Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Κοινωνικό κράτος δικαίου’

Πολιτική και Διακυβέρνηση την εποχή της αβεβαιότητας. Πέντε συν μία προτεραιότητες  για την ανανέωση του  «Πολιτεύεσθαι» – Θεόδωρος Ν. Τσέκος.


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Εκτενές σημείωμα του κυρίου Θεόδωρου Ν. Τσέκου με θέμα: Πολιτική και Διακυβέρνηση την εποχή της αβεβαιότητας. Πέντε συν μία προτεραιότητες  για την ανανέωση του  «Πολιτεύεσθαι», φιλοξενείται σήμερα  στο «Ελεύθερο Βήμα»,  φιλοδοξώντας διαβάζοντάς  το να μας κάνει να σταματήσουμε  να αναπαράγουμε το κακό παρελθόν μας, εις βάρος του μέλλοντός μας.

 

Οι σημερινές κοινωνίες διανύουν μια περίοδο ριζικών αλλαγών. Οι συνδυασμένες τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών μεταβάλουν δραματικά τον τρόπο που παράγουμε, καταναλώνουμε, μαθαίνουμε, ψυχαγωγούμαστε. Οι ήπιες μορφές ενέργειας μπορούν, εξελισσόμενες, να αποδεσμεύσουν τον πλανήτη από τις ενεργειακές του ανάγκες. Οι εμμένουσες χαώδεις διαφορές βιοτικού επιπέδου μεταξύ κρατών και γεωγραφικών περιφερειών, ανάμεσα στ’ άλλα,  υποκινούν εκτεταμένες μεταναστεύσεις. Η κλιματική αλλαγή γεννά νέους κινδύνους. Νέες γεωπολιτικές εντάσεις αναδύονται. Νέες μορφές κοινωνικής δυσαρέσκειας αναδεικνύονται και νέες μορφές πολιτικής έκφρασής τους διαμορφώνονται.

Όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τον τρόπο διακυβέρνησης και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Όχι μόνο το περιεχόμενό τους αλλά και τις διαδικασίες άσκησής τους. Όχι μόνο την πολιτική και τις (δημόσιες) πολιτικές αλλά και το «πολιτεύεσθαι». Για να διαμορφώσουμε όμως τρόπους άσκησης πολιτικής κατάλληλους για την νέα εποχή, για να ανανεώσουμε το «πολιτεύεσθαι», χρειάζεται πρώτα απ’ όλα  να σκεφθούμε κριτικά τις μέχρι τώρα πολιτικές μας «συνήθειες», τις κυρίαρχες πρακτικές πολιτικής και διακυβέρνησης του παρελθόντος. Ακολουθούν μερικές σκέψεις επ’ αυτών.

  1. Να ξανασκεφθούμε τα βασικά

Η Ευρώπη, η Ελλάδα, τα ευρωπαϊκά αλλά και τα ελληνικά κόμματα – φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά – στέκονται αμήχανα μπροστά σε κρίσιμα σταυροδρόμια.  Οι τεχνολογικές, παραγωγικές και οικονομικές εξελίξεις και οι κοινωνικές τους επιπτώσεις είναι πρωτόγνωρες. Το μέλλον ασφαλώς, όπως μας διαβεβαιώνει ο Ισοκράτης, ήταν ανέκαθεν «αόρατον». Ωστόσο η επιστήμη και ο ορθός λόγος επιχείρησαν, στην νεωτερικότητα ιδίως,  να το καταστήσουν στατιστικά  προγνώσιμο.

Τελευταία όμως το μέλλον καθίσταται αντιθέτως ολοένα και πιο ασαφές. Η ικανότητα πρόβλεψης των ατόμων, των οργανωμένων ομάδων αλλά και των ίδιων των θεσμών, μειώνεται. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής μας, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, είναι η Ρευστότητα, η Αβεβαιότητα, η Πολυπλοκότητα και η Αμφισημία ( a VUCA World- Volatility, Uncertainty, Complexity, Ambiguity). Και το μόνο σταθερό, είναι η Αστάθεια. Ανατρέπονται και διαψεύδονται κατά συνέπεια και τα σταθερότυπα πρόσληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας τα οποία χρησιμοποιούσαμε μέχρι τώρα ως οικονομικά και ως πολιτικά υποκείμενα.

Μια τέτοια κατάσταση ανατροπής των μέχρι τώρα βεβαιοτήτων μας, προσφέρεται για αναστοχασμό και επαναξιολόγηση των βασικών μας – ρητών ή άρρητων – παραδοχών. Αρχής γενομένης από το πώς αντιλαμβανόμαστε και το πως ασκούμε την πολιτική.

  1. Πολιτική ή Πολιτικαντισμός

Η κριτική παρατήρηση της δημόσιας σφαίρας – στην χώρα μας, αλλά όχι μόνο – εύκολα διαπιστώνει δύο τρόπους άσκησης πολιτικής. Κατ’ όνομα συμπληρωματικούς αλλά στην ουσία αντιθετικούς.

Ο πρώτος είναι η πολιτική των ιδεών και των προγραμμάτων. Ζητούμενο σ’  αυτόν τον τύπο πολιτικής είναι ο συλλογικός προσδιορισμός και η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Κύρια πολιτικά εργαλεία της είναι ο οραματικός και προγραμματικός λόγος και η συμμετοχική επεξεργασία δημοσίων πολιτικών. Το πολιτικό παιχνίδι στην περίπτωση αυτή είναι παιχνίδι αμοιβαίου οφέλους  (win-win game). Δεν ανταγωνίζονται αντίπαλες ομάδες αλλά αντιπαρατίθενται ιδέες και προγράμματα. Η αντιπαράθεση γίνεται με τεκμηρίωση, επιχειρήματα και κριτήριο την συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων υπό το φώς της πραγματικότητας. Στις πλείστες των περιπτώσεων δεν καταγράφονται απόλυτες αλήθειες και απόλυτες πλάνες. Και οι ασκούμενες πολιτικές προκύπτουν ως συνθέσεις απόψεων και προτεραιοτήτων. Αναμενόμενο, άλλωστε, αφού οι κοινωνίες συναπαρτίζονται από διαφορετικές υπο-ομάδες συμφερόντων, με διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικές αξίες που πρέπει να όμως συνυπάρξουν.

Ο δεύτερος τρόπος είναι η πολιτική των θώκων και των προσώπων. Αυτός ασκείται από επαγγελματίες ή φερέλπιδες επαγγελματίες της πολιτικής. Το ζητούμενο είναι η πολιτική σταδιοδρομία.  Η διαχείριση του δημοσίου συμφέροντος δεν είναι ο σκοπός αλλά η αρένα μέσα στην οποία διαδραματίζεται το πολιτικό παιχνίδι. Κύριο μέσο είναι η δημιουργία εντυπώσεων και βασικό εργαλείο η πολιτική επικοινωνία. Δεν έχει σημασία το τι πραγματικά συμβαίνει αλλά το ποια εικόνα θα προβάλλουμε στα μέσα και το τι θα πείσουμε το εκλογικό σώμα ότι συμβαίνει.

Οι φορείς διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων και προτάσεων είναι εχθροί (δικοί μας και του έθνους).  Εμείς είμαστε οι διαχειριστές της απόλυτης αλήθειας και οι «άλλοι» κήρυκες του απολύτου σφάλματος. Εμείς είμαστε οι σωτήρες και οι «άλλοι» οι ολετήρες. Διότι το διακύβευμα δεν είναι η άσκηση αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών αλλά η κατάληψη της εξουσίας. Και αυτή περνά μέσα από την πολιτική απαξίωση και την εκλογική συντριβή του «εχθρού».  Εκλαμβάνεται ως αυτονόητο και δεδομένο ότι αρκεί να καταλάβουμε εμείς την εξουσία και όλα θα πάνε καλά.

Η πολιτική κινητοποίηση γίνεται με «οπαδική» λογική. Και επιτυγχάνεται με την καθημερινή και εφ’ όλης της ύλης καταγγελία του «εχθρού». Τίποτα από ότι λέει και ότι κάνει ο πολιτικός αντίπαλος δεν είναι σωστό. Ακόμα και όταν ταυτίζεται με τις δικές μας απόψεις. Ακόμα και αν περιλαμβάνεται στο δικό μας πρόγραμμα. Όταν το υποστηρίζει ή το εφαρμόζει ο «εχθρός» είναι λάθος. Διότι αυξάνει τις πιθανότητες να καταλάβει ή να παραμείνει στην εξουσία. Σωστό γίνεται όταν το πρεσβεύουμε και το εφαρμόζουμε ασκώντας την εξουσία εμείς.

Αυτή η λογική του διαχωρισμού σε εχθρούς και φίλους και η στρατηγική του «πάρτα όλα» δεν χαρακτηρίζει μόνο τις διακομματικές αλλά και τις ενδοκομματικές σχέσεις και διεργασίες υποβαθμίζοντας έτσι δραματικά την εσωκομματική δημοκρατία.

Θα ρωτήσουν κάποιοι, «μα μπορεί να ασκηθεί πολιτική χωρίς πρόσωπα;». Σωστά. Δεν μπορεί. Η πολιτική (όπως και κάθε κοινωνική δραστηριότητα) ασκείται μέσω προσώπων. Έχει όμως τεράστια σημασία που βρίσκεται το κέντρο βάρους. Αν τα πρόσωπα κινητοποιούνται από «φιλοδοξίες πολιτικής», φιλοδοξούν δηλαδή πρωτίστως να συμβάλουν στην άσκηση αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ή «πολιτικές φιλοδοξίες» επιδιώκοντας κυρίως την ατομική προβολή, την εκλογική επιτυχία, την κατάληψη θώκων εξουσίας και την επαγγελματική πολιτική σταδιοδρομία.

Στην δεύτερη περίπτωση οι ιδέες, οι πολιτικές και τα προγράμματα καταλήγουν να είναι προσχηματικά και απλά υπο-προϊόντα της επικοινωνιακής στρατηγικής.  Έχουν εκλογική και μόνο σημασία και μεταβάλλονται με βάση την συγκυρία και την βελτιστοποίηση της άγρας ψήφων.   Εξηγείται έτσι  όχι μόνο η μεταπήδηση προσώπων αλλά και η μετακίνηση φορέων σε διαφορετικά ιδεολογικά πεδία.  Ισχύει εδώ η ρήση του Γκρούτσο Μαρξ: «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αλλά αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες».

Από τους δύο αυτούς τρόπους τον πρώτο τον αποκαλούμε «Πολιτική» και τον δεύτερο «Πολιτικαντισμό». Ως προς τον δεύτερο τρόπο, Γάλλοι μιλάνε για «politique politicienne»  και οι  Άγγλοι για «game of politics» ή  «party politics»,  εννοώντας περίπου το ίδιο.

Δεν χρειάζεται νομίζω περαιτέρω ανάλυση – τα βιώματά μας αρκούν- για να καταλήξουμε σε δύο βασικά συμπεράσματα:

  • Ο πρώτος τρόπος άσκησης πολιτικής είναι κοινωνικά επωφελής και ο δεύτερος επιβλαβής.
  • Στην χώρα μας ιστορικά κυρίαρχη – με εξαίρεση ορισμένες βραχείες περιόδου – είναι η «πολιτικάντικη» πολιτική.

Η μετάβαση από τον πολιτικαντισμό στην πολιτική, ή,  για να είμαστε ρεαλιστές, η  σταδιακή ενίσχυση της πολιτικής και η αποδυνάμωση του πολιτικαντισμού,  είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι δυνάμεις που πρεσβεύουν την μεταρρύθμιση και την ανανέωση θα πρέπει να εργαστούν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αρχίζοντας πρώτα από τον εαυτό τους.

  • Εστιάζοντας σε μακροπρόθεσμες πολιτικές και προγραμματικές επεξεργασίες και όχι σε βραχυπρόθεσμες εκλογικές τακτικές.
  • Εισάγοντας  στιβαρούς θεσμούς και διαδικασίες εσωκομματικής δημοκρατίας και συμμετοχής όχι μόνο επί χάρτου,  δηλαδή στο καταστατικό, αλλά στην πραγματική λειτουργία του κόμματος.
  • Βασίζοντας τις πολιτικές τους συμμαχίες σε προγραμματικές συγκλίσεις και όχι σε παράθυρα εκλογικής και κυβερνητικής ευκαιρίας.
  • Ασκώντας προγραμματική και όχι «δομική» (δηλαδή «οπαδική», χωρίς αρχές και με  βάση το εφήμερο δημοσκοπικό όφελος) αντιπολίτευση.
  • Κατανοώντας τον διαπαιδαγωγητικό  ρόλο που καλείται, δια του παραδείγματός της, να παίξει προς την ελληνική κοινωνία, ακόμα και αν αυτό δεν προσπορίσει βραχυπρόθεσμα δημοσκοπικά και εκλογικά οφέλη.
  1. Η Μόνη μας Κληρονομιά: η Δημοκρατία

Μετά από χιλιάδες χρόνια πολιτικού βίου των ανθρωπίνων κοινωνιών, μετά από εκατοντάδες χρόνια από την είσοδο στην νεωτερικότητα (που σηματοδοτείται από τον Διαφωτισμό και την Βιομηχανική Επανάσταση) και λίγες δεκαετίες μετά από την (διαμφισβητούμενη) είσοδό μας στην μετα-νεωτερικότητα (του ατομισμού, του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της ψηφιακής επανάστασης) η ιδεολογική και αξιακή πολλαπλότητα εξελίσσεται καλειδοσκοπικά. Πανσπερμία ιδεών και προτάσεων πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ποικιλία αφηγημάτων (και ραβδογραμμάτων – δηλαδή αντιφατικών ποσοτικών δεδομένων) για το πως λειτουργεί η οικονομία και τι την κατευθύνει. Ένταξη σε πολλά και διαφορετικά κοινωνικά δίκτυα που διαμορφώνουν ιδιαίτερους τρόπους ζωής (lifestyles). Ανασφάλεια μπροστά στην διαπερατότητα του εθνικά και τοπικά «οικείου» και κρίσεις ταυτότητας από την έκθεση στο «ξένο» της παγκοσμιοποίησης. Αναζήτηση της σιγουριάς στον πατερναλισμό των μονοδιάστατων αφηγήσεων και των ισχυρών ηγετών.

Μέσα σ’ αυτή την ενοχλητική,  συχνά αφόρητη για τον μέσο πολίτη, πολυσημία και αταξία της ζωής μας υπάρχει ένα και μόνο σταθερό και αδιαμφισβήτητο πεδίο. Η λειτουργία της Δημοκρατίας. Αυτή αποτελεί την μόνη μας κληρονομιά από τις πολιτικές κοινωνίες του παρελθόντος. Αυτήν οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού στις δύσκολες εποχές που διασχίζουμε.


3.1. Δημοκρατικός πολιτικός πολιτισμός: τα δικαιώματα  της μειοψηφίας και η νομιμοποίηση του αντιπάλου

 

Όπως όμως μας διδάσκουν πρόσφατες εξελίξεις που οδήγησαν στην  – δημοκρατική – ανάδειξη στην εξουσία ηγετών όπως ο Πούτιν, ο Τράμπ, ο Ερντογάν, ο Όρμπαν, οι Κατσίνσκι και στην ισχυρή εκλογική παρουσία της Μαρί Λεπέν, της Λέγκας του Βορρά  ή των αυστριακών και ολλανδών ακροδεξιών, η δημοκρατία κινδυνεύει από την ίδια την λειτουργία της και υπάρχουν πιθανότητες να καταρρεύσει από τα μέσα. Αυτό μπορεί να συμβεί εάν λησμονηθεί πως η ουσία της δημοκρατίας δεν έγκειται μόνον στην εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας αλλά κυρίως στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Εκεί ακριβώς κρίνεται η ποιότητά της.

Επειδή ακριβώς δημοκρατία σημαίνει πολυφωνία, προϋπόθεση άσκησής της είναι η αμοιβαία αποδοχή, εντός του πλαισίου της,  των άλλων φωνών. Η αμοιβαία αναγνώριση του δικαιώματος όλων, πλειοψηφούντων ή μειοψηφούντων,  να υποστηρίζουν και να πράττουν κάτι διαφορετικό. Η νομιμοποίηση της παρουσίας  τους στην πολιτική αρένα ως  ισότιμων μετόχων και ως νόμιμων δυνητικών διαχειριστών της εξουσίας. Η αντιμετώπισή τους ως αντιπάλων και όχι ως εχθρών. Η ανταγωνιστική συνύπαρξη και όχι η αμοιβαία καταστροφή.  Αυτά ακριβώς συγκροτούν ένα πολιτικό σύστημα ως σύστημα δημοκρατικών πολιτικών αξιών. Διαμορφώνουν τον, απολύτως απαραίτητο, δημοκρατικό πολιτικό πολιτισμό.

Σε πρόσφατο βιβλίο τους (How Democracies Die, Εκδ. Crown, 2018 ) οι καθηγητές της Πολιτικής Επιστήμης στο  Χάρβαρντ Steven Levitsky και  Daniel Ziblatt υποστηρίζουν ότι οι δημοκρατίες λειτουργούν καλύτερα, και γι’ αυτό επιβιώνουν περισσότερο, εκεί όπου πέραν των συνταγματικών εγγυήσεων εμπεδώνονται κατά την άσκηση της πολιτικής δύο βασικοί κανόνες:

  • η αμοιβαία ανοχή, δηλαδή η αποδοχή του πολιτικού ανταγωνιστή ως νομίμου αντιπάλου και διεκδικητή της εξουσίας, και
  • η αυτοσυγκράτηση δηλαδή η ιδέα ότι οι ασκούντες την διακυβέρνηση οφείλουν να αυτοπεριορίζονται κατά την άσκηση των θεσμικών τους προνομίων ασκώντας τα με μέτρο και χωρίς να τα χρησιμοποιούν ως εργαλείο εκλογικής επικράτησης.

Η διάβρωση των δημοκρατιών, υποστηρίζουν οι συγγραφείς,  αρχίζει όταν τα κόμματα συλλογικά και τα μέλη τους ατομικά αμφισβητούν τη νομιμότητα των αντιπάλων τους, δηλαδή το δικαίωμά τους  να μετέχουν στην πολιτική κονίστρα και να διεκδικούν την εξουσία. Όταν δηλαδή εγκαταλείπουν την ανεκτικότητα και υιοθετούν την στρατηγική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Άρα καταλήγουν να διεκδικούν την εξουσία  με οποιοδήποτε τρόπο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η  αποδυνάμωση των δημοκρατικών κανόνων επέρχεται όταν οι πολιτικές διαφορές μετατρέπονται σε υπαρξιακή σύγκρουση που τροφοδοτεί μια γενικευμένη πόλωση. Και αυτή η ακραία πόλωση, η διάβρωση δηλαδή του δημοκρατικού πολιτικού πολιτισμού,  μπορεί να σκοτώσει τις δημοκρατίες.


3.2. Αντιπροσωπευτική ή εξουσιοδοτική δημοκρατία;

 

Μια δεύτερη διάσταση των σύγχρονων δημοκρατιών που χρήζει αναστοχασμού είναι ο αντιπροσωπευτικός τους χαρακτήρας.

Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφικτή παρά μόνο σε περιορισμένα πληθυσμιακά και χωρικά μεγέθη. Η ελληνική πόλις υπήρξε η κοιτίδα της δημοκρατίας στο βαθμό που ήταν τεχνικά εφικτό οι πολίτες (κατ’ ακρίβεια οι ελεύθεροι άρρενες πολίτες) να συνέρχονται τακτικά σε συγκεκριμένο χώρο, την εκκλησία του δήμου, το βουλευτήριο,  να διαλέγονται, να διαβουλεύονται, να αποφασίζουν  και να δικάζουν γνωρίζοντας την ουσία των δημοσίων προβλημάτων και κατανοώντας τα βασικά τους διακυβεύματα.

Η «αμεσο-δημοκρατική» αυτή πρακτική διευκόλυνε εξ άλλου τον δημόσιο έλεγχο όσων αναλάμβαναν «αξιώματα». Στην ουσία τους τα δημόσια αξιώματα (ανατιθέμενα ενίοτε όχι με ψηφοφορία αλλά με κλήρωση) δεν αποτελούσαν εκχώρηση εξουσίας αλλά δεσμευτική εντολή εκπροσώπησης της κοινότητας σε λειτουργίες που δεν μπορούσαν να ασκηθούν συλλογικά. Ο αξιωματούχος (άρχων, στρατηγός) ήταν ο εντολοδόχος ενώ η κοινότητα, δηλαδή ο εντέλλων, είχε τεχνικά την δυνατότητα να ενημερώνεται συλλογικά επί των πεπραγμένων του και να τα αξιολογεί στις λεπτομέρειές τους. Η άμεση λογοδοσία διατηρούσε την σχέση μεταξύ κοινότητας – αξιωματούχου ως σχέση εντέλλοντος – εντελλομένου και δεν επέτρεπε την  μετατροπή της «αντιπροσώπευσης» σε «εξουσιοδότηση» δηλαδή σε εν λευκώ ανάθεση του δικαιώματος του αποφασίζειν και ενεργείν,  τύποις μεν εν ονόματι της κοινότητας αλλά στην πράξη ερήμην αυτής.

Η εκτατική και πληθυσμιακή διεύρυνση των δημοκρατικών πολιτειών, με την δημιουργία των εθνικών κρατών (και τώρα ακόμη περισσότερο, με το ευρωπαϊκό πείραμα), αναίρεσε την υλική – τεχνική βάση της άμεσης δημοκρατίας και κατέστησε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία μονόδρομο.  Ταυτόχρονα, η προϊούσα πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών και οικονομιών κατέστησε τα διακυβεύματα υπερβολικά τεχνικά και δυσνόητα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών μεταβολών μετέτρεψε την αντιπροσώπευση σε εξουσιοδότηση.

Τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, βάσει των οποίων το εκλογικό σώμα, θεωρητικά τουλάχιστον,  επιλέγει τους εκπροσώπους του και ταυτόχρονα τους κυβερνώντες,  είναι γενικευτικά και εν πολλοίς αόριστα. Αφήνουν συνεπώς πολύ μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στους αιρετούς. Στην πράξη οι αιρετοί ούτε λαμβάνουν δεσμευτική εντολή ούτε ελέγχονται από τον εντολέα τους (δηλαδή το εκλογικό σώμα) με βάση συγκεκριμένους – δηλαδή αναλυτικούς, χρονο-προγραμματισμένους και κοστολογημένους- στόχους.

Η δημοκρατία μετατρέπεται έτσι από «αντι – προσωπευτική» δηλαδή βασιζόμενη σε εντολή διαχείρισης της εξουσίας δεσμευτική επί του περιεχομένου των ενεργειών των εκπροσώπων, σε «εξουσιο-δοτική», δηλαδή σε εν λευκώ  εκχώρηση της εξουσίας και άσκησή της με πολύ μεγάλους, ενίοτε απεριόριστους, βαθμούς ελευθερίας. Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω με την άμεση διασύνδεση μεταξύ της νομοθετικής (και ελεγκτικής) και της εκτελεστικής  εξουσίας, όπου με βάση την (αναγκαία) αρχή της δεδηλωμένης το πλειοψηφούν στην βουλή κόμμα ασκεί την κυβέρνηση. Έτσι η εκτελεστική εξουσία ταυτίζεται με την πλειοψηφία της νομοθετικής εξουσίας και ο ελεγκτικός ρόλος της τελευταίας υποβαθμίζεται δραστικά.

Οι Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος και Λεωνίδας Χριστόπουλος  σημειώνουν στην μελέτη τους για την πολυνομία και κακονομία στην Ελλάδα (Εκδόσεις διαΝΕΟσις, 2017)  σχετικά με την «ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας  εις βάρος της νομοθετικής εξουσίας στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες»: Μέσω μονοκομματικών κυβερνήσεων ή συνεκτικών κυβερνήσεων συνασπισμού που ελέγχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η Βουλή, η οποία είναι ο συγκριτικά ανίσχυρος πόλος στο δίπολο Βουλή-Κυβέρνηση, καθίσταται ο εύπλαστος νομοθετικός βραχίονας της κυβέρνησης. Δεν ελέγχει τόσο την κυβέρνηση, όσο τη διευκολύνει να νομοθετεί. Η σχετική αδυναμία της Βουλής έναντι της κυβέρνησης είναι φαινόμενο που ανάγεται σε γενικότερες τάσεις του 20ού και 21ου αιώνα. Τέτοιες τάσεις, μεταξύ άλλων, είναι η ανάγκη ταχείας προσαρμογής των εθνικών κυβερνήσεων, με τη θέσπιση νέων ρυθμίσεων, στο δυναμικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ανοικτών οικονομιών, ο εξειδικευμένος και τεχνικός χαρακτήρας των προβλημάτων προς ρύθμιση, προς τον οποίο δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί ένα σώμα αντιπροσώπων χωρίς ειδικές γνώσεις το οποίο διαβουλεύεται, Γι’ αυτούς και άλλους λόγους, το ελληνικό και άλλα κοινοβούλια έχουν αποκτήσει εν μέρει ένα ρόλο περισσότερο διεκπεραιωτικό, παρά ουσιαστικό ως προς την παραγωγή ρυθμίσεων.

Γίνεται αντιληπτό ότι η μετάπτωση από την αντιπροσωπευτική στην εξουσιοδοτική εκδοχή της δημοκρατίας επηρεάζει την ουσία της άσκησής της και, μεταξύ άλλων, την βασική δικλείδα ασφαλείας λειτουργίας της που είναι η διάκριση των εξουσιών.

  1. Η αποφυγή του πειρασμού της πολυσυλλεκτικότητας: Προγραμματική σαφήνεια

Εκ των κεντρικών στοιχείων του δημοκρατικού πολιτισμού είναι ασφαλώς η διεκδίκηση άσκησης της εξουσίας και η, για τον σκοπό αυτόν, προσέλκυση της πλειοψηφίας των εκλογέων. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στις δημοκρατίες η άσκηση της εξουσίας δεν συνιστά αυτοσκοπό. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται παρά ως μέσο για την εφαρμογή εγκεκριμένων από την πλειοψηφία δημοσίων πολιτικών, με στόχο την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Είναι λοιπόν προϋπόθεση της δημοκρατίας η σαφής, και κατά το δυνατόν αναλυτική, χρονο-προγραμματισμένη και κοστολογημένη, διατύπωση του περιεχομένου των προτεινόμενων δημοσίων πολιτικών.

Κάθε σύγχρονο πολιτικό κόμμα χρειάζεται συνεπώς να αντισταθεί στον πειρασμό της πολυσυλλεκτικότητας νοούμενης ως προσπάθειας να προσελκυσθούν ψηφοφόροι πανταχόθεν, με αόριστες υποσχέσεις των πάντων στους πάντες. Μια πολιτική παράταξη που φιλοδοξεί να αποτελέσει δύναμη μεταρρύθμισης πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια το πρόγραμμά της. Να εξηγήσει ποιες ρήξεις και ποιες ανατροπές θα επιδιωχθούν, ποιοί θα επωφεληθούν από αυτές και ποιοί θα κληθούν πληρώσουν το κόστος. Διότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν κόστος οικονομικό αλλά και κοινωνικό, υπό την έννοια της ανατροπής κεκτημένων. Και ιδίως για ομάδες τα «κεκτημένα» των οποίων υποσκάπτουν το δημόσιο συμφέρον.

Κάθε δημοκρατική πολιτική παράταξη,  οφείλει να επιδιώκει την κατάκτηση της εξουσίας  πείθοντας την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ότι το συγκεκριμένο, κοστολογημένο και χρονο-προγραμματισμένο πολιτικό σχέδιό της  υπηρετεί καλύτερα τα ευρύτερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Δεν έχει νόημα να αναρριχάται στην εξουσία έχοντας μεν πείσει τους πάντες, αλλά τον καθέναν για κάτι διαφορετικό και αντιφατικό προς τις άλλες της υποσχέσεις. Δεν έχει νόημα να λέει στον καθένα αυτό που θέλει να ακούσει. Και ασφαλώς δεν έχει νόημα να προσπαθήσει να παραμείνει στην εξουσία με πελατειακές εξυπηρετήσεις. Το «δεν έχει νόημα» αναφέρεται βέβαια στο δημόσιο συμφέρον και στην χώρα συνολικά. Διότι η πολυσυλλεκτικότητα έχει βεβαίως νόημα για όσους αναμειγνύονται στην πολιτική με αποκλειστικό ζητούμενο την νομή της εξουσίας. Για όσους η εξουσία συνιστά αυτοσκοπό και η παραγωγή δημοσίων πολιτικών αναγκαίο μπελά, υποπροϊόν και πάρεργο της επικοινωνιακής και εκλογικής διαχείρισής της. Για όσους ζουν μέσα στην  – και από την- «πολιτικάντικη πολιτική».

  1. Πολιτικό μάρκετινγκ ή τεκμηριωμένες δημόσιες πολιτικές;

Αντικείμενο της πολιτικής διαδικασίας στις σύγχρονες δημοκρατίες πρέπει να είναι η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η μεγιστοποίηση του κοινού οφέλους μέσα από την επίλυση συλλογικών προβλημάτων και την αξιοποίηση συλλογικών ευκαιριών. Κατ’ αυτή την έννοια εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των ασκούμενων δημοσίων πολιτικών. Η πολιτική κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Ορθή πολιτική είναι το σύνολο των επιτυχημένων τομεακών δημοσίων πολιτικών ενώ λανθασμένη πολιτική είναι το άθροισμα των αποτυχημένων τομεακών πολιτικών.

Το πολιτικό παιχνίδι όμως δεν παίζεται, δυστυχώς, με αυτούς τους όρους. Η πολιτική επικοινωνία, το πολιτικό μάρκετινγκ, χρησιμοποιείται για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά οφέλη στο εκλογικό πεδίο ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων  στο πεδίο των εφαρμοσμένων τομεακών πολιτικών. Η πολιτική μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι με τους φόβους και τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος, σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων χωρίς μεγάλη επαφή με την πραγματικότητα των δημοσίων πολιτικών και των αποτελεσμάτων τους. Το πολιτικό μάρκετινγκ συγκρούεται ασφαλώς με την πραγματικότητα, όπως ακριβώς το μάρκετινγκ των αγαθών και υπηρεσιών. Και πολύ συχνά (μεσο-βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον) κερδίζει το μάρκετινγκ και όχι η πραγματικότητα. Η πολιτική ασκείται με στερεότυπα και συναισθήματα και όχι με τεκμηριωμένες προτάσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε επιτυχημένους πολιτικούς αλλά αποτυχημένες πολιτικές.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα τόσο το εγχείρημα όσο και τα ευρήματα της «Vote for Policies», μιάς βρετανικής διαδικτυακής πλατφόρμας πού ίδρυσε το 2010 ο Matt Chocqueel-Mangan και η οποία έκτοτε και  προ των εκάστοτε εκλογών διερευνά τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, όχι ως προς τα κόμματα αλλά ως προς τις προτεινόμενες από τα κόμματα δημόσιες πολιτικές. (Ένα ελληνικό ανάλογο είναι το Help Me Vote http://www.helpmevote.gr/, που ανέπτυξαν οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ιωάννης Ανδρεάδης και Θεόδωρος Χατζηπαντελής).

Στο Vote for Policies οι προτεινόμενες πολιτικές αντιγράφονται κατά λέξη από τα προγράμματα των κομμάτων  αλλά ταξινομούνται σε θεματικά πεδία (14 συνολικά: υγεία, εκπαίδευση, απασχόληση, φορολογία, ασφάλεια, συνταξιοδοτικό κλπ.) χωρίς να αναφέρεται η κομματική προέλευση κάθε πρότασης και κάθε θέσης. Οι ενδιαφερόμενοι δυνητικοί ψηφοφόροι καλούνται δηλαδή να επιλέξουν από κάθε θεματικό πεδίο τις προτάσεις χωρίς να γνωρίζουν από ποιο κόμμα προέρχονται. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων με βάση τις δημόσιες πολιτικές ήταν ριζικά διαφορετικές από εκείνες που εκφράσθηκαν στις κάλπες .

Ενδεικτικά παρουσιάζονται στο πίνακα που ακολουθεί τα αποτελέσματα για τις Βρετανικές εκλογές του 2017. Στην πρώτη στήλη παρατίθενται τα αποτελέσματα του Vote for Policies (390.400 συμμετέχοντες) και στην δεύτερη τα αποτελέσματα της κάλπης ενώ στις δύο επόμενες οι τομεακές δημόσιες πολιτικές όπου οι προτάσεις του  κάθε κόμματος προηγούνται (1η και 2η επιλογή).

 

Πίνακας

 

(*)Σε σύνολο 390.400 συμμετεχόντων στην έρευνα – Αναφέρονται εδώ μόνο τα βασικά κόμματα εθνικής εμβέλειας .  https://voteforpolicies.org.uk/survey/results/ke8YaXMTPdyncVuJu#/total-results)

(**) Πηγή: https://www.bbc.co.uk/news/election/2017/results

 

Από τον πίνακα προκύπτει ότι:

  • Οι μεν νικητές των εκλογών Συντηρητικοί (42,4%) έρχονται τελευταίοι από τα πέντε βασικά κόμματα ως προς τις προτιμήσεις στις προτάσεις πολιτικής τους αφού συγκέντρωσαν – επι 390.400 απαντήσεων – μόλις 16,5% των προτιμήσεων, ενώ καμία από τις τομεακές τους προτάσεις δεν πλειοψήφησε ως πρώτη προτεραιότητα και μόλις τρεις πλειοψήφησαν ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Αντίθετα οι Εργατικοί, δεύτεροι στις εκλογές με 40%, αναδεικνύονται πρώτοι σε προτιμήσεις προτάσεων πολιτικής με 24,1%, με τρεις από τις προτάσεις πολιτικής τους πλειοψηφικές ως πρώτη προτεραιότητα και επτά ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Οι Πράσινοι (Οικολόγοι) που στις εκλογές απέσπασαν μόλις 1,6% έρχονται δεύτεροι στις προτιμήσεις προτάσεων πολιτικής με 19,6% και πέντε από τις προτάσεις τους πλειοψηφικές ως πρώτη προτεραιότητα.
  • Ακολουθούν οι Φιλελεύθεροι που, ενώ στις εκλογές έλαβαν 7,4% των ψήφων, απέσπασαν το 19,3% των προτιμήσεων στις προτάσεις πολιτικής τους με τρείς εξ αυτών ως πρώτη προτεραιότητα και μία ως δεύτερη προτεραιότητα.
  • Τέλος, το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα UKIP, με 1,8% στις εκλογικές κάλπες, απέσπασε 19% στις προτάσεις πολιτικής του με τέσσερεις ως πρώτη προτεραιότητα και δύο ως δεύτερη προτεραιότητα των 390.400 πολιτών που συμμετείχαν στην έρευνα του Vote for Policies.

Με  βάση τα παραπάνω ευρήματα (με όλες τις μεθοδολογικές επιφυλάξεις που θα μπορούσε να έχει κανείς για την έρευνα του Vote for Policies,  το γεγονός ότι συμμετείχαν σε αυτήν περίπου 400.000 άτομα παρέχει εχέγγυα αντιπροσωπευτικότητας) νομιμοποιούμαστε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το γεγονός πως η πλειοψηφία των πολιτών ψηφίζει ένα κόμμα με τις πολιτικές προτάσεις του οποίου δεν συμφωνεί, σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι γίνονται θύματα συστηματικής επικοινωνιακής εξαπάτησης και η ψήφος τους υφαρπάζεται όχι με βάση τις πραγματικές προτιμήσεις τους αλλά με βάση επικοινωνιακές εντυπώσεις. Η «επιτυχημένη» εκστρατεία του Brexit με τα τερατώδη και προφανή ψεύδη επί των οποίων βασίστηκε επιβεβαιώνει το ως άνω συμπέρασμα.

Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως στις κοινοβουλευτικές εκλογές η επιλογή κόμματος επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως η ικανότητα διακυβέρνησης των υποψηφίων σχηματισμών. Σε αυτήν την βάσιμη, κατ’ αρχήν, οντολογική διαπίστωση  μπορούν  να διατυπωθούν δύο ενστάσεις, η πρώτη οντολογική και η δεύτερη δεοντολογική.

Πρώτον, η ικανότητα διακυβέρνησης είναι ένα μέγεθος για το οποίο οι εντυπώσεις παίζουν κομβικό ρόλο άρα είναι επικοινωνιακά χειραγωγήσιμο, μπορεί δηλαδή να διαμορφωθεί με βάση το κατάλληλο πολιτικο-εκλογικό μάρκετινγκ.

Δεύτερον, τίθεται ένα κομβικό ερώτημα: Επιλέγω «ικανότητα διακυβέρνησης» για την εφαρμογή ποιού προγράμματος; Ενός  προγράμματος με το οποίο το διαφωνώ; Αυτό θα ήταν δείγμα απόλυτου ανορθολογισμού. Ο μέσος πολίτης, το εκλογικό σώμα, δεν επιλέγουν όμως ανορθολογικά. Επιλέγουν ορθολογικά με βάση ανακριβή δεδομένα και με βάση γενικές αξίες («ορθολογισμός με βάση τις αξίες» κατά Weber) που αδυνατούν να συνδέσουν πρακτικά με μια πολύπλοκη πραγματικότητα.

Η απάντηση λοιπόν είναι «ψηφίζω ένα πρόγραμμα το οποίο αγνοώ και για το οποίο, τελικά, αδιαφορώ», διότι το  κυρίαρχο «μίγμα (πολιτικού) μάρκετινγκ» δεν το περιλαμβάνει, αφού εστιάζεται αποκλειστικά σε πρόσωπα και συνθήματα (και «κλαδικά ή τοπικά ρουσφέτια» θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα καθ’ ημάς).

Τελικά, μια πολιτική –προϊόν του εκλογικού μάρκετινγκ είναι μια πολιτική που αποβαίνει πάντοτε εις όφελος των επαγγελματιών του μάρκετινγκ, συνήθως υπερ των επαγγελματιών της πολιτικής, σπανίως όμως υπερ της κοινωνίας.

  1. Συνοψίζοντας: τι πολιτικούς οργανισμούς χρειαζόμαστε;

Δεν συζητήσαμε στο εκτενές αυτό σημείωμα επί του περιεχομένου της πολιτικής. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι εντός των δημοκρατικών κοινωνιών συγκροτούνται και συνυπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το δέον γενέσθαι – συχνά αντιδιαμετρικές. Η θέση του κάθε προσώπου και κάθε ομάδας στον καταμερισμό εργασίας και στην παραγωγή, ο χώρος εγκατάστασης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου, η ιστορική εμπειρία, αλλά και ψυχολογικές προδιαθέσεις  όπως η προτίμηση για την ασφάλεια και την σταθερότητα ή αντίθετα για το ρίσκο και τις αλλαγές, και άλλα συναφή, διαμορφώνουν τις πολιτικές αντιλήψεις, την πρόσληψη των προβλημάτων και τις προτιμήσεις για την μία ή την άλλη λύση. Η «οργανική ενότητα» του λαού είναι μια ρομαντική και εξωπραγματική αντίληψη. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι εσωτερικά διαφοροποιημένες και αντιφατικές. Για να αποκατασταθεί δε η «λειτουργική ενότητά» τους, προκειμένου να μην καταρρεύσουν, απαιτείται ειδική και διαρκής μέριμνα.

Αυτή η μέριμνα μας απασχόλησε εδώ. Με κεντρικό ερώτημα ποιές οι προϋποθέσεις ομαλής διεξαγωγής της πολιτικής διαδικασίας και των λειτουργιών διακυβέρνησης. Δηλαδή

(α) της συλλογικής ιεράρχησης των επι μέρους κοινωνικών προτεραιοτήτων,

(β) της διακρίβωσης της τεχνικής εφικτότητας της εφαρμογής τους και

(γ) της βέλτιστης κατανομής των συνολικά διαθέσιμων πόρων,

προκειμένου να διαμορφωθεί τελικά ένα μίγμα εφαρμοσμένης πολιτικής – δηλαδή ένα σύνολο συμμετοχικά επεξεργασμένων, συμφωνημένων και τεκμηριωμένων τομεακών πολιτικών – που να μεγιστοποιεί το συλλογικό όφελος.

Οι λειτουργίες αυτές αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και καθορίζουν την ποιότητα της δημοκρατίας, και κατ’ επέκταση τον βαθμό ευημερίας, δεδομένης κοινωνίας. Ουσιαστική προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκησή τους  είναι το να αναπτυχθούν τέτοιες μορφές πολιτικής και διακυβέρνησης  που να επιτρέπουν την ομαλή συνύπαρξη αλλά και κάποιους βαθμούς σύνθεσης ή εξισορρόπησης διαφορετικών ιδεών, υπό τον όρο ότι οι ιδέες αυτές εμπεριέχουν ως κοινό τόπο την ίδια την δημοκρατική διαδικασία.

Ως εργαλείο για την διασφάλιση των παραπάνω προϋποθέσεων απαιτούνται οργανισμοί  άσκησης πολιτικής και διακυβέρνησης. Όμως πολιτικοί οργανισμοί κατάλληλοι για τον 21ο αιώνα.

  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα διαφέρουν ριζικά από τα κόμματα «συγκεντρωτικού οπορτουνισμού» και πελατειακότητας όπως αυτά που γνωρίσαμε.
  • Πολιτικοί οργανισμοί «δημοκρατικής και συμμετοχικής αποτελεσματικότητας».
  • Πολιτικοί οργανισμοί που δεν θα περιορίζονται στο γνωστό τρίπτυχο μικροπολιτικής: ατάκες, συνθήματα και συναισθήματα.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα λειτουργούν προγραμματικά αναλύοντας, τεκμηριώνοντας, και συζητώντας δημόσια συγκεκριμένες – δηλαδή μετρήσιμες, χρονο-προγραμματισμένες και κοστολογημένες- δημόσιες πολιτικές.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα αντιπαρατίθενται μεταξύ τους σε σημεία ουσιαστικών πολιτικών διαφορών και δεν θα εφευρίσκουν  επικοινωνιακές διαφορές προς χάριν της αντιπαράθεσης.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα ασκούν προγραμματική και όχι δομική αντιπολίτευση.
  • Πολιτικοί οργανισμοί που θα αξιοποιούν νέες μορφές πολιτικής κινητοποίησης ανοίγοντας διαύλους προς την νέα γενιά που δυσπιστεί προς το παραδοσιακό «πολιτεύεσθαι».
  • Πολιτικοί οργανισμοί, τέλος, που θα παίζουν διαπαιδαγωγητικό ρόλο προς την κοινωνία καλλιεργώντας αξίες, εισάγοντας αρχές, αποκωδικοποιώντας απλουστεύοντας και καθιστώντας κατανοητές τις οικονομικές και κοινωνικές πολυπλοκότητες , δίνοντας σαφές ιδεολογικό και προγραμματικό στίγμα και αποφεύγοντας τον πειρασμό της υπέρμετρης πολυσυλλεκτικότητας (ναι σε όλα, τα πάντα στους πάντες) που ακυρώνει την πολιτική.

Ο ρόλος των πολιτικών οργανισμών είναι κομβικός για την ποιότητα της δημοκρατίας και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης. Αποτελούν το μοναδικό όπλο της κοινωνίας κατά της ανεξέλεγκτης οικονομικής ισχύος και της αυθαιρεσίας. Αποτελούν επίσης το βασικό μέσο διαμόρφωσης του ίδιου του  πολιτικού συστήματος. Αν δεν μπορέσουμε να συγκροτήσουμε  νέες μορφές πολιτικών οργανισμών, νέους τύπους κομμάτων, δεν θα κατορθώσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο άσκησης πολιτικής. Θα περιοριστούμε τότε στο να αναπαράγουμε το κακό παρελθόν μας. Εις βάρος του μέλλοντός μας.

Θεόδωρος Ν. Τσέκος

Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης – ΤΕΙ Πελοποννήσου   

Δημοσιεύεται και στον διαδικτυακό τόπο, Public Policies Greece – Όμιλος για την Μελέτη των Δημοσίων Πολιτικών στην Ελλάδα: Κείμενα και σχόλια για την άσκηση (δημόσιας) πολιτικής στην Ελλάδα.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Το κοινωνικό κράτος στα Συντακτικά Κείμενα του Άργους και της ευρύτερης περιοχής του κατά την περίοδο 1821-1832. Γεώργιος Δημ. Μάρδας, Λέκτορας Πανεπιστήμιου Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών. Πρακτικά Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», 5-7 Νοεμβρίου 2004, Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός», Άργος, 2009.  


 

Από την ψήφιση του Συντάγματος (01-01-1822), υπό της Πρώτης Γενικής Εθνικής Συνέλευσης, που συνήλθε στη Νέα Επίδαυρο (Πιάδα), μέχρι την επικύρωση της εκλογής του Όθωνα ως μονάρχη της Ελλάδας (27-07-1832) υπό  της Τετάρτης κατά συνέχεια Γενικής Εθνικής Συνέλευσης, [Η εν Προνοία κατ’επανάληψιν Δ’ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις] που συνήλθε στο Ναύπλιο (Πρόνοια), συνήλθαν έξι Γενικές Εθνικές Συνελεύσεις και εψηφίσθησαν τέσσαρα πολιτειακά κείμενα (πολιτεύματα ή συντάγματα). Οι πέντε από τις ως άνω έξι Συνελεύσεις άρχισαν τις εργασίες τους από το Άργος.

 Η ιστορία της περιοχής του Άργους, ο πολιτισμός του, καθώς και η γεωγραφική του θέση έγιναν ο πόλος έλξης του επαναστατικού ελληνισμού για την πραγματοποίηση των Εθνικών Συνελεύσεων, που είχαν ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση τριών σημαντικών Συνταγμάτων, που αποτέλεσαν πηγές όσον αφορά στην κοινωνικο-οικονομική διάστασή τους για επόμενα ελληνικά και ξένα Συντάγματα.

 Τα τρία αυτά επαναστατικά Συντάγματα της ευρύτερης περιοχής του Άργους, μαζί με το Σύνταγμα του Άστρους (13-04-1823), αποτελούν τα πρώτα πολιτειακά ελληνικά κείμενα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, που προβλέπουν τη διασφάλιση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και την ίδρυση του κοινωνικού κράτους δικαίου.

 

Α. Η έννοια και το περιεχόμενο του κοινωνικού κράτους

 

Η αρχή του κοινωνικού κράτους

 

Η αρχή του κοινωνικού κράτους μπορεί να αναγνωσθεί, έμμεσα, στο κείμενο του Συντάγματος του 1864 και ειδικότερα στη σχετική διάταξη, που αναγνωρίζει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι. Αλλά και πριν από τη δημοσίευση του Συντάγματος αυτού, μπορεί να βρει κανείς στοιχεία και διατάξεις κοινωνικού χαρακτήρα σε διάφορα ελληνική πολιτειακά κείμενα. Η πρώτη ασφαλώς παρόμοια διάταξη είναι αυτή του Σχεδίου Συντάγματος του Ρήγα Βελεστινλή με τίτλο «Νέα Πολιτική Διοίκηση», γνωστού και ως «Πολίτευμα του Ρήγα». Το κείμενο αυτό, βέβαια, ήταν βαθειά επηρεασμένο από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Χαρακτηριστική δε διάταξη του εν λόγω Σχεδίου, αναφορικά με τα κοινωνικά δικαιώματα, είναι αυτή του άρθρου 21: «αι δημόσιαι αναδρομαί και ανταμοιβαί είναι ιερόν χρέος της πατρίδος …».

Γενικότερα, το κράτος δικαίου είναι έννοια ιστορικο-πολιτική και δεν σημαίνει «κράτος δικαίου», αλλά παράβαση και περιορισμό, κυρίως, της εκτελεστικής λειτουργίας.

Το κράτος δικαίου, με την παραπάνω έννοια, θεωρείται εκείνο το σύστημα στο οποίο οι φορείς της κρατικής εξουσίας περιορίζονται από το νόμο, ως προς τις σχέσεις τους με τους διοικούμενους, των οποίων, κατ’ αυτό τον τρόπο, διασφαλίζεται αποτελεσματικώς τόσο η νομική θέση τους όσο και η ελευθερία τους. 1

Αρρήκτως συνδεδεμένη με την έννοια του κράτους δικαίου είναι και η αρχή της νομικής ισότητας. 2 Βασικό στοιχείο της νομικής ισότητας, της οποίας το καλύπτον αυτήν υπερσύνολο θεωρείται η κοινωνική ισότητα, είναι η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου. Η μορφή αυτή της νομικής ισότητας ονομάζεται και ισότητα δικαιωμάτων. Υπάρχει όμως και η μορφή της ισότητας του νόμου, που καλείται και ισονομία ή ισότητα δικαίου. 3

 

Ludwig Michael von Schwanthaler. Η Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο. Απεικονίζεται η στιγμή της ορκωμοσίας των πληρεξουσίων μπροστά στο «Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος» (1η Ιανουαρίου 1822). Τοιχογραφίες του Μεγάρου της Βουλής, αίθουσα των Υπασπιστών, βόρειος τοίχος.

 

Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου

 

Κατά το δέκατο ένατο αιώνα, η αμφισβήτηση της οριοθέτησης του νομικού και κοινωνικού περιεχομένου της ελευθερίας και της ισότητας οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι η ουσιαστική άσκηση των δύο αυτών ατομικών δικαιωμάτων, προϋποθέτει την ύπαρξη του κοινωνικού κράτους δικαίου. Στη δικαιϊκή αυτή κρατική μορφή, το κράτος δεν είναι πλέον νυκτοφύλακας του φιλελευθερισμού, αλλά περιλαμβάνει ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων με σκοπό να καταστήσει ουσιαστική την ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτών στην κοινωνική και οικονομική πολιτική.

Συνακολούθως, το νέο κοινωνικό κράτος ολοκληρώνεται με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, που εστιάζεται στην πολιτική ισότητα των διοικουμένων, μέσω της επιδίωξης της κοινωνικής ισότητας. Σε τελευταία ανάλυση, η ως άνω αρχή κάνει αποδεκτή την ενότητα κράτους και κοινωνίας και αφήνει περιθώρια για μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και ευρύτερη κοινωνικοποίηση της κρατικής εξουσίας. 4

Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου αποκτά το πλήρες νοηματικό της περιεχόμενο, κατ’ αρχήν, μέσω της αλληλοτροφοδότησής της με τη δημοκρατική αρχή, αλλά και μέσω της εξομάλυνσης της σύγκρουσής της με τη δικαιοκρατική αρχή.

Έτσι, η αρχή του κοινωνικού κράτους λειτουργεί ως θεμέλιο για τη συναγωγή «κοινωνικών δικαιωμάτων», που δεν κατοχυρώνονται ρητά στο κείμενο του Συντάγματος. Όμως, ταυτοχρόνως, συμβάλλει και στην απόκρουση της παραδοσιακής προσέγγισης των κοινωνικών δικαιωμάτων ως ατελών ή λιποβαρών κανόνων.

Κατά την παραδοσιακή συσταλτική και εθνοκεντρική θέωρηση της Κοινωνικής Αρχή, είναι δεδομένη η αντίληψη, ότι η αρχή του κοινωνικού κράτους έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο τις κρατικές παρεμβάσεις, που αποσκοπούν στην αναδιανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, μέσω παροχών σε είδος, σε χρήμα ή σε υπηρεσίες. Αυτή η προσέγγιση προσδίδει στην Αρχή του Κοινωνικού Κράτους μία εξαιρετικώς ισχνή κανονιστική σημασία και ένα περιοριστικό πεδίο αξιοποίησης στο πλαίσιο των σύγχρονων μεταβολών του πολιτειακού φαινομένου. 5

 

Κοινωνικά δικαιώματα και κοινωνικό κράτος δικαίου

 

Ο νομικός μοχλός λειτουργίας και ισορροπίας του κοινωνικού κράτους δικαίου είναι τα κοινωνικά δικαιώματα. Ως κοινωνικά δικαιώματα εννοούμε εκείνα με τα οποία αναγνωρίζονται στα άτομα ορισμένες εξουσίες, με σκοπό την απαλλαγή τους από την κοινωνική και οικονομική απαξίωση και την εξασφάλιση της ευημερίας τους. Παρατηρούμε, ότι τα κοινωνικά δικαιώματα συναρτώνται με το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου. Πράγματι η θέσπιση και η υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων συνδέεται με τη βασική αρχή της ισότητας, καθόσον αποβλέπει στην αποκατάσταση της διαταραχθείσας κοινωνικής ισότητας (ή ισότητας των ευκαιριών δράσης και απολαυών) των πολιτών. 6

Στις θεσμοθετημένες συνταγματικές διατάξεις υπάρχει πλήρης και εξαντλητική σύνδεση των κοινωνικών δικαιωμάτων με τις θετικοποιημένες συνταγματικές αξίες, όπως είναι η ανθρώπινη αξία, η δημοκρατική αρχή, η ισότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη.

Το αγώγιμο των αξιώσεων είναι το μείζον πρόβλημα για την πλήρη εξομοίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων προς τα ατομικά δικαιώματα, δηλαδή προβάλλεται, ερμηνευτικώς, ότι τα κοινωνικά δικαιώματα διαφοροποιούνται έντονα από την κατηγορία των ατομικών δικαιωμάτων, καθόσον τα πρώτα δεν έχουν νομική δεσμευτικότητα, ενώ τα δεύτερα εμφανίζουν το νομικό αυτό χαρακτηριστικό σε υψηλό βαθμό.

Ακόμη και όταν τα κοινωνικά δικαιώματα προβάλλουν ως εξαναγκαστοί κανόνες δικαίου, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν αγώγιμες αξιώσεις κατά του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού τόσο το κανονιστικό περιεχόμενό τους είναι ασταθές και αβέβαιο, όσο και ο προσδιορισμός τους εξαρτάται από τη δοθείσα εξειδίκευση του κοινού νομοθέτη. 7

Β. Προλεγόμενα αναφορικώς με τα ελληνικά πολιτειακά κείμενα και το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, κατά την περίοδο 1821 – 1832

Η μελέτη και ανάλυση των συνταγματικών κειμένων μεταφράζεται σε αντίστοιχη εμβάθυνση της κρατικής εξουσίας. Είναι απαραίτητο δηλαδή να γνωρίζουμε την ιστορική πορεία της συγκρότησης και της άσκησης της κρατικής εξουσίας. Αυτό σημαίνει, ότι sine qua non προϋπόθεση για οποιαδήποτε σχετική έρευνα είναι η ύπαρξη κράτους.

Κατ’ αρχήν, η ύπαρξη του κράτους αρχίζει από της έκδοσης της σχετικής πράξης διεθνούς αναγνώρισης αυτού. Η ύπαρξη όμως του σύγχρονου ελληνικού κράτους πιστοποιείται από το γεγονός της δημιουργίας και επιβολής μίας νέας οργανωμένης εξουσίας με χαρακτηριστικά στοιχεία τον προσδιορισμένο εδαφικό χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το αυτοδύναμο της εξουσίας και το ελληνικό στοιχείο του πληθυσμού. Συνακολούθως, η τεκμηριωμένη ερμηνεία των συνταγματικών θεσμών, της λειτουργίας τους και της εξελικτικής διαφοροποίησής τους, επιτυγχάνεται στο μέτρο, που η ιστορία των πολιτευμάτων συσχετίζεται με την εν γένει εθνική ιστορία και την κοινωνικοπολιτική εξέλιξη της χώρας.

Το Σύνταγμα δεν υιοθετεί μία αξιόλογη ουδέτερη τάξη, εφόσον οι αρχές, που τυποποιούνται σε αυτό, αντικατοπτρίζουν, όπως καταδεικνύεται από την πράξη, τις κυρίαρχες, κοινωνικώς, αντιλήψεις και συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος. 8

Γ. Η κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας κατά την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο. Οι πολιτειακές αντιλήψεις των Ελλήνων.

Πριν από το 1821, είχαν διαμορφωθεί τα τοπικά θεσμικά πρότυπα της τοπικής παράδοσης και του κοινωνικού δικαιϊκού συστήματος. Τα πρότυπα, αυτά, χωρίς αμφιβολία, δέχθηκαν την επίδραση της ξένης νομοθεσίας. Έτσι, τα τυπικά επαναστατικά πολιτεύματα προσαρμόσθησαν στις, κατά περιοχές, ελληνικές συνήθειες και ανάγκες και έλαβαν υπόψη τους το θεσμικό πλαίσιο, που ίσχυε κατά την προεπαναστατική περίοδο και που οπωσδήποτε είχε ολιγαρχικό χαρακτήρα.

Πορτραίτο του Ιωάννη Καποδίστρια, πριν το 1836, αποδίδεται στην Ελβετίδα ζωγράφο Amélie Munier-Romilly (1788 – 1875). Bibliothèque de Genève.

Είναι γεγονός, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των πολεμικών διενέξεων και ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία των Ιωάννου Καποδίστρια (27-09-1831) και μέχρι την 14-04-1832, ότε και εκδόθηκε ψήφισμα της Γερουσίας για την τετάρτη κατά συνέχεια Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση, στον ελληνικό χώρο επικρατούσε αναρχία, ληστείες στην ύπαιθρο και απειθαρχία των στρατιωτικών δυνάμεων προς την Κυβέρνηση.

Κατά τον Β. Φίλια, τα κυρίαρχα κοινωνικά τμήματα του ελληνισμού, που είχαν επικρατήσει στην προεπαναστατική εποχή, εξακολούθησαν και κατά τη διάρκεια της επανάσταση να ισχυροποιούν τη θέση τους σε νευραλγικούς τομείς, όπως ήταν η ναυτιλία και το εμπόριο.

Τους κοινωνικούς αυτούς συσχετισμούς θέλησε ο Κυβερνήτης Καποδίστριας να τους ανατρέψει, αφού προηγουμένως είχε προβεί σε μία πλήρη καταγραφή και αναλυτική διερεύνηση των αιτίων της κοινωνικής διαφορετικότητας και αυθαιρεσίας.

Η επιχειρηθείσα από τον Κυβερνήτη συγκρότηση ενιαίας διακυβέρνησης, δηλαδή συγκεντρωτικού κράτους, κατ’ αρχήν έδωσε τη δυνατότητα να ασκηθεί συντονισμένη νομοθετική κρατική πολιτική σε διάφορους τομείς (στρατιωτικό, οικονομικό, κοινωνικό). 9 Αλλά ήταν δύσκολο να υιοθετηθούν ουσιαστικές δομικές μεταβολές κοινωνικού χαρακτήρα. Και αυτό ήταν ιδιαίτερα επίπονο και περίπλοκο κατά τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης του Καποδίστρια (1830 – 1831), κατά οποία η αντίδραση του κατεστημένου στα νέα πολιτικά οράματα ήταν οξεία και πολυσχιδής.

Και όπως καταγράφει ο Καθηγητής Νικόλαος Πανταζόπουλος, η αύξουσα δημοτικότητα του Καποδίστρια, η αποστροφή του προς τους Κοτσαμπάσηδες, τους οπλαρχηγούς και τους Φαναριώτες, καθώς και η προσπάθειά του να επιβάλει το Κράτος του Νόμου, συνετέλεσαν στη γέννηση μίας άγονης και εθνικώς επιζήμιας αντιπολίτευσης.

Πράγματι, στην επαναστατημένη Ελλάδα, η κοινωνική κατηγορία των προκρίτων, των αρχιερέων, των φιλικών, των οπλαρχηγών, των νεοφερμένων φαναριωτών και γενικότερα των Ελλήνων του εξωτερικού, στην προσπάθειά της να υπερασπίσει τη θέση της εν όψει της ανάγκης για πολιτειακή οργάνωση, ήλθε σε προστριβές, μερικές φορές με προσωπικό ή τοπικό χαρακτήρα, με τους υπερασπιστές του παλαιού κοινοτικού θεσμού, ο οποίος είχε συνηθίσει τους Έλληνες στην αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων τους με ένα σύστημα αντιπροσωπευτικό, στο οποίο είχαν δικαίωμα, κατά ένα τρόπο, να μετέχουν όλοι. 10

Δ. Συσχετίσεις και κριτική των ελληνικών επαναστατικών συνταγματικών κειμένων και των προτάσεων των γενικών εθνικών συνελεύσεων της Ελλάδας κατά την περίοδο 1821 – 1832. Νομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους.

Είναι αυτονόητο, ότι, αμέσως μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, άρχισε να επιδεινώνεται το ήδη κλονισμένο νομικό καθεστώς. Αυτή η νομική αβεβαιότητα, από τους πρώτους μήνες της επανάστασης, προκάλεσε την ανάγκη ρύθμισης του δημιουργηθέντος νομικού χάους. Τη διεκπεραίωση του επίπονου και πολυσχιδούς αυτού έργου την επωμίσθησαν δέκα έξι επαναστατικές συνελεύσεις και προσωρινές ή τακτικές Κυβερνήσεις.

Τα πολιτειακά κείμενα (πολιτεύματα), που συντάχθηκαν κατά τους πρώτους μήνες της ελληνικής Επανάστασης και ως την άφιξη του Ι. Καποδίστρια, ήταν οι Τοπικοί Οργανισμοί, με χαρακτήρα τοπικό και τα Γενικά Πολιτεύματα, που είχαν ευρύτερο χαρακτήρα, καθόσον αφορούσαν στην όλη επαναστατημένη και επαναστατικώς ελεύθερη πλέον χώρα. 11

 

Πολιτεύματα τοπικής ισχύος

 

Πριν ιδρυθεί, όμως, το νεότερο επαναστατικό ελληνικό κράτος και πριν από την ψήφιση του πρώτου γενικής ισχύος πολιτεύματος του αγωνιζόμενου έθνους, είχαμε τα εξής πολιτειακού χαρακτήρα κείμενα:

  • Τρία Συντάγματα των Ιονίων Νήσων με ολιγαρχική υφή. Ήταν αυτά των ετών 1800, 1803 και 1817. Το Σύνταγμα του 1803, μάλιστα, είχε εμφανώς επηρεασθεί από την αστική φιλελεύθερη ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης.
  • Το «Στρατοπολιτικό Σύστημα» της Σάμου του έτους 1821.
  • Η Διακήρυξη της Μεσσηνιακής Γερουσίας στην Καλαμάτα, η σύσταση της οποίας έγινε την 25-03-1821. Η Διακήρυξη αυτή απευθύνθηκε προς τις τότε ευρωπαϊκές Αυλές και θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως την πρώτη προσπάθεια στοιχειώδους κρατικής οργάνωσης των απελευθερωμένων ελληνικών περιοχών. 12 Πάντως στη Τοπική Συνέλευση, που ενέκρινε την ως άνω Διακήρυξη, επικρατούσαν φεουδαρχικές αντιλήψεις και ταυτοχρόνως ένας άκρατος τοπικισμός.
  • Η Πράξις της Συνελεύσεως, η οποία συνήλθε στη Μονή Καλτελών την 26-05-1821.Ο νέος πολιτικός Οργανισμός ήταν προϊόν ολιγαρχικής αυθαιρεσίας και, κυρίως, εξέφραζε την ιδεολογία και τα συμφέροντα των προεστών. 13
  • Ο Γενικός Οργανισμός της Πελοποννήσου, ο οποίος συντάχθηκε στην Επίδαυρο τον Ιούλιο του 1821 και ψηφίσθηκε τον Αύγουστο του ίδιου έτους από τη Σύνοδο της Ζαράκωβας.
  • Ο Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος, το οποίο εψήφισε η Συνέλευσις της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος την 09-11-1821, που συνήλθε στο Μεσολόγγι. Στη Συνέλευση αυτή συμμετείχαν τριάντα τρεις αντιπρόσωποι υπό την προεδρία του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ο εν λόγω Οργανισμός ήταν η βάση της περαιτέρω οργάνωσης της «προσωρινής Διοικήσεως».
  • Η Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Πρόκειται, ίσως, για το πιο σημαντικό, από πλευράς πληρότητας, τοπικό πολίτευμα, το οποίο ψηφίσθηκε την 15-11-1821 στα Σάλωνα (σημερινή Άμφισσα) από τη Συνέλευση εβδομήντα αντιπροσώπων.
  • Ο Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας, που υπογράφηκε στο Άργος και ψηφίσθηκε στη Νέα Επίδαυρο την 27-12-1821 από Συνέλευση είκοσι τεσσάρων προκρίτων, υπό την προεδρία του Δημητρίου Υψηλάντη. 14 Ο τελευταίος μάλιστα, όταν ήλθε στα Βέρβενα, μετά τη ψήφιση του Γενικού Οργανισμού της Πελοποννήσου (Αύγουστος 1821), εισηγήθηκε να θεσπισθεί νέος Γενικός Οργανισμός, ο οποίος θα αποτελούσε τον καταστατικό χάρτη της Πελοποννήσου.

Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στα εξεταζόμενα τοπικά πολιτεύματα και το Προσωρινό Πολίτευμα της Νήσου Κρήτης, που ψηφίσθηκε στους Αρμένους της Κρήτης και από τη Συνέλευση των Αρμένων, την 20-05-1822, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος την 01-01-1822.

Εκείνο που χαρακτηρίζει τα τοπικής ισχύος πολιτεύματα, με στενή ή ευρύτερη έννοια, είναι το γεγονός ότι εψηφίσθησαν από αντίστοιχες τοπικές Συνελεύσεις, των οποίων η σύνθεση αναφερόταν στους προεστούς, τους ανώτερους κληρικούς και τους οπλαρχηγούς. Ο αποκεντρωτισμός και η τοπική διοίκηση, με φιλελεύθερη βάση, ήταν στοιχεία, που φανέρωναν των τοπικό και προσωρινό χαρακτήρα των προτεινόμενων πολιτευμάτων, αλλά, ταυτοχρόνως, η μελλοντική θεσμική κατοχύρωση της Κεντρικής Διοίκησης ήταν η συνισταμένη όλων των ως άνω συντακτικών κειμένων.

Τελικώς, οι Τοπικοί Οργανισμοί της Πελοποννήσου, της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, διατηρήθησαν σε ισχύ μέχρι τον Απρίλιο του 1823, ημερομηνία κατά την οποία η Β΄ Εθνική Συνέλευση, η οποία είχε συνέλθει στο Άστρος την 29-03-1823, τους κατήργησε, για να υποκατασταθούν από τη γενική περιφερειακή οργάνωση του ενιαίου κράτους.

 

Β. Γενικά πολιτεύματα καθολικής ισχύος και οι σχετικές συνελεύσεις και διακηρύξεις τους κατά την περίοδο 1821- 1832.

 

 Το σύνταγμα της Επιδαύρου της 01-01-1822

 

Την 01-12-1821, όπως γράφουμε παραπάνω, συγκλήθηκε η νέα Εθνική Συνέλευση είκοσι τεσσάρων πελοποννησίων πληρεξουσίων στο Άργος. Η Συνέλευση αυτή άρχισε τις εργασίες της την 14-12-1821.

Επειδή όμως ήδη απελευθερώθηκε η Πελοπόννησος, τα νησιά του Αιγαίου, που ήταν πλησίον αυτής, καθώς και η Νότια Στερεά Ελλάδα, αλλά και εκ του γεγονότος ότι προκλήθηκε σχίσμα μεταξύ των νησιωτών και μωραϊτών, και ως εκ τούτου τα πνεύματα στο Άργος να είναι οξυμένα, έγινε δεκτή η πρόταση ώστε η νέα Συνέλευση να συγκληθεί, την 20-12-1821, στη Νέα Επίδαυρο (Πιάδα), πλησίον της Παλαιάς Επιδαύρου, με κύριο σκοπό την ψήφιση ενιαίου Πανελληνίου Οργανισμού. Οι εργασίες της Πρώτης Εθνικής Συνέλευσης άρχισαν την 22-12-1821. Τα μέλη της Συνέλευσης ήταν πενήντα εννέα παραστάτες (πληρεξούσιοι) των τριών ως άνω απελευθερωμένων περιοχών. Βεβαίως, οι συμμετέχοντες παραστάτες δεν εξελέγησαν αμέσως από το λαό βάσει εκλογικού νόμου· είχαν όμως ορισθεί σύμφωνα με ένα ενιαίο σύστημα από τοπικές Συνελεύσεις ή τοπικούς προκρίτους.

Η Πρώτη Εθνική Συνέλευση ανέθεσε σε δωδεκαμελή Επιτροπή τη σύνταξη κειμένου για τον «διοργανισμόν της Εθνικής Βουλής». Πράγματι, η εν λόγω Επιτροπή, την 01-01-1822, υπέβαλε το κείμενο του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος», δηλαδή το Σύνταγμα της Επιδαύρου. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος θα γράψει αργότερα, την 29-08-1822, προς τον Δημήτριο Υψηλάντη: «Ως Έλλην πολίτης έχω τη γνώμη, ότι το πολίτευμα τούτο έχει και καλά  και κακά».

Την ίδια συμβολική ημερομηνία 01-01-1822, η Συνέλευση προέβαινε σε πανηγυρική Διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας, που δημοσιεύθηκε την 15-01-1822. Στην εν λόγω Διακήρυξη προβάλλεται ως σκοπός την Επανάστασης, που ήταν όχι μόνον, απλώς, η εθνική αποκατάσταση, αλλά και η εξασφάλιση των φυσικών δικαίων του ανθρώπου, ενώ παραλλήλως δικαιολογείται και αυτή η ίδια η επανάσταση. Ο πόθος των ελλήνων, για διοίκηση με νόμους δικαίου, για κατάργηση της δουλείας, για ισονομία πολιτών και για ίδρυση μίας ενιαίας έννομης και εθνικής Διοίκησης, ήταν έντονα εύγλωττος στις γραμμές του κειμένου της Διακήρυξης.

Νικόλαος Ν. Σαρίπολος, «Η πρώτη Εθνοσυνέλευσις και το πολίτευμα της Επιδαύρου του 1822», Αθήνα 1907. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.

Το συνταγματικό κείμενο του Πολιτεύματος της Ελλάδος και ειδικότερα των δύο πρώτων τμημάτων αυτού έχει οπωσδήποτε επιδράσεις, αν όχι απομιμήσεις, τόσο από τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης του 1789, όπως αυτές διατυπώνονται στη Γαλλική επαναστατική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, (άρθρα 1,6,13 και 17), καθώς και στα γαλλικά συντάγματα του 1793 και 1795, όσο και από το πνεύμα του Συντάγματος της 17-09-1787 των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» θεωρείται και αντιαπολιταρχικό και φιλελεύθερο. Γενικώς, όμως, στη διατύπωση των 110 άρθρων του θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μία προσεκτική συντηρητική γραφή για θέματα με αμφίσημο νόημα και αυτό για να μην έλθει σε άμεση σύγκρουση και συνακολούθως να μη προκαλέσει δυσφορία στις μεγάλες Αυλές των τότε «Προστάτιδων» δυνάμεων. 15

Η ισότητα νόμου ή ισονομία εμφανίζεται στο άρθρο 2 (παράγρ. β΄): «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισιν Έλληνες και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων». Βεβαίως, τη δυνατότητα της απόλαυσης των πολιτικών δικαιωμάτων, χωρίς διάκριση, την έχουν μόνον αυτοί που πιστεύουν «εις Χριστόν».

Στα επόμενα άρθρα 3 (παραγρ. γ΄) και 4 (παραγρ. δ΄) διατυπώνεται η αρχή της ισότητας ενώπιον του Νόμου ή αλλοιώς της ισότητας δικαιωμάτων.

Συγκεκριμένα στο άρθρο 3 (παραγρ. γ΄) αναγράφεται: «όλοι οι Έλληνες εσίν όμοιοι ενώπιον των Νόμων άνευ τινός εξαιρέσεως ή βαθμού ή κλάσεως ή αξιώματος», ενώ στο άρθρο 4 (παραγρ. δ΄) επιτάσσεται: «όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν ή παροικήσωσιν εις την Επικράτειαν της Ελλάδος, εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονες κατοίκους ενώπιον των Νόμων».

Οι διατάξεις και των δύο αυτών άρθρων είναι πρωτοποριακές με χαρακτηριστικό στοιχείο την κοινωνική ευαισθησία. Ειδικότερα, το άρθρο 4 (παραγρ. δ΄), εισάγει μια πρωτόγνωρη και υποδειγματική δημοκρατική αρχή, που αφορά στην ισότητα των δικαιωμάτων. Απέναντι στο Νόμο είναι «όμοιοι» όλοι οι κάτοικοι ή πάροικοι στην Ελληνική Επικράτεια, χωρίς κριτήρια κοινωνικής διαφορετικότητας και μάλιστα ρατσισμού.

Το «ιερό χρέος», όπως εννοείται στο άρθρο 21 της Νέας Πολιτικής Διοίκησης του Ρήγα Βελεστινλή, επηρέασε, αρχικώς, το Σύνταγμα της Επιδαύρου [άρθρα 107 (παραγρ. ρ ζ΄) και 109 (παραγρ. ρ θ΄)] και αργότερα το Σύνταγμα του Άστρους [ (άρθρα 86 (παραγρ. π 5) και 90 (παραγρ. 3)], καθώς και το Σύνταγμα της Τροιζηνίας (άρθρα 147 και 148).

Έτσι, στο άρθρο 107 (παραγρ. ρζ΄) του Συντάγματος της Επιδαύρου ορίζεται: «Η Διοίκησις χρεωστεί παντοιοτροπίας να περιθάλψει τας χήρας και τα ορφανά των φαινομένων εις τον υπέρ Πατρίδος πόλεμον».

Επίσης, στο άρθρο 109 (παραγρ. ρθ΄) του ίδιου Συντάγματος αναφέρεται: «Οφείλει η Διοίκησις, μετά την αποκατάστασιν των Ελληνικών πραγμάτων να αντιβραβεύσει όλους όσοι συνεισέφερον, και συνεισφέρουσιν άχρι τέλους ες θεραπείαν των χρηματικών χρειών της Ελλάδος, και να ανταμείψη τους προφανώς υπέρ αυτής δυστυχήσαντας».

Στο ίδιο πνεύμα και με την ίδια φραστική διατύπωση επαναλαμβάνονται οι σχετικές διατάξεις και στα επόμενα Συντάγματα του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827).

Μάλιστα η διάταξη του άρθρου 109 / ρθ΄ του Συντάγματος της Επιδαύρου επαναλαμβάνεται σχεδόν η ίδια στο άρθρο 90 του Συντάγματος του Άστρους.

Εξάλλου, είναι γνωστή η αρχή στην οικονομική επιστήμη της διανομής του παραγομένου εισοδήματος 16 σε μία χώρα, κατά την οποία το ποσοστό της συμμετοχής του εργαζομένου και κατ’ επέκταση κάθε μονίμου κατοίκου εξαρτάται από διάφορα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται με ένα θεσμικό πλαίσιο, που αντανακλά περαιτέρω την ιδεολογία, τη φιλοσοφία, τις κοινωνικές αντιλήψεις, τις θρησκευτικές δοξασίες και πολιτικές επιλογές των κυβερνώντων και γενικότερα της άρχουσας και ισχυρότερης κοινωνικής κατηγορίας.

Στην κατεύθυνση αυτή της δικαίας κατανομής του εισοδήματος, θετικώς και για πρώτη φορά, το Σύνταγμα της Επιδαύρου ορίζει στο άρθρο 8 (παραγρ. η΄): «Όλαι αι εισπράξεις πρέπει να διανέμωνται δικαίως εις όλας τα τάξεις και κλάσεις των κατοίκων, καθ’ όλην των έκτασιν της Ελληνικής Επικρατείας· καμμία δε είσπραξις δεν γίνεται άνευ προεκδοθέντος Νόμου».

Βεβαίως και στα επαναστατικά Συντάγματα του Άστρους [άρθρο 7 (παραγρ. ζ΄)] και της Τροιζήνας (άρθρο 10) γίνονται αναφορές στη διανομή του εγχώριου προϊόντος.

Στο μεν Σύνταγμα του Άστρους [άρθρο 7 (παραγρ. ζ΄)] οι «εισπράξεις» πρέπει να διανέμονται δικαίως και αναλόγως εις όλους τους κατοίκους της Επικρατείας …..». Ενώ στο Σύνταγμα της Τροιζήνας (άρθρο 10) διαβάζουμε: «Αι εισπράξεις διανέμνονται εις όλους τους κατοίκους της επικρατείας δικαίως και αναλόγως της περιουσίας εκάστου ….».

Το «πρέπει» στη δικαία διανομή του εισοδήματος, που διατυπώνεται στα Συντάγματα της Επιδαύρου και του Άστρους, εκφράζει τη μετριοπαθή και συντηρητική εικόνα των κοινωνικών δικαιωμάτων και επέκεινα της κατάστασης του κοινωνικού κράτους.

Αντιθέτως, η άμεση και επιτακτική σχετική διατύπωση στο Σύνταγμα της Τροιζήνας υπογραμμίζει τη δημοκρατικότερη και κοινωνικότερη βούληση των συντακτών του Συντάγματος αυτού.

Αυτή η ετεροβαρής εικόνα των κοινωνικών δικαιωμάτων, που αναφέρονται στα τρία ως άνω πρώτα επαναστατικά Συντάγματα, με τη μορφή της ισότητας των δικαιωμάτων, μετατοπίζεται στο Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832 (και μηδέποτε όμως εφαρμοσθέν) στο δικαίωμα να «αποκτώσιν οι έλληνες πολίται μέρος των υλικών και ηθικών αγαθών ….», (άρθρο 28). 17

Πρόκειται όμως, εδώ (στο άρθρο 28), για ένα δικαίωμα με αβέβαιη έκβαση, ως προς την κτήση και απόλαυση των υλικών και ηθικών αγαθών, καθόσον δεν προκύπτει στη σχετική διάταξη η ευθύνη, άρα και η υποχρέωση του Κράτους για να διασφαλίσει το συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη, ώστε να απαιτήσει, τουλάχιστον, μία δικαία κατανομή του πλούτου και μάλιστα σε εκείνες τις περιπτώσεις, που, λόγω αναξιοπαθείας, βρίσκεται σε δύσκολη κοινωνικο-οικονομική κατάσταση. 18

Στα επόμενα Συντάγματα της Ελλάδας (από το Σύνταγμα του 1844 και εντεύθεν) σχετικώς με τη δικαία κατανομή του εισοδήματος, σε συνδυασμό και την ισότητα δικαιωμάτων, όπως αυτά τα δικαιώματα διασφαλίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3 (παραγρ. γ΄) και 8 (παραγρ. η΄) του Συντάγματος της Επιδαύρου, παρατηρείται πανομοιότυπη διατύπωση ή με κάποιες παραλλαγές, που αφορά αφενός στην ισότητα ενώπιον του Νόμου και αφετέρου στην αρχή της αναλογικότητας ως προς τη συνεισφορά στα δημόσια βάρη. 19

Εμμέσως, στις ως άνω διατάξεις γίνεται αποδεκτή η δικαία συμμετοχή στο εθνικό εισόδημα των ελλήνων πολιτών. Σε αυτό δε το σημείο, επαφίεται πλέον στην κοινωνική φιλοσοφία, την κοινωνική ευαισθησία, αλλά και τη δικαιοκρατική αντίληψη των κυβερνώντων να καθορίζουν το ύψος και τον τρόπο της συμμετοχής των πολιτών στα δημόσια βάρη και συνακολούθως να διαμορφώνουν την εικόνα ενός κοινωνικού κράτους.

Είναι γεγονός, ότι το κοινωνικό πνεύμα του Συντάγματος της Βαϊμάρης συναντάται και στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 – 1986 – 2001 (άρθρα 25 και 106). Μετά την πρόσφατη αναθεώρηση του τελευταίου ελληνικού Συντάγματος, που πραγματοποιήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου του 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, τροποποιήθηκε, μεταξύ των άλλων και το άρθρο 25 και ιδιαίτερα η παράγραφος 1. Στο άρθρο αυτό, κατ’ αρχήν, εισάγεται ρητά η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Παραλλήλως δε ορίζεται, σαφώς, η υποχρέωση του κράτους για τη μετατροπή της θεωρητικής κοινωνικής πολιτικής σε πράξη υπέρ του πολίτη. 20

Περαιτέρω, σημαντική, επίσης, είναι διάταξη του άρθρου 6 (παραγρ. s΄) του Συντάγματος της Επιδαύρου : «όλοι οι Έλληνες, εις όλα τα αξιώματα και τιμάς, έχουσι το αυτό δικαίωμα· δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου». Στο σημείο αυτό του κειμένου εισάγεται το αξιολογικό κοινωνικό κριτήριο για την επιλογή των Ελλήνων για τιμές και αξιώματα, που οπωσδήποτε, τελικώς, η σωστή εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου συντελεί στην ισόρροπη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

 

Το σύνταγμα της Τροιζήνος της 01-05-1827. Συσχέτιση και αναφορά στο σύνταγμα του Άστρους

 

Μετά την ψήφιση του Συντάγματος της Επιδαύρου, συνήλθε στο Άστρος Κυνουρίας (Αγιαννίτικα Καλύβια), από 29-03-1823 έως 18-04-1823, η Δεύτερη Εθνική Συνέλευση και η οποία αποφάσισε την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Τελικώς, το δεύτερο επαναστατικό Σύνταγμα εψηφίσθη, την 13-04-1823, υπό το όνομα «Νόμος της Επιδαύρου», που είναι μια αναθεωρημένη μορφή του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος.

Στο διάστημα πριν και κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνέλευσης ο αγώνας για τον έλεγχο της εξουσίας εντείνεται σε επικίνδυνο βαθμό. Στο παιχνίδι της εξουσίας προσβλέπουν τώρα και οι καπεταναίοι, αφού οι τελευταίοι απέκτησαν μεγάλη δύναμη. Μεταξύ των οπλαρχηγών και των προεστών υπήρχε, επί πλέον, έντονη διαμάχη. Παρόλο το δυσμενές κοινωνικό περιβάλλον, το νέο Σύνταγμα είχε αρκετά θετικά στοιχεία.

Σε επίπεδο κοινωνικής διάστασης, το εν λόγω Σύνταγμα διαφέρει από το προηγούμενο Επαναστατικό Σύνταγμα της Επιδαύρου σε δύο σημαντικά σημεία:

α. Εμφανίζει αξιόλογη πρόοδο, καθόσον απαγόρευσε ρητώς τη δουλεία ως θεσμό.

β. Θετικώς επεξέτεινε την προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων και υπέρ των αλλοδαπών, που βρίσκονται στην Ελλάδα. 21

Προκειμένου, τελικώς, να αξιολογήσουμε, χωρίς σημαντικά σφάλματα, το κείμενο του Συντάγματος του Άστρους, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και το γεγονός, ότι στην περίοδο από το δεύτερο εξάμηνο του 1823 έως και το 1826, πριν δηλαδή από τη Σύγκλιση της Τρίτης Εθνικής Συνέλευσης στην Τροιζήνα (19-03-1827), υπήρξαν αφενός έντονες αντιζηλίες μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών και αφετέρου εμφύλια διαμάχη μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού, η οποία, ως γνωστόν, απέληξε σε εμφύλια σύρραξη. 22

Πανούτσος Νοταράς. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Έτσι, αφού εμφάνισε ύφεση η εμφύλια σύρραξη, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, συνεκλήθη, την 06-04-1826, 23 στη Νέα Επίδαυρο η Τρίτη Εθνική Συνέλευση, με πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά, της οποίας οι εργασίες συνεχίσθηκαν στην Τροιζήνα (Δαμαλά) την 19-03-1827. Μετά δε την αναστολή των εργασιών της Τρίτης Εθνικής Συνέλευσης στη Νέα Επίδαυρο, πάλι λόγω του εμφυλίου πολέμου, ασκήθηκαν πιέσεις των Άγγλων αξιωματούχων Τζώρτζ και Κόχραν στην ελληνική κυβέρνηση να συνέλθουν οι πληρεξούσιοι των Κομμάτων στην Τροιζήνα. 24

Την 26-04-1827 άρχισαν οι συζητήσεις για το Σύνταγμα και το οποίο, τελικώς, υποβλήθηκε για έγκριση και ψήφιση την 29-04-1827. Έτσι, την 01-05-1827, η Τρίτη Εθνική Συνέλευση εψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», αφού όρισε τριμελή «Αντικυβερνητική Επιτροπή» μέχρι την άφιξη του Κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια, τον οποίο είχε εκλέξει η ίδια η Συνέλευση με ψήφισμά της, την 03-04-1827, για επταετή θητεία. Αργότερα, την 08-01-1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας φθάνει στο Ναύπλιο, για να μεταβεί, την 11-01-1828, στην Αίγινα, πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας. 25  Την 12-01-1828, η Αντικυβερνητική Επιτροπή παραδίδει ομαλώς στον Καποδίστρια την εξουσία. Το νέο επαναστατικό αυτό κείμενο αποτελείται από οκτώ κεφάλαια και ένα παράρτημα και αναπτύσσεται σε εκατόν πενήντα άρθρα.

Ο Καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης γράφει, ότι το οριστικό Σύνταγμα της Τροιζήνας είναι το τελειότερο από όλα τα Συντάγματα της Επανάστασης, είναι αληθώς πρότυπο δημοκρατικού και φιλελεύθερου Συντάγματος και υπερβαίνει όλων των Ευρωπαϊκών Συνταγμάτων της εποχής του, ως προς την εφαρμογή των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεών. 26

Ειδικότερα, το Σύνταγμα της Τροιζήνας ήταν πληρέστερο από τα δύο προηγούμενα επαναστατικά Συντάγματα της Επιδαύρου και του Άστρους. Σε ικανοποιητικό βαθμό ανταποκρινόταν στις αρχές του αντιπροσωπευτικού συστήματος, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την τουρκοκρατία. Το Σύνταγμα αυτό ήταν αυστηρό και προοδευτικό, χωρίς να χρησιμοποιήσει αλλοδαπό συνταγματικό κείμενο ως πρότυπο, που όμως πιστά να αντέγραψε ή να προσάρμοσε. Η επίδραση του συνταγματικού κειμένου της Τροιζήνας είναι εμφανής στην κατάρτιση του βελγικού Συντάγματος του 1831, αλλά και στην τότε γαλλική συνταγματική σκέψη (1830).

Η πληρότητα της διάταξης του άρθρου 5 του Συντάγματος της Τροιζήνας είναι χαρακτηριστικό επιχείρημα, μεταξύ των άλλων, για να καταταχθεί το κείμενο αυτό μεταξύ των πιο αξιόλογων συνταγμάτων της τότε Ευρώπης. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό ορίζει : «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». 27

Όμως, την 18-01-1828, με το ψήφισμα ΝΗ΄ της Βουλής αναστέλλεται, πραξικοπηματικός, η ισχύς των διατάξεων του Συντάγματος της Τροιζήνας. Επίσης, την ίδια ημερομηνία, προκηρύσσεται η σύγκλιση νέας Εθνικής Συνέλευσης, καθορίζεται η «Προσωρινή Διοίκηση της Επικρατείας» και αυτοδιαλύεται η Βουλή. Στη συνέχεια, με το Α΄ Ψήφισμα του Κυβερνήτη,  συγκροτείται εικοσιεπταμελές Γνωμοδοτικό Σώμα, το Πανελλήνιον και η νομοθετική εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια του Καποδίστρια, την οποία θα ασκούσε με τη βοήθεια του Πανελληνίου.

Σε προηγούμενο κεφάλαιο, αναλύθηκαν αρκετές κοινωνικού περιεχομένου, διατάξεις του Πολιτικού Συντάγματος της Τροιζήνας, σε συγκριτική συσχέτιση με παρόμοιες των υπολοίπων επαναστατικών συνταγμάτων αλλά και των επόμενων της περιόδου 1844 – 2001. Αναλυτικότερα και συμπληρωματικώς παραθέτουμε και τις επόμενες προτάσεις :

  • Στο άρθρο 7 κατοχυρώνεται η ισότητα δικαιωμάτων : «Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου». Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 9, η ισότητα δικαιωμάτων επεκτείνεται και στο εν λόγω Σύνταγμα, σε κάθε αλλοδαπό, που θα έλθει και θα κατοικήσει στην Ελληνική Επικράτεια.
  • Στο άρθρο 10 προβλέπεται δικαία διανομή του εθνικού εισοδήματος, ενώ στο άρθρο 20 κατοχυρώνεται το δικαίωμα των Ελλήνων να ιδρύουν καταστήματα φιλανθρωπίας και να εκλέγουν διδασκάλους για την εκπαίδευσή τους.
  • Καταργείται, επίσης, η δουλεία στην Ελληνική Επικράτεια (άρθρο 21). Η διάταξη αυτή, βεβαίως, ήλθε με καθυστέρηση σαράντα οκτώ ετών από τότε, που προβλέφθηκε παρόμοια στη Γαλλία (άρθρο 1 της από 26-08-1789 Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη). Μέτρα επιτακτικά προβλέπει το άρθρο 147, σχετικά με την προνοιακή πολιτική της Κυβέρνησης, όσον αφορά στην εξεύρεση σταθερών πόρων ζωής για τις χήρες και τα ορφανά. Στη διάταξη αυτή, για πρώτη φορά στην ιστορία των επαναστατικών ελληνικών συνταγμάτων, προτείνεται σοβαρά μία σταθερή και ενεργητική μορφή κοινωνικής πολιτικής. Και μέχρι σήμερα οι ανάλογες προνοιακές πολιτικές είχαν και έχουν αποσπασματικό και παθητικό χαρακτήρα.
  • Τέλος, στο άρθρο 148 του Συντάγματος του 1827, συμπληρώνεται η οφειλόμενη κοινωνική πολιτική της Κυβέρνησης για τους υπέρ της Ελλάδας προφανώς δυστηχήσαντες: «Η Κυβέρνηση χρεωστεί μετά την αποκατάστασιν των ελληνικών πραγμάτων να αντιβραβεύση ….. και να ανταμείψη τους προφανώς υπέρ αυτής δυστυχήσαντας». 28

Για την προαναφερθείσα αναστολή της ισχύος του Πολιτικού Συντάγματος της Τροιζήνας, με ψήφισμα της Βουλής, έγινε επίκληση των «δεινών της πατρίδος περιστάσεων». Βεβαίως, για τον Καθηγητή Αριστόβουλο Μάνεση, η αναστολή αυτή μεταφράζεται σε κατάλυση του Συντάγματος, δηλαδή σε πραξικόπημα. Με αυτό τον τρόπο, συνεχίζει ο Καθηγητής, ο Κυβερνήτης άσκησε την κρατική εξουσία ως δικτάτορας μέχρι της δολοφονίας του.

Από νομικής και κοινωνικής πλευράς επιβάλλεται να διερευνηθεί γιατί το προοδευτικό και πρωτοποριακό δημοκρατικό αυτό συνταγματικό κείμενο δεν ευοδώθηκε. Κατ’ αρχήν, πρακτικώς, η εφαρμογή του χρειαζόταν κατάλληλη υποδομή και η οποία δεν υπήρχε. Ειδικότερα, επί παραδείγματι, μπορεί να υποστηριχθεί το γεγονός, ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί ικανοποιητικώς, τόσο γιατί δεν υπήρχαν επαρκή δικαστήρια ή αυτά που υπήρχαν δεν λειτουργούσαν κανονικά, όσο και γιατί δεν είχε θεσμοθετηθεί αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών.

Επίσης, γίνεται δεκτό στη θεωρητική ανάλυση, αλλά και στην ουσιαστική προσέγγιση του θέματος, ότι η ιεράρχηση των αναγκών των ελλήνων για δημοκρατία και ελευθερία ερχόταν σε δεύτερο, ίσως, επίπεδο, αφού κυριαρχούσε η αδήριτη υπέρ – ανάγκη για την ίδια την επιτυχία της Επανάστασης. Και η επιτυχία αυτή θα στηριζόταν αποκλειστικά σε μία ισχυρή Κεντρική Εξουσία, και η οποία δεν υπήρχε. Διότι μόνο αυτή θα συντελούσε στην εδραίωση της Επανάστασης και μόνο αυτή θα διασφάλιζε την εφαρμογή του Συντάγματος.

 

Το ηγεμονικό σύνταγμα της 15-03-1832

 

Την 11-07-1829 αρχίζει τις εργασίες της στο Άργος, η Τετάρτη Εθνική Συνέλευση και της οποίας οι εργασίες έληξαν την 06-08-1829. Με το Β΄ ψήφισμά της (22-07-1829), η Εθνική Συνέλευση επικύρωσε την από 18-01-1829 ως άνω Πράξη της Βουλής για αναστολή του Συντάγματος της Τροιζήνας και ταυτοχρόνως αντικατέστησε το Πανελλήνιο με τη Γερουσία και ανέθεσε στην Κυβέρνηση να συντάξει σχέδιο Συντάγματος. Αυτό βέβαια σημαίνει, ότι η Εθνική Συνέλευση έδωσε την έγκρισή της για την πολιτική του Καποδίστρια. Αλλά ο Κυβερνήτης δολοφονείται την 27-09-1831. Τη δολοφονία του Κυβερνήτη ακολούθησε μία ταραχώδης περίοδος εμφυλίου πολέμου και αναρχίας, που τελείωσε με την άφιξη στην Ελλάδα του Όθωνα (την 18-01-1833 έφθασε ο Όθων στην Ελλάδα, ενώ την 25-01-1833 αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο).

Αυγουστίνος Καποδίστριας

Την 05-12-1831, μέσα στο παραπάνω κοινωνικο-πολιτικό κλίμα, αρχίζει τις εργασίες της στο Άργος, η Πέμπτη Εθνική Συνέλευση, ενώ ο Αυγουστίνος Καποδίστριας αναλαμβάνει «Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης». Λόγω όμως των ταραχών, που άρχισαν να εμφανίζονται στο Άργος, η Συνέλευση συνέχισε τις εργασίες της πρώτα στο Ναύπλιο και μετά σε ένα προάστιο αυτού, που ονομαζόταν Πρόνοια.

Η Πέμπτη Εθνική Συνέλευση, αφού ανέθεσε τη «νομοτελεστική εξουσία» στον Αυγουστίνο Καποδίστρια, εψήφισε την 15-03-1832 το «Ηγεμονικόν» ή «Βασιλικόν» Σύνταγμα, το οποίο αποτελείτο από 294 άρθρα, επτά κεφάλαια, μία Προσθήκη και «Επισυναπτόμενα εις το Σύνταγμα». Ενώ το Σύνταγμα αυτό ουδέποτε ετέθη σε εφαρμογή, η Ε΄ Εθνική Συνέλευση αμφισβητήθηκε ως προς τη νομιμότητα της συγκρότησής της.

Εν τω μεταξύ, υπήρξαν δύο Κυβερνήσεις· μία στο Ναύπλιο και μία στην Περαχώρα. Ενώπιον αυτής της πολιτικής κατάστασης ο Αυγουστίνος Καποδίστριας αναγκάσθηκε να παραιτηθεί (28-03-1832). Έτσι, η Γερουσία εξέλεξε, τελικώς, επταμελή Επιτροπή, η οποία με τη σειρά της, συνεκάλεσε στο Άργος (28-03-1832) τη Τετάρτη κατά συνέχεια των Ελλήνων Συνέλευση. Η Συνέλευση 29 αυτή, μετέβη, την 14-07-1832, στο Ναύπλιο και κατόπιν στην Πρόνοια, για να κυρώσει με το από 27-07-1832, Δεύτερο Ψήφισμά της την εκλογή του Πρίγκηπος Όθωνος ως Μονάρχη του ελληνικού κράτους, του οποίου την εκλογή, βεβαίως, είχε αποφασίσει, την 07-05-1832, η συνελθούσα στο Λονδίνο Διάσκεψη των «προστάτιδων» μεγάλων Δυνάμεων. 30

Το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832, επανέρχεται, πάλι, στο επίσημο δίκαιο, που είχαν αποδεχθεί οι προηγούμενες τρεις πρώτες επαναστατικές Συνελεύσεις, θεσπίζοντας, κατά κάποιο τρόπο την προσωρινότητα του ισχύοντος δικαίου έως ότου δημοσιευθούν οι προβλεπόμενοι από το άρθρο 118 του ίδιου Συντάγματος Κώδικες (Πολιτικού, Εγκληματικού και Δικαστικού).

Το Σύνταγμα αυτό προέβλεπε, στο άρθρο 53, κληρονομικό ανώτατο άρχοντα: «Η Ελληνική Επικράτεια είναι Ηγεμονία διαδοχική, Συνταγματική και Κοινοβουλευτική, ενεργουμένου του πολιτικού Κράτους αντιπροσωπευτικώς υπέρ του Έθνους υπό διαφόρων Αρχών».

Ενώ το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) ήταν πρότυπο για τα Συντάγματα της Γαλλίας (1830) και του Βελγίου (1831), 31 το Ηγεμονικό Σύνταγμα, αντιστρόφως, είχε ως πρότυπα τα δύο αυτά αλλοδαπά Συντάγματα. Αυτό σημαίνει, βεβαίως, ότι πιθανόν το Ηγεμονικό Σύνταγμα να δέχθηκε, εμμέσως, ορισμένες επιδράσεις, μέσω των εν λόγω αλλοδαπών συνταγματικών κειμένων, από το Σύνταγμα της Τροιζήνας. Γίνεται, επίσης, μία προσπάθεια στο κείμενο του Συντάγματος του 1832 να συνδυασθεί, στο μέτρο που μπορεί αυτό να εννοηθεί, ως συμβατό, με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους, το μοναρχικό πολίτευμα με τις αρχές της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού.

Στο επίπεδο των διατάξεων του Ηγεμονικού Συντάγματος, με κοινωνικό χαρακτήρα, που να ανήκουν στο γνωστικό χώρο του συστήματος του κοινωνικού κράτους και έστω υποτυπωδώς στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα επόμενα:

Στο Κεφάλαιο Β΄ και στην παράγραφο 4, εντοπίζονται έξι άρθρα με έντονο το στοιχείο της κοινωνικής πολιτικής, εντάσσοντας, θεωρητικώς, το περιεχόμενό της στον ευρύτερο επιστημονικό τομέα της Εφαρμοσμένης Κοινωνιολογίας. 32 Στο άρθρο 27 διασφαλίζεται, ρητώς, η ισότητα δικαιωμάτων. Πρέπει, όμως, εδώ να υπογραμμισθεί, ότι δεν υπάρχει άλλη μνεία σε διάταξη του εν λόγω Συντάγματος, που να αναγνωρίζει ισότητα δικαιωμάτων και στους αλλοδαπούς, που κατοικούν στην Ελλάδα, όπως αυτό γίνεται στα προηγούμενα επαναστατικά συντάγματα.

Ενώ, επίσης, τα προηγούμενα Συντάγματα αναφέρονται σε μία δίκαιη κατανομή του εθνικού πλούτου, το εν λόγω Σύνταγμα (άρθρο 28), θεωρητικά μόνον αναγνωρίζει το δικαίωμα στους Έλληνες για απόκτηση αγαθών, χωρίς, φυσικά, να προσδιορίζεται η δυνατότητα, ο τρόπος και η υποχρεωτικότητα της πολιτείας για δίκαια συμμετοχή στη διανομή του εισοδήματος.

Στο άρθρο 29, διασφαλίζεται το αξιολογικό κριτήριο για τη κατάληψη δημόσιας επαγγελματικής θέσης, επαναλαμβάνοντας σχετική διάταξη των προηγούμενων επαναστατικών Συνταγμάτων. Ωσαύτως, και η αρχή της αναλογικότητας στα δημόσια βάρη προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 30.

Όμως το άρθρο 31 συμπληρώνει το πεδίο εφαρμογής της συμμετοχής των κατοίκων της Επικρατείας στις εισπράξεις των εθνικών δικαιωμάτων: «Αι εισπράξεις των εθνικών δικαιωμάτων τάσσονται εις όλους τους κατοίκους της Επικρατείας ομοιοτρόπως, γινόμεναι δικαίως».

Τέλος, με άρτια και αυστηρώς νομική διατύπωση αρθρώνεται η κοινωνιολογική βούληση του συντακτικού νομοθέτη, στο άρθρο 36, προκειμένου, να καταργήσει, τελείως, την έννοια της ανθρώπινης δουλείας: «Εις την Ελληνικήν Επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος· αργυρώνυτος δε, ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσει την Ελληνικήν γην, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».

 

Υποσημειώσεις


1 Η ρύθμιση της αρχής του Κράτους Δικαίου, δεν περιορίζεται μόνον στην τυπική μορφή (τυπικό Κράτος Δικαίου), δηλαδή στη διασφάλιση ορισμένης διαδικασίας, αλλά και στην αναζήτηση εγγυήσεων ουσιαστικής δικαιοσύνης (ουσιαστικό Κράτος Δικαίου). Βλ. Αθανάσιο Δερβέναγα, Σύγχρονοι προβληματισμοί πάνω στο ελληνικό Σύνταγμα, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1981, σελ. 46.

2 Γενικά περί ισότητας και ιδιαίτερα για την κοινωνική ισότητα βλέπε Μάρδας Γ.Δ., Η κοινωνική δικαιοσύνη στον Αριστοτέλη και τη νεότερη εποχή, στα Πρακτικά του έκτου πανελληνίου Συνεδρίου της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής «Ο Αριστοτέλης και η σύγχρονη εποχή», Ιερισσός 2001, σελ. 239 – 249.

3 Σήμερα, η αρχή της ισότητας καθιερώνεται με το άρθρο 4 §§ 1,2,4 και 7 του Συντάγματος 1975 – 1986 – 2001, όπου, μεταξύ των άλλων αναγράφεται: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου».

4 Δερβέναγας Αθαν., ό.π., σελίδες 108 – 109.

5 Κονιάδης Ξ., Η ρητή συνταγματοποίηση της αρχής του Κοινωνικού Κράτους και η σημασία της εν όψει της εμβάθνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο έργο «Μελέτες Κοινωνικού δικαίου και κοινωνικής πολιτικής», Ε.Ε.Κ.Α., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002, σελ. 193.

6 Κονιάδης Ξ., ο.π., σ. 195.

7 Κατρούγκαλος Γ., Η αγωγιμότητα των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων: μία ανασκόπηση των πρόσφατων διεθνών τάσεων, στο έργο «Μελέτες Κοινωνικού Δικαίου και Κοινωνικής Πολιτικής», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2002, σελ. 155.

8 Αμίτσης Γ., Αρχές οργάνωσης και λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2001, σελ. 57 – 62.

9 Βεβαίως και προς το τέλος του καλοκαιριού του 1821, σχεδόν όλος ο επαναστατημένος ελληνισμός προσέβλεπε με πίστη και αγωνία στη συγκρότηση ενιαίας κρατικής εξουσίας.

10 Βώρος Φ. Κ. και άλλοι, Θέματα νεότερης και σύγχρονης ιστορίας από τις πηγές, εκδ. Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1994, σελ. 87. Η εκλογή των αρχόντων (δημογερόντων ή διοικητών κοινοτήτων) γινόταν άμεσα ή έμμεσα μεταξύ αυτών που ανήκαν στην ανώτερη τάξη. Ενώ λοιπόν το δικαίωμα να εκλέγεσθαι δεν αφορούσε όλους τους κατοίκους, το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκε σε όλους.

11 Πανταζόπουλος Ν., Από της «λογίας» παραδόσεως εις τον Αστικό Κώδικα, εκδόσεις Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 89 και 128.

12 Μάνεσης Αριστ., Συνταγματικόν Δίκαιον (παραδόσεις), Θεσσαλονίκη, σελ. 142.

13 Κορδάτος Ι., Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα 1957, σελ. 364.

14 Την 01-12-1821, συγκαλείται στο Άργος νέα Συνέλευση είκοσι τεσσάρων Πελοποννησίων πληρεξουσίων. Η Συνέλευση αυτή αποφασίζει τη σύσταση νέας τοπικής Αρχής της Πελοποννήσου, δηλαδή της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Ο Οργανισμός αυτής της Αρχής θα επικυρωθεί, τον ίδιο μήνα (27-12-1827), στη Νέα Επίδαυρο.

15 Οι δυνάμεις αυτές ήταν συνέχεια της Ιεράς Συμμαχίας, που ιδρύθηκε την 26-09-1815, αμέσως μετά το Συνέδριο της Βιέννης (από 01-10-1814 έως 09-06-1815), όπου έλαβαν μέρος οι μεγάλες Δυνάμεις, που εσήκωσαν το βάρος των Ναπολεοντίων Πολέμων, καθώς και τα κράτη που εδεινοπάθησαν.

16 Σπένζος Σ.Π., Παραδόσεις εφαρμοσμένης πολιτικής οικονομίας, εκδόσεις Σ.Σ.Ε., έκδοση Γ΄, αναθεωρημένη 1985, ανατύπωση 1992, Αθήνα, σελ. 13 – 41.

17 Θωμόπουλος Ε.Γ., Περί των κοινωνικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, Αθήναι 1973, σελ. 4 – 29.

18 Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ότι το Ε΄ ψήφισμα της Επαναστατικής Εθνοσυνέλευσης του 1843 παρέπεμπε στις ως άνω διατάξεις των Συνταγμάτων της Επιδαύρου και του Άστρους ορίζοντας «ως πρώτιστον χρέος να ευρεθή σταθερός πόρος ζωής εις τας χήρας και τα ορφανά των υπέρ πατρίδος πεσόντων στρατιωτών».

19 Σχετικά βλέπε τα Συντάγματα: 1844 (άρθρο 3 § 1), 1864 (άρθρο 3 § 1), 1911 (άρθρο 3, εδαφ. 1), 1925 (άρθρο 5 § 1), 1927 (άρθρο 6 § 1), 1952 (άρθρο 3 § 1) και 1975 – 1986 – 2001 (άρθρο 4 §§ 1 και 5).

20 Αν και η εφαρμογή της αρχής του κοινωνικού κράτους εντοπίζεται χρονικά σε πολύ παλαιά χρόνια (επί βασιλείας Χαμουραμπί στη Βαβυλωνία), θεσμικά αναγνωρίζεται διεθνώς μόνον στα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα μόνον στα Συντάγματα των ετών 1827, 1844 (εμμέσως) και 1927 γίνεται διατύπωση παρόμοιων κοινωνικών διατάξεων, ενώ στο ενισχύει σήμερα Σύνταγμα αναγνωρίζονται, πλέον, κοινωνικά δικαιώματα.

21 Μάνεσης Αριστοβ., ό.π., σελ. 151.

22 Η εμφύλια διαμάχη έληξε στα τέλη του 1824, με αποτέλεσμα το μεν Σύνταγμα του Άστρους να μην εφαρμοσθεί, η δε παρέμβαση των ξένων «προστάτιδων Δυνάμεων» να γίνεται πιο συστηματική στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Η ακολουθήσασα δε εμφύλια σύρραξη κάμφθηκε με την κατάληψη του Μεσολογγίου (16-04-1826) από τους Τουρκοαιγυπτίους. Στο διάστημα δε αυτό των εντάσεων (1825 – 1826), οι πολιτικές δυνάμεις, δημιούργησαν τρία κόμματα: το γαλλικό (Κώνης). Τα κόμματα αυτά θα κυριαρχούν στο πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας από τα πρώτα βήματα του ελεύθερου πολιτικού κράτους έως τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853 – 1856).

23 Προηγουμένως όμως, την 25-09-1825, η Κυβέρνηση είχε εκδώσει προκήρυξη για να συνέλθουν οι εκπρόσωποι, τα Χριστούγεννα, στο Άργος. Όμως, αργότερα, ορίσθηκαν τα Μέγαρα για τη Συνέλευση και τελικώς οι αντιπρόσωποι άρχισαν να συρρέουν στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο).

24 Τρικούπης Σπ., Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. Γιοβάνη, Τ.Δ΄., Αθήνα 1968, σελ. 114 – 129. Η παρέμβαση αυτή, κατά τον συγγραφέα, είχε ως έρεισμα την προσπάθεια των άγγλων για αποκατάσταση της διασαλευθείσας ομόνοιας μεταξύ των Ελλήνων.

25 Για το διάστημα από 11-07-1829 έως 06-08-1829 ορίζεται το Άργος ως πρωτεύουσα της Ελλάδας, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, το Ναύπλιο γίνεται η πρωτεύουσα της χώρας.

26 Μάνεσης Αριστ., ό.π., σελ. 151.

27 Παρόμοια σε πληρότητα διάταξη, για τα ελληνικά συνταγματικά δεδομένα, εμφανίζεται μετά εκατό έτη, στο Σύνταγμα του 1927 και συγκεκριμένα στο άρθρο 2, που ορίζει : «Το Ελληνικόν Κράτος είναι Δημοκρατία. Άπασαι οι εξουσίαι πηγάζουν από το Έθνος, υπάρχουν υπέρ αυτού και ασκούνται καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα». Δηλαδή, η νέα διάταξη που εισαγάγει το Σύνταγμα του 1927, είναι αυτή που αναφέρεται στον τρόπο άσκησης της εξουσίας.

28 Μαυριά Κ. και Παντελή Α., Συνταγματικά κείμενα – Ελληνικά και ξένα, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1990, σελ. 54.

29 Η Συνέλευση, επίσης, θέλησε να καταρτίσει «μοναρχικό» Σύνταγμα για τη «διασφάλιση των δικαιωμάτων και του θρόνου του λαού». Όμως την 10-08-1832 η Συνέλευση διαλύθηκε βιαίως από στρατιώτες και ιδιώτες.

30 Η Σύμβαση του Λονδίνου της 07-05-1832 όριζε, ότι η Ελλάδα θα είναι κράτος Μοναρχικό και ανεξάρτητο, με Μονάρχη τον Όθωνα, δευτερότοκο γιο του Βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Αργότερα, την 30-08-1832 υπογράφεται στο Λονδίνο Πρωτόκολλο, με το οποίο οριστικοποιούνται τα σύνορα της Ελλάδας και ταυτόχρονα απορρίπτονται τα αιτήματα των Κρητικών και των Σαμίων για ένωση με την Ελλάδα.

31 Σαφώς επηρεασμένες είναι, μεταξύ των άλλων, οι διατάξεις των άρθρων  6, 13, 17 και 25.

32 Βεβαίως, αρκετές διατάξεις από τα άρθρα αυτά έχουν αναλυθεί σε προγενέστερο κεφάλαιο, που αναφέρεται στη συγκριτική διερεύνηση των τριών επαναστατικών Συνταγμάτων.

 

Γεώργιος Δημ. Μάρδας

Λέκτορας Πανεπιστήμιου Μακεδονίας

Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών

Πρακτικά Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», 5-7 Νοεμβρίου 2004, Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός», Άργος, 2009. 

 

 Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »