Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος ή η εμμενής νεότητα
Μνήμη Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου,
του Βασίλη Κ. Δωροβίνη,
από το «Ελεύθερο Βήμα»
της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού.
Πριν μερικές μέρες αποχαιρετίσαμε οριστικά, για το μεγάλο ταξίδι του, τον φιλόσοφο, καθηγητή και ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, με τον οποίο με συνέδεε μακρά φιλία, πάνω από σαράντα ετών. Σύμπασα η Ελλάδα, όπως φάνηκε από όλα τα μέσα ενημέρωσης, κάθε παράταξης και πολιτικής κατεύθυνσης, τίμησε τον τεθνεώτα με εκτεταμένα άρθρα, εκπομπές και αναφορές, όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Αυτή η ανταπόκριση και αντίδραση αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, ιδιαίτερα σε μία χώρα όπου πάθη, συμπάθειες και αντιπάθειες υπερτερούν όταν πρόκειται να αποτιμηθεί η ζωή και η προσφορά πνευματικών ανθρώπων, που όμως θέλησαν να έχουν συνεχή και ενεργητική συμμετοχή στα κοινά.
Για όσους θέλησαν να μάθουν ποιός ήταν ο Δεσποτόπουλος άφθονες υπήρξαν οι πληροφορίες που κυκλοφόρησαν αυτόν τον καιρό. Γι αυτό και στο σημείωμα που συντάσσω προτιμώ να ακούσω και να μεταφέρω τη «μέσα φωνή μου» για τον άνδρα, δηλαδή και τελικά ό,τι καταστάλαξε στον εσωτερικό κόσμο μου γι αυτόν. Και να δημοσιεύσω μαζί με αυτό μία φωτογραφία που γνωστοποιήθηκε μια και μοναδική φορά μέχρι σήμερα, σε αυτοβιογραφική εκπομπή στην τηλεόραση, πριν πολλά χρόνια, από τον ίδιο. Ήταν στις αρχές του χειμώνα του 1968, όταν με χιόνια, μια μικρή ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών με τον Δεσποτόπουλο, περπατούσαμε στο πάρκο της διεθνούς Πανεπιστημιούπολης του Παρισιού. Στη λεζάντα της φωτογραφίας αναφέρονται τα ονόματά τους. Από αυτούς έφυγαν πρόωρα ο Βασίλης Κεραμίδας και η Γιούλη Σπαντιδάκη. Από τους υπόλοιπους, η Λίντα Παπαγαλάνη, ο Κώστας Σπαντιδάκης και εγώ συνδεθήκαμε από τότε με αδελφική φιλία, μια φιλία που μας συνέδεε και με τον Δεσποτόπουλο, αδιάλειπτα μέχρι το θάνατό του.

Από αριστερά προς τα δεξιά: Βασίλης Κεραμίδας, Ντόρα Μαμαρέλη, Κωνστ. Δεσποτόπουλος, Γιούλη Σπαντιδάκη, Κώστας Σπαντιδάκης, Λίντα Παπαγαλάνη, Βασίλης Δωροβίνης, Μάχη Βαΐτση. Αρχείο: Βασίλη Δωροβίνη.
Ο Δεσποτόπουλος είχε εκπατρισθεί αμέσως μετά το πραξικόπημα της Χούντας, ώστε να αποφύγει μια δεύτερη (και βέβαιη) Μακρόνησο. Έφτασα στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1967 και ήταν από τα πρώτα πρόσωπα που γνώρισα. Αυτός στο Ελληνικό Περίπτερο και εγώ στο Ιταλικό, όπως είχα ζητήσει στον αλησμόνητο Κ. Γεωργούλη, διευθυντή του Ελληνικού, από τον οποίο περνούσαν οι εισδοχές των Ελλήνων φοιτητών στην Πανεπιστημιούπολη. Υπήρξαμε από τους «τακτικούς» ακροατές του καθηγητή, για να διαπιστώσουμε καταρχήν το ήθος και την ακεραιότητά του, ιδιότητες ιδιαίτερα πολύτιμες στη χώρα μας μετά τον τυφώνα του υπέρ καταναλωτισμού, της διαφθοράς και του αμοραλισμού, που ζήσαμε και κατά ένα μέρος εξακολουθούμε να ζούμε και στις μέρες μας.
Ήταν εντυπωσιακή, και παρέμεινε μέχρι και τα 103 χρόνια του, η μνήμη του: είχε αποστηθίσει και ανέφερε εκτεταμένα χωρία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ιδίως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αλλά και λογοτεχνών της νεότερης Γραμματείας μας, ενώ δεινός ήταν και με την απαγγελία χωρίων από τη Γερμανική Γραμματεία, όπως του Γκαίτε και του Φίχτε. Τούτο δεν εμπόδιζε την ανάπτυξη μιας οξύτατης κρίσης, τόσο στον χώρο της φιλοσοφίας, όπως και σε εκείνον ευρύτερα των κοινωνικών επιστημών, της πολιτικής και της νομικής.
Πολύ νωρίς και πριν την αποδημία του στο Παρίσι, έδειξε και το μέτρο της πρωτοποριακής κρίσης του, μάλιστα σε τρία καίρια και καυτά θέματα, όπου διατύπωσε ριζικές προτάσεις (και ριζοσπαστικές, σε σχέση με τα κρατούντα). Πρόκειται για τις προτάσεις του, τεκμηριωμένες νομικά και αρδευόμενες από ένα πνεύμα βαθύτατου ανθρωπισμού, για την κατάργηση της θανατικής ποινής, για την κατάργηση της υποχρεωτικής ορκοδοσίας στα δικαστήρια και για ένα σύστημα επωνύμων, που θα έθετε σε ίση μοίρα τον προσδιορισμό αρρενογονίας και θηλυγονίας.
Για την κατάργηση της θανατικής ποινής χρειάστηκαν σχεδόν σαράντα χρόνια μετά το σχετικό άρθρο του Δεσποτόπουλου (έγινε με τον νόμο 2172 του 1993, με Υπουργό Δικαιοσύνης τον Γ. Α. Μαγκάκη, και το 2004, με τον νόμο 3289, που επικύρωσε το Ευρωπαϊκό Πρωτόκολλο για την κατάργησή της «σε όλες τις περιστάσεις»). Θυμάμαι ότι ο Δεσποτόπουλος μου τηλεφώνησε το 1981, όταν είχα δημοσιεύσει στο «Νομικό Βήμα» μελέτη για την εισαγωγή της θανατικής ποινής και την εφαρμογή της στη νεότερη Ελλάδα- επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, πόσο η ελληνική κοινωνία είχε αποδοκιμάσει την εφαρμογή της-, για να μου πει ότι συνέβαλα στην κίνηση και τον αγώνα για την κατάργηση της ποινής αυτής.
Η κατάργηση της υποχρεωτικής ορκοδοσίας έγινε σε πολύ πρόσφατο χρόνο ενώ το σύστημα επωνύμων, παρά το ότι σχετικό άρθρο του Δεσποτόπουλου δημοσιεύθηκε και στη γαλλική Επιθεώρηση Αστικού Δικαίου και συγκέντρωσε πολύ ευνοϊκές κριτικές, παρέμεινε στο θεωρητικό επίπεδο, ίσως διότι θεωρήθηκε (κακώς) πολύπλοκο και, πάντως, εκτός κρατουσών συνηθειών.
Ο Δεσποτόπουλος έδωσε το μέτρο της διεισδυτικότητάς του ιδίως στον τομέα της Φιλοσοφίας του Δικαίου και στην ανάλυση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, επιμένοντας ιδιαίτερα στην πολιτική φιλοσοφία του πρώτου και ανατρέποντας την κρατούσα γνώμη για την «αντιδραστικότητά του» – πράγμα που τον έφερε μέχρι τέλους σε αντίθεση με τον κατά τα άλλα πολύ φίλο του Καστοριάδη.
Πάνω απ’ όλα κρατώ τη διόλου εύκολη στάση του, μάλιστα στις εποχές όπου έζησε, να μείνει νηφάλιος συμμέτοχος στην πολιτική ζωή δίχως, όμως, να ενταχθεί σε κομματικές παρατάξεις, αποτιμώντας τους πολιτικούς κυρίως ως προς ό,τι θετικό είχε παρουσιάσει ο καθένας και μη διστάζοντας να υπογραμμίσει τη συμβολή ανθρώπων που ακόμα μέχρι και σήμερα έχουν βρεθεί στο περιθώριο (όπως ο Γ. Καρτάλης). Αυτή ίσως η τάση του τον ώθησε σε ριζικές (ανα)θεωρήσεις κάποιων πολιτικών που η κατά το μάλλον ή ήττον ψύχραιμη και «αντικειμενική» ιστοριογραφία έχει κατατάξει σε σωστή θέση (όπως τον Ιω. Μεταξά και τον Παν. Κανελλόπουλο).
Η ίδια αυτή τάση του, όμως, τον χαρακτήριζε και στις προσωπικές σχέσεις και φιλίες του. Διέβλεπε ό,τι πιο θετικό είχε καθένας, εκεί «εστίαζε», πάνω εκεί συμβούλευε και ενθάρρυνε, με άπειρη καλοσύνη και ενδιαφέρον. Αυτό ακριβώς δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, όπως και κάτι άλλο, που «χρωμάτιζε» την όλη συμπεριφορά του. Πρόκειται για αυτό που ονομάζω «εμμενή νεότητα», μια φρεσκάδα της σκέψης, μια ικανότητα να καταδύεται ακόμα και στα πιο «δύσκολα» κείμενα της αρχαίας Γραμματείας, στα απώτερα γεγονότα της ιστορίας, και με διαύγεια και μαχητικότητα να αναλύει και να επιχειρηματολογεί. Αυτό το κράτησε μέχρι τέλους, μέχρι και τη σύνταξη των τελευταίων, πριν το θάνατο, μελετών του.
Η παρουσία του Δεσποτόπουλου, το παράδειγμά του, η οντότητά του θα είναι για τους φίλους του ένα ζωντανό κεφάλαιο της δικής τους ζωής. Θέλω να πιστεύω ότι και για τη χώρα μας θα έχει την ίδια αξία και μάλιστα σε ένα ευρύτερο, όσο κι αν παρουσιάζεται σήμερα προβληματικό, ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπου η πνευματική διαδρομή του Δεσποτόπουλου άνετα ανελίχθηκε.
Για τα βιογραφικά του Δεσποτόπουλου οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να συμβουλευθούν τους τρεις τόμους, σχεδόν σε σχήμα τσέπης, των δικών του «Αναπολήσεων», στις εκδόσεις Παπαζήση (Α’ τόμος, εκδ. 2005, περίοδος μέχρι το 1940, Β’ τόμος 1940-1960, εκδ. 2006, Γ’ τόμος 1961-2013, εκδ. 2013).
Ο Δεσποτόπουλος έφυγε την παραμονή των 103 γενεθλίων του, στον ύπνο του.
Αθήνα 17.2. 2016