Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας’

Ο Θωμάς Φλαγγίνης και η Φλαγγίνειος Σχολή


 

Προσωπογραφία του Θωμά Φλαγγίνη (ελαιογραφία, 17ος αι.). Βενετία, Ελληνικό Ινστιτούτο.

Ο Θωμάς Φλαγγίνης ήταν γιος του Κερκυραίου Απόστολου Αυλωνίτη και της Μαρί­ας Φλαγγίνη, θυγατέρας του Βικέντιου Φλαγγίνη, από την Κύπρο. Γεννήθηκε στη Βενε­τία το 1578. Ο πατέρας του Θωμά Φλαγγίνη ήταν επί­λεκτο μέλος της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, πέθανε όμως πολύ νέος, και το μικρό Θωμά τον μεγά­λωσε η μητέρα του Μαρία και ο θείος του Βενέδικτος Φλαγγίνης. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο, από μικρός, υιοθέτησε το επώ­νυμο Φλαγγίνης. Τα πρώτα γράμματά του τα έμαθε στη Βενετία, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ένα από τα παλιότερα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, που είχε αναδειχθεί, ήδη από τον 15° αιώνα, σε σημαντική εστία της Ευρωπαϊκής Παιδείας, και συνέρρεαν σ’ αυτό σπου­δαστές από όλο τον κόσμο. Ανάμεσα σ’ αυτούς αρκετοί Έλληνες, οι οποίοι, στη συνέχεια, μεταλαμπάδευαν τα φώτα της Ευρώπης σε όλα τα μέρη του Αλύτρωτου Ελληνισμού.

Ο Θωμάς Φλαγγίνης αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, από το οποίο ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του κανονικού δικαίου, και επέστρεψε στη Βενετία, όπου άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Παράλληλα όμως ανέπτυξε αξιόλογη εμπορική δραστηρι­ότητα στη Σμύρνη και στην Κύπρο, η οποία του εξασφάλισε σημαντική περιουσία. Από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του στη Βενετία, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινά και εκλέγεται δυο φορές Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας. Διατηρεί στενές σχέσεις με λογίους της εποχής, αποκτά πλούσια βιβλιοθήκη που υποδηλώνει την αγά­πη του για τα γράμματα· από αυτήν υποκινούμενος καταβάλλει ιδιαίτερες προσπάθειες για την ενίσχυση Σχολείων, μέσα και έξω από τη Βενετία, με κορύφωση τη Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας, που αποτελεί και τη μεγάλη προσφορά του προς τον Ελληνισμό της Ιταλίας και προς το υπόδουλο Γένος. Η προσφορά του αναγνωρίστηκε από όλους, όπως αυτό φαίνεται και από το ελληνικό επιτύμβιο προς τιμή του, που σώθηκε στη βιβλιοθήκη του Ληξουρίου της Κεφαλλονιάς:

 

«Θωμά Φλαγγίνη τω Κερκυραίω, ορθοδόξω και ανδρί Φιλογενεστάτω,

οι των Ελλήνων εν Βενετία τύμβον τουτί κατέθεντο».

 

Αψευδής μάρτυρας του ενδιαφέροντος για τα κοινά και της αγάπης για τα γράμ­ματα, η διαθήκη του. Διαθέτει για το σκο­πό αυτό το ¼ της τεράστιας περιουσίας του· οραματίζεται να συμβάλει, με την ίδρυση της Σχολής, στη μόρφωση Ελλήνων νέων, οι οποίοι θα μπορούν, μετά την αποφοίτησή τους από τη Σχολή, να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, να ανέλθουν στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα και να συμβάλουν στην ανάσταση του Γένους, που ήταν πόθος διακαής όλων των Ελλή­νων, διακηρυγμένος από τις πρώτες μέρες της άλωσης της Πόλης.

 

H Γέφυρα των Ελλήνων με τη Δύση – το Κολλέγιο Φλαγγίνη. Αναμνηστική Σειρά Γραμματοσήμων από τα EΛTA. Τυπώθηκε τον Οκτώβριο του 2015.
Από αριστερά, Προσωπογραφία του Θωμά Φλαγγίνη (ελαιογραφία, 17ος αι.) – Η Παναγία «Κυρία του Κολλεγίου Φλαγγίνη» (χαρακτικό, τέλη 18ου αι.) – Κολλέγιο Φλαγγίνη (λεπτομέρεια από χαρακτικό του Domenico Lovisa, 18ος αι.) – Το σήμα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.

 

Το όραμα αυτό του Φλαγγίνη αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα, το 1665, με την έναρξη της λειτουργίας της Σχολής, στο κτίριο δίπλα ακριβώς από την Εκ­κλησία του Αγίου Γεωργίου. Στη Σχολή του Φλαγγίνη εισάγονταν νέοι ηλικίας 12-16 ετών, με δυνατότητα συνέχισης των σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Αυτή τη δυνατότητα παρείχε το γεγονός ότι στη Σχολή διδάσκονταν τα απαραίτητα μαθήματα, όπως ήταν τα ανθρωπιστικά γράμματα, η ρητορι­κή, η φιλοσοφία, η λογική, η θεολογία, η γεωγραφία και τα μαθηματικά. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ναυπλιώτες στη Βενετία (16ος – αρχές 18ου αι.) – Η κοινότητα της διασποράς ως τοπική ιστορία – Σωτήρης Κουτμάνης, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Η ιστορία της ελληνικής παροικίας της Βενετίας έχει πολυεπίπεδα μελετηθεί και μάλιστα διεξοδικά κάτω από το πρίσμα της γεωγραφικής προέλευσης των μελών της. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε το γεγονός ότι η Βενετία ήταν όχι μόνο πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, που είχε για αιώνες υπό την κυριαρχία της περιοχές του ευρύτερου ελληνικού χώρου, αλλά υπήρξε και σημαντικό οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της Μεσογείου, με αποτέλεσμα να έλκει διαχρονικά ετερόκλητες γεωγραφικά και επαγγελματικά ομάδες Ελλήνων. [1] Σε συνδυασμό με την άρτια γραφειοκρατική συγκρότηση του βενετικού κράτους, οι τοπικοί λόγιοι και ιστοριοδίφες έβρισκαν ανέκαθεν στις βιβλιοθήκες και τα αρχεία της πόλης έναν ανεξερεύνητο πλούτο για τα περιορισμένα γεωγραφικά ενδιαφέροντά τους. [2] Παλαιότερα είχα ασχοληθεί με τους Ευβοείς στη Βενετία και είχα αναγκαστεί να εξερευνήσω το χρονικό μιας απουσίας, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν Ευβοείς. [3] Στην περίπτωση των Ναυπλιωτών, αντίθετα, δεν υπάρχει αυτός ο φόβος. Η παρουσία τους στην πόλη της Βενετίας είναι διακριτή καθ’ όλο τον 16ο αι., ενώ εντείνεται σημαντικά μετά την πτώση του Ναυπλίου το 1540 και γίνεται αισθητή σε όλους τους τομείς της παραγωγικής ζωής. Κατά τον 17ο αι. η εγκατάστασή τους στη Βενετία περιορίζεται δραστικά και φθίνει προς το τέλος του αιώνα, ωστόσο συνεχίζουμε να εντοπίζουμε μια μικρή αλλά δραστήρια ομάδα εμπόρων και πλοιοκτητών με καταγωγή από το Ναύπλιο.

Συγκεκριμένα, τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν και στα οποία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, είναι δύο:

α) Οι Ναυπλιώτες στη Βενετία συμπεριφέρονταν ως συλλογικό υποκείμενο; Αποτελούσαν, δηλαδή, διακριτή υποομάδα με ξεχωριστά χαρακτηριστικά μέσα στην ευρύτερη ομάδα της ελληνικής παροικίας ή απλά ήταν διασκορπισμένοι ως άτομα στις διάφορες γειτονιές της πόλης;

β) Συνέχιζαν να διατηρούν σχέσεις και επαφές με τον τόπο καταγωγής τους, δηλαδή το Ναύπλιο, ή το μόνο που τους συνδέει με αυτό είναι ο γεωγραφικός προσδιορισμός που απαντάται στις αρχειακές ενδείξεις δίπλα στο όνο­μά τους, Napoli di Romania;

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να τονιστεί ότι ο μεγάλος αριθμός των Ναυπλιω­τών ήρθε στη Βενετία κατά την ίδια χρονική περίοδο και με την ίδια αφορμή: την πτώση του Ναυπλίου στους Οθωμανούς το 1540. Βέβαια, οικογένειες εμπόρων προερχόμενων από το Ναύπλιο συναντάμε ήδη πριν από αυτήν την ημερομηνία, ωστόσο τα δημογραφικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά της τομής που δημιούργησε αυτό το πολιτικοστρατιωτικό γεγονός. Στο μητρώο των μελών της Ορθόδοξης Αδελφότητας του Αγίου Νικολάου της Βενετίας, κατά την περίοδο 1498-1537, δηλαδή από την ίδρυση της Αδελφότητας μέχρι την έναρξη του τρίτου βενετοτουρκικού πολέμου (1537), συναντάμε μόνο δέκα Ναυπλιώτες. Μετά όμως από το 1537, έως και το 1562, οι Ναυπλιώτες που εγγράφονται στην Αδελφότητα, φθάνουν συνολικά τους 52 και αποτελούν την πολυπληθέστερη γεωγραφικά ομάδα, μετά τους Κερκυραίους. [4] Την ίδια εικόνα έχουμε και στις καταχωρίσεις θανάτων στο αρχείο της Ελληνικής Κοι­νότητας για την περίοδο 1536-1576. [5]

Ακόμη, η έντονη ενασχόλησή τους με την πολιτική ζωή της παροικίας, δηλαδή με τη Αδελφότητα του Αγίου Νικο­λάου, αντανακλάται και στην κατάληψη κοινοτικών αξιωμάτων (11 φορές Ναυπλιώτες κατέλαβαν τη θέση του προέδρου σε διάστημα 72 ετών, από το 1544 έως το 1616). Συνολικά για τον 16ο αι., και σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Έρση Μπερκ στη μελέτη της για τους Έλληνες της Βενετίας, η παρουσία των Ναυπλιωτών εμφανίζεται να είναι η πιο πυκνή πληθυσμιακά μαζί με αυτή των Κρητικών (194 [21,3%] και 201 [22, 2%] αντίστοιχα). Αυτά τα στοιχεία, ωστόσο, πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο σκεπτικισμό, καθώς προέρχονται από ετερόκλητες αρχειακά πηγές (όπως νοταριακά έγ­γραφα, αιτήσεις, εμπορικές πράξεις), όπου η αναγραφή του τόπου καταγωγής είναι ελλιπής ή πολλές φορές παραπλανητική (π.χ. μόνο το 27% των Ελλήνων που εντόπισε η Μπερκ φέρει γεωγραφική ένδειξη). [6]

Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις μας, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι οι Ναυπλιώτες πρόσφυγες που έφθασαν μαζικά στη Βενετία, άνδρες και γυναίκες, έμποροι, εφημέριοι, κωδικογράφοι, στρατιώτες, ναυτικοί, τεχνίτες, μαραγκοί, άλλαξαν και διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής παροι­κίας ανανεώνοντάς τη βιολογικά και προσδίδοντάς της νέα δυναμική. Ήδη το 1542, με αφορμή τις διαφορές που προέκυψαν μεταξύ της Αδελφότητας και της βενετικής διοίκησης αναφορικά με τον διορισμό φιλοκαθολικών ιερέων στον ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου, ο ιστορικός Ιωάννης Βελούδης ανα­φέρει τους Ναυπλιώτες ανάμεσα στους παράγοντες που επηρέασαν θετικά τις εξελίξεις σε αυτό το κρίσιμο κοινοτικό ζήτημα, «παρέστησαν ὡς πολὺ τοῦτο διαφέρον τῷ Κράτει, μάλιστα δὲ διὰ τὸ πλῆθος τῶν εἰς Βενετίαν, μετὰ τὴν ἅλωσιν τοῦ Ναυπλίου, καταφυγόντων Ἑλλήνων».[7]

 

Το Ελληνομουσείο Φλαγγίνη, αριστερά και στο κέντρο, ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων, συνοικία Καστέλο. Το 1498, η ελληνική κοινότητα της Βενετίας πήρε το δικαίωμα να ιδρύσει τη «Scuola de San Nicolò dei Greci» (Σχολή του Αγίου Νικολάου των Ελλήνων», μια αδελφότητα η οποία βοηθούσε τα μέλη της κοινότητας. Το 1539, μετά από διαρκείς διαπραγματεύσεις, η καθολική εκκλησία επέτρεψε την κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου η οποία χρηματοδοτήθηκε από φόρο σε όλα τα πλοία που ερχόταν από Ορθόδοξες περιοχές. Η Φλαγγίνειος Σχολή, ή Ελληνομουσείο Φλαγγίνη ή Φλαγγιανόν Φροντιστήριον ήταν ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτούργησε στη Βενετία από το 1662 έως το 1905.

 

Το εσωτερικό της εκκλησίας του Άγιου Γεωργίου στη Βενετία. Λιθογραφία, William Frederick Lake, περίπου το 1843.

 

Η μαζική αυτή μετακίνηση στη Βενετία ευνοήθηκε από την πολιτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Όσοι κάτοικοι του Ναυπλίου αποχώρησαν μαζί με τα βενετικά καράβια, εγκαταστάθηκαν σε βενετικές κτήσεις και έλαβαν χρηματικές αποζημιώσεις και βοηθήματα. Συγκεκριμένα, ως πρώτο μέτρο για τους πρόσφυγες της Βενετίας αποφασίστηκε το 1541 να δοθεί ενάμισι δουκά­το τον μήνα σε κάθε οικογένεια για την πληρωμή του ενοικίου και άλλο ενά­μισι δουκάτο τον μήνα σε κάθε μέλος για τα καθημερινά του έξοδα. Μεταξύ των ετών 1546-1548 η βενετική Γερουσία παραχώρησε σε 40 οικογένειες του Ναυπλίου (και της Μονεμβασιάς) διαφόρων ειδών ευεργετήματα, όπως συ­ντάξεις, εισοδήματα από πολιτικά ή στρατιωτικά αξιώματα, ενώ σε επιφανείς οικογένειες του Ναυπλίου (Μαλαξό, Λεύκαρο, Ντενασή) παραχωρήθηκαν γαίες στην Κρήτη. [8] Όπως σημειώνει η Μπερκ, που μελέτησε τις αιτήσεις των Ναυπλιωτών προς τη βενετική εξουσία, οι δικαιούχοι των ανταμοιβών δεν ήταν εξαθλιωμένοι πρόσφυγες (παρόλο που αυτοπροβάλλονταν ως τέτοιοι), αλλά ανήκαν στο γραφειοκρατικό και στρατιωτικό στρώμα της πόλης, το οποίο είχε απολέσει τις περιουσίες και τα εισοδήματά του μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Οθωμανούς. [9]

Στις αιτήσεις τους οι Ναυπλιώτες περιέγραφαν γλαφυρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, υπογράμμιζαν την πίστη και τις υπηρεσίες τους στη Γαληνοτάτη και προσπαθούσαν να μεταβιβάσουν τα αξιώματα που τους είχε παραχωρήσει η Βενετία, στους απογόνους τους.

Η Ελένη Αποστόλη, π.χ., ανέφερε (το 1579) ότι η περιουσία της, όταν ζούσε στο Ναύπλιο, ανερχόταν σε 2.000 δουκάτα και με τον ερχομό της στη Βενετία ήταν αναγκασμένη να ζει σε μεγάλη φτώχια, έως ότου της παραχωρήθηκε ένα εισόδημα από το Τελωνείο του λιμανιού (Dogana da Mar), εξέφραζε ευγνωμοσύνη για τη γενναιοδωρία της Βενετίας στους Ναυπλιώτες «που είναι από τους πιο πιστούς υπηκόους», και ζητούσε να κληρονομήσουν τα παιδιά της το επίδομα που της είχε δοθεί εφ’ όρου ζωής. Το ίδιο ζητούσε και η Μαρίνα Πετρούτσινα (1584) με το επιχείρημα ότι και άλλες οικογένειες από το Ναύπλιο είχαν αποκτήσει αυτό το δικαίωμα. [10] Πράγματι, συναντάμε, μετά από 50 χρόνια, περιπτώσεις απογόνων των πρώτων εκείνων προσφύγων του Ναυπλίου, που μνημονεύουν τα ευεργετήματα που είχαν απονεμηθεί σ’ εκείνους με τον ερχομό τους στη Βενετία. Παρατηρούμε εδώ πως η ταυτότητα της εντοπιότητας, η μνήμη της πατρίδας ζει και συντηρείται μέσω των κληρονομικών δικαιωμάτων. Η κα­ταγωγή από το βενετικό Ναύπλιο μετατρέπεται σε προνόμιο που πρέπει να αποδειχθεί και να προβληθεί.

Είναι γνωστή η ιστορία με τις καμπάνες του Ναυπλίου, τις οποίες μετέφερε ο Νικόλαος Καλαβρός στη Βενετία, προκειμένου να φυλαχθούν στον ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, με τον όρο να επιστραφούν στο Ναύπλιο όταν αυτό απελευθερωθεί. [11] Ωστόσο, δεν είναι η μοναδική περίπτωση που δείχνει ότι η τοπική πατρίδα συνέχιζε να υπάρχει φαντασιακά ως εξόριστη πατρίδα στη Βενετία. Σε ατομικό επίπεδο το Ναύπλιο αναφερόταν στις διαθήκες των Ναυπλιωτών ως τόπος με τον οποίο είχαν ακόμη δεσμούς. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Τζουάν Χαρμπούρη, ο οποίος στη διαθήκη του (1544) άφηνε δύο καμπάνες και ένα εγκόλπιο με μαργαριτάρια στον ναό του Σωτήρος, σε περίπτωση που το Ναύπλιο ξαναγίνει χριστιανικό, ενώ ζητούσε από την οικονόμο του να παντρευτεί σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα του Ναυπλίου. [12] Σε συλλογικό επίπεδο η Napoli di Romania ορίστηκε (μαζί με τη Μονεμβασιά), το 1572, δηλαδή 30 χρόνια μετά την απώλεια του Ναυπλίου, ως μία από τις έξι γεωγραφικές περιοχές από τις οποίες εκλέγονταν τα μέλη του συμβουλίου της Ελληνικής Αδελφότητας, παρόλο που δεν αποτελούσε πλέον βενετική κτήση.

Φαίνεται ότι ο προσφυγικός χαρακτήρας της μετακίνησης και ο οθωμανι­κός κίνδυνος ευνόησε τη μετανάστευση ολόκληρων οικογενειών από το Ναύ­πλιο. Σε αντίθεση με άλλους Έλληνες, οι οποίοι ακολουθούσαν την ατομική μετανάστευση ή την πρακτική του αντιπροσώπου που έμενε στη Βενετία και άφηνε την ευρύτερη οικογένειά του στον τόπο καταγωγής (π.χ. οι Ηπειρώτες, Αθηναίοι ή ναυτικοί), στην περίπτωση των Ναυπλιωτών τα συγγενικά δίκτυα αναπτύχθηκαν μέσα στη βενετική κοινωνία σε τέτοιο βαθμό που τους καθι­στούσε την πιο συνεκτική και ομογενοποιημένη ομάδα στους κόλπους της ελληνικής παροικίας κατά τον 16ο αι.

Ο οίκος των Κουβλήδων διακρινόταν σε 11 νοικοκυριά και 12 κλάδους, οι Μορμόρηδες σε 13 νοικοκυριά, οι Κατι­κούρα σε οκτώ κλάδους και οι Καβοπένα σε πέντε. Παράλληλα με το πλήθος των άμεσων ή εξ αγχιστείας συγγενών που διέθετε κάθε οικογένεια, οι Ναυ­πλιώτες παρουσίαζαν και το μεγαλύτερο ποσοστό γεωγραφικής ενδογαμίας μέσα στην Ελληνική Κοινότητα, δηλαδή επέλεγαν να τελέσουν γάμους με οικογένειες που είχαν καταγωγή από το Ναύπλιο. Έτσι ενώθηκε η οικογένεια Κουβλή με τη Σαβογιάννη και Χαρμπούρη, η οικογένεια Σαβογιάννη με την Κατικούρα, η Κατικούρα με τη Μόρμορη, η Μόρμορη με τη Μαζαράκη. [13] Πρόκειται ασφαλώς για οίκους που είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ακολουθούσαν γαμήλιες στρατηγικές που εξασφάλιζαν την ανάδειξη ή τη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης, όπως συνηθιζόταν στα ανώτερα βενετικά στρώματα.

Η πιο επιφανής και εύπορη οικογένεια του Ναυπλίου στη Βενετία ήταν οι Κουβλήδες. Ο Κανάκης Κουβλής, ο πατριάρχης του οίκου, ήταν ήδη σημα­ντικός έμπορος πριν έλθει στη Βενετία. Το 1548 η Γερουσία του παραχώρησε το προνόμιο να εμπορεύεται αλάτι ως αποζημίωση για την απώλεια της περιουσίας του στο Ναύπλιο. Το εμπορικό του δίκτυο εκτεινόταν στην ανατολική Μεσόγειο και η δραστηριότητά του αφορούσε κυρίως τη μεταφορά σιτηρών και μεταξωτών υφασμάτων στη βενετική μητρόπολη. Οι γιοι του Ανδρόνικος και Νικόλαος αύξησαν την οικογενειακή περιουσία και επέκτειναν τις οικονομικές τους δραστηριότητες και σε άλλους τομείς. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι, ενώ οι εμπορικοί συνεργάτες του πατέρα Κανάκη παρέμειναν αποκλειστικά Έλληνες, και κυρίως Ναυπλιώτες, οι γιοι του, και πρωτίστως ο Νικόλαος, έγιναν συνέταιροι με Βενετούς εμπόρους και επένδυσαν κεφάλαια σε εκδοτικές επιχειρήσεις και ακίνητα στη Βενετία και στην ενδοχώρα. [14] Όλοι οι υπόλοιποι κλάδοι της οικογένειας ασχολήθηκαν με το εμπόριο και αναμείχθηκαν στη ζωή της Αδελφότητας καταλαμβάνοντας αξιώματα και αφήνοντας δωρεές και κληροδοτήματα στην Αδελφότητα του Αγίου Νικολάου. Ωστόσο, από τις αρχές του 17ου αι., σταδιακά η οικογένεια αφομοιώνεται από το βενετικό περιβάλλον και απομακρύνεται από το επίκεντρο της ελληνικής παροικίας.

Συνολικά, η γενική εικόνα για τους Ναυπλιώτες αλλάζει τον επόμενο αιώνα, καθώς η παρουσία τους στη Βενετία εξασθενεί. Αν και στο πρώτο μισό του 17ου αι. εντοπίζονται αρκετοί πραγματευτές από το Ναύπλιο, ο αριθμός τους μειώνεται όσο προχωράμε προς το τέλος του αιώνα, παρόλο που με τον έκτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1684-1699) η Πελοπόννησος θα περάσει στην κυριαρχία της Γαληνοτάτης. Αυτήν την περίοδο ως σημαντικότεροι εισαγω­γείς της αγροτικής παραγωγής του Ναυπλίου, και γενικότερα του Μοριά, στη Βενετία εμφανίζονται οι Αθηναίοι έμποροι (Μάκολας, Καπετανάκης, Περού­λης, Ταρωνίτης), οι επαφές των οποίων με την Πελοπόννησο πύκνωσαν ακόμη περισσότερο μετά την εκεί μαζική μετοικεσία τους κατά τα χρόνια του πολέμου.

 

Ο Βενετοτουρκικός πόλεμος του 1686, που οδήγησε στην ανακατάληψη του Ναυπλίου από τους Βενετούς. Επιχρωματισμένη χαλκογραφία (β’ μισό του 17ου αιώνα), έργο του Ολλανδού R. de Hooghe.

 

Οι έμποροι από το Ναύπλιο, λίγοι σε αριθμό (εντοπίστηκαν μόνο 14 για την περίοδο 1620-1700) και διαθέτοντας μέτρια κεφάλαια συνέχισαν να βρίσκονται συσπειρωμένοι γύρω από την ελληνική παροικία, ωστόσο δεν αποτελούσαν πλέον ξεχωριστή ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. [15] Τα κυριότερα προϊόντα που εξήγαν από την Πελοπόννησο ήταν μετάξι, βελανίδι, πρινοκόκκι, τυρί, λάδι και κρασί. Τα εμπορεύματα που εισάγονταν ήταν, όπως και στον υπόλοιπο οθωμανικό χώρο, βιοτεχνικά, παρόλο που τη δεκαετία του 1670 έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί μια «fabrica» (δεν διευκρινίζεται τι είδους) από τον Μιχαήλ Κουβλή στο Ναύπλιο, για την κατασκευή της οποίας απαιτείτο ξυλεία, αλλά οι Βενετοί δεν επέτρεψαν την εξαγωγή της. [16]

Οι Ναυπλιώτες συνεργάζονταν με Ηπειρώτες, Αθηναίους και Κρητικούς  εμπόρους, και γίνονταν μεσάζοντες των συμπατριωτών τους για τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων στη Βενετία. Ο Νικόλαος Αναστασίου, επονομαζό­μενος και Μωραΐτης, συνεργαζόταν με τους Καγιάνηδες, εμπόρους από την Κρήτη, για τη μεταφορά σιτηρών. Ο ίδιος είχε συνάψει εταιρεία με Άγγλους εμπόρους του Λιβόρνου για την εισαγωγή χαβιαριού από τη Μόσχα. Ο Ιωάν­νης Κοντολέος εισήγε τυρί μαζί με Αθηναίους εμπόρους. Ο Μαρίνος Μπε­λόκας παρέδιδε μετάξι από την Καλαμάτα στους ηγούμενους της Βενετίας το 1620, ενώ ο γιος του Μιχαήλ Μπελόκας είχε συνάψει εταιρεία με τους Ηπειρώτες εμπόρους Πουλημένους τη δεκαετία του 1650 (ο ίδιος εκτός από το εμπόριο επένδυε τα κεφάλαιά του στην ασφάλιση πλοίων και την εκμί­σθωση φόρων, και συγκεκριμένα του φόρου του 6% που επιβάρυνε το μετάξι και άλλα εμπορεύματα του Λεβάντε· ο φόρος απέδιδε στο δημόσιο 32.100 δουκάτα ανά έτος). [17]

Συναντάμε, επίσης, Ναυπλιώτες να εμπλέκονται και στον βιοτεχνικό τομέα, κυρίως στη ναυπήγηση πλοίων. Το 1656 ο Γεώργιος Κούμανδρος από το Ναύπλιο, ο Αντώνιος Περιστιανός από την Κεφαλονιά και ο Zuanne Cevali από τη Βενετία κατασκεύασαν στο ιδιωτικό ναυπηγείο (squero) του di Grassi μια ταρτάνα ξοδεύοντας 4.000 δουκάτα. Το 1661 o Γεώργιος Κούμανδρος πάλι, μαζί με τον Γάλλο καπετάνιο Andrea Rinaldo, ναυπήγησαν στο ίδιο squero το πλοίο (nave) «Santo Costantino Imperatore et Santa Elena», τα 22 καράτια του οποίου ανήκαν στον εφοπλιστή από το Ναύπλιο. [18]

Στο συμβολικό επίπεδο η σχέση των Ναυπλιωτών της Βενετίας με τον τόπο καταγωγής τους κατά τον 17ο αι. παρουσιάζει ανάλογη εξασθένηση με την αριθμητική τους παρουσία. Ενώ δηλαδή οι πρώτοι πρόσφυγες μνημόνευαν συχνά την ιδιαίτερη πατρίδα τους (π.χ. ο κωδικογράφος Κορνήλιος Μόρμο­ρης είχε σημειώσει σε χειρόγραφο που είχε αντιγράψει, «Ἡ βίβλος αὕτη ὑπ’ ἐμοῦ Κορνηλίου τοῦ Ναυπλιέως τῶν Μορμορέων, […] μετὰ τὴν τῆς πατρίδος ὑπὸ Τούρκων ἅλωσιν Ἐνετίησι διατριβόντος ἐξεγράφη»), [19] οι έμποροι του 17ου αι. αδιαφορούσαν για παρόμοιες πρακτικές. Ο Νικόλαος Αναστασίου, π.χ., υπέγραφε στα διάφορα συμβολαιογραφικά έγγραφα ως «mercante Greco» (Έλληνας έμπορος) και όχι «di Napoli di Romania». [20] Στις διαθήκες τους απουσιάζει η μνεία του Ναυπλίου, ενώ συνάγουμε την άποψη ότι έχουν απορροφηθεί από το βενετικό πολιτισμικό περιβάλλον (δωρεές και κληροδοτήματα σε καθολικές αδελφότητες). Μόνη εξαίρεση αποτελεί ο Μιχαήλ Μπελόκας, ο οποίος στη διαθήκη του άφηνε 100 δουκάτα στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο προκειμένου να σπουδάσει ένας μαθητής από το Ναύπλιο. [21]

Στα τέλη του 17ου αι., όταν το Ναύπλιο έγινε πάλι βενετικό και άρχισαν οι εχθροπραξίες με τους Οθωμανούς, οι κάτοικοι του Ναυπλίου που έρχονταν στη Βενετία, δεν είναι πλέον Ναυπλιώτες αλλά κυρίως Αθηναίοι. Έτσι, το 1697 η γενική συνέλευση της Αδελφότητας αποφάσισε ότι Αθηναίοι που είχαν γίνει δεκτοί ως ευγενείς στο Ναύπλιο (δηλαδή τα μέλη της κοινότητας του Ναυπλίου) μπορούσαν να εκλέγονται στο διοικητικό συμβούλιο μέσω αυτής της πατρίδας, της Napoli di Romania, καθώς υπήρχαν κενές θέσεις για να καλυφθούν. [22]

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι οι Ναυπλιώτες της Βενετίας δρούσαν και παρουσιάζονταν ως συλλογικό υποκείμενο, ως ομάδα, μόνο κατά τον 16ο αι. Η δράση τους, οικονομική και κοινωνική, χαρακτήρισε και επηρέασε την ιστορία της ελληνικής παροικίας για όσο καιρό κράτησαν και οι συνέπειες της προσφυγικής τους μετακίνησης. Ο μαζικός χαρακτήρας της μετανάστευσης, η ομοιογένεια του κοινωνικού στρώματος που κατέφυγε στη Βενετία, οι «ενδογαμίες», οι οικονομικές δραστηριότητες και τα συγγενικά δίκτυα είναι παράγοντες που συνέβαλαν στη διατήρηση διακριτής ταυτότητας εντοπιότη­τας. Έκφραση αυτής της ταυτότητας βρίσκουμε στις αιτήσεις, στις διαθήκες και στην επιθυμία των Ναυπλιωτών να συγκροτήσουν ξεχωριστή «πατρίδα» (μαζί με τη Μονεμβασιά), δηλαδή ομάδα γεωγραφικής εκπροσώπησης, μέσα στους κόλπους της Αδελφότητας. Αντίθετα, κατά τον 17ο αι., η παρουσία τους στη Βενετία είναι σποραδική, περιορισμένη στο πρώτο μισό του αιώνα και χωρίς ιδιαίτερους συνεκτικούς δεσμούς με τον τόπο καταγωγής. Η ομαδο­ποίησή τους έγινε εδώ περισσότερο για τις ανάγκες της μελέτης παρά για τον ρόλο που διαδραμάτισαν ως συμπαγής ομάδα στη ζωή της ελληνικής παροι­κίας της Βενετίας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βασικές μελέτες για την ιστορία της ελληνικής παροικίας της Βενετίας είναι οι εξής: Ι. Βελούδης, Ελλήνων Ορθοδόξων αποικία εν Βενετία, Βενετία 1893 (11872)· Α. Ε. Καραθανάσης, Η Φλαγγίνειος σχολή της Βενετίας, Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987 (11975)· Φανή Μαυροειδή, Συμβολή στην ιστορία της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας στον ΙΣΤ΄ αιώνα. Έκδοση του Β΄ μητρώου εγγραφών (1533-1562), Νότης Καραβίας, Αθήνα 1976· Άρτεμη Ξανθοπούλου-Κυριακού, Η ελληνική κοινότητα της Βενετίας (1797-1866). Διοικητική και οικονομική οργάνωση, εκπαιδευτική και πολιτική δραστηριότητα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Φιλοσοφική Σχολή, Θεσσαλονίκη 1978· Μ. Ι. Μανούσακας, «Επι­σκόπηση της ελληνικής ορθόδοξης αδελφότητας της Βενετίας (1498-1953)», Τα Ιστορικά 11 (1989), σ. 243-264· Κ. Τσικνάκης, «Ο Ελληνισμός της Βενετίας», Χρύσα Α. Μαλτέζου (επιμ.), Όψεις της Ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1993, σ. 523-556· Χρύσα Α. Μαλτέζου (επιμ.), Δημοσία Ιλα­ρία, Βενετία 1999· της ίδιας, Η Βενετία των Ελλήνων, Μίλητος, Αθήνα 1999· Maria Fran­cesca Tiepolo – E. Tonetti (επιμ.), I Greci a Venezia. Atti del convegno internazionale di stu­dio (Venezia, 5-7 novembre 1998), Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Βενετία 2002.

[2] Για την ογκωδέστατη βιβλιογραφία της ελληνικής παροικίας της Βενετίας βλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Βιβλιογραφία του ελληνισμού της Βενετίας. Μέρος Α΄», Θησαυρίσματα 10 (1973), σ. 7-87· του ίδιου, «Βιβλιογραφία του ελληνισμού της Βενετίας. Μέρος Α΄. Γενικά συμπληρώματα (1973-1980)», Θησαυρίσματα 17 (1980), σ. 7-21· Χρύσα Μαλτέζου, Οδηγός του αρχείου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία – Αθήνα 2008, σ. 57-64.

[3] Σ. Κουτμάνης, «Ευβοείς στη Βενετία, 15ος-17ος αι.», στο: Βενετία – Εύβοια. Από τον Έγριπο στο Νεγροπόντε, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας – Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Βενετία – Αθήνα 2006, σ. 203-216.

[4] Μαυροειδή, Συμβολή στην ιστορία της Ελληνικής Αδελφότητας, ό.π., σ. 65.

[5] Ευτυχία Δ. Λιάτα, «Μνείες θανάτων Ελλήνων της Βενετίας από τα ταμειακά βιβλία της Ελληνικής αδελφότητας των ετών 1536-1576», Θησαυρίσματα 11 (1974), σ. 207.

[6] Ersie Burke, The Greek Neighborhoods of Sixteenth Century Venice 1498-1600. The Daily Life of an Immigrant Community, διδακτορική διατριβή, Monash University 2004, σ. 49-50.

[7] Βελούδης, Ελλήνων Ορθοδόξων αποικία, ό.π., σ. 63.

[8] Μαριάννα Κολυβά – Ε. Μοάτσος, «Αποκατάσταση Ναυπλιωτών και Μονεμβα­σιωτών προσφύγων στην Κρήτη το 1548», Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher 22 (1977-1984), σ. 380-381.

[9] Burke, The Greek Neighborhoods, ό.π., σ. 174-176.

[10] Στο ίδιο, σ. 184.

[11] Νίκη Τσελέντη, «Οι καμπάνες του τουρκοκρατούμενου Ναυπλίου στη Βενετία (1540-1693)», Θησαυρίσματα 15 (1978), σ. 228-245.

[12] Κ. Δ. Μέρτζιος, «Οκτώ διαθήκαι Ελλήνων της Βενετίας (1535-1549)», Μνημοσύνη 1 (1967), σ. 190.

[13] Burke, The Greek Neighborhoods, ό.π., σ. 67-68, 101.

[14] Για την οικογένεια Κουβλή βλ. στο ίδιο, σ. 139-142.

[15] Σ. Κουτμάνης, Έλληνες στη Βενετία. Κοινωνικό φύλο – οικονομία – νοοτροπίες, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2013, σ. 125-128.

[16] Στο ίδιο, σ. 149.

[17] Στο ίδιο, σ. 144-145, 187 (για τον Νικόλαο Αναστασίου), σ. 148 (για τον Ιωάννη Κοντολέο), σ. 159, 161, 194, 198 (για την οικογένεια Μπελόκα).

[18] Στο ίδιο, σ. 164-165.

[19] Λιάτα, «Μνείες θανάτων», ό.π., σ. 229.

[20] A.S.V., Notarile Atti, b. 6054, φ. 143r, 13 Αυγούστου 1652· φ. 212v, 6 Νοεμβρίου 1652· φ. 274r, 14 Φεβρουαρίου 1653.

[21] A.S.V., Notarile Testamenti, b. 1006, φ. 40r, 9 Σεπτεμβρίου 1665. Πρβλ., ωστόσο, την περίπτωση του Θοδωρή Κατικούρα (Toderin Caticora), που συνέταξε τη διαθήκη του το 1632. Πιθανότατα δεν πρόκειται για Ναυπλιώτη της Βενετίας, αλλά για Ναυπλιώτη έμπορο που βρέθηκε και πέθανε στη Βενετία, καθώς δεν γνώριζε ιταλικά. Στη διαθήκη του άφηνε 50 δουκάτα για την επισκευή του ναού της Αγίας Τριάδας του Ναυπλίου, «που είναι κοντά στο σπίτι μου» (A.S.V., Notarile Testamenti, b. 1088, αρ. 644, 12 Σεπτεμβρίου 1632).

[22] Αρχείο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (Α.Ε.Ι.Β.), Α 3, Κ 8, φ. 36v, 30 Ιουνίου 1697.

 

Σωτήρης Κουτμάνης

 Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Χρύσα Μαλτέζου:  «Η Πελοπόννησος κάτω από τη σημαία του Αγίου Μάρκου: ο τόπος και οι άνθρωποι»


 

Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard  σε συνεργασία με το Δήμο Ερμιονίδας, διοργανώνει διάλεξη με θέμα: «Η Πελοπόννησος κάτω από τη σημαία του Αγίου Μάρκου: ο τόπος και οι άνθρωποι».

Για το παραπάνω θέμα, η κυρία Χρύσα Μαλτέζου, Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, θα μιλήσει στην αίθουσα εκδηλώσεων του Γενικού Λυκείου Κρανιδίου, την  Τετάρτη 14  Μαρτίου 2012 και ώρα 19.00.

 

Χρύσα Μαλτέζου


 

Χρύσα Μαλτέζου

Η Χρύσα Μαλτέζου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1941), όπου τελείωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Σπούδασε με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως υπότροφος της Γαλλικής Κυβέρνησης φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Μεσογειακών Σπουδών του Aix-en-Provence και ως υπότροφος της Ακαδημίας Αθηνών μετεκπαιδεύτηκε στο Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Διπλωματούχος του Corso di Perfezionamento του Πανεπιστημίου της Πάντοβας και πτυχιούχος της Σχολής Παλαιογραφίας, Αρχειονομίας και Διπλωματικής των Κρατικών Αρχείων της Βενετίας.

 

Σταδιοδρομία

Ερευνήτρια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (1969-1979). Διευθύντρια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (1980-1994). Ειδική Επιστήμων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης: Βυζαντινή Ιστορία και Ιστορία της λατινοκρατίας στον ελληνικό χώρο (1977-1982). Καθηγήτρια Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1982-1994). Διευθύντρια του Τομέα Αρχαίας και Μεσαιωνικής Ιστορίας, και Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Fellow του Dumbarton Oaks Centre for Byzantine Studies,Washington (1987). Καθηγήτρια Ιστορίας της περιόδου της βενετοκρατίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1995).  Το 1998 εξελέγη από την Ακαδημία Αθηνών Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Τον Οκτώβριο του 2005, στο πλαίσιο του προγράμματος του Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, έδωσε διαλέξεις και σεμινάρια στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια του Princeton, Rutgers, Berkeley California και Mary Washington.

Μέλος ελληνικών και ξένων επιστημονικών συλλόγων και εταιρειών, ξένος εταίρος του Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, αντεπιστέλλον μέλος του Ateneo Veneto, ξένος εταίρος της Deputazione di Storia Patria per le Venezie, αντεπιστέλλον μέλος του Istituto Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici “Bruno Lavagnini”, επίτιμο μέλος της Ρωσικής Ένωσης των Μεσαιωνολόγων (Associetas Historicorum Russorum Medii Aevi), μέλος της Société Internationale des Historiens de la Méditerranée, μέλος της διεθνούς συντακτικής επιτροπής του περ. Mediterranean Historical Review, μέλος της Διεθνούς Επιτροπής του Istituto Internazionale di Storia Economica F. Datini (Prato) κ.ά.

Έλαβε μέρος σε πολυάριθμα ελληνικά και διεθνή επιστημονικά συνέδρια και διοργάνωσε διεθνείς επιστημονικές συναντήσεις, ημερίδες και συμπόσια. Μετά από σχετικές προσκλήσεις, έδωσε διαλέξεις και σεμιναριακά μαθήματα σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού (Collège de France, πανεπιστήμια Σορβόννης, Γενεύης, Association Jean Gabriel Eynard, Μπολόνιας, Βαρκελώνης, Μαδρίτης, Βαρσοβίας, Μόσχας, Perth Αυστραλίας, Ραβέννας, Fondazione Flaminia Ραβέννας, Τορίνου, Bερόνας κ.ά.).

Έχει πραγματοποιήσει με την ιδιότητα της ερευνήτριας και της Διευθύντριας του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών ερευνητικές αποστολές σε αρχεία της Ιταλίας, στα αρχεία της Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου της Πάτμου, της Μονής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, στα αρχεία της Κέρκυρας, των Κυθήρων και των πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.

 

Τιμητικές Διακρίσεις

Το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη συμβολή της στη διάσωση και επιστημονική εκμετάλλευση τoυ Ιστορικού Αρχείoυ των Κυθήρων.

Το 2003 τιμήθηκε για την επιστημονική προσφορά της από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κύριο Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής.

To 2006 το υπό τη διεύθυνσή της Eλληνικό Iνστιτούτο Bενετίας τιμήθηκε με το Διεθνές Bραβείο Ωνάση.

Tο 2007 τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο τηςBologna(έδρα Pαβέννας) με το βραβείο Dante Aligheri για την προσφορά της στη συντήρηση και ανάδειξη των πολιτισμικών αγαθών του ελληνισμού στη Bενετία.

 

Ερευνητική και Συγγραφική Δραστηριότητα

 

Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται σε δύο κύρια θέματα: α) στη βενετική περίοδο της ελληνικής ιστορίας: σχέσεις του Ελληνισμού με τη Δύση (φραγκοκρατούμενος και βενετοκρατούμενος ελληνισμός) από τον 13ο ως τον 18ο αιώνα· β) στις αρχειακές, παλαιογραφικές και διπλωματικές έρευνες. Με βάση ανέκδοτο και άγνωστο τις περισσότερες φορές αρχειακό υλικό που έχει εντοπίσει στα αρχεία και τις βιβλιοθήκες, ειδικότερα της Βενετίας, μελετά τα προβλήματα της εγκατάστασης των Ευρωπαίων στον μεσογειακό χώρο και τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν ανάμεσα στο ελληνικό και το ξένο στοιχείο (αμοιβαίες επιδράσεις, πολιτισμικές ανταλλαγές) κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Η έρευνα εξάλλου στις πρωτογενείς αρχειακές πηγές που σώζονται σε μοναστηριακές συλλογές, βιβλιοθήκες και αρχεία τόσο του ελληνικού χώρου όσο και του εξωτερικού την οδήγησε στη συστηματική ταξινόμηση, καταλογογράφηση, έκδοση και αξιοποίηση αρχειακών τεκμηρίων.

Έχει συγγράψει περισσότερες από 100 μελέτες που αφορούν την ιστορία των Ελλήνων στη διάρκεια της λατινοκρατίας, διερευνώντας ποικίλες όψεις των σχέσεων μεταξύ του βυζαντινού και μεταβυζαντινού κόσμου και της Βενετίας.

 

Ενδεικτικοί τίτλοι αυτοτελών βιβλίων

 

  • Ο θεσμός του εν Κωνσταντινουπόλει Βενετού βαΐλου (1268 – 1453), Αθήνα 1970.
  • Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της βενετοκρατίας (1211 – 1669), Κρήτη 1988.
  • Βενετική παρουσία στα Κύθηρα, Αθήνα 1991.
  • Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, επιστημονική διεύθυνση, Αθήνα 1993.
  • Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1999.
  • Χαρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, Βενετία 2000.
  • ire debeas in rettorem Caneae. Η εντολή του δόγη Βενετίας προς τον ρέκτορα Χανίων 1589, Βενετία 2002.
  • Bisanzio, Venezia e il mondo franco-greco (ΧΙΙΙ-XV secolo). Atti del Colloquio Internazionale organizzato nel centenario della nascita di Raymond-Joseph Loenertz o.p., Venezia, 1-2 dicembre 2000, a cura di Chryssa Maltezou-P.Schreiner, Βενετία 2002.
  • «Stradioti»: Οι προστάτες των συνόρων, Αθήνα 2003.
  • Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά. Μια τραγική μορφή ανάμεσα στον βυζαντινό και τον νέο ελληνικό κόσμο, Βενετία 2004.
  • Venezia e le isole ionie (Relazioni presentate al convegno di studio svoltosi a Corfù, il 26-27 settembre 2002), a cura di Chryssa Maltezou e G. Ortalli, Βενετία 2005.
  • Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Πενήντα χρόνια επιστημονικής διαδρομής 1955-2005, Αθήνα 2005.
  • Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Oδηγός του Aρχείου, Βενετία 2008.
  • Τα Κύθηρα τον καιρό που κυριαρχούσαν οι Βενετοί, Βενετία 2008.

 

Read Full Post »