Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ερασίνος’

Κεφαλάρι Άργους


 

….Μετά μικρόν αι άμαξαι παρελθούσαι και τον σιδηροδρομικόν σταθμόν του Κεφαλαρίου εισήλθον εις την προς δυσμάς οδόν, την άγουσαν προς τας πηγάς.

Το ταξίδιον έγινε τερπνότερον. Εκτείνεται εκεί γραφική οδός εν μέσω δύο ποταμίων κλάδων του Ερασίνου, λήγουσα εις αρχαίον και ήδη κινούμενον υδρόμυλον, υπό υψηλάς και πλήρεις ακμής λεύκας. Αι νήσσαι του υδρομύλου λευκότεραι και της χιόνος και σφριγώσαι και παίζουσαι εις τα διαυγή ρείθρα του ποταμού, προσθέτουσιν εν έτι θέλγητρον εις το θελκτικόν εκείνον τοπείον.

Μετά τινα ελιγμόν ο στίχος των αμαξών εισήλθεν εις την άγουσαν προς τάς πηγάς του Ερασίνου τελευταίαν οδόν. Ήδη επιφαίνεται θαυμάσιον το συνηρεφές αυτού άλσος, βαθμηδόν μεγεθυνόμενον και περικαλλέστερον. Εισήλθον εις το ωραίον άλσος και έφθασαν εις τους κήπους των καταστημάτων του άλλοτε πυριτοποιείου…. Εκείθεν προχωρούσαι αι άμαξαι διήλθον την μαγευτικήν δενδροστοιχίαν, την από των καταστημάτων μέχρι των πηγών του Ερασίνου εκτεινομένην…. Δεν γνωρίζει τις τι να πρωτοθαυμάση εις την δενδροστοιχίαν εκείνην, ής ομοίαν δεν έχει όλη η Αργολίς…

Δημήτριος Βαρδουνιώτης, εφημ. «Δαναός», αριθ. 27, 1896.

 

Κεφαλάρι: χωριό της επαρχίας Άργους και δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Άργους. Ευρίσκεται πέντε χιλιόμετρα  νότια της πόλης μας με πληθυσμό 773 κατοίκους (απογραφή 2001). Το Κεφαλάρι υπαγόταν στον Δήμο Αργείων από το 1834 που συστάθηκε ο Δήμος και είχε πληθυσμό τότε 50 κατοίκους. Έγινε κοινότητα το 1914 με το νόμο ΔΝΖ/1912 «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων…» του Ελ. Βενιζέλου και ξανάγινε δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Άργους με τον «Καποδιστριακό» νόμο 2539/97.

 

Κεφαλάρι. Φωτογραφία Φάνης Τσίρος.

Κεφαλάρι. Φωτογραφία Φάνης Τσίρος.

 

Το Κεφαλάρι είναι πανέμορφο χωριό. Τα σπίτια του είναι απλωμένα σε μεγάλη έκταση και κτισμένα ανάμεσα σε πανύψηλα δένδρα και περιβόλια. Δυτικά του χωριού υψώνεται το όρος Χάον. Η λέξη ετυμολογείται πιθανότατα από το ρήμα χαίνω (χάσκω), επειδή στις νότιες υπώρειες του όρους υπάρχει σπήλαιο βάθους 110 μ. περίπου. Το σπήλαιο[1] αυτό χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο και κατοικία από ανθρώπους της προϊστορικής περιόδου, όπως καταδεικνύουν ίχνη και διάφορα ευρήματα, που έφεραν στο φως Γερμανοί σπηλαιολόγοι το 1970. Το σπήλαιο, επίσης, χρησιμοποιήθηκε ως ασφαλές καταφύγιο κατά τους βομβαρδισμούς τον Απρίλιο 1941.

 

Το σπήλαιο του Κεφαλαρίου. Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης, λήψη, 2007.

 

Το σπήλαιο του Κεφαλαρίου. Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης, λήψη, 2007.

 

Το σπήλαιο του Κεφαλαρίου. Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης, λήψη, 2007.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Ερασίνος (Αρσίνος ή Χάρης;)


 

 «…στην Αργολική υπάρχουν οι γνωστοί ποταμοί

Ερασίνος και Ίναχος…»

Πομπώνιος Μέλας, II, i.

 

Οι Απολλόδωρος και Παυσανίας [1] αδικούν τον Ερασίνο. Κατ’ αρχήν, από τη γενική ξηρασία της Αργολίδας, εξαιρούν μόνο τη Λέρνα αγνοώντας τα πλούσια νερά του Ερασίνου. Ύστερα ο δεύτερος, τον υποβιβάζει σε παραπόταμο κάποιου ποταμού Φρίξου [2], ανύπαρκτου σήμερα.

 

Η Στυμφαλία και ο Ερασίνος 

 

«ούτος δε τας αρχάς

εκ Στυμφάλου της Αρκαδίας λαμβάνει

και της εκεί λίμνης

της καλουμένης Στυμφαλίδος»

Στράβων 8, 371.

 

Ο Ερασίνος αναβρύζει από τους πρόποδες του μικρού όρους Χάον, θεωρούμενος από τους αρχαίους ως εκροή του ποταμού Στύμφαλου και της Στυμφαλίας λίμνης, Ερασινής κατά τον Μελέτιο, εκδοχή λίγο αυθαίρετη που πρέπει να την αμφισβητήσουμε. Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο Στύμφαλος πέφτει σε αθέατο χάσμα και επανεμφανίζεται στο Άργος ως Ερασίνος: Λέγεται ρέειν εκ της Στυμφαλίδος λίμνης. Την γαρ δη λίμνην ταύτην ες χάσμα αφανές εκδιδώσαν, αναφαίνεσθαι εν Άργει, το εντεύθεν δε το ύδωρ ήδη τούτο υπ’Αργείων Ερασίνον καλέεσθαι [3].

Ο Παυσανίας αναφέρει ποταμό Στύμφαλο [4], που σχηματίζει τη λίμνη και αφού πέσει σε καταβόθρα [5], συνεχίζει ως Ερασίνος, στην Αργολίδα. Ο Στράβων [6] ονομάζει και τον Στυμφάλιο ποταμό Ερασίνο ή Αρσίνο και λέει ότι βγαίνει κάτω από το βουνό στη χώρα των Αργείων, γεμίζοντας το πεδίο με νερό. Ο ίδιος εκτιμά την υπόγεια διαδρομή σε 200 στάδια [7]. Την ίδια απόσταση αναφέρει και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης [8], αποδίδοντας τη λατρεία των Πελοποννησίων στον Ποσειδώνα στο γεγονός της ύπαρξης υπόγειων στρωμάτων νερού λόγω της υποχθόνιας ροής του Στύμφαλου και της Φενεατικής λίμνης. Ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του γράφει: Έτσι καταπίνεται ρέοντας σε αφανές βάραθρο και επανεμφανίζεται ο πελώριος Ερασίνος στην Αργολική Γη [9]. Αλλά και ο Πλίνιος[10] τον αναφέρει μαζί με άλλα ποτάμια ως παράδειγμα ποταμού, που ρέει υπόγεια και έρχεται πάλι στην επιφάνεια.

 

Αρχαίο Άργος. Στο χαρακτικό αυτό απεικονίζεται μια φανταστική εικόνα του αρχαίου Άργους. Ο σχεδιαστής Chaiko (1790), αγνώστων λοιπών στοιχείων, φαίνεται να έχει επισκεφτεί την Αργολίδα, όπως προκύπτει από την αρκετά, αλλά όχι εντελώς ακριβή αναπαράσταση της γενικότερης τοπογραφίας. Προφανώς, όταν αντίκρισε τα θλιβερά ερείπια της πόλης, προτίμησε να δημιουργήσει μια ρομαντική, φανταστική εικόνα του αρχαίου Άργους, βάσει των αφηγήσεων του Παυσανία στα «Κορινθιακά». Στην εικόνα καταγράφονται τρεις ποταμοί του Άργους. Ο παραπόταμος Αστερίων ( Νο24) ο οποίος ενώνεται με τον Ίναχο (Νο 20) αλλά και οι πηγές του Ερασίνου (19).

Αρχαίο Άργος. Στο χαρακτικό αυτό απεικονίζεται μια φανταστική εικόνα του αρχαίου Άργους. Ο σχεδιαστής Chaiko (1790), αγνώστων λοιπών στοιχείων, φαίνεται να έχει επισκεφτεί την Αργολίδα, όπως προκύπτει από την αρκετά, αλλά όχι εντελώς ακριβή αναπαράσταση της γενικότερης τοπογραφίας. Προφανώς, όταν αντίκρισε τα θλιβερά ερείπια της πόλης, προτίμησε να δημιουργήσει μια ρομαντική, φανταστική εικόνα του αρχαίου Άργους, βάσει των αφηγήσεων του Παυσανία στα «Κορινθιακά». Στην εικόνα καταγράφονται τρεις ποταμοί του Άργους. Ο παραπόταμος Αστερίων ( Νο24) ο οποίος ενώνεται με τον Ίναχο (Νο 20) αλλά και οι πηγές του Ερασίνου (19).

 

Χίλια εξακόσια χρόνια μετά (12 Μάη 1691), ο έγκυρος παρατηρητής και καταγραφέας Βενετός Προβλέπτης Μαρίνος Μικιέλ, που πήρε μέρος στον Τουρκοενετικό πόλεμο, σε αναφορά του προς τη Γαληνότατη Δημοκρατία, γράφει για τον Ερασίνο: Το Άργος αρδεύεται από ένα ποταμάκι που έρχεται κάτω από τη γη από την πεδιάδα του Καίσαρι.

Ο Λουδοβίκος Ρος βρήκε την παράδοση αυτή ζωντανή: Ο Ερασίνος πηγάζει από τη λίμνη Ζάρακος (Στυμφαλία). Ο Ηenri Belle (1874) βρίσκει πιθανή την εκδοχή και υιοθετεί την εκτίμηση της υποχθόνιας ροής σε 38 Κm. O σύγχρονός μας (+2007) Αμερικανός καθηγητής W. K. Pritcett σημειώνει: Αφού τα υπόγεια περάσματα των υδάτων είναι συχνά στην Ελλάδα, δεν είναι διόλου απίθανο ότι η πηγή του Κεφαλαρίου αντλεί το νερό της από τη Στυμφάλια λίμνη. Η σύνδεση μεταξύ τους υποστηρίζεται από σύγχρονους τοπογράφους και γεωλόγους. Ο Ληκ σημειώνει ότι οι Στυμφάλιοι κατέγραψαν την πίστη τους για ταυτότητα του ποταμού τους με τον Ερασίνο, λατρεύοντάς τους και τους δύο με τη μορφή βοδιών. Τέλος στη «Χάρτα» του Ρήγα Φεραίου, ο Ερασίνος απεικονίζεται να αρχίζει από τη Στυμφαλία, αλλά σχεδιάζεται να καταλήγει στον Αλφειό, πράγμα εντελώς αδιανόητο. Ίσως το λάθος αυτό να οφείλεται στο αναφερόμενο από τον Ψευδοπλούταρχο, πως ο Αλφειός ονομαζόταν προηγουμένως Στύμφηλος.

Η αρχαία και νεώτερη αυτή δοξασία δεν φαίνεται να έχει αντικειμενική υπόσταση. Ο Ερασίνος κατά περιόδους ξηραίνεται σχεδόν για ένα τρίμηνο χωρίς να παρατηρείται αντίστοιχη ξηρασία στη λίμνη ή έστω υπερχείλιση, αν θεωρήσουμε ότι η ανυδρία στο ποτάμι οφείλεται σε απόφραξη των καταβοθρών.

Πιθανό είναι η πηγή να εμπλουτίζεται από πολλούς τροφοδότες. Βέβαιο είναι κατ’ αρχήν ότι στο Κεφαλάρι εκρέουν τα νερά της καταβόθρας της Σκοτεινής, νότια της Στυμφαλίας, τα οποία όμως τροφοδοτούν παράλληλα τις πηγές του Ποντίνου και της Αμυμώνης. Οι κάτοικοι του οροπεδίου της αρχαίας αργολικής πόλης Aλέας θεωρούν πως τα λιμνάζοντα νερά τους καταλήγουν στο Κεφαλάρι μέσα από την καταβόθρα που βρίσκεται στους πρόποδες του Μαυροβουνίου. Εκεί σχηματίζεται τον χειμώνα λίμνη, μέγιστων διαστάσεων 3×2 χμ., που στραγγίζει αργά.

 

Κεφαλάρι

 

Σύμφωνα με τον Ελλάνικο [11], ο βασιλιάς Τριόπας ή ο βασιλιάς Φορωνέας μοίρασε την Αργεία στους τρεις γιους του. Από αυτούς, στον Πελασγό έλαχαν τα προς Ερασίνον μέρη. Έτσι, προσδιόριζε ο Λέσβιος συγγραφέας την περιφέρεια του Άργους, αφού ο Πελασγός φέρεται να έχτισε την ακρόπολη της πόλης, τη Λάρισα. Είναι γεγονός πως οι πηγές του ποταμού αυτού είχαν βαρύνοντα ρόλο στο αργολικό πεδίο.

Πάνω από αυτές υπάρχουν δυο σπηλιές, κατοικημένες τη νεολιθική εποχή, αφιερωμένες αργότερα στον Πάνα και στο Διόνυσο. Στο μέρος που βγαίνουν τα νερά θυσίαζαν για τους δύο θεούς και γινόταν και η γιορτή Τύρβη προς τιμήν του δευτέρου [12]. Τα σπήλαια, το βουνό, τα ήμερα δέντρα που αναφέρει ο Παυσανίας και προ παντός οι πλούσιες πηγές καθιέρωσαν το χώρο ως λατρευτικό. Σήμερα τη θέση των αρχαίων θεοτήτων των δασών και του κρασιού κατέχουν η Ζωοδόχος Πηγή Κεφαλαρίου ή Παναγία η Κεφαλαριώτισσα.

 

Οι πηγές του Ερασίνου και ο Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής Κεφαλαρίου. (Δεκαετία, 1930)

Οι πηγές του Ερασίνου και ο Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής Κεφαλαρίου. (Δεκαετία, 1930)

 

Η πηγή του Ερασίνου πρέπει να είναι η «Ισάκφισα με το πολύ νόστιμο και ζωοδόχο νερό, που χύνεται κατά τα μέρη του Άργους», πέντε ώρες βόρεια από το πέρασμα του χωριού Μοχόλι (Μουχλί), που καταγράφει ο Κωνσταντίνος Διοικητής, Έλληνας λόγιος των αρχών του 18ου αιώνα που κατ’ εντολήν του Ρωμιού ηγεμόνα της Βλαχίας παρακολούθησε την τουρκική εκστρατεία του 1715 για την ανακατάληψη της Πελοποννήσου (γαλλική μτφρ. Jiorga).

Η πηγή έδωσε το όνομά της στο χωριό Κεφαλάρι, 7Κm Ν.Δ. του Άργους. Ο Πουκεβίλ ισχυρίζεται ότι λέγεται Κεφαλόβρυσο και η παραλλαγή της ονομασίας του σε Κεφαλάρι οφείλεται στον Μελέτιο. Ο αββάς Φουρμόν μέτρησε εδώ είκοσι νερομάνες. Ο Morrit έγραψε σε μια από τις πολλές επιστολές του που στάλθηκαν από την Ελλάδα (1796): Aπευθείας από τα πόδια ενός λόφου, ένας ορμητικός ποταμός αναδύεται σε πολλά τμήματα. Έχοντας τρεις κοίτες, με τη φαρδύτερη να είναι πάνω από 8 γυάρδες, ισοδύναμου με τις άλλες βάθους και κυλώντας με τη μεγαλύτερη ορμή, αδειάζει τουλάχιστον τόσο νερό όσο και ο Tees[13].

Ο Ρος βρήκε να σχηματίζεται μικρή υδατόπτωση και το νερό να χωρίζεται σε κανάλια, να κινεί μύλους, ίσως τους ίδιους που είδε πριν εκατόν τριάντα χρόνια ο Μικιέλ [14], και να ποτίζει χωράφια. Ο Πρώσος αριστοκράτης, λόγιος και στρατιωτικός Hermann von Pückler-Muskau δίνει την ακόλουθη περιγραφή (1835): Μισή ώρα από το Άργος, διαβήκαμε τον Ερασίνο, ο οποίος μετά από αρκετή υπόγεια ροή, εδώ με πλούσια πληρότητα νερού και με αρκετούς βραχίονες κρυσταλλικής καθαρότητας γλιστρά πάνω από πράσινα φύκια, ενώ κοντά στο δρόμο κινεί διάφορους μύλους.

Το 1829 ιδρύθηκε εδώ το πρώτο εργοστάσιο χαρτοποιϊας στην Ελλάδα από τον ιερέα και γιατρό Διονύσιο Πύρρο το Θεσσαλό. «Εσυμφώνησα με τον Νικηταρά και εσύστησα χαρτοποιείον εις ένα μύλον του Ερασινού ποταμού», διηγείται ο ίδιος. Από το 1833 μέχρι την 4η Ιουνίου του 1868, οπότε η έκρηξη πυρίτιδας προκάλεσε μεγάλες καταστροφές, λειτουργούσαν με τα νερά του ανθρακείο, αναμιγνυτήριο, ζυμωτήριο, κοκκοτείο, στιλβωτήριο και ξηραντήριο. Ο Τραντ δίνει διεξοδικές πληροφορίες για τα νερά:

 

Η μάζα του νερού είναι πολύ υπολογίσιμη και τόσο ψηλότερα από την πεδιάδα, ώστε θα μπορούσε με ευκολία να χρησίμευε σε αρδευτικούς σκοπούς, αν και προς το παρόν απλώς χρησιμεύει στο να γυρνά μερικούς μύλους. Ένα υδραγωγείο συντηρείτο επισκευαζόμενο από Έλληνες, Ρωμαίους και Ενετούς και χρησίμευε στο να προμηθεύει την πόλη (το Άργος) με νερό από εδώ. Τώρα όμως το ρυάκι οδηγείται κάτω στην πεδιάδα, κοντά στον βάλτο της Λέρνας….

 

Σήμερα μέρος του νερού, ενισχυόμενο και με τα νερά του Ποντίνου, διοχετεύεται στην ύδρευση του Άργους. Παλιότερα περνούσε μέσα σε χτιστό αγωγό. Στους πρόποδες της Λυκώνης σώζονται ίχνη του κατασκευασμένου από τον Αδριανό υδραγωγείου, που μετέφερε νερά του Ερασίνου στο Άργος.

Η σπηλιά στο Κεφαλάρι, πάνω από τις πηγές του Ερασίνου.

Η σπηλιά στο Κεφαλάρι, πάνω από τις πηγές του Ερασίνου.

Στην ουσία ο Ερασίνος, είναι μαζί με την Αμυμώνη και τον Ποντίνο οι μόνοι ποταμοί της Α. Πελοποννήσου, με διαρκή ρου σ’ όλη την, μικρή έστω, διαδρομή τους, που φέρνουν τα νερά τους ακόμη και το καλοκαίρι στη θάλασσα. Το πιθανότερο είναι να τροφοδοτούνται από την ίδια ορεινή δεξαμενή, η οποία αδειάζει σε τρία σημεία. Ο Ερασίνος είναι ένα όμορφο ποταμάκι μήκους 5Κm με στενή κοίτη, γεμάτη νερό τον περισσότερο καιρό, με πλούσια βλάστηση στις όχθες, που περνώντας δίπλα και μέσα από καμάρες κάτω από τα σπίτια του χωριού και διανύοντας πεδινή διαδρομή, χύνεται πολύ κοντά στις εκβολές του Ινάχου, νοτιοδυτικά του αρχαίου και του σημερινού Τημένιου. To καλοκαίρι το νερό εκτρέπεται σε αυλάκια, ώστε η γόνιμη κοίτη να χρησιμοποιηθεί για καλλιέργεια.

Εδώ κατά την παράδοση αντιστάθηκαν οι Αχαιοί στην κάθοδο των Δωριέων, που είχαν αρχηγό τον Τήμενο, λίγο πριν το 1100 π.Χ. Επίσης, περιοδεύοντας ανά την Πελοπόννησο ο Όθωνας, έτυχε υποδοχής στον δρόμο Ναυπλίου – Μύλων στη γέφυρα του ποταμού. Γράφει ο υπασπιστής του Παλαμήδης: Μιαν ώραν εκ της Ναυπλίας κατά την προς την παραλίαν γέφυραν του ποταμού του Άργους Κεφαλάρι καλουμένου (το πάλαι Ερασινόν), παρευρέθησαν ο Έπαρχος Αργολίδος

Τον προηγούμενο αιώνα το τοπίο των πηγών ήταν άδενδρο, γι αυτό οι Βαβαροί και το 1844 ο αντιστράτηγος Κορωναίος πραγματοποίησαν εκτεταμένες δενδροφυτεύσεις. Σήμερα ευκάλυπτοι παρακολουθούν την πορεία του ποταμού. Τα τελευταία εκατό μέτρα του είναι αγκυροβόλιο για μικρές βάρκες, αφού η θάλασσα ανεβαίνει στην κοίτη του, καθιστώντας τον πλωτό. Η ήρεμη ροή του σε χώρα πεδινή, αφήνει έκθετο τον Ρωμαίο ποιητή που λέει: «…κι ο Ερασίνος που πλημμυρίζοντας σαρώνει τη σοδειά των Δρυόπων» [15].

Ένας άλλος Λατίνος, ο Σενέκας, είναι πιο τυχερός όταν βάζει τον χορό των Αργείων γυναικών να πει: «και συ που πίνεις του Ερασίνου τα δροσερά νερά …»[16], συμφωνώντας εδώ με τον Στάτιο που λέει: «κρύος τρέχει ο Ερασίνος στο βορρά»[17].

 

Η θεότητα του ποταμού

 

Πολλοί χάρτες τον αγνοούν επιπόλαια, λόγω του μικρού του μήκους, ενώ σημειώνουν πολλά ξεροπόταμα με μακρύτερη κοίτη. Στην αρχαιότητα όμως θεωρήθηκε κατοικία Θεών. Έτσι στις Ικέτιδες του Αισχύλου ο χορός λέει:[18]

Με ύμνους

τους μακαρίους ας δοξάσουμε

τρανούς θεούς τους πολιούχους

κι αυτούς που ολόγυρα

στο αρχαίο ρέμα

του Ερασίνου κατοικούνε[19]

 

Και ο ίδιος όμως ο Ερασίνος είχε θεοποιηθεί, αναφέρονται μάλιστα και τέσσερεις θυγατέρες του: η Βύζη, η Μελίτη, η Μαίρα και η Αγχιρρόη, [20] φίλες της Βριτομάρτιδος, η οποία ήλθε στο Άργος από την Φοινίκη, «παρά τας Ερασίνου θυγατέρας» [21].

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κλεομένης ο Α΄ της Σπάρτης, βαδίζοντας περί το 500 π.Χ. κατά του Άργους, θυσίασε στις όχθες του και είδε σημάδια, που τον εμπόδισαν να διαβεί τον ποταμό. Τότε θαύμασε τον Ερασίνο, που αρνιόταν να προδώσει τους κατοίκους της χώρας του. Φοβήθηκε λοιπόν και προτίμησε να συνεχίσει διά θαλάσσης, παρά να τον διαβεί [22]. Ο «πατριωτισμός» του ποταμού εκδηλώθηκε και τον Ιούλιο του 1822 οπότε και ξεράθηκε, συνεργώντας στο να διψάσει ο στρατός του Δράμαλη. Το γεγονός αποδόθηκε αυτή τη φορά σε θαύμα της Παναγίας της Κεφαλαριώτισσας. Πάντως για κάθε ενδεχόμενο, στις πηγές του είχε στρατοπεδεύσει ένα ελληνικό απόσπασμα, το οποίο με αρχηγό τον Πλαπούτα πήρε μέρος στη μάχη της Άκοβας [23].

 

Τι σημαίνει Ερασίνος, ποιος είναι ο ποταμός Χάρης.

 

Στους νεότερους χρόνους λεγόταν και Βαλκαριά, ένα όνομα που έχει ξεχαστεί και παραπέμπει στη λίμνη Βουλκαριά της Αιτωλοακαρνανίας (στο Μυρτούντιον του Στράβωνα). Η προέλευση της αρχαίας ονομασίας του είναι πελασγική και σημαίνει πράσινος, δηλαδή ποταμός με πράσινες όχθες, κάτι που και σήμερα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι όμως πολύ πιθανόν να προέρχεται από το εράσω-εράω (= αγαπώ) δηλαδή ο αξιαγάπητος, ο αγαπητός και από την έρση (=δρόσος) που η ρίζα τους είναι σανσκριτική ετυμολογούμενη από το rasa (=υγρότης) και rasha (=χυμός) και varsam (=βροχή). Κι άλλοι ποταμοί είχαν το ίδιο όνομα: ο Βουραϊκός, ο Βραυρώνιος, ο Ερετριακός και ίσως η σημερινή Ρασίνα, αριστερός παραπόταμος του Ευρώτα, που όμως το πιθανότερο είναι να πρόκειται για σλαβικό όνομα. Ο Στράβων [24] απαριθμεί τους τρεις πρώτους. Ακόμη, ένας γιος του Ηρακλή και της Θεσπιάδας Λυσίππης είχε το όνομα Ερασίνος ή Εράσιππος. Αναφέρονται και δύο στρατηγοί με το όνομα Ερασινίδης, ένας Αθηναίος και ένας Κορίνθιος. Ο Αυσόνιος [25], τέλος, αναφέρει κάποιον άγνωστο Ερασίνο, για τον οποίο δεν δίνει κάποιο στοιχείο.

Ο Πλούταρχος αναφέρει αργολικό ποταμό Χάρητα, στις όχθες του οποίου συγκρούστηκαν οι στρατοί του στρατηγού της Αχαϊκής συμπολιτείας Άρατου και του Αρίστιππου: «..και περί τον Χάρητα ποταμόν ισχυράς μάχης γενομένης προς Αρίστιππον» [26]. Η επωνυμία Χάρης δεν πρέπει να μας ξενίζει αφού τη συναντάμε και σε ποταμό της Διοσκουριάδος, αποικίας στον Εύξεινο [27].   Ποίος είναι όμως ο ποταμός αυτός, που το όνομά του δεν καταγράφεται πουθενά αλλού, στα πολλά αρχαία κείμενα που σώζονται για την Αργολίδα; Ο Αδαμάντιος Κοραής, σχολιάζοντας το Στράβωνα [28], παρατηρεί κατ’ αρχήν ότι ο Ερασίνος δεν μπορεί να είχε αλλάξει όνομα την εποχή του Πλούταρχου. Η επισήμανση αυτή είναι απόλυτα σωστή, αφού ο Βοιωτός συγγραφέας έζησε ανάμεσα στις εποχές του Στράβωνα και του Παυσανία, οι οποίοι αναγνωρίζουν τον ποταμό ως Ερασίνο. Συνεχίζοντας διαπιστώνει ότι Χάρης και Ερασίνος, δηλαδή χαριτωμένος και αξιαγάπητος, είναι έννοιες σχεδόν συνώνυμες, εννοώντας προφανώς ότι μπορούσαν να αποδοθούν στον ίδιο ποταμό. Η γνώμη αυτή του Κοραή ενισχύεται, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός της ύπαρξης παραπόταμου του Ερασίνου με το προερχόμενο από τον Βοιωτικό Ορχομενό όνομα Φρίξος. Στην ίδια πόλη υπήρχαν και υπάρχουν οι εξ ίσου με το Κεφαλάρι πλούσιες πηγές των Χαρίτων, που σχηματίζουν τον ποταμό Μέλανα της Βοιωτίας. Άρα, είναι πολύ πιθανόν οι Ορχομένιοι αποικιστές της Αργολίδας, που έδωσαν το δικό τους όνομα Φρίξος στον παραπόταμο, να έδωσαν είτε παράλληλα με το ήδη υφιστάμενο όνομα Ερασίνος, είτε αποκλειστικά αν το Ερασίνος είναι μεταγενέστερο, στο Κεφαλάρι και στον ποταμό του το σχετιζόμενο με τις Χάριτες όνομα Χάρης.

Ο Κοραής, ο οποίος σημειωτέον ζώντας στο Παρίσι δεν είχε άμεση επαφή με τα πράγματα, καταλήγει παρατηρώντας ότι σύμφωνα με τον πρόσφατο χάρτη του Μοριά, ο ποταμός διατήρησε το αρχαίο όνομά του, αλλά ο Μελέτιος τον αποκάλεσε Κεφαλάρι. Σ’ αυτό όμως δεν έχει δίκιο, αφού η διάσωση ενός αρχαίου ονόματος από έναν λόγιο χαρτογράφο, δεν σημαίνει αυτόματα ότι αυτό είναι και σε λαϊκή χρήση.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] 2, 1, 4 & 2, 15, 5 αντίστοιχα.

[2] 2, 36, 6.

[3] VI, 76

[4]  2, 24, 6.

[5] Oι καταβόθρες είναι καρστικοί σχηματισμοί, που οφείλονται στην ασβεστολιθικότητα του εδάφους. Πολλοί ποταμοί της Κεντρικής κυρίως Πελοποννήσου βρίσκουν διέξοδο μέσω των υπόγειων αυτών διαδρομών, εμφανιζόμενοι αλλού υπό μορφή πηγών, συνήθως με νέο όνομα. Σπουδαιότερες από αυτές στην Πελοπόννησο είναι του Σαρανταπόταμου, του Στύμφαλου, του Όφη, του Όλβιου, της λίμνης Τάκκας (π. Ευρώτας), του Αλφειού κ.ά.

[6] 8, 371, 8, 389 και 6, 275.

[7] Ένα στάδιο αντιστοιχεί σε 180 μέτρα.

[8] 15, 49, 5-6.

[9] Β15, σ.275-276

[10] II, 225.

[11] Hellanici Fragmenta VII, «Αργολικά». Έτσι προκύπτει από τα Σχόλια στον Όμηρο, II, γ, 75 και από τον Ευστάθιο. Ο πολυγραφότατος ιστοριογράφος έζησε το δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα και στην καταγραφική του εργασία της οποίας σώθηκαν αποσπάσματα, γεφυρώνει την προϊστορία με την ιστορία.

[12] Παυσανίας 2, 24, 6.

[13] Ποταμός της γενέτειράς του, κοντά στο Durham.

[14] Μύλους αναφέρουν και οι: Πουκεβίλ, Μηλιαράκης κ.ά.

[15] Στάτιου «Θηβαΐς», IV, 122. Οι Δρύοπες πάντως κατοικούσαν ανατολικότερα, απέναντι από τις εκβολές του Ερασίνου, στην άλλη μεριά του Αργολικού κόλπου, κοντά στις όχθες του π. Μπεντένι.

[16] «Αγαμέμνων», 318.

[17] «Θηβαΐς», (I, V), 357

[18] στ.1006

[19] Mετάφραση Τάσου Ρούσσου.

[20] Όνομα νυμφών των υδάτων. Αναφέρεται και κόρη του Νείλου. Ο Παυσανίας (8,31, 4) είδε άγαλμα ομώνυμης Αρκαδικής νύμφης, στο ιερό των μεγάλων θεών στην Αγορά της Μεγαλόπολης, να κρατάει υδρία από την οποία κυλούσε κάτω νερό.

[21] Τα ονόματα καταγράφει ο Έλληνας γραμματικός Αντωνίνος Λιβεράλης (150 π.Χ.) στο 32 της «Μεταμορφώσεων Συναγωγής». Βλ. Westermann.

[22] vi 76. Τα λεγόμενα «Διαβατήρια», θυσίες, προκειμένου να εξακριβωθούν οι διαθέσεις των θεών. Στην αντίληψη των αρχαίων, η συμμετοχή του ποταμού ήταν κάτι φυσικό, αφού ο Όμηρος περιγράφει (Ιλ. Φ΄), πως ο ποταμός Σκάμανδρος υπερασπίστηκε την Τροία. Με αφορμή το περιστατικό ο καθηγητής Κ. Ρωμαίος («Ο Ερασίνος…»), οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως οι Σπαρτιάτες που εδώ θυσίασαν πολύτιμο χρόνο, ήταν ειλικρινείς στις θρησκευτικές τους προλήψεις, οπότε και η καθυστέρησή τους λίγα χρόνια μετά να βοηθήσουν στον Μαραθώνα, δεν ήταν προσχηματική.

[23] Τη μάχη περιγράφει ο Σπηλιάδης.

[24] 8, 371.

[25] Βιβλ. IX, «De Bissula», II, 5.

[26] Άρατος, 28.

[27] Στράβων, XI499;

[28] 8, 371.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Read Full Post »

Άργος, «Peloponnesus :notes of study and travel», 1858. – William George Clark

 

 

Ο William George Clark ξεκινάει από την Αθήνα και περιηγείται την Πελοπόννησο, ακολουθώντας την πορεία Κόρινθος, Άργος, Καρυά, Μαντινεία, Σπάρτη, Καλαμάτα, Ναυαρίνο, Φιγαλεία, Ολυμπία, Πύργος, Πάτρα, Αίγιο, Φενεός, Στυμφαλία, Σικυών.

 

Ο περιηγητής έφτασε στο Άργος παραμονές του Πάσχα αφού προηγουμένως έχει επισκεφθεί τη Νεμέα και τις Μυκήνες.  Από το Άργος θα κινηθεί προς Μαντινεία μέσω Καρυάς. Στο βιβλίο του «Peloponnesus :notes of study and travel», για το Άργος αφιερώνει 25 σελίδες (90-114), όπου μας προσφέρει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή των κατοίκων, της πόλης και των αρχαιοτήτων της. Το έργο συμπληρώνον 5 χάρτες της Πελοποννήσου, του ιερού του Ισθμού, της Νεστάνης και Μαντινείας, της Σπάρτης και του Ναυαρίνου. Ο τελευταίος μάλιστα είναι έργο εξαιρετικής χάραξης.

 

 

Το Άργος και οι γειτονικές περιοχές

 

 

Άποψη του Άργους 1837. F. Hevre, A residense in Greece and Turkey, London 1837.

Άποψη του Άργους 1837. F. Hevre, A residense in Greece and Turkey, London 1837.

Το πρωί του Σαββάτου 19 Απριλίου η πόλη του Άργους ήταν γεμάτη κόσμο. Το Σάββατο είναι ημέρα παζαριού και οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι από εμπορεύματα και πωλητές. Αγρότες είχαν φέρει καλάθια με κρεμμύδια, πράσσα, ραδίκια, κάρδαμο και άλλα σαρακοστιανά. Από την άλλη μεριά, οι κάτοικοι της πόλης τους προκαλούν επιδεικνύοντας τις ενδυμασίες τους, από φέσι μέχρι τσαρούχια και παντόφλες, από τσίτινα υφάσματα (πιθανώς) από το Μάντσεστερ, μαχαίρια (ίσως) από το Σέφφιλντ μέχρι άσπρες ομπρέλες δυο δραχμές το κομμάτι, εγγυημένες από αγγλικά εργοστάσια. Απ’ όσο μπορεί να καταλάβει κανείς, η πόλη φαίνεται να ευημερεί περισσότερο από όλες τις άλλες πόλεις της Ελλάδας. Τα σπίτια είναι χτισμένα με τρόπο ακατέργαστο, ασοβάντιστα, χωρίς μαρμαροκονία, από συνήθεια περισσότερο κι όχι για κάποιον άλλο λόγο. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι κάτοικοι ασχολήθηκαν πάρα πολύ να χτίσουν σκεπές για τα κεφάλια τους, που δεν τους έμεινε καιρός να ενδιαφερθούν και για την πολυτέλεια του λιθοστρώματος και της αποχέτευσης. Κι αυτό δε βρίσκεται μακριά από την αλήθεια. Φθάσαμε τελικά σε μια μεγάλη άπλα, όπου ο οδηγός μας – ελλείψει αρχαίου μύθου- μας διηγήθηκε ένα νεότερο για τη γάτα και το ποντίκι: «εδώ», είπε, «όταν οι Γάλλοι κατείχαν το Άργος, έσφαξαν δεν ξέρω και γω πόσα παιδιά την ώρα που γύριζαν από το σχολείο τους». Δεν ήταν αυτό το μόνο περιστατικό που με έκανε να συμπεράνω ότι οι νεοέλληνες είχαν τόση «τόλμη στη φαντασία» όση τουλάχιστον και οι αρχαίοι τους πρόγονοι. Σ’ αυτή την άπλα υπάρχουν μερικά Ρωμαϊκά ερείπια αδύνατο να αναγνωριστούν – ίσως απομεινάρια από τη μετά τον Παυσανία εποχή – και κοντά σ’ αυτά το μόνο σημαντικό απομεινάρι του αρχαίου Άργους: οι λαξευμένες κερκίδες που αποτελούσαν το κέντρο του θεάτρου. «Τα δυο του άκρα ήταν φτιαγμένα από τεράστιου μεγέθους τραχιές πέτρες και ασβεστοκτονία, χτισμένες κανονικά. Τώρα αυτά είναι απλώς άμορφοι σωροί απορριμμάτων. Το ακάλυπτο μέρος του θεάτρου διατηρεί τα απομεινάρια 67σειρών εδωλίων, σε τρία τμήματα χωρισμένα με διαζώματα. Στο επάνω τμήμα υπάρχουν 19 σειρές και στο κάτω 32. Μπορεί ασφαλώς να υπάρχουν και άλλα τμήματα κάτω από τη γη».

 

Μέτρησα 35 σειρές στο κατώτερο τμήμα, 16 στο μεσαίο και 18 στο ανώτερο, όλες μαζί 69. Οι «ευθύγραμμες σειρές εδωλίων ανασκαμμένες στο βράχο δίπλα στο θέατρο» είναι τώρα καλυμμένες από καλλιεργήσιμη γη. Παρατήρησα αργότερα, κοντά στο θέατρο της Χαιρώνειας, εδώλια παρόμοια με αυτά που είδε εδώ ο συνταγματάρχης  Leake.  Δεν πιστεύω να ήταν ένα είδος φουαγιέ για τους θεατές στα διαλείμματα των παραστάσεων, αλλά περισσότερο μου φάνηκαν σαν απλά σκαλιά για να διευκολύνουν την πρόσβαση και αποχώρηση των επάνω κερκίδων.

 

 

Κάστρο του Άργους

 

 

 

Πύργοι του κάστρου της Λάρισας. (Χαρακτικό) 1810. William Gell, Itinerary of Greece, London 1810.

Πύργοι του κάστρου της Λάρισας. (Χαρακτικό) 1810. William Gell, Itinerary of Greece, London 1810.

Ένα απότομο πετρώδες μονοπάτι οδηγεί από εκεί στην κορυφή που στέφεται από το μεγάλο κάστρο του Άργους. Μια οχυρή θέση, η οποία, αφού φυλάχτηκε ζηλότυπα από όλους τους τυράννους της περιοχής, από τον Ακρίσιο και μετά, έχει αφεθεί, μετά την παλινόρθωση της ελευθερίας, στη μοναξιά και τη φθορά. Μπαίνεις σε ένα μικρό περίβολο χτισμένο με ακατέργαστες πέτρες εναλλασσόμενες με τούβλα, Βυζαντινής κατασκευής υποθέτω. Και διαμέσου αυτού περνάς στον κεντρικό περίβολο, ένα ακανόνιστο πολύγωνο, που σε κάθε γωνιά φρουρείται με πύργους. Ο τοίχος έχει τεράστιο πάχος. Υπάρχει ένα φαρδύ μονοπάτι γύρω από τις επάλξεις, που γίνεται προσιτό κατά διαστήματα με σκαλιά. Ανάμεσα στα άλλα ερείπια ο εσωτερικός περίβολος περιλαμβάνει και μια μικρή εκκλησία με κόγχη. Αυτός ο περίβολος είναι φανερά μεταβυζαντινής κατασκευής, αφού παρατήρησα μαρμάρινους σταυρούς ανάγλυφα, καθώς και άλλα κοσμήματα, που ανήκαν σε ελληνική εκκλησία, κτισμένα στους τοίχους. Είναι χωρίς αμφιβολία δουλειά των Γάλλων αρχόντων του Μοριά. Οι δυο περίβολοι καταλαμβάνουν την κορυφή του λόφου και περιστοιχίζονται στις τρεις πλευρές από ένα μεγαλύτερο περίβολο σε ένα σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο, που επίσης υποστηρίζεται από ισχυρό τείχος με πύργους κατά διαστήματα. Οι πύργοι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι τετράγωνοι. Παρόλ’ αυτά, παρατήρησα τρεις στρογγυλούς και έναν τραπεζοειδή. Στην εξωτερική αυλή υπάρχουν αρκετές στέρνες. Στη βόρεια και στη βορειοδυτική πλευρά των τειχών είδα σημαντικό τμήμα Κυκλώπειας λιθοδομής δεύτερης τάξης, κι ο συνταγματάρχης Leake είδε μερικά πρώτης τάξης. Η ελληνική εργασία εμφανίζεται σποραδικά. Σε ένα μέρος – όπου ένας μεγάλος σωρός συντρίμματα από έκρηξη πιθανότατα – παρατήρησα τα εναλλασσόμενα στρώματα πλατιών τούβλων και τσιμέντου, που δείχνουν την κατασκευή των Ρωμαίων λεγεωνάριων. Η παρούσα κατασκευή, κυρίως Φράγκικη, αλλά και μερικώς Βυζαντινή, επιδιορθώθηκε από Βενετούς και Τούρκους. Λίγα μέρη έχουν τέτοια συνεχή ιστορία, καταγραμμένη τόσο καθαρά, ώστε να μπορεί να διαβαστεί στα τείχη τους. Συμπεριλαμβάνουν στη διαδρομή τους ένα χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο από αυτό που περιέχουν τα τείχη της Τίρυνθας, και ελάχιστα μικρότερο από αυτό των Μυκηνών. Είναι ίσως ανάλογο συνολικά με τα χρονικά όρια της αρχαίας πόλης των ηρωικών χρόνων, έχοντας, όπως η Τίρυνθα, την ακρόπολη σε υψηλότερο επίπεδο, όπου τώρα βρίσκεται ο εσωτερικός περίβολος του παρόντος φρουρίου. Οι τύχες τους, όμως, ήταν διαφορετικές. Ενώ η Τίρυνθα και οι Μυκήνες δεν αναπτύχθηκαν πέρα από τα όρια του αρχαίου κόσμου και εγκαταλείφθηκαν μάλιστα από τότε που κατεδαφίστηκαν, περίπου 2000 χρόνια πριν, η Λάρισα του Άργους κατοικήθηκε συνεχώς. Το πτολίεθρον των Αχαιών έγινε Ακρόπολη της ελληνικής πόλης, φρούριο για τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Αυτοκρατορία και, στο Μεσαίωνα, καθώς «η σβούρα του χρόνου πέτυχε την εκδίκηση της» έγινε φεουδαρχικό κάστρο των Φράγκων ηγεμόνων. Μ’ αυτό τον τρόπο επέστρεψε στο σκοπό για τον οποίο είχε κτιστεί από τους Κύκλωπες. ‘Όταν οι Φράγκοι εισέβαλαν στο Μοριά το 1207, βρισκόταν κάτω από την κατοχή του Λέοντα Σγουρού, ενός Έλληνα που κατείχε επίσης την Κόρινθο και τη Ναυπλία στο όνομα του αυτοκράτορα. Κι ενώ απουσίαζε ο δεσπότης, που ήταν οχυρωμένος στον Ακροκόρινθο, η πόλη κατελήφθη με την πρώτη επίθεση από τον Guilliame de Champlitte, «pour ce il estoiet en plain», λέει το Φράγκικο χρονικό.

 

Αλλά το κάστρο δεν πάρθηκε παρά το 1248, όταν δόθηκε από το Βιλεαρδουίνο στο σύμμαχο του Κύριο των Αθηνών Γκιγιώμ de la Roche «μαζί με το ωραίο κάστρο του Ναυπλίου». Τον επόμενο αιώνα πέρασε στην κυριαρχία της οικογένειας των Enghien. Γρήγορα μετά την τελική έξωση των Φράγκων ακολούθησε την κατάρρευση του ελληνικού κράτους. Κι από τότε το κάστρο κρατήθηκε, όπως όλα τα άλλα, εναλλάξ από Τούρκους κι Ενετούς – κύριους όχι το ίδιο καταπιεστικούς, αλλά το ίδιο μισητούς, μια και δεν υπάρχει διαβάθμιση στο μίσος που νιώθει ένας Έλληνας για τους αφέντες του. Τώρα που η ελευθερία και η ασφάλεια έχουν επιτρέψει πάλι την ελεύθερη ανάπτυξη των φυσικών πλεονεκτημάτων, ένα νέο Άργος ανατέλλει στην αρχαία τοποθεσία κατά κύριο λόγο. Τα φυσικά πλεονεκτήματα που διαθέτει το Άργος είναι φανερά.

 

 

Αργείτικη πεδιάδα

 

Ο τόπος είναι περισσότερο ευρύχωρος από αυτόν των απομονωμένων Μυκηνών, πιο υγιεινός από τη χαμηλή Τίρυνθα. Κι ελέγχει πολύ περισσότερες υπόγειες δεξαμενές ύδατος από τους δυο άλλους τόπους, με πηγές και υδραγωγεία. Ο Κιφησσός του, που ο Ποσειδών χτύπησε πάνω στην οργή του, πίστευαν ακόμη ότι έρρεε υπογείως και εμπλούτιζε τα πηγάδια της πόλης. Τα στρατιωτικά πλεονεκτήματα της θέσης του Άργους δεν είναι λιγότερο φανερά. Βρίσκεται στη διασταύρωση, ή, για να πούμε καλύτερα, στο γάγγλιο των διαφόρων δρόμων προς Λακωνία και Αρκαδία, όπου, κατά την ιστορική περίοδο του Άργους, κατοικούσαν οι πιο φοβεροί του εχθροί, αλλά και οι πιο ικανοί του σύμμαχοι. Η εισβολή των Λακώνων ήταν αυτό που φοβούνταν περισσότερο, και καμιά άλλη θέση δεν μπορούσε τόσο καλά να ελέγχει και να προστατεύει την πεδιάδα. Μ’ αυτά αναμφίβολοι συνενώθηκαν και άλλες αιτίες περισσότερο λεπτές και περισσότερο πολύπλοκες. Οι πηγές της εθνικής ευημερίας έχουν ρίζες βαθιές. Βλέπουμε μερικά έθνη να ακμάζουν με όλων των ειδών τα φυσικά εμπόδια, και άλλα να φθίνουν παρόλα τα πολύμορφοι φυσικά πλεονεκτήματα. Κι άλλες φορές το πνεύμα κι η ζωντάνια ενός λαού αποτυγχάνουν και σβήνουν χωρίς να υπάρχουν εξωτερικά αίτια επαρκή να εξηγήσουν το γεγονός. Χρησιμοποιούμε μία  κοινότοπη παρομοίωση, αλλά έχουμε κάποιο δίκαιο, όταν συγκρίνουμε τη ζωή ενός έθνους με τη ζωή ενός ανθρώπου ή όταν μιλάμε για την άμπωτη και την παλίρροια της ευημερίας ενός έθνους.

 

Η θέα από τα τείχη της Λάρισας είναι θαυμάσια. Μπροστά στα πόδια μας, στην κατηφόρα, εκτείνεται η πόλη με τους κροσσοτούς της κήπους και τα καταπράσινα  οπορωφόρα δένδρα, με συστάδες κυπαρισσιών εδώ και κει και  αριστερά τη φιδωτή με απότομες καμπύλες λευκή, φαρδιά κοίτη του Χάραδρου. Καθώς  η εποχή των βροχών δεν είχε μπει για τα καλά, δε φαινόταν ούτε σταγόνα νερού. Είχε όλο απορροφηθεί από την άμμο και το ψιλό χαλίκι, το είχε πιει όλο το διψασμένο χώμα του Άργους. Πέρα μακριά εκτείνεται η επίπεδη πεδιάδα, πράσινη από τα καινούρια σπαρτά, βαμβάκι και καπνό. Προς τα δεξιά ο βάλτος και μετά η καμπύλη της παραλίας που τελειώνει στην πόλη και στο λιμάνι του Ναυπλίου, πάνω από το οποίο υψώνεται ο βράχος του Παλαμηδιού με το κάστρο. Η Αργείτικη πεδιάδα κλείνεται σε όλες τις άλλες εκτός από τη θάλασσα πλευρές από οδοντωτές κρημνώδεις οροσειρές. Μακριά από  ανατολικά είναι η κορυφή του Αραχναίου. Στα βόρεια το φανταστικό σχήμα της Φούκας. Η Κυλλήνη υψώνεται στα βορειοδυτικά κι ανάμεσα τους τα μακρινά χιόνια του Παρνασσού.

 

Το απόγευμα πήγαμε στο Ναύπλιο. Μόλις φτάσαμε δραπετεύσαμε ευτυχώς από  τους βρώμικους δρόμους του κι από το ακόμη πιο βρώμικο πανδοχείο και πήραμε μια βάρκα για να  διασχίσουμε τον κόλπο. ‘Όσο βρισκόμαστε μέσα στον κόλπο, κάθε βύθισμα κουπιού ανακινούσε ρυπαρή λάσπη κι σήκωνε δυσωδία χειρότερη κι από του Τάμεση. Δεν μπορεί παρά να απορήσει κανείς γιατί το Ναύπλιο δεν ήταν ιδιαιτέρως υπεύθυνο για πανώλη, μια και μέχρι τα χρόνια αυτά υπήρξε τέτοια επιδημία. Η αιτία για την εξαφάνιση της νομίζω ήταν η εξής:

 

Πανώλης ήταν μια γενική ονομασία, που δινόταν από τους αμαθείς και τους αμβλύνοες Φράγκους του Μεσαίωνα και τους Ανατολίτες όλων των εποχών σε μια ποικιλία επιδημικών ασθενειών, η κάθε μια από τις οποίες έχει τώρα πάρει το κατάλληλο όνομα. Η μάστιγα δεν απομακρύνθηκε, μόνο που οι πάσχοντες έχουν μάθει πια να διακρίνουν τα διαφορετικοί είδη από τα οποία αποτελείται. Αλλά αυτοί παρεμπιπτόντως.

 

Παρατήρησα καθώς πλέαμε κατά μήκος του κόλπου ότι το κάστρο του Άργους παρουσίαζε την εμφάνιση ενός κανονικού επιμήκους τετραγώνου, έτσι ώστε, εκτός κι αν ήταν πολύ διαφορετικό στα αρχαία χρόνια, το σχήμα του να μη δικαιολογεί το όνομα με το οποίο είναι γνωστό στον Πλούταρχο: «ασπίς». Κομμάτια, όμως, του αρχαίου τείχους, που υπάρχουν ακόμη, και στον εξωτερικό και στον εσωτερικό περίβολο, καταδείχνουν ότι η έκταση του παλιά ήταν ίδια με τη σημερινή, και ότι το σχήμα του ήταν σχεδόν απαράλλακτο. Αν είναι έτσι, η καταγωγή της επωνυμίας «ασπίς» θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Ίσως σε κάποια πανάρχαιη τοπική λαϊκή έκφραση στο Άργος. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να αναζητηθεί, αλλά ποτέ βεβαίως δε θα βρεθεί. Αν δε φαινόταν σχεδόν παράλογο και να προσπαθήσει κανείς να μαντεύσει τη λύση αυτού του γρίφου, θα πρότεινα ότι αποτελεί μια λαϊκή ονομασία για  το «η έσω πόλις».

 

 

Λέρνα  

 

Σε μια ώρα και είκοσι λεπτά, άλλοτε με τα κουπιά κι άλλοτε με τα πανιά, remis velis, με τη βοήθεια μιας ασθενούς και άστατης αύρας , φτάσαμε στους Μύλους, όπου και μέρος για αποβίβαση. Μερικά φτωχά σπίτια ένα γύρω ορίζουν την τοποθεσία της αρχαίας Λέρνας. Κατά μήκος της παραλίας υπάρχει μια μακρόστενη λωρίδα από στέρεο ψιλό χαλίκι. Αλλά ανάμεσα, σ’ αυτό και στους πρόποδες των λόφων, φιδόσυρτα μονοπάτια και λάκκοι ξέχειλοι με λιμνάζοντα νερά, μας θυμίζουν ότι περνάμε το βάλτο της Λέρνας.

 

Στην άκρη της terra firma  μια πηγή με άφθονο νερό ρέει μέσα από το βράχο, ενώ κοντά εκεί είναι και μια ήρεμη βαθιά λιμνούλα. Αυτά τα χαρακτηριστικά της φύσης παραμένουν αναλλοίωτα, ενώ τα άλση, οι ναοί και το αγάλματα, τα οποία αφθονούσαν σ’ αυτή την περιοχή, δεν άφησαν πίσω τους ούτε ένα απομεινάρι. Ο ταξιδιώτης που επισκέφτηκε πριν από 17 αιώνες αυτήν εδώ την περιοχή γράφει: «Είδα και μια πηγή, ονομαζόμενη του Αμφιάραου, καθώς και την Αλκυονία λίμνη, από την οποία οι Αργείοι λένε πως ο Διόνυσος πήγε στον Άδη για να φέρει πάνω τη Σεμέλη. Το βάθος της Αλκυονίας δεν έχει πέρας, και δεν ξέρω κανένα άνθρωπο να μπόρεσε να βρει τον πυθμένα της με κανένα τρόπο, αφού κι ο Νέρων που ετοίμασε σκοινιά πολλών σταδίων και τα έδεσε το ένα με το άλλο και έδεσε σ’ αυτά και μολύβι και μεταχειρίστηκε οτιδήποτε άλλο θα του ήταν χρήσιμο, στη δοκιμή, ούτε αυτός μπόρεσε να βρει κανένα όριο του βάθους».

 

Και καθώς, ελλείψει άλλων εργαλείων για να συγκρίνουμε το βάθος της λίμνης Αλκυονίας με τη ευπιστία του Παυσανία, ρίχναμε πετραδάκια σ’ αυτήν, ένας αγρότης  που έσκαβε σ’ έναν διπλανό κήπο, αφού μας πλησίασε και μας πληροφόρησε ότι ήταν και ιερέας, υποστήριξε την άποψη ότι η λίμνη δεν είχε βυθό, γιατί κάποτε κάποιος προσπάθησε να τη βυθομετρήσει με ένα νήμα 77 οργιών και δεν τα κατάφερε. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι μιλάμε για την ίδια λίμνη με αυτή του Παυσανία.

 

Ο Παυσανίας συνεχίζει: «Άκουσα και το εξής: το νερό της λίμνης, όπως συμπεραίνει κανείς από την όψη του, είναι γαλήνιο και ήρεμο. Αν και φαίνεται όμως έτσι, πιάνει οποιονδήποτε τολμήσει να το διασχίσει κολυμπώντας και τον τραβάει στο βάθος. Η περιφέρεια της λίμνης δεν είναι μεγάλη, αλλά περίπου το ένα τρίτο του σταδίου», δηλ. 67 γιάρδες και, υποθέτω, σχεδόν όσο και σήμερα, «στις όχθες της υπάρχουν χλόη και σχίνοι», στα οποία θα πρόσθετα κίτρινα κρίνα και αγριοσέλινα. Σε μια τράφο εδώ κοντά είδα δυο μεγάλα νερόφιδα – Λερναίες Ύδρες – κιτρινόμαυρα. Τα όντα αυτά αφθονούν ακόμη εδώ. Ο Παυσανίας δράττεται της ευκαιρίας να σημειώσει ότι, κατά τη γνώμη του, η Ύδρα, την οποία σκότωσε εδώ ο Ηρακλής, διέφερε από τις άλλες Ύδρες μόνο στο μέγεθος και στο δηλητήριο, όχι στον αριθμό των κεφαλών: «Ο Πείσανδρος όμως από την Κάμειρο, για να φαίνεται το θηρίο πιο φοβερό, και για να γίνει το ποίημα, του πιο σπουδαίο, γι’ αυτούς τους λόγους παρουσίασε την ύδρα με πολλά κεφάλια». Ήταν ο ίδιος Πείσανδρος που, περιφρονώντας τον παλιό μύθο για τον Ηρακλή που σκοτώνει τις Στυμφαλίδες όρνιθες, για να κάνει πιο τρομερό τον ήρωα του, τον παρουσίασε να τις φοβίζει και να τις διώχνει μακριά χτυπώντας κρόταλα. Sic itur ad astra.

 

 

Πυραμίδα του Ελληνικού

 

 

«ένας ποταμός με σωστή ονομασία», όπως λέει ο Αισχύλος, αφού τον περάσαμε κι ανεβήκαμε στην αντίπερα πλαγιά του λόφου, φτάσαμε τελικά μπροστά σ’ ένα κτίσμα, την Πυραμίδα, το οποίο έγινε θέμα πολλών αμφισβητήσεων. Ο Παυσανίας, του οποίου μερικές φορές η συντομία είναι τόσο παράξενη και προκλητική όσο άλλες φορές η μακρηγορία του, εδώ μας αφήνει στο σκοτάδι. Όλα όσα γράφει αναφορικά με την Πυραμίδα είναι τα εξής:

Πυραμίδα του Ελληνικού. Σχέδιο εκ του φυσικού H. Belle, Paris 1881

Πυραμίδα του Ελληνικού. Σχέδιο εκ του φυσικού H. Belle, Paris 1881

Εδώ μας περίμεναν και τ’ άλογα μας. Πηγαίνοντας προς τα δυτικά κατά μήκος της δεξιάς όχθης ενός ξεροπόταμου, του αρχαίου Χείμαρρου,

 

 

«Γυρίζοντας πάλι κανείς στο δρόμο που οδηγεί προς την Τεγέα έχει δεξιά του λεγόμενου Τρόχου τις Κεγχρεές. Και πολυάνδρια υπάρχουν εδώ για Αργείους που νίκησαν σε μάχη τους Λακεδαιμονίους περί τας Υσιάς. Η μάχη αυτή εύρισκα πως είχε γίνει όταν κυβερνούσε στην Αθήνα ο Πεισίστρατος».

 

Αυτά τα πολυάνδρια (ομαδικοί τάφοι) ήταν συνηθισμένα στην Ελλάδα. Το πολυάνδριο των Αθηναίων στο Μαραθώνα ήταν τύμβος και στην κορυφή του στήλη ή κίονες ενεπίγραφοι με τα ονόματα των νεκρών. Αυτό των Λακεδαιμονίων στις Θερμοπύλες το ίδιο. Αυτό των Βοιωτών στη Χαιρώνεια ήταν τύμβος και στην κορυφή του ένα λιοντάρι. Σε όλες τις περιπτώσεις το ουσιώδες μέρος του μνημείου φαίνεται να το σχηματίζει ένας τύμβος.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η «Πυραμίδα» είναι χτισμένη πάνω σ’ ένα ύψωμα, το οποίο με την πρώτη ματιά φαίνεται τεχνητό. Μια πιο επισταμένη έρευνα, όμως, αποδεικνύει ότι είναι φυσικό, καθώς ο φυσικός βράχος εμφανίζεται σε ορισμένα σημεία της επιφάνειας. Αυτό που ίσως συνέβη είναι ότι, αφού η φύση πρόσφερε το ύψωμα, η έλλειψη χώματος και η αφθονία λίθων σ’ αυτή την άχαρη λοφοπλαγιά πρότειναν ένα κτίσμα αντί για επιτύμβια επιχωμάτωση. Το κτίσμα είναι τετραγωνικό και εισέρχεται κανείς από ένα στενό πέρασμα που σχηματίζεται από τον τοίχο που βρίσκεται από πάνω, κατά τα παραδείγματα της Τίρυνθας και των Μυκηνών. Οι εξωτερικοί τοίχοι αρχίζουν να παίρνουν μια κλίση προς το εσωτερικό από ένα ύψος τριών ποδιών από την επιφάνεια του εδάφους, δημιουργώντας έτσι μια γωνία τριάντα περίπου μοιρών σε σχέση με την κάθετο. Οι εσωτερικοί τοίχοι δεν παρουσιάζουν αυτή την κλίση. Το εσωτερικό είναι σχεδόν τετράγωνο περίπου 23 πόδια, και οι εξωτερικοί τοίχοι στα θεμέλια έχουν πάχος 9-10 πόδια. Εφόσον όμως οι εσωτερικοί τοίχοι δεν είναι επικλινείς, είναι φανερό ότι η ονομασία «Πυραμίδα» δεν έχει αποδοθεί σωστά σ’ αυτό το κτήριο. Ο τοίχος πρέπει να καταλήγει στο μεταίχμιο στην κορυφή επικλινούς πέτρινου τοίχου, σ’ ένα ύψος γύρω στα 12-14 πόδια από το έδαφος. Υπάρχει πόρτα εισόδου, της οποίας η κορυφή είναι σχηματισμένη από πέτρες επικρεμάμενες μέχρι να συναντηθούν στον κολοφώνα, σαν τη γνωστή πύλη στην Τίρυνθα. Ένα άλλο παράδειγμα απαντάται στα Κυκλώπεια τείχη του Τούσκουλου.

Το σχήμα όλου του κτηρίου είναι πολυγωνικό, και, πράγμα που είναι ασυνήθιστο σε κτήρια αρχαία Ελληνικά όλων των ρυθμών, οι πέτρες ενώνονται με ασβεστοκονία. Μ’ αυτό τον τρόπο, είμαι πεισμένος, πρέπει να έχει διαμορφωθεί μέρος του αρχικού οικοδομήματος και όχι, όπως προτείνει ο συνταγματάρχης Leake, αυτό να οφείλεται σε κατοπινές επιδιορθώσεις. Τώρα το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιο σκοπό εξυπηρέτησε αυτό το κτίριο. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν προορίζονταν για φρούριο, μια και ο επικλινής εξωτερικός τοίχος, από τον οποίο μπορεί κανείς να σκαρφαλώσει, θα διευκόλυνε την επίθεση εχθρού, και ο ίσιος εσωτερικός τοίχος, πάνω από τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς, θα εμπόδιζε την άμυνα. Κλίνω λοιπόν προς τη γνώμη ότι πρόκειται για πολυάνδριο. Όπως το κτήριο σε καμιά περίπτωση δεν είναι πυραμίδα και καθώς υπήρχαν πιθανώς πολλά παρόμοια κτίσματα τότε στην Ελλάδα, ο Παυσανίας δε σκέφτηκε να κάνει καμιά παρατήρηση για το σχήμα του. Η αντίρρηση ότι το είδος αυτό είναι πολύ πρώιμο για τη συγκεκριμένη χρονολογία παραμένει απλώς και μόνο υπόθεση. Δεν ξέρουμε πότε σταμάτησαν να εγείρονται πολυγωνικά κτήρια. Πιθανώς συνέχισαν να κατασκευάζονται σε μερικές περιπτώσεις πολύ αργότερα από τότε που η γεωμετρική ελληνική ήταν σε γενική χρήση, π.χ. όπου τα απαραίτητα εργαλεία, η δεξιότητα και ο χρόνος το επέτρεπαν.

Αυτό είναι το είδος της κατασκευής που μπορεί κανείς να πιστέψει ότι οι επιζώντες ενός στρατού ανήγειραν προς τιμή των συντρόφων τους. Το σχέδιο που παραδίδει ο συνταγματάρχης Leake απεικονίζει τις πέτρες πολύ πιο μικρές από όσο πραγματικά είναι. Ούτε τα θεμέλια δεν είναι σε καμιά περίπτωση τόσο κανονικά όσο στην εικόνα. Υπάρχουν και μερικά ερείπια ενός ελληνικού κτηρίου και άλλα ίχνη αρχαίας εγκατάστασης, από τα οποία συμπεραίνουμε ότι οι Κεχρεές του Παυσανία βρίσκονταν εκεί.

 

Ερασίνος  

 

 

Ο δρόμος από τον οποίο επιστρέψαμε στο Άργος περνάει από ένα άλλο μέρος που ονομάζεται «Μύλοι», συνηθισμένο τοπωνύμιο στην Ελλάδα. Οι μύλοι στην περίπτωση αυτή κινούνται από τις πηγές του Ερασίνου, ο οποίος έχει την πηγή του στους πρόποδες ενός κρημνώδους λόφου. Αυτός «ο γιος του βράχου» βρίσκεται ήδη σε πλήρη ανάπτυξη από τη στιγμή της γέννησης του, σαν την Αθηνά, και ξεχύνεται με άφθονα κρυστάλλινα νερά. Επάνω στο πρόσωπο του βράχου βρίσκεται μια μεγάλη σπηλιά, ένα μέρος της οποίας έχει κτιστεί κι έχει γίνει εκκλησία. Τα άλλα ελίσσονται μέσα στην καρδιά του λόφου. Γύρο  στους μύλους φυτρώνουν ιτιές, λεύκες, μουριές και άλλα «ήμερα» δένδρα. Εδώ οι Αργείοι συνήθιζαν να κάνουν ένα πανηγύρι που το έλεγαν «τύρβη», προς τιμή του Διόνυσου και του Πάνα. Είναι τόσο όμορφη και, αυτό που το επιτείνει περισσότερο για το σκοπό αυτό, τόσο ευχάριστη αυτή η τοποθεσία που, αν βρισκόταν κοντά στην Αθήνα, θα μας ήταν ήδη γνωστή από κάποιο αθάνατο τραγούδι. Χωρίς αμφιβολία οι προσευχές τραγουδιούνταν σε αρκετούς αργειακούς διθυράμβους. Υποθέτω ότι κανείς ποταμός με τόσο όγκο νερού δεν έχει τόσο μικρό μήκος, όπως ο Ερασίνος – λίγο περισσότερο από ένα μίλι. Οι αρχαίοι τον ταύτισαν με τον ποταμό που εξαφανίζεται στη Στυμφαλία. Μια θεωρία που, κατά περίεργο τρόπο, βρήκε ανταπόκριση και στα νεότερα χρόνια . Ο συνταγματάρχης Mure πιστεύει ότι το γεγονός έχει εξακριβωθεί με πραγματικό πείραμα, πέταξαν δηλ. κάτι στη Στυμφαλία και το είδαν να εμφανίζεται στους Μύλους. Δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή μαρτυρία ότι έγινε ένα τέτοιο πείραμα. Θα απαιτούσε πολύ κόπο, υπομονή και εργασία, και οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν συνηθισμένοι να τα αφιερώνουν όλα αυτά στη μελέτη των φυσικών φαινομένων. Εκτός από αυτό, και αν ακόμη υπήρχε κάποια σύνδεση ανάμεσα στα ποτάμια, δεν είναι πολύ πιθανό ότι ένα τέτοιο πείραμα θα το εξακρίβωνε. Ότι και να ριχνόταν μέσα είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε θα ξαναεμφανίζονταν ποτέ. Επιπλέουσες ουσίες θα εγκλωβίζονταν και χρωματιστή ύλη θα διυλίζονταν κατά τη διαδρομή. Η ιστορία με τον Αλφειό και την Αρέθουσα και χίλιες δυο τέτοιες ανοησίες αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες θα πίστευαν οτιδήποτε για τα νερά αυτού του κόσμου. Ούτε το πρόβλημα της απόστασης ούτε η κατεύθυνση ούτε η διαφορά επιπέδου παρεμπόδιζε ένα θρύλο. Γι’ αυτούς ένας ποταμός ήταν ένας θεός και μια πηγή μια νύμφη – πρόσωπα αλλά και πράγματα επίσης- και οι δυο ιδέες ήταν αξεδιάλυτα ανακατεμένες στη λαϊκή σκέψη. Αν το νερό δεν μπορεί να τρέξει προς την πηγή του, μια νύμφη ή ένας θεός μπορούν. Σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση τα φανερά γεγονότα θα μπορούσαν να οδηγήσουν ένα λιγότερο εύπιστο λαό να συναγάγει αυτό το συμπέρασμα. Ένας ποταμός με άφθονα νερά επίσης εμφανίζεται κοντά στο Άργος. Τι πιο φανερό από το να προσθέσεις ένα κι ένα. Τώρα που γνωρίζουμε μερικά πράγματα για τη σύνθεση του φλοιού της γης φαίνεται παράξενο μια τέτοια θεωρία να υποστηρίζεται ακόμη, λαμβανομένου υπόψη ότι ανάμεσα στα δυο αυτά μέρη παρεμβάλλονται πολλές λοφοσειρές, με χώματα ανασκαμμένα άτακτα -μια αταξία που, πρέπει να επικρατεί και κάτω από το έδαφος όπως και επάνω σ’ αυτό. Υπάρχουν, λοιπόν, άπειρες πιθανότητες, ένα ρεύμα νερού να μην μπορεί να συνεχίζεται στο ίδιο κανάλι μετά από τόση απόσταση. Πιθανότατα τα νερά του ποταμού της Στυμφαλίας, διαχωριζόμενα σε εκατοντάδες ρυάκια, τροφοδοτούν τις πηγές του Ασωπού και της Νεμέας, και καταλήγουν Κορινθιακό, ενώ ο Ερασίνος αποτελεί το κύριο όργανο της φύσης για να μεταφέρει τα νερά του Αρτεμίσιου στον κόλπο του Άργους.

 

Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν ξανανεβήκαμε. Πλάι στο δρόμο ρέει ένα ρυάκι με άφθονο νερό προερχόμενο από τον Ερασίνο και προορισμένο να αρδεύει  τους αργείτικους αγρούς και κήπους. Πλήθος βατράχων μας επιτέθηκαν με πείσμα με φωνές πολύ πιο δυνατές και τραχιές από τις φωνές των βατράχων στην Αγγλία. Άρχισαν μ’ ένα βουβό προπαρασκευαστικό ήχο, σαν ένα παλιό ολλανδικό ρολόι που βογγάει στην προσπάθεια του να χτυπήσει τις ώρες, και κατέληξαν με μια διαδοχή από συγκεχυμένα «κουάκ». Η γλώσσα των βατράχων δεν μπορεί να αποδοθεί καλύτερα σε έναρθρη ομιλία από τα «Βρεκεκέξ κουάξ κονάξ» του Αριστοφάνη.

 

Οι άνδρες μας τους πέταγαν πέτρες για να σταματήσουν τις φωνασκίες τους, αλλά δεν κατάφερναν τίποτα. Όταν ο Διόνυσος λέει στο έργο «Αχ, νόμιζα ότι θα έπρεπε να σταματήσω το κοάξ σας στο τέλος» φαντάζομαι ότι το κάνει χτυπώντας το χορό των βατράχων στο κεφάλι με το κουπί του. Πιθανότατα ο χορός θα ήταν τοποθετημένος στη σειρά στο πίσω μέρος της σκηνής, με τα κεφάλια μονάχα να προεξέχουν από το έδαφος, ενώ ο Διόνυσος κωπηλατεί με τη βάρκα του (το πάτωμα γι’ αυτή τη σκηνή θα έχει μεταβληθεί σε λίμνη) με τη βοήθεια του «μηχανοποιού» που βρίσκεται από κάτω. Είναι κρίμα που δε μας σώθηκαν οι σκηνικές οδηγίες του αρχαίου δράματος.

 

 

 

Περιοδικό Ελλέβορος « Πρώτο Αφιέρωμα στο Άργος», σελ. 13-21, τεύχος 11, 1994.

Μετάφρασηεπιμέλεια: Λεφτέρης Μπαρδάκος.

  

Πηγή

  •  Clark, William George, 1821-1878. « Peloponnesus :notes of study and travel». London : John W. Parker and son,1858.

 

Read Full Post »

Ελληνιστική Πυραμίδα Ελληνικού


 

Στο νοτιοδυτικό άκρο της αργολικής πεδιάδας κοντά στις πηγές του Ερασίνου ποταμού (σημερινό Κεφαλάρι) και πάνω σε κύρια οδική αρτηρία που κατά την αρχαιότητα οδηγούσε από το Άργος προς την Τεγέα και την υπόλοιπη Αρκαδία, βρίσκεται ένα μεμονωμένο μνημείο, ένα μικρό οχυρό, γνωστό σήμερα με την ονομασία «Πυραμίδα» του Ελληνικού (σημερινό χωριό «Ελληνικό»). Σύμφωνα με τις ανασκαφικές μαρτυρίες και τα χαρακτηριστικά στοιχεία της δομής του χρονολογείται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και όχι στην προϊστορική περίοδο, όπως πρόσφατα θέλησαν να αποδείξουν ορισμένοι ερευνητές. Στα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας θεωρούσαν την πυραμίδα ως ταφικό μνημείο «Πολυάνδριον», ενώ σήμερα είναι βέβαιο ότι είναι οχυρό του τύπου των μικρών φρουρίων που έλεγχαν τους οδικούς άξονες και που είναι γνωστός και από άλλες περιοχές της Αργολίδας και Κυνουρίας.

 

Otto Magnus von Stackelberg, «Ερείπιον πυραμίδος παρά το Άργος», 1834.

 

Έχει σχήμα πύργου με επικλινείς τις εξωτερικές πλευρές του οι οποίες περιβάλλουν ένα ορθογώνιο οικοδόμημα συνολικών εσωτερικών διαστάσεων 7,03 x 9,07 μ. Οι εξωτερικοί αυτοί τοίχοι, ανερχόμενοι με κλίση πλευράς 60 μοιρών, σε ύψος 3,50 μ. μετατρέπονται σε κατακόρυφους για να στηρίξουν τους ορόφους της ανωδομής. Η κύρια είσοδος του μνημείου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του μνημείου, δηλαδή στην πλευρά που κοιτάζει προς την θάλασσα του Αργολικού κόλπου. Απ’ αυτήν εσωτερικά ξεκινά ένας στενόμακρος διάδρομος που οδηγεί σε μικρότερη πυλίδα, ανοιγμένη στο νότιο τοίχο του κυρίως χώρου, ενός τετράγωνου δωματίου πλευράς 7 μ περίπου.

Το επιβλητικό αυτό μνημείο είναι όλο δομημένο από σκληρό γκρίζο ασβεστόλιθο της περιοχής σε τραπεζιόσχημο και πολυγωνικό εν μέρει σύστημα από μεγάλους λιθόπλινθους. Ανασκαφικές έρευνες στο μνημείο, του οποίου η λιθοδομή παρέμεινε ακλόνητη επί 2400 χρόνια έγιναν από τον Th. Wiegand το 1901, κυρίως όμως από τον L. Lord το 1938, οι οποίοι δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των ανασκαφών τους σε σχετικές μονογραφίες.

 

Πυραμίδα του Ελληνικού (Κεγχρεών). Λιθογραφία από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών», Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

 

Ο Παυσανίας στην Περιήγησή του «Κορινθιακά» θεωρεί την Πυραμίδα του Ελληνικού ως πολυάνδριο δηλαδή ως ομαδικό τάφο κατοίκων του Άργους.

 

Γράφει: «ἐρχομένοις δὲ ἐξ Ἄργους ἐς τὴν Ἐπιδαυρίαν ἐστὶν οἰκοδόμημα ἐν δεξιᾷ πυραμίδι μάλιστα εἰκασμένον, ἔχει δὲ ἀσπίδας σχῆμα Ἀργολικὰς ἐπειργασμένας. ἐνταῦθα Προίτῳ περὶ τῆς ἀρχῆς πρὸς Ἀκρίσιον μάχη γίνεται, καὶ τέλος μὲν ἴσον τῷ ἀγῶνι συμβῆναί φασι καὶ ἀπ’ αὐτοῦ διαλλαγὰς ὕστερον, ὡς οὐδέτεροι βεβαίως κρατεῖν ἐδύναντο: συμβάλλειν δὲ σφᾶς λέγουσιν ἀσπίσι πρῶτον τότε καὶ αὐτοὺς καὶ τὸ στράτευμα ὡπλισμένους. τοῖς δὲ πεσοῦσιν ἀφ’ ἑκατέρωνων – πολῖται γὰρ καὶ συγγενεῖς ἦσαν – ἐποιήθη ταύτῃ μνῆμα ἐν κοινῷ».

 

«Δεξιά καθώς κανείς πηγαίνει από το Άργος προς την Επιδαυρία υπάρχει οικοδόμημα που μοιάζει πολύ με πυραμίδα και έχει απεικονισμένες ανάγλυφες ασπίδες του σχήματος των αργολικών ασπίδων. Αυτού είχε πολεμήσει ο Προίτος εναντίον του Ακρισίου για την βασιλεία, και λένε πως ο αγώνας έληξε ισόπαλος και γι’ αυτό αργότερα συμφιλιώθηκαν, αφού ούτε ο ένας ούτε ο άλλος μπόρεσε να πετύχει αποφασιστική νίκη. Λένε πως τότε πρώτη φορά συγκρούστηκαν οπλισμένοι με ασπίδες και οι ίδιοι και το στράτευμά τους. Για όσους εκατέρωθεν έπεσαν, επειδή ήταν συμπολίτες και συγγενείς, έγινε σ’ αυτό το μέρος κοινός τάφος». (Μετάφραση Νικολάου Παπαχατζή, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών»).

 

Πηγές


  • Υπουργείο Πολιτισμού.
  • Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις – Κορινθιακά / Λακωνικά, Εκδοτική Αθηνών, 2004, σ. 192-193.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »