Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Λακωνία’

Η πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα του «εκ Μολάων επιφανούς πολιτικού ανδρός» Κωνσταντίνου Ν. Παπαμιχαλόπουλου – © Σοφία Μπελόκα, Δρ Ιστορίας


 

 

Κατά την περίοδο βασιλείας του Γεωργίου Α΄ στην πολιτική ζωή της χώρας άρχισαν να διακρίνονται νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης και λειτουργίας, καθώς και κυρίαρχοι συνασπισμοί που διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις, στη βάση εύθραυστων ισορροπιών. Ένα πρόσθετο προσδιοριστικό στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής συνδεόταν με την ανανέωση σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης, αντιπροσώπευσης, σε επίπεδο διοίκησης και κρατικής, θεσμικής λειτουργίας. Σταδιακά και ειδικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα άρχισαν να αναδεικνύονται νέες συσπειρώσεις και νέα πρόσωπα που ανέπτυσσαν δυναμική δραστηριότητα, επιφέροντας υπολογίσιμες αλλαγές στο κοινωνικό, πολιτισμικό, πολιτικό πεδίο. Μεταξύ αυτών των νέων, δυναμικών, δραστήριων προσωπικοτήτων με την πολύπλευρη δράση συμπεριλαμβάνεται και ο πολιτικός Κωνσταντίνος Ν. Παπαμιχαλόπουλος.

 

Στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής και ειδικά από το 1864 έως το 1870, στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και προβληματισμού βρέθηκαν θέματα όπως το πολιτειακό ζήτημα, η εκ νέου κατανομή της εξουσίας, η οριοθέτηση της λειτουργίας του θρόνου, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί. Οι νέες, ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις που βαθμιαία άρχιζαν να εδραιώνονται στο εσωτερικό της χώρας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1870-1880, έδειχναν να προσανατολίζονται προς τα θεσμικά, πολιτικά πρότυπα των εκσυγχρονισμένων ευρωπαϊκών κρατών [1]. Παράλληλα, άρχιζαν να επικεντρώνονται σε συστηματικές προσπάθειες ανασυγκρότησης του κράτους, στον εξορθολογισμό της διοίκησης και της δημοσιονομικής λειτουργίας καθώς και στη χάραξη μιας εν πολλοίς ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Στο πλαίσιο βραχύβιων κυβερνητικών σχημάτων, ο μονάρχης επιδείκνυε μια ιδιαίτερη στάση επιχειρώντας να προσαρμοστεί στις συνθήκες αλλά και να τις προσαρμόσει στις επιδιώξεις του. Από το 1867 τα αδιέξοδα, τα σύνθετα προβλήματα και οι ποικίλες δυσχέρειες της κυβερνητικής πολιτικής οδήγησαν σε μια πολιτειακή κρίση που κορυφώθηκε κατά τα έτη 1874-1875, οδηγώντας σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις [2]. Από το 1875, συνθήκες όπως η διατύπωση της «αρχής της δεδηλωμένης», η σταδιακή όξυνση των σχέσεων στην προσπάθεια διευθέτησης του λεγόμενου «ανατολικού ζητήματος» και οι γενικότερες προκλήσεις που κλήθηκε να διαχειριστεί η κεντρική κυβερνητική αρχή σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, ενίσχυσαν τη συγκρότηση σταθερότερων κυβερνητικών σχημάτων. Από το 1881 έως το 1895 ο προσανατολισμός και οι πρακτικές των επικρατέστερων συνασπισμών προσδιορίζονταν από την εσωτερική πολιτική, κοινωνική, οικονομική πραγματικότητα και τις αυξημένες ανάγκες ανασυγκρότησης καθώς και από μια ιδιόμορφη εξωτερική πολιτική. Στο επίκεντρο του ανταγωνισμού τους βρέθηκε η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, ένα φιλόδοξο αναπτυξιακό πρόγραμμα υψηλού κόστους, απέναντι σε πιο μετριοπαθείς και συντηρητικούς σχεδιασμούς.

Οι πιέσεις σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής σταδιακά εντείνονταν, υποχρεώνοντας (ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1890) τόσο τον μονάρχη όσο και τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις του κράτους σε έναν επαναπροσδιορισμό της θέσης τους [3]. Ωστόσο, οι εσωτερικές δυσχέρειες και τα δυσεπίλυτα προβλήματα σε συνδυασμό με την κλιμάκωση του ανταγωνισμού των ισχυρότερων ευρωπαϊκών δυνάμεων οδήγησαν τη χώρα στην πολεμική εμπλοκή του 1897. Η αποτυχία σε επίπεδο πολεμικών επιχειρήσεων, το οικονομικό αδιέξοδο, οι ευρύτεροι μετασχηματισμοί ενίσχυσαν την αβεβαιότητα, τη διάσπαση των πολιτικών, κομματικών συσπειρώσεων, εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο αστάθειας.

Κωνσταντίνος Ν. Παπαμιχαλόπουλος. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο «Η Μεγάλη Στοά της Ελλάδος».

Ο Κωνσταντίνος Ν. Παπαμιχαλόπουλος (1852 ή 1854-1923) [4] καταγόταν από την επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Σύμφωνα με μια αναφορά γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας. Προερχόταν από πολυμελή και επιφανή οικογένεια πολιτικών της περιοχής. Ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του στο Γυμνάσιο της Σπάρτης. Στη συνέχεια φοίτησε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Αθήνας. Κατά τα έτη 1871-1872 καταγράφεται μεταξύ των εκεί σπουδαστών με πατρίδα τη Λακωνία [5]. Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του βοηθούσε τον πατέρα του Νικόλαο, ως συνεργάτης του στο πολιτικό έργο του. Αφού αναγορεύθηκε διδάκτωρ της νομικής μετέβη στη Γερμανία, όπου και παρέμεινε για διάστημα τριών ετών προκειμένου να ολοκληρώσει τη μετεκπαίδευσή του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα επιδόθηκε στη δημοσιογραφική εργασία. Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του άρχισε να αναπτύσσει πιο δυναμική συμμετοχή στα κοινά.

Νικόλαος Παπαμιχαλόπουλος, ξυλογραφία. Δημοσιεύεται στο «Σκόκος Κωνσταντίνος, Εθνικόν Ημερολόγιον …, Αθήνα, 1889 σ. 388.

Το οικογενειακό περιβάλλον, η καταγωγή και ειδικά η πολιτική δραστηριότητα του πατέρα του, Νικόλαου Παπαμιχαλόπουλου, φαίνεται ότι επηρέασαν καθοριστικά και την πορεία του Κωνσταντίνου. Ο Νικόλαος [6] Παπαμιχαλόπουλος γεννήθηκε κατά το 1827 στην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας και απεβίωσε το 1888 στην Αθήνα. Αν και δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει πανεπιστημιακές σπουδές, ξεχώρισε από νεαρή ηλικία για τη συμμετοχή του στα κοινά, τη ρητορική δεινότητά του και πολιτεύθηκε με αξιοσημείωτη επιτυχία στην περιοχή του. Κατά τα τελευταία έτη της οθωνικής περιόδου αναδείχθηκε επανειλημμένα βουλευτής και εκτιμάται ότι ανέπτυξε μετριοπαθή, αντιοθωνική δράση. Κατά την κρίσιμη, μεταβατική εποχή που ακολούθησε, εκλέχθηκε μέλος της εθνοσυνέλευσης του 1862 και διετέλεσε πρόεδρός της. Κατά την περίοδο βασιλείας του Γεωργίου Α΄ εξακολουθούσε να εκλέγεται βουλευτής ενώ κατά το 1879 διετέλεσε και πρόεδρος της βουλής. Εκτός από τη δυναμική παρουσία του σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, εντυπωσιακή υπήρξε και η θητεία του σε υπουργικές θέσεις. Από το 1871 έως το 1886, στο πλαίσιο διαδοχικών κυβερνητικών σχημάτων, διετέλεσε οκτώ φορές επικεφαλής διαφορετικών υπουργείων, γεγονός που καταδεικνύει την εμπιστοσύνη του πολιτικού κόσμου της εποχής προς το πρόσωπό του. Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος συνεργάστηκε από νωρίς με τον πατέρα του. Καταγράφεται ότι, κατά το διάστημα που φοιτούσε στη νομική σχολή στην Αθήνα, δραστηριοποιήθηκε ως βοηθός του, λαμβάνοντας έτσι «τα πρώτα διδάγματα της ευθύτητος εν τη πολιτική και της αφοσιώσεως εις την υπηρεσίαν των δημοσίων πραγμάτων» [7].

Αναφορικά με τη γενικότερη πολιτική πορεία του Κωνσταντίνου, διαπιστώνεται ότι η δημοτικότητά του στην περιοχή καταγωγής του υπήρξε σημαντική. Μέσα από την πραγμάτευση και μελέτη των σχετικών διαθέσιμων καταγραφών, προκύπτει ότι από το 1865 έως το 1922 υπηρέτησε οκτώ φορές ως βουλευτής [8]. Κατά την ΙΑ΄ κοινοβουλευτική περίοδο (από τις 4 Ιανουαρίου 1887 έως τις 17 Αυγούστου 1890) ανέλαβε καθήκοντα από τις 3 Νοεμβρίου 1888, στη θέση του Νικόλαου Παπαμιχαλόπουλου. Επισημαίνεται ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του (τον Αύγουστο του 1888) και στο πλαίσιο συμπληρωματικής βουλευτικής εκλογής που έλαβε χώρα, προτάθηκε και εκλέχθηκε βουλευτής του νομού Λακωνίας, αντιπολιτευόμενος «παρά την δριμείαν καταδίωξιν της τρικουπικής κυβερνήσεως» [9]. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1888 τα πρακτικά της εν λόγω βουλευτικής εκλογής διαβιβάστηκαν στη βουλή. Σε συνεδρίαση που έλαβε χώρα στις 3 Νοεμβρίου 1888 το σώμα «παρεδέχθη, μη αντιλέξαντος ουδενός» ως έγκυρη τη συμπληρωματική εκλογή Λακωνίας. Νόμιμος βουλευτής αναδείχθηκε ο Κωνσταντίνος Ν. Παπαμιχαλόπουλος, καθώς συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων [10]. Τόσο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου όσο και της επόμενης (από τις 14 Οκτωβρίου 1890 έως τις 12 Μαρτίου 1892) υπηρέτησε ως βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας Λακωνίας. Από το 1892 έως το 1910 αναδείχθηκε τέσσερις φορές βουλευτής της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Ειδικότερα, υπήρξε μέλος της εθνικής αντιπροσωπείας κατά τις ακόλουθες κοινοβουλευτικές περιόδους: από τις 3 Μαΐου 1892 έως τις 20 Φεβρουαρίου 1895, από τις 16 Απριλίου 1895 έως τις 9 Δεκεμβρίου 1898, από τις 7 Φεβρουαρίου 1899 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 1902, από τις 26 Μαρτίου 1906 έως τις 25 Μαρτίου 1910. Στη συνέχεια εκλέχθηκε και πάλι βουλευτής Λακωνίας, υπηρετώντας δύο φορές (από τις 6 Δεκεμβρίου 1915 έως τις 30 Ιουνίου 1917 και  από την 1 Νοεμβρίου 1920 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1922). Συμπεραίνεται ότι η ενεργός πολιτική δράση του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, καθώς από την ηλικία των τριάντα πέντε ετών έως τον θάνατό του εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής. Διαπιστώνεται επίσης ότι η δημοτικότητά του υπήρξε μεγάλη στην επαρχία της Επιδαύρου Λιμηράς, στον τόπο καταγωγής του. Στο πλαίσιο μιας ενδιαφέρουσας αποτίμησης της πολιτικής πορείας του, κατά τη διάρκεια μιας κρίσιμης περιόδου (1895), στον τύπο της εποχής αναφέρεται σχετικά: «Ως βουλευτής ο κ. Παπαμιχαλόπουλος είναι γνωστός. Ευπρέπεια ύφους έκτακτος˙ γνώσις των ζητημάτων ακριβής και σαφής υπαγορεύουσα την έκφρασιν γνωμών πεφωτισμένων, προσκόλλησις και αφοσίωσις εις το καθήκον. Αι αγορεύσεις του περί στρατού [11] κατέστησαν αυτόν γνωστόν μεν ως μελετητήν των ζητημάτων και ρήτορα, ιδιαιτέρως δε προσφιλή εις τον στρατόν. Επί παντός ενδιαφέροντος εις τον τόπον ζητήματος έλαβε τον λόγον εν τη Βουλή, πάντοτε δε ηκούσθη η γνώμη του μετά προσοχής και εκτιμήσεως παρά των συναδέλφων του και του κοινού, και ετήρησε την δυνατήν δι’ Έλληνα πολιτευόμενον ανεξαρτησίαν φρονήματος» [12]. Ειδικά για την πορεία του στο πλαίσιο της μακράς κοινοβουλευτικής θητείας του σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Τι δε παρέχει ο κ. Κ. Παπαμιχαλόπουλος εις τους συμπολίτας του παρ’ ων απολαμβάνει ουχί αγάπης πλέον αλλ’ αληθούς λατρείας, ελάβομεν άλλοτε αφορμήν να γράψωμεν, δυνάμεθα δε να συγκεφαλαιώσωμεν την οικογενειακήν και πολιτικήν εργασίαν του κ. Κ. Παπαμιχαλόπουλου εις ολίγας ταύτας λέξεις: Εργασία αδιάκοπος υπέρ των συμπολιτών του». Υπογραμμίζεται ότι ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα και για την ενίσχυση του εθνικού στόλου [13]. Ως βουλευτής εκτιμάται ότι για κάποιο χρονικό διάστημα συμπορεύθηκε με τον Λεωνίδα Δεληγεώργη (αδελφό του Επαμεινώνδα) [14]. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της πολιτικής σταδιοδρομίας του, αν και προερχόταν από πολιτική οικογένεια με εδραιωμένη πολιτική ισχύ, φαίνεται ότι επέλεξε να ενταχθεί σε πιο ανεξάρτητα και προοδευτικά για την εποχή σχήματα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά το 1890 εκλέχθηκε βουλευτής του νομού Λακωνίας, ως μέλος ενός μικρού, ανεξάρτητου πολιτικού, κομματικού συνασπισμού [15]. Εκτός από τον προοδευτικό προσανατολισμό του, η πορεία του στην πολιτική ζωή του τόπου προσδιορίστηκε και από το οικογενειακό περιβάλλον του. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι κατά την προπαρασκευή της μεγάλης εκλογικής αναμέτρησης του 1895, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν σίγουρος για τη συμμετοχή του. Στον τύπο της εποχής σημειώνεται ότι στο άκουσμα αυτής της είδησης «ηγέρθη κατά της ιδέας ταύτης αληθής επανάστασις» [16] καθώς η δημοτικότητά του στην περιοχή της Λακωνίας υπήρξε διαχρονικά σημαντική. Τελικά αποφάσισε να λάβει μέρος, δημιουργώντας ένα τοπικό συνδυασμό «μετά του αρχαίου συναγωνιστού του πατρός του κ. Πάϊκου Ρίτσου», αποδεχόμενος το αίτημα των κατοίκων της περιοχής του, κερδίζοντας την εκλογική νίκη. Επιπρόσθετα, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, του εμπορίου και της σχετικής νομοθεσίας καταδεικνύεται και από σχετική αγόρευσή [17] του στη βουλή που έλαβε χώρα κατά το 1894.

Στο πολιτικό πεδίο, εκτός από τη μακρά κοινοβουλευτική θητεία του, ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος ανέλαβε και καθήκοντα υπουργού. Σε μια εσωτερική πολιτική κρίση που κορυφώθηκε κατά τον Φεβρουάριο του 1892, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αναζητώντας μια πιο ικανοποιητική σύνθεση στο κυβερνητικό σχήμα, ουσιαστικά προχώρησε στην αποπομπή της κυβέρνησης του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Δεδομένου ότι οι επιλογές του ήταν λίγες και τα περιθώρια συνεργασίας του με τις επικρατούσες πολιτικές δυνάμεις της εποχής περιορισμένα, ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο που αποδέχθηκε την πρόταση. Το συγκεκριμένο, μεταβατικό, κυβερνητικό σχήμα ανέλαβε την εξουσία στις 14 Φεβρουαρίου 1892 και παρά τη βραχύβια πορεία του γνώρισε μεταβολές [18]. Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος τοποθετήθηκε στη θέση του υπουργού παιδείας και εκκλησιαστικών [19]. Στο πλαίσιο της υπουργικής θητείας [20] του εκτιμάται ότι διακρίθηκε, επιδεικνύοντας ξεχωριστές διοικητικές ικανότητες. Η μεταβατική κυβέρνηση που σχηματίστηκε ύστερα από την επεισοδιακή αποπομπή του Θεόδωρου Δηλιγιάννη προχώρησε στην προκήρυξη βουλευτικών εκλογών, οι οποίες διενεργήθηκαν στις αρχές Μαΐου του 1892.

Το ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου για την εκπαίδευση, την ιστορία, τη γεωγραφία υπήρξε έντονο και εκφράστηκε και μετά το τέλος της υπουργικής θητείας του. Κατά το 1894 επιλέχθηκε ως μέλος μιας κριτικής επιτροπής που ασχολήθηκε με την αξιολόγηση διδακτικών εγχειριδίων γεωγραφίας, τα οποία προορίζονταν για τα δημοτικά σχολεία και τα γυμνάσια [21]. Στη βάση της εν λόγω διαγωνιστικής διαδικασίας και κρίσης των διδακτικών βιβλίων, κατά το ίδιο έτος δημοσιεύθηκαν σχετικές εκθέσεις του. Η διενέργεια του διαγωνισμού φαίνεται ότι προκάλεσε ορισμένες αντιδράσεις στο δημόσιο πεδίο. Την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκε ένα πόνημα του Δημήτριου Παπαθεοδώρου, που απευθυνόταν προς το υπουργείο εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως και στρεφόταν εναντίον των κριτών των διδακτικών εγχειριδίων της ιστορίας και της γεωγραφίας [22]. Ο προβληματισμός και ο έντονος δημόσιος διάλογος αναφορικά με τις διαδικασίες επιλογής και διάθεσης των διδακτικών βιβλίων απασχολούσε την κοινή γνώμη της εποχής ήδη από την οθωνική περίοδο [23].

Σημειώνεται ότι από τα τέλη του 1909 η έλευση του Ελευθέριου Βενιζέλου συνεισέφερε στην αποκατάσταση της ισορροπίας και στην προώθηση εθνικών θεμάτων σημασίας. Εξελίξεις όπως η ανάδυση και η εδραίωση του συνασπισμού του, η συνταγματική αναθεώρηση, ενθάρρυναν τη σταδιακή επικράτηση ανανεωμένων συσπειρώσεων που εξέφραζαν τις νέες πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές δυνάμεις [24]. Για άλλη μια φορά, η ανάγκη υλοποίησης βασικών στόχων της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής, οι επιμέρους ιδιαίτερες συνθήκες και οι ευρύτερες συγκυρίες υποχρέωσαν το ελληνικό κράτος να εμπλακεί σε πολεμικές προπαρασκευές και διεργασίες. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι αποδείχθηκαν κερδοφόροι για το ελληνικό κράτος, εφόσον συνέβαλαν στη σημαντική επέκταση της επικράτειάς του. Ωστόσο, μετά το 1915 άρχισε να διαφαίνεται η προβληματική συνύπαρξη Ελευθέριου Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου [25]. Οι εξελίξεις οδήγησαν σε νέα κρίση, σε διαιρέσεις και αντιπαραθέσεις που δεν ευνόησαν τις κρίσιμες επιχειρήσεις και τη διευθέτηση σημαντικών θεμάτων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, καταλήγοντας στη Μικρασιατική καταστροφή που εγκαινίασε μια νέα εποχή.

Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος κατέλαβε σημαντικές θέσεις και κρατικά αξιώματα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Συνεργάστηκε στενά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο καθώς κατά τα έτη 1910-1911 υπηρέτησε ως νομάρχης Αττικοβοιωτίας [26]. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο κρίσιμων μετασχηματισμών στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό πεδίο κατά τις 8 Αυγούστου 1910 διεξήχθησαν οι πρώτες εκλογές για την ανάδειξη της πρώτης αναθεωρητικής βουλής [27]. Τα λεγόμενα παλαιά κόμματα διατήρησαν την πλειοψηφία. Ωστόσο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκλέχθηκε πρώτος στην Αττικοβοιωτία, με υπολογίσιμο ποσοστό. Ανέλαβε την εξουσία στις 6 Οκτωβρίου 1910. Προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του ενθάρρυνε τη διεξαγωγή νέων εκλογών που έλαβαν χώρα στις 18 Νοεμβρίου 1910. Οι Φιλελεύθεροι επικράτησαν, σηματοδοτώντας μεταξύ άλλων μια σημαντική ανανέωση του πολιτικού δυναμικού της χώρας. Το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος διορίστηκε νομάρχης στην ίδια περιφέρεια επιρροής του Ελευθέριου Βενιζέλου καταδεικνύει τη συνεργασία, την εμπιστοσύνη που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ των δύο ανδρών.

Σημειώνεται ότι μετά το 1899, στη βάση μιας ανασυγκρότησης της διοικητικής οργάνωσης και λειτουργίας της χώρας, η θέση του νομάρχη ενισχύθηκε σημαντικά [28]. Πλαισιωμένος και από άλλα στελέχη δεν αποτελούσε απλώς διοικητικό όργανο αλλά και εποπτικό μέσο για την κεντρική κυβερνητική αρχή. Επιπρόσθετα, ο Κωνσταντίνος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο και στο έργο της στρατιωτικής προπαρασκευής κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων. Καταγράφεται ότι πρωτοστάτησε στην «Πανελλήνια Ένωση» της Αμερικής κατά το 1912 [29]. Η αξιοσημείωτη μεταναστευτική κίνηση που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο 1902-1922 προς το εξωτερικό προβλημάτισε την ελληνική κυβέρνηση της εποχής. Στο πλαίσιο ενίσχυσης της βενιζελικής παράταξης αλλά και υποστήριξης των εθελοντών που θα λάμβαναν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, οργανώθηκαν ποικίλες εκδηλώσεις, συλλογικότητες και συγκεντρώσεις. Στις ΗΠΑ η οργάνωση «Πανελλήνιος Ένωσις» [30] δραστηριοποιήθηκε έντονα ώστε η ομογένεια να ενισχύσει το πολεμικό εγχείρημα των ετών 1912-1913, καθώς η επιστράτευση συγκέντρωσε και πολλούς εθελοντές από το εξωτερικό.

Τονίζεται ότι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μετά το 1833 έως και τις τελευταίες δεκαετίες της περιόδου, η κοινωνική πραγματικότητα [31] στο ελληνικό κράτος προσδιορίστηκε από ορισμένα ευδιάκριτα στοιχεία. Η παραγωγική, οικονομική δυναμική εξακολουθούσε να εδράζεται εν πολλοίς στον πρωτογενή τομέα. Η πορεία της αστικοποίησης κατά τα δυτικά πρότυπα διαφοροποιήθηκε, ανάλογα με την επιμέρους μορφολογία και ιδιαιτερότητα των κυριότερων οικιστικών κέντρων. Η δημογραφική, πληθυσμιακή δυναμική και αύξηση, αισθητή ιδιαίτερα μετά το 1870, διαφοροποιήθηκε επίσης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Οι ιδεολογικοί, πνευματικοί, πολιτισμικοί προσανατολισμοί σταδιακά άρχισαν να μεταβάλλονται υπό την επίδραση ποικίλων, τοπικών και ευρύτερων, τάσεων και ζητημάτων, όπως του φιλελευθερισμού, του εθνικισμού, της γλωσσικής ανασυγκρότησης, της θρησκευτικής οργάνωσης, των σχέσεων με την ελληνική αρχαιότητα και τη Δύση. Στη βάση των εν λόγω πολυσυνθέτων μετασχηματισμών, μια νέα κοινωνική ομάδα [32] δείχνει να αναδύεται, αποτελούμενη από πολίτες που προσδιορίζονται από ένα συγκεκριμένο, ανεπτυγμένο μορφωτικό υπόβαθρο καθώς και από μια διάθεση δυναμικής συμμετοχής στα κοινά και ειδικά στο πολιτικό πεδίο. Ο Κωνσταντίνος Ν. Παπαμιχαλόπουλος αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας σημαντικής, πολυσχιδούς παρουσίας.

Το έντονο ενδιαφέρον του για τα κοινά και τη συμμετοχή στο δημόσιο βίο δεν εξαντλήθηκε στο πολιτικό πεδίο, καθώς ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα και σε άλλους τομείς. Πρωτοστάτησε στη σύσταση της Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας και διετέλεσε μέλος της κεντρικής επιτροπής της καθώς και πρόεδρός της [33]. Παράλληλα, λάμβανε ενεργά μέρος στις εργασίες της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος [34]. Επίσης, κατά το 1873 καταγράφεται ως τακτικό και ενεργό μέλος του αρχαιότερου πολιτιστικού συλλόγου της Αθήνας, του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» [35]. Ο Κωνσταντίνος υπήρξε φιλότεχνος, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, γεγονός που καταδεικνύεται και μέσα από τη συμμετοχή του στην «εν Αθήναις Εταιρεία των Φιλοτέχνων». Κατά τα 1898, καταγράφεται ότι υπήρξε μέλος του νέου διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου [36] που συστάθηκε με σκοπό την προστασία και την ανάδειξη των καλών τεχνών στη χώρα. Κατά το 1898 ο σύλλογος ουσιαστικά ανασυγκροτήθηκε και μετονομάστηκε σε εταιρεία [37]. Επισημαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ειδικά κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου πολιτικά πρόσωπα κύρους πρωτοστατούσαν στη συγκρότηση ποικίλων συλλόγων πολιτιστικού, εκπαιδευτικού, κοινωνικού χαρακτήρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι εργασίες, η πορεία και η εξέλιξη των εν λόγω συλλογικοτήτων προσδιορίζονταν καθοριστικά από τη συμμετοχή τους [38].

Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα και για την υποστήριξη της αθλητικής δραστηριότητας, λαμβάνοντας μέρος σε ένα από τα σημαντικότερα αθλητικά σωματεία της Αθήνας. Υπήρξε μέλος του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου από το 1893 και διετέλεσε πρόεδρός του επί σειρά ετών (1900-1912, 1914-1924) [39]. Επίσης, υπήρξε μέλος του «Ομίλου των Ποδηλατών» που έδρευε στην Αθήνα [40]. Επιπρόσθετα, έλαβε μέρος και στην επιτροπή «προς παρασκευή αθλητών» [41] των Ολυμπιακών Αγώνων που διεξήχθησαν κατά το 1896. Στις διαθέσιμες πηγές καταγράφεται επίσης και η ενασχόλησή του με θέματα προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας [42]. Στα τέλη του 1901 στο πλαίσιο ανακαλύψεων γεωλογικού, αρχαιολογικού χαρακτήρα που έλαβαν χώρα στα όρια Γορτυνίας-Μεγαλόπολης, οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν με τη συνδρομή του εν λόγω «επιφανούς και φιλομαθεστάτου πολιτευτού» [43].

Το ενδιαφέρον του για την ιστορία εκδηλώθηκε έντονα από τα τελευταία έτη των σπουδών του, μέσα από τη συγγραφή και έκδοση ποικίλων έργων. Κατά το 1873 η ιστορική πραγματεία του «Οδυσσεύς Ανδρούτσος», που αναγνώσθηκε στις 25 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», εκδόθηκε από το τυπογραφείο του «Παρθενώνος». Πρόκειται για έργο που έτυχε καλής υποδοχής [44]. Ως τελειόφοιτος της νομικής συνέγραψε την ιστορική πραγματεία «Πολιορκία και άλωσις της Μονεμβασίας υπό των Ελλήνων τω 1821» που κυκλοφόρησε το 1874 στην Αθήνα και διατέθηκε από τον βιβλιοπώλη Β. Ν. Νάκη. Πρόκειται για έργο που το αφιέρωσε στη νεολαία της Ελλάδας. Στα προλεγόμενα της έκδοσης σημείωνε: «Αδελφή Νεότης, την σελίδαν ταύτην της λαμπράς ιστορίας Μεγάλης Πατρίδος αφιερών εις Σε, εύχομαι ίνα δυνηθώμεν και ημείς συνεχίζοντας το έργον των ημετέρων προγόνων, να διαπράξωμεν αντάξια εκείνων και ευτυχήσωμεν να ίδωμεν περαιούμενον το μέγα της Ελληνικής ενότητος σχέδιον» [45]. Την ίδια εποχή (1874) καταγράφεται ως εκδότης του ιστορικού διηγήματος «Έλλην πειρατής» του Στέφανου Ξένου, που κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο των αδελφών Βαρβαρίγου. Τον Δεκέμβριο του 1880, στην Αθήνα, με την ιδιότητα του «διδάκτορος τα νομικά» ολοκλήρωσε το έργο του «Ο Άρειος Πάγος εν ταις αρχαίαις Αθήναις». Το πόνημά του επικεντρωνόταν στην πραγμάτευση ζητημάτων δικαιοσύνης στην αρχαία ελληνική ιστορία [46] και κυκλοφόρησε κατά το 1881 από το τυπογραφείο του «Παρνασσού».

Κατά το 1883 ο Κωνσταντίνος μετέβη στο Μόναχο, προκειμένου να μετεκπαιδευτεί. Με αφορμή την παραμονή στην περιοχή που τον εντυπωσίασε και  την επέτειο της πεντηκονταετηρίδας από την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα, στις 25 Ιανουαρίου 1883 ολοκλήρωσε το έργο [47] του «Παρά του τάφου του Βασιλέως Όθωνος: εν δάκρυ ευγνωμοσύνης», που κυκλοφόρησε κατά το ίδιο έτος. Πρόκειται  για έργο που αφιέρωσε στον αδερφό του Αλέξανδρο.

Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα, ο Κωνσταντίνος ανέπτυξε δυναμική δραστηριότητα στην κοινωνική, πολιτιστική ζωή, στο δημόσιο βίο της εποχής του. Κατά το 1893, ένα μακροσκελές σύγγραμμά του κυκλοφόρησε στην Αθήνα. Επρόκειτο για κείμενο που εκφώνησε στις αρχές του έτους, στην εταιρεία «Ελληνισμός» [48], με τον τίτλο «Οι χίλιοι Πλαταιείς εν Μαραθώνι». Με αφορμή τη δραστήρια συμμετοχή του στο έργο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας, κατά το 1900 εκδόθηκε στην Αθήνα ένα κείμενο απολογιστικού χαρακτήρα με τίτλο «Έκθεσις περί της εν Άστρει πανηγυρικής αναστηλώσεως πλακός αναμνηστικής της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως». Ο συντάκτης εξιστορούσε τα όσα συνέβησαν στο πλαίσιο της σχετικής εορτής στην οποία ο Κωνσταντίνος έλαβε μέρος ως αντιπρόσωπος της εταιρείας και μέλος της επιτροπής «επί της αναστηλώσεως μνημείου της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης». Απευθυνόταν προς τον πρόεδρο της εταιρείας Ιωάννη Μ. Μπόταση [49]. Ο Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία, την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας έως το τέλος της ζωής του. Κατά το 1919 δημοσιεύτηκε στην Αθήνα (από το τυπογραφείο Ι. Βάρτσου) η μονογραφία του «Το Βυζάντιον» που ολοκληρώθηκε κατά το ίδιο έτος. Κατά το 1920 κυκλοφόρησε επίσης στην Αθήνα, από το ίδιο τυπογραφείο, το έργο του «Η Κωνσταντινούπολις ελληνική επί 2.577 έτη».

Κωνσταντίνος Ν. Παπαμιχαλόπουλος, «Περιήγησις εις τον Πόντον», 1903.

Ενδιαφέρθηκε επίσης για τη γεωγραφία και τις περιηγήσεις [50], στοιχείο που αναδεικνύεται μέσα από το συγγραφικό έργο του.  Αναφορικά με αυτή την κατηγορία πονημάτων του, κατά το 1882 δημοσιεύθηκε στην Αθήνα (εκ του τυπογραφείου του «Παρνασσού») το έργο του «Απ’ Αθηνών εις Βώλον. Εντυπώσεις». Επρόκειτο ουσιαστικά για μια ανατύπωση αποσπάσματος από τον έκτο τόμο του περιοδικού «Παρνασσός».  Κατά το ίδιο έτος δημοσιεύθηκε στην Αθήνα το περιηγητικό έργο του «Εις τον Αδριατικόν κόλπον: Σημειώσεις ταξιδιού». Το 1903 δημοσιεύθηκε στην Αθήνα το πόνημά του «Περιήγησις εις τον Πόντον» (εκ του τυπογραφείου «Κράτους»). Κατά το 1911 εκδόθηκε στην Αθήνα (από το τυπογραφείο «Εστία» και την Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία) το έργο «Αι ελληνικαί νήσοι» που συνέγραψε μαζί με τον Γ. Ι. Κρίτσα. Τέλος, κατά το 1919 κυκλοφόρησε στην Αθήνα (από το εθνικό τυπογραφείο) μια έκδοση που αναφερόταν στη σύσταση της Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας (Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία: Ιστορικόν σημείωμα, διασάφησις, επίκλησις, καταστατικόν).

Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος δεν επιδόθηκε μόνο στη συγγραφή ιστορικών μελετών αλλά και στη δημοσιογραφική εργασία. Μετά το 1883, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ύστερα από την ολοκλήρωση της μετεκπαίδευσής του στο Μόναχο, ανέλαβε καθήκοντα συντάκτη και διευθυντή της «Επιθεωρήσεως» [51]. Η έκδοση διαμορφώθηκε με προτροπή του πατέρα του. Εκτιμάται ότι το έντυπο προσδιορίστηκε από μετριοπαθή λόγο, κόσμιο ύφος και σεβασμό προς τους πολιτικούς αντιπάλους, σε μία εποχή διάχυτης πολιτικής έντασης και αντιπαραθέσεων. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι κείμενά του δημοσιεύονταν σε ποικίλες περιοδικές εκδόσεις της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρονται οι μελέτες του «Άρειος Πάγος, παρακμή και τέλος» (Παρνασσός, σύγγραμμα περιοδικόν, τ. Ε΄, Αθήνα 1881, σ. 50-60), «Άρειος Πάγος» (Εστία, αρ. 267, έτος ΣΤ΄, τ. 11ος, Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 1881). Δηλωτικό της στενής συνεργασίας που είχε αναπτύξει με τον πατέρα του Νικόλαο αλλά και του έντονου ενδιαφέροντός του για την επικαιρότητα της εποχής και τα κοινά είναι το έργο του «Εκ των ερειπίων της Χίου. Ημερολόγιον». Η έκδοση περιλάμβανε μία συγκεντρωτική ανατύπωση τριών εκ των οκτώ επιστολών του Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου που είχαν δημοσιευθεί στις εφημερίδες της εποχής, με αφορμή τον μεγάλο σεισμό που έπληξε το νησί της Χίου στις 22 Μαρτίου/3 Απριλίου 1881. Ο ίδιος έσπευσε στην περιοχή για να εκτιμήσει το μέγεθος της καταστροφής, να συνειδητοποιήσει τις ανάγκες των κατοίκων και να προχωρήσει στις σχετικές εισηγήσεις προς τον πατέρα του, ο οποίος εκείνη την εποχή υπηρετούσε ως υπουργός των εσωτερικών. Το πόνημα αφιερώθηκε σε όσους ήταν πρόθυμοι να συνδράμουν «υπέρ των εκ του σεισμού της Χίου θυμάτων» [52] και κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο του «Εθνικού Πνεύματος».

Υπογραμμίζεται ότι ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος ενδιαφέρθηκε έντονα και για θρησκευτικά [53], γλωσσικά [54], πολιτισμικά ζητήματα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα το γλωσσικό ζήτημα βρέθηκε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, εκφράζοντας ιδεολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές ανησυχίες, σχετικούς προβληματισμούς αλλά και μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας της εποχής [55]. Χαρακτηριστική υπήρξε η αγόρευσή [56] του στη βουλή κατά το 1902, αναφορικά με το γλωσσικό ζήτημα και τις μεταφράσεις του Ευαγγελίου, με αφορμή τα «Ευαγγελικά» και τη σοβαρή πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε και συνδέθηκε με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης. Κατά το 1906 δημοσιεύθηκε η μονογραφία του «Αι τρεις εικόνες της Παναγίας υπό του Αποστόλου Λουκά», η οποία ολοκληρώθηκε κατά το ίδιο έτος. Την ίδια χρονιά μερίμνησε για τη δημοσίευση του έργου «Ανάμνησις εκ της ερήμου του Σινά: απόσπασμα εκ του φιλολογικού και κοινωνικού ημερολογίου της δεσποινίδος Χατζηαράπη, του έτους 1906». Η μονογραφία που ολοκληρώθηκε κατά το ίδιο έτος κυκλοφόρησε στην Αθήνα από το τυπογραφείο του «Κράτους». Ύστερα από δύο χρόνια, κατά το 1908, κυκλοφόρησε στην Αθήνα μια έκδοσή του, ταξιδιωτικού περιεχομένου, με τίτλο «Πρόχειρος περιγραφή του όρους Σινά». Κατά το 1917 εκδόθηκε μια συλλογή με τίτλο «Ανέκδοτα έγγραφα και επιγραφαί της εν τω Όρει Σινά Μονής» (τυπογραφείο Π. Δ. Σακελλαρίου). Τέλος, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του (κατά το 1932), με φροντίδα του Αρχιεπισκόπου Σινά Πορφυρίου Γ΄ δημοσιεύθηκε στην Αθήνα η έκδοσή του «Η μονή του όρους Σινά»,

Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος υπήρξε ένας διακεκριμένος πολιτικός της εποχής του. Συνεχίζοντας την πολιτική πορεία του πατέρα του, διακρίθηκε για την ευρυμάθεια, τη μετριοπάθεια, τη ρητορική δεινότητά του. Αντιπροσώπευσε επάξια και επανειλημμένα την ιδιαίτερη πατρίδα του στο κοινοβουλευτικό πεδίο, όπου κέρδισε τον σεβασμό, την εκτίμηση και τον θαυμασμό των συναδέλφων του. Παράλληλα, υπηρετώντας και σε άλλες σημαντικές θέσεις κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων για την κατοπινή πορεία και εξέλιξη του κράτους, προσέφερε σημαντικό έργο για την προώθηση θεμάτων εθνικής σημασίας. Η κοινωνική δραστηριότητά του υπήρξε έντονη καθώς έλαβε μέρος σε πληθώρα συλλογικοτήτων, συλλόγων, σωματείων της εποχής. Μέσα από τη συγγραφική, δημοσιογραφική εργασία του κληροδότησε ενδιαφέρουσες μελέτες και αξιόλογα συγγράμματα. Στο πλαίσιο της πολιτικής αλλά και της κοινωνικής δραστηριότητάς του επέδειξε ένα προοδευτικό, ανεξάρτητο πνεύμα, παραμένοντας αφοσιωμένος στην πρόοδο του εντός και εκτός των συνόρων ελληνισμού.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Νίκη Μαρωνίτη, «Η εποχή του Γεωργίου Α΄. Πολιτική ανανέωση και αλυτρωτισμός», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 5ος, Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909. Η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Ελληνισμού, Αθήνα 2003, σ. 9-11.

[2] Ό. π., σ. 13-14.

[3] Ό. π., σ. 24-27.

[4] Β. Κ. Τσαγγάρης, Εθνικόν Λεύκωμα, Η Βουλή των Ελλήνων της ΙΗ΄ βουλευτικής περιόδου, Αθήνα 1908, σ. 81-82˙ Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 8 (25 Μαρτίου 1895)˙ «Ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος εν Αμερική», Το Άστυ, τεύχος 44, Αθήνα 20 Ιουλίου 1886, σ. 7.

[5] Ευθύμιος Καστόρχης, Τα κατά την ΙΓ΄ Πρυτανείαν του Εθνικού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1873, σ. 81.

[6] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, επιστημονική επιμέλεια Αντώνης Μακρυδημήτρης, Ίδρυμα της Βουλής για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία, Αθήνα 2009, σ. 256-258.

[7] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 8 (25 Μαρτίου 1895)

[8] Μητρώο πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1986, σ. 146-147, 262-263.

[9] Εφημερίδα «Τεγέα, φ. 8 (25 Μαρτίου 1895)

[10] Πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής της Γ΄ συνόδου της  ΙΑ΄ βουλευτικής περιόδου, Αθήνα 1888, σ. 25, 605, 271.

[11] Βλ. σχετικά Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Εγχειρίδιον βολής των πυροβόλων ερανισθέν προς χρήσιν των υπαξιωματικών του Πυροβολικού της ξηράς και της θαλάσσης, Αθήνα 1889˙ Αγόρευσις Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου Βουλευτού Επιδαύρου Λιμηράς περί στρατιωτικής αστυνομίας και στρατού εν γένει κατά την συνεδρίασιν της 4 Ιανουαρίου 1895, Αθήνα 1895.

[12] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 8 (25 Μαρτίου 1895)

[13] Βλ. σχετικά Εκθέσεις επί των Ναυτικών Νομοσχεδίων των υποβληθέντων εις την Βουλήν κατά την Β΄ Σύνοδον της ΙΔ΄ περιόδου και παρατηρήσεις περί του Πολεμικού και Εμπορικού Ναυτικού, υπό Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου, Βουλευτού Επιδαύρου Λιμηράς, Μέλους της Επιτροπής επί των Ναυτικών, Αθήνα 1896.

[14] Β. Κ. Τσαγγάρης, ό. π., σ. 82.

[15] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 8 (25 Μαρτίου 1895).

[16] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 8 (25 Μαρτίου 1895)

[17] Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Αγόρευσις επί του σταφιδικού νομοσχεδίου κατά την συνεδρίασιν της 11 Φεβρουαρίου 1894, Αθήνα (χ. ε.) 1894.

[18] Σοφία Μπελόκα, Πολιτικά πρόσωπα της Αρκαδίας: Κωνσταντίνος Π. Κωνσταντόπουλος (1832-1910), Αθήνα 2018, σ. 40-41.

[19] Τρύφων Ευαγγελίδης, Τα μετά τον Όθωνα ήτοι ιστορία της μεσοβασιλείας και της βασιλείας Γεωργίου του Α΄(1862-1898), Αθήνα 1898, σ. 684˙ Κωνσταντίνος Τσουκαλάς-Κωνσταντίνος Βεργόπουλος, «Οι πολιτικές εξελίξεις από το 1881 ως το 1895», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, Αθήνα 1977, σ. 14-39.

[20] Β. Κ. Τσαγγάρης, ό. π., σ. 82.

[21] Βλ. σχετικά Διαγωνισμός των διδακτικών βιβλίων, Εκθέσεις Κωνσταντίνου Ν. Παπαμιχαλόπουλου εισηγητού της ΣΤ΄ επιτροπείας επί των γεωγραφιών των δημοτικών σχολείων και της Β΄ τάξεως των γυμνασίων, Αθήνα 1894.

[22] Βλ. Δημήτριος Παπαθεοδώρου, Καταγγελία προς το υπουργείον των εκκλησιαστικών και της δημοσίας εκπαιδεύσεως κατά των κριτών των διδακτικών βιβλίων της ιστορίας και γεωγραφίας Σ. Π. Λάμπρου, Ν. Γ. Πολίτου και Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου, Αθήνα 1894.

[23] Σοφία Μπελόκα, Η πόλη της Τρίπολης 1828-1862: Διοικητική, δημογραφική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, Διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα 2017, σ. 683-684.

[24] Γιώργος Μαυρογορδάτος, «Οι πολιτικές εξελίξεις. Από το Γουδί ως τη Μικρασιατική καταστροφή», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 6ος, Η εθνική ολοκλήρωση 1909-1922. Από το κίνημα στο Γουδί ως τη Μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα 2003, σ. 9-11.

[25] Ό. π., σ. 18-30.

[26] Τρύφων Ευαγγελίδης, ό. π., σ. 312.

[27] Γιώργος Μαυρογορδάτος, ό. π., σ. 11-12˙ Ηλίας Νικολακόπουλος, «Οι εκλογές 1910-1920. Ελευθέριος Βενιζέλος: Από το θρίαμβο στην ήττα», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 6ος, Η εθνική ολοκλήρωση 1909-1922. Από το κίνημα στο Γουδί ως τη Μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα 2003, σ. 31-32.

[28] Ήβη Μαυρομουστακάτου, «Πολιτικοί θεσμοί. Η οργάνωση της διοίκησης 1871-1909», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 5ος, Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909. Η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Ελληνισμού, Αθήνα 2003, σ. 50.

[29] Τρύφων Ευαγγελίδης, ό. π., σ. 312.

[30] Αλέξανδρος Κιτροέφ, «Οι Έλληνες στις ΗΠΑ 1909-1922», Ιστορία του Νέο Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 6ος, Η εθνική ολοκλήρωση 1909-1922. Από το κίνημα στο Γουδί ως τη Μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα 2003, σ. 324, 327-328.

[31] Βασίλης Φίλιας, «Κοινωνία», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Νεώτερος Ελληνισμός 1833-1881, Αθήνα 1977, σ. 448-454˙ Κωνσταντίνος Δημαράς, «Η κληρονομιά των περασμένων, οι νέες πραγματικότητες, οι νέες ανάγκες», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Νεώτερος Ελληνισμός 1833-1881, Αθήνα 1977, σ. 455-484.

[32] Κωνσταντίνος Δημαράς, ό. π., σ. 461-466.

[33] Ευαγγελία Γεωργιτσογιάννη, «Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος και η ανάπτυξη της γεωγραφίας στην Ελλάδα», Πρακτικά, 9ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 4-6 Νοεμβρίου 2010 (www.gisc.gr, προσπελάσιμο: 29 Νοεμβρίου 2018), σ. 313-314.

[34] Βλ. ενδεικτικά, Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου και Κ. Ν. Ράδου, Έκθεσις περί της εν Άστρει αναστηλώσεως πλακός αναμνηστικής της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1900.

[35] Βλ. Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ιστορική πραγματεία αναγνωσθείσα εν τω Φιλολογικώ Συλλόγω «Παρνασσώ» τη 25η Φεβρουαρίου 1873, Αθήνα 1873.

[36] Καταστατικόν της εν Αθήναις Εταιρείας των Φιλοτέχνων, Αθήνα, 19 Σεπτεμβρίου 1898.

[37] Ό. π., σ. 234, 240.

[38] Ευθυμία Μαυρομιχάλη, «Οι καλλιτεχνικοί σύλλογοι και οι στόχοι τους (1880-1910)», Μνήμων, τόμος 23ος, Αθήνα 2001, σ, 221-267 και ειδικότερα σ. 230.

[39] Χριστίνα Κουλούρη, Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινωνικότητας. Γυμναστικά και αθλητικά σωματεία (1870-1922), Αθήνα 1997, σ. 248.

[39] Χριστίνα Κουλούρη, ό. π., σ. 218˙ Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Τα αναμνηστικά γραμματόσημα. Αγόρευσις εν τη Βουλή κατά την συνεδρίασιν της 15 Ιουλίου 1895, Αθήνα 1896.

[40] Καταστατικόν του Ομίλου των Ποδηλατών, τυπογραφείο Παρασκευά Λεώνη, Αθήνα 1891.

[41] Χριστίνα Κουλούρη, ό. π., σ. 218.

[42] Βλ. ενδεικτικά, Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου, Βουλευτού Επιδαύρου Λιμηράς, Αγόρευσις εν τη Βουλή κατά την Συνεδρίαν της 7 Φεβρουαρίου 1896 υπέρ του Π. Καββαδία, Γενικού Εφόρου Αρχαιοτήτων και Μουσείων εις απάντησιν του κ. Σπυρίδωνος Στάη, Αθήνα 1896.

[43] Τάκης Κανδηλώρος, Αρκαδική Επετηρίς, τεύχος πρώτο, Αθήνα 1903, σ. 155-156.

[44] Βλ. Αναστάσιος Γούδας, Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τόμος Η΄, Αθήνα 1876, σ. 126.

[45] Βλ. Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Πολιορκία και άλωσις της Μονεμβασίας υπό των Ελλήνων τω 1821, Αθήνα 1874, σ. 6-1.

[46] Βλ. Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Ο Άρειος Πάγος εν ταις αρχαίαις Αθήναις, Αθήνα, εκ του τυπογραφείου του «Παρνασσού», 1881, σ. 5-15. Ο συγγραφέας αφιέρωσε το έργο του στον Νικόλαο Ι. Δημαρά, υφηγητή του ρωμαϊκού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Αθήνας.

[47] Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Παρά τον τάφον του βασιλέως Όθωνος. Εν δάκρυ ευγνωμοσύνης, τύποις Γ. Δρουγουλίνου, Λειψία 1883, σ. 5-6.

[48] Η εταιρεία ιδρύθηκε νόμιμα κατά τα 1892, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια ποικίλων κοινωνικοοικονομικών ομάδων της ελληνικής κοινωνίας της εποχής αναφορικά με κυβερνητικές, διοικητικές, δημοσιονομικές επιλογές και πρακτικές. Βλ. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Ελληνική Ιστορία, Η συγκρότηση του ελληνικού κράτους 1821-1897 (http://www.ime.gr/chronos/12/gr/ 1833_1897/foreign_policy/language/04.html, προσπελάσιμο: 30 Νοεμβρίου 2018)˙ Κωνσταντίνος Βεργόπουλος, «Τα δύο κόμματα», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1881 ως τα 1913, σ. 36-37.

[49] Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου και Κ. Ν. Ράδου, Έκθεσις περί της εν Άστρει πανηγυρικής αναστηλώσεως πλακός αναμνηστικής της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως, Αθήνα 1900, σ. 3-6.

[50] Ευαγγελία Γεωργιτσογιάννη, ό. π., σ. 316-317.

[51] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 8 (25 Μαρτίου 1895)

[52] Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Εκ των ερειπίων της Χίου. Ημερολόγιον, ανατύπωσις εκ της «Εφημερίδος», Αθήνα 1881, σ. 6-8.

[53] Σε ένα από τα δημοσιευμένα έργα του, στα προλεγόμενα τονίζεται «η βαθεία, η πεφωτισμένη, η ανυπόκριτος του συγγραφέως ευσέβεια» καθώς και η πολυμάθειά του, η ορθή κρίση του. Βλ. σχετικά Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις εις τον Πόντον, Αθήνα 1903, σ. 9-10.

[54] Κωνσταντίνος Κασίνης, «Η μετάφραση ως καταλύτης της δημιουργίας εθνικής φιλολογίας», Ο ελληνισμός στον 19ο αιώνα: Ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις, επιμέλεια Παντελής Βουτούρης-Γιώργος Γεωργής, Αθήνα 2006, σ. 156.

[55] Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, «Ιδεολογικές διαδρομές. Πολιτική γλώσσα και κοινωνία 1871-1909», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 5ος, Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909. Η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Ελληνισμού, Αθήνα 2003, σ. 179-186.

[56] Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος, Αγόρευσις εν τη βουλή κατά την συνεδρίασιν της 29 Ιανουαρίου 1902: περί μεταφράσεων του Ευαγγελίου και περί του γλωσσικού ζητήματος, (χ. τ., χ. ε.), 1902.

 

© Σοφία Μπελόκα, Δρ Ιστορίας

 Φεβρουάριος 2019

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Read Full Post »

Μαθητές από την Αργολίδα στα Σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης Λακωνίας[1] (1862-1912)


 

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού μικρό ποσοστό των μαθητών, 6% περίπου, στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης στο Νομό Λακωνίας προερχόταν από περιοχές εκτός της Λακωνίας. Το ποσοστό αυτό μειωνόταν σταδιακά από το 1862 έως το 1912, ώστε να φτάσει στο 4% περίπου επί του μαθητικού πληθυσμού. Καθώς η μείωση αυτή παρατηρείται σε παιδιά που προέρχονταν από όλες τις κοινωνικο- επαγγελματικές ομάδες, το πιθανότερο είναι οι νέες γενιές να απέκτησαν πλέον τη λακωνική ιθαγένεια και οι νέοι που έρχονταν από αλλού, να ήταν ελάχιστοι. Ειδικά στις αρχές του 20ού αιώνα είχαν ανοίξει οι δίοδοι για μετανάστευση είτε στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας είτε στο εξωτερικό.

Επαγγελματική Σχολή Σπάρτης. Ανεγέρθηκε το 1911 με δαπάνες του ζεύγους, Ιωάννου και Αικατερίνης Γρηγορίου, στεγάστηκε το Γυμνάσιο Αρρένων μέχρι το 1935.

Επαγγελματική Σχολή Σπάρτης. Ανεγέρθηκε το 1911 με δαπάνες του ζεύγους, Ιωάννου και Αικατερίνης Γρηγορίου, στεγάστηκε το Γυμνάσιο Αρρένων μέχρι το 1935.

Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά φοιτούσαν στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης στη Σπάρτη. Στα συγκεκριμένα σχολεία το ποσοστό των «ξένων» μαθητών ανερχόταν αρχικά στο 9% και αργότερα στο 6%. Λιγότερα, μόλις 6% περίπου, ήταν τα παιδιά αυτά στα σχολεία του Γυθείου, ενώ ελάχιστα, 2% περίπου, ήταν οι μαθητές αυτοί στην ευρύτερη αγροτική περιοχή της Λακωνίας.

Όπως είναι φυσικό, στην πρωτεύουσα του νομού, τη Σπάρτη, το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών αυτών ήταν παιδιά δημοσίων υπαλλήλων (30,36%), ενώ λίγο μικρότερο ήταν το ποσοστό αυτό στο Γύθειο (20,22%).

Επίσης, στη Σπάρτη υψηλό ήταν και το ποσοστό των παιδιών των μεταφορέων (18,18%), που προέρχονταν από άλλες περιοχές της Ελλάδας,  όπως και το ποσοστό των παιδιών των εμπόρων στο Γύθειο, 9,41%. Ελάχιστο,  μόλις 3,36%, ήταν το ποσοστό των μαθητών αυτών από αγροτικές οικογένειες, στα σχολεία της Σπάρτης.

Τα περισσότερα παιδιά, που προέρχονταν από περιοχές εκτός Λακωνίας, κατάγονταν από τους γειτονικούς νομούς, την Αρκαδία και τη Μεσσηνία. Πολύ μικρότερο ήταν το ποσοστό των παιδιών, μόνο αγόρια, που κατάγονταν από την Αργολίδα. Στα σχολεία της Σπάρτης μόλις το 5,50 % από τους «ξένους» μαθητές προερχόταν από την περιοχή αυτή. Από αυτούς τους μαθητές, οι περισσότεροι ήταν παιδιά μισθωτών ή ήταν ορφανά. Στο Γύθειο το ποσοστό των Αργολιδέων, σε σχέση με παιδιά καταγόμενα από άλλα μέρη της Ελλάδας, ήταν μόλις 2,38%, ποσοστό το οποίο ανέβηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν το Γύθειο ορίστηκε ως πρωτεύουσα του νέου νομού Λακωνικής (1899-1909), στο 5,80%. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά επίσης προέρχονταν από οικογένειες μισθωτών. Ακόμα και στους Μολάους το 3,63 % από τους «ξένους» μαθητές κατάγονταν από την Αργολίδα και ήταν παιδιά μισθωτών στα τέλη του 19ου αιώνα.

Δύο ήταν οι περιοχές από τις οποίες προέρχονταν οι περισσότεροι μαθητές των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης Λακωνίας που προέρχονταν από την Αργολίδα την περίοδο 1862-1912: το Ναύπλιο και το Άργος. Ένας μάλιστα μαθητής δήλωνε τόπο καταγωγής την Πρόνοια του Ναυπλίου. Λιγότεροι μαθητές προέρχονταν από τα Δίδυμα, την Ερμιόνη και το Χαρβάτι (σημερινές Μυκήνες).

Πάνω από τους μισούς (57%) πάντως μαθητές των σχολείων της μέσης Εκπαίδευσης στη Λακωνία που κατάγονταν από την Αργολίδα, ήταν παιδιά υπαλλήλων, δημοσίων υπαλλήλων ή στρατιωτικών, οι οποίοι κινούνταν στην ελληνική επικράτεια, από την κοντινή μας Τρίπολη μέχρι τα «μακρινά» Φάρσαλα, ενώ αρκετά (17%) ήταν τα παιδιά των ελευθέρων επαγγελματιών, όπως και τα ορφανά πατρός (20%). Ελάχιστα ήταν τα παιδιά αγροτικών οικογενειών (6%).

 

Α.  Παιδιά Υπαλλήλων – Δημοσίων Υπαλλήλων – Στρατιωτικών

  •  Από το Άργος κατάγονταν με αλφαβητική σειρά οι:

Δημ. Αναστασιάδης του Ν., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1851 και φοίτησε στη δευτέρα τάξη του Γυμνασίου Σπάρτης το 1865-1866 με ενδεικτικό της πρώτης τάξης Γυμνασίου Τρίπολης.

Αδελφοί Γεώργιος, Νικόλαος και Ίναχος Ζωγράφου του Πολυβίου, γιοι αξιωματικού, που γεννήθηκαν αντίστοιχα το 1886, 1890 και 1893:

Ο πρώτος φοίτησε το 1896-1897 στην πρώτη τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με απολυτήριο δημοτικού σχολείου Άργους και την ίδια χρονιά πήρε μεταγραφή για το ελληνικό σχολείο Μολάων.

Ο  δεύτερος φοίτησε το 1903-1904 στη δευτέρα τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Γυθείου προερχόμενος από το Γ΄ ελληνικό σχολείο Άργους και το 1908-1909 στις δύο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου Γυθείου από το γυμνάσιο Λευκάδας.

Ο τρίτος φοίτησε το 1908-1909 στην πρώτη τάξη του γυμνασίου Γυθείου με απολυτήριο του ελληνικού σχολείου Λευκάδας.

Προφανώς, τα παιδιά ακολουθούσαν τον πατέρα τους στις υπηρεσιακές μετακινήσεις του.

Ιωάννης Πλατούτσας του Γεωργίου, γιος Ειρηνοδίκη, που γεννήθηκε το 1882 και φοίτησε την περίοδο 1892-1894 στην πρώτη και δευτέρα τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό του ελληνικού σχολείου Φαρσάλων.

Ηλίας Σακελλαρίδης του Γ., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1890 και φοίτησε στη δευτέρα και τρίτη τάξη του πρώτου ελληνικού σχολείου Σπάρτης την περίοδο 1902-1904 με ενδεικτικό της πρώτης τάξης του ελληνικού σχολείου Μεσσήνης.

  •  Από το Ναύπλιο κατάγονταν με αλφαβητική σειρά οι:

Δημήτριος Γιαννουκέας του Ιωάννη, γιος γεωμέτρη, που γεννήθηκε το 1891 και τελείωσε το Β΄ ελληνικό σχολείο Σπάρτης την περίοδο 1900-1904, προερχόμενος από το Β΄ ελληνικό σχολείο Τρίπολης, αφού εν τω μεταξύ φοίτησε το 1901 στο ελληνικό σχολείο Ναυπλίου.

Σπυρίδων Ιωάννου του Κυριάκου, γιος στρατιωτικού, που γεννήθηκε το 1870 και γράφτηκε το έτος 1882-1883 στην πρώτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό από το ελληνικό σχολείο Ναυπλίου.

Αδελφοί Φρίξος και Κωνσταντίνος Ιωάννου του Γεωργίου, γιοι τηλεγραφητή, που γεννήθηκαν το 1895 και 1900 αντίστοιχα και φοίτησαν, τουλάχιστον το 1912-1913, ο πρώτος στην τελευταία τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό του γυμνασίου Κορίνθου και ο δεύτερος στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης, προερχόμενος από το ίδιο γυμνάσιο (Κορίνθου).

Ιωάννης Κοζομποτίδης, γιος αντισυνταγματάρχη, που γεννήθηκε το 1871 και φοίτησε το 1890-1891 στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Γυθείου με ενδεικτικό του ελληνικού λυκείου Χ. Διοσκουρίδου.

Αλέξανδρος Κόκκαλης του Π., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1880 και φοίτησε δύο χρονιές στην πρώτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης την περίοδο 1892-1894  με αποδεικτικό από το γυμνάσιο Ναυπλίου.

Κωνσταντίνος Κουρής του Χρ., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1859 και τελείωσε την περίοδο 1875-1879 το γυμνάσιο Σπάρτης, στο οποίο γράφτηκε με αποδεικτικό από το γυμνάσιο Ναυπλίου.

Αδελφοί Ιωάννης και Γεώργιος Πετρουτσόπουλος του Τηλέμαχου, γιοι Προέδρου Πρωτοδικών, που γεννήθηκαν το 1860 και 1862 αντίστοιχα και φοίτησαν την περίοδο 1875-1877: ο πρώτος επαναλαμβάνοντας δύο χρονιές τη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό του γυμνασίου Τρίπολης και ο δεύτερος στην τελευταία τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης και την πρώτη γυμνασίου Σπάρτης με αποδεικτικό επίσης από το ελληνικό σχολείο Τρίπολης.

Θεμιστοκλής Πρωτόπαπας, γιος δικαστή, που γεννήθηκε το 1880 και φοίτησε την περίοδο 1889-1891 στην πρώτη και δευτέρα τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με απολυτήριο Α΄ δημοτικού σχολείου Σπάρτης.

Παναγιώτης Τρύφωνος, γιος αρχιμουσικού, που γεννήθηκε το 1887 και φοίτησε την περίοδο 1897-1899 στην πρώτη και δευτέρα τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με απολυτήριο του δημοτικού σχολείου Σπάρτης.

Γεώργιος Φιλικός του Κ., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1881 και φοίτησε στην πρώτη  και δευτέρα τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης την περίοδο 1892- 1895  με αποδεικτικό από το Βαρβάκειο Λύκειο και επαναλαμβάνοντας τη δευτέρα τάξη.

Συγκεκριμένα από την Πρόνοια καταγόταν:

Ο Παναγιώτης Παράσχος του Θ., γιος αξιωματικού, που γεννήθηκε το 1896 και φοίτησε το 1909-1910 στη δευτέρα τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Γυθείου, με ενδεικτικό ελληνικού σχολείου Ναυπλίου. Προφανώς το 1910-1911 επέστρεψε στο Ναύπλιο και το 1911-1912 που γύρισαν στη Σπάρτη και ο πατέρας  του ήταν πλέον απόστρατος αξιωματικός, φοίτησε στην τρίτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό του ελληνικού σχολείου Ναυπλίου.

  • Από τα Δίδυμα καταγόταν:

Ο Ιωάννης Αντωνόπουλος του Π., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1873 και φοίτησε στην τρίτη τάξη του ελληνικού σχολείου Μολάων το 1889-1890 με ενδεικτικό ελληνικού σχολείου Κρανιδίου.

 

Β.  Παιδιά Ελεύθερων Επαγγελματιών

  • Από το Άργος κατάγονταν οι:

Γεώργιος Ανυφιώτης του Α., γιος δικηγόρου, που γεννήθηκε το 1852 και φοίτησε την περίοδο 1871-1873 σε ηλικία 20 χρονών στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης (δύο χρονιές) με ενδεικτικό του γυμνασίου Ναυπλίου.

Κωνσταντίνος Καβουξής, γιος παντοπώλη, που γεννήθηκε το 1865 και φοίτησε το 1884-1885 στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό γυμνασίου Κορίνθου.

  • Από το Ναύπλιο κατάγονταν οι:

Μιλτιάδης Γιαννόπουλος του Αριστείδη, γιος φαρμακοποιού, που γεννήθηκε το 1892 και φοίτησε το 1911-1912 στην τελευταία τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με αποδεικτικό του Β΄ γυμνασίου Αθηνών.

Ευριπίδης Μουντζουρίδης του Γ., γιος δικηγόρου,  που γεννήθηκε το 1888 και φοίτησε το 1905-1906  στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Γυθείου με αποδεικτικό από το γυμνάσιο Ναυπλίου.

Γεώργιος Φεγγαράς του Ιωάννη, γιος δικηγόρου, που γεννήθηκε το 1850 και τελείωσε το Α΄ ελληνικό σχολείο Σπάρτης την περίοδο 1863-1867, επαναλαμβάνοντας δύο φορές την πρώτη τάξη με απολυτήριο δημοτικού σχολείου  Ναυπλίου, και το 1867-1868 στην πρώτη τάξη του γυμνασίου αρρένων Σπάρτης με απολυτήριο του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης.

  • Από την Ερμιόνη καταγόταν ο:

Νικόλαος Βεβελογιάννης του Κ., γιος ιατρού, που γεννήθηκε το 1876 και φοίτησε το 1891-1892 στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό του γυμνασίου Ναυπλίου.

 

Γ.  Παιδιά Αγροτικών Οικογενειών

  •  Από το Άργος καταγόταν ο:

Σταύρος Δανόπουλος, γιος αγρότη, που γεννήθηκε το 1851 και φοίτησε το 1866-1867  στην τρίτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό ελληνικού σχολείου Άργους και το 1867-1868 στην πρώτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης.

  • Και από το Χαρβάτιον καταγόταν ο:

Ιωάννης Χριστόπουλος, γιος αγρότη, που γεννήθηκε το 1875 και φοίτησε το 1890-1891 στη δευτέρα τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Γυθείου με αποδεικτικό ελληνικού σχολείου Ναυπλίου.

 

Δ.  Ορφανοί Πατρός

  •  Από το Άργος κατάγονταν οι:

Γεώργιος Ξυνός του Κων/νου, που γεννήθηκε το 1886 και φοίτησε τη χρονιά 1911-1912 στη δευτέρα και τρίτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό από το ελληνικό σχολείο Άργους.

Δ. Πιτσίδης του Α., που γεννήθηκε το 1859 και φοίτησε το 1872-1873 στην τρίτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με ενδεικτικό του ελληνικού σχολείου Πειραιώς.

  •  Από το Ναύπλιο κατάγονταν οι:

Αδελφοί Αλέξανδρος και Γεώργιος Δρίβας του Μ.,  που γεννήθηκαν αντιστοίχως το 1867 και 1869 και φοίτησαν την περίοδο 1883-1885. Ο μεν πρώτος τελείωσε το γυμνάσιο Σπάρτης το 1883-1884, όπου γράφτηκε με ενδεικτικό  του γυμνασίου Ναυπλίου, ενώ ο δεύτερος φοίτησε στη δευτέρα και τρίτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης προερχόμενος επίσης από το γυμνάσιο Ναυπλίου.

Γεώργιος Τσαουσόπουλος του Α., που γεννήθηκε το 1843 και φοίτησε την περίοδο 1862-1865 στην δευτέρα, τρίτη και τετάρτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό του γυμνασίου Τρίπολης.

Ευστ. Κλεώπας, που γεννήθηκε το 1870 και φοίτησε στην τρίτη και τετάρτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης την περίοδο 1887-1889 με αποδεικτικό του γυμνασίου Ναυπλίου.

Ευάγγελος Στεφάνου του Ηλία, που γεννήθηκε το 1889 και φοίτησε το 1902-1903 στην τρίτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με αποδεικτικό του γυμνασίου Καλαμών.

Κατά την περίοδο, λοιπόν, 1862-1912 οι 35 αυτοί μαθητές των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης στη Λακωνία, οι οποίοι κατάγονταν από την Αργολίδα, βρέθηκαν στην περιοχή αυτή, κυρίως ακολουθώντας τον πατέρα τους ως δημόσιο υπάλληλο, είτε ως ελεύθερο επαγγελματία και πολύ σπάνια ως αγρότη. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε τα πραγματικά αίτια της εγκατάστασης των αρκετών ορφανών παιδιών στην περιοχή της Λακωνίας. Υποθέτουμε μόνο ότι οικογενειακές αποφάσεις και στρατηγικές οδήγησαν και σε αυτή την εγκατάσταση.

 

Υποσημείωση


[1] Πέπης Γ. Γαβαλά, Κοινωνία και Εκπαίδευση (Λακωνία, τέλη 19ου  – αρχές 20ού αιώνα), Λακωνικαί Σπουδαί, Παράρτημα 7, Αθήναι 2002. Τα στοιχεία προέρχονται από το Αρχείο των σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης που φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Λακωνίας. Αρχεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Λακωνίας (1862-2004), Συνοπτικό Ευρετήριο, Επιμέλεια Πέπη Γαβαλά-Μαρία Στελλάκου, Γ.Α.Κ.-Αρχεία Ν. Λακωνίας 4, Σπάρτη 2008.

Καλλιόπη (Πέπη) Γαβαλά,

Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιστορικός-Αρχειονόμος,

Προϊσταμένη Γ.Α.Κ.-Αρχείων ν. Λακωνίας

 

 

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Πελοπόννησος – Η Κιβωτός του Ελληνικού Πολιτισμού


 

Πελοπόννησος, η μεγαλύτερη και η νοτιότερη χερσόνησος της Ελλάδος και η νοτιότερη της Ευρώπης. Έχει έκταση 21.439 τ. χλμ. και διοικητικώς χωρί­ζεται σε επτά νομούς : Αργολίδας, Αρκαδίας, Αχαΐας, Ηλείας, Κορινθίας,  Λακωνίας και Μεσσηνίας. Από την εποχή που για πρώτη φορά κατοικήθηκε η Πελοπόννησος, μέχρι σήμερα, ήταν πάντοτε ένας ζωτικός χώρος της ελληνικής γης. Δεμένη με την υπόλοιπη χώρα, αλλά με έντονα δικό της χαρακτήρα και γεωγραφική διαμόρφωση, ευνόησε μια πολύμορφη ανάπτυξη του πολιτισμού, χωρίς όμως αυτός να χάσει την ενότητά του, ανοιχτή από πολύ νωρίς στο Αιγαίο, αλλά και στην Αδριατική, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα, όπου ο ελληνικός Πολι­τισμός γεννήθηκε και διατηρήθηκε γνήσιος στην διάρκεια των αιώνων.

 

Χάρτης της Πελοποννήσου (Map of Peloponnese) - Frederik de Wit, 1702.

 

Κάθε περιοχή της Πελοποννήσου είχε από την αρχή τα ιδιαίτερα εκείνα γνωρίσματα, που χαρακτήρισαν την ζωή και την τέχνη της στους αιώνες που ακολούθησαν. Η Αργολίδα και η Κορινθία, σε άμεση επαφή με την κατ’ εξοχή ελληνική θάλασσα, που τις ένωνε με την ανατολή, ήταν πάντοτε οι προο­δευτικότερες περιοχές, εκείνες όπου οι καινούργιες ιδέες έπαιρναν χαρακτήρα ελληνικό και εξελίσσονταν διαρκώς σε νέες μορφές πολιτισμού. Η Αρκαδία, απομονωμένη στα βουνά της, δημιούργησε τον δικό της κόσμο και έμεινε πιστή στη δική της παράδοση: οι αρκαδικοί μύθοι και οι ιδιόρρυθμες αρκαδικές λατρείες διατήρησαν στα επόμενα χρόνια πανάρχαια στοιχεία, όπου μπορεί κανείς ν’ ανιχνεύσει τις ίδιες τις ρίζες του ελληνισμού.

Η Αχαΐα και η Ηλεία δεν απομονώθηκαν ποτέ από την ανατολή, δέχθηκαν όμως, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, περισσότερο τις επιδράσεις της Δύσης και δέθηκαν με την υπόλοιπη δυτική Ελλάδα και μέσω αυτής με τη βόρειο. Στη μεγάλη μεσσηνιακή πεδιάδα συνδυάστηκαν τα αργολικά στοιχεία με τις δυτικές επιδράσεις και η περιοχή έγινε το δεύτερο σε σπουδαιότητα κέντρο της Πελοποννήσου στα προϊστορικά αλλά και στα πρώιμα ιστορικά χρόνια, μέχρι την κατάκτησή της από τους Σπαρτιάτες.

Η Λακωνία τέλος δεν υπήρξε καθόλου μια κλειστή και συντηρητική περιοχή, που αδιαφόρησε για την τέχνη: από πολύ νωρίς μαρτυρούνται οι επαφές της με την Κρήτη, υπήρξε κέντρο μυκηναϊκό, και τα εργαστήριά της έγιναν ξακουστά κατά τη διάρκεια της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου, επηρεαζόμενα έντονα μάλιστα, από ιωνικές επιδράσεις.

Η αρχαιολογική έρευνα έδωσε από την αρχή περισσότερο βάρος στην Πελοπόννησο, παρά σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας επαληθεύοντας την παράδοση στο μεγαλύτερο μέρος της. Έτσι με σχετική σαφήνεια γνωρίζουμε τις πολιτισμικές φάσεις της από τα πρώιμα χρόνια της προϊστορίας έως το τέλος του αρχαίου κόσμου, ενώ συνεχώς νέα στοιχεία συνεχίζουν να μας αποκαλύπτουν πολύτιμες μαρτυρίες για τις περιόδους που άνηκαν πριν στην περιοχή του μύθου και που τώρα αποκτούν πλέον ιστορική υπόσταση. Οι τελευταίες ανασκαφές στην περιοχή της Κυλλήνης – Κατακώλου, αλλά και στην ανατολική Ηλεία, βεβαίωσαν την ανθρώπινη παρουσία στην Πελοπόννησο ήδη από την Μέση Παλαιολιθική περίοδο (γύρω στο 10.000 π.Χ.). Μια σημαντική, πρόσφατη επίσης, ανακάλυψη για την απώτερη προϊστορία της Πελοποννήσου αλλά και γενικότερα της Ελλάδας είναι το σπήλαιο της Φράγχθης στην Ερμιονίδα, στο οποίο βρέθηκαν διαδοχικά στρώματα ανθρώπινης εγκατάστασης από την παλαιολιθική έως και την νεολιθική περίοδο.

Η Νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται στην Πελοπόννησο, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα από την προοδευτική ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, τη δημιουργία νόμιμων συνοικισμών και τη χρήση της κεραμικής. Στις επόμενες φάσεις ο αριθμός των νεολιθικών θέσεων της Πελοποννήσου αυξάνεται.

Στην Αργολιδοκορινθία, η Κόρινθος, η Γωνία, η Νεμέα, η Πρόσυμνα, η Λέρνα έδωσαν άφθονα νεολιθικά ευρήματα. Στην Αρκαδία, η Ασέα και τα Αγιωργίτικα. Νοτιότερα, στη Λακωνία και στη μεσσηνιακή Μάνη, το Κουφόβουνο, τελευταία το γνωστό σπήλαιο της Αλεπότρυπας στον Δυρό, η Καρδαμύλη και η Ζαρνάτα. Στη βόρειο Μεσσηνία η ακρόπολη της Μάλθης, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπου η έρευνα βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της επιφανειακής ανίχνευσης. Στην Ηλεία τέλος η περιοχή του κάστρου του Χλεμούτσι και το Αρνοκατάραχο, κοντά στην Ολυμπία, έχουν δώσει στοιχεία για την ύπαρξη οικισμών.

 

Άργος, Th. Du Moncel. Ρωμαϊκά Λουτρά, Αρχαίο Θέατρο, Κάστρο της Λάρισας, 1843.

 

Οπωσδήποτε η Πελοπόννησος δεν έχει να παρουσιάσει άνθιση πολιτισμού όμοια με εκείνη π.χ. του Διμηνιού, ακολουθεί όμως από πολύ κοντά την εξέλιξη, αποκτά ισχυρή νεολιθική παράδοση και στην επόμενη μεγάλη φάση της Προϊστορίας, την εποχή του χαλκού, στο έδαφός της κυρίως θα αναπτυχθεί ο λεγόμενος Ελλαδικός πολιτισμός. Στην Πελοπόννησο η πρώιμη φάση της πρώτης μεγάλης περιόδου της Χαλκοκρατίας, της Πρωτοελλαδικής απετέλεσε στην ουσία μια συνέχεια της τελευταίας νεολιθικής.

Η ακμή σημειώθηκε στην Πρωτοελλαδική (2500 – 2100 π.Χ.) με την ίδρυση κέντρων όπως η Λέρνα, η Τίρυνθα, οι Ζυγουριές, του Κοράκου, η Μάλθη, και με την ανάπτυξη των εξωτερικών σχέσεων. Στο τέλος αυτής της περιόδου μια αρκετά βίαιη αλλαγή είναι φανερή από τα αρχαιολογικά δεδομένα που μαρτυρούν εισβολές και μετακινήσεις, που πιθανότατα δεν είναι άσχετες με τη σύγχρονη μεγάλη καταστροφή που έχει διαπιστωθεί στις δυτικές και νότιες ακτές της Μικράς Ασίας.

Τα φύλλα που κατοικούσαν την Πελοπόννησο πριν από το 2000 π.Χ. ήταν οι λεγόμενοι Πρωτοαχαιοί στην Αχαΐα, οι Καύσωνες στη Μεσσηνία και οι Πελασγοί στο μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής και της ανατολικής πλευράς της.

Λίγο μετά το 2000 π.Χ. άρχισε η κάθοδος των Πρωτοελλήνων από τις βορειότερες περιοχές της χώρας: οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν στην Αργολιδοκορινθία, στην Κυνουρία, στην Αχαΐα, στην Πισατίδα, στη βόρειο Τριφυλία, και οι Αρκάδες στη βόρειο και την κεντρική Αρκαδία, απ’ όπου και διέδωσαν τη διάλεκτό τους σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Η κάθοδος και η εγκατάσταση των νέων φυλών στην Πελοπόννησο αυτήν την περίοδο, αλλού έγινε ομαλά και αλλού βίαια. Στην πυκνοκατοικημένη Αργολιδοκορινθία, καταστρέφονται η Λέρνα, η Τίρυνθα, η Ασίνη, οι Ζυγουριές και η Κόρινθος.

 

Τα τείχη της Τίρυνθας (Walls of Tiryns) – Edward Dodwell, 1834.

 

Στην Μεσσηνία έχει βεβαιωθεί η ύπαρξη τουλάχιστον δέκα πρωτοελλαδικών συνοικισμών με σπουδαιότερο αυτόν της Μάλθης. Στην Αρκαδία έχουν επισημανθεί συνοικισμοί στα Αγιωργίτικα, στην Ηραία και στην Ασέα. Στη Λακωνία κατοικήθηκε κυρίως η κοιλάδα του Ευρώτα και μαρτυρούνται σχέσεις με την Κρήτη. Στην Ηλεία τέλος, κατά μήκος της παραλίας της έχουν διαπιστωθεί πρωτοελλαδικές εγκαταστάσεις. Υπήρχαν σίγουρα επαφές με το Αιγαίο, σύμφωνα με τα κυκλαδικά ειδώλια που βρέθηκαν εκεί μαζί με οψιανό.

Οι δημιουργοί του Μεσοελλαδικού πολιτισμού θεωρούνται ως οι πρώτοι Έλληνες. Την υπόθεση αυτή βεβαιώνει η αδιάσπαστη συνέχεια στην εξέλιξη έως τα κλασσικά χρόνια και τα στοιχεία που προέκυψαν από την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής και που πιστοποίησαν την ελληνικότητα των μεσοελλαδικών φυλών. Η Πελοπόννησος βρέθηκε στο κέντρο αυτής της δημιουργίας. Τα ευρήματα δείχνουν μια ευρεία εγκατάσταση, ιδιαίτερα στην Αργολιδοκορινθία και την Μεσσηνία αλλά και στην Ηλεία, στην Ολυμπία, στη Φεία και την Πίσσα. Στο τέλος αυτής της περιόδου δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις εκείνες που οδήγησαν στην πρώτη μεγάλη εκδήλωση του ελληνισμού, τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, και η Πελοπόννησος ήταν η περιοχή όπου κυρίως συντελέσθηκε αυτή η μεταμόρφωση.

Κατά την Μυκηναϊκή εποχή (1600 – 1100 π.Χ.) η Πελοπόννησος έφθασε σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού και έγινε ουσιαστικά το κέντρο του ελληνικού κόσμου. Οι ανασκαφές επαλήθευσαν το θρύλο των πολύχρυσων Μυκηνών του Ομήρου και η περίφημη ακρόπολη της Αργολίδας υπήρξε το κέντρο της ακτινοβολίας, η περιοχή γύρω από την οποία πλάσθηκαν οι σπουδαιότεροι από τους μύθους της Πελοποννήσου. Και δεν είναι φυσικά τυχαίο, ότι ο Όμηρος τον βασιλιά των Μυκηνών τραγούδησε ως αρχηγό των Ελλήνων, στην πρώτη μεγάλη εκστρατεία της ιστορίας τους, τον Τρωικό πόλεμο.

Οι δυο μεγάλοι μυθολογικοί κύκλοι, των Περσιδών και των Πελοπιδών, από τους οποίους κατάγονται ο Ηρακλής και οι Ατρείδες, διαμορφώθηκαν από τους θρύλους της περιοχής των ανακτόρων των Μυκηνών και της Τίρυνθας και έτσι οι Μυκήνες έμειναν στη συνείδηση των επόμενων γενεών ως το κέντρο της δόξας των προγόνων και όταν πια δεν είχαν γίνει παρά ένα ασήμαντο χωριό.

 

The Citadel of Mycenas.

 

Η μνημειώδης μυκηναϊκή αρχιτεκτονική υπήρξε η απαρχή της ελληνικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα ιστορικά χρόνια. Ο τύπος του ελληνικού ναού με τον πρόδομο, το σηκό και τον οπισθόδομο είναι μια παραλλαγή του μυκηναϊκού μεγάρου, της κατοικίας του βασιλιά. Δεύτερο μεγάλο μυκηναϊκό κέντρο υπήρξε η Μεσσηνία με το ανάκτορο του Εγκλιανού στην Πύλο που ταυτίσθηκε από τον ανασκαφέα του με το παλάτι του Νέστορα, του σοφού μεσσήνιου γέροντα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Ένας μεγάλος αριθμός θολωτών τάφων με πλούσια κτερίσματα, εγκατεσπαρμένων σε ολόκληρη την δυτική Μεσσηνία μαρτυρούν την ακμή της, που πρέπει να ήταν ανάλογη με εκείνη της Αργολίδας. Η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει ακόμα επισημάνει την θέση του ανακτόρου της Σπάρτης, δεν υπάρχει όμως καμμία αμφιβολία για την σπουδαιότητα της περιοχής κατά την μυκηναϊκή περίοδο.

Η τελευταία φάση της Μυκηναϊκής περιόδου (1400-1100 π.Χ.) ήταν η περίοδος της μεγάλης ακμής με την οργάνωση των ανακτόρων κα των πόλεων, την ανάπτυξη της γραφής και τις μνημειακές μορφές τέχνης. Από τον 14ο αι. π.Χ. άρχισε η εξάπλωση προς τη Δύση και την Ανατολή. Η Μεσόγειος υπήρξε ο μεγάλος δρόμος που έφερε τους Μυκηναίους στις ακτές της Ασίας και της Αφρικής. Ο Τρωικός πόλεμος δηλώνει συγχρόνως τη μεγάλη ισχύ και την αρχή  της παρακμής τους. Πίσω από τον μύθο της Ελένης της Σπάρτης και της αρπαγής της, κρύβεται μια πραγματική εκστρατεία των Αχαιών στις Β.Α. ακτές της Μικράς Ασίας γύρω στο 1200 π.Χ. Το σημαντικό ιστορικό συμπέρασμα για τον Τρωικό πόλεμο είναι ότι έγινε μια εκστρατεία, κατά την οποία όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας εμφανίστηκαν ενωμένοι. Από την Πύλο έως την Ιωλκό και από την Κρήτη μέχρι και τα Δωδεκάνησα ξεκίνησαν οι Αχαιοί του Ομήρου και όλοι αυτοί αναγνώρισαν ως αρχηγό τους τον βασιλιά των Μυκηνών. Η παράδοση λοιπόν και η αρχαιολογική έρευνα συμφωνούν ως προς το κέντρο του μυκηναϊκού κόσμου.

 

Η Πύλη των Λεόντων (The Gate of the Lions at Mycenae) – Edward Dodwell, 1834.

 

Με την κάθοδο των Δωριέων τον 12ο π.Χ. αι. έρχεται και το τέλος του Μυκηναϊκού κόσμου και αρχίζει ο λεγόμενος Ελληνικός Μεσαίωνας ο οποίος θα διαρκέσει από τον 10ο π.Χ. έως τον 8ο π.Χ. αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αναπτύσσεται η κοινή εθνική συνείδηση και παράλληλα συνειδητοποιείται η κοινή καταγωγή και η λατρεία των θεών και των ηρώων-προγόνων.

Η παράδοση συνέδεσε τους Δωριείς με την επιστροφή των Ηρακλειδών, που κατέβηκαν από τις βόρειες περιοχές της Ελλάδας και πέρασαν στην Πελοπόννησο από το Ρίο με τη βοήθεια των Αιτωλών. Οι Αιτωλοί κατέλαβαν την Αχαΐα και την Ηλεία, ενώ οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν στην Αργολίδα, την Κορινθία, τη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Μετά τη Δωρική εγκατάσταση τα ισχυρότερα κράτη που σχηματίσθηκαν στην περιοχή ήταν της Κορίνθου, του Άργους και της Σπάρτης, αλλά και μικρότερης ισχύος, όπως στην Αρκαδία όπου δεν υπήρχε ενιαίο κράτος αλλά πόλεις συνδεδεμένες μεταξύ τους με χαλαρούς δεσμούς, σπουδαιότερες από τις οποίες ήταν ο Ορχομενός, η Τεγέα και η Μαντινεία.

Στην δυτική Πελοπόννησο είχε ιδρυθεί το Αιτωλικό κράτος των Ηλείων, οι ανεξάρτητες έξι αιολικές πόλεις της μετέπειτα Τριφυλλίας και το κράτος της Πίσσας. Ως προς την Αχαΐα, από τα ομηρικά ακόμα χρόνια αυτή εχωρίζετο σε δυτική και ανατολική. Και η μεν ανατολική ονομάζετο Αιγιαλεία η δε δυτική ανήκε στους Ηλείους με τους οποίους ενώθηκαν οι Αιτωλοί και οι Αρκαδικοί Καύκωνες. Η Σπάρτη και το Άργος διεκδίκησαν από την αρχή την ηγετική θέση στην Πελοπόννησο. Το Άργος είχε υπό τον άμεσο έλεγχό του την περιοχή της Αργολίδας, δηλαδή τις πόλεις Επιδαύρου, της Τροιζήνας, των Μυκηνών και της Τίρυνθας, αλλά γρήγορα η επιρροή του εξαπλώθηκε μέχρι το Μαλέα και τα Κύθηρα.

Στην Κορινθία, η Κόρινθος (με την Σικυώνα και τον Φλιούντα) χάρη στην προνομιακή της θέση προσανατολίσθηκε από νωρίς προς το εμπόριο και την ίδρυση αποικιών και τέλος η Σπάρτη κυριαρχώντας στην άνω κοιλάδα του Ευρώτα και έχοντας ιδρύσει τη Στενύκλαρο (η οποία καταλήφθηκε αργότερα από τους Αρκάδες) άρχισε σιγά σιγά να εξαπλώνεται προς την εύφορη μεσσηνιακή πεδιάδα την οποία και κατέκτησε μετά από σκληρούς αγώνες που διήρκεσαν ολόκληρο περίπου τον 8ο π.Χ. αι.

 

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Κορίνθου, Guillaume Abel Blouet 1831.

 

Γύρω στα τέλη του 8ου π.Χ. αι. οι πελοποννησιακές πόλεις αναπτύσσουν μεγάλη αποικιακή δραστηριότητα, ιδίως προς την Δύση: οι Κορίνθιοι ίδρυσαν την Κέρκυρα από την οποία προήλθαν οι Συρακούσες στην Σικελία το 734 π.Χ., οι Σπαρτιάτες τον Τάραντα στην Κάτω Ιταλία το 707, ενώ Αχαιοί άποικοι είχαν ήδη ιδρύσει από το 721 και το 710 τη Σύβαρη και τον Κρότωνα.

Από τον 8ο π.Χ. αι. η Πελοπόννησος κατέκτησε την πρώτη θέση στη χαλκουργία με κέντρα το Άργος, τη Σπάρτη και την Κόρινθο. Το ιερό της Ολυμπίας, που έγινε με την καθιέρωση των Ολυμπιακών Αγώνων ένα από τα μεγαλύτερα πανελλήνια ιερά, είναι το κατ’ εξοχήν ιερό των χαλκών αναθημάτων. Από τα ευρήματα των ανασκαφών μαθαίνουμε για την άνθηση της πελοποννησιακής χαλκουργίας κατά τη γεωμετρική και την αρχαϊκή εποχή. Οι ίδιες πόλεις υπήρξαν επίσης τα κέντρα των κεραμικών εργαστηρίων, από τα οποία εκείνο του Άργους γνώρισε ιδιαίτερη ακμή από την πλευρά της καλλιτεχνικής ποιότητας, συνεχίζοντας έτσι την παράδοση της περιοχής στην τέχνη του πηλού.

Οι πρώτοι αιώνες της ελληνικής ιστορίας υπήρξαν επίσης η εποχή της διαμόρφωσης της θρησκείας του Δωδεκάθεου. Στην Πρόσυμνα η Ήρα λατρεύτηκε στην θέση της παλαιότερης θεάς και στην Ολυμπία διαδέχθηκε τη θεά Γη. Στις Αμύκλες, χωρίς να παραμερισθεί ο Υάκινθος, καθιερώθηκε η λατρεία του Απόλλωνα. Σε αυτά τα πρώιμα χρόνια οι τοπικές λατρείες είχαν μεγά­λη διάδοση, ιδιαίτερα στην Αρκαδία, άπου γενικότερα η θρησκευτική ζωή ακολούθησε ένα ξεχωριστό δρόμο με πολύ μυστηριακό χαρακτήρα.

Τον 7ο π.Χ. ο Φείδωνας έκοψε για πρώτη φορά νόμισμα στο Άργος και οδήγησε την πόλη σε μεγάλη ακμή αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η σύγκρουση με την αιώνια αντίπαλο πόλη, τη Σπάρτη. Η οριστική επιβολή της Σπάρτης και η αναγνώρισή της ως ηγετικής δύναμης στην Πελοπόννησο έγινε μόνο έναν αιώνα αργότερα, αφού δηλαδή συνέτριψε τη Σικυώνα και οργάνω­σε την πρώτη συμμαχία των πελοποννησιακών Πόλεων υπό την αιγίδα της στα μέσα τον 6ου π.Χ. αι.

Έως τις  αρχές του 6ου π.Χ. αι. η Κόρινθος κυριαρχούσε στις αγορές της Ανατολής και της Δύσης με τα κεραμικά προϊόντα της, η Αθήνα όμως διεκδίκησε αυτήν την πρωτοκαθεδρία και τελι­κά πέτυχε να την εκτοπίσει, γεγονός που είχε ως φυσιολογικό επακόλουθο την οριστική παρακμή της Κορίνθου. Την ίδια περίοδο αμείωτη συνεχίσθηκε και η άνθηση των εργαστηρίων της πλαστικής και της χαλκουργίας των πελοποννησιακών εργαστηρίων έξοχα δείγματα των οποίων είναι το σύνταγμα του Κλεόβη και του Βίτωνα και ο Κούρος της Τεγέας.

Στην αρχιτεκτονική, στη διαμόρφωση της οποίας η Πελοπόννησος είχε ηγετική θέση, σπουδαίες δημιουργίες της πορείας για την αναζήτηση της τελειότητας του ρυθμού αποτελούν τα ερείπια του ναού του Απόλλωνος στην Κόρινθο και του ναού της Ήρας στην Ολυμπία.

 

Αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα στην Κόρινθο – J. D. Le Roy, 1770

 

Ο 5ος αιώνας, η εποχή της μεγάλης δόξας του Ελληνισμού, ήταν εποχή ακμής και για την Πελοπόννησο, η συμμετοχή της οποίας στα διάφορα ιστορικά γεγονότα υπήρξε πρωταρχικής σημασίας. Κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων από το 490 (μάχη του Μαραθώνα) μέχρι το 479 (μάχη των Πλαταιών) οι πελοποννησιακές πόλεις, και ιδίως η Σπάρτη, παραμερίζοντας τις αντιθέσεις μεταξύ τους και με την Αθήνα, βοήθησαν με κάθε τρόπο στον κοινό αγώνα των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Μήδων. Στην άτυχη αλλά ένδοξη μάχη των Θερμοπυλών η τιμή αποδόθηκε ολόκληρη στους πελοποννήσιους, που αντιπροσωπεύθηκαν από τον ολιγάριθμο στρατό του Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα. Αλλά η ένωση των ελληνικών πόλεων δεν κράτησε για πολύ μετά τα μηδικά.

Ακολούθησε μια περίοδος 50 χρόνων κρυφού ανταγωνισμού μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης η οποία οδήγησε στην έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου, που υπήρξε η αρχή του τέλους του αρχαίου ελληνισμού. Ο 4ος αιώνας άρχισε με το λεγόμενο Κορινθιακό πόλεμο (395-387), στον οποίο η Σπάρτη με βασιλιά τον Αγησίλαο αντιμετώπισε και νίκησε τις ενωμένες δυνάμεις των Αθηναίων, Θηβαίων, Koρινθίων, Αργείων και Θεσσαλών. Έτσι μετά το 379 η Σπάρτη εμφανίζεται πάλι, στην ηγετική θέση μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Η κυριαρχία της όμως δεν θα κρατήσει για πολύ. Η αντίθεση με τους Θηβαίους, οι οποίοι επίσης επεδίωξαν την ηγεμονία της Ελλάδας, οδήγησε σειρά συγκρούσεων στις οποίες η σπαρτιατική στρατιωτική υπεροχή συνετρίβη οριστικά. Η ταπείνωση της Σπάρτης τονίσθηκε ακόμα περισσότερο με την ίδρυση στις παρυφές του λακωνικού κράτους της Μεγαλόπολης και της Μεσσήνης.

 

Εικόνα του Αρχαίου Άργους, Chaiko, 1790. Ο σχεδιαστής φαίνεται να είχε επισκεφτεί το Άργος το οποίο ίσως να ήταν κατεστραμμένο τότε. Έτσι προτίμησε να σχεδιάσει μια ρομαντική, φανταστική εικόνα του Αρχαίου Άργους, βάσει των αφηγήσεων του Παυσανία.

 

Οι αλλεπάλληλοι αυτοί πόλεμοι εξασθένησαν την Πελοπόννησο και έτσι όταν η νέα ανερχόμενη δύναμη του ελληνισμού, οι Μακεδόνες, επιχείρησαν την ανάληψη της ηγεμονίας στον ελληνικό χώρο, η Πελοπόννησος δεν μπόρεσε να την εμποδίσει. Μετά την αποφασιστική για την τύχη της Ελλάδας μάχη της Χαιρώνειας (338), ο Φίλιππος οργάνωσε συμμαχία πολλών πελοποννησιακών πόλεων (Αργείοι, Μεσσήνιοι, Αρκάδες) εναντίον της Σπάρτης και απέσπασε από αυτήν πολλές περιοχές τις οποίες απέδωσε στους Αργείους, τους Τεγεάτες και τους Μεσσήνιους, στους οποίους ανήκαν αρχικά. Οι πελοποννησιακές (πλην της Σπάρτης), αλλά και οι άλλες ελληνικές πόλεις, αναγκάσθηκαν στο συνέδριο της Κορίνθου να αναγνωρίσουν την μακεδονική κυριαρχία και να συμμετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Περσίας. Στους αγώνες που ακολούθησαν μεταξύ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου η Πελοπόννησος πολλές φορές έγινε πεδίο μαχών και συγκρούσεων και πλούσιες περιοχές της όπως η Αργολίδα και η Ήλιδα συχνά λεηλατήθηκαν.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των πόλεμων, στους δυο αυτούς αιώνες της κλασσικής εποχής, η τέχνη έφθασε στην ακμή της και η Πελοπόννησος δεν έμεινε αμέτοχη σε αυτό. Τα γλυπτά του ναού του Διός στην Ολυμπία υπήρξαν η πρώτη έκφραση της κλασσικής τέχνης, όπως αυτή διαμορφώθηκε αργότερα στον Παρθενώνα. Οι μεγάλοι ναοί, που οικοδομήθηκαν σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Πελοποννήσου αποτελούν λαμπρά παραδείγματα της αρχιτεκτονικής: ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο ναός των Βασσών στην Φιγαλία, ο ναός της Αθηνάς στην Τεγέα και ο ναός της Ήρας στο Άργος.

 

Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, Edward Dodwell, 1834.

 

Η ίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 280 είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο της δύναμης των ενωμένων πελοποννησιακών πόλεων, γεγονός που επέφερε την σύγκρουση με τους Μακεδόνες κατακτητές. Παράλληλα αυξήθηκε και πάλι η σπαρτιατική δύναμη με τις μεταρρυθμίσεις των βασιλέων Άγιδος Δ’ και Κλεομένη Γ’, αλλά η άνοδος αυτή αντί να οδηγήσει σε μια ένωση ολόκληρης της Πελοποννήσου εναντίον των Μακεδόνων, αντίθετα οδήγησε στην σύγκρουση μεταξύ της Αχαϊκής Συμπολιτείας και της Σπάρτης και έτσι η Σπάρτη νικήθηκε με την βοήθεια των Μακεδόνων και δεν μπόρεσε να ανακτήσει την προηγούμενη δύναμή της.

Η πρώτη ήτα των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους το 197 σήμαινε το τέλος της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Οι Ρωμαίοι εκμεταλλεύτηκαν την ελληνική αδυναμία και έξυπνα υποκίνησαν διάφορες διασπαστικές κινήσεις, ώστε να εκμηδενισθούν οι προσπάθειες της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του τελευταίου ελληνικού προπυργίου, η οποία την εποχή αυτή με τον Φιλοποίμενα έδινε τον ύστατο αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία. Το 168 υπέταξαν οριστικά την Μακεδονία και 22 χρόνια αργότερα, αφού προηγουμένως πέτυχαν την αποστασία πολλών πόλεων από την Συμπολιτεία, κατέβαλαν και κατέστρεψαν την Κόρινθο, οδηγώντας έτσι στο τέλος του όχι μόνο τον πελοποννησιακό αλλά και ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

 

Άποψη της αρχαίας Μεγαλόπολης, Guillaume Abel Blouet 1831.

 

Μετά την ίδρυση από τους Ρωμαίους της επαρχίας της Αχαΐας, που περιελάμβανε την Πελοπόννησο, τα νησιά του Ιονίου, την Ήπειρο, την Θεσσαλία και την Στερεά, μόνο η Σπάρτη, με το Κοινό των Ελευθερολακώνων, κατόρθωσε να διατηρήσει την αυτονομία της. Η Κόρινθος, ρωμαϊκή πλέον πόλη μετά την αναστήλωσή της έγινε το διοικητικό κέντρο της υποταγμένης Ελλάδας. Γενική παρακμή στις εκδηλώσεις ζωής και του πνεύματος, μείωση του εμπορίου, περιορισμός στην καλλιέργεια της γης, έλλειψη κάθε καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας χαρακτήρισαν την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής στην Πελοπόννησο όπως άλλωστε και σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Στην αποφασιστική για την διαμόρφωση του ρωμαϊκού κράτους ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.), η Σπάρτη πολέμησε στο πλευρό του Αυγούστου και αυτός αργότερα ευεργέτησε την Πελοπόννησο: η Σπάρτη μάλιστα κατόρθωσε να διατηρήσει την αυτονομία της μέχρι τον 3ο μ.Χ. αι. Ο περιηγητής Παυσανίας τον 2ο αι. περιγράφει τα μεγάλα ιερά και πόλεις σε βαθιά παρακμή, αλλά η σύγχρονη ζωή διατηρείτο στους συνοικισμούς και στις μικρές πόλεις.

Η περιοχή ιδιαίτερα ευαίσθητη στις σεισμικές δονήσεις, θα δοκιμασθεί συχνά και κυρίως στον μεγάλο σεισμό του 375 μ.Χ. Με τις καταστροφές αυτές, συμπληρωμένες από τις τρομερές βαρβαρικές επιδρομές κλείνει ο 4ος μ.Χ. αι. και μαζί του και ο αρχαίος κόσμος δίνοντας την θέση του στην νέα κοσμοθεωρία, τον Χριστιανισμό.

Κέντρα του χριστιανισμού στην Πελοπόννησο ήταν η κοινότητα της Κορίνθου, που είχε ιδρυθεί από τον Απόστολο Παύλο, η Πάτρα όπου είχε μαρτυρήσει ο Απόστολος Ανδρέας και η Σπάρτη. Νέα εποχή εγκαινιάζεται με την ίδρυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η Πελοπόννησος πλέον ανήκει στην επαρχία του Ιλλυρικού. Δυο γεγονότα σφραγίζουν τα τελευταία χρόνια του 4ου αι: Η κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 και οι επιδρομές των Γότθων του Αλάριχου το 395 που αφού καίνε την Κόρινθο και καταλαμβάνουν το Άργος και την Σπάρτη, ηττώνται τελικά στην Φολόη από τον στρατηγό Στηλίχωνα.

Οι βαρβαρικές επιδρομές (Βάνδαλοι, Ούννοι) θα συνεχισθούν κατά την διάρκεια του 5ου και του 6ου αι. παρά τις προσπάθειες του Ιουστινιανού να οχυρώσει την Κόρινθο η οποία δοκιμάζεται σκληρά από επιδρομές και σεισμούς. Ο 9ος και ο 10ος αι. είναι αιώνες δοκιμασιών για την Πελοπόννησο, που υφίσταται τις επιθέσεις Αράβων και Βουλγάρων.

Οι Άραβες, ιδίως μετά την κατάκτηση της Κρήτης (827), την κάνουν ορμητήριο και ταλαιπωρούν τις πελοποννησιακές ακτές με αλλεπάλληλες επιδρομές. Η βουλγαρική απειλή γίνεται ιδιαίτερα κρίσιμη επί Σαμουήλ, όταν το 996, η ορμητική του κάθοδος καταλήγει στην Πελοπόννησο. Πάρ’ όλα ταύτα η Κόρινθος αντιστέκεται και λίγο αργότερα οι Βούλγαροι ηττώνται από τον Νικηφόρο Ουρανό.

Ο 12ος αι. χαρακτηρίζεται από νέες καταστρεπτικές επιδρομές, που επιχειρούν οι Νορμανδοί, ο νέος εχθρός που έρχεται από τη Δύση. Ο Ρογήρος ο Β’ λεηλατεί την Πελοπόννησο, καταλαμβάνει την Κόρινθο και παίρνει αιχμάλωτους, κυρίως υφαντουργούς, που μεταφέρει και εγκαθιστά στην Σικελία. Η παραχώρηση από τους Κομνηνούς εμπορικών προνομίων στους Βενετούς φέρνει τους τελευταίους και στα πελοποννησιακά λιμάνια, την Κόρινθο, τη Μεθώνη, την Πάτρα, το Ναύπλιο κ.α.

 

Η αρχαία Ναυπλία, περίπου 1840.

 

Η γενική κατάσταση που χαρακτηρίζει ολόκληρη την αυτοκρατορία, πριν από την φράγκικη κατάκτηση επικρατεί και στην Πελοπόννησο. Ο κεντρικός έλεγχος ατονεί και η λαϊκή τάξη, έρμαιο της αυθαιρεσίας των κρατικών υπαλλήλων, απροστάτευτη από τις πειρατικές επιδρομές και θύμα της βαριάς φορολογίας, δοκιμάζεται εντονότερα και υφίσταται τις συνέπειες της παρακμής.

Ωστόσο η Πελοπόννησος, στους τελευταίους αιώνες πριν την Φραγκοκρατία, παρ’ όλους τους εχθρούς που την ταλαιπώρησαν, είχε μια αξιόλογη εμπορική και οικονομική ανάπτυξη, με σπουδαιότερο κέντρο την Κόρινθο που είχε αναπτύξει διάφορες βιοτεχνίες, ανάμεσα στις οποίες σημαντικότερη ήταν η υφαντουργία και η μεταξουργία. Η Πάτρα, πλούσια και ευημερούσα, το Άργος, το Ναύπλιο, η Μονεμβάσια, καθώς και άλλες μικρότερες πόλεις όπως η Αρκαδία κοντά στην Κυπαρισσία, η Μαντίνεια της Λακωνικής, που φημιζόταν για τα κρασιά και το μετάξι της, η Λακεδαιμονία που κτίσθηκε στα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης, η Βοστίτσα (Αίγιο), η Μεθώνη και η Κορώνη.

Αξιοσημείωτο είναι ακόμα πως ενώ η πνευματική άνθιση την εποχή αυτή περιορίζεται κυρίως στον θεολογικό τομέα, το πλήθος των βυζαντινών εκκλησιών, των αιώνων αυτών αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευαισθησία.

Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους το 1204 και την εισαγωγή του δυτικού πολιτικοκοινωνικού συστήματος της φεουδαρχίας, η Πελοπόννησος θα αποτελέσει ένα από τα φεουδαρχικά κρατίδια της διασπασμένης αυτοκρατορίας και μάλιστα το καλύτερα οργανωμένο.

 

Κορώνη - Coronelli Maria Vincenzo, 1685

 

Ιδρυτές της Φράγκικης ηγεμονίας της Πελοποννήσου θα είναι οι Γάλλοι με τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη και τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο. Η έλλειψη αρχηγού και οργανωμένης βυζαντινής στρατιωτικής δύναμης θα δώσει τη δυνατότητα στους Γάλλους να καταλάβουν με σχετική ευκολία πολλές πόλεις όπως η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Ανδραβίδα κ.α., η κατάκτηση όμως του εσωτερικού της περιοχής θα παρουσιάσει δυσκολίες γιατί προβάλλεται αξιόλογη αντίσταση σε ορισμένες περιοχές, όπως π.χ. στην Ήλιδα και στην Αρκαδία.

Ο σπουδαιότερος από τους Γάλλους κατακτητές θεωρείται ο Γουλιέλμος Β’ Βιλεαρδουίνος, αξιόλογος πολιτικός και στρατιωτικός που θα συνεχίσει την κατάκτηση της Πελοποννήσου, η οποία, εκτός από ορισμένες περιοχές και οχυρές θέσεις θα περιέλθει στην εξουσία του.

Το πριγκιπάτο της Αχαΐας, όπως ονομάσθηκε το φράγκικο κράτος της Πελοποννήσου, χωρίσθηκε σε 12 βαρονίες: της Καλαμάτας, της Άκοβας, της Καρύταινας, της Πάτρας, της Βοστίτσας, των Καλαβρύτων, της Χαλανδρίτσας, της Βελιγοστής, του Νυκλίου, της Γρίτσαινας, του Γερακιού και του Πασσαβά. Η οργάνωση του πριγκιπάτου ήταν καθαρά στρατιωτική: οι φεουδάρχες, που βρίσκονταν σε συνεχή στρατιωτική υπηρεσία, έκτισαν οχυρωμένους πύργους στα φέουδά τους και έφεραν ήθη της Δύσεως στο ελληνικό έδαφος, ενώ η ηγεμονική αυλή χαρακτηριζόταν για την λαμπρότητα, την κομψότητα και το άψογο ιπποτικό της πνεύμα. Ο Γουλιέλμος θα επιχειρήσει να επεκτείνει τα σύνορα του πριγκιπάτου πέρα από την Πελοπόννησο αλλά θα αποτύχει και η αποτυχία του αυτή θα σημάνει την αρχή της παρακμής του πριγκιπάτου, ενώ παράλληλα θα προκαλέσει την απαρχή της σταδιακής επανάκτησης της Πελοποννήσου από τους Βυζαντινούς.

 

Άποψη της Πάτρας από το αρχαίο υδραγωγείο – Λιθογραφία, Otto Magnus von Stackelberg, 1834

 

Στην μάχη της Πελαγονίας το 1259 ο Γουλιέλμος θα αιχμαλωτισθεί από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο και θ’ αναγκασθεί να παραδώσει στους βυζαντινούς τα κάστρα της Μάνης, του Μυστρά και της Μονεμβασιάς. Αυτά τα κάστρα και ιδίως ο Μυστράς, θα αποτελέσουν αργότερα το ορμητήριο για την ανάκτηση της Πελοποννήσου από τους βυζαντινούς. Η τελευταία αυτή ελληνική βάση, αφού επί 50 σχεδόν χρόνια (1262-1308) διοικείται από στρατηγό, αποκτά, μετά το 1308, μόνιμο διοικητή με τον τίτλο του Δεσπότη που θα διοικεί το Δεσποτάτο του Μορέως, όπως θα ονομασθεί το ελληνικό κράτος της Πελοποννήσου.

Η οικογένεια των Κατακουζηνών πρώτα και αργότερα αυτή των Παλαιολόγων θα αναλάβουν την διακυβέρνηση αυτής της περιοχής. Το Φράγκικο πριγκιπάτο μετά τον θάνατο του Γουλιέλμου θα παρακμάσει και θα διαλυθεί από τις επιδρομές των Τούρκων, πλην των βενετικών κτήσεων της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου που θα πέσουν τελικά το 1540. Οι πρώτες τουρκικές επιδρομές στην Πελοπόννησο έγιναν το 1379, 1400 και 1401 και προετοίμασαν το έδαφος για την ολοκληρωτική κατάκτηση της περιοχής, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες αντίστασης των Βυζαντινών και των Φράγκων.

 

Μιστράς (Mistras) - Bernard Randolph, χαλκογραφία, 1681

 

Οι Παλαιολόγοι της Πελοποννήσου, στις αρχές του 15ου αιώνα θα οχυρώσουν την περιοχή του ισθμού με το περίφημο τείχος του Εξαμυλίου με σκοπό να αποτρέψουν τις τούρκικες επιδρομές. Οι τούρκοι όμως με αρχηγό τον Τουραχάν εύκολα θα εξουδετερώσουν αυτό το εμπόδιο το 1423 και θα κατακτήσουν το Δεσποτάτο φόρου υποτελές στον σουλτάνο Μουράτ Β’.

Το 1443 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (ο μετέπειτα τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας) έγινε Δεσπότης του Δεσποτάτου αλλά οι προσπάθειές του να οχυρώσει την Πελοπόννησο, δεν σταμάτησαν τον σουλτάνο Μουράτ ο οποίος το 1446 παγίωσε την τουρκική κυριαρχία σε ολόκληρη την Β. Πελοπόννησο. Μετά την αναχώρηση του Κωνσταντίνου για την Κωνσταντινούπολη το 1449 και την άλωση της πόλης το 1453 την Πελοπόννησο μοιράσθηκαν, ως φόρου υποτελείς στον σουλτάνο, οι αδελφοί του Θωμάς και Δημήτριος.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την άλωση επεκράτησε στην Πελοπόννησο μεγάλη αναστάτωση, ανταρσίες Αλβανών και Μανιατών και τούρκικες εισβολές που τελικά έληξαν με την εκστρατεία του ίδιου του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ στην περιοχή το 1458-60. Σοβαρές επιπτώσεις στην ιστορία της Πελοποννήσου είχαν οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι που ακολούθησαν: στον πρώτο (1463-79) έλαβαν μέρος πολλοί πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί και επίλεκτα σώματα Ελλήνων και Αλβανών Stradioti.

Μετά τη λήξη του πολέμου που ακολούθησαν οι πρώτες ομαδικές έξοδοι των Πελοποννησίων προς τα γειτονικά Επτάνησα και προς την Κρήτη. Ο 2ος βενετοτουρκικός πόλεμος (1499-1502) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη από τους Τούρκους της Ναυπάκτου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυαρίνου. Το 1537 ο 3ος βενετοτουρκικός πόλεμος επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς προκαλεί νέα έξοδο των Πελοποννησίων προς τα Επτάνησα, την Κρήτη και την Κάτω Ιταλία αυτή την φορά, όπου ιδρύθηκαν ελληνικές παροικίες στη Σικελία και στη Νεάπολη.     

 

Γαβριήλ – Μιχαήλ Δημητριάδης, Αρχαιολόγος – Ιστορικός

Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, Αρχιτέκτων – Συγγραφέας  

Πηγή


  • Peloponnesus, “The Ark of Hellenic Civilization’’, Fist edition 1998 deposed in the National Library at Athens.

Read Full Post »

Η Κήρυξη της Επανάστασης στη Μάνη

 

  

Η Φιλική Εταιρεία προετοιμαζόταν για μια παμβαλκανική επανάσταση κατά του οθωμανικού ζυγού και γι’ αυτό ξεκίνησε από τη Μολδοβλαχία υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, το Φεβρουάριο του 1821. Στις προεπαναστατικές ενέργειες της ηγεσίας της εταιρείας ήταν η προετοιμασία και της κυρίως  Ελλάδας, όπου είχαν αποσταλεί πολλοί Φιλικοί.

Η σημασία της Μάνης για την Επανάσταση είχε επισημανθεί πολύ έγκαιρα και όχι βεβαίως τυχαία. Το μαχητικό πνεύμα των κατοίκων, το υψηλό πολεμικό τους φρόνημα, η αυτονομία της περιοχής και η απουσία τουρκικής εξουσίας ήταν ευνοϊκοί παράγοντες για την επιτυχία της πολεμικής εξέγερσης. Στις παραμονές του Αγώνα υπήρχαν εκεί ένοπλα σώματα υπό την ηγεσία έμπειρων αρχηγών και αρκετοί Φιλικοί είχαν μεταβεί για να προετοιμάσουν το έδαφος.

Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος προεπαναστατικά βρισκόταν στη Ζάκυνθο, μνημονεύει στα απομνημονεύματά του ότι στις 6 Ιανουαρίου 1821 έφθασε στην Καρδαμύλη «εις του πατρικού φίλου Παναγιώτη Μούρτζινου» και μέχρι το Μάρτιο φρόντιζε για την εσωτερική ηρεμία λόγω των αντιζηλιών που υπήρχαν μεταξύ των τοπικών, ισχυρών και πολυάριθμων οικογενειών.  [1] Η συνένωση αυτή και η ομόνοια μεταξύ των αρχηγών ήταν απαραίτητη για την επιτυχία του Αγώνα.

Εν τω μεταξύ η αποτυχία της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία οδήγησε στην Εθνική Ελληνική Επανάσταση που ξεκίνησε από την Πελοπόννησο. Ήδη από τις αρχές Μαρτίου και πριν ακόμη οριστεί η ημέρα της έναρξης των πολεμικών επιχειρήσεων, παρατηρείται επαναστατικός αναβρασμός που όλο και δυνάμωνε, παρά τα μέτρα εκφοβισμού των Τούρκων με τις συλλήψεις ομήρων και την κράτηση των αρχιερέων και προκρίτων στην Τρίπολη μετά τη γνωστή παραπλανητική πρόσκληση.  [2]

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Μπέης της Μάνης. Πρόεδρος του Εκτελεστικού της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδας το 1822. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1830.

Στη Μάνη υπήρχε διχογνωμία ως προς τον κατάλληλο χρόνο έναρξης της Επανάστασης. Στην Ανατολική Μάνη από τις αρχές Μαρτίου επικρατούσε απροκάλυπτη πολεμική κινητοποίηση με τη στρατολόγηση ανδρών και την προμήθεια πολεμοφοδίων. Στη Δυτική Μάνη, που τελούσε υπό την άμεση επιρροή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, επικρατούσε μια φαινομενική τάξη λόγω των δισταγμών του τελευταίου, ο οποίος ανησυχούσε πως οποιαδήποτε πρόωρη και ασυντόνιστη κίνηση των ντόπιων θα προξενούσε στρατιωτική επέμβαση των Τούρκων και ακύρωση της όλης προσπάθειας. Τους φόβους του αυτούς εξέφρασε και εγγράφως στις 11 Μαρτίου προς τους Πιέρρο-Μαγγιόρο και Γεωργάκη Γρηγοράκηδες, γιους του παλιού μπέη της Μάνης.  [3]

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1773-1848) ήταν ο τοπικός ηγεμόνας από το 1815 όταν ανέλαβε από το σουλτάνο το αξίωμα του μπέη της Μάνης (εξ ου και Πετρόμπεης), τίτλο που μέχρι τότε κατείχε ο Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης, ο οποίος είχε καθαιρεθεί. Χάρη στο αξίωμα αυτό και στις αναμφισβήτητες ικανότητές του, ο Πετρόμπεης κατάφερε να επιβληθεί στην περιοχή τόσο στους Έλληνες όσο και στους Τούρκους και να αποκτήσει μεγάλη επιρροή. Από το 1818 είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τον Κυριάκο Καμαρινό και αργότερα μύησε και ο ίδιος τους κυριότερους αρχηγούς της Μάνης. Υπήρξε συνετός και έμπειρος αρχηγός, ένθερμος πατριώτης, διορατικός και δεν ενθουσιαζόταν εύκολα.

Οι διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα για επέμβαση της Ρωσίας στην επικείμενη ελληνική ένοπλη εξέγερση με την κήρυξη ρωσοτουρκικού πολέμου και την αποστολή ένοπλης δύναμης στην Ελλάδα και για την ύπαρξη πληθώρας οικονομικών μέσων δεν έπειθαν το διστακτικό Μαυρομιχάλη, ο οποίος προσπαθούσε να διασταυρώσει τις πληροφορίες του από τον Καποδίστρια και την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Πίστευε ότι οποιαδήποτε βεβιασμένη και ασυντόνιστη κίνηση θα έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο την όλη προετοιμασία.

Οι τουρκικές αρχές ήδη υποψιάζονταν τον Πετρόμπεη εξαιτίας της απειθαρχίας του να συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα και σχεδία­ζαν την αντικατάστασή του από τη θέση του μπέη. Ο τελευταίος ξεγέλασε τις ανησυχίες του εχθρού με την αποστολή του γιου του Αναστάση στην Τρίπολη στη σχετική πρόσκληση των Τούρκων.

Στα μέσα Μαρτίου στο λιμάνι του Αρμυρού κατέ­πλευσε το πλοίο με τα πολεμοφόδια που είχαν στείλει οι Φιλικοί της Σμύρνης. Ο πολυμήχανος Παπαφλέσσας σκέφτηκε να κάνει συμμέτοχο το δι­στακτικό Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του ζήτησε να εκδώσει άδεια εκτελωνισμού του φορτίου. Έτσι, σε περίπτωση αποκάλυψης του πραγματικού πε­ριεχομένου του, ο Πετρόμπεης θα βρισκόταν εκτε­θειμένος στους Τούρκους ως συνεργός των επαναστατών.

Πράγματι, όταν η μεταφορά του φορτίου α­πό ένοπλους χωρικούς έγινε γνωστή στον Σουλεϊμάν αγά Αρναούτογλου, βοεβόδα της Καλαμάτας, οι πρόκριτοι προφασίστηκαν ότι μετέφεραν λάδι και ότι αναγκάζονταν να είναι ένοπλοι για τον κίν­δυνο των ληστών. Ο Αρναούτογλου τότε ανήσυχος ζήτησε ενισχύσεις από τον Πετρόμπεη, ο οποίος έ­στειλε στις 20 Μαρτίου στην Καλαμάτα το γιο του Ηλία  [4] επικεφαλής σώματος 150 Μανιατών για να προστατέψει την πόλη.

Σύμφωνα με τον Ιωάννη Φιλήμονα, οι αρχιερείς και πρόκριτοι της Αχαΐας, που είχαν συνέλθει στη Λαύρα, πρότειναν στον Πετρόμπεη «την προκαταρκτικήν κίνησιν των Λακωνικών όπλων», επι­σημαίνοντας τα πλεονεκτήματα της περιοχής λόγω του ιδιότυπου πολιτικού καθεστώτος και της πολε­μικής εμπειρίας των κατοίκων.

Οι Μανιάτες ο­πλαρχηγοί ήταν πλέον πεπεισμένοι για την επί­σπευση των πολεμικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα δε με τοπική παράδοση, στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη – Τσίμοβα οι καπεταναίοι της Μάνης με επι­κεφαλής τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη κήρυξαν την Επανάσταση και έγινε δοξολογία στο ναό των Ταξιαρχών. Παράδοση που επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες του Φιλήμονος και του Ιωάννη-Γενναίου Κολοκοτρώνη, γιου του Θεόδωρου. Κατά τον Κολοκοτρώνη, οι Έλληνες «διενοούντο περί της ενάρξεως του πολέμου» και «όθεν την 17ην Μαρτίου οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων».

Στη μικρή πλατεία μπροστά από το ναό, στη θέση «Κοτρώνι», υψώθηκε η επαναστατική σημαία που είχε κατασκευαστεί πρόχειρα από λευκό ύφασμα και μαύρο σταυρό. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση και όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι ιερείς ευλόγησαν τη σημαία και οι οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Πετρόμπεης, ορκίστηκαν ότι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους. Η ημέρα της 17ης Μαρτίου έχει κηρυχθεί από το κράτος ως τοπική εθνική εορτή της Αρεόπολης.

Η επιλογή της περιοχής αυτής για την κή­ρυξη της Επανάστασης δεν κρίθηκε τυ­χαία, αφού η Τσίμοβα – Αρεόπολη ήταν επί ηγεμονίας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη η «πολιτική πρωτεύουσα» της Μάνης, ο εκεί μεγάλος πύργος του αποτελούσε το διοικητή­ριό του και εκεί έμεναν τα ισχυρότερα μέλη της οι­κογένειάς του. Επίσης η Τσίμοβα αποτέλεσε το κέ­ντρο του επαναστατικού αγώνα της Μάνης. Στη συνέχεια άρχισε η πολεμική προετοιμασία και οργανώθηκαν δύο στρατιωτικά τμήματα, της Ανατολικής και της Δυτικής Μάνης, τα οποία έ­δρασαν χωρισμένα, αλλά ταυτόχρονα υπό τους το­πικούς τους αρχηγούς, το μεν πρώτο προς Λακε­δαίμονα και το δεύτερο προς Καλαμάτα.

Στα γεγονότα της Δυτικής Μάνης πρωτοστάτησε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Δεδομένου ότι οι τοπικές τουρκικές δυνάμεις είχαν αποσυρθεί στην εκστρατεία υπό τον Χουρσίτ πασά εναντίον του Αλή πασά, ο Αρναούτογλου διέθετε μόνο μια μι­κρή, αλλά εμπειροπόλεμη δύναμη 100 ανδρών, η οποία θα μπορούσε να κρατήσει την άμυνα της πό­λης για κάποιο διάστημα μέχρι την άφιξη ενισχύ­σεων.

 

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, «ο Μαυρομιχάλης επανιστά την Μεσσηνίαν».

 

Ήταν συνεπώς κατάλληλη η ευκαιρία να καταληφθεί η Καλαμάτα και με όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες. Ο Πετρόμπεης ζήτησε από τους Παπαφλέσσα, Κεφάλα και Αναγνωσταρά να κατα­λάβουν τους λόφους γύρω από την Καλαμάτα και να οχυρωθούν εκεί. Η προαναφερθείσα όμως πα­ρουσία των Μανιατών του Ηλία Μαυρομιχάλη εν­θάρρυνε τα ένοπλα σώματα της Μεσσηνίας, τα ο­ποία ανυπομονούσαν να εισέλθουν πρόωρα στην πόλη προδίδοντας τα σχέδια των συμπατριωτών τους. Οι πρόκριτοι της πόλης τότε, σε συνεννόηση με τον Πετρόμπεη, συμβούλευσαν τον Αρναούτο­γλου να ζητήσει τη βοήθεια του ίδιου του Πετρό­μπεη, όπως και έγινε.

Το μεσημέρι της 22ας Μαρ­τίου μια στρατιά 2.500 ανδρών με επικεφαλής τον Πετρόμπεη εξόρμησε προς τις πεδιάδες της Μεσ­σηνίας. Μαζί του ήταν πολλά μέλη της οικογένει­άς του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και καπετάνιοι της Δυτικής Μάνης: ο Μούρτζινος, οι Καπετανάκηδες, οι Κουμουντουράκηδες, ο Παναγιώτης Βενετσανάκος, ο Κυβέλος, ο Χριστέας κ.ά. Το πρωί της επόμενης μέρας είχαν πλέον εισέλθει στην Καλαμάτα, μαζί τους ήταν οι Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς, Νικηταράς και οι άλλοι οπλαρχη­γοί που φυλούσαν τους γύρω λόφους, αφού πρώτα απέκοψαν κάθε προσπάθεια διαφυγής των Τούρ­κων προς Τρίπολη. Ο Αρναούτογλου παρέδωσε την πόλη χωρίς αντίσταση, έπειτα από σχετικό πρωτόκολλο και αφού διασφαλίστηκε η ζωή των Τούρκων.

Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου, στις όχθες του χειμάρρου Νέδωνος και μπροστά από τη βυζαντι­νή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων έγινε πανη­γυρική δοξολογία, κατά την οποία 24 ιερείς και ιε­ρομόναχοι ευλόγησαν τις σημαίες των αγωνιστών και τους όρκισαν για τον απελευθερωτικό αγώνα. Ακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών και των προκρίτων, κατά την οποία αποφασίστηκε η σύστα­ση επαναστατικής επιτροπής, της «Μεσσηνιακής Γερουσίας» ή «Συγκλήτου», με σκοπό το συντονι­σμό του επαναστατικού αγώνα. Η ηγεσία δόθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του «αρχιστράτηγου των σπαρτιατικών δυ­νάμεων».

Την ίδια μέρα ο Πετρόμπεης, ως πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, απέστειλε «προειδοποίησιν εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς», γνωρίζο­ντας την Επανάσταση των Πελοποννησίων και ζη­τώντας βοήθεια για την Ελλάδα «εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε […] όσον τάχος την φιλάνθρωπον συνδρομήν και διά χρημάτων και διά ό­πλων, και διά συμβουλής», διαβεβαιώνοντας για την έμπρακτη απόδειξη της ευγνωμοσύνης της. Η «προειδοποίησις» αυτή αποτελεί το πρώτο διπλω­ματικό έγγραφο της επαναστατημένης Ελλάδας προς τις ξένες δυνάμεις.

 

Η προκήρυξη του Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου. (Αρχεία υπουργείου Εξωτερικών Μεγάλης Βρετανίας)

 

Ένα δεύτερο κείμενο της Γερουσίας υπογεγραμ­μένο από τον Πετρόμπεη απευθυνόταν, το Μάιο του ίδιου χρόνου, προς τους Αμερικανούς πολίτες. Το κείμενο αυτό στάλθηκε μέσω του Αδαμάντιου Κο­ραή στον Αμερικανό καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και γερουσιαστή  Έντουαρντ Έβερετ και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια κινητοποίησης των αμερικανικών φιλελληνικών αισθημάτων.  [5]

Στην Ανατολική Μάνη οι πολεμικές επιχειρή­σεις άρχισαν ταυτόχρονα με τη Δυτική. [6] Στην Ανατολική Μάνη υπήρχαν πάνω από 1.500 Βαρδουνιώτες Τούρκοι, πολύ γενναίοι και έμπειροι πολε­μιστές, οχυρωμένοι σε πύργους. Αυτοί συχνά αναστάτωναν την Πελοπόννησο και τις ίδιες τις τουρ­κικές αρχές «άλλοτε ως αντιπολιτευόμενοι άλλο­τε ως αντάρται, ενίοτε δε και ως λησταί». [7] Επίσης το φρούριο του Μυστρά ήταν πολύ καλά οχυρωμέ­νο από πολυάριθμους Τούρκους. Υπό τις συνθήκες αυτές η κατάσταση ήταν δύσκολη για τους Ανατολι­κούς Μανιάτες και η αντίσταση των Τούρκων θα καθυστερούσε πολύ τις επιχειρήσεις στην Πελο­πόννησο.

Έτσι, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (αδελφός του Πετρόμπεη και συγγενής των Γρηγοράκηδων), ο οποίος (όπως και οι άλλοι οπλαρχηγοί) διατη­ρούσε καλές σχέσεις με τους Βαρδουνιώτες, άρχι­σε σκόπιμα να διαδίδει ότι έρχονται ευρωπαϊκές (φράγκικες) ενισχύσεις, γεγονός που θορύβησε τους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν με τις οικογένει­ές τους να εγκαταλείπουν τους πύργους τους, είτε «μικροψυχήσαντες» είτε φοβούμενοι ότι δεν θα άντεχαν σε μακρόχρονη πολιορκία. Καθώς έφευγαν διέδωσαν τον πανικό τους σε όλη τη Λακεδαίμονα.

Από τις 20 Μαρτίου οι Γρηγοράκηδες μαζί με άλ­λους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Μάνης (Π. Κοσονάκο, I. Κατσούλη κ.ά.) είχαν αρχίσει να συ­γκροτούν πολεμικά σώματα και κατευθύνονταν προς το Μαραθονήσι-Γύθειο, όπου ύψωσαν την ε­παναστατική σημαία στις 22 Μαρτίου.

Στη συνέχεια ορισμένα πολεμικά σώματα στράφηκαν προς την Κυνουρία για να ενι­σχύσουν την πολιορκία της Τρίπολης, ενώ τα μεγαλύτερα προς την πεδιάδα του Έλους για την πολιορκία του ισχυρότατου φρουρί­ου της Μονεμβασίας. Η κατάληψή του είχε μεγάλη σημασία για την πορεία της Επανάστασης λόγω του θαλάσσιου αποκλεισμού των Τούρκων από εκείνη την πλευρά. Στις 28 Μαρτίου, έπειτα από δοξολογία που τέλεσε ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος, άρχισε η από ξηράς πολιορκία, και λίγες μέρες αργότερα ο θαλάσσιος αποκλεισμός.

  

Αννίτα  Ν. Πρασσά

Δρ. Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας,

προϊσταμένη Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας

 

Υποσημειώσεις


 [1]  Άπαντα Κολοκοτρώνη, εισαγ. – επιμ. Έλλη Αλεξίου, Αθήνα (Ιστορικές Εκδόσεις 1821), τ. 2, σ. 277.

 [2] Απόστ. Β. Δασκαλάκης, «Η προπαρασκευή της Ελληνικής Επαναστάσεως εις την Λακωνίαν», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. Α’ (1972), σ. 1-72. 

[3] Για την επανάσταση στη Μάνη, βλ. Απόστ. Β. Δασκαλάκη, «Η έναρξις της Επαναστάσεως και τα πρώτα επαναστατικά γεγονότα εις την Λακωνίαν», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. Β’ (1975), σ. 5-62 και Έφης Αλλαμανή, «Έναρξη της Επαναστάσεως στην Ελλάδα. Εξάπλωση και τοπική επικράτησή της», Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ’, σ. 87-91, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[4] Γι’ αυτόν, βλ. Δικαίου Β. Βαγιακάκου, «Ηλίας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλης», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. Β’ (1972), σ. 223-243.

[5] Σχετικά βλ. Θάνου Βαγενά και Ευρ. Δημητρακοπούλου, Αμερικανοί φιλέλληνες εθελοντές στο Εικοσιένα, Αθήνα 1949, σ. 8-13.

[6] Για την επανάσταση στην Ανατολική Μάνη, βλ. Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου, Πολιορκία και άλωσις της Μονεμβασίας υπό των Ελλήνων τω 1821, Αθήναι 1874, σ. 56 επ., Δασκαλάκη, ό.π., σ. 41 επ., όπου και αποσπάσματα σύγχρονων με τα γεγονότα πηγών.

[7] Σπυρ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως  (έκδ. Β’, 1978), τ. Α’, σ. 68.       

Πηγή


 

  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « 1821 Η κήρυξη της Επανάστασης», τεύχος 229, 24 Μαρτίου 2004.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Γιατράκος Παναγιώτης (1790 ή 1791 – 1851) 


 

Παναγιώτης Γιατράκος

Γιατράκος, Παναγιώτης (Άρνα Λα­κωνίας, 1790 ή 1791 – Αθήνα, 1851). Γιατρός, φιλικός και αγωνι­στής του 1821. Υπήρξε ηγετική μορφή της Επανάστασης και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα, τόσο κατά τη διάρκεια του Αγώνα, όσο και κατά την πρώτη περίοδο του νέου ελληνι­κού κράτους. Ο χρόνος της γέννη­σής του πρέπει να τοποθετηθεί στο 1790 ή 1791 (και όχι στο 1780, όπως δέχονταν παλαιότερα οι βιογράφοι του), όπως προκύπτει από τον κατά­λογο των Φιλικών του Παναγιώτη Σέκερη, κατά τον οποίο ο Γιατρά­κος, όταν μυήθηκε στη Φιλική Εται­ρεία από το Γρηγόριο Δικαίο – Παπα­φλέσσα τον Αύγουστο του 1818, ήταν 27 χρονών, καθώς και από έγγραφο του Αρχείου Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης (αρ. 21651), σύμφωνα με το οποίο το 1833 ήταν 43 χρονών.

Ο Παναγιώτης Γιατράκος σπού­δασε (δεν είναι γνωστό πότε ακρι­βώς) στην Πάντοβα ιατρική, την οποία ασκούσαν εμπειρικά και άλλα μέλη της οικογένειάς του (στο «αφιερωτικό» της μύησής του στη Φιλική Εταιρεία αναφέρεται ήδη ως «Σπαρτιάτης χειρουργός»). Αργότε­ρα, ίσως το 1817, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και κατατάχτηκε σε αγγλικό στρατιωτικό σώμα. Λίγο πριν από την έναρξη του Αγώνα ίδρυσε στη Σπάρτη «Σχολείον Ιατροχειρουργικής» και εκπαίδευσε στην ιατρική και την επείγουσα χειρουργική όχι μόνο τους αδερφούς του αλλά και πολλούς άλλους που αργότερα πρό­σφεραν πολυτιμότατες υπηρεσίες στην Επανάσταση.

Μαρτυρείται ότι ο Γιατράκος εφάρμοζε αντισηπτική και ασηπτική μέθοδο με αλκοόλ (ρακί) σε μια εποχή κατά την οποία η αντισηψία ήταν άγνωστη και ότι αντι­μετώπιζε με μεγάλη αυτοπεποίθηση και επιτυχία βαρύτατες χειρουργι­κές περιπτώσεις. Αμέσως μετά την έναρξη του Αγώνα ο Γιατράκος πήγε από το Μυστρά, όπου τότε βρισκόταν, με ενόπλους στο πρώτο στρατόπεδο της Πελοποννήσου, που ιδρύθηκε στα Βέρβαινα της Κυνουρίας, και στις 8 Απριλίου 1821 με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Έλους Άνθιμο, Βρεσθένης Θεοδώρητο και άλ­λους, απευθύνθηκε στους Υδραίους ζητώντας από αυτούς ενεργότερη συμμετοχή στην Επανάσταση.

Πήρε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς επικεφαλής στρατιωτικού σώ­ματος Αρκάδων και Μανιατών, κα­θώς και στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την παράδοση της πόλης. Υπήρξε επίσης μεταξύ των πολιορκητών του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου και συνυπέγραψε με άλλους οπλαρχηγούς τη συμφω­νία παράδοσης από τον Κιαμίλ μπέη του σημαντικού αυτού κάστρου. Την άνοιξη του 1822 ο Γιατράκος διακρίθηκε στις επιχειρήσεις της Ηπείρου, όπου εκστράτευσε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, καθώς και στην αντιμετώπιση της εκστρα­τείας του Δράμαλη στην Πελοπόν­νησο το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου.

Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο έσπευσε στο Νεόκαστρο, όπου πολέμησε επικε­φαλής 700 ανδρών, και κατά την παράδοση του φρουρίου στον Αιγύ­πτιο στρατάρχη (11 Μαΐου 1825) κρατήθηκε με το Γεώργιο Μαυρομι­χάλη ως όμηρος, για να εκβιαστούν οι  Έλληνες να απελευθερώσουν δυο Τούρκους πασάδες που είχαν συλληφθεί κατά την κατάληψη του Ναυπλίου (30 Νοεμβ. 1822). Απε­λευθερώθηκε τέσσερις μήνες αρ­γότερα, συνέχισε τον αγώνα ενα­ντίον του Ιμπραήμ και δεν έπαψε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως το τέλος του Αγώνα.

Η ανάμιξη του Γιατράκου στα πολιτικά πράγματα υπήρξε επίσης αξιόλογη. Το Δεκέμβριο του 1821 ήταν μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας που προήλθε από τη συνέλευση του Άργους (1-27 Δεκ. 1821 ), και στη διάρκεια της Β’ Εθνι­κής Συνέλευσης στο Άστρος (29 Μαρτ. – 18 Απρ. 1823) ορίστηκε φρούραρχός της. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου (1823 – 25) ο Γιατράκος, όπως εξάλλου ολό­κληρη η οικογένειά του, τάχθηκε με το μέρος της κυβέρνησης του Γεωργίου Κουντουριώτη, ο οποίος τη χρησιμοποίησε για να επιβληθεί στη μερίδα των στρατιωτικών.

Η δράση του κατά την καποδιστριακή περίοδο υπήρξε περιορι­σμένη και είναι γνωστό ότι αργό­τερα υπήρξε αφοσιωμένος στο βα­σιλιά Όθωνα (που όπως αναφέρε­ται κατά την κηδεία του Γιατράκου ακολούθησε πεζός τη σορό του).

Το 1834 συντέλεσε στην καταστολή της εξέγερσης που εκδηλώθηκε στη Μεσσηνία εναντίον της βαυαρι­κής αντιβασιλείας με πρωταγωνιστή το Γιαννάκη Γκρίτζαλη, και ορίστη­κε αντιπρόεδρος του Στρατοδικείου που δίκασε τους επαναστάτες το Σεπτέμβριο του 1834. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 διορίστηκε γερουσιαστής. Ο Παναγιώτης Γιατράκος, νηφά­λιος κατά την άσκηση των πολιτικών και στρατιωτικών του δραστηριοτή­των, θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Παναγιώτη Κρεββατά* το Νοέμβριο του 1822, η ενοχή του όμως δεν αποδείχτηκε. Εξακολούθησε μετά τη δοκιμασία αυτή να προσφέρει στην πατρίδα τις υπηρεσίες του ως το θάνατό του.

  

Βασίλης Σφυρόερας

Ιστορικός – Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών  

 

Υποσημείωση 


 

* Κρεββατάς Παναγιώτης (Μυστράς 1785 -­ Σκάλα Λακωνίας 1822). Πρόκριτος του Μυστρά, φιλικός και αγωνιστής του 1821, με σημαντική συμμετοχή στα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα κατά τα δύο πρώτα χρόνια του Αγώνα. Μυήθηκε το 1819 στη Φιλική Εταιρεία, πήρε ενεργό μέρος στο ξεσηκωμό της Πελοποννήσου, συμμετείχε στη Συνέλευση των Καλτετζών και ήταν μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Μετά την εισβολή του Δράμαλη στην Κορινθία τάχτηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη. Πέθανε σε ενέδρα. Λέγεται  ότι δολοφονήθηκε από τους αδελφούς Γιατράκους για να πάρουν αυτοί την αποκλειστική δύναμη της επαρχίας.

  

Πηγή


 

 

  •  Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό», τόμος 3ος,    Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1985.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »