Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ηραία’

Το Αρχαίο Στάδιο και η «Ασπίδα» στο Άργος: Η άλλη άποψη.  Δρ. Όλγα Ψυχογυιού, Αρχαιολόγος. Αργειακή Γη, τεύχος 3, Δεκέμβριος 2005.


Από τον Παυσανία αντλούμε τη μοναδική πληροφορία που μας παρέχουν οι αρχαίες γραπτές πηγές σχετικά με τη θέση του Σταδίου, όπου τελούνταν τα Νέμεια και τα Ηραία. Βρίσκεται, μας λέει ο περιηγητής, στην περιοχή του ιερού του Απόλλωνος Δειραδιώτη, όπου το είδε κατά την ανοδική του πορεία προς την Ακρόπολη της Λάρισας, στην κορυφή του λόφου του Κάστρου.

Ο «κιθαρωδός» Απόλλωνας. Τοιχογραφία στον οίκο του Αυγούστου στη Ρώμη, περ. 20 π.Χ.

Ο «κιθαρωδός» Απόλλωνας. Τοιχογραφία στον οίκο του Αυγούστου στη Ρώμη, περ. 20 π.Χ.

Κατά το πέρας των αιώνων τα ίχνη του ιερού αυτού χάθηκαν. Ξεχάστηκε και πού βρισκόταν η Δειράδα. Έτσι, οι περισσότεροι από τους ταξιδιώτες που επι­σκέφτηκαν το Άργος – κυρίως από τα μέσα του 18ου αιώνα- με τον Παυσανία στο χέρι, αναζητώντας τα μνημεία της φημισμένης πόλης, είδαν τα κατάλοιπα του «Κριτηρίου» – Νυμφαίου της Λάρισας στην ανατολική κλιτή του λόφου, κο­ντά στο μεγάλο Θέατρο, και τα ταύτισαν με αυτό το ιερό και συνεπώς τη γύρω του περιοχή με τη Δειράδα. Λίγοι βάδισαν πέρα από τα βορειοδυτικά όρια της πόλης, κάτω από το βράχο της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης και πιο πέρα στο διάσελο μεταξύ των δύο λόφων, που ονομάζουμε σήμερα «Πορτίτσες». Θα αναφέρουμε παρακάτω αναλυτικά τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι περιη­γήσεις τους.

Μετά τον εντοπισμό του ιερού του Απόλλωνος Δειραδιώτη στη βορειοδυτι­κή κλιτή του λόφου του Προφήτη Ηλία, ο ίδιος ο Wilhelm Vollgraff που το είχε αποκαλύψει, αναζήτησε το Στάδιο στα βορειοδυτικά του ιερού. Ένας αιώνας κλείνει φέτος από τη δημοσίευση της άποψής του. Και χωρίς να είναι αποδεκτή από όλους, η άποψη αυτή παρέμεινε χωρίς παραλλαγή έως το 1986, οπότε ο συνάδελφος Χρήστος Πιτερός τάραξε τα νερά, παρουσιάζοντας μία νέα, δική του άποψη.

Όταν άρχισα να ασχολούμαι επί τόπου με τις αρχαιότητες του Άργους το 1989, δεν είχα λόγο να αμφισβητήσω τη μία ή την άλλη από τις δύο αυτές από­ψεις. Όμως, η αποκάλυψη ενός μεγάλου τμήματος πώρινου μνημειώδους αναλήμματος στην περιοχή «Πορτίτσες» στο βόρειο άκρο της οδού Καρατζά, κατά την ανασκαφική έρευνα που διεξήχθη το 1993 πριν από την τοποθέτηση αγωγού λυμάτων στην οδό αυτή, με οδήγησε στην επανεξέταση των δεδομένων που αφορούσαν στον εντοπισμό του σταδίου όπου τελούνταν οι πανελλήνιοι αγώνες […]

Για τη συνέχεια της ανακοίνωσης της κας Όλγας Ψυχογυιού, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Το Αρχαίο Στάδιο και η Ασπίδα στο Άργος – Η άλλη άποψη

Read Full Post »

Ηραία


 

Οι Πανελλήνιοι Αγώνες στην Αρχαιότητα – Ηραία τα εν Άργει

 

Ήρα. Ρωμαϊκό αντίγραφο 450 – 400 π.Χ. Museo Archeologico Nazionale, Naples.

Οι Πανελλήνιοι αλλά και οι κατά τόπους καθιερωμένοι αθλητικοί αγώνες των αρχαίων Ελλήνων, δημιούργημα του ελεύθερου ελληνικού πνεύματος αλλά και του ηρωικού τρόπου αντίληψης της ζωής,  ήσαν στενά συνδεδεμένοι με την έντονα φυσιοκρατική αρχαία θρησκεία τις αναγεννητικές δυνάμεις της φύσης, τα κατορθώματα των θεών κατά των Γιγάντων αλλά και τη λατρεία των ηρώων, τα κατορθώματα των οποίων ύμνησαν και τα έκαναν τραγούδι ο Όμηρος και οι ένθεοι ποιητές.

Στο Άργος, την εύφορη Ιναχία χώρα, τη «φιλτάτη» πόλη της Ήρας, οι αθλητικοί αγώνες ήταν συνδεδεμένοι με τη λατρεία της μεγάλης «Πότνιας» θεάς της φύσης, της Ήρας, η λατρεία της οποίας μαζί με του Δία, αναφέρεται στις μυκηναϊκές πινακίδες Γραμμικής Β’ γραφής της Πύλου και της Θήβας. Η λατρεία της προελληνικής αυτής θεότητας με τα πολλά έκθετα έχει βαθιές ρίζες στην Αργεία χώρα και αποτελεί την προσωποποίη­ση των αειφόρων, αναγεννητικών φυ­σικών δυνάμεων της Πλουτοδότρας φύσης, η οποία κάθε χρόνο με τις ζωογόνες της δυνάμεις σκορπίζει τη θεϊκή ευλογία πάνω στη Μητέρα Γη, με την οργιώδη βλάστηση, την ανθοφο­ρία της Άνοιξης και την καρποφορία με τον πλούσιο αμητό.

Την Άνοιξη, όταν η φύση έβρισκε «τη γλυκιά και την καλή της ώρα» τελούνταν θρησκευτικές τελετουργίες προς τιμήν της μεγάλης Πότνιας (παντοδύναμης) Θεάς, κατά τις οποίες ελάμβανε χώρα η Επιφάνεια της θεότητας, όπως θριαμβευτικά εικονίζεται στο μεγαλύτερο χρυσό, μυκηναϊκό δαχτυλίδι της Τίρυνθας, η Summa Theologica, τα άγια των αγίων της μυκηναϊκής θρησκείας, όπου εικονίζεται η Θεά της φύσης, καθισμένη σε θρόνο και με το δε­ξιό ανυψωμένο χέρι κρατάει το ποτήριο της «Θείας Κοινωνίας», ενώ προ­σέρχονται σε πομπή τα ιερά της πα­ντοδύναμα ζώα, σύμβολα των φυσικών δυνάμεων, ανθρωποειδείς λεοντοδαίμονες που βαστάζουν τις τελε­τουργικές πρόχους προσφορών (χάλ­κινα αγγεία-κανάτες) έτοιμοι να προ­σφέρουν τη «θεία Ευχαριστία» στη μεγάλη πότνια θεά της φύσης.

 

Το μεγάλο χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθας (16ος – 15ος αι. π.Χ.). Η θεά της φύσης, καθιστή σε θρόνο, κρατάει το ποτήριο της «θείας κοινωνίας». Οι λεοντοδαίμονες σε πομπή κρατούν πρόχους, τελετουργικά αγγεία προσφορών.

 

Σύμφωνα με την παράδοση ο Ίναχος και οι συνδικαστές του Κηφισσός και Αστερίωνας αποφάσισαν η χώρα να ανήκει στην Ήρα και όχι στον Ποσειδώνα, και η «Ζευξιδία και Ζυγιά» Ήρα δίδαξε τους κατοίκους του Άργους πως να ζεύξουν τα ιερά της ζώα, τις λευκές αγελάδες, και να μάθουν να καλλιεργούν τη γη, για να ανθοφορεί και να καρπίζει το σιτάρι, και για τον λόγο αυτό λατρευό­ταν την άνοιξη στο Άργος κυρίως ως Ήρα Άνθεια, με τελετουργικούς χορούς γυναικών που κρατούσαν κλαδιά στα χέρια.

  

Στο Ηραίο του Άργους

 

Ως σύζυγος του Δία στην κορυφή της πυραμίδας του Δωδεκαθέου η Ήρα εκ­προσωπούσε και προστάτευε τη θεϊκή και ανθρώπινη τάξη, προστάτρια του γάμου και της οικογένειας, κρατούσε σταθερά «τας κλείδας του γάμου» και ήταν αυστηρή, αμείλικτη τιμωρός στους επίορκους, όπως συνέβη με την ιέρειά της την Ιώ, που συνευρέθηκε με τον Δία, την οποία καταδίωξε μέχρι τέλους και τη μεταμόρφωσε σε δαμάλα. Αλλά η Ήρα είχε λάβει μέρος στη Γιγαντομαχία και ήταν και πολεμική θεά. Στο ιερό της ήταν αφιερωμένο το ακαταμάχητο όπλο, η ιερή ασπίδα του Δαναού, μετά τον θάνατο του οποίου ο Λυγκεύς την έδωσε στο γιο του και βασιλιά του Άργους  Άβαντα, ο οποίος με το ιερό αυτό όπλο, το παλλάδιο της Ήρας, ήταν αήττητος, ενώ σύμφωνα με τον μύθο οι γιοι του Άβαντα Προίτος και Ακρίσιος πολέμησαν μεταξύ τους για πρώτη φορά με ξύλινες ασπίδες.

 

Χάλκινη Υδρία, 470- 460 π.Χ., έπαθλο στους αγώνες των Ηραίων του Άργους. Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.

 

Η ασπίδα, το ιερό σύμβολο, παλλά­διο της Ήρας, δινόταν ως έπαθλο, ανά­μεσα σε άλλα βραβεία, στους νικητές των αγώνων, που ελάμβαναν χώρα στο Ηραίο του Άργους, το μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο της Αργολίδας των ιστορικών χρόνων, που αναπτύ­χθηκε όταν οι Αργείοι κυριάρχησαν δυναμικά επί των άλλων πόλεων και κωμών της Αργολίδας και γύρω από το ιερό, στο οποίο μεταφέρθηκε και το πανάρχαιο ξύλινο άγαλμα (ξόανο) της Ήρας από την Τίρυνθα, δημιούργησαν μια θρησκευτική και πολιτική αμφι­κτιονία καθοριστικής σημασίας για την πολιτική ενοποίηση της Αργείας χώρας.

Το ιερό εγκαθιδρύθηκε στο μέ­σον και στα βόρεια του αργολικού πε­δίου, στην ευρύτερη περιοχή των Μυ­κηνών, στην πανάρχαια Πρόσυμνα, πάνω σε ήρεμο λόφο, σε παλαιό χώρο λατρείας και κάτω από το βουνό της Εύβοιας (=βουνό με τις όμορφες αγελάδες, τα ιερά ζώα της Ήρας) από όπου ο προσκυνητής και επισκέπτης βιώνει τη θεϊκή γαλήνη του απαράμιλλου κάλλους φυσικού τοπίου που περιστοιχίζεται κυκλικά από τις θεϊκές κορυφογραμμές των βουνών και απλώ­νεται ήρεμα γύρω από το μητρικό της Αργολίδας κόλπο.

Στον μοναδικό αυτόν ιερό χώρο με τα πρωτοφανή αρχιτεκτονήματα της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, που απέχει σαράντα πέντε στάδια, οκτώ χιλιόμετρα, βορειοανατολικά από το Άργος, ελάμβαναν χώρα θρησκευτικές τελετουργίες της μεγάλης θεάς του Άργους, της Ήρας και αγώνες με πανελλήνια ακτινοβολία, οι οποίοι στη διαχρονική τους εξέλιξη ονομάζονταν Ηραία, Εκατόμβοια και η εξ Άργους ασπίς.

Οι αγώνες αυτοί συνδέ­ονταν επίσης με την ηρωική λατρεία των ένδοξων ηρώων του Άργους που έλαβαν πρωταρχικά μέρος στον Τρωι­κό πόλεμο και τα κατορθώματά τους εξυμνούν τα ομηρικά έπη, αλλά και των αριστοκρατικών γενών, όπως σαφώς προκύπτει από τον μεγάλο, ταφικό, πιθοειδή αμφορέα της ύστερης γεωμετρικής εποχής που απεικονίζει πα­ράσταση πάλης, προφανώς σε επιτάφιους αγώνες.

 

Η ιερή πομπή

 

Στην εορτή της Ήρας, η ιερή πομπή ξεκινούσε από το Άργος. Προπορεύο­νταν οι νέοι που βρίσκονταν στην ακ­μή της ήβης με την ιερή χάλκινη ή χρυσή ασπίδα, το ιερό σύμβολο, παλλάδιο της θεάς, που την είχαν κατεβά­σει (καθαιρέσει) από τον ιερό οχυρό τόπο της Λάρισας του Άργους, που έφερε και το όνομα Ασπίδα. Την ασπί­δα κρατούσε ο πιο άξιος από τους νέους και ήταν μεγάλη τιμητική διάκρι­ση μεταξύ των νέων η θρησκευτική αυτή επιλογή.

Σύμπλεγμα Κλέοβι και Βίτωνα - Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών. Δύο μνημειακά αρχαϊκά αγάλματα, από τα πιο γνωστά δείγματα του τύπου του κούρου. Στέκονται παρατακτικά επάνω σε χωριστές πλίνθους, αλλά σε ενιαίο βάθρο, στο οποίο έχει χαραχθεί επιγραφή, που δεν σώζεται ολόκληρη. Οι δύο νέοι απεικονίζονται γυμνοί, προτείνουν το αριστερό πόδι, ενώ τα χέρια τους είναι σφιγμένα σε γροθιές και ελαφρά λυγισμένα. Από τους περισσότερους μελετητές ταυτίζονται με τον Κλέοβι και το Βίτωνα, δύο νέους από το Άργος, γιους της ιέρειας της Ήρας.

Από τη διαδικασία αυτή προέρχεται η αρχαία αργείτικη παροι­μία: «Άξιος ει της ασπίδος» (=είσαι άξιος να σηκώσεις την ασπίδα, δηλ. εί­σαι ο πρώτος!). Στη συνέχεια ακολου­θούσε η ιέρεια της Ήρας πάνω στο άρ­μα που το έσυραν δυο λευκές αγελάδες, τα ιερά ζώα της Ήρας, τα εκατό βόδια για την πάνδημη θυσία, οι αρχές της πόλης και το πλήθος των προ­σκυνητών που συμμετείχε σε κοινό συμπόσιο, (τη δημόσια θοίνη) μετά τη θυσία.

Η ιερή αυτή πομπή είχε συνδεθεί στη μνήμη της ανθρωπότητας με τον άτυπο θεϊκό άθλο – προσφορά στην Ήρα των δυο παλληκαριών – αθλητών της ιέρειας Κυδίππης, οι οποίοι επειδή οι αγελάδες κατά την εορτή της Ήρας καθυστερούσαν, υποδύθηκαν τα ιερά ζώα της Θεάς, ζεύτηκαν το άρμα και οι δυο «αεθλοφόροι» έσυραν το άρμα με την ιέρεια μητέρα τους σαράντα πέ­ντε στάδια, οκτώ χιλιόμετρα, ως το Ηραίο. Μετά τον ιερό αυτό άθλο, όταν κοιμήθηκαν, δεν ξύπνησαν, πέρασαν στην απέναντι όχθη της αθανασίας δίνοντας ένα μάθημα για την ανθρώπινη ευτυχία σ’ όλη την ανθρωπότη­τα, σύμφωνα με τον ηρωικό τρόπο αντίληψης των Ελλήνων, όπως τον διέσωσε ο Ηρόδοτος (1,31) μέσα από τον ανεκτίμητο διάλογο περί ευτυχίας του Σόλωνα με τον βασιλιά Κροίσο. Οι Αργείοι τίμησαν τα δυο ηρωικά παλληκάρια με αγάλματα στους Δελφούς και ανάγλυφη παράσταση, απεικόνι­ση του άθλου με το άρμα στην Αγορά του Άργους.

Τα Ηραία τελούνταν ήδη από τη γεωμετρική – αρχαϊκή εποχή, ήταν αρχι­κά τριετηρική εορτή και στη συνέχεια πεντετηρική (κάθε πενταετία) και εορτάζονταν στο τέλος Ιουνίου – αρχές Ιουλίου. Την παλιότερη γραπτή μαρ­τυρία για τους αγώνες αποτελεί το επιτύμβιο επίγραμμα του τέλους 6ου – αρχές 5ου π.Χ αι. του «αεθλοφόρου» (h)Υσεμάτα, οποίος έπεσε στη μάχη (εν πολέμω ήβαν ολέσαντα)  και έλαβε την ύψιστη τιμή να ταφεί δίπλα στον ιππόδρομο (πέλας ιπποδρόμιο).

 

Οι αγώνες

 

Στα Ηραία ετελούντο αγώνες δρόμου, σταδίου, οπλίτη, δόλιχου, το πένταθλο (δρόμος, άλμα, ακόντιο, δίσκος και πάλη), μουσικοί και δραματικοί αγώνες, αρματοδρομίες και ιππικοί αγώνες. Οι αθλητές ελάμβαναν ως βραβείο στε­φάνι μυρτιάς και χάλκινα έπαθλα (βραβεία) ασπίδες, τρίποδες, λέβητες και υδρίες. Από τα χάλκινα βραβεία τα Ηραία ονομάζονταν ποιητικά και «χάλκεος αγών». Τα παλιότερα χάλκινα έπαθλα, που έχουν σωθεί ως κτερίσματα τάφων των αθλητών ή των απογόνων τους, χρονολογούνται στα 470 – 430 π.Χ. και φέρουν την επιγραφή: «Παρ(h)Ηρας (εμί των) αέθλων», όπως οι χάλκινες υδρίες στα Μουσεία της Νέας Υόρκης, της Άγκυρας και της Κοπεγχάγης, ο λέβης από τάφο της Αθηνάς στο Βρε­τανικό Μουσείο και ο μοναδικά ακέραιος, χάλκινος τρίποδας που βρέθηκε από τον Μανόλη Ανδρόνικο στο τάφο του Φιλίππου του Β’ στη Βεργίνα (δηλ. τις αρχαίες Αιγές, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, το όνομα της οποίας κατά ανεξήγητο(!) τρόπο έχει (θαφτεί) εξαφανιστεί από τον σύγχρονο χάρτη της πατρίδας μας) και χρονολογείται στο β’ μισό του 5ου π.Χ. αι.

Ο ενεπίγραφος αυτός τρίποδας – έπαθλο (τρα­νταχτή απόδειξη της αυτονόητης ελληνικότητας των Μακεδόνων) αποτε­λεί προγονικό βραβείο της βασιλικής οικογένειας των Μακεδόνων που κα­ταγόταν από το Άργος, το βασιλικό γέvος των Τημενιδών, και έλαβε προφανώς μέρος στους αγώνες των Ηραίων του Άργους όπως και στους  Ολυμπιακούς Αγώνες, προφανώς στα χρόνια του βασιλιά Περδίκκα του Β’ (454- 413 πΧ). Το έπαθλο – κειμήλιο αυτό εκα­τό χρόνια περίπου αργότερα τοποθε­τήθηκε (ως τιμητικό κτέρισμα στον ασύλητο βασιλικό τάφο των Αιγών(Βεργίνας) που αποδίδεται στον Φίλιπ­πο το Β’. Δυστυχώς οι αρχαιολογικές συγκυρίες δεν μας έχουν χαρίσει ακό­μη το κατ’ εξοχήν έπαθλο των Ηραίων του Άργους, μια χάλκινη ασπίδα, ενώ εικονίζεται σε παραστάσεις μνημείων.

Ο αργείτικης καταγωγής βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου Νικοκρέων (322-310 π.Χ.) τιμήθηκε με χάλκινο ανδριάντα στο Άργος για τον κυπριακό χαλκό που έστειλε για τα χάλκινα βραβεία των Ηραίων του Άργους. Τα Ηραία του Άργους στον 4ο – 3ο αιώνα ονομάζονται Εκατόμβοια από τη θυσία των εκατό βοδιών για την πάνδη­μη συμμετοχή των προσκυνητών στις εορτές της Ήρας. Παρά το ότι τα Ηραία του Άργους δεν ήταν καθιερω­μένα επίσημα ως πανελλήνιοι αγώνες είχαν λόγω της μυθικής, ηρωικής και επικής παράδοσης πανελλήνια ακτινοβολία. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής στα 303 π.Χ. κήρυξε τους αγώνες στα Ηραία, ενώ οι Ατταλίδες της Περγά­μου νίκησαν πολλές φορές σε αρματοδρομίες.

Από τα μέσα περίπου του 3ου αι. π.Χ. τα Ηραία εορτάζοντο στο Άργος μαζί με τα Νέμεα (την τέλεση των οποίων οι Αργείοι είχαν μεταφέ­ρει στο Άργος) και ονομάζοντο: «Ηραία τα εν Άργει». Στα Ηραία τα εν Άργει και τα Νέμεα συμμετείχε στα 209 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε’ με δυο αγωνίσματα. Οι αγώνες των Ηραίων και Νεμέων στο Άργος ετελούντο τους μήνες Ιούνιο – Ιούλιο στο στάδιο που αναφέρει ο Παυσανίας, τη θέση του οποίου ταυτίσαμε ΒΔ του Προφήτη Ηλία (λόφου της Δειράδος). (Σήμερα δυστυχώς κατά μήκος της βόρειας πλευράς του σταδίου που έτρε­χαν οι αθλητές διέρχονται πάνω σε ασφαλτόδρομο τα τροχοφόρα! «Αιδώς Αργείοι!»).

Έvας ακόμη δρόμος (=στίβος αρχαίου σταδίου) του 1ου αι. π.Χ. έχει βρεθεί στην αγορά του Άργους, όπου εγυμνάζοντο οι νέοι του Άργους και οι αθλητές. Από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξής τα Ηραία του Άργους αναφέρονται ως: «Η εξ Άργους ασπίς» από τη χάλκινη ασπί­δα – έπαθλο των νικητών που είχε ιδι­αίτερα θρησκευτικό ιερό νόημα για το Άργος, στην ακρόπολη του οποίου (στη Λάρισα) υπήρχε ιερός οχυρός χώρος με το όνομα Ασπίδα. Από την έρευνα λανθασμένα έχει συσχετισθεί στο παρελθόν αλλά και στο παρόν το καθιερωμένο αγώνισμα του εφίππου ακοντισμού της ασπίδας των Παναθη­ναίων με τους αγώνες στα Ηραία του Άργους, την εξ Άργους ασπίδα.

 

Ονόματα πρωταθλητών

 

Στεφάνια ελιάς και αργιοσέλινου σε τμήμα βάσης που έφερε άγαλμα αθλητή, δρομέα, ο οποίος νίκησε στην Ολυμπία, στα Ηραία και σε άλλους αγώνες, 3ος αι. π.Χ. Το όνομα του δεν διασώθηκε. Μουσείο Άργους.

Πολλοί σπουδαίοι αθλητές στους πα­νελλήνιους αγώνες, από την ηπειρωτι­κή Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, συμμε­τείχαν και στα Ηραία του Άργους, όπως ο Ολυμπιονίκης πυγμάχος Διαγόρας o Ρόδιος τον οποίο γνώρισε «ο εν Άργει χαλκός». O Πίνδαρος με τους επινίκους ύμνους έκανε αθάνατες τις νίκες των αθλητών, ενώ οι μεγάλοι γλύπτες και χαλκοπλάστες με πρώτο τον αργείο Πολύκλειτο με τον Δορυ­φόρο, αποθέωσαν το κάλλος του αθλητικού σώματος. Εδώ θεωρούμε απα­ραίτητο να αναφέρουμε τους Αργείους αθλητές που νίκησαν στα Ηραία και διασώθηκαν τα ονόματά τους:

Ο παλαιστής Θεαίος Αργείος, που νίκησε και στα Νέμεα και o Πίνδαρος του έγραψε επίνικο (Νεμεόνικος Χ).

Ο παλαιστής Πρατέας Αισχύλου (4os αι. π.Χ.) που νίκησε σε πολλούς αγώνες και στα Ηραία, του οποίου εί­χε στηθεί χάλκινο άγαλμα στο Άργος.

O παλαιστής Αισχύλου Πρατέα, γιος του προηγούμενου.

Ένας άλλος δρομέας αργείος, ολυμπιονίκης και πολυνίκης σε πλήθος αγώνων, νίκησε στα Ηραία δυο φορές στον δίαυλο και δυο στον οπλίτη δρό­μο αλλά το όνομά του μας είναι άγνωστο (τέλος 3ου αι. π.Χ). Δυστυχώς ένα πλήθος ξακουστών αθλητών το αφάνι­σε o χρόνος αλλά o αγώνας τους είναι παράδειγμα προς μίμηση και παρακα­ταθήκη για τους μεταγενέστερους.

Εδώ κρίνουμε απαραίτητο να αναφέρουμε επίσης και τρεις ξακουσμένους Αργείους δρομείς:

Ο σταδιοδρόμος Λάδας ξακουστός για τη μεγάλη του ταχύτητα στον οποίο οι Αργείοι είχαν στήσει τον χάλκινο ανδριάντα στον ναό του Λυκείου Απόλλωνα.

Το δολιχοδρόμο Αγέα, ο οποίος στην 113η Ολυμπιάδα, το 328 π.Χ. αφού νίκησε στην Ολυμπία στον δόλιχο (αγώνα δρόμου αντοχής) αυθημερόν διέτρεξε τη μεγάλη απόσταση από Ολυμπία στο Άργος (140 χιλιόμετρα περίπου) και ανήγγειλε ο ίδιος τη νίκη του.

Ο δολιχοδρόμος Δρύμος τον 4ο π.Χ. αιώνα διέτρεξε αυθημερόν την απόσταση από την Ολυμπία ως το ιερό του Ασκληπιού της Επιδαύρου όπου ανήγγειλε την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων.

 

Ακόμη παρούσα

 

Επιτύμβια στήλη του Κορίνθιου Λεύκιου Κορνήλιου, όπου νίκησε στους αγώνες των Ηραίων τον 2ο αι. μ.Χ. δύο φορές. Μουσείο Ισθμίας.

Οι Αργείοι πιστοί στους πανάρχαιους θρησκευτικούς και πολιτικούς θεσμούς της πατρίδας τους συνέχισαν τους αγώνες ως τον ύστερο 4ο μ.Χ. αιώνα και σύμφωνα με επιστολή που αποδίδεται στον Ιουλιανό, την ανεξι­θρησκία του οποίου πολέμησαν με πάθος οι εκπρόσωποι της νέας θρησκείας, οι Αργείοι απηλλάγησαν από συ­νεισφορά για την τέλεση των Ισθμίων διότι «οι Αργείοι την των Νεμέων συγκροτούσιν πανήγυριν».

Με την κατάρ­γηση των Ολυμπιακών και λοιπών αγώνων από τον Θεοδόσιο τον Α’ το 393 μ.Χ., οι πανηγύρεις στις θρησκευτικές εορτές στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή συνεχίζονταν με τον αρχαίο λατρευτικό τρόπο με χορούς και τραγούδια αλλά και αγωνίσματα, όπως στην εορτή του Αϊ Γιώργη και στα κλέφτικα λημέρια, παρά τις απαγορεύσεις και τους εξορκισμούς των εκπροσώπων της νέας θρησκείας, κατά των πιστών και κατά της «ειδωλολατρίας», με αποτέλεσμα το εθνικό μας όνομα Έλλην στη βυζαντινή εποχή να χάσει το νόημά του και να σημαίνει ειδωλολάτρης, δεν έφεραν αποτέλεσμα.

Έπειτα από χίλια χρόνια περίπου ο φιλόσοφος του Μυστρά, ο σοφός Πλήθων ο Γεμιστός αποκατέστησε το όνομά μας,  την ταυτότητά μας διακηρύσσοντας ότι: «Έλληνες εσμέν το γένος».

Ο τρόπος λατρείας στη θεότητα δεν επι­βάλλεται άνωθεν με δογματικές επιταγές, αλλά από την ιδιοσυγκρασία και τη θρησκευτική ευαισθησία του κάθε λα­ού που διαμορφώνεται αβίαστα μέσα στο φυσικό περιβάλλον που κινείται και αναπνέει. Και σήμερα στην Αγία Παρασκευή της Μυτιλήνης και στην εορτή – της Παναγίας τον δεκαπενταύ­γουστο στην Ίμβρο και αλλού, οι Έλληνες θυσιάζουν τον ταύρο για την κοινή συμμετοχή των πιστών στην εορτή, όπως γινόταν από τα αρχαία χρόνια στην εορτή της Ήρας και ακολουθούν τραγούδια και χοροί. Κανένας εκπρόσωπος της  εκκλησίας φυσικά δεν τολ­μάει σήμερα να καταδικάσει τον πα­νάρχαιο αυτό τρόπο λατρείας και έθιμο ως ειδωλολατρία.

Σήμερα στον κάμπο της Αργολίδας το ιερό της Ήρας το δια­δέχθηκαν οι πολυάριθμοι ναοί της Παναγίας και τα πανηγύρια συνεχίζονται ως αδιάσπαστη συνέχεια των αρχαίων εορτών και πανηγύρεων, με το ίδιο μά­λιστα όνομα με χορούς και τραγούδια. Είναι άκρως συγκινητικό ότι και σή­μερα ακόμη η μεγάλη θεά του Άργους, η Ήρα, που κρατούσε τα κλειδιά του γάμου, κατά τις τελετές του γάμου εί­ναι παρούσα. Λίγο πριν την τελετή η μητέρα του γαμπρού, σύμφωνα με το έθιμο βάζει στην τσέπη του γαμπρού ένα κλειδί (!) ενώ από το στενό περιβάλλον του ζευγαριού την ώρα της τελετής κλειδώνουν με κλειδί μια κλει­δαριά, για να μην διαλυθεί ο γάμος.

Τελικά όσες πόρτες και να έκλεισε ο χριστιανισμός στην αρχαία θρησκεία αυτή μπήκε από το παράθυρο (!) με αποθέωση τη μαγευτική τελετή του Επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής, διότι η αρχαία θρησκεία εκπροσωπούσε τις φυσικές δυνάμεις που είναι πάντοτε παρούσες. Ο αρχαίος τρόπος λατρείας της θεότητας, με χορούς, τραγούδια, και αγώνες κατά περίπτωση, αποτελεί τρανή απόδειξη του ελληνικού τρόπου αντίληψης για τη ζωή, με βασικές αξίες, την ελευθερία (θρησκευτική και πολιτική), τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τους αγώνες με την ευγενή άμιλλα των αθλητών μακριά από τη σύγχρονη διαστρεβλωμένη αντίληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του πρωταθλητισμού και των αναβολικών.

 Χρήστος  Πιτερός

Αρχαιολόγος

 

 

Βιβλιογραφία


  •  Ρ. Amandry «Sur les Concours Argìens» B.C.H. Suppenphtum, VI, 1980.
  •  X. Πιτερός, «Το Αρχαίο Στάδιο του Άργους». Πρακτ. Β’ Τοπ. Συν. Αργο­λικών Σπουδών 1981.

 

 

Πηγή


  • Καθημερινή, Επτά Ημέρες, «Οι Πανελλήνιοι Αγώνες στην Αρχαιότητα», Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2001.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Κλέοβις και Βίτων (580 π.Χ.)


 

Ο Κλέοβις και ο Βίτων ήσαν αδελφοί και άξιοι αθλητές από το Άργος. Μητέρα τους ήταν η Κυδίππη, ιέρεια της θεάς Ήρας, προστάτιδας του Άργους. Έμειναν στη μνήμη της ανθρωπότητας με τον άτυπο θεϊκό άθλο – προσφορά στην Ήρα των δύο παλληκαριών – αθλητών, οι οποίοι επειδή οι λευκές αγελάδες κατά την εορτή της Ήρας καθυστερούσαν να έρθουν από του αγρούς, υποδύθηκαν τα ιερά ζώα της θεάς, ζεύτηκαν το άρμα και οι δύο «αεθλοφόροι» έσυραν το άρμα με την ιέρεια μητέρα τους σαράντα πέντε στάδια – οχτώ χιλιόμετρα – από το Άργος στο ιερό της θεάς, στο Ηραίο.         

 

Σύμπλεγμα Κλέοβι και Βίτωνα - Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών. Δύο μνημειακά αρχαϊκά αγάλματα, από τα πιο γνωστά δείγματα του τύπου του κούρου. Στέκονται παρατακτικά επάνω σε χωριστές πλίνθους, αλλά σε ενιαίο βάθρο, στο οποίο έχει χαραχθεί επιγραφή, που δεν σώζεται ολόκληρη. Οι δύο νέοι απεικονίζονται γυμνοί, προτείνουν το αριστερό πόδι, ενώ τα χέρια τους είναι σφιγμένα σε γροθιές και ελαφρά λυγισμένα. Από τους περισσότερους μελετητές ταυτίζονται με τον Κλέοβι και το Βίτωνα, δύο νέους από το Άργος, γιους της ιέρειας της Ήρας.

 

Όλοι καλοτύχιζαν την μήτερα που είχε τέτοιους γιους, τόσο άξιους, ρωμαλέους και δυνατούς,  η Κυδίππη τότε, υπερήφανη για την γενναία πράξη των παιδιών της, προσευχήθηκε στη θεά να χαρίσει στους νέους ό,τι πιο καλό και άριστο μπορεί να προσδοκά ο άνθρωπος στη ζωή του. Μετά από αυτή την ευχή της ιέρειας, οι τρεις τους προσέφεραν τη θυσία, έφαγαν και κοιμήθηκαν μέσα στο ιερό.

 

Κλέοβις και Βίτων, Nicolas Loir, 1649.

 

Η θεά Ήρα άκουσε τις προσευχές της σεβαστής και ταπεινής μητέρας και χάρισε στους γιους της το πολυτιμότερο δώρο, τον αιώνιο ύπνο. Όταν κοιμήθηκαν, δεν ξύπνησαν, πέρασαν στην απέναντι όχθη της αθανασίας, δίνοντας ένα μάθημα για την ανθρώπινη ευτυχία σ’ όλη την ανθρωπότητα, σύμφωνα με τον ηρωικό τρόπο αντίληψης των αρχαίων Ελλήνων, όπως τον διέσωσε ο Ηρόδοτος (1,31) μέσα από τον ανεκτίμητο διάλογο περί ευτυχίας του Σόλωνα με τον βασιλιά Κροίσο.    

       

 31. [1] ὣς δὲ τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον εἴπας πολλά τε καὶ ὀλβία, ἐπειρώτα τίνα δεύτερον μετ᾽ ἐκεῖνον ἴδοι, δοκέων πάγχυ δευτερεῖα γῶν οἴσεσθαι. ὃ δ᾽ εἶπε «Κλέοβίν τε καὶ Βίτωνα. [2] τούτοισι γὰρ ἐοῦσι γένος Ἀργείοισι βίος τε ἀρκέων ὑπῆν, καὶ πρὸς τούτῳ ῥώμη σώματος τοιήδε· ἀεθλοφόροι τε ἀμφότεροι ὁμοίως ἦσαν, καὶ δὴ καὶ λέγεται ὅδε ὁ λόγος. ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι ἔδεε πάντως τὴν μητέρα αὐτῶν ζεύγεϊ κομισθῆναι ἐς τὸ ἱρόν, οἱ δέ σφι βόες ἐκ τοῦ ἀγροῦ οὐ παρεγίνοντο ἐν ὥρῃ· ἐκκληιόμενοι δὲ τῇ ὥρῃ οἱ νεηνίαι ὑποδύντες αὐτοὶ ὑπὸ τὴν ζεύγλην εἷλκον τὴν ἅμαξαν, ἐπὶ τῆς ἁμάξης δέ σφι ὠχέετο ἡ μήτηρ· σταδίους δὲ πέντε καὶ τεσσεράκοντα διακομίσαντες ἀπίκοντο ἐς τὸ ἱρόν.  [3] ταῦτα δέ σφι ποιήσασι καὶ ὀφθεῖσι ὑπὸ τῆς πανηγύριος τελευτὴ τοῦ βίου ἀρίστη ἐπεγένετο, διέδεξέ τε ἐν τούτοισι ὁ θεὸς ὡς ἄμεινον εἴη ἀνθρώπῳ τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν. Ἀργεῖοι μὲν γὰρ περιστάντες ἐμακάριζον τῶν νεηνιέων τὴν ῥώμην, αἱ δὲ Ἀργεῖαι τὴν μητέρα αὐτῶν, οἵων τέκνων ἐκύρησε· [4] ἡ δὲ μήτηρ περιχαρής ἐοῦσα τῷ τε ἔργῳ καὶ τῇ φήμῃ, στᾶσα ἀντίον τοῦ ἀγάλματος εὔχετο Κλεόβι τε καὶ Βίτωνι τοῖσι ἑωυτῆς τέκνοισι, οἵ μιν ἐτίμησαν μεγάλως, τὴν θεὸν δοῦναι τὸ ἀνθρώπῳ τυχεῖν ἄριστον ἐστί.  [5] μετὰ ταύτην δὲ τὴν εὐχὴν ὡς ἔθυσάν τε καὶ εὐωχήθησαν, κατακοιμηθέντες ἐν αὐτῷ τῷ ἱρῷ οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ᾽ ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο. Ἀργεῖοι δὲ σφέων εἰκόνας ποιησάμενοι ἀνέθεσαν ἐς Δελφοὺς ὡς ἀριστῶν γενομένων.» 

 

Το πάνω τμήμα του αγάλματος του Βίτονα κατά τη διάρκεια της ανακάλυψής του. Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Φωτ: Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού.

Οι Αργείοι τίμησαν τα δύο ηρωικά παλληκάρια με αγάλματα στους Δελφούς. Οι κούροι αυτοί ήταν αφιέρωμα των Αργείων στον Απόλλωνα και, σύμφωνα με την επιγραφή,  κατασκευάσθηκαν από τον Αργείο γλύπτη (Πολυ)μήδη. Αποτελούν τυπικό δείγμα της αρχαϊκής γλυπτικής και, ειδικότερα, των αργείτικων εργαστηρίων του 6ου αι. π.Χ. Επίσης σε αργείτικα νομίσματα απεικονίζεται η Κυδίππη επί άρματος, το οποίο σύρουν δύο νέοι. 

Κλέοβις και Βίτων, Museo Nazionale Romano, Ρώμη, Ιταλία.

Τέλος, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, κοντά στο άγαλμα του Μειλίχιου Δία στην Αγορά του Άργους, υπήρχε λίθινο ανάγλυφο, το οποίο παρίστανε τον Κλέοβη και τον Βίτωνα να σύρουν την άμαξα προς το Ηραίο, με την μητέρα τους καθισμένη επάνω. Αξίζει να σημειωθεί και η μαρτυρία του Παυσανία (ΙΙ 19, 5), σύμφωνα με την οποία είδε εικόνα στο ιερό του Λυκείου Απόλλωνος, στο Άργος, όπου παρουσιαζόταν ο Βίτωνας να φέρει στους ώμους ταύρο, τον οποίο μετέφερε από το Άργος στη Νεμέα, με σκοπό να τον θυσιάσει στο Δία.

Σήμερα ο Κλέοβις και ο Βίτων κατοικούν στο Μουσείο των Δελφών.

   

Πηγές


  • Χρήστος Ι. Πιτερός, «Ηραία τα εν Άργει», Καθημερινή, Επτά Ημέρες, Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2001.
  • Μάρκελλος Μιτσός, «Αργολική Προσωπογραφία», Εν Αθήναις 1952.
  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου, Άργος, 2008. 
  • Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, « Το Άργος δια μέσου των Αιώνων », Αθήνα, ³1996. 
  • Γιάννη Θ. Αποστολόπουλου, «Αργείων Άθλα», Έκδοση Δήμου Άργους, Άργος, 1998.  
  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Άργος το πολυδίψιον», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
  • Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού.

Read Full Post »

Η συμβολή του Αρχαίου Άργους στην ανάπτυξη της Μουσικής 


 

Ο Ηρόδοτος μας παραδίδει ότι περί το 600 π.Χ. οι Αργείοι είχαν τη φήμη ότι ήσαν οι καλύτεροι μουσικοί ανάμεσα στους Έλληνες [1]. Μολονότι το σχετικό εδάφιο του πατέρα της Ιστορίας αμφισβητείται, τα στοιχεία, που διαθέτουμε σήμερα για το θέμα, επιβεβαιώνουν αυτή την υπεροχή των Αργείων. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να ιχνηλατήσουμε την εξέλιξη της μουσικής στο Αρχαίο Άργος, όσο μας το επιτρέπουν οι ιστορικές πηγές, τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι σύγχρονές μας μουσικολογικές  μελέτες.

Το παλαιότερο, ίσως, σχετικό αρχαιολογικό εύρημα από την περιοχή είναι η παράσταση μιας τρίχορδης λύρας σε θραύσμα αγγείου από την Τίρυνθα, που χρονολογείται στον 12ο π.Χ. αιώνα [2]. Τα όργανα της  οικογένειας της λύρας – κιθάρας αρχικά είχαν μόνο τρεις χορδές, άρα εδώ έχουμε απεικόνιση ενός οργάνου πρώιμης χρονικά περιόδου. Κατά τη Μυθολογία την τέταρτη χορδή πρόσθεσε στα όργανα αυτά ο Λίνος, γιός του Απόλλωνα και της Μούσας Καλλιόπης, σε μυθικούς ακόμη χρόνους.      

Η ιστορική μνήμη μάς παραδίδει σαν πρώτο σημαντικό Αργείο μουσικό τον κιθαριστή Αριστόνικο [3]. Ο Αριστόνικος ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την «ψιλήν κιθάρισιν», δηλαδή την εκτέλεση  μουσικής από μόνο κιθάρα, solo κιθάρα, τον 7ο π.Χ. αιώνα, μέχρι τότε υπήρχε μόνο «κιθαρωδία», δηλαδή τραγούδι (ωδή) με συνοδεία κιθάρας. Καθιερώνοντας ο Αριστόνικος την «ψιλήν κιθάρισιν», την σκέτη κιθάριση, αποδέσμευσε την κιθάρα από τον συνοδευτικό χαρακτήρα της στο τραγούδι και την ανάδειξε σε ανεξάρτητο μουσικό όργανο.

Σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε καλά την σημασία αυτής της καινοτομίας, αν αναλογισθούμε τί διαφορά έχουν η κιθάρα ή το πιάνο, όταν συνοδεύουν τραγούδι και ποιές γνώσεις και ικανότητες απαιτούνται, όταν αυτά τα όργανα χρησιμοποιούνται για σολιστική παρουσίαση αυτοτελών έργων για πιάνο ή κιθάρα. Και οι αρχαίοι είχαν ήδη εκτιμήσει ακριβώς αυτή τη διαφορά, γι’ αυτό, και επί αυλωδίας, νικητή στεφάνωναν μόνο τον αοιδό και όχι και τον συνοδό αυλητή.

Τόση ήταν η απήχηση αυτής της ενέργειας του Αριστόνικου ώστε η ψιλή κιθάριση θεωρήθηκε σπουδαίο επίτευγμα και καθιερώθηκε σαν επίσημο αγώνισμα στις μεγάλες Πανελλήνιες εορτές. Γνωρίζουμε ότι το αγώνισμα αυτό, «τῶν κιθαριστῶν τῶν ἐπὶ τῶν κρουμάτων τῶν ἀφώνων»[4], εισήχθη για πρώτη φορά, λίγα χρόνια μετά τον Αριστόνικο, στα Πύθια των Δελφών στα 558 π.Χ. και πρώτος νικητής αναδείχθηκε τότε ο Αγέλαος από την Τεγέα.

Η καθιέρωση του αγωνίσματος της solo κιθάρας στα Πύθια μας οδηγεί και σε άλλες σκέψεις. Η κιθάρα την εποχή εκείνη, και για χρόνια μετά, είχε επτά χορδές (εικ. 1), όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και σε αυτή την αγγειογραφία, είναι όμως ευνόητο ότι οι κιθαριστές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο τους επτά φθόγγους, τις επτά νότες που αντιστοιχούσαν στις ισάριθμες χορδές, αλλά με κατάλληλους δακτυλισμούς διέκοπταν τη δόνηση των χορδών σε διάφορα σημεία, όπως διακρίνουμε να κάνει με το αριστερό του χέρι ο μουσικός της εικόνας, έτσι ώστε να παράγονται και άλλοι φθόγγοι. Την ίδια αρχή εφαρμόζουν μέχρι και σήμερα όσοι παίζουν κιθάρα ή μπουζούκι ή όργανα της οικογένειας του βιολιού, πιέζοντας με το αριστερό τους χέρι τις χορδές στη ταστιέρα των οργάνων αυτών.

 

Εικ. 1. Θραύσμα ερυθρόμορφου αττικού αγγείου του 490 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Ακρ. 609.

 

Η ψιλή κιθάριση διατηρήθηκε στους διάφορους ανά την Ελλάδα μουσικούς αγώνες σε όλη την διάρκεια της Ελληνικής Αρχαιότητας. Εδώ (εικ. 2) μπορούμε να δούμε ένα κιθαριστή, μάλλον σε επίσημο μουσικό αγώνα, που φορά στεφάνι και πολυτελές ένδυμα συναυλίας και είναι πλαισιωμένος από δύο κριτές.   

 

Εικ. 2. Κιθαρωδός σε μουσικό αγώνα στον ερυθρόμορφο αμφορέα του αγγειογράφου Ανδοκίδου. 5ος π.Χ. αιώνας. Μουσείο Λούβρου, G1. Φωτογραφία της RMN. Φωτογράφος Lewandowski.

 

Σύγχρονος με τον Αριστόνικο υπήρξε ένας άλλος Αργείος μουσικός, αυλητής αυτός, ο Ιέραξ, που ήταν διαπρεπής μουσικός των χρόνων του, του 7ου αιώνα π.Χ. Κατά τον Πολυδεύκη [5] ο Ιέραξ ήταν μαθητής τού μεγάλου αυλητή Ολύμπου, του τελευταίου από την ονομαστή μυθική αυλητική Φρυγική τριάδα, που την αποτελούσαν οι: Ύαγνις, Μαρσύας και Όλυμπος. Ο Ιέραξ πέθανε νέος, πρόλαβε, όμως, να αφήσει σημαντικό έργο, που αφορούσε συνθέσεις για αυλούς. Το όνομά του στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής συνδέεται με τρεις μορφές, με τρία είδη συνθέσεων για αυλούς, τα οποία επινόησε αυτός : τον ιεράκειον νόμον, το ιεράκειον μέλος και την ενδρομήν.

Ο ιεράκειος νόμος ήταν σύνθεση για αυλούς και, όπως όλοι οι νόμοι της αρχαίας ελληνικής μουσικής, αποτελούσε σημαντική σύνθεση υψηλών απαιτήσεων∙ ήταν μια πολύ πειθαρχημένη και αυστηρού χαρακτήρα μορφή – μουσική φόρμα, τόσο από πλευράς σύνθεσης όσο και από πλευράς εκτέλεσης. Οι συνθέτες των μουσικών νόμων, αλλά και οι παρουσιαστές τους, ήσαν υποχρεωμένοι να τηρούν τα διάφορα στοιχεία αυτών των συνθέσεων απαρέγκλιτα σαν να επρόκειτο για νόμους της Πολιτείας, και μάλιστα από αυτήν την υποχρέωση οι συνθέσεις αυτές ονομάστηκαν νόμοι. Ειδικά οι ιεράκειοι νόμοι είχαν, φαίνεται, τόσες ιδιαιτερότητες και τόσες δυσκολίες κατά την εκτέλεσή τους, ώστε υπήρχαν ειδικές αυλητρίδες που έπαιζαν στον αυλό τους αποκλειστικά ιεράκειους νόμους [6].

Το ιεράκειον μέλος ήταν ένα άλλο είδος οργανικής σύνθεσης που το έπαιζαν και πάλι με αυλούς, συνοδεύοντας τα κορίτσια που κρατούσαν τα λουλούδια, τις «ανθεσφόρες», κατά την πομπή προς τιμή της Ήρας – Ανθείας, που τελούσαν στο Άργος [7]. Κάθε φορά, με την ευκαιρία αυτής της πομπής, οι μεταγενέστεροι αυλητές επί αιώνες συνέθεταν νέα ιεράκια μέλη.

Τέλος η ενδρομή ήταν και αυτή ένα είδος σύνθεσης για αυλό, διακεκριμένη και σπουδαία, την οποία πρώτος εμπνεύστηκε και συνέθεσε ο Ιέραξ, και η οποία καθιερώθηκε να συνοδεύει στους Ολυμπιακούς αγώνες το αγώνισμα του πεντάθλου κάθε φορά, με νέα έργα αυτού του είδους. Τις συνθέσεις αυτές τις θεωρούσαν τόσο σπουδαίες ώστε να τις δημιουργούν και να τις παρουσιάζουν διάσημοι αυλητές, όπως υπήρξε ο Πυθόκριτος ο Σικυώνιος, που παρουσίασε έξι φορές ενδρομή στους Ολυμπιακούς αγώνες στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. [8], ενώ παράλληλα ο ίδιος είχε  αναδειχθεί και άλλες έξι φορές πυθιονίκης-αυλητής στους Δελφούς. Για τις νίκες του αυτές, μάλιστα, τιμήθηκε με ανάγλυφη ενεπίγραφη στήλη στην Ολυμπία. Οι ενδρομές εξακολούθησαν να συνοδεύουν το πένταθλο (άλμα, δρόμος, δίσκος, ακόντιο και πάλη) μέχρι και τη Ρωμαϊκή εποχή από συνήθεια πλέον, τότε, όμως, οι συνθέσεις αυτές κατέληξαν να είναι ασήμαντες και αδύναμες και οπωσδήποτε όχι ανάλογες προς την αρχαιοπρεπή και σπουδαία μορφή που είχε συλλάβει ο Ιέραξ, ο πρώτος δημιουργός τους [9].    

Η έντονη μουσική ανάπτυξη εξακολούθησε να σημειώνεται στο Άργος και στην Αργολίδα γενικά και κατά τη διάρκεια του 7ου , 6ου  και 5ου αιώνα π.Χ. Τότε παρουσιάστηκαν μεγάλες μουσικές μορφές όπως ο αυλητής και ποιητής Σακάδας, η σπουδαία Αργεία ποιήτρια και μουσικός Τελέσιλλα, ο μουσικός και πρώτος θεωρητικός της μουσικής Λάσος ο Ερμιονεύς, ο Μικύλος, του οποίου μάλιστα έχει σωθεί το χάλκινο κύμβαλo (εικ.3) με την επιγραφή ΤÔΙ ΑỈCΚΛΑΠΙÔΙ ẢΝÉΘΕΚΕ ΜΙΚÝΛΟC και άλλοι.     

 

Εικ. 3. Χάλκινο Κύμβαλο του Μικύλου. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, αρ. ευρ. 10870 της Συλλογής Χαλκών του Μουσείου.

 

Στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται στο Άργος ένας από «τοὺς εὑρετὰς τῆς πρώτης μουσικῆς» (κατά τον Λυσία [10]), είναι ο ονομαστός αυλητής Σακάδας ο Αργείος. Αρχικά ο Σακάδας ήταν ποιητής, συνθέτης μελοποιημένων ελεγείων και αυλωδός, αλλά αργότερα στράφηκε στην καθαρά αυλητική τέχνη [11]. Όπως παλαιότερα ο συμπατριώτης του Αριστόνικος διαχώρισε την κιθαρωδία σε κιθάριση και ωδή, έτσι και ο Σακάδας απελευθέρωσε τον αυλό από τη συνοδεία του τραγουδιού και τον ανέδειξε σε αυθύπαρκτο όργανο. Όταν στα 586 π.Χ. καθιερώθηκε σαν επίσημο αγώνισμα στα Πύθια, στους Δελφούς, η εκτέλεση σόλο αυλού, δηλαδή η σκέτη αύληση, ο Σακάδας αγωνίστηκε και νίκησε παρουσιάζοντας εκεί, στο Θέατρο των Δελφών (εικ. 4), για πρώτη φορά τον Πυθικό Νόμο. Κατά τον Παυσανία [12] τη νίκη του αυτή την επανέλαβε και στις δύο επόμενες πυθιάδες με νέους Πυθικούς νόμους, καθιερώνοντας τη νέα αυτή μορφή σύνθεσης.

 

Εικ. 4. Θέατρο των Δελφών.

 

Ο Πυθικός νόμος ήταν μια σύνθεση που είχε σκοπό να περιγράψει την πάλη του Απόλλωνος με τον Πύθωνα, τον  φοβερό δράκοντα-φίδι, που αρχικά ήταν ο κύριος των Δελφών, και να υμνήσει την τελική νίκη του θεού.

Τον Πυθικό νόμο αποτελούσαν τα εξής πέντε μέρη :

1ο) η πείρα (εισαγωγή δηλαδή), όπου ο θεός εξετάζει την καταλληλότητα του χώρου πριν αρχίσει τον αγώνα,

2ο) ο κατακελευσμός (δηλαδή η πρόκληση,), εδώ ο θεός προκαλεί σε αγώνα τον Πύθωνα,

3ο) το ιαμβικόν, όπου ο αυλός διηγείται μουσικά τον κυρίως αγώνα. Στο μέρος αυτό επιχειρείται η μίμηση από τον αυλό του τριξίματος των δοντιών του πληγωμένου δράκοντα με τον λεγόμενο οδοντισμό,

4ο) το σπονδείον, όπου δηλώνεται η νίκη  του θεού και τέλος

5ο) η καταχόρευσις, ο επινίκιος χορός, όπου ο θεός γιορτάζει χορεύοντας  τη νίκη του.

Και μόνη η απαρίθμηση των μερών του Πυθικού νόμου είναι αρκετή για να καταστήσει σαφές ότι τα έργα αυτά ήσαν συνθέσεις μεγάλης έκτασης και πολλών απαιτήσεων.

Η εντύπωση που δημιούργησε ο Πυθικός νόμος ήταν τόσο έντονη, ώστε, κατά τον Παυσανία [13], ο Σακάδας έγινε αιτία να διαλυθεί η απέχθεια που έτρεφε ο Απόλλων προς τους αυλητές, κατάλοιπο της έχθρας του θεού προς τον αυλητή  Μαρσύα, μετά τον μεταξύ τους μουσικό αγώνα.

Τα αυστηρά καθορισμένα πλαίσια του Πυθικού νόμου διατηρήθηκαν από τους μεταγενέστερους συνθέτες, που ήσαν συγχρόνως και οι εκτελεστές τους, αναλλοίωτα για αιώνες, μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ., οπότε και τροποποιήθηκε ο Πυθικός νόμος από τον Τιμοσθένη, τον ναύαρχο του φιλότεχνου βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Β΄ του Φιλαδέλφου (309-247 π.Χ.) [14].

Τους αυλητές που έπαιζαν τους Πυθικούς νόμους τους ονόμαζαν πυθικούς αυλητές ή πυθαύλες και τους αυλούς που μεταχειρίζονταν για την παρουσίασή τους πυθικούς αυλούς [15] . Εδώ (εικ. 5) Βλέπουμε αυλητή με επίσημο ένδυμα να παίζει τον δίαυλό του σε μουσικό αγώνα.

 

Εικ. 5. Ερυθρόμορφος αμφορέας των αρχών του 5ου π.Χ. αιώνα. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

 

Ο Πυθικός νόμος είναι η πρώτη γνωστή σύνθεση προγραμματικής μουσικής, της οποίας γνωρίζουμε την υπόθεση που διηγείται η μουσική. Με τον όρο προγραμματική μουσική ονομάζουμε σήμερα στη μορφολογία μια ελεύθερη φόρμα – μορφή, που έχει σκοπό να εκφράσει με ήχους, όσο το δυνατόν πιο παραστατικά, μια σκέψη, μια υπόθεση ή να διηγηθεί ένα ποίημα. Στη νεώτερη εποχή αυτός που καθιέρωσε την προγραμματική μουσική ήταν ο Έκτωρ Μπερλιόζ (Hector Berlioz, 1803-1869), μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα.

Με τις νίκες του εκείνες ο Σακάδας έγινε ο ιδρυτής της περίφημης αυλητικής παράδοσης, της αυλητικής σχολής του Άργους, σχολής που για πολλούς αιώνες ανταγωνιζόταν την επίσης ονομαστή Θηβαϊκή αυλητική σχολή, που ίδρυσε εκεί ο εξίσου σπουδαίος Θηβαίος αυλητής Πρόνομος. Μάλιστα μεταξύ των δύο αυτών παραδόσεων αναπτύχθηκε μεγάλη άμιλλα, που γνωρίζουμε ότι ίσχυε τουλάχιστον μέχρι το 369 π.Χ., όταν οι Αργειακοί και οι Βοιωτικοί αυλοί συναγωνίζονταν, παίζοντας αντίστοιχα συνθέσεις του Σακάδα και του Προνόμου, καθώς συνόδευαν το κτίσιμο των τειχών, των ναών και των κατοικιών της Πελοποννησιακής Μεσσήνης [16].

Βιογραφικές πληροφορίες για τον Σακάδα δεν μας έχουν διασωθεί, φαίνεται όμως ότι ήταν γενικά καταξιωμένη μουσική προσωπικότητα με πανελλήνια προβολή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανίου [17] ο Πίνδαρος είχε αφιερώσει στον Σακάδα κάποιον ύμνο ή τουλάχιστον τον ανέφερε σε κάποιο προοίμιό του, όπου φαίνεται ότι σχολίαζε το μέγεθος των αυλών του Αργείου αυλητή. Με αφορμή μάλιστα εκείνο το εδάφιο του Πινδάρου, ο Παυσανίας ψέγει τον γλύπτη του αγάλματος του Σακάδα, που ο ίδιος είδε να υπάρχει στο ιερό άλσος των Μουσών στον Ελικώνα ανάμεσα στα αγάλματα των Μουσών, γιατί στο άγαλμα εκείνο, κατά τον Περιηγητή, δεν τηρήθηκαν οι αναλογίες αυλητή – αυλών που ανέφερε ο Πίνδαρος.

Ο Ψευδο – Πλούταρχος, εκτός του Πυθικού νόμου, αποδίδει στον Σακάδα και άλλες δημιουργίες, όπως τον Τριμερή νόμο [18]. Ο Τριμερής ή Τριμελής νόμος ήταν μια σύνθεση, που περιελάμβανε Δώριο, Φρύγιο και Λύδιο τρόπο και ο Σακάδας συνέθεσε τρεις στροφές και δίδαξε τη χορωδία να τραγουδάει την πρώτη στροφή σε Δώριο, τη δεύτερη σε Φρύγιο και την τρίτη σε Λύδιο τρόπο. Η ύπαρξη των τριών διαφορετικών αρμονιών-τρόπων έδωσε και τον χαρακτηρισμό τού Τριμερούς στη σύνθεση αυτή. Ο Πλούταρχος προσθέτει, βεβαίως, ότι ως εφευρέτης του νόμου αυτού αναφέρεται κάπου ο Κλονάς ο Σικυώνιος.            

Ο Ψευδο – Πλούταρχος συνεχίζει να μας πληροφορεί ότι ο Σακάδας μαζί με τον Θαλήτα από τη Γόρτυνα, τον Ξενόδαμο από τα Κύθηρα, τον Ξενόκριτο από τους Λοκρούς και τον Πολύμνηστο από την Κολοφώνα υπήρξαν οι συνδημιουργοί της δεύτερης Σπαρτιατικής μουσικής σχολής (παράδοσης). Η ομάδα αυτή των μουσικών θέσπισε στη Σπάρτη τις Γυμνοπαιδίες, όπου είχαμε τους τρεις χορούς : των γερόντων, των ανδρών και των παίδων με τα γνωστά τους τραγούδια [19]. Οι ίδιοι μουσικοί οργάνωσαν στην Αρκαδία τις Αποδείξεις, για τις οποίες δεν έχουμε πληροφορίες, και τέλος στο Άργος τα Ενδυμάτια.

Τα Ενδυμάτια ήσαν εορτή που τελούσαν στο Άργος προς τιμήν της Ήρας, ανάλογη προς τα Παναθήναια των Αθηνών, σε αυτήν οι ιέρειες της θεάς περιέβαλλαν το λατρευτικό άγαλμά της με το «πάτος», τον ποδήρη πέπλον της Ήρας (το πάτος, του πάτους). Κατά την εορτή αυτή έψαλλαν τις ειδικές συνθέσεις των Ενδυματίων του Σακάδα.

Κατά τον Ψευδο – Πλούταρχο [20] η ομάδα αυτή των πέντε μεταρρυθμιστών, παρά τους νεωτερισμούς που εισήγαγε, δεν απομακρύνθηκε από το υψηλό ύφος των παλαιοτέρων μουσικών και κυρίως του Τερπάνδρου, ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής της πρώτης Σπαρτιατικής μουσικής σχολής∙  ειδικά δε ο Σακάδας αναφέρεται ότι, αν και καινοτόμησε ως προς τη ρυθμοποιΐα, διατήρησε την υψηλή μορφή στις συνθέσεις του.

Ο Παυσανίας [21] και πάλι μας πληροφορεί ότι είδε τον τάφο του Σακάδα στο Άργος, κοντά στο γυμναστήριο του Κυλάραβι και στη εκεί πύλη, οκτώ ολόκληρους αιώνες μετά τον θάνατο του μουσικού.  Από τον Ησύχιο παραδίδεται και ένα πνευστό όργανο με το όνομα «σακάδιον», που η κατασκευή του αποδίδεται στον Σακάδα, αυτό όμως μας είναι άγνωστο από άλλες πηγές (Ησύχιος, λήμα σακάδιον).

Ο Σακάδας, εκτός από διάσημος μουσικός ήταν και πολύ καλός ποιητής, όπως όλοι οι ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Από τα  μουσικά έργα του Σακάδα δεν έχει διασωθεί κανένα δείγμα, από τα ποιητικά του έργα γνωρίζουμε μόνο τον τίτλο ενός, πρόκειται για ένα ποίημά του με τίτλο «Ἰλίου Πέρσις», Πάρσιμο του Ιλίου, Άλωση της Τροίας, όπου, κατά τον Αθήναιο [22], ο Σακάδας κατονόμαζε «πάμπολλους» από εκείνους που είχαν κρυφθεί στον Δούρειον Ίππο [23].  Εδώ (εικ. 6) βλέπουμε μιαν χαρακτηριστική απεικόνιση του Δουρείου Ίππου σε ανάγλυφο αγγείο, με παραστάσεις από την άλωση της Τροίας, αγγείο που είναι σύγχρονο ή λίγο προγενέστερο της εποχής του Σακάδα, και που σήμερα κοσμεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυκόνου.     

 

Εικ. 6. Μεγάλος ανάγλυφος αμφορέας του 7ου π.Χ. αιώνα, του γνωστού κεραμεικού εργαστηρίου αναγλύφων αγγείων της Τήνου, που βρέθηκε στη Χώρα της Μυκόνου και είχε χρησιμοποιηθεί για ταφή. Αριθμός Καταλόγου 2240 του Αρχαιολογικού μουσείου Μυκόνου.

 

Λίγο μεταγενέστερη του Σακάδα είναι μια σπουδαία γυναικεία μορφή, η λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα, αυτή έζησε στα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Υπήρξε σπουδαία ποιήτρια και μουσικός. Πρέπει εδώ να διευκρινισθεί και πάλι ότι σε όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Αρχαιότητας όλοι οι ποιητές, και οι μεγάλοι τραγικοί, ήσαν συγχρόνως και πολύ καλοί μουσικοί και μελοποιούσαν οι ίδιοι τα δημιουργήματά τους, άλλωστε ειδικά η λυρική ποίηση όχι μόνο ήταν μελοποιημένη, αλλά είχε συνοδεία κυρίως λύρας, τουλάχιστον στα αρχικά της στάδια, και ακριβώς στη συνοδεία του οργάνου αυτού οφείλει τον επιθετικό προσδιορισμό της, πρόκειται, δηλαδή, για ποίηση προορισμένη να τραγουδιέται με συνοδεία λύρας.

Αν και η Τελέσιλλα έζησε σε χρόνια ιστορικά, οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της είναι αρκετά συγκεχυμένες. Κατά τον Πλούταρχο[24], ήταν γόνος επιφανούς και ένδοξης αργειακής οικογένειας, χωρίς να διευκρινίζεται σε τί συνίστατο η οικογενειακή αυτή δόξα. Ο Πλούταρχος επίσης μας πληροφορεί ότι ήταν λεπτοκαμωμένη και ότι στη νεανική της ηλικία ήταν φιλάσθενη, πράγμα που της δημιουργούσε πολλά δυσάρεστα  προβλήματα, ώστε χρειάστηκε να ζητήσει τη συμβουλή του Μαντείου των Δελφών∙ η απάντηση της Πυθίας ήταν : «τὰς Μούσας θεραπεύειν». Ο χρησμός αυτός, φαίνεται ότι ικανοποίησε τη νεαρή Τελέσιλλα, η οποία τον ακολούθησε, καλλιέργησε τις φυσικές ικανότητες, που, αναμφίβολα, είχε και κατέληξε να θεωρείται και από τους συγχρόνους και από τους μεταγενεστέρους της σαν μια πολύ μεγάλη ποιητική και μουσική μορφή. Έξι αιώνες αργότερα ο επιγραμματοποιός του 1ου αιώνα μ.Χ. Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς την θαυμάζει και την συγκαταλέγει, μαζί με την Σαπφώ, μεταξύ των εννέα Μουσών που ανέδειξε η Γη[25], σε αντιδιαστολή προς τις εννέα Ουράνιες Μούσες [26].

Γνωρίζουμε ότι η Τελέσιλλα υπήρξε σύζυγος του Ίδα, ο οποίος, μετά τον θάνατό της, ίδρυσε μνημείο προς τιμήν της, του οποίου έχει σωθεί το επίγραμμα [27]. Το επίγραμμα αυτό αναφέρει :

 

 «Σῆμά τοι, ὦ γλυκερὴ Τελέσιλλα, ἐνθάδε καλὸν

τεῦξεν Ἴδας ἀλόχῳ, λάχειν ἥ οἱ πᾶν τὸ περισσὸν

πίστεος[28], εὐνοίας, ἀρετῆς ἀγανοφροσύνης τε,

ὄφρα καὶ ἐσσομένοισι τεὸν κλέος ἄφθιτον εἴη.»

 Σε ελεύθερη μετάφραση :

Μνημείο, γλυκιά Τελέσιλλα, εδώ ωραίο

έκτισε ο Ίδας στη σύζυγο, που του έτυχε, η οποία του πρόσφερε περίσσια

πίστη, εύνοια, αρετή και πραότητα,

ώστε να είναι η δόξα σου αθάνατη και στους μεταγενέστερους.

 

Από το επίγραμμα αυτό μαθαίνουμε τις αρετές που διέκριναν την Τελέσιλλα, εν τούτοις από τους ιστορικούς και τους αρχαίους συγγραφείς που την αναφέρουν (Παυσανίας, Πλούταρχος, Αθήναιος, Πολυδεύκης και άλλοι) δεν μας έχουν διασωθεί άλλες πληροφορίες για τη ζωή της, δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε, σε ποιά ηλικία, πού και πότε πέθανε κ.ο.κ.

Γύρω από το όνομά της και τη δράση της αναπτύχθηκε μια παράδοση, που παρουσιάζει την ποιήτρια σαν μια μοναδική ηρωική μορφή, που κατόρθωσε με τη γενναία στάση της και τα ενθουσιαστικά πατριωτικά ποιήματά της να εμψυχώσει τους γέροντες, τις γυναίκες, ακόμη και τα παιδιά και να τους παρατάξει με επιτυχία εναντίον των Σπαρτιατών, που επιζητούσαν να καταλάβουν το Άργος, αφού οι μάχιμοι  άνδρες της πόλης είχαν σκοτωθεί μέχρις ενός, περί το 494 π.Χ., στη μάχη της Σηπείας. Τελικά ο στρατός των Σπαρτιατών υποχώρησε και η πόλη του Άργους δεν κυριεύθηκε.

Τα βεβαιωμένα ιστορικά γεγονότα είναι ότι οι Σπαρτιάτες, ήδη μετά την επικράτησή τους στον δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο (669-657 π.Χ.), θέλησαν να καταστούν η μοναδική ηγέτιδα δύναμη στη Πελοπόννησο, εμπόδιο σε αυτή τους την επιδίωξη συναντούσαν το Άργος∙ υπομονετικά, όμως, και επί ενάμιση αιώνα προωθούσαν το σκοπό τους, άλλοτε με πολεμικές πράξεις και άλλοτε με διπλωματικές ενέργειες. Τελικά λίγο μετά το 500 π.Χ., πιθανότατα το 494 π.Χ., ο δραστήριος βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ο Α΄, ετεροθαλής ομοπάτριος αδελφός του Λεωνίδα, νίκησε κατά κράτος τον στρατό των Αργείων πλησίον της Τίρυνθος, στη Σηπεία, όπου κατά τον Ηρόδοτο [29] σκοτώθηκαν 6.000 Αργείοι, και όσοι  επέζησαν της μάχης και κατέφυγαν, ως ικέτες, στο παρακείμενο του πεδίου της μάχης ιερό άλσος του Άργου, κάηκαν ζωντανοί, κατόπιν διαταγής του Κλεομένους[30]. Παρόλη τη νίκη του αυτή ο Σπαρτιάτης βασιλιάς δεν προχώρησε, κατά τον Ηρόδοτο, σε κατάληψη της πόλης, εξ αιτίας των διαφορών που είχε με τον δεύτερο βασιλιά της Σπάρτης, τον Δημάρατο.       

Μετά την καταστροφή αυτή, και προφανώς αργότερα, αναπτύχθηκε η αργειακή παράδοση, που παρουσίασε την ποιήτρια Τελέσιλλα σαν ηρωική υπερασπίστρια της πόλης της. Όπως προσφυώς παρατηρεί ο Μ. Μιτσός [31], ο σύγχρονος των γεγονότων Ηρόδοτος, που περιγράφει με λεπτομέρειες την εκστρατεία εκείνη, δεν αναφέρει να είχε μια τέτοια δράση η Τελέσιλλα, πράγμα περίεργο, αν τα γεγονότα είχαν συμβεί όπως τα παραδίδουν ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Οι τελευταίοι αυτοί, πιθανώς να άντλησαν τις πληροφορίες τους από μεταγενέστερες πηγές, όταν είχε πλέον αναπτυχθεί και εδραιωθεί στη συνείδηση των Αργείων ο θρύλος γύρω από  την Τελέσιλλα.

Ο Παυσανίας [32] περιγράφει ότι είδε περί το 170 μ.Χ. στο επάνω μέρος  του θεάτρου του Άργους, και προ του ιερού της Αφροδίτης που υπήρχε εκεί, μια ανάγλυφη στήλη, που παρουσίαζε την Τελέσιλλα να κρατά στα χέρια της κράνος και να ετοιμάζεται να το βάλει στο κεφάλι της, ενώ στα πόδια της ήσαν ριγμένα τα βιβλία της, και μάλιστα, με αφορμή αυτήν ακριβώς τη στήλη, μας αναφέρει την θρυλούμενη ηρωική στάση της ποιήτριας. Πιθανώς οι Αργείοι να θέλησαν να παρουσιάσουν την Τελέσιλλα σαν περίπτωση ανάλογη με εκείνη του Τυρταίου στη Σπάρτη. Αγνοούμε, λοιπόν, λεπτομέρειες από τη ζωή της σπουδαίας αυτής λυρικής ποιήτριας, και οι σύγχρονοί μας ιστορικοί βάσιμα αμφισβητούν την ακρίβεια του ωραίου μύθου που την περιβάλλει.

Για την ποιητική της δραστηριότητα γνωρίζουμε ότι στα ποιήματά της χρησιμοποιούσε δικό της μέτρο, το τελεσίλλειο μέτρο. Τα ποιήματά της είχαν τον τίτλο Άσματα, ήσαν όλα λυρικά ποιήματα, συνήθως παρθένια, και κατά καλή συγκυρία έχουν διασωθεί κάποια μικρά αποσπάσματα από τα άσματά της εις Άρτεμιν, εις Απόλλωνα, εις Νιόβην και ίσως εις τους γάμους Διός – Ήρας.

Ο Παυσανίας [33] μας παραδίδει ότι στη κορυφή του όρους Κορυφαίον, πλησίον της Επιδαύρου, υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος Κορυφαίας, και ότι αυτό το ιερό το μνημόνευσε η Τελέσιλλα σε κάποιο άσμα της. Θεωρείται πιθανόν ότι σε εκείνο το ποίημά της ανήκουν οι δύο ακόλουθοι διασωθέντες στίχοι [34]:

 

 Ἅδ’ Ἄρτεμις, ὦ κόραι,                                 αυτή δε η Άρτεμις, κορίτσια,

    φεύγοισα τὸν Ἀλφεόν.                                 αποφεύγοντας τον Αλφειόν.

 

Τέλος στην Επίδαυρο βρέθηκε επιγραφή  σε γκρίζο σκληρό ασβεστόλιθο με κόκκινα νερά, σπασμένη σε τρία τεμάχια. Η επιγραφή έχει χαραγμένους τρεις Ύμνους, ο πρώτος Ύμνος είναι αφιερωμένος σε όλους τους θεούς, ο δεύτερος στον Πάνα, και ο τρίτος στη Μητέρα των θεών. Ο Ύμνος στη Μητέρα των θεών (Ματρὶ θεῶν), την Ρέα, έχει τελεσίλλειο μέτρο, αποδίδεται στην Τελέσιλλα και έχει σωθεί ολόκληρος, σχεδόν ακέραιος.

Ο ωραίος αυτός Ύμνος είναι ο εξής :         και σε μετάφραση :

 

   Ματρὶ θεῶν.                                               Στη Μητέρα των θεών.

Ὦ Μνημοσύνας κόραι                               Ω κόρες της Μνημοσύνης

δεῦρ’ ἔλθετε ἀπ’ ὠρανῶ                             ελάτε εδώ από τον ουρανό

καί μοι συναείσατε                                    και τραγουδήστε μαζί μου

τὰν ματέρα τῶν θεῶν,                               την μητέρα των θεών,

ὡς ἦλθε πλανωμένα                                  που ήρθε αφού περιπλανήθηκε

κατ’ ὤρεα καὶ νάπας,                                στα όρη και στα φαράγγια

σύρουσ’ ἀβρόταν κόμαν,                          τραβώντας την ιερή κόμη,

κατωρημένα φρένας.                                 έχοντας τελείως χάσει τον νου της. 

Ὁ Ζεὺς δ’ ἐσιδὼν ἄναξ                             Όταν όμως είδε ο βασιλιάς Δίας 

τὰν ματέρα θεῶν,                                      την μητέρα των θεών,

κεραυνόν ἔβαλλε – καὶ                              έριχνε κεραυνό – και

τὰ τύμπαν’ ἐλάμβανε –                              έπαιρνε τα τύμπανα – 

πέτρας διέρρησε – καὶ                               έσπαζε τις πέτρες – και 

τὰ τύμπαν’ ἐλάμβανε – .                             έπαιρνε τα τύμπανα – .  

Μάτηρ, ἄπιθ’ εἰς θεούς,                             Μητέρα, άπελθε προς τους θεούς,

καὶ μὴ κατ’ ὄρη πλανῶ,                            και μη πλανάσαι στα όρη,

μή σε χαροποὶ λέοντες                              μήπως λαμπροί λέοντες

ἢ πολιοὶ λύκοι –                                         ή γκριζωποί λύκοι –

ἔδωσι πλανωμέναν.                          σε κατασπαράξουν ενώ περιπλανάσαι.

Καὶ οὐκ ἄπειμι εἰς θεούς,                          Και δεν απέρχομαι προς τους θεούς,

ἂν μὴ τὰ μέρη λάβω,                                 αν δεν λάβω τα μερίδια μου,

τὸ μὲν ἥμισυ οὐρανῶ,                               το μισό μεν του ουρανού,

τὸ δὲ ἥμισυ γαίας,                                     το μισό δε της γης,

πόντω τὸ τρίτον μέρος∙                             της θάλασσας το ένα τρίτον∙

χοὔτως ἀπελεύσομαι.                                και έτσι θα φύγω.

Χαῖρ’ ὦ μεγάλα                                         Χαίρε, ω μεγάλη 

ἄνασσα, Μᾶτερ Ὀλύμπω[35] .       βασίλισσα, Μητέρα του Ολύμπου.     

 

Το αρχαίο κείμενο είναι εύκολα κατανοητό ακόμη και με ελάχιστες γνώσεις αρχαίων ελληνικών, ενώ συγχρόνως διατηρεί τη μουσικότητά του, που δεν μπορεί να αποδώσει καμία μετάφραση. Η επιγραφή αυτή φυλάσσεται, δεν εκτίθεται, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Επιδαύρου. Με ενθουσίασε η ωραία ιδέα που μου διατύπωσε ο συνάδελφος – αρχαιολόγος κ. Χρήστος Πιτερός, να γίνει, δηλαδή, αντίγραφο της επιγραφής αυτής και να τοποθετηθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Άργους. Εύχομαι αυτό να είναι σχετικά εύκολο να πραγματοποιηθεί, ώστε η πολύ μεγάλη  Αργεία ποιήτρια Τελέσιλλα να βρει τη θέση της στο Μουσείο της γενέτειράς της.      

Με το τέλος του 6ου αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. συντελείται μια ιστορική πρόοδος σε ότι αφορά τη μουσική γενικά. Τώρα οι μουσικοί συστηματοποίησαν την ενασχόλησή τους με την τέχνη τους και σαν φυσική συνέπεια προέκυψε η ανάγκη καταγραφής των έργων τους, ανάγκη που τελικά κατέληξε στη δημιουργία της «παρασημαντικής», της πρώτης μουσικής γραφής του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε και πού άρχισαν αυτές οι προσπάθειες καταγραφής της μουσικής. Μέχρι τώρα η αρχαιότερη αναφορά, και αυτή έμμεση, μας δίνει χρονολογία γύρω στα 470 π.Χ. Γνωρίζουμε, δηλαδή, ότι τότε ο Πίνδαρος απέστειλε από την Ελλάδα στο ιερό του Άμμωνος Διός στην Αίγυπτο έναν Ύμνο προς τιμήν του θεού [36], πράγμα που προϋπέθετε μουσική γραφή και μάλιστα γνωστή και κατανοητή και στους ιερείς του Άμμωνος Διός, διότι τότε οι Ύμνοι ήσαν πάντοτε μελοποιημένοι από τους ίδιους τους ποιητές τους. Αυτής της εποχής ή λίγο παλαιότερο είναι και το δείγμα αποτύπωσης μουσικής που μας παρέχει το επίνητρο της Ελευσίνας  (εικ. 7), όπου έχουμε προφανώς καταγραφή ενός πολύ σύντομου σκοπού σαλπίσματος. Εδώ μουσικά σημεία είναι τα γράμματα ή μάλλον οι συλλαβές που πλαισιώνουν την Αμαζόνα.

 

Εικ. 7. Θραύσμα 1 του Επινήτρου της Ελευσίνας. Μουσείο Ελευσίνας, αρ. 465 και παλαιός αρ. 907.

 

Η αρχαία ελληνική μουσική γραφή είναι γνωστή σε μας σήμερα κυρίως χάρη στους πίνακες του συγγράμματος Εισαγωγή Μουσική του θεωρητικού της μουσικής Αλυπίου, 3ος – 4ος αιώνας μ.Χ., ώστε με τη βοήθειά τους να είναι αναγνώσιμα τα ελάχιστα (περί τα 60 ή λίγα περισσότερα) γραπτά μουσικά κατάλοιπα της Ελληνικής Αρχαιότητας, παρτιτούρες θα λέγαμε, που, όμως, όλα πλην ενός, είναι πολύ κατεστραμμένα. Γενικά πιστεύεται ότι η οργάνωση της μουσικής γραφής ακολούθησε διάφορα εξελικτικά στάδια για να καταλήξει σε ένα σύστημα αλφαβητόμορφης μουσικής γραφής, όπου χρησιμοποίησε ως σύμβολά της τα γράμματα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου κανονικά ή παραποιημένα, ορθά, (εικ. 8) πλάγια, ύπτια, απεστραμμένα, ανεστραμμένα, διπλά, τετράγωνα, καθειλκυσμένα, ελλιπή κ.ο.κ. Οι αρχαίοι Έλληνες διαμόρφωσαν τελικά διπλή μουσική γραφή, είχαν δηλαδή άλλα σύμβολα για την οργανική μουσική, την κρουματογραφία, και άλλα για την φωνητική μουσική, την μελογραφία. Τα ίδια τα σχήματα των μουσικών συμβόλων της οργανικής γραφής, της κρουματογραφίας, θυμίζουν την αρχαϊκή μορφή που είχαν τα γράμματα των μέσων χρόνων του 5ου αιώνα π.Χ.

 

Εικ. 8. Πίνακας με σύμβολα αρχαίας παρασημαντικής.

 

Ας δούμε τα συμπεράσματα δύο διεθνώς καταξιωμένων ειδικών μελετητών του θέματος. Κατά τον καθηγητή Egert Pöhlmann [37] «περισσότερες δυνατότητες συγκρίσεων προσφέρουν τα αλφάβητα του Άργους και των Μυκηνών. . .  Αυτό που βλέπουμε να προκύπτει, συνεχίζει, είναι ότι οι απαρχές της μουσικής γραφής της κρουματογραφίας, θα πρέπει να αναζητηθούν στο Άργος και να χρονολογηθούν στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., στο τελευταίο τέταρτο του οποίου πρέπει να δημιουργήθηκε και η μελογραφία.»..

Για το ίδιο θέμα ο M. L. West συμπεραίνει ότι : «την οργανική παρασημαντική, ή εν πάση περιπτώσει τον αρχικό της πυρήνα, την εφηύρε κάποιος μουσικός από την Αργολίδα, όχι πολύ αργότερα από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και πιθανώς λίγο νωρίτερα. Δεν μπορεί κανείς να μη νοιώσει έκπληξη, σημειώνει, από τη σύμπτωση ότι δύο από τους παλαιότερους γνωστούς θεωρητικούς (της μουσικής) κατάγονται από αυτήν ή από κοντινή περιοχή, ο Λάσος ο Ερμιονεύς και ο Επίγονος ο Σικυώνιος» [38]

Ήδη κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., λοιπόν, διάσημοι Αργείοι μουσικοί είχαν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στα μουσικά πράγματα της Ελλάδος. Ο Αριστόνικος και ο Σακάδας καθιέρωσαν την κιθάρα και τον αυλό αντίστοιχα ως αυτόνομα σολιστικά όργανα στους μουσικούς αγώνες. Ο Ιέραξ και ο Σακάδας επινόησαν και καθιέρωσαν ιδιαίτερες μορφές (φόρμες) αξιόλογων συνθέσεων και γενικά εισήγαγαν καινοτομίες, που συνέβαλαν στην εξέλιξη της μουσικής εκείνων των χρόνων.

Ο Σακάδας συμμετείχε στην διαμόρφωση των εορτών των Γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη, των Αποδείξεων στην Αρκαδία και των Ενδυματίων στο Άργος. Ο Λάσος ο Ερμιονεύς μελέτησε τη μουσική θεωρητικά και είναι ο πρώτος που συνέγραψε θεωρητικό σύγγραμμα περί μουσικής, άλλωστε στις ενέργειες του Λάσου οφείλεται και η εισαγωγή και καθιέρωση του διθυράμβου ως αυτοτελούς αγωνίσματος στους μουσικούς αγώνες των διαφόρων εορτών.

Τέλος η μελέτη της αρχαίας παρασημαντικής σήμερα, είκοσι έξι  αιώνες μετά τη δημιουργία της, υποδεικνύει σαν τόπο επινόησής της την Αργολίδα του 5ου αιώνα π.Χ.  Όλα αυτά τα δεδομένα δικαιώνουν το εδάφιο του Ηροδότου που αναφέρθηκε στην αρχή, εύλογα στα χρόνια εκείνα οι Αργείοι είχαν τη φήμη ότι είναι οι πρώτοι μεταξύ των Ελλήνων στη μουσική, αφού είχαν συμβάλλει ουσιαστικά με τόσα νέα στοιχεία στην ανάπτυξή της.

Μετά από αυτή την ακμή περί τα μουσικά πράγματα μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ., η μουσική κίνηση στο Άργος και την Αργολίδα εξακολούθησε να είναι ζωηρή, περιοριζόταν, όμως, πλέον στο να παρακολουθεί τις γενικές εξελίξεις, χωρίς να προσφέρει νέες πρωτότυπες ιδέες. Οι ποιητικές και μουσικές δημιουργίες των Αργείων τώρα μιμούνται τα παλαιότερα πρότυπα και, χωρίς να τα φθάνουν σε ποιότητα, επισκιάζονται από εκείνα. Η ιστορική μνήμη και οι πηγές μάς δίνουν κάποιες σχετικές πληροφορίες για μερικούς μουσικούς, μάλλον πενιχρές, ικανές όμως να βεβαιώσουν την ύπαρξη έντονης μουσικής δραστηριότητας.

Σημαντικό γεγονός  τον 4ο  με 3ο αιώνα π.Χ., είναι η ίδρυση  του μεγάλου  ελληνιστικού θεάτρου του Άργους (εικ. 9), που είναι ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα θέατρα της αρχαίας Ελλάδος, με χωρητικότητα 20.000 θεατών στην πλήρη ανάπτυξή του, και που σήμερα σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι είναι λαξευμένο στον φυσικό βράχο. Το θέατρο αυτό έχει το συνηθισμένο σχήμα του αρχαίου θεάτρου και αντικατέστησε το παλαιότερο θέατρο των Κλασικών Χρόνων, που είχε ευθύγραμμα εδώλια.

 

Εικ. 9. Το μεγάλο Θέατρο του Άργους, των Ελληνιστικών Χρόνων.

 

Τις θεατρικές και μουσικές ανάγκες της πόλης εξυπηρετούσε αργότερα και το Ωδείο των Ρωμαϊκών Χρόνων (εικ. 10), που επίσης σώζεται σε ικανοποιητική κατάσταση. Από το Άργος, μάλιστα, μας έχει σωθεί και ένα εισιτήριο θεάτρου. Πρόκειται για ένα ενεπίγραφο πήλινο εισιτήριο σε σχήμα πυραμίδας του 3ου αιώνα π.Χ., που φέρει επιγραφή με τα ονόματα  ΣΤΡΑΤΩΝ/ΑΝΤΑΝΔΡΑ [39], προφανώς είναι τα ονόματα των κατόχων του, είχαμε λοιπόν επώνυμα εισιτήρια ήδη από τότε.   

 

Εικ. 10. Το Ωδείο των Ρωμαϊκών Χρόνων.

 

Στα 270-260 π.Χ. μεταφέρθηκε στο Άργος η τέταρτη σε σημασία Πανελλήνια Εορτή, τα Νέμεα ή Νέμεια, και έκτοτε η διοργάνωσή της κάθε δύο χρόνια ήταν αποκλειστική ευθύνη των Αργείων. Τά Νέμεια τα τελούσαν προς τιμήν του Νεμείου Διός και ο εορτασμός τους στο Άργος έδωσε ιδιαίτερη λαμπρότητα στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης, γιατί με την ευκαιρία της τέλεσης των μουσικών αγώνων των Νεμείων συνέρρεαν στην πόλη πολλοί διάσημοι μουσικοί.  

Κατά την Αρχαιότητα όλοι όσοι είχαν επαγγελματική ασχολία τη μουσική, την ποίηση, το θέατρο  θεωρούσαν ότι ήσαν στην υπηρεσία του Διονύσου, και υπό την προστασία του, και απεκαλούντο Τεχνίτες Διονύσου. Αρχικά οι τέχνες αυτές εξυπηρετούσαν αποκλειστικά θρησκευτικές ανάγκες και σε αυτά τα πλαίσια δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν. Από τον 4ο αιώνα π.Χ., όμως, άρχισε σιγά-σιγά να διαφοροποιείται η στενή σχέση τους με τη θρησκεία, και, καθώς με την πάροδο των χρόνων το θρησκευτικό στοιχείο ατόνησε, επικράτησε η εκκοσμίκευσή τους, αν και πάντα διατήρησαν κάποια υποτυπώδη θρησκευτική επίφαση.

Στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. όλοι οι επαγγελματίες μουσικοί διαφόρων οργάνων, ποιητές, δραματικοί ποιητές, υποκριτές – δηλαδή ηθοποιοί, διδάσκαλοι και ποιητές διθυράμβου, χορευτές, χορωδοί, σκηνικοί τεχνίτες, κήρυκες και όλοι οι σχετικοί καλλιτέχνες είχαν αναπτύξει έντονη συνδικαλιστική συνείδηση και είχαν συμπήξει  επαγγελματικές ομάδες, που τις ονόμαζαν Κοινά Τεχνιτών Διονύσου.

Τα Κοινά αυτά εμφανίζονται οργανωμένα  την εποχή αυτή, σχεδόν ταυτόχρονα, σε ολόκληρο τον τότε ελληνικό κόσμο. Η πρώτη σαφής αναφορά που έχουμε προέρχεται από ένα ψήφισμα των Δελφών του 279 π.Χ., το οποίο παρέχει στο Κοινὸν Τεχνιτῶν Διονύσου Ἰσθμοῦ – Νεμέας δικαίωμα προμαντείας, προεδρίας και προδικίας [40]. Αμέσως μετά ένα χρόνο, στα 278 π.Χ., ακολουθεί νέο ψήφισμα των Αμφικτυόνων των Δελφών, που παρέχει ανάλογα και περισσότερα προνόμια στη Σύνοδον τῶν ἐν Ἀθήναις Τεχνιτῶν Διονύσου [41]. Ακολούθησαν : το Κοινὸν τῶν ἐπ’ Ἰωνίας καὶ Ἑλλησπόντου Τεχνιτῶν Διονύσου, το Κοινὸν Τεχνιτῶν Αἰγύπτου, το Κοινὸν τῶν ἐν τῷ κατὰ Κύπρον γραμματείῳ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτῶν, το Κοινὸν Τεχνιτῶν Δωδεκανήσου, το Κοινὸν Τεχνιτῶν στη Δύση (Ιταλία, σημερινή Νότια Γαλλία) και τέλος, περί τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. πλέον, εμφανίζεται η ἀπὸ τῆς Οἰκουμένης Σύνοδος τῶν Τεχνιτῶν Διονύσου, με έδρα τη Ρώμη.

Στα  Κοινά αυτά προΐστατο ο κατά τόπους ιερεύς Διονύσου. Τα μέλη των Κοινών έχαιραν ιδιαίτερων τιμών και προνομίων, που τους εξασφάλιζαν καλή επαγγελματική σταδιοδρομία και διάφορες διευκολύνσεις στη ζωή τους γενικότερα, αλλά τους δημιουργούσαν και υποχρεώσεις προς το Κοινόν, η αθέτηση των οποίων επέφερε και ποινές, συνήθως χρηματικές. Άξιο επισήμανσης είναι ότι την πρωτοπορία στην δημιουργία των  Κοινών την είχαν οι Πελοποννήσιοι Τεχνῖται Διονύσου Ισθμού-Νεμέας.    

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ψήφισμα του έτους 114 π.Χ. του «Κοινοῦ τῶν περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτῶν τῶν ἐξ Ἰσθμοῦ καὶ Νεμέας τῆς ἐν Ἄργει συνόδου» [42]. Από το ψήφισμα αυτό πληροφορούμεθα ότι υπήρχε Σύνοδος Τεχνιτών Διονύσου Άργους και ότι αυτή ανήκε στο Κοινό Τεχνιτών Ισθμού-Νεμέας. Από το ίδιο ψήφισμα μαθαίνουμε τα ονόματα τριών Αργείων τεχνιτών της εποχής, αυτοί είναι : ο Αριστοκλής, γραμματεύς της Συνόδου, ο Ξένων, άρχων και ταμίας της Συνόδου και ο Ζήνων ο Εκατοδώρου, τον οποίο η Σύνοδος με το ψήφισμα αυτό τιμά με χρυσό στεφάνι και χάλκινο ανδριάντα για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στο Κοινό.   Οι διάφορες πηγές μάς έχουν διασώσει τα ονόματα και κάποια άλλα στοιχεία συνολικά για περισσότερους από 60 Τεχνίτες Διονύσου από το Άργος και την ευρύτερη περιοχή διαχρονικά.                        

Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τη πόλη του Άργους μαζί με άλλες πληροφορίες γραπτών πηγών συμπληρώνουν τις γνώσεις μας για τη μουσική κίνηση της πόλης. Αναφέρθηκε ήδη ότι τις μουσικές και θεατρικές ανάγκες των πολιτών ικανοποιούσαν το Θέατρο των κλασικών χρόνων, που είχε ευθύγραμμα εδώλια, το μεγάλο Θέατρο των ελληνιστικών χρόνων, το λαξευμένο στον φυσικό βράχο, χωρητικότητας 20.000 θεατών, αριθμός ενδεικτικός της ανάγκης εξυπηρέτησης μεγάλου αριθμού θεατών, και το Ρωμαϊκό Ωδείο της πόλης.              

Μια σειρά εορτών πανελλήνιας ακτινοβολίας προσέδιδε μεγάλη κινητικότητα στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης. Εκτός από τη μεγάλη πανελλήνια εορτή των Νεμείων, ονομαστή τοπική εορτή με πανελλήνια ακτινοβολία ήταν τα Ηραία, εορτή προς τιμή της Ήρας, θεάς πολιούχου του Άργους. Την εορτή τελούσαν ανά τέσσερα χρόνια, στο μέσον της κάθε ολυμπιάδας, διαρκούσε δε μέχρι και τρεις μέρες και αποτελούσε τη βάση της αργειακής χρονολόγησης. 

Η εορτή άρχιζε στο στάδιο της πόλης με μουσικούς, αθλητικούς-γυμνικούς και ρητορικούς αγώνες. Την πανελλήνια σημασία της εορτής πιστοποιεί και ο χάλκινος τρίποδας (εικ. 11), που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου, στη Βεργίνα, που χρονολογείται στα 430-420 π.Χ. και φέρει την επιγραφή «παρ’ Ἥρας Ἀργείας εἰμὶ τῶν ἄθλων». Προφανώς αποκτήθηκε από κάποιο βασιλικό πρόγονο και συνόδευσε τον Φίλιππο στον τάφο του, σαν πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο.

 

Εικ. 11. Ο χάλκινος τρίποδας του τάφου του Φιλίππου από τα Ηραία του Άργους.

 

Μετά το τέλος των αγώνων ξεκινούσε από την πόλη μεγαλοπρεπής πομπή προς το Ηραίον, που βρίσκεται μεταξύ Άργους και Μυκηνών, στη σημερινή κοινότητα Νέου Ηραίου, έχοντας επί κεφαλής την πρωθιέρεια της θεάς και με συνοδεία αυλών. Το Ηραίον (εικ. 12) ήταν το εκτεταμένο ιερό της θεάς και μεταξύ των άλλων οικοδομημάτων του δέσποζε ο ναός της θεάς, που στα χρόνια εκείνα φιλοξενούσε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Ήρας, έργο του Πολυκλείτου.

 

Εικ. 12. Το Ηραίον του Άργους.

           

Στη πόλη, και κοντά στο ναό της Λητούς, υπήρχε ο ναός της Ανθείας Ήρας [43], όπου, κατά την πομπή που τελούσαν προς τιμή της Ήρας – Ανθείας, «ανθεσφόρες» παρθένοι, κρατούσαν λουλούδια και βάδιζαν υπό τους ήχους των αυλών, που έπαιζαν το ιεράκειον μέλος, την ειδική για την περίσταση σύνθεση του Ιέρακα, όπως μας πληροφορεί και ο Πολυδεύκης [44].

Στην πόλη τελούσαν επίσης Εκατόμβοια, με θυσία εκατό βοών, και την «εξ Άργους Ασπίδα». Όλες αυτές οι εορτές περιελάμβαναν και μουσικούς αγώνες, όπου διακρίθηκαν κατά καιρούς μουσικοί και ποιητές από ολόκληρο τον τότε ελληνικό κόσμο, όπως συμπεραίνουμε από διαφόρους καταλόγους νικητών.

 Κατά τον  Παυσανία ο Ηγέλεως, γυιός του Τυρρηνού, ίδρυσε στο Άργος ναό της Αθηνάς – Σάλπιγγος [45] και ήταν αυτός και ο αδελφός του Μήλας, που πρώτοι εισήγαγαν τη σάλπιγγα στις πολεμικές επιχειρήσεις. Στην εικόνα 13  μια πτερωτή Νίκη σαλπίζει την ευτυχή έκβαση μάχης, ίσως κάποιας ναυμαχίας. Οι Αργείοι πραγματοποιούσαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις με συνοδεία σαλπίγγων, ενώ οι Σπαρτιάτες με συνοδεία αυλού (εικ. 14), οι Κρήτες με συνοδεία λύρας κ.ο.κ.    

 

Εικ. 13. Νίκη με σάλπιγγα σε χρυσό στατήρα Δημητρίου του Πολιορκητού. (Θησαυρός Επιδαύρου) του 300 π.Χ. περίπου. Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.

 

Εικ. 14. Κορινθιακός Κρατήρ του 7ου π.Χ αιώνα. Ρώμη Villa Giulia. Αυλητής σε μάχη.

Την εικόνα της μουσικής κίνησης της πόλης συμπληρώνουν ακόμη κάποια εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου του Άργους. Στην προθήκη 20 του ισογείου εκτίθεται θραύσμα οστέινου αυλού (εικ. 15) του 7ου αιώνα π.Χ. με δύο τρήματα, δύο οπές∙  στην εντοιχισμένη προθήκη 13 του ισογείου επίσης εκτίθεται το επεξεργασμένο κέλυφος χελώνας (εικ. 16) που αποτελούσε ηχείο λύρας  και βρέθηκε μαζί με ένα δεύτερο κέλυφος σε αποθέτη των Υστεροαρχαϊκών Χρόνων (6ος αιώνας π.Χ.) κοντά στο Αρχαίο Θέατρο.

 

Εικ. 15. Θραύσμα οστέινου αυλού. 7ος π.Χ. αιώνας.

 

Εικ. 16. Ηχείο λύρας των Υστεροαρχαϊκών χρόνων.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η λύρα, που ήταν εφεύρεση του Ερμού, ήταν ένα έγχορδο όργανο που είχε για ηχείο κέλυφος χελώνας. Στην εικόνα 17 βλέπουμε την περίφημη λύρα του Έλγιν του 5ου αιώνα π.Χ., που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Τα πιο κατάλληλα για τη χρήση αυτή ήσαν τα κελύφη της κρασπεδωτής χελώνας (testudo marginata), που συναντάται σε μεγάλους πληθυσμούς και στο Παρθένιον όρος, το σημερινό Παρθένι, μεταξύ Τεγέας και Αρκαδίας, όπου υπήρχε και ιερό του Πανός, ο Παυσανίας μάλιστα σημειώνει την καταλληλότητα αυτής της χελώνας για ηχεία λύρας [46].

 

Εικ. 17. Η λύρα του Έλγιν. 1816. 6-10. 501. Βρετανικό Μουσείο.

 

Ανάμεσα  στα γλυπτά του Μουσείου Άργους, στον πρώτο όροφο όπου η έκθεση γλυπτών, ξεχωρίζει η εικονιστική κεφαλή του Σοφοκλέους (εικ. 18) τύπου Farnese, που βρέθηκε στο Κεφαλάρι του Άργους και είναι αντίγραφο έργου του 3ου αιώνα π.Χ., καθώς και ένα άγαλμα Μούσας (εικ. 19) που κρατά λύρα. 

 

Εικ. 18. Κεφαλή Σοφοκλέους. Αρ. κατ. 33.

 

 

Εικ. 19. Μούσα με λύρα. Αρ. κατ. 4.

Τέλος στον αύλειο χώρο του Μουσείου εκτίθεται ωραίο ψηφιδωτό δάπεδο (εικ. 20) του 5ου ή 6ου αιώνα μ.Χ., με παράσταση διονυσιακής σκηνής Σατύρου με βυκάνη και ορχηστρίδας με κύμβαλα, που πιστοποιεί ότι η μουσική εξακολούθησε να είναι προσφιλής ενασχόληση των Αργείων και κατά την  Ύστερη Αρχαιότητα. 

 

Εικ. 20. Ψηφιδωτό δάπεδο με σκηνή χορού Σάτυρου και ορχηστρίδας.

 

Το περίφημο μεγάλο Θέατρο  του Άργους, των Ελληνιστικών Χρόνων, έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα προστασίας και ανάδειξης Αρχαίων Θεάτρων του Σωματείου «Διάζωμα» και ελπίζεται ότι σύντομα θα επιτευχθεί η ανάδειξή του.

 

Κατερίνα Παπαοικονόμου-Κηπουργού

Μουσικός-Αρχαιολόγος 

 

Υποσημειώσεις


[1] Ηροδότου 3, 131, 3.

[2] Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου, αρ. ευρετηρίου 14376.

[3] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί  XIV637 f.

[4] Παυσανίου Φωκικά X, VII, 7.

[5] Πολυδεύκους Ονομαστικόν  IV, 78 και 79.

[6] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί  XIII, 570 b, 26.

[7] Πολυδεύκους Ονομαστικόν IV 78.

[8] Παυσανίου Ηλιακά Β, VI, XIV, 9 και 10.

[9] Ψευδο-Πλουτάρχου Ηθικά. Περί Μουσικής 1140 D, 6.

[10] Ψευδο-Πλουτάρχου Περί Μουσικής 1135 E, 14.

[11] Ψευδο – Πλουτάρχου Περί Μουσικής 1134 Α, 8.

[12] Παυσανίου Φωκικά Χ, VII, 4.

[13] Παυσανίου Κορινθιακά II, ΧΧΙΙ, 9.

[14] Σχόλιο 34 στο Περί Μουσικής του Ψευδο-Πλουτάρχου. Ηθικά. Τόμος 29. Εκδόσεις Κάκτος. Σελ. 272.

[15] Πολυδεύκους ’Ονομαστικόν IV, 81.

[16] Παυσανίου Μεσσηνιακά IV, XXVII, 7.

[17] Παυσανίου Βοιωτικά ΙΧ, ΧΧΧ, 2.

[18] Ψευδο-Πλουτάρχου Περί Μουσικής 1134 A, B, 8.

[19] Πλουτάρχου Λυκούργος 21.

[20] Ψευδο-Πλουτάρχου Περί Μουσικής1135 F.

[21] Παυσανίου Κορινθιακά ΙΙ, ΧΧΙΙ, 9.

[22] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί ΧΙΙΙ 210 c.

[23] Bergk Theodorus Poetae Lyrici Graeci, Τόμος ΙΙΙ. Έκδοση Teubner. Λειψία 1882. Σελ. 201. Σακάδα Ἰλίου Πέρσις.

[24] Πλουτάρχου Ηθικά245 C και εξής.

[25] Πρήξιλλα, Μοιρώ, Ανύτη, Σαπφώ, Ήριννα, Τελέσιλλα, Κόριννα, Νοσσίς και Μυρτίς.

[26] Παλατίνη Άνθολογία. Επίγραμμα Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως ΙΧ, 26. Τόμος ΙΙ. Σελ. 6.

[27] Παλατίνη Ἀνθολογία Επίγραμμα II 553. Τόμος ΙΙΙ. Σελ. 182.

[28] Τηρήθηκε η ορθογραφία της επιγραφής.

[29] Ηροδότου Ιστορίαι 6, 77.

[30] Παυσανίου  ΙΙ, ΧΧ, 8.

[31] Μιτσού Μ. Άργολική Προσωπογραφία  σελ. 171.

[32] Παυσανίου ΙΙ, ΧΧ, 7.

[33] Παυσανίου II, XXVIII, 2.

[34] Theodorus Bergk Poetae Lyrici Graeci. Τόμος IΙΙ. Σελ. 381.

[35] Iscriptiones Graecae (IG). Τόμος IV, Ι. Επιγραφή 131. Αριθμός Καταλόγου 1277 του Αρχαιολογικού Μουσείου Επιδαύρου.

[36] Παυσανίου Βοιωτικά IX, XVI, 1.

[37] Έγκερτ Πέλμαν – Ιωάννα Σπηλιοπούλου. Δράμα και Μουσική στην Αρχαιότητα. Σελ. 38-40.

[38] M. L. West Αρχαία Ελληνική Μουσική. Σελ. 358-359.

[39]  Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG) XI 356.

[40] Sylloge Inscriptiorum Graecarum (SIG) 460.

[41] Sylloge Inscriptiorum Graecarum (SIG) 399.

[42] Inscriptiones Graecae (IG) IV 558.

[43] Παυσανίου ΙΙ, ΧΧΙΙ, 1.

[44] Πολυδεύκους Ὀνομαστικόν  IV 78.

[45] Παυσανίου Κορινθιακά II, XXI 3.

[46] Παυσανίου Ἀρκαδικά VIII, LIV, 7.

 

 

Βιβλιογραφία


  • Αθήναιου Δειπνοσοφισταί. The Loeb Classical Library.HarvardUniversity Press. Τόμοι I – VII. 1957- 1966.
  • Βρεττού Λ., Λεξικό τελετών, εορτών και αγώνων αρχαίων Ελλήνων. Εκδόσεις Κονιδάρη. Αθήνα  22002.
  • Βυζαντίου Σκ., Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Εν Αθήναις 1882.
  • Δημητρόπουλου Αχ. – Ιωαννίδη Γ., Ερπετά της Ελλάδας και της Κύπρου. Έκδοση Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Αθήνα 2002.
  • Ζεγκίνη Ι., Το Άργος διά μέσου των αιώνων. Χωρίς Εκδότη. Πύργος, 1968.
  • Ηροδότου, Ιστορίαι. The Loeb Classical Library.HarvardUniversity Press. Τόμοι Ι-IΙ. 1957.  
  • Μιτσού Μ. Θ., Αργολική Προσωπογραφία. Έκδοση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Αρ. 36. Εν Αθήναις 1952.
  • Μιχαηλίδη Σ., Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής. Έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Αθήνα 21989. 
  • Μπανάκα – Δημάκη Άννα. «Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους». Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, Τεύχος 89, Δεκέμβριος 2003.
  • Μποσνάκη Δ. και Γκαγκτζή Δ. (Επιμέλεια Έκδοσης), Αρχαία Θέατρα. Εκδόσεις Ίτανος. Αθήνα 1998.
  • Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κατ., Η μουσική στην Αρχαία Ελλάδα. Εκδόσεις Γεωργιάδης. Αθήναι 2007.
  • Παπαστάμου Δημ., Ασκληπιός-Επίδαυρος και το Μουσείο της. Εκδόσεις Απόλλων. Αθήναι 1979.
  • Παπασταύρου Ι. Στ., Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος. Εκδόσεις Χιωτέλλη. Αθήναι 1969.
  • Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις. Έκδοση Teubner. Τόμοι I και ΙΙ. Λειψία 1881-1883.
  • Πέλμαν Ε. – Σπηλιοπούλου Ι., Δράμα και Μουσική στην Αρχαιότητα. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 2000.
  • Πλουτάρχου Ηθικά. Εκδόσεις Κάκτος. Τόμοι: 2, 7 και 29. Αθήνα 1995 και 1997.
  • Πολυδεύκους, Ονομαστικόν.  Τόμοι Ι και ΙΙ. Έκδοση Teubner. Λειψία 1900 και 1931.
  • Στεφανή Ι. Ε., Διονυσιακοί Τεχνίται. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ηράκλειο. 1988.
  • West M. L., Αρχαία Ελληνική Μουσική. Μετάφραση Στάθης Κομνηνός. Εκδόσεις Παπαδήμα. Αθήνα 1999.
  • Anthologia Palatina. Έκδοση Didot. Τόμοι ΙΙ και ΙΙΙ. Παρίσι 1888 και 1890.
  • Bergk Theoδorus Poetae Lyrici Graeci. Τόμος III. Έκδοση Teubner. Λειψία 1882.
  • Grimal P., Dictionnaire de la Mythologie Grecque et Romaine. Presses Universitaires de France, Paris.1958.
  • Hagel Stefan, Ancient Greek Musik. A New Technical History.CambridgeUniversity Press, December 2009.
  • Inscriptiones Graecae (IG). Τόμος IV, Ι και ΙΙ. 1929 και Τόμος VII 1892. Βερολίνο.
  • Le Guen Brigitte, Les Associations de Technites Dionysiaques à l’époque Hellénistique. Τόμοι 1 καί 2. Nancy : Association pourla Diffusion dela Recherche sur l’ Antiquité (ADRA). 2001.
  • Martianus Capella, De Armonia (βιβλίο ΙΧ). Έκδοση. Adolfus Dick, προσθήκες Jean Préaux. Στουτγάρδη 1969.  
  • Pickard – CambridgeA. W., The Dramatic Festivals of Athens. Έκδοση Clarendon Press. Oxford. 21968.
  • Pöhlmann E. and West M. L., Documents of ancient Greek music. Clarendon Press.Oxford. 2001.
  • Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG). Τόμος ΙΙΙ 1929 και Τόμος ΙΧ 1954.
  • Sylloge Inscriptiorum Graecarum (SIG). Dittenberger. Λειψία 1915-1920. Έκδοση Τρίτη

 

 

 

Read Full Post »

 

Ήρα


 

 

Η πολιούχος θεά του Άργους, η ιερή βασίλισσα του Ολύμπου, προστάτιδα του γάμου, της οικογενειακής ζωής και των χρηστών ηθών. Πρωτότοκη κόρη του Κρόνου και της Ρέας, σύζυγος του υψίστου των θεών, κατέχει την πρώτη, εξέχουσα θέση ανάμεσα στις θεές του Ολύμπου.

 

 

Δίας και Ήρα, λάδι σε μουσαμά , James Barry (1741–1806)

Γεννήθηκε, όπως ένας μύθος υποστηρίζει, στο Άργος, ενώ άλλες παραδόσεις θεωρούν γενέτειρά της τη Σάμο, την Αρκαδία και την Κόρινθο. Η Ήρα ήταν η ιδανική γυναίκα, ωραία, σεμνή και απόλυτα αφοσιωμένη στον άντρα της. Ουδέποτε σύναψε άλλη ερωτική σχέση, γι’ αυτό απαιτούσε από αυτόν να της είναι πιστός. Οι αναρίθμητες περιπέτειές του όμως την έκαναν ζηλότυπη[1] και οι συζυγικοί καβγάδες τους ήταν συχνότατοι και ιδιαίτερα έντονοι. Σε τέτοιες στιγμές αγανάκτησης η Ήρα γέννησε μόνη της, με την απλή επαφή ενός άνθους, το θεό του πολέμου Άρη.  

Αλλά χωρίς ερωτική συνεύρεση, λένε κάποιοι μύθοι, συνέλαβε και τη θεά της αιώνιας νιότης, την Ήβη– μετά από ένα γεύμα με μαρούλια.[2] Με τον ίδιο τρόπο έφερε στο φως την Ειλείθυια, τη θεά των τοκετών. Βέβαια άλλοι μύθοι αποδίδουν στο Δία και την Ήρα πολλά παιδιά και θεωρούν τον Ήφαιστο καρπό της προγαμιαίας σχέσης τους, ενώ αναφέρουν ότι ο Άρης γεννήθηκε μετά το γάμο, όπως και η Άγγελος που ανήκει στον υποχθόνιο κόσμο.

 

Οι διάφοροι μύθοι, στους οποίους αναφέρεται η Ήρα, δίνουν ως κύρια γνωρίσματα του χαρακτήρα της τον εγωισμό, την αυστηρότητα, τη φιλόνικη διάθεση και τη ζηλοτυπία[3].

 

Η Ήρα λατρευόταν σε όλες τις ελληνικές πόλεις και τις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας. Γιορτές αφιερωμένες στην Ήρα είναι τα Δαίδαλα, τα Καλλιστεία, τα Εκατόμβοια.

 

Ονομαστός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ήταν το Ηραίο του Άργους[4], από τα αρχαιότερα ιερά.[5] Αρκετά φημισμένος ήταν και ο ναός της στην Ολυμπία, όπως και στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στη Σπάρτη και το Ναύπλιο. Την τιμούσαν επίσης και στην Εύβοια όπου, κατά την παράδοση, είχε ανατραφεί, στη Θράκη, στη Σάμο, στη Λέσβο, στην Κνωσό της Κρήτης, καθώς και στη Σικελία, στον Ακράγαντα και τις Συρακούσες. 

 

 

Ηραία


 

Γιορτές προς τιμήν της θεάς Ήρας, που τελούνταν στις πόλεις όπου λατρευόταν η θεά (Άργος, Ήλιδα, Σάμο, Αθήνα, Κόρινθο, Κω, Δελφούς, Αμοργό, Ρώμη και αλλού).

 

Τα πιο ονομαστά Ηραία τελούνταν στο Άργος, όπου γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα, αφού η θεά λατρευόταν στην πόλη ως πολιούχος. Κατά τη διάρκεια της γιορτής τελούνταν αθλητικοί, μουσικοί και ρητορικοί αγώνες. Κυριότερος θεωρούνταν ο «Χάλκεος», τον οποίο είχαν θεσπίσει – σύμφωνα με την παράδοση – οι αδελφοί Ακρίσιος και Προίτος. Ο νικητής στον αγώνα αυτό έπαιρνε ως έπαθλο χάλκινη ασπίδα και στεφάνι από μυρτιά. Μετά το τέλος των αγώνων ακολουθούσε μεγαλοπρεπής πομπή από το Άργος προς το ναό της θεάς. Προπορευόταν αγέλη εκατό βοδιών, που θα θυσιάζονταν, γι’ αυτό και η γιορτή ονομαζόταν και «εκατόμβαια».

 

Ακολουθούσε η πρώτη ιέρεια της θεάς, η οποία έδινε και το όνομά της στο έτος της θητείας της, ανεβασμένη σε άρμα που το έσερναν λευκά βόδια, ακολουθούσαν οι υπόλοιπες ιέρειες, οι λεγόμενες Ηρεσίδες, και πολύς κόσμος.

 

Η γιορτή γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια, στο μέσον του δεύτερου έτους κάθε ολυμπιάδας, και διατηρήθηκε μέχρι τον 3ο αιώνα. μ.Χ., όπως μαρτυρούν αργείτικα νομίσματα με την επιγραφή ΗΡΑΙΑ.

 

 

Το Ηραίον του Άργους


 

 

Της αρχαιολόγου Όλγας Ψυχογυιού.

 

 

Ήρα

Το Ηραίο του Άργους βρίσκεται ανάμεσα στο Άργος και τις Μυκήνες, στις πλαγιές του λόφου που λεγόταν Αετόβουνο ή Εύβοια. Θεωρείται το κέντρο της λατρείας της Ήρας, της θεάς »Αργείας», όπως την ονομάζει ο Όμηρος. Το ιερό ιδρύθηκε στα μισά του 8ου αι. π.Χ. σε μία θέση που δεσπόζει στην αργολική πεδιάδα, αρχικά ως θρησκευτικό κέντρο της περιοχής και από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. ως επίσημο θρησκευτικό κέντρο αποκλειστικά της πόλης του Άργους.  

Η λατρεία ήταν μυστηριακή και είχε ως βασική γιορτή, τα Εκατόμβοια. Πιθανόν να λατρευόταν στην περιοχή μία προϊστορική χθόνια θεά, συνδεμένη με τη φύση, με την οποία ταυτίστηκε αργότερα η Ήρα. Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε από τον ήρωα Άργο ή το Φορωνέα γιο του ποταμού θεού – Ινάχου. Η περίοδος ακμής του ιερού αν κρίνουμε από την αρχιτεκτονική του εξέλιξη τοποθετείται στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.


Το ηραίο κτίστηκε σε τρία άνδηρα στην νοτιοδυτική πλαγιά ενός υψώματος στους πρόποδες του όρους Αετόβουνο που ορίζει την ανατολική πλευρά της Αργολικής πεδιάδας. Στην περιοχή του ιερού, που ονομάζεται Πρόσυμνα, εντοπίστηκαν κατάλοιπα οικισμού της νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού καθώς και ένα εκτεταμένο μυκηναϊκό νεκροταφείο με ενδείξεις μεταγενέστερης λατρείας των προγόνων. Η περιοχή αυτή είχε πάντως ιδιαίτερη σημασία για τους Μυκηναίους αφού ένας διαμορφωμένος οδικός άξονας, μήκους 5 χιλ. την συνέδεε με τις Μυκήνες.

Κατά τον 8ο αι. π.Χ. το ψηλότερο άνδηρο ενισχύθηκε με έναν κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο. Πιθανόν να υπήρχε αρχικά σ’ αυτό ένας υπαίθριος βωμός ή ένα μικρό οικοδόμημα, ανάλογο μ’ ένα πήλινο ομοίωμα που βρέθηκε εκεί. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. η επιφάνεια του ανδήρου επεκτάθηκε με εκβραχισμούς και πάνω του οικοδομήθηκε ένας από τους πρώτους περίπτερους δωρικούς ναούς, τόσο σεβαστός που διατήρησε τους αρχαϊκούς ξύλινους κίονες έως την καταστροφή του το 423 π.Χ, πιθανώς από την πυρκαγιά που προκάλεσε η απροσεξία της ιέρειας Χρυσηίδας.

 

Το φημισμένο σ’ όλο τον αρχαίο κόσμο ιερό της Ήρας ήταν αφιερωμένο στη θεά που ευλογεί την αφθονία και προστατεύει στον πόλεμο. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκαν στο μεσαίο άνδηρο, όπου πιθανόν να υπήρχε ήδη βωμός, δύο δωρικές στοές κάτω από τον κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο με την πρόσοψή τους προς τα νότια, καθώς και ένα κτήριο συμποσίων, το »Δυτικό κτήριο». Μετά από μία περίοδο ύφεσης όπου την οδήγησε ο πόλεμος με την Σπάρτη και η βαριά ήττα της Σηπίας, η πόλη του Άργους γνωρίζει και πάλι την ανάπτυξη στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., έχοντας κατακτήσει τις μικρότερες πόλεις της Αργολικής πεδιάδας, την Τίρυνθα και τις Μυκήνες. Το ιερό θα αποκτήσει τότε μνημειακό χαρακτήρα με τη διαμόρφωση της επίσημης εισόδου καθώς και την ανέγερση μίας τρίτης στοάς, δυτικά των αρχαϊκών, και του »ανατολικού κτηρίου», το οποίο θυμίζει το Τελεστήριο της Ελευσίνας. Τα έργα ολοκληρώνονται με την οικοδόμηση στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ενός νέου δωρικού ναού, έργου του αρχιτέκτονα Ευπόλεμου, που θα αντικαταστήσει τον καταστραμμένο ναό, του οποίου τα κατάλοιπα σώζονται. Αργότερα προσθέτονται στα δυτικά του ιερού ένα ελληνιστικό γυμνάσιο και ρωμαϊκά λουτρά.


Στο ηραίο τελείτο η πιο φημισμένη εορτή αφιερωμένη στην Ήρα, τα Ηραία ή Εκατόμβοια, που άρχιζαν με πομπή από την πόλη του Άργους, γνωστή από το επεισόδιο του Κλέοβι και Βίτωνα. Από τον 6ο αιώνα π.Χ., όπου ο Ηρόδοτος τοποθετεί την απαρχή τους, έως τον 3ο αιώνα π.Χ. όποτε μεταφέρονται στο Άργος, διεξάγονταν επίσης στο ιερό αγώνες που συμπεριλήφτηκαν στην ομάδα των μεγάλων πανελλήνιων, των οποίων οι νικητές ονομάζονται »περιοδονίκαι». Ήταν γνωστοί στη διαχρονική τους εξέλιξη, αρχικά απλά ως »Παρ Ήρας Αργείας» και μετέπειτα ως Εκατόμβοια με έπαθλα, χάλκινα αντικείμενα (υδρίες, λέβητες, τρίποδα, ασπίδες και κρατήρες). Μετά την μεταφορά τους στο Άργος, όπου τελούνταν μαζί με τα Νέμεα, με έπαθλα το στεφάνι μυρτιάς και τη χάλκινη ασπίδα, ονομάζονται: «Ηραία τα εν Αργεί», και αργότερα «Η εξ Άργους ασπίς».


Μάρτυρες της μεγάλης σημασίας του Ηραίου είναι ο βασισμένος στον κατάλογο των ιερατείων υπολογισμός της τοπικής χρονολογίας, μίας από τις γνωστότερες της αρχαιότητας, καθώς και τα πλούσια αναθήματα του Νέρωνα και του Αδριανού. Η ακτινοβολία και η φήμη του επεκτάθηκαν σ’ όλον τον αρχαίο κόσμο και διατηρήθηκαν έως την απαγόρευση της αρχαίας θρησκείας. Κατά τον Βιτρούβιο -Ρωμαίο αρχιτέκτονα (88π.Χ. – 26μ.Χ.)- τον αρχαϊκό δωρικό περίπτερο ναό της Ήρας έκτισε ο Δώρος.

Ανασκαφές διενεργήθηκαν στην περιοχή από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Blegen. Οι ανασκαφές οδήγησαν στην ανακάλυψη του ναού του Απόλλωνα κοντά στην ακρόπολη, του βουλευτηρίου, λουτρών, ενός ηρώου ρωμαϊκής εποχής, ενός νεκροταφείου και του ηραίου που ήταν κέντρο λατρείας της πολιούχου Ήρας.

 

 

 

 

Υποσημειώσεις

 

[1] Η οργή της Ήρας ξεσπούσε κάθε φορά στις ερωμένες του Δία ή στους καρπούς του έρωτά του. Τέτοιες μορφές είναι η μητέρα του Ηρακλή Αλκμήνη και ο ίδιος ο Ηρακλής, η μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης Λητώ, η κόρη του Ινάχου Ιώ, η μητέρα του Διόνυσου Σεμέλη και άλλες.

 

[2] Όμηρος Ιλιάς Δ 441· Οβίδιος Ημερολόγιων ν 255′ πρώτος Βα­τικανός μυθογράφος 204.

 

[3] Ένας από τους πιο παλιούς μύθους και πολύ γνωστός είναι αυτός που αναφέρεται στα πρώτα «καλλιστεία», κατά τα οποία ο Πάρης έδωσε το μήλο της Έριδος στην Αφροδίτη. Οι άλλες δυο θεές, η Αθηνά και η Ήρα, χολώθηκαν και έκτοτε αντιμάχονταν τους Τρώες με σφοδρότητα, ευρισκόμενες πάντα στο πλευρό των Ελλήνων. Στην Ιλιάδα η Ήρα προβάλλεται ως δυναμική γυναικεία προσωπικότητα και κατορθώνει με την εξυπνάδα και πονηριά της αλλά και με τον ερωτισμό της να πείθει ή να εξαπατά τον πανίσχυρο Δία. Είναι πάντα νέα, όμορφη και δυναμική. Κάθε χρόνο λουζόταν στην πηγή Κάναθο, κοντά στο Ναύπλιο, και αποκτούσε εκ νέου την παρθενία της, ανανεώνοντας έτσι συμβολικά τον ιερό γάμο με τον Δία.

 

[4] Επίσης, στην πόλη του Άργους υπήρχε ναός της Ανθείας Ήρας (Παυσ. ΙΙ 22, 1) και γινόταν γιορτή την άνοιξη, τα λεγόμενα «Ηροσάνθεια», κατά την οποία τα κορίτσια έφερναν λουλούδια στο ναό και ιερουργούσαν με τη συνοδεία αυλών. Τέλος, υπήρχε και το ιερό της Ακραίας Ήρας (Παυσ. ΙΙ, 24, 1) απέναντι από τον Απόλλωνα Δειραδιώτη, κοντά στην Παναγιά την Πορτοκαλούσα.

 

[5] Μέσα στο σηκό του περίστυλου, δωρικού ρυθμού, νεότερου ναού – αρχιτέκτονας του οποίου αναφέρεται ότι ήταν ο Αργείος Ευπόλεμος – βρισκόταν το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, έργο του Αργείου γλύπτη Πολύκλειτου.

Η Ήρα απεικονιζόταν καθιστή σε θρόνο, κρατώντας στο χέρι της σκήπτρο. Αργότερα, ο αδελφός του Πολύκλειτου, ο Ναυκύδης, κατασκεύασε χρυσελεφάντινο επίσης άγαλμα της Ήβης, που έστησε πλάι στην Ήρα. Δυστυχώς, ο παντοκαταλύτης χρόνος δεν διέσωσε κανένα μέλος από τα αγάλματα.

 

 

 

Πηγές


  • Αρχαιολογία και Τέχνες, Δρ. Βάλια Ξενίδου, «Η Ήρα: Παρθένος τέλεια και χήρα», τεύχος 68, Σεπτέμβριος 1998.
  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Larousse, «Θρησκεία – Μυθολογία», τομ. 9, Τα Νέα 2008.
  • Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, «Ηραίον Άργους», Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος.
  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών », Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, εκδ. Εκ Προοιμίου 2008. 

 

Read Full Post »