Οι Καθολικοί στο Ναύπλιο
Υπό Αρχιμ. Καλλινίκου Δ. Κορομπόκη
Ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Αργολίδος
Γενικά εισαγωγικά
Δεν είναι παράξενο να αναζητήσουμε ιστορικά τους καθολικούς στο Ναύπλιο, δηλαδή να διερευνήσουμε την ιστορία της λατινικής ιεραρχίας, των καθολικών εφημερίων, μοναχικών ταγμάτων, αλλά και απλών πιστών της Ρωμαιοκαθολικής, άλλως λεγομένης Δυτικής Εκκλησίας, στο Ναύπλιο. Η ιστορική αυτή πόλη, διετέλεσε επί σειρά αιώνων, υπό Φραγκική και Ενετική κατοχή. Είχαμε εδώ Φραγκοκρατία από το 1212 – 1389 και στη συνέχεια Ενετοκρατία από το 1389 – 1540 και κατόπιν τη Β’ Ενετοκρατία από το 1686 – 1715.
Κατά τα 357 συνολικά ξενικής κατοχής, υπό κυριάρχους του Ρωμαιοκαθολικού Χριστιανικού δόγματος, επόμενο ήταν να οργανωθεί εδώ τοπική λατινική Εκκλησία και μάλιστα να χρησιμεύσει, ως γέφυρα προέλασης των δυτικών συνηθειών και επεκτατικών σχεδίων.
Από την πολιτική ιστορία[i] γνωρίζουμε, ότι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), η Πελοπόννησος εκληρώθη στους Ενετούς. Επειδή αυτοί δεν είχαν χερσαίες δυνάμεις, ανέλαβε την κατάκτηση της κληρωθείσης χερσονήσου, ο Βονιφάτιος Μαρκίων Μομφερρατικός και στη συνέχεια, άλλοι Φράγκοι ιππότες.
Αυτοί έθεσαν, ως πρωταρχικούς στόχους τους, την κατάκτηση των φρουρίων Ναυπλίου, Άργους και Κορίνθου. Το πράγμα όμως δεν ήταν εύκολο, όσο εδέσποζε σ’ αυτούς, ο Βυζαντινός άρχοντας Λέων Σγουρός. Όμως μετά το θάνατο του, το 1209, οι Ναυπλιείς παρεχώρησαν δια συνθήκης, που έγινε το 1212, προς τον Γοδοφρείδο Α’ Βιλλαρδουΐνο, ένα αυτοτελές τμήμα της πόλης, καθώς και το αντίστοιχο ανατολικό φρούριο. Έκτοτε αρχίζει η Φραγκική κυριαρχία επί του Άργους και Ναυπλίου, υπό την αυθεντία μάλιστα, των μεγάλων Δουκών των Αθηνών, του οίκου de la Roche, στους οποίους τελικά περιήλθαν οι δύο πόλεις.
Εν τω μεταξύ συναντούμε μόνιμα εγκατεστημένους στο Ναύπλιο ή περιστατικά διακινούμενους καθολικούς, όπως σποραδικά αναφέρονται σε συμβολαιογραφικά και άλλα έγγραφα. Είναι ακόμη γνωστό, ότι Χιώτες μετανάστες, καθολικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο, συνολικά 76 οικογένειες ή 211 ψυχές, όπως μαθαίνουμε από την βενετική απογραφή 1700[ii].

1. Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)
Η Καθολική εκκλησία και νοσοκομείο στο Ναύπλιο
α’. Nerio Acciajoli
Με την ιστορία του Ναυπλίου, συνδέεται και ο εκ Φλωρεντίας Νέριος ή Ραινιέρος Ακκιαγιόλης (Acciajoli)[iii]. Κύριος της Καστελανίας Κορίνθου και Βαρώνος Βοστίτζης. Ο Αιμ. Λεγκράν στη βιογραφία των Ιωάννου και Θεοδοσίου Ζυγομαλά, παραθέτει σε υποσημείωση της 1ης σελίδας τα επόμενα:
« Ο τελευταίος Γάλλος, όστις εβασίλευσεν επί του Άργους και Ναυπλίου ην ο Guy d’ Engien, ου η θηγάτηρ νυμφευθείσα Ενετόν παρέσχε τη Ενετική Πολιτεία την ευκαιρίαν να υπαγάγη υπό την κυριαρχίαν αυτής και το μικρόν τούτο κράτος της μοναδικής κληρονόμου αντί ετησίας χορηγίας κατά το Χρονικόν του Δωροθέου τω 1389· πλήν δεν διήρκεσεν επί πολύ, διότι ο Νέριος Άκκιαγιόλλης και ο γαμβρός του Κάρολος Τόκκος κατέλαβον τας δύο ταύτας αρχοντίας (του Άργους και Ναυπλίου), των οποίων ο Μιχαήλ Ζυγομαλάς εξεπλήρου τα καθήκοντα του υπουργού των Οικονομικών».
Κατά τη γνώμη άλλων χρονογράφων, ο Νέριος Ακκιαγιόλης κατέλαβε το Ναύπλιον και πριν την εκχώρησή του στους Ενετούς.
Ο Νέριος Ακκιαγιόλης, αιχμαλωτίσθηκε από τους Καταλανούς και αναγκάσθηκε να ζητήσει παρέμβαση των Ενετών, αφού πρώτα παραιτήθηκε από κάθε εξουσία, που είχε στο Ναύπλιο.
Μετά τη σύντομη αιχμαλωσία του (1393 – 1394), αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στην Κόρινθο την 1ην Νοεμβρίου 1394· λίγο πριν, είχε συντάξει διαθήκη, στις 17 Ιουλίου 1394, στην οποία ανέφερε, ότι κληροδοτεί ολόκληρη την εν Άργει κινητή και ακίνητη περιουσία του, για την ίδρυση του Νοσοκομείου των πτωχών στο Ναύπλιον[iv].
Στην ίδια διαθήκη, ορίζει υπεύθυνο για τη διοίκηση της «‘Ημετέρας Μονής των Καλογραιών του Ναυπλίου» τον Επίσκοπο Άργους και δηλώνει, ότι η Μονή αυτή των Καλογραιών Ναυπλίου, θα εισφέρει και οικονομικούς πόρους στο Νοσοκομείο.
β’. Η Φραγκοκλησιά
Η Μονή των Δυτικών Καλογραιών, η οποία ήταν « περιώνυμος»[v], βρισκόταν εκεί όπου τώρα υπάρχει ο καθολικός Ναός, ο οποίος διαθέτει: κελιά, αποθήκες, στοές, στέρνα, πρεσβυτέριο.
Δηλαδή η κτιριακή του συγκρότηση, ξεπερνά τις απαιτήσεις ενός απλού Ναού[vi]. Η Φραγκοκλησιά, όπως είναι γνωστός ο καθολικός Ναός του Ναυπλίου, είχε και ανάλογη οχυρωματική επάρκεια, διότι βρισκόταν έξω απ’ τα τείχη των κάστρων της Ακροναυπλίας.
Βέβαια, όταν τον 15ο αιώνα τ’ Ανάπλι της Α’ Ενετοκρατίας, επεκτείνεται με επιχωματώσεις έξω από τα τείχη, η Φράγκικη Εκκλησία ενσωματώνεται με τη νέα πόλη. Σίγουρα θα λειτουργούσε, τουλάχιστον ως Ναός και στη Β’ Ενετοκρατία. Αλλά λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση (1821), ξέρουμε ότι ερειπωμένη πια μετατρέπεται σε τζαμί, από την χήρα του Αγά Δερβενιώτη. Οι επεμβάσεις φαίνονται: ο πολύ χαμηλός και μεγάλος τρούλος, το στρογγυλό σχήμα κοντά στο Ναό, όπου η βάση του μιναρέ.

L. Lange, Η Φραγκοκκλησιά.
Η Φραγκοκλησιά του Ναυπλίου, βρίσκεται στην ανωφέρεια του ιστορικού κέντρου της πόλης. Είναι αφιερωμένη στη «Μεταμόρφωση του Σωτήρος» και ο μόνος Ναός στο Ναύπλιον, που διατηρεί εξωτερικά τη πέτρινη δομή του.
Στην εσωτερική πόρτα, φέρει γραμμένα (1841) ονόματα φιλελλήνων, που έπεσαν στον απελευθερωτικό αγώνα[vii]. Στο Ιερό Βήμα, σώζεται αντίγραφο της «Sacra Familia»του Ραφαέλε Σάντι. Η εικόνα, είναι δώρο του Βασιλιά της Γαλλίας Λουΐ Φιλίπ, ο οποίος είχε επίσης δωρίσει, μια όμορφη απεικόνιση της Μεταμόρφωσης κι ένα υψηλό ξύλινο θυσιαστήριο, που έχει την επιγραφή: «ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ, 1843[viii]».
Η Εκκλησία έχει σχήμα τετραγωνικό και κάθε εσωτερική πλευρά, έχει μήκος 8,5 μ. Βγαίνοντας από την Εκκλησία, προς τα δεξιά, υπάρχει η είσοδος υπόγειας κρύπτης. Στην κρύπτη αυτή υπάρχουν επιγραφές, τις οποίες κατέγραψε η καθηγήτρια Βασιλική Θ. Καραγιάννη και αναφέρονται σε ονόματα αποθανόντων καθολικών του Ναυπλίου:
+
ANNA GRUND
KUPFERBERG ATHANASIUS GRUND
MORTUUM NAUPLIA (E)
ANNO 1877
REQUIESCANT IN PACE
+
LE COLONEL FABVIER
OFFICIER FRANCAIS
+
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΡΓΟΛΟΓΟΣ
ΙΕΡΕΥΣ 1821 – 1907
ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΑΝΑΠΑΥΟΝΤΑΙ
ΕΝ ΚΥΡΙΩ ΤΑ ΟΣΤΑ ΠΡΟΣΦΙ
ΛΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΑΙ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΕΡΟΥ ΠΡΙΝΤΕ
ΖΗ ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΩΝ ΕΝ ΝΑΥ
ΠΛΙΩ ΤΟ 1873 ΚΑΙ 1878
+
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΝΤΑΙ ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΟΥ
ΤΕΘΝΕΩΤΟΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΔΟΜΕΝΙΚΟΥ ΣΑΡΓΟΛΟΓΟΥ ΕΚ ΣΥΡΟΥ
ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΟΣ ΕΝ ΝΑΥΠΛΙΩ ΤΗΝ
27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΤΟΥ 1881
+
ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΑΝΑΠΑΥΟΝΤΑΙ ΕΝ ΚΥΡΙΩ
ΤΑ ΟΣΤΑ ΠΡΟΣΦΙΛΟΥΣ ΜΗΤΡΟΣ ΟΡ
ΣΟΥΛΑΣ ΠΛΟΥΡΙΔΕΛ ΚΑΙ ΚΙΚΙΛΛΙ
ΑΣ ΑΛΕΝ ΑΠΟΘΑΝΟΥΣΑΙ ΕΝ ΝΑΥ
ΠΛΙΩ ΤΗ 2 ΚΑΙ 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
1868 ΑΜΦΟΤΕΡΑΙ ΕΚ ΤΕΡΓΕΣΤΗΣ
+
ΕΝ ΤΟΥΤΩ
ΑΝΑΠΑΥΟΝΤΑΙ ΕΝ ΚΥΡΙΩ ΤΑ
ΟΣΤΑ ΠΡΟΣΦΙΛΟΥΣ ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗΣ
ΣΥΖΥΓΟΥ ΡΟΖΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΙΑΤΡΟΥ
ΕΚ ΜΕΛΙΤΗΣ ΑΠΟΘΑΝΟΥΣΗΣ ΕΝ ΝΑΥΠΛΙΩ
ΤΗ 24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ….
+
R(EGGIA) CORAZZATA LEPANTO
PENSO BENIAMINO
MARINAIO ITALIANO
NATO LI 8 MARZO 1866 IN CHIOGGIA
MORTO IL 14 8BRE 1889 IN NAYPLIA
Ι
COMPAGNI
Πάνω από την είσοδο του Ναού, βρίσκεται επιγραφή, στην οποία διαβάζουμε:
+
ΑΙΩΝΙΑ
Η ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ
Η ΑΝΑΠΑΥΣΙΣ ΤΟΥ ΤΕΘΝΕΩΤΟΣ
ΟΘΩΝΟΣ Α’
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
1867
ΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΡΓΟΛΟΓΟΣ
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο Γεώργιος Σαργολόγος (1821 – 1907), του οποίου σώζεται επιβλητική φωτογραφία στον χώρο της υποδοχής της Φραγκοκλησιάς, ήταν εφημέριος των Καθολικών του Ναυπλίου κατά τα έτη 1849 – 1907.
Στο εσωτερικό της Εκκλησίας, υπάρχουν στο αριστερό δάπεδο δυο μαρμάρινοι τάφοι με επιγραφές. Εκεί διαβάζουμε:
+
HIER RUHEN
ANNA GRUND GEB. WILD
AUS KUPFERBERG IN BOEHMEN
GEST. IN NAYPLIA D:25 APR. 1877
ALT 29 JAHRE
UND
ATHANASIUS GRUND
GEB. 15 OCT 1876. GEST:25 FEBR. 1877
REQUISCANT IN PACE
JOSEF GRUND DER TREUE GATTE
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
ΑΝΝΗ ΘΥΓΑΤΗΡ ΔΟΜΕΝΙΚΟΥ ΦΡΕΡΡΗ
ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ ΤΗ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 1865
ΚΑΙ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ ΤΗ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 1881
Υπάρχει ακόμα μια επιγραφή πάνω απ’ το κάγκελο της εισόδου στα Ελληνικά και στα Ιταλικά, που αναφέρει: «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΙΟ, ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ». Στην εξωτερική αριστερή πλευρά της Εκκλησίας, βρίσκεται μια άλλη μαρμάρινη επιγραφή στα ιταλικά[ix]:
ALLA VENERATA MEMORIA DELL’AVO
GAVRE PIETRO NEGRI
AGENTE DIPLOMATIKΟ E CONSOLE GENERALE
DI S.M. IL RE DI SARDEGNA
QUI DECEDUTO IL 10 OTTOBRE 1834
I NEPOTI
ENRICO NEGRI DI LAMPORO
GONSOLE GENERALE DIS. M. IL RE D’ ITALIA
ETTORE NEGRI DI LAMPORO
MAGGIORE DI STATO MAGGIORE
GIUSEPPE NEGRI DI LAMPORO
GAPITANO D’ ARTIGLIERIA
POSERO
NELL’ ANNO 1903.
Στην κρύπτη του καθολικού Ναού, υπάρχει επιτοίχιο ανάγλυφο, με θέμα:
«Φιλέλληνες μάχονται υπέρ των Ελλήνων», το οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Νικόλαος Δαγούλης. Η παράσταση έχει διαστάσεις 1,10Χ2,20 μ. Περιλαμβάνει 14 μορφές Ελλήνων, Φιλελλήνων, Τούρκων και πέντε άλογα σε ώρα μάχης.
Στο αριστερό μέρος της παράστασης, βλέπουμε την εξέγερση των Ελλήνων και Φιλελλήνων και στο δεξιό την άτακτη φυγή των Τούρκων. Στο κέντρο δύο έφιπποι αγωνιστές, ο Έλληνας με υψωμένο το γιαταγάνι και ο Φιλέλληνας να δείχνει κάποιο ακαθόριστο στόχο. Ένας τρίτος σηκώνει θριαμβευτικά τη γαλανόλευκη. Η σύνθεση καταλήγει σε τόξο, με θριαμβεύουσες τις μορφές του Έλληνα και του Φιλέλληνα.
Το 1839, όπως θα δούμε στην οικία παράγραφο, η Φραγκοκλησιά που είχε μετατραπεί σε μουσουλμανικό τέμενος, δωρίθηκε απ’ το Βασιλιά Όθωνα, για να χρησιμεύσει και πάλι σε καθολικό Ναό του Ναυπλίου, προς εξυπηρέτηση των πιστών του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος της περιοχή. Ως καθολικός Ναός λειτουργεί μέχρι τις ημέρες μας, κυρίως για τους πολλούς τουρίστες, που κατακλύζουν τους θερινούς μήνες το Ναύπλιο και την ευρύτερη παραθαλάσσια περιοχή.
γ’. Το καθολικό Νοσοκομείο.
Όπως είδαμε, ο εκ Φλωρεντίας Νέριος ή Ραινιέρος Ακκιαγιόλης, με διαθήκη του, την οποία είχε συντάξει την 17η Ιουλίου 1394, κληροδότησε την εν Άργει κινητή και ακίνητη περιουσία του, υπέρ της ιδρύσεως Νοσοκομείου στο Ναύπλιο, το οποίο βρισκόταν, στους βορειοδυτικούς πρόποδες της Ακροναυπλίας. Έτσι το Ναύπλιο με δαπάνες του Άρχοντα του Δουκάτου των Αθηνών, Νέριου Ακκιαγιόλη του 1ου, απέκτησε το πρώτο στην Ελλάδα Νοσοκομείο των πτωχών. [x]
Το Νοσοκομείο αυτό, κτίστηκε κοντά στον προμαχώνα «Των Πέντε Αδελφών» και ανακαινίσθηκε απ’ τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Οι Ενετοί, διατήρησαν το Νοσοκομείο σε λειτουργία, όταν εξουσίαζαν το Ναύπλιο. Αυτό είναι το δεύτερο Νοσοκομείο Ναυπλίου, στα χρόνια της παλιγγενεσίας. Το άλλο ήταν το στρατιωτικό, που βρισκόταν στην Ακροναυπλία, σε θέση ανατολικά του Ωρολογίου, όπου σήμερα το εκκλησάκι των «Αγίων Αναργύρων» και το «χαμάμι».
Και το Νοσοκομείο των πτωχών, για μια περίοδο γίνεται στρατιωτικό.
Όμως, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, το Σεπτέμβρη του 1834, εκκενώνεται απ’ τους στρατιωτικούς και διατίθεται τον Ιούλιο του 1836 στο Δήμο Ναυπλίας, για να χρησιμεύσει πάλι σε πολιτικό Νοσοκομείο. Από το καλοκαίρι του 1836, λοιπόν, επαναλειτουργεί το Νοσοκομείο Ναυπλίου ως πολιτικό νοσηλευτικό ίδρυμα, με πρώτη εφορευτική επιτροπή, (αδελφάτο) τους Γ. Μ. Αντωνόπουλο ( Δήμαρχο), Βελισσάριο Παυλίδη και Ηλία Βάβουλα[xi].
Εκεί οι Ενετοί ίδρυσαν ναΐσκο, στον περίβολο του Νοσοκομείου. Σήμερα δε σώζεται απ’ το όλο κτιριακό συγκρότημα, του ιστορικού αυτού νοσηλευτικού ιδρύματος, παρά το εκκλησάκι « Άγιοι Απόστολοι», παρεκκλήσιο επί των ημερών μας, της παλαιάς ενορίας του Ναυπλίου, της Παναγίας, στην οποία βρίσκεται και η ιστορική ελιά, που συνδέεται με το μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου, Νεομάρτυρος, του Ναυπλιέως (1655).
Το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, είναι χωστό στην κατωφέρεια του βράχου της Ακροναυπλίας, και κατανύσσει τους προσκυνητές με το ξύλινο τέμπλο και τις όμορφες εικόνες του, που είναι εξαιρετικής τέχνης. Οι εικόνες αυτές, μεγάλου σχήματος, προέρχονται απ’ το Ναό της Αγίας Σοφίας Ναυπλίου και χρονολογούνται, αρχές του 19ου αιώνα.
Τα Καθολικά μοναχικά τάγματα στο Ναύπλιο
Στα χρόνια της Α’ Τουρκοκρατίας (1540 – 1689), που ακολούθησαν την Ενετοκρατία, δεν παρέμεινε σημαντικός αριθμός καθολικών κληρικών, στο Ναύπλιο.[xii]
Στα 1642 ιδρύθηκε Μοναστήρι των καπουκίνων μοναχών[xiii], που παρέμεινε και μέσα στο 18ον αιώνα εκτός από τη μικρή περίοδο, της δεκαετίας 1650 – 1660. Η αποστολή των μοναχών, εστόχευε στη διαποίμανση των καθολικών του Ναυπλίου και των πληρωμάτων των καθολικών πλοίων[xiv], που έφθασαν στο λιμάνι του Ναυπλίου και ακόμη στην επιδίωξη, να δημιουργήσουν σχέσεις με την τοπική εδώ Εκκλησία.

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, 1687.
Όσον αφορά στο Μοναστήρι των καπουκίνων μοναχών στο Ναύπλιο[xv], είναι πιθανό να στεγάζονταν στο διώροφο κτίριο, δίπλα απ’ το Ναό του Αγίου Γεωργίου. Η άποψη της Σέμνης Καρούζου, ότι πρόκειται για «γυναικομονάστηρο», αμφισβητείται, αφού υπάρχει, όπως έχουμε ήδη αναφέρει η ισχυρή παράδοση ότι λειτουργούσε η Φραγκοκλησιά, ως γυναικείο Μοναστήρι»[xvi].
Η αρχιτεκτονική δόμηση, του Καθεδρικού Ναού Αγίου Γεωργίου Ναυπλίου, επιτρέπει να συμπεράνουμε, ότι ο Ναός αυτός ήταν αρχικά καθολικός. Τόσο το Ιερό Βήμα όσο και ο νάρθηκας, είναι μεταγενέστερες προσθήκες και αυτό γίνεται αντιληπτό ακόμη και σήμερα, εάν παρατηρηθεί η κεραμοσκεπή του Ναού και το πώς ακουμπάει ο εξωτερικός τοίχος του Ιερού Βήματος, στο κυρίως σώμα του Ναού, που δίνει την εντύπωση, ότι το Ιερό είναι μεταγενέστερο προσάρτημα[xvii]. Επίσης υπάρχει δίοδος, που συνδέει το Ναό με το γειτονικό κτίριο, στο νότιο τοίχο του Ναού, η οποία ανακαλύφθηκε τυχαία, όταν επρόκειτο να γίνει εγκατάσταση θέρμανσης. Όλα αυτά, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε, πως εδώ βρισκόταν Μοναστήρι, πιθανώς των καπουκίνων μοναχών[xviii].
Οι καπουκίνοι, χρησιμοποιούσαν αυτό το μοναστήρι τους στο Ναύπλιο και ως κέντρο διοργάνωσης εκκλησιαστικών αποστολών. Εκτός από τους καπουκίνους, δεν ήταν λίγοι και οι περαστικοί μοναχοί άλλων μοναχικών ταγμάτων προς άλλα μέρη της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα προς την Πάτρα.
Σημαντική περίπτωση, είναι και εκείνη των πατέρων Ιησουϊτών, που πέρασαν απ’ το Ναύπλιο στα 1640[xix] και που είναι η πρώτη προσπάθεια των Ιησουϊτών, για μόνιμη εγκατάσταση, στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Ο ερχομός τους στο Ναύπλιο έγινε τυχαία και η παραμονή τους εδώ, κράτησε μόνο τρία χρόνια.
Επίσης, έχουμε εδώ και τη γυναικεία Μονή, στην οποία αναφέρεται η διαθήκη του Νέριου Ακκιαγιόλη, για την οποία ήδη μιλήσαμε στο κεφάλαιο με τίτλο: «η Φραγκοκλησιά».
Τέλος, να σημειωθεί η παρουσία στο Ναύπλιο Ουρσουλινών[xx] καλογραιών, οι οποίες ίδρυσαν εδώ σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, με μαθήτριες από το Ναύπλιο, αλλά και την ευρύτερη περιοχή.
Πρόκειται για την λεγόμενη «Γαλλική Σχολή». Οι πέντε συνολικά Ουρσουλίνες μοναχές, εγκεταστάθησαν από τα μέσα του 1916, στο διώροφο κτίριο μεταξύ οδού 25ης Μαρτίου (Πρόνοια) και Ασκληπιείου στην «Ενδεκάτη», όπως φαίνεται σε φωτογραφία δημοσιευμένη στο βιβλίο με τίτλο «Το Ναύπλιο», της Σέμνης Καρούζου (εκδ. Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1979). Το κτίριο σήμερα δε σώζεται, αφού στη θέση του έχει ανεγερθεί πολυκατοικία.
Εδώ, οι μικρές μαθήτριες διδάσκονταν γαλλικά, κέντημα, εργόχειρο, ραπτική και μουσική. Οι μαθήτριες ήταν είτε εσωτερικές (οικότροφες) είτε εξωτερικές.
Η «Γαλλική Σχολή» έκλεισε απότομα το 1920. Μια μεταδοτική μολυσματική αρρώστεια ετρόμαξε μοναχές, παιδιά, και κηδεμόνες και το σχολείο έκλεισε. Οι Ουρσουλίνες μοναχές, απ’ όπου πέρασαν άφησαν το φως της παιδείας και καλές εντυπώσεις με όσους συνεργάστηκαν.
Αξίζει να αναφερθούμε δι’ ολίγων και στη Ναυπλιώτισσα καθολική μοναχή Σεβαστιανή Ιατρού (1915 – 1990), του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ. Υπηρέτησε ως καθηγήτρια φιλόλογος, στη Σχολή Saint Josef την οποία και διηύθυνε. Απ’ το γραφείο αλλά και την έδρα διδασκαλίας της, που βρίσκονταν στην Αθήνα (αρχικά στην οδό Χαριλάου Τρικούπη και από το 1979 στην Πεύκη Αμαρουσίου) ευεργέτησε αμέτρητες ψυχές. Το στοργικό της ενδιαφέρον, απήλαυσαν πολλά παιδιά από το Ναύπλιο, τόσο κατά τις σπουδές τους, όσο και μετά την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Γι’ αυτό και η μνήμη της παραμένει σεβαστή, μεταξύ των παλαιών κατοίκων της παληάς πόλης του Ναυπλίου.
Σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στο Ναύπλιο
Φραγκοκρατία (1212 – 1389)
Επί Φραγκοκρατίας, εγκαταστάθηκε πλήρως λατινική ιεραρχία στα εκκλησιαστικά πράγματα. Οι Ορθόδοξοι ιεράρχες παραγκωνίσθηκαν ή διώχθηκαν απ’ τις επαρχίες τους, για να πάρουν τη θέση τους λατίνοι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι. Αυτοί πάλι, δεν ήταν και οι καλύτεροι κληρικοί[xxi], που έστελνε η Ρώμη, γι’ αυτό και η επίδραση τους στους γηγενείς ορθοδόξους ήταν μικρή. Το Ναύπλιο και η γύρω περιοχή, υπάγονται πλέον στη δικαιοδοσία του λατίνου Επισκόπου Άργους, ο οποίος εξαρτάται απ’ τον λατίνο αρχιεπίσκοπο Κορίνθου.
Α’ Ενετοκρατία (1389 – 1540)
Κατά τη διάρκεια της Α’ Ενετοκρατίας, η παρουσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ήταν συνεχής, μέσω των απεσταλμένων της Αγίας Έδρας. Ο λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου είχε, την υποστήριξη της ομόδοξης πολιτικής Αρχής, βαρύνουσα παρουσία στην περιοχή, με έδρα, από το 1397, στο Ναύπλιο αντί του Άργους.
Γνωστός λατίνος Επίσκοπος Άργους κατά την Ενετοκρατία, είναι ο Ενετός Sesundus Nani[xxii]. Περί τα τέλη του 1420, η περιοχή του Ναυπλίου, εσείστηκε από φοβερή καταιγίδα, η οποία προξένησε πολλές ζημιές στα κτίρια της πόλης.
Στις 21 Ιανουαρίου 1421, πρωτοστατούντος του λατίνου Επισκόπου Secundi Nani, μεταφέρονται τα Ιερά λείψανα του Αγίου Πέτρου Άργους, από το Άργος στο Ναύπλιο. Στο «Χρονικό Σύντομο»[xxiii] αναφέρεται: «τω στλκθ’ , νεμήσει ιδ’, ‘Ιανουαρίου κα’. ημέρα γ’, Σιγουντονάνης, επίσκοπος Λατίνων, μετακόμισε τα τίμια λείψανα του οσιωτάτου Πέτρου, επισκόπου Ναυπλίου και Άργους, από Άργους εις την επισκοπήν Ναυπλίου».
Έκτοτε, είμεθα σε αναζήτηση για τα λείψανα του Αγίου Πέτρου, δεδομένου ότι η μνήμη του παραμένει ζωηρή στη συνείδηση των Αργείων και των Ναυπλιέων, με επίκεντρο το Καθεδρικό Ναό του Άργους και την Ιερά Μονή οσίου Θεοδοσίου. Εδώ σώζεται η «Συνάντηση», που θυμίζει την ιερά συνάντηση, κατόπιν ενυπνίου, του Αγίου Πέτρου μετά του οσίου Θεοδοσίου του Νέου ( 10ος αι. μ.Χ.)
Δεν έχουν σταματήσει οι προσπάθειες, για ανεύρεση των ιερών λειψάνων του Αγίου Πέτρου Άργους. Ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ.κ. Ιάκωβος έχει κάνει πολλά ταξίδια στη Βενετία, παραστάσεις στο Βατικανό, για το σκοπό αυτό. Ο ίδιος είναι σε συνεργασία με επιστήμονες ιστορικούς και αρχαιολόγους, για την ανεύρεση και επιστροφή των λειψάνων.
Ο Nani αρχιερατεύει μεταξύ των ετών 1421 – 1424. Εν όσω ζούσε, είχε αποδεχθεί την νομική κατάσταση, η οποία υφίστατο επί ορθοδόξων στην «Αγία Μονή» Αρείας Ναυπλίου.
Δέχθηκε, δηλαδή, να παραμείνει ανενόχλητος στην ηγουμενία της Αγίας Μονής, ο ηγούμενος που είχε εκλεγεί χωρίς την έγκριση του και ο διάδοχος του στην ηγουμενία, να εκλέγεται, από μόνους τους μοναχούς της Μονής, χωρίς ανάμιξη του οικείου Επισκόπου.
Κατά της αποφάσεως αυτής, ανεφέρθη στις Ενετικές Αρχές, ο διάδοχος του Nani, ο λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου Bartholomaeus, ο οποίος απαίτησε την αναγνώριση, υπέρ εαυτού, του δικαιώματος διορισμού ηγουμένου της «Αγίας Μονής».
Η αξίωση αυτή οδηγήθηκε ενώπιον της Συγκλήτου και ο δόγης της Ενετίας, Φραγκίσκος Foscari, εκοινοποίησε την ληφθείσα απόφαση, δια του από 24ης Δεκεμβρίου 1437 εγγράφου του, προς τον «εξουσιαστήν και καπετάνον» Ναυπλίου Ιωάννην Barbo, αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφασισθέντων[xxiv].
Η μαρτυρία του εγγράφου αυτού, έχει μεγάλη σημασία, για τις σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στην περιοχή. Σ’ αυτό, ο Λατίνος Επίσκοπος επιδιώκει να επισείει την ποινή της απελάσεως, με τη βοήθεια μάλιστα των Οργάνων της Πολιτείας, όταν μοναχοί ή πρόσωπα, που έχουν γενικά εκκλησιαστική ιδιότητα, είναι ανεπιθύμητα στην περιοχή της δικαιοδοσίας του.
Οι μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλούνται «αδελφίσκοι» και χαρακτηρίζονται με κάποια περιφρόνηση, ως επίφοβοι, αιρετικοί[xxv].
Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, διότι δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες, για ανοικτή ρήξη και επεισόδια, μεταξύ Ελλήνων Ορθοδόξων κληρικών και λατίνων κοσμικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων. Έτσι αυτό το πρόβλημα του λατίνου Επισκόπου Αργολίδας, είναι ενδεικτικό και συνιστά αξιοπρόσεκτη μαρτυρία για τη σοβούσα, έστω και υπολανθάνουσα μορφή, κρίση μεταξύ κληρικών των δύο ομολογιών.
( Σημείωση Αργολικής Βιβλιοθήκης. Το παρόν κείμενο έχει γραφεί προγενέστερα από την εύρεση και Μετακομιδή των Αγίων Λειψάνων του Αγίου Πέτρου, Επισκόπου Άργους του Σημειοφόρου και Θαυματουργού στο Άργος και στον Ιερό ομώνυμο Ναό, όπου και φυλάσσονται, από την 19η Ιανουαρίου του 2008).
Β’ Ενετοκρατία (1686 – 1715).
Στις 20 Αυγούστου 1686, κατά την γνωστή εκστρατεία του Μοροζίνη, το Ναύπλιο κυριεύτηκε και πάλι από τους Ενετούς, οι οποίοι εγκατέστησαν εδώ, νέα πολιτικοστρατιωτική διοίκηση, γνωστή με το όνομα Regno di Morea, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο ( Napoli di Romania, «eccelentissima«, όπως την αποκαλούσαν οι Ενετοί)[xxvi] .
Στο Ναύπλιο μετατίθεται, ο μέχρι τότε Επίσκοπος Χίου Leonardo Balsarini, με τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Κορίνθου». Οι Ενετοί αποκαθιστούν την λατινική ιεραρχία, ανεχόμενοι παράλληλα, την Ελληνική ιεραρχία, με τους ιερείς και τα μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
α’ . Η έκθεση Corner.
Αξίζει εδώ να αναφερθεί η έκθεση του Giacomo Corner, γενικού Προβλεπτή Πελοποννήσου, την οποία συνέταξε στις 23 Ιανουαρίου 1691, για χρήση της Γερουσίας[xxvii].
Περιγράφει εκεί ο Corner με μελανά χρώματα, την πνευματική κατάσταση της Πελοποννήσου, υποτιμώντας τον Ορθόδοξο Κλήρο, αλλά και μερικούς καθολικούς κληρικούς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην έκθεση αυτή, η περιγραφή της ειρηνικής πολιτικής προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, που είχαν προγραμματίσει να εφαρμόσουν οι Ενετικές Αρχές, κατά την παραμονή τους στο Ναύπλιο, με κύριο στόχο να μη δημιουργηθεί δυσαρέσκεια στο λαό, προφανώς προ της απειλής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε βλέψεις στην περιοχή. Ο αγώνας τότε μεταξύ Τούρκων και Ενετών, ήταν η κυριαρχία στο Αιγαίο, για το οποίο έγιναν οι γνωστοί Ενετοτουρκικοί πόλεμοι. Οι Ενετοί συμπεριφέρονταν στον εντόπιο πληθυσμό ηπιώτερα, για να έχουν φυσικά την υποστήριξή τους.
Ο Corner υπόσχεται, ότι δε θα αφαιρεθούν οι περιουσίες των Εκκλησιών, αλλά και το ίδιο το Κράτος θα βοηθήσει στην επισκευή τους. Απέναντι στον Ορθόδοξο Κλήρο, συνιστά διπλωματική στάση, δηλαδή ήπια και διαλλακτική. Αλλά όπως πάντα, η πράξη διαφέρει της θεωρίας. Δηλαδή, η αρχή της συμφιλιωτικής πολιτικής επισκιαζόταν πολλές φορές, από την αρχή «βασιλικώτερος του βασιλέως»!
β’. Τα εκκλησιαστικά ακίνητα και η ορθόδοξη ενορία του Μέρμπακα
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο σφετερισμός των εκκλησιαστικών κτημάτων της Μονής «Οσίου Θεοδοσίου» και της περιουσίας του μοναστηριού, επί Αργολίδος Αμβροσίου[xxviii].

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία.
Όπως προκύπτει από έγγραφο παραστατικό στοιχείο, της λεγομένης εκκλησιαστικής Βενετικής Απογραφής, επί γενικού Διοικητού του Ναυπλίου Francisco Grimani, o Φραγκίσκος Μοροζίνης, παρεχώρησε μετά την κατάκτηση της περιοχής, με επίσημο έγγραφό του, της 9ης Δεκεμβρίου 1688, προς τον προερχόμενο εκ Κρήτης Επίσκοπο Ρεθύμνης Αθανάσιο Χορτάτση, τη Μονή «Αγίου Θεοδοσίου», για να τη νέμεται, ως πόρον ζωής «και ακόμη το μετόχι, ονομαζόμενο Παναγία εις του Μέρμπακα», που υπήγετο στη Μονή «Αγίου Θεοδοσίου».
Ο Αθανάσιος όμως Χορτάτσης, Επίσκοπος Ρεθύμνης, που εκμεταλλεύθηκε δια βίου, την εκκλησιαστική αυτή περιουσία, αλλά και ανακαίνισε τα κτίρια της Μονής «Αγ. Θεοδοσίου» όταν γέρασε, παρεχώρησε με συμβολαιογραφική πράξη της 9ης Ιουνίου 1694, τη Μονή «Αγίου Θεοδοσίου» και το μετόχι της «Παναγίας Μέρμπακα» στον ανεψιό του Φραγκίσκο Χορτάτση.
Η πράξη αυτή διασφαλίστηκε επίσημα, με το από 12 Οκτωβρίου 1701, διάταγμα του Giacomo da Mosto, Γενικού Προνοητού Πελοποννήσου στο Ναύπλιο. Με το διάταγμα αυτό παραχωρήθηκε η Μονή και το μετόχι, στο Φραγκίσκο Χορτάτση, στον πατέρα του Εμμανουήλ και γενικά στην οικογένεια του Χορτάτση, σε αναγνώριση των υπηρεσιών τους, προς τη Βενετική Πολιτεία.
Έτσι τα εκκλησιαστικά αυτά κτήματα πέρασαν στη νομή της βενετόφιλης οικογένειας Χορτάτση. Με το ίδιο διάταγμα ορίστικε ότι, μετά το θάνατο του Επισκόπου Αθανασίου Χορτάτση, για να διατηρηθεί η κατοχή των δύο κτημάτων από την οικογένεια των Χορτάτσηδων, ηγούμενος θα γινόταν, ο Μελέτιος Χορτάτσης , αδελφός του Φραγκίσκου Χορτάτση.
Η ευφυής αυτή μεθόδευση ευδοκίμησε, όχι όμως χωρίς διαμαρτυρίες των τοπικών Εκκλησιαστικών Αρχών των Ορθοδόξων και κυρίως του Μητροπολίτου Αργολίδος Αμβροσίου[xxix]. Αφορμή των διαμαρτυριών υπήρξε η ορθόδοξη ενορία του χωριού Μέρμπακα, που βεβαίως ανήκε πάντα στην κανονική αρχιερατική εποπτεία του ορθοδόξου Μητροπολίτου Ναυπλίου και Άργους, ο οποίος τώρα εμποδιζόταν στην άσκηση των αρχιερατικών δικαιωμάτων του στην περιοχή, δηλαδή να διορίζει και εποπτεύει τον εφημέριο του Μέρμπακα, αφού οι Χορτάτσηδες διεκδικούσαν και την ενορία του Μέρμπακα, που συνεφάπτοταν με το μετόχι το οποίο ενέμοντο.
Η υπόθεση έφθασε στον Γενικό Προνοητή της θάλασσας Alvice Moncenigo. Ο Αμβρόσιος ζητά αποκατάσταση των αρχιερατικών του δικαιωμάτων. Την 8 Ιανουαρίου 1711 εκδίδεται διαταγή του Alvice Moncenigo υπέρ των Χορτάτσηδων, όπου ορίζεται, ότι το ενοριακό κανονικό δικαίωμα του οικισμού του Μέρμπακα, ανήκει στο μετόχι της Παναγίας, της οποίας ο εφημέριος θα λειτουργεί και στην ενοριακή εκκλησία του χωριού.
Ο Αμβρόσιος προσφεύγει στις Ενετικές Αρχές του Ναυπλίου κατά της αποφάσεως (Ιούνιος 1711) ενώ υποβάλλεται και αναφορά είκοσι Μερμπακιτών (Ιούλιος 1711), με την οποία υπενθυμίζονται συγκεκριμένα γεγονότα της εκεί ενοριακής ζωής και άλλες ειδήσεις της εκκλησιαστικής πρακτικής, που έδειχναν τη συνέχεια της αρχιερατικής εποπτείας του Ορθοδόξου Μητροπολίτου Αργολίδος επί της ενορίας του Μέρμπακα.
Η έφεση του Αμβροσίου διεβιβάσθη από τον ρέκτορα Ναυπλίου, Pelegrin Pasgualigo,προς το Συμβούλιο των 40, στη Βενετία και κοινοποιήθηκε στον προεστό του Μέρμπακα και προς τους Χορτάτσηδες. Στη Βενετία παρακολούθησε ο Αργολίδος Αμβρόσιος την υπόθεση στενά, δια του ειδικού απεσταλμένου του, ιερέως Ιωάννου Κληματαρά, πρωτεκδίκου Ναυπλίου, μέχρι το Νοέμβριο του 1713. Ο δικαστικός αυτός αγώνας, που ήταν μακρός και πολυέξοδος, εστέφθη υπό επιτυχίας και ήταν ανάλογος προς τη γνωστή και εξ άλλων πηγών, ισχυρή προσωπικότητα του Αμβροσίου.
Ο Μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους Αμβρόσιος [xxx], μετά την ήττα των Ενετών στην Πελοπόννησο και την επικράτησή των Τούρκων (1715) αιχμαλωτίσθηκε και δε γνωρίζουμε τι ακριβώς απέγινε. Μένει όμως το μνημόσυνο του, ως ζηλωτού και καλού Ιεράρχου[xxxi]. Πάντως απ’ όσα προαναφέραμε, φαίνεται καθαρά, ότι οι σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στο Ναύπλιο, δεν ήταν πάντα ανέφελες.
Η τύχη Καθολικών πιστών και ιδρυμάτων επί τελευταίας Τουρκοκρατίας και ελευθέρας Ελλάδας (1715 και εξής)
Στα 1781, υπήρχαν συνολικά εκατό (100) καθολικοί πιστοί, στην Αθήνα , το Ναύπλιο, την Κορώνη και την Πάτρα. Στο Ναύπλιον παρέμειναν λιγοστές οικογένειες, που ασχολούνταν με το εμπόριο και με διπλωματικές αντιπροσωπείες της Γαλλίας, της Βενετίας και άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών.
Η κατάσταση αυτή, ανατρέχει σε όλη την Τουρκοκρατία (1711 – 1822), μέχρι που ήρθε ο πρώτος Βασιλιάς του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, ο καθολικός το θρήσκευμα Όθωνας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, το 1833.
Το Βασιλιά Όθωνα συνόδευε σημαντικός αριθμός καθολικών Βαυαρών. Υπολογίζεται πως ήταν μαζί του χίλιοι οκτακόσιοι πενήντα (1850) Βαυαροί, κυβερνητικοί, άλλοι τιτλούχοι, στρατιωτικοί, αυλικοί[xxxii], οι οποίοι μετακόμισαν στην Αθήνα, όταν το 1834 μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της πρωτεύουσας. Σε ανεπίσημη απογραφή του καθολικού πληθυσμού στα 1834, μετά την εγκατάσταση του Όθωνα στην Αθήνα, έχουμε ακόμη στο Ναύπλιο εκατόν είκοσι (120) πιστούς του καθολικού Δόγματος[xxxiii] .
Το 1839, ύστερα από αίτηση του Επισκόπου των Δυτικών Λουδοβίκου Μαρία Blanchis, Επισκόπου Σύρου, που είχε την ποιμαντική φροντίδα των καθολικών πιστών της Ελλάδας, σε περιοχές που δεν υπήρχαν λατίνοι Επίσκοποι, όπως στο Ναύπλιο, δωρίθηκε από τον Όθωνα το τέως μουσουλμανικό Τέμενος, δηλαδή η λεγόμενη «Φραγκοκλησιά» στην πλαγιά της Ακροναυπλίας, για να μετατραπεί σε Καθολικό Ναό του Ναυπλίου.
Στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Ναυπλίου, Παράρτημα των Γ. Α. Κράτους, και στους φακέλους : ΔΗΜ 1.1/Π 35 (1839) και ΔΗΜ 1.1/12 32β (1838), βρίσκουμε τη σχετική αλληλογραφία, για την παραχώρηση του τζαμιού στους Δυτικούς, τους Καθολικούς του Ναυπλίου.
Βλέπουμε στο υπ’ αριθ, 4998/28 Αυγούστου 1838 έγγραφο του Διοικητού Αργολίδος, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίου, ότι « κατόπιν αιτήσεως του εν Σύρω Επισκόπου των Δυτικών, απευθυνόμενης προς την επί των Εκκλησιαστικών Βασιλικήν Γραμματείαν, ο Δήμαρχος προσκαλείται, βάσει και της υπ΄αριθ.12021 διαταγής επί των Εσωτερικών Γραμματείας», να κάμει αίτηση, ώστε να παραχωρηθεί στους πιστούς του Δυτικού Δόγματος το παραπάνω τζαμί ή κάποιο άλλο κατάλληλο απ’ όσα υπάρχουν προς ανέγερσιν Ναού « κατά τον νόμον περί προικοδοτήσεως». Ο Διοικητής παρακαλεί τον Δήμαρχο, να έχει την αίτηση του, το ταχύτερο, για να την υποβάλλει εις την «επί των Εσωτερικών Γραμματείαν» Το Τέμενος χαρακτηρίζεται ως «το υπό τον Ιτσκαλέ ερείπιον τζαμίου».
Σε έγγραφο της 7 Νοεμβρίου 1838, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίας, ο εφημέριος των καθολικών Ναυπλίου, ιερέας Πέτρος Πριβιλέγγιος, αποστέλλει κατάλογο των « όσων έγραψε έως τώρα» καθολικών, εκατόν είκοσι εννέα (129) ονόματα, που βρίσκονται στο Ναύπλιο και επιφυλάσσεται να στείλει και άλλον με ονόματα των υπόλοιπων Καθολικών του Ναυπλίου.
Με το από 20 Φεβρουαρίου/ 4 Μαρτίου 1839 Βασιλικό Διάταγμα, παραχωρείται «εις τους ενταύθα διαμένοντας ή ως δημότας εις τον Δήμον Ναυπλίας καταγραφέντας Δυτικούς» η οικοδομή του τζαμιού, που βρίσκεται «εντός του φρουρίου πλησίον του Ίτσκαλέ».
Με το από 31 Μαρτίου/ 12 Απριλίου 1839 έγγραφο του, ο ιερέας Πέτρος Πριβιλέγγιος, με την ιδιότητα του εφημέριου των καθολικών Ναυπλίου, ευχαριστεί και εκ μέρους των πιστών του Δυτικού Δόγματος τον Δήμαρχο Ναυπλίου, «δια την φιλοκαλίαν και προσπάθειαν», την οποία κατέβαλε ως προϊστάμενος του Δήμου Ναυπλιέων, προς επιδίωξη του σκοπού τους, δηλαδή για ίδρυση καθολικού Ναού.
Με το από 3 Μαΐου 1839 έγγραφο, ο Δήμαρχος Ναυπλίου Γ. Μ. Αντωνόπουλος , διατάσσει τον Δημοτικό Αστυνόμο, να διώξει όσους κατοικούν εις τα «χαμώγια του υπό τον Ίτσκαλέ τζαμίου», δίνοντας τους μόνο τρεις (3) ημέρες προθεσμία, για να βρουν άλλα καταλύματα, διότι το τζαμί αυτό, εχορηγήθη εις τους καθολικούς δια της Κυβερνήσεως, για να ανιδρύσουν Ναόν του Δόγματός τους.
Στην παραχώρηση συνέβαλε, ο προσωπικός φίλος του Βασιλιά, Γάλλος συνταγματάρχης Α. Ιλαρίων Touret[xxxiv]. Ο Ναός επισκευάζεται λόγω των ζημιών από τα επαναστατικά γεγονότα και ανοικοδομείται πρεσβυτέριο, για κατοικία του εκάστοτε εφημερίου. Τα εγκαίνια του ναού έγιναν στα 1840 από τον εφημέριο Φραγκίσκο Κούκουλα και αφιερώθηκε στη «Μεταμόρφωση του Σωτήρος». Την εποχή εκείνη το Ναύπλιον συγκέντρωνε τριακόσιους (300) περίπου καθολικούς[xxxv], Έλληνες και ξένους. Οι δεύτεροι ανήκαν στο σώμα των Βαυαρών στρατιωτών, που είχαν συνοδεύσει τον Όθωνα.
Θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε, στους Βαυαρούς στρατιώτες, που συνόδευσαν τον Όθωνα κατά την άφιξή του στο Ναύπλιο. Βρισκόμαστε στα 1833. Ο Όθωνας εγκαθίσταται στο Ναύπλιο και τη φρούρηση της πόλης αναλαμβάνει πλέον η Βαυαρική Βασιλική Φρουρά, ενώ η γαλλική φρουρά εγκαταλείπει το Ναύπλιο, με τις ευχές των πολιτών.
Ο Βαυαρικός στρατός, εκτός από τις συνηθισμένες στρατιωτικές υπηρεσίες ασχολείτο και με διάφορα κοινωφελή έργα, που τότε είχε επείγουσα ανάγκη ο τόπος: συμπλήρωσε τις επισκευές οχυρωμάτων των φρουρίων, έχτισε πέτρινη σκάλα με 960 σκαλιά στη Βορειοδυτική πλευρά του Παλαμηδίου, κάνοντας έτσι ευκολώτερη την επικοινωνία με την πόλη του Ναυπλίου.
Έφιαξε «Οπλοστάσιο» στο Ναύπλιο με ειδικούς ξένους τεχνίτες, ιδίως Βαυαρούς, ενώ κατασκεύασε την πρώτη αμαξιτή οδό που συνέδεε το Ναύπλιο με το Άργος (12 χλμ.) και εργάσθηκε για την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης σ’ όλο το Κράτος.
Στους Βαυαρούς στρατιώτες, που αποστρατεύτηκαν, δόθηκε στην Αρχαία Τίρυνθα «εθνική γή» για να φιάξουν δικό τους συνοικισμό. Όμως ο συνοικισμός αυτός, που είχε ονομασθεί «Νέα Τίρυνς» δεν έμελλε να ευδοκιμήσει, διότι οι κάτοικοι του Βαυαροί, αποδεκατίστηκαν από τον τύφο και την ελονοσία ή και από άλλες αρρώστιες, που προέκυψαν στην περιοχή. Ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης, στο έργο του «Ναυπλία» ( Αθήναι 1950, σελ315) μιλάει περί «πυρετών» κακοήθων, λαβόντων χαρακτήρα, ένεκα καταχρήσεως οπωρών αώρων ως επί το πολύ». Από τους επιζήσαντες, ελάχιστοι επέστρεψαν στη Βαυαρία. Οι ίδιοι εγκατεστάθησαν στο Ναύπλιο και στην Πρόνοια, ενώ μερικοί απ’ αυτούς αργότερα πήγαν στην Αθήνα. Από το συνοικισμό των Βαυαρών, δεν απέμεινε αξιόλογο ίχνος.
Την 6η Φεβρουαρίου 1836, ο Βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, ήλθε στην Ελλάδα, για να επισκεφθεί το γιό του τον Όθωνα. Επισκέφθηκε το Ναύπλιο και έγινε επίσημα δεκτός στην είσοδο της πόλης, απ’ το Δημοτικό Συμβούλιο Ναυπλίου και το Δήμαρχο Σπύρο Παπαλεξόπουλο, ο οποίος τον προσφώνησε. Τότε, προς τιμήν του Λουδοβίκου δόθηκε επίσημος χορός στη μεγάλη αίθουσα « Βουλευτικού» Ναυπλίου.
Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος, σε ανάμνηση της Βαυαρικής αποικίας, διέταξε να ιδρυθεί περιφανές αναμνηστικό μνημείο, επί του βράχου που υπάρχει βορειοανατολικά της Πρόνοιας, στους πρόποδες του οποίου είχαν ταφεί οι Βαυαροί στρατιώτες, όσοι είχαν πεθάνει από επιδημία τύφου τα έτη 1833 – 34.
Λαμβάνοντας τη διαταγή αυτή, ο γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκλερ, με δαπάνη του Βασιλιά, ελάξευσε στο βράχο Λέοντα κοιμώμενο, όμοιο με εκείνον, που έστησαν οι Ελβετοί στη Λουκέρνη, προς τιμήν των συμπατριωτών τους, που είχαν σκοτωθεί στη Γαλλική Επανάσταση (1789).
Ο Λέων παριστάνεται να κοιμάται ήρεμα και στα πόδια του υπάρχει επιγραφή, στη γερμανική γλώσσα:
DIE
OFFIZIERE UND SOLDATEN
DER
KOENIGLICHEN BAYERISCHEN BRIGADE
IHREN KAMERADEN
+
1833 UND 1834
ZUR VOLLENDUNG GEBRACHT
DURCH
LUDWIG KOENIG VON BAYERN
Η επιγραφή στα ελληνικά σημαίνει:
ΟΙ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΒΑΥΑΡΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΤΟΥΣ
+
1833 – 1834
ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΑΣ
ΔΙΑ
ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ:
(εννοείται αφιερώνουν το παρόν μνημείον)
Τα αποκαλυπτήρια του «Λέοντα των Βαυαρών», έγιναν την 16η Νοεμβρίου 1841 και είναι χαρακτηριστικό το ειδοποιητήριο του Βασιλικού Επιτρόπου προς το Δήμαρχο Ναυπλίου, το οποίο βρίσκεται στο ιστορικό αρχείο Ναυπλίου (ΔΗΜ 1.1 *Ψ50,1841):
« Ο Αντισυνταγματάρχης Χότζ
Προς
Το Δημαρχείον Ναυπλίας
Ο υποφαινόμενος έχει την τιμήν να ειδοποιήση την Δημαρχίαν Ναυπλίας, ότι αύριον εις τάς 11 ώρας π.μ. θέλει αποκαλυφθή το παρά της Α.Μ.
του Βασιλέως της Βαβαρίας Λουδοβίκου Ι προς ανάμνησιν των του επιβοηθητικού Στρατού αποθανόντων Βαβαρών τιθέμενον μνημείον είς Πρόνοιαν.
Παραδίδω λοιπόν, ως Βασιλικός Επίτροπος, το μνημείον τούτο της Δημαρχίας από την ώραν της ξεσκεπάσεως προς υπεράσπισιν κατά κάθε είδους φθοράς και του οποίου επομένως η μεγαλοπρεπής κατασκευή θέλει χρησιμεύσει ως στολισμός της πόλεως Ναυπλίας, ως το πρώτον έργον τοιούτου είδους, μετά παρέλευσιν αιώνων, εις την νέαν αναγενηθείσαν Ελλάδα.
Ναύπλιον τη 15η Νοεμβρίου 1841
Ο Επίτροπος
ΧΟΤΖ ΑΝΤΙΣΣΕΤΟΣ
Η Καθολική εκκλησία σήμερα στο Ναύπλιο
Όπως φαίνεται καθαρά από ξενικά ονόματα των καθολικών του Ναυπλίου το έτος 1838, που κατέγραψε ο τότε εφημέριος του Πέτρος Πριβιλέγγιος και επικύρωσε δια την ακρίβειαν ο Δήμαρχος Ναυπλίου Γ. Μ. Αντωνόπουλος, δεν υπήρχαν ντόπιοι καθολικοί, παρά ελάχιστοι. Οι ξένοι καθολικοί του Ναυπλίου απέθαναν, πολλοί μάλιστα άτεκνοι και οι περισσότεροι ακολούθησαν τον Όθωνα στην Αθήνα.
Σύμφωνα με πηγές της Καθολικής Εκκλησίας, στο Ναύπλιον σήμερα, διαμένουν περίπου δέκα (10) οικογένειες, που ανήκουν στο Καθολικό Δόγμα. Οι λατρευτικές τους ανάγκες, εξυπηρετούνται στον καθολικό Ναό της «Μεταμορφώσεως» από εφημέριο, που έρχεται εδώ σε τακτά διαστήματα. Επίσης στον ίδιο Ναό, εκκλησιάζονται οι αλλοδαποί της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή τουρίστες, εργάτες κλπ.
Η Διεύθυνση Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, ανέλαβε ως αρμόδια την ανακαίνιση της αψίδας των Φιλελλήνων, ενώ χρηματοδοτεί ως ιδιοκτήτρια τις επισκευές του Ναού, ο οποίος έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο Μνημείο.
Ζωηρό ενδιαφέρον για την αξιοποίηση των Μνημείων αυτών, έχει εκδηλώσει και ο Δήμος Ναυπλιέων. Ο χώρος φωταγωγήθηκε και ευπρεπίστηκε, ενώ χρηματοδοτήθηκε και η κατασκευή της γλυπτής παράστασης με θέμα: «Φιλέλληνες μάχονται υπέρ Ελλήνων», για την οποία ήδη έχουμε μιλήσει. Η παράσταση εγκαινιάσθηκε στις 23 Ιουνίου 1990, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Καθολικών της Αθήνας κ.κ. Νικολάου, από τον τότε Δήμαρχο Ναυπλιέων κ. Γεώργιο Τσούρνο.
Επιλεγόμενα
Από τη μελέτη, που προηγήθηκε, εξάγονται ορισμένες εξηγήσεις, σχετικά με το φαινόμενο, της μη ύπαρξης καθολικών, σήμερα στο Ναύπλιο.
Η εμφάνιση εδώ πιστών του λατινικού Δόγματος είδαμε, ότι σχετιζόταν αρχικά με εμπορικές δραστηριότητες περιστασιακού χαρακτήρα. Οι Ενετοί, έχοντας κυρίως εμπορικά ενδιαφέροντα, κινούνταν, όπου έκριναν, ότι τα συμφέροντα τους εξυπηρετούνταν καλύτερα.
Η στάση των Ενετικών Αρχών επί Ενετοκρατίας, έναντι των Ελλήνων Ορθοδόξων, θα πρέπει να ερμηνευθεί και πολιτικά. Η διστακτικότητα των Ενετών έναντι της Ορθόδοξης εκκλησίας, ήταν και πολιτική επιλογή, για την διατήρηση της κυριαρχίας στον τόπο. Η Καθολική Εκκλησία, κάθε άλλο παρά είχε λόγους να αρνηθεί τις ευκαιρίες που δίνονταν για επέκταση των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών της. Μ’ αυτό τον τρόπο η πλειονότητα των Ελλήνων Ορθοδόξων, βλέπει με καχυποψία τις κινήσεις της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία ιστορικά συνδέθηκε με τον κατακτητή ( Φράγκο ή Βενετό).
Η ευκαιρία που δίνεται για ανάπτυξη του λατινικού στοιχείου, με τον ερχομό των Βαυαρών που συνόδευσαν τον Όθωνα, εξανεμίζεται, καθώς αυτοί οι ακόλουθοι του Βασιλιά, εγκαθίστανται στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα μαζί με τον Όθωνα.
Εδώ θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι κάτοικοι του Ναυπλίου, καλού και ευγενούς χαρακτήρος, ήταν ευκατάστατοι και πεπαιδευμένοι. Η ελληνική γλώσσα, εκφράζονταν εδώ, στην πιο καθαρή και γλαφυρή της έκφραση, ενώ είναι γνωστές και οι εμπορικές επιδόσεις των κατοίκων Ναυπλίου[xxxvi].
Πιο συγκεκριμένα δεν υπήρχαν σημεία επαφής μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς τη διαφορά γλώσσας, νοοτροπίας, αγωγής και κυρίως φρονήματος.
Άλλο το ορθόδοξο φρόνημα και άλλο το λατινικό.
Εξάλλου σοβούσε δυσπιστία, επιφυλακτικότητα μέχρι περιφρόνησης και από τις δύο πλευρές. Ας θυμηθούμε, την έκφραση «αδελφίσκοι» για τους Ορθόδοξους μοναχούς, στο έγγραφο του Φραγκίσκου Foscari, που εξετάσαμε παραπάνω. Ενδεικτικό είναι το γεγονός του σφετερισμού της Μοναστικής περιουσίας της Μονής «Οσίου Θεοδοσίου» από τους Δυτικούς, επί Αργολίδος Αμβροσίου, για το οποίο ήδη έχουμε μιλήσει. Αυτά, μαζί με τον παραγκωνισμό των Αρχιερέων, νομίζουμε, ότι εξηγούν την ανωτέρω εικόνα των Ορθοδόξων και Καθολικών στην Ναυπλία.
Η κατάσταση αυτή ήταν αναγκαστικά ανεκτή, λόγω της πολιτικής συγκυρίας. Οι κρατούντες ήταν καθολικοί· τι μπορούσαν να κάνουν οι Ορθόδοξοι; Απλά ανέμεναν την ανεξαρτησία και όταν αυτή ήλθε, έστω με αλλαγή πάλι ξένου καθεστώτος, έσπευσαν να αποκαταστήσουν, την Ορθόδοξο Εκκλησιαστική Διοίκηση.
Δηλαδή μετά τη Φραγκοκρατία και την Α’ Ενετοκρατία και την παράδοση του Ναυπλίου στους Τούρκους δια συνθήκης, το επόμενο ακριβώς έτος (1541) έγινε ο διορισμός Μητροπολίτου Ναυπλίου, κατόπιν αιτήματος των Ναυλιέων, προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού η Αργοναυπλία ήταν Εκκλησιαστική επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου, όπως και οι άλλες Μητροπόλεις της Πελοποννήσου μέχρι το 1833, οπότε έχομε την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας του νεοελλαδικού κρατιδίου.
Βέβαια, καθ’ όλο το διάστημα της Ρωμαιοκρατίας, υπήρχε αντίδοση μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών. Όταν όμως απεμακρύνθησαν οι Καθολικοί κατακτητές κατέρρευσε και το όλο πλέγμα των αναγκαστικών σχέσεων Ορθοδόξων και Καθολικών, διότι ακριβώς έλειπε ο εσωτερικώς ιδεολογικός σύνδεσμος.
Για τον αυτόν λόγο εξέλειπαν και οι Καθολικοί από την περιοχή. Πάντως, ο ιστορικός αυτός διάλογος στην περιοχή του Ναυπλίου, μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών, έχει προσδώσει στην πόλη, μια αναμφισβήτητη ιδιαιτερότητα, ιστορική, πνευματική και πολιτιστική.
Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙΙΙ, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 1998.
Υποσημειώσεις
[i] Βλέπε Α. Savvides, Nauplion in the Byzantine and Frankish periods (Ανάτυπον) εις Πελοποννησιακά, τομ. ΙΘ’ (1991 – 1992). Επίσης βλέπε Σοφίας Δοανίδου, «Το πριγκιπάτο της Αχαΐας» (1205 – 1460), Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1989.
[ii] Βλέπε Βασ. Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, Αθήνα 1985, σ. 140. Γ. Αθ. Χώρα, « Η Αγία Μονή Άρειας Ναυπλίου», εν Αθήναις 1975, σ. 95 επ.
[iii] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρινίδου, « Η Ναυπλία», Αθήναι 1950, σ. 52 επ.
[iv] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου, ό.π., σ. 57 επ. Πρβλ. Γ. ΑΘ. Χώρα, Μουσική παιδεία και ζωή στο Ναύπλιο ( 18ος – 20ος αιώνας), εκδ. του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιον 1994, σ. σ. 34, 35.
[v] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου, ό.π., σ. 58. Ντιάνας Αντωνακάτου, Ναύπλιο 88, κείμενα και εικόνες, Αθήνα 1988, σ. 218.
[vi] Βλέπε Ντιάνας Αντωνακάτου, ό.π.,σ. 218. Πάνου Λιαλιάτση, «Το Ναύπλιον», Τουριστικός οδηγός, Ναύπλιο 1972, σ. 52.
[vii]Την αψίδα ανήγειρε ο φιλέλληνας και προσωπικός φίλος του Όθωνα, Γάλλος συνταγματάρχης Α. Ιλαρίων Touret. Περιέχει 280 ονόματα φιλελλήνων αγωνιστών. Τα αποκαλυπτήρια έκαμε ο επίσκοπος Blanchis, την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1841.
[viii] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου, ό.π.,σ.328. Επίσης Μ. Φώσκολου, « Η Καθολική Εκκλησία Άργους – Ναυπλίου» εις Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τομ.Ι (1992) , εκδ. Δήμου Ναυπλιέων, σ. 43. Επίσης Ντιάνας Αντωνακάτου, ό.π., σ. 218.
9 Βλέπε Μ. Ρούσου – Μηλιδώνη, « Το Μνημείο Φιλελλήνων στο Ναύπλιο», Ανάτυπο απ’ το περιοδικό «Σύγχρονα Βήματα», τεύχ. 68, Αθήνα 1991.
[x] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου, ό.π., σ σ. 57, 58.
[xi] Βλέπε Ιωάννας Δ. Λιάτα, «Το Δημοτικό Νοσοκομείο Ναυπλίου από την ίδρυση του, μέχρι το 1851», Εργασία στο μάθημα της Ιστορίας της Ιατρικής Α. Ε. Μ. 15. 185, Θεσσαλονίκη 1983.
[xii]Βλέπε Μ. Φώσκολου, ό.π., σ. 39.
[xiii] Βλέπε Π. Γρηγορίου, « Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων», Αθήναι 1958, σ. 319.
[xiv] Βλέπε Απ. Ε. Βακαλόπουλου, «Ιστορία του νέου Ελληνισμού» τόμ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1968, σσ. 404 κ. επ. και 430.
[xv] Βλέπε Μ. Ρούσου – Μηλιδώνη, «Φραγκισκανοί – Καπουκίνοι», Αθήνα 1996, σ. 267.
[xvi] Βλέπε Ντιάνας Αντωνακάτου, «Ναύπλιο 88», Κείμενα και εικόνες, Αθήνα 1988, σ. 218.
[xvii] Βλέπε Ντιάνας Αντωνακάτου, ό.π., σ. 206.
[xviii] Ο τελευταίος καπουκίνος μοναχός στο Ναύπλιο (1821) ονομαζόταν Πολύκαρπος και ήταν από τη Σμύρνη.
[xix] Βλέπε Απ. Ε. Βακαλοπούλου, ό.π., σ. 430. Επίσης Μ. Ρούσσου – Μηλιδώνη «Ιησουΐτες στον Ελλαδικό χώρο», εκδ. Κ.Ε.Ο., Αθήναι 1991, σ. 217.
[xx] Βλέπε Γ. Αθ. Χώρα, «Μουσική παιδεία και ζωή στο Ναύπλιο ( 18ος –20ος αιώνας)», έκδ. του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιον 1994, σ. 54.
[xxi] Ο Δ. Ζακυθινός, παρατηρεί ότι δεν έλειψαν από το λατινικό κλήρο και πρόσωπα με παιδεία και φιλολογικά ενδιαφέροντα. Βλέπε Le Despotat grec de Moree, τ. Π σ. 41.
[xxii] Βλέπε Μ. Φώσκολου, ό.π.., σ.33.
[xxiii] Βλέπε Κ. Θ. Κυριακοπούλου, Αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους, βίος και λόγοι, εν Αθήναις 1976, σσ. 490 – 491.
[xxiv] Βλέπε εκτενέστερα Γ. Αθ. Χώρα, ό.π., σσ. 104 κ. επ. και περί του νομικού καθεστώτος διοικήσεως της Μονής από της βυζαντινής εποχής και κατά παράδοσιν επί βενετοκρατίας και στην συνέχεια μέχρι σήμερα, σσ. 219 κ. επ..
[xxv] «… sunt etiam sidi vicini guidam heretici gui dicuntur fraticelli, qui libenter subventerent patriam illam ad majores erores ex greco ritu…». Βλέπε Γ. Αθ. Χώρα, ό.π., σσ. 253.
[xxvi] Βλέπε Σέμνης Καρούζου, Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979. σσ. 28, 63.
[xxvii]Βλέπε Μ. Φώσκολου, ό.π., σσ. 40, 41.
[xxviii]Βλέπε Γ. Αθ. Χώρα, ό.π., σ. 127. Επίσης Γ. Αθ. Χώρα, « Η Μονή Οσίου Θεοδοσίου του Νέου Αργολίδος», Αθήνα 1994, σ. 24.
[xxix] Βλέπε Περ. Ζερλέντου, « Η εν Πελοποννήσω Ελληνική Εκκλησία επί Ενετών, έτεσι 1685 – 1715», εκδ. οίκος Γ. Ι. Βασιλείου, εν Αθήναις 1921, σ. 19.
[xxx] Βλέπε Μ. Λαμπρνίδου, ό.π., σ, 98.
[xxxi] Τα περί δίκης Αμβροσίου, βλέπε λεπτομερέστερα εις Μ. Ι. Μανούσακα, Τα έγγραφα των Χορτάτσηδων της Σμύρνης (Συλλογή Whittall), «Μικρασιατικά Χρονικά» τόμ. Ι, (1963), σ.σ. 9 – 86.
[xxxii] Βλέπε Μ. Φώσκολου. « Η καθολική Εκκλησία Άργους – Ναυπλίου» εις Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμ Ι, 1992, σ. 43, όπου και παραπομπή.
[xxxiii] Βλέπε Μ. Φώσκολου. ό.π., σ. 43. Πρβλ. Γ. Αθ. Χώρα, Οι ξένοι στο Ναύπλιον κατά την εθνικήν παλιγγενεσίαν (1821 – 1831), «Ναυπλιακά Ανάλεκτα», τόμ. ΙΙ (1995), σσ. 7 – 32.
[xxxiv] Βλέπε Μ. Φώσκολου, ό.π., σ.44.
[xxxv] Βλέπε Μ. Ρούσσου – Μηλιδώνη, « Το μνημείο Φιλελλήνων στο Ναύπλιο», Ανάτυπο από το περιοδικό Σύγχρονα Βήματα, τεύχος 68, Αθήνα 1991, σ. 226.
[xxxvi] Βλέπε Γ. Αθ. Χώρα, Η Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου, εν Αθήναις 1975, σ. 126.
Read Full Post »