Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Επανάσταση 1821’

Η ανταλλαγή αιχμαλώτων στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας – Η περίπτωση των χαρεμιών του Μόρα Βαλισί (Mora Valisi) Άχμετ Χουρσίτ πασά (Ahmed Hurşid Paşa) – Μαρία Ανεμοδουρά[1]


 

Τα πολεμικά ήθη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αποτελούν μια από τις λιγότερο φωτισμένες πτυχές του αγώνα της ανεξαρτησίας. Η ιστορική έρευνα επικεντρώθηκε, εν πολλοίς, στην προσέγγιση του θέματος αυτού μέσα από στερεοτυπικά δεδομένα, άμεσα συνδεδεμένα με το σύστημα αξιών του κλεφταρματολισμού, εστιάζοντας στις πολεμικές αξίες της «ανδρειοσύνης» της «παλικαριάς», της «μπέσας», ως κυρίαρχες του κόσμο των όπλων. Η Επανάσταση εγκολπώνεται τα παλαιά ήθη του κόσμου των όπλων, ωστόσο διαμορφώνει και νέα, προσπαθώντας μέσα από παλινδρομήσεις και αρχετυπικές συμπεριφορές νικητών-νικημένων να προβάλει σε επίπεδο κεντρικής ηγεσίας το νεοτερικό πρόταγμα της, όσον αφορά το δίκαιο του πολέμου. Ο αγώνας της ανεξαρτησίας εμπεριέχει πολεμικά γεγονότα μεγάλης συγκρουσιακής έντασης, με θύματα εμπολέμους και αιματηρές σφαγές και δηώσεις περιοχών, με χιλιάδες αμάχους νεκρούς και αιχμαλώτους. Στη δίνη αυτής της μεγάλης ανατροπής, οι αιχμάλωτοι των μαχών, των δηώσεων και των επιδρομών, άμαχος πληθυσμός και συλληφθέντες στρατιώτες του εχθρού, βιώνουν κατά κανόνα ακραία βία, πόνο, κακουχίες και όσοι εξ αυτών δεν σφαγιαστούν εξ αρχής, την διαρκή αγωνία της επόμενης στιγμής, ενώ για πολύ λίγους το τέλος αυτής της τραγικής περιπέτειας οδηγεί στη διάσωση και την απελευθέρωση.

Η απελευθέρωση αιχμαλώτων καταγράφεται ως πρακτική από την ύστερη αρχαιότητα, έχει πολύ περιορισμένο χαρακτήρα, λόγω των αναγκών σε δούλους των αρχαίων κοινωνιών, τις οποίες ικανοποιούσαν εν πολλοίς οι εξανδραποδισμένοι πληθυσμοί κατά την διάρκεια των αλώσεων πόλεων και ευρύτερων περιοχών.[2] Στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούν στην εξαγορά των αιχμαλώτων με την καταβολή λύτρων. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σπανίζουν οι αναφορές σε επανάκτηση των αιχμαλώτων πολέμου, λόγω του έντονα δουλοκτητικού χαρακτήρα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Το γεγονός ότι ο αιχμάλωτος αποκτούσε το status του δούλου εμπόδιζε την πολιτειακή του αποκατάσταση ως ελεύθερου ανθρώπου με την απελευθέρωσή του, εμπόδιο το οποίο έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί με τον θεσμό του postliminium,[3] που επέτρεπε στον αιχμάλωτο να ανακτήσει πολιτειακό status, που είχε πριν την αιχμαλωσία.[4] Κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπό το πρίσμα της χριστιανικής φιλανθρωπίας, που διέπει εν γένει τις θρησκείες της Βίβλου, η εξαγορά των αιχμαλώτων αναδεικνύεται σε κρατική υπόθεση και η ανταλλαγή των αιχμαλώτων καθίσταται συνήθης πρακτική, κυρίως των νομοθετικών παρεμβάσεων των Αυτοκρατόρων, Θεοδοσίου, Ονωρίου και κυρίως του Ιουστινιανού.[5] Πέρα από τις αυτοκρατορικές παρεμβάσεις και τις επίσημες διπλωματικές πρωτοβουλίες, καταγράφονται σημαντικές πρωτοβουλίες ιδιωτών και επισκόπων για την απελευθέρωση αιχμαλώτων, όπως αυτή του επισκόπου Σεργιουπόλεως, Κάνδιδος, το 540 μ.Χ., για την εξαγορά δώδεκα χιλιάδων κατοίκων της πόλης Σούρα, που είχαν αιχμαλωτισθεί από τον Σασανίδη βασιλιά Χοσρόη, την οποία αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος.[6]

Κατά την περίοδο των βυζαντινο-αραβικών συγκρούσεων καταγράφονται ανταλλαγές αιχμαλώτων σε βυζαντινές και αραβικές πηγές, όπως τα χρονικά του al-Maqrīzī, (του 15ου αιώνα) όπου αναφέρονται δεκατρείς ανταλλαγές αιχμαλώτων πολέμου μεταξύ των ετών 805 έως 946 μ.Χ.[7] Η ισλαμική παράδοση εστιάζει το ενδιαφέρον της στους μη-μουσουλμάνους αιχμαλώτους, καθώς το Κοράνι προβλέπει την απελευθέρωση και την εξαγορά των αιχμαλώτων πολέμου του εχθρού που είχαν αιχμαλωτισθεί από μουσουλμάνους. Πάντως η πρακτική της εξαγοράς – ανταλλαγής δεν μαρτυρείται πριν τον έβδομο αιώνα στις ισλαμικές πηγές.

Στην Ιβηρική χερσόνησο, πεδίο πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ Αράβων και Χριστιανών, η ανταλλαγή και η εξαγορά των αιχμαλώτων αποτελεί παγιοποιημένη πρακτική, που καταγράφεται στα νομοθετήματα του ύστερου μεσαίωνα, όπως τα καταλανικά και πορτογαλικά Fueros (Δικαιοδοσίες) του 12ου αιώνα και ο Κώδικας του Αλφόνσο της Καστίλης του 13ου αιώνα.[8] Στην οθωμανική περίοδο, οι συχνοί πόλεμοι και η πειρατεία, όχι μόνο τροφοδοτούσαν με αιχμαλώτους και σκλάβους τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της βορείου Αφρικής, αλλά είχαν διαμορφώσει και μια οικονομία της αιχμαλωσίας που περιελάμβανε και συναλλαγές για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων στις πειρατικές εστίες της Μεσογείου και στην οθωμανο-αψβουργική μεθόριο, η οποία αποτελούσε τρόπο βιοπορισμού για τις τοπικές κοινωνίες.

 

Εμπόριο σκλάβων στην Κωνσταντινούπολη, έργου του Sir William Allan (1782-1850). National Galleries of Scotland.

 

Η κατάκτηση της Τριπολιτσάς, γεγονός μείζονος σημασίας, που εδραιώνει την Επανάσταση στον Μοριά ήδη από το πρώτο έτος της, αποτελεί ταυτόχρονα ένα από τα πιο αιματηρά γεγονότα της, λόγω της σφαγής χιλιάδων αμάχων, μουσουλμάνων και Εβραίων, που ακολούθησε, δεδομένου ότι με το ξέσπασμα της Επανάστασης είχε ζητήσει καταφύγιο εντός της πόλης μεγάλος αριθμός μη χριστιανών κατοίκων από ολόκληρη την Πελοπόννησο. Πέρα από την ανηλεή σφαγή, οι επαναστατικές δυνάμεις συλλαμβάνουν και μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, τους οποίους ο Φιλήμονας υπολογίζει σε 8.000 χιλιάδες. Για τους επίσημους αιχμαλώτους – γυναίκες των χαρεμιών,[9] αξιωματούχους και μέλη της ακολουθίας του Βαλή του Μοριά, Άχμετ Χουρσίτ πασά[10] (Mora Valisi, Ahmed Hurşid Paşa) – ίσχυσε εξ αρχής διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με το πλήθος των ανώνυμων αιχμαλώτων που ζούσε και εργαζόταν σε άθλιες συνθήκες και συχνά πέθαινε από τις κακουχίες και τις επιδημίες που είχαν ξεσπάσει στην πόλη. Οι πρώτοι φαίνεται ότι εξ αρχής προσέβλεπαν στους Ευρωπαίους Φιλέλληνες, που συνεργάζονταν με την Επαναστατική Διοίκηση και διακατέχονταν από τις νεωτερικές, περί δικαίου αντιλήψεις, όσον αφορά την αντιμετώπιση των αιχμαλώτων, αλλά και στον Δημήτριο Υψηλάντη, λόγω του κύρους που θεωρούσαν ότι απολάμβανε ως εκπρόσωπος της Αρχής, από τις συγκεχυμένες πληροφορίες που έφταναν στο περιβάλλον τους.[11] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Λάμπρου Νικόλαος (Κόλιας) ή καπετάν Κρανιδιώτης του Γκίκα


 

Κρανιδιώτης κτηματίας, μπουλουξής σώματος ατάκτων, 30 ετών κατά την έναρξη της Επαναστάσεως. Στις 4 Απριλίου 1821 ηγήθηκε της κάτω ναχαΐτικης πλαγιοφυλακής 200 αντρών που κατευθύνθηκε προς το Ναύπλιο από τον παράλιο δρόμο (εξωτερικό δρομολόγιο). Έλαβε μέρος στις πολιορκίες Ναυπλίας, δεύτερη Κορίνθου και Νεοκάστρου.

Λάμπρου Νικόλαος (Κόλιας) ή καπετάν Κρανιδιώτης

Συμμετείχε στις μάχες Άργους κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε στην παρειά, Δερβενακίων, Μύλων, Βερβένων, σε διάφορες άλλες κατά των Αιγυπτίων, καθώς και στην εκστρατεία του Πειραιά επικεφαλής 150 αντρών. Μετά τον θάνατο του παπα-Αρσένη Κρέστα ανέλαβε μαζί με άλλους Κάτω Ναχαΐτες οπλαρχηγούς την αρχηγία των όπλων του Κάτω Ναχαγιέ. Από τις 18 Ιουνίου 1822 και έως την κάθοδο του Δράμαλη διετέλεσε φρούραρχος στο Μπούρτζι. Στις 24 Ιουνίου 1823 ανέλαβε την επιστράτευση στο Κρανίδι. Στις 3 Ιουλίου 1824 έλαβε τον βαθμό του στρατηγού (ΑΕΠ –  Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας).

Κατά το 1823 εξελέγη βουλευτής Κάτω Ναχαγιέ και διορίσθηκε Επιστάτης εσόδων της επαρχίας του. Χρημάτισε δημογέροντας Κρανιδίου κατά τα έτη 1823, 1824 και Εκλέκτορας του χωριού του το 1824 και 1829. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η συμμετοχή του Ράσου εις την Επανάσταση του ’21 – † π. Γεώργιος Μεταλληνός


 

Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά όλου του Ράσου στον πανεθνικό Αγώνα του ’21 ήταν αδύνατη χωρίς μία πολύ δύσκολη αυθυπέρβαση. Και η αυθυπέρβαση αυτή δεν έχει σχέση, όπως θα δεχόταν η αντικληρική προπαγάνδα, με κάποια εθελοδουλία ή αδιαφορία για το Γένος. Αντίθετα, σχετιζόταν άμεσα με την γνήσια και αυθεντική αποκατάστα­σή του. Ας θυμηθούμε εδώ το βαθύτερο στόχο της Εθναρχίας και του Κλήρου μέσω της «περιορισμένης συνεργασίας» με τον κατακτητή. Ήταν η ανάσταση όλου του Ρωμαίικου, δηλαδή της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, με την παλαιά έκταση και εύκλειά της. Αυτό εννοούσε ο Πατροκοσμάς λέγοντας συχνά: «αυτό μια μέρα θα γίνει ρωμαίικο». Αυτό εννοούσε και ο Ρήγας Βελεστινλής, έστω και σε ένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο, όταν έλεγε στο «Θούριό» του: «Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμηοί, αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή, για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί».

Μετά το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη θα αλλάξει αυτός ο ρωμαίικος-οικουμενικός στόχος του Ρήγα και των Κολλυβάδων, που ήταν ο στόχος της Εθναρχίας. [1] Από τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία του Γένους θα ενταχθεί ο Αγώνας στο πλαίσιο της αρχής των εθνοτήτων – καρπού της Γαλλικής Επαναστάσεως -, στοχεύοντας όχι πια στην ανασύσταση της αυτοκρατορίας, αλλά στη δημιουργία ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα «στριμωχνόταν» κυριολεκτικά (πρβλ. το 1922) το Ελληνικό Έθνος.

Αυτό το πέρασμα από τη Ρωμαίικη Οικουμένη στο Ελλη­νικό κράτος ισοδυναμούσε με θάψιμο της Ρωμηοσύνης. Έτσι ο αγώνας του ’21 εντάχθηκε στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως λ.χ. του Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως, που δεν θα έχει πια ρωμαίικο-οικουμενικό χαρακτήρα, αλλά στενά εθνικό και κατ’ ουσίαν «αρχαιοελληνικό». Θα είναι επανάσταση των Ελλήνων του Ελλαδικού Θέματος όχι μόνο εναντίον των Τούρκων, αλλά και εναντίον της Ρωμαϊκής Εθναρχίας, ως συνέχειας της «Ρωμαϊκής Βασιλείας» των «Βυζαντινών». [2] Το πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833) είναι η απτή επιβεβαίωση αυτών των ξενόφερτων προσανατολισμών.

 

«Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επανεστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας»

 

Η συμμετοχή, συνεπώς, του Ράσου – και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου – στον Αγώνα υπήρξε δείγμα υψηλής αυθυπερβάσεως και αυτοθυσίας, αφού ήταν πια φανερό, ότι ο Αγώνας είχε σαφώς αντιρωμαίικο και αντιεθναρχικό χαρακτήρα, στρεφόμενο και κατά του Πατριάρχου, ως Εθνάρχου των Ρωμηών. [3] Η συμμετοχή δε αυτή ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα και ήταν σε θέση να την επιβεβαιώσουν.

«Πλησίον εις τον Ιερέα – έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης – ήτο ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι». [4]

Ο ιστορικός του 19ου αιώνα Χρ. Βυζάντιος σημειώνει: «Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επανεστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας».[5]

Ο εθνικός ιστορικός μας Κ. Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: «…Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς, όμως, εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησε περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν».[6]

Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ. Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι. Συκουτρής, ο Κ. Βοβολίνης, ο Ν. Τωμαδάκης, ο Απ. Βακαλόπουλος κ.ά.[7]

Υπάρχουν, βέβαια, και επικριτές του Κλήρου, και των Αρχιερέων, που αμφισβητούν ή και αρνούνται την ειλικρινή και άδολη συμμετοχή τους στον Αγώνα. Τέτοιες θέσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ’ όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλ’ όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός)[8] κ.ά.

Ο Ησαΐας Σαλώνων, έργο Δ. Βασιλείου, ελαιογραφία σε μουσαμά, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Οι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς και άσχετους με την ιστορική έρευνα. Αρκεί να μελετήσει κανείς το «Δελτίον» της Ο.ΛΜ.Ε.,[9] για να διαπιστώσει πώς αυτούσιες οι ιδε­ολογικές αυτές ερμηνείες για το ’21 περνούν στο χώρο της παιδείας. Το πραγματικά, όμως, ανέντιμο είναι, ότι στη μάχη της Αλαμάνας επαινείται μεν ο Αθανάσιος Διάκος, ως «κατώτερος» κληρικός, όχι όμως και ο οργανωτής και αρχηγός του ελληνικού σώματος Μητροπολίτης Σαλώνων Ησαΐας, που έπεσε ηρωικά στη μάχη μαζί με τον αδελφό του παπα- Γιάννη, έγγαμο και πατέρα πολλών τέκνων. Αλλά πρέπει να πολεμούνται οι «δεσποτάδες»!

Το τραγικά απελπιστικό δε είναι, ότι πολλές από τις παλαιότερες τοποθετήσεις έχουν πια ξεπερασθεί και στο χώρο της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, οπότε οι υποστηρικτές τους αποδεικνύονται «παλαιομοδίτες» στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Νεώτεροι μαρξιστές ιστορικοί έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο του Γ. Κορδάτου και απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης έχουν απορρίψει την προπολεμική θεωρία του «λαϊκισμού» (π.χ. Λέων Στρίγκας). Έτσι, ο Π. Ρούσος δέχεται την Επανάσταση του ’21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: «Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα». Ανάλογα δέχονται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λέων Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη- Μπιμπίκου κ.ά. [10]. Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης σήμερα θέση είναι, ότι η Επανάσταση του ’21 είναι εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά μία, στην οποία έλαβαν μέρος οι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει εκλείψει, όμως, τελείως η ιδεολογική προσέγγιση, που αναιρεί κάθε δυνα­τότητα ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα (1821-1827): Προτεραιότητες και εμφύλιες διαμάχες – Δημήτρης Μαλέσης


 

Η μορφή και ο τρόπος οργάνωσης ενός στρατεύματος κατά τη διάρκεια ενός πολέμου -ιδιαίτερα όταν αυτός είναι πολυετής – συνιστά ένα ουσιώδες ζήτημα, από το όποιο εξαρτάται εν πολλοίς και η αίσια έκβασή του. Για την ελληνική ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, του Αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821 το πρόβλημα τέθηκε μετ’ επιτάσεως από την πρώτη στιγμή και αποτέλεσε βασικό αίτιο για να διατυπωθούν διαφορετικές και συγκρουόμενες απόψεις, να εκδηλωθούν έριδες αλλά και να προκαλέσουν εμφύλιες ρήξεις, οι όποιες θα δοκιμάσουν με τη σειρά τους τα όρια και τις αντοχές της επαναστατικής προσπάθειας.

Για τους Έλληνες το πρόπλασμα για τον στρατιωτικό μηχανισμό υπήρξε ασφαλώς η προεπαναστατική κλεφταρματολική παράδοση.[1] Ήταν αναμενόμενο οι άνδρες εκείνοι που στελέχωναν τις συγκεκριμένες ομάδες στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο επί δεκαετίες να επωμισθούν το κύριο βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων από την πρώτη στιγμή. Και αν το πρώτο διάστημα της Επανάστασης χαρακτηριζόταν περισσότερο από τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό, η μακροχρόνια προοπτική των πολεμικών επιχειρήσεων έθετε αναπόφευκτα το ζήτημα της λυσιτελέστερης οργάνωσης του στρατιωτικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου οργανωτικά και αριθμητικά υπέρτερου.

Επικεφαλής των πρώτων ομάδων, των «μπουλουκιών» όπως αποκαλούνταν σε πολλές περιπτώσεις, θα τεθούν εκείνοι που κατείχαν ήδη ηγετικές θέσεις μεταξύ των ενόπλων ομάδων του κλεφταρματολισμού, άνδρες με αδιαμφισβήτητο κύρος και συνακόλουθη αποδοχή μεταξύ των ενόπλων. Οι καπετάνιοι αυτοί θα αποτελέσουν μαζί με τα στελέχη της προυχοντικής παραδοσιακής ολιγαρχίας την ηγέτιδα τάξη του επαναστατικού Αγώνα, με ρόλο πρωταγωνιστικό και συνήθως μεταξύ τους ανταγωνιστικό.

Ο ανταγωνισμός αυτός προέκυψε αναπόφευκτα από τη στιγμή που η διαφαινόμενη εθνική απελευθέρωση έθεσε ισχυρά διλήμματα ως προς τον τρόπο και τη δομή που θα έπαιρνε το υπό διαμόρφωση κράτος. Έτσι το ζήτημα τέθηκε επί του εξής καίριου ζητήματος: άτακτος στρατός ή σύσταση και οργάνωση εξ ύπαρχης τακτικού. Στην πρώτη περίπτωση θα διατηρούνταν τα ένοπλα σώματα, όπως είχαν αποκρυσταλλωθεί σύμφωνα με την κλεφταρματολική παράδοση, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς που αναγνώριζε κάθε ομάδα, ενώ στη δεύτερη όλοι οι πολεμιστές θα υπάγονταν σε μία κεντρική εξουσιαστική Αρχή, η οποία θα είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο ως προς όλα τα διαδικαστικά που αφορούσαν την ιεραρχία και τον ρόλο των διαφόρων σωμάτων. Κάθε ένα από τα δύο αυτά ενδεχόμενα προϋπέθετε ταυτόχρονα και μία διαφορετική κρατική οντότητα. Το πρώτο ενδεχόμενο ισοδυναμούσε με διατήρηση και αναπαραγωγή των αποκεντρωμένων υφιστάμενων δομών, στην κορυφή των οποίων είχαν εδραιωθεί οι πρόκριτοι, ενώ στο δεύτερο η μία και ενιαία αδιαίρετη εξουσία παρέπεμπε σε συγκεντρωτικό κράτος δυτικοευρωπαϊκού, για την εποχή, τύπου.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να σκιαγραφήσει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σύσταση και την οργάνωση τακτικού στρατού, να παρουσιαστούν οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της πολιτικής και, κυρίως, να ερμηνευθούν οι λόγοι για τους οποίους το όλο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να υλοποιηθεί.

Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας τακτικού στρατού συνδέεται με τον Δημήτριο Υψηλάντη, από την πρώτη στιγμή που αφίχθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα το καλοκαίρι του 1821. Προερχόμενος από τις τάξεις του ρωσικού στρατού ο Έλληνας πρίγκιπας τη μόνη στρατιωτική οργάνωση που γνώριζε αφορούσε αυτήν του τακτικού, του απολύτως πειθαρχημένου στην εκάστοτε τεταγμένη ηγεσία.

Μάλιστα, η άφιξή του συνοδεύτηκε από ένα σώμα 300 περίπου εθελοντών Ελλήνων, προερχόμενων από περιοχές όπου δεν μπορούσαν να σημειωθούν στρατιωτικές επιτυχίες και να εδραιωθεί επαναστατικό κλίμα, όπως η Μακεδονία, η Θράκη και η Μικρά Ασία. «Θερμός ζηλωτής»[2] του τακτικού στρατού ο Υψηλάντης έδωσε τέτοια χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο σώμα, όπως ομοιόμορφη στολή, ιεραρχία και μισθό, με βάση τα οικονομικά που είχε εξασφαλίσει από τη Ρωσία.[3] Με τη συμμετοχή του σε κάποιες επιχειρήσεις της Πελοποννήσου κατά τους πρώτους μήνες το συγκεκριμένο σώμα εξάντλησε όλη τη δραστηριότητά του.

 

Δημήτριος Υψηλάντης. Ο Υψηλάντης υπερασπίζεται ανδρείως την πόλιν Άργος. Peter Von Hess.

 

Η εκτεταμένη αταξία που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αλλά και της άλωσης της Τριπολιτσάς αποτελούσε ικανή απόδειξη για να κατανοήσει ο Υψηλάντης ότι οι δυσκολίες που είχε να υπερβεί για να υλοποιήσει τα σχέδιά του κάθε άλλο παρά αμελητέες ήταν. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η έκρηξη της Επανάστασης του 1821 στο Άργος, όπως την έζησε και την εξιστόρησε ο Γιουσούφ Μπέης ο Μοραΐτης


 

 Ο Ναυπλιώτης Γιουσούφ Μπέης, αξιωματούχος, μέλος του σώματος των ιππέων της Υψηλής Πύλης, βρέθηκε στην Πελοπόννησο το 1821 για να ρυθμίσει ζητήματα που αφορούσαν τις φοροενοικιάσεις, δηλαδή το δικαίωμα είσπραξης φόρων, το οποίο φαίνεται ότι είχε, άγνωστο όμως υπό ποιους όρους. Επισκέφθηκε το Ναύπλιο, για να συναντήσει τους συγγενείς του, εγκλωβίστηκε όταν άρχισε η πολιορκία του και παρέμεινε εκεί ως την παράδοσή του το Νοέμβριο του 1822.

Ο Οθωμανός αξιωματούχος ήταν γιος του γεννημένου στο Ναύπλιο διοικητή του πασαλικιού του Μοριά Αχμέτ πασά Σαλλάμπας και μητέρα του υπήρξε μια Ελληνίδα που αιχμαλωτίστηκε κατά τα Ορλωφικά. Ο ίδιος μιλούσε ελληνικά και είχε κοινωνικές επαφές με Έλληνες.

«Αληθινά η μητέρα του Ισούφ μπέη και του αδελφού του, Ζουλ Φουκάρ μπέη, ήταν χριστιανή και προτού επαναστατήσουμε την είχα δει. Ο αδελφός της ζούσε στις Σπέτσες και ονομαζόταν  ο Νικολής της Πασίνας», γράφει στα απομνημονεύματά του ο  γνωστός Φωτάκος, γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Ο Γιουσούφ μπέης επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την έλευση του Κυβερνήτη, και η Κυβέρνηση τον διόρισε υπάλληλο προς μετάφραση των τουρκικών εγγράφων, τα οποία απέλειπαν στις ιδιοκτησίες.

 

«Η αρχή των κινημάτων των Ρωμιών ήταν στα μέσα του μήνα Φεβρουαρίου του έτους 1821 από τη γέννηση  του Χριστού. Στο διάστημα αυτό, εγώ ο αμαθής και αδύναμος από κάθε άποψη, Αχμέτ Πασά – ζαντέ Μιρ Γιουσούφ ο Μοραΐτης, όντας ιππέας της Υψηλής Πύλης, στάλθηκα από την Υψηλή Πρωτεύουσα για να ρυθμίσω κάποιες φοροεκμισθώσεις και με την ευκαιρία πήγα να επισκεφτώ τους δικούς μου στην πόλη και γενέτειρά μας, το Ναύπλιο.

Διέμεινα εκεί κάποιο διάστημα για τις ταπεινές δουλειές μου και εκεί ήμουν, όταν το εν λόγω μιλλέτι ξεκίνησε την ανυποταξία του».

Κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού μας, γράφει ο Γιουσούφ Μπέης, τους είκοσι δύο μήνες που πέρασαν από τη στιγμή που οι αντάρτες στη χερσόνησο του Μοριά ξέφυγαν από τα όρια της υποταγής μέχρι την παράδοση του Ναυπλίου, εγώ ο ουτιδανός δούλος ετοιμαζόμουν να ολοκληρώσω μια συνοπτική ιστορία της ανταρσίας σε πέντε μέρη, περιγράφοντας όσο ήταν δυνατόν τα γεγονότα που προέκυψαν και τις καθημερινές διαδοχικές μάχες.

Ωστόσο, τη στιγμή της εισόδου των αμαρτωλών απίστων στο εν λόγω κάστρο, τα βιβλία μου έπεσαν στα χέρια των καταραμένων και η εν λόγω ιστορία σκίστηκε και έγινε ένα με το χώμα.

Με την ηχηρή παρέμβαση του αρωγού Θεού βρήκα δρόμο από τα τυραννικά χέρια του εχθρού σε τόπο σωτηρίας και κατέληξα, με τη θεία χάρη και διευκόλυνση, στη Σμύρνη με το πλοίο του άγγλου ναυάρχου Χάμιλτον.

Στην πόλη αυτή έμεινα τεσσερισήμισι μήνες άρρωστος και, αφού ξεκουράστηκα, με υψηλή διαταγή ταξίδεψα στην Υψηλή Πρωτεύουσα για να συνεχίσω να προσεύχομαι για τη μακροημέρευση του ευεργέτη και γενναιόδωρου εξοχότατου σουλτάνου μας.

Στο διάστημα αυτό, μιλούσα με τον συγγενή μου Μεχμέτ Ουρφή Εφέντη, νυν διερμηνέα του Ιράν και του Τουράν και γνώστη των τεσσάρων γλωσσών. Είναι ένας αγνός άνθρωπος που ανήκει στους γνώστες της αλήθειας και των λεπτομερειών του κράτους και της θρησκείας και που προσέχει και σκέφτεται τις γνώσεις και το λόγο.

Καθώς λοιπόν του είχα περιγράψει επανειλημμένα την αναστάτωση που συνέβη στη χερσόνησο και τις θλιβερές περιπέτειές μου, εξέφρασε την επιθυμία να αναλάβω να ξαναγράψω σχετικά με τα γεγονότα που συνέβησαν στο Μοριά.

Επειδή μέχρι και αυτήν τη στιγμή ο ταπεινός καίγομαι όλο φωτιά και βασανίζομαι με όλες τις αναμνήσεις και τις λεπτομέρειες από τα προηγούμενα γεγονότα στα οποία υπήρξα μάρτυρας, τον αποχωρισμό και τον πόνο των συγγενών και των οικείων, τα βάσανα και τις δυσκολίες που τράβηξα, ζήτησα από τη γενναιόδωρη εξοχότητά  του  να με απαλλάξει.

Αυτός όμως επέμεινε να γράψω εγώ την πραγματεία, υπαινισσόμενος ότι όσοι σπουδάσουν κατόπιν το συνοπτικό αυτό έργο θα ωφεληθούν…»

Έτσι, μετά το 1828, ο Γιουσούφ Μπέης πείθεται να ξαναγράψει τις περιπέτειές του.

 

Για την έκρηξη της Επανάστασης στο Άργος γράφει:

 

«Οι κάτοικοι του Άργους, που βρίσκεται δυόμισι ώρες μπροστά από το κάστρο του Ναυπλίου, είχαν από παλιά καλές και αρμονικές σχέσεις με τους απίστους της πόλης. Έτσι, κάποιοι άντρες και γυναίκες από την τάξη των χριστιανών δεν ξέχασαν το δίκαιο του ψωμιού και του αλατιού και έδειξαν την αφοσίωσή τους: υπέδειξαν τις κακές προθέσεις του των Ρωμιών για τους μουσουλμάνους και ειδοποίησαν κρυφά ότι συσκέπτονταν οι Ρωμιοί για να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στους μουσουλμάνους και να έχουν το νου τους. Εκείνοι είχαν αμφιβολίες και το σκέφτονταν.

Ωστόσο, σύμφωνα με το ρητό «όταν θέλει ο Θεός κάτι, το προκαλεί», μια Κυριακή, που ήταν η 12η μέρα του εν λόγω έτους, κάποιοι κάτοικοι του Ναυπλίου ονόματι Γενισεχιρλί Ιμπίς και Χάιτα Χασάν βρέθηκαν για δουλειές τους στο παζάρι της εν λόγω πόλης, στο Άργος δηλαδή,  όπου συγκεντρωνόταν πλήθος, ήρθαν στο κέφι και έριξαν μια πιστολιά.

Με τη σκέψη να μη δοθεί αφορμή για να φανερωθεί το μοχθηρό σχέδιο των άπιστων ραγιάδων που ήταν μαζεμένοι στο παζάρι, εκείνοι σκόρπιζαν και έφευγαν από την πόλη, ενώ οι οπλισμένοι άπιστοι ληστές που ήταν κρυμμένοι και περίμεναν στα περίχωρα της πόλης φοβήθηκαν και άρχισαν να κινούνται – θέλοντας και μη – από τις καθορισμένες θέσεις τους και να φανερώνουν τους εαυτούς τους. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι έχασαν κάθε αίσθηση ασφάλειας και άρχισαν να φεύγουν προς το Ναύπλιο.

 

Η Ακρόπολη του Άργους. Χαρακτικό, του Γάλλου αρχαιολόγου και αυτοδίδακτου ζωγράφου Αλεξάντρ Λενουάρ (1761-1839), π. 1810.

 

Δύο μέρες μετά, διακόσιοι μουσουλμάνοι βγήκαν από το κάστρο, το Παλαμήδι, και μπήκαν στην εν λόγω πόλη, διέρρηξαν τα κτίρια όπου βρήκαν προμήθειες και τις μετέφεραν στο Ναύπλιο. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο Θάνατος της Φιλικής Εταιρείας και ο Καποδίστριας


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα του κ. Γεωργίου Σκλαβούνου, Κοινωνιολόγου, Οικονομολόγου, Ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα με θέμα:

«Ο Θάνατος της Φιλικής Εταιρείας και ο Καποδίστριας»

 

 Οι τρεις συντονισμένες συνελεύσεις που κατήργησαν στην πράξη την Φιλική Εταιρεία, και άφησαν ακέφαλη την επανάσταση του 1821.

Η συνέλευση των Καλτεζών, του Μεσολογγίου και των Σαλώνων, υπό τους Μαυρομιχάλη, Μαυροκορδάτο, Νέγρη.

 

Πολλά γράφονται και ακούγονται για την Φιλική Εταιρεία την ίδρυση της και τους πρωτεργάτες της, τον ρόλο της στην προετοιμασία του 21. Κατά περίεργο όμως τρόπο, ως δια μαγείας, η μετά την κήρυξη της επανάστασης, ύπαρξη, ζωή και δράση της Φιλικής «εξαφανίζεται». Η κατανόηση αυτού του φαινομένου είναι προφανώς σημαντικότατη για την κατανόηση της πορείας της επανάστασης.

Τραγική αλλά αδιαφιλονίκητη απόδειξη του εξοστρακισμού της Φιλικής των ανθρώπων και των μηχανισμών της από τους κληρονόμους του 21, αποτελεί η (μέχρι και τώρα καταγεγραμμένη) απόλυτη αποξένωση του Παναγιώτη Σέκερη από τον αγώνα, και ακόμα από το κράτος που δημιούργησε η Επανάσταση. Με την έκρηξη της Επανάστασης μετακομίζει στην Οδησσό, οπού παραμένει ουσιαστικά ξεχασμένος. Έρχεται στην Ελλάδα στα 1830 και τοποθετείται Τελώνης αρχικά στην Ύδρα και μετά στο Ναύπλιο. Με δεδομένο ότι ο Σέκερης, ο εκατομμυριούχος μεγαλέμπορος και εφοπλιστής, υπήρξε ο ουσιαστικός και ο μοναχικός ηγέτης της Φιλικής από τα 1819, αλλά και ο μέγιστος, εξ ιδίων πόρων, χρηματοδότης της Φιλικής, από τα 1818, η μεταχείριση του από τους «κληρονόμους και διαχειριστές» του ’21 αποτελεί επαρκές χαρακτηριστικό παράδειγμα του εξοστρακισμού της Φιλικής από την επανάσταση που προετοίμασε.

 

Παναγιώτης Σέκερης (Τρίπολη, 1783 – Ναύπλιο, 1847), ελαιογραφία σε μουσαμά. Συλλογή προσωπογραφιών ΕΙΜ.

 

Σήμερα θα παραθέσω τις επίσημες, τις «Θεσμικές παρεμβάσεις» στην ιστορία μας, μέσω των οποίων τέθηκε στο περιθώριο, καταργήθηκε, η Φιλική Εταιρεία από την πορεία του 21. Ευελπιστώ ότι θα βρεθεί χρόνος, τρόπος και τόπος να συζητήσουμε και τα αίτια της περιθωριοποίησης της Φιλικής από την επανάσταση που προετοίμασε. Αίτια που προφανώς συνδέονται με την ταυτότητα και τις στοχεύσεις αυτής της επανάστασης αλλά και τις εσωτερικές συγκρούσεις και τις εξωτερικές παρεμβάσεις – επιρροές που διαμόρφωσαν την πορεία της.

 

Η Συνέλευση των Καλτεζών – Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης

 

Σφραγίδα Πελοποννησιακής Γερουσίας.

20-26 Μαΐου 1821: Η υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη Συνέλευση των Καλτεζών η οποία και χαρακτηρίζει τον Μαυρομιχάλη «ενδοξότατο αρχιστράτηγον» και «προηγούμενων» της συνελεύσεως, συγκροτεί την Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία αναθέτει την πολιτική, οικονομική αλλά και την στρατιωτική ηγεσία της Πελοποννήσου. Οι προεστοί που πλαισιώνουν τον Πετρόμπεη είναι οι, Σωτήρης Χαραλάμπης, Αθανάσιος Κανακάρης, Αναγνώστης Παπαγιανόπουλος, Θεοχαράκης Ρέντης, Νικόλαος Πονηρόπουλος.

Με εξαίρεση τον Πονηρόπουλο που διέθετε και πείρα πολεμική και σχέση με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη οι υπόλοιποι που πλαισιώνουν τον Πετρόμπεη στην Γερουσία αποτελούν ότι συντηρητικότερο διέθετε ο Μοριάς.

Η Συνέλευση δεν κάνει καμία αναφορά ούτε στην Φιλική Εταιρεία, ούτε στα σύμβολα της, ούτε στις Εφορίες της. Ουσιαστικά η Συνέλευση καταργεί τον ηγετικό και καθοδηγητικό ρόλο της Φιλικής. (περισσότερα…)

Read Full Post »