Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος’

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος | Κατερίνα Παπαδριανού


 

 

 Στην εκδοτική δραστηριότητα της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, προστίθεται ένα ακόμη σημαντικό βιβλίο. Πρόκειται για το ιστορικό μυθιστόρημα της Κατερίνας Παπαδριανού με τίτλο: « Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος».

Η Ψωροκώσταινα, το δεύτερο βιβλίο, της Κατερίνας Παπαδριανού είναι ένα λογοτεχνικό ιστορικό λεύκωμα με κεντρικούς ήρωες την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Βενιαμίν Λέσβιο με δραματικό χρόνο την περίοδο 1821-1831, κεντρική σκηνή το Ναύπλιο και φόντο την επαναστατημένη και ελευθερωμένη Ελλάδα στην οποία κινείται ένας πολύχρωμος πολύβουος κόσμος που ζητάει εκπλήρωση των ονείρων του και λογοτεχνική καταξίωση.

Οι Φίλοι και τα Αρωγά Μέλη της Βιβλιοθήκης, προκειμένου να προμηθευτούν δωρεάν την εξαιρετική  αυτή έκδοση, μπορούν να απευθύνονται στην Αργολική Βιβλιοθήκη, τηλέφωνο 27510 61315, τις εργάσιμες ώρες και ημέρες.

 

Ιούνιος του 1821. Το Αϊβαλί καίγεται. Οι Τούρκοι, μπροστά στα μάτια της πλούσιας αρχόντισσας Πανώριας, σκοτώνουν τα τέσσερα παιδιά της και τον άντρα της, Κώστα Αϊβαλιώτη. Τρελαμένη από τη θλίψη και την απόγνωση σώζεται από τον καλόγερο και δάσκαλο Βενιαμίν Λέσβιο που την παίρνει μαζί του ως υπηρέτρια… Πώς μπόρεσε μια μάνα ν’ αντέξει τόσο πόνο και μια αρχόντισσα να καταντήσει μια βρώμικη ζητιάνα τέτοια που οι μοσχόμαγκες του Ναυπλίου να τη βαφτίσουν «Ψωροκώσταινα»;

 

Η Ψωροκώσταινα - Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος

 

Η συγγραφέας προσπαθώντας να εμβαθύνει στην ταραγμένη ψυχή της «Ψωροκώσταινας» περιγράφει τα φρικτά όνειρα και τους εφιάλτες της που δεν την αφήνουν τις νύχτες να κοιμηθεί, την κατάθλιψη και την τρέλα που την οδηγούν να ζητήσει γιατρειά στη «Μεταφυσική» και στη θεωρία του «Πανταχηκίνητου» του Βενιαμίν Λέσβιου.

Η Κατερίνα Παπαδριανού ακολουθεί τα βήματα του Βενιαμίν Λέσβιου και βλέπει με άλλο πρίσμα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Περιγράφει γλαφυρά το επαναστατημένο Ανάπλι αναφερόμενη σε σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα που μας δίνουν το στίγμα της ταραγμένης αυτής εποχής: Τα δάνεια της Αγγλίας, τον εμφύλιο, το γάμο του Χατζηχρήστου Βούλγαρη, τον έρανο για τους Μεσολογγίτες, τον Δημήτρη Μοσχονησιώτη, την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, το Φινλανδό διοικητή Μουράτ μπέη, τον αστυνόμο Ευαγγέλη Ποταμιάνο και τη δολοφονία του Καποδίστρια. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, η «Ψωροκώσταινα» ζητιανεύοντας και ξενοδουλεύοντας, ζει με αγώνα και θυσίες τα δώδεκα ορφανά παιδιά της, μέχρι που ο τύφος ξαναχτυπά…

Κατερίνα Παπαδριανού

«Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος»

Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Βιβλιοθήκη Ιστορικού Μυθιστορήματος -1

Άργος, Απρίλιος, 2014.

288 σελίδες

ISBN 978-960-9650-12-0

 

Στην παρουσίαση του βιβλίου που οργανώθηκε στο Βουλευτικό Ναυπλίου, σε μια κατάμεστη αίθουσα, μίλησαν για το έργο, η φιλόλογος Δήμητρα Δουλιγιέρη και ο φιλόλογος Γιώργος Αναστασόπουλος, του οποίου την ομιλία παραθέτουμε αυτούσια πιο κάτω:

 

«Η Ψωροκώσταινα» της Κατερίνας Παπαδριανού είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με την κλασική σημασία του όρου. Φιλοδοξεί να ζωντανέψει με λογοτεχνικό τρόπο την ιστορία της θρυλικής ζητιάνας από το Αϊβαλί της Μικρασίας, αξιοποιώντας τα ιστορικά στοιχεία που είναι γνωστά για τη ζωή της και συμπληρώνοντας ή αναπληρώνοντας με την φαντασία όσα είναι άγνωστα και σκεπασμένα από τη λήθη και το χρόνο.

Το ιστορικό μυθιστόρημα, ως λογοτεχνικό είδος δεν έχει μεγάλη ανάπτυξη στην πατρίδα μας, ή μάλλον δεν είχε έως πρόσφατα που παρουσιάζει μια αξιόλογη παραγωγή και ποσοτικά και ποιοτικά. Η συγγραφέας μας δείχνει μάλλον την προτίμησή της σ’ αυτό το είδος του μυθιστορήματος αν κρίνουμε από το γεγονός ότι και το προηγούμενο μυθιστόρημα «1715- το τελευταίο φιλί» είναι ιστορικό μυθιστόρημα με χώρο δράσης των ηρώων της την ιδιαίτερη πατρίδα της, Δρέπανο – Βιβάρι και το Ανάπλι.

Φιλοδοξεί άραγε να πολιτογραφηθεί στη χορεία όσων καταπιάστηκαν με το ιστορικό μυθιστόρημα, όπως τον Στρ. Μυριβήλη, τον Ηλ. Βενέζη, Στρατή Τσίρκα, το Θανάση Βαλτινό, την Αθηνά Κακούρη, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τη Μάρω Δούκα αλλά και τους νεώτερους Δάνδολο, Μπαλτάκο, Ζουργό, Γαλανάκη κ.ά. που αναγνωρίζουν ως αρχηγέτη τους τον άλλο συμπατριώτη μας τον μεγάλο Άγγελο Τερζάκη, που με την «πριγκηπέσα Ιζαμπώ» κάλυψε τεράστια απόσταση και μας έφερε κοντά στο ευρωπαϊκά πρότυπα που ήταν ώριμα αισθητικά, ήδη πριν το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο; Γιατί όχι. Τα πρώτα δείγματα της κας Παπαδριανού είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά.

Ας μπούμε στο θέμα μας:

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ως λογοτέχνημα μοιράζει τη δράση της σε τέσσερις (4) τόπους.

Πρώτα-πρώτα η ιδιαίτερη πατρίδα της, οι Κυδωνιές, στις Μικρασιάτικες ακτές απέναντι από τη Μυτιλήνη, ή αλλιώς το Αϊβαλί (που το βλέπει ο θεός και σταματά ο νους του) είναι ο τόπος της ευτυχισμένης περιόδου της ζωής της. Της παιδικής της ηλικίας, του γάμου της με το μεγαλέμπορα Κώστα Αϊβαλιώτη, η δημιουργία της οικογένειάς της αλλά και ο τόπος της τραγωδίας της. Η σφαγή από τους Τούρκους, στις 2 Ιουνίου 1821, του συζύγου της και των τεσσάρων παιδιών της μπρος στα μάτια της. Το Αϊβαλί είναι ο σκηνικός χώρος του πρώτου ελληνικού δράματος του 1821 αλλά και της οικογενειακής και προσωπικής συντριβής της αρχόντισσας Πανώριας Χατζηκώστα. Πληρώνει αυτή πρώτη την εκδικητική μανία των Τούρκων που κατέστρεψαν ολοσχερώς τις Κυδωνιές, ως αντίποινα, επειδή οι Έλληνες πυρπόλησαν στις 27 Μαΐου 1821 ένα τούρκικο δίκροτο στη Χαλκιδική.

Στη συνέχεια η συγγραφέας μεταφέρει τη δράση στα Ψαρά εκεί όπου μετέφεραν την ηρωίδα σε αλλόφρονα κατάσταση οι συμπατριώτες της αναζητώντας καταφύγιο από την καταδιωκτική μανία των Τούρκων. Ο μήνας που έζησε εκεί η Κώσταινα ήταν ανεπίγνωστος. Χωρίς φαγητό και νερό, καθηλωμένη στις τρομερές στιγμές του αφανισμού της οικογένειά της συναντήθηκε με το δάσκαλο του γένους Βενιαμίν Λέσβιο, παλιό γνώριμο του άντρα της, ο οποίος την πήρε υπό την προστασία του και την οδήγησε στην Ύδρα την εποχή του επαναστατικού πυρετού, λίγο πριν η Ύδρα, το νησί των μεγαλονοικοκυραίων, μπει στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Εκεί η Κώσταινα βγαίνει για πρώτη φορά από την πεισιθανάτια κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει από τη μέρα της συμφοράς, αφού ο Βενιαμίν της έδωσε να φροντίζει ένα ορφανό από τις Κυδωνιές.

Το μωρό αυτό γίνεται η σανίδα από την οποία αρπάζεται η ηρωίδα γίνεται ο σκοπός και το νόημα της ζωής της. Του δίνει το όνομα Μάρκος, όνομα του πρώτου γιού της, και ξενοδουλεύει ως πλύστρα για να το ζήσει. Ο Βενιαμίν περιοδεύει στην Ελλάδα για να ξεσηκώσει και να οργανώσει τους Έλληνες.

Η επιστροφή του, σ’ έναν περίπου χρόνο το 1823, επιφέρει τη μετακίνησή τους στην πρωτεύουσα του απελευθερωμένου τμήματος της Ελλάδας, το Ναύπλιο. Το Ναύπλιο θα γίνει ο τόπος που η Πανώρια Χατζηκώστα θα εκδηλώσει την κοινωνική και εθνικής της προσφορά και θα την καταστήσει ιστορικό σύμβολο και παροιμιώδη έκφραση.

Το Ναύπλιο ήταν τότε μια Βαβυλωνία. Οι γλώσσες και οι διάλεκτοι που μιλιούνταν ήταν αναρίθμητες δίνοντας την εντύπωση ότι κανένας δεν καταλαβαίνει κανέναν. Να θυμηθούμε πως αυτό το Ναύπλιο μετατρέπει σε θεατρική «Βαβυλωνία» ο Βυζάντιος. Το γεγονός ότι ήταν η πιο οχυρή πόλη της Ελλάδας, καθώς ήταν προφυλαγμένη με ισχυρά τείχη και τρία κάστρα (Παλαμήδι, Ακροναυπλία, Μπούρτζι) ήταν ο λόγος που είχε επιλεγεί για έδρα της κυβερνήσεως. Η κυβέρνηση και η σχετική ασφάλεια που πρόσφερε η πόλη, τράβηξαν σαν μαγνήτης ένα ετερογενές πλήθος Ελλήνων από επαναστατημένες και υποδουλωμένες περιοχές, και κυρίως χήρες και ορφανά πολέμου αλλά και ανάπηρους, επαίτες, κομπογιαννίτες, φιλόδοξους, τυχοδιώκτες και άλλους που αναζητούσαν στο Ναύπλιο μια καλύτερη μοίρα. Φυσικά και Έλληνες από τις ακμαίες παροικίες του εξωτερικού, φιλέλληνες, έμποροι, περίεργοι αλλά και αρκετοί ξένοι στρατιωτικοί και διπλωμάτες, με κάθε είδους κίνητρα, έβρισκαν τότε καταφύγιο στο Ναύπλιο, όπου, ας μη το λησμονούμε, περιοριζόταν στην οριογραμμή που μπορούμε σήμερα να παρακολουθήσουμε να κατεβαίνει από την ανατολική Ακροναυπλία, να περνά από την αναστυλωμένη πύλη της Ξηράς και να συνεχίζει δυτικά του δικαστικού μεγάρου μέχρι τον ανδριάντα του Καποδίστρια και από εκεί ακολουθώντας την κατεύθυνση της σημερινής οδού Αμαλίας (είναι ο δρόμος που περνά μπροστά από τα σχολεία και το πολεμικό μουσείο) να φτάνει μέχρι την βιβλιοθήκη του «Παλαμήδη» και ακολουθώντας την κατεύθυνση του σημερινού δρόμου να καταλήγει στην ντάπια «πέντε αδέρφια».

Αυτή την περιορισμένη έκταση περιέκλειαν τα τείχη του Ναυπλίου. Εκτός τειχών δεν υπήρχε φυσικά πόλη. Εντός των τειχών δεν αποκλείεται να στοιβαζόταν ένα πλήθος που μπορεί να πλησίαζε και τις 30.000. Δεν χρειάζεται να περιγραφούν οι συνθήκες διαβίωσης και ειδικά οι συνθήκες υγιεινής της πόλης. Σε μια τέτοια πόλη με τέτοια ανθρωπογεωγραφία έρχεται η Πανώρια και ο Βενιαμίν την άνοιξη του 1823.

Πρέπει να κείτονταν ακόμα στην πόλη άταφα πτώματα Τούρκων από το λιμό που προκάλεσε στον τουρκικό πληθυσμό του Ναυπλίου η μακρά πολιορκία της πόλης από τους Έλληνες. Η παράδοση της πόλης από τους Τούρκους στον Κολοκοτρώνη είχε γίνει λίγους μήνες νωρίτερα: το Δεκέμβριο του 1822. Οι περιγραφές του Φωτάκου για την εξαθλίωση των πολιορκημένων Τούρκων και τα άταφα πτώματα που βρίσκονταν παντού στην πόλη, αρκετά μισοφαγωμένα από τους κανιβαλισμούς, υποβάλλουν την ιδέα πως ίσως δεν είχαν όλα μαζευτεί και ταφεί έως την άνοιξη του 1823, με δεδομένη την απουσία δημοτικών αρχών ή στοιχειωδών δημοσίων υπηρεσιών.

Πάντως τον τόνο στην πόλη τον έδιναν τα αναρίθμητα ορφανά που περιδιάβαιναν ζητιανεύοντας, αλητεύοντας και φτιάχνοντας αλληλοσυγκρουόμενες συμμορίες.

Απ’ αυτά τα ορφανά η Πανώρια Χατζηκώστα θα μαζέψει 12 στο σπιτάκι του Ψαρομαχαλά που θα καταλύσει με τον Βενιαμίν και θα αναλάβει την καθημερινή τους φροντίδα. Φυσικά με αμέτρητες δυσκολίες αφού πόροι δεν υπήρχαν. Ειδικά μετά το θάνατο του Βενιαμίν από τύφο τον Αύγουστο του 1824, ο αγώνας γίνεται Σισύφειος. Βγάζει το ψωμί τους κάνοντας τον αχθοφόρο, την πλύστρα, τη ζητιάνα.

Έγινε όμως, η μάνα τους και τους έδινε αυτό που είχε σε περίσσεια. Αγάπη. Κι έπαιρνε αγάπη από τα παιδιά αστείρευτη. Αυτή η αγάπη ήταν το στήριγμά της και το κίνητρο να ζει μετά την απίστευτη οικογενειακή της τραγωδία. Έγινε η αγία των ορφανών. Κι όταν αργότερα ήρθε ο Καποδίστριας και έφτιαξε το ορφανοτροφείο, η Ψωροκώσταινα ανέλαβε αμισθί υπηρεσία στο Ορφανοτροφείο συνεχίζοντας τη φροντίδα των 12 παιδιών που είχε αναλάβει, τα οποία έγιναν οι άγγελοι και οι εξάγγελοι της ζωής της αλλά και οι συμπαραστάτες του θανάτου της που προήλθε από τύφο που ενδημούσε τότε στην πόλη του Ναυπλίου (1831). Τα παιδιά έθαψαν τη μάνα τους δίπλα στον Βενιαμίν.

Δύο μορφές της νεοελληνικής ιστορίας έσμιξαν στη ζωή κάτω από τις πιο δραματικές συνθήκες και συμπαραστάθηκαν ο ένας στον άλλο αντλώντας δύναμη απ’ αυτή τη σχέση που τη μετουσίωσαν και οι δύο σε προσφορά για την πατρίδα. Ο παπα- καλόγερος και η ζητιάνα. Ο δάσκαλος του Γένους και η αρχόντισσα από το Αϊβαλί, που πέρασε στο θρύλο ως Ψωροκώσταινα, όπως την ονόμασαν οι μάγκες του Ναυπλίου με όλες τια αναπόφευκτες συμβολικές στρεβλώσεις αλλά και θαυμασμό για το ψυχικό σθένος, την αυταπάρνηση και τη γενναιοφροσύνη που επέδειξε , με κορυφαία στιγμή τον έρανο υπέρ των Μεσολογγιτών, τον Απρίλη του 1826, στον οποίο η Ψωροκώσταινα έγινε το παράδειγμα που έλυσε τα μαγκωμένα χέρια του λαού και κυρίως των πλουσίων, όταν πρώτη έδωσε στον έρανο όλα τα υπάρχοντά της, δηλ. το ασημένιο δαχτυλίδι της και ένα γρόσι. Αυτό παρακίνησε τους πλουσιότερους ν’ ανοίξουν τα πουγκιά τους και να συγκεντρωθεί ένα σεβαστό ποσό για τις ανάγκες των σκελετωμένων ηρώων του Μεσολογγίου.

Η φράση κλειδί που διασώζει ο Ε. Δαδιώτης ότι είπε η Πανωραία είναι: «Δεν έχω τίποτε άλλο απ’ αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι και απ’ αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι». Κάποιος από το πλήθος φώναξε        «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον όβολό της» κι αμέσως κεντρίστηκε το φιλότιμο. Βροχή έπεφταν πάνω στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λίρες, γρόσια και ασημικά.

Τον παράγοντα χρόνο, η κα Παπανδριανού τον αξιοποιεί περισσότερο δραματικά και λιγότερο ιστορικά, όπως ταιριάζει σ’ ένα λογοτεχνικό έργο που μπορεί να είναι ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι ιστορία. Έτσι ο χρόνος στο Αϊβαλί έχει πυκνότητα, δραματική ένταση και τραγική κορύφωση, αφού περιγράφει τις τελευταίες μόνο στιγμές της τότε ευτυχισμένης και ανυποψίαστης γι’ αυτά που επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν, οικογένειας του Κώστα Αϊβαλιώτη. Τα μαύρα σύννεφα εμφανίζονται ξαφνικά, πυκνώνουν γρήγορα και ξεσπούν ένα ασύλληπτο για το νου κακό που καταστρέφει εντελώς μια ακμάζουσα πόλη μέσα σε λίγο χρόνο. Οι Τούρκοι σφάζουν λεηλατούν, βιάζουν, διαρπάζουν και πυρπολούν πριν οι Έλληνες προλάβουν να αντιδράσουν και να προστατευτούν. Σχεδόν ακαριαία πέφτει η συμφορά πάνω στην οικογένεια της Πανωραίας. Τα 4 παιδιά και ο άντρας της αποκεφαλίζονται μπροστά της. Ο νους θολώνει. Δε μπορεί να αντέξει τόσο πόνο και τόση φρίκη.

Μεταφέρεται χωρίς επίγνωση της πραγματικότητας στα Ψαρά, από το ενστικτώδες κύμα διάσωσης που έσπρωξε τους Έλληνες στη θάλασσα και με καράβια και καΐκια αναζήτησαν τη σωτηρία στα Ψαρά.

Στα Ψαρά η συγγραφέας μας χειρίζεται το χρόνο διαφορετικά. Εκεί ο χρόνος μοιάζει να ακινητεί. Καμία εξέλιξη. Η συνείδησή της σχεδόν υπνώττει. Ένας ενστικτώδης μηχανισμός προστασίας και ένα ένστικτο αυτοκαταστροφής λειτουργούν ταυτόχρονα και εξισορροπητικά. Χάνει τα λογικά της για να προστατευθεί από την αβάσταχτη πραγματικότητα και ταυτόχρονα επιζητά το θάνατο αφού αρνείται να πάρει τροφή και νερό.

Απ’ αυτό το τέλμα του χρόνου και της ζωής θα τη βγάλει ο Βενιαμίν ο Λέσβιος που ταξιδεύει μαζί με τους Αιβαλιώτες από τα Ψαρά στην Ύδρα. Παλιός γνώριμος της οικογένειας Αϊβαλιώτη, απ’ όταν ήταν δ/ντής στη ακαδημία Κυδωνιών και ο Κώστας Αϊβαλιώτης μέγας χορηγός της Ακαδημίας, όπως θα λέγαμε σήμερα, ασκεί επάνω της σωτήρια επίδραση με το κύρος και το λόγο του. Τη βγάζει από τον κόσμο στον οποίο ήταν βυθισμένη και από την απόφασή της να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί με 2 επιχειρήματα και μια καθοριστική ενέργεια

Τα λογοτεχνικά επιχειρήματά του:

  1. «Η εκδίκηση για τον πόνο που σου προκάλεσαν οι σφαγές της οικογένειάς σου δεν έρχεται με το να πας να πνιγείς στη θάλασσα, αλλά με το να ζήσεις και να πολεμήσεις γιατί τώρα αρχίζει η ώρα της εκδίκησης ολόκληρου του έθνους».

Και πιο κάτω

  1. «Ύστερα Πανώρια κι εγώ όπως βλέπεις γέρασα. Δε βλέπω και καλά, θέλω έναν άνθρωπο να με βοηθάει και να βρίσκεται πάντα κοντά μου. Η Ελλάδα μας περιμένει…».

Και η ενέργεια του

« Ο Βενιαμίν αρπάζει με μιας ένα μωρό που ήταν παραπεταμένο σε μια άκρη που έκλαιγε ώρες πεινασμένο και ετοιμοθάνατο και της το ρίχνει στην αγκαλιά …»

Στην Ύδρα ο χρόνος γίνεται βίωμα πιο φυσιολογικό, καθώς η ανάγκη της επιβίωσης της ίδιας και του μωρού, μετά την αναχώρηση του Βενιαμίν από την Ύδρα, προκειμένου να προωθήσει την εθνική υπόθεση, σπρώχνουν την Πανώρια στην αναζήτηση εργασίας. Έτσι γίνεται υπηρέτρια στο σπίτι του καπετάν Σταμάτη και η ζωή αποκτά ένα ρυθμό.

Όταν, μετά από ένα χρόνο περίπου, επιστρέφει ο Βενιαμίν και την παίρνει από την Ύδρα για να εγκατασταθούν στο Ναύπλιο, που ήταν ήδη προσωρινή πρωτεύουσα του υπό επαναστατική σύσταση νεοελληνικού κράτους, ο χρόνος επιφυλάσσει στην τραγική ηρωίδα μας την ιστορική δικαίωση και την παράδοση της στην αιωνιότητα ως σύμβολο αυταπάρνησης και αλληλεγγύης πεσμένο από τη μια στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό της «Ψωροκώσταινα» και υψωμένο από την άλλη στον ουρανό της ιστορικής αίγλης.

Ο συμπρωταγωνιστής

Ένα ιδιαίτερο στοιχείο του έργου που σήμερα αναλύουμε είναι πως οι κεντρικοί ήρωες είναι δύο. Γι’ αυτό και ως υπότιτλο την κα. Παπαδριανού σημειώνει «Η Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος».

Φυσικά δεν αποτελεί πρωτοτυπία η ύπαρξη δύο κεντρικών ηρώων σ’ ένα μυθιστόρημα αλλά αποτελεί επιτυχία το γεγονός ότι κανένας δεν μειώνει την λογοτεχνική αξία του άλλου. Αντίθετα συμβάλλει στην ανύψωσή του με τρόπο που νιώθεις ότι δεν θα μπορούσε με καλύτερο τρόπο ο λογοτέχνης να παρουσιάζει την ύπαρξη του άλλου πιο φυσική και ταυτόχρονα τόσο αναγκαία για τη φιλοτέχνηση του λογοτεχνικού του προσώπου.

Για το Βενιαμίν το Λέσβιο, μάλιστα, πρέπει να πω ότι κατάφερε η κα Παπαδριανού να παρουσιάσει και το «βιογραφικό» του με τρόπο φυσικό και αβίαστο και την πρωτότυπη θεωρία του για το «Πανταχηκίνητο» ν’ αναπτύξει και ξετυλίγοντας την επαναστατική του δράση να κάνει ένα πλήθος από κοινωνικά σχόλια για τόπους, συνήθειες και νοοτροπίες των Ελλήνων που κάποτε γίνονται συγκαλυμμένη πολιτική κριτική ή καυστική πολιτική παρατήρηση.

Ο Βενιαμίν Λέσβιος, ως ιστορικό πρόσωπο γεννήθηκε στο Μεγαλοχώρι Πλωμαρίου στη Λέσβο το 1760 και πέθανε από τύφο στο Ναύπλιο το 1824 «παρά τις περιποιήσεις της προστατευόμενης του Πανώριας Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη, της γνωστής ως Ψωροκώσταινα». Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Γεωργαντάς. Σπούδασε στο Άγιο όρος όπου χειροτονήθηκε μοναχός, στην Πάτμο και αργότερα στην Πίζα της Ιταλίας και στο Παρίσι. Εκεί γνωρίστηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή και όπως δείχνει η πορεία του Βενιαμίν επηρεάστηκε ιδεολογικά από τη μεγάλη μορφή του σημαντικότερου   Έλληνα λόγιου της εποχής εκείνης και του ακάματου διαφωτιστή του Ελληνικού γένους.

Ο ιστορικός Πασχάλης Κιτρομιλίδης θεωρεί τον Βενιαμίν «το σημαντικότερο φιλοσοφικό πνεύμα του Νεοελληνικού διαφωτισμού».

Αυτός μάλλον είναι και ο λόγος που το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον κατηγόρησε ότι αρνείται την Αγία Γραφή και απέκτησε τη φήμη του άθεου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στο Ιάσιο της Βλαχίας και ανέπτυξε πολυσχιδή εθνική δράση. Πήρε μέρος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο το 1821 στην Β΄ στο Άστρος το 1823, που επιμελήθηκε τη σύνταξη ποινικού κώδικα και το 1822 δεινοπάθησε ως Αρμοστής των Νήσων του Αιγαίου. Το 1823 εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο όπου έζησε παραδίδοντας Μαθηματικά, Φυσική και Φιλοσοφία στα παιδιά των επιφανών Ελλήνων που κατέφυγαν τότε στην καθέδρα της κυβερνήσεως του επαναστατημένου Γένους. Ήταν μεγάλος πια και δυσκίνητος και τον φρόντιζε η Πανώρια Χατζηκώστα- Αϊβαλιώτη μέχρι το 1824 που πέθανε από τύφο.

Ως λογοτεχνικός ήρωας της κας Παπαδριανού είναι γενναιόδωρος, ενεργητικός και αταλάντευτος στο στόχο του να ξεσηκωθεί το Γένος, αλλά με την προϋπόθεση οι νοικοκυραίοι να ανοίξουν τα πουγκιά τους και οι καραβοκύρηδες να θέσουν τα καράβια και τα πληρώματά τους στην υπηρεσία του σκοπού. Διακηρύσσει, ως γνήσιος ορθολογιστής, ότι χωρίς χρήματα, καράβια και ομόνοια δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Επιμένει πολύ στην ομόνοια και στην ανάγκη να τιθασευτούν οι εγωιστικές παρορμήσεις και τα ατομικά συμφέροντα. Η κα Παπαδριανού τον παρουσιάζει με ασίγαστο πάθος να διδάσκει σε ακροατήρια σε σπίτια, καφενέδες, ναούς βάζοντας μπροστά τους τις αρχές στις οποίες έπρεπε να στηριχτούν για να πετύχει ο αγώνας. Κι ενώ παρουσιάζεται αυστηρός και ανυποχώρητος, την ίδια στιγμή διακρίνεται η λανθάνουσα τρυφερότητά του για τα παιδιά. Αυτός πείθει την Πανώρια να αναλάβει το ορφανό και ο ίδιος χρηματοδοτεί αγόγγυστα, με τους λιγοστούς του πόρους, τις ανάγκες επιβίωσής τους. Αυτός ο αυστηρός και αλύγιστος παπακαλόγερος με το ανοιχτό μυαλό, τον ορθό λόγο, την προηγμένη μαθηματική και φυσική παιδεία και τη σπάνια φιλοσοφική σκέψη, έγινε ο απόστολος της Φιλικής Εταιρείας ο διαπρύσιος κήρυκας της επανάστασης. Έδρασε στο Αιγαίο και την Πελοπόννησο, εξορμώντας από τις Μικρασιατικές ακτές, όπου δίδαξε, συγκέντρωσε χρήματα και γέμισε με πολεμοφόδια το 1821 ένα καράβι του Παπαφλέσσα. Στο μυθιστόρημά μας, με δύο λόγια, παρουσιάζεται ως μορφή αυστηρή και δίκαιη με χαρακτήρα δομημένο με αρχές και σε βάσεις ορθολογικές, με γλώσσα καυστική και κάποτε ανελέητα δηκτική.

Οι αρετές του έργου

Πρώτη αρετή συνιστά η επιλογή του θέματος. Η λογοτεχνική δηλαδή ηρωποίηση δύο προσωπικοτήτων αδικημένων από τη θέση που κατέχουν στη νεοελληνική ιστορία και τη συνείδηση των Νεοελλήνων.

Η Ψωροκώσταινα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ιστορικής διαστρέβλωσης αφού είναι περισσότερο γνωστή από τη χρήση της παροιμιώδους φράσης της Ελλάδας ως Ψωροκώσταινας παρά από την κοινωνική και ιστορική της προσφορά. Η επιλογή της κας Παπαδριανού να φωτίσει την οικογενειακή της τραγωδία, να αναδείξει το κοινωνικό της έργο και να την καταστήσει λογοτεχνική ηρωίδα είναι επιλογή εύστοχη. Και είναι κατά τη γνώμη μου ευτυχής συγκυρία που γίνεται από μία λογοτεχνική πένα του Ναυπλίου, της πόλης δηλαδή που φιλοξένησε την Πανώρια για 10 περίπου χρόνια και της έδωσε το κοινωνικό πλαίσιο να ανάπτυξη τη δράση της και να βρει τη θέση της στην ιστορία.

Ο Βενιαμίν Λέσβιος, ίσως είναι ο πιο αδικημένος από τους δασκάλους του Γένους, τουλάχιστον στην θέση που κατέχει ανάμεσά τους. Παρόλο που κατά τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη, υπήρξε «ο φιλοσοφικότερος από τους δασκάλους του Γένους» εν τούτοις είναι ο λιγότερο προβεβλημένος και γνωστός.

Ίσως, αυτό οφείλεται στη φήμη που απέκτησε ως άθεος αφού η άποψή του για τον φυσικό κόσμο ήρθε σε αντίθεση με την Αγία Γραφή, τουλάχιστον κατά τις ερμηνείες του σκληρού πυρήνα του Πατριαρχείου. Αυτό του στοίχισε και την απομάκρυνση του από τη Δ/νση της σχολής των Κυδωνιών και την δίωξη του από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης όπου δίδασκε και Φυσική και Μεταφυσική. Δεν πρόδωσε όμως τις ιδέες του και την επιστήμη για να κάνει εύκολη καριέρα, όπως και δεν έκανε εύκολα συμβιβασμούς σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Είναι αναγκαία, λοιπόν, η αποκατάστασή του, έστω και λογοτεχνικά, και είναι συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση η ανάδειξή του από την κα Παπαδριανού.

Δεύτερη και στερεή αρετή του μυθιστορήματος που παρουσιάζουμε σήμερα αποτελούν τα ευδιάκριτα γνωρίσματα του λογοτεχνικού είδους που υπηρετεί, ώστε να έχουμε στα χέρια μας ένα ιστορικό μυθιστόρημα με την αναγκαία χρονική απόσταση μεταξύ της ιστορικής δράσης των ηρώων και της συγγραφής, τη δράση ενός πλήθους προσώπων γνωστών από την επιστημονική ιστοριογραφία και την απαραίτητη αναφορά στην πυκνής ιστορικότητας χρονική περίοδο που αναφέρεται.

Ένα ακόμα πλεονέκτημα του αποτελεί η πλοκή του έργου που υφαίνεται έξυπνα και φυσικά, δένοντας σε μια μοίρα τους δύο ήρωες, ο καθένας από τους οποίους ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, η μια με πύρινους στεναγμούς και ο άλλος με βουβή αφοσίωση στο μεγάλο σκοπό.

Η μυθοπλασία δεν επιζητά φιοριτούρες ούτε εμπίπτει σε φλυαρίες που θα αφαιρούσαν από το έργο τη δωρικότητα και τη σταθερή εξέλιξη της πλοκής.

Ο κόσμος τον οποίο η κα Παπαδριανού ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες της δεν αποκτά αυτονομία που θα ζημίωνε τη φιλοτέχνηση του πορτραίτου των 2 κεντρικών ηρώων, αλλά λειτουργεί ως ο απαραίτητος κοινωνικός καμβάς πάνω στον οποίο η συγγραφέας κεντά με μαεστρία την εικόνα των 2 πρωταγωνιστών της.

Ο αφηγηματικός τρόπος της Κατερίνας Παπαδριανού κερδίζει τον αναγνώστη με την αμεσότητα και τη λιτή γλώσσα, που δεν αποζητά τηνεντυπωσιοθηρία στους λογοτεχνισμούς τα εξεζητημένα σχήματα λόγου και την επιδεικτικότητα. Η γραφή της είναι δουλεμένη στη φυσική γλώσσα της εποχής μας και χαρακτηρίζεται από άνεση και φυσικότητα.

Ζωντανεύει πολυπρόσωπες σκηνές, φιλοτεχνεί εικόνες και δημιουργεί το σκηνικό με κινηματογραφική ευκολία, αφήνοντας την αίσθηση πως τα ιστορικά γεγονότα και η μυθοπλασία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Αξιομνημόνευτη είναι η ικανότητά της να πλάθει χαρακτήρες και να φιλοτεχνεί τα γνωρίσματα τους με απλότητα και φυσικότητα αφήνοντας στον αναγνώστη ισχυρό και ευδιάκριτο το «πρόσωπό» τους.

Και δεν μπορώ, φυσικά να μην εξάρω την δεξιοτεχνία της κας Παπαδριανού να εντάσσει στο λογοτεχνικό της πάζλ ιστορικές εικόνες, εμβληματικά πρόσωπα, αυθεντικές ιστορίες ακόμα και να δίνει ιστορική υπόσταση σε γνωστές παροιμιώδεις φράσεις. Ενδεικτικά από τα ιστορικά πρόσωπα αναφέρω τον πρόκριτο της Αχαΐας και φιλικό Ανδρέα Καλαμογδάρτη την κόρη του Καλλιόπη και το γαμπρό του Σπύρο Παπαλεξόπουλο, σύζυγο της Καλλιόπης, που έγινε, μέρες που είναι, ο πρώτος δήμαρχος Ναυπλιέων. Ακόμα τον Δημήτριο Υψηλάντη και την αγαπημένη του Μαντώ Μαυρογένους, τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον τιτάνιο αγώνα του. Λαϊκές, σχεδόν φολκλορικές, εικόνες μας δίνει με τον παλαιστή από το Αϊβαλή Τζίτζικα και την επίδειξή του στο κοινό του Ναυπλίου στην πλατεία του Πλατάνου, εικόνες με το γάμο στον Αϊ Γιώργη του Χατζηχρήστου Βούλγαρη, αρχηγού του ιππικού, με «μια αιχμάλωτη όμορφη Τουρκοπούλα που πρώτα τη βάφτισε χριστιανή». Ο Φιλανδός φρούραρχος του Ναυπλίου Αύγουστος Μύρμπεργκ γίνεται αφορμή να βρει τη θέση του στο μυθιστόρημα και το φιλελληνικό λόμπυ του Ναυπλίου.

Χώρεσαν ακόμη χωρίς να σπάνε τη συνοχή ή να φαντάζουν ξένα σώματα ο Δημήτρης Μοσχονησιώτης, που πρώτος μπήκε στο Παλαμήδι στις 30 Νοεμβρίου του 1822, και το πήρε από τους Τούρκους μετά τη μακρά πολιορκία. Ο Ευαγγέλης Ποταμιάνος, ο θρυλικός αστυνόμος από την Κεφαλλονιά κι ένα πλήθος ακόμα γνωστών ιστορικών προσώπων παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου παίρνοντας σάρκα και οστά. Δεν λείπει ούτε η ταβέρνα της Μιχαλούς που έσπαγε στο ξύλο, η αντρογυναίκα ιδιοκτήτρια, όποιον αργούσε να πληρώσει τα βερεσέδια του.

Με λίγα λόγια Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ της Παπαδριανού είναι ένα λογοτεχνικό ιστορικό λεύκωμα με κεντρικούς ήρωες την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Βενιαμίν Λέσβιο με δραματικό χρόνο την περίοδο 1821-1831, κεντρική σκηνή το Ναύπλιο και φόντο την επαναστατημένη και ελευθερωμένη Ελλάδα στην οποία κινείται ένας πολύχρωμος πολύβουος κόσμος που ζητάει εκπλήρωση των ονείρων του και λογοτεχνική καταξίωση.

Αξίζει να το διαβάσετε

Κατερίνα, σ’ ευχαριστούμε

  

Read Full Post »