Βιομήχανοι – υφαντουργοί Άργους
Ένα σημαντικό κεφάλαιο στην πρόσφατη οικονομική ιστορία του Άργους ήταν τα εργοστάσια υφαντουργίας. Τα εργοστάσια αυτά, τα οποία λειτούργησαν σε γενικές γραμμές από τη δεκαετία 1930 μέχρι και τη δεκαετία 1990, απασχόλησαν εκατοντάδες εργάτες και εργάτριες. Πολλές οικογένειες στήριξαν την οικονομία τους στα υφαντουργεία, τα οποία κατά την περίοδο της ακμής τους αποτελούσαν τον σημαντικότερο ίσως οικονομικό παράγοντα της πόλης. Όμως, η ανθηρή υφαντουργία του Άργους, όπως και όλης της Ελλάδας, δέχτηκε από τη δεκαετία 1970 ισχυρό πλήγμα εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού και οδηγήθηκε στην κατάρρευση και στο σφράγισμα των εργοστασίων.
Πριν προχωρήσουμε στη βιομηχανική υφαντουργία της πόλης μας, θεωρούμε σκόπιμο να αναζητήσουμε τις ρίζες της, όχι στην αρχαία ή τη βυζαντινή εποχή, αλλά στο πρόσφατο παρελθόν.
Εισαγωγικά
Αναζητώντας τις απαρχές της αρχειακής υφαντουργίας στα τέλη του 19°“ αιώνα, διαπιστώνουμε ότι οι πληροφορίες που μας παρέχονται από πρωτογενείς πηγές είναι ελάχιστες. Στην εφημερίδα «Δαναός» του ομώνυμου Συλλόγου (φ. 7/4-2-1896) υπάρχει ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τις υφάντριες, το οποίο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε:
Υφαντουργία. Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουργία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυτής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης εργασίαν εις απόρους και φίλεργους γυναίκας, οίαι εισίν αι επαρχιώτιδες και δη αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα διά των προχείρων μέσων λειτουργούντα δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική.
Επίσης, ο Ιωάννης Κοφινιώτης στην Ιστορία του για το Άργος (1892) μας πληροφορεί ότι «σήμερον πολλά υφαντουργεία λειτουργούσι κατακευάζοντα περί τα δύο εκατομμύρια πήχεις υφασμάτων βαμβακερών διαφόρων ειδών, άτινα πωλούνται καθ ’ άπασαν την Πελοπόννησον, ιδία όμως, εν τη Κορινθία. Προς τούτοις ιδρύθη και ατμοκίνητον βαφείον, εν ω βάπτονται τα εις την υφαντουργίαν χρήσιμα νήματα».
Με βάση τις πηγές αυτές καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στα τέλη του 18ου αι. είχε αναπτυχθεί η οικοτεχνία σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η υφαντουργία του «Δαναού» και τα υφαντουργεία του I. Κοφινιώτη είναι έννοιες συναφείς· και δεν εννοούν φυσικά κάποιες βιομηχανικές μονάδες, διότι δεν υπήρχαν βιομηχανίες την εποχή εκείνη. Είναι σαφής η πληροφορία ότι (σε ελεύθερη απόδοση:) φτωχές αλλά προκομμένες (φίλεργοι) γυναίκες του Άργους και της ευρύτερης περιοχής (επαρχιώτιδες) ύφαιναν και συντηρούσαν τις οικογένειές τους και ότι τα υφαντά τους πωλούνταν σ’ όλη την Πελοπόννησο και πιο πολύ στην Κορινθία, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Κοφινιώτης λίγα χρόνια πιο πριν, ο οποίος δίδει και το μέγεθος του μόχθου (δύο εκατομμύρια πήχεις). Ο ενθουσιασμός του αρθρογράφου του «Δαναού» είναι ολοφάνερος: «Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική».
Όταν, όμως, μία υφάντρια υφαίνει επαγγελματικά, προτιμά να έχει έτοιμη την πρώτη ύλη, για να αποδώσει. Δεν μπορεί ν’ ασχολείται με την κατεργασία ή τη βαφή του νήματος ή με το στήσιμο του αργαλειού, δηλαδή το διάσιμο. Έτσι, η ανάγκη και η ζήτηση της αγοράς έφεραν το πρώτο ατμοκίνητο βαφείο. Στη συνέχεια ιδρύθηκαν προφανώς κι άλλα. (Το «ατμοκίνητον βαφείον» του Κοφινιώτη έγινε «Βαφεία ατμοκίνητα» του Δαναού).
Αλλά την εμπορία των υφαντών την είχαν οι έμποροι, οι οποίοι ήλεγχαν τις αγορές. Ορισμένοι από αυτούς ήταν γυρολόγοι πραματευτές. Μία υφάντρια και μάλιστα επαρχιώτισσα δεν είχε αυτή τη δυνατότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές εμφανίζονται οι πρώτοι υφαντουργοί, πρωτίστως έμποροι, οι οποίοι είχαν κάποια εμπειρία από τις υφαντουργικές δραστηριότητες της εποχής τους, και αναπτύσσουν μία πολύ καλή συνεργασία με τις υφάντριες.
Το ξεκίνημα
Στην αρχή οι βιομήχανοι υφαντουργοί Άργους του περασμένου αιώνα, οι οποίοι μνημονεύονται παρακάτω, ξεκίνησαν την ύφανση με χειροκίνητους ξύλινους αργαλειούς, οι οποίοι κατασκευάζονταν από ντόπιους μαραγκούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις έδιναν δουλειά σε γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους. Οι βιομήχανοι στα πρώτα στάδια της επαγγελματικής τους καριέρας ήταν απλοί βιοτέχνες, όπως και οι συνάδελφοί τους που παρέμειναν βιοτέχνες, αλλά οι πρώτοι εξελίχθηκαν σε βιομήχανους, προϊόντος του χρόνου.
Αυτοί, λοιπόν, είχανε στην αποθήκη τους μια διάστρα και ετοίμαζαν το στημόνι, καρφώνοντας παλούκια στον τοίχο. Δηλαδή, το διάσιμο γινότανε με πρωτόγονο τρόπο, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, αν κάποια γυναίκα θέλει να υφάνει. Στη συνέχεια ο βιοτέχνης έδινε το στημόνι στην υφάντρια, καθώς επίσης και το νήμα σε κούκλες για το υφάδι. Το νήμα – εννοείται – πάντοτε βαμμένο. Πολλές φορές η υφάντρια δεν ύφαινε σε δικό της αργαλειό· της τον χορηγούσε ή της τον χάριζε ο βιοτέχνης υφαντουργός, ο οποίος πλήρωνε την κατασκευή του. «Δεν ξέρω ιστορικά αν όλοι πλήρωναν την κατασκευή του αργαλειού, μας είπε ο Σπύρος Νικολόπουλος, αλλά τουλάχιστο ο πεθερός μου ο Νάσκος έτσι ξεκίνησε». Άλλοι, πάλι, υφαντουργοί ξεκίνησαν διαφορετικά. Ο Μαρίνος π.χ. άνοιξε υφαντήριο το 1933 στην οδό Ζαΐμη με δέκα περίπου ξύλινους αργαλειούς. Κάθε επιχείρηση έγραψε τη δική της ιστορία μέσα στο χρόνο από το ξεκίνημά της μέχρι την παρακμή της. (περισσότερα…)