Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Λαική Ιατρική’

Η Μαμή τον χωριού θυμάται και λέει …


 

 Μαρτυρία για τον τοκετό, τη λεχώνα και το νεογέννητο, της κυρά Κατέρως (Αικατερίνης Μουτζούρη συζ. Σταύρου Νάστα) της πρακτικής μαμής του Κιβερίου Αργολίδας, που κατέγραψε το 1988 η Λιλή Καρύμπακα*, τότε που οι επιστήμονες γιατροί ήταν άγνωστοι ή που  δεν αρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες όλου του πληθυσμού της Ελλάδας.

 

 – Κυρά Κατέρω, ήσουνα εδώ η Μαμή του χωριού, πώς άρχισες;

  Έτσι από γυναίκα που ήτανε ετοιμόγεννη και ο άντρας της ήτανε φτωχός.

–  Δεν χρειάζεται τόλμη;

Τόλμη και πολλή τόλμη. Γιατί έχεις όλες τις ευθύνες απάνω σου και πρέπει να σου κόβει το μυαλό τι πρέπει να κάνεις. Να ‘χεις θάρρος. Να, είχα πρωταρχίσει στη Θύμιενα. Ήρθε η θειά σου η Βάσω και μού   λέει. Εσύ παγαίνεις στις γυναίκες, έλα να την ξεγεννήσεις. Κι αυτή το βαλε στα πόδια. ‘Έτσι έμεινα μοναχιά μου. Και όπως ήτανε το νερό του παιδιού, κάνει μπράφ και μ’ έκανε μούσκεμα. Δε τήραξα να σκουπιστώ, αλλά τήραξα να μαζέψω το παιδί, να κόψω τον αφαλό. Πρώτα έφτιαχνα τον αφαλό του παιδιού και μετά άφηνα το παιδί και περιλάβαινα τη γυναίκα.

Η μαμή του χωριού, η κυρά Κατέρω (Αικατερίνη Μουτζούρη συζ. Σταύρου Νάστα).

– Τί εργαλεία είχες;

Από εργαλεία τίποτα. Να ένα ψαλίδι και μια βελόνα. Το λούρο τον τρυπάγαμε για να ψοφήσει. Έτσι το λέγαμε τότε. Να  ψοφήσει ο λούρος,  για να μην τρέχει αίμα. Ύστερα έβγαζα το ύστερο. Έσφιγγα τη γυναίκα στην κοιλιά και, πάφ , πεταγότανε το ύστερο. Το μάζευα και το άνοιγα σ’ ένα ταψί, του έρρινα νερό για να δω αν βγήκε σωστό ή μην εκόπηκε τίποτα μέσα. Λοιπόν, στην αρχή όλα δεν τά ‘ξερα, αλλά συχνοδουλεύοντας την έμαθα την τέχνη. Έπιανα το ύστερο και το ‘κλεινα όπως ήτανε το παιδί μέσα και έβλεπα ότι δεν λείπει τίποτα και ήμουνα σίγουρη για τη γυναίκα ότι δεν έχει τίποτα μέσα της.

‘Ε, μετά την έπλενα τη γυναίκα. Έβραζα νερό κι έριχνα και λίγο οινόπνευμα και μού ‘ριχνε μια γυναίκα μ’ ένα κατσαρολάκι κι εγώ με μπαμπάκι το καθάριζα από δώ κι από κει, ξέρεις εκεί στο μέρος, στον κόλπο. Και σταμάταγε η ακαθαρσία, το αίμα, και στερνά έβρεχα ένα μπαμπάκι με μαστίχα, πολύ μπαμπάκι, σχεδόν μισό πάκο και της το έβαζα από κάτω. Της έβαζα κι ένα πανί, της έσφιγγα την κοιλιά και στερνά της έβαζα την κυλόττα. Έστρωνα κάτω στο στρώμα, για να μη λερώσει, εφημερίδες ή λαδόκολλες ή νάιλον. Ότι βρισκότανε. Αλλά τα εργαλεία μου ήτανε το ψαλίδι, η βελόνα και η κλωστή από το μπαμπάκι.  Την κλωστή, ξέρεις, εκείνο που σουρώνει από πάνω. Είναι αποστειρωμένο αυτό. Κι έδενα τον αφαλό μ’ εκείνο. Τον αφαλό τον έδενα και μετά τον έκοβα και τον γύριζα έτσι και τον ξανάδενα. Του ‘βαζα λίγο ιώδιο μπροστά, στο κόψιμο. Έδενα και το κεφαλάκι του παιδιού. Το δέναμε τότε το κεφάλι, για να γίνει στρογγυλό. Μετά το φασκιώναμε. Βάζαμε πρώτα τις πάνες. Ένα πανί σταυρωτό στα χέρια και ένα τρίγωνο κάτω . Γυρίζαμε το κάτω πανί κι’ έτσι βρακώναμε το παιδί. Με το άλλο βάζαμε μέσα τα χέρια, το σφίγγαμε και μετά το τυλίγαμε με τη φασκιά. Στα πρώτα η φασκιά, η χωριάτικη που λένε, ήτανε ένα σκοινί και το διπλώνανε μ’ αυτό. Στερνά βγάλανε την πάνινη.

-Πόσα μέτρα ήτανε η φασκιά;

Η φασκιά θα ‘τανε μέτρα, πόσα να σου πω. Πήχες ξέρω. Ίσαμε τέσσερες πέντε πήχες. Το δέναμε λοιπόν όλο το παιδί και τα ποδαράκια του μέσα. Και κοιμότανε ήσυχο. Το κεφαλάκι του παιδιού να καταλάβεις το δέναμε τρεις μέρες για να γίνει στρογγυλό. Κι άμα έβλεπα καμιά φορά από το ζόρι της γυναίκας να είναι μακρουλό το κεφάλι του παιδιού, το ‘κανα έτσι,  γιατί το κεφάλι του παιδιού είναι ζυμωτό σαν ζυμάρι, δηλαδή το ‘σφιγγα λιγάκι κι’ έβρεχα ένα πανάκι με μαστίχα, για να ψηθεί το κεφάλι.

Σε λίγη ώρα ξανάλυνα το παιδί, για να δω τον αφαλό μην τυχόν δεν είναι καλά δεμένο και ματώσει. Και  το ξαναφάσκιωνα. Την τρίτη μέρα το ‘πλενα το παιδί, του ‘κανα το μπανάκι του και του φόραγα τη σκουφίτσα του και την τραχηλίτσα του. Τρεις μέρες πάενα συνέχεια κι’ έπλενα τη γυναίκα δύο φορές την ημέρα. Πρωί και βράδυ. Μετά πάλι πάενα να δω τί κάνουν. Έ, ήτανε καλά. Με καλοδεχόντουσαν σε όλα τα πράγματα. Έ, η πλερωμή μου ήτανε 100, 150 δραχμές. Έ, και δυσκολίες είχα, αλλά κακό δεν έτυχε να πάθω. Πότε ν’ ανεβαίνει το παιδί, πότε να κατεβαίνει, πότε να ‘ρχεται δίπλα. Το  δίπλα που ερχότανε το παιδί, έπιανα στο στόμα μου μαστίχα και μπούχαγα την κοιλιά της γυναίκας απόξω κι έκανε έτσι αυτό και κρύωνε και μαζευότανε, αλλά εγώ τότες έκανα τάκα-τάκα με τα χέρια μου και γύριζε και καθότανε στη θέση του.

Όχι δεν είχα πάθει κακό. Αν έγλεπα ότι ερχόταν ζόρικο τούς έλεγα να πάμε στο γιατρό. Στο ‘Αργος, πάενα στο Θοδωρόπουλο, πάενα στον Ψωμαδάκη κείνα τα χρόνια ή όποιον άλλον ήθελαν. Έβλεπες σήμερα μια γυναίκα είχε πόνους, σήμερα και δεν ήτανε για γέννα. Το ‘βλεπες το παιδί, δεν ήτανε κατεβασμένο. Έ, την άφηνα και πέρναγε μια μέρα δυό και άμα την ξαναπιάνανε οι πόνοι πήγαινα κι έλεγα τώρα είναι για γέννα. Την κοίταγα. Βάζαμε σ’ ένα ποτήρι λάδι και βούταγα το χέρι μου μέσα και το ‘βρισκα το παιδί. Κι’ έβλεπα αν είναι κεφάλι, χέρι, πόδι ή κώλος.  Άμα καλογεννιότανε το παιδί, έκλεγε αμέσως. Άμα είχε δυσκολίες, τρόμαζε να γεννηθεί. Έ, το μπουχάγαμε, το κατουκεφαλιάζαμε, το βαράγαμε και συνερχότανε.

Μια φορά έτυχε να ξεγεννήσω δίδυμα. Την πρώτη φορά που μου έτυχε παραξενεύτηκα να ‘ρχεται κι’ άλλο παιδί από κοντά. Φώναξα τον άντρα της να του το πω, και μου λέει τί μου το λες έμενα, αυτηνής πες το να κάνει κουράγιο να το γεννήσει. Και γεννηθήκανε καλά, αλλά ήτανε λίγο μικρά και τα βάλαμε στα μαλλιά. Ανοίξαμε μαλλί πρόβιο, στρώσαμε ένα πανάκι από μέσα και το βάλαμε απάνω. Διπλώσαμε με το μαλλί όλο το κορμάκι μέχρι το λαιμό. Του βάζαμε σκουφίτσα και με μπαμπάκι και το δέναμε και ήτανε φυλαγμένο, όπως στη φιάλη που το πάνε το παιδί. Δύο τρεις μέρες, έ στερνά έπαιρνε απάνω του. Έτρωγε κι’ έπαιρνε απάνω του. Δεν είχε τύχει ανέσωστο παιδί.  Είχα ξεγεννήσει παιδιά να τους λείπουν μέρες, αλλά δεν έβλεπα να τους λείπει τίποτα.

Άλλη μια φορά είχα ξεγεννήσει ανάποδα. Τα πόδια κάτω και το κεφάλι πίσω. Μόλις ήρθε το παιδί, πολέμαγα, πολέμαγα, δεν μπόραγα. Και πώς μού ‘ρθε, το ρίχνω πάνω στη γυναίκα και φαίνεται άνοιξε η μήτρα και βγήκε το παιδί. Έβαλα τα ποδαράκια του πάνω στη κοιλιά της μητέρας και έτσι ζορίστηκε το παιδί και βγήκε το κεφάλι. Είχα πάρει συγχαρητήρια από τους γιατρούς.

Στη Βελανιδιά μια γυναίκα είχε τρεις μέρες πόνους και τους έλεγα δεν είναι καιρός ακόμα, δεν είναι ώρα να γεννήσει. Τώρα ότι καταλαβαίνετε κάνετε. Να φέρουμε γιατρό. Δεν είναι καιρός, και γιατρό να φέρετε δεν κάθεται να το πιάσει. Όταν κατέβει το παιδί, θα σας πω να τον ειδοποιήσετε. Γιατί ίσαμε κει’ που ήρθε μπορεί να μην το ξεγεννήσω εγώ. Ήρθε η ώρα 12  και τότε κατέβηκε το παιδί . Τους λέω τώρα να πάτε για το γιατρό. Και μου λέει ό άντρας «τέτοια ώρα, πού να πάμε;». Δεν ξέρω, όπου θέτε πάτε. Να βγείτε στο δρόμο, να πιάσετε ένα αυτοκίνητο, να πάτε στους Μύλους, να πάρετε τηλέφωνο το γιατρό και να τον περιμένετε στους Μύλους και να ‘ρθει απάνω. Κι όπως έγινε. Ήρθε ο γιατρός και του λέω, πω-πω γιατρέ, μεγάλη αγωνία. Άκου δω να σου πω, κι’ εμείς έτσι τραβάμε. Ή που λέμε ότι είμαστε γιατροί. Αλλά πάντως και συ συγχαρητήρια. Για να κρατήσεις τρεις μέρες τη γυναίκα και να καταλάβεις ποιά ώρα θα γεννηθεί. Μόλις ήρθε ο γιατρός, το βρήκε έτοιμο. Βέβαια, πολλές φορές είχα αγωνία. Άμα όμως έβλεπα ότι το παιδί ερχότανε καλά, δε μ’ ένοιαζε, έπεφτα δίπλα στη γυναίκα και κοιμόμουνα.

Τις νύχτες ερχόντουσαν και με παίρνανε μ’ ένα φανάρι ή μ’ ένα φακό, γιατί τότε δεν είχε ηλεκτρικό και πώς να ξεγεννήσεις. Ένα βράδυ ήρθε και με πήρε ο άντρας μιας γυναίκας από κείθε πάνω από το Καλαμάκι, πάνω στα μαντριά. Κι ήρθε να με πάρει να ξεγεννήσω τη γυναίκα του. Στο δρόμο που πηγαίναμε του λέω. Τί λες, θα την προλάβουμε; Τί καταλαβαίνεις, του λέω, κόντευε το παιδί; Και μου λέει το παιδί έχει πέσει. Έχει πέσει το παιδί και τώρα με πας; Και τι θα κάνει το παιδί, θα στραγγίσει από τον αφαλό, άμα δεν του δέσεις τον αφαλό, στραγγάει. Δεν έλεγε μια γυναίκα ας το δέσουμε τούτο δώ να μη βγαίνει το αίμα πίσω. Όσο μένει το ύστερο στη γυναίκα, το αίμα στραγγίζει από το παιδί. Του λέω τράβα το μουλάρι και βάρα το. Κι εγώ πήγαινα στο μουλάρι και κείνος από πίσω και πήγα και δεν είχαν ούτε φώς τίποτα για να ιδώ. Είχανε από κείνα τους φουστανελάδες τα πετρελαιολίχναρα και σώθηκε το πετρέλαιο. Και βάνανε πουρνάρια στη φωτιά κι’ αφάνες σ’ ένα τζάκι, τίποτα ούτε τζάκι δεν είχανε, έτσι δεν έγλεπα να μαζέψω τη γυναίκα και το παιδί. Και τους λέω «αν ήξερα έτσι, δε ‘ρχόμουνα». Την  τρεμούλα που πέρασα. Λέω, να μου πάθει κάτι το παιδί, θα πούνε η Νάσταινα το ‘κανε. Μόλις λοιπόν μάζευα τη γυναίκα, τι πρώτα δεν έμπαινε κανένας μέσα εκτός από τη γυναίκα που είχα βοηθό. Μια δυο γυναίκες είχα, γιατί της βαστάγανε τα χέρια, βαστιότανε κείνη, ήθελα το ψαλίδι, ήθελα την κλωστή ν’ αφαλοκόψω το παιδί και μου τα ‘διναν εκείνες. Κι’ όταν τελειώναμε, ερχόταν ο πατέρας, του δίναμε τα συχαρίκια, ασήμωνε το παιδί, πότε ασήμωνε και τις γυναίκες, όποιος είχε ασήμωνε. Όποιος δεν είχε…

Η λεχώνα καθότανε χάμου, δεν έβγαινε έξω. Τύχαινε η λεχώνα να μη βγει έξω οχτώ μέρες. Λέγανε οι παλιοί «τη λεχώνα την είδαν τα βουνά και ραΐσανε».  Γιατί έχει τόση αγωνία περασμένη. Κατάλαβες, την είδαν τα βουνά και ραΐσανε! Μόλις θα ‘βγαινε στην πόρτα η λεχώνα, έπρεπε να κοιτάξει τη Θάλασσα. Πρώτα κι αρχή να κοιτάξει τη θάλασσα, για να της έρθει το γάλα σαν τη θάλασσα. Και δεν το χάνανε ποτές οι γυναίκες το γάλα τους. Μόλις βγαίνανε οι γυναίκες από την πόρτα, επιανόντουσαν από το σίδερο της πόρτας και λέγανε «σιδερένιο το σπίτι μου, σιδερένια κι εγώ» τρεις φορές. Και στερνά, κοιτάγανε τη θάλασσα, και  λέγανε «το γάλα μου σαν τη θάλασσα». Τα παιδιά μέχρι που πήγαιναν δύο χρονών τα θηλάζανε. Δεν τρώγανε τίποτε άλλο, μόνο γάλα. Δε βάνανε μπρίκι στη φωτιά. Έ, κάνα χαμομηλάκι. Άμα έκλεγε το παιδί, το ποτίζαμε σκατζοροχολή, τη χολή από το σκαντζόχοιρο. Μια ψιχούλα, ίσαμε το κεφαλάκι της καρφίτσας. Το λιώναμε σε λίγο γάλα από το στήθος και του το δίναμε και το ‘πινε και ηρέμιζε το παιδί και δεν έκλεγε πια. Τώρα δεν τα κάνουνε πια αυτά. Το ποτίζανε σκινόχορτο, πικρό, από τα σκίνα που γίνεται απάνω που πλέκει. Το βάζαμε και ξενέριζε και του δίναμε μια κουταλίτσα το πρωί και μια το βράδυ. Αυτό το βάσταγε να μην κλαίει. Όπως λέμε το κόβει η κοιλίτσα του. Τότες το ποτίζαμε από κείνο και κοιμότανε ήσυχο. Δεν πόναγε. Φαίνεται αυτό ήτανε ναρκωτικό, ξέρω τί ήτανε;  Έτσι το βρήκαμε, έτσι το κάναμε.

Οι γυναίκες, όταν πηγαίνανε στο χωράφι, το παιδί το παίρνανε μαζί τους. Το βάζανε στη νάκα, το κόβανε στην πλάτη, κι’ εκεί, αν τύχαινε κάνα δέντρο, έβαζε μια τριχιά και το κρέμαγε από το δέντρο. Ειδεμή, χάμω. Και στερνά, κει που καθότανε να ξαποστάσει, θήλαζε και το παιδί… Κουρασμένο γάλα, ξέρω ‘γώ.  Μια φορά ήτανε πιο ζωηρά τα παιδιά τότες και πιο γερά από τώρα. Ας τρέχανε και στα χωράφια.

Αν δεν σαράνταγε η γυναίκα, δεν πάενε στα χωράφια. ‘Έπρεπε να σαραντίσει, να τη διαβάσει ο παπάς. Ούτε σε ξένο σπίτι πάταγε. Να πάει στη γειτόνισσα ,όχι. Δεν έχεις ακούσει που λένε καμιά φορά, τι,είσαι ασαράντηyη και δεν έρχεσαι μέσα; ‘Όταν σαράνταγε,  πάενε στον παπά με το παιδί κι’ αφού έπαιρνε την ευχή, πάενε όπου ήθελε.

– Έχω ακούσει ότι πολλές γυναίκες έχουν γεννήσει στα χωράφια μόνες τους.

 Ναι, έτσι είναι. Έτυχε μια που πάενε στα Βέρβενα περπατώντας και την έπιασαν οι πόνοι κι’ έκατσε χάμω και το ‘κανε. Το μάζεψε μια γριά και το ‘δεσε με μια κλωστή, τότε σούρνανε και σουγιάδες απάνω τους, σούρνανε και κλωστές και βελόνες, είχανε απ’ όλα οι γριές. Το αφαλοκόψανε, το τυλίξανε με τη φουστάνα της, τη βάλανε πάνω στο μουλάρι και την πήγανε στο σπίτι. Κι’ άλλη μια πήγε στο μύλο ν’ αλέσει και γέννησε. Την έπιασε ο μυλωνάς και τη μάζεψε και την έβαλε καβάλα κι’ έφυγε να πάει στο χωριό της και το παιδί το ‘χε διπλωμένο στην ποδιά της. Καβάλα στο μουλάρι και το παιδί διπλωμένο. Πού τώρα τέτοιες γυναίκες. Θυμάμαι τότες που λέγανε γέννησε η Μούντραινα και πάει το παιδί στην ποδιά. Πάντως παιδευόντουσαν οι γυναίκες τότε. Τώρα δεν αντέχουνε. Ελέπτυναν. Τους έλεγα, όταν έρχεται ο πόνος, να κάνουν αυτή την αναπνοή, να βγαίνει ο πόνος απάνω και το παιδί να κατεβαίνει κάτου. Αυτό μου το ‘χε πει γιατρός, όχι ότι το ‘ξερα. Γιατί πολλοί γιατροί με είχανε ορμηνέψει. Τώρα δεν έχουνε αντοχή. Εδώ πάει η φωνή σύννεφο. Και τότες φωνάζανε, αλλά εγώ τους έβαζα φωνή κι ακούγανε. Γιατί η φωνή δεν είναι να βοηθήσει, είναι να σφιχτείς να κατέβει το παιδί. Τότες ήμουν και πιο νέα, πιο θαρραλέα…

– Τώρα άμα σου τύχει καμιά γέννα θα πάς;

Να, πέρσι δεν ξεγέννησα του Νίκου τη γυναίκα;

– Πόσο χρονών είσαι;

Εγώ είμαι 78. Δεν πρόλαβε να πάει στο γιατρό, κοιμόμουν και με φωνάξανε. «Θειά Κατέρω, θεια Κατέρω, έλα, γιατί το παιδί πέφτει και δεν ξέρουμε καμιά». Και πουλάλα εγώ και φούσκωσα. «Άντε θεια, γρήγορα». «Έ ,μπορώ να ‘ρθω και πιο γρήγορα;»  Επήγα εκεί και δεν πρόλαβα ούτε τα χέρια μου να περάσω με οινόπνευμα. Αμέσως εβούτηξα το παιδί, κοριτσάκι ήτανε, το ‘πιασα, το ξεγέννησα, έφτιαξα και τη γυναίκα και λέω στον άντρα της να πας να φέρεις τη  μαμή, ξέρεις αύτη  ήτανε σπουδαγμένη, εγώ δεν ξέρω ελέπτυνε η  πλάση. Και  ήρθε η  μαμή και μου  έδωσε συγχαρητήρια για το ωραίο φτιάξιμο που έκανα στη λεχώνα.

Και τώρα να μου τύχει κάτι, θα το πιάσω, αλλά δεν έχω από κείνες τις γυναίκες, που είχανε υπομονή.  Δεν μπορώ, δεν είναι και αντοχής. Δεν βοηθάνε. Τώρα τηράνε να τους το βγάνει ο γιατρός. Όλο πονάω… Έ, θα πονέσεις, για να βγάλεις το παιδί. Τανήσου, να το βγάλεις.

– Έτυχε να ξεγεννήσεις καμιά γυναίκα πάνω σε τρίποδο, στο σκαμνί που λένε;

Όχι. Η μαμή που με ξεγέννησε, με ξεγέννησε στο σκαμνί. Αυτό ήτανε ένα τρίγωνο ξύλινο και τα ντύνανε με πανιά και καθότανε απάνου η γυναίκα, ούτε σκεπαζότανε. Η μαμή δεν έβλεπε τίποτα. Έβαζε τα χέρια της από κάτω κι έπιανε το παιδί. Εγένναγαν πιο ελαφρά έτσι από τα ίσια που πέφτουνε. Ήτανε πιο καλά, καθότανε και το βάρος πήγαινε κάτω. Ενώ, άμα κάθεσαι στα ίσια, το παιδί είναι απλωμένο. Όμως στο σκαμνό που καθόσουνα έσπρωχνες κάτω εσύ, έσπρωχνε και το παιδί και έβγαινε. ‘Έβγαινε πιο καλά. Στερνά το καταργήσανε τα σκαμνί και γένναγαν στα ίσια τους οι γυναίκες. Πριν ν’ αρχίσει η γέννα, σου φέρνανε ένα πιάτο λάδι και μόλις βούταγε η μαμή τα χέρια της έλεγε. «Όπως γλιστράει  το λάδι, να γλιστράει και το παιδί της γυναίκας» εκεί στο μέρος στη γέννα και μετά συνέχιζε. Κι’ όταν κόντευε να γεννηθεί το παιδί, πάλι της έβαζε λάδι.  Κι’ ερχότανε το παιδί, φράπ, κι’ έπεφτε αμέσως.

– Γιατί τα κορίτσια δεν τα θέλανε τότε;

Δεν τα θέλανε, γιατί θέλανε προίκες. Φτιάνανε προικιά. Βελέντζες, σαϊσματα, κουβέρτες,  κιλίμια, αλατζάδες, τέτοιες προίκες. Πάντως το κορίτσι είναι βαρύσκιωτο. Δεν το θέλουνε δηλαδή.  Όχι και τότες, και τώρα δε το θέλουνε. Αλλά δεν το νομίζω, γιατί το ξεχωρίζουνε, αφού παιδί είναι και το κορίτσι, όπως είναι το αγόρι, είναι και το κορίτσι. Γεννήθηκε αγόρι, ο βασιλιάς γεννήθηκε. Χορεύανε, ρίχνανε και τα τουφέκια. Ενώ, άμα γεννιότανε κορίτσι, δε μίλαγε κανένας μπίτι. Μια φορά ο άντρας μιανής, όταν άκουσε ότι ήτανε κορίτσι, σηκώθηκε κι έφυγε. Του φώναζα εγώ να ‘ρθει πίσω, γιατί  δεν είχα και  πολλές γυναίκες να με βοηθήσουν, μια γυναίκα είχα μόνο. Του λέω «η γυναίκα άμα μείνει έγκυος ή κορίτσι θα κάνει ή αγόρι. Αφού έτυχε ο Θεός να το κάνει κορίτσι…» και μου λέει «έπρεπε να ‘ναι κείνος Στυλιανός και εγώ Θεός». Έ, άκουγες και κουταμάρες.

– Τί γιατροσόφια κάνατε στα παιδιά;

Εμείς δεν ηξέραμε το γιατρό. Εγώ τα παιδιά μου μεγαλώσανε, στο γιατρό δεν τα πήγα. Τους έκανα κείνο, τα άλλο, το ‘τριβα με ξυγκάκι. Το ‘τριβα στο λαιμούλι τους, γιατί κάνανε και τότες στο λαιμό τους αμυγδαλές που λέμε τώρα. Και μόλις το ‘τριβα με κείνο, το έδενα μ’ ένα πανάκι και το πρωί δεν είχε τίποτα. Ενώ τώρα δεν τα κάνουνε. Τώρα όλο με τα φάρμακα. Τότες τα χαρακώναμε στην πλατούλα για το αίμα. Έπρεπε να του πάρεις αίμα από δώ κι από κει και ησύχαζε το παιδί. Τρεις χαρακιές από τη μια, τρεις από την άλλη και μετά του βάναμε λίγο λαδάκι απάνω, βάναμε ένα πανάκι καθαρό και μετά το δέναμε. Κάθε οκτώ μέρες τα χαρακώναμε όσο ήτανε μικρά. Αλλά τότες που έγινε ενός χρονού κι’ απάνω, στους δύο μήνες, στους τρεις και τ’ αερώναμε. Και του Αγίου Κωνσταντίνου ήτανε καλή λέει μέρα για του Σταυρού. Δύο χαραξίτσες όλα τα παιδιά μέχρι δέκα χρονών και δώδεκα. Παλιότερα τα χαρακώνανε στις γάμπες. Εμένα μ’ έχουνε χαρακώσει στις γάμπες. Χαρακώνανε το κορμάκι του, τις γάμπες και πίσω δω στα κωλομάγουλα.

Το κεφαλάκι του το μπουχάγαμε με μαστίχα και μετά του ρίχναμε κι αλάτι ψιλό και το δέναμε, για να ψηθεί… Τον αφαλό τον προστατεύαμε για πολύ καιρό. Μερικά δεν πρόφταιναν να σαραντίσουν κι έκλεινε το αφαλό. Μερικά τον είχανε ενός χρόνου κι’ ακόμα. Τους βάζαμε και ένα φυλαχτό. Κάναμε ένα χαϊμαλάκι.  Βάζανε  ένα σπυράκι λιβάνι, λιγάκι σκόρδο, λιγάκι κάρβουνο από τη φωτιά και σταυρολούλουδα από τον επιτάφιο, τα ράβανε και το βάζανε στο παιδί. Τους  βάζανε κι’ ένα σταυρό, λιόκρινο τον λέγανε το σταυρό, σαν ξύλο ήτανε, το πουλάγανε. Μ’ αυτό το σταυρό τήραγαν και το μάτι. Τον βάζαμε μέσα στο νερό και άμα είχε μάτι, πέταγε φουσκάλες απάνω ο σταυρός. Κι’ άμα είχε μάτι, το σταυρώναμε με κείνο το σταυρό και λέγαμε «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά». Του βάζαμε ακόμη μια γουρουνίτσα, ένα κοχύλι της Θάλασσας μαζί με μια χάντρα μπλε, θαλασσιά, το κρεμάγαμε μ’ ένα σκοινί στο λαιμό του παιδιού για το μάτι, γιατί αυτή η γουρουνίτσα έχει μπροστά ένα μαύρο μάτι τόσο δα, τρομάζεις να το βρεις, κι’ αυτό δεν το βρίσκεις εύκολα. Τώρα δεν τα παραδέχονται αυτά. Τώρα ούτε πικρά τα ποτίζουνε ούτε τίποτα. Με το τίποτε, στο γιατρό.

Όσο για το νονό, αυτός ερχότανε μετά από δεκαπέντε μέρες, γιατί έπρεπε να το ασημώσει.  Λεφτά, γλυκά, καμιά μπουκάλα κρασί ήτανε τα κεράσματα του παιδιού. Στα βαφτίσια πάενα κι εγώ και βοηθούσα. Τότε δεν είχανε μπομπονιέρες. Είχανε γλυκό στο σπίτι.  Όσοι ήτανε στην εκκλησία, περνάγανε από το σπίτι και παίρνανε ένα γλυκό. Κυδώνι ή ότι άλλο. Ο νονός μες στην εκκλησία έδινε σε όλους λεφτά. Έδινε στη μαμή, στη νεωκόρα, στον παππά, στον ψάλτη και άφηνε και στην εκκλησία. Στους  υπόλοιπους είχε κάνει λεφτά λιανά, γαζέτες που τα λέμε, και τα ‘παιρνε στη χούφτα του, τα πέταγε κι’ όποιος προλάβαινε έπαιρνε. Δεκάρες τότε, τι να πετάξει. Ελέγανε τώρα θα πετάξει ο νουνός, τώρα θα πετάξει λεφτά. Μαρτυρικά δεν είχαμε. Μαρτυρικά λέγαμε τώρα θα μαρτυρήσω το όνομα και, για να μην το μαρτυρήσεις, δίνανε ένα δίφραγκο, φράγκο, για να μη μαρτυρήσει.  Τα φλουράκια, όχι δεν τα ξέραμε. Ο νουνός που το βάφτισε έπρεπε να στεφανώσει κιόλα.  Στα βαφτίσια έπαιρνες ένα λαδόπανο, μια σκουφίτσα και το πουκαμισάκι του παιδιού, τίποτε άλλο.  Μετά, άμα πέρναγε ένας μήνας, ο νουνός έπαιρνε ένα κουστουμάκι. Τα πρώτα τα λέγαμε λαδικά. Και του Χριστού ή του Αγιο- Βασιλειού του πήγαινε το κουστούμι το καλό και τη λαμπάδα του, αν ήτανε Πάσχα.  Λέγανε θα ‘ρθει ο νονός να φέρει τα βαφτιστικά. Τα λέγανε Φωτήκια.  Τα δεύτερα τα λέγανε λαδίκια.  Αυτές ήταν οι δουλειές μας.  Άλλα εθίματα τότες. Έχω πεντακόσια παιδιά πιασμένα μέχρι που τα μέτραγα. Τι να πρωτοθυμηθώ…

– Κυρά Κατέρω, θυμάσαι κανένα γεγονός που να σε στενοχώρησε ιδιαίτερα;

Θυμάμαι μια γυναίκα που είχε δύσκολη γέννα, γιατί το παιδί φαινότανε μεγάλο και τους είπα να την πάνε στο γιατρό. Αφού την πήγανε, ο γιατρός τους είπε να της κάνουνε καισαρική, για να το πάρουνε το παιδί, και οι δικοί της δε θέλανε. Γιατί τότε το θεωρούσανε κακό. «Γιατί, δεν είναι άξια να το γεννήσει;  Όχι καισαρική». Την άφησαν τη γυναίκα και το παιδί έβγαλε πρώτα το χεράκι του. Τίποτα άλλο. Το βγάλανε ένα – ένα κομματάκι. Παραλίγο να πάθει και η γυναίκα. Άλλη μία πάλι, που τα γένναγε πεθαμένα; Τρία παιδιά είχε γεννήσει, όλα την ίδια τύχη είχανε. Πολύ με στενοχώρησε αυτή η γυναίκα, γιατί τους έλεγα να την πάνε στην Αθήνα στο γιατρό.  Αλλά οι δικοί της τίποτα. Ήτανε ντροπή να μην μπορεί να γεννήσει ένα σωστό παιδί.

Και η Κυρα – Κατέρω η Νάσταινα, η μαμή του χωριού, που είχε ξεγεννήσει πάνω από πεντακόσια παιδιά, άρχισε να μουρμουρίζει ένα νανούρισμα:

«Νάνι – νάνι να μου κάνει

κι όπου το πονεί να γιάνει….

Νάνι – νάνι το μωρό

κι εγώ θα κάνω ότι μπορώ…»

 

Όπως μου τα εξιστόρησε η Κυρά Κατέρω η Νάσταινα, η μαμή.

Κυβέρι, Σεπτέμβρης 1988

Λιλή Καρύμπακα

* Η Λιλή Καρύμπακα γεννήθηκε στην Πάτρα, είναι πτυχιούχος της σχολής ξεναγών, εργάστηκε στο δημόσιο και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Είναι αδελφή της Γλύπτριας και Ζωγράφου Αργυρώς Καρύμπακα, και κόρη της οικογένειας του Ανδρέα Καρύμπακα από την Κυνουρία και της Χρυσούλας Καρκαλάτου από το Κιβέρι. Οργάνωσε στο Κιβέρι το 1990 σε συνεργασία με το Χορευτικό Όμιλο Κιβερίου μια εξαιρετική έκθεση με τίτλο «Αναμνηστικά», στην οποία παρουσίασαν παλιές φωτογραφίες, διάφορα έγγραφα και παλιά αντικείμενα, που τους παραχώρησαν οι κάτοικοι του χωριού. Ακολούθησε το 2001 η «Γιορτή του Μάη» με οργάνωση έκθεσης με γλάστρες ανθισμένες, στεφάνια, ανθοδέσμες και παιδικά σχέδια των μαθητών του δημοτικού σχολείου Κιβερίου. Οργάνωσε επίσης σε συνεργασία με τη γνωστή στην Αργολίδα δημοσιογράφο και συγγραφέα Μιμή Φυρογένη παράσταση παιδικού θεάτρου για τα παιδιά του σχολείου, η οποία παίχτηκε στο χωριό και παρουσιάστηκε στο 1ο φεστιβάλ παιδικού θεάτρου Άργους.

 

Read Full Post »

Ο τοκετός, η περίοδος της λοχείας και το νεογέννητο στη λαϊκή ιατρική


 

Λαογραφικά στοιχεία  για τον τοκετό, τη λεχώνα και το νεογέννητο από την περιοχή της Αργολίδας.

Τα παρακάτω στοιχεία προέκυψαν από συνομιλίες με ηλικιωμένες γυναίκες της περιοχής του Άργους οι οποίες είχαν παραβρεθεί ως βοηθοί ή παρατηρητές την ώρα του τοκετού και κατατίθενται ως μαρτυρίες για τον τρόπο που γεννούσε μια γυναίκα 50 και πλέον χρόνια πριν.

 

Σκηνή τοκετού από το βιβλίο του Roesslin Der Swangern Frawen und Hebammen Rosengarten (1513), που απεικονίζει μια γυναίκα καθισμένη σε καρέκλα να δέχεται τις φροντίδες δύο μαιών.

Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και η περίοδος της Λοχείας αντιμετωπίζονταν για αιώνες ολόκληρους από τον απλό λαό με συγκεκριμένες πρακτικές που αποτελούσαν κράμα  λαϊκής ιατρικής και άφθονης δεισιδαιμονίας. Οι γυναίκες που είχαν επιφορτιστεί με το ρόλο της μαμής, σπάνια διπλωματούχες και πολύ συχνότερα πρακτικές, ήταν γυναίκες συνήθως ηλικιωμένες που είχαν μάθει την τέχνη της Μαίευσης δίπλα σε μια άλλη μαμή. Οι πρακτικές μαμές δεν αναλάμβαναν μόνο τα σχετικά με τον τοκετό αλλά συχνά παρέμεναν στο σπίτι και φρόντιζαν για όλες τις υποχρεώσεις που έπρεπε να διεκπεραιωθούν και που σχετίζονταν με τη γέννηση μιας νέας ζωής.

Μόλις έπιαναν μια γυναίκα οι πόνοι, ο σύζυγος και οι οικείοι της ειδοποιούσαν τη μαμή, η οποία έφτανε στο σπίτι και έδινε οδηγίες σχετικά με τα εφόδια που θα χρειαζόταν για τη φροντίδα της επιτόκου, την εκτέλεση του φυσιολογικού τοκετού και τη φροντίδα του νεογέννητου.

Ξεκινώντας φρόντιζαν πάντα στο προσκέφαλο της επιτόκου να βρίσκεται η εικόνα της Θεοτόκου ή σπανιότερα του Αγίου Ελευθερίου, που θα βοηθούσε τη γυναίκα να «ελευθερωθεί» από τους πόνους και συχνά έψελναν ύμνους στην Παναγία, μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες. Η παράδοση αυτή είναι πανάρχαια και θυμίζει τις συνήθειες των αρχαίων ελληνίδων Μαιών να απευθύνουν τιμές και δεήσεις στις προστάτιδες του τοκετού θεές Ειλειθυϊα, Λητώ, Μαία, Άρτεμη και Ήρα.

Στο κέντρο της θεϊκής τριάδας στέκεται η Λητώ, αριστερά ο γιος της Απόλλων με κιθάρα και δεξιά η κόρη της Άρτεμις με δάδες (4ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας). Στην κλασική Αθήνα η Άρτεμις ήταν θεά του τοκετού. Η θεά κυνηγός είχε σχεδόν ξεχαστεί.

Πάντοτε είχαν νερό ως ένα απαραίτητο εφόδιο το οποίο, εκτός από τη χρηστική του αξία για τον καθαρισμό της επιτόκου, του νεογνού και της ίδιας της μαμής, είχε και ένα συμβολικό – μαγικό ρόλο: θεωρούσαν πως θα βοηθούσε και αυτό ώστε «σαν το νερό να κυλήσει το μωρό» αποφεύγοντας την καταπόνηση της επιτόκου.

Μετά τον τοκετό, σε ορισμένες περιπτώσεις, περνούσαν το μωρό με προσοχή επάνω από φλόγα. Αυτή η πρακτική πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως μέθοδος αντισηψίας, για να σκοτωθούν τα μικρόβια αλλά ίσως και για δεισιδαιμονικούς λόγους που σχετίζονται με την εξαγνιστική δράση της φωτιάς. Μετά το λουτρό του νεογνού, έσταζαν στα μάτια του σταγόνες από χυμό λεμονιού. Αυτό εκφράζει πιθανώς τη γνώση που είχαν για την καταπολέμηση της γονοκοκκικής οφθαλμίας των νεογνών και αναφέρεται από το Σωρανό, ο οποίος ωστόσο συνιστούσε ενστάλαξη λαδιού, ενώ ακόμη και σήμερα γίνεται σε πολλά Μαιευτήρια ενστάλαξη αντιβιοτικού κολλύριου.

Ένα άλλο περίεργο έθιμο που μου αναφέρθηκε ήταν το «κόψιμο» του νεογνού. Με ένα μικρό ξυράφι χάρασσαν ελαφρά τα άκρα του μωρού επιτρέποντας στο «κακό» αίμα να βγει από το σώμα του.

Στη συνέχεια φρόντιζαν τη λεχώνα και ασχολούνταν ιδιαίτερα με το διαιτολόγιό της. Ανάλογα με το πώς εκτιμούσαν την κατάστασή της μπορούσαν να της δώσουν σούπα από κρέας και κάποιες φορές, προφανώς όταν το κρέας δεν ήταν διαθέσιμο, έφτιαχναν χυλό με αλεύρι και κρασί.

Μια ακόμα ενδιαφέρουσα παράδοση ήταν το στρώσιμο του τραπεζιού για τις Μοίρες. Συγκεκριμένα πίστευαν πως μέσα στις τρεις πρώτες νύχτες από τον τοκετό, οι τρεις Μοίρες θα επισκέπτονταν τη λεχώνα και θα καθόριζαν τη μοίρα του μωρού της και για το λόγο αυτό έπρεπε να προετοιμαστούν.

Έστρωναν το καλύτερο τραπεζομάντηλο της λεχώνας, τοποθετούσαν πάνω στο τραπέζι ένα καρβέλι φρέσκο ψωμί, μια κανάτα νερό και ένα μαχαίρι μαυρομάνικο ενώ κάποιες άλλες φορές θεωρούσαν σημαντικό να υπάρχει και κάποιο γλυκό. Η μαμή ή κάποια άλλη γυναίκα παρέμεναν τις τρεις πρώτες ημέρες στο σπίτι και τις νύχτες περίμεναν την έλευση των Μοιρών. Εάν αυτές έμεναν ευχαριστημένες από το τραπέζι τότε θα ήταν ευνοϊκές, διαφορετικά το μωρό δεν θα είχε καλή τύχη.

Η μαμή σιωπηλή και κρυμμένη παρακολουθούσε τη συνομιλία των Μοιρών και δεν παρέμβαινε, ενώ την επομένη το πρωί διηγούνταν στη λεχώνα το τι είχε ειπωθεί. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, μια γυναίκα μου ανέφερε ότι το αποτέλεσμα της επίσκεψης των Μοιρών δεν ήταν καθόλου καλό και το μωρό πέθανε την τρίτη ημέρα από τη γέννησή του.

Εντύπωση προκαλεί η επιλογή των εφοδίων του τραπεζιού. Εκ πρώτης όψεως κανείς καταλαβαίνει ότι θεωρούσαν πως οι Μοίρες θα έτρωγαν το ψωμί κόβοντάς το με το μαχαίρι και στη συνέχεια θα έπιναν νερό, όπως και πράγματι διηγούνται ότι συνέβαινε.

Ωστόσο από άλλες αναφορές που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου, το ψωμί, το νερό και το μαυρομάνικο μαχαίρι φαίνεται πως  αποτελούσαν μαγικά αποτρεπτικά αντικείμενα, τα οποία υποτίθεται πως έχουν πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των άσχημων ονείρων.

Η γέννηση του Ασκληπιού με «καισαρική τομή». (Πηγή: Στ. Γερουλάνος, Ε. Δούκα, Μ. Παπαδοπούλου: «Surgical Infections. Lessons from History», εκδ. «Onassio Cardiac Surgery Center and Department of History of Medicine», University of Ioannina.)

Τόσο τα ρούχα της εγκύου όσο και οι πάνες του μωρού δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να παραμείνουν απλωμένα στο σύρμα μετά τη δύση του Ηλίου και αυτό διότι νεράιδες και ξωτικά θα έπαιρναν τα ρούχα και μητέρα και μωρό θα έχαναν τα λογικά τους. Επίσης φρόντιζαν να μην τοποθετείται το μωρό δίπλα σε παράθυρο ώστε να μην απαχθεί από τις παραπάνω οντότητες και αντικατασταθεί από ένα άλλο δικό τους μωρό. Αλλά και οι ίδιες οι μαμές κινδύνευαν από τα ξωτικά, τα οποία τις απήγαγαν για να βοηθήσουν τις γυναίκες τους όταν γεννούσαν. Εάν τα κατάφερναν τότε τις γέμιζαν χρυσάφι.

Η έγκυος δεν θα έπρεπε να βγει από το σπίτι τις σαράντα πρώτες ημέρες για να μη «ματιαστεί» αλλά κυρίως δεν θα έπρεπε να μπει σε εμπορικό κατάστημα διότι αυτό ήταν μεγάλη γρουσουζιά για τον έμπορο.

Εξετάζοντας το μωρό η μαμή ή κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν σύνηθες να δηλώσει ότι αυτό «κόπηκε». Με τη φράση αυτή εννοούσαν τις κράμπες και δυσκαμψίες που πάθαινε από λάθος στάση του σώματός του ή από λανθασμένο τρόπο φασκιώματος. Τότε κατέφευγαν σε ένα δεξιοτεχνικό μασάζ που η αλήθεια είναι ότι αγχώνει λίγο όποιον το παρακολουθήσει αλλά υποτίθεται πως ανακουφίζει πραγματικά το μωρό.

Στις περιπτώσεις που η ζωή του νεογέννητου κινδύνευε σοβαρά, τότε η Μαμή κατέφευγε στο «αεροβάπτισμα». Σήκωνε δηλαδή το μωρό ψηλά, επικαλούνταν την Αγία Τριάδα κάνοντας με το μωρό στα χέρια το σημείο του Σταυρού και του έδινε όνομα. Αυτή η τεχνική, θεωρούσαν πως είτε μπορούσε να βοηθήσει στην επιβίωσή του είτε εξασφάλιζε πως αν πέθαινε δεν θα ήταν χωρίς όνομα διότι στην τελευταία περίπτωση ένα αβάπτιστο μωρό πίστευαν πως δεν πήγαινε ούτε στον Παράδεισο αλλά ούτε και στην Κόλαση. Άλλοι πάλι έλεγαν όμως ότι αυτά τα μωρά μετατρέπονταν σε Αγγέλους αλλά ορισμένοι Αρκάδες θεωρούσαν πως τα μωρά αυτά γίνονταν «χαμοδράκια».

Όταν όλα πήγαιναν καλά και έφτανε η τεσσαρακοστή ημέρα, η μητέρα έπρεπε να σηκωθεί πριν ξημερώσει, να στρέψει το μωρό της προς την πλευρά του ανατέλλοντος ηλίου ώστε το πρώτο θέαμα από τον έξω κόσμο που θα έβλεπε το μωρό να ήταν ο Ήλιος και να πει την εξής ευχή: «όπως λάμπει ο Ήλιος έτσι να λάμψεις κι εσύ στη ζωή σου» και μια νέα ζωή ξεκινούσε…

Μιχάλης Μώρος
Μαιευτής – Γραμματέας ΣΕΜ Ναυπλίου

 

Read Full Post »