Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Κοινωνία’

Η ιστορική θεμελίωση της αναμορφωτικής/ ιδρυματικής αγωγής ανηλίκων στη χώρα μας. Μια σύντομη παρουσίαση ένος (επαν)εκπαιδευτικού θεσμού και σύγχρονες παιδαγωγικές προοπτικές


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωση τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το « Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

 Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» δοκίμιο της Δρ. Βασιλικής Ιωαννίδη, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο αντικείμενο της Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα:

«Η ιστορική θεμελίωση της αναμορφωτικής/ ιδρυματικής αγωγής ανηλίκων στη χώρα μας.

Μια σύντομη παρουσίαση ένος (επαν)εκπαιδευτικού θεσμού και σύγχρονες παιδαγωγικές προοπτικές*».

 * Το παρόν αποτελεί επεξεργασμένο και εμπλουτισμένο δοκίμιο, το οποίο βασίζεται σε βιβλιογραφική έρευνα στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής από το Ι.Κ.Υ., με θέμα: «Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ/ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΑΓΩΓΗΣ. Παιδαγωγική θεμελίωση και πράξη». Αθήνα-Κομοτηνή: νομικές εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001. [Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, 1999. Σπουδαστήριο Παιδαγωγικής].

 

Είναι κοινός τόπος ότι η ιστορία της σωφρονιστικής πολιτικής αποτελεί παγκοσμίως ευρύτατο πεδίο αλλαγών μέσα από πολιτισμικές εκφάνσεις, ιδεολογικούς προσανατολισμούς, κοινωνικούς μετασχηματισμούς, πολιτειακές επιλογές, επιστημονικές προσεγγίσεις και μεταθεωρητικούς προβληματισμούς. Αφενός μία από τις πολλές αλλαγές  στο πλαίσιο των σωφρονιστικών συστημάτων, σε επίπεδο τόσο θεωρητικών συλλήψεων όσο και πρακτικών εφαρμογών, είναι και αυτή που σε συνδυασμό με την πολιτιστική εξέλιξη των κρατών, αποτυπώθηκε σε διεθνείς οργανισμούς, με σκοπό την υιοθέτηση συγκεκριμένων αρχών και κατευθυντηρίων από τα κράτη-μέλη. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τους κανόνες της Κοινωνίας των Εθνών (1934), έπειτα τους κανόνες του ΟΗΕ (1957) και αργότερα τους κανόνες Συμβουλίου της Ευρώπης (1973) που αντικαταστάθηκαν από τους νεώτερους σωφρονιστικούς κανόνες (1987) [1]. Αφετέρου μία σύντομη ιστορική επισκόπηση της ίδιας της σωφρονιστικής πολιτικής καταδεικνύει θεωρητικά ερείσματα, τα οποία αποτέλεσαν την ιδεολογική της βάση, όπως το τιμωρητικό πρότυπο, το προνοιακό ή θεραπευτικό πρότυπο και το δικαιϊκό πρότυπο [2].

Συνολικά, οι επιρροές των παραπάνω ιδεολογικών ρευμάτων σχετίζονται άμεσα με το βαθμό της κοινωνικής και πολιτισμικής περιθωριοποίησης του ανηλίκου σε διαχρονική ιστορικά βάση και τη διαδικασία ετικετικοποίησής του ως παραβάτη του νόμου[3]. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να διερευνήσουμε την ιστορική θεμελίωση της αναμορφωτικής / ιδρυματικής αγωγής ανηλίκων στη χώρα μας και δη ως παρεμβατικού μηχανισμού (επαν)εκπαίδευσης παιδιών και εφήβων μέσα από σωφρονιστικές διαδικασίες.

Φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου του Xose Tarrio Gonzales, «Τρέξε άνθρωπε τρέξε - Ημερολόγιο από τις φυλακές FIES». Έκδοση του Ταμείου αλληλεγγύης και οικονομικής υποστήριξης των φυλακισμένων αγωνιστών, Αθήνα, 2011. Επιλογή φώτο: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου του Xose Tarrio Gonzales, «Τρέξε άνθρωπε τρέξε – Ημερολόγιο από τις φυλακές FIES». Έκδοση του Ταμείου αλληλεγγύης και οικονομικής υποστήριξης των φυλακισμένων αγωνιστών, Αθήνα, 2011. Επιλογή φώτο: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Συγκεκριμένα, το τιμωρητικό πρότυπο, είναι αυτό που απεικονίζει το πνεύμα του περασμένου αιώνα και σπέρματά του βρίσκουμε μέχρι τις αρχές του αιώνα μας. Εκπροσωπείται από την Κλασσική Σχολή Ποινικού Δικαίου. Σύμφωνα με την παραπάνω σχολή, έγκλημα είναι κάθε πράξη που απαγορεύει ο ποινικός νόμος και η εγκληματική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα ατομικών χαρακτηριστικών, τα οποία και δικαιολογούν την ύπαρξη της εγκληματικής πράξης. Η ποινή είναι ανάλογη με την εγκληματική πράξη, αποτελεί έκφραση ηθικής αποδοκιμασίας του δράστη και ανταπόδοσης του κακού προκειμένου να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη [4]. Έτσι, στο συγκεκριμένο πρότυπο η ποινή αποτελεί τρόπο εξιλέωσης του κρατούμενου για το έγκλημά του απέναντι στο Θεό και τους ανθρώπους. Έχει τιμωρητικό και εξιλαστικό χαρακτήρα και επιτυγχάνεται με τον περιορισμό του κρατουμένου στη φυλακή, η οποία εκπροσωπεί την εξουσία και επιβάλλει την τάξη. Οι φύλακες είναι οι αυταρχικοί εκπρόσωποι της εξουσίας. Η εργασία αποτελεί μέρος της ποινής, γι’ αυτό και ο χαρακτήρας της κρίνεται άσκοπος και ανιαρός. Οι δυνατότητες για εκπαίδευση και κοινωνικο-πολιτική δραστηριότητα είναι μηδαμινές [5]. Ο τιμωρητικός χαρακτήρας της ποινής επιτυγχάνεται με: α) την εκπαίδευση και τη διδαχή κάποιας τέχνης, β) την ηθική και τη θρησκευτική αγωγή, και γ) την πειθαρχία και την υποταγή στους νόμους [6].

Στη συνέχεια, το πνεύμα του προνοιακού προτύπου κυριάρχησε κατά τα έτη 1900-1960 [7]. Η «προνοιακή» αντίληψη ενισχύθηκε από τους απανωτούς πολέμους στις αρχές του αιώνα, που είχαν ως αποτέλεσμα τα εκατοντάδες ορφανά, άπορα και εγκαταλελειμμένα ανήλικα. Πάντως, στην καθιέρωσή του συντέλεσαν οι ιδέες της Νέας Κοινωνικής Άμυνας και του Συνόλου Στοιχειωδών Κανόνων για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων του ΟΗΕ (1955). Στο συγκεκριμένο πρότυπο η ποινή δεν είναι ανταπόδοση του κακού, αλλά στοχεύει στην άμυνα του κοινωνικού συνόλου. Ειδικότερα, η ποινή και η στέρηση της ελευθερίας αποσκοπούν στην ηθική βελτίωση της προσωπικότητας του κρατουμένου και την κοινωνική «επαναπροσαρμογή» του. Η προνοιακή/ θεραπευτική προσέγγιση συνέβαλε στην εξατομίκευση της μεταχείρισης [8] του κρατουμένου και μετέθεσε το βάρος από την πράξη στην προσωπικότητα, από το έγκλημα στον εγκληματία. Η αντεγκληματική πολιτική ορίστηκε με γνώμονα τη μεταβολή της δομής της προσωπικότητας του εγκληματία στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες [9].

Στο προνοιακό πρότυπο παρουσιάζει ενδιαφέρον η παρέμβαση της Πολιτείας, όσον αφορά στην εμπλοκή του ατόμου στις (ημι)ποινικές διαδικασίες και την εισαγωγή του σε ιδρύματα [10]. Ωστόσο, παρέχεται στοιχειώδης γραμματική και επαγγελματική εκπαίδευση και η αγωγή είναι ηθικοκοινωνικής κατεύθυνσης. Η εργασία θεωρείται ωφέλιμη και παραγωγική. Η επικοινωνία του κρατουμένου με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον είναι θεμιτή. Το σωφρονιστικό προσωπικό είναι υποχρεωμένο να σέβεται την αξιοπρέπεια του κρατουμένου. Υπάρχει και εδώ αυταρχικότητα, αλλά εκφράζεται με πιο ήπιο τρόπο. Ο κρατούμενος θεωρείται άτομο κοινωνικά δυσπροσάρμοστο, γι’ αυτό και η μεταχείρισή του έχει πατερναλιστικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στη διάπλαση ενός ατόμου πειθαρχημένου [11]. Συμπερασματικά, το πρότυπο προνοίας αποβλέπει στην αναζήτηση ενός αποτελεσματικού τρόπου “μεταχείρισης” του ατόμου, και δη και του ανηλίκου, με βάση τη διερεύνηση των αναγκών του και με σκοπό να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο κατά παραγωγικό τρόπο. Πρόκειται δηλαδή για ένα μοντέλο, κατά το οποίο η απονομή της κοινωνικής δικαιοσύνης στηρίζεται σε κοινωνικο-προνοιακές μεθόδους του κρατικού φορέα, στο οποίο συμμετέχουν επιστήμονες από διάφορους τομείς της ανθρώπινης συμπεριφοράς [12].

Ενώ στο προνοιακό πρότυπο σκοπός είναι η ηθική βελτίωση του κρατουμένου και η κοινωνική του αναπροσαρμογή, στο δικαιϊκό το κέντρο βάρους εντοπίζεται: α) στο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κρατουμένου, β) στην εκούσια υποβολή του σε προγράμματα αγωγής, και γ) στην ελαχιστοποίηση της παραμονής του στα καταστήματα κράτησης. Σύμφωνοι με το πνεύμα αυτό είναι οι Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες του 1973 και του 1987. Στο παρόν πρότυπο γίνεται λόγος για την αγωγή του κρατουμένου και την κοινωνική του επανένταξη. Ιδιαίτερα για τους ανήλικους παραβάτες κύριο ρόλο παίζει η διαπαιδαγώγησή τους. Ωστόσο, στη διαπαιδαγώγηση αυτή σημαντική είναι η προσωπική συμμετοχή του ανηλίκου, με παράλληλο όμως σεβασμό από την πλευρά της Πολιτείας προς την αξία και τα δικαιώματά του ως ελεύθερης προσωπικότητας [13]. Η εργασία, η αγωγή και η εκπαίδευση παύουν να είναι ηθοπλαστικού και αναμορφωτικού χαρακτήρα και αποκτούν νέα διάσταση προσδίδοντας νέα προοπτική, ως μέσα στην επαγγελματική αποκατάσταση και την κοινωνική επανένταξη του κρατούμενου. Η επικοινωνία με το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον επιβάλλεται σε μια προσπάθεια ενός ανοίγματος της φυλακής, ενός κλειστού-ιδρυματικού καταστήματος, προς τον έξω κόσμο [14]. Συμπερασματικά, το δικαιϊκό πρότυπο ή αλλιώς πρότυπο δικαιοσύνης είναι ένα μοντέλο απονομής δικαιοσύνης, το οποίο διέπεται «από ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες που εγγυώνται μια δίκαιη διαδικασία» [15].

Η Κ. Δ. Σπινέλλη συμπληρώνει και το «πρότυπο συμμετοχής», το οποίο αποτελεί εναλλακτική λύση και αποβλέπει στη μεγιστοποίηση της συμμετοχής όλων των πολιτών και στην ελαχιστοποίηση αυτής του κρατικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συγκρούσεων [16].

 

«Η επίσημος Ελληνική δήλωσις προσχωρήσεως εις την Διακήρυξιν της Γενεύης της οποίας το πρωτότυπον ευρίσκεται εις τα Γραφεία της εκεί Διεθνούς Ενώσεως για την Προστασία του Παιδιού». Πηγή, περ. «Το Παιδί Π.Ι.Κ.Π.Α.», αρ. φύλ. 52, Μάρτιος 1939, σελ. 11.

«Η επίσημος Ελληνική δήλωσις προσχωρήσεως εις την Διακήρυξιν της Γενεύης της οποίας το πρωτότυπον ευρίσκεται εις τα Γραφεία της εκεί Διεθνούς Ενώσεως για την Προστασία του Παιδιού». Πηγή, περ. «Το Παιδί Π.Ι.Κ.Π.Α.», αρ. φύλ. 52, Μάρτιος 1939, σελ. 11.

 

Σήμερα, το σωφρονιστικό σύστημα έχει αναδιαρθρωθεί παραμερίζοντας τις κατασταλτικές πρακτικές της παραδοσιακής Σωφρονιστικής, μέσα από την υιοθέτηση ψυχοπαιδαγωγικών πρακτικών και την εφαρμογή ψυχοδιαγνωστικών, κλινικών και θεραπευτικών μεθόδων στο πλαίσιο της σωφρονιστικής εκπαίδευσης (correctional education). Επιπλέον, είναι εμφανής στη διεθνή βιβλιογραφία η μελέτη του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας μέσα από την οπτική της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης [17], κλάδου της επονομαζόμενης Ειδικής ή Θεραπευτικής Παιδαγωγικής. Παιδιά και έφηβοι με αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά και, γενικά, νεαρά άτομα που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα ή ηθικό παράπτωμα, παρουσιάζοντας έτσι παρεκκλίνουσα συμπεριφορά απέναντι στις κοινωνικές νόρμες, αποτελούν σύγχρονο αντικείμενο έρευνας και παιδαγωγικής αντιμετώπισης εκ μέρους της Ειδικής Αγωγής. Υπό τη διάσταση αυτή εξετάζονται ως «υποκείμενα της Εποπτευόμενης Αγωγής» (Education surveillée) [18].

Ταυτόχρονα, στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται λόγος για νέες στρατηγικές παρέμβασης, και μάλιστα πρώιμης, οι οποίες στηρίζονται σε εκπαιδευτικά προγράμματα, που με τη σειρά τους προάγουν την υγεία, περιφρουρούν την ασφάλεια, διασφαλίζουν την πρόληψη, θέτουν ως προϋπόθεση τη συμμετοχική εκπαίδευση και συνδέουν το σχολικό περιβάλλον με την υπόλοιπη κοινότητα[19].

Τέλος, υπό την ιστορική εξέλιξη των παραπάνω ιδεολογικών επιρροών, η ιδρυματική μεταχείριση των ανηλίκων στη χώρα μας ξεκινά θεσμικά στις αρχές του αιώνα μας με τη μορφή ασύλων [20]. Η σύνταξη των νόμων 1681/1919, 1682/1919 και 2018/1920 γίνεται από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η αλητεία και η επαιτεία τιμωρούνται από το νόμο και λαμβάνονται μέτρα προστασίας ιδιαίτερα για τους ανηλίκους.

Ιδιαίτερα, η ίδρυση και η οργάνωση των Αναμορφωτικών Καταστημάτων/ Ιδρυμάτων Αγωγής πραγματώνεται στον αιώνα μας. Ο Έλληνας νομοθέτης θεσμοθέτησε την ίδρυση και τη λειτουργία των Αναμορφωτικών Καταστημάτων [21] με το π. δ. 2.12.1926 και κυρίως με τον α. ν. 2724/1940. Αρχικά συναντάμε τις έννοιες ίδρυμα ή άσυλον [22]. Από τα μέσα της τρίτης δεκαετίας [23] και ύστερα συναντάμε τα Αναμορφωτικά Καταστήματα ως επίσημο θεσμό του κράτους. Ωστόσο, μέχρι το 1940 λειτουργούν περισσότερο ως «άσυλα αλητοπαίδων». Με τον α. ν. 2724/1940 αρχίζουν να λειτουργούν ως Αναμορφωτικά Καταστήματα [24]. Τα Αναμορφωτικά Καταστήματα αργότερα μετονομάστηκαν σε Ιδρύματα Αγωγής (π.δ. 602/19.8.1976). Η λειτουργία των Ιδρυμάτων Αγωγής ανηλίκων Κορυδαλλού (αρρένων) και Παπάγου (θηλέων) έπαψε με το π. δ. 180/10.7.1997, ενώ συνεχίστηκε η λειτουργία του Ιδρύματος Αγωγής ανηλίκων αρρένων Βόλου.

Συγκεκριμένα, τα Ιδρύματα Αγωγής [25] υπάγονται στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Δικαιοσύνης και ειδικότερα των Υπηρεσιών του Τμήματος Συνθηκών Λειτουργίας Ιδρυμάτων Αγωγής Ανηλίκων και Σωφρονιστικών Καταστημάτων, το οποίο μεριμνά για την ίδρυση, την κατάργηση, την οργάνωση και τη λειτουργία των Ιδρυμάτων Αγωγής. Σκοπός τους είναι η άσκηση αγωγής και η απόκτηση επαρκών επαγγελματικών εφοδίων προς επίτευξη της επαγγελματικής αποκατάστασης [26] και της κοινωνικής (επαν)ένταξης των ανηλίκων, οι οποίοι έχουν δώσει αποδείξεις ηθικής παρεκτροπής ή έχουν υποπέσει σε αξιόποινες πράξεις. Γενικά, η παροχή επαγγελματικής κατάρτισης στη χώρα μας υπήρξε χαμηλή και οι δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης ελάχιστες έως μηδαμινές.

Ο Δικαστής Ανηλίκων καταφεύγει στον εγκλεισμό του ανηλίκου σε Ίδρυμα, όταν έχουν εξαντληθεί τα άλλα αναμορφωτικά μέτρα, όπως η επίπληξη, η ανάθεση της επιμέλειάς του στους γονείς, τους επιτρόπους, τους κηδεμόνες του, σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων, και όταν οι συνθήκες ζωής του ανηλίκου είναι τέτοιες που επιβάλλουν την ιδρυματική μεταχείριση, π.χ. οικονομική ανέχεια, επικίνδυνες φιλίες κ.λπ.

Σήμερα, η διαδικασία της αποϊδρυματοποίησης, δηλαδή η αποφυγή των παραδοσιακών τρόπων μεταχείρισης ανηλίκων σε κλειστά ιδρύματα, ενισχύεται κυρίως στο εξωτερικό και ελάχιστα στη χώρα μας με θεσμούς, όπως ο θεσμός της «διαμεσολάβησης» για τη διευθέτηση της σύγκρουσης μεταξύ δράστη και θύματος, ο θεσμός της «εργασίας για την κοινότητα», ή «κοινωφελούς εργασίας» και «ενδιάμεσης θεραπείας», η ταχεία απόλυση με όρους ή με δοκιμαστική άδεια και η χρησιμοποίηση ημιελεύθερης διαβίωσης είτε κατά τη διάρκεια της ημέρας για εκπαιδευτικούς σκοπούς είτε κατά τη διάρκεια της νύκτας για εργαζόμενους κρατούμενους [27].       

Καταλήγοντας, η παραμονή σε ένα ίδρυμα, εφόσον κρίνεται αναγκαία από τους φορείς κοινωνικού ελέγχου, μπορεί να οδηγήσει στη διαδικασία της κοινωνικής ένταξης μόνο, εάν ο τρόπος λειτουργίας των ιδρυμάτων αυτών είναι προσανατολισμένος προς στόχους αγωγής, εκπαίδευσης και ένταξης, γεγονός που θα διατρανώσει την πεποίθησή του ίδιου του νεαρού ατόμου στη διαδικασία μιας επιτυχημένης μαθητείας στους κοινωνικούς κανόνες. Σε κάθε περίπτωση, η αγωγή τόσο από τη σκοπιά της πρόληψης όσο και από τη σκοπιά της θεραπείας μπορεί να λειτουργήσει ως βασική παράμετρος στη διαμόρφωση μιας ισορροπημένης προσωπικότητας με κοινωνική προοπτική, συναισθηματική σταθερότητα, πνευματική ανάπτυξη και προσωπική ευεξία. Η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου είναι δυνατή, σε ένα πλαίσιο διορθωτικής παρέμβασης για την τροποποίηση της συμπεριφοράς βάσει εκπαιδευτικών στόχων και ψυχοπαιδαγωγικών εφαρμογών. Συνεπώς, η πρωτογενής πρόληψη, όπως αυτή διαμορφώνεται από το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον έχει θεμελιώδη σημασία στην κοινωνική συμμετοχή και τη σχολική  συμπερίληψη του νεαρού ατόμου και σαφώς όχι η δευτερογενής πρόληψη, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την παρέμβαση κατασταλτικών μηχανισμών και φορέων της ποινικής δικαιοσύνης, π.χ. εγκλεισμός σε σωφρονιστικά καταστήματα κ.λπ.

Ολοκληρώνοντας, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την αξία που έχει ένα διδακτικό και μαθησιακό γεγονός ως εμπειρία και μίμηση εκπαιδευτικού και κοινωνικού προτύπου, εφόσον η διδασκαλία στη θεωρία και την πράξη εμφορείται από τις ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Αυτό το παιδαγωγικό περιβάλλον διαμορφώνει καθοριστικά μια Παιδαγωγική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[28], το πνεύμα της οποίας πρέπει να συνοδεύει την όποια παιδαγωγική και διδακτική προσέγγιση, όπου και εάν αυτές λαμβάνουν χώρα, ακόμη και σε ένα ιδρυματικό πλαίσιο.

 

Βασιλική Ιωαννίδη,

Δρ Παιδαγωγικής 

 

Υποσημειώσεις


[1] Σ. Α. Αλεξιάδη, Σωφρονιστική, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 47.

[2] Κ. Δ. Σπινέλλη, Ν. Ε. Κουράκη, Σωφρονιστική Νομοθεσία, ελληνική-διεθνής, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1995, σελ. 78-79.

[3] Πρβλ. H. S. Becker, Οι περιθωριοποιημένοι, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2000/ Κ. Δ. Σπινέλλη, «Ανήλικοι εγκληματίες ή νεαροί παραβάτες; Το πρόβλημα υπό το πρίσμα της “θεωρίας της ετικέττας”», Ποινικά Χρονικά, 26, 1976, σ. 785-800.

[4] Π. Σαββουλίδη, «Αντεγκληματική Πολιτική. Κοινωνικός Έλεγχος ανηλίκων». Στο Β΄ Πανελλήνιο Συμπόσιο Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων, Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Βέροιας, Βέροια-Παναγία Σουμελά, 4-6 Σεπτεμβρίου 1992, σελ. 83.

[5] Κ. Δ. Σπινέλλη, Ν. Ε. Κουράκη, Σωφρονιστική…, ό.π., σελ. 79-80.

[6] Ν. Ε. Κουράκη, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, Α΄, Θεωρία και πρακτική της ποινικής καταστολής, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σελ. 54-55.

[7] Κ. Δ. Σπινέλλη, Ελληνικό Δίκαιο Ανηλίκων Δραστών και Θυμάτων. Ένας κλάδος υπό διαμόρφωση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σελ. 241.

[8] Ν. Ε. Κουράκη, Ποινική Καταστολή, (συνεργασία-επιμέλεια: N. K. Kουλούρης), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1997, σελ. 232 κ. εξ. και 241.

[9] Π. Σαββουλίδη, «Αντεγκληματική…», ό.π., σελ. 83-84.

[10] Ν. Ε. Κουράκη, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, Α΄, ό.π., σελ. 56.

[11] Κ. Δ. Σπινέλλη, Ν. Ε. Κουράκη, Σωφρονιστική…,  ό.π., σελ. 80-84.

[12] Κ. Δ. Σπινέλλη, «Πρότυπο Πρόνοιας, Πρότυπο Δικαιοσύνης και οι Κανόνες του Πεκίνου». Στο συμπόσιο: Μπεζέ Λουκία (επιμελήτρια έκδοσης), Πρόληψη και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων (Επανεκπαίδευση-Ένταξη), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1990, σελ. 173-174.

[13] Ν. Ε. Κουράκη, «Δίκαιο ανηλίκων και δικαιώματα του ανθρώπου. Παλαιότερες και νεότερες τάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό». Στο 42ο Διεθνές Σεμινάριο της Διεθνούς Εταιρείας Εγκληματολογίας, Δρ. Λ.-Α. Σισιλιάνος (επιμελητής έκδοσης), Η στέρηση της ελευθερίας στο ποινικό σύστημα και τα δικαιώματα του ανθρώπου, Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του ανθρώπου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1991, σελ. 399-401.

[14] Κ. Δ. Σπινέλλη, Ν. Ε. Κουράκη, Σωφρονιστική…, ό.π., σελ. 84-87.

[15] Κ. Δ. Σπινέλλη, «Πρότυπο Πρόνοιας…», ό.π., σελ. 174.

[16] Κ. Δ. Σπινέλλη, Ελληνικό…, ό.π., σελ. 243.

[17] S. Kirk, Η εκπαίδευσις των αποκλινόντων παιδιών, μετάφρ. Κ. Ι. Τσιμπούκη, Αθήναι 1973.

[18] Γ. Σ. Κρουσταλάκη, Παιδιά με ιδιαίτερες ανάγκες στην οικογένεια και το σχολείο. Ψυχοπαιδαγωγική παρέμβαση, Αθήνα, χ.χ., σελ. 28 κ.εξ. και 13.

[19] Βλ. M. Shaw, Promoting Safety in Schools: International Experience and Action, International Centre for the Prevention of Crime, 2004/ M. Shaw, Investing in Youth: International Approaches to Preventing Crime and Victimization, International Centre for the Prevention of Crime. 2004/ M. Shaw, Police, Schools and Crime Prevention: A preliminary review of current practices, International Centre for the Prevention of Crime, 2004/ Β. Algozzine, Ρ. Kay, Preventing Problems Behaviors. A Handbook of Successful Prevention Strategies. Council for Exceptional Children. Corwin Press, Inc., 2002.

[20] H. Korsten, Αναμορφωτήρια, Μ.Π.Ε., τ. 1ος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα-Ηerder, Αθήναι 1967, σελ. 214.

[21] Βλ. Α. Τρωιάνου-Λουλά, Η ποινική νομοθεσία των ανηλίκων. Κείμενα-Βιβλιογραφία-Νομολογία-Σχόλια, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σελ. 207 κ.εξ. και 413 κ. εξ./ Συλλογή Νομοθεσίας Ανηλίκων, Υπουργείον Δικαιοσύνης, Γενική Διεύθυνσις Σωφρονιστικής Διοικήσεως, Διεύθυνσις Εκτελέσεως Ποινών, Τμήμα Ανηλίκων, Εν Αθήναις εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1968/ Ραπτάρχη, Κώδικας Διαρκούς Νομοθεσίας και Κ. Σιφναίου, Πανδέκται Νέων Νόμων και Διαταγμάτων. Επίσης, βλ. πληροφοριακά Εκτέλεσις Ποινών και Μεταποινικά Θέματα, Συλλογή Νομοθεσίας υπό Ιωάννου Θεοδωράκη, ελεγχθείσα υπό Ανδρέου Χριστοδούλου, Υπουργείον Δικαιοσύνης, Εθνικόν Τυπογραφείον 1960/ Προσωπικόν Φυλακών και Αναμορφωτικών Καταστημάτων Ανηλίκων, Συλλογή Νομοθεσίας μετά υπομνήματος υπό Αγγέλου Μ. Σπινέλλη, ελεγχθείσα και συνοδευομένη υπό υπομνήματος Σπυρίδωνος Δήμητρα, Υπουργείον Δικαιοσύνης, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1959.

[22] Σχετικοί είναι οι νόμοι 1681/1919, 1682/1919 και 2018/1920.

[23] Βλ. αναλυτικά Δ. Π. Στασινού, Η ειδική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Αντιλήψεις, θεσμοί και πρακτικές. Κράτος και ιδιωτική πρωτοβουλία (1906-1989), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 77-82.

[24] Δ. Χριστοφίδη, «Τα αναμορφωτικά καταστήματα εις την Ελλάδα», Ακτίνες, 15, 1952, σελ. 18.

[25] Βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Ελληνικό Δίκαιο Ανηλίκων Δραστών και Θυμάτων. Ένας κλάδος υπό διαμόρφωση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σελ. 118 κ.εξ.

[26] Βλ. Νεανική Παραβατικότητα και επαγγελματική ένταξη. Συγκριτική μελέτη για τις αναπτυσσόμενες πολιτικές στην Ελλάδα και στη Βρετανία, «Άρσις», Εταιρεία Κοινωνικής Υποστήριξης Νέων, Αθήνα 1995, σελ. 16.

[27] Κ. Δ. Σπινέλλη, Α. Τρωιάνου, Δίκαιο Ανηλίκων. Ποινικές ρυθμίσεις και εγκληματολογικές προεκτάσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Β΄ έκδοση αναθεωρημένη, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σελ. 138, 140 και 144-145.

[28] Πρβλ. V. Lenhart, Παιδαγωγική των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2006.

 

Read Full Post »

«Εμείς» και οι «Άλλοι» : Η περίπτωση του ανταγωνισμού Άργους – Ναυπλίου


 

Η αντιπαλότητα μεταξύ δυο πόλεων στηρίζεται σε μια βαθιά διχοτομική αντίληψη που δημιουργεί στερεοτυπικές εικόνες του ενός πληθυσμού για τον άλλο στην προσπάθεια να αναδειχθούν θετικά στοιχεία για τον ένα και αρνητικά για τον άλλο. Η έννοια της αντιπαλότητας των πόλεων, κυρίως των όμορων πόλεων, δεν είναι άγνωστη για την κοινωνική πραγματικότητα του δυτικού κόσμου.

 Η ιδιομορφία στην περίπτωση των ελληνικών πόλεων πηγάζει από τη σημασία των κρατικών μηχανισμών ως μηχανισμών δημιουργίας και διανομής εισοδημάτων, γεγονός που δημιουργεί σοβαρές αντιπαλότητες μεταξύ όμορων ελληνικών πόλεων. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της διαμάχης Ναυπλίου και Άργους, μιας διαμάχης που πηγάζει βαθιά μέσα από τον ιστορικό χρόνο και που συντηρείται ακόμα και σήμερα στην προσπάθεια και των δυο να διαχειριστούν οικονομικούς και πολιτισμικούς πόρους, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα του κράτους να παρεμβαίνει και να καθορίζει τη δυναμικότητα της διαμάχης αυτής με όρους εξουσίας.

                                                                                                                            

Ο χώρος ήταν και παραμένει για την ανθρώπινη κοινωνία ένα συστατικό, αν όχι κυρίαρχο, στοιχείο της οργάνωσής της. Μέσα σ’ αυτό και με αυτό διαμορφώνονται πολιτιστικά πρότυπα, κώδικες επικοινωνίας και συμπεριφοράς και κατασκευάζονται εικόνες του εαυτού που αποκτούν νόημα μόνο σε σχέση με πολιτισμικές κατασκευές που αντικείμενο έχουν κυρίως τον «Άλλο» [1].

Οι διαδικασίες που οδηγούν στις κατασκευές αυτές καταλήγουν αρκετές φορές σε σχήματα που είναι απλοϊκά και εύκολα ως προς τη σύλληψη και τη χρησιμοποίησή τους. Έτσι, η νοηματοδότηση ενός οικιστικού χώρου όπως η πόλη με την κατασκευή μιας συγκεκριμένης ταυτότητας (Πειραιώτες, Θεσσαλονικιοί, Αθηναίοι, κλπ), αποτελεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται την κοινότητά τους καθώς και την ιδιαιτερότητα σε σχέση με εκείνους μιας άλλης πόλης [2].

Βεβαίως, η αντίληψη περί κοινής ταυτότητας δεν είναι ούτε γραμμική ούτε, πολύ περισσότερο, ομοιόμορφη. Αντίθετα, μια σειρά από επιμέρους χαρακτηριστικά όπως ο τύπος κατοικίας, η εργασία και άλλα, δημιουργούν διαφοροποιήσεις και ιδιαίτερες ταυτότητες μέσα στην ίδια την πόλη. Οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας «φυσικής διαδικασίας» [3] αλλά συνδέονται με τους τρόπους που επενεργούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην κοινωνική οργάνωση.

Στη βάση αυτών των ίδιων χαρακτηριστικών δημιουργούνται εικόνες του «Άλλου» που σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργούν στερεοτυπικά δημιουργώντας σχέσεις αντιπαλότητας και, σε ιδιαίτερες συνθήκες, δημιουργούν συγκρούσεις. Κλασική περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί η ένταση μεταξύ λευκών και μαύρων κατοίκων σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ [4], μεταξύ ινδιάνων λευκών αποίκων στις περισσότερες πόλεις της Λατινικής Αμερικής ή ακόμα οι φυλετικές συγκρούσεις μεταξύ μαύρων σε αφρικανικές πόλεις.

Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η αστική ανάπτυξη είχε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που διαμορφώθηκε ιδιαίτερα από το ρόλο και την παρεμβατική ικανότητα του Κράτους. Αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, ο ρόλος αυτός καθόρισε και τα χαρακτηριστικά ανάπτυξης των πόλεων και γενικότερα των οικιστικών περιοχών.

Ναύπλιο δεκαετία 1930 ( Αρχείο: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη ).

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η εσωτερική μετανάστευση και η απουσία πολιτικών χωροθέτησης οικιστικών και βιομηχανικών ζωνών δημιούργησαν σοβαρότατες παρενέργειες στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η αστική ανάπτυξη. Με πολύ γενικό τρόπο, μπορούμε να πούμε πως η ελληνική ιδιαιτερότητα στηρίζεται στην πληθυσμιακή υπερσυσσώρευση στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) και κυρίως στην Αθήνα, εις βάρος των περιφερειακών κέντρων. Προκειμένου δε να αμβλύνει τις αρνητικές συνέπειες στην οικονομία της περιφέρειας, χρησιμοποίησε με μεγαλύτερη ένταση τον παρεμβατικό – εργοδοτικό του ρόλο δημιουργώντας παράλληλα νέα προβλήματα και σχέσεις σύγκρουσης μεταξύ επαρχιακών κέντρων [5]. Είναι τόσο κυρίαρχος ο ρόλος αυτός ώστε να δημιουργεί ένα ιδιαίτερο κλίμα και προϋποθέσεις στήριξης αστικών ταυτοτήτων με όρους ανωτερότητας και κατωτερότητας, όπως θα δούμε και στην περίπτωση της ανταγωνιστικής σχέσης Άργους – Ναυπλίου.

Η αντιπαλότητα μεταξύ πόλεων και κυρίως, γειτονικών πόλεων στα διοικητικά όρια ενός νομού δεν είναι μια πρόσφατη ιστορία. Βρίσκει τις ρίζες της βαθειά μέσα στην ιστορία, αλλά η ένταση με την οποία ανατροφοδοτείται σήμερα είναι άμεσα συνδεδεμένη ακόμα με τα προνόμια που εξασφαλίζει η δραστηριότητα των κρατικών μηχανισμών στα όριά τους. Πολύ συνοπτικά θα αναφέρω μερικά από τα σημαντικότερα πρόσφατα παραδείγματα, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητό τόσο το εύρος του ανταγωνισμού, όσο και η σημασία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών με τα οποία κατασκευάζεται μια ταυτότητα που θα στηρίξει την αντίπαλη λογική, δηλαδή, τη διαφορετικότητα του «Εμείς», απέναντι στους «Άλλους».

«Δεν έχουμε λοιπόν αντιπαλότητα δύο πόλεων αλλά επιθετικότητα μιας πόλεως με τελικό εντελώς προφανή στόχο να γίνει αυτή η Πρωτεύουσα του νομού». Το αρχικό αυτό συμπέρασμα ανήκει στον κ. Κ. Καρκανιά [6] που απαντά υπέρ του Μεσολογγίου, σε δημόσιο διάλογο για τη Αιτωλοακαρνανία, σε άποψη που εκφράστηκε  υπέρ του Αγρινίου.

Ο επιστολογράφος αρχίζει με μια υπόμνηση των όσων διαδραματίζονται σημειώνοντας πως «κατά τα τελευταία 30 και περισσότερα χρόνια στον νομό παρατηρούμε μια συνεχή και συνήθως επιτυχή προσπάθεια κάποιων ομάδων οικονομικών ή και μη συμφερόντων που ζουν στο Αγρίνιο να αφαιρέσουν από το Μεσολόγγι, την πρωτεύουσα του νομού, αυτά που της ανήκουν δικαιωματικά με βάση τους νόμους του Κράτους» και τελειώνει με μια αποκαλυπτική για το θέμα μας επισήμανση τονίζοντας : «Ο τόπος μας αξίζει πραγματικά καλύτερη τύχη και αυτή προϋποθέτει αξιοπρέπεια και ομόνοια αλλά αυτές δεν είναι δυνατόν να στηρίζονται στην επιθετικότητα κάποιων κατοίκων μιας πόλεως εναντίον του Μεσολογγίου, το οποίο επαναλαμβάνω είναι η Πρωτεύουσα του νομού και επί πλέον η Ιερή Πόλη του Έθνους. Ομόνοια μπορεί να υπάρξει όταν οι έδρες των μεγάλων οργανισμών του νομού έλθουν στο Μεσολόγγι και όταν το Εφετείο, το Μουσείο, κ.λπ. εγκατασταθούν στο Μεσολόγγι. Οποιεσδήποτε άλλες σκέψεις είναι αντίθετες προς την πολιτική (όχι κομματική, όχι πληθυσμιακή) και ιστορική πραγματικότητα Η ιερότητα του χώρου, η ιστορικότητα και η διοικητική σημασία της αποτελούν τρία βασικά χαρακτηριστικά στα οποία εδράζεται το δικαίωμα του Μεσολογγίου να έχει τις έδρες των μεγάλων κρατικών οργανισμών.

Οι ανταγωνισμοί που υπάρχουν μεταξύ της Θήβας και της Λιβαδειάς, του Βόλου και της Λάρισας ή ακόμα του Ληξουρίου και του Αργοστολίου [7] μπορεί να έχουν βαθιές ρίζες, αλλά δεν έχουν ακόμα αποκτήσει την ένταση με την οποία οργανώνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα Χανιά και το Ηράκλειο επειδή το δεύτερο απαιτεί την ίδρυση Εφετείου. Συνδικαλιστές, δημοτικοί άρχοντες και κάτοικοι βρίσκονται στα «χαρακώματα», σε μια υπόθεση παράδειγμα για το ρόλο των κρατικών μηχανισμών και των προνομίων που προσφέρουν στην γενικότερη ανάπτυξη μιας πόλης και, κατ’ επέκταση, στη δημιουργία μιας συγκεκριμένης πολιτισμικής κατασκευής στην οποία εδράζεται και η αντίστοιχη ταυτότητα. Τα τελευταία χρόνια η ίδρυση πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων καθώς και ΤΕΙ στην περιφέρεια, αποτέλεσε το κύριο εργαλείο μιας ιδιότυπης ανάπτυξης που αναθέρμανε ταυτόχρονα τον ανταγωνισμό μεταξύ πόλεων [8].

Για τη διαμάχη μεταξύ Άργους και Ναυπλίου αποτέλεσε ένα ακόμα σοβαρό θέμα αντιπαλότητας καθώς η εγκατάσταση τμήματος του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην πρωτεύουσα του νομού, το Ναύπλιο, θεωρήθηκε καταστροφική για την ανάπτυξη του Άργους. Έχουν όμως προηγηθεί αρκετά επεισόδια στο πέρασμα της ιστορίας [9] για να αποκτήσει ο ανταγωνισμός αυτός βαθιές ρίζες και να ανακυκλώνεται κάθε φορά που τίθεται ζήτημα και πηγάζει από τον κρατικό παρεμβατισμό στην αστική ανάπτυξη.

Μερικά από τα επεισόδια αυτά θα χρησιμοποιήσουμε στη συνέχεια για να τεκμηριώσουμε τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η σχέση του «Εμείς και οι Άλλοι» καθώς και οι αντιλήψεις για τη διαφορετικότητά τους. 

 

Ναύπλιο – Άργος: η ιστορία ενός ανταγωνισμού

 

«Από χρόνων αμνημονεύτων το Ναύπλιον αντιδρά κατά της προόδου του Άργους. Δύναταί τις ειπείν, ότι είνε ο εφιάλτης της ημετέρας πόλεως και έχει απέναντί μας την θέσιν του φθονερού πλουσίου, όστις τήκεται, όταν ο πτωχός γείτων του τρώγη εν τεμάχιον άρτου. Τίνα έχει ν’ αντιτάξη δικαιώματα και προσόντα κατά της προαιωνίου λαμπράς ιστορίας, των απαραμμίλων γεωγραφικών και φυσικών προτερημάτων, του πλήρους ζωής και μέλλοντος πληθυσμού του Άργους; Εν τούτοις έχει προστάτας και προστάτας ισχυρούς και εις την περίστασιν αυτήν μας απειλεί το καιριώτατον κατά της πόλεως ημών τραύμα».

Το απόσπασμα αυτό από το κύριο άρθρο της εφημερίδας «Δαναός» του 1884[10] του Άργους, υπογράφεται από τον συντάκτη της Δ. Κ. Βαρδουνιώτη, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αργολικού πνευματικού κόσμου του 19ου αιώνα. Αποτελεί την καλύτερη ίσως απόδοση του ανταγωνισμού που διαμορφώνεται και με την πάροδο του χρόνου ισχυροποιείται ανάμεσα σε δυο πόλεις με μεγάλο ιστορικό και πολιτισμικό κεφάλαιο.

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Ο Δ. Κ. Βαρδουνιώτης εντούτοις στηρίζει την επιχειρηματολογία του σε τρία βασικά όσο και αδιαμφισβήτητα χαρακτηριστικά της εποχής για την πόλη του Άργους: την ιστορία του αφού πρόκειται για την αρχαιότερη πόλη της Ελλάδας και μια από τις αρχαιότερες στον κόσμο. Τη γεωγραφική της θέση ως κόμβο εμπορευματικό και διακομιστικό αλλά και τα φυσικά της χαρακτηριστικά που πιστοποιούνται, εξάλλου, από πλήθος κειμένων των περιηγητών του 18ου και 19ου αιώνα. Τέλος, ο Δ. Κ. Βαρδουνιώτης χρησιμοποιεί τα δημογραφικά δεδομένα για να αναδείξει τη διαφορά δυναμικού ανάμεσα στις δυο πόλεις.

Το περιπετειώδες σενάριο για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής στη νότια Πελοπόννησο, ελάχιστα απέχει από την πραγματικότητα και καταγράφει τον έντονο ανταγωνισμό των δυο πόλεων στο επίπεδο των υποδομών. Δεν είναι καθόλου τυχαία η σύγκρουση στο επίπεδο αυτό, καθώς το ζήτημα των υποδομών είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις ευκαιρίες οικονομικής ανάπτυξης της επαρχίας [11], οι οποίες όμως, ήδη από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους, αποτελούν στοιχείο εξυπηρέτησης πολιτικής πελατείας και όχι μακρόπνοο προγραμματισμό οικονομικής και κοινωνικής συνολικής ανάπτυξης. Από την άποψη αυτή, το «Εμείς» και οι «Άλλοι» δεν μπορεί να οργανώνεται παρά μόνον ως συγκρουσιακή σχέση και σε πολιτικό επίπεδο. Ας παρακολουθήσουμε για λίγο ακόμα το επεισόδιο του σιδηροδρόμου.

Μερικούς μήνες νωρίτερα, όταν είχαν γίνει γνωστές οι διαθέσεις της εταιρείας σιδηροδρόμων και τα σενάρια αποκλεισμού του Άργους από τη βασική σιδηροδρομική διαδρομή, ο Δ. Κ. Βαρδουνιώτης πάλι σε κύριο άρθρο[12], αφού παραθέτει τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ζητήματος, σημειώνει : «Το Άργος ιδίως μεγάλως εθορυβήθη εκ της θρυλλούμενης ταύτης αδικωτάτης  δι’αυτό τροποποιήσεως  της σιδηροδρομικής γραμμής. Η πόλις όλη κατεθλίβη δια τον εξευτελισμόν και την περιφρόνησιν ταύτην».

Όσο και αν ο τόνος δραματοποιεί τα «θρυλλούμενα» σχέδια, οι λέξεις εξευτελισμός και περιφρόνηση γραμμένες από έναν τόσο σημαντικό διανοούμενο της εποχής έχουν μια ιδιαίτερη βαρύτητα ως προς την εικόνα που διαμορφώνεται με τον ανταγωνισμό των δυο πόλεων. Η αρνητική δε εικόνα που περιγράφει με τις δυο παραπάνω λέξεις ο Δ. Κ. Βαρδουνιώτης για την πόλη του Άργους, ενισχύεται ακόμα και από «τυχαία» περιστατικά που θα έπρεπε να είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Έτσι, όταν το βασιλικό ζεύγος (Γεώργιος Α΄και Όλγα) φτάνει στην περιοχή, επισκέπτεται το Ναύπλιο και εντελώς τυχαία το Άργος. Η συμβολική του τυχαίου στην περίπτωση αυτή είναι καθοριστική για την ενίσχυση του αισθήματος «περιφρόνησις» παρά το γεγονός ότι η ίδια η επίσκεψη θα έπρεπε να λειτουργήσει ενισχυτικά ως προς τη σημασία της πόλης. Η σχετική ειδησεογραφία [13] αναφέρει τα εξής : «Κατά το εν αρχή γνωσθέν ενταύθα δρομολόγιον ειδοποιήθησαν αι αρχαί και οι πολίται της πόλεώς μας να κατέλθωσιν εις Μύλους, ένθα έμελλον να αποβιβασθώσιν οι βασιλείς εκ Ναυπλίου μεταβαίνοντες εις Τρίπολιν. Ένεκα όμως της παρά την αποβάθραν αβαθούς θαλάσσης καθιστώσης αδύνατον την αποβίβασιν, το δρομολόγιον μετεβλήθη και ωρίσθη να μεταβώσιν εις Τρίπολιν δι’Άργους».

Η σημασία που έχουν οι υποδομές για την τοπική ανάπτυξη είναι σημαντικές καθώς και εκείνες που αφορούν σε ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις, αποτελώντας έναν τομέα ανταγωνισμού με όλα τα χαρακτηριστικά του τοπικισμού και της κατά περίπτωση άσκησης κρατικής πολιτικής. Στα πλαίσια αυτά ο ρόλος των πολιτευτών είναι απαράλλαχτα ίδιος στη διάρκεια του χρόνου και συντελεί στην παγίωση του ανταγωνισμού, όπως θα δούμε και στη συνέχεια με κάποια παραδείγματα. Ας δούμε πως εκφράζεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των δυο πόλεων στο επίπεδο του εμπορίου που αποτελεί έναν σημαντικό οικονομικό τομέα.

Αντλούμε ένα πρώτο παράδειγμα από κύριο άρθρο [14] στο οποίο ασκείται κριτική στη δημοτική αρχή γιατί τα λεωφορεία δεν φτάνουν μέχρι τη λαϊκή αγορά και έτσι οι αγοραστές αναγκάζονται να αναζητήσουν άλλες αγορές. Ο αρθρογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Και ο λόγος λοιπόν αυτός έβλαψεν αναμφισβητήτως σημαντικά, διότι δεν στερούμεθα μόνον 50-100 αγοραστών κατά Σάββατον αλλά απομακρύνονται της πόλεώς μας ελείψει καταλλήλου συγκοινωνίας όλοι οι κάτοικοι των εν λόγω περιφερειών συνάπτοντες σχέσεις με τους επαγγελματίας και εμπόρους της γείτονος πόλεως Ναυπλίου καίτοι αναγνωρίζουν ότι το συμφέρον τους ευρίσκεται εδώ».

Παρότι η άποψη ότι οι πελάτες θα πρέπει να φτάνουν με τα αυτοκίνητά τους ή με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς μέχρι τις πόρτες των καταστημάτων, είναι μια λογική που εμποδίζει ακόμα και σήμερα την ανάπτυξη της πόλης, το κεντρικό επιχείρημα του αρθρογράφου είναι η απορρόφηση μέρους των καταναλωτών από την αγορά του Ναυπλίου. Την ίδια χρονιά οι Επαγγελματίες και Βιοτέχνες του Άργους παρεμβαίνουν στα δημοτικά δρώμενα προκειμένου να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της πόλης  μέσω μιας ειδικής επιτροπής που προετοιμάζεται να συγκροτηθεί. Ο τύπος [15]  της περιόδου εκείνης σημειώνει :  

 «Το έργον της επιτροπής λόγω ελλείψεως χρήματος και της αντιδράσεως ήν θα αναπτύξη η γείτων πόλις του Ναυπλίου θα είναι επίπονον και άχαρι…

Εις οιονδήποτε έχοντα αντίρρησιν θα προβάλωμεν ως αποστομικήν απάντησιν το παράδειγμα της γείτονος πόλεως Ναυπλίου ήτις καίτοι μη έχουσα γηγενή πληθυσμόν πλέον των δυο χιλιάδων κατοίκων κατορθώνει δια των διαρκών αγώνων των τέκνων της να διατηρή πληθώραν Δημοσίων υπηρεσιών και δι’αυτών να εμφανίζεται ως πόλις και να είναι πρωτεύουσα Νομού».

Είναι η πρώτη φορά που το Ναύπλιο αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση σε σχετικό δημοσίευμα. Ίσως να είναι και ένα από τα μοναδικά καθώς ο ανταγωνισμός δημιουργεί ένα κλίμα σύγκρουσης, ιδιαίτερα στο επίπεδο των παραγωγικών επενδύσεων, που συχνά λαμβάνει προσανατολισμό οξύτητας.

Το Άργος αποτελεί ήδη στην προπολεμική περίοδο και για τέσσερεις δεκαετίες μετά, ένα σημαντικό υφαντουργικό κέντρο. Είναι λογικό λοιπόν να αντιδρά με οξύτητα όταν τίθεται θέμα εγκατάστασης βιομηχανιών στην περιοχή όπως, για παράδειγμα, το 1938 όταν γίνεται λόγος [16] για την κατασκευή εργοστασίου της υφαντουργικής εταιρείας «Πηνελόπη», κατασκευή που γεννά υποθέσεις ακόμα και για χίλιες νέες θέσεις εργασίας.

Εργαζόμενοι σε εργοστάσιο Μακαρονοποιείας. Άργος, δεκαετία του ’50.

Η αντιπαράθεση και ο ανταγωνισμός συνεχίζεται και μεταπολεμικά με σημαντικές πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις καθώς η διαχείριση των πόρων που διαθέτουν οι δυο πόλεις απαιτεί τον γρήγορο διαγκωνισμό του ενός από τον άλλο στο ένα ή το άλλο επίπεδο. Ο κατάλογος των παραδειγμάτων είναι μεγάλος και γι’ αυτό θα σταθούμε σε δυο ημερομηνίες που πιστοποιούν τη διαχρονικότητα της αντιπαλότητας και αντίστοιχα σε δυο τομείς όπου η κάθε πόλη έχει τα δικά της ισχυρά επιχειρήματα ώστε να αναζητήσει την πρωτοκαθεδρία.

Το 1956 δημιουργείται ένας μεγάλος θόρυβος στην Αργολίδα σχετικά με τις προθέσεις του εφοπλιστή κ. Νιάρχου να δημιουργήσει ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο Νομό. Γύρω από τις προθέσεις αυτές αρχίζουν και πάλι να συγκρούονται οι εκπρόσωποι των δυο πόλεων προσπαθώντας να διατηρήσουν το προβάδισμα ελκύοντας την επένδυση που πρόκειται να γίνει. Παράλληλα, ο βουλευτής Αργολιδοκορινθίας Βασίλειος Πανούσης, βρίσκει την ευκαιρία να δημοσιεύσει ανακοίνωση με την οποία «πληροφορεί τους πολίτες» πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε αυτόν οφείλεται το ενδιαφέρον του εφοπλιστή και παρακολουθεί το θέμα από κοντά προς όφελος των πολιτών. Ο δε διευθυντής της εφημερίδας που παραθέτει τη σχετική ειδησεογραφία[17] σημειώνει μεταξύ άλλων :

 

«Αλλά υμείς οι Αργείοι πρέπει ιδιαιτέρως να προσέξωμεν το ζήτημα, εάν θέλωμεν να επωφεληθώμεν της ιδρύσεως των Ναυπηγείων και να διατηρήσωμεν την πρώτην θέσιν της εμπορικής και βιομηχανικής κινήσεως. Από τας πρωτοβουλίας και προσπαθείας μας εξαρτάται αν επωφεληθώμεν της ιδρύσεως των Ναυπηγείων και θα διατηρήσωμεν την θέσιν μας ως πρώτης εμπορικής και βιομηχανικής πόλεως του Νομού ή θα γίνωμεν ουραγοί και συν τω χρόνω θα απορροφηθώμεν από το ραγδαίως εξελισσόμενον Ναύπλιον, το οποίον παντού έχει ανθρώπους πονούντας και ενδιαφερομένους δι’αυτό».

 

Ο τουρισμός αποτελεί ένα δεύτερο σημαντικό πεδίο προστριβών και ανταγωνισμού. Υπενθυμίζω με την ευκαιρία πως και οι δυο πόλεις διαχειρίζονται ένα σοβαρό πολιτισμικό κεφάλαιο που συνδυάζει ιστορία, εξαιρετικούς αρχαιολογικούς χώρους και πλουσιότατες εκθέσεις-μουσεία, καθώς επίσης και μια καλή αρχιτεκτονική κληρονομιά.

Άργος, Th. Du Moncel. Ρωμαϊκά Λουτρά, Αρχαίο Θέατρο, Κάστρο της Λάρισας, 1843.

Το παρακάτω άρθρο που γράφεται το 1962 είναι αποκαλυπτικό της διαχρονικότητας του ανταγωνισμού καθώς η διάνοιξη του «δρόμου των αρχαιοτήτων» όπως λέγεται χαρακτηριστικά σήμερα, απασχολεί τις δυο πόλεις από τότε και γίνεται πραγματικότητα μόλις τα τελευταία χρόνια. Με την ευκαιρία λοιπόν αποφάσεων από το Νομαρχιακό Συμβούλιο για την τουριστική ανάπτυξη της Αργολίδας, το κύριο άρθρο εφημερίδας του Άργους [18] αναφέρει :

«Δεν δυνάμεθα παρά να συγχαρώμεν τον αξιότιμον κ. Νομάρχην δια το επιδεικνυόμενον ενδιαφέρον του δια την Τουριστικήν αξιοποίησιν του Νομού, αλλά και να μην εκφράσωμεν την πικρίαν μας, διότι εις μιαν έκθεσιν εκ 15 γραφομηχανημένων σελίδων εξ ών αι 13 αναφέρονται εις τας Τουριστικάς ανάγκας του Ναυπλίου δια την προσέλκυσιν ξένων, μόνον ένδεκα (αρ. 11) στίχοι αφιερούνται εις τα τουριστικά του Άργους……

Κατ’αυτόν λοιπόν τον τρόπον θα αξιοποιηθεί τουριστικώς ο Νομός; Με μόνην δηλαδή την προβολήν του Ναυπλίου εις βάρος ολόκληρου του Νομού; Αλλ’αυτό είναι απαράδεκτον δι’ημάς τουλάχιστον τους Αργείους. Και δια να ολοκληρωθή το κατά της πόλεως του Άργους πλήγμα και απομονωθή τελείως αύτη πάσης κινήσεως ιδού τι προτείνεται εις την Ε παράγραφον του ΙΙΙ κεφαλαίου της εκθέσεως : ε) Διάνοιξις και κατασκευή οδού Μυκηνών-Μοναστηρακίου-Ηραίου…».

Ενώ όμως φαινομενικά ο ανταγωνισμός διαμορφώνεται περισσότερο στο οικονομικό επίπεδο και εμφανίζεται ως αντίδραση του ενός στην κατασκευή ή την αξιοποίηση υποδομών στην επικράτεια του άλλου, λείπουν τα στοιχεία εκείνα (ιδεολογικά, στερεότυπα, κλπ) που θα ολοκλήρωναν την εικόνα μιας ψυχολογικής προδιάθεσης εναντίωσης του «Εμείς» κατά των «Άλλων». Το κείμενο του 1900 που αναλύουμε στη συνέχεια παρουσιάζει με εξαιρετικό τρόπο τα στοιχεία αυτά, απαντώντας στο ερώτημα της κατασκευής μιας εικόνας του «Άλλου», ικανής να τον υποβαθμίζει και ταυτόχρονα να ενδυναμώνει την ανωτερότητα του «Εμείς».

 

Μια ανθρωπολογική προσέγγιση του ανταγωνισμού των δυο πόλεων

 

Ο Μιλτιάδης Ζωγράφος γόνος μιας από τις μεγαλύτερες και πιο γνωστές οικογένειες του Άργους και της Αργολίδας, δικηγόρος ο ίδιος, γράφει την πρώτη ανθρωπολογική μελέτη για την αντιζηλία μεταξύ των δυο πόλεων, Άργους και Ναυπλίου. Στο μικρό κείμενό του με τίτλο «Ναυπλιεύς δικάζων Αργείον»[19], υπάρχουν σημαντικές περιγραφές καθημερινότητας καθώς και ένα πλήθος πληροφοριών σχετικών με την εικόνα που διαμορφώνουν οι κάτοικοι μιας πόλης για τους «απέναντι», τους «άλλους» κατοίκους της αντίζηλης πόλης. Το κείμενο του Μιλ. Ζωγράφου είναι μια καλή πηγή πληροφοριών για τον ερευνητή παρά την υποκειμενικότητα που το διακρίνει μιας και αποτελεί την οπτική ενός Αργείου προς τους Ναυπλιείς. Εξάλλου, είναι από τα λίγα κείμενα που έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα για το θέμα αυτό.

Ο συγγραφέας οργανώνει το κείμενό του στη βάση ενός περιστατικού σχετικά με την αντιδικία δυο Αργείων, ενός αγωγιάτη και ενός ιδιοκτήτη οινοπαντοπωλείου. Η απαίτηση του αγωγιάτη να πληρωθεί για την εργασία του, συναντά την άρνηση του οινοπαντοπώλη που θεωρεί το λογαριασμό υπερβολικό. Η αντιδικία φτάνει στα δικαστήρια και έτσι ένας «δικαστής του Ναυπλίου» δικάζει έναν επαγγελματία του Άργους. Βεβαίως, η αντιδικία θα μπορούσε να μην αποτελεί ένδειξη μιας βαθύτερης αντιδικίας μεταξύ των δυο πόλεων, ούτε να έχει τις προεκτάσεις που θα πάρει στο κείμενο του Μιλ. Ζωγράφου. Αλλά εδώ έγκειται και η αξία του κειμένου αφού μια απλή αντιδικία θα αναδείξει μια άλλη διάσταση ανταγωνισμού μεταξύ των δυο πόλεων.

 

1. Η ιστορία

 

Το Σεπτέμβριο του 1889 ο τρύγος στην ευρύτερη περιοχή και την πόλη του Άργους βρίσκεται στο αποκορύφωμά του και η αγροτική παραγωγική αλυσίδα σε πλήρη εξέλιξη. Ένας αγωγιάτης μεταφέρει με τα ζώα του σταφύλια σε ένα οινοπαντοπωλείο ώστε να γεμίσει τα βαρέλια του με μούστο. Με το τέλος της εργασίας ενσκήπτει διαφορά μεταξύ των δυο επαγγελματιών σχετικά με την αξία της προσφερθείσας εργασίας και η αντιδικία καταλήγει στο δικαστήριο.

Η εκδίκαση της υπόθεσης αποτελεί το πρώτο επίπεδο αποκάλυψης της αντιζηλίας μεταξύ των δυο πόλεων. Σε πρώτο βαθμό (Ειρηνοδικείο Άργους), ο Ειρηνοδίκης δέχεται τη λογική των μαρτύρων υπέρ του αγωγιάτη:

«Ο Σωτ. Μαρίνος μετέφερε τας σταφυλάς του Αλέξη Μαρίνου δια 3 όνων του επί 2 ημέρας προς δρχ 1 λ 50 καθ’ημέραν δι’έκαστον όνον, κατά συνέπειαν δικαιούται να πληρωθή δια 4 όνους δρχ 12, διότι κατά τον τρυγητόν εις το Άργος οι αγωγιάται λογίζονται και πληρώνονται ως γαϊδούρια».

Η απόφαση  (αριθ. 427 του 1891) του Ειρηνοδίκη ανατρέπεται όταν, μετά την άσκηση έφεσης, το Πρωτοδικείο Ναυπλίου απορρίπτει τη συλλογιστική στην οποία στηρίχτηκε ο Ειρηνοδίκης και με νέα απόφαση (αριθ. 2252 του 1891) καταδικάζει τον αγωγιάτη και στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων με αποτέλεσμα ο τελευταίος να χάσει το γάιδαρό του.

Στη σύνθεση του δικαστηρίου συμμετέχει ένας γνωστός για την επιστημονική του κατάρτιση δικηγόρος του Ναυπλίου, στα επιχειρήματα του οποίου στηρίζεται η συλλογιστική της νέας απόφασης του δικαστηρίου που καταγράφει ο Μιλ. Ζωγράφος ως εξής :

 «Κύριος γιγνώσκει υπό πόσης αγανακτήσεως κατελήφθη ο Ναυπλιεύς δικηγόρος, όταν είδεν ότι ευρέθη δικαστής εξομοιώσας τους ανθρώπους με τα γαϊδούρια. Και αν τοιαύτη απόφασις επικυρωθή, τι θα είπουν οι Αργείοι δια τους Ναυπλιείς;»

Το αγωνιώδες ερώτημα απηχεί κυρίως τις εικόνες που έχουν κατασκευαστεί από τους μεν για τους δε.

 

2.  Εικόνες και προεκτάσεις

 

Οι εικόνες που παράγονται και αναπαράγονται για τις δυο πόλεις ενισχύουν καταρχήν το δίπολο αγροτικό / αστικό που ισχύει ακόμα και σήμερα. Παρά τη διαπίστωση του συγγραφέα για το «δυστυχές Ναύπλιον οσημέραι μαραίνεται και καταρρέει», που αποδίδει μια εικόνα συγκυριακή του Ναυπλίου σε κρίση. Αντίστροφα, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η εικόνα της ζωτικότητας – οικονομικής και κοινωνικής – χαρακτηρίζει το Άργος.

Όμως η διαφορά ανάμεσά τους έχει ένα συγκεκριμένο μέτρο: την εξουσία. Η πρώτη πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού Κράτους είναι μια πόλη στραμμένη προς τις δημόσιες υπηρεσίες σε αντίθεση με το Άργος, που διατηρεί τον αγροτικό του χαρακτήρα, εμφανίζει μια σοβαρή κινητικότητα στο επίπεδο της βιοτεχνίας και του εμπορίου, αλλά υστερεί ως προς τη συμβολική βαρύτητα που αποδίδεται στο Ναύπλιο ως πρωτεύουσα του νομού λόγω των διοικητικών μηχανισμών που εδρεύουν εκεί.

Ο συγγραφέας του κειμένου μας δίνει δυο περιγραφές κατατοπιστικές για την εικόνα και τις στεροτυπικές αντιλήψεις που οργανώνονται στις δυο πόλεις. Γράφει για τους Ναυπλιείς πως : «μας επιδεικνύουν το Παλαμήδι των, το Βουλευτικόν, τον Στρατώνα, τα Δικαστήρια, τους υπαλλήλους, προ παντός όμως την εξευγενισμένην κοινωνίαν, την αβρότητα των τρόπων και την λεπτότητα του αισθήματος και της επιδερμίδος».  

Οργανωμένο γύρω από τις διοικητικές υπηρεσίες του νέου Ελληνικού Κράτους, το Ναύπλιο μπορεί να καυχηθεί για την πολιτικά και κοινωνικά ανώτερη θέση του καθώς και για το επίπεδο της εξευγενισμένης συμπεριφοράς που αντιστοιχεί σε τέτοιο επίπεδο οργάνωσης. 

Βρισκόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα και οι ενδείξεις αυτές καθορίζουν άμεσα τα χαρακτηριστικά που απορρέουν από τις ανώτερες κοινωνικές θέσεις, ορίζοντας ταυτόχρονα διαχωρισμούς από τον «άλλο» που ταυτίζεται ουσιαστικά με τον αμόρφωτο όχλο, δηλαδή με τους Αργείους. Σε μια ανάλυση κειμένου, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, τα αντιθετικά ζεύγη που προκύπτουν είναι :

εξευγενισμένη συμπεριφορά      αβρότητα τρόπων     λεπτότητα αισθήματος

χονδροειδής συμπεριφορά          τραχύτητα τρόπων       δύναμη ενστίκτου

        λεπτότητα επιδερμίδας_____

χοντροκαμωμένο παρουσιαστικό

 

Σε αντίθεση με την εικόνα αυτή το Άργος, όπως σημείωσα παραπάνω, παρουσιάζει μια οικονομική ζωντάνια και παραγωγικότητα και άλλα χαρακτηριστικά εντελώς διαφορετικά από εκείνα της πόλης του Ναυπλίου. «Ήτο Σεπτέμβριος του έτους 1889, ολόκληρον δε το Άργος ευρίσκετο επί ποδός. Πανταχού σταφυλαί, τρυγήτριαι, αγωγιάται, όνοι. Ιδίως οι αγωγιάται, κατασκονισμένοι, εν συμφυρμώ και αταξία διαγκωνιζόμενοι, άδοντες, ανά χείρας φέροντες άρτον και τυρόν και ράπανον αντί ράβρου ή πράσου, τρώγοντες και συγχρόνως τους όνους ωθούντες, έσπευδον μεταφέροντες το ιερόν φορτίον εις τα καπηλεία.»

Παραδοσιακή μέθοδος μαζέματος της σοδειάς των δημητριακών στην πεδιάδα του Άργους. Στο βάθος η Ακρόπολη της Λάρισας (1901).

Μια καθαρή εικόνα αγροτικής κοινωνίας, όπου μεροκαματιάρηδες, αγροτική παραγωγή και τυπικοί τρόποι συμπεριφοράς αγροτικού προλεταριάτου συμπληρώνουν τα γεωγραφικά όρια ενός χώρου, ενώ σκόνη, αταξία και καπηλειά ορίζουν τη ανθρωπο-ταξική του σύνθεση. Από την άποψη αυτή, η διαφορά επιπέδου των δυο πόλεων ορίζεται ουσιαστικά από την αντιθετική εικόνα ανάμεσα στους υπαλλήλους από τη μια και τους αγωγιάτες από την άλλη. Η ίδια εικόνα και οι προεκτάσεις της θα επηρεάσουν και το περιεχόμενο των δυο δικαστικών αποφάσεων. Το μεν Ειρηνοδικείο Άργους θα δεχτεί πως ο αγωγιάτης επέχει θέση ζώου κατά τη διάρκεια της εργασίας οπότε πρέπει να πληρωθεί γι’αυτήν. Το δε Εφετείο Ναυπλίου (ανώτερη δικαστική αρχή) δεν αποδέχεται την εξίσωση αυτή και καταδικάζει τον ενάγοντα.

Οι προεκτάσεις της δίκης αυτής είναι σημαντικές και αποκτούν μόνιμο χαρακτήρα που ξεπερνά τα όρια της αντιπαλότητας Άργους – Ναυπλίου. Είναι ο γνωστός και σήμερα ανταγωνισμός μεταξύ πόλεων για την εγκατάσταση διοικητικών και άλλων υπηρεσιών ή εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στα όριά τους. Η τελευταία διαμάχη (2008) για την εγκατάσταση Εφετείου στην πόλη των Χανίων είναι η συνέχεια της ίδιας ακριβώς νοοτροπίας που πυροδοτεί τέτοιου είδους διαμάχες μεταξύ πόλεων περισσότερο από έναν αιώνα. Διαμάχη που εκφράζει την αντιπαλότητα του «εμείς» και οι «άλλοι», κυρίως οργανωμένη γύρω από τις προνομίες που παρέχει το Ελληνικό Κράτος.

 

Ο συγγραφέας, νομικός εξάλλου, Μιλ. Ζωγράφος μεταφέρει με εύθυμο τρόπο τη νέα διαμάχη που ξεσπά μεταξύ Ναυπλίου και Κορίνθου αυτή τη φορά, επηρεάζοντας φυσικά τη διαμάχη της πρώτης με το Άργος: «Από της εποχής εκείνης οι Κορίνθιοι, φοβηθέντες μήπως, διαμένοντες υπό την δικαστικήν κυριαρχίαν του Ναυπλίου, πάθωσιν από εξευγενισμόν, ήρχισαν να σκέπτωνται και να ενεργώσι σοβαρώς και αποτελεσματικώς, επιτυχόντες επί τέλους την σύστασιν Πρωτοδικείου εν Κορίνθω, όπερ σημαίνει αληθώς του Ναυπλίου αποκεφαλισμόν».

Η εξέλιξη αυτή, από τη μια τείνει στο να μειώσει τη δυνατότητα του Ναυπλίου να διατηρεί, συμβολικά και τυπικά, την εικόνα του κέντρου της περιοχής και ταυτόχρονα ισχυροποιεί τη διαμάχη του με το Άργος αναπροσαρμόζοντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ταυτότητας του καθενός. Στη διάρκεια του χρόνου η αναπροσαρμογή αυτή θα ισχυροποιείται από νέα θέματα  όπως τα τελευταία χρόνια ήταν η ίδρυση πανεπιστημιακής σχολής που αρχικά έγινε στο Ναύπλιο και τελικά, φαίνεται, να καταλήγει η εγκατάστασή της σε ενδιάμεσο σημείο ανάμεσα στις δυο πόλεις. Την εποχή όμως που γράφει ο Μιλ. Ζωγράφος είναι ήδη προσδιορισμένα τα χαρακτηριστικά της αντιπαράθεσης.

 

3.  «Ο Άλλος» : χαρακτηριστικά και αντιθέσεις

 

Σύμφωνα με όσα παραθέσαμε προηγουμένως, το κυρίαρχο αντιθετικό ζεύγος στο οποίο στηρίζεται η αντιπαράθεση μεταξύ των δυο πόλεων είναι πολιτισμένος / απολίτιστος. Στο ζεύγος αυτό θα στηριχτούν όλα τα χαρακτηριστικά που επικαλούνται οι δυο πλευρές για να οργανώσουν μια εικόνα του «εμείς» σαφώς ανώτερη από εκείνη των «άλλων». Έτσι, το ανώτερος / κατώτερος διαμορφώνεται ως ένα δεύτερο κυρίαρχο αντιθετικό ζεύγος καθορισμού χαρακτηριστικών μεταξύ Ναυπλιέων και Αργείων. Τέλος, ένα τρίτο αντιθετικό ζεύγος, το διοίκηση / οικονομία θα ολοκληρώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα δομηθούν οι αντιθετικές ταυτότητες των δυο πόλεων.

Βουλευτικό Ναυπλίου (Τέμενος - Τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

Τεκμηριώνοντας τη σημασία του πρώτου αντιθετικού ζεύγους, πολιτισμένος / απολίτιστος, το Ναύπλιο παραθέτει τα ιστορικά και διοικητικά σύμβολα που διαθέτει όπως το Παλαμήδι και το Βουλευτικό. Στηρίζει σε αυτά την εικόνα ενός κοινωνικού συνόλου που χαρακτηρίζεται για τη μόρφωσή του, την κουλτούρα του και τις συνακόλουθες «ευγένεια, αβρότητα τρόπων, λεπτότητα αισθημάτων». Με άλλα λόγια, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ο ρομαντισμός ανέδειξε ως συστατικά του πολιτισμού.

Σε αντίθεση με αυτή την εικόνα, το Άργος απαντά στα νατουραλιστικά χαρακτηριστικά κοινωνίας α-πολίτιστης, δηλαδή εκείνης που βρίσκεται πιο κοντά στη φύση και ενεργεί περισσότερο με το ένστικτο παρά με το συναίσθημα, περισσότερο με την παρόρμηση παρά με τη λογική. Γι’ αυτό και δίνεται έμφαση, μεταξύ άλλων, στο χαρακτηρισμό «χειρώνακτες» σε αντίθεση με το υπονοούμενο «πνευματικοί» που πηγάζει από την κατάσταση του πολιτισμένου.

 

Υπενθυμίζουμε πως το κείμενο γράφεται από έναν Αργείο και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τα στοιχεία αυτά προκαλεί έκπληξη. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στις αρχαιότητες του Άργους και της ευρύτερης περιοχής του ως αντιστάθμισμα στις αιτιάσεις των Ναυπλιέων. Αντίθετα, ως κύριο χαρακτηριστικό προβάλλεται «ο θαλπερός ήλιος του Άργους», «οι εξοχές της πόλης και τα οινοπωλεία της». Εάν προσθέσουμε σε αυτά και την περιγραφή του τρύγου τότε ενισχύεται η νατουραλιστική εικόνα του «απολίτιστου» που αποδίδεται στους Αργείους.

Με το δεύτερο αντιθετικό ζεύγος, ανώτερος / κατώτερος, η ποιοτική διαφοροποίηση εμφανίζεται περίπου ως φυσική απόρροια της πολιτισμικής οριοθέτησης του καθενός. Η ταυτοποίηση των ζευγών πολιτισμένος – ανώτερος / απολίτιστος – κατώτερος, δεν είναι τυχαία στην περίπτωση που εξετάζουμε. Όπως εξηγήθηκε ήδη από την εισαγωγή, πρόκειται για ένα κυρίαρχο σχήμα που, τηρουμένων των αναλογιών, καθορίζει για έναν ορισμένο τρόπο σκέψης τις θέσεις του «εμείς» και οι «άλλοι», όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε εθνικό ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαφορά στηρίζεται ακόμα και σε εξωτερικά χαρακτηριστικά αφού στην «λεπτότητα της επιδερμίδας» αντιπαρατίθεται μια εξωτερική εμφάνιση χοντροκαμωμένου παρουσιαστικού αγροίκων «φορούντες ράσα και τσαρούχια». Επομένως, η εξωτερική εμφάνιση προστίθεται στα γενικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τους κατοίκους των δυο πόλεων ενισχύοντας την άποψη πως ο ανώτερος πολιτισμικά άνθρωπος εκφράζεται και με την εξωτερική εικόνα που προσφέρει. Στους εκλεπτυσμένους τρόπους συμπεριφοράς προστίθεται και το καλό ντύσιμο.

Τέλος, η βασική διαφορά πολιτισμένος / απολίτιστος ισχυροποιείται με ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζεύγη που είναι το διοίκηση / οικονομία. Έτσι, η διοίκηση ταυτίζεται με τον πολιτισμένο ενώ αντίθετα οι παραγωγικές δραστηριότητες (οικονομία) ταυτίζονται με τον απολίτιστο. Απέναντι στα υπαλληλικά στρώματα αντιπαρατίθενται οι βιομήχανοι, οι γεωργοί, οι ονηλάτες.

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

Η αντιμετώπιση της χειρωνακτικής εργασίας από μια υπαλληλική αριστοκρατία ως κατώτερης κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται μια ανώτερη κοινωνική ταυτότητα. Η διοίκηση ή η συμμετοχή της σ’ αυτή προσδιορίζει το πεδίο της πνευματικής εργασίας, άρα μια ανώτερη κοινωνική κατάσταση, που πηγάζει από τον πολιτισμό. Αντίθετα, η ενασχόληση με παραγωγικές δραστηριότητες του γεωργικού και βιοτεχνικού τομέα ορίζει μια κατώτερη κοινωνική κατάσταση συνώνυμη μιας φυσικής κατάστασης, του α-πολίτιστου, στην οποία βρίσκονται τα αγροτικά και εργατικά στρώματα αλλά και όσοι ασχολούνται επιχειρηματικά με τις δραστηριότητες αυτές.

Το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της μεταβατικής περιόδου που γνώρισαν οι δυτικές κοινωνίες από τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής στους καπιταλιστικούς. Όμως στην περίπτωση που εξετάζουμε όχι μόνο δεν έχουμε μια τέτοια μεταβατική περίοδο όπως αναφέραμε και στην αρχή, αλλά ούτε καν μια καλά διαμορφωμένη αριστοκρατία που βλέπει την κατάσταση να αλλάζει προς όφελος των ανερχόμενων εμπορο-βιομηχανικών στρωμάτων και ομάδων, σύμφωνα με τα κλασικά σχήματα ανάλυσης. Γι’αυτό και τονίσαμε τον όρο Δημοσιοϋπαλληλική αριστοκρατία ώστε να γίνει περισσότερο σαφής η σημασία των κρατικών μηχανισμών στη διαμόρφωση οικονομικών και επαγγελματικών κριτηρίων κοινωνικής ιεράρχησης παρά η ύπαρξη μιας ταξικής ιεράρχησης δυτικού τύπου πηγή κοινωνικών διαφοροποιήσεων[20].

 Έτσι, οι αντιθέσεις θα βασιστούν σε σχήματα απλά που υπό τη μορφή αντιθετικών ζευγών παρουσιάζουν την σχέση με τον ακόλουθο τρόπο :

 

Ναυπλιεύς            πολιτισμένος                ανώτερος                         πνευματικός               

  Αργείος               απολίτιστος                 κατώτερος                       χειρωνάκτης                

 

εξευγενισμένη συμπεριφορά             αστική κοινωνία

  χονδροειδής συμπεριφορά             αγροτική κοινωνία

 

Επίλογος

 

Η αντίθεση και ο ανταγωνισμός που χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ ομάδων, τοπικών κοινωνιών ή πόλεων, έχουν τις ρίζες τους σε μια διχοτομική συγκρουσιακή αντίληψη του «Εμείς» που διαφοροποιεί τους «Άλλους» χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο πολιτισμικές κατασκευές. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, κλπ) που καθορίζουν τους χώρους, τους χρόνους και τα πρόσωπα, χρησιμοποιούνται ώστε να ενισχυθούν οι διαφοροποιήσεις αυτές και κυρίως οι συμβολισμοί τους. Η χρονική διάρκεια και η ένταση των ανταγωνισμών είναι στοιχεία άμεσα συνδεδεμένα με τη δυνατότητα που διαθέτει η κάθε πόλη για τη συγκέντρωση πόρων συμβολικού και οικονομικού κεφαλαίου που να της επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας εικόνας υπεροχής απέναντι σε άλλες όμορες ή ανταγωνιστικές πόλεις.

Στην περίπτωση που εξετάσαμε το συμβολικό κεφάλαιο έχει ιδιαίτερη σημασία για την πόλη του Ναυπλίου αφού διαμορφώνει ένα εξουσιαστικό προφίλ με τη συγκέντρωση δημοσιοϋπαλληλικών μηχανισμών και σχέσεων, ενώ το οικονομικό έπεται ως αποτέλεσμα κυρίως τουριστικής ανάπτυξης που διαμορφώνεται και πάλι γύρω από την ιστορική ταυτότητα της πόλης (πρώτη πρωτεύουσα του νεότερου ελληνικού κράτους). Για άλλες πόλεις, το οικονομικό κεφάλαιο είναι εκείνο που καθορίζει τις σχέσεις ανταγωνισμού ή ακόμα οι φυσικές πηγές ενέργειας όπως, για παράδειγμα το νερό στις σχέσεις Τρικάλων – Καρδίτσας.

Η διχοτομική αντίληψη που χαρακτηρίζει τον ανταγωνισμό αυτό είναι επίσης άμεσα συνδεδεμένη με την ικανότητα διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων και επομένως, με τις ικανότητες ανάδειξης μιας ιδιαίτερης ταυτότητας. Η αίσθηση ανωτερότητας ή κατωτερότητας πηγάζει από τις διαδικασίες μιας ταυτόχρονης αναπτυξιακής διαχείρισης πόρων και ανάδειξης ιδιαίτερων στοιχείων ταυτότητας, αίσθηση που μπορεί να αναπαράγεται για δεκαετίες, όπως στην περίπτωση που εξετάσαμε.

Έτσι, επισημάναμε ήδη πως ένα θέμα (ο ανταγωνισμός για την απόκτηση πανεπιστημιακών σχολών ή τμημάτων) λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς την αίσθηση ανωτερότητας για τους μεν, ενώ για τους δε, λειτουργεί ως υποκατάστατο της αδυναμίας διαχείρισης ενός ήδη υπάρχοντος πολιτισμικού και οικονομικού κεφαλαίου, γεγονός που αυξάνει την αίσθηση κατωτερότητας. Στην πρώτη περίπτωση τοποθετείται το Ναύπλιο, ενώ στη δεύτερη τοποθετείται το Άργος που εσωτερικεύει μια κατάσταση κατωτερότητας και λόγω της εξαίρεσής του από τα δίκτυα της ανώτερης δημοσιοϋπαλληλίας.   

 

Γεώργιος Κόνδης

Στο: Μαγριπλής Γ. Δ. (Επιμ),  Πολιτισμός και Διαφορετικότητα : Εμείς και οι άλλοι, εκδόσεις Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη, 2011.

 

Υποσημειώσεις

[1] Η διαπίστωση, η καταγραφή και η ανάλυση των στοιχείων που συνδέουν το χώρο με τις πολιτισμικές κατασκευές των χρηστών και δημιουργούν ανταγωνιστικές κατηγορίες, όπως αυτές που παρουσιάζουμε, είναι μια σύνθετη και πολύ ουσιαστική ερευνητική διαδικασία που χρησιμοποιεί εννοιολογικά εργαλεία από τους διάφορους κλάδους των κοινωνικών επιστημών. Μια καλή παρουσίαση του θέματος γίνεται από τον Ιω. Χωριανόπουλο, Αστική Κοινωνική Γεωγραφία, 154-176 (157), στο : Ανθρωπογεωγραφία. Άνθρωπος, Κοινωνία και Χώρος, Κριτική-Επιστημονική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007. 

[2] «Η διατήρηση της διαφοράς ανάμεσα σε εμάς και στους άλλους αποτελεί μέρος της προσπάθειάς μας για τη διαφύλαξη μιας καθαρής και συνεκτικής εικόνας του εαυτού μας», ό.π, 159.

[3] A.Giddens, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, Αθήνα, 1993, 136.

[4] Με την ευκαιρία αυτή ο A.Giddens θεωρεί πως εκτός από γκέτο, οι περιοχές φυλετικής απομόνωσης μπορούν να μετατραπούν σε χώρους δημιουργίας «νέων αστικών κινημάτων διαμαρτυρίας, τα οποία μπορούν ίσως να αναπαράγουν σχέσεις αμοιβαιότητας στα πλαίσια μιας κοινότητας, σχέσεις που αναπτύσσονται ελάχιστα στις πιο πλούσιες περιοχές της πόλης», ό.π., 132.

[5] Εξηγώντας τη διαδικασία αυτή με την επιστροφή των μεταναστών στους τόπους προέλευσης, η Σήλια Νικολαΐδου αναφέρει πως οι βασικές ανισορροπίες αυτού του μοντέλου αστικής ανάπτυξης παραμένουν κυρίαρχες : «Ο περιορισμός της τάσης συγκέντρωσης πληθυσμού στην πρωτεύουσα και την συμπρωτεύουσα, το 1981-91, αποτελεί ένδειξη ότι οι συνθήκες διαβίωσης (στέγαση, εργασία, αναψυχή) στα μεγάλα αστικά κέντρα επιδεινώνονται. Η στροφή μέρους του πληθυσμού προς εκείνα μόνο τα επαρχιακά κέντρα που έχουν αναδειχθεί σε πόλους έλξης λόγω της βιομηχανικής τους ή τουριστικής τους δραστηριότητας, αν και περιόρισε ως ένα βαθμό τις ανισότητες μεταξύ των περιφερειών, δεν εμπόδισε την πληθυσμιακή συρρίκνωση των μικρών επαρχιακών κέντρων ούτε άμβλυνε τις αρνητικές επιπτώσεις της αθηναϊκής υπερσυσσώρευσης», Η κοινωνικής οργάνωση του αστικού χώρου, Αθήνα, 1993, 127.

[6] Εφημερίδα Αιχμή, Ηλεκτρονική έκδοση, 12-10-2009.

[7] Η Ευτυχία Λιάτα, Ιστορικός, διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών , σημειώνει πως « η αιτία της αλληλοπεριφρόνησης είναι μάλλον ιστορικά τεκμηριωμένη και χρονολογείται στα μέσα του 18ου αιώνα», σε άρθρο της με τίτλο «Ο πόλεμος ποτέ δεν πεθαίνει», στην ηλεκτρονική έκδοση της «Ελευθεροτυπίας», 9-1-2010. Στην ίδια έκδοση με γενικό τίτλο «Οι εμφύλιοι … της διπλανής πόρτας», ο κ. Κ. Τσουκαλάς, εκδότης από τη Λάρισα, επιχειρηματολογώντας για τη διαμάχη μεταξύ Λάρισας και Βόλου καταλήγει στο εξής συμπέρασμα : «Η Λάρισα, σε αντίθεση με τον Βόλο, έχει το απαραίτητο πληθυσμιακό μέγεθος αλλά και την έκταση για να μη δημιουργεί την εντύπωση της μικρής επαρχιακής πόλης -με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από πλευράς διασκέδασης δεν χρειάζεται να κάνω ιδιαίτερη αναφορά… Το «Λάρισα by night» το γνωρίζουν και οι πέτρες!».

[8] Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα για το θέμα είναι του Λ. Λαμπριανίδη με τίτλο «Ίδρυση Περιφερειακών Πανεπιστημίων : απόρροια πολιτικών περιφερειακής ανάπτυξης ή πολιτικών σκοπιμοτήτων;», στο : Τόπος. Επιθεώρηση αστικών και περιφερειακών μελετών», 6/93 (111-138).

[9] Τα εκκλησιαστικά δεν είναι αφιλόξενος τόπος για την εκδήλωση του ανταγωνισμού αυτού. Αντίθετα οι επιστημονικές αναλύσεις σχετικών θεμάτων προσπαθούν να ενισχύσουν τα επιχειρήματα της μιας ή της άλλης πλευράς ώστε να ενισχυθεί η εικόνα, ο ρόλος και η σημασία της μιας ή της άλλης στην περιοχή. Είναι αρκετά αποκαλυπτικό το άρθρο της Βούλας Κόντη με τίτλο «Το Ναύπλιο και οι σχέσεις του με την επισκοπή Άργους κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο», ηλεκτρονική καταχώρηση, στην οποία αναφέρει εισαγωγικά : «Τα προβλήματα της ύπαρξης ή μη επισκοπής Ναυπλίου κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, της υπαγωγής της πόλης στην επισκοπή Άργους καθώς και της δημιουργίας επισκοπής με τη σύνθετη αναφορά  Άργους και Ναυπλίου έχουν κατά καιρούς απασχολήσει τους ερευνητές και έχουν προταθεί διάφορες λύσεις ή ερμηνείες».

[10] ΔΑΝΑΟΣ, Εφημερίς του Λαού, 22 Δεκεμβρίου 1884. Πρόκειται για κύριο άρθρο με τίτλο «Το ζήτημα του σιδηροδρόμου», στο οποίο ο συντάκτης του επιχειρηματολογεί κατά του Ναυπλίου που θεωρείται ότι δημιουργεί προσκόμματα ώστε η νέα σιδηροδρομική γραμμή να μην διέρχεται από το Άργος. Χρειάζεται να σημειώσουμε εδώ πως ενώ στο Άργος του τέλους του 19ου αιώνα, κυκλοφορούν ήδη τέσσερεις (4) εφημερίδες, δεν υπάρχει ανάλογη εκδοτική δραστηριότητα στο Ναύπλιο. Επομένως, αντλούμε αναγκαστικά τα στοιχεία μας από τις αργειακές εκδόσεις.

[11] Σχετικά με το ζήτημα του σιδηροδρόμου, μια σύντομη όσο και περιεκτική αναφορά από τον Χρ. Χατζηιωσήφ στην «Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. 1900-1922. Οι απαρχές», σ. 11.

[12] ΔΑΝΑΟΣ, Εφημερίς του Λαού, «Σιδηρόδρομος Πελοποννήσου», 7 Αυγούστου 1884.

[13] ΔΑΝΑΟΣ, Εφημερίς του Λαού. «Οι Βασιλείς εν Άργει, 1 Μαΐου 1898.

[14] ΑΣΠΙΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ, Το εμπόριον του Άργους, 7 Φεβρουαρίου 1937.

[15] ΑΣΠΙΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ, Τι πρέπει να γίνει δια την πρόοδον του Άργους. Αι απόψεις της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Άργους, 4 Ιουλίου 1937.

[16] ΑΣΠΙΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ, Το εργοστάσιον πρέπει να γίνει οπωσδήποτε εις την πόλιν μας, 19 Ιουνίου 1938.

[17] ΑΣΠΙΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ, Τα Ναυπηγεία, 16 Δεκεμβρίου 1956

[18] ΑΣΠΙΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ, Η τουριστική αξιοποίησις του Νομού και η πόλις του Άργους. Απαράδεκτος πλέον η εγκατάλειψις, 7 Ιανουαρίου 1962.

[19] Χρ. Α.Καραγιάννη, Αργολικόν Ημερολόγιον του έτους 1900, Άργος, 1900 (84-88).

[20]  Δεν είναι τυχαία η υπενθύμιση του συγγραφέα πως οι Ναυπλιείς «μας υβρίζουν ως αχάριστους, αφού επί της βασιλείας Δηλιγιάννη του Θεοδώρου απεκτήσαμεν Γυμνάσιον διτάξιον, εν τούτοις εξελέξαμεν βουλευτήν ουχί τον χαριτόβρυτον ανεψιόν Φαρμακόπουλον, αλλά τον Πλαπούτσαν». Στα πλαίσια των σχέσεων πολιτικής πελατείας που αναπαράγονται στην Ελλάδα, η εξυπηρέτηση βασικών κοινωνικών αναγκών αποτελεί μέρος του «δώρου» που προσφέρεται από τους πολιτικούς προς τις τοπικές κοινωνίες. Η απόκτηση λοιπόν ενός σχολείου με διοικητική ρύθμιση αποτελεί μέρος της πελατειακής σχέσης. Γι’ αυτό και το Ναύπλιο που διαθέτει ήδη ένα σχολικό δίκτυο, θεωρεί τους Αργείους  αχάριστους αφού δεν ανταποκρίθηκαν όπως έπρεπε στην πολιτική δωρεά.

 

Σχετικά θέματα:  

Read Full Post »

Στο Μετεπαναστατικό Ναύπλιο του Καποδίστρια[i]


  

Γεγονός είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται όλο και μεγα­λύτερο ενδιαφέρον – στο διεθνή και τον ελληνικό επιστημονικό χώρο – για την ιστορία της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων. Έτσι, αυτοβιο­γραφίες, απομνημονεύματα, προσωπικά ημερολόγια, ταξιδιωτικές εντυπώ­σεις, αναμνήσεις, κ.α., έχουν πλέον ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού φαίνεται να αναδεικνύουν τους αφανείς της ιστορίας, τους οποίους η παραδοσιακή ιστοριογραφία παραμερίζει.

Γίνεται, έτσι, όλο και περισσότερο αντιληπτό ότι για να μπορέσει να εισχωρήσει κανείς στην ατμόσφαιρα μιας εποχής και να διευρύνει τις ιστο­ρικές του γνώσεις, θα πρέπει να μελετήσει τα βιώματα και τις συνθήκες ζωής των καθημερινών ανθρώπων, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνον­ται τον εαυτό τους και τους γύρω τους, τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα, τις προτιμήσεις τους, τα πρότυπά τους, τις προσδοκίες τους, τις απογοη­τεύσεις τους και τις απόψεις τους γύρω από ποικίλα ζητήματα, ηθικά, φι­λοσοφικά, κοινωνικά.

Μέσα από το πρίσμα αυτό των μικροϊστορικών προσεγγίσεων, το ιστορικό υλικό αναφέρεται στο μεμονωμένο και όχι στο μαζικό, στο «υπο­κειμενικό» και όχι στο «αντικειμενικό», στο ατομικό και όχι στο συλλογικό. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια αναφορά αποκομμένη από τον κορμό του ιστορικού συγκείμενου, αλλά για μια αναγωγή στο μέρος που ούτως ή άλλως παραμένει πάντοτε εντός του ιστορικο-πολιτισμικού συνόλου. Έτσι υποκειμενικό και αντικειμενικό συγκλίνουν και διενεργείται μια αδιάκοπη ροή μεταξύ ψυχολογίας και ιστορίας.

 

Το Ναύπλιο και η  Κυβέρνηση

 

Άποψη του Ναυπλίου με το Παλαμήδι, J.J. Wolfensberger, 1844.

Η άλωση του Παλαμηδίου (29-30 Νοεμβρίου 1822) αποτέλεσε μια ση­μαντική στιγμή για τους επαναστατημένους Έλληνες, ή οποία τους γέμισε χαρά και αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτούσε ότι η ώρα της απελευθέρωσης και η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δεν θα αργούσε να έρθει. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τις δηλώσεις πολιτικών της εποχής (Αθαν. Κανάρης, Θ. Νέγρης), ξέ­νων διπλωματών και περιηγητών [ii]. Το Ναύπλιο όντας πια ελεύθερο επιλέχθηκε ως έδρα της Κυβέρνησης (18.1.1823). Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία άλλα υπαγορεύτηκε από μια σειρά λόγους που σχετίζονταν με τη γεωπολιτική θέση της πόλης, τη φυ­σική της οχύρωση και την πρωτοκαθεδρία της έναντι των υπολοίπων πό­λεων της Πελοποννήσου. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει εξάλλου πως κατά την β’ βενετοκρατία το Ναύπλιο με την ονομασία Napoli di Romania ήταν η πρωτεύουσα του Regno de Morea, ενώ επί οθωμανικής κυριαρχίας ως Anadolu υπήρξε το πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό κέντρο του Σαντζακίου του Μοριά.

Με βάση τις προαναφερθείσες παρα­μέτρους η πόλη ορίστηκε (Ιανουάριος 1823) ως έδρα της Προσωρινής Δι­οίκησης της Ελλάδος. Λίγο αργότερα η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) οριστικοποίησε την ανωτέρω απόφαση και με σχετικό ψήφισμά της αναγόρευσε το Ναύπλιο σε Καθέδρα της Κυβερνήσεως και της Βουλής.

Η προσωρινή μεταφορά της Κυβέρνησης για λόγους ασφαλείας στην Αίγινα – Αύγουστος 1827 έως και την 3η Μαρτίου 1829 – δε σήμαινε και μεταφορά της καθέδρας [iii]. Την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης για το Ναύπλιο σεβάστηκε ο Κα­ποδίστριας, ο οποίος έφτασε στο λιμάνι της πόλης – με το αγγλικό δίκρο­το Warspite – στις 6/18 Ιανουαρίου 1828. Η άφιξή του έδωσε τη δυνα­τότητα για εκδηλώσεις ενθουσιασμού στο συγκεντρωμένο πλήθος που τον επευφημούσε ως σωτήρα, καθώς είχε στηρίξει σ’ αυτόν όλες του τις ελπί­δες.

Ιωάννης Καποδίστριας – Μουσείο Μπενάκη. Λιθογραφία του καλλιτέχνη Λ. Νικιάδη.

Η εικόνα όμως που σύντομα ο Καποδίστριας σχημάτισε ήταν απο­γοητευτική. Η χώρα ήταν ερειπωμένη και ο λαός καθημαγμένος, ενώ η οικονομία, η διοικητική μηχανή, η δικαιοσύνη, ο στρατός, η εκπαίδευση, θεσμοί δηλαδή που θεμελιώνουν ένα ελεύθερο και ευνομούμενο κράτος ήταν ανύπαρκτοι ή διαλυμένοι. Παντού υπήρχαν ερείπια, μισογκρεμισμένα κτήρια, πρόσφυγες, εξαθλιωμένοι κάτοικοι, ορφανά, αρνητικές δηλαδή συνέπειες της Επανάστασης.

Στο Ναύπλιο συνέρεαν καθημερινά πρόσφυ­γες, καθώς ήταν η μόνη ασφαλής πόλη του ελεύθερου ελλαδικού χώρου και τα άτομα που κατέφευγαν εκεί ευελπιστούσαν ότι θα λάμβαναν την πρόνοια της Κυβέρνησης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως θα φανεί στη συνέχεια, η πόλη προσέλκυε πληθυσμούς (Έλληνες και ξένους) λόγω των οικονομικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων που παρείχε [iv]. Επι­πρόσθετα όμως η κατάσταση αυτή – όπως ήταν φυσικό – επέτρεψε στο να μεταβληθεί ο χώρος σε τόπο μηχανορραφιών, ανταγωνισμών και αλλη­λοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Ο Κυβερνήτης προσπάθησε να επιβάλ­λει τάξη στους πρόσφυγες, στους απείθαρχους στρατιώτες και σε κάθε λογής κακοποιά στοιχεία που εκμεταλλεύονταν τη γενικότερη αποδιοργά­νωση που παρατηρείτο[v].

 

Οικοδομικός οργασμός

 

Στις άμεσες προτεραιότητες του Καποδίστρια ήταν να δημιουργήσει ισχυρή κυβέρνηση στον τόπο, να αναδιοργανώσει την επαρχιακή διοίκηση, να ανασυντάξει το στρατό και το στόλο, να θέσει τις βάσεις για την οικο­νομική ανόρθωση της χώρας. Εκτός όμως από αυτά σε προτεραιότητα έθεσε και την ανοικοδόμηση της πόλης, θέλοντας να την καταστήσει πρότυπο ανάπτυξης και για τις υπόλοιπες περιοχές του Κράτους. Πολύτιμο βοηθό του σ’ αυτή του την προσπάθεια είχε ένα συμπατριώτη του, τον Κερκυραίο πολεοδόμο και αξιωματικό του γαλλικού στρατού Σταμάτη Βούλγαρη. Σ’ αυτόν ανέθεσε τον έλεγχο των οχυρωμάτων των φρουρίων, τον επανασχεδιασμό, τη βελτίωση και την ανάπτυξη της υπάρχουσας πό­λης αλλά και την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας για τη δημιουργία οικισμού προσφύγων, την Πρόνοια [vi].

 

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας - Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

 

Η έκταση που καταλάμβανε η πόλη δε διέφερε από τα όρια του σημερινού ιστορικού κέντρου, λόγω ακριβώς της τοπογραφίας της περιοχής και των δύο μεγάλων φρουριακών συγκροτημάτων που την περιέβαλαν, της Ακροναυπλίας και του Παλαμηδίου [vii]. Το Ναύπλιο την καποδιστριακή περίοδο εκτεινόταν από την Ακροναυπλία έως τη θάλασσα σε τρεις βασικές ζώνες. Στην πρώτη ζώνη, πλάτους110 μέτρων από τα τείχη της Ακροναυπλίας κατά μήκος των ισοϋψών του οικισμού, δεν έγιναν ιδιαί­τερες οικιστικές παρεμβάσεις. Πρόκειται για την περιοχή του Ψαρομαχαλά, όπου κατοικούσαν κυρίως ψαράδες. Σημαντικές επεμβάσεις έγιναν στη δεύτερη ζώνη, η οποία αναπτύχθηκε παράλληλα με την πρώτη και κατα­λάμβανε την περιοχή έως τα επιθαλάσσια τείχη.

Ναύπλιο, Άγιος Σπυρίδωνας. Frederic Boissonnas (1858-1946)

Στο χώρο αυτό, που είχε καθαρά αστικό χαρακτήρα, υπήρχαν οι σημαντικότεροι ναοί και τα δημό­σια κτήρια της πόλης, όπως οι εκκλησίες της Παναγίας, του Αγίου Γεωρ­γίου, η Μητρόπολη, ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, οι Γενικές Γραμμα­τείεςτα υπουργεία της εποχής – η πλατεία Πλατάνου (το παλαιό Ενε­τικό Forum) με το μικρό τζαμί που μετατράπηκε σε αλληλοδιδακτικό σχο­λείο, ο Τεκές του Αγά πασά – που εγκαταστάθηκε το Βουλευτικό – το Arsenale, πού χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας. Κοινωνικό και πολιτικό κέντρο της ζώνης αυτής, όπως και της πόλης γενικότερα, αποτελούσε ή πλατεία Πλατάνου, η οποία θα μετονομαστεί αρχικά σε πλατεία Στρατώνα και στη συνέχεια σε Συντάγματος. Κάτω από τον σκιερό πλάτανο, σήμα κατατεθέν του Ναυπλίου, υπήρχαν υπαίθριοι αναφορογράφοι, που υποκαθιστούσαν τους ανύπαρκτους δικηγόρους και συμβολαιογράφους.

Η διαμόρφωση της πλατείας ανατέθηκε στο Στ. Βούλ­γαρη, ο οποίος ανοίγοντας τη μικρή κλειστή ενετική πλατεία του Αγίου Γε­ωργίου δημιούργησε τη νέα μεγάλη νεοκλασική πλατεία των Τριών Ναυάρ­χων στα ανατολικά της πόλης – κοντά στα τείχη- όπου εγκαταστάθηκε το Κυβερνείο, κατοικία του Καποδίστρια και μετέπειτα του Όθωνα. Η τρίτη ζώνη – συνολικού πλάτους 100 μ.- εκτεινόταν έξω από τα επιθαλάσσια τείχη και αποτελούσε συνέχεια της δεύτερης. Σε οριζόντιο πια έδαφος οι πολεοδόμοι εφάρμοσαν τους κανόνες της πολεοδομίας του 19ου αιώνα σχεδιάζοντας με απόλυτα κανονική χάραξη δρόμων ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα. Σύμφωνα με τη νέα ρυμοτομία τα οικόπεδα ήταν μικρού πλά­τους και διαμπερή, ώστε να εξασφαλίζεται ο άνετος αερισμός και ηλιασμός των χώρων.

Έξω από τα τείχη του Ναυπλίου και κοντά στους πρόποδες του Παλαμηδίου δημιουργήθηκε το προσφυγικό προάστιο Πρόνοιαο πρώτος προσφυγικός οικισμός της νεότερης Ελλάδας – στον οποίο εφαρ­μόστηκε ο ίδιος οικοδομικός σχεδιασμός με αυτόν που ίσχυε στην υπόλοιπη πόλη [viii]. Η δημιουργία του εν λόγω οικισμού εντάσσεται στα μέτρα υγεί­ας και κοινωνικής πρόνοιας που έλαβε ο Κυβερνήτης για την αποσυμφό­ρηση των αστικών κέντρων της επικράτειας.

Karl von Heideck

Στην ανοικοδόμηση της πόλης ο Βούλγαρης είχε ως συνεργάτη το Βαυαρό συνταγματάρχη Karl Heideck, τον μετέπειτα αντιβασιλέα (1833-1835). Η μακρόχρονη παραμονή του τελευταίου στην Ελλάδα – ήδη από την Επανάσταση- και η επαφή του με το στενό φίλο του Κυβερνήτη, Ελβετό τραπεζίτη Eynard, συντέλεσαν στο να διοριστεί γενικός στρατιω­τικός διοικητής Ναυπλίου. Στις αρμοδιότητές του επίσης ήταν να επισκευ­άσει τις οχυρώσεις και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της πόλης [ix]. Μαζί με τους προαναφερθέντες το έργο της ανοικοδόμησης ανέλαβε και πλήθος Ελλήνων και ξένων αρχιτεκτόνων και στρατιωτικών μηχανικών, όπως οι Θ. Βαλλιάνος, Δημ. Σταυρίδης, Ανδρέας Καλλάνδρος, Δημ. Καλλέργης, Εμμ. Μανιτάκης, Πίζας, Α. Garnot, Πασκουάλε Ιππολίτι, Στα­μάτης Κλεάνθης, Eduard Schaubert [x].

Από τις σχετικές εντολές που απέ­στειλε ο Καποδίστριας στο Βούλγαρη αποδεικνύεται πως ο πρώτος ενδια­φέρθηκε ιδιαίτερα για την ανοικοδόμηση της πόλης. Μια από αυτές ανα­φερόταν στην ανακαίνιση όσων οικοδομών είχαν διατηρηθεί σε καλή κατά­σταση και στη σταδιακή κατεδάφιση όλων των κατεστραμμένων και ετοι­μόρροπων κτηρίων – ιδιωτικών και δημόσιων- στη θέση των οποίων έπρεπε να ανεγερθούν νέα. Εντολή επίσης δόθηκε για την αφαίρεση των σαχνισιών προκειμένου να διευκολυνθεί η κυκλοφορία του αέρα στο εσω­τερικό των σπιτιών, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες υγιεινής [xi].

Εκτός όμως από τους καθαρά πρακτικούς λόγους την αλλαγή της εικόνας της πόλης επέβαλλαν και ηθικοί. Το προεπαναστατικό Ναύπλιο ακολουθούσε την οικιστική δομή των πόλεων της οθωμανικής περιόδου, όπου κοινό γνώρισμά τους ήταν η λειτουργική ενότητα του άστεως, στον πυρήνα του οποίου οργανώνονταν όλες οι διοικητικές, εμπορικές, και θρησκευτικές δραστηριότητες [xii].

Όχι μόνο η διάταξη των δημόσιων κτι­σμάτων, αλλά και η ρυμοτομία και η αρχιτεκτονική των κτηρίων του θύ­μιζε Ανατολή. Οι δρόμοι ήταν στενοί, κακοτράχαλοι και γεμάτοι ακα­θαρσίες, ενώ τα ευρύχωρα διώροφα ή τριώροφα σπίτια – κτισμένα με ξυλοδεσιές (τσατμάδες)- λόγω των προεξοχών τους (σαχνίσια) έφερναν σε άμεση γειτνίαση το ένα κτίσμα με το άλλο[xiii].

Ο Καποδίστριας προσπάθησε λοιπόν μέσω οικιστικών παρεμβάσεων ν’ αλλάξει την προϋπάρχουσα κατάσταση, ώστε η πρωτεύουσα του νέου κράτους να μη θυμίζει το προγενέστερο οθωμανικό παρελθόν της. Για το λόγο αυτό τα κτήρια που κα­τασκευάστηκαν τότε στο Ναύπλιο χαρακτηρίζονται από την καθαρότητα των όγκων και τη γνώριμη ελληνική κλίμακα. Τα περισσότερα από αυτά αποτέλεσαν χαρακτηριστικά δείγματα ενός πρώιμου ελληνικού νεοκλασικισμού. Ενός αρχιτεκτονικού ρυθμού που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων, επαναχρησιμοποιήθηκε και επικράτησε στην Ευρώπη το 18ο και 19ο αιώνα, για να μεταφυτευθεί και να επικρατήσει και πάλι στην Ελλάδα από τους αρχιτέκτονες της καποδιστριακής και οθωνικής περιόδου.

 

Βουλευτικό Ναυπλίου (Τέμενος - Τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

 

Το Ναύπλιο και η Αίγινα είναι οι πρώτες πόλεις όπου εφαρμόστηκε ο ρυθμός αυτός, ο οποίος στη συνέχεια κυριάρχησε στην αρχιτεκτονική της Πάτρας, της Ερμούπολης, του Άργους, της Αθή­νας και της Σπάρτης. Τα όποια προβλήματα προέκυψαν από την έλλειψη ντόπιων οικοδόμων, σιδηρουργών και εξειδικευμένων τεχνιτών, πού θα κατασκεύαζαν τις μορφολογικές λεπτομέρειες του ρυθμού (γείσα, κιονό­κρανα, παραστάδες, κιγκλιδώματα) ξεπεράστηκαν με τον ερχομό μετανα­στών τεχνιτών, κυρίως Επτανησίων[xiv].

Η πόλη όμως δεν παρείχε ανάλογες δυνατότητες στον εξοπλισμό των οικιών και στη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων, αφού ή λαϊκή παρά­δοση δεν είχε να επιδείξει έπιπλα ανάλογα με τα ευρωπαϊκά[xv]. Επειδή μά­λιστα ο ένας και μοναδικός κατασκευαστής επίπλων πολυτελείας δεν μπο­ρούσε να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες των κατοίκων, πολλαπλασιάστηκαν σημαντικά οι εισαγωγές. Στο πλαίσιο λοιπόν του εξευρω­παϊσμού του Ναυπλίου εισάγονταν έπιπλα από τη Μασσαλία, τη Γένοβα, τη Μάλτα, ανατολίτικα χαλιά από την Ανατολή και είδη οικιακού εξοπλι­σμού από την Αγγλία και τη Γαλλία[xvi].

 

Οικονομικές και εκπαιδευτικές πτυχές

 

Με την πάροδο του χρόνου η αναρχία και η ανασφάλεια που επι­κρατούσαν έως το 1828 στη χώρα σταδιακά μειώθηκαν παραχωρώντας τη θέση τους στην ευνομία και την ασφάλεια. Σ’ αυτό συνέβαλε τόσο η πα­ρουσία του Καποδίστρια στα δημόσια πράγματα του κράτους όσο και η πολιτική που ακολούθησε. Η νέα κατάσταση οδήγησε εκατοντάδες Έλληνες από όλες τις περιοχές της χώρας στο να εγκατασταθούν στην πόλη επιζητώντας οικονομικές ευκαιρίες και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Η διαφορετική προέλευση των νέων κατοίκων της πόλης αποτυπώνεται και στον κατάλογο των ατόμων που εργάστηκαν στο Κυβερνείο. Σε αυτόν καταγράφονται εργάτες από την Τήνο, την Αθήνα, την Κέρκυρα, τη Ρούμε­λη, τη Μυτιλήνη, τη Θεσσαλονίκη, τα Κύθηρα, τη Σίφνο, τα Καλάβρυτα, τον Τύρναβο, κλπ [xvii].

Ο μακροχρόνιος πόλεμος, όπως ήταν φυσικό, είχε πλήξει άμεσα τους αστικούς σχηματισμούς των επαναστατημένων περιοχών. Έτσι στις αρχές του 1828 τόσο στο Ναύπλιο όσο και στην Αίγινα είχαν απομείνει λίγοι έμποροι. Η κατάσταση αυτή άλλαξε επί Καποδίστρια, αφού η πόλη του Ναυπλίου μετατράπηκε σε σημαντικό εμπορικό και ναυτικό κόμβο, προ­σελκύοντας πια όχι μόνο εργατικό δυναμικό αλλά και πλήθος εμπόρων, Ελλήνων και ξένων.

Έλληνες του εξωτερικού (Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Ρωσία, Κεντρική Ευρώπη) αλλά και έμποροι από την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αμερική άρχισαν να εγκαταθίστανται στο Ναύπλιο προσδίδοντάς του σταδιακά ευρωπαϊκή εικόνα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται οι γαλλικοί και ελληνικοί εμπορικοί οίκοι που δραστηριοποιήθηκαν στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Στον τομέα του λιανικού εμπορίου οι αποθήκες, τα εργαστήρια, τα οψοπωλεία, οι ταβέρνες, οι φούρνοι, τα εμπο­ρικά της προκυμαίας και της πόλης εξυπηρετούσαν τις ανάγκες ντόπιων και αλλοδαπών.

Το παλαιό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, δεκαετία 1930.

Η εγκατάσταση πληθυσμών στην πόλη σχετίζεται και με το γεγονός ότι το Ναύπλιο εκτός από την εμπορική δράση ήταν συγχρόνως στρατιω­τικό, διοικητικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο του Κράτους. Στην πόλη λειτουργούσαν νομικά καταστήματα (Δικαστήριο, Ειρηνοδικείο, Εμποροδικείο) φυλακές και νοσοκομεία. Συγκεκριμένα στον προμαχώνα των Πέντε Αδελφών υπήρχε πολιτικό νοσοκομείο με την επωνυμία Α’ Εθνικό Νοσοκομείο Ναυπλίου, ενώ από τον Αύγουστο του 1828 ο Heideck ίδρυσε και ένα δεύτερο – εντός του κάστρου της Ακροναυπλίας – για τους στρατιωτικούς. Στα προαναφερθέντα νοσοκομεία προσέφεραν τις ιατρικές τους υπηρεσίες Έλληνες και ξένοι γιατροί. Παράλληλα στην πόλη υπήρχε και το φαρμακείο, Ο Σωτήρ, του Βονιφάτιου Βοναφίν, φαρμακοποιού με σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Αξίζει δε να σημειωθεί πως στον εν λόγω χώρο ταριχεύτηκε η σορός του Καποδίστρια, πριν μεταφερθεί στην Κέρκυρα όπου και ενταφιάστηκε [xviii].

Μπορεί το κέντρο Παιδείας του Κράτους να ήταν η Αίγινα, το Ναύ­πλιο όμως ως πρωτεύουσα είχε τα δικά του εκπαιδευτικά ιδρύματα. Στην πόλη προϋπήρχε αλληλοδιδακτικό σχολείο, που ίδρυσε η Φιλανθρωπική Εταιρεία (1826) κατά το πρότυπο των αγγλικών αλληλοδιδακτικών της «British and Foreing School Society». Επί Καποδίστρια ιδρύθηκαν δύο νέα αλληλοδιδακτικά σχολεία, ένα στην κάτω πόλη και ένα εντός του κάστρου για τα ορφανά και τους στρατιώτες. Στα εκπαιδευτήρια του Ναυπλίου εντάσσονται τα τέσσερα Ελληνικά Σχολείαένα δημόσιο και τρία ιδιω­τικά – και τα δύο ιδιωτικά παρθεναγωγεία με διευθύντριες την Ελένη Δανέζη και τη Γαλλίδα Charlotte de Volmerange αντίστοιχα. Παράλληλα λειτουργούσαν και δύο άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο των Ευελπίδων [xix] – οργανωμένο κατά τα γαλλικά πρότυπα από το Γάλλο αξιωματικό Pauje – και το Πρότυπον Αγροκήπιον  της Τύρινθας [xx].

 

Ναύπλιο. Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) το παλιό τζαμί και στο βάθος το Παλαμήδι.

 

Οι απόφοιτοι του Πολεμικού Σχολείου, που χρησίμευε και ως η πρώτη Ανώτατη Τεχνική Σχολή, στελέχωσαν το Σώμα του Μηχανικού και της Οχυροποιίας και εργάστηκαν ως πολιτικοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί στην ανασυγκρότηση της χώρας. Το Αγροκήπιονέκτασης 2.206 στρεμμάτων εθνικής γης – αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια γεωργικής εκπαίδευ­σης στην Ελλάδα. Την εικόνα της εκπαίδευσης στην πόλη συμπλήρωνε το Φιλολογικό Σπουδαστήριο του Λευκαδίτη ιατροδιδασκάλου Α. Παπαδόπουλου-Βρετού (1831). Το σπουδαστήριο ακολουθώντας το πρότυπο των αναγνωστικών λεσχών της Ευρώπης, παρείχε στα μέλη του σε καθημερινή βάση τις υπηρεσίες του. Εκεί μπορούσε κανείς να δανειστεί ελληνικά, γαλ­λικά, ιταλικά, αγγλικά βιβλία, να διαβάσει φιλολογικές και πολιτικές εφη­μερίδες, ή να γράψει.

Το Φιλολογικό Σπουδαστήριο κάλυπτε την έλλειψη βιβλιοπωλείων, αφού στην πόλη υπήρχε μόνο ένα που διέθετε ελληνικά βι­βλία, ενώ ένας Γερμανός βιβλιοπώλης προμήθευε την αγορά με κάποια ξε­νόγλωσσα. Ελληνικά βιβλία και λεξικά πωλούνταν και σε καταστήματα γενικού εμπορίου ή, αν ήθελε κάποιος μπορούσε να γίνει συνδρομητής και να του τα αποστέλλουν. Στο Ναύπλιο λειτουργούσε τέλος και τυπογραφείο στο οποίο εκδιδόταν ο τοπικός Τύπος και κάποια έντυπα. Πάντως καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε ο κυριότερος τρόπος για να διαβάσει κα­νείς ήταν ο αμοιβαίος δανεισμός [xxi].

 

Καθημερινότητα και ψυχαγωγία

 

Ο ευρωπαϊκός αέρας που έπνεε στην πόλη διαφαίνεται και στην ενδυμασία των κατοίκων. Όλων των ειδών τα υφάσματα υπήρχαν στα εμπορικά του Ναυπλίου: φλωρεντινοί ταφτάδες, χρωματιστά μεταξωτά, μουσελίνες για τις κυρίες και τσόχες αγγλικές και γαλλικές, φανέλες και αγγλικά κασμίρια για τους κύριους, ενώ ράφτες και μοδίστρες αναλάμβα­ναν να ικανοποιήσουν τα ευρωπαϊκά γούστα των πελατών τους. Οι όποι­ες δυσκολίες συναντούσε κανείς στην ενδυμασία εστιάζονται στην εξεύρεση ειδών υπόδησης και πιλοποιίας, αφού ο περιορισμένος αριθμός αγγλικών και γαλλικών καπέλων που υπήρχε στα καταστήματα προσφερόταν σε αρκετά υψηλές τιμές. Ίσως το υπερβολικό τους κόστος αιτιολογείται από το ότι αν και οι περισσότεροι Έλληνες ντύνονταν ευρωπαϊκά εξακολου­θούσαν να φορούν το φέσι ακόμα και με επίσημο ένδυμα [xxii].

Ναύπλιο, η περιοχή της Χουρμαδιάς και το Μπούρτζι, E. Peytier

Την καθημερινή ζωή στο Ναύπλιο συμπλήρωνε η ψυχαγωγία και η διασκέδαση. Πολυσύχναστα μέρη της πόλης ήταν τα καφενεία και τα ζαχα­ροπλαστεία, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της κοσμικής και δημόσιας ζωής. Στην πλατεία του Πλατάνου υπήρχαν δύο – τρία καφενεία που φημί­ζονταν για την πολυτέλειά τους και τις παροχές προς τους πελάτες τους. Εκεί οι άνδρες έπιναν τον καφέ τους και έπαιζαν μπιλιάρδο ή τάβλι, ενώ οι κυρίες απολάμβαναν σοκολάτα, σουμάδα, λεμονάδα, παγωτό. Πλήθος επίσης αργόσχολων πολιτικολόγων καπνίζοντας στριμμένο τσιγάρο ή ναργιλέ συζητούσαν θέματα της ελληνικής και της διεθνούς επικαιρότητας. Σ’ ένα από αυτά μάλιστα ο λαός σχολιάζοντας την πολιτική κατάσταση της χώρας δε δίστασε οργισμένος μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας (3.2.1830), με το οποίο καθορίστηκαν τα σύνορα της χώρας, να το μετονομάσει σε Καφενείο των τριών αγχόνων [xxiii].

Με τη δύση του ηλίου έκλειναν οι πύλες της ξηράς σηματοδοτώντας την παύση των οικονομικών δραστηριοτήτων, η ζωή όμως συνεχιζόταν με άλλους ρυθμούς. Την ίδια ώρα άρχιζαν οι επισκέψεις και οι προσκλήσεις σε δείπνο. Στη δίαιτα των κατοίκων περιλαμβάνονταν τρόφιμα κάθε είδους όπως όσπρια, φρέσκα λαχανικά, φρούτα, κατσικίσιο γάλα, τυρί, λάδι, ρε­τσίνα, κρέας, ψάρια, πέρδικες, λαγούς, πουλερικά και πλάι σ’ αυτά τσάι και καφέ από την Ανατολή, γαλλικά κρασιά και εισαγόμενα αλλαντικά.

Ναύπλιο – Η Πύλη της Ξηράς (εσωτερική πλευρά), Karl von Heideck 1837.

Η αγορά γενικά της πόλης μπορούσε να ικανοποιήσει κάθε διατροφική επι­θυμία και κάθε βαλάντιο [xxiv]. Στα χάνια της Πρόνοιας, έξω από τα τείχη, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα γλεντούσαν με ένα διαφορετικό τρόπο απ’ ότι η άρχουσα τάξη. Το δείπνο τους μπορεί να ήταν λιγότερο πλούσιο, δεν τους έλειπε όμως το κέφι. Εκτός από τις σημαντικές οικογενειακές στιγμές της ζωής όπως η γέννηση, ο γάμος, η βάπτιση, η κάθε μέρα αποτελούσε ευκαι­ρία για διασκέδαση.

Η ανώτερη τάξη της πόλης διασκέδαζε κυρίως με συγ­κεντρώσεις σε σπίτια και χοροεσπερίδες. Άξιες λόγου αποτελούν οι βεγγέ­ρες στα σπίτια Ελλήνων της Μολδαβίας και τα soirees της κ. Rouen. Στην οικία του Κωνσταντίνου Καρατζά, γιου του πρώην ηγεμόνα της Μολδα­βίας Ιωάννη, υπήρχε και το μοναδικό κλειδοκύμβαλον της πόλης. Η οικο­δέσποινα συνήθιζε να διασκεδάζει τους ακροατές της, οι οποίοι άλλοτε απολάμβαναν σιωπηλοί τις μουσικές της ικανότητες και άλλοτε τη συνό­δευαν τραγουδώντας και χορεύοντας. Η έλλειψη πιάνου δεν εμπόδιζε τους νέους της αριστοκρατίας να διοργανώσουν χορευτικές βραδιές με τραγού­δι και με συνοδεία βιολιού ή μαντολίνου.

Στις βεγγέρες συχνά πραγματο­ποιούνταν λογοτεχνικές βραδιές, στις οποίες οι αδελφοί Παναγιώτης και Αλέξανδρος Σούτσοι, ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Δημήτριος Καλλέργης, οι γιατροί Ιωάννης Βηλαράς και Διονύσιος Ταγιαπέρας και αρκετοί άλλοι απήγγελαν ή διάβαζαν τα καινούρια τους έργα ή μεταφράσεις από γνωστά έργα ξένων δημιουργών [xxv].

Στον αντίποδα αυτής της συμπεριφοράς βρισκόταν ο Κυβερνήτης, ο οποίος λόγω του αυστηρού και κλειστού του χαρακτήρα απέφευγε τις υπερ­βολές. Προσπαθώντας να βάλει τα θεμέλια του νεοελληνικού κράτους πα­ραμέρισε εντελώς την προσωπική του ζωή. Χωρίς να κάνει χρήση του τίτ­λου του ντυνόταν όπως όλοι οι άλλοι, ενώ σπάνια φορούσε την επίσημη ενδυμασία του.

Δεν δεχόταν εύκολα επισκέψεις στο σπίτι του και η δια­σκέδασή του περιοριζόταν στο να βγαίνει καθημερινά βόλτα με το αμάξι του έξω από την πόλη ή να επισκέπτεται τα βράδια την οικία του Καρα­τζά για να κουβεντιάσει με τη μεγαλωμένη στο Παρίσι συμπατριώτισσά του κυρία Καρατζά, το γένος Κοντού. Αργότερα όμως, ίσως από το φόβο πα­ρεξηγήσεων, σταμάτησε τις επισκέψεις του αυτές[xxvi].

Οι έντονοι ρυθμοί ανάπτυξης και προόδου στην πόλη συνεχίστηκαν, αν και διακόπηκαν προσωρινά λόγω της αναστάτωσης και της αναρχίας που προκάλεσε η δολοφονία του Κυβερνήτη. Νέα ακμή γνώρισε το Ναύπλιο με την άφιξη του Όθωνα και της Αντιβασιλείας, αφού υπό τη νέα διοίκη­ση ξαναζωντάνεψε η ευρωπαϊκή πορεία της πόλης.

 

Νίκος Φ. Τόμπρος

Διδάκτωρ Ιστορίας, Επίκουρος Καθηγητής

Παν/μίου Πελοποννήσου Τμήμα Ιστορίας

 
 
Υποσημειώσεις


[i] Η εργασία βασίστηκε σε ομιλία που πραγματοποίησε ο συγγραφέας στο πλαίσιο της 182ης επετείου της άλωσης του Παλαμηδίου (Ναύπλιο, 28.11.2004), με θέμα: «Εικόνες από το Ναύπλιο της καποδιστριακής περιόδου (1828-1831)».

[ii] Κ. Κοτσώνη, «Συμβάντα μετά την κατάληψιν του Ναυπλίου (1822)», Πρα­κτικά του Α΄ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιο 4-6 Δεκεμβρίου 1976), Αθήνα 1979, σ. 161-178. Φ. Χρυσανθοπούλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύμα­τα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, επιμέλεια – εισαγωγή – ευρετήριο Τ. Γριτσόπουλος, τόμ. Α’, Αθήνα 1974, σ. 17-47. Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, «Η καθημερινή ζωή στο Ναύπλιο, στα χρόνια του Καποδίστρια», Αθήνα-Μόναχο. Τέχνη και Πολι­τισμός στη νέα Ελλάδα, Εθνική Πινακοθήκη. Μουσείου Αλέξανδρου Σούτσου, Αθήνα 2000, σ. 73. Μ. Λαμπρινίδη, Η Ναυπλία, Αθήνα 1950, σ. 239.

[iii] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σσ. 73, 81.

[iv] Σύμφωνα με τον Απ. Βακαλόπουλο στο Ναύπλιο (1828) είχαν συγκεντρω­θεί 20.000 με 25.000 πρόσφυγες. Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία του νέου ελλη­νισμού, τόμ. ΣΤ’, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 886, 889.

[v] Σπ. Μπρέκη, Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (19ος αιώνας), Αθήνα2 1999, σσ. 92-96. Α λ. Δεσποτοπούλου, Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωσις της Ελλάδος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα2 1996, σσ. 1, 71.

[vi] Απ. Βακαλοπούλου, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία, Θεσσαλονίκη 1948, σσ. 251-252. Χρ. Στασινο­πούλου, Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τόμ. Β’, Αθήνα 1979, σσ. 108-109.

[vii] Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. ΣΤ’, σ. 870, τομ. Η’, σσ. 240-242.

[viii] Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Η’, σ. 241, τόμ. ΣΤ’, σ. 887. Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, «Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός οικισμός της ελεύθερης Ελλάδας», Αρχαιολογία, τχ. 51, Ιούνιος 1994, σσ. 35-46. Κ. Κόμη, «Προσφυγικές μετακινήσεις. Πολεμικές καταστροφές και νέες εγκαταστάσεις», Ιστο­ρία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 3, Αθήνα 2003, σσ. 243-244. Κ. Κόμη, ό.π., σσ. 239-240.

[ix] Karl Von Heideck, «Τα των Βαυαρών Φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829», Αρμονία, τχ. 12, Αθήνα 1900, σ. 384.

[x] Κ. Κόμη, ό.π., σ. 237.

[xi] Το σαχνίσι αποτελούσε ένα καθαρά βυζαντινό αρχιτεκτονικό στοιχείο που ενσωματώθηκε στην οθωμανική αρχιτεκτονική σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται πια οθωμανικό. Μ. Καρδαμίτση -Αδάμη, ό.π., σ. 75.

[xii] Ελ. Κανετάκη, Οθωμανικά λουτρά στον Ελλαδικό χώρο, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα 2004, σελ. 45.

[xiii] Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τομ. ΣΤ’, σ. 886.

[xiv] Ο νεοκλασικός ρυθμός αφομοιώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη όπου ο ρυθμός εφαρμόστηκε μόνο σε δημόσια κτήρια, ανά­κτορα ή μέγαρα, στην Ελλάδα κυριάρχησε μέχρι τη λαϊκή αρχιτεκτονική. Μ. Καρ­δαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 75. Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Η’,σ. 241. Κ. Κόμη, ό.π., σσ. 239-240.

[xv] Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. ΣΤ’, σ. 886.

[xvi] Μ. Καρδαμίτση -Αδάμη, ό.π., σσ. 75-76.

[xvii] Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Η επί του Αγώνος υπέρ της Δημοσίας Υγείας κυβερνητική πολιτική», Επιστημονική Επετηρίς της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών (1971-1972), τόμος αφιερωμένος στον Π. Πέρδικα, Αθήνα 1972, σ. 265.

[xviii] Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Η επί του Αγώνος …», ό.π., σ. 269. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Έκδοση Διεύθυν­ση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1997, σ. 22. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, «Το πρώτον νοσοκομείον της Επαναστάσεως και η εν Ναυπλίω «Φιλανθρωπική Εταιρεία»», Πελο­ποννησιακή Πρωτοχρονιά, τόμ. Ε’, Αθήνα 1959, σ. 91.

[xix] Χρ. Φωτοπούλου, «Το αποκαλούμενο «κτίριον της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων» στο Ναύπλιο και η Ιστορία του (1828-2005)», Πρακτικά Ζ’ Διε­θνές Συνέδριο της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών (12 Σεπτεμβρίου 2005), υπό έκδοση.

[xx] Στ. Παπαδοπούλου, Η  Ελληνική Πολιτεία (1828-1832), Αθήνα 1981, σσ. 57-62.

[xxi] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 77.

[xxii] Μ. Καρδαμίτση -Αδάμη, ό.π., σσ. 77-78.

[xxiii] Ν. Δραγούμη, Ιστορικαί αναμνήσεις, πρόλογος Κ. Άμαντος, τόμ. 1, Αθήνα 19364, σ. 101. Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. ΣΤ’, σσ. 872, 876, 886-887. Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 78.

[xxiv] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 79.

[xxv] Μ. Καρδαμίτση -Αδάμη, ό.π., σσ. 79-80.

[xxvi] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 80.

Πηγή


  • Μνημοσύνη, Ετήσιον περιοδικόν της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του Νεώτερου Ελληνισμού,  τόμος 16ος, 2003-2005, Εν Αθήναις, χ.χ.

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Το ηλεκτρικό ρεύμα στο Άργος (1913)


  

…ΔΙ’ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Εγκαίνια της Ηλεκτρικής εταιρίας στο Άργος, αρχές του προηγούμενου αιώνα. Αρχείο: Άκη Ντάνου

Το κείμενο που παραθέτουμε πιο κάτω δεν αποτελεί ιστορική έρευνα. Είναι όμως ένα δημόσιο έγγραφο που έχει ιστορική αξία για το Άργος, συμπληρωμένο με ένα μικρό σχολιασμό. Τα στοιχεία βρέθηκαν στο βιβλίο «ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΦΩΤΙΣΜΟΥ ΔΙ’ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΕΡΙΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» του «Υπουργείου ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΣ» ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΟ 1915.

Η αξία του βρίσκεται στο γεγονός ότι σηματοδοτεί την ιστορία της πόλης στο μεταβατικό στάδιο με κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές προεκτάσεις, και ό,τι άλλο φέρνει μαζί του το πέρασμα από «… του δια πετρελαίου φωτισμού της πόλεως Άργους δια του ηλεκτρικού φωτός…» όπως αναφέρεται και στην σύμβαση.

Το Άργος μπορεί να καθυστέρησε συγκριτικά έναντι των άλλων Πελοποννησιακών  πόλεων (παραθέτουμε πίνακα στο τέλος) στον εξηλεκτρισμό του, αλλά προηγείται πολλών άλλων Ελληνικών. Πέρασε όμως δυναμικά στον εξηλεκτρισμό από τα πετρελαιοφάναρα, αφήνοντας τον καθ’ όλα  ρομαντικό τρόπο φωτισμού της πόλης με Φωταέριο.

Παρά το γεγονός ότι το κείμενο της σύμβασης είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα και με συμβολαιογραφικούς όρους, γνωρίζοντας το μεγάλο γλωσσικό μας πρόβλημα, το παραθέτουμε όπως ακριβώς είναι:

  

Σ Υ Μ Β Α Σ Ι Σ

ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΤΙΣΜΟΥ ΑΡΓΟΥΣ

Εργολαβία δραχ. 684, 000

 Αριθ. 3454

 

Εν Άργει σήμερον την τρίτην 3 του μηνός Απριλίου του 1913 χιλιοστού εννεακοσιοστού δεκάτου τρίτου έτους, ημέραν Τετάρτην και εντός του κατά την επάνω αγοράν και ενορίαν του ναού του Αγίου Πέτρου δημοσίου γραφείου μου, ιδιοκτησίας των  κληρονόμων, της Ανδριανής Ζαχαρία Σακελλαροπούλου, ενώπιον εμού του εδρεύοντος εν Άργει Συμβολαιογράφου και κατοίκου Άργους Γεωργίου Α. Μέντζα, και των κάτωθι προσυπογγεγραμμένων δυο μαρτύρων, γνωστών μοι, πολιτών Ελλήνων, ενηλίκων και ασχέτων προς εμέ και αλλήλους  συγεννείας μηδ’ υπαγομένων εις ουδεμίαν εξαίρεσιν Ιωάννου Χ. Μυστακοπούλου, εμπόρου και Γεωργίου Καραμούτζα, φαρμακοποιού κατοίκων Άργους, ενεφανίσθησαν οι προς εμέ τους ανωτέρω μάρτυρας γνωστοί και άσχετοι συγγενείας αφ’ ενός Ανδρέας Νεοκλέους Καραντζάς, δικηγόρος και Δήμαρχος Αργείων, κάτοικος Άργους, ενεργών επί του προκειμένου ως αντιπρόσωπος του δήμου Αργείων και αφ’ ετέρου Παναγιώτης Δημητρίου Κοκκινόπουλος, Μηχανικός, κάτοικος Χαλκίδος και προσωρινώς διατριβών ενταύθα, ενεργών επί του προκειμένου ως πληρεξούσιος  και αντιπρόσωπος  του Διονυσίου Π. Βαλλιάνου, εμπόρου, κατοίκου Κεραμικού του δήμου  Άνω Δειβαθούς, δυνάμει του υπ’ αριθ. 938 εννεκοσιοστού τριακοστού ογδόου της 26 εικοστής έκτης Νοεμβρίου του 1912 χιλιοστού εννεακοσιοστού δωδεκάτου έτους πληρεξουσίου συμβολαίου του εν Γαλαζίω της Ρουμανίας Προξένου της Ελλάδος Νικολάου Μπατιστάτου, προσαρτωμένου τω παρόντι εν αντιγράφω, κεκυρωμένω δια της υπογραφής του Συμβολαιογράφου Χαλκίδος Γ. Ν. Αποστολίδου και εκδεδομένου εξ αντιγράφου κατατεθειμένου εις την υπ’ αριθμόν 22786 είκοσι δύο χιλιάδες επτακόσια ογδοήκοντα εξ πράξιν του, και εζήτησαν την σύνταξιν του παρόντος συνομολογήσαντες τα εξής.

Ότι του δήμου Αργείων αποφασίσαντος να αντικαταστήση το κρατούν σύστημα του δια πετρελαίου φωτισμού της πόλεως Άργους δια του δι’ ηλεκτρικού φωτός  και εξουσιοδοτήσαντος τον κ. Δήμαρχον  αυτού την πραγματοποίησιν της αποφάσεως του αυτής

1)      δια του υπ’ αριθ. ογδόου 8 της δεκάτης Ιανουαρίου ενεστώτος έτους ψηφίσματος του Δημοτικού Συμβουλίου αυτού, εγκριθέντος  με τινας τροποποιήσεις, ας τινας προσέθεσεν εν τη προσύμβασει η Βασιλική Νομαρχία Αργολίδος και Κορινθίας συμφώνως προς τα διατάξεις της αμέσως κατωτέρω αναφερομένης διαταγής και αποφάσεως του Υπουργείου των Εσωτερικών διά της υπ’ αριθμόν 2358 δυο χιλιάδες τριακόσια πεντήκοντα οκτώ  της 5 πέμπτης  Μαρτίου ενεστώτος έτους  διαταγής του επί των Εσωτερικών Υπουργείου (Τμήμα Δημοσίων Έργων) της εγκρίσεως ταύτης του Υπουργείου κοινοποιηθείσης  εις των δήμον Αργείων δια της υπ’ αριθμόν 2215 δυο χιλιάδες διακόσια δεκαπέντε της 13 δεκάτης τρίτης Μαρτίου ενεστώτως έτους του εγγράφου του Νομάρχου Αργολίδος και Κορινθίας και

2)      δια του υπ’ αριθμόν 18 δεκάτου ογδόου της 21 εικοστής πρώτης Μαρτίου του 1913 χιλιοστού δεκάτου τρίτου έτους ψηφίσματος του Δημοτικού Συμβουλίου του δήμου Αργείων και εγκριθέντος δια της υπ’ αριθ. 2746 δυο χιλιάδες επτακόσια τεσσαράκοντα εξ της 30 τριακοστής Μαρτίου ενεστώτος έτους αποφάσεως του Νομάρχου Αργολίδος  και Κορινθίας, ο Διονύσιος Βαλλιάνος από συμφώνου μετά του δήμου Αργείων αναδέχεται δια του παρόντος τον δι’ ηλεκτρισμού φωτισμόν της πόλεως Άργους υπό τους εξής όρους και συμφωνίας. 

Ακολουθούν 35 άρθρα που αποτελούν το οικονομοτεχνικό πλαίσιο  σύμβασης και μερικούς συμπληρωματικούς όρους. Παρόλο που θεωρούμε αναγκαίο να εμβαθύνουμε στα άρθρα της σύμβασης, αυτό είναι αδύνατο, γιατί μόνο για την αντιγραφή τους θα μας χρειαστούν πάμπολλες σελίδες.

Σταχυολογούμε όμως ελάχιστα δείγματα:

Άρθρον 1 … Το παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα θα χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για το δημοτικό φωτισμό, αλλά και για τα σπίτια της βιοτεχνίες , τη θέρμανση… αλλά και τη βοήθεια άρδευσης  του Αργολικού κάμπου…η σύμβαση θα έχει ισχύ 36  χρόνια…

Άρθρον 3 … ο ανάδοχος αναλαμβάνει να εγκαταστήσει 275 λαμπτήρες με μέση φωτιστική ικανότητα 32 κεριών… και 12 λαμπτήρες τοξοειδείς των 50 κεριών…

Άρθρον 4 … οι 275 λαμπτήρες θα καίνε 3140 ώρες το χρόνο ο καθένας… και οι 12 λαμπτήρες  1600 ώρες το χρόνο ο καθένας …

 Άρθρον 7… για το φωτισμό της πόλης (275 και 12) ο Δήμος θα πληρώνει 19.000 δραχμές το χρόνο…

 Άρθρον 19 … οι ιδιώτες μπορούν να προμηθευτούν ηλεκτρικό ρεύμα βάσει μετρητών προς 8 λεπτά τα εκατό βαττ…

Τέλος στους Γενικούς Όρους παραχορείται οικόπεδο 1650 τ.μ. για την εγκατάσταση του εργοστασίου.

Τα παραπάνω αποτελούν τη βάση για το ερέθισμα σε όσους θέλουν να ασχοληθούν με το θέμα της ηλεκτροφώτισης του Άργους. Στη βιβλιοθήκη του περιοδικού «ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ»  θα βρουν όλη τη σύμβαση. Επίσης θα πρέπει να ανατρέξουν στο Υποθηκοφυλακείο ή σε συνάδελφους του συγγράψαντος τη σύμβαση συμβολαιογράφους του Άργους, που πιθανά να διατηρούν το αρχείο του Γ. Α. ΜΕΝΤΖΑ βρίσκοντας και άλλα στοιχεία.

  

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΞΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

 

  • ΠΑΤΡΑ               1898   (αρχικά με Φωταέριο)
  • ΚΑΛΑΜΑΤΑ           1899
  • ΠΥΡΓΟΣ            1901
  • ΤΡΙΠΟΛΗ          1902
  • ΚΟΡΙΝΘΟΣ        1912
  • ΑΡΓΟΣ                 1913

Θέλουμε  επίσης να σας γνωρίσουμε ότι οι εκπρόσωποι  των Δήμων έρχονταν σε      συμφωνείς – συμβάσεις  με ιδιώτες που μπορούσαν να τους παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια.

Μερικές συμβάσεις δεν τηρήθηκαν ή μετατέθηκαν χρονικά για αργότερα. Οι περισσότερες όμως δεν μπόρεσαν να εξαντλήσουν  την χρονική περίοδο των συμβάσεων, από την παρεμβολή του κράτους για ενιαία ηλεκτροφώτιση της χώρας.

 

Κωστής Σπανόπουλος

Περιοδικό Ελλέβορος «…ΔΙ’ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ», σελ. 142-145, τεύχος 2, 1986.

Read Full Post »

Ημερίδα: Οι Βιβλιοθήκες στον 21ο αιώνα Καινοτομία, Δημιουργικότητα, Κοινωνικά Δίκτυα.

 


  

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου , 7μ.μ., Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος. Είσοδος ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας. Η διανομή των δελτίων αρχίζει στις 5.30 μ.μ.

 

Η εκδήλωση απευθύνεται μεταξύ άλλων, σε επαγγελματίες από το χώρο των βιβλιοθηκών, εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, υπαλλήλους των Υπουργείων Πολιτισμού και Παιδείας, εκδότες, συγγραφείς, δημοσιογράφους.

megaronlogogr«Ζούμε σε μία εποχή όπου η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας πληροφόρησης και επικοινωνιών κάνει εμφανή την παρουσία της ποικιλοτρόπως σε κάθε εκδήλωσης της καθημερινής μας ζωής. Αυτή η τεχνολογική έκρηξη, σε συνδυασμό με την πληθώρα παραγωγής γνώσης δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μία επανάσταση στο χώρο της πληροφόρησης. Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, αυτή η νέα εποχή αναδεικνύει καινούργιες μορφές πολιτισμού και μάθησης. Έρευνες έχουν καταγράψει την ολοένα αυξανόμενη χρήση των νέων τεχνολογιών στη διαδικασία μάθησης, κυρίως από παιδιά και νεαρά άτομα. Επίσης, έχει επισημανθεί το γεγονός ότι οι νέοι μαθαίνουν πολύ πιο εύκολα μέσα από δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με τη διασκέδαση και τη δημιουργική συμμετοχή σε κοινωνικά δίκτυα, που πλέον αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής και πολιτιστικής τους πραγματικότητας.

megaronplusΣ’ αυτήν τη νέα εποχή όπου δημιουργείται ένα δυναμικό πλέγμα σχέσεων μεταξύ των φορέων πληροφόρησης, του κοινού και της τεχνολογίας, πολιτιστικοί φορείς όπως οι βιβλιοθήκες, καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τις αξίες, το ρόλο και τη σχέση τους μέσα σε αυτό το περιβάλλον, εφόσον θέλουν να παραμείνουν στις επάλξεις ως κέντρα διαχείρισης της πληροφορίας, δημιουργικής μάθησης, προώθησης της νέας τεχνολογίας και συνοχής του κοινωνικού ιστού. Ακόμη περισσότερο, οι βιβλιοθήκες χρειάζεται να ενισχύσουν το ρόλο τους ως χώροι ανακάλυψης, ερμηνείας και απόκτησης εμπειριών και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της δημιουργικής έκφρασης των πολιτών.

Η εκδήλωση θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στην παρουσίαση και τη διάχυση βέλτιστων πρακτικών, νέων υπηρεσιών και μεθόδων στρατηγικής ανάπτυξης από τον χώρο των βιβλιοθηκών σε διεθνές επίπεδο.

Δύο διακεκριμένοι εμπειρογνώμονες από την Ευρώπη και την Αμερική θα αναλάβουν να μας παρουσιάσουν τη διεθνή εμπειρία. Το στρογγυλό τραπέζι, στο οποίο θα συμμετέχουν Έλληνες επαγγελματίες του χώρου και οι ξένοι ομιλητές θα δώσει την ευκαιρία να συζητηθούν μεταξύ άλλων, ζητήματα συνεργασίας ιδρυμάτων σε τοπικό επίπεδο αλλά και ο ρόλος των βιβλιοθηκών στο νέο ψηφιακό περιβάλλον

Διοργάνωση: Megaron Plus
Συντονιστής: Γιάννης Τροχόπουλος, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας.

Πληροφορίες: 210 7282333
Χορηγός εκδήλωσης: Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης.

  alphaline  alphaline

Read Full Post »

Το χρονικό του καπνού  –  Απαγόρευση του 1856

 

 Πολλοί πιστεύουν ότι η επίδραση του καπνίσματος στην υγεία των καπνιστών οδήγησε στη διατύπωση μιας αντικαπνιστικής νομοθεσίας. Οι λόγοι όμως είναι διάφοροι. Στην Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, ήδη το 1856, πολύ πριν, αρχίσουν να κυκλοφορούν τα πρώτα βιομηχανοποιημένα τσιγάρα το 1881, η Βασίλισσα Αμαλία, ενεργώντας εξ ονόματος του Βασιλέα Όθωνα, υπέγραψε Βασιλικό Διάταγμα που απαγόρευε το κάπνισμα σε όλα τα δημόσια γραφεία και καταστήματα της χώρας. Ο λόγος ήταν ο κίνδυνος πυρκαγιάς, που ακόμα και σήμερα παραμένει η συχνότερη αιτία πυρκαγιάς στον τόπο μας (το 20% των πυρκαγιών οφείλονται σε αναμμένο τσιγάρο). Νόμοι σχετικοί με την απαγόρευση του καπνίσματος στην Ελλάδα, υπάρχουν εδώ και 150 χρόνια.

  

«Θέλοντες να προλάβωμεν όσον ένεστι τα εξ ενδεχομένων πυρκαϊών δυστυχήματα, επί τη προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάττομεν.

Α. Απαγορεύεται η χρήσις του καπνίζειν είτε διά καπνοσυρρίγγων (τσιμπουκίων), είτε διά σιγάρων, εις πάντας εν γένει τους υπαλλήλους και υπηρέτας του Κράτους εντός των δημοσίων γραφείων και καταστημάτων.

Β. Η απαγόρευσις αύτη επεκτείνεται και εις πάντα άλλον προσερχόμενον εις τα ειρημένα καταστήματα και γραφεία χάριν υποθέσεως ή άλλης τινος αιτίας.

Γ. Ο Ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός θέλει δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα.

 Εν Αθήναις, την 31 Ιουλίου 1856».

 Το διάταγμα υπέγραψε, «εν ονόματι του βασιλέως», η βασίλισσα Αμαλία…

 

Διαφήμιση της καπνοβιομηχανίας ΚΑΡΕΛΙΑ. Φωτογραφία: National Geographic.

Διαφήμιση της καπνοβιομηχανίας ΚΑΡΕΛΙΑ. Φωτογραφία: National Geographic.

 

 

Το χρονικό του καπνού

 

Το μαγικό φυτό των Ινδιάνων που έφερε ο Κολόμβος στην Ισπανία από τον Nέο Kόσμο, κατέκτησε γρήγορα την αυτοκρατορία του Καρόλου Ε΄, συνεπήρε, χάρη στην Αικατερίνη των Μεδίκων, τη Γαλλία ως «φυτό της βασιλίσσης» ή «νικοτιανή», κυριάρχησε στην Αγγλία ως «tobacco» και απλώθηκε, με εκπληκτική για την εποχή ταχύτητα, στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Ρωσία, για να φτάσει, στα τέλη του 16ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη, «εις τα περίχωρα της οποίας», γράφει ο Πουκεβίλ, «εκαλλιέργησαν το πρώτον φυτά δύο Γάλλοι έμποροι».

 

Ήταν  12 Οκτωβρίου 1492, απόγευμα, όταν ο Κολόμβος και οι σύντροφοί του ανακάλυψαν τον καπνό. «Μου προσφέρθηκαν», σημείωσε στο ημερολόγιό του ο Γενουάτης θαλασσοπόρος, «μερικά αποξηραμένα φύλλα» που ανέδιδαν «ένα χαρακτηριστικό ιδιάζον άρωμα». Ο Rodrigo de Jerez, που ταξίδευε μαζί του, θα παρατηρήσει λίγο αργότερα τη διαδικασία του καπνίσματος και θα τη μεταφέρει στην Ισπανία. Η εντύπωση που προκάλεσε εκπνέοντας καπνό από το στόμα ήταν τέτοια, που τον φυλάκισαν ως δαιμονισμένο. Όταν, κάμποσα χρόνια μετά, αποφυλακίστηκε, το κάπνισμα ήταν μια δημοφιλής συνήθεια σε όλη την Ευρώπη.

Στη Γηραιά Hπειρο ο καπνός πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Πορτογαλία γύρω στα 1512. Στα 1531 οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να καλλιεργούν στον Άγιο Δομήνικο και στη Βραζιλία καπνό για εμπορική εκμετάλλευση, ενώ το 1560 ο Γάλλος πρέσβης στην Πορτογαλία Jean Nicot de Villemain θα γράψει για τις ιαματικές ιδιότητες του καπνού, θα προπαγανδίσει τη χρήση της «νικοτίνης» στη γαλλική Αυλή και θα απαλλάξει την Αικατερίνη των Μεδίκων από τις βασανιστικές ημικρανίες της.

Στην Ιταλία ο καπνός εισήχθη πιθανώς πρώτα στο Βατικανό, από τον παπικό Nούντσιο της Λισσαβόνας, και εν συνεχεία θα ταξιδέψει σε όλη την Kεντρική Ευρώπη, υποβοηθούμενος από τις κινήσεις των στρατευμάτων κατά τη διάρκεια του Tριακονταετούς Πολέμου (1618-1648). Το σύγγραμμα του Μοnardes, που εκδόθηκε στη Σεβίλλη το 1571 και μεταφράστηκε στα αγγλικά έξι χρόνια αργότερα, προτείνει τη θεραπευτική χρήση του καπνού για 36 νοσήματα, μεταξύ των οποίων οι κεφαλαλγίες, οι αμοιβαδώσεις, οι αιμορραγίες, η λύσσα, οι αρθρίτιδες και ο καρκίνος.

Ο Sir Francis Drake και οι νέοι άποικοι της Αμερικής θα εισάγουν στη Βρετανία τη χρήση της πίπας, ενώ ο Sir Walter Raleigh θα πείσει ακόμα και τη βασίλισσα Ελισάβετ να δοκιμάσει.

Μέχρι τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα το κάπνισμα της πίπας γίνεται μια εξαιρετικά διαδεδομένη συνήθεια, τόσο που οι Βρετανοί ιατροί θορυβούνται και με επιστολή τους το 1603 ζητούν από τον Ιάκωβο Α΄ να απαγορεύσει τη χρήση του καπνού χωρίς ιατρική συνταγή. Εκείνος, φανατικός αντικαπνιστής, θα γίνει ο πρώτος μονάρχης που θα επιβάλει υψηλή φορολογία στα προϊόντα καπνού, που καταφθάνουν σε ολοένα αυξανόμενες ποσότητες από την αποικία της Βασιλίσσης Παρθένου, τη θρυλική Βιρτζίνια. Το παράδειγμα του Iακώβου θα μιμηθούν σύντομα όλοι οι μεγάλοι Ευρωπαίοι μονάρχες, μεταξύ των οποίων ο Λουδοβίκος 14ος με τον καρδινάλιο Ρισελιέ.

Στην Οθωμανική αυτοκρατορία ο καπνός πιθανόν εισήχθη μέσω των Πορτογάλων εμπόρων και βρήκε τέτοια γρήγορη απήχηση, τόσο στην κατανάλωση όσο και στην καλλιέργειά του, ώστε μεταγενέστεροι συγγραφείς να θεωρούν ως χώρα προέλευσης της νικοτίνης όχι την Αμερική αλλά την Ανατολή.

 

Ρακοσυλλέκτες και αριστοκρατία

 

Ήδη από το 1614 η Σεβίλλη θα γίνει παγκόσμιο κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού, αναπτύσσοντας τη βιομηχανία παρασκευής πούρων. Τα τσιγάρα θα εφεύρουν λίγο αργότερα οι ρακοσυλλέκτες, που, αναμιγνύοντας υπολείμματα καπνού πούρων και τυλίγοντάς τα σε λεπτό χαρτί, είχαν ένα φτηνό υποκατάστατο. Όταν ο Ισπανός μονάρχης Φίλιππος B΄ επιστρέφει από την εξορία του στη Γαλλία το 1660, φέρνει μαζί του και τη γαλλική συνήθεια της εισπνοής ψιλοκομμένου ταμπάκου από τη μύτη, καθιστώντας την εξεζητημένη συνήθεια της ισπανικής αριστοκρατίας. Θα περάσουν περίπου 100 χρόνια πριν γίνει η πρώτη ιατρική παρατήρηση για τη σχέση της συνήθειας αυτής με τη δημιουργία καρκίνου του ρινοφάρυγγα.

Στην Αγγλία η επιρροή των αποίκων της Βιρτζίνια, και ιδιαίτερα του John Rolfe και της γυναίκας του, της περίφημης Ινδιάνας «πριγκίπισσας» Ποκαχόντας, είναι τεράστια. Το ζεύγος επισκέπτεται τη βρετανική Aυλή στα 1616 και εξασφαλίζει σημαντικές επενδύσεις για τις υπεράκτιες φυτείες καπνού της Βιρτζίνια. Ο γάμος αυτός προστάτευε, άλλωστε, τις φυτείες από πιθανές επιθέσεις των ιθαγενών. Το πρόσωπο της Ποκαχόντας θα διαφημίσει τα πρώτα χαρμάνια καπνού της Βιρτζίνια, και το κάπνισμα πούρων ή πίπας, καθώς και η ρινική εισπνοή ταμπάκου, θα γενικευθούν. Η αυξανόμενη δημοτικότητα του καπνού και η ραγδαία επέκταση των καλλιεργειών θα οδηγήσουν σε δραματική αύξηση της εισροής μαύρων σκλάβων της Δυτικής Αφρικής και σε εκτόπιση των ιθαγενών Ινδιάνων.

Η Γλασκόβη γίνεται στα μέσα του 18ου αιώνα το μεγαλύτερο κέντρο διακομιστικού εμπορίου του καπνού και ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια απ’ όπου περνά (και φορολογείται) όλη ανεξαιρέτως η παραγωγή καπνού της Αμερικής, κάτι που απετέλεσε μια από τις αφορμές του πολέμου της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας. Άλλωστε το πρώτο δάνειο προς τους επαναστατημένους αποίκους συνήφθη με τη Γαλλία και πληρώθηκε σε καπνό.

 

«Tι άλλο μπορεί να επιθυμήσει κανείς;»

 

Στα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), η χρήση του «σιγαρέτου», υποβοηθούμενη και από την εφεύρεση των σπίρτων, θα γενικευθεί και γρήγορα θα διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη, από την Τουρκία ως τη Βρετανία. Την ίδια εποχή τα πούρα γίνονται μόδα και η Κούβα γίνεται ο προνομιακός τόπος παρασκευής τους.

Τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα τρένα αποκτούν πολυτελείς χώρους ειδικά διαμορφωμένους για τους καπνιστές, ενώ οι γυναίκες για πρώτη φορά αρχίζουν δειλά να φλερτάρουν με αυτήν την «ανδρική» συνήθεια. Η Γεωργία Σάνδη, την εποχή της συμβίωσής της με τον Σοπέν, γύρω στα 1850, διασκέδαζε να σοκάρει τους καλεσμένους της απολαμβάνοντας ένα πούρο μετά το πρόγευμά της – προάγγελος της εποχής που η γυναικεία χειραφέτηση, ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, θα περάσει μέσα και από την υιοθέτηση του τσιγάρου.

Αμέσως μετά τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα δωρεάν τσιγάρα στους στρατιώτες και η συνακόλουθη αυξημένη ζήτηση καπνού, μαζί με τις αυξήσεις στους καπνικούς φόρους, οδήγησαν στα ύψη τις τιμές των προϊόντων καπνού. Όταν ξέσπασε ο B΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι καπνοβιομηχανίες ακολούθησαν την ίδια τακτική, διαφημίζοντας και μοιράζοντας δωρεάν τσιγάρα στους στρατευμένους σε ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες. Το τσιγάρο είχε πια κατοχυρωθεί σαν αυτονόητη και αναγκαία συνθήκη του στρατιώτη.

Η ανθρωπολογία της επιθυμίας ίσως κάποτε μελετήσει το πόσο εύκολα και με πόση ταχύτητα η χρήση του καπνού γενικεύθηκε, χωρίς εξαίρεση, σε όλη την υφήλιο. Η επίγνωση των καταστροφικών συνεπειών του στην υγεία και η άμεση συσχέτισή του με την καρκινογένεση, την ανεπάρκεια των στεφανιαίων και τις αγγειακές παθήσεις δεν μπόρεσαν να ανακόψουν τη χρήση του. Οι απαγορεύσεις, η διαπόμπευση, οι τιμωρίες, ακόμα και τα βασανιστήρια, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά.

Φαίνεται πως η επίδραση του καπνίσματος, που περιγράφεται άλλοτε διεγερτική και άλλοτε ηρεμιστική, παραδόξως εξαρτάται από ό,τι ο καθένας προσδοκά από αυτό – ή, όπως θα έλεγε ο Oσκαρ Ουάιλντ: «Το τσιγάρο είναι ο τέλειος τύπος της τέλειας απόλαυσης. Είναι εξαίσιο και σε αφήνει ανικανοποίητο. Τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει κανείς;».

 

ΓPHΓOPHΣ ΣTPATAKOΣ
Πνευμονολόγος, δρ του Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιμελητής της Κλινικής Εντατικής Θεραπείας
του Παν/μίου Αθηνών στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».

Πηγές

  • Καθημερινή, «Επτά Ήμερες», 10-07-05.    
  • Κορδιολής Ν., « Αντικαπνιστική Νομοθεσία, η Ελληνική πραγματικότητα», Εκδόσεις Ζήτα, Αθήνα,2004.
  • Εφημερίδα «Καθημερινή», Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009.

Read Full Post »

Φυλακές Ναυπλίου

 

Όλα τα κάστρα να χαθούν όλα και να ρημάξουν

Το Παλαμήδι το πικρό θεός να το φυλάξη.

Εκεί ‘ναι οι κατάδικοι όλο βαρυποινίτες.

Μέσα είναι κι ο άνδρας μου στα σίδερα βαλμένος.

Με δυο ζυγίτσες σίδερα στα πόδια και στα χέρια…

Στη φυλακή τον έχουνε στα σκοτεινά μπουντρούμια

 

Της δρος ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΓΕΡΟΥΚΗ  ειδικής επιστήμονος Νομικής Σχολής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

 

Όταν ο Μάουρερ επισκέφτηκε τις φυλακές, κατά τη διάρκεια της υπουργίας του, διαπίστωσε τη θλιβερή κατάσταση, που απέδωσε χαρακτηριστικά με τη φράση «οι κρατούμενοι βρίσκονται μέσα σε βρωμερούς υπονόμους, ανάμεσα στα ίδια τους τα περιττώματα» [«Ο Ελληνικός Λαός» (1835), μτφρ. Όλγα Ρομπάκη, 1976, παραγρ. 365].  Οι καλές προθέσεις του I. Γενάτα, υπουργού Δικαιοσύνης του Καποδίστρια, δεν είχαν βοηθήσει ιδιαίτερα στην κατεύθυνση της καλυτέρευσης των συνθηκών κράτησης στις φυλακές- φρούρια του Ναυπλίου. Σε έκθεση του 1830, της «επί του Δικαίου Γραμματείας προς τον Διοικητήν Ναυπλίας», αναφέρεται ότι οι Κώνστας Δήμου, Πέτρος Γεωργίου και Πάνος Σταμάτης, «φυλακισμένοι ενταύθα, εξαιτούνται ενδύματα, διά να σκεπάσωσι την γυμνό­τητα των» (Μεν. Τουρτόγλου, «Αι φυλακαί επί Καποδίστρια», Επετηρίς του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τεύχος 5, Αθήνα 1954, σ. 157).

Κατά την καποδιστριακή περίοδο, το πρόβλημα της ιατρικής περίθαλψης των κρατουμένων στις φυλακές του Ναυπλίου αντιμετωπιζόταν με εκκλήσεις στη «φιλανθρωπία» των ιατρών, «εκ των ενόντων», για να μην επιβαρυνθεί το Εθνικό Ταμείο…

 «Προς τον Πρόεδρον της επί του Ορφανοτροφείου Επιτροπής

 Επειδή πολλοί των εν τη φυλακή της πόλεως ταύτης ενδεών, ασθενούντες, έχουσι χρείαν επισκέψεως ιατρού, διά να απαλλαγή το πτωχόν εθνικόν Ταμείον από έξοδα (…) θέλετε προσκα­λέσει τον Ιατρόν του Ορφανοτροφείου κον Δελλαπόρτα, να ενδίδη εις τας προσκλήσεις του Δικαστηρίου, (…) το οποίον η Γραμματεία είναι βεβαία ότι θέλει κάμει ευχαρίστως, γνωρίζουσα την φιλεύσπαγχνον ψυχήν του».

Οι εφημερίδες της μετακαποδιστριακής εποχής περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα την άθλια κατάσταση των φυλακών του Ναυπλίου.

 «Είναι απερίγραπτος η κατάστασις αυτών, η δυσωδία είναι τοσαύτη, ώστε και θηρία, αν έκλειε τις εκεί, έπρεπε να απολεσθώσιν. Άνθρωποι κατάγυμνοι ευρίσκονται δεδεμένοι δι’ αλύσων εις καθύγρους και ζοφώδεις ειρκτάς. Ω φρίκη! Οποία ευθύνη βαρύνει τους κκ. Εισαγγελείς απέναντι της Δικαιοσύνης και της φιλανθρωπίας, απέναντι της ηθικής, απέναντι της ανθρωπότητος…» (εφημ. «Συντηρητική», 22 Ιουνίου 1847).

Η σύγκριση με τα σύγχρονα και πολιτισμένα Σωφρονιστήρια της Ιονίου Πολιτείας γίνεται αμείλικτη. Μετά την Ένωση, ο Κ.Π. Καλλιγάς απαγγέλλει το 1866 ένα δριμύ «Κατηγορώ» σε ομιλία του που δημοσιεύεται στην «Πανδώρα» (τόμος ΙΖ’, φυλλάδιο 396) :

 «Οστις εξ ημών μάλιστα είχεν την ευκαιρίαν να επισκεφθή τα Σωφρονιστήρια Κερκύρας και Κεφαλληνίας, δεν ηδυνήθη Βεβαίως να μη υποκύψη εις την εντύπωσιν, την οποίαν προκαλεί η αντίθεσης συστήματος μεταχειριζομένου τον άνθρωπον ως ον λογικόν, παραβαλλομένου προς τα ημέτερα καταγώγια, εντός των οποίων ο όμοι­ος ημών ρίπτεται ως ον ουτιδανόν και απόβλητον».

 

Η φυλακή των καταδίκων στο Παλαμήδι, ξυλογραφία από αταύτιστο γερμανικό περιοδικό του 19ου αι. ( Αφροδίτη Κουρία, το Ναύπλιο των περιηγητών, σελ. 116)

Η φυλακή των καταδίκων στο Παλαμήδι, ξυλογραφία από αταύτιστο γερμανικό περιοδικό του 19ου αι. ( Αφροδίτη Κουρία, το Ναύπλιο των περιηγητών, σελ. 116)

 

 

 Το φρούριο του Παλαμηδιού χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή για τους βαρυποινίτες μέχρι το 1925. Επισκέπτες (1888) διηγούνται με φρίκη ότι «μετά την δύσιν του ηλίου, η φρουρά εξηνάγκαζε τους φυλακισμένους να εισέλθουν εις τας γύρω της αυ­λής ταύτης βαθείας, υγράς, θολωτάς αποθήκας… όπου ο αήρ ως εκ του βάθους των δεν ανενεούτο ποτέ. Εκεί οι φυλακισμένοι… επλάγιαζον φύρδην-μίγδην επάνω εις τας πλάκας, έχοντες διά προσκέφαλα μεγάλους αργούς λίθους, κλειδωμένοι εκεί μέσα δι’ όλην την νύκτα» (Αλ. Οικο­νόμου, «Τρεις Άνθρωποι», τ. Α, Αθήνα, 1950, σελ. 504).

 Ο Μιχαήλ Μητσάκης το 1887 αρθρογραφεί στην «Εστία», περιγράφοντας με δαντικό τόνο τη ζωή στις φυλακές του Παλαμηδιού.

 «Τι τρώγλαι και τι άβυσσοι και τι έρεβος και τι αγωνία!… Ο αναβαίνων (…) επί της κορυφής του, και εκείθεν εμβλέπων εις τα σπλάγχνα του, κά­τω, εις τας εσκαμμένας υπόγειας φύλακας του Μιλτιάδου [μια από τις δυο φυλακές του Παλαμη­διού], καταλαμβάνεται υπό σκοτοδίνης. Νομίζεις ότι βλέπεις τα έγκατα πελωρίου τέρατος… όπερ κατεβρόχθισεν εκατοντάδας όντων, άτινα ανακι­νούνται ανησύχως εντός των απειρομεγέθων στο­μαχικών θυλάκων του. Είναι λοιπόν δυνατόν να ζώσι – δέκα, είκοσι, τριάκοντα έτη!- άνθρωποι ε­κεί μέσα! Είναι όμοιοι ημών λοιπόν τα φασματώδη αυτά νευρόσπαστα, τα τεθαμμένα πεντήκο­ντα μέτρα υπό την επιφάνειαν (…) Ζώσιν (…) εις τα σκαφέντα κάθυγρα δωμάτια των (…) ο εις επί του άλλου, έχοντες ως στρώμα το έδαφος, το χώμα, ως θέρμασιν των βδελυρών σαρκίων των την επαφήν, ως ορίζοντα τον απέναντι τοίχον… Ζώσιν εις τας οπάς ιων(…) αίτινες θα ηδύναντο να χρησιμεύσουν μόνον ως κατοικίαι ασπαλάκων (…), ζώσιν εις τον Αράπην  [έτσι ονόμαζαν το μπουντρούμι του Παλαμηδιού], το φοβερόν υποχθόνιον σπήλαιον, όπου ουδέποτε εισήλθε φως, όπου κατέρχεσαι δια περιαιρετών κλιμάκων εις τρεις ή τεσσάρας αλλεπάλληλους λάκκους, τον ένα βαθύτερον του άλλου, τον ένα ζοφερώτερον του άλλου, τον ένα απαισιώτερον του άλλου, όπου το φέγγος των λύχνων σβέννυται αυτομάτως εκ της υγρασίας, όπου ασφυκτιάς μετά εν μόλις από της εισόδου σου λεπτόν, οπόθεν εξερχόμε­νος φέρεις τεθαμβωμένους ως να ετυφλώθης αίφ­νης τους οφθαλμούς και θαμβούντα τα ώτα και την κεφαλήν ιλιγγιώσαν…».

Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ταξιδεύει στην Πελοπόννησο και έρχεται σε επαφή με την οικτρή κατάσταση των φυλακών του Ναυπλίου. Συγκλονισμένος, γράφει τις εντυπώσεις του, οι οποίες δημοσιεύονται το 1892 στην «Εστία» («Αι φυλακαί του Ναυπλίου», Αθήνα, εκδ. Ροές, 1998):

 «Πρώτη μου δουλειά, όταν έφθασα στο Ναύπλιο, ήτο να ιδώ το Παλαμήδη (…) ετράβηξα ίσα ‘ς του Μιλτιάδη. Και τι φοβερές φυλακές! (…) είδα διά πρώτην φοράν τους φυλακισμένους… Άλλοι περιπατούν απάνου κάτου, με μικρά μου­διασμένα βήματα, (…) άλλοι καταμόναχοι με χαμηλωμένο το κεφάλι, συλλογισμένοι (…) άλλοι καθισμένοι εις τα πεζούλια επριόνιζαν ξυλάκια, είτ’ έγλυφον κόκκαλα διά την τέχνην τους (…) άλλος έπλεκε καλτσοδέτες και τρεις (…) μισόγυμνοι εσαπούνιζαν τα ασπρόρουχά τους!(…) όλοι εκείνοι ήσαν διά θάνατον, είτε ισοβίως καταδικασμένοι… Εις μιαν γωνιά της αυλής βλέπω την θύρα μανταλωμένη και τρία κεφάλια που κοίταζαν από το στρογγυλό σιδηροφραγμένο παραθύρι. Λιοντάρια μέσα στο κλουβί δεν θα κύτταζαν έτσι.

Εκεί είναι ο Αράπης. Όποιοι κάνουν άτακτα τους βάνουμ’ εκεί… Έχουν κόμματα κι εδώ μέσα. Είναι παρέες παρέες… Χθες εμαχαίρωσαν ένα…

Εις την άλλην άκρη της γέφυρας είναι η Στε­νή… Σκοτάδι… εικοσιπέντε ανθρώπους, ελεεινούς, πατείς με πατώ σε».

Την επόμενη μέρα ο Καρκαβίτσας αποφασίζει να μπει ο ίδιος μέσα στον «Μιλτιάδη», να μιλήσει «με τον Σπανόν και με τον Ντερβίση και με τους άλλους κακούργους» (περιβόητους ληστές του 19ου αιώνα).

«Ο Μιλτιάδης (…) τους σκάφτει σαν επίβουλο σαράκι, τους λύνει έναν έναν τους αρμούς, τους παίρνει ω φως, τα νειάτα, την υγεία (…) εγύριζαν εκεί μέσα με σκοτωμένο χρώμα όλοι, με κόκκινα ματόφυλλα και άσπρα μάτια, με λερά ρούχα, α­νήμποροι και αθάρρετοι (…) επήγα κ’ εγύρισα όλα τα δωμάτια. Παντού η ίδια θλιβερά εντύπωσις (…) Δέκα βήματα δεν ημπορούν να κάνουν εις τον Αράπη (…) κάτω λίμνη νερού που σταλά­ζει χειμώνα καλοκαίρι μέσ’ από τα πλευρά του βράχου (…) Οι κατάδικοι μου έφεραν καφέ (…) εμαζεύθησαν πολλοί (…) Αρχισαν τα παράπονα τους (…) διά το ψωμί που είναι φαρμάκι μοναχό, διά τον επιστάτην που ούτε τους κοιτάζει (…) μπά­ζει μέσα την φρουρά και τους αρχίζει στο ξύλο…

-ποιος παίζει καλλίτερο μπουζούκι;

-να ειπής ένα της φυλακής.

«Εμένα με δικάσανε στα σίδερα να λυώσω

Δε με δίκασαν ξάμηνο, δε με δίκασαν χρόνο,

Μόν με δίκασαν ‘πιζωής στα έρημα μπου­ντρούμια…»».

Ο συγγραφέας περιγράφει και τη δεύτερη φυλακή που στεγάζεται στο φρούριο του Παλαμηδιού, τον «Άγιο Ανδρέα». Εκεί επισκέπτεται και το πρόχειρο νοσοκομείο των κρατουμένων.

«Είναι κτίριο χαμη­λό, στενό και μακρύ (…) πέντε δυστυχισμένοι κατάδικοι ήσαν εκεί μέσα άρρωστοι (…) εκάθοντο οι άμοιροι εκεί σε δυο ψηλές σανίδες καθέ­νας, διπλωμένοι σαν κουβάρι, μέσα εις άπλυτα και μουχλιασμένα σκεπάσματα (…) Αν έχη η σακκούλα τους, θα πάρουν λίγο κρέας, αν δεν έ­χη, πλακώνουν με λιθάρια την κοιλιά τους, όπως κι οι άλλοι (…) τα γιατρικά τα παίρνουν από το στρατιωτικό νοσοκομείον (…) είναι ένας γιατρός διωρισμένος να τους επισκέπτεται αλλά πότε τον βλέπουν; Καν ποτέ! Μόνον με τριάντα δραχμές τον μήνα ποιος ημπορεί να ανεβοκατεβαίνει το Παλαμήδι και μάλιστα αφού πρόκειται διά φυλακισμένους!..». Στον Άγιο Ανδρέα κρατούνται όσοι έχουν καταδικαστεί σε μικρότερες ποινές. «Από δεκαπέντε χρονών και κάτω δικασμένοι… Είναι κάθε ηλικίας και τάξεως. Βλέπεις είκοσι χρονών παιδί ως εξηνταπέντε χρονών γέροντα. Φορούν κάθε εί­δους φορεσιά και φουστανέλλες και στενά και βράκες (…) φέσια ψηλά του Τούνεζι [Τυνησίας] και φέσια χαμηλά τούρκικα, ημίψηλα ξεθωρια­σμένα και σκούφιες ψαράδικες…».

Εκτός από τον Μιλτιάδη κατ τον Άγιο Ανδρέα στο Παλαμήδη, ο Καρκαβίτσας επισκέφθηκε και τις άλλες φυλακές του Ναυπλίου:

Το Βουλευτικό, που βρισκόταν στην κεντρικό­τερη πλατεία του Ναυπλίου, τον Πλάτανο. Χτίστη­κε επί Τουρκοκρατίας ως λαμπρός «Τεκκές... του τάγματος του Μεβλεβή… καμάρι όλων των τούρ­κων». Μετά την απελευθέρωση, εκεί συνεδρίαζε η Βουλή. Χρησίμευσε ακόμη ως θέατρο, ως δικαστήριο (εκεί καταδικάστηκε ο Κολοκοτρώνης) και τέλος ως φυλακή για υποδίκους.

 «Μέσα σε λιθοστρωμένη, βρωμερή, υγρή, ανήλιαστη αυλή, περικλεισμένη από τα ψηλά κτίρια, εζούσαν κι εκινούντο κι εργάζοντο και ανέπνεαν κι επλύνοντο οι κατάδικοι…… Μέσα στη χάβρα του Βουλευτικού, η τοπικιστική ομαδοποίηση των κρατουμένων επέβαλλε να βρίσκο­νται «οι Λάκωνες χωριστά από τους Ρουμελιώτες, οι Ρουμελιώτες χωριστά από τους Θεσσαλούς (…) πέντε, δώδεκα, δεκαπέντα άτομα εκεί, έτοιμοι να ριχθούν σαν τα σκυλιά και να πετσοκοπούν με την άλλη παρέα».

Το Μπούρτζι, τον τρομερό «θαλασσόπυργο», όπου κρατούνταν οι σκληροί κατάδικοι, οι οποίοι είχαν προβιβαστεί σε δήμιους για τις θανατικές εκτελέσεις που διεκπεραίωναν «εις το Οπλοστάσιο, όπου σταίνουν τη φοβερή μηχανή τους».

 Ο Τελώνης, ο Μπεκιάρης, ο Αλεβιζόπουλος, ο Σοφράς, ο Αμοιραδάκης («κι αν έκαμε με το χέρι του είκοσι εννιά εκτελέσεις ώς τώρα, (…) έχει ασκητική φυσιογνωμία (…) και ημπορούσε να διδάξη σε πολλούς την ημερότη»).  Ο τελευταίος διηγείται «τας θανατικός εκτελέσεις του (…) ποιοι από τους θανατωμένους εφάνησαν παλληκάρια και ποιοι δειλοί…

 -Χαίρεσαι όταν πρόκειται να κάμης εκτέλεση;

-Μπα, περικαλιέμαι να μην τύχη, μα σαν τύχη
τι να κάνω; Εγώ είμαι τ’ όργανο…»       

 Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η ιστορία των Φυλακών », σελ. 40-43, τεύχος 214, 4 Δεκεμβρίου 2003.

 

Read Full Post »

« Newer Posts