Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Λουκάς’

Οι Διηγήσεις για την γέννηση Του Ιησού Χριστού στα Ευαγγέλια και η αποτύπωσή τους σε σύγχρονα ομιλητικά κείμενα – Κωνσταντίνος Π. Ζαγγανάς.  Διπλωματική Εργασία – Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. –  Θεσσαλονίκη 2016


 

Κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, η γέννηση του Ιησού Χριστού και άλλα σχετικά, όπως η γενεαλογία του Ιησού και η παιδική ηλικία του Ιησού δεν αποτελούσαν θέματα θεολογικού ενδιαφέροντος. Αυτά που κυριαρχούσαν ήταν, ο θάνατος και η Ανάστασή του, και δευτερευόντως τα λόγια και τα έργα του. Παρ’ όλ’ αυτά, η ανάγκη να υπάρξει επιπλέον πληροφόρηση σχετικά με τη γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού, εκδηλώνεται νωρίς και εκφράζεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης μέσα από τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά.

Tα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αφήνουν ένα κενό μεταξύ της γέννησης του Ιησού και της βάπτισής του, εκτός από την παρουσία του στο ναό, στην ηλικία των 12 ετών, που αναφέρεται στο Λκ. 2,41-50. Έτσι, με έναυσμα την ιστορία αυτή, γράφτηκε μία σειρά από διηγήσεις, με σκοπό να καταδείξουν την πρόωρη συνειδητοποίηση από τον Ιησού της θεϊκής του καταγωγής και την εξουσία που είχε πάνω στη ζωή, το θάνατο και τη φύση.

Τα κενά εκείνα συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα από διηγήσεις που απαντούν στην Απόκρυφη χριστιανική γραμματεία. Συγκεκριμένα, το Απόκρυφο Ευαγγέλιο που αποδίδεται στον Ματθαίο (Ευαγγέλιο του ψευδο-Ματθαίου), και τα αποκαλούμενα Αρμένικο και Αραβικό Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας διηγούνται ιστορίες από την παιδική ηλικία του Ιησού, στις οποίες ο μικρός Ιησούς παρουσιάζεται να εκτελεί θαύματα κ.ά.

 

Διαβάζοντας τη Βίβλο. Εικόνα: Sias van Schalkwyk.

 

[…] Η παρούσα εργασία αποσκοπεί: πρώτον να εξετάσει τις διηγήσεις των κανονικών Ευαγγελίων και των απόκρυφων Ευαγγελίων που αναφέρονται στα πρώτα χρόνια του Ιησού, δηλαδή την γέννηση, την γενεαλογία και την παιδική ηλικία του Ιησού. Οι ευαγγελικές περικοπές του Ευαγγελιστή Ματθαίου και Λουκά αποτελούν τις πλέον ιστορικές μαρτυρίες για την ζωή του Ιησού πριν την δημόσια δράση του. Η παρουσία των μάγων, η απογραφή, η στάση του Ηρώδη, η περιτομή του Ιησού, η αντίδραση της Μαρίας, των διδασκάλων αλλά και των βοσκών είναι μικρές αφηγήσεις που θέλουν να δείξουν την ιστορικότητα του Ιησού αλλά και να εκθέσουν την αντίληψη των Ευαγγελιστών. Παρουσιάζουν ο κάθε συγγραφέας διαφορετικά την δική του προσωπική εμπειρία και μαρτυρία στους αποδέκτες των Ευαγγελίων τους.

Δεύτερον, η εργασία, αποσκοπεί να εξετάσει πώς οι διηγήσεις αυτές αποτυπώνονται σε διάφορα σύγχρονα ομιλητικά κείμενα Ιεραρχών της Εκκλησίας μας. Ολόκληρο το Ευαγγέλιο και τα καινοδιαθηκικά γεγονότα της ιστορίας της σωτηρίας, συνοψίζονται στο Ευαγγέλιο, δηλαδή στη χαρμόσυνη αγγελία της ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού. Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό η σπουδαιότητα της εορτής των Χριστουγέννων που αποτελεί μία από τις κορωνίδες έκφρασης της χριστιανικής πίστης. Αιώνες τώρα η Εκκλησία έχει συμπεριλάβει στη λατρεία της και σ’ ότι επιτελείται μέσα στην λατρευτική ζωή, κάθε πρόσφορο μέσο που συντελεί στην πρόσληψη του μηνύματός της από τους πιστούς ή της μετάδοσης μηνυμάτων προς αυτούς.

Πολλές αναφορές για την γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού αντλούμε στα Συνοπτικά Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά και σε απόκρυφα χριστιανικά κείμενα. Τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης μαρτυρούν τα γεγονότα της ζωής και της δράσης του Ιησού και σηματοδοτούν μία νέα σελίδα στην ροή της ανθρώπινης ιστορίας. Οι Ευαγγελιστές δεν είναι απλοί βιογράφοι και δεν αποσκοπούν μόνο στην παράθεση της ζωής του Ιησού Χριστού και ούτε επιμένουν σ’ ένα αυστηρό ιστορικό πλαίσιο, αντιθέτως γίνονται μάρτυρες και εγγυητές της σωτηριώδους εμφάνισης και παρουσίας του.

 

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος.

 

Ο χαρακτήρας των Ευαγγελίων δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορική τους αλήθεια αλλά διευρύνεται διαχρονικά σε όλο το θεολογικό, ηθικό και κοινωνικό πλαίσιο όλων των εποχών. Πρωτίστως οι θεόπνευστοι συγγραφείς τους δεν αποβλέπουν απλώς να διηγηθούν την ιστορία του Ιησού Χριστού ούτε να εκθέσουν τη διδασκαλία και τα έργα του, αλλά έχουν ως βασικό σκοπό να εκφράσουν την πίστη της πρώτης εκκλησίας για το έργο του Ιησού, να ερμηνεύσουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Οι Τελώνες των Ευαγγελίων – Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης


 

Στην εποχή του Ιησού, τον 1ο αι. μ.Χ., έργο των Τελωνών ήταν κυρίως η είσπραξη των τελών, δηλ. των έμμεσων φόρων. Όπως είναι γνωστό πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν άδικοι και άπληστοι, ενώ αυτά που συνέλεγαν έπρεπε να ικανοποιούν την κρατική εξουσία που τους είχε παραχωρήσει αυτό το έργο, αλλά και τους ίδιους. Εξ αιτίας αυτών, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, [1] θεωρούνταν από την κοινωνία της Παλαιστίνης μισητοί και ξένα σώματα, που δεν ανήκαν στους «υιούς του Αβραάμ» κάτι που κυρίως ισχυρίζονταν οι ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις, [2] ενώ εξισώνονταν με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες.

Πιο αναλυτικά, ο Π. Ν. Τρεμπέλας, [3] συνδέει την δυσμενή αντιμετώπιση των τελωνών από τους ευσεβείς Ιουδαίους, με την αργία του Σαββάτου και την επαφή τους με Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες) εμπόρους την ιερή ημέρα. Όπως γράφει «αι απαιτήσεις του επαγγέλματος των (των τελωνών) καθίστων πρακτικός αδύνατον την τήρησιν του Σαββάτου (Έλληνες έμποροι διέσχιζον τα σύνορα κατά το Σάββατον και συνεπώς οι τελώναι ώφειλον να ευρίσκονται εκεί κατά την ημέραν ταύτην). Ούτω δε ήσαν εν διαρκεί επαφή μετά του εθνικού κόσμου. Ουδείς ευσεβής Ιουδαίος θα εξέλεγε τοιούτον επάγγελμα».

Παραπλήσια, χωρίς να είναι ακριβώς ίδια, φαίνεται να είναι η θέση του G. B. Caird, ο οποίος συναρτά το κοινωνικό στίγμα των τελωνών με την συνεργασία που είχαν – εξ αιτίας του επαγγέλματός τους – με εθνικούς ανώτερους υπάλληλους και εμπόρους. Παράλληλα και αυτός υπογραμμίζει πως οι άδικοι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εξασκώντας το επάγγελμά τους (εκβιασμοί) τους οδηγούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση.[4]

 

Συλλογή φόρων από τελώνες. (Ανάγλυφο του 2ου αι. μ. Χ.)

 

Πράγματι το επάγγελμα – και πιθανόν η καταγωγή τους, όπως θα φανεί παρακάτω – τοποθετούσε τους τελώνες πολύ χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως ο λαός παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια δεν τους εκτιμούσε, ενώ οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή. Θεωρούνταν αδιανόητο, όπως συμπεραίνεται από αρκετά χωρία της Καινής Διαθήκης, να τρώει κάποιος μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ή να πηγαίνει σπίτι τους, ενώ σε καμία περίπτωση οι ραβίνοι δεν θα δέχονταν έναν τελώνη για μαθητή τους, [5] γιατί τότε, εφόσον είχαν τέτοιες συναναστροφές, θα γίνονταν υπαινιγμοί σε βάρος τους, κάτι που συνέβη στον Ιησού, και θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν και αυτοί αμαρτωλοί που δεν τηρούσαν τα καθιερωμένα.

Αυτές οι ενδεικτικές ακραίες εκδηλώσεις σε βάρος των τελωνών είναι δύσκολο να ερμηνευτούν μόνο ως αποτέλεσμα της απληστίας τους και του σκληρού τρόπου με τον οποίο συγκέντρωναν τα οφειλόμενα στην εξουσία. Άραγε στην ιουδαϊκή κοινωνία των χρόνων του Ιησού δεν θα υπήρχαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες εξαιτίας της εργασίας τους, θα φέρονταν με σκληρότητα προκαλώντας το μίσος των πολιτών;

Για παράδειγμα οι στρατιώτες της φρουράς των Ηρωδών, (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άτομα ιουδαϊκής καταγωγής) που συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους και έπαιρναν μέρος σε αντιδημοφιλείς ενέργειες, σαν τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή, γιατί να ήταν περισσότερο αποδεκτοί, κοινωνικά και θρησκευτικά απ’ ότι οι τελώνες. Ή γιατί να μην εξισώνονται με τους εθνικούς και τις πόρνες αυτοί που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα στην Παλαιστίνη,[6] όπως π. χ. οι κάπηλοι και οι έμποροι των καρπών του Σαββατικού έτους. Και τέλος, γιατί να μην θεωρούνται άνθρωποι του Θεού, άτομα όπως ο αρχιτελώνης Ζακχαίος, που η συμπεριφορά του φανέρωνε και τις θρησκευτικές του ανησυχίες και την συμπάθειά του, σε λανθάνουσα ίσως μορφή, για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του.

 

Ιωάννης ο Βαπτιστής. Αρχείο: Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου Τμήμα εκτυπώσεων και φωτογραφιών Washington, 1872.

 

Βεβαίως είναι σοβαροί λόγοι, εφόσον ισχύουν, η μη τήρηση της αργίας του Σαββάτου και η συναναστροφή με ειδωλολάτρες υπαλλήλους και εμπόρους ώστε να θεωρηθούν οι τελώνες θρησκευτικά και κοινωνικά απόβλητοι. Τίθεται όμως το ερώτημα, εφόσον οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι των τελωνείων, δεν θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να σταματούν την εργασία τους αυτή την ημέρα και να ζητούν από τους εμπόρους να περιμένουν την επόμενη για να πληρώσουν τους δασμούς και να περάσουν; Άλλωστε κανένας δεν θα τους ανάγκαζε να εργαστούν το Σάββατο, αφού οι ίδιοι ως επιχειρηματίες είχαν ενοικιάσει τους φόρους και τους εισέπρατταν πλέον για δικό τους όφελος. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η γέννηση του Ιησού – «Βρέφος Κείμενον εν Φάτνη»


 

Οι αρχαιότερες και πλέον αξιόπιστες πηγές που έχει στη διάθεσή της η έρευνα του βίου του Ιησού είναι αναμφισβήτητα τα Ευαγγέλια. Τα σχετικά με τη σύλληψη και γέννηση του θείου βρέφους διασώζονται σε δύο διηγήσεις, που περιέχονται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου (1:18-2:23) και του Λου­κά (1:26-56 και 2:1-40). Οι δυο εκδοχές συμφωνούν σε πολλά σημεία, ωστόσο δεν λείπουν και οι διαφορές, οι οποίες δεν περιορίζονται στην παρουσίαση των γεγονότων, αλλά επεκτείνονται και στον τρόπο με τον οποίο ο Ματθαίος και ο Λουκάς συσχετίζουν τη γέννηση του Ιησού με την ευρύτερη ιουδαϊκή παράδοση. Οι διαφοροποιήσεις αυτές μπορούν να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα της εκά­στοτε ιστορικής συγκυρίας και των διαφορετικών ποιμαντικών προτεραιοτήτων που καλούνταν να εξυπηρετήσει καθένα από τα ευαγγελικά κείμενα.

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος.

Από μια πληθώρα προφορικών και γραπτών παραδόσεων περί του Ιησού που είχε στη διάθεσή του, ο κάθε συγγραφέας αξιοποίησε τα σημεία εκείνα που ανταποκρίνονταν στους σκοπούς της συγγραφής και στις εθνικές ή πνευματικές ιδιαιτερότητες των παραληπτών του κειμένου.[1] Παρά τις διαφορές, όμως, είναι προφανές πως οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τις διηγήσεις της γεννήσεως προκειμένου να εντάξουν τον Ιησού στην ιστορία της σωτηρίας.

Ένα σημαντικό ζήτημα που απασχόλησε για αιώνες την έρευνα είναι αυτό της χρονολόγησης της γεννήσεως. Παρ’ όλο που σήμερα θεωρείται γενικώς λυμένο, το ακριβές έτος γέννησης παραμένει άγνωστο (όπως, άλλωστε, ο μήνας και η ημέρα). Οι ευαγγελιστές τοποθετούν τα γεγονότα «εν ημέραις Ηρώδου, του βασιλέως» (Μτ. 2:1, Λκ. 1:5)· αυτή φαίνεται να είναι η πιο ασφαλής ένδειξη που έχουμε στη διάθεσή μας από χρονολογικής απόψεως.

Ο Ηρώδης ο Μέγας βασίλευσε από το 37 π.Χ. έως το 4 π.Χ., οπότε και πέθανε από υδρωπικία στο ανάκτορό του στην Ιεριχώ. Ο Χριστός γεννήθηκε σίγουρα λίγο πριν από το θάνατο του Ηρώδη, αφού οι Μάγοι επισκέφθηκαν τον τελευταίο στα Ιεροσόλυμα, προτού, δηλαδή, αναχωρήσει βαριά άρρωστος για την Ιεριχώ. Έτσι, η πλειονότητα των σύγχρονων ερευνητών έχει καταλήξει ότι η γέννηση του Ιησού πρέπει να τοποθετηθεί στο διάστημα ανάμεσα στο 6 και το 4 «προ Χρι­στού».

Το παράδοξο που εμφανίζεται σ’ αυτή τη χρονολόγηση οφείλεται στο σφάλμα ενός Σκύθη μοναχού, του Διονυσίου του Μικρού, ο οποίος έζησε στη Ρώμη τον 4ο αιώνα μ.Χ. και επεξεργάστηκε ένα ημερολόγιο που είχε αφετηρία το έτος γέννησης του Χριστού. Λόγω των περιορισμένων πηγών του, ο Διονύσιος δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια ούτε το θάνατο του Ηρώδη ούτε την απογραφή του Κυρηνίου, με αποτέλεσμα να τοποθετήσει τη γέννηση μερικά χρόνια αργότερα, δηλαδή το 754 από κτίσεως Ρώμης, αντί του ορθού 747. Όταν, από τον 6ο αιώνα και εξής, το ημερολόγιο του Διονυσίου έγινε γενικά αποδεκτό, το λάθος διαιωνίστηκε, ενώ οποιαδήποτε απόπειρα διόρθωσής του στις μέρες μας θα προκαλούσε χάος.

 

Η Παναγία και το Θείο Βρέφος με την Αγία Μαρτίνα και την Αγία Αγνή (1-597-99). Ελ Γκρέκο, Λάδι σε μουσαμά, Ουάσινγκτον, Εθνική Πινακοθήκη.

 

Σχετικά με το έτερο χρονολογικό στοιχείο που παρέχει το Ευαγγέλιο του Λουκά, τη ρωμαϊκή απογραφή, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ασαφή. Ο ιερός συγγραφέας την αποδίδει σε απόφαση του Καίσαρα Αυγούστου (27 π.Χ,- 14 μ.Χ.)· επίσης, συνδέει τη διενέργειά της με τον έξαρχο της Συ­ρίας Κυρήνιο. Ωστόσο, η σύγχρονη έρευνα είναι σε θέση να γνωρίζει ότι στο διάστημα εντός του οποίου υπολογίζεται η γέννηση (6 – 4 π.Χ.) έξαρχοι στη Συρία ήταν αρχικά ο Σέντιος Σατουρνίνος και κατόπιν ο Κουιντίλιος Βάρος, ο οποίος βρισκόταν εν ενεργεία όταν πέθανε ο Ηρώδης ο Μέγας. Ο Κυρήνιος, που αναφέρει ο Λουκάς, ηγεμόνευε στη Συρία κατά την εποχή του θανάτου του Αρχέλαου, γιου και διαδόχου του Ηρώδη, το 6 μ.Χ., και ήταν πράγματι υπεύθυνος για τη διεξαγωγή απογραφής, προκειμένου να επανακαθοριστούν τα ποσά των φόρων.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Μικρογραφία βυζαντινού χειρογράφου.

Επομένως, η απογραφή που υποτίθεται πως ανάγκασε τον Ιωσήφ να μεταβεί με την έγκυο Μαρία στη Βηθλεέμ έγινε, στην πραγματικότητα, περίπου μια δεκαετία αργότερα.[2] Πρόκειται, άραγε, για σύγχυση του έτους της απογραφής με το έτος θανάτου του Ηρώδη, στην οποία περιπίπτει ο Λουκάς παρασυρόμενος από τις πηγές του; Ή μήπως το όλο σκηνικό της απογραφής είναι ένα συνειδητό τέχνασμα του συγγραφέα, στην προ­σπάθειά του να διασυνδεθεί τον γνωστό σε όλους ως «Ναζωραίο», Ιησού, με την πόλη του Δαβίδ, προσδίδοντάς του μεσσιανικό κύρος; Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς.

Όμως, η χρονολογική τοποθέτηση δεν είναι το μοναδικό ανακριβές στοιχείο σχετικά με την απογραφή του Κυρηνίου. Η τελευταία αφορούσε τους κατοίκους της Ιουδαίας, της Σαμάρειας και της Ιδουμαίας και όχι της Γαλιλαίας, επομένως δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί σ’ αυτήν ο Ιωσήφ, που κατοικούσε στη Ναζαρέτ. Ακόμη περισσότερο, η απογραφή αυτή (όπως, άλλωστε, οι περισσότερες απογραφές της αρχαιότητας) είχε σκοπό να συνδέσει τους υπηκόους της αυτοκρατορίας με τη γη τους, ώστε να καταγραφούν επακριβώς οι γαιοκτησίες και να υπολογιστούν οι φόροι. Το σύνηθες, επομένως, ήταν να μετακινούνται οι απογραφείς και όχι οι φορολογούμενοι.[3]

Όλα αυτά εισάγουν στο γενικότερο προβληματισμό αναφορικά με την ιστορική ακρίβεια των συνδεόμενων με τη γέννηση περιστατικών. Ο Λουκάς την τοποθετεί σ’ ένα ποιμενικό σκηνικό, περιγράφοντάς την ουράνια όραση των βοσκών της περιοχής, που τους μετέτρεψε σε πρώτους κήρυκες της ενανθρώπισης (Λκ. 2:13-20). Το σκηνικό του Κα­τά Ματθαίον είναι συνθετότερο. Αναφέρει ότι αμέσως μετά τη γέννηση, «μάγοι από ανατολών» επισκέφθηκαν την Ιερουσαλήμ, εκφράζοντας την επιθυμία να προσκυνήσουν τον αρτιγέννητο βασιλιά (Μτ. 2:1-2). Το γεγονός ότι σοφοί άνδρες από την Ανατολή (πιθανότατα Πέρσες ιερείς του ζωροαστρισμού) υπεβλήθησαν στον κόπο ενός μακρινού ταξιδιού προκειμένου να προσκυνήσουν ένα ταπεινό «παιδίον» (Μτ. 2:11), χαρίζοντάς του, μάλιστα, πολύτιμα δώρα, είναι από μόνο του εντυπωσιακό και αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της γέννησης.

 

«Η γέννηση». Έργο του Costa Lorenzo (Μουσείο Καλών Τεχνών της Λυών).

 

Ο Ιησούς παρουσιάζεται ήδη από την παιδική του ηλικία ως βασιλιάς, ιερέας και προφήτης (τριπλός συμβολισμός των δώρων των Μάγων)· αυτό έρχεται σε ευθεία αντίφαση με τη γενική εικόνα που είχαν για τον Ιησού, ως υιό του ξυλουργού Ιωσήφ, οι σύγχρονοί του. Ισχύει κι εδώ ό,τι και στην περίπτωση της υποδοχής του Ιησού στο Ναό από τον Συμεών, την ημέρα της περιτομής· ο δίκαιος και ευλαβής γέροντας «βλέπει» στο πρόσωπο του βρέφους εκείνο που δεν είναι σε θέση να δει ο πολύς κόσμος: τη θεία αποστολή του (Λκ. 2:25-35).

Η φύση του αστέρα που οδήγησε τους Μάγους απασχόλησε όχι μονάχα τη θεολογία, αλλά και την αστρονομία. Κατά καιρούς οι επιστήμονες έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες: ότι επρόκειτο για σύνοδο πλανητών, για υπερκαινοφανή αστέρα, για κομήτη, ακόμη και για μετεωρίτη. Η σύγχρονη αστρονομία, ωστόσο, δεν θεωρεί πειστικές τις ερμηνείες αυτές. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι τόσο η φύση του φαινομένου όσο η αξία του ως «σημείου» της έλευσης του Μεσ­σία, της γέννησης ενός βασιλιά.

Στη συνέχεια ο Ματθαίος καταγράφει την αντίδραση του Ηρώδη: διέταξε τη σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ και των περιχώρων «από διετούς και κατωτέρω» (Μτ. 2:16). Η απόφαση αυτή δεν ξενίζει, καθώς γνωρίζουμε ότι ο Ηρώδης ο Μέγας υπήρξε μέγας παράφρων. Διακατεχόμενος από παθολογική φοβία μήπως συνωμοτούν εναντίον του, είχε δολοφονήσει κατά καιρούς πολλούς συγγενείς του, τις συζύγους του, ακόμη και ορισμένους γιους του, αλλά και αξιωματούχους και αρχιερείς που δεν κατόρθωναν να αποκτήσουν την εύνοιά του.

 

«Η Χριστού Γέννησις», Βασίλης Δήμας, Τοιχογραφία – Ανατολική καμάρα Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέα (Λαύριο).

 

Ενδεικτική του ήθους του ανδρός είναι η διαταγή που έδωσε λίγες ώρες πριν πεθάνει μέσα σε φρικτούς πόνους «σκωληκόβρωτος», να συγκεντρώσουν τους άρχοντες του ιουδαϊκού λαού στον Ιππόδρομο και να τους εκτελέσουν μόλις ξεψυχήσει, ώστε η μέρα αυτή να είναι αναγκαστικά ημέρα γενικού πένθους – αφού γνώριζε όχι κανείς δεν επρόκειτο να θρηνήσει για το δικό του θάνατο. Δεν είναι, επομένως, διόλου απίθανο ένας τέτοιος κακούργος να διέταξε τη σφαγή. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε ότι η εν λόγω περιοχή δεν είχε περισσότερα από χίλια άτομα πληθυσμό, αλλά και ότι μια εκτεταμένη σφαγή θα προκαλούσε την εξέγερση του λαού, πρέπει να δε­χθούμε ότι ο αριθμός των σφαγιασθέντων νηπίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 30 – 40.[4]  Σε ποιο συμπέρασμα οδηγούν τα παραπάνω; Είναι, άραγε, το όλο σκηνικό της γέννησης δημιούργημα της φαντασίας των ευαγγελιστών; Μια τέτοια ακραία άποψη αδικεί, νομίζουμε, τους συγγραφείς των ιερών κειμένων.

Οι τελευταίοι αφ’ ενός δεν φιλοδοξούν να παρουσιάσουν μια λεπτομερειακή βιογραφία του Ιησού και αφ’ ετέρου διαθέτουν μια αίσθηση περί ιστορικότητας πολύ διαφορετική από τη δική μας. Η αξίωση για ορθολογική, αντικειμενική και χωρίς προϋποθέσεις καταγραφή των γεγονότων αποτελεί, ως γνωστόν, νεοτερικό ιστοριογραφικό εφεύρημα και ως εκ τούτου είναι άγνωστη στους αρχαίους συγγραφείς. Τα περιστατικά, συνεπώς, που περιγράφονται στα Ευαγγέλια δεν είναι αυθαίρετες κατασκευές, αλλά διαφορετικές αναγνώσεις της πραγματικότητας, που συντελούν στην ανάδειξη του βαθύτερου νοήματος των ιστορικών γεγονότων.

Τελικά, το ζητούμενο για τους ευαγγελιστές είναι να παρουσιαστεί μια αναντίρρητη, κατ’ αυτούς, ιστορική αλήθεια: ότι ο Ιησούς είναι Υιός θεού, συνελήφθη υπερφυώς και θαυματουργικά (ευαγγελισμός, εκ παρθένου γέννηση), είδε το φως σε έναν κόσμο ταραχών και ταλαιπωρίας, όπου πολύ νωρίς έγινε στόχος διεφθαρμένων και αντίθεων εξουσιών (απειλή Ηρώ­δη, δραπέτευση στην Αίγυπτο), αλλά και όπου αναγνωρίστηκε και υμνήθηκε ως θεϊκός σωτήρας – όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά της οικουμένης ολόκληρης (προφητεία Συμεών, προσκύνηση Μάγων, αγγελικός ύμνος). Αποκαλύπτουν, επομένως, οι διηγήσεις αυτές το μέγα μυστήριο της θείας οικονομίας· διαβεβαιώνουν τους παραλήπτες των κειμένων ότι το βρέφος – Ιησούς ήταν εξαρχής ενταγμένο στο σχέδιο του θεού Πατρός για τη σωτηρία του κόσμου.

 

Η Προσκύνηση των Ποιμένων (περ. 1610). Ελ Γκρέκο, Λάδι σε μουσαμά, Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο.

 

Θα κλείσουμε με μια θρησκειολογική παρατήρηση, που φωτίζει, πιστεύουμε, μια άλλη όψη της ενσάρκωσης. Η διαφορά του θείου βρέφους – Χριστού από κάθε άλλο θείο βρέφος μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: για πρώτη φορά ο θεός δεν εμφανίζεται απλώς με τη μορφή ανθρώπου, αλλά γίνεται άνθρωπος πραγματικός. Αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι κατέρχεται στον κόσμο, αλλά ότι εισέρχεται στο χρόνο, πράγμα πολύ διαφορετικό, καθώς υπογραμμίζει την ιστορικότητα, μοναδικότητα και αποφασιστική σημασία του γεγονότος. Οι άλλες εμφανίσεις είναι είτε εκδηλώσεις – ανθρωπόμορφες εκβλαστήσεις (αβατάρες) του απρόσωπου Απολύτου, όπως στην περίπτωση της Άπω Ανατολής, είτε προσωποποιημένες αναπαραστάσεις του φυσικού δράματος (θάνατος – επαναγέννηση), όπως στην περίπτωση των αρχαίων μυστηριακών λατρειών. Έχουν, δηλαδή, μυθικό και αρχετυπικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τις χαρακτηρίζει η περιοδικότητα, η επαναληπτικότητα και η ομοιομορφία. Τυπολογικά ανήκουν στο κυκλικό κοσμοείδωλο της αρχαϊκής θρησκευτικότητας ως ιεροφάνειες ενταγμένες στον αέναο φυσικό κύκλο.[5]

Αντίθετα, η γέννηση του Χριστού συνδέεται με το ιουδαιοχριστιανικό κοσμοείδωλο, όπου προκρίνεται η ευθύγραμμη κατανόηση του χρόνου και συλλαμβάνεται για πρώτη φορά η έννοια της ιστορικότητας (της μοναδικότητας των γεγονότων ως αυτοτελών συμβάντων). Από την άποψη αυτή, απ’ όλες τις γεννήσεις θεών, μονάχα η γέννηση του Ιησού είναι ιστορικό γεγονός – όχι επειδή οι άλλοι είναι ανύπαρκτοι ή ψευδείς θεοί, αλλά επειδή είναι υπάρξεις εξ ορισμού μυθικές, ανιστορικές. Δικαίως, επομένως, στέκει ως αφετηριακό σημείο μέτρησης του χρόνου, ως γεγονός που διχοτομεί και συνάμα ενοποιεί την ιστορία, παρέχοντάς της νόημα και λυτρωτική δυναμική.

 

Δημήτρης Μπεκριδάκης

θεολόγος – Θρησκειολόγος

 

 Υποσημειώσεις


[1] Εισαγωγικά βλ. Σ. Αγουρίδης, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Αθήνα 1971, σελ. 121-126, Ε. Π. Σάντερς, Το Ιστορικό Πρόσωπο του Ιησού, μτφρ. Γ. Βλάχος, Αθήνα 1998, σελ. 111-141.

[2] Βλ. Γ. Πατρώνος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Αθήνα, 1991, σελ. 120-123 και Σ. Αγουρίδης, Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη, 19854, σελ. 276-277.

[3] Βλ. Ε. Π. Σάντερς, ό.π., σελ. 156-157.

[4] Ο υπερβολικός αριθμός των 14.000 που αναφέρει το Συναξάρι δεν έχει ιστορική, αλλά αποκαλυπτική σημασία. Βλ. Γ. Πατρώνος, ό.π., σελ. 162-163.

[5] Για το αρχαϊκό και ιουδαιοχριστιανικό κοσμοείδωλο βλ. Μ. Eliade, Κόσμος και Ιστορία, μτφρ. Σ. Ψάλτου, Αθήνα 1999.

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η γέννηση των Θεών», τεύχος 165, 27 Δεκεμβρίου 2002.

 

Read Full Post »