλάδα (Εκδόσεις διαΝΕΟσις, 2017)  σχετικά με την «ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας  εις βάρος της νομοθετικής εξουσίας στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες»: Μέσω μονοκομματικών κυβερνήσεων ή συνεκτικών κυβερνήσεων συνασπισμού που ελέγχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η Βουλή, η οποία είναι ο συγκριτικά ανίσχυρος πόλος στο δίπολο Βουλή-Κυβέρνηση, καθίσταται ο εύπλαστος νομοθετικός βραχίονας της κυβέρνησης. Δεν ελέγχει τόσο την κυβέρνηση, όσο τη διευκολύνει να νομοθετεί. Η σχετική αδυναμία της Βουλής έναντι της κυβέρνησης είναι φαινόμενο που ανάγεται σε γενικότερες τάσεις του 20ού και 21ου αιώνα. Τέτοιες τάσεις, μεταξύ άλλων, είναι η ανάγκη ταχείας προσαρμογής των εθνικών κυβερνήσεων, με τη θέσπιση νέων ρυθμίσεων, στο δυναμικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ανοικτών οικονομιών, ο εξειδικευμένος και τεχνικός χαρακτήρας των προβλημάτων προς ρύθμιση, προς τον οποίο δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί ένα σώμα αντιπροσώπων χωρίς ειδικές γνώσεις το οποίο διαβουλεύεται, Γι’ αυτούς και άλλους λόγους, το ελληνικό και άλλα κοινοβούλια έχουν αποκτήσει εν μέρει ένα ρόλο περισσότερο διεκπεραιωτικό, παρά ουσιαστικό ως προς την παραγωγή ρυθμίσεων.

Γίνεται αντιληπτό ότι η μετάπτωση από την αντιπροσωπευτική στην εξουσιοδοτική εκδοχή της δημοκρατίας επηρεάζει την ουσία της άσκησής της και, μεταξύ άλλων, την βασική δικλείδα ασφαλείας λειτουργίας της που είναι η διάκριση των εξουσιών.

  1. Η αποφυγή του πειρασμού της πολυσυλλεκτικότητας: Προγραμματική σαφήνεια

Εκ των κεντρικών στοιχείων του δημοκρατικού πολιτισμού είναι ασφαλώς η διεκδίκηση άσκησης της εξουσίας και η, για τον σκοπό αυτόν, προσέλκυση της πλειοψηφίας των εκλογέων. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στις δημοκρατίες η άσκηση της εξουσίας δεν συνιστά αυτοσκοπό. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται παρά ως μέσο για την εφαρμογή εγκεκριμένων από την πλειοψηφία δημοσίων πολιτικών, με στόχο την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Είναι λοιπόν προϋπόθεση της δημοκρατίας η σαφής, και κατά το δυνατόν αναλυτική, χρονο-προγραμματισμένη και κοστολογημένη, διατύπωση του περιεχομένου των προτεινόμενων δημοσίων πολιτικών.

Κάθε σύγχρονο πολιτικό κόμμα χρειάζεται συνεπώς να αντισταθεί στον πειρασμό της πολυσυλλεκτικότητας νοούμενης ως προσπάθειας να προσελκυσθούν ψηφοφόροι πανταχόθεν, με αόριστες υποσχέσεις των πάντων στους πάντες. Μια πολιτική παράταξη που φιλοδοξεί να αποτελέσει δύναμη μεταρρύθμισης πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια το πρόγραμμά της. Να εξηγήσει ποιες ρήξεις και ποιες ανατροπές θα επιδιωχθούν, ποιοί θα επωφεληθούν από αυτές και ποιοί θα κληθούν πληρώσουν το κόστος. Διότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν κόστος οικονομικό αλλά και κοινωνικό, υπό την έννοια της ανατροπής κεκτημένων. Και ιδίως για ομάδες τα «κεκτημένα» των οποίων υποσκάπτουν το δημόσιο συμφέρον.

Κάθε δημοκρατική πολιτική παράταξη,  οφείλει να επιδιώκει την κατάκτηση της εξουσίας  πείθοντας την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ότι το συγκεκριμένο, κοστολογημένο και χρονο-προγραμματισμένο πολιτικό σχέδιό της  υπηρετεί καλύτερα τα ευρύτερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Δεν έχει νόημα να αναρριχάται στην εξουσία έχοντας μεν πείσει τους πάντες, αλλά τον καθέναν για κάτι διαφορετικό και αντιφατικό προς τις άλλες της υποσχέσεις. Δεν έχει νόημα να λέει στον καθένα αυτό που θέλει να ακούσει. Και ασφαλώς δεν έχει νόημα να προσπαθήσει να παραμείνει στην εξουσία με πελατειακές εξυπηρετήσεις. Το «δεν έχει νόημα» αναφέρεται βέβαια στο δημόσιο συμφέρον και στην χώρα συνολικά. Διότι η πολυσυλλεκτικότητα έχει βεβαίως νόημα για όσους αναμειγνύονται στην πολιτική με αποκλειστικό ζητούμενο την νομή της εξουσίας. Για όσους η εξουσία συνιστά αυτοσκοπό και η παραγωγή δημοσίων πολιτικών αναγκαίο μπελά, υποπροϊόν και πάρεργο της επικοινωνιακής και εκλογικής διαχείρισής της. Για όσους ζουν μέσα στην  – και από την- «πολιτικάντικη πολιτική».

  1. Πολιτικό μάρκετινγκ ή τεκμηριωμένες δημόσιες πολιτικές;

Αντικείμενο της πολιτικής διαδικασίας στις σύγχρονες δημοκρατίες πρέπει να είναι η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η μεγιστοποίηση του κοινού οφέλους μέσα από την επίλυση συλλογικών προβλημάτων και την αξιοποίηση συλλογικών ευκαιριών. Κατ’ αυτή την έννοια εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των ασκούμενων δημοσίων πολιτικών. Η πολιτική κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Ορθή πολιτική είναι το σύνολο των επιτυχημένων τομεακών δημοσίων πολιτικών ενώ λανθασμένη πολιτική είναι το άθροισμα των αποτυχημένων τομεακών πολιτικών.

Το πολιτικό παιχνίδι όμως δεν παίζεται, δυστυχώς, με αυτούς τους όρους. Η πολιτική επικοινωνία, το πολιτικό μάρκετινγκ, χρησιμοποιείται για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά οφέλη στο εκλογικό πεδίο ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων  στο πεδίο των εφαρμοσμένων τομεακών πολιτικών. Η πολιτική μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι με τους φόβους και τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος, σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων χωρίς μεγάλη επαφή με την πραγματικότητα των δημοσίων πολιτικών και των αποτελεσμάτων τους. Το πολιτικό μάρκετινγκ συγκρούεται ασφαλώς με την πραγματικότητα, όπως ακριβώς το μάρκετινγκ των αγαθών και υπηρεσιών. Και πολύ συχνά (μεσο-βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον) κερδίζει το μάρκετινγκ και όχι η πραγματικότητα. Η πολιτική ασκείται με στερεότυπα και συναισθήματα και όχι με τεκμηριωμένες προτάσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε επιτυχημένους πολιτικούς αλλά αποτυχημένες πολιτικές.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα τόσο το εγχείρημα όσο και τα ευρήματα της «Vote for Policies», μιάς βρετανικής διαδικτυακής πλατφόρμας πού ίδρυσε το 2010 ο Matt Chocqueel-Mangan και η οποία έκτοτε και  προ των εκάστοτε εκλογών διερευνά τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, όχι ως προς τα κόμματα αλλά ως προς τις προτεινόμενες από τα κόμματα δημόσιες πολιτικές. (Ένα ελληνικό ανάλογο είναι το Help Me Vote http://www.helpmevote.gr/, που ανέπτυξαν οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ιωάννης Ανδρεάδης και Θεόδωρος Χατζηπαντελής).

Στο Vote for Policies οι προτεινόμενες πολιτικές αντιγράφονται κατά λέξη από τα προγράμματα των κομμάτων  αλλά ταξινομούνται σε θεματικά πεδία (14 συνολικά: υγεία, εκπαίδευση, απασχόληση, φορολογία, ασφάλεια, συνταξιοδοτικό κλπ.) χωρίς να αναφέρεται η κομματική προέλευση κάθε πρότασης και κάθε θέσης. Οι ενδιαφερόμενοι δυνητικοί ψηφοφόροι καλούνται δηλαδή να επιλέξουν από κάθε θεματικό πεδίο τις προτάσεις χωρίς να γνωρίζουν από ποιο κόμμα προέρχονται. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων με βάση τις δημόσιες πολιτικές ήταν ριζικά διαφορετικές από εκείνες που εκφράσθηκαν στις κάλπες .

Ενδεικτικά παρουσιάζονται στο πίνακα που ακολουθεί τα αποτελέσματα για τις Βρετανικές εκλογές του 2017. Στην πρώτη στήλη παρατίθενται τα αποτελέσματα του Vote for Policies (390.400 συμμετέχοντες) και στην δεύτερη τα αποτελέσματα της κάλπης ενώ στις δύο επόμενες οι τομεακές δημόσιες πολιτικές όπου οι προτάσεις του  κάθε κόμματος προηγούνται (1η και 2η επιλογή).

 

Πίνακας

 

(*)Σε σύνολο 390.400 συμμετεχόντων στην έρευνα – Αναφέρονται εδώ μόνο τα βασικά κόμματα εθνικής εμβέλειας .  https://voteforpolicies.org.uk/survey/results/ke8YaXMTPdyncVuJu#/total-results)

(**) Πηγή: https://www.bbc.co.uk/news/election/2017/results

 

Από τον πίνακα προκύπτει ότι:

  • Οι μεν νικητές των εκλογών Συντηρητικοί (42,4%) έρχονται τελευταίοι από τα πέντε βασικά κόμματα ως προς τις προτιμήσεις στις προτάσεις πολιτικής τους αφού συγκέντρωσαν – επι 390.400 απαντήσεων – μόλις 16,5% των προτιμήσεων, ενώ καμία από τις τομεακές τους προτάσεις δεν πλειοψήφησε ως πρώτη προτεραιότητα και μόλις τρεις πλειοψήφησαν ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Αντίθετα οι Εργατικοί, δεύτεροι στις εκλογές με 40%, αναδεικνύονται πρώτοι σε προτιμήσεις προτάσεων πολιτικής με 24,1%, με τρεις από τις προτάσεις πολιτικής τους πλειοψηφικές ως πρώτη προτεραιότητα και επτά ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Οι Πράσινοι (Οικολόγοι) που στις εκλογές απέσπασαν μόλις 1,6% έρχονται δεύτεροι στις προτιμήσεις προτάσεων πολιτικής με 19,6% και πέντε από τις προτάσεις τους πλειοψηφικές ως πρώτη προτεραιότητα.
  • Ακολουθούν οι Φιλελεύθεροι που, ενώ στις εκλογές έλαβαν 7,4% των ψήφων, απέσπασαν το 19,3% των προτιμήσεων στις προτάσεις πολιτικής τους με τρείς εξ αυτών ως πρώτη προτεραιότητα και μία ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Τέλος, το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα UKIP, με 1,8% στις εκλογικές κάλπες, απέσπασε 19% στις προτάσεις πολιτικής του με τέσσερεις ως πρώτη προτεραιότητα και δύο ως δεύτερη προτεραιότητα των 390.400 πολιτών που συμμετείχαν στην έρευνα του Vote for Policies.

Με  βάση τα παραπάνω ευρήματα (με όλες τις μεθοδολογικές επιφυλάξεις που θα μπορούσε να έχει κανείς για την έρευνα του Vote for Policies,  το γεγονός ότι συμμετείχαν σε αυτήν περίπου 400.000 άτομα παρέχει εχέγγυα αντιπροσωπευτικότητας) νομιμοποιούμαστε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το γεγονός πως η πλειοψηφία των πολιτών ψηφίζει ένα κόμμα με τις πολιτικές προτάσεις του οποίου δεν συμφωνεί, σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι γίνονται θύματα συστηματικής επικοινωνιακής εξαπάτησης και η ψήφος τους υφαρπάζεται όχι με βάση τις πραγματικές προτιμήσεις τους αλλά με βάση επικοινωνιακές εντυπώσεις. Η «επιτυχημένη» εκστρατεία του Brexit με τα τερατώδη και προφανή ψεύδη επί των οποίων βασίστηκε επιβεβαιώνει το ως άνω συμπέρασμα.

Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως στις κοινοβουλευτικές εκλογές η επιλογή κόμματος επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως η ικανότητα διακυβέρνησης των υποψηφίων σχηματισμών. Σε αυτήν την βάσιμη, κατ’ αρχήν, οντολογική διαπίστωση  μπορούν  να διατυπωθούν δύο ενστάσεις, η πρώτη οντολογική και η δεύτερη δεοντολογική.

Πρώτον, η ικανότητα διακυβέρνησης είναι ένα μέγεθος για το οποίο οι εντυπώσεις παίζουν κομβικό ρόλο άρα είναι επικοινωνιακά χειραγωγήσιμο, μπορεί δηλαδή να διαμορφωθεί με βάση το κατάλληλο πολιτικο-εκλογικό μάρκετινγκ.

Δεύτερον, τίθεται ένα κομβικό ερώτημα: Επιλέγω «ικανότητα διακυβέρνησης» για την εφαρμογή ποιού προγράμματος; Ενός  προγράμματος με το οποίο το διαφωνώ; Αυτό θα ήταν δείγμα απόλυτου ανορθολογισμού. Ο μέσος πολίτης, το εκλογικό σώμα, δεν επιλέγουν όμως ανορθολογικά. Επιλέγουν ορθολογικά με βάση ανακριβή δεδομένα και με βάση γενικές αξίες («ορθολογισμός με βάση τις αξίες» κατά Weber) που αδυνατούν να συνδέσουν πρακτικά με μια πολύπλοκη πραγματικότητα.

Η απάντηση λοιπόν είναι «ψηφίζω ένα πρόγραμμα το οποίο αγνοώ και για το οποίο, τελικά, αδιαφορώ», διότι το  κυρίαρχο «μίγμα (πολιτικού) μάρκετινγκ» δεν το περιλαμβάνει, αφού εστιάζεται αποκλειστικά σε πρόσωπα και συνθήματα (και «κλαδικά ή τοπικά ρουσφέτια» θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα καθ’ ημάς).

Τελικά, μια πολιτική –προϊόν του εκλογικού μάρκετινγκ είναι μια πολιτική που αποβαίνει πάντοτε εις όφελος των επαγγελματιών του μάρκετινγκ, συνήθως υπερ των επαγγελματιών της πολιτικής, σπανίως όμως υπερ της κοινωνίας.

  1. Συνοψίζοντας: τι πολιτικούς οργανισμούς χρειαζόμαστε;

Δεν συζητήσαμε στο εκτενές αυτό σημείωμα επί του περιεχομένου της πολιτικής. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι εντός των δημοκρατικών κοινωνιών συγκροτούνται και συνυπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το δέον γενέσθαι – συχνά αντιδιαμετρικές. Η θέση του κάθε προσώπου και κάθε ομάδας στον καταμερισμό εργασίας και στην παραγωγή, ο χώρος εγκατάστασης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου, η ιστορική εμπειρία, αλλά και ψυχολογικές προδιαθέσεις  όπως η προτίμηση για την ασφάλεια και την σταθερότητα ή αντίθετα για το ρίσκο και τις αλλαγές, και άλλα συναφή, διαμορφώνουν τις πολιτικές αντιλήψεις, την πρόσληψη των προβλημάτων και τις προτιμήσεις για την μία ή την άλλη λύση. Η «οργανική ενότητα» του λαού είναι μια ρομαντική και εξωπραγματική αντίληψη. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι εσωτερικά διαφοροποιημένες και αντιφατικές. Για να αποκατασταθεί δε η «λειτουργική ενότητά» τους, προκειμένου να μην καταρρεύσουν, απαιτείται ειδική και διαρκής μέριμνα.

Αυτή η μέριμνα μας απασχόλησε εδώ. Με κεντρικό ερώτημα ποιές οι προϋποθέσεις ομαλής διεξαγωγής της πολιτικής διαδικασίας και των λειτουργιών διακυβέρνησης. Δηλαδή

(α) της συλλογικής ιεράρχησης των επι μέρους κοινωνικών προτεραιοτήτων,

(β) της διακρίβωσης της τεχνικής εφικτότητας της εφαρμογής τους και

(γ) της βέλτιστης κατανομής των συνολικά διαθέσιμων πόρων,

προκειμένου να διαμορφωθεί τελικά ένα μίγμα εφαρμοσμένης πολιτικής – δηλαδή ένα σύνολο συμμετοχικά επεξεργασμένων, συμφωνημένων και τεκμηριωμένων τομεακών πολιτικών – που να μεγιστοποιεί το συλλογικό όφελος.

Οι λειτουργίες αυτές αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και καθορίζουν την ποιότητα της δημοκρατίας, και κατ’ επέκταση τον βαθμό ευημερίας, δεδομένης κοινωνίας. Ουσιαστική προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκησή τους  είναι το να αναπτυχθούν τέτοιες μορφές πολιτικής και διακυβέρνησης  που να επιτρέπουν την ομαλή συνύπαρξη αλλά και κάποιους βαθμούς σύνθεσης ή εξισορρόπησης διαφορετικών ιδεών, υπό τον όρο ότι οι ιδέες αυτές εμπεριέχουν ως κοινό τόπο την ίδια την δημοκρατική διαδικασία.

Ως εργαλείο για την διασφάλιση των παραπάνω προϋποθέσεων απαιτούνται οργανισμοί  άσκησης πολιτικής και διακυβέρνησης. Όμως πολιτικοί οργανισμοί κατάλληλοι για τον 21ο αιώνα.

  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα διαφέρουν ριζικά από τα κόμματα «συγκεντρωτικού οπορτουνισμού» και πελατειακότητας όπως αυτά που γνωρίσαμε.
  • Πολιτικοί οργανισμοί «δημοκρατικής και συμμετοχικής αποτελεσματικότητας».
  • Πολιτικοί οργανισμοί που δεν θα περιορίζονται στο γνωστό τρίπτυχο μικροπολιτικής: ατάκες, συνθήματα και συναισθήματα.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα λειτουργούν προγραμματικά αναλύοντας, τεκμηριώνοντας, και συζητώντας δημόσια συγκεκριμένες – δηλαδή μετρήσιμες, χρονο-προγραμματισμένες και κοστολογημένες- δημόσιες πολιτικές.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα αντιπαρατίθενται μεταξύ τους σε σημεία ουσιαστικών πολιτικών διαφορών και δεν θα εφευρίσκουν  επικοινωνιακές διαφορές προς χάριν της αντιπαράθεσης.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα ασκούν προγραμματική και όχι δομική αντιπολίτευση.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα αξιοποιούν νέες μορφές πολιτικής κινητοποίησης ανοίγοντας διαύλους προς την νέα γενιά που δυσπιστεί προς το παραδοσιακό «πολιτεύεσθαι».
  • Πολιτικοί οργανισμοί, τέλος, που θα παίζουν διαπαιδαγωγητικό ρόλο προς την κοινωνία καλλιεργώντας αξίες, εισάγοντας αρχές, αποκωδικοποιώντας απλουστεύοντας και καθιστώντας κατανοητές τις οικονομικές και κοινωνικές πολυπλοκότητες , δίνοντας σαφές ιδεολογικό και προγραμματικό στίγμα και αποφεύγοντας τον πειρασμό της υπέρμετρης πολυσυλλεκτικότητας (ναι σε όλα, τα πάντα στους πάντες) που ακυρώνει την πολιτική.

Ο ρόλος των πολιτικών οργανισμών είναι κομβικός για την ποιότητα της δημοκρατίας και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης. Αποτελούν το μοναδικό όπλο της κοινωνίας κατά της ανεξέλεγκτης οικονομικής ισχύος και της αυθαιρεσίας. Αποτελούν επίσης το βασικό μέσο διαμόρφωσης του ίδιου του  πολιτικού συστήματος. Αν δεν μπορέσουμε να συγκροτήσουμε  νέες μορφές πολιτικών οργανισμών, νέους τύπους κομμάτων, δεν θα κατορθώσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο άσκησης πολιτικής. Θα περιοριστούμε τότε στο να αναπαράγουμε το κακό παρελθόν μας. Εις βάρος του μέλλοντός μας.

Θεόδωρος Ν. Τσέκος

Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης – ΤΕΙ Πελοποννήσου   

Δημοσιεύεται και στον διαδικτυακό τόπο, Public Policies Greece – Όμιλος για την Μελέτη των Δημοσίων Πολιτικών στην Ελλάδα: Κείμενα και σχόλια για την άσκηση (δημόσιας) πολιτικής στην Ελλάδα.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

 Η Μη-Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας – Αριστείδης Ν. Χατζής


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Φιλοξενούμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα»  την ομιλία του κ. Αριστείδη Ν. Χατζή στο διεθνές συνέδριο «Ancient Greece and the Modern World: The Influence of Greek Thought on Philosophy, Science and Technology» που πραγματοποιήθηκε στην Αρχαία Ολυμπία τον Αύγουστο του 2016, με τίτλο:

 

«Η Μη-Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας»

 

Στην αρχαία Αθήνα οφείλουμε το δημοκρατικό πολίτευμα, την αρχή της πλειοψηφίας (ως τον δημοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων) αλλά επίσης και τη θεσμική κατοχύρωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Στην αρχαία Αθήνα όμως παρατηρείται για πρώτη φορά το φαινόμενο του λαϊκισμού. Επιπλέον η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ Κράτος Δικαίου. Η δύναμη του Δήμου ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτη, δεν υπήρχαν συνταγματικές εγγυήσεις, θεσμικοί έλεγχοι και ισορροπίες και δεν αναγνωρίζονταν ατομικά δικαιώματα. Αρκούσε μια απλή πλειοψηφία πολιτών στην Εκκλησία του Δήμου ή λαϊκών δικαστών για να παραβιαστούν όλες οι αρχές που συνδέουμε σήμερα με το Κράτος Δικαίου. Η έννοια της ελευθερίας στην αρχαιότητα ήταν πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη – που την οφείλουμε στον διαφωτισμό και τις μεγάλες επαναστάσεις από το 1776 μέχρι το 1848. Η σύγχρονη αντίληψη οδήγησε στο μοντέλο της κυρίαρχης σήμερα φιλελεύθερης δημοκρατίας. Θα συζητήσουμε το θέμα με αναφορά σε διάσημα ιστορικά επεισόδια και δίκες. Όπως θα δούμε όμως (με αναφορά σε τρία σημαντικά κείμενα) οι φιλελεύθερες ιδέες της ατομικότητας, της ανοχής και του κράτους δικαίου πρωτοεμφανίστηκαν στην αρχαία αθηναϊκή γραμματεία. Οι ιδέες αυτές ήταν πρωτότυπες για την εποχή τους αλλά ταυτόχρονα περιθωριακές, δεν επηρέασαν τους θεσμούς αλλά συνεχίζουν να εντυπωσιάζουν μέχρι και σήμερα.

  1. Αρχαία και Σύγχρονη Ελευθερία

Benjamin Constant (Μπενζαμέν Κονστάν, 1767-1830), πολιτικός και συγγραφέας, ένθερμος φιλελεύθερος από τις αρχές του 19ου αιώνα.

Στις 13 Φεβρουαρίου του 1819, τριάντα χρόνια μετά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και τέσσερα μόλις χρόνια μετά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων, ο Benjamin Constant, από τους κορυφαίους φιλελεύθερους διανοούμενους της εποχής, εκφώνησε έναν από τους σημαντικότερους λόγους στην ιστορία της πολιτικής σκέψης.

Ο Constant ήταν 52 ετών, βετεράνος πολιτικός και συγγραφέας αλλά και μια προσωπικότητα που ενέπνεε κύρος στη γαλλική κοινωνία. Η διάλεξη δόθηκε στο Athénée Royal, υπό τον τίτλο: «Η ελευθερία των Αρχαίων εν συγκρίσει προς εκείνην των Νεωτέρων» (De la libertι des Anciens comparιe à celle des Modernes). Για σχεδόν 150 χρόνια παρέμεινε ξεχασμένη μέχρι που ανασύρθηκε από την αφάνεια από σύγχρονους μελετητές.

Το βασικό επιχείρημα του Constant είναι πολύ απλό: η Αθήνα ήταν δημοκρατία αλλά όχι φιλελεύθερη δημοκρατία. Αν και ήταν η καλύτερη αρχαία δημοκρατία, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τις πλέον προοδευτικές δημοκρατίες των αρχών του 19ου αιώνα. Ο λόγος βέβαια ήταν ότι αν και οι Αθηναίοι πολίτες ήταν ελεύθεροι, δεν ήταν όμως τόσο ελεύθεροι όσο τα άτομα στις σύγχρονες φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες.

Αλλά ας δούμε πρώτα τι σημαίνει ο όρος «φιλελεύθερη δημοκρατία».

James Madison (Τζέιμς Μάντισον, 1751-1836), τέταρτος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Η Δημοκρατία είναι στην πραγματικότητα ένας τρόπος να λαμβάνονται συλλογικές α-ποφάσεις. Ο δημοκρατικός τρόπος λήψης συλλογικής απόφασης βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας. Όταν υπάρχει κάποια διαφωνία (και στη γνήσια δημοκρατία υπάρχουν πάντα διαφωνίες) η απόφαση από την πλειοψηφία εξασφαλίζει την πολιτική νομιμοποίηση γιατί φαίνεται, και είναι ένας δίκαιος τρόπος και επιπλέον ο πιο συμβατός με την ελευθερία. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, ισοδυναμεί με τη λεγόμενη «δημοκρατική αρχή», μια αρχή που ανακάλυψαν οι αρχαίοι Αθηναίοι.

Όμως, αναρωτιέται κανείς, είναι πολιτικά επιθυμητό να αποφασίζει η πλειοψηφία για τα πάντα; Όχι βέβαια. Διότι υπάρχει μια περιοχή όπου τα άτομα θα πρέπει να αφήνονται ελεύθερα να αποφασίζουν για τους εαυτούς τους, ακόμα και όταν οι αποφάσεις τους θα επηρεάσουν το σύνολο της κοινωνίας. Αυτή η περιοχή περιχαρακώνεται και προστατεύεται από τα ατομικά δικαιώματα. Είναι μια περιοχή προσωπικής ελευθερίας όπου η κοινωνία, η πλειοψηφία, η κυβέρνηση, δεν μπορούν να επέμβουν. Ποια είναι η έκταση αυτής της περιοχής; Εξαρτάται από το πόση ελευθερία έχει παραχωρήσει στα άτομα η κοινωνία. Ας ονομάσουμε αυτήν την αρχή «φιλελεύθερη». Η φιλελεύθερη αρχή κατοχυρώθηκε θεσμικά για πρώτη φορά από τον James Madison στο Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και ιδίως στις Τροποποιήσεις (Bill of Rights) που ακολούθησαν δύο χρόνια αργότερα.

Επομένως, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία υπάρχει μια αυστηρά προσωπική περιοχή που την προστατεύουν τα αρνητικά δικαιώματα. Αυτή η περιοχή πρέπει να προστατεύεται όχι μόνο από μια αυταρχική κυβέρνηση αλλά ακόμα και από τη δημοκρατική πλειοψηφία. Την προστασία θα πρέπει να την εγγυάται το Κράτος Δικαίου και το πιο ισχυρό θεσμικό του όπλο: το Σύνταγμα. Μια κοινωνία όπου ο λαός καλείται τακτικά να εκφράσει τις αξίες, τις προτιμήσεις και τις επιλογές του μέσω της ψήφου και όπου το Κράτος Δικαίου εγγυάται μια εκτεταμένη περιοχή προσωπικής ελευθερίας, είναι μια φιλελεύθερη κοινωνία. Τα άτομα σ’ αυτήν την κοινωνία ελέγχουν τη ζωή τους, είναι προσωπικά αυτόνομα. Η ευημερία τους συνδέεται με τις ατομικές προτιμήσεις τους. Δεν καθορίζεται από την κοινωνία, μια πλειοψηφία ή μια επιτροπή ειδικών. Η ευημερία επιτυγχάνεται από την ικανοποίηση των ατομικών προτιμήσεων μέσω επιλογών και συμβάσεων.

John Stuart Mill (Τζον Στιούαρτ Μιλ 1806-1873). Βρετανός φιλόσοφος, πολιτικός και οικονομολόγος.

Για να καταλάβουμε καλά την αντίθεση της δημοκρατικής με τη φιλελεύθερη αρχή, ας δούμε πώς ο John Stuart Mill υπερασπίζεται το σημαντικότερο ατομικό δικαίωμα: «Ας υποθέσουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα, με τη μοναδική εξαίρεση ενός ατόμου, έχει την ίδια άποψη πάνω σ’ ένα θέμα, ενώ το μοναδικό αυτό άτομο έχει αντίθετη άποψη από την υπόλοιπη ανθρωπότητα στο ίδιο θέμα. Ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση η ανθρωπότητα δεν δικαιολογείται να αναγκάσει αυτό το μοναδικό άτομο να σωπάσει, περισσότερο απ’ ότι αυτό το άτομο δικαιολογείται, αν είχε τη δύναμη, να αναγκάσει την ανθρωπότητα να σωπάσει αυτή.» (On Liberty, 1859, II.1).

Η Αθήνα ήταν δημοκρατία, αλλά όχι φιλελεύθερη. Οι Αθηναίοι ανακάλυψαν την αρχή της πλειοψηφίας αλλά όχι τα ατομικά δικαιώματα. Επιπλέον, πολύ δύσκολα θα χαρακτήριζε κάποιος την Αθηναϊκή Πολιτεία, Κράτος Δικαίου. Διότι στο Κράτος Δικαίου, όπως ο Αριστοτέλης το όρισε, ο νόμος είναι πάνω από τους ανθρώπους, ακόμα και τις πλειοψηφίες: «τὸν ἄρα νόμον ἄρχειν αἱρετώτερον μᾶλλον ἢ τῶν πολιτῶν ἕνα τινά, κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον τοῦτον, κἂν εἴ τινας ἄρχειν βέλτιον, τούτους καταστατέον νομοφύλακας καὶ ὑπηρέτας τοῖς νόμοις» (Πολιτικά 3.1287a). Στην αρχαία Αθήνα όμως ο λαός, ο Δήμος, ήταν πολιτικά κυρίαρχος και τίποτα δεν μπορούσε να περιορίσει την εξουσία του. Δεν υπήρχε Σύνταγμα, οι νόμοι μπορούσαν να καταργηθούν ή να αχρηστευθούν ανά πάσα στιγμή από μια περιστασιακή πλειοψηφία και δεν υπήρχε σύστημα θεσμικών ελέγχων και ισορροπιών. Η Αθήνα ήταν μια μη-φιλελεύθερη δημοκρατία.

Αλλά ας δούμε ποιο είναι ακριβώς το επιχείρημα του Constant. Για τον Γάλλο διανοούμενο η ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα:

 

συνίστατο στη συλλογική αλλά έμμεση άσκηση πολλών όψεων μιας ακέραιης κυριαρχίας· στη δημόσια διαβούλευση για ζητήματα πολέμου και ειρήνης· στη σύναψη συμμαχιών με ξένους· στην ψήφιση νόμων· στην έκδοση αποφάσεων· στον έλεγχο των δαπανών, των πράξεων και της διαχείρισης των αρχόντων, στην έγκληση των τελευταίων, στην απαγγελία κατηγοριών, στην καταδίκη ή στην αθώωσή τους. Αλλά εάν αυτή υπήρξε η αντίληψή τους για την ελευθερία, θεωρούσαν ταυτόχρονα ότι η τελευταία είναι συμβατή με την πλήρη υποταγή του ατόμου στην αυθεντία του συνόλου. Δεν απαντάται σε αυτούς καμία από τις απολαύσεις που, όπως είδαμε, αποτελούν τμήμα της ελευθερίας των συγχρόνων. Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής ζωής επιτηρείται αυστηρά. Καμία βαρύτητα δεν αποδίδεται στην ατομική ανεξαρτησία, ούτε στη σχέση της με την έκφραση γνώμης, το επάγγελμα και προπάντων τη θρησκεία. Η δυνατότητα να επιλέγει κανείς τη θρησκεία του, την οποία εμείς θεωρούμε ως πολύτιμο δικαίωμα, θα εθεωρείτο από τους αρχαίους εγκληματική και βλάσφημη. Η αυθεντία του κοινωνικού σώματος παρεμβάλλεται και φιμώνει τη βούληση των ατόμων σε ζητήματα που εμείς θεωρούμε τα πλέον ασήμαντα. […] Έτσι στους αρχαίους, το άτομο, αν και σχεδόν πάντα κυρίαρχο στα δημόσια πράγματα, κατέχει θέση δούλου στο πλαίσιο των ιδιωτικών του σχέσεων. Ως πολίτης αποφασίζει για τον πόλεμο και την ειρήνη· ως ιδιώτης περιορίζεται, παρακολουθείται και καταπιέζεται σε όλες του τις κινήσεις. Ως μέρος του συλλογικού σώματος ανακρίνει, καθαιρεί, καταδικάζει, ζημιώνει οικονομικά, εξορίζει και καταδικάζει σε θάνατο τους άρχοντες ή τους ανωτέρους του. Όταν, όμως, υποτάσσεται στο συλλογικό σώμα, μπορεί με τη σειρά του να χάσει τη θέση του, να στερηθεί των προνομίων του, να εξορισθεί και να θανατωθεί από τη διακριτική βούληση του συνόλου στο οποίο ανήκει.

 

Στο σημείο αυτό ο Constant κάνει μια σημαντική διάκριση. Η αρχαία Αθήνα δεν είχε το ίδιο είδος δημοκρατίας με τις υπόλοιπες πόλεις-κράτη. Η Αθήνα ήταν ειδική περίπτωση. Οι Αθηναίοι απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία από τους άλλους Έλληνες και η δημοκρατία τους είχε ομοιότητες με εκείνες των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών:

 

Υπήρχε στην αρχαιότητα μια Πολιτεία, όπου η υποταγή της ατομικότητας στο συλλογικό σώμα δεν ήταν τόσο απόλυτη όσο την περιέγραψα. Η Πολιτεία αυτή υπήρξε η ενδοξότερη όλων. Μαντεύετε βέβαια ότι πρόκειται να μιλήσω για την Αθήνα. […] [Α]πό όλα τα αρχαία κράτη, η Αθήνα είναι αυτή που μοιάζει περισσότερο με τα σύγχρονα. […] Το παράδειγμα της [Αθήνας], θα μπορούσε να μου αντιτάξει κανείς, προκειμένου να αντικρούσει ορισμένες παραδοχές μου. Ωστόσο, το παράδειγμα αυτό πρόκειται αντιθέτως να τις επιβεβαιώσει. Η Αθήνα, όπως έχω ήδη επισημάνει, υπήρξε η πλέον εμπορική από τις ελληνικές Πολιτείες, και παραχωρούσε στους πολίτες της απείρως μεγαλύτερη ατομική ελευθερία από ό,τι η Ρώμη και η Σπάρτη. Εάν μπορούσα να υπεισέλθω σε ιστορικές λεπτομέρειες, θα σας έδειχνα ότι το εμπόριο στάθηκε εκεί αφορμή για την εξάλειψη πολλών διαφορών που διακρίνουν τους αρχαίους από τους σύγχρονους λαούς. Το πνεύμα των εμπόρων της Αθήνας ήταν όμοιο με εκείνο των σύγχρονων. […] Παρατηρείστε, ακόμα, πόσο τα έθιμά τους μοιάζουν με τα δικά μας. […] Ως προς τις σχέσεις τους με τους ξένους, παρατηρούμε ότι επεκτείνουν τα πολιτικά δικαιώματα σε οποιονδήποτε μετοικεί στην πόλη τους με την οικογένειά του και ασκεί κάποιο επάγγελμα ή επιτήδευμα. Τέλος, εντυπωσιαζόμαστε από την υπερβολική αγάπη τους για την ατομική ανεξαρτησία.

 

Όμως, αν και η Αθήνα είχε το πολίτευμα με τη μεγαλύτερη ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα, δεν θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε φιλελεύθερη δημοκρατία. Η «πλήρης υποταγή του ατόμου στην αυθεντία του συνόλου» παρατηρείται και εκεί:

Εντούτοις, αρκετές από τις συνθήκες που καθόριζαν το χαρακτήρα των αρχαίων εθνών ίσχυαν και στην Αθήνα. Καθώς υπήρχε ένας πληθυσμός δούλων και περιορισμένα εδαφικά όρια, συναντούμε και εκεί κάποια χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης ελευθερίας των αρχαίων. Ο λαός νομοθετεί, ελέγχει τη διαγωγή των αρχόντων, υποχρεώνει τον Περικλή να λογοδοτήσει και καταδικάζει σε θάνατο όλους τους στρατηγούς που ήταν επικεφαλής στη ναυμαχία των Αργινουσών. Ταυτόχρονα εφαρμόζεται ο οστρακισμός, αυτή η νόμιμη αυθαιρεσία που εξαίρεται από όλους τους νομοθέτες της εποχής. Ο ανωτέρω θεσμός, που φαίνεται σε μας εξοργιστικά άδικος, και έτσι πρέπει, αποδεικνύει ότι στην Αθήνα το άτομο παρέμεινε περισσότερο υποταγμένο στην υπεροχή του κοινωνικού σώματος από όσο είναι σε οποιοδήποτε ελεύθερο ευρωπαϊκό κράτος σήμερα. […] Ο οστρακισμός στην Αθήνα εδραζόταν στην υπόθεση ότι η κοινωνία ασκεί απόλυτη εξουσία τα μέλη της. Με αυτή τη λογική θα μπορούσε να δικαιολογηθεί.

 

Προφανώς ο Constant έδωσε, ορθώς, μεγάλη σημασία στο θεσμό του οστρακισμού. Ο θεσμός είναι ασύμβατος με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Τον ενοχλούσε όμως τόσο επειδή ενίσχυε το επιχείρημά του ή επειδή και ο ίδιος είχε ζήσει τόσα χρόνια στην εξορία, διωγμένος από σχεδόν όλες τις αυταρχικές Γαλλικές κυβερνήσεις, ακόμα και τις επαναστατικές; Υπάρχουν άλλα παραδείγματα της μη-φιλελεύθερης φύσης της Αθηναϊκής δημοκρατίας και ενδείξεις απουσίας του Κράτους Δικαίου; Θα παρουσιάσουμε κάποια από αυτά στο τρίτο μέρος αφού συζητήσουμε πρώτα με συντομία τη φύση και την κατευθυντήρια αρχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.

  1. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία και η Λαϊκή Κυριαρχία

Ο Αριστοτέλης με το δάσκαλό του Πλάτωνα στην Ακαδημία, λεπτομέρεια από το έργο «Η σχολή των Αθηνών», νωπογραφία του Ραφαήλ.

Δεν πρόκειται να αφηγηθώ την ιστορία της ανάπτυξης των δημοκρατικών θεσμών της Αθήνας ούτε πρόκειται να τους περιγράψω. Η βιβλιογραφία (παλαιότερη και πρόσφατη) για την Αθηναϊκή δημοκρατία είναι πλούσια και υψηλής ποιότητας, δεδομένων των περιορισμών που έχουμε στο να καταγράψουμε ένα είδος πολιτικής οργάνωσης που, από πολλές απόψεις, απέχει τόσο πολύ από το δικό μας. Ωστόσο, πρέπει να ξεκαθαρίσω κάποια θέματα και να δώσω ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένα χαρακτηριστικά του Αθηναϊκού συστήματος διακυβέρνησης.

Θα ξεκινήσω με κάτι που σπανίως τονίζεται όταν περιγράφεται η Αθηναϊκή δημοκρατία: η έννοια της δημοκρατίας δεν αναπτύχθηκε θεωρητικώς παράλληλα με τη θεσμική εξέλιξη της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Η δημοκρατική θεωρία ήταν σε εμβρυϊκή κατάσταση τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Φυσικά μπορούμε να βρούμε μερικές ιδέες που ανέπτυξαν φιλόσοφοι (όπως ο Πλάτωνας) και θεατρικοί συγγραφείς (όπως ο Αισχύλος) ενώ δεν πρέπει να υποβαθμίσουμε τη σημασία του «Επιτάφιου» του Περικλή, ενός από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα στην ανθρώπινη ιστορία. Αλλά, δεν έχουμε συστηματική (δημοκρατική) πολιτική θεωρία πριν τον Αριστοτέλη.

Από την άλλη πλευρά, η θεσμική εξέλιξη για τουλάχιστον 250 χρόνια (από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα έως το τέλος της Αθηναϊκής ανεξαρτησίας όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατοχύρωνε την εξουσία του στη Νότια Ελλάδα) ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Ήταν ριζοσπαστική, καινοτόμος και περίπλοκη. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν ήταν πάντα σταθερή και βασισμένη σε αρχές. Ακόμη και έναν αιώνα μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, ο μέσος Αθηναίος είχε μια μάλλον ασαφή ιδέα για το τι σήμαινε Δημοκρατία. Οι καθημερινοί άνθρωποι στην Αθήνα, αλλά και οι διανοούμενοι, ταύτιζαν τη δημοκρατία με ένα σύνολο θεσμών που καθιέρωναν τη λαϊκή κυριαρχία. Αλλά για πολλούς από αυτούς, η δημοκρατία δεν ήταν παρά η εξουσία του όχλου αφού οι αμόρφωτοι αγρότες, εργάτες, μικροέμποροι και ναύτες αποτελούσαν πάντοτε την πλειοψηφία. Μια πλειοψηφία που πολύ συχνά έπεφτε θύμα των δημαγωγών, των καιροσκόπων και των σωβινιστών. Παρά την έλλειψη ορισμού, η δημοκρατία ήταν πολύ δημοφιλής στην Αθήνα. Ακόμη και οι εχθροί της προσποιούνταν ότι ήταν δημοκράτες. Οι μεταρρυθμίσεις των Τριάκοντα Τυράννων ονομάζονταν «δημοκρατικές» καθώς την ίδια στιγμή το σκληρό, αυταρχικό καθεστώς εκτελούσε 1.500 επιφανείς δημοκρατικούς.

Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν απαραίτητη μια επιπλέον θεσμική εξέλιξη: μια νομική ερμηνεία του όρου δημοκρατία. Αυτή η εξέλιξη ήρθε κάπως αργά. Το 337 π.Χ., κυριολεκτικά στο τέλος του βίου της Αθηναϊκής δημοκρατίας, ο Νόμος του Ευκράτη, ταύτισε τη Δημοκρατία με τη Λαϊκή Κυριαρχία για πρώτη φορά στην ιστορία των θεσμών: ἐάν τις ἐπαναστῇ τῷ δήμῳ ἐπὶ τυραννίδι ἢ τὴν τυραννίδα συνκαταστήσῃ ἢ τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων ἢ τὴν δημοκρατίαν τὴν Ἀθήνησιν καταλύσῃ, ὃς ἂν τὸν τούτων τι ποιήσαντα ἀποκτείνῃ, ὅσιος ἔστω·

Η πρωτότυπη ιδέα σε αυτό το διάταγμα ήταν το γεγονός ότι το έννομο αγαθό δεν ήταν πλέον (όπως στη προηγούμενη νομοθεσία προστασίας του Πολιτεύματος) η ασαφής έννοια της Δημοκρατίας, αλλά η πιο πολιτικά απτή έννοια της Λαϊκής Κυριαρχίας. Ο Δήμος ήταν η μοναδική πηγή πολιτικής εξουσίας και πολιτικής νομιμοποίησης. Το διάταγμα χαράχτηκε πάνω σε μια μαρμάρινη στήλη, η κορωνίδα της οποίας απεικόνιζε τη Δημοκρατία να στεφανώνει τον καθήμενο μπροστά της Δήμο. Ο πολιτικός συμβολισμός ήταν περισσότερο από ξεκάθαρος.

Στην εκπνοή της, η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν μια γνήσια δημοκρατία, ένα πολιτικό σύστημα που παραχωρούσε κυριολεκτικά απόλυτη εξουσία στο λαό. Παραχωρούσε όμως στο λαό και το δικαίωμα να καταχραστεί αυτή την εξουσία, απόλυτα.

  1. Δημοκρατία Δίχως Ατομικά Δικαιώματα

Οι Αθηναίοι πολίτες είχαν δικαιώματα, αλλά αυτά τα δικαιώματα ήταν πολιτικά, όχι ατομικά. Αυτό σημαίνει ότι οι Αθηναίοι πολίτες είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική, να εκλέγουν και να εκλέγονται. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είχαν ένα μερίδιο στην Αθηναϊκή πολιτική κοινότητα – όχι όλοι οι κάτοικοι της Αττικής, φυσικά, αλλά μονάχα ένα 10-12% του συνολικού της πληθυσμού (οι ελεύθεροι, ενήλικοι άντρες, Αθηναίοι πολίτες γεννημένοι στην Αθήνα, αναλογούσαν σε 30.000 από τους 250.000 κατοίκους της Αθήνας του 5ου αιώνα).

Ωστόσο, αυτά τα δικαιώματα δεν ανήκαν στους πολίτες με τον τρόπο που τα ατομικά δικαιώματα είναι συνδεδεμένα με το άτομο σήμερα. Οι Αθηναίοι πολίτες δεν ήταν «άτομα» (ο ατομικισμός δεν είχε επινοηθεί) αλλά τμήματα ενός οργανικού συνόλου. Η «ατομικιστική» συμπεριφορά εξομοιωνόταν με εγωισμό και δεν ήταν ανεκτή από το πολιτικό σύστημα – ο οστρακισμός ήταν η δικλείδα ασφαλείας. Ήταν επίσης κατακριτέα από τη φιλοσοφία και την ποίηση. Όσοι ήρωες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας εμφάνιζαν ανησυχητικά ατομικιστικές τάσεις, κατηγορούνταν για ύβρη και το τέλος τους ήταν προκαθορισμένο.

Τα ατομικά δικαιώματα δεν μπορούσαν να επινοηθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ο Αριστοτέλης έχει περιγράψει τα όρια του ατόμου στην πρώιμη θεωρία του για το κοινωνικό συμβόλαιο, η οποία θυμίζει αρκετά τη θεωρία που θα υποστηρίξει ο Thomas Hobbes, 2 χιλιετίες αργότερα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει ως ένα απομονωμένο άτομο γιατί είναι από τη φύση του κοινωνικό ζώο. Η Πόλις προηγείται του ατόμου εκ φύσεως, καθώς το άτομο δεν μπορεί να υπάρχει εκτός της κοινωνίας. Όχι μόνο επειδή δεν είναι αυτάρκης αλλά και διότι δεν μπορεί να υφίσταται ως κάτι ξεχωριστό από την κοινωνία. Και εφόσον δεν μπορεί να είναι ένας θεός, είναι προφανώς ένα κτήνος.

Κατά την ορολογία του Constant: το άτομο δεν ήταν μονάχα υπόδουλο στην κυριαρχία του κοινωνικού συνόλου – ήταν αφύσικο γι’ αυτό να γίνει αντιληπτό ως κάτι ανεξάρτητο του κοινωνικού συνόλου. Αυτή ήταν η συμβατική αντίληψη στην αρχαία Ελλάδα, ακόμα και στη δημοκρατική Αθήνα. Τα ατομικά δικαιώματα, με την έννοια των δικαιωμάτων που περιορίζουν την πολιτική κοινότητα, ήταν επομένως κάτι το αδιανόητο.

  1. Δημοκρατία Χωρίς Κράτος Δικαίου

Άγαλμα του Σωκράτη στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν μια συνταγματική δημοκρατία. Η Αθήνα δεν είχε σύνταγμα. Έτσι η εξουσία δεν μπορούσε να περιοριστεί. Υπήρχαν βεβαίως νόμοι που προέβλεπαν διάφορες διαδικασίες. Ωστόσο, αυτές οι διαδικασίες θα μπορούσαν να αλλάξουν μάλλον εύκολα, αν το επιθυμούσε μια προσωρινή πλειοψηφία. Η αναδρομικότητα δεν ήταν συνηθισμένη αλλά δεν ήταν και ξένη στο Αθηναϊκό νομικό σύστημα. Δεν υπήρχαν δικαστές αλλά λαϊκοί ένορκοι. Στην πραγματικότητα, οι δίκες στην Αθήνα ήταν λιγότερο δίκες και περισσότερο συνεδριάσεις ενός πολιτικού σώματος με 501 μέλη. Θα ήταν δύσκολο και για τον ικανότερο δικηγόρο να παρουσιάσει στοιχεία και να χρησιμοποιήσει ορθολογικά επιχειρήματα σε ένα τέτοιο σώμα. Αλλά δεν υπήρχαν καν δικηγόροι. Οι κατηγορούμενοι έπρεπε να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους με τη βοήθεια μιας αγόρευσης, που είχε προετοιμάσει γι’ αυτούς ένας επαγγελματίας λογογράφος. Το αθηναϊκό ήταν ξεκάθαρα ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο κυριαρχούσαν οι άνθρωποι και όχι οι νόμοι.

Δεν επιθυμούμε να υποτιμήσουμε τον προοδευτικό, για την εποχή του, χαρακτήρα αυτού του πολιτικού συστήματος. Οι Αθηναίοι είχαν περισσότερες ασφαλιστικές δικλείδες να τους προστατεύουν από την αυθαίρετη εξουσία από οποιοδήποτε άλλο έθνος στον πλανήτη. Επιπλέον, αισθάνονταν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι. Αλλά αυτό ήταν, έως έναν βαθμό, μια ψευδαίσθηση. Υπάρχουν πολλές δίκες που βοηθούν να το κατανοήσουμε.

Ένα διάσημο παράδειγμα είναι η δίκη των στρατηγών μετά από τη (νικηφόρο για τους Αθηναίους) ναυμαχία στις Αργινούσες. Σε 6 από τους 8 στρατηγούς ασκήθηκε δίωξη (οι υπόλοιποι δύο επέλεξαν την αυτοεξορία) επειδή απέτυχαν να διασώσουν όσους επέζησαν από τις βυθισμένες τριήρεις μετά από μια άγρια καταιγίδα. Οι έξι στρατηγοί καταδικάστηκαν σε θάνατο έπειτα από μια ιδιαίτερα προβληματική δίκη (ένα μείγμα πολιτικών ελιγμών και συναισθηματικών εξάρσεων), παρά τις προσπάθειες πολλών αξιωματούχων να επιβάλουν τον νόμο και να εξασφαλίσουν μια δίκαιη δίκη. Απέτυχαν παταγωδώς. Ένας από αυτούς τους νομοταγείς αξιωματούχους ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος ήταν «επιστάτης» (Πρόεδρος του δικαστηρίου), το μοναδικό δημόσιο αξίωμα που κατείχε στη ζωή του.

Η αποτυχία να προστατεύσουν τα «δικαιώματα» των κατηγορουμένων στη δίκη των Αργινουσών και η παράκαμψη του νόμου για πολιτικούς σκοπούς, οδήγησε τελικά στη δίωξη του ίδιου του Σωκράτη. Ο πραγματικός κατήγορος δεν ήταν ο Άνυτος αλλά το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα. Ο Άνυτος ήταν ένας διαβόητος νεόπλουτος πολιτικός, ο οποίος έγινε δημοφιλής (παρά το αμφιλεγόμενο παρελθόν του) όταν συμμετείχε ενεργά στην ανατροπή των Τριάκοντα Τυράννων. Ο ίδιος ενσάρκωνε την απέχθεια που διατηρούσαν τα μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος για την κριτική του Σωκράτη στον κανόνα της πλειοψηφίας, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Η κριτική του Σωκράτη δεν απαξίωνε απαραίτητα τη δημοκρατία. Αλλά ήταν αμφιλεγόμενη ειδικά σε ένα σημείο: ο Σωκράτης ήταν οπαδός του κράτους δικαίου, του περιορισμού δηλαδή της (δημοκρατικής) εξουσίας.

Για τον Σωκράτη οι νόμοι δεν ήταν απλώς «λέξεις χωρίς τα ξίφη». Ο Σωκράτης αυτό που πίστευε το υποστήριζε με τη διδασκαλία και τις επιλογές του. Ίσως στο πιο διάσημο απόσπασμα στην πολιτική φιλοσοφία, εξηγεί το γιατί (Πλάτων, Κρίτων 50a-c):

ἐλθόντες οἱ νόμοι καὶ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ἐπιστάντες ἔροιντο· “εἰπέ μοι, ὦ Σώκρατες, τί ἐν νῷ ἔχεις ποιεῖν; ἄλλο τι ἢ τούτῳ τῷ ἔργῳ ᾧ ἐπιχειρεῖς διανοῇ τούς τε νόμους ἡμᾶς ἀπολέσαι καὶ σύμπασαν τὴν πόλιν τὸ σὸν μέρος; ἢ δοκεῖ σοι οἷόν τε ἔτι ἐκείνην τὴν πόλιν εἶναι καὶ μὴ ἀνατετράφθαι, ἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν ἀλλὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν ἄκυροί τε γίγνωνται καὶ διαφθείρωνται;”

Η δίωξη και η καταδίκη του Σωκράτη προκάλεσε τέτοιο σοκ στους μαθητές του που οδήγησε ουσιαστικά στη γένεση της πολιτικής φιλοσοφίας. Ο αντίκτυπος αυτού του σοκ συναντάται όχι μόνο στον Αριστοτέλη αλλά θα τον ανακαλύψουμε ακόμα και στα πρακτικά της Συντακτικής Συνέλευσης που ψήφισε το Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787.

Παρά τη διαβόητη κληρονομιά που άφησε η δίκη του Σωκράτη, υπάρχει κι άλλη μια δίκη, μια πολιτική δίκη, που αποτελεί ένα ακόμα καλύτερο παράδειγμα. Είναι η υπόθεση του χρυσού στεφάνου, που δόθηκε παράνομα ως βραβείο στον Δημοσθένη μετά από πρόταση του Κτησιφώντα, πολιτικού συμμάχου του Δημοσθένη, το 330 π.Χ. Ο Αισχίνης, που ήταν πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, αποφάσισε να μηνύσει τον Κτησιφώντα (υπονομεύοντας τον Δημοσθένη ταυτόχρονα) καθώς η απονομή του συγκεκριμένου βραβείου ήταν παράνομη εφόσον ο Δημοσθένης ήταν ακόμη αξιωματούχος και η τελετή έλαβε χώρα στα Διονύσια! Είναι ξεκάθαρο ότι ο Κτησιφώντας παραβίασε τον νόμο με την πρότασή του. Ο Αισχίνης περίμενε 6 χρόνια μέχρι να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να μηνύσει τον Κτησιφώντα, το 336 π.Χ. Στην πολύ καλά οργανωμένη και δομημένη με επιχειρήματα αγόρευσή του (Κατά Κτησιφώντα), ο Αισχίνης παρουσίασε την παραβατικότητα της πρότασης βασισμένος σε γεγονότα και στον γραπτό νόμο της πόλης. Σε ένα περίφημο απόσπασμα διακηρύσσει ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία είναι κράτος δικαίου. Και εξηγεί στους ενόρκους γιατί αυτό είναι τόσο σημαντικό (Aeschin. 3 6):

 

Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι τρεῖς εἰσὶ πολιτεῖαι παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις, τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία: διοικοῦνται δ᾽ αἱ μὲν τυραννίδες καὶ ὀλιγαρχίαι τοῖς τρόποις τῶν ἐφεστηκότων, αἱ δὲ πόλεις αἱ δημοκρατούμεναι τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις. Μηδεὶς οὖν ὑμῶν τοῦτ᾽ ἀγνοείτω, ἀλλὰ σαφῶς ἕκαστος ἐπιστάσθω, ὅτι ὅταν εἰσίῃ εἰς δικαστήριον γραφὴν παρανόμων δικάσων, ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρα μέλλει τὴν ψῆφον φέρειν περὶ τῆς ἑαυτοῦ παρρησίας. Διόπερ καὶ ὁ νομοθέτης τοῦτο πρῶτον ἔταξεν ἐν τῷ τῶν δικαστῶν ὅρκῳ, “ψηφιοῦμαι κατὰ τοὺς νόμους,” ἐκεῖνό γε εὖ εἰδώς, ὅτι ἂν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει, σῴζεται καὶ ἡ δημοκρατία.

 

Ορισμένοι μελετητές αναφέρουν αυτό το απόσπασμα ως απόδειξη ότι η Αθηναϊκή Δη-μοκρατία ήταν τελικά ένα κράτος δικαίου. Όμως αυτό το κείμενο δεν περιέχει μια περιγραφή αλλά ένα επιχείρημα – ένα επιχείρημα στο οποίο οι δικαστές έδωσαν ελάχιστη σημασία.

Παρά την εξαιρετική του ομιλία, δεν μπόρεσε να πείσει περισσότερο από το 1/5 των ενόρκων. Όλοι οι υπόλοιποι μαγεύτηκαν από την ομιλία του Δημοσθένη. Ο Δημοσθένης δεν ασχολήθηκε πολύ με νομικά επιχειρήματα. Δεν απάντησε σχεδόν καθόλου στα επιχειρήματα του Αισχίνη. Έδωσε απλώς έναν από τους σπουδαιότερους πολιτικούς λόγους στην ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανακοινώνει από την αρχή ότι τα επιχειρήματά του θα είναι αμιγώς πολιτικά:

 

Kακοήθης δ᾽ ὤν, Αἰσχίνη, τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης, τοὺς περὶ τῶν πεπραγμένων καὶ πεπολιτευμένων λόγους ἀφέντα με πρὸς τὰς λοιδορίας τὰς παρὰ σοῦ τρέψεσθαι. Οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο: οὐχ οὕτω τετύφωμαι: ἀλλ᾽ ὑπὲρ μὲν τῶν πεπολιτευμένων ἃ κατεψεύδου καὶ διέβαλλες ἐξετάσω, τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς ἀνέδην γεγενημένης, ὕστερον, ἂν βουλομένοις ᾖ τουτοισί, μνησθήσομαι.

 

Η ολέθρια ήττα του Αισχίνη αποτελεί και εμβληματική ήττα για την ιδέα του κράτους δικαίου.

  1. Μια Φαντασιακή Ανοιχτή Κοινωνία

Η Αθήνα δεν υπήρξε ποτέ κράτος δικαίου. Τα ατομικά δικαιώματα δεν αναγνωρίζονταν. Ήταν μια μη-φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο Benjamin Constant είχε δίκιο όταν τόνιζε τις διαφορές με τις σύγχρονες δημοκρατίες. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα δεν ήταν οποιαδήποτε δημοκρατία. Οι Αθηναϊκοί δημοκρατικοί θεσμοί ήταν υψηλής θεσμικής ποιότητας και η ατμόσφαιρα της ελευθερίας κυρίαρχη. Δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε σε πολιτικά και νομικά κείμενα, όπως αυτά το Αισχύνη ή του Πλάτωνα, ότι οι Αθηναίοι διανοούμενοι επιθυμούσαν κάτι παραπάνω. Θα αναφερθώ εν συντομία σε τρία κείμενα: μια τραγωδία, μια κωμωδία και έναν πολιτικό λόγο. Μοιράζονται (αντιστοίχως) την ίδια διαισθητική διορατικότητα για το κράτος δικαίου, για τον ατομικισμό, για μια ανεκτική, φιλελεύθερη κοινωνία.

Στις Ευμενίδες η θεά Αθηνά ιδρύει τον Άρειο Πάγο με μια διακήρυξη η οποία είναι εντυπωσιακή, διότι υπόσχεται έναν από τους πυλώνες του κράτους δικαίου: αμερόληπτη δικαιοσύνη που δεσμεύεται μόνο από τους νόμους (Aesch. Eum. 470-490):

Φόνων δικαστὰς ὁρκίους αἱρουμένη

θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ᾽ ἐγὼ θήσω χρόνον.

Ὑμεῖς δὲ μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια

καλεῖσθ᾽, ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα:

Κρίνασα δ᾽ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα

ἥξω, διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ᾽ ἐτητύμως,

ὅρκον πορόντας μηδὲν ἔκδικον φράσειν.

 

O πρωταγωνιστής του Αριστοφάνη στους Αχαρνείς είναι ένας Αθηναίος πολίτης που αποφασίζει να συνάψει ιδιωτική ειρήνη με τη Σπάρτη! Ο Αριστοφάνης έγραψε το θεατρικό κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ τον καταδίωκε πολιτικά και δικαστικά ο Κλέων, ένας φιλοπόλεμος δημαγωγός. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Δικαιόπολις, ο πρωταγωνιστής, αποφασίζει να συμπεριφερθεί ως ένα αυτόνομο άτομο, απογοητευμένος από τη συλλογική λήψη αποφάσεων (στην Εκκλησία του Δήμου), αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με το κοινωνικό στίγμα, την απαξίωση, αλλά και την εχθρότητα των συμπατριωτών του.

Χορός

Τοῦτ᾽ ἐρωτᾷς; ἀναίσχυντος εἶ καὶ βδελυρὸς

ὦ προδότα τῆς πατρίδος, ὅστις ἡμῶν μόνος

σπεισάμενος εἶτα δύνασαι πρὸς ἔμ᾽ ἀποβλέπειν.

Δικαιόπολις

Ἀντὶ δ᾽ ὧν ἐσπεισάμην οὐκ ἴστε. μἀλλα᾽ ἀκούσατε.

Χορός

Σοῦ γ᾽ ἀκούσωμεν; ἀπολεῖ: κατά σε χώσομεν τοῖς λίθοις.

Καταφέρνει να τους πείσει με την υπενθύμιση των ανήθικων ενεργειών της Αθηναϊκής δημοκρατίας (Aristoph. Ach. 496) κι έπειτα, η πρώτη πράξη του (αφού γελοιοποιεί το Λάμαχο, έναν πολεμοχαρή στρατηγό που θεωρούνταν ήρωας πολέμου), είναι να εγκαθιδρύσει μια ιδιωτική αγορά – μια αγορά όπου το εμπόριο είναι ανοιχτό ακόμα και για τους πολίτες των εχθρικών πόλεων!

Δικαιόπολις

Ἐγὼ δὲ κηρύττω γε Πελοποννησίοις

ἅπασι καὶ Μεγαρεῦσι καὶ Βοιωτίοις

πωλεῖν ἀγοράζειν

 

Η ατομικιστική συμπεριφορά του Δικαιόπολη δικαιώνεται και οι συμπολίτες του την αναγνωρίζουν χρησιμοποιώντας μάλιστα τη λέξη «ευδαιμονία» (Aristoph. Ach. 836):

Χορός

Εὐδαιμονεῖ γ᾽ ἅνθρωπος. οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει

τὸ πρᾶγμα τοῦ βουλεύματος; καρπώσεται γὰρ ἁνὴρ

ἐν τἀγορᾷ καθήμενος.

Τέλος, ο ίδιος ο Περικλής, στον «Επιτάφιο» περιγράφει την Αθήνα ως μια ανεκτική φιλελεύθερη δημοκρατία, σε ένα αξιοσημείωτο χωρίο (Thuc. 2.37): Ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ᾽ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι᾽ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ᾽ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι.

Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο που να βεβαιώνει ότι η Αθήνα ήταν μια τέτοια κοινωνία, μια ανοιχτή κοινωνία όπως σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Προφανώς ο Περικλής υπερβάλει, ή μάλλον πιθανότερο είναι ότι ο Θουκυδίδης άφησε τη φαντασία του να οργιάσει όταν περιέγραψε την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Η διορατικότητά του, όπως και η ενόραση των δύο ποιητών, είναι ζωντανή απόδειξη μιας υψηλής ποιότητας πνευματική ζωή, η οποία μπορεί να μην αντικατοπτρίστηκε πάντα σε θεσμούς ή στην καθημερινή ζωή, όμως ενέπνευσε και ακόμα εμπνέει τις ιδέες της ελευθερίας.

 

Αριστείδης Ν. Χατζής

Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών, Τμήμα Ιστορίας & Φιλοσοφίας της Επιστήμης, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Read Full Post »

Κέντρο Ελληνικών Σπουδών – «Διχαστική δημοκρατία: Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός μεταξύ «κανονικότητας» και «εκτροπής», 1843-2016»


 

  

«Events Series 2016-2017»

«Κοινωνίες σε κρίση: οικονομία, πολιτική, πολιτισμός»

 

 Harvard

Harvard

Την Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016 και ώρα 7.00 μ.μ., το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard στο Ναύπλιο διοργανώνει  διάλεξη του Nίκου Αλιβιζάτου, Ομότιμου Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο  Βουλευτικό, Ναυπλίου.

Θέμα της ομιλίας, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων και εκδηλώσεων «Events Series 2016-2017» θα είναι:«Διχαστική δημοκρατία: Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός μεταξύ «κανονικότητας» και «εκτροπής», 1843-2016».

Συνομιλητής: Νίκος Παπασπύρου, Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Σύντομη περίληψη της διάλεξης 

 

Μαζί με τα χρόνια της Κατοχής (1941-44), οι περίοδοι των δικτατορικών εκτροπών στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας δεν ξεπερνούν αθροιστικά τα 17 χρόνια (που είναι συγκριτικά πολύ λίγα για ένα νεο-ιδρυμένο κράτος-έθνος στην Ευρώπη). Αυτό δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα 156 χρόνια αφ’ ότου εκλέχθηκε η Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου, το 1843, ήταν «κανονικά». Πλειοψηφικός – και, κατά τούτο, έντονα αντιπαραθετικός, σύμφωνα με το βρετανικό δικομματικό μοντέλο – ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός ήταν επί πλέον, σχεδόν πάντοτε, διχαστικός. Το στοιχείο αυτό, μπορεί να ενίσχυε τη νομιμοποίησή του στον ελληνικό λαό, προσέδιδε όμως στην οικονομική ζωή της χώρας τη χαρακτηριστική εκείνη αστάθεια, η οποία διαψεύδει κάθε τόσο τις προσδοκίες να γίνει επιτέλους η Ελλάδα μια «φυσιολογική» χώρα.

 

Βιογραφικό σημείωμα του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου

 

Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, κατάγεται όμως από την Κεφαλονιά και τη Χίο. Πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών (1972), πήρε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Paris II το 1977, με επιβλέποντα καθηγητή τον Georges Vedel. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας (Θεμέλιο, 1983), Κράτος και ραδιοτηλεόραση. Η θεσμική διάσταση (Αντ. Σάκκουλας, 1986), Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός (Πόλις, 2001), Πέρ’ απ’ το 16. Τα πριν και τα μετά (Μεταίχμιο, 2007) και Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010 (Πόλις, 2011), Ποια δημοκρατία μετά την κρίση; (Πόλις 2013), Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι. Πολιτικοί, διανοούμενοι και η πρόκληση της εξουσίας (Πόλις, 2015). Από το 1978, ασκεί ενεργό δικηγορία στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου.

 

Βιογραφικό σημείωμα του Νίκου Ι. Παπασπύρου

 

Ο Νίκος Ι. Παπασπύρου είναι λέκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, έλαβε μεταπτυχιακούς τίτλους στην Οξφόρδη και το Χάρβαρντ και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικών επιστημών στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ το 2000, όπου και διατέλεσε graduate fellow στο Κέντρο Ethics and the Professions. Υπηρέτησε ως Ειδικός Γραμματέας της Βουλής των Ελλήνων το διάστημα Οκτώβριος 2009 – Οκτώβριος 2016.

Read Full Post »