Ευτυχία Δ. Λιάτα «Αργεία γη: Από το Τεριτόριο στο Βιλαέτι (τέλη 17ου αρχές 19ου αι.)»
Το βιβλίο της κυρίας Ευτυχίας Λιάτα, «Αργεία γη – Από το Τεριτόριο στο Βιλαέτι», παρουσιάζει την πόλη του Άργους από τα τέλη 17ου αιώνα έως της αρχές 19ου και εξετάζει: την Οριοθεσία της περιοχής του Άργους, τα Δημογραφικά, τα Οικιστικά, την Κοινωνία του Άργους, τα Προϊόντα, τα Διοικητικά και Φορολογικά και τέλος τους Παρακεντέδες, ξενομερίτες, μια ιδιαίτερη κατηγορία πληθυσμού, οι οποίοι εργάζονταν στην περιοχή του Άργους. Το βιβλίο εκδόθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το 2003.
[…] Οι ειδήσεις για την κοινωνία του Άργους στους αιώνες που διαπραγματευόμαστε εδώ είναι ελάχιστες, ιδιαίτερα μάλιστα για την περίοδο της βενετοκρατίας. Γενικά, οι κάτοικοι της περιοχής εμφανίζονται φτωχοί με τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας. Ο σύνδικος καταστιχωτής Μαρίνος Μικιέλ στην έκθεσή του (1691) για τον Μοριά παρεπιπτόντως μόνο αναφέρεται στο Άργος, όταν, κάνοντας λόγο για τον πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής της Αργοναυπλίας, λέει ότι οι κάτοικοι «είναι κατά μέγα μέρος Αρβανίτες, αγροίκοι και γεωργοί εύστροφοι, με κλίση στη χρήση των όπλων, όπως επίσης εκείνοι του Άργους, όπου μερικοί ασχολούνται με το εμπόριο».
Λίγα χρόνια αργότερα ο βενετός γιατρός Aless Pini, αναφερόμενος στο Άργος, θα επισημάνει ότι η πόλη βρίσκεται στην ίδια θέση που ήταν κτισμένη η αρχαία, όπου και διασώζονται πολλά ερείπια. Λίγες αράδες πιο κάτω όμως κι αφού μιλήσει για το κάστρο του Άργους, τη Λάρισα, θα επανέλθει λέγοντας ότι η σύγχρονη πόλη δεν είναι κατώτερη – από την αρχαία προφανώς – αν και οι Έλληνες που την κατοικούν είναι ταπεινής καταγωγής. Υπάγεται εκκλησιαστικά στον επίσκοπο του Ναυπλίου, ο οποίος φέρει ακόμα τον τίτλο του επισκόπου Άργους. Στο κάστρο εδρεύει ένας διοικητής με ελάχιστους στρατιώτες.

Αργεία γη: Από το Τεριτόριο στο Βιλαέτι
Περνώντας στην περίοδο της τουρκοκρατίας και όσον αφορά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των κατοίκων η έμμεση μαρτυρία του Leake είναι από τις λίγες που έχουμε για την εποχή και για το θέμα αυτό. Ο Leake, λοιπόν, αναφέρει ότι άκουσε να λένε πως οι αναπλιώτισσες ήταν όμορφες, ενώ οι αργίτισσες άσχημες, διαφορά που την απέδιδαν στο νερό, μια και το Άργος υδρευόταν αποκλειστικά από πηγαδίσιο νερό, ενώ τ’ Ανάπλι έπαιρνε νερό με υδραγωγείο από μια πηγή της Τίρυνθας.
Μια άλλη μαρτυρία που έχει να κάνει με τον τρόπο αμφίεσης των κατοίκων είναι εκείνη του Sibthorp, ο οποίος επισκέφτηκε το Άργος στα 1794 ημέρα παζαριού, όπως αναφέρθηκε ήδη∙ η μόνη ενδυματολογική παρατήρηση που κάνει, είναι πως όλοι οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, ήταν ντυμένοι με προβατόγουνες. Εδώ, αξίζει να κάνουμε μια αναδρομή προς τα πίσω στις αρχές του ίδιου αιώνα και να δούμε τη μαρτυρία ενός κατοίκου της περιοχής και πόσο υποτιμητικά μιλάει για την κοινωνία του Άργους σε σχέση με εκείνη τ’ Αναπλιού. Πρόκειται για τον Γ. Μέλο, έμπορο αθηναίο, εγκατεστημένο στη Βενετία, ο οποίος, γράφοντας στον αδελφό του στ’ Ανάπλι, του λέει ότι δεν συμφωνεί σε καμιά περίπτωση με τα σχέδια του να παντρευτεί και να εγκατασταθεί στο Άργος, «όπου στάθηκε ο χαλασμός του σπιτιού τους», και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν θέλει τα παιδιά του αδελφού του «να φορούν τα τσαρούχια» ενδεικτικό στοιχείο κοινωνικής κατωτερότητας πληθυσμών κατά βάση αγροτοποιμενικών.
Προς το τέλος όμως της β’ τουρκοκρατίας η κατάσταση φαίνεται να έχει άρδην αλλάξει. Οι διαφορές (πολιτισμικές, οικονομικές, πληθυσμικές) ανάμεσα στις δύο γειτονικές πόλεις έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, και πάντως, αν υφίστανται, τώρα πλέον είναι υπέρ του Άργους και όχι του Ναυπλίου. Ως προς το θέμα της μόρφωσης των κατοίκων δεν θα μπορούσαμε να φθάσουμε σε ασφαλή και επαρκή συμπεράσματα, επειδή λείπουν οι μαρτυρίες. Στα 1820 μόνο, όταν ο De Marcellus θα βρεθεί στο Άργος, θα σημειώσει ότι επισκέφτηκε ένα δημόσιο σχολείο, όπου, καλεσμένος από το δάσκαλο, παρακολούθησε τη μέθοδο διδασκαλίας του, την οποία και περιγράφει. Μιλάει ακόμα για τα βιβλία που είδε εκεί και δίνει μεταφρασμένα αποσπάσματα από μια παράσταση με σκηνές από το έργο Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, που μαθητές έδωσαν για χάρη του.
Πρόκειται, προφανώς, για τη Σχολή που είχε ιδρύσει η οικογένεια Περούκα και ως ένα διάστημα στεγαζόταν στη Μονή της Κατακεκρυμμένης. Γενικά, η κοινωνία του Άργους με ελληνικό αλλά και έντονο αρβανίτικο πληθυσμό ποτέ δεν απόκτησε αστικό χρώμα κι έτσι πάντα σε σχέση με το Ναύπλιο, παρά τον τούρκικο πληθυσμό του, έμεινε πολιτισμικά και κοινωνικά καθυστερημένη, με πληθυσμό κατά βάση φτωχό κι ακαλλιέργητο, όπου όμως ξεχώριζαν και κάποιοι προύχοντες.
Ο Πουκεβίλ αναφέρει ότι οι περισσότεροι Αργείοι ήταν έμποροι αλόγων και αραμπατζήδες, αφού στην περιοχή εκτρέφονταν ακόμα άλογα. Όσο για τους Τούρκους που κατοικούσαν στο Άργος ήταν πλούσιοι και υπήρχαν πολύ καλές οικογένειες, πράγμα που προσέλκυε εκεί πολλούς Ιταλούς τσαρλατάνους. Και ο Leake, εξάλλου, σημειώνει ότι η πλεονεκτική θέση του Άργους και τα προνόμιά του, προσέλκυσαν πολλούς εύπορους Έλληνες. Είδαμε, άλλωστε, σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι στη μεγαλύτερη συνοικία της πόλης, τον Λεπούρ μαχαλά, ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι προύχοντες αργίτες.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους προύχοντες, ο πολυσυζητημένος από τους ξένους της εποχής Βλασσόπουλος, κοτζαμπάσης και προστατευόμενος των Άγγλων, θα φιλοξενήσει στα 1802 στο αρχοντικό του τη λαίδη Έλγιν με την οικογένειά της. Ο ίδιος, άλλωστε, διενεργούσε ανασκαφές στην περιοχή για λογαριασμό του Έλγιν. Στα 1806 ο Σατωμπριάν φτάνοντας στο Άργος θα κάνει τη γνωριμία και θα φιλοξενηθεί στο σπίτι του λόγιου γιατρού Διονυσίου Αβραμιώτη, για τον οποίο γράφει πως ήταν Ιταλός, εξόριστος στην Ελλάδα, όπου κατάφερε να πλουτίσει και τώρα επιθυμούσε να γυρίσει στην πατρίδα του.
Διαπρεπής προσωπικότητα του Άργους, μορφωμένος και γλωσσομαθής, ο Δημ. Περούκας, από τους εξέχοντες του τόπου διετέλεσε για χρόνια προεστός και στην περίοδο 1812-1821 βεκίλης του Μοριά στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένειά του, από τις πλουσιότερες του τόπου, είχε έντονη την παρουσία της στα κοινά. Ανάμεσα στους προύχοντες, που κατά καιρούς χρημάτισαν και επίτροποι του τόπου, ήταν οι οικογένειες, Δωροβίνη, Αναγνωστόπουλου, Γκελμπερή, κ.ά.
Ευτυχία Δ. Λιάτα
«Αργεία γη: Από το Τεριτόριο στο Βιλαέτι (τέλη 17ου αρχές 19ου αι.)».
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2003
Σελ. 144
ISBN 960-7916-26-3
Read Full Post »