Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Δικαστικός’

Πετιμεζάς Αναγνώστη Γεώργιος (1816-1884)


 

Γεώργιος Πετιμεζάς

Ο Γεώργιος Πετιμεζάς γεννήθηκε στα Καλάβρυτα. Ήταν δικαστικός και πολιτικός. Γόνος της μεγάλης οικογένειας των Πετιμεζαίων η οποία διέπρεψε κατά τους αγώνες για την απελευθέρωση. Ο πατέρας του Αναγνώστης και ο μεγαλύτερος αδελφός του Σωτήριος έπεσαν στην μάχη των Βασιλικών Κορινθίας, μαζί με άλλα τρία ξαδέλφια του το 1823.

Όταν η Ελλάδα ελευθερώθηκε, με την προσωπική μέριμνα του Καποδίστρια, αποπεράτωσε τις σπουδές του και κατόπιν εστάλη από την Αντιβασιλεία- μαζί με άλλους νέους- στο Μόναχο, όπου σπούδασε Νομικά. Το 1836 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε στο Δικαστικό Σώμα, όπου κατά την θητεία του διακρίθηκε για την μόρφωσή του, το ήθος, την ευθυκρισία  και την παροιμιώδη τιμιότητά του.

Τον Φεβρουάριο του 1862 υπηρετούσε στο Ναύπλιο ως εφέτης. Οι ασύστολες καταπατήσεις των ελευθεριών του λαού και ο απολυταρχικός τρόπος διακυβέρνησης της χώρας από τον Όθωνα και τους αυλικούς του, οδήγησαν τον Πετιμεζά στην ενεργό δράση κατά του καθεστώτος. Υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της Ναυπλιακής Επανάστασης και ίσως είναι ο εμπνευστής της ιδέας της εξέγερσης. Εξελέγη μέλος της προσωρινής επαναστατικής επιτροπής. Εξαιρέθηκε από το διάγγελμα αμνηστίας που υπέγραψε ο Όθωνας μετά την κατάληψη του Ναυπλίου.

Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα (Οκτώβρης 1862), ο Πετιμεζάς απέκτησε δύναμη και φήμη. Θα μπορούσε να διεκδικήσει την υψηλότερη θέση της Πολιτείας. Όταν στάλθηκε ως μέλος στην Εθνοσυνέλευση, πολλές φορές απέρριψε την θέση του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης ή την θέση υπουργού. Μόνο μία φορά εκλέχτηκε υπουργός εν αγνοία του. Έγινε αρχηγός της Εθνοφυλακής και Εισαγγελέας Εφετών. Πέθανε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου του 1884 σε ηλικία 68 ετών.

 

 Πηγές


  • Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», γ’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ. 
  • Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνώνhttp://pandektis.ekt.gr
  • Ποικίλη Στοά, Εθνικόν Ημερολόγιον 1885, Αθήνα, 1884.
  • Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 5ς, Αθήνα, 1930. 
  • Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», β’ έκδοση, Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, 2010.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Κλονάρης Χριστόδουλος (1788 – 1849) 


 

 Το εν Άργει Ανέκκλητον Κριτήριον και ο εισόδιος λόγος του δημοσίου συνηγόρου του Χριστοδούλου Κλονάρη

  

Χριστόδουλος Κλονάρης

Ο Χριστόδουλος Κλονάρης γεννήθηκε το έτος 1788 στο Λιασκοβέτσι του Ζαγορίου. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στα Αμπελάκια και στη Ραψάνη. Εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι και δίδαξε στην εκεί λειτουργούσα «Αυθεντική Σχολή». Περί το έτος 1819 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή. Κατά την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα σπούδασε νομικά. Όταν εξερράγη η Ελληνική επανάσταση άρχισε να αρθρογραφεί στην παρισινή εφημερίδα «Συνταγματική», υπερασπιζόμενος το δίκαιο του απελευθερωτικού αγώνα. Ήρθε στην Ελλάδα το 1826 και προσέφερε τις γνώσεις και την εμπειρία του από δημόσια αξιώματα ευθύνης και ως πρόεδρος και μέλος επιτροπών για την σύνταξη βασικών νομοθετημάτων. Υπήρξε ο συντάκτης του πρώτου Κ. Ποιν. Δ. υπό τον τίτλο «Εγκληματική Διαδικασία» (1829).

Διετέλεσε δημόσιος συνήγορος ( εισαγγελεύς ) του πρώτου Ανεκκλήτου Κριτηρίου έως τον Ιούλιο του 1830, οπότε παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας του προς τον Κυβερνήτη. Μετά την παραίτησή του δικηγόρησε στο Ναύπλιο. Υπερασπίσθηκε και τους κατηγορούμενους κατά τις ιστορικές δίκες του Κανέλλου Δεληγιάννη το έτος 1831 και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα κατά το έτος 1834. Διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης, Σύμβουλος Επικρατείας, καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Με το από 11 Ιανουαρίου 1835 Β.Δ. διορίσθηκε πρώτος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Από τη θέση αυτή παύθηκε από την κυβέρνηση Κωλέττη με το από 3 Απριλίου 1847 Β.Δ., αλλά αναδιορίσθηκε μετά ένα έτος με το από 20 Απριλίου 1848 Β.Δ., παρέμεινε δε στην προεδρία του Αρείου Πάγου μέχρι του θανάτου του κατά το έτος 1849.

Οι κρίσεις των ανθρώπων της εποχής του, για τη θητεία του στην προεδρία του Αρείου Πάγου, διαφέρουν ριζικά.

Η εφημερίδα «Θρίαμβος» του Συντάγματος (φ. της 12ης Απριλίου 1847 ), εξ αφορμής της παύσης του από τη θέση του Προέδρου του Αρείου Πάγου, υποστηρίζει ότι «την παύσιν του επροκάλεσεν προ πολλού χρόνου ανυπέρβλητος κοινωνική ανάγκη, διότι εις έσχατον βαθμόν εκπεφαυλισμένος από τον φατριασμόν, ως επικεφαλής του Αρείου Πάγου, ύψωσε εξ αρχής σημαίαν ανταρσίας εναντίον της κυβερνήσεως, εκείθεν δε, ως εκ φοβερού προμαχώνος, κατεπολέμει την κυβέρνησιν και το έθνος».

Και συνεχίζει «εσήποντο επ’ άπειρον χρόνον αι υποθέσεις εις τον άρειον Πάγον και δεν διεκπεραίωνε καμμίαν ειμή» … «δια να καταστρέψη πολίτην τινά, ανήκοντα εις το επικρατούν σύστημα και να θυσιάση εις κανένα συμφατριαστήν του την περιουσίαν η την τιμήν του θύματός του, οδηγούμενος από μόνον το πάθος του φατριασμού του…».

Αντιθέτως, η μεν εφημερίδα «Αθήνα» (φ. 1482 της 18/3/1848), εξ αφορμής του αναδιορισμού του στη θέση του Προέδρου του Αρείου Πάγου, τον χαρακτηρίζει άνθρωπο απολαύοντα την υπόληψη του κοινού για τον ανεπίληπτο χαρακτήρα και την τιμιότητά του, η δε εφημερίδα «Ελπίς» (φ. της 26ης Μαρτίου 1849), επ’ ευκαιρία του θανάτου του, έγραψε ότι «η ελευθεροτυπία εύρισκεν εν τω Αρείω Πάγω, του οποίου προήδρευσεν ο μακαρίτης, την δικαστικήν εκείνην ανεξαρτησίαν, ήτις δίδει θάρρος εις τον δικαζόμενον και θέτει φραγμόν εις το αυθαίρετον της εξουσίας».

Επίσης, με αφορμή τον θάνατό του, η εφημερίδα «Αιών» (φ. 949/19 Μαρτίου 1849 ) έγραψε ότι κατά την κηδεία του «η πόλις των Αθηνών έδειξε πολλήν και δικαίαν συναίσθησιν δια την στέρησιν ενός διακεκριμένου, δια την ακεραιότητα του χαρακτήρος του, δικαστικού», ενώ ο Π. Αργυρόπουλος, στη «Θέμιδα» του Σγούτα ( έτος 1849 σ. 470 ), έγραψε ότι ο «Κλονάρης είτε δικάζων, είτε υπερασπίζων υποδίκους, είτε καταδιώκων ενόχους, είτε διοικών τα δικαστικά πράγματα … έφερεν αείποτε πνεύμα ευθύτητος και επιεικείας, πνεύμα ολοτελούς αμεροληψίας … θα ήτο δε ύβρις να είπωμεν ότι ήτο απλώς αδωροδόκητος. Ήτο υπέρτερος και των εμμέσων δωροδοκιών, δηλαδή των επιρροών της εξουσίας».

Ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης, δικαστής που διακρίθηκε προπάντων για το σθένος του, κατά τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε, είπε ότι ο Κλονάρης ανήκεν στους ολίγους «… δια των οποίων την παιδείαν και την αρετήν η πατρίς μας δικαίως σεμνύνεται … κατά την πολιτικήν του διαγωγήν ήτο μετριοπαθής … το μέγα του ανδρός προτέρημα ήτο το φιλοδίκαιόν του,το οποίο ουδέποτε εις ουδεμίαν πλαγίαν σκέψιν, εις ουδεμίαν επιρροήν υπεχώρει». Έχω την εκτίμηση ότι είναι άδικες οι κρίσεις που εκφέρει η εφημερίδα «Θρίαμβος» του Συντάγματος.

 

Κράτος δικαίου

 

Το ελληνικό έθνος, παράλληλα προς τον αγώνα του για την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό, προσπάθησε να οργανωθεί πολιτειακώς σε κράτος δικαίου. Όλα τα προσωρινά πολιτεύματα της επαναστατικής περιόδου προβλέπουν την διάκριση εξουσιών και σύσταση και λειτουργία κριτηρίων προς απονομή της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης.

Όμως, η μακρά νύχτα της δουλείας, οι ανάγκες του απελευθερωτικού πολέμου και οι διχόνοιες μεταξύ των επαναστατημένων, δεν επέτρεψαν την δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την σύσταση και λειτουργία δικαστηρίων.

Όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας δεν υπήρχε καμμία υποδομή για την οργάνωση και λειτουργία δικαστηρίων, προπάντων δεν υπήρχαν νομικοί και γενικώς πρόσωπα ικανά να στελεχώσουν δικαστήρια. Ο Νικόλαος Σπηλιάδης, στην από 10η Απριλίου 1827 αναφορά του προς την Γ’ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας γράφει ότι «τα κριτήρια της Ελλάδος έμειναν εις το χαρτί». Αλλά και η κατάσταση δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού, ήταν χαώδης.

Ο Κυβερνήτης από τους πρώτους μήνες της ανάληψης της διακυβέρνησης της νεοσύστατης πολιτείας, βοηθούμενος από τον αδελφό του Βιάρρο Καποδίστρια και τον Ιωάννη Γενατά, διαπρεπείς νομομαθείς της εποχής εκείνης, επιδόθηκε στον προσωρινό καθορισμό του ισχύοντος δικαίου και στην στοιχειώδη δικαστική οργάνωση του κράτους. Ειδικότερα, με το ψήφισμα ΙΘ’ της 15ης Δεκεμβρίου 1828 «περί διοργανισμού των δικαστηρίων» ορίσθηκε ότι τα δικαστήρια ακολουθούν εις μεν τα πολιτικά τους νόμους των βυζαντινών αυτοκρατόρων που περιέχονται στην Εξάβιβλο του Αρμενοπούλου, «εις δε τα διορθωτικά και εγκληματικά κρίνουν κατά το Απάνθισμα των εγκληματικών και κατ’ επιείκειαν».

 

Απάνθισμα των εγκληματικών

 

Το Απάνθισμα των εγκληματικών ήταν ένας πρόχειρος ποινικός κώδικας, ο οποίος είχε δημοσιευθεί στις 17 Απριλίου 1823, είχε δε καταρτισθεί από εννεαμελή επιτροπή αποτελούμενη από δυο επισκόπους, έναν ιεροδιάκονο, δυο μοναχούς και τέσσερις λαϊκούς. Το νομοθέτημα αυτό εστερείτο γενικού μέρους, περιείχε δε μόνον 89 άρθρα που προέβλεπαν και τιμωρούσαν συγκεκριμένα εγκλήματα.

Πρέπει να τονισθεί η με το ψήφισμα αναγωγή, της επιείκειας σε αυτοτελή πηγή του ποινικού δικαίου, ρύθμιση η οποία υπέθαλπε την αυθαιρεσία των δικαστών αλλά και επέτρεπε σ’ αυτούς να εκδίδουν αποφάσεις σύμφωνες προς τις συντρέχουσες ειδικές περιστάσεις και το περί δικαίου συναίσθημα του λαού.

Η προσφυγή στην επιείκεια ήταν εύκολη λύση και ήταν συχνή και για εγκλήματα ακόμη για τα οποία υπήρχε ρητή πρόβλεψη στο Απάνθισμα των Εγκληματικών. Ενδεικτικώς αναφέρομαι στην υπ’ αριθ. Β/7 Σεπτεμβρίου 1829 απόφαση του πρωτόκλητου (εγκληματικού) δικαστηρίου της Κάτω Μεσσηνίας, το οποίο έκρινε «κατ’ επιείκειαν» τον κατηγορούμενο για την πρόκληση εμπρησμού εξ αμελείας, καίτοι το έγκλημα αυτό ρητώς προεβλέπετο και ετιμωρείτο από την παράγραφο ΟΘ’ του Απανθίσματος των Εγκληματικών, η οποία όριζε ότι «όποιος εξ απροσεξίας καύση οικίαν ή πλοίον ή καρπούς θερισμένους ή αθέριστους, να φυλακώνεται από τέσσαρας ημέρας έως τρεις μήνας και να πληρώνη την ζημία».

Παρά ταύτα το δικαστήριο, δικάζον κατ’ επιείκειαν και εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, πρώτον, ότι ο κατηγορούμενος «έχων μερικά χαλκώματα κρυμμένα προ καιρού και μη διακρίνων τον κρύπτοντα αυτά τόπον, έβαλεν φωτιάν, ήτις, μετ’ ολίγην ώραν, υψωθείσα παρά του αέρος, διεσπάρη πολλαχούκαι κατέκαυσε μέγα μέρος καρπίμων δένδρων» και δεύτερον, ότι η περιουσία του κατηγορουμένου ήταν «ουδέ το πολλοστόν μετρούμενον προς την οποίαν επροξένησεν ζημίαν», επιβάλλει σ’ αυτόν την ποινή «φέρων δεσμά εις τους πόδας, να ασχολείται εις τον καθαρισμόν της πόλεως Καλαμάτας, ημέρας τριάκοντα μίαν υπό αστυνομικήν επιτήρησιν».

Επίσης, το Πρωτόκλητο (εγκληματικό) δικαστήριο των Βορείων Σποράδων, με την υπ’ αριθ. 27 της 27ης Απριλίου 1829 απόφασή του, σε κηρυχθέντες ενόχους πειρατείας, επέβαλε δυο κύριες ποινές, πρώτον φυλάκιση τριών ετών, δεύτερον, «να καθαρίζουν τους δρόμους της πόλεως (Τήνου) δις της εβδομάδος». Ο καθαρισμός όμως της πόλεως δεν προβλεπόταν ως ποινή, κύρια η παρεπόμενη, από το Απάνθισμα των Εγκληματικών. Στις αποφάσεις αυτές ανευρίσκει κανείς την ιδέα του θεσμού της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, ρύθμιση η οποία εισήχθη στην ποινική νομοθεσία μας, με τον Ν.2408 / 1966, μετά από 165 χρόνια.

Με το ψήφισμα ΙΘ’ της 15ης Δεκεμβρίου 1828 προβλέπεται ακόμη συγκρότηση τακτικών δικαστηρίων για τη διαχείριση της πολιτικής, εμπορικής, διορθωτικής και εγκληματικής Δικαιοσύνης· ειδικότερα προβλέπεται η συγκρότηση ειρηνοδικείων, πρωτοκλήτων δικαστηρίων, εμποροδικείου στη Σύρο και ενός η περισσοτέρων «Ανεκκλήτων Κριτηρίων».

Το «Ανέκκλητον Κριτήριον» αποτελείται από έναν πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο, επτά κριτές, έναν δημόσιο συνήγορο, ένα γραμματέα και τρεις παρέδρους – τοπικούς δημογέροντες, κρίνει δε «όσας υποθέσεις το πρωτόκλητον και το εμπορικόν δικαστήριον αποφασίσουν εκκλητώς», δηλαδή λειτουργούσε ως εφετείο. Με το υπ’αριθ. 10152 / 16 Μαρτίου 1829 ψήφισμα του Κυβερνήτη συστήθηκε το πρώτο Ανέκκλητο Κριτήριο του οποίου «δημόσιος συνήγορος» διορίσθηκε ο Χριστόδουλος Κλονάρης.

Ο όρος «δημόσιος συνήγορος» απαντάται στους λόγους των αττικών ρητόρων και δήλωνε τον κατήγορο που διώριζε η βουλή των Πεντακοσίων ή η Εκκλησία του Δήμου με την εντολή να επισπεύσει και υποστηρίξει ενώπιον της Ηλιαίας την κατηγορία για αδικήματα στρεφόμενα εναντίον των συμφερόντων του δήμου και διωκόμενα κατά τον τύπο και την διαδικασία της εισαγγελίας.

 

Το Ανέκκλητο Κριτήριο στο Άργος

 

Το Ανέκκλητο Κριτήριο άρχισε την 27ην Νοεμβρίου 1829 επίσημα τις εργασίες του και συνήλθε σε δημόσια πανηγυρική συνεδρίαση,  στο Άργος. Κατά τη συνεδρίασή του αυτή ο δημόσιος συνήγορος Χριστόδουλος Κλονάρης εξεφώνησε «λόγον εισόδιον», το ιδιόγραφο πρωτότυπo του οποίου υπέβαλε στο Υπουργείο Δικαίου και ήδη απόκειται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (φ. Υπ. Δικαίου 15-30 Νοεμβρίου 1829). Ο εισόδιος αυτός λόγος είναι η πρώτη εισαγγελική αγόρευση στον χώρο του νεοελληνικού κράτους.

Ο Χριστόδουλος Κλονάρης με την αγόρευσή του αυτή έθεσε σημαντικά ζητήματα, στα οποία έδωσε ορθές λύσεις. Εκκινώντας από την παραδοχή ότι «η δικαιοσύνη είναι κυρία βάσις της κοινωνίας και χωρίς νόμους δικαίους και την αναγκαίαν αυτών ισχύν είναι αδύνατον να συντηρηθή πολιτεία», επισημαίνει την βαρειά ευθύνη που αναδέχθηκαν οι δικαστές και τις δυσκολίες που θα συναντήσουν στο δρόμο των έργων τους.

Διαπιστώνει την έλλειψη κύρους και αξιοπιστίας των άλλων κατεστημένων αρχών και συνιστά στους δικαστές να προσέχουν μήπως «και τα δικαστήρια ολισθήσουν εις εκείνην την αφημίαν», διότι τότε το πολιτικόν σώμα πρέπει να λογίζεται εις «βαρείαν ασθένειαν». Ειδικώς, επισημαίνει την έλλειψη ποινικών νόμων, λέγων ότι «αν εξαιρέσωμεν ολίγους κανόνας, περιεχομένους εις το Εγκληματικόν Απάνθισμα, εις τα λοιπά έχετε να βαδίσετε χωρίς νόμους, ή μάλλον έχετε να ακολουθήσετε την γνώμην σας ως Νόμον … και οι δικασταί θα γίνετε και νομοθέται», οπότε «ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας δια τους δικαζόμενους είναι μέγας και η ευθύνη γίνεται βαρεία δια τους δικαστάς».

Περαιτέρω εξαίρει την σημασία της ύπαρξης γραπτών νόμων ως αγγέλων – φυλάκων των δικαζομένων και εξηγεί γιατί δεν υπάρχουν ακόμη νόμοι, λέγων ότι «αι καλαί νομοθεσίαι δεν αυτοσχεδιάζονται εις ολίγων μηνών διάστημα … της ευνομίας τα μνημεία είναι έργα χρόνων μακρών, ίσως δε η αυθαιρεσία δεν είναι περισσότερον επικίνδυνος από τους αυτοσχέδιους νόμους, όσους δεν ωρίμασεν η ακάματος μελέτη».

Επανέρχεται στο υπαρκτό πρόβλημα της έλλειψης γραπτών ποινικών νόμων και διερωτάται: Ποία δύναται να είναι η θεραπεία του προκειμένου ελλείματος; Απαντά ότι «όπου ο νόμος σιωπά, η νομολογία αντικατασταίνει την επιείκειαν, της οποίας τους κανόνας η καλή συνείδησις αποκαλύπτει εις τους δικαίους άνδρας».

Αμέσως όμως, συλλογιζόμενος πόσον διαφέρουν αι γνώμαι του ενός από του άλλου και πόσον αβέβαιαι και ακροσφαλείς είναι αι ανθρώπιναι κρίσεις, αποδοκιμάζει την υπέρβαση ή τον παραμερισμό του υπάρχοντος γραπτού νόμου και την μη αναγκαία προσφυγή στην επιείκεια και προσθέτει ότι «οσάκις η σιωπή του νόμου μας εγκαταλείπει εις μόνας τας εμπνεύσεις της συνειδήσεως και του ορθού λόγου, δηλαδή είναι αναγκασμένοι οι δικαστές να προσφύγουν στην κατ’ επιείκειαν κρίση, η φρόνησις παραγγέλει να μην εμπιστευόμεθα εαυτούς μόνους, αλλά να προστρέχωμεν και σε βοηθήματα και να συμβουλευώμεθα τα φώτα των επισήμων νομοδιδασκάλων και τον γραπτόν λόγον των καλυτέρων νομοθεσιών, όσαι μάλιστα συμφωνούν περισσότερον με το πνεύμα των ολίγων αλλ’ ιδίων μας νόμων».

Σοφές επισημάνσεις και οδηγίες που συναντά κανείς στον σύγχρονο νομικό πολιτισμό μας, οι απαρχές του οποίου βρίσκονται στην αρχαιοελληνική σκέψη. Τις επισημάνσεις του Κλονάρη, τις σχετικές με την ανάγκη και σημασία της ύπαρξης γραπτών νόμων, ανευρίσκουμε στον Ευρυπίδη, ο οποίος στις Ικέτιδες (στίχος 430) λέγει ότι «… γεγραμμένων δε των νόμων ο τα ασθενής ο πλούσιος τε την δίκην ίσην έχει …νικά δ’ ομείων τον μέγαν δίκαι· έχων», στον Αριστοτέλη, ο οποίος στη Ρητορική (1354 a30) και στα Πολιτικά (1382b) λέγει «…μάλιστα μεν ουν προσήκει τους ορθώς κειμένους νόμους, όσα ενδέχεται, πάντα διορίζειν αυτούς και ότι ελάχιστα καταλείπειν επί τοις κρίνουσιν …αν τε εις αν τε πλείους ώσι, περί τούτων είναι κυρίους περί όσων εξαδυνατούσιν οι νόμοι λέγειν ακριβώς», αλλά και στον Πλάτωνα, ο οποίος στους Νόμους (876a) αξιώνει να περιγράφονται στο νόμο τα εγκλήματα και οι ποινές ώστε «δούναι τα παραδείγματα τοίσοι δικασταίς του μήποτε βαίνειν έξω της δίκης».

Οι συμβουλές του Κλονάρη προς τους δικαστές να γίνουν και νομοθέτες και να διαμορφώνουν την κρίση τους «κατ’ επιείκειαν», όταν ο νόμος σιωπά, μας θυμίζουν την διδασκαλία του Αριστοτέλους στα Ηθικά Νικομάχεια (1137a και 1137b) για το επιεικές δίκαιο ως επανόρθωμα – συμπλήρωμα του θετού δικαίου και την σύστασή του προς τον δικαστή «επανορθούν το ελλειφθέν, ο καν ο νομοθέτης αυτός (αν) είπεν εκεί παρών, και ει ηδεί, ενομοθέτησεν (αν)».

Ο Χριστόδουλος Κλονάρης, αναφερόμενος και στην αποστολή και τον ρόλο της δημόσιας συνηγορίας, υπόσχεται ότι θα παρέχει χείρα βοηθείας εις τα αδύναμα της κοινωνίας μέλη, θα υπερασπίζεται την συντήρηση της κοινής ευταξίας και θα επιμελείται της καταδιώξεως των εγκλημάτων.

Διαβάζοντας κανείς τα όσα λέγει για την αποστολή της «δημοσίας συνηγορίας» νομίζει ότι διαβάζει τον ισχύοντα κώδικα δικαστικών λειτουργών κατά τον οποίον ο σύγχρονος εισαγγελεύς δεν είναι μόνον ο κατήγορος, αλλά και ο εγγυητής της νομιμότητας και της προστασίας του ανθρώπου, από τη βία και την αυθαιρεσία των εκ του πράγματος ισχυρών συνανθρώπων του και του πανίσχυρου κράτους.

Ο Χριστόδουλος Κλονάρης κλείνει την σοφή αγόρευσή του με επιγραμματική διατύπωση μίας βασικής αρχής της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής, λέγων: «κρίσεις ταχείαι και δίκαιαι, ποιναί μέτριαι και ανάλογοι με την βλάβην του κακού, ταύτα είναι ο ισχυρότερος χαλινός των εγκλημάτων». Την βασική αυτή αρχή είχε διατυπώσει ο Πλάτων στον διάλογο Κριτίας (106), λέγων «δίκη δε ορθή τον πλημμελούντα εμμελή ποιεί».

 

 Παναγιώτης Γ. Δημόπουλος

Εισαγγελεύς Αρείου Πάγου ε.τ.

 Πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.

Read Full Post »

Φλογαΐτης Νικόλαος (1799 – 1867)

 

  

Φλογαΐτης Νικόλαος

Γεννήθηκε το 1799 στην Οδησσό. Ο πατέρας του Θεόδωρος, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Μαραντοχώρι της Λευκάδας, είχε εγκατασταθεί εκεί για να γλυτώσει από τους διωγμούς ενώ η μητέρα του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, ασχολήθηκε κι αυτός – όπως και ο πατέρας του – με το εμπόριο. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, εγκατέλειψε την επωφελή εργασία του και κατευθύνθηκε – για να καταταγεί – προς το στρατόπεδο του Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Αλλά μετά από παραγγελία του αδελφού του Δημητρίου και προκειμένου να μεταφέρει κάποιες σημαντικές διαταγές, επιβιβάστηκε σε πλοίο και μετά από αρκετές περιπέτειες έφτασε στην Πελοπόννησο τον Ιούνιο του 1821.

Κατετάγη – ως αξιωματικός – στις δυνάμεις του Δημητρίου Υψηλάντη, ο οποίος πολιορκούσε την Τρίπολη, πολέμησε στο πλευρό του, όπως και στην Κόρινθο. Όταν οι Αλβανοί της Ακροκορίνθου αποφάσισαν να παραδοθούν, ο Νικόλαος Φλογαΐτης, έμεινε εκεί φρούραρχος μέχρι την Συνέλευση της Επιδαύρου, κατά την οποία, θεωρηθείς ως ένας από τους πιο μορφωμένους της εποχής εκείνης, διορίστηκε σε πολιτική υπηρεσία.

Αρχικά, διορίστηκε πρώτος γραμματέας της γενικής αστυνομίας ενώ παράλληλα εκτελούσε και καθήκοντα Ειρηνοδίκη, Πρωτοδίκη και Εφέτη. Στη συνέχεια η Κυβέρνηση του ανέθεσε το καθήκον να ιδρύσει και να οργανώσει την αστυνομία του Ναυπλίου. Επειδή όμως ο Κολοκοτρώνης είχε στην εξουσία του το Ναύπλιο, την ίδρυσε αυτός, ο δε Φλογαΐτης τοποθετήθηκε αρμοστής. (Ιανουάριος 1823).   

Την περίοδο που υπηρετούσε στην θέση αυτή, παρουσιάστηκε πανώλη στην πόλη. Ο Φλογαΐτης ως αρμοστής έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την καταστολή της επιδημίας. Ο Κολοκοτρώνης, εκτιμώντας το έργο του, τον συνεχάρη εγγράφως, αποκαλώντας τον μάλιστα σωτήρα της πόλης.

Μετά από λίγο καιρό, διορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης έπαρχος της Σάμου και ο  Φλογαΐτης Γενικός αστυνόμος. Οι Σάμιοι όμως δεν τους δέχτηκαν κι έτσι επανήλθε στην Σαλαμίνα, όπου  ήταν η έδρα της Κυβέρνησης εκείνη την περίοδο και διορίστηκε αρχικά γραμματέας « της επί των δασμών επιτροπής» και μετά γραμματέας έπαρχου κι αργότερα έπαρχος, το δε 1823 τοποθετήθηκε νομικός σύμβουλος και διευθυντής της δικαστικής υπηρεσίας στον Πόρο.

Το 1824 τιμήθηκε με τον βαθμό του Ταξιάρχη δηλαδή του Ταγματάρχη, ενώ περί τα τέλη του ίδιου χρόνου προβιβάστηκε στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Καθοριστική υπήρξε η αρωγή του στην δημιουργία της Φιλανθρωπικής εταιρείας του Ναυπλίου, με σκοπό την περίθαλψη των απόρων και την εκπαίδευση των ορφανών.

Το 1826 συντέλεσε σημαντικά στον καταρτισμό του Επτανησιακού σώματος, το οποίο υπό τις διαταγές του Διονυσίου Ευμορφόπουλου, έδωσε δείγματα πατριωτισμού και ανδρείας κατά την πολιορκία της Ακρόπολης.

Το 1829 « ο Ιωάννης Καποδίστριας ευεργέτησε την Βοστίτσα (το σημερινό Αίγιο) όπου ίδρυσε το Πρωτοδικείο της Αχαΐας, με πρόεδρο τον περίφημο Νικόλαο Φλογαΐτη, η οικογένεια όμως του Λόντου δεν διέκειτο φιλικά προς τον πρώτο Κυβερνήτη μας»*

« Στην πόλη μας θα πρέπει ο Νικόλαος Φλογαΐτης να υπηρετούσε στις 8 Ιουλίου 1829, ότε συνέταξε τον εσωτερικό κανονισμό του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου. Ούτος έγινε γαμπρός της Βοστίτσας, αφού παντρεύτηκε την Ελένη, θυγατέρα του προκρίτου Αγγελή Μελετόπουλου, αδελφή του στρατηγού Δημήτρη Μελετόπουλου και κουνιάδα του υπουργού Αναστάση Λόντου»**

Επί Κυβερνήτη Καποδίστρια υπηρέτησε ως Πρόεδρος των πρωτοδικών και Αρεοπαγίτης μέχρι το 1844 και ως Πρόεδρος των Εφετών μέχρι το 1862, στο Ναύπλιο. Ο γιος του Θεόδωρος Φλογαΐτης, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, πριν ακόμη ενηλικιωθεί, αγωνίστηκε με το όπλο στο ένα χέρι και με την πέννα από τις στήλες της εφημερίδας « Συνταγματικός Έλλην» όπου διερμήνευε τις αρχές της επανάστασης του 1862.  

Ο  Νικόλαος Φλογαΐτης, εκτός από Δημόσιος λειτουργός και τίμιος και συνετός δικαστής, υπήρξε και συγγραφέας.

Το 1828, εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων « Διαβόητος πλάνη». Αναφέρεται σε ανθρώπους που εκμεταλλευόμενοι την ευπιστία των λαών και αφού σφετερίστηκαν ονόματα πεθαμένων ηγετών, ανέβηκαν σε θρόνους. Η συλλογή ξεκινά από τα χρόνια του Καμβύσου ( 520 π.Χ.) και φτάνει μέχρι το 1818.

Το 1830, δημοσίευσε στην Αίγινα την « Συνοπτική γραμματική είτε στοιχειώδεις αρχαί της Μουσικής μετά προσαρμογής εις την κιθάραν». Είναι το πρώτο βιβλίο εισαγωγής στην επιστήμη της ευρωπαϊκής μουσικής, το οποίο συντάχτηκε με την πεποίθηση «ότι χρεωστούμεν, όπως επράξαμεν και πράττωμεν περί των άλλων επιστημών και τεχνών, των οποίων τας πλειοτέρας ευρίσκομεν εις τον πολιτισμένον κόσμον, πολύ πλειοτέρας παρ’ ότι ήσαν επί των προγόνων μας, ούτω να πράξωμεν και περί της Μουσικής να την ανακαλέσωμεν δηλαδή εις την Ελλάδα με την επιστημονικήν μέθοδον και όλας τας λοιπάς αξιολόγους αρετάς της από τον σοφόν κόσμον». 

Το 1847, εκδόθηκε σύντομη πραγματεία με τον τίτλο « Λογικά επιχειρήματα ». Τέλος, ασχολήθηκε με την μετάφραση από τα Ιταλικά του ονομαστού συγγράμματος του Taglioni, στο οποίο γίνεται σύγκριση μεταξύ του γαλλικού κώδικα και του ρωμαϊκού δικαίου.

Σε προχωρημένη ηλικία προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια και αποσύρθηκε στην Χαλκίδα. Απεβίωσε το 1867, σε ηλικία 68 ετών.

 

Υποσημειώσεις

 

 

* Μαγκλάρας, Α.Δ., « Ο Πρόεδρος του Πρωτοκλήτου κατά την Αχαΐαν Δικαστηρίου Νικόλαος Φλογαΐτης και το έργο του» στον τόμο τιμητικό Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Πάτρα, 1993.

** Μητέρα του Δημήτρη Μελετόπουλου ήταν η Αναστασία, από το γένος του Σπύρου Χαραλάμπη. Είχε αδελφούς το Χριστόδουλο, τον Ιωάννη, το Γιώργο και αδελφές την Αικατερίνη, σύζυγο Αναστασίου Λόντου ( αδελφού του Ανδρέα Λόντου) και την Ελένη, σύζυγο του εξέχοντα νομικού Νικολάου Φλογαΐτη. (Ανδρέας Μαγκλάρας)

 

Πηγές

 
  • Περιοδικό, « Πανδώρα», Τόμ. 18, Αρ. 421, σελ. 260-261, Αθήνα, 1867. 
  • Μαρίνος Βρέτος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Εν Αθήναις, 1866.
  • Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, « Η  Τυπογραφία στο Νέο Ελληνικό Κράτος (1828-1884)», Πεντακόσια Χρόνια Έντυπης Παράδοσης του Νέου Ελληνισμού (1499 – 1999), Κεφ. Ή, σελ. 199-227, Έκδοση,  Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων, Ιανουάριος 2000.
  • Μαγκλάρας, Α. Δ., « Ο Πρόεδρος του Πρωτοκλήτου κατά την Αχαΐαν Δικαστηρίου Νικόλαος Φλογαΐτης και το έργο του », στον τόμο τιμητικό Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Πάτρα, 1993.

Read Full Post »

Ο Διαφωτιστής  του  Έθνους  Γεώργιος Μάρκος Τερτσέτης (1800 – 1874) στο  Ναύπλιο


 

Αποθανατισμένη στο λευκό μάρμαρο, η μορφή του Γεωργίου Μάρκου Τερτσέτη, από τους τελευταίους μεγάλους διαφωτιστές του Έθνους των Ελλήνων, κοσμεί, συντροφιά με την προτομή του Αναστασίου Πολυζωίδη (1803-1872), την είσοδο του Δικαστικού Μεγάρου Ναυπλίου. Τους λόγους της τιμητικής αυτής διάκρισης σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της αργολικής πρωτεύουσας θα αναφέρουμε ευθύς αμέσως.

Προχωρώντας στην οδό Φωτομάρα που οδηγεί από την Πύλη της Ξηράς στο κέντρο της παλαιάς πόλης και λίγο πριν αντικρύσουμε τον επιβλητικό τρούλο της καθολικής εκκλησίας, στην οποία ο υπογράφων έχει την τιμή να υπηρετεί ως επίτροπος από το 1988, η κάθετος επί της Φωτομάρα οδός φέρει την υπογραφή «Τερτσέτου», αντί του ορθού «Τερτσέτη», που έτσι κι αλλιώς αγνοούν οι περισσότεροι των δημοτών.

Παλαιότερα είχαμε κάνει πρόταση αναγραφής επί των πινακίδων των οδών της κύριας ιδιότητας των ανδρών και γυναικών των οποίων φέρουν το όνομα. Κάτι το οποίο γίνεται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, όχι όμως και στη δική μας. Τουλάχιστον, όμως, όσον αφορά στον Τερτσέτη, οι αναγνώστες των «Ναυπλιακών Αναλέκτων» θα έχουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν από την σύντομη παρουσίασή του, με ιδιαίτερη βέβαια έμφαση στην τριετία 1832-1834 την οποία πέρασε στο Ναύπλιο, διδάσκοντας στο «Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο» και υπερασπιζόμενος τον Κολοκοτρώνη και άλλους αγωνιστές του Εικοσιένα που, ο εισαγγελέας του Βασιλείου Εδουάρδος Masson, επιθυμούσε να δει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Καταδίκη που δεν εκτελέστηκε εν πολλοίς χάρη στον Πολυζωίδη και Τερτσέτη.

  

Γεώργιος Μάρκος Τερτσέτης


 

 

Ο Γεώργιος Τερτσέτης, όπως απεικονίζεται σε προσωπογραφία, που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.

Διαπρεπής πεζογράφος και ποιητής, δάσκαλος και δικαστής αρχειοφύλακας και ιδρυτής της βιβλιοθήκης της Βουλής, ο ζακυνθινός Γεώργιος Μάρκος Τερτσέτης συγκαταλέγεται στη χορεία των τελευταίων μεγάλων διαφωτιστών του Έθνους κατά την πεντηκονταετία  που ακολούθησε την απελευθέρωσή του από τον οθωμανικό ζυγό. Τον τίτλο αυτό οφείλει στα πολυάριθμα  πεζά και έμμετρα πατριωτικά του συγγράμματα, στις παραδόσεις του μαθήματος της ιστορίας στο «Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο» Ναυπλίου (1832-1833), το οποίο στεγαζόταν στο κτίριο του σημερινού Παραρτήματος του Πολεμικού Μουσείου, και στους πανηγυρικούς λόγους που εκφωνούσε στη Βουλή των Ελλήνων κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου από το 1846 έως το έτος εκδημίας του το 1874.

Ιδιαίτερη τιμή περιποιεί ο άνδρας αυτός στους καθολικούς το θρήσκευμα Έλληνες. Βαπτίσθηκε κα γαλουχήθηκε στα ιδανικά του Ευαγγελίου και νυμφεύθηκε την επίσης καθολική Αδελαΐδα  Germain, δασκάλα γαλλικών των παιδιών της οικογένειας Σούτσου, με την οποία απέκτησε τον Σπυρίδωνα, ο οποίος σταδιοδρόμησε διπλωματικά στη Γαλλία.

Παράλληλα με το καθολικό του δόγμα, ο Γ. Τερτσέτης υπήρξε «οικουμενιστής» πριν την ώρα. Άνθρωπος που γνώριζε να παραβλέπει τα δευτερεύοντα στη θρησκεία και να δίνει σημασία στα ουσιαστικά του χριστιανισμού διδάγματα, όπως την πίστη στον τριαδικό Θεό, το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρος Ιησού Χριστού και στα πρωτεία της αγάπης για την οποία γράφει: «Η αγάπη ριζώνει εις τα στήθη εκείνων οι οποίοι προσκυνούν την αυτήν θεότητα, οι οποίοι κυβερνώνται από έναν νόμον ιερόν, δεν χωρίζονται σε έθνη, Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσσοι, Γερμανοί, Αμερικανοί, Έλληνες, αλλά μορφώνουν ένα γένος των Χριστιανών»[1].

Ο Γεώργιος Μάρκος Τερτσέτης, του Ναθαναήλ και της Αικατερίνης Στρούζα, γεννήθηκε στην πόλη της Ζακύνθου στις 4 Νοεμβρίου 1800. Βαπτίσθηκε στις 25 του ιδίου μήνα στην καθολική εκκλησία του Αγίου Μάρκου από τον ιερέα Νικόλαο Renaud και με ανάδοχο τον Νικόλαο Κοργιανίτη[2].

Γιατρός το επάγγελμα με σπουδές στη Δύση, ο Ναθαναήλ Τερτσέτης άνηκε σε οικογένεια η οποία καταγόταν από την πόλη La Ciotat, κοντά στη Μασσαλία της γαλλικής Προβηγκίας. Ο πρόγονος του Ιάκωβος Tertset, έμπορας, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο με το γιο του Ιωάννη το 1615. Τρεις από τους απογόνους του ο Αντώνιος (†1778), ο Νικόλαος (†1790) και ο Αναστάσιος  (†1885) , υπηρετήσαν ως ιερείς, την καθολική κοινότητα Ζακύνθου.

Τα ελληνικά και ιταλικά γράμματα διδάχθηκε μαζί με τον νεότερο αδελφό του Νικόλαο , στο ιδιωτικό Σχολείο του Σπύρου Μερκάτη. Τις σπουδές του συνέχισε στη Δημόσια Σχολή Ζακύνθου. Από τον ιταλό καθολικό ιερέα Λαυρέντιο Di San Remo, έμαθε τα λατινικά.

Ακόμη πιο σημαντικός ήταν για τον Τερτσέτη ο επίσης καθολικός ιερωμένος Ιωάννης Βαπτιστής Moratelli, για τον οποίο γράφει ο συμμαθητής του Ερμάνος Λουντζής:

«Ένθερμος φιλέλλην, ο Moratelli, οσάκις ευρισκόμεθα εις τον τόπον όθεν εβλέπαμεν την απέναντι Πελοπόννησον, τότε υπό των Οθωμανών καταπιεζομένην, έμπλεος ενθουσιασμού αυτοσχεδίαζε στίχους πότε μεν ελεεινολογών την πτώσιν πότε δε προσδοκών την έγερσιν της Ελλάδος. Τοιουτοτρόπως διήγειρεν εν ταις νεαραίς καρδίαις των μαθητών, τον έρωτα της πατρίδος και της ελευθερίας, προς τον οποίον σκοπόν έτεινεν και άπασα η διδασκαλία του. Από τον ξένον έμαθον πρώτη φορά ότι ανήκω εις έθνος ένδοξον»[3].

Περισσότερα για την επιρροή που εξάσκησαν στον έφηβο Τερτσέτη οι ιερωμένοι διδάσκαλοι του Moratelli  και  San Remo, γράφει  ο Γ. Βαλέτας: «Η επίδραση του Μορατέλλι στον Τερτσέτη ήταν σημαντική και καθορίζει την κατοπινή του ιδεολογική πορεία. Σημαντική επίσης, από  θρησκευτική πλευρά, ήταν παράλληλα με την καθολική του ανατροφή, η επίδρασή του Λορέντζο Σαν Ρέμο, καθολικού παπά και κατηχητή. Αυτός το είχε και στο αίμα του, αν κρίνουμε απ’ τους παπάδες της γενιάς του – του στάλαξε βαθειές χριστιανικές αρχές, τον έβαλε στο νόημα του χριστιανισμού,  της αγάπης και της ανθρωπιάς.

Η πνοή της θρησκευτικότητας που βρίσκεται στους λόγους του, καθώς και η ρητορική διδαχτική του ροπή, είναι γεννήματα της καθολικής του ανατροφής, ποτισμένης και μαγεμένης απ’ το κήρυγμα και τη διδαχή της δυτικής εκκλησίας κι απ’ τα θρησκευτικά καθολικά του αναγνώσματα σ’ αυτή την ηλικία. Θα είχε διαβάσει τον πατριώτη του Λίτινο, άλλους καθολικούς διδαχτάδες, όπως ο Ροδινός κ.λ.π.

Δημοτικιστές αυτοί, κατηχούσαν με την ποίηση και την ρητορική τους. Γιατί ο Τερτσέτης στην ουσία του είναι και μένει ένας κατηχητής, ένας διδαχτής. Και η λογογραφία του, η αθεράπευτη μανία του να μιλάει στο κοινό, να ζητάει και να δημιουργεί ακροατήριο κάθε τόσο, να πιστεύει πως ο λόγος και η  κατήχηση είναι μια αποστολή για κάθε άνθρωπο, όλα αυτά και άλλα τα βρίσκουμε στη γλώσσα και στη ρητορική του σταλαγμένα. Από την θρησκευτική του αγωγή έχουν την αρχή τους. Ο Σαν Ρέμο άφησε σημάδια αξέγραφτα που σε λίγο κοντά στο Βαρβιέρη, θα τυπωθούν βαθύτερα στην ψυχή του και θα μορφώσουν οριστικά τον εσωτερικό του κόσμου[4] .

Τον Οκτώβριο του 1816, ο Ναθαναήλ Τερτσέτης έστειλε τον πρωτότοκο γιο του στην Πάδοβα της Ιταλίας για να σπουδάσει Νομικά στο φημισμένο από το μεσαίωνα Πανεπιστήμιό της, στο Πανεπιστήμιο που ανέδειξε κατά την Τουρκοκρατία εκατοντάδες ελλήνων επιστημόνων, κυρίως Επτανησίων και Αιγαιοπελαγιτών. Πριν αναχωρήσει για την Πάδοβα ο καθολικός Επίσκοπος Ζακύνθου Αλοΰσιος Σκάκοτς, δαλμάτης την καταγωγή εφοδίασε τον Γεώργιο με την ακόλουθη συστατική επιστολή  της 26 Νοεμβρίου 1816: «Ο ευγενής κ. Γεώργιος Μάρκος Τερτσέτης, νόμιμος υιός του ευγενούς κ. Ναθαναήλ, δόκτορος της ιατρικής, καθολικού δόγματος και με έμφυτες καλές διαθέσεις, ανταποκρίνεται στην καθολική πίστη και έχει κάνει προόδους στις σπουδές του. Επειδή αναχωρεί στην Ιταλία, του χορηγείται η παρούσα συστατική επιστολή»[5].

Από τους καθηγητές του στην Πάδοβα, για την οποία διατήρησε τις καλύτερες των αναμνήσεων εφόσον υπήρξε η πραγματική του τροφός (Alma Mater), με πολύ σεβασμό μνημονεύει τον διάσημο καθηγητή των Λατινικών, της Ρητορικής και του Δικαίου Ιωσήφ Barbieri. Χάρη κυρίως σ’ αυτόν, οι καρποί που έδρεψε κατά την πενταετή παραμονή του στη Πάδοβα (1816 – 1820), ήταν ποσοτικά άφθονοι και ποιοτικά άριστοι. Γράφει επ’ αυτού ο ειδικός J. Bouchard, καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Concordia του Μόντρεαλ (Καναδά): «Πρέπει να σημειώσουμε πρώτα την επίδραση του θρησκευτικού του παράγοντα. Ο Τερτσέτης γεννήθηκε και ανατράφηκε καθολικός αλλά σε χώρα ορθόδοξη. Στην  Ιταλία βρίσκει ένα περιβάλλον όπου το θρήσκευμα του επιτρέπει να αισθάνεται πιο άνετα από όλους τους συμπατριώτες του – χτυπητή είναι η διαφορά με τον Ερμάνο Λούντζη, που είχε αισθανθεί κάθε στιγμή πως είναι αλλόθρησκος στην Ιταλία. Κι αυτό παρά το ελεύθερο κλίμα που εξαπλώνεται. Η θρησκευτική εμπειρία του Τερτσέτη στην Ιταλία σημαδεύεται από τον φιλελεύθερο καθολικισμό. Η προοδευτική αυτή πτέρυγα, που συνδυάζεται με την ρομαντική εξόρμηση, πρεσβεύει μιαν εμβάθυνση της θρησκευτικής ζωής, η οποία, με τη χαλάρωση του δογματισμού, προέβαλε την ανεξιθρησκεία και τελικά τον αδιαφορισμό, όπως γράφει ο πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ’ στην εγκύκλιο «Mirari Yos» (1832).

Ο κοινωνικός και πολιτικός φιλελευθερισμός έχει συχνά για βήμα τον άμβωνα. Η εκκλησιαστική ρητορεία εγκαταλείπει τις θεολογικές υψιπέτειες  και ασχολείται με τα ανθρώπινα. Η αισθηματολογία υπερέχει, ενώ οι δημοκρατικές αρετές χριστιανίστηκαν. Ο καθολικισμός αυτός, με ανθρωπιστικά ιδανικά, διέπει το πνεύμα του νεαρού Τερτσέτη, ο οποίος αργότερα θα μιλήσει συχνά για τον χριστιανισμό αποφεύγοντας όμως πάντοτε να προσδιορίσει τη δογματική του στάση. Μολονότι φαίνεται δύσκολο να προσδιορίσουμε ακριβώς τι οφείλει ο Τερτσέτης στους καθολικούς ιεροκήρυκες για τη διαμόρφωση της ρητορικής του τέχνης, και ποια θα είναι η αγγλική επίδραση ύστερα, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πως η πρώτη διδασκαλία του Motarelli  και Barbieri στάθηκε αποφασιστική: καθολικοί ιεροκήρυκες καλλιέργησαν τη ρητορική έκθεση των ιδεών στον Τερτσέτη και στις εκκλησίες, σχεδόν αποκλειστικά, άκουσε ζωντανά δείγματα ρητορείας στα νεανικά του χρόνια»[6].

Μετά την απόκτηση του πτυχίου του και αφού εν τω μεταξύ είχε δημοσιεύσει τα πρώτα ιταλικά του ποιήματα στο Μιλάνο, ο Γ. Τερτσέτης επέστρεψε στη Ζάκυνθο στις αρχές του 1821, όταν σύσσωμος ο Ελληνισμός ζούσε στον παλμό της επανάστασης για την αποκατάσταση της εθνικής του ανεξαρτησίας. Αφού μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία, έφυγε μυστικά στην απέναντι της Ζακύνθου ηπειρωτική ακτή (Κάλαμος Ακαρνανίας) για να πολεμήσει τον εχθρό.

Αρρώστησε όμως και αναγκάστηκε να γυρίσει στο νησί του, όπου έγινε μέλος της φιλολογικής συντροφιάς του ανερχόμενου Διονυσίου Σολωμού. Σ’ αυτήν ανήκαν διαπρεπείς λόγιοι, όπως ο πρωτοξάδελφος του Τερτσέτη Αντώνιος Μάτεσις, ο γνωστός συγγραφέας του πολυπαιγμένου δράματος «Βασιλικός»[7], ο Νικόλαος Λούντζης,  ο Γαετάνος Grassetti, ο Παύλος Μερκάτης, ο Σπυρίδων Τρικούπης κ. ά. Ήταν η εποχή που ο Σολωμός έγραφε τον «Ύμνο στην Ελευθερία», ο Μάτεσις το Δημοτικιστικό Μανιφέστο και ο Τερτσέτης δημοτικά ποιήματα για τα Ψαρά και το Φώτο Τζαβέλλα[8].

Το 1828, πιεζόμενος από την επιθυμία να συμμετάσχει στον αγώνα που έφθανε σε αίσιο τέλος, έφυγε στο Μεσολόγγι. Εκεί υπηρέτησε για δυο χρόνια τον άγγλο φιλέλληνα στρατηγό Ριχάρδο Church. Στις 24 Απριλίου 1828, επέτειο των φονευθέντων στους Τρεις Πύργους, απήγγειλε στο στρατόπεδο Μύτικα  τον πρώτο πατριωτικό του λόγο. Στο Μύτικα επίσης εξεφώνησε επικήδειο λόγο του άγγλου φιλέλληνα Hastings, που έμεινε ανέκδοτος λόγω των τολμηρών μαχητικών του θέσεων.

  

Στο Ναύπλιο 1832 – 1834  


 

Ναύπλιο, υδατογραφία, πρώτο μισό 19ου αιώνα

Μετά την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου το Φεβρουάριο του 1830, ο Γ. Τερτσέτης ταξίδεψε στην Αίγινα, όπου λειτουργούσε το ιδρυμένο από τον Ι. Καποδίστρια πρώτο δημόσιο εκπαιδευτήριο στο οποίο πρόσφερε τις υπηρεσίες του.

Το χειμώνα του 1832, διορίστηκε καθηγητής ιστορίας, γεωγραφίας και λατινικών στο νεοϊδρυμένο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου, πρόδρομο της Σχολής Ευελπίδων Αξιωματικών, η οποία λειτούργησε στην Αθήνα μετά την επιλογή της σε πρωτεύουσα του Βασιλείου, το Δεκέμβριο του 1834.

Την εκλογή του όφειλε στον συνταγματάρχη Εδουάρδο Pheineck, πρώτο διευθυντή της Σχολής, για τον οποίο γράφει στο περιοδικό «Ρήγας» τ. Δ’ (Μάϊος 1845): «… Νιώθω εις την καρδίαν μου βαθυτάτην αγάπην και ευγνωμοσύνην προς τον τιμιώτατον άνδρα, αγωνιστήν φιλέλληνα κ. Ρεϊνέκ, ο οποίος ήταν διευθυντής της Σχολής και με είχε αυτός διορίσει εις την ειρημένην θέσιν…».

Πολλές ομιλίες και παραδόσεις του στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο χάθηκαν μαζί με άλλα πολύτιμα χειρόγραφά του, στο σεισμό που έπληξε τη Ζάκυνθο τον Αύγουστο του 1953. Έξι ωστόσο παραδόσεις του είχαν δημοσιευτεί το 1832, στη Ναυπλιακή «Εθνική Εφημερίδα», μεταξύ των οποίων και ο πρόλογος επί τη ενάρξει των μαθημάτων στις 31 Μαΐου 1832.

Τα κείμενα αυτά είναι γραμμένα στην αρχαΐζουσα, όχι επειδή έτσι το ήθελε ο πεπεισμένος οπαδός της γλώσσας του λαού, αλλά επειδή το επέβαλε ο κανονισμός της Σχολής. Στην ίδια «Εθνική Εφημερίδα» δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1832, το μακρόσυρτο επικολυρικό ποίημα «Ο Χορός των Οπλαρχηγών και η νύχτα του Μαΐου», το οποίο δεν υπέγραψε για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν γραμμένο στη δημοτική.

Πάντα στην ίδια Εφημερίδα και σε αρχαΐζουσα βέβαια γλώσσα, ο Τερτσέτης δημοσίευσε ενυπόγραφα το καλοκαίρι του 1832, λόγο επί τη ανακομιδή των λειψάνων του Δημητρίου Υψηλάντη τοποθετηθέντων στο επί τούτου ανεγερθέν μνημείο, στην πλατεία του στεγαζομένου στο κτίριο του πρώτου Γυμνασίου της Ελλάδος, σημερινού Δημαρχείου.  

Βασιλεύς Όθων

Κατά την τριετή παραμονή του στο Ναύπλιο, ο Τερτσέτης έγγραψε επίσης τα έμμετρα δημοτικά «O Ιμπραΐμης και ο Κιουταχής» , «Ο μορφονιός αγάπησε…» και τον ύμνο στον Όθωνα «Φίλημα», με τον υπότιτλο «Δοκίμιον Εθνικής Ποιήσεως»[9].

Από τα δημοσιευμένα κείμενα των παραδόσεων του, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για ολοζώντανες αφηγήσεις, ικανές να διεγείρουν διαρκώς το ενδιαφέρον των ακροατών. Ο εμπνευσμένος λόγος του πάλλεται από πατριωτικό ενθουσιασμό αυθόρμητα μεταδιδόμενο στους μαθητές. Κατά το αρχαιολογικό ρητό «πάσα επιστήμη αρετής χωριζομένη κακία μάλλον ή σοφία φαίνεται», δεν παύει να «κηρύττει» την αρετή παράλληλα με την προσφορά γνώσεων. Γεννημένος παιδαγωγός, όπως το απέδειξε με τη μεταγενέστερη υπηρεσία του στη Βουλή των Ελλήνων, καθοδηγεί τους νέους αξιωματικούς του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου στην αγάπη της πατρίδας και στην αποφυγή ό,τι μπορεί να τη βλάψει, όπως η διχόνοια που τόσα δεινά επεσώρευσε στον τόπο.

Παραδείγματα δίνει τόσο από την αρχαία όσο και από την σύγχρονη Ελλάδα με κορωνίδα το Εικοσιένα. Αρχαία και Νέα Ελλάδα αποτελούν την συνέχεια της ίδιας ιστορικής αλυσίδας. Ο αρχαιοελληνικός φιλοσοφικός στοχασμός  και η χριστιανική πίστη συνιστούν, κατά το Ντίνο Κονόμο, τα κύρια χαρακτηριστικά του ανήσυχου και άγρυπνου πνεύματός του.

Τη διδακτική προσφορά του, στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο, σφράγισε ο Τερτσέτης με την ομιλία του για την έναρξη των εξετάσεων στις 27 Οκτωβρίου 1833, η οποία δημοσιεύτηκε σε ξεχωριστό φυλλάδιο: «Παρήλθον εξ έτη αφ’ ότου κατεβλήθησαν τα θεμέλια του στρατιωτικού τούτου σχολείου. Και έκτον ήδη τα δώματα ταύτα αντηχούν υπό των νέων μαθητών τας εξετάσεις. Εις εποχήν επαναστάσεως, έγιναν τα προλαβόντα γυμνάσια. Το ενεστώς όμως πρώτον τούτο, γίνεται εις ημέραν ελευθερίας. Συγχαίρω υμάς, ω νέοι, συγχαίρω υμάς και την πατρίδα δια την τύχην σας ταύτην…».

Στην ίδια ομιλία μνημονεύει τους Φιλέλληνες του Εικοσιένα, τους οποίους ποτέ δεν λησμονούσε: «Πολλοί ένδοξοι Ευρωπαίοι, ακολουθούντες την τελευταία ορμήν της καρδίας των, έδραξαν την ρομφαίαν και έδραμον να μας βοηθήσουν εις την τρομεράν πάλην και τα σώματά των κείνται πλησίον των πεσόντων Ελλήνων εις πολλάς μάχας ενδόξους, ως ιεραί απαρχαί εις τον θεόν του δικαίου πολέμου και ως τρόπαιον δόξης δια το Έθνος μας. Εις την πορωτάτην Αμερικήν, τα αγαπητά εκείνα τέκνα της ελευθερίας, εθέσπισαν ως οι αρχαίοι προπάτορές μας, επικηδείους τιμάς εις πράον τινά και ισχυρόν Έλληνα, ήρωα φονευθέντα προς τα μεθόρια της Αιτωλίας…

Τελειώνω τέλος πάντων τον λόγον, και στρέφομαι προς σας, ω μαθηταί, και σας λέγω ότι η τύχη σας θέλει είσθαι λαμπρά και αν περιοριστείτε εις ό,τι νομίμως δύναταί τις να ελπίσει από εσάς. Διότι ή θέλετε ζήσει ως δίκαιοι ή θέλετε αποθάνει ως ήρωες, και εις τας δύο περιπτώσεις θέλετε θαυμαστεί και επαινεθεί από τους συγχρόνους σας και τους μεταγενεστέρους. Και εις τον άλλον κόσμον, πλέον αθάνατον από τον παρόντα, θέλετε απολαύσει τα βραβεία τα οποία δίδονται εις εκείνους οίτινες υπηρέτησαν καλώς την πατρίδα».

Ήταν το κύκνειο άσμα του στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο. Με το ίδιο πνεύμα ξανάρχισε μια δεκαπενταετία αργότερα, τις ομιλίες του στη Βουλή των Ελλήνων.

  

Δικαστής


 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, 1830.

Το Σεπτέμβριο του 1833, ο ζακυνθινός δάσκαλος αλλά και πτυχιούχος της Πάδοβας στην επιστήμη του Δικαίου διορίστηκε από την Αντιβασιλεία των βαυαρών δικαστής στο Ναύπλιο και μάλιστα εν όψει της πολύκροτης δίκης του Γέρου του Μωρηά, του Πλαπούτα, και άλλων αγωνιστών του Εικοσιένα.

Πίστευε η Αντιβασιλεία ότι, ο μέχρι τότε υμνητής του ανήλικου Όθωνα, θα ήταν πειθήνιο όργανό της στην προγραμματισμένη από αυτήν καταδίκη των ελευθερωτών της Ελλάδος. Έπεσε όμως οικτρά έξω. Μόνο κριτήριο στις αποφάσεις του, όπως εξάλλου και ο ισάξιος του Α. Πολυζωΐδης, είχε ο Τερτσέτης το δίκαιο και τη φωνή της συνείδησής του. Για να μείνει σ’ αυτά πιστός, προτίμησε να επισύρει επ’ αυτού τη μήνι του Σκώτου εισαγγελέα, ο οποίος φρόντισε να απολύσει τους δύο σωστούς λειτουργούς της Θέμιδας. Δυστυχώς δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά στην πολυτάραχη ιστορία της νεοελληνικής δικαιοσύνης.

Η δίκη άρχισε στις 7 Μαρτίου 1834 και τελείωσε στις 24 Μαΐου του ιδίου έτους. Ο πρόεδρος Πολυζωΐδης και ο δικαστής Τερτσέτης παλαιός πολέμιος των κατηγορουμένων ο πρώτος και  φιλοβασιλικός ο δεύτερος στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων: Έκριναν τους κατηγορουμένους αθώους, ενώ οι τρεις άλλοι δικαστές τους καταδίκασαν εις θάνατο, που ευτυχώς μεταβλήθηκε σε ισόβια κάθειρξη στο Παλαμήδι και εν συνεχεία σε απονομή χάριτος από τον ενηλικιωθέντα Όθωνα[10].

Γράφει ο εισαγγελέας πρωτοδικών Ιωάννης Ζεγκίνης σε μελέτη του για τον Γ. Τερτσέτη, εκδοθείσα το 1960 από την «Εταιρία Προστασίας Αποφυλακιζομένων Πρεβέζης»: «Εν τω προσώπω του Γ. Τερτσέτη, επάλαισαν το μεγαλείον της δικαιοσύνης  με τας πολιτικάς πιέσεις και την βίαν και ενίκησεν το μεγαλείον του δικαίου. Ο Τερτσέτης ύψωσε το ηθικό ανάστημά του κατά της Αντιβασιλείας. Ο Τερτσέτης κατέστη τηλαυγής φάρος. Είναι υπόδειγμα ασπίλου δικαστικού χαρακτήρος. Υψηλόν παράδειγμα δικαστικής συνειδήσεως και ελευθερίας της σκέψεως, εκραύγασε προς την βίαν της εξουσίας: «Δεν σε φοβούμαι. Η ηθική μου δύναμις είναι υψηλοτέρα της ευτελείας σου».

Στις 28 Μαΐου 1834, ο φανατικός Επίτροπος Επικρατείας, ο εισαγγελέας Εδουάρδος Masson, κατήγγειλε τους δυο αγέρωχους δικαστές «ως ενόχους αρνήσεως υπηρεσίας και παραβιάσεως της εχεμυθείας περί την ψηφοφορία του δικαστηρίου». Απολογήθηκαν αλλά η απόφαση ήταν προειλημμένη. Επαύθησαν από το δικαστικό τους λειτούργημα και ο μεν Πολυζωΐδης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ο δε Τερτσέτης αυτοεξορίστηκε για έξι χρόνια πρώτα στο Λονδίνο και εν συνεχεία στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα διαπρεπών καθηγητών, φιλολόγων και φιλοσόφων, όπως των Lenormand, Rossi, Michelet, Ampère κ. ά. Τον Αύγουστο του 1843, πήρε το δρόμο του γυρισμού μέσω Ρώμης.

Καθ’ οδόν πληροφορήθηκε την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και την κατοχύρωση των συνταγματικών ελευθεριών των Ελλήνων. Στην Αθήνα δημοσίευσε την «Απολογία», που είχε αναγνώσει στο Ναύπλιο στις 24 Σεπτεμβρίου 1834, το μαχητικό περιοδικό «Ρήγας» από το Νοέμβριο του 1843 έως το Μάιο του επομένου έτους. Για την απολογία του στη δίκη Κολοκοτρώνη, γράφει ο Γ. Βαλέτας:

«Η Απολογία αυτή δεν ήταν μια προσωπική υπόθεση. Ήταν μια μάχη ηθική, μάχη εθνική. Ξέσπασμα πατριωτισμού, καταρράχτης Εθνικισμού, ηφαίστειο κατηγορίας που με τους μύδρους του χτύπησε την αυθαιρεσία και την αδικία των Βαυαρέζων. Περισσότερο από δική του Απολογία, είναι μια διαμαρτυρία του κατατρεγμένου λαού. «Ποιος είσαι εσύ, φωνάζει σε μια στιγμή στο Μάσσωνα, που παίζεις με ημάς στη γη της γεννήσεώς μας. Αλλού ειρωνεύεται, αλλού βροντοφωνάζει και κατηγορεί»[11].

Στον «Ρήγα», ο Τερτσέτης καταφέρεται εναντίον της ξενοκρατίας και των αυθαιρεσιών των διοικούντων. Μαστιγώνει τη λογιωτατοκρατία και την πονηροκρατία. Διεκτραγωδεί την εγκατάλειψη των αγωνιστών του Εικοσιένα  και την οικτρή οικονομική τους κατάσταση. Δημοσιεύει βιογραφίες λιγότερο γνωστών αγωνιστών όπως του Καλατζή και του Δημοτσιέλιου. Είχε προηγηθεί η πολυσέλιδη καταγραφή των Αναμνήσεων του Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, οι οποίες εκδόθηκαν σε αυτοτελή συγγράμματα. Ανέκδοτες έμειναν οι αναμνήσεις του τουρκοφάγου Νικηταρά.

Με το διορισμό του στη βιβλιοθήκη της Βουλής στις 13 Ιανουαρίου 1845, κλείνει η πρώτη περίοδος της ζωής και του έργου του Γ. Τερτσέτη, η αγωνιστική, και αρχίζει η δεύτερη, που εύστοχα χαρακτηρίστηκε ως «διδακτική» και «διαφωτιστική». Είναι η περίοδος έντονης εκδοτικής δραστηριότητας, της απαγγελίας λόγων στη Βουλή, κυρίως κάθε 25η Μαρτίου, και στο Βαρβάκειο ίδρυμα.

Από το 1857 έως το 1862, δημοσίευσε τους δυο πρώτους τόμους  των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας. Το υλικό του πολύ σημαντικού αυτού έργου συγκέντρωσε ο ίδιος συνδιαλεγόμενος με σύγχρονους της Επανάστασης πληροφοριοδότες. Με προτροπή και δική του συνεργασία, ο Φωτάκος εξέδωσε τα δικά του Απομνημονεύματα και το βίο του Παπαφλέσσα.  

Το 1853 και το 1856, υπέβαλε στο Ράλλειο διαγωνισμό τα ποιήματά του «Κορίννα και Πίνδαρος», «Το όνειρον του Βασιλέως» και «Γάμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Τότε έγραψε για τον Τερτσέτη ο κριτικός Άγγελος Βλάχος: «Αληθής εθνικός ψάλτης υπήρξεν ο Τερτσέτης. Ου μόνον την καρδίαν αλλά και την διάνοιαν αυτήν την φράσιν έχων ελληνικήν, και όπως αρχόμενος είπον και νυν αδιστάκτως επαναλαμβάνω, ο γνησιώτερον εθνικός πάντων των ποιητών της νέας Ελλάδος»[12].

Κατ’ εξοχήν διδαχτικός και πρακτικός ο Γ. Τερτσέτης δεν αρκέστηκε στο γραπτό λόγο. Το 1858 και το 1866, πραγματοποίησε μεγάλες περιοδείες στη Δυτική Ευρώπη. Επισκέφθηκε τον αρχιερατεύοντα  πάπα Πίο τον Θ’ (1846 – 1877), για να προπαγανδίσει την υπόθεση της απελευθέρωσης των υποδούλων στους Τούρκους ελληνικών χωρών. Στη Ρώμη νυμφεύθηκε στην προχωρημένη ηλικία των 67 ετών την θαυμάστρια του έργου του Αδελαΐδα Germain, διδασκάλισσα γαλλικών των Σούτσων και άλλων διαπρεπών αθηναϊκών οικογενειών.

Στη Ρώμη επίσης εξέδωσε το βίο και το ηρωικό τέλος του μεγάλου ιταλού φιλέλληνα Σαντόρε Di Santa Rosa πεσόντος στη Σφακτηρία το 1823. Υπενθυμίζουμε ότι το όνομά του είναι εγγεγραμμένο με μεγάλα γράμματα στο μνημείο των Φιλελλήνων που στεγάζεται από το 1843, στην καθολική Εκκλησία Ναυπλίου, το οποίο προτείνουμε να κηρυχθεί από το Δήμο σε  «Μνημείο της Ευρώπης».

Ήταν από τους αγαπητούς στον Τερτσέτη τόπους περισυλλογής για τον οποίο είπε, μεταξύ άλλων, στον πανηγυρισμό της 25η Μαρτίου 1854:

«Θέλω Κύριοι να δώσω τον ορισμό του Φιλέλλην, τι εστί «Φιλέλλην». Λέω ότι Φιλέλλην είναι όποιος δεν εγεννήθη εις χώματα ελληνικά. Είναι τέκνον ξένης φυλής, ήλθε εις την Ελληνικήν γην, εκινδύνευσε εις τα φρούρια τα ελληνικά, επολέμησε εις το Χαϊδάρι, εχάθηκε εις του Πέτα, εκλείσθηκε εις την Αθήνα, εκάηκε εις το Μεσολόγγι, έκαψε τα οθωμανικά καράβια εις τα νερά του Νεοκάστρου, χάριν της απολαύσεως της ελευθερίας, της αυτονομίας των χριστιανών Ελλήνων.

Ίδετε παρακαλώ, εκεί εις την άκραν του Αναγνωστηρίου, εικόνα προς τιμήν των Φιλελλήνων, έργον αγαθόν φιλέλληνος αγωνιστού, του γενναίου συνταγματάρχου κ. Τουρέτ. Παρατηρήσατε την εικόνα αυτήν και θα δείτε να κυματίζουν τριάντα – τέσσαρες σημαίες ξένων εθνών. Τα ονόματα των φονευθέντων φιλελλήνων, και η γη της γεννήσεως του καθενός, είναι χαραγμένα εις εκείνες τες μαύρες στήλες» [13].

Το «Μνημείο Τουρέτ», του οποίου μεγάλων διαστάσεων φωτογραφία κοσμούσε το Αναγνωστήριο της Βουλής των Ελλήνων, μετά από πρωτοβουλία του ιδίου του Γ. Τερτσέτη, δεν είναι άλλο από την στεγαζόμενη εντός της καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου αψίδα με τα 286 ονόματα πεσόντων αλλοδαπών, οι οποίοι συμμετείχαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της αιώνιας Ελλάδας και δικής τους πνευματικής πατρίδας.

 

 Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης

Επίτροπος  Καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου

Ναυπλιακά Ανάλεκτα V, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2004.

   

Υποσημειώσεις


  

[1] Λόγος στη Βουλή των Ελλήνων στις 25 Μαρτίου 1855. Εις Άπαντα Γ. Τερτσέτη υπό Γ. Βαλέτα, Εκδόσεις Πηγή, Αθήνα 1953 – 54, τ. Β’ σελ 94.

[2] Ιταλικό κείμενο του Βαπτίσματος εις Ντίνου Κονόμου. Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του. Έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 1984, σελ. 5.

[3] Ερμάνου Λούντζη, Ανέκδοτα κείμενα. Έκδοση Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα 1962, σελ. 35.

[4] Τερτσέτη, Άπαντα υπό Γ. Βαλέτα, 1 τ. Α’ σελ. 14, σημ.1.

[5] Φωτοαντίγραφο συστατικής επιστολής Σκάκοτς εις Ντίνου Κονόμου, ό.π., σελ. 50. Το εγκώμιο Αλοϋσίου Σκάκοτς  έπλεξε ο Τερτσέτης  στην Απολογία του προς τον εισαγγελέα της Αντιβασιλείας σκώτο, καλβινιστή το δόγμα, Εδουάρδο Masson, ο οποίος τον καθήρεσε από το δικαστικό έδρανο, επειδή αρνήθηκε να ενδώσει στις πιέσεις του για την καταδίκη σε θάνατο του  Θ. Κολοκοτρώνη και άλλων αγωνιστών του Εικοσιένα. «Ορέγεσαι να μάθεις, κ. Μasson, δια την θρησκείαν μου. Να σε ευχαριστήσω. Αρχίζω από τον καιρόν που εγεννήθηκα, όχι πριν. Χείρες ιερέως λατίνου μ’ εβάπτισαν εις την εκκλησία του Αγίου Μάρκου, εκεί που, 20 χρόνους έπειτα, ο δεσπότης του δυτικού δόγματος Σκάκοτς έψαλε δοξολογίες για τα νικηφόρα άρματα των Ελλήνων. Ήρθε λόγος εις την πόλιν (της Ζακύνθου) ότι ο Υψηλάντης επήρε την Κωνσταντινούπολιν. Ο λαός, ως ήτο φυσικόν, έτρεξε εις τον Δεσπότην του Ανατολικού Δόγματος, αλλ’ αυτός, φοβούμενος από την τότε Διοίκησιν (την αγγλική), δεν έστερξε εις το ζήτημα του λαού να δοξολογήσει  την τερπνοτάτην εθνικήν είδησιν. Εσύρθη το κύμα του κόσμου εις την Επισκοπήν των Λατίνων. Ο Δεσπότης ήτον Δαλμάτης. Άνοιξε τις θύρες της εκκλησίας  και με την φωνήν της αρχαίας Ρώμης, η οποία είχε βασιλεύσει τον κόσμον, έψαλλε τα ευχαριστήρια εις τον Θεόν. Ο λαός της Ζακύνθου, μου φαίνεται, εκάθονταν εις θρόνον προφήτου αλλ’ εις το  τότε της προφητείας του έσφαλε». Εις Ντίνου Κονόμου, ό.π., σελ. 849. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο εκδιδόμενο υπό του Τερτσέτη περιοδικό «Ρήγας», τ. Δ’ (Αθήνα 5 Μαΐου 1845), σελ. 34. Την επομένη της δοξολογίας, ο γενναίος Επίσκοπος απελάθη από τους Άγγλους στη Μάλτα και του απαγορεύτηκε εφ’ όρου ζωής να επισκεφθεί στη Ζάκυνθο. Έτσι πληρώνουν οι ήρωες τις γενναίες πράξεις τους! Για τους τρεις καθολικούς κληρικούς Santo Rossi, Luigi Scasoz  G. B. Moratelli, βλ. «Κριτικά Φύλλα», τ. 5 (Αθήνα 1975), τ. 2/32, σελ. 214.

[6] Jacgues Bouchard, Γεώργιος Τερτσέτης, βιογραφική και φιλολογική μελέτη (1800 – 1843), Αθήνα 1970, σελ. 42 – 43.

[7] Ο λογοτέχνης Αντώνιος Μάτεσις (1794 – 1874), ήταν γιος του Αντωνίου και της Βεατρίκης, αδελφής του Ν. Τερτσέτη. Σ’ αυτόν  ο εξάδελφός του Γεώργιος αφιέρωσε το έμμετρο «Γάμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου» το 1756. Νεκρολογία στα γαλλικά του Αντωνίου Μάτεσι, δημοσίευσε το 1874, η Αδελαΐδα Germain, σύζυγος του Γ. Τερτσέτη.

[8] Γεώργιος Τερτσέτης, εις περ. «Παρνασσός», τ. Α’ 1877, σελ. 156.

[9]  Ο Όθωνας είναι για τον Τερτσέτη του 1833, εχέγγυο της ενότητας και ευνομίας της Ελληνικής Πολιτείας. Για τα ποιήματα της Ναυπλιακής περιόδου, έγραψε ο Σολωμός στον Τερτσέτη στις 1η Ιουνίου 1833: «Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια. Ήθελα, όμως, όσοι μεταχειρίζονται τη κλέφτικη γλώσσα, να παίρνουν την ουσία και όχι την μορφήν, μ’ εννοείς….»

[10] Τόμπρου Αλέξη, Η δίκη του Κολοκοτρώνη, περ. «Νέα Ζωή», Αθήνα 1954, τ. σελ. 115-167.

[11] Τερτσέτη Άπαντα, υπό Γ. Βαλέτα, ό.π., τ. Α’, σελ. 22.

[12] Άγγελου Βλάχου, Ανάλεκτα τ. Β’, σελ. 108. Γράφει ο Βλάχος: «Το όνομα Γεώργιος Τερτσέτης αποτελεί οιονεί έμβλημα της μνήμης ημών της εθνικής και συγκορυφοί  εις ένα άνδρα, εις μιαν καρδίαν, νεαράν πάντοτε υπό τον παγετόν του γήρως, εις μίαν γλώσσαν, έντονον ηχούσαν πάντοτε από του βήματος, τας παραδόσεις ημών τας εθνικάς, τας αναμνήσεις του χθεσινού έτι παρελθόντος ημών, τους πόθους του νυν έλληνος και τα ιερά αυτού καθήκοντα, τας δάφνας του πρώην έλληνος και την ιεροτάτην αυτού κληρονομίαν».   

[13] Ντίνου Κονόμου, Ο Γεώργιος Τερτσέτης, ό.π., σελ. 481.

  

Read Full Post »

Μαυρομιχάλης Α. Πέτρος (1828-1892)


Γιος του Μπεϊζαδέ Αναστασίου και εγγονός του Πετρόμπεη. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι. Το 1862 ήταν πρωτοδίκης στο Ναύπλιο. Πρωτοστάτησε στην Ναυπλιακή επανάσταση το Φεβρουάριο του 1862. Ήταν μέλος της επαναστατικής επιτροπής.

Με την αποτυχία της εξέγερσης αυτοεξορίστηκε με άλλους επαναστάτες  – 300 περίπου στη Σμύρνη. Μετά την έξωση του Όθωνα εχρημάτισε πληρεξούσιος Εθνοσυνέλευσης, υπουργός Δικαιοσύνης, βουλευτής, Γεν. Γραμματέας υπουργείου Δικαιοσύνης. Πέθανε στην Αθήνα το 1892.  

 

Πηγή


  • Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», τρίτη έκδοση, Αθήνα χχ.

 

Σχετικά θέματα: 

Read Full Post »