Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ελληνική λαϊκή κληρονομιά’

Αλώνι


 

  

Ένας επίπεδος κυκλικός χώρος λιθόστρωτος ή στρωμένος με χώμα, όπου οι χωρικοί συγκέντρωναν τα δημητριακά, συνήθως σιτάρι ή κριθάρι, για να τα αλωνίσουν με τα ζώα τους και να ξεχωρίσουν τον καρπό από τα στάχυα και τα άχυρα. Τα αλώνια ήταν φτιαγμένα στις παρυφές των οικισμών σε τοποθεσίες όπου τις έπιανε ο αέρας, βοριάς και νοτιάς, για να μπορούν να λιχνίζουν. Συνήθως τ’ αλώνια ήταν κοινά και κάθε αλώνι είχε τους πελάτες του, τους νοικοκυραίους δηλαδή που το προτιμούσαν και μετέφεραν εκεί μετά το θέρισμα το σιτάρι, το κριθάρι ή τη βρώμη τους, για να τ’ αλωνίσουν. Κάθε γειτονιά ή οικογένεια (αδέρφια, ξαδέρφια) είχε και ένα αλώνι και σπάνια ένας μεγαλο-νοικοκύρης του χωριού είχε το δικό του αλώνι.

Το κυρίως αλώνι, όπου αλώνιζαν τα στάχυα, ήταν στρογγυλό με διάμετρο 15-20 μέτρα και, αν βρισκόταν σε επίπεδο έδαφος, έβαζαν γύρω-γύρω μεγάλες όρθιες πέτρες, για να καθορίζουν τα όριά του και να εμποδίζουν τα στάχυα και τα ζώα που αλώνιζαν να βγαίνουν έξω. Στο κέντρο του αλωνιού έβαζαν βαθιά στο έδαφος το στογερό ή ορτό, έναν πάσαλο ύψους 1-2 μέτρων, στον οποίο έδεναν μ’ ένα χοντρό σκοινί τα ζώα, για να γυρίζουν κυκλικά στο αλώνι.

 

Αλώνι στην Αργολίδα. Αρχείο: Αργολική Βιβλιοθήκη. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.


Αλώνι στην Αργολίδα. Αρχείο: Αργολική Βιβλιοθήκη. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

 

Αλώνια συναντάμε δύο ειδών, τα χωματάλωνα και τα πετράλωνα. Το δάπεδο του πέτρινου αλωνιού ήταν στρωμένο με πλάκες από πέτρα, που εφάρμοζαν μεταξύ τους και δημιουργούσαν μια ομαλή επίπεδη επιφάνεια. Τα κενά ανάμεσα στις πλάκες καλύπτονταν με χώμα. Σε πολλές περιοχές όμως τα αλώνια ήταν χωμάτινα.

Τα χωματάλωνα τα έστρωναν με λάσπη ανακατεμένη με άχυρα, που όταν ξηραινόταν την πατούσαν τα άλογα, ώσπου να γίνει σκληρή σαν πέτρα. Το πηλόχωμα το ανανέωναν κάθε χρόνο για να είναι ίσιο, ώστε να τρίβονται τα στάχυα και να μαζεύεται ο σπόρος καθαρός από σκόνες και χώματα. Η προετοιμασία του αλωνιού γινόταν τον Ιούνιο, αφού είχαν πάψει και οι τελευταίες βροχές του Μάη και άρχιζε ο θέρος (θερισμός). Ο Ιούλιος ήταν ο μήνας που οι γεωργοί αλώνιζαν τα σπαρτά τους.

Κοντά στο αλώνι ήταν η θεμωνίστρα, μια έκταση όπου τοποθετούσαν τις θημωνιές, τους σωρούς δηλαδή με τα δεμάτια σταριού που επρόκειτο να αλωνίσουν. Τις θημωνιές τις έχτιζαν έτσι που να πιάνουν λίγο χώρο και τις ξεχώριζαν από το αλώνι με φράχτη ξύλινο ή με πέτρινο τοίχο, για να μη διαβαίνουν τα ζώα και τρώνε τα στάχυα. Το αλώνι ήταν τόπος ιερός, πίστευαν ότι στοιχειό ή ξωτικό δεν μπαίνει μέσα στο αλώνι, γι’ αυτό και το θεωρούσαν άσυλο για το νυχτοπάτη.

 

Αλέξης Τότσικας, «Ελληνική λαϊκή κληρονομιά / Εργαλεία και κατασκευές του υλικού παραδοσιακού βίου», Εκδόσεις Αρμός, 2008.

Read Full Post »

Θέρος (θερισμός)


 

Θερισμός

Θερισμός

Ο θερισμός των σιτηρών από τους γεωργούς, που αποτελούσε την πρώτη φάση για τη συγκομιδή τους. Γινόταν κάθε Ιούνιο, όταν τα στάχυα είχαν ωριμάσει και ο καρπός μέσα τους είχε γίνει σκληρός. Ο γεωργός καταλάβαινε ότι το σιτάρι του ήταν έτοιμο για θέρισμα, όταν έκοβε ένα στάχυ, έβγαζε μερικούς σπόρους από μέσα και με τα δόντια του δοκίμαζε τη σκληρότητά τους. Αν ο καρπός ήταν σκληρός, το σιτάρι είχε ωριμάσει και ήταν έτοιμο για θέρισμα.

Οι θεριστές, άνδρες και γυναίκες, μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι και μια ζώνη στη μέση τους, για να μην υποφέρουν από το σκύψιμο, έμπαιναν πρωί – πρωί με τη δροσιά στο χωράφι, ο ένας πλάι στον άλλο σε απόσταση δυο περίπου μέτρων. Έσκυβε κι έπιανε ο καθένας με το ένα χέρι μια χούφτα στάχυα και με το άλλο χέρι, που κρατούσε το δρεπάνι, τα έκοβε λίγο πιο πάνω από το έδαφος. Μετά από 3- 4 κοψιές η χούφτα γέμιζε με στάχυα, που τα άφηναν στο έδαφος για να απελευθερώσουν τα δάχτυλα και να κόψουν άλλη μια χεριά στάχυα.

Μετά από 3- 4 κοψιές, ο θεριστής κρεμούσε το δρεπάνι στην πλάτη του, έπιανε με τα δυο του χέρια τα στάχυα που είχε στο έδαφος, τραβούσε 4-5 απ’ αυτά, τα πιο μακριά, τα έφερνε γύρω – γύρω από τα υπόλοιπα στη μέση του μικρού δέματος και τα έδενε πρόχειρα. Έτσι σχημάτιζε το χερόβολο (< χείρ + βάλλω), που το άφηνε στο έδαφος πίσω του και συνέχιζε, για να κόψει κι άλλα στάχυα.

Τα κομμένα στελέχη του σταριού, που παρέμεναν στο έδαφος, ήταν η καλαμιά. Αν ήθελε ο γεωργός να έχει πολύ άχυρο για τα ζώα του το χειμώνα, θέριζε τα στάχυα χαμηλά στο έδαφος και η καλαμιά είχε μικρό ύψος. Αν ήθελε μπόλικη βοσκή – καλαμιά, θέριζε τα στάχυα ψηλά, 20 πόντους τουλάχιστον πάνω από το έδαφος.

Θερισμός στο Σπαθάρι Αρκαδίας.

Θερισμός στο Σπαθάρι Αρκαδίας.

Καθώς προχωρούσαν θερίζοντας άφηνε πίσω του ο καθένας μια λουρίδα καλαμιά και τα χερόβολα που είχε κάνει. Κάποια στιγμή ο ίδιος μάζευε κάθε 8-10 χερόβολα, τα έδενε στη μέση τους μ’ ένα δέμα καλαμιές και σχημάτιζε το δεμάτι. Οι καλαμιές με τις οποίες έδενε τα δεμάτια ήταν συνήθως από σίκαλη, που την είχε κόψει από το πρωί και την είχε μουσκέψει στο νερό, για να είναι πιο ευλύγιστη και να μην κόβεται εύκολα και διαλύεται το δεμάτι. Όταν οι θεριστές σ’ ένα χωράφι ήταν πολλοί, τα δεμάτια τα έδενε ένας άλλος, ο δέτης, που ακολουθούσε τους θεριστές και μάζευε τα χερόβολα απ’ όλους.

Στο τέλος της ημέρας, που τελείωνε η δουλειά, μάζευαν τα δεμάτια σε μεγάλους σωρούς και σχημάτιζαν τις θημωνιές, για να μην είναι σκορπισμένα και να μπορούν να τα σκεπάσουν με κάτι σε περίπτωση μιας ξαφνικής καλοκαιρινής βροχής.

Ο θερισμός κρατούσε όλη μέρα, από το χάραμα ως τη δύση του ήλιου («ήλιο με ήλιο» όπως έλεγαν) και ήταν από τις πιο κουραστικές γεωργικές εργασίες. Είναι χαρακτηριστική η λαϊκή φράση «γυναίκα να μη γεννήσει, άνδρας να μη θερίσει κι άλογο να μην αλωνίσει», που αποτυπώνει τις πιο επώδυνες δοκιμασίες για τους ανθρώπους και τα ζώα.

Μόνο το καταμεσήμερο, που ο ήλιος έκαιγε πολύ, σταματούσαν 1-2 ώρες τη δουλειά, για να φάνε το λιτό φαγητό τους, συνήθως ό,τι είχε περισσέψει από το προηγούμενο βράδυ, λίγο τυρί ή παστό και μπόλικο ψωμί, και να ξαπλώσουν σ’ ένα μαλακό έδαφος ή πάνω σ’ ένα δεμάτι, για να ξεκουράσουν τη μέση τους ή να πάρουν έναν υπνάκο μέχρι να φύγει η μεγάλη λάβρα και να συνεχίσουν τη δουλειά μέχρι να πέσει ο ήλιος. Όλη μέρα κάτω από το λιοπύρι. Δουλειά ασταμάτητη. Και τα παιδιά μαζί. Πού να τ’ αφήσουν στο σπίτι; Έτρεχαν πέρα-δώθε ασταμάτητα, κυνηγούσαν τις ακρίδες, τρόμαζαν όταν άκουγαν κανένα σούρσιμο ανάμεσα στα φύλλα και έτρεχαν στον ίσκιο του δέντρου από το φόβο κάποιου φιδιού, που δεν ήταν λίγα το καλοκαίρι στην ύπαιθρο.

 

Παραδοσιακή μέθοδος μαζέματος της σοδειάς των δημητριακών στην πεδιάδα του Άργους. Στο βάθος η Ακρόπολη της Λάρισας (1901).

Παραδοσιακή μέθοδος μαζέματος της σοδειάς των δημητριακών στην πεδιάδα του Άργους. Στο βάθος η Ακρόπολη της Λάρισας (1901).

 

Μόνη παρηγοριά των θεριστάδων τα τραγούδια που σιγοψιθύριζε ο καθένας μόνος του ή τα τραγουδούσαν όλοι μαζί, για να ξεχνούν την κούραση και να περνάει πιο εύκολα η ώρα. Αποκαμωμένους τούς έβρισκε η δύση του ήλιου. Οι γυναίκες έβγαζαν τις μαντίλες τους τότε να πάρουν αέρα τα μαλλιά τους, να φύγει ο ιδρώτας, και ξεπρόβαλλαν τα πρόσωπα τους αναψοκοκκινισμένα, αλλά ικανοποιημένα από το έργο που είχαν βγάλει.

Μάζευαν σιγά-σιγά τα παιδιά και τα πράγματά τους και γραμμή με τα πόδια για το χωριό. Τα πιτσιρίκια δεν άντεχαν το περπάτημα και επιζητούσαν πολλές φορές τον ώμο της μάνας. Και εκείνες τι να έκαναν; Τα ανέβαζαν στην πλάτη τους και συνέχιζαν τον ανήφορο με το παιδί στον ώμο. Εκτός αν έβρισκαν το θείο δώρο, έναν παππού με κανένα ζώο, για να τ’ ανεβάσει στο σαμάρι του και να γλιτώσει η μάνα το φόρτωμα. Όταν έφταναν στο σπίτι είχε σχεδόν νυχτώσει. Ένα πρόχειρο μαγείρεμα στα γρήγορα, τις απαραίτητες από τις άλλες δουλειές του σπιτιού και μετά γραμμή για το αχυρένιο στρώμα, να ξεκουράσουν το βασανισμένο κορμί, για να μπορούν να θερίσουν και την επόμενη μέρα.

Ο παραδοσιακός αυτός τρόπος θερισμού παρέμεινε μέχρι την είσοδο των θεριστικών και θεριζοαλωνιστικών μηχανών στη γεωργία, στη δεκαετία του 1960, που έκαναν τη συγκομιδή των σιτηρών εύκολη, γρήγορη και ξεκούραστη. Ο θερισμός έκτοτε περιορίστηκε σε άγονα και ορεινά χωράφια, όπου η πρόσβαση μηχανών είναι αδύνατη.

  

Αλέξης Τότσικας, «Ελληνική λαϊκή κληρονομιά |Εργαλεία και κατασκευές του υλικού παραδοσιακού βίου», Εκδόσεις Αρμός, 2008.

Read Full Post »