Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Εμπόριο’

Ο Χαραλάμπης Περρούκας ως έμπορος στην Πάτρα προεπαναστατικώς – Ηλίας Γιαννικόπουλος, Πρακτικά του Εκτάκτου Αχαϊκού Πνευματικού Συμποσίου 2006.


 

Στο πλουσιότατο Αρχείο της οικογένειας Περρούκα του Άργους, το  οποίο απόκειται στο Αρχείο Εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος,[1] διασώζεται ικανός αριθμός εγγράφων αφορώντων στον νεότερο υιό του Νικολάου Περρούκα Χαραλάμπη (1793-1824). Στην παρούσα μελέτη θα μας απασχολήσουν μόνο τα έγγραφα της προεπαναστατικής εποχής, αρχής γενομένης από το έτος 1814. Πρόκειται περί διάσπαρτων στο Αρχείο Περρούκα ιδιωτικών εγγράφων, δηλ. ιδιωτικών επιστολών, οι οποίες έχουν ως παραλήπτη ή αποστολέα τον Χαραλάμπη Περρούκα.

Οι επιστολές αυτές είναι οικογενειακής και εμπορικής φύσεως. Ανταλλάσσονται κυρίως μεταξύ των αδελφών Νικολάου Περρούκα, ανέρχονται σε περίπου 300 και κατανέμονται ως εξής:

α) 115 επιστολές έχουν ως αποστολέα τον Χαραλάμπη και αποδέκτη τον αδελφό του Ιωάννη, προεστό του Άργους, μόνιμο κάτοικο αυτής της πόλης, αλλά ενίοτε διαμένοντα προσωρινά στην Τριπολιτσά λόγω των καθηκόντων του,

β) 70 επιστολές του ιδίου απευθύνονται προς τον έτερο αδελφό του Δημήτριο, βεκίλη (=αντιπρόσωπο) της Πελοποννήσου στην Κωνσταντινούπολη από το έτος 1813,

γ) ελάχιστες επιστολές, τέσσερις τον αριθμό, όλες του έτους 1816, απευθύνονται από τον Χαραλάμπη στον πατέρα του Νικόλαο, και τέλος,

δ) 12 περίπου επιστολές του Χαραλάμπη έχουν άδηλον παραλήπτη.

Εξάλλου, ε) 104 επιστολές απευθύνονται στον Χαραλάμπη εκ μέρους του αδελφού του Ιωάννη. Γύρω στις 50 επιστολές έχουν αποστολέα ή παραλήπτη τον Χαραλάμπη, αλλά σχετίζονται με πρόσωπα εκτός του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος (Σωτήριο Περρούκα, Σωτήριο Χαραλάμπη, Διονύσιο Αβραμιώτη, Απόστολο Κωνσταντίνου, Γ. Ταμπακόπουλο, Ανδρέα Κασιμάτη, κ.ά.).

Είναι αξιοπερίεργο ότι μολονότι έχουν διασωθεί δεκάδες επιστολές του Δημητρίου προς τον Ιωάννη κατά την προεπαναστατική περίοδο, δεν έχει διασωθεί ούτε μία επιστολή του Δημητρίου προς τον Χαραλάμπη κατά την αυτή περίοδο. Στατιστικά, οι περισσότερες επιστολές του Χαραλάμπη προς τον Ιωάννη έχουν αποσταλεί κατά το έτος 1818 (32 επιστολές), του ιδίου προς τον Δημήτριο επίσης το έτος 1818 (20 επιστολές), ενώ του Ιωάννη προς τον Χαραλάμπη το έτος 1819 (42 επιστολές).

Όλα σχεδόν τα έγγραφα είναι πρωτότυπα και σε καλή κατάσταση, καλογραμμένα και ορθογραφημένα. Ειδικά οι επιστολές του Χαραλάμπη είναι εκφραστικά άψογες και ορθογραφικά αλάνθαστες, δείγμα ότι το αρχοντόπουλο του Άργους ήταν κάτοχος ικανής παιδείας, τις στερεές βάσεις της οποίας ασφαλώς θα απέκτησε στην ιδρυθείσα κατά το έτος 1798 Σχολή του Άργους.

 

Η Ακρόπολη του Άργους. Χαρακτικό, του Γάλλου αρχαιολόγου και αυτοδίδακτου ζωγράφου Αλεξάντρ Λενουάρ (1761-1839), π. 1810.

 

Η αλληλογραφία από και προς τον Χαραλάμπη Περρούκα περιέχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, όχι μόνο για τον ίδιο και την προσωπικότητά του, αλλά και για πτυχές της εμπορικής κίνησης, της οικονομικής ζωής, και του καθημέραν κοινωνικού βίου του λαού μας στην Πελοπόννησο κατά την δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.

Η αλληλογραφία αυτή μας βοηθά να γνωρίσουμε καλύτερα τον Χαραλάμπη και ως άνθρωπο και ως επαγγελματία, και να αντλήσουμε πληροφορίες, χρήσιμες για την κατανόηση των εμπορικών σχέσεων, τη διακίνηση των προϊόντων, την διακύμανση των τιμών, την αναζήτηση κεφαλαίων, την παρεμβατική πολιτική των Τούρκων αξιωματούχων και των τοπικών προκρίτων στο εμπόριο, κλπ., καθώς και πληροφορίες γενικότερου ενδιαφέροντος. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η οικονομική ανάπτυξη της Μαριούπολης τον 19ο αιώνα – Σβετλάνα Νοβικοβά


 

Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά των πόλεων-λιμανιών της Αζοφικής θάλασσας και της παρευξείνιας ζώνης ήταν η πολυεθνοτική σύνθεση του πληθυσμού, ο οποίος αποτελείτο από Έλληνες, Ρώσους, Ουκρανούς, Γερμανούς, Εβραίους, Βούλγαρους κ.ά. Σήμερα οι Έλληνες δεν αποτε­λούν πλέον την πολυπληθέστερη εθνοτική κοινότητα στην περιοχή, αλλά διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή του τόπου.

Κατά την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε σημα­ντικά το ενδιαφέρον των ερευνητών για την ιστορία των ελληνικών κοι­νοτήτων που βρίσκονται στη Ρωσία και την Ουκρανία καθώς και για τις δραστηριότητές τους. Ένας σημαντικός αριθμός μελετών είναι αφιερωμέ­νος σε πτυχές της ιστορίας των Ελλήνων της Μαριούπολης. Μεταξύ αυ­τών θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τις έρευνες των Άννα Γεντιό, Μαργαρίτας Αραντζιόνι, Νατάλια Μπατσάκ, Λαρίσσα Γιακούμποβα, Σ. Καλοέροβ, Ρ. Σαένκο, καθώς και της υπογράφουσας. Λείπει, ωστόσο, μια διεξοδικότερη μελέτη των οικονομικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων της Μαριούπολης, μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις-λιμάνια της Αζοφικής κατά τον 19ο αιώνα. Η μελέτη αυτή θα μπορούσε να φωτίσει τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης της ελληνικής διασποράς.

 

Οδός Τοργόβαγια, Μαριούπολη. Πηγή: ΜΤΙΜ.

 

Η πολυεθνοτική σύνθεση του πληθυσμού της πόλης διαμορφώθηκε στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα υπό την επιρροή της εξωτερι­κής και της εσωτερικής πολιτικής της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Πληθυσμιακά η ελληνική κοινότητα ήταν η μεγαλύτερη στην πόλη έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Η εγκατάσταση Ελλήνων στα εδάφη της μετέπειτα Μαριούπολης και στις γύρω από αυτήν περιοχές ήταν άμεσο αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής αυτοκρατορίας στην Αζοφική μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774. Το σχέδιο του εποικισμού είχε σκοπό την υπεράσπιση των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η εφαρμογή του «ελληνικού σχεδίου» είχε ως συνέπεια την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, με την οποία η βόρεια Αζο­φική εντάχθηκε στη Ρωσική αυτοκρατορία. Η ρωσική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να προχωρήσει στην όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάπτυξη αυτής της περιοχής, την οποία επέβαλλαν όχι μόνο στρατηγικοί αλλά και οικονομι­κοί και δημογραφικοί παράγοντες.

Το πρώτο βήμα στην υλοποίηση του «ελληνικού σχεδίου» ήταν η εγκατάσταση στο Ταγανρόγ των Ελλήνων ναυτικών που πολέμησαν στο πλευρό της Ρωσίας. Το δεύτερο βήμα ήταν η μετεγκατάσταση των χρι­στιανών της Κριμαίας, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων, στα εδάφη της υπό διαμόρφωση Περιφερειακής Διοίκησης (Ουέζντ) της Μαριούπολης καθώς και εντός της πόλης. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Προεπαναστατικές Πραγματικότητες – Η Οικονομική κρίση και η Πορεία προς το Εικοσιένα – Βασίλης Κρεμμυδάς, «Μνήμων», τόμ. 24 (2002)


 

Σε δημοσίευμα μου του 1976 [1] είχα προσπαθήσει να αναδείξω την έκταση και το βάθος μιας κρίσης των νέων κυρίως οικονομικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων, υπηκόων του σουλτάνου ή μοναρχών της Ευρώπης, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, την τελευταία δηλαδή πριν από την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, είχα επίσης επιχειρήσει να συνδέσω την κρίση με την Επανάσταση, προτείνοντας να υποθέσουμε ότι επιτάχυνε την έναρξη της.

Κυρίως όμως προσπάθησα να περιγράψω ένα κλίμα συνολικότερης κρίσης, με τις ρίζες του στην κρίση των οικονομικών δραστηριοτήτων, το οποίο διαχύθηκε με μεγάλη ταχύτητα και έθιξε διαμορφωμένες κοινωνικές σχέσεις και εξουσίες, οικονομικές, ιδεολογικές και πολιτικές, προκειμένου να προτείνω ένα νέο αναλυτικό, εκτός από εννοιολογικό, εργαλείο για την καλύτερη κατανόηση του Εικοσιένα: οι νέες πραγματικότητες του ελληνισμού, που άρχισαν να διαμορφώνονται από τα μέσα του 18ου αιώνα, με χρονικό σημείο ωρίμανσης και ακμής τους την τελευταία δεκαετία του και την πρώτη του 19ου αιώνα, άρχισαν να βυθίζονται σε σοβαρή κρίση μετά το 1810, η οποία, όπως θα δούμε σ’ αυτό εδώ) το δημοσίευμα, ανέδειξε και πολλά αδιέξοδα, και, πάντως, η Επανάσταση δεν οργανώθηκε και δεν κηρύχθηκε μέσα σε κλίμα γενικής ανόδου και ευφορίας, παρά μέσα σε κατάσταση γενικευμένων περίπλοκων προβλημάτων και αδιεξόδων.

 

«Ο Θεμιστοκλής», υδατογραφία, έργο του Αντωνίου Ε. Κριεζή (1872-1944). Αντίγραφο από έργο του Antoine Roux που φιλοτεχνήθηκε στη Μασσαλία το 1811. Ο πίνακας απεικονίζει το μπρίκι Θεμιστοκλής της νήσου Ύδρας με ρωσική σημαία. Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας.

 

Στο δημοσίευμα εκείνο έχουν αποτυπωθεί ιστοριογραφικά δεδομένα και αιτήματα της εποχής του, όπως σε κάθε δημοσίευμα. Έκτοτε, η ιστοριογραφική πείρα και εμπειρία που συσσωρεύθηκαν είναι πλούσιες. Αυτά, καθώς και η αίσθηση ότι η ώρα για τη σύνταξη μιας νέας Ιστορίας του Εικοσιένα έχει πια έρθει, με κάνουν να επανέλθω στο ζήτημα που με είχε απασχολήσει το  1976: [2] πολλές από τις επιφυλάξεις που διέκριναν τότε παρατηρήσεις και υποθέσεις μου πρέπει τώρα να αρθούν κρίσιμα ζητήματα που απλώς τέθηκαν τότε είναι τώρα δυνατόν να εξεταστούν αναλυτικότερα και διεισδυτικότερα, κάποιες παρατηρήσεις για συνολικότερα αιτήματα του ελληνισμού, κυρίως αυτό για την ανάγκη να δημιουργηθεί εθνική αγορά, πρέπει τώρα να διαβαστούν κάπως διαφορετικά, ενώ νέα τεκμήρια ανέδειξαν και άλλες όψεις της κρίσης, που την εμφανίζουν περισσότερο αδιέξοδη. Αυτά είναι η δική μου διεκδίκηση από αυτό εδώ το μελέτημα, το οποίο όμως δεν είναι δυνατό να διαβαστεί ανεξάρτητα από εκείνο του 1976 [3].

Και ας προστεθεί ότι τώρα η ματιά έχει περιοριστεί στη ναυτιλία και στο θαλάσσιο εμπόριο, όπου με λίγα νέα αρχειακά τεκμήρια και με την περαιτέρω επεξεργασία ήδη γνωστών είναι δυνατό να τοποθετήσουμε το πρόβλημα σε περισσότερο βάθος και μεγαλύτερη έκταση. Για άλλους τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων δεν έχουν προκύψει νέα τεκμήρια, εξηγείται, ωστόσο, πιο κάτω ότι οι εμποροναυτιλιακές δραστηριότητες επηρέαζαν σημαντικό μέρος και της παραγωγής και της έξω απ’ αυτές κυκλοφορίας. Χρειάζεται και μια τελευταία διευκρίνιση: η παρακμή των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του δυτικού ελληνικού χώρου (Μεσολόγγι, Ήπειρος) συνέβη πολύ ενωρίτερα, στα μέσα του 18ου αιώνα, οφείλεται σε διαφορετικούς λόγους και δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτήν του Αιγαίου, για πολλούς λόγους, είναι ένα διαφορετικό γεγονός.

Έγινε πιο πάνω λόγος για κρίση των νέων ελληνικών οικονομικών δραστηριοτήτων αυτές είναι η ανάπτυξη πολύ ισχυρής εμπορικής ναυτιλίας και η διεξαγωγή εμπορίου με ευρωπαϊκή και μεσογειακή διάσταση, η δημιουργία και ακμή νέας βιομηχανικής παραγωγής, η οργάνωση μοντέρνων οικονομικών σχημάτων και θεσμών και η ένταξη τους στις οικονομικές σχέσεις που διαμορφώνονταν στην Ευρώπη, τη μητρόπολη της παγκόσμιας αγοράς.

Δεν είναι, δηλαδή, αλήθεια ότι έχουμε να κάνουμε με μια απλή κρίση του σιτεμπορίου που ασκούσαν τα ελληνικά πλοία: θα δούμε στη συνέχεια ότι έχουμε να κάνουμε με γεγονός βαθύτερο και συνολικότερο. Είναι όμως αλήθεια ότι η κρίση εκδηλώθηκε με μεγαλύτερη έμφαση στη ναυτιλία, επειδή σε αυτήν είχε εκφραστεί αρτιότερα ο χαρακτήρας των νέων οικονομικών δραστηριοτήτων αυτή ήταν κάτι σαν η συνισταμένη τους. Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έκταση και το χαρακτήρα της κρίσης στην προεπαναστατική ναυτιλία, πρέπει να ξέρουμε, εκτός από τον οικονομικό ρόλο, το σχήμα της λειτουργίας της: γνωρίζουμε τώρα καλά και τα δύο.

Ξέρουμε δηλαδή ότι ο λόγος ύπαρξης του προεπαναστατικού [4] ελληνικού [5] πλοίου ήταν η διεξαγωγή εμπορίου από το ίδιο, η λειτουργία του δηλαδή ως εμπόρου· να είναι μεταφορικό μέσο δικών του εμπορευμάτων, περιστασιακά μόνον ξένων.  [6] Και ξέρουμε ότι λειτουργία του προεπαναστατικού ελληνικού πλοίου σημαίνει ταυτόχρονη λειτουργία δύο εταιρειών, μιας μεταφορικής και μιας εμπορικής, ή μιας εταιρείας της πλοιοκτησίας και μιας του φορτίου· ότι μέτοχοι των δύο εταιρειών ήταν τα ίδια πρόσωπα, όπως το ίδιο πρόσωπο ήταν διαχειριστής και των δύο εταιριών και ταυτόχρονα ένας από τους κύριους μετόχους τους και καπετάνιος του πλοίου· ότι οι εργαζόμενοι στο πλοίο λογίζονταν ως εργαζόμενοι και για τις δύο εταιρείες· και ότι μόνον στην εταιρεία του φορτίου υπήρχαν και «έμμεσοι» μέτοχοι, αυτοί που συμμετείχαν δηλαδή στο σχηματισμό του εταιρικού μεριδίου των άμεσων μετόχων και που δεν είχαν να λογαριαστούν παρά με τον άμεσο μέτοχο στον οποίο κατέβαλαν τα χρήματα τους.

Κάτι άλλο που ξέρουμε τώρα καλά είναι ότι η επένδυση στις δύο εταιρείες γινόταν κεχωρισμένως (άπαξ στην εταιρεία της πλοιοκτησίας, ανά ταξίδι στην εταιρεία του φορτίου), αλλά οι αποδόσεις και των δύο υπολογίζονταν ενιαία και μόνον επί των πεπραγμένων της δεύτερης: διαχωρισμός του μεταφορικού από το εμπορικό κέρδος (το ίδιο και στην περίπτωση ζημίας) δεν ήταν δυνατός από τον τρόπο λειτουργίας του πλοίου.[7]

 

Η ναβέτα του Νικολάου Μπόταση από τις Σπέτσες. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Αυτό το σχήμα οργάνωσης της ελληνικής εμποροναυτιλιακής επιχείρησης οδηγούσε σε πλήρη κατάρρευση της, αν η εταιρεία του φορτίου δοκίμαζε μακρόχρονη κρίση· ακόμη και μία ατυχής εμπορική πράξη συμπαρέσυρε αυτομάτως στην ατυχία και την εταιρεία της πλοιοκτησίας: οι αποδόσεις του επενδυμένου εφοπλιστικού κεφαλαίου ήταν πλήρως συναρτημένες με τις αποδόσεις του επενδυμένου στο ταξίδι εμπορικού κεφαλαίου· η κακή απόδοση του δεύτερου σήμαινε αυτομάτως το ίδιο και για το πρώτο. Είναι αυτό ακριβώς που συνέβη: η δυσμενής για το ελληνικό εμπόριο πολιτική συγκυρία έφερε την κάμψη των εμπορικών εργασιών και τη μείωση των κερδών των εμπορικών πράξεων, καθώς και την αύξηση του κόστους λειτουργίας των δύο εταιρειών και ανέδειξε τα αδιέξοδα και του συγκεκριμένου οργανωτικού σχήματος και του «υπόδουλου» ελληνικού κεφαλαίου· και τελικά, ανέδειξε τα αδιέξοδα ενός ολόκληρου ελληνικού κόσμου.

Η δυσμενής πολιτική συγκυρία, για την οποία ο λόγος, είναι πολύ γνωστή και γι’ αυτό αρκούν δυο λόγια: η διαφαινόμενη από το τέλος της δεκαετίας του 1800 λήξη της πολεμικής περιπέτειας στην Ευρώπη έφερε τη σταδιακή ανάκτηση των πριν από το 1789 εμπορικών θέσεων τους από τις ευρωπαϊκές εμπορικές δυνάμεις σε ολόκληρη τη Μεσόγειο – και στις δικές τους εθνικές αγορές, εννοείται-, χωρίς να έχει σημασία για το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ αν οι συσχετισμοί παρέμειναν ίδιοι, διαφοροποιήθηκαν ή ανατράπηκαν αν, αλλιώτικα, κάθε χώρα ανέκτησε την ίδια θέση, ως χώρο και ως ισχύ. Έχει όμως σημασία ότι ένα κενό το οποίο επιτυχώς είχε καλύψει η νέα ελληνική οικονομική δραστηριότητα άρχισε να ξανακαλύπτεται απ’ αυτούς που το είχαν αφήσει.

Η κρίση στην ελληνική ναυτιλία, την κυριότερη νέα οικονομική δραστηριότητα με έδρα τον υπόδουλο ελληνικό χώρο και χαρακτηριστικότερο δείκτη της οικονομικής ανάπτυξης του, οφείλεται στη ραγδαία κάμψη του όγκου των εμπορικών εργασιών της:[8] παντελής απουσία ανταγωνιστικότητας στο πεδίο των εμπορικών ανταλλαγών, αδυναμία δηλαδή συμμετοχής στις καταμεριστικές διαδικασίες της παγκόσμιας αγοράς, μολονότι τα οικονομικά δεδομένα (ισχυρό κεφάλαιο), η οργάνωση (μοντέρνα εταιρικά σχήματα) και η πολύχρονη διεθνής πείρα το επέτρεπαν.

Αναλόγως ραγδαία ήταν και η κάμψη των κερδών αυτό είναι ένα λεπτό ζήτημα και πρέπει να εξετάζεται με προσοχή, γιατί έχει οδηγήσει σε παρανοήσεις. Στην περίπτωση του εμπορίου που έκανε το ελληνικό πλοίο έχουμε κάμψη των κερδών κάθε εμπορικής πράξης και κάθε επιχειρηματία που είχε επενδύσει σε εμπορική πράξη. Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής ναυτιλίας δεν ήταν αυτό, παρά ήταν η μεγάλη μείωση των εμπορικών πράξεων: όταν ένα πλοίο δεν κινείται και δεν εμπορεύεται, δεν μπορούμε να μιλούμε για κάμψη των κερδών μιλούμε στην περίπτωση αυτή για ακινησία ή και νέκρωση των κεφαλαίων και της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Γι’ αυτό, το μέγεθος και ο χαρακτήρας της κρίσης δεν πρέπει να αναζητούνται στο ποσοστό κέρδους επί του επενδυόμενου κεφαλαίου, αλλά στις επενδυτικές διεξόδους του συνόλου του διαθέσιμου κεφαλαίου· στην πρώτη περίπτωση η μείωση των κερδών θα μπορούσε να αποδοθεί στην κάμψη των τιμών, ιδιαίτερα αν το κεφάλαιο επενδυόταν στο εμπόριο ενός μόνον εμπορεύματος, των σιτηρών για παράδειγμα, μια πρακτική που λόγω της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας εφάρμοζε το ελληνικό πλοίο, κάτι όμως που δεν εξηγεί ικανοποιητικά το συνολικό γεγονός της κρίσης.

Και πράγματι μερικοί ερευνητές έχουν αποδώσει την κρίση στην εμπορική ναυτιλία στην κάμψη των τιμών των σιτηρών. Εντούτοις, αυτό που ξέρουμε είναι ότι κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα έχουμε ραγδαία άνοδο των τιμών – και των σιτηρών -, που κατά περιπτώσεις έφτασε και στον τριπλασιασμό, με κυμάνσεις: απότομη άνοδος γύρω στο 1815 και κάμψη, ως προς αυτήν την άνοδο, από το 1819.[9]

Η οικονομική κρίση στο εμπόριο και στη ναυτιλία δημιουργούσε πολύ σοβαρό πρόβλημα με εκτεταμένες συνέπειες, επειδή αυτοί οι οικονομικοί τομείς είχαν γνωρίσει στα χέρια των Ελλήνων τόσο μεγάλη ανάπτυξη, ώστε εν πολλοίς άλλαξαν το σύνολο των οικονομικών πραγματικοτήτων του υπόδουλου ελληνισμού και επηρέασαν τις αντίστοιχες του παροικιακού, και προετοίμασαν την οργάνωση μεγάλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, μεγάλου εμπορίου και μεγάλης ναυτιλίας. Αυτός είναι και ο λόγος που έκανε την κρίση να απλωθεί σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, αυτά που είχαν συνδέσει την υπόσταση τους με τις νέες οικονομικές δραστηριότητες, πολύ περισσότερο που σε χώρους ευμάρειας και αυξημένης ζήτησης μεταποιημένων αγαθών η παραγωγή τους είχε φτάσει να υπακούει σε προωθημένη εξειδίκευση και παραγωγική ιεράρχηση.[10]

 

Τα πλοία «Αγ. Νικόλαος» και «Ποσειδών» της οικογένειας Χατζηανάργυρου από τις Σπέτσες. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Στο πρώτο επίπεδο των άμεσων επιπτώσεων, η κρίση ανέδειξε κοινωνικές εντάσεις με χαρακτηριστικά ταξικής σύγκρουσης και προκάλεσε εκφυλισμό του θεσμικού ιστού μέσω του οποίου είχε επί μακρό χρόνο διασφαλιστεί η ηθική της οικονομικής δράσης, έστω και με τη χρήση εθιμικών πραγματικοτήτων, χωρίς αυτό να είναι ο κανόνας. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι στις Σπέτσες, για παράδειγμα, ναυτικός νόμος χρειάστηκε να συνταχθεί και να εφαρμοστεί μόλις το 1814, επειδή, όπως στον ίδιον λέγεται, «τον περασμένον χρόνον ηκολούθησαν πολλαί αταξίαι εις την συρμαγιά, [11] πράγμα ασυνήθιστον…», [12] ενώ στην Ύδρα, η οποία διέθετε σχετικό νόμο από το 1804, χρειάστηκε να γίνει νέος, το 1818, προκειμένου να ρυθμιστούν σε νέα βάση, λόγω της κρίσης ασφαλώς, ζητήματα εταιρικών και εργασιακών σχέσεων και να εφαρμοστούν αυστηρότερες διατάξεις αστικού δικαίου: [13] η κρίση είχε αναδείξει προβλήματα και στους κόλπους του κεφαλαίου. Κάτι, που μπορεί να εξηγηθεί αν έχουμε υπόψη τις πολύ μεγάλες μειώσεις των αποδόσεων των ταξιδιών: το 1818 και το 1819 μερίδια και τόκοι κεφαλαίων κινήθηκαν σε επίπεδα κατά 60%-65% κατώτερα απ’ αυτά που προβλέπονταν στο νόμο.[14]

Δυστυχώς, είναι πολύ λίγα αυτά που γνωρίζουμε για την κρίση στο ανεξάρτητο από τη ναυτιλία εμπόριο και εξακολουθούμε να αγνοούμε την κατάσταση στο εσωτερικό εμπόριο του ελληνικού χώρου, στο βαθμό που αυτό δεν επηρεαζόταν από την κρίση στη ναυτιλία, στη βιομηχανία και βιοτεχνία και στις συναφείς δραστηριότητες. Ξέρουμε, για παράδειγμα, για αθρόες χρεωκοπίες ελληνικών επιχειρήσεων της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης, όπου έλληνες έμποροι εκμεταλλεύονταν την πίεση που αισθάνονταν οι γάλλοι βιομήχανοι υφασμάτων να διεκδικήσουν μερίδιο στις μεγάλες αγορές της ανατολικής Μεσογείου από το σχεδόν κυρίαρχο πια αγγλικό εμπόριο, αγόραζαν μεγάλες ποσότητες εξολοκλήρου επί πιστώσει και πουλούσαν σε πολύ χαμηλές τιμές: στην πραγματικότητα ανταγωνίζονταν τους εκεί εγκατεστημένους γάλλους εμπόρους που πουλούσαν τα ίδια εμπορεύματα. Το αποτέλεσμα ήταν να αδυνατούν να αποσβέσουν τα χρέη τους: [15] ήταν, ασφαλώς, αυτή η συμπεριφορά απόρροια δυσπραγίας των εμπορικών δραστηριοτήτων τους.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία της ναυπήγησης υδραίικων και σπετσιώτικων πλοίων κατά τη δεκαετία 1811-1821 (πίνακες 1 και 2):[16]

 

πίνακες 1 και 2

 

Όσο προχωρούμε προς το 1821 και όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο αυξάνει ο αριθμός των ναυπηγούμενων πλοίων είναι κάτι που το ξέρουμε ήδη, ότι τα αργούντα κεφάλαια επενδύθηκαν κυρίως σε καινούρια καράβια. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι κατά την τριετία 1818-1820, όταν δηλαδή η προετοιμασία της Επανάστασης προχωρούσε με καλπασμό, οι Υδραίοι ναυπήγησαν πάνω από το 50% και οι Σπετσιώτες το 40% των πλοίων της δεκαετίας.[17]

Ακόμη πιο αξιοσημείωτη όμως είναι η πορεία του κόστους παραγωγής του πλοίου: την ώρα που σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο οι τιμές ανεβαίνουν, στους κεντρικούς χώρους της κρίσης και στο κεντρικότερο παραγωγικό σημείο τους οι τιμές κάμπτονται σημαντικά και το κόστος παραγωγής συμπιέζεται· στην Ύδρα διαπιστώνεται συνεχής καθοδική πορεία σε όλη τη δεκαετία, που έφτασε στο 40% από το πρώτο στο τελευταίο έτος της, ενώ στις Σπέτσες παρατηρούνται ισχυρές κυμάνσεις, που έφτασαν στο 41 % από το μέγιστο στο ελάχιστο, το 1816, για να καταλήξουν σε ένα τελικό 22 %.

 

Κατασκευή πλοίων

 

Η ερμηνεία του γεγονότος δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από την κρίση: το υπό επένδυση κεφάλαιο πίεσε όλους τους παράγοντες της ναυπήγησης, από την πώληση των υλικών κατασκευής μέχρι την πώληση της εργασίας, οι οποίοι επίσης βρίσκονταν σε κατάσταση κρίσης, προκειμένου να επιτύχει το χαμηλότερο κόστος παραγωγής πλοίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο πλοίων που κατασκευάστηκαν για λογαριασμό υδραίων εφοπλιστών το 1822, όταν η επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη και επιτυχή ανάπτυξη, αλλά οι εμπορικές δραστηριότητες της ναυτιλίας σε ακόμη βαθύτερη κρίση από πριν, το κόστος παραγωγής είχε καταρρεύσει στα 157 τάληρα του ενός και στα 134 του άλλου,[18] από πάνω από τα 500 που ήταν.

Κάτι άλλο που ενδιαφέρει και προκύπτει από τις πληροφορίες μας είναι το συνολικό ύψος των επενδύσεων στην παραγωγή πλοίων κατά τη δεκαετία της κρίσης: 794.440 τάληρα οι Υδραίοι, 702.945 οι Σπετσιώτες, δηλαδή κάτι ανάμεσα σε πέντε και έξι εκατομμύρια γρόσια από κάθε νησί.[19] Η παρατήρηση που μπορεί να κάνει, κανείς είναι ότι ένα τόσο ισχυρό κεφάλαιο δε στάθηκε ικανό να αποτρέψει την κρίση, τη δική του και εκτεταμένων οικονομικών δραστηριοτήτων και, χωρίς αμφιβολία, δεν ήταν το μόνο διαθέσιμο, μολονότι η αναπαραγωγή του μειωνόταν χρόνο με το χρόνο σε υψηλά ποσοστά.

Ας επανέλθουμε σε κάτι ειπωμένο: το εμπόριο και η ναυτιλία κινητοποιούν ως οικονομικές δραστηριότητες ευρύτατες κοινωνικές δυνάμεις· από τον υλοτόμο, το χαμάλη, τη ράφτρα και τον αγωγιάτη μέχρι τον τεχνικό, τον κατασκευαστή, τον ιδιοκτήτη αποθηκών και το φύλακα· από τον παραγγελιοδόχο και τον έμπορο της Οδησού και του Λιβόρνου μέχρι το μικροεπενδυτή, το μεγαλέμπορο και το μεγαλοεφοπλιστή· μαζί, και όσους αφορούσαν οι δραστηριότητες αυτές.

Το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα αυτού του κόσμου, ο οποίος με την πλήρη ένταξη του ή και με την απλή συμμετοχή του και τη σύνδεση του με τις νέες οικονομικές δραστηριότητες του ελληνικού χώρου και του ελληνισμού είχε συγκροτήσει, ως σύνολο, τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες και υπέστη αμέσως τον κλονισμό από την κρίση, δεν είχε τη δυνατότητα να την αντέξει επί μακρό χρονικό διάστημα και βρέθηκε σε αδιέξοδο· [20] όπως σε αδιέξοδο βρέθηκε και το κεφάλαιο. Μόνο που το πρώτο ήταν ένα αδιέξοδο με μόνη διέξοδο τη σύγκρουση· το δεύτερο, την άμυνα: η αρχική λαϊκή δυσαρέσκεια μετατράπηκε γρήγορα σε κοινωνική αναταραχή.

Τα γεγονότα – έκφραση του συγκρουσιακού κλίματος που διαμορφωνόταν είναι λίγο-πολύ γνωστά, για μερικά έχουμε ήδη μιλήσει· τα γνωρίζουμε εμμέσως περισσότερο, από τα μέτρα, οικονομικά και θεσμικά, που έλαβαν οι τοπικές οικονομικές και πολιτικές εξουσίες. Με κέντρο των παρατηρήσεων μας τις εμποροναυτιλιακές δραστηριότητες πάντοτε, γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα μέτρα απέβλεπαν στην εκτόνωση της κοινωνικής έντασης και στην αποτροπή της λαϊκής εξέγερσης. Προς την κατεύθυνση της αποτροπής αυτής της τελευταίας απέβλεπαν μέτρα όπως η δωρεάν διανομή τροφίμων στους εξαθλιωμένους ανέργους, [21] η οργάνωση άσκοπων και επιζήμιων ταξιδιών [22] και η, σκόπιμη και επιζήμια επίσης, αύξηση του αριθμού των πληρωμάτων σε όσα πλοία εργάζονταν.

Σ’ αυτό το τελευταίο πρέπει, να μείνουμε λίγο περισσότερο. Ξέρουμε ότι ο αριθμός των τόνων χωρητικότητας που αναλογούσε σε κάθε μέλος πληρώματος των ελληνικών πλοίων που κινήθηκαν στο λιμάνι της Οδησσού στα χρόνια 1816-1820 υπολειπόταν από τον αντίστοιχο των αγγλικών πλοίων, στο ίδιο λιμάνι και στην ίδια περίοδο, κατά 43,42%· και ότι κατά την περίοδο 1821-1835 το ποσοστό αυτό μειώθηκε δραστικά: 12,07 %. Γενικότερα, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, στο σύνολο της ελληνικής ναυτιλίας, η σχέση πλήρωμα-χωρητικότητα βάρυνε συνεχώς υπέρ του πληρώματος, αναλογούσαν δηλαδή όλο και περισσότεροι τόνοι χωρητικότητας σε κάθε μέλος πληρώματος· από το 1821 η σχέση αυτή άρχισε να κινείται αντίστροφα και μάλιστα, όπως είπαμε, δραστικά.[23]

Ας επιχειρήσω μια εξήγηση: κατά τα τελευταία πριν από το 1821 χρόνια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη κοινωνική πίεση από την ανεργία των ναυτικών, που όπως είπαμε δεν έπληξε μόνον αυτούς, οι πλοιοκτήτες αύξαναν τον αριθμό των πληρωμάτων των πλοίων, προκαλούσαν δηλαδή συνειδητά και προγραμματισμένα αύξηση του κόστους της εμπορικής πράξης-[24] από το 1821 η Επανάσταση απορρόφησε την ανεργία, μαζί με τα δεμένα ή μισοαπασχολούμενα καράβια, τα οποία μετατράπηκαν αμέσως σε πολεμικά: η Επανάσταση ανέλαβε τελικά το οικονομικό κόστος της κρίσης και, ταυτόχρονα, ενσωμάτωσε στο χαρακτήρα της – χωρίς να την απορροφήσει – την κοινωνική ένταση.

Αξίζει στο σημείο αυτό να διαβάσουμε μια σχετική με αυτό το ζήτημα παρατήρηση του Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Μετά την ειρήνην του 1815, επειδή εξέλιπον αι αφορμαί των δαψιλών κερδών, οι ναυτικοί όχλοι, οι αποταμιεύματα μη έχοντες, εδυσφόρουν επί τη αργία αυτών και απορία, ου μόνον εν Ύδρα, αλλά και εν Σπέτσαις· εν Ύδρα δε επί τοσούτον αφήνιασαν, ώστε αυτοί πρώτοι εκήρυξαν την έναρξιν του αγώνος του 1821. Και όμως οι πρόκριτοι αμφοτέρων των νήσων, προϊσταμένου του περιφανούς Υδραίου Λαζάρου Κουντουριώτου, κατώρθωσαν δι’ όλης της Επαναστάσεως να πηδαλιουχήσωσιν… τα πλήθη δια μόνης της ηθικής επιρροής, ην ανέκαθεν εκτήσαντο, πολιτευθέντες προς τον λαόν ως πατέρες και αδελφοί και σύντροφοι».[25]

Το σχήμα λειτουργίας της προεπαναστατικής ελληνικής ναυτιλίας, η ταυτόχρονη δηλαδή λειτουργία, στην ίδια εμπορική πράξη, μιας μεταφορικής και μιας εμπορικής εταιρείας, δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει παρά με συνεχή εργασία και υψηλές αποδόσεις· αυτό το είδος σύμπραξης δύο διαφορετικού περιεχομένου εταιρειών συμπίεζε κάπως το κόστος λειτουργίας και των δύο, οι αποδόσεις όμως έπρεπε να προσφέρουν κέρδος και στο μεταφορικό μέσο και στον επ’ αυτού έμπορο: επρόκειτο για δύο διαχωρισμένες επενδύσεις που ανέμεναν το κέρδος από τη μία εταιρεία, αυτήν του φορτίου, του πλοίου δηλαδή με την ιδιότητα του ως εμπόρου, που όμως έπρεπε να κερδίσει και ως μεταφορικό μέσο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που κατέρρευσε το σύστημα, επειδή χαλάρωσε δραματικά ο ρυθμός των εργασιών  – η μείωση των αποδόσεων θα είχε περιορισμένες επιπτώσεις, αν συνεχίζονταν οι εμπορικές εργασίες με τους προηγούμενους ρυθμούς: τώρα, ακόμη και υψηλά κέρδη αν απέφεραν τα, όλο και λιγότερα, ταξίδια, το κενό από την απώλεια των εμπορικών θέσεων θα ήταν αδύνατο να καλυφθεί.

 

«Το βρίκιον Άρης», στο Μουσείο Μπενάκη, έργο του François Geoffroi Roux (1881).

 

Η κρίση των εμποροναυτιλιακών δραστηριοτήτων ξεκίνησε λοιπόν από την εταιρεία του φορτίου- από το πλοίο – έμπορος και όχι από το πλοίο – μεταφορικό μέσο. Πρέπει να μελετήσουμε καλά το συγκεκριμένο αδιέξοδο· γιατί έχουμε πει και ξέρουμε περισσότερα για την ανεργία, τη φτώχεια και την κοινωνική έκπτωση, που ήταν το ένα αδιέξοδο από την κρίση, λιγότερο όμως έχουμε εξετάσει το άλλο, το εξίσου σοβαρό αδιέξοδο, που ήταν τα συσσωρευμένα και αργούντα μετά την έναρξη της κρίσης κεφάλαια, τόσο όσα είχαν επενδυθεί σε πλοία, εγκαταστάσεις κ.λπ., όσο και αυτά που βρίσκονταν σε επενδυτική αναμονή.

Γι’ αυτά λοιπόν, σύμφωνα με όσα είπαμε λίγο πριν, μία διέξοδος θα ήταν να διαχωριστούν οι δύο συμπίπτουσες λειτουργίες, να εγκαταλειφθεί η εταιρεία-φορτίο και να λειτουργήσει το ελληνικό πλοίο ως μεταφορικό μέσο και να επιδιώξει ανταγωνιστικό μερίδιο στη διεθνή αγορά των ναύλων, όπου την επιτυχία καθόλου δεν πρέπει να την υποθέσουμε απίθανη· θα είχε έτσι απολεσθεί η δυνατότητα αναπαραγωγής του εμπορικού τμήματος του συσσωρευμένου κεφαλαίου ως τέτοιου, όχι όμως και του εφοπλιστικού.

Για μια τέτοια αλλαγή υπήρχαν δύο, προφανώς ανυπέρβλητα, στο άμεσο μέλλον, εμπόδια: η λογική της λειτουργίας του προεπαναστατικού ελληνικού πλοίου, αυτή που το έκανε πανίσχυρο, ήταν εμπορική, όχι ναυτιλιακή, δηλαδή μεταφορική,[26] και η εγκαθίδρυση μιας άλλης απαιτούσε χρόνο και θεσμικές αλλαγές σε κρατικό επίπεδο· όμως, μας είναι γνωστό ότι στη λογική οργάνωσης των οικονομικών σχέσεων, στην οικονομική πολιτική, δηλαδή, του οθωμανικού κράτους μερκαντιλιστικές και λιμπεραλιστικές λογικές δε χωρούσαν ως ασύμβατες μ’ αυτήν[27] και η χρήση σημαίας μιας χωράς που η οικονομία της λειτουργούσε με βάση αυτά τα δόγματα θα έκανε το ελληνικό πλοίο να εκκινεί από υψηλότερο κόστος.

 

Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), «Καΐκι στις Σπέτσες», λάδι σε μουσαμά, 29Χ39 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς δύο ακόμη διεξόδους για τα συγκεκριμένα κεφάλαια, με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Η μία συνιστούσε ένα είδος «επιστροφής» και υποδήλωνε αποδοχή της «ήττας»: να επενδυθούν τα αργούντα συσσωρευμένα κεφάλαια σε γη- κάτι όμως που δεν αποτελούσε απάντηση ούτε για τα ήδη επενδυμένα κεφάλαια (το είπαμε: πλοία, εγκαταστάσεις κ.λπ.), ούτε για το κοινωνικό πρόβλημα. Η δεύτερη δεν βρισκόταν σε τίποτε άλλο απ’ αυτό που έλειψε την ώρα της κρίσης: στην κρατική προστασία. Η δημιουργία εθνικού κράτους σήμαινε επανάσταση.[28] Η Επανάσταση ενσωμάτωσε, πράγματι, κι’ αυτό το είπαμε, την κοινωνική ένταση, απορρόφησε τα αργούντα πλοία, όπως και τα αργούντα κεφάλαια και την ανεργία· για τα κεφάλαια, επενδυμένα και αργούντα, προσφερόταν ως μια ενδιαφέρουσα επένδυση. Γενικότερα, η Επανάσταση ανέλαβε να εξοφλήσει το κόστος, το υλικό και το ιδεολογικό, της οικονομικής κρίσης.

Στο αίτημα για ίδρυση μοντέρνου εθνικού, δηλαδή αστικού, κράτους, εμπεριέχεται η ανάγκη για οργάνωση εθνικής αγοράς, όχι με την περιοριστική έννοια του εθνικού χώρου ανταλλαγής εμπορευμάτων – το εμπόριο και η ναυτιλία είναι περισσότερο διεθνικές οικονομικές δραστηριότητες -, αλλά κυρίως με την έννοια της θεσμικής οργάνωσης των «εθνικών» οικονομικών δραστηριοτήτων· κάτι που αφορούσε και ενδιέφερε και τον, σε κρίση επίσης, αλλά για διαφορετικούς λόγους, εκτός ελληνικού χώρου ελληνισμό.[29]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βασίλης Κρεμμυδάς, «Η οικονομική κρίση στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα και οι Επιπτώσεις της στην Επανάσταση του 1821», Μνήμων 6 (1976) 16-33.

[2] Δεν πρέπει να κρύψω ότι σ’ αυτό πολύ συνέβαλαν και οι επανειλημμένες παροτρύνσεις φίλων, οι οποίοι γνωρίζουν την καταρχήν άρνηση μου να ξαναεπεξεργάζομαι αυτοτελώς παλαιά δημοσιεύματα μου.

[3] Αυτός είναι ο λόγος που εδώ δε γίνεται καμιά επιμέρους παραπομπή στο περιεχόμενο του, αφού τούτο συνεχίζει εκείνο. Πάντως, καθόλου δεν είναι στις προθέσεις μου να προκαλέσω σύγκριση δύο ιστοριογραφικών στιγμών που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον 27 χρόνια, μολονότι κάτι τέτοιο δεν είναι ίσως δυνατό να αποτραπεί.

[4] Με την ίδια λογική λειτούργησε και στη διάρκεια του Εικοσιένα και για δύο περίπου δεκαετίες κατόπιν.

[5] Μέχρι την ίδρυση ελληνικού κράτους με το «ελληνικό» πλοίο δεν μπορούμε να ορίζουμε άλλο από την εθνικότητα της πλοιοκτησίας, ανεξάρτητα από τη σημαία με την οποία ταξίδευε.

[6] Αντ. Λιγνός, Ιστορία της νήσου Ύδρας, τ. Α’, Αθήνα 1946, σ. 601: «Δεν εταξίδευον τα πλοία της Ύδρας επί ναύλω, ειμή εν’ αρχή· αλλ’ εταξίδευον και εμπορεύοντο δι’ ίδιον λογαριασμόν και προς ίδιον κέρδος». Οι σχετικές αρχειακές αναφορές είναι άφθονες. Πρόχειρα: Β. Κρεμμυδάς, Αρχείο Χατζηπαναγιώτη, Αθήνα 1973

[7] Ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στα γνωστά: Β. Κρεμμυδάς, Ελληνική ναυτιλία 1776-1835, τ. Β’, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο – Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1986, σ. 20-25, 54-55, 58-65″ του ίδιου, «Όψεις της τσακώνικης κοινωνίας (1784-1821)», Χρονικά των Τσακώνων, Γ’ (1969) 17-31″ και του ίδιου, Αρχείο Χατζηπαναγιώτη, ό.π., σ. 70-104, passim.

[8] Όλες οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την κίνηση ελληνικών πλοίων στα λιμάνια της Μεσογείου μαρτυρούν για τη μεγάλη κάμψη: Β. Κρεμμυδάς, Ελληνική ναυτιλία 1776- 1835, τ. Α’, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο – Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1985.

[9] Ας αρχίσουμε με μια πληροφορία που μας δίνει, ο γάλλος υποπρόξενος στο Ναύπλιο De Saint André (Archives du Ministère des Affaires Étrangères, correspondence consulaire, Naples de Romanie, 20 Δεκ. 1819): «L’île d’Hydra n’est pas dans ce moment dans une situation brillante, le commerce des grains… est presque l’unique ressourse qui alimente sa navigation, les bas prix auxquels se vendent générallement les blés portent une atteinte remarquable et bien rapide à la prospérité… Le mois dernier un parti nombreux, composé de matelots Idriotes sans emploi s’est mis dans un état de révolte… Le blés néammoins ne se vend à Hydra que 5 1I2 piastres le kilo… Si, comme tout porte à le croire, ce prix n’éprouvait d’augmentation pendant plus d’une année, il est probable qu’une partie de la population d’Hydra se trouverait forcée à une émigration, qui, je pense, ne s’effectuerait dans un caractère paisible». Το απόσπασμα είναι πολλαπλώς ενδιαφέρον εδώ, όμως, δε μας ενδιαφέρει παρά η πληροφορία για την τιμή του σιταριού, την οποία ο υποπρόξενος θεωρεί καταστρεπτική. Η τιμή την οποία αναφέρει όμως ο De Saint André, δηλαδή 9,78 παράδες στην οκά, κινείται στα επίπεδα της τιμής εισαγωγής και εξαγωγής αυτού του εμπορεύματος στην Πελοπόννησο, κάτι που όφειλε να γνωρίζει. Η τιμή αυτή είναι υπερδιπλάσια από την τιμή της περιόδου 1783-1789, κατά 80% περίπου ανώτερη από την τιμή του πελοποννησιακού σιταριού στην αγορά της Μασσαλίας το 1791 (Β. Κρεμμυδάς, Το εμπόριο της Πελοποννήσου στο 18ο αιώνα, Αθήνα 1972, σ. 206-209) και κατά 15% περίπου ανώτερη από την τιμή του 1809″ είναι όμως κατά 60% περίπου κατώτερη από την, μοναδική, τιμή του 1815: πράγματι, εκεί στα 1814-1816 έχουμε μια απότομη άνοδο των τιμών, οι οποίες όμως άρχισαν να επανέρχονται στους προηγούμενους ανοδικούς ρυθμούς τους καθώς οι νέες πολιτικές πραγματικότητες στην Ευρώπη εδραιώνονταν (Β. Κρεμμυδάς, Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, 1793-1821, Αθήνα, Θεμέλιο, 1980, σ. 115-121).

Ο γάλλος υποπρόξενος επιμένει στη χαμηλή τιμή του σιταριού ως αιτίας της κρίσης, ενώ γνωρίζει και το λέει ότι η εξέγερση έγινε από άνεργους ναυτικούς και ότι η ενδεχόμενη μετανάστευση, την οποία επίσης θα απέδιδε στη χαμηλή τιμή του σιταριού, θα γινόταν λόγω της ανεργίας.

[10] Το παράδειγμα είναι πάλι από την Ύδρα και αναφέρεται σε ανέκδοτη διατριβή για το D.E.A. της Evanthia Cascadiri με τον τίτλο «Etrangers et institutions commerciales: le cas de l’île d’Hydra, fin du XVIIIe-début du XIXe siècle», Paris 1989, σ. 66-67. Ας δούμε τη σχετική παρατήρηση, είναι ενδιαφέρουσα: «Les productions artisanales (manufacturières) constituent des petites entreprises. Le travail est organise en corporation et sa répartition obéit à une spécialisation très poussée. Par exemple: Kazazis (l’ouvrier en soie) fabrique les cordonnets et les manchettes alors qu’un autre ouvrier qualifié siritas se charge de la fabrications des soutaches… Nous constatons une hierrachisation du travail qui correspond à une échelle sociale». Πρέπει όμως να έχουμε στη σκέψη μας τις οικονομικές δραστηριότητες που βλάπτονταν από την ακινησία ενός πλοίου και εννοώ πέρα από όσες είναι οι αμεσότερες, όπως η επένδυση κεφαλαίων και η εργασία των ναυτικών και είναι αυτές, η τροφοδοσία του πλοίου σε τρόφιμα, το εμπόριο σχοινιών, υλικών επισκευής γενικότερα, η εργασία επισκευής (πανιά, καλαφάτισμα κ.λπ.), η κίνηση της αγοράς λόγω μείωσης της αγοραστικής ισχύος, οι χρηματιστικές εργασίες, η κατασκευή και πώληση υλικών συσκευασίας, η παραγωγή αγαθών άμεσα συνδεδεμένων με την κίνηση του πλοίου κ.λπ. Και βέβαια, οι δραστηριότητες που βλάπτονταν δεν ήταν γεωγραφικά περιορισμένες μόνον στους ναυτικούς τόπους.

[11] Υπενθυμίζεται ότι συρμαγιά ή σερμαγιά ήταν το εταιρικό κεφάλαιο που συγκροτούνταν ενόψει αγοράς φορτίου· ο όρος και το πράγμα είχαν εφαρμογή και σε οικονομικές δραστηριότητες άλλες από το ναυτικό εμπόριο, σήμαινε πάντοτε το εταιρικό κεφάλαιο, αλλά εκεί η χρήση του δεν ήταν γενικευμένη.

[12] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία τον Ελληνικού έθνους, 8η έκδοση, Ελευθερουδάκης, τ. 5, σ. 153.

[13] Ο νόμος του 1804 είχε τιτλοφορηθεί «ναυτεμπορικός» και είχε 12 άρθρα· ο νέος του 1818 τιτλοφορήθηκε «αστικός και ναυτεμπορικός» και περιλάμβανε 65 άρθρα. Ο νόμος του 1818 αύξησε κατά 15%-20%, σε σύγκριση με τον προηγούμενο, το ποσοστό κέρδους ή τόκου επί του επενδυόμενου κεφαλαίου και καθιέρωσε πολύ αυστηρές και λεπτομερειακές διατάξεις για την προστασία του.

[14] Β. Κρεμμυδάς, Ελληνική ναυτιλία 1776-1835, τ. Β’ (1986), σ. 108 (πίνακας 27) και 85-110. Κατά το άρθρο 40 του νόμου του 1818 οι αποδόσεις ταξιδιού που υπολείπονταν από τα προσδιοριζόμενα σ’ αυτόν διανέμονταν τελικά από ειδικό σώμα κριτών της Κοινότητας πριν, αυτό ήταν κανονικά μια αρμοδιότητα του καπετάνιου. Δεν πρέπει πάντως να λησμονούμε ότι αυτά που λέγονται εδώ αναφέρονται σε μέρος της κρίσης, στις αποδόσεις των εμπορικών πράξεων, ενώ το άλλο μέρος, το πιο σημαντικό, ήταν η απουσία τέτοιων πράξεων.

[15] Archives du Ministère des Affaires Étrangères (AMAE), Correspondance consulaire (CC), Smyrne, τόμος 35 (1818-1820), Σμύρνη, 24 Ιουλίου 1820. Ο συντάκτης του σχετικού κειμένου μάλιστα υποσημειώνει ότι οι έλληνες έμποροι της Σμύρνης είχαν ιδρύσει στη Μασσαλία, όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη, δώδεκα εμπορικά καταστήματα, από τα οποία χρεωκόπησαν τα εννέα και εζημίωσαν τους ντόπιους προμηθευτές τους και τους βιομηχάνους του Languedoc δύο εκατομμύρια γαλλικά φράγκα.

[16] Όλες οι πληροφορίες των πινάκων 1 και 2 στο Αντ. Λιγνός, ό.π., τ. 2, Αθήνα 1953, σ. 58-62.

[17] Οι πληροφορίες που κάνουν λόγο για δραματική μείωση του όγκου της ελληνικής ναυτιλίας (αριθμός πλοίων και χωρητικότητα) από το 1813 στο 1821 (Pouqueville, 1813 = 153.580 τόννοι, 1821 = 61.449 τόννοι: Πανδώρα 4 (1853-1854) 174-175) δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι πράγματι συνέβη. Πρβλ. Β. Κρεμμυδάς, Αρχείο Χατζηπαναγιώτη, ό.π., σ. 59, πίνακας XXIX, όπου η αξία των σπετσιώτικων καραβιών από το Αρχείο Χατζηπαναγιώτη ακολουθεί την ίδια πορεία με αυτήν που μας δίνει το Αρχείο της Ύδρας και ο Αντ. Λιγνός.

[18] Αντ. Λιγνός, ό.π., σ. 62· οι αύξοντες αριθμοί πλοίων 36 και 37. Πρβλ. τις τιμές με τα δεδομένα των πινάκων.

[19] Αξίζει παρεμπιπτόντως να σημειωθεί ότι τα ποσά που απαίτησαν – και τους εγκρίθηκαν αρμοδίως – τα δύο νησιά ως αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση ήταν 1.000.000 τάληρα για την Ύδρα και 557.000 για τις Σπέτσες (Αντ. Λιγνός, ό.π., σ. 713) ή, χονδρικά πάλι, κάπου 7.000.000 και 4.000.000 γρόσια αντίστοιχα: για την Ύδρα πολύ υψηλότερο από την επένδυση στην παραγωγή 35 – μεγάλων, ας σημειωθεί – πλοίων κατά τη δεκαετία 1811-1820· και μολονότι και στη διάρκεια του Αγώνα είχαν λάβει σημαντικά ποσά για επισκευές, μισθοτροφοδοσίες κ.λπ.

[20] Στην Ύδρα πάλι, το 1819, οκτώ ομότεχνοι όφειλαν να καταβάλουν έναν κοινοτικό φόρο (36 γρόσια)· από 5 γρόσια οι εφτά και ένα γρόσι ο όγδοος: τέσσερις μόνον απ’ αυτούς μπόρεσαν να εξοφλήσουν κανονικά το μηδαμινό ποσό της οφειλής τους (Ε. Cascadiri, ό.π., σ. 65-66).

[21] Α.Μ.Α.Ε., CG., Naples de Romanie, ό.π.

[22] Α.Μ.Α.Ε., ό.π.

[23] Όλες οι σχετικές πληροφορίες στο Β. Κρεμμυδάς, Ελληνική ναυτιλία 1776-1835, ό.π., τ. 2, σ. 69-72.

[24] Ίσως εδώ πρέπει να δούμε και έναν από τους λόγους της αύξησης των ποσοστών κέρδους του κεφαλαίου που πρόβλεψε ο νόμος της Ύδρας του 1818.

[25] Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., σ. 155.

[26] Σε όλα τα σχετικά πρωτότυπα κείμενα αυτό που ζητείται είναι, «να κατασκευάσουμε ένα πλοίο, να κάνουμε μ’ αυτό εμπόριο και να κερδίσουμε».

[27] Β. Κρεμμυδάς, «Το οθωμανικό κράτος και η αναγκαστική αυτονόμηση του εμπορικού », Ο Πολίτης 40 (19 Σεπτ. 1997) 30-33.

[28] Με τη φιλοδοξία ότι δε μου έχει διαφύγει κάτι, ο πρώτος που συνέδεσε, με κάποιο τρόπο, την οικονομική κρίση με την επαναστατικοποίηση του ελληνισμού είναι ο Γιάννης Ζεύγος (Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, μέρος Α’, τρίτη έκδοση (ίσως: 1964), σ. 38), σε μια πολύ σύντομη φράση του: «Μα κι’ αυτή η οικονομική κρίση αποτέλεσε με τη σειρά της κίνητρο για το δυνάμωμα της επαναστατικής κίνησης».

[29] Είναι και αυτό ένα ενδιαφέρον ζήτημα σε άμεση συνάρτηση με την πορεία προς το Εικοσιένα. Και αυτό το τμήμα του ελληνισμού βρέθηκε σε οικονομική κρίση, των εμπορικών του δραστηριοτήτων επίσης, η οποία όμως  δεν εκκινούσε από οικονομικούς λόγους, ούτε από λόγους πολιτικής συγκυρίας – γι’ αυτό ήταν σταθερά αργόσυρτη -, αλλά από εθνικιστικούς: η ανάπτυξη των εθνικισμών στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη, στις αρχές του 19ου αιώνα είχε αρχίσει εξαρχής να αποβάλλει τα ισχυρά ξένα οικονομικά συμφέροντα.

 

Βασίλης Κρεμμυδάς (1935-2017)

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς ήταν ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου των Αθηνών.

Προεπαναστατικές Πραγματικότητες – Η Οικονομική κρίση και η Πορεία προς το Εικοσιένα – «Μνήμων», τόμ. 24 (2002).

 

Read Full Post »

Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον την πεντηκονταετία 1920-1970 – © Δρ. Χαρά Κοσεγιάν, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων.


Στη μελέτη επιχειρείται να διερευνηθεί η παρουσία των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την περίοδο 1920-1970. Καταγράφονται οι οικογένειες, η επαγγελματική ταυτότητα των μελών τους, και κυρίως η εμπλοκή τους με την τοπική κοινωνία. Αναζητήσαμε τους Αρμένιους εγκαταβιώντες έως και σήμερα στην πόλη, τους ίδιους ή τους απογόνους τους και καταγράψαμε τις μνήμες τους. Αναζητήσαμε Αρμένιους του Ναυπλίου που στη συνέχεια βρέθηκαν σε άλλες πόλεις και τους πήραμε συνέντευξη. Εστιάσαμε κυρίως σε μια οικογένεια που επειδή διατηρούσε το καλύτερο εμποροραφείο στην πόλη, δέσποζε στη ζωή της για περισσότερο από 20 χρόνια. Επιπρόσθετα, συλλέξαμε φωτογραφίες και συγκεντρώσαμε όποιο άλλο υλικό θα μπορούσε να συμβάλει στην πρώτη ουσιαστικά καταγραφή μιας προσφυγικής μειονότητας στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας της ξηράς, όπως ήταν το Ναύπλιον για τους πρόσφυγες που κατέληγαν σε αυτό.

Εισαγωγή- Μεθοδολογικές Διευκρινίσεις

H παρούσα εργασία είναι μια πρώτη προσπάθεια να καταγραφεί ο πληθυσμός των Αρμενίων που έζησε στο Ναύπλιον την περίοδο μεταξύ των ετών 1920 και 1970. Η συγκεκριμένη πεντηκονταετία φαίνεται πως διέθετε το μεγαλύτερο πληθυσμό της υπό συζήτηση μειονότητας, η οποία κατάφερε να ενσωματωθεί πλήρως με το ντόπιο στοιχείο και να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της κοινότητας. Η έρευνά μου στηρίχτηκε κατά βάση σε πληροφορίες που καταφέραμε να συλλέξουμε από τους εναπομείναντες Αρμένιους στην πόλη, από εκείνους που ζουν σε άλλες πόλεις, αλλά και από τα κρατικά αρχεία.

Πρόκειται στην ουσία για επιτόπια έρευνα στο Ναύπλιον και στην Αθήνα – κυρίως- με επισκέψεις στα σπίτια των Αρμενίων που δέχτηκαν να μας μιλήσουν και στη συνέχεια με τηλεφωνικές επαφές, και είχε ως μεθοδολογικό εργαλείο την ημικατευθυνόμενη συνέντευξη.

Εντάσσεται στη λογική της ιστορικής και εθνογραφικής λαογραφίας, που συγκεκριμενοποιείται ακόμα περισσότερο στην Αστική Λαογραφία [1], αφού ο συνεκτικός κρίκος του καταγεγραμμένου υλικού είναι ο ιστορικός χωροχρόνος, ο τόπος, το Ναύπλιον, και ο χρόνος, η πεντηκονταετία μεταξύ των ετών 1920 έως 1970, ιστορικά πυκνοί χρόνοι που καταγράφουν τη γενοκτονία των Αρμενίων, ενώ στη συνέχεια περιλαμβάνουν την καταστροφή της Σμύρνης, το διάστημα του Μεσοπολέμου, το β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο σπαραγμό για την Ελλάδα, τον επαναπατρισμό (για τη μειονότητα) στη Σοβιετική Αρμενία και ολοκληρώνεται λίγα χρόνια μετά την Απριλιανή Δικτατορία του 1967.

Στόχος μας αποτελεί η ανάδειξη όψεων του ιστορικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού υποβάθρου των Αρμενίων της πόλης με στοιχεία που αναδείχτηκαν από τις προσωπικές ιστορίες, τις μνήμες και τα βιώματά τους και αφορούν την προς έρευνα περίοδο [2].

Χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό οπτικό υλικό, φωτογραφίες εποχής που αναλύθηκε με τη λογική της Οπτικής Ανθρωπολογίας [3], επιχειρώντας από το αρχειακό υλικό να καταγραφούν σημαντικές ιστορικές πληροφορίες. Είναι προφανές ότι και η δική μας μελέτη αφενός αναγνωρίζει τη φωτογραφία ως μέσο πολιτισμικής γραφής [4] και «ζωντανό μουσειακό αρχείο» και αφετέρου εντάσσεται στη γενικότερη συζήτηση περί εθνογραφικής αναπαράστασης που ξεκίνησε από τη Writting Culture [5] και στοχεύει στην ανάλυση πολιτιστικών δεδομένων πέρα από τα στενά όρια της κειμενικότητας.

Μικρά ιστορικά

«Ο πληθυσμός του Ναυπλίου χαρακτηρίζεται από πολυμορφία καταγωγής, κοινωνικοπολιτισμικής προέλευσης, επιδιώξεων, αλλά και διαλέκτων, ηθών, εθίμων και αμφιέσεων. Η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, αναδείχθηκε πανελλήνιο κέντρο και αποτέλεσε από νωρίς πόλο έλξης όσων επιζητούσαν εξέλιξη και σταθερότητα. Η πόλη του Ναυπλίου ήδη από το 1828 (επί Καποδίστρια) είχε οργανωμένες προσφυγικές συνοικίες. Το πληθυσμιακό μωσαϊκό της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου συμπληρώνεται στα τέλη του 20ού αιώνα, με τους Αρμένιους πρόσφυγες που εγκαθίστανται στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Όπως τα περισσότερα λιμάνια της χώρας, που υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής, έτσι και το Ναύπλιο, επελέγη ως φιλόξενος προορισμός για όλους όσους έψαχναν να βρουν μια νέα πατρίδα στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τον ξεριζωμό και τον αγώνα για επιβίωση» [6], διαβάζουμε σε μια μάλλον γλαφυρή περιγραφή από τα Αρμενικά. Η αλήθεια είναι ότι «η Πελοπόννησος ήταν από εκείνα τα ελληνικά εδάφη, στα οποία μετά το 1922, εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός Αρμενίων. Μέχρι τον πόλεμο οι κάτοικοι έφθαναν τους 1.500. Στην Καλαμάτα, στα παραπήγματα όπως τα έλεγαν, διέμεναν 800, στην Πάτρα 500, ενώ στο Αίγιο, τον Πύργο, την Κόρινθο και το Ναύπλιο ζούσαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων» [7]. Όπως  προκύπτει από έρευνα στα Αρχεία του Κράτους, το 1923, στις 7 Μαΐου, από την Τρίπολη και στις 4 Απριλίου 1924, από την Αλεξανδρούπολη (παλιά ονομασία: Δεαγάτ ή Ντε-ντε Αγάτβ) μεταφέρθηκαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων που προέρχονταν από πολλές πόλεις της Ανατολίας [8].

Συμπεραίνουμε εύλογα πως  – ειδικά το 1924 – οι Αρμένιοι οδηγήθηκαν στο Ναύπλιον λόγω της αναγκαστικής μετεγκατάστασής τους που πραγματοποίησαν οι ελληνικές αρχές από τη Β. Ελλάδα προς την Πελοπόννησο και την Κρήτη [9], σε μια προσπάθεια να μειώσουν αναστατώσεις, συγκρούσεις και αντιδράσεις, μετά την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων [10].  Προς αυτή την ερμηνεία συγκλίνει και η προσωπική μου μαρτυρία, καθώς η οικογένεια του πατέρα μου βρισκόταν μοιρασμένη, μισή στη Β. Ελλάδα, Θεσσαλονίκη και Δράμα, και η άλλη μισή στο Ναύπλιον. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα που συνάγεται από τα Αρχεία του Κράτους, παραρτήματος Αργολίδας: τον Απρίλη του 1924 έφτασαν στο Ναύπλιον σπαράγματα 41 οικογενειών, που έπρεπε να εγκατασταθούν στην πόλη. Μόνο δύο οικογένειες φαίνεται να είχαν πατέρα και μητέρα. οι υπόλοιπες ήταν ή μάνα (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή πατέρας με μικρά παιδιά. Αυτός μάλλον ήταν και ο λόγος που στις επόμενες καταγραφές δεν εμφανίζονταν. Υπάρχουν σημειώσεις δίπλα από τα ονόματα «έφυγαν κρυφά» ή «δεν βρέθηκαν να πάρουν το επίδομα» [11].  Όπου και να βρίσκονται όμως, οι Αρμένιοι εργάζονται σκληρά, επιζητώντας σταθερά καλές συνθήκες διαβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

Οι περισσότεροι ακόμα και αν διαμένουν στο Ναύπλιον παραμένουν μόνον προσωρινά. Κατόπιν φεύγουν, με πρώτη επιλογή τη μετανάστευση στο εξωτερικό, κυρίως στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Φημισμένο ήταν το πλοίο Chuκotka (Τσουκότκα) με το οποίο έφυγαν κατά κύματα δεκάδες Αρμένιοι, μεταξύ των ετών 30-35, κατά τη δεκαετία του 50 και μετά το 60-65. Δεύτερη επιλογή τους ήταν να  αποχωρήσουν μαζί με το μεγάλο ρεύμα παλιννόστησης προς τη Σοβιετική Αρμενία, μεταξύ 1947 και 1950 [12], ακολουθώντας και υιοθετώντας τις πολιτικές πρωτοβουλίες του Στάλιν, σχετικά με τις χαμένες πατρίδες στο Καρς και το Αρδαχάν της Τουρκίας [13]. «Κάποιες οικογένειες όμως μένουν και εντάσσονται στην τοπική κοινωνία του Ναυπλίου, που τους δέχεται χωρίς προκαταλήψεις, δίνοντας απλόχερα την ευκαιρία να προσαρμοστούν και να εξελιχτούν στο ζωντανό και δραστήριο πολιτισμικό περιβάλλον» [14].

Το πλοίο Τσουκότκα.

Το πλοίο Τσουκότκα.

Οι καταγραφές

Πρέπει να γίνει νοητό από την αρχή πως το Ναύπλιον, ως το νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου – συγκριτικά με άλλες περιοχές – δεν δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων. Ακόμα όμως και όσοι έμειναν από τις μετακινήσεις του 1922, 1923 και 1924, ή όσοι ήρθαν διάσπαρτα ως το 1930 φαίνεται πως δεν δημιούργησαν συνοικισμό, δεν εγκαταστάθηκαν ο ένας γύρω από τον άλλο, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο τη στήριξη ο ένας του άλλου, δεν είχαν συλλογική εκπροσώπηση, δεν είχαν σχολείο ή εκκλησία, δεν είχαν ίσως ούτε και την αίσθηση του «συνανήκειν». Από όλες τις μαρτυρίες αυτό που φάνηκε να ήταν πιο ισχυρό ήταν η ανάγκη τους να ενσωματωθούν με την τοπική κοινωνία, να μην διαφέρουν, να είναι ισότιμα αποδεκτοί και – στο βαθμό που είναι δυνατόν – να επιβληθούν με την αξία και τη δράση τους. Δηλαδή και σε αυτή την περίπτωση η ενσωμάτωση έχει ως κυρίαρχα στοιχεία την εγκατάστασή τους εντός του αστικού ιστού και την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία [15].

Mαρντίκ Μαρντικιάν

Mαρντίκ Μαρντικιάν

Οι επαγγελματικές ασχολίες των Αρμενίων περιλαμβάνουν διάφορους τομείς. Ο  Μαρντίκ Μαρντικιάν άνοιξε ένα εμποροραφείο. Η οικογένεια Τατεβοσιάν διατηρεί κουρείο. Ο Μινάς Μισακιάν έχει καφεκοπτείο. Ο Αγκόπ Ασαντουριάν, παρότι και σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή του στα ΓΑΚ,  είναι καθηγητής Αγγλικών, προερχόμενος από την Μαγνησία, διατηρεί σαπωνοποιείο. Αυτός φαίνεται να ήρθε από τη Σμύρνη το 1923, σε ηλικία 25 χρονών και την οικογένειά του την έκανε στο Ναύπλιο. Έκανε δύο παιδία, τον Ασό και την Αλίς, γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, όπως περιγράφουν το σύνολο των ανθρώπων που την ήξεραν [16]. Οι οικογένειες Γκαραμπέτ Ζαμγκοτσιάν, Ζαποτζιάν και Κεβορκιάν ασχολούνται με το γενικό εμπόριο. Τα αδέρφια Αρτίν και Μπογός Ποστατζιάν διατηρούν ζαχαροπλαστείο [17]. Ο Καραμπέτ Παπατζιάν ήταν λιμενεργάτης, όπως και άλλοι Αρμένιοι που στην πλειονότητά τους δεν ήξεραν γράμματα και εργάζονταν ως εργάτες ή βοηθοί τεχνιτών. Αργότερα, στην κοινωνία του Ναυπλίου εντάσσονται οι οικογένειες Κοσεγιάν, Μπογός Ουζουνιάν και Άσο Ασατουριάν, που εργάστηκε ως λογιστής στο σημαντικότατο εργοστάσιο της περιοχής, τον Κύκνο. Οι δυο πρώτες παρέμειναν στην περιοχή για όλη την περίοδο που εξετάζουμε, ενώ μερικά μέλη τους έφυγαν για άλλες πόλεις, αλλά αργότερα επέστρεψαν. Ταυτόχρονα, ο Χαρουτιούν Κοσταντζιάν είχε καφεκοπτείο.

Η κοινωνική εξέλιξη των Αρμενίων προσφύγων στην αρχή ήταν επιτακτική ανάγκη, αργότερα όμως έγινε φυσική ανάπτυξη, λόγω της πρόσφορης κοινωνίας του Ναυπλίου.  Έτσι έχουμε την πληροφορία ότι στην Αστική Σχολή του Ναυπλίου, τουλάχιστον για 2 σχολικές χρονιές το 1938 και 1939, υπήρχε «ένας καθηγητής Μουσικής, ονόματι Καραμπετιαν. Αργότερα άλλαξε το όνομα του και το έκανε Καρυπής» [18].

Ιδιαίτερος, επίσης, είναι ο ρόλος του ηλεκτρολογικού σταθμού της πόλης ο οποίος παρέχει εργασία σε κάποια μέλη της παροικίας, κατά τη διάρκεια του 1944-1945, όταν τη διαχείριση αναλαμβάνει η General Motors. Παράλληλα με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, πολλοί Αρμένιοι, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης, ασχολούνται με τα πολιτιστικά και αθλητικά δρώμενα. Είναι διάχυτο άλλωστε στην πόλη το κλίμα της εξέλιξης που διέπει και τα ενδιαφέροντα των κατοίκων της[19].

Αυτό όμως σταδιακά θα οδηγούσε σε πλήρη αφομοίωσή τους από τον ντόπιο πληθυσμό, στην άρνηση και άγνοια της ιδιαιτερότητάς τους, στην αδυναμία συγκρότησης του «Εγώ» έναντι του «Άλλου». Η αγωνία τους να συμμετέχουν στη συλλογική ταυτότητα ήταν ένας επιπλέον λόγος που τους οδήγησε και στην αλλαγή των ονομάτων τους, βαφτιστικών ή επωνύμων, όπως συνέβη κατά κόρον και σε άλλες πόλεις στην Ελλάδα που είχαν μικρές κοινότητες [20].

Αντίσταση σε αυτή την εξέλιξη και προσπάθεια επαναπροσδιορισμού τους με στοιχεία εθνικής ταυτότητας ήταν η θετική απάντηση στην πρόσκληση επιστροφής στη Σοβιετική πλέον Αρμενία. To ιδιαίτερο μάλιστα ήταν πως το δρόμο του επαναπατρισμού για την Αρμενία δεν πήραν μόνο αμιγείς αρμενικές οικογένειες. Δυο Ελληνίδες αδερφές, η Ευθυμία και η Ευφροσύνη παντρεύονται Αρμένιους. Η Ευφροσύνη τον Καραμπέτ Παπατζιάν, κάνουν 4 παιδιά (ένα αγόρι και τρία κορίτσια)  και δεν εγκαταλείπουν το Ναύπλιον. Η αδερφή της όμως Ευθυμία με τον άντρα της οδηγείται στα πατρώα εδάφη εκείνου για να ζήσει μάλλον μια ζωή μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Σε γράμμα που έστειλε στην αδερφή της, προκειμένου να περιγράψει τη ζωή της στη Σοβιετική Αρμενία, αλλά να υπερβεί και το ανυπέρβλητο εμπόδιο της λογοκρισίας, έγραψε: «περνάμε ωραία σαν το Μελέτη!», περιγράφοντας έναν γραφικό τύπο, που κυκλοφορούσε ρακένδυτος στα στενοσόκακα του Ναυπλίου! Της έστειλαν τότε ρούχα και χρήματα, αλλά δεν τα έλαβαν ποτέ και η επικοινωνία τελικά μεταξύ τους χάθηκε οριστικά [21]. Το μεγαλύτερο όντως πρόβλημα στην επικοινωνία με τους επαναπατρισθέντες ήταν η λογοκρισία. Ακόμα και οι ευχετήριες κάρτες των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, έφταναν στο Ναύπλιον 8 μήνες μετά, ενώ αν υπήρχε γραμμένη επιστολή είχε ημερομηνία αποστολής έως και 12 μήνες πριν! (προσωπική μαρτυρία)

Σταδιακά η αρμενική παροικία του Ναυπλίου – τη δεκαετία του 70- αρχίζει να συρρικνώνεται, όταν κάποια από τα εναπομείναντα μέλη μεταναστεύουν στη Λατινική Αμερική, ενώ τα νεότερα μέλη των οικογενειών παντρεύονται στην Αθήνα. Ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν την όμορφη παραλιακή πόλη και έρχονται στην Αθήνα και τη Νίκαια, διατηρώντας όμως τις επαφές τους με τους παιδικούς φίλους και συμμαθητές έως σήμερα, που εξακολουθούν να θυμούνται τη μικρή αρμενική κοινότητα που άκμασε στο Ναύπλιο (περ. Αρμενικά, 2008).

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν

Ο Μαρντίκ Μαρντικιάν έφτασε στο Ναύπλιον, μαζί με μέλη 41 άλλων οικογενειών, από το Δεαγάτ, δηλαδή το Ντε-ντε Αγάτβ, παλιά ονομασία της Αλεξανδρούπολης, στις 4 Απριλίου του 1924. Στα γενικά Αρχεία του Κράτους της Αργολίδας αναγράφεται ότι είναι ράφτης και στο Ναύπλιον ήρθε στην ηλικία των 26 ετών [22].  Μαρτυρία κατοίκου, φίλου της οικογένειας (Τόλης Κοΐνης), κάνει λόγο για διπλό ξεριζωμό. Πρώτα εκδιώχθηκαν από τη γενέτειρά τους, τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, το 1915 και βρέθηκαν στη Σμύρνη, όπου πέρασαν καλά τα επόμενα 5 χρόνια και από κει οριστικά μετά την καταστροφή της Σμύρνης μετακινήθηκαν στην Ελλάδα και μετεγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιον.

Ο Μαρντίκ μόλις ήρθε στο Ναύπλιον άνοιξε ραφείο, σχεδόν αμέσως, αφού στο γάμο του, το 1927, το είχε ήδη. Στο ραφείο μάλιστα δούλευε ως κάλφας και ο αδερφός του Χραντ Μαρντικιάν, μέχρι που ο τελευταίος παντρεύτηκε και μετά το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.  Ο Μαρντίκ όμως πέτυχε να δημιουργήσει στο Ναύπλιον, στο Μεγάλο δρόμο, τον κεντρικότερο δρόμο της πόλης, το μεγαλύτερο εμποροραφείο, στο οποίο εγκατέστησε 7 ραπτομηχανές, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούσε να απασχολεί τουλάχιστον 7 ράφτες και αρκετό αριθμό βοηθών, γυναικών και αντρών, στην πλειονότητά τους  Ελληνικής καταγωγής.

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν, που βρισκόταν στον μεγάλο δρόμο. Τρίτος στην φωτογραφία (από αριστερά προς δεξιά) είναι ο Μαρντίκ Μαρντικιάν, και δίπλα του (τέταρτος) είναι ο αδερφός του ο Χραντ Μαρντικιάν.

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν, που βρισκόταν στον μεγάλο δρόμο. Τρίτος στην φωτογραφία (από αριστερά προς δεξιά) είναι ο Μαρντίκ Μαρντικιάν, και δίπλα του (τέταρτος) είναι ο αδερφός του ο Χραντ Μαρντικιάν.

Για την ακρίβεια, μετα τη δεκαετία του 50 φέρεται να δούλεψε στην επιχείρηση ως μοδιστρούλα και μια αρμενοπουλα (η Γεωργία Κοσεγιάν).  H επιχείρηση διέθετε προς πώληση και υλικά ραπτικής και υφάσματα. Τα υφάσματα ήταν τριών ειδών: ι. Τα αγγλικά κασμίρια, ιι. τα πολώνικά (ενδιάμεσης κατηγορίας- μεσαίας ποιότητας) και τα ιιι. ελληνικά, του Δημητριάδη κ.α. , που παρότι και αυτά πολύ καλής ποιότητας, ήταν για χαμηλότερα βαλάντια. Το ραφείο απευθυνόταν στους επιφανείς Ναυπλιώτες. «Στου Μαρντικιάν ράβονταν τα καλύτερα κουστούμια, αλλά επιδιορθώνονταν και έτοιμα με τον καλύτερο τρόπο. Έρχονταν τα μπαούλα από την Αμερική και πήγαιναν αμέσως στους ράφτες να καλύψουν τις ατέλειες τους ή να τα φέρουν στα μέτρα τους. Ακόμα και τα φυσικά ελαττώματα επιδιόρθωνε!. Ένας ελαττωματικός ώμος καλυπτόταν με διπλή βάζα, ώστε το ρούχο τελικά να μοιάζει ραμμένο πάνω στον άντρα που το φορούσε! Αλλά εξαιρετικά έραβε και τα γυναικεία ταγέρ!» [23].

Οι ραφτάδες του Ναυπλίου. Στο κέντρο (με τα γυαλιά) ο Μαρντίκ Μαρντικιάν.

Οι ραφτάδες του Ναυπλίου. Στο κέντρο (με τα γυαλιά) ο Μαρντίκ Μαρντικιάν.

Σημαντική για την εποχή, τις αξίες, αλλά και τις αξίες του Μαρντικιάν είναι η αντίληψη που είχε για την ενδυμασία των ραφτάδων του.  Όλοι φορούσαν κοστούμι σαν κυκλοφορούσαν στην πόλη και μέσα στο ραφείο αντικαθιστούσαν το σακάκι με τη ρόμπα της δουλειάς. Έξω όμως κυκλοφορούσαν ως φιγουρίνια!» [24].

Εορτή ραπτών στην Αγία Μονή. Παρευρίσκονται σύσσωμοι με τις οικογένειές τους στη γιορτή του σωματείου τους.

Εορτή ραπτών στην Αγία Μονή. Παρευρίσκονται σύσσωμοι με τις οικογένειές τους στη γιορτή του σωματείου τους.

Άνθρωποι που δούλεψαν μαζί του, Έλληνες στην καταγωγή, αναφέρουν γι’ αυτόν πως ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, ευγενής και καλός. Αυτό μάλλον επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι υπήρξε πρόεδρος των ραφτάδων του Ναυπλίου και τους οδηγούσε σε όλες τους τις δραστηριότητες με συνέπεια και ενθουσιασμό. Εικόνα του πολιούχου αγίου των ραπτών υπήρχε στο μοναστήρι της Αγίας Μονής και εκεί συναντιούνταν πάντα στην ετήσια γιορτή του σωματείου τους, ανήμερα της Αγίας Άννας.

Το 1960 μάλιστα, ημερολόγιο της περιοχής, δημοσίευσε σχετική φωτογραφία των ραπτών του Ναυπλίου, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά πως η εικόνα είναι κειμενικό είδος εξαιρετικά σημαντικό για τον πολιτισμό μας και την καταγραφή του [25].

Γιορτές επιπλέον έκαναν και στον Αη Γιάννη στην Καραθώνα.

Συνάντηση των ραπτών στην Αγία Μονή, γύρω στο 1960 για τον εορτασμό του σωματείου ανήμερα της Αγίας Άννας. Διακρίνονται όρθιοι από τα αριστερά: Στεφάνου Μπακέας Β., Δημόπουλος Σ., Διαμαντάκος, Κοΐνης Θ., Γαρβήλος Β., Βούλγαρης Γ., Μαρτικιάν Μ., Ιωαννίδης, Μπόκος Δ. Καθιστοί:Μπράβος Αθανασίου Χ., Δημόπουλος Λ., Αλεξίου Σ. (Αρχείο οικογένειας Β. Γαβρήλου).

Συνάντηση των ραπτών στην Αγία Μονή, γύρω στο 1960 για τον εορτασμό του σωματείου ανήμερα της Αγίας Άννας. Διακρίνονται όρθιοι από τα αριστερά: Στεφάνου Μπακέας Β., Δημόπουλος Σ., Διαμαντάκος, Κοΐνης Θ., Γαρβήλος Β., Βούλγαρης Γ., Μαρτικιάν Μ., Ιωαννίδης, Μπόκος Δ.
Καθιστοί: Μπράβος Αθανασίου Χ., Δημόπουλος Λ., Αλεξίου Σ. (Αρχείο οικογένειας Β. Γαβρήλου).

Koινωνική ενσωμάτωση με το ντόπιο πληθυσμό

Από τις πληροφορίες και τις  μέχρι στιγμής καταγραφές είναι φανερό ότι ο μικρός πληθυσμός των οικογενειών στο Ναύπλιον για να επιβιώσει επέλεξε την έξοδο από την ενδοκοινοτική εσωστρέφεια. Η προς τα έξω συμπεριφορά και της πρώτης και της δεύτερης γενιάς προσφύγων εμφανίζει ταύτιση με την κοινωνία της πόλης. Χαίρεται με τους ανθρώπους της, απολαμβάνει τις ομορφιές της. Οι νεότερες γενιές των Αρμενίων, εντρυφούν στα μουσικά και αθλητικά «μονοπάτια» που χαράσσει η ιστορική πόλη, συμμετέχοντας στη χορωδία και στα θεατρικά δρώμενα, και παρακολουθώντας μαθήματα στα ωδεία.

Πεζοπορία στην Αρβανιτιά.

Πεζοπορία στην Αρβανιτιά.

Συγχρόνως καταβάλλονται προσπάθειες για τη δραστηριοποίηση των νέων και στα αθλητικά σωματεία. Έτσι ο Χαρουτιούν Μαρντικιάν συμμετέχει στην ομάδα water polo, που ιδρύθηκε το 1950 και στην οποία ο Μαρντίκ Μαρτικιάν είναι ιδρυτικό μέλος, ενώ ο Αγκόπ Ασαντουριάν και ο Αρτίν Ποστατζιάν συμμετέχουν στη βασική εντεκάδα της ποδοσφαιρικής ομάδας της πόλης, τον «Παναυπλιακό», που ιδρύθηκε το 1926. Όπως είναι γνωστό, είναι θέμα τιμής για κάθε πόλη η οποία διαθέτει ποδοσφαιρική ομάδα, η ενεργή υποστήριξη σ’ αυτήν, πράγμα που έπραξαν όλοι ανεξαιρέτως οι άρρενες συμπατριώτες μας. Σε φωτογραφία του 1949 εικονίζεται να συμμετέχει ως ποδοσφαιριστής ο Ασό Ασατουριάν στην ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. Ο Μαρντίκ Μαρντικιάν ασχολήθηκε με τα διοικητικά θέματα της ομάδας, διατελώντας ως έφορος επί χρόνια και συμπράττοντας στην εξέλιξη της ομάδας [26].

Η ομάδα του Water Polo το 1954. Όρθιοι: Πάκης Πανόπουλος, Ανδρ. Μαντζούνης, Γιώργος Παναγιωτόπουλος, Μάκης Δέλλας, Γιάννης Καλλιάνος, Γιάννης Μαντάς. Καθιστοί: Ιωάννης - Ιερόθεος Σώμος, Χαρουτιούν Μαρντικιάν, Σταύρος Πίκουλας.

Η ομάδα του Water Polo το 1954. Όρθιοι: Πάκης Πανόπουλος, Ανδρ. Μαντζούνης, Γιώργος Παναγιωτόπουλος, Μάκης Δέλλας, Γιάννης Καλλιάνος, Γιάννης Μαντάς.
Καθιστοί: Ιωάννης – Ιερόθεος Σώμος, Χαρουτιούν Μαρντικιάν, Στάυρος Πίκουλας.

Η Ποδοσφαιρική ομάδα του Πανναυπλιακού. Ο Πανναυπλιακός στις 19 Νοεμβρίου 1949 πριν τον φιλικό αγώνα με την ποδοσφαιρική ομάδα του Κ.Ε.Μ. (1-2). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, όρθιοι: Γιάννης Ξυνός (διαιτητής), Τάσος Ψωμόπουλος, Σταύρος Μπελέζος, Βαγγέλης Δαλμάτσος, Γιαννής Μελίδης, Ασσώ Ασσαντουριάν, Νίκος Ρέππας, Διαμαντής Ανδρώνης, Νούλης Κεραμιδάς, Βαγγέλης Οικονόμου, Γιώργος Καρμπέρης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Γιώργος Λεμονίδης (Τ). Αρχείο Γιάννη Μακρή.

Η Ποδοσφαιρική ομάδα του Πανναυπλιακού.
Ο Πανναυπλιακός στις 19 Νοεμβρίου 1949 πριν τον φιλικό αγώνα με την ποδοσφαιρική ομάδα του Κ.Ε.Μ. (1-2). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, όρθιοι: Γιάννης Ξυνός (διαιτητής), Τάσος Ψωμόπουλος, Σταύρος Μπελέζος, Βαγγέλης Δαλμάτσος, Γιαννής Μελίδης, Ασσώ Ασσαντουριάν, Νίκος Ρέππας, Διαμαντής Ανδρώνης, Νούλης Κεραμιδάς, Βαγγέλης Οικονόμου, Γιώργος Καρμπέρης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Γιώργος Λεμονίδης (Τ). Αρχείο Γιάννη Μακρή.

Σημαντική παράμετρος της ζωής, αλλά και της νοοτροπίας των Αρμενίων που έζησαν στο Ναυπλιον την περίοδο που εξετάζουμε ήταν η τάση για αλλαγή των ονομάτων τους, ώστε να θυμίζει ελάχιστα την καταγωγή ή τη χώρα προέλευσης. Πιθανολογείται ότι αυτό συνέβαινε γιατί «φοβούνταν μην έχουν την τύχη των Εβραίων». Έτσι ο Καραμπέτ Κοσεγιάν συστηνόταν και ως Χαράλαμπος (χωρίς ποτέ αυτό να γίνει με διοικητική πράξη), ο Καραμπέτ Παπατζιάν έγινε Αντώνιος, ενώ ο γιος του άλλαξε επίσημα το Παπατζιάν σε Παπαδόπουλος.

Αυτή όμως η προς τα έξω συμπεριφορά δεν απηχεί τις αντιλήψεις της κοινότητας. Μέσα τους θα ήθελαν να είναι με Αρμένιους και να ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα όπου θα μπορούν να λειτουργούν με όλες τις αξίες και τις συνήθειές τους. Το γεγονός ότι η πόλη δεν διαθέτει σχολείο και εκκλησία, καθιστά αγωνιώδη την προσπάθεια διατήρησης της γλώσσας και των αρμενικών εθίμων. Σε αυτό το πλαίσιο γίνονται δεκτές με χαρά οι επισκέψεις φίλων και συγγενών, αλλά και οι μονοήμερες εκδρομές μελών της Νεολαίας, που επισκέπτονται το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων για να ψάλλουν τα κάλαντα στα αρμενικά σπίτια. Τότε είχαν θέση τα αρμένικα φαγητά και η αρμένικη φιλοξενία. «Όλοι περνούσαν από το σπίτι μας! Συχνά μένανε και σε μας…Ακόμα θυμάμαι τα μεγάλα τραπέζια που στρώναμε κείνες τις μέρες», λέει η Μαίρη Χαρουτιουνιάν, κόρη του Μαρντίκ Μαρντικιάν. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της αρμενόγλωσσης εφημερίδας «Νορ Ορ» που εκδίδεται στην Αθήνα και αποστέλλεται στα σπίτια των Αρμενίων στο Ναύπλιο. Μέσω της εφημερίδας, διατηρείται η επαφή με τη γλώσσα και την αρμενική κουλτούρα και συγχρόνως μέσω της ενημέρωσης διασφαλίζεται η συμμετοχή στην ευρύτερη κοινωνική ζωή [27].

Η αδυναμία σύνδεσης ωστόσο με την αρμενική κοινότητα ήταν καθοριστική για τη συρρίκνωση της παροικίας του Ναυπλίου. Τα νεότερα μέλη των οικογενειών ντρέπονταν που δεν ήξεραν Αρμενικά. Αλλά και οι αρμένιοι στην Αθήνα (και εδώ καταθέτω προσωπική μαρτυρία) κοιτούσαν περίεργα τις αρμενοπούλες που δεν μιλούσαν τη γλώσσα. Τις θεωρούσαν περίπου ξένο σώμα. Οι κόρες του Μαρντικιάν έφυγαν για την Αθήνα, όπου παντρεύτηκαν Αρμένιους. Το 1964 τις ακολούθησε και ο Μαρντίκ Μαρντικιάν,  αφήνοντας το ραφείο που πλέον το συνέχισε ο Θάνος Κοΐνης, που μέχρι τότε δούλευε ράφτης στο μαγαζί του.

Συμπεράσματα

Το Ναύπλιον από το 1920 έως το 1924 δέχτηκε σημαντικό αριθμό Αρμενίων από αναγκαστικές κατά το πλείστον μετεγκαταστάσεις, που έγιναν για να αποσυμφωρήσουν, είτε το εσωτερικό της Πελοποννήσου (προερχόμενοι από την Τρίπολη), είτε τη Μακεδονία, μετά τις ανταλλαγές των πληθυσμών και προκειμένου να αποφευχθούν συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων που πλέον πύκνωναν τη Βόρεια Ελλάδα. Όμως ο αρμενικός πληθυσμός που έφθανε στο Ναύπλιον, δεν έμενε στην πόλη. Στους αμέσως επόμενους μήνες οι περισσότεροι φαίνεται να την είχαν εγκαταλείψει. Έτσι, έως το 1970 έζησε και δραστηριοποιήθηκε μικρή κοινότητα Αρμενίων, με σημαντική όμως παρουσία στα οικονομικά, πολιτιστικά, αθλητικά και κοινωνικά δρώμενα της πόλης. Τα βασικά χαρακτηριστικά της παροικίας ήταν η ανάγκη ενσωμάτωσης της με το γηγενή πληθυσμό, γεγονός που οδήγησε μεγάλο μέρος τους στην πλήρη αφομοίωση και ταύτιση με τη συλλογική ταυτότητα, ενώ ένα μικρότερο μέρος επέμεινε στην υπερκείμενη αρμενική ταυτότητα.  Αυτός ήταν και ο λόγος που η παροικία δεν άντεξε και συρρικνώθηκε σημαντικά. Κάποιοι έφυγαν για τον Καναδά και τις ΗΠΑ, άλλοι για τη Σοβιετική Αρμενία, και οι περισσότεροι αναζήτησαν καταφύγιο σε πόλεις που είχαν ζωντανούς τους φορείς ενδυνάμωσής της ενδοκοινοτικής ταυτότητας, δηλαδή μεγάλη κοινότητα, σχολείο και εκκλησία, έτσι ώστε να μην ξεχαστούν ή να απεμπολήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εθνολογικής τους καταγωγής.

Παράρτημα 1 Παράρτημα 1  Παράρτημα 3

Υποσημειώσεις


[1] Ευ. Γ. Αυδίκος, «Λαογραφία του αστικού χώρου: ουτοπία ή πραγματικότητα;», Εθνολογία, 3, 163-188, Αθήνα, 1994.

[2] Αντίστοιχη εργασία- αλλά εκτεταμένη λόγω και της ποσότητας και ποικιλίας του προς καταγραφήν υλικού- έχει κάνει η Γαρυφαλλιά Θεοδωρίδου για τους Αρμένιους της Ξάνθης. Η συγγραφή του δικού της άρθρου, όπως και οι μεταξύ μας συζητήσεις, υπήρξαν μεθοδολογικός οδοδείκτης για τη δική μας εργασία και από τη θέση αυτή θερμά ευχαριστώ για την ανιδιοτελή προσφορά και τη βοήθειά της. Θεοδωρίδου Γαρ.,(2015), Αρχειακή Λαογραφία και Φωτογραφία: «συνομιλία» με τα «σιωπηλά πρόσωπα» της ιστορίας. Μια πρόταση «ανάγνωσης» του αρχείου «Ονομαστικές καταστάσεις προσφύγων του 1922 εγκατεστημένων προσωρινά στην Ξάνθη», στο Μ. Γ. Σέργης- Ελ. Κ. Χαρατσίδης- Γαρ. Θεοδωρίδου (επιμέλεια) Από το Αραράτ στον ‘Ολυμπο, Θέματα Αρμενικής Λαογραφίας, εκδ. Κ & Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη.

[3] Κ. Kαλαντζής, Κ., «Οπτικός πολιτισμός και ανθρωπολογία» στο Ελεάνα Γιαλούρη (επιμ.) Υλικός πολιτισμός. Η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 171-213, 2012.

[4] S. Sontag, Περί φωτογραφίας (μτφρ. Ηρ. Παπαϊωάννου), Αθήνα: Φωτογράφος 1993, και B. Barthes, Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία (μτφρ: Γ. Κρητικός), Κέδρος- Ράππα, Αθήνα 1983.

[5] J. Clifford-J. Marcus, (επιμ.), Writting Culture: The poetics and politics of Ethnography, Berceley, Los Angeles and London: University of California Press, 1986.

[6] «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου» περ. Αρμενικά, τ. 55, Μαρτιος- Απρίλιος 2008. (Μετάφραση από τη δημοσίευση στην αρμενική εφημερίδα AZAD-OR, 31/12/2000).

[7] Οβ. Γαζαριάν, «Η αρμενική παροικία κλείνει τα ενενήντα», Αρμενικά, τ. 74, Ιούλιος- Σεπτέμβριος, Αρμενικά, 2012. υπάρχει και στο διαδίκτυο στο: http://www.armenika.gr/koinotita/75-istoria-paroikias/478-h-armenikh-paroikia-klinei-ta-eneninta, τελ.  Επίσκεψη, 14/10/2015

[8] Για περισσότερα στοιχεία βλ. παράρτημα στο τέλος της μελέτης. Τα στοιχεία καταγράφηκαν από μένα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Αργολίδας: Μητρώο οικογενειών προσφύγων Μικράς Ασίας αρ. ειδικού ευρετηρίου Διοικητικά 61.1, Ναύπλιον.

[9] Σ. Ζαχαρία, «Οι Αρμένιοι πρόσφυγες στην Αλεξανδρούπολη» στο Μ. Γ. Σέργης-  Ελ.Κ. Χαρατσίδης- Γαρ. Θεοδωρίδου (επιμέλεια) Από το Αραράτ στον ‘Ολυμπο, Θέματα Αρμενικής Λαογραφίας, εκδ. Κ&Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2015.

[10] Ι. Κ. Χασιώτης, Η αρμενική παροικία της Θεσσαλονίκης. Ίδρυση, οργάνωση, ιδεολογία και κοινωνική ενσωμάτωση (σε συνεργασία με τη Γκιούλα Κασαπιάν). Ανάτυπο από τα Πρακτικά      του Συμποσίου Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912 (1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 271 και στου ίδιου, Χασιώτης Κ. Ι., Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος, Αδελφά   Έθνη εν μέσω θυέλλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2015.

[11] Γ. Α. Κ. , όπ.π.

[12]  «Η δραματικότερη μείωση του πληθυσμού της παροικίας έμελλε να πραγματοποιηθεί την περίοδο μεταξύ 1946 και 1947, με τη μεγάλη παναρμενική εκστρατεία για την παλιννόστηση των Αρμενίων της διασποράς στη Σοβιετική Αρμενία. Με αλλεπάλληλες, λοιπόν, αποστολές από τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη μετανάστευσαν από την Ελλάδα στη Σοβιετική Αρμενία περίπου 20.000 άτομα. Αν σ’ αυτούς προσθέσουμε και τις μετοικεσίες προς τις δυτικές χώρες (Καναδά και Ν. Αμερική) το αρμενικό στοιχείο της Ελλάδας περιορίστηκε στα τέλη του ’50 στα 15.000 άτομα». (Ο. Γαζαριάν, Αρμενικά, 2012, τ.74)

[13]  Ι. Χασιώτης, όπ.π., 1986: 260-261.

[14]  «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου», περ. Αρμενικά, όπ.π.

[15]  Για αντίστοιχη ανάλυση , βλ και Θεοδωρίδου, 2015:640, όπ.π.

[16] … Η γυναίκα ήταν καλλονή και έβγαινε μόνον με τον πατέρα της. Αργότερα παντρεύτηκε στο Σεντ Ετιεν της Γαλλίας, έναν γιατρό και έκανε δυο παιδιά.…(μαρτυρία Ντίνας Μπογιατζή, το γένος Κυριακοπούλου) «περπάταγε κι έτριζε ο τόπος της, φορούσε το φουρό και ήταν σαν καθαρόαιμο άλογο…  » (μαρτυρία Ευθυμίου Ρούσσου).

[17]  περ. Αρμενικά, 2008, όπ.π.

[18]  μαρτυρία Ντίνα Μπογιατζή (Κυριακοπούλου).

[19]  περ. Αρμενικά.,2008, όπ.π.

[20]  Σε αυτό το σημείο καταθέτω την προσωπική μου μαρτυρία για το νησί της Ρόδου, όπου οι Αρμένιοι που άλλαξαν το όνομά τους – τη συγκεκριμένη περίοδο – ήταν πάρα πολλοί.

[21] Τις πληροφορίες μας δίνει ο γιος της Ευφροσύνης και ανιψιός της Ευθυμίας, Νίκος Παπατζιάν, νυν: Παπαδόπουλος.

[22]   ΓΑΚ, οπ.π.

[23]   Πηγή: Παναγιώτης Μερμίγκης, γιος του Θεοδόση Μερμίγκη ο οποίος την περίοδο 1944-1954 δούλευε στο ραφείο του Μαρτικιάν. Από το 1954 διατηρούσε ραφείο δικό του Μέρμαγκα.

[24]  Πηγή: Π. Μερμίγκης.

[25]  S. Sontag, 1993, όπ.π., και  B. Barthes, 1983, όπ.π.

[26]  «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου», περ. Αρμενικά, όπ.π.

[27]  Περ. Αρμενικά, όπ.π.

Δρ. Χαρά Κοσεγιάν

Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων

Read Full Post »

Το παραμύθι των Γιουσουρούμ


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

 Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Αναδημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του αγαπητού κυρίου Νίκου Βατόπουλου με τίτλο:

«*Το παραμύθι των Γιουσουρούμ».

 

Οι ιστορίες της Αθήνας και των ανθρώπων της είναι αναρίθμητες. Πολλές από αυτές ξεθωριάζουν, λανθάνουν ή λησμονούνται. Άλλες αναφύονται σε κύκλους χρόνου και γίνονται και πάλι ίχνη, και από θραύσματα γίνονται αφηγήσεις. Η περίπτωση της οικογένειας Γιουσουρούμ είναι ένα αθηναϊκό παραμύθι, γοητευτικό όσο και μακρινό, αλλά ταυτόχρονα νωπό, καθημερινό και αληθινό όσο και η κληρονομιά του οικογενειακού ονόματος στην καθομιλουμένη. Πριν από λίγες ημέρες, η Ισραηλιτική Κοινότητα Αθηνών τίμησε ως μεγάλο ευεργέτη της τον κ. Μωυσή (Μωύς) Γιουσουρούμ, ετών 95, ο οποίος επί σειρά δεκαετιών προσέφερε εθελοντικά. Το όνομά του δόθηκε στον αίθριο χώρο της συναγωγής και η δημόσια αυτή εκδήλωση τιμής στάθηκε η αφορμή για να συνταχθεί η ιστορία της οικογενείας Γιουσουρούμ με ερευνητική δουλειά στα αρχεία, με πρωτοβουλία του Εβραϊκού Μουσείου στην Αθήνα και της εβραϊκής κοινότητας.

 

Ομαδική φωτογραφία των οικογενειών Γιουσουρούμ, Χαμπίμπ και Κοέν στο Θησείο, γύρω στο 1914. Στην πίσω γραμμή, τα πέντε παιδιά του Μποχώρ Γιουσουρούμ, Ηλίας (με μούσι και καπέλο), Χαΐμ, Ιάκωβος, Μωυσής, Νώε, με τις συζύγους και τα παιδιά τους, την τρίτη γενιά της οικογένειας. Στο κέντρο η γυναίκα του Νώε, Μαζαλτώβ (το γένος Χαμπίμπ), με τον νεογέννητο Ισαάκ στην αγκαλιά. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΜΕ.

Ομαδική φωτογραφία των οικογενειών Γιουσουρούμ, Χαμπίμπ και Κοέν στο Θησείο, γύρω στο 1914. Στην πίσω γραμμή, τα πέντε παιδιά του Μποχώρ Γιουσουρούμ, Ηλίας (με μούσι και καπέλο), Χαΐμ, Ιάκωβος, Μωυσής, Νώε, με τις συζύγους και τα παιδιά τους, την τρίτη γενιά της οικογένειας. Στο κέντρο η γυναίκα του Νώε, Μαζαλτώβ (το γένος Χαμπίμπ), με τον νεογέννητο Ισαάκ στην αγκαλιά. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΜΕ.

 

Όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει γιουσουρούμ, λίγοι όμως συνδέουμε την έννοια του παλαιοπωλείου ή του παζαριού με αντίκες με την εβραϊκή οικογένεια Γιουσουρούμ. Ο κ. Μωυσής Γιουσουρούμ είναι απόγονος μιας μακράς σειράς δραστήριων ανθρώπων που επέδρασαν στην εμπορική ζωή της Αθήνας. Στην καρδιά της παλιάς πόλης, εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά του εμπορίου, είχε δημιουργηθεί και η πρώτη Συναγωγή της Αθήνας, που στεγαζόταν στο σπίτι των Γιουσουρούμ, Καραϊσκάκη 1 και Ερμού. Εκεί ήταν, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο πυρήνας της εβραϊκής κοινότητας της Αθήνας. Εκεί ήταν ο πυρήνας της επιχείρησης των Γιουσουρούμ και εκεί γύρω εκείνοι οι αθηναϊκοί δρόμοι που έσφυζαν από την κίνηση του μικροεμπορίου ήταν γνωστοί ως τα παλιά «εβραίικα». Ήταν το κομμάτι που όριζαν οι Άγιοι Ασώματοι, οι οδοί Σαρρή και Ερμού καθώς και οι πλατείες Αγίου Φιλίππου και Ανεξαρτησίας.

Ο Μωυσής Γιουσουρούμ σε ηλικία περίπου 10 ετών, το έτος 1930. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΜΕ.

Ο Μωυσής Γιουσουρούμ σε ηλικία περίπου 10 ετών, το έτος 1930. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΜΕ.

Η ιστορία του οικογενειακού δέντρου χάνεται πίσω στον χρόνο και, όπως πολλές εβραϊκές οικογένειες που συνδέθηκαν στους νεότερους χρόνους με την Ελλάδα και εντάχθηκαν στην ελληνική κοινωνία, έτσι και οι Γιουσουρούμ είχαν καταγωγή από την Ισπανία. Ακολούθησαν τον δρόμο προς Ανατολάς όταν το 1492 οι Εβραίοι απελάθηκαν από τον βασιλιά Φερδινάνδο και τη βασίλισσα Ισαβέλα. Οι Γιουσουρούμ αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Σμύρνη καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ανοίξει τις πύλες της. Η ζωογόνος επίδραση της εβραϊκής παρουσίας σε όλη την εξέλιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των χωρών που προέκυψαν από τη σταδιακή διάλυσή της προέρχεται κατά κύριο λόγο από εκείνες τις μετακινήσεις πληθυσμών από την Ιβηρική στην Ανατολή στα τέλη του 15ου αιώνα.

Όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος τον 19ο αιώνα, ένας από τους Γιουσουρούμ, ο Ισαάκ, εγκαθίσταται αρχικά στην τουρκοκρατούμενη Χίο γύρω στο 1830. Στη Χίο, το όνομα γίνεται Γιουσουρούμ (από το αρχικό Γιουσουρούν). Η οικογένεια αργότερα (1860) εγκαθίσταται στην Κύθνο και ο γιος του Ισαάκ, ο Μποχώρ, ράφτης στο επάγγελμα, αποφασίζει το 1863 να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, την Αθήνα.

Από εκείνα τα χρόνια που συμπίπτουν με την άνοδο στον θρόνο του Γεωργίου Α΄ χρονολογείται η παρουσία της οικογενείας Γιουσουρούμ στην Αθήνα. Ο Μποχώρ (παππούς του Μωυσή Γιουσουρούμ που τιμήθηκε πρόσφατα) ανοίγει κατάστημα ενδυμάτων στη γωνία Καραϊσκάκη 1 και Ερμού. «Ο παππούς μου εξασκούσε τη ραπτική, αλλά εκείνη την εποχή ο κόσμος δεν είχε πολλά χρήματα, οπότε αγόραζε μεταχειρισμένα», αφηγείται ο εγγονός του, Μωυσής Γιουσουρούμ. «Τα μετέτρεπε και κάθε Κυριακή παρουσίαζε την πραμάτεια του στην πλατεία Αβησσυνίας, στο παζάρι. Όλοι ασχολούνταν με αντίκες. Και καθιερώθηκε η έκφραση: “Πού θα πάμε;”, “Στου Γιουσουρούμ να ψωνίσουμε”».

 

Σχολική ταυτότητα του Μωυσή Γιουσουρούμ, 1937. Μαθητής του Θ’ Γυμνασίου Αθηνών. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΜΕ.

Σχολική ταυτότητα του Μωυσή Γιουσουρούμ, 1937. Μαθητής του Θ’ Γυμνασίου Αθηνών. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΜΕ.

Ο Μποχώρ, ο παππούς του Μωυσή, ρίζωσε καλά στην Αθήνα και απέκτησε επτά παιδιά. Μετά τον θάνατό του, το 1887, η επιχείρηση επεκτάθηκε από τον πρωτότοκο, Ηλία, και έγινε ο πυρήνας της εβραϊκής κοινότητας στην Αθήνα. Ο νεότερος αδελφός του Ηλία, Νώε, πατέρας του Μωυσή, παντρεμένος με την Αθηναία Εβραία Μαζαλτώβ Χαμπίμπ, ήταν πολύ δραστήριος καθώς η Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς δημιουργούσε πολλές ευκαιρίες. Αρχικά, μετεγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου με τον Αβραάμ Ναχμία άνοιξε εταιρεία εφοδιασμού νοσοκομείων, αλλά η πυρκαγιά του 1917 του άλλαξε τα σχέδια. Ξαναγύρισε στην οδό Ερμού, αυτή τη φορά στον αριθμό 84.

Ο παππούς μου κάθε Κυριακή παρουσίαζε την πραγματεία του στην πλατεία Αβησσυνίας, στο παζάρι. Και καθιερώθηκε η έκφραση: «Πού θα πάμε;». «Στου Γιουσουρούμ να ψωνίσουμε».

Θυμάται ο γιος του, Μωυσής: «Το είχε ανοίξει ο πατέρας μου όταν επέστρεψαν από τη Θεσσαλονίκη, με συνεταίρο έναν έμπορο, τον Σπύρο Κουρούση. Κατά τη διάρκεια αλλά κυρίως μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο πατέρας μου πήγαινε σε όλα τα μέρη που υπήρχαν συμμαχικές δυνάμεις – Γάλλοι και Άγγλοι – και αγόραζε στρατιωτικά είδη, από σκηνές μέχρι στολές, τα έφερνε στην Αθήνα και τα πουλούσε». Ο Νώε Γιουσουρούμ κυνηγούσε τις δημοπρασίες από τη Γαλλία ως την Αίγυπτο για να φέρνει υλικό στο μαγαζί του και το 1924-25 «χτύπησε» ακόμη και τη δημοπρασία για τα οικοδομικά υλικά της κατεδάφισης των Ανακτόρων (σημερινή Βουλή). Έκτισε καινούργιο σπίτι στο Θησείο (Ηρακλειδών 26) και διακόσμησε τα μπαλκόνια του δεύτερου ορόφου με αστέρια του Δαβίδ.

Τα τέσσερα παιδιά του Νώε γεννήθηκαν όλα από το 1920 ως το 1929. Πρωτότοκος ήταν ο Μωυσής που μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο βρέθηκε στη Μάχη της Κρήτης και στη συνέχεια και οι δύο εντάχθηκαν στο ΕΑΜ και πολέμησαν ως αντάρτες. Μετά τον πόλεμο, τα τέσσερα παιδιά του Νώε προσπαθούν να συνεφέρουν την οικογενειακή περιουσία. Από τις νεότερες γενιές των Γιουσουρούμ, ο Μωυσής σπουδάζει οδοντιατρική, ο Ισαάκ πολιτικός μηχανικός ενώ ο Λέων και ο Ιάκωβος ασχολούνται με το σιδηρεμπόριο και ανοίγουν κατάστημα στην Ερμού.

Ο Μωυσής Γιουσουρούμ είναι ζωντανός μάρτυρας μιας μακράς οικογενειακής παράδοσης που συνδέεται με την εμπορική ζωή της Αθήνας και την ενεργό παρουσία της ισραηλιτικής κοινότητας. Το όνομα των Γιουσουρούμ έχει πλέον άλλες αντηχήσεις.

 

* Το άρθρο του κυρίου Νίκου Βατόπουλου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Καθημερινή, «Τέχνες & Γράμματα», την Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015.    

Read Full Post »

Το ελληνικό περίπτερο


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωση τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ένα άρθρο του Φιλόλογου- Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:

 «Το ελληνικό περίπτερο»

 

Το περίπτερο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της νεοελληνικής κοινωνίας και μια ελληνική πατέντα. Είναι αυτό που μας λείπει όταν ταξιδεύουμε στο εξωτερικό, αφού σ’ αυτό μπορούμε εύκολα και ανά πάσα στιγμή να βρούμε αυτό που χρειαζόμαστε. Περίπτερο ονομάζεται το μικρό κτίσμα, το οποίο χρησιμεύει είτε απλώς για επίδειξη προϊόντων (περίπτερο σε εκθέσεις) ή ως μικροκατάστημα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του πεζοδρομίου. Στην Ελλάδα τα περίπτερα βρίσκονται συνήθως σε πλατείες ή σε δρόμους των πόλεων και των μεγάλων χωριών σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας ως ανεξάρτητα κτίσματα, συνήθως από ξύλο.

Φαινόμενο καθαρά ελληνικό, παγκόσμια πρωτοτυπία της χώρας μας, το περίπτερο αποτυπώνει την ίδια την ελληνική κοινωνία και τις τάσεις  κάθε εποχής, ενώ η ιστορία του αποτελεί ένα κομμάτι της καθημερινότητας των Ελλήνων για περισσότερο από έναν αιώνα. Πότε και πώς ξεκίνησαν όμως; Από πού πήραν το όνομά τους; Πώς φτάσαμε από τα ξύλινα κιόσκια, όπου «γεμίζονταν στυλό διαρκείας» και πωλούνταν περιοδικά, στα σημερινά υπερσύγχρονα περίπτερα με τις κάμερες ασφαλείας, που δέχονται και πιστωτικές κάρτες;

Η λέξη «περίπτερο» είναι σε χρήση από την αρχαιότητα ως επιθετικός προσδιορισμός. Συγκεκριμένα, «περίπτερος ναός» ονομάζεται ο ναός που περιβάλλεται από κίονες σε όλες τις πλευρές του. Η διεθνής ονομασία του περιπτέρου είναι κιόσκι και προέρχεται από την τουρκική λέξη köşk. Τα περίπτερα  με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα εμφανίστηκαν μετά το 1821, αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, πρώτα στο Ναύπλιο και έπειτα στην Αθήνα, ως μικρά καπνοπωλεία. Σιγά – σιγά τα προϊόντα που πωλούσαν πλήθαιναν και έβαλαν στις προθήκες τους μικροαντικείμενα και  το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το «Ίρις» με τιμή 25 λεπτά.

Περίπτερο, Αθήνα

Περίπτερο, Αθήνα

Συστηματικά τα περίπτερα φτιάχτηκαν μετά τον πόλεμο  του 1897 της Ελλάδας με την Τουρκία σε αστικά κέντρα της περιφέρειας. Στην Αθήνα το πρώτο περίπτερο στήθηκε στην οδό Πανεπιστημίου το φθινόπωρο του 1911. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα τα περίπτερα, δείγματα «μικροαρχιτεκτονικής», στάθηκαν δίπλα μας καλύπτοντας συνήθειες και ανάγκες της καθημερινότητας σε κάθε γειτονιά της Αθήνας και όλης της Ελλάδας. Έναν και πλέον αιώνα από την εμφάνιση του πρώτου περίπτερου στην Ελλάδα, πολλά έχουν αλλάξει στην εμφάνιση και στο εμπόρευμα των περιπτέρων, αλλά ένα πράγμα έχει μείνει ίδιο: Η αίσθηση πως ό,τι κι αν χρειαστούμε, από τσιγάρα μέχρι γαριδάκια και από ποτά μέχρι υπεύθυνες δηλώσεις, θα το βρούμε σε ένα από τα δεκάδες περίπτερα που διαθέτει κάθε πόλη, κάθε ελληνική γειτονιά.

Οι λόγοι για την καθιέρωση και τη διάδοση των περιπτέρων  ήταν τρείς:  Καταρχήν η ανάγκη αποκατάστασης των αναπήρων και των τραυματιών των πολέμων. Από το 1889 ξεκίνησε η χορήγηση αδειών σε τραυματίες πολέμου και ο αριθμός των περιπτέρων μεγάλωσε κατά πολύ. Ορόσημο για την εξάπλωσή τους αποτέλεσαν ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Τότε η Ελλάδα γέμισε με ανάπηρους και τραυματίες πολέμου και η πολιτεία αναζητούσε έναν τρόπο για να τους συνδράμει. Καθώς δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να τους δώσει κανονικές συντάξεις αναπηρίας, η Πολιτεία προσέφερε στους ανάπηρους Πολέμου ως «προίκα» από ένα περίπτερο στον καθένα.

Ο δεύτερος λόγος ήταν για να μπορέσει το κράτος να ελέγξει  το καπνικό εμπόριο  και να το εντάξει σε ένα δίκτυο, ώστε να εξασφαλίσει έσοδα από τη φορολογία. Μέχρι τότε τσιγάρα χύμα και καπνό πουλούσαν  πλανόδιοι μικροπωλητές και ελάχιστα καπνοπωλεία, με αποτέλεσμα να χάνονται έσοδα για το κράτος. Το κράτος έδωσε στα περίπτερα το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων  και δημιούργησε με ελάχιστο κόστος ένα φοροεισπρακτικό μηχανισμό, που του απέδωσε πολύ υψηλά έσοδα. Παράλληλα η  νομοθετική αυτή ρύθμιση είχε και κοινωνικό χαρακτήρα, πέραν του κρατικού ελέγχου, αφού χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν απασχόληση και έχτισαν τις ζωές τους είτε ως δικαιούχοι είτε ως ενοικιαστές είτε ως προμηθευτές αυτών των μικρών επιχειρήσεων.

Ο τρίτος λόγος ήταν η εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών. Σε μια εποχή που το εμπόριο δεν είχε αναπτυχθεί, πολυκαταστήματα δεν υπήρχαν και τα σημεία πώλησης ήταν λίγα, οι καταναλωτές μπορούσαν να βρουν στο περίπτερο της γειτονιάς τους είδη πρώτης και δεύτερης ανάγκης. Ένα μικρό, πρόχειρα κατασκευασμένο, ξύλινο κουβούκλιο με ελάχιστα προϊόντα προσπαθούσε να καλύψει τις ελάχιστες οικονομικές ανάγκες της εποχής. Το περίπτερο της γειτονιάς όμως ενώ ξεκίνησε δειλά- δειλά ως ένας μικρός εσωτερικός χώρος με ελάχιστα είδη, όπως τσιγάρα και μερικά ψιλικά, καρφίτσες, μπαχαρικά, καραμέλες, τσίχλες κ.α. , με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε και πήρε τη μορφή που βλέπουμε σήμερα με τα προϊόντα να αυξάνονται συνεχώς, όπως προστάζουν οι ανάγκες κάθε μεγαλούπολης, κυρίως όταν η αγορά κλείνει το βράδυ. Όλο και περισσότερα προϊόντα βρίσκονται στα ράφια ή στα ψυγεία του και το περίπτερο εδραιώθηκε στις συνήθειες του νεοέλληνα.

 

Περίπτερο, Αθήνα

Περίπτερο, Αθήνα

 

Το 1914 εντοπίζεται η πρώτη νομοθετική διάταξη, που αναφέρεται στην κατοχύρωση των περιπτέρων στους ελληνικούς δρόμους. Στην αρχή δημιουργήθηκε το λεγόμενο κιόσκι, μικρός επαγγελματικός χώρος χωρίς καθορισμένο ωράριο λειτουργίας, στα πεζοδρόμια, στις πλατείες, στα πάρκα, στις στάσεις των λεωφορείων, στα ΚΤΕΛ. Η  κατασκευή αυτή ήταν διαστάσεων 0,70Χ0,70μ. και αποτελούνταν από τέσσερα μεταλλικά κολονάκια και μία βάση, για να τοποθετούνται οι εφημερίδες. Στο επάνω μέρος του περιπτέρου ένα πανί το προστάτευε από τον ήλιο. Ασφάλεια δεν υπήρχε και με ένα απλό κατσαβίδι όποιος ήθελε άνοιγε το περίπτερο και έκλεβε.

Ο γνωστός χρονογράφος και ποιητής των αρχών του 20ου αιώνα Σωτήρης Σκίπης σε άρθρο του στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠΤ στις 20 Οκτωβρίου 1919 γράφει για τα πρώτα περίπτερα που έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα: Άξιος συγχαρητηρίων έγινε ο κ. Δήμαρχος ο οποίος αποφάσισε την ανέγερσιν πολλών περιπτέρων εις τας Αθήνας, τα οποία θα εκχωρήσει εις τους τραυματίας του πολέμου ή εις μέλη οικογενειών φονευθέντων πολεμιστών. Δεν φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως – αμέσως εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων. Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, θα εξυπηρετηθούν δι’ αυτών και θα εύρουν πόρον ζωής πλείστοι ανάπηροι των δύο πολέμων. Θα εξαπλωθεί δια του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς, είτε περιοδικόν, είτε φυλλάδιον, είτε βιβλίο. Και θα γίνουν αιτία όπως οι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις θα κουνηθούν λιγάκι και θα μιμηθούν λιγάκι των πρωτεύουσαν. Μια άκρως γλαφυρή αναπαράσταση του ρόλου του περιπτέρου στην Ελλάδα των επόμενων 100 χρόνων.

Αργότερα αλλάζει η σχετική νομοθεσία και η δομή των περιπτέρων, όπως και η όψη τους, και γίνονται όλα ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα, με ίδιες διαστάσεις για όλη την Ελλάδα (1.30 Χ 1.50 μ.), με εξωτερικά ρολά ασφαλείας και ψυγεία για αναψυκτικά, ενώ με νομοθετική ρύθμιση του 1980 (ν.1080/1980) η τοπική αυτοδιοίκηση μπορούσε να παραχωρεί κοινόχρηστο χώρο στους εκμεταλλευτές περιπτέρων.

Το 2006 έδωσαν άλλους 20 πόντους και οι διαστάσεις του περιπτέρου γίνονται 1,50 με 1,70 με το εμβαδόν του κουβουκλίου να είναι 2,55 τμ.  Από εκεί και πέρα κάθε δήμος έχει διαφορετική πολιτική και δίνει διαφορετικής έκτασης κοινόχρηστο χώρο για κάθε περίπτερο. Ο δήμος της Αθήνας επιτρέπει στα περίπτερα να καλύψουν με ρολά χώρο  4,25 τετραγωνικών και επιπλέον χώρο μέχρι τα 6,35, για να βάλουν δύο ψυγεία. Μιλάμε για νόμιμη επιπλέον έκταση που παραχωρείται με την πληρωμή του τέλους κατάληψης κοινοχρήστου χώρου, ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκεται το περίπτερο. Σιγά- σιγά οι ανάγκες εξυπηρέτησης των καταναλωτών πολλαπλασιάστηκαν, ήταν αδύνατο να χωρέσουν στις διαστάσεις ενός περιπτέρου αυτών των διαστάσεων και οι περιπτερούχοι αναγκάζονται να βγάζουν τα είδη τους και έξω από το νόμιμο χώρο του περιπτέρου και φυσικά πληρώνουν τσουχτερά πρόστιμα.

Περίπτερο, Αθήνα, αρχές του 20ου αιώνα.

Περίπτερο, Αθήνα, αρχές του 20ου αιώνα.

Σε πρώτη φάση άδεια περιπτέρου δικαιούνταν οι ανάπηροι πολέμου. Το Σεπτέμβρη του 1922 νόμος του Υπουργείου Περιθάλψεως ορίζει ότι τα ήδη ανεγερθέντα περίπτερα, αλλά και αυτά που πρόκειται να αναγερθούν στο μέλλον, θα παραχωρούνται προς αποκλειστική χρήση στην «Πανελλήνιον  Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921». Η Ένωση θα είναι ο μοναδικός επίσημος φορέας διαχείρισης των περιπτέρων με προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Συγκοινωνιών, το οποίο θα καθορίζει το σχήμα και το μέγεθος των περιπτέρων που αναμένεται να ανεγερθούν. Η παραχώρηση περιπτέρου σύμφωνα με το νόμο αυτό είναι προσωπική και μόνο υπόθεση και δεν επιτρέπεται να πωληθεί, να μεταβιβαστεί, να μπει σε καθεστώς υποθήκης και να υπομισθωθεί. Επιτρέπεται επίσης συνεταιρισμός μεταξύ δύο μόνο εταίρων με την άδεια του Υπουργού Συγκοινωνιών. Σε περίπτωση θανάτου του κατόχου, η χρήση και εκμετάλλευση του περιπτέρου μεταβιβάζεται αυτόματα στη γυναίκα και τα παιδιά του αναπήρου-τραυματία για μια πενταετία και αργότερα περιέρχεται και πάλι στον έλεγχο της Ένωσης. Τα χρήματα που θα εισπραχθούν από την αδειοδότηση των περιπτέρων θα διατεθούν, σύμφωνα με το νόμο,  υπέρ της δημιουργίας ειδικού Ταμείου προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου.

Με νομοθετικές διατάξεις του 1943 και του 1944 μπήκαν και άλλες κατηγορίες δικαιούχων αναπήρων, όπως οι ανάπηροι πολέμου άμαχου πληθυσμού, τα θύματα πολέμου και τα θύματα ειρηνικής περιόδου. Αργότερα η ευεργετική αυτή παροχή της πολιτείας επεκτάθηκε, ενώ με το νόμο 1044/1971 δημιουργήθηκαν κανόνες στην αδειοδότηση των δικαιούχων και άρχισαν να αναγνωρίζονται και να αποκτούν δικαιώματα οι ενοικιαστές περιπτέρων ως τάξη επαγγελματιών.  Μετά το 1980 στους δικαιούχους περιπτέρων εντάχθηκαν και οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, οι ανάπηροι του Δημοκρατικού Στρατού και του άμαχου πληθυσμού δηλ. πολιτικοί ανάπηροι που τραυματίστηκαν από νάρκες, βόμβες κ.λ.π. και ακρωτηριάστηκαν, καθώς και οπλίτες σε όλα τα σώματα ασφαλείας, όπως αστυνομία, λιμενικό, πυροσβεστική και οπλίτες στρατού, φαντάροι δηλαδή που έπαθαν σε ώρα υπηρεσίας ατύχημα. Από το 2007 άδεια περιπτέρου δίνεται και σε βετεράνους του πολέμου στην Κύπρο, όπως και σε άτομα με σοβαρή αναπηρία (ΑΜΕΑ).

Ο νόμος, τέλος,  4046/2012 προβλέπει ότι οι υφιστάμενες άδειες περιπτέρων διατηρούνται σε ισχύ και δε μεταβιβάζονται, ούτε κληρονομούνται, ενώ από την 1η Ιανουαρίου του 2014 οι δικαιούχοι τους υπόκεινται σε υποχρέωση καταβολής τέλους για τον κοινόχρηστο χώρο, που καταλαμβάνει η κατασκευή του περιπτέρου. Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις οι θέσεις των περιπτέρων θα καθορίζονται εφεξής με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου κάθε πόλης και μόνο το 30% των περιπτέρων θα παραχωρούνται σε άτομα με ειδικές ανάγκες (Α.Μ.Ε.Α.) και πολύτεκνους, με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Η παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης των υπόλοιπων θέσεων των περιπτέρων θα γίνεται με δημοπρασία, ενώ ο χρόνος παραχώρησης του δικαιώματος χρήσης των θέσεων δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τα 10 έτη. Επιπλέον απαγορεύει την αναμίσθωση, υπεκμίσθωση και την περαιτέρω παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης σε τρίτους, μια πρακτική δεκαετιών, που επέτρεπε την υπενοικίαση περιπτέρων σε τρίτους.

 

Τι μπορεί να πουλήσει ένα περίπτερο;

 

Τεκμηριωμένες πληροφορίες για τα προϊόντα που πουλούσε το περίπτερο μέχρι τις αρχές του Μεσοπολέμου και τα τέλη της δεκαετίας του 1940 δεν υπάρχουν. Το μόνο σίγουρο είναι πως στο περίπτερο υπήρχαν οι εφημερίδες, τα χύμα τσιγάρα και κάποια υποτυπώδη ζαχαρώδη προϊόντα. Νομικά, το διάταγμα που υπάρχει μιλάει για «ψιλικά» και για «προϊόντα ευτελούς αξίας». Τα περίπτερα πάντα εμπορεύονταν  πράγματα πρώτης ανάγκης, που απεικονίζουν τις καταναλωτικές συνήθειες και το επίπεδο διαβίωσης κάθε εποχής. Οι «περιπτεριούχοι» ή «περιπτεράδες» πωλούν μια μεγάλη ποικιλία αντικειμένων με βασικά τα τσιγάρα, τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Γενικά οι νόμοι ορίζουν ότι τα περίπτερα πρέπει να εξυπηρετούν τις τοπικές ανάγκες. Αυτά που βρίσκονται δίπλα σε νεκροταφεία ας πούμε μπορούν να πουλάνε λιβάνι. Για αυτό και τα περίπτερα σε τουριστικές περιοχές πουλάνε αγαλματάκια, ενώ περίπτερα σε εμπορικούς δρόμους πουλάνε ανδρικές ζώνες, γυαλιά ηλίου, μέχρι και…  τσεκούρια.

Η γαλλοτουρκικής καταγωγής ηθοποιός Υβόν Σανσόν, πρωταγωνίστρια με τον Δημήτρη Χορν στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Μια ζωή την έχουμε», ψωνίζει σε περίπτερο της εποχής του 1958.

Η γαλλοτουρκικής καταγωγής ηθοποιός Υβόν Σανσόν, πρωταγωνίστρια με τον Δημήτρη Χορν στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Μια ζωή την έχουμε», ψωνίζει σε περίπτερο της εποχής του 1958.

Το προϊόν που στήριξε το περίπτερο για αρκετές δεκαετίες δεν ήταν άλλο από τα τσιγάρα. Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους τα περίπτερα διέθεταν χύμα τσιγάρα. Ο καθένας που ήθελε να καπνίσει ένα τσιγάρο πήγαινε στο περίπτερο, άφηνε μερικές δραχμούλες και αγόραζε όσα τσιγάρα του επέτρεπε το βαλάντιό του. Σήμερα, από τα χύμα και με δελτίο τσιγάρα, έχουμε πάνω από 370 διαφορετικά brands καπνοβιομηχανικών προϊόντων μαζί με τους καπνούς για στρίψιμο και πλήθος άλλων αξεσουάρ για το κάπνισμα.

Οι εφημερίδες, που τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν το μοναδικό μέσω ενημέρωσης σε μια Ελλάδα που συνεχώς συνταρασσόταν από πολεμικές συγκρούσεις, αποτελούν το δεύτερο προϊόν. Οι καθημερινές εξελίξεις γίνονταν γνωστές μέσα από τις εκδόσεις των εφημερίδων, οι οποίες πολύ γρήγορα έγιναν μέρος της γκάμας των περιπτέρων. Σε πολλές περιπτώσεις για γεγονότα ιστορικής σημασίας, οι εφημερίδες τυπώνονταν τρεις και τέσσερις φορές, για να ενημερώσουν τους Έλληνες και η ανάρτηση των εφημερίδων στις προθήκες των περιπτέρων αποτελούσε ένα σημαντικό γεγονός για την καθημερινότητα των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων σε εποχές κρίσιμες για την πορεία και την ανάπτυξη της Ελλάδας. Μετά την πτώση της χούντας το 1973 αρχίζει η έκρηξη στον Τύπο, κυκλοφορούν πάρα πολλοί τίτλοι εφημερίδων και τα κυκλοφοριακά ρεκόρ καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα και ο ξένος Τύπος ανθεί, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της δικτατορίας, όπου οι ξένες εφημερίδες ήταν και η μόνη αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης.

Το περίπτερο της γειτονιάς όμως είχε κρεμασμένα με μανταλάκια και τα περιοδικά. Από το περίπτερο αγόραζαν το «ΡΟΜΑΝΤΣΟ» και το «ΦΑΝΤΑΖΙΟ», το Μικρό Ήρωα και το Μικρό Σερίφη, κι ακόμα το Πάνθεον, το Ντομινό, τη Βεντέττα, το Πρώτο, το Εμπρός. Εκεί και τα αγαπημένα κόμιξ των παιδιών, «Μπλέκ», «Όμπραξ» και «Μικρός Καουμπόϋ». Αργότερα και τα περιοδικά κοινωνικού κουτσομπολιού, που έκαναν γνωστούς στη γειτονιά τους φλογερούς έρωτες, τα πάθη και τις «δυστυχίες» των αστέρων της τηλεόρασης και του κινηματογράφου εκείνης της εποχής. Και τα τελευταία χρόνια περιοδικά με κείμενα και εικόνες ερωτικού περιεχομένου, σταυρόλεξα και Sudoku, βιβλία και άλλα έντυπα.

Από το 1940 στα περίπτερα άρχισαν να πωλούνται ζαχαρώδη και αναψυκτικά, τσίχλες και σοκολάτες. Δίπλα στα περίπτερα τοποθετούνται τα πρώτα ξύλινα ψυγεία με πάγο για χυμούς, αεριούχα ποτά και εμφιαλωμένο νερό. Οι παλιότεροι θυμούνται τις λεμονάδες και τις γκαζόζες της εταιρίας ΗΒΗ, που έδωσαν μια νότα δροσιάς και ξεκούρασης, τις πρώτες σοκολάτες γάλακτος της εταιρίας «ΙΟΝ Παυλίδης», που δημιούργησαν μια νέα εικόνα για το  περίπτερο, τις γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, το γλυφιτζούρι κοκοράκι, τις καραμέλες γάλακτος τυλιγμένες σε χρυσό χαρτί, το αυθεντικό παστέλι και το κάτασπρο μαντολάτο.

Περίπτερο, Αγρίνιο, δεκαετία 60-70.

Περίπτερο, Αγρίνιο, δεκαετία 60-70.

Τα επόμενα χρόνια το περίπτερο αποκτά σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης και  διευρύνει την γκάμα των προϊόντων του και τις διαστάσεις του χώρου που καταλαμβάνει. Τα εμπορεύματα αυξάνονται με έμφαση στα προϊόντα προσωπικής υγιεινής σε μια περίοδο που τα super market δεν έχουν κάνει ακόμα τη δυναμική τους εμφάνιση. Είναι η εποχή που προστέθηκαν στα περίπτερα και τα πρώτα ανδρικά αξεσουάρ, τα ιστορικά ξυραφάκια «Astor», που έμπαιναν στις παλιές ξυριστικές μηχανές, οι τσατσάρες, τα σαπούνια, οι οδοντόκρεμες KOLYNOS, τα βερνίκια και οι ασπιρίνες ή το Αλγκόν για τους πονοκεφάλους! Ένας μικρόκοσμος αγαθών και αντικειμένων πρώτης ανάγκης, που μετατρέπει το περίπτερο σε ένα μεγάλο – μικρό μαγαζί. Δειλά – δειλά αρχίζουν τα πρώτα περίπτερα να διευρύνουν τα ωράρια λειτουργίας τους, κάποια από αυτά αρχίζουν να διανυκτερεύουν και να διαφοροποιούνται μεταξύ τους και σε σχέση με τα προϊόντα στα οποία επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους. Υπάρχουν περίπτερα που εστιάζουν στον Τύπο, άλλα στα καπνικά και στα ζαχαρώδη και άλλα στα είδη ψιλικών.

Η δύναμη των περιπτέρων απογειώθηκε με την είσοδο σ΄ αυτά της λεγόμενης κρύας αγοράς, δηλαδή των παγωτών, που πουλάνε τα θερμά καλοκαίρια με τους καύσωνες. Τα ψυγεία των εταιριών ΕΒΓΑ, ΔΕΛΤΑ, ALGIDA, AΓΝΟ κ.α. κάνουν την εμφάνισή τους στα περίπτερα και κορυφώνουν την εξέλιξη και την ευημερία τους. Από τα ψυγεία πάγου με τις γκαζόζες, βρίσκουμε πλέον στα περίπτερα σύγχρονα ψυγεία με κάθε είδος αναψυκτικών, ισοτονικών ποτών, φυσικών και παστεριωμένων χυμών, παγωτών και γαλακτοκομικών προϊόντων.

Τζιπ, Περίπτερο και Αγάπη μια ελληνική ταινία του 1957. Στη φώτο, Νίκος Σταυρίδης - Νίκος Ρίζος.

Τζιπ, Περίπτερο και Αγάπη μια ελληνική ταινία του 1957. Στη φώτο, Νίκος Σταυρίδης – Νίκος Ρίζος.

Η έλευση των τηλεφώνων στην Ελλάδα δίνει μεγάλη ώθηση στα περίπτερα, που προσφέρουν μεγάλη εξυπηρέτηση για τους καταναλωτές της εποχής με τα τηλέφωνα για το κοινό. Οι δεκαετίες του ’50 και του ‘60 είναι οι δεκαετίες της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης και πλήθος ανθρώπων από την επαρχία συρρέουν στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Για τηλέφωνο στο σπίτι ούτε κουβέντα. Έτσι τα περίπτερα με τις τηλεφωνικές συσκευές τους και τα τηλέφωνα με μετρητές και αργότερα με κερματοδέκτες γίνονται ο κύριος τρόπος επικοινωνίας με συγγενείς και φίλους στους τόπους καταγωγής. Στο περίπτερο ήλθε το πρώτο τηλέφωνο στο χωριό, που καλυτέρεψε τη ζωή μας. Στο περίπτερο τα τηλεφωνήματα με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, με το θλιβερό άγγελμα του θανάτου κάποιου αγαπημένου προσώπου στην Αυστραλία, με τα τηλεφωνικά αποτελέσματα της αγαπημένης μας ομάδας. Τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας, τα κινητά τηλέφωνα πυροδότησαν μεγάλες πωλήσεις και μεγάλους τζίρους από τις κάρτες κινητής τηλεφωνίας και πλήθος άλλων τηλεφωνικών προϊόντων, όπως τηλεκάρτες και κάρτες προ-πληρωμής τηλεφωνικού χρόνου, που αγόραζαν οι μετανάστες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιστορικής εξέλιξης του περιπτέρου από μικρό κιόσκι σε μικρό πολυκατάστημα αποτελεί ένα διαφορετικό και πρωτοποριακό περίπτερο της Αθήνας. Το 1934 ο Γιάννης Γεωργακάς ίδρυσε με έναν συνεταίρο το πρώτο περίπτερο με το όνομα Μινιόν, που λειτούργησε αρχικά στην οδό Σταδίου και μετά στην Αιόλου 104. Την εποχή του Μεσοπολέμου, που τα περίπτερα αρκούνταν στην πώληση των δύο βασικών προϊόντων (καπνός και εφημερίδες), εκείνος κλείνει τις δύο πλαϊνές πτέρυγες του περιπτέρου του και τις μετατρέπει σε βιτρίνες, όπου εκθέτει διάφορα είδη όπως στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, σουγιάδες, ψαλίδια και άλλα, αιφνιδιάζοντας το κοινό. Το εγχείρημα του έμελλε να γίνει ο προπομπός του θρυλικού πολυκαταστήματος Μινιόν της οδού Πατησίων, που άρχισε να λειτουργεί το 1945 και εξελίχθηκε σταδιακά σε μεγάλο πολυκατάστημα, το πρώτο που έβαλε ηλεκτρικές σκάλες και ταμεία με μαγνητική ανάγνωση, με 120.000 είδη, 1.000 άτομα προσωπικό και 6 ορόφους. Ο έκτος όροφος μάλιστα άνοιγε μόνο κάθε Χριστούγεννα και πρωτολανσάρισε τον Άγιο Βασίλη, που ερχόταν με άρμα στο Μινιόν σε μια πρωτοποριακή  μορφή διαφήμισης του καταστήματος. Η προσπάθεια αυτή αντιμετωπίστηκε με αγάπη από τον κόσμο, βόλεψε τις αγοραστικές του συνήθειες και άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία των σύγχρονων πολυκαταστημάτων στην Ελλάδα. Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου 1980, στη μέση της εορταστικής περιόδου, ένας εμπρησμός από αγνώστους, που δε βρέθηκαν ποτέ, κατέστρεψε το πολυκατάστημα. Από τη φωτιά διασώθηκε μόνο ο σκελετός του κτηρίου, που αποκαταστάθηκε και το κατάστημα επαναλειτούργησε, αλλά το 1983 η επιχείρηση κρατικοποιήθηκε και τελικά χρεοκόπησε και έκλεισε οριστικά το 1998.

 

Μινιόν

Μινιόν

 

Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 18.000 περίπτερα με τζίρο που ξεπερνά τα 5 δισ. Ευρώ. Από αυτά 5.000-6.000 βρίσκονται σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ στις επαρχιακές πόλεις αντιστοιχεί περίπου 1 περίπτερο για κάθε 1.000 κατοίκους, αν υπολογίσουμε ότι στο Άργος των 30.000 κατοίκων υπάρχουν 30 περίπτερα. Το μεικτό κέρδος τους υπολογίζεται στο 9-10% και τα ετήσια μεικτά κέρδη των ελληνικών περιπτέρων αγγίζουν συνολικά τα 500 εκατ. ευρώ. Τα είδη που πουλάνε τα περίπτερα μετά τη δεκαετία του 80 είναι πολλά και οι κωδικοί των προϊόντων τους (έντυπα, ζαχαρώδη προϊόντα, αναψυκτικά, νερά, γάλατα  γιαούρτι, χυμοί, παγωτά κλπ) ξεπερνούν τις 2.500! Σήμερα στα περίπτερα μπορεί να βρει κανείς κάθε είδους σνακς και ζαχαρώδη, μπισκότα και σοκολάτες, ενώ οι εταιρίες τσιγάρων διαθέτουν περισσότερες από 300 μάρκες. Ο χώρος του περιπτέρου είναι πλέον πάρα πολύ μικρός, γι αυτό και επεκτάθηκαν στα πεζοδρόμια, εμπλούτισαν τις προθήκες τους, άλλαξαν τα ωράρια και τους όρους εργασίας. Πολλά από αυτά θυμίζουν μίνι μάρκετ. Κι όμως, οι δικοί του προάγγελοι ήταν τα μικρά καπνοπωλεία, που εμφανίστηκαν αμέσως μετά το 1821 στο Ναύπλιο και αργότερα στην Αθήνα. Και, παρά τις αλλαγές, με δεδομένο ότι ο θεσμός των περιπτέρων ξεπέρασε τα 100 χρόνια ζωής και συνεχίζει να εξελίσσεται, δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα από το πιο επιτυχημένα κοινωνικά κι επιχειρηματικά εγχειρήματα του ελληνικού κράτους.

Το μόνο πράγμα που δεν άλλαξε, και ελπίζουμε να μην αλλάξει ποτέ, είναι ο ρόλος του περιπτέρου και του περιπτερά στην καθημερινότητά μας. Ο περιπτεράς της γειτονιάς είναι «ο άνθρωπός μας», εκείνος που μας περιμένει ανοικτός μέχρι αργά και τις Κυριακές, ο άνθρωπος που ξέρει το όνομά μας, τα τσιγάρα που καπνίζουμε ή τη μάρκα σοκολάτας που προτιμάμε, εκείνος που θα μας πει την  πρώτη καλημέρα και την τελευταία φιλική καληνύχτα. Ο άνθρωπος που ξέρει τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, που θα δώσει πληροφορίες στον ξένο και τον  περαστικό, ο πιστός σύντροφος των απανταχού ξενύχτηδων.  Αυτός είναι ο περιπτεράς μας! Και με βροχή και με κρύο και πρωί και νύχτα, ο περιπτεράς είναι  πάντοτε στις επάλξεις για να μας εξυπηρετήσει. Μια δύσκολη δουλειά με ατελείωτα ωράρια και μεγάλους κινδύνους από κλοπές και ληστείες. Αρκεί να σημειώσουμε ότι σήμερα, το 2013, τα περίπτερα δεν έχουν ύδρευση, μια βρύση για να πλένουν οι περιπτεράδες  τα χέρια τους και κάνουν την ανάγκη τους σε … μπουκάλια, όταν τα γειτονικά μαγαζιά δεν τους επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα τους, γιατί συνήθως είναι … στα μαχαίρια, επειδή τους κρύβουν τη θέα ή τους κόβουν την πελατεία. Υπάρχουν βέβαια και πολλά περίπτερα σήμερα, που έχουν κλιματισμό και έναν ωφέλιμο χώρο, που επιτρέπει κάποιες ανέσεις σε σχέση με το παρελθόν.

Περίπτερο στην Ιαπωνία

Περίπτερο στην Ιαπωνία

Μπορεί, βέβαια, το ελληνικό φαινόμενο των περιπτέρων να αποτελεί παγκόσμια πατέντα, αλλά υπάρχουν και χώρες, όπως Ελβετία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ουγγαρία και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που έχουν τα δικά τους περίπτερα. Οι Έλληνες είχαν την ιδέα, οι ξένοι τα εκσυγχρόνισαν και στο εξωτερικό όχι μόνο υπάρχουν περίπτερα, αλλά ορισμένα από αυτά αποτελούν και έργα τέχνης!

Περίπτερο στην Γερμανία

Περίπτερο στην Γερμανία

Μπορεί η ιδέα των επιχειρήσεων αυτού του είδους να είναι ελληνική, ωστόσο οι Ευρωπαίοι πάτησαν πάνω σε αυτή και την ανέπτυξαν, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν εξαιρετικές επιχειρήσεις, οι οποίες προσφέρουν στο κοινό, αλλά και βοηθούν τους ίδιους τους περιπτεράδες να εργάζονται ως άνθρωποι. Από το Βερολίνο μέχρι την Πίζα και από το Κάιρο μέχρι την Ιαπωνία, τα περίπτερα είναι αρκετά και εντυπωσιακά. Περίπτερα που να πουλούν μόνο έντυπα και τσιγάρα έχουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αυστρία.

Το περίπτερο και ο ρόλος του περιπτερά πρέπει να μείνει ζωντανός, γιατί το μέγεθος της προσφοράς του είναι μεγάλο. Από το 1911 που λειτούργησε το πρώτο περίπτερο στην Πανεπιστημίου μέχρι σήμερα, το ελληνικό περίπτερο έχει διανύσει 102 χρόνια ζωντανής ιστορίας άρρηκτα συνδεδεμένης με τις χαρές μας, τις λύπες μας, τις αναμνήσεις μας, τη ζωή μας. Είναι μέρος της ιστορικής μνήμης του λαού και κομμάτι της μνήμης του καθενός από εμάς. Είναι  η παιδικότητά μας, η εφηβεία και η ωριμότητά μας. Μετά από ιστορία εκατό και πλέον χρόνων το περίπτερο φαίνεται ότι, όπως και όλη η χώρα, θα περάσει και αυτό σε μια νέα εποχή. Ευχή και προσδοκία όλων είναι και μετά από 100 χρόνια να τιμάμε άλλον έναν αιώνα ζωής και εξέλιξης των περιπτέρων στην Ελλάδα.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Κάππος  Κ. Θανάσης, «Τα περίπτερα της Αθήνας», Εκδ. Αλήθεια 2010.
  • Κιούσης Γιώργος, Στης τρόικας τον καιρό στενάζουν και τα περίπτερα, εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
  • Μανιάτης Δημ., Τα περίπτερα της Αθήνας, εφημερίδα Τα Νέα, 11-1-2011
  • Μπασκόζος  Γιάννης, Από τους αναπήρους πολέμου στις επιχειρήσεις τοτ σήμερα,  εφημερίδα Το Βήμα.
  • Πετρόπουλος Ηλίας, «La kiosque grec» , Παρίσι, 1976.
  • Πλακόπουλος Γιάννης, «Ένας Αιώνας κι Ένας Χρόνος Περίπτερο», επετειακό λεύκωμα.
  • Σελλά Όλγα, Περίπτερα, τα πρώτα μικρά «πολυκαταστήματα» της Αθήνας,  εφημερίδα  Καθημερινή.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Read Full Post »

Εμποροπανηγύρεις – Το εμπόριο της περιπλάνησης


 

εμποροπανήγυρη η [emboropaníjiri]: (λόγ.) μεγάλη υπαίθρια αγορά κάθε είδους προϊόντων και εμπορευμάτων, η οποία λειτουργεί για περιορισμένο χρόνο (μιας ή μερικών ημερών), περιοδικά και σε καθορισμένο τόπο· εμποροπάζαρο· (πρβ. παζάρι): Ετήσια / τοπική / περιφερειακή ~. Tη θέση των μεγάλων εμποροπανηγύρεων την πήραν οι σύγχρονες εμπορικές εκθέσεις. Στη σύγχρονη εποχή, ο θεσμός των εμποροπανηγύρεων έχει πάρει τη μορφή των περιοδικών εμπορικών εκθέσεων. [λόγ. εμπορο- + πανήγυρ(ις) -η]. (Λεξικό Τριανταφυλλίδη)

 

Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου, τα περισσότερα εμπορικά πανηγύρια της Πελοποννήσου, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας γίνονταν κάθε Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Η ευελιξία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των πανηγυριών. Η εμποροπανήγυρη είχε τις ρίζες της στην αρχαιότητα και στα μεσαιωνικά χρόνια αποτελούσε σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου.

Η ρωμαϊκή νομοθεσία απαγόρευε σε πρόσωπα που κατείχαν δημόσια αξιώματα την ενασχόληση με το εμπόριο. Η βυζαντινή αριστοκρατία[1], όμως, αναμειγνυόταν στο κερδοσκοπικό εμπόριο, εκμεταλλευόμενη μάλιστα μερικές συγκυρίες. Επιδίωξη του εμπορίου άλλωστε ήταν πάντοτε το κέρδος. Στο Βυζάντιο, εμπόριο, αγορές και πειρατεία συνυπήρχαν.

Το βυζαντινό πανηγύρι εντάσσεται στους κόλπους της εκκλησίας και προστατεύεται από το βυζαντινό δίκαιο, δεδομένου ότι αποτελούσε υποστηρικτική δομή ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου. Η θρησκεία τότε νοηματοδοτούσε το χρόνο των κοινωνιών (θρησκευτικές  γιορτές, αργίες, αγροτικές εργασίες, εμποροπανηγύρεις). Η ευελιξία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των πανηγυριών. Η εμπορικότητα μιας πόλης, η γεωγραφική της θέση, η γειτνίασή της με λιμάνι ή σημαντικό χερσαίο δρόμο και κοντινές αγορές ήταν τελικά προϋπόθεση για την επιλογή της ως χώρου διεξαγωγής της εμποροπανήγυρης.

 

Έλληνας έμπορος. Χαλκογραφία. Σχέδιο O. M. v. Stackelbeng, χάραξη N. Guidetti.

 

Οι εμποροπανηγύρεις ήταν ένας πανάρχαιος θεσμός, θρησκευτικού και εμπορικού χαρακτήρα. Ο Στράβων[2], μιλώντας για την πανήγυρη της Δήλου, επισημαίνει τον εμπορικό της χαρακτήρα: «η τε πανήγυρις εμπορικόν τι πράγμα εστι».

Στο Βυζάντιο –και όχι μόνον– εμπόριο, έμποροι και πειρατεία συνυπήρχαν και ουδείς ενοχλείτο από αυτή τη συνύπαρξη. Κατά τη μεσαιωνική εποχή η πανήγυρη αποτελούσε σημαντικότατο παράγοντα ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου. Το βυζαντινό πανηγύρι εντάσσεται στους κόλπους της Εκκλησίας και προστατεύεται από το βυζαντινό δίκαιο[3], δεδομένου ότι αποτελεί υποστηρικτική δομή ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου σε ευρύτατα γεωγραφικά πλαίσια. Ως οικονομικός θεσμός η εμποροπανήγυρη ήταν γνωστή και διαδεδομένη στην Αίγυπτο, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου γνώρισε μεγάλη άνθηση από τον 12ο έως τον 14ο αιώνα, καθώς και στα Βαλκάνια.

Η μελέτη του εμπορίου δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στις μόνιμες αγορές και να αγνοεί το εμπόριο της περιπλάνησης που ασκούσαν πλανόδιοι πραματευτάδες μακρινών αποστάσεων, ταξιδεύοντας από εμποροπανήγυρη σε εμποροπανήγυρη και καλύπτοντας σημαντικό τμήμα των αναγκών της υπαίθρου, διότι έτσι βγαίνουν παραπλανητικά συμπεράσματα. Σε όλα τα σημαντικά εμπορικά κέντρα του βυζαντινού κράτους, Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Τραπεζούντα, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, λειτουργούσαν εμποροπανηγύρεις με μεγάλη οικονομική σημασία.

Στο Βυζάντιο οι βιοτέχνες- έμποροι αποτελούσαν σωματεία, ενώ οι έμποροι, που αγόραζαν και μεταπωλούσαν, χωρίς να παρεμβαίνουν στη διαδικασία της παραγωγής, ήταν οργανωμένοι σε συστήματα. Τα βυζαντινά πανηγύρια αποτελούσαν κατάλληλη ευκαιρία για πλανόδιους εμπόρους, καθώς και για απλούς χωρικούς, που έρχονταν από γειτονικά χωριά, για να διαθέσουν διάφορα προϊόντα.

Η σημασία των αγορών αυτών ήταν, ίσως, μεγαλύτερη για την επαρχία, όπου υπήρχαν λιγότερες ευκαιρίες για τους εμπόρους. Αποτελούσαν επίσης πρώτης τάξης ευκαιρία για τους χωρικούς να διαθέσουν το πλεόνασμά τους εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο το απαραίτητο χρυσό νόμισμα για την πληρωμή των φόρων τους. Συνήθως οργανώνονταν με την ευκαιρία θρησκευτικών εορτών, οπότε δηλώνονται με τον όρο πανήγυρις. Οι ρίζες του θεσμού ανιχνεύονται στην αρχαιότητα. Πρόκειται για μια από τις πολλές ειδωλολατρικές πρακτικές, που υιοθετήθηκαν από τον Χριστιανισμό και προσαρμόσθηκαν στις ανάγκες του. Ο μεγάλος αριθμός πανηγυριών που οργανώνονταν στο Βυζάντιο αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τη σημασία τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή.

Υπήρχαν πανηγύρια που οργανώνονταν σε μεγάλα αστικά κέντρα, διαρκούσαν πολλές ημέρες και προσέλκυαν μεγάλο αριθμό εμπόρων και αγοραστών, πολλοί από τους οποίους μάλιστα έρχονταν από μακριά. Διάσημα τέτοια πανηγύρια ήταν του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, του Ευαγγελιστή Ιωάννη στην Έφεσο, του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χώνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει τοιχογραφία από το νάρθηκα της Μονής της Βλαχέρνας στην Άρτα (τέλη 13ου αιώνα) [4], που απεικονίζει σκηνές υπαίθριας αγοράς και πλανόδιους εμπόρους, που πουλούσαν την πραμάτεια τους κατά τη διάρκεια της λιτανείας της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι βλέπουμε τον Χάζαρο, που πωλεί χαβιάρι σε κάποιον πελάτη κρατώντας ζυγό ακριβείας, τη λαχανοπώλισσα και καλάθια με φρούτα.

Κυρίαρχο ιδεώδες της βυζαντινής οικονομικής σκέψης ήταν η αυτάρκεια. Το εμπόριο στο Βυζάντιο ήταν στην πραγματικότητα μια υπόθεση που αφορούσε πολύ περισσότερους ανθρώπους, από αυτούς που επισήμως ασκούσαν το επάγγελμα του εμπόρου: μικρούς παραγωγούς, βιοτέχνες, αργυραμοιβούς, μεγάλους γαιοκτήμονες. Ο όγκος και η εμβέλειά του διέφεραν ανάλογα με την ιστορική περίοδο. Είναι βέβαιο ότι εκχρηματισμένες συναλλαγές και ανταλλαγές σε είδος συνυπήρχαν πάντοτε.

 

Η αγορά των Αθηνών.

 

Ο σημερινός ελλαδικός χώρος κατά την οθωμανική περίοδο, σε οικονομικό[5] επίπεδο, αποτελούσε μια κατακερματισμένη περιφέρεια, με πολλές κατά τόπους ιδιαιτερότητες. Ο οθωμανικός πολιτισμός αποτελούσε κατά κύριο λόγο έναν πολιτισμό των πόλεων. Στις πόλεις διέμεναν τα πλουσιότερα μέλη της κοινωνίας. Εκεί επίσης κατέληγαν, σε μεγάλο βαθμό, οι αγροτικές πρόσοδοι.

Οι κάτοικοι των οθωμανικών πόλεων, μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι, είχαν τη δυνατότητα να συσσωρεύσουν πλούτο και πολιτική δύναμη. Εξάλλου οι πόλεις αποτελούσαν τα κέντρα του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Η γεωγραφική και στρατηγική θέση της κάθε ελληνικής πόλης, οι παραδόσεις, η ιστορία και η προγενέστερη υλική υποδομή της, επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τη συνέχεια της λειτουργίας της. Τον 18ο αιώνα, όπως προκύπτει από τη μελέτη των γαλλικών αρχείων, το πανηγύρι της Τρίπολης ήταν ένα από τα πιο σημαντικά πανηγύρια της Πελοποννήσου, κατά τη διάρκεια του οποίου γινόταν η προαγορά του μεταξιού από γάλλους εμπόρους.[6]

Ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (β΄ μισό του 17ου αιώνα) αναφέρει το μεγάλο πανηγύρι του Μυστρά, που γινόταν κάθε Αύγουστο και συγκέντρωνε πλήθος κόσμου. Τον 18ο αιώνα, όπως προκύπτει πάλι από έγγραφο των γαλλικών αρχείων, η εμποροπανήγυρη του Μυστρά είχε ήδη μετατεθεί στον Σεπτέμβριο και διαρκούσε μια βδομάδα. Η εμποροπανήγυρη των Καλαβρύτων γινόταν κάθε Σεπτέμβριο και διαρκούσε δεκαπέντε ημέρες. Στον θεσσαλικό χώρο, την οθωμανική περίοδο, εμποροπανηγύρεις γίνονταν στο Μοσχολούρι[7] Καρδίτσας, στην Ελασσόνα και –από τις αρχές του 17ου αιώνα– στα Φάρσαλα. Η Λάρισα, πόλη με έντονη οικονομική ζωή, ήταν κέντρο και του διεθνούς εμπορίου, γι’ αυτό είχε μπεζεστένι (bedesten), δηλαδή λιθόκτιστη κλειστή και σκεπαστή αγορά ακριβών υφασμάτων και πολύτιμων λίθων.

Το μπεζεστένι της Λάρισας[8] χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα. Μπεζεστένια υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη,[9] στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας (1455-1459) και  στις Σέρρες[10], στην πλατεία Ελευθερίας (κτίστηκε λίγο πριν από το 1494) και σήμερα στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι σπουδαιότερες εμποροπανηγύρεις στην Ήπειρο ήταν των Ιωαννίνων, της Άρτας, της Κόνιτσας και της Παραμυθιάς. Οι εμποροπανηγύρεις αυτές, με εξαίρεση, ίσως, των Ιωαννίνων, είχαν τοπικό χαρακτήρα. Τον 18ο αιώνα η Άρτα ήταν το κέντρο μιας εύφορης αγροτικής περιοχής, που παρήγε άφθονο σιτάρι, καπνό, κερί, μετάξι, βαμβάκι, δέρματα, μαλλιά, ξυλεία, αυγοτάραχο από τον Αμβρακικό κ.ά.

 

Πανηγύρι σε εξοχή των Αθηνών.

 

 

Η κυκλοφορία των αγαθών στην τοπική, εσωτερική αγορά γινόταν με τρεις τρόπους: α) τη μόνιμη, καθημερινή αγορά (μαγαζιά), β) την εβδομαδιαία αγορά (παζάρι), και γ) την εμποροπανήγυρη. Οι εμποροπανηγύρεις ήταν αυστηρά οργανωμένες αγορές, ετήσιου χαρακτήρα, όπου συγκεντρωνόταν πλήθος εμπορευμάτων και εμπόρων, από γειτονικές ή μακρινές περιοχές, κατά τη διάρκεια διαφόρων μηνών του έτους. Οι εμποροπανηγύρεις συνέβαλλαν στη σύνδεση της οικονομίας πόλης-υπαίθρου, στην κυκλοφορία του νομίσματος και στην ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών.

Στην Άρτα γινόταν κάθε χρόνο μια αξιόλογη εμποροπανήγυρη, που ονομαζόταν Μπουχούστι και διαρκούσε οκτώ με δέκα ημέρες. Άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και τελείωνε στις 8 του ίδιου μήνα ή, όπως μας πληροφορεί ο λόγιος Μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος[11], άρχιζε στις 14 Σεπτεμβρίου και έληγε στις 24 του ίδιου μήνα. Η εμποροπανήγυρη της Άρτας γινόταν στη συνοικία Μπουχούστι[12], ή Μουχούστιον, στα νοτιοδυτικά της πόλης, μεταξύ του ναού της Παρηγορήτισσας και του πρώην κρατικού νοσοκομείου. Κατά τη διάρκειά της γινόταν ζωεμπόριο, αλλά και εμπόριο αγροτικών, κτηνοτροφικών, καθώς και προϊόντων εισαγωγής.

Καθώς περνούν τα χρόνια, συντελείται μια σταδιακή μετατόπιση του χώρου διεξαγωγής της εμποροπανήγυρης. Το ζωοπάζαρο παρέμεινε ως τη δεκαετία του 1960 στο «Μπουχούστι», ενώ το εμπόριο των άλλων αγαθών μεταφέρθηκε έξω από το κάστρο, στα νοτιοανατολικά της πόλης σ’ ένα πλάτωμα, της οδού Άρτας-Ιωαννίνων. Κατά τον 18ο αιώνα οι Βενετοί έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την εμποροπανήγυρη της Άρτας. Βενετοί, αρτινοί και επτανήσιοι έμποροι συμμετείχαν στις εμποροπανηγύρεις των Ιωαννίνων, της Κόνιτσας και της Παραμυθιάς, ενώ ήταν γνωστή και η παρουσία τους στις φημισμένες εμποροπανηγύρεις της Θεσσαλίας, όπως της Λάρισας, του Μοσχολουρίου και της Ελασσόνας.

Παρά τη μεγάλη διάδοση των εμποροπανηγύρεων κατά τον 18ο αιώνα, υπήρχαν και σημαντικά εμπόδια στη διεξαγωγή τους, που σχετίζονταν με τους κινδύνους μετάδοσης επιδημιών, κυρίως της πανούκλας, τις ληστρικές επιθέσεις, καθώς και τις τοπικές ταραχές. Στις περιπτώσεις αυτές το εμπόριο σταματούσε εντελώς ή συνεχιζόταν μειωμένο. Οι τόποι διεξαγωγής των εμποροπανηγύρεων είναι γνωστό ότι ήταν επιρρεπείς στη μετάδοση της πανούκλας. Πολλές φορές και η ίδια η πόλη της Άρτας ήταν επίκεντρο πανούκλας.[13] Πόλη με στενά δρομάκια, υποτυπώδη ύδρευση από πηγάδια, βρύσες, ακάλυπτα κανάλια, αλλά και ανυπαρξία αποχετευτικού συστήματος, με λιμνάζοντα νερά από τις βροχοπτώσεις και τα λύματα των σπιτιών, αποτελούσε τόπο ανάπτυξης παθογόνων μικροοργανισμών, που προκαλούσαν συχνά επιδημίες.

Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Ανδρέα Μαρίνου, που μας πληροφορεί ότι τον Μάιο του έτους 1708, έμποροι από την Άρτα ξεκίνησαν φορτωμένοι με την πραμάτεια τους για την εμποροπανήγυρη στο Μοσχολούρι. Στο δρόμο έμαθαν ότι στο Μοσχολούρι είχε εκδηλωθεί επιδημία πανούκλας και επέστρεψαν στην Άρτα. Οι πρόκριτοι της πόλης, όμως, τους απομόνωσαν στο μοναστήρι του Θεοτοκιού, για να περάσουν το χρονικό διάστημα της καραντίνας (quarantina), που ήταν σαράντα μέρες.

Τελειώνοντας, μπορούμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα: Οι ρίζες του θεσμού της εμποροπανήγυρης ανιχνεύονται στην αρχαιότητα. Ο μεγάλος αριθμός εμποροπανηγύρεων που οργανώνονταν στο Βυζάντιο[14] αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τη συμβολή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, διεξάγονταν εμποροπανηγύρεις στην Πελοπόννησο (Τρίπολη, Μυστράς, Καλάβρυτα), στη Θεσσαλία (Λάρισα,[15] Μοσχολούρι, Ελασσόνα, Φάρσαλα), την Ήπειρο (Ιωάννινα, Άρτα, Κόνιτσα, Παραμυθιά) κ.α. Μαζί με τους πλανόδιους πραματευτάδες[16] και τα εμπορεύματά τους, ταξίδευαν από εμποροπανήγυρη σε εμποροπανήγυρη ειδήσεις, προκαταλήψεις, ιδέες και όνειρα για μια καλύτερη ζωή.

 

Αφέντρα Γ. Μουζάκη

Αρχαιολόγος

   

Υποσημειώσεις


[1] Μαρία Γερολυμάτου, Αγορές, έμποροι και εμπόριο στο Βυζάντιο (9ος-12ος αι.), εκδ. ΕΙΕ-ΙΒΕ, Αθήνα 2008, σ. 231-235 («Η αριστοκρατία και το εμπόριο»)· Αγγελική Λαΐου, «Στο Βυζάντιο των Παλαιολόγων: Οικονομικά και πολιτιστικά φαινόμενα», Ευφρόσυνον, τόμ. 1, Αθήνα 1991, σ. 283-296.

[2] 10.5.4, εκδ. Lassere.

[3] IGR 1, 271-272.

[4] Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας. Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σ. 72-73 και εικ. 44, 53. Ο νάρθηκας πρέπει να οικοδομήθηκε προς τα τέλη του 13ου αι., όταν κύριος της Άρτας ήταν ο Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός- Δούκας (1267/68-1296), πρεσβύτερος γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Β΄. Την ανέγερση του νάρθηκα ακολουθεί η διακόσμησή του με τοιχογραφίες. Η Λιτανεία, η οποία τελείται με συρροή κόσμου και φαιδρύνεται με γραφικές σκηνές υπαίθριας αγοράς στις παρυφές της πομπής, κάτω και στην αριστερή παραστάδα, αποτελεί «άπαξ» της μνημειακής ζωγραφικής.

[5] Halil Inalcik / Donald Quataert (επιμ.), Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2008.

[6] Άννα Λαμπροπούλου, «Οι πανηγύρεις στην Πελοπόννησο κατά την Μεσαιωνική Εποχή», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου: «Η Καθημερινή Ζωή Στο Βυζάντιο, Τομές και Συνέχειες στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Παράδοση», 15-17 Σεπτεμβρίου 1988, ΚΒΕ-ΕΙΕ, Αθήνα 1989, σ. 291-310.

[7] Νίκος Καραφύλλης, Το Μοσχολούρι διηγείται τη δόξα του, Μοσχολούρι 2005.

[8] Έρση Μπρούσκαρη (επιμ.), Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2008, εκδ. ΥΠΠΟ-ΔΒΜΑ, λ. 69, σ. 199-200: Μπεζεστένι (bedesten) Λάρισας. Κλειστή αγορά και αποθήκη ειδών πολυτελείας, που χρονολογείται στα τέλη του 15ου αι.

[9] Στο ίδιο, λ. 88, σ. 246-247.

[10] Στο ίδιο, λ. 108, σ. 287-288.

[11] Σεραφείμ Ξενόπουλος Βυζάντιος, Δοκίμιον ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης, Αθήνα 1884, Άρτα 20033, σ. 182-183. Ο λόγιος μητροπολίτης μας πληροφορεί ότι στην Άρτα γινόταν από παλιά στη συνοικία Μουχούστιον εμπορικό πανηγύρι, όπου προσέρχονταν έμποροι και αγοραστές από διάφορες περιοχές της Ηπείρου. Η εμποροπανήγυρη της Άρτας διαρκούσε δέκα μέρες. Άρχιζε στις 14 Σεπτεμβρίου και έληγε στις 24 του ίδιου μήνα. Μας πληροφορεί επίσης ότι κάθε Πέμπτη γινόταν παζάρι, δηλαδή εβδομαδιαία αγορά, τροφίμων και ενδυμάτων, για εξυπηρέτηση των κατοίκων.

[12] Μπουχούστι: Λέξη αρβανίτικη που σημαίνει εμποροπανήγυρη. Κατά μιαν άλλη εκδοχή προέρχεται από το τουρκοαραβικό Medhuseua, που σημαίνει ζωοπάζαρο. Στη συνοικία Μπουχούστι ή Μουχούστιον της Άρτας, που βρισκόταν στα χρόνια της oθωμανικής κυριαρχίας απέναντι από το ναό της Παρηγορήτισσας, υπήρχαν τέσσερις νερόμυλοι και το έτος 1869 κρεοπωλεία και ιχθυοπωλεία. Σεραφείμ Ξενόπουλος Βυζάντιος, ό.π., σ. 13, 146, 183.

[13] Ελευθέριος Λ. Βέτσιος, Η διπλωματική και οικονομική παρουσία των Βενετών στην περιοχή της Άρτας κατά το 18ο αιώνα, εκδ. Α. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 203-205, 212.

[14] Η προσκόλληση του Βυζαντίου στην παράδοση χαρακτηρίζει όλες τις όψεις του κρατικού βίου και επηρεάζει βαθύτατα τις σχέσεις του κράτους με την οικονομία. Η βυζαντινή οικονομία στηριζόταν –κυρίως– στη γη και στην εκμετάλλευσή της. Στο πλαίσιο των περιορισμών που επέβαλαν οι μεσαιωνικές συνθήκες, η βυζαντινή οικονομία ήταν επιτυχής, αφού για μεγάλο διάστημα διατήρησε και την πρόοδο, αλλά και τη σταθερότητά της. Βλ. Νίκος Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους στην οικονομία», στο Αγγελική Ε. Λαΐου (Γενική Εποπτεία), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου από τον 7o έως τον 15o αιώνα, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, τόμ. 3, σ. 141-252 και Αγγελική Ε. Λαΐου, «Επισκόπηση της βυζαντινής οικονομίας», στο ίδιο, τόμ. 3, σ. 361-389.

[15] Θ. Παλιούγκας, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. 2, Λάρισα 2007· Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλία κατά την Τουρκοκρατία, Αθήνα 1984.

[16] Troian Stoianovich, «Ο κατακτητής Ορθόδοξος Βαλκάνιος Έμπορος», στο Σπύρος Ι. Ασδραχάς (επιμ.), Η οικονομική δομή των Βαλκανίων στα χέρια της οθωμανικής κυριαρχίας (15ος-19ος αι.), εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 289-330 (κείμενο), 331-345 (σημειώσεις).

Πηγή


  • Περιοδικό, «Αρχαιολογία και Τέχνες» τεύχος 116, Σεπτέμβριος 2010.

Read Full Post »

Γάλλοι πρόξενοι, του Μοριά την εποχή της δεύτερης Τουρκοκρατίας


 

Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της Τουρκοκρατίας είναι η ελευθέρια του εμπορίου. Αντίθετα από την αποκλειστικότητα της βενετικής εμπορικής πολιτικής η τουρκική αντίληψη επέτρεπε σε οποιονδήποτε να εμπορεύεται μέσα στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με ελάχιστο φόρο, που για τους ξένους μάλιστα ήταν μικρότερος [1]. Ύστερα λοιπόν από την κατάκτηση του Μοριά από τους Τούρκους στα 1715 κάθε εμπορική επαφή της χώρας αυτής με το εξωτερικό στην αρχή σταμάτησε, αφού οι Βενετοί έμποροι διώχτηκαν και οι καταστροφές που είχε φέρει ο πόλεμος είχαν σχεδόν εκμηδενίσει την παραγωγή. Έπρεπε να περάσουν δυο χρόνια, για να αρχίσει πάλι να κινηθεί το εμπόριο.

Οι πρώτοι έμποροι που ήρθαν μετά την Τουρκική κατάκτηση στο Μοριά ήταν Γάλλοι. Ο Joseph Maillet από τη Μασσαλία επιφορτισμένος να οργανώσει το Γαλλικό γενικό προξενείο του Μοριά ήρθε τότε και ίδρυσε πέντε υποπροξενεία: Μεθώνη, Κο­ρώνη, Καλαμάτα, Ναύπλιο και Πάτρα [2]. Εξαντλημένος από τους κόπους του ταξιδιού πέθανε στη Μεθώνη στις 21 Ιουλίου 1717. Τον διαδέχτηκαν στην αρχή ο νεαρός γιος του Pierre Mathieu Maillet και ο Ιππότης Roze που ανακλήθηκε γρήγορα, έπειτα ο Jean de Clairembault, που έμεινε στη Μεθώνη 26 χρόνια και πέθανε κι αυτός εκεί (12 Νοεμβρίου 1745) και τέλος ο Le Prestre (1745 – 1747). Ο νέος γενικός πρόξε­νος d’Amirat μετέφερε στα 1748 την έδρα του γενικού προξενείου από τη Μεθώνη όπου είχε μείνει 30 χρόνια, στην Κορώνη όπου έμεινε έως την επανάσταση του Ορλώφ.

 

Μεθώνη ή Μοθώνη (Methoni or Modon) – Χαλκογραφία του Olfert Dapper, 1688.

 

Τα πολεμικά εκείνα γεγονότα που ξετυλίχτηκαν στο ΝΔ τμήμα του Μοριά κι επέφεραν τόσες καταστροφές ανάγκασαν στα 1770 τον τότε γενικό πρόξενο Le Maire να εγκαταλείψει την έδρα του της Κορώνης μαζί με όλη τη Γαλλική παροικία την εγκατεστημένη στα Μυθωνοκόρωνα. Μετά 13 χρόνια η έδρα του γενικού προξενείου, που είχε μεταφερθεί στο Ναύπλιο (1774 – 1783), ξαναγυρίζει πάλι στην Κορώνη (1783 -1809). Στα 1809 ύστερα από αίτηση του διοικητή των Ιονίων νήσων στρατηγού Dan­zelot η έδρα μεταφέρεται στην Πάτρα. Γενικός πρόξενος του Μοριά ήταν την εποχή εκείνη ο Esprit Vial, που τρία χρόνια πρωτύτερα είχε φιλοξενήσει το Chateau­briand στο πέρασμά του από την Κορώνη κατά την περίφημη οδοιπορία του από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα. Στην Πάτρα, τη νέα του έδρα, ο Vial δεν έμεινε παρά ένα χρόνο. Αντικαταστάθηκε από το Roussel στα 1810.

 

Κορώνη - Coronelli Maria Vincenzo, 1685

 

Γεννημένος στη Bagnols (Gard) το 1758 ο Joseph – J – Β – Hercul de Roussel έλαβε μέρος πρώτα στην εκστρατεία του Λουξεμβούργου, ανθυπολοχαγός έπειτα στο σύνταγμα των δραγώνων. Προσκολλημένος στην Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης στα 1778, διορίστηκε λίγο ύστερα υποπρόξενος στα Δαρδανέλια. Ταξίδεψε στην Αγγλία και στην Ολλανδία. Διορίστηκε υποπρόξενος στην Κορώνη το 1786, έπειτα στο Ναύπλιο. Αιχμάλωτος στον πόλεμο με την Αίγυπτο. Πρόξενος στα Χανιά το 1802. Διωγμένος από την Κρήτη από μια επανάσταση, κατά την επιστροφή του στη Γαλλία πιάστηκε στη Ζάκυνθο αιχμάλωτος από τους Άγγλους. Μετά την απελευθέρωσή του διορίστηκε γενικός πρόξενος του Μοριά στην Πάτρα.

Στην «Ιστορία της πόλεως Πατρών» του Θωμοπούλου [3] αναφέρεται ότι ο Rous­sel στα 1811 αντικαταστάθηκε από το Roustant [4]. Από τα τρία όμως γράμματά του που ακολουθούν φαίνεται ότι ο Roussel κρατούσε τη θέση του γενικού προξένου μέχρι το 1813. Τα γράμματα αυτά που βρίσκονται σήμερα στην κατοχή του Μεθωναίου δικη­γόρου κ. Ν. Βασοπούλου απευθύνονται προς τον Leoni πράκτορα (agent) της Γαλ­λίας στο Ναβαρίνο.

Ο Ange Leoni γεννήθηκε στο Santa Reparata της Κορσικής και πέθανε στο Ναβαρίνο κατά την πολιορκία του από τους Έλληνες το 1821. Είχε παντρευτεί στα 1803 στη Μεθώνη την Αρετή Παυλοπούλου θυγατέρα του I. Παυλοπούλου και της Σοφίας Κουροπούλου και είχε αποκτήσει επτά παιδιά από τα οποία το ένα μόνο, ο Jean – François – Felix, παρέμεινε στην Ελλάδα (πέθανε άγαμος στο Ναβαρίνο σε προχωρημένη ηλικία), για να κατανάλωση όλη του τη ζωή σε δικαστικούς αγώνες για τη συγκράτηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στις δυο πόλεις, Μεθώνη και Ναβαρίνο. Ένα πηγάδι στη Μεθώνη φέρει και σήμερα το όνομα «το πηγάδι του Λεόνι» και μια σειρά μαγαζιά στη δυτική πλευρά της μεγάλης πλατείας του Ναβαρίνου διατηρεί επίσης το όνομά του «τα μαγαζιά του Λεόνι».

 

Τάκης Δεμόδος

 

Υποσημειώσεις


[1] Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Αθήναι 1939, Μέρος Β’, κεφάλ. Α’.

[2] Auguste Β ο p p e, Le consulat général de Morée et ses dépendances (Revue des Étu­des Grecques, Tom. XX [1907]).

[3] Στεφάνου Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρό­νων μέχρι 1821. Έκδοσις Β’ με επιμέλειαν Κ. Ν. Τριανταφύλλου. Πάτραι 1950, σελ. 556.

[4] Ο Β ο p p e, ένθ’ ανωτέρω, φέρει το Roustant κατά την εποχή αυτή υποπρόξενο Κορώνης.

  

Πηγή


  • Πελοποννησιακά, τόμος Α, Αθήναι, 1956.   

Read Full Post »

Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή


 

Ένα νέο βιβλίο από το Σύλλογο Αργείων «Ο Δαναός», με τίτλο «Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Με βάση το Αρχείο της Οικογένειας Περούκα του Άργους», έρχεται να προστεθεί στη βιβλιογραφία του Άργους και γενικότερα της Πελοποννήσου. Το περιεχόμενο του βιβλίου είναι το αποτέλεσμα της ερευνητικής δουλειάς της ιστορικού Όλγας Καραγεώργου-Κουρτζή. Στο βιβλίο της η κ. Καραγεώργου παρουσιάζει τη δραστηριότητα της σημαντικής προυχοντικής οικογένειας Περούκα με βάση πλούσιο οικογενειακό αρχείο που απόκειται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία. Η συγγραφέας αναλύει την επιχειρηματική δράση της οικογένειας, τις επενδύσεις σε γη, τις φοροενοικιάσεις, τις εμπορικές συναλλαγές και συνεργασίες που είχε σε μια περίοδο που εκτείνεται χρονικά από τα τέλη του 18ου έως το 1820 και με επίκεντρο την περιοχή του καζά του Άργους.

Η ανάλυσή της είναι ιδιαίτερα μεθοδική, αναφέρεται στο σύνολο των εμπορικών προϊόντων του καζά, και όχι μόνο, επικεντρώνει όμως, όπως είναι φυσικό, στη διακίνηση του κατεξοχήν εμπορευματοποιημένου προϊόντος, τη σταφίδα, του προϊόντος δηλαδή που όταν κυρίως οι συνθήκες του διεθνούς εμπορίου επέτρεπαν, παρείχε στους εμπλεκόμενους τη δυνατότητα απόκτησης σημαντικών κεφαλαίων.

 

Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820

 

Η ανάλυση των επιχειρηματικών και χρηματοπιστωτικών στρατηγικών, των σχέσεων μεταξύ εμπόρων, μεσαζόντων, γαιοκτημόνων και χωρικών, αλλά και του ευρύτερου εμπορικού δικτύου που εκτεινόταν από το Άργος και την Τριπολιτσά έως την Κωνσταντινούπολη, και όλα αυτά με ενάργεια και οικονομία λόγου, οδηγούν στη διαμόρφωση σαφούς εικόνας της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στην βόρεια Πελοπόννησο, η οποία ξεπερνά τα στενά όρια ενός οικογενειακού αρχείου.

Η συγγραφέας ξεφεύγει από μια απλή, έστω ενδελεχή, εξέταση των δραστηριοτήτων μιας προ­υχοντικής οικογένειας και επιδιώκει την αναγωγή από το ειδικό στο γενικό, από την οικονομική δραστηριότητα μιας οικογένειας στις ευρύτερες συνθήκες άσκησης εμπορίου στην Οθωμανική αυτοκρατορία και στο ρόλο που έπαιξαν οι ανταγωνιστικές μεταξύ τους οικονομικές πρακτικές των ευρωπαϊκών χωρών στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου.

Παράλληλα, αναδεικνύει ζητήματα όπως το ενδιαφέρον φαινόμενο του «σκορπισμού», της εγκατάλειψης του τόπου από μεμονωμένα άτομα ή και ολόκληρα χωριά, φαινόμενο που έλαβε αυξητικές τάσεις έως το 1820 εξαιτίας των έντονων φορολογικών πιέσεων, την καταχρέωση των φορολογουμένων και τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης των οικονομικών των κοινοτήτων.

Μέσα από ένα πλούσιο σε πληροφορίες οικογενειακό αρχείο η συγγραφέας αναδεικνύει πέρα από τις οικονομικές στρατηγικές, υποβόσκουσες κοινωνικές αντιθέσεις, όπως στην περίπτωση των χωρικών σταφιδοπαραγωγών και στον τρόπο με τον οποίο προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τα οικονομικά τους συμφέροντα έναντι των σταφιδεμπόρων-πιστωτών. Οι αντιθέσεις αυτές διαμόρφωσαν αποκλίνουσες προσμονές ως προς την προοπτική απεμπλοκής από το οθωμανικό σύστημα.

Η κ. Καραγεώργου αξιοποιεί συνθετικά τις πληροφορίες που προσφέρει το οικογενειακό αρχείο των Περούκα και με τη μελέτη της συμβάλει ουσιαστικά στην κατανόηση των ευρύτερων κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων στην βόρεια Πελοπόννησο στα χρόνια πριν την επανάσταση.

(Από τον πρόλογο του βιβλίου)

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »