Η κατάληψη του Παλαμηδίου και του Ναυπλίου από τους τούρκους το 1715, όπως περιγράφεται από τον Μάνθο Ιωάννου
Οι αρχές του 18ου αιώνα βρήκαν την Βενετία σε μία προχωρημένη κατάρρευση, σε μια τελευταία προσπάθειά της, επιτυγχάνει το 1686 να αποσπάσει από τους Τούρκους τον Μοριά. Η Τουρκία εξαπέλυσε στις 9.12.1714 εναντίον της μια στρατιά από 70.000 (κατ’ άλλους 100.000 και κατ’ άλλους 200.000) άνδρες, με ρητή εντολή να ανακαταληφθεί ο Μοριάς οπωσδήποτε.
Η στρατιά, που προοριζόταν για την Πελοπόννησο, με επικεφαλής τον Αλή Νταμάτ Πασά, εμφανίστηκε στις αρχές Μαΐου του 1715 προ της Κορίνθου και σε χρονικό διάστημα 70 ημερών κατέλαβε όλο το Μοριά. Ανάμεσα στα καταληφθέντα τότε οχυρά είναι και το Παλαμήδι του Ναυπλίου.
Ο Μάνθος Ιωάννου ο εξ Ιωαννίνων, άγνωστο πως, βρέθηκε στη πολιορκία του Ναυπλίου από τους Τούρκους (1715). Είχε την ατυχία να ιδεί να σκλαβώνονται τα τέσσερα παιδιά του και ο ίδιος να συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Σε αφελείς δεκαπεντασύλλαβους διηγείται τις περιπέτειές του στο στιχούργημα «Συμφορά και αιχμαλωσία του Μωρέως, Βενετία 1876». Από το κείμενο αυτό αποσπάστηκαν οι στίχοι εκείνοι που ενδιαφέρουν το θέμα μας.
Τρίτη 28/6 Απόγευμα. (Ο Τούρκος Αλή Νταμάτ Πασάς)
«Την Τρίτην το απόγευμα στον Αρμυρό[1] κονέβει»
Τετάρτη 29/6. Αυγή.
«Και την Τετάρτην την αυγήν , για ως το μεσημέρι
Ογλίγωρα κοβαλίστηκε[2] όλο του το ασκαίρι
Την ίδια ώραν έβαλε βουλήν στ’ Ανάπλι να ζυγώση
Και εις το Παλαιόκαστρο[3] άρχισε να τεντώσει.
Όλος ο κάμπος γέμωσε οκτά πολλά παβιόνια[4]».
Προτάσεις του Βεζύρη για συνθηκολόγηση και παράδοση του Ναυπλίου απορρίπτονται από τον διοικητή του Ναυπλίου Γενεράλην (Bon).
Πέμπτη 30/6. Απόγευμα.
Μερικοί νεαροί Ναυπλιώτες επιχειρούν μία κίνηση αντιπερισπασμού.
«Ρωμιόπουλα ευγήκασιν εκείνην την ημέραν
εξήντα ήταν όλα τους και είχανε παντιέραν»
Επιστρέφουν προστατευόμενοι από το πυροβολικό του προμαχώνα Dolfin.

Ο προμαχώνας του Dolfin. Ήταν στο τρίγωνο μεταξύ του αγάλματος του Καποδίστρια, του προαυλίου του Νέου Γυμνασίου και της Πλατείας των Τριών Ναυάρχων. Κατεδαφίστηκε μεταξύ των ετών 1920-30, για να «πάρει αέρα η πολιτεία». (Από το λεύκωμα της κ. Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο).
Σάββατο 2/7. Ανταλλάσσονται πυρά πυροβολικού.
Κυριακή 3/7. Οι Τούρκοι επιτίθενται στο Παλαμήδι και φτάνουν μέχρι και μέσα στην τάφρο, όπου και οχυρώνονται.
«Οι Τούρκοι έβαλαν απάνω μετερίζι.[5]
Μέρα και νύχτα πολεμούν δίχως να κλείσουν μάτι
και πάσα βραδύ έφευγαν, του Σάλα οι σολδάτοι»
Δευτέρα 4/7.
«Και την Δευτέραν την αυγήν με φούρια του Βεζίρη
οι σκοτωμένοι έπεφταν σταις πέτραις σαν οι χοίροι».
Τρίτη 5/7.
«Την Τρίτην εριβάρησε των Τούρκων η Αρμάτα
…
Ρωμιόπουλα έβαλαν βουλήν εκείνην την ημέρα,
Στο μετερίζι των Τούρκων να πάρουν την παντιέρα[6]».
Από παρεξήγηση:
«Και ο Σάλας έρριξε κοντά κανόνι με σακέτα[7]»
με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και να τραυματισθούν αρκετά από τα «Ρωμιόπουλα».

Σχεδιάγραμμα της πόλης του Ναυπλίου και της Ακροναυπλίας, όπως ήταν στο τέλος της Ενετοκρατίας (1715).
Τετάρτη 6/7. Οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της νύχτας μετέφεραν μία πυροβολαρχία πάνω στο Παλαμήδι.
«την Τετάρτην εξημέρωσαν οι Τούρκοι μπαταρίαν
το Παλαμίδι έδερναν μετά μεγάλην βίαν».
Αλλά:
«Τα κάστρα του Παλαμιδιού κανόνια με την μπάλα
την μπαταρία των Τούρκων εχαλάσαν μεγάλα».
Εδώ ο Ιωάννου εμφανίζει τον Γάλλο συνταγματάρχη του μηχανικού De la Salle, ο οποίος εκείνη την ημέρα αντικαθιστούσε τον φρούραρχο του Παλαμηδίου Cardosi που είχε σκοτωθεί, να:
«τρέχει στ’ Ανάπλι γλίγωρα τον Γενεράλη να γελάση
με τραδιμέντο[8] του έδωσε την φόρμα[9] στα φορτία[10]
για να του δώση θέλημα να φτιάσουν τα καρφία.
Ορδίνιασε και έκαμαν καρφία διά κανόνια»,
και,
«Το μεσημέρι έδραμεν ως μανιωμένο φίδι,
και με την κάψι του Ηλιού τρέχει στο Παλαμήδι,
και άρχισε με την σπουδήν κανόνια να καρφώση
ότι είχεν γνώμην το σκυλί, το κάστρο να προδώση.»
Πέμπτη 7/7.
Οι αξιωματικοί του Παλαμηδίου κατεβαίνουν στην πόλη και ζητούν από τον Διοικητή να πληροφορηθούν το λόγο του «καρφώματος των κανονιών».
Πρέπει και εμείς να ηξεύρωμεν σαν τ’ είναι η αιτία
Αν έχωμεν να αφίσωμεν όλα μας τα φορτία,
Και έπρεπε την είδησην να δώσης στον καθένα
Κανόνια και μουρτάρια, γιατ’ είναι καρφωμένα;
Κ’ ευθύς εκακοφάνηκε πολλά του Γενεράλη
και έστειλε και τον έπιασε με ορδινά μεγάλη
…
και όντας τον κατέβασαν από το Παλαμίδι
ο Γενεράλης παρ’ ευθύς την ορδινία δίδει.
Τον Σάλα αυτόν τον έδωσε του Καπετάνιου Πάλη»[11]
Κι ο Πάλης οργισμένος γιατί του είχε σκοτώσει, από παρεξήγηση, όπως ανεφέρθη πάρα πάνω, τα «Ρωμιόπουλα», τον παρέδωσε στους «Ρωμαίους», κι αυτοί:
«τον κάμασι λιανά ωσάν τ’ αυτί του».
Εδώ πρέπει να σταθούμε για λίγο, γιατί γύρω από τον επεισόδιο «του Σάλλα», έχει πλεχτεί ολόκληρος μύθος περί προδοσίας κ.λ.π.
Και ο τελευταίος δεκανέας του πυροβολικού μαθαίνει ότι, όταν πρόκειται να εγκαταλειφθεί ένα κανόνι, πρέπει να αχρηστεύεται γιατί αλλιώς προσφέρεται ακόμη ένα όπλο στα χέρια του εχθρού. Ο Σάλλα είχε συνεννοηθεί με τον Διοικητή του Ναυπλίου για την ανάγκη του «καρφώματος» και μάλιστα είχε πάρει και την άδεια να ετοιμάσει και τα καρφιά, όπως γράφει και ο ίδιος ο Ιωάννου. Άλλωστε το «κάρφωμα» έγινε τις μεσημβρινές ώρες. Η φρουρά που ήταν; Για το κάρφωμα ενός πυροβόλου χρησιμοποιείται ένα μακρύ ατσάλινο καρφί, που μπήγεται μέσα στο σωλήνα πυροδοτήσεως που μεταδίδει τη φλόγα στην εκρηκτική γόμωση και έως ότου το βγάλουν οι πυροτεχνουργοί, περνά αρκετός πολύτιμος χρόνος.
Στην έκθεση του Daniel Dolfin, Γενικού Διοικητού Μορέως και Νήσων, διετάχθησαν ανακρίσεις γι’ αυτό το θέμα. Από τις ανακρίσεις όμως αυτές δεν προέκυψε περίπτωση «mala fede» (κακοπιστίας) εις βάρος του Σάλλα, παρ’ όλον ότι οι Βενετοί είχαν κάθε συμφέρον να ρίξουν τις ευθύνες της αποτυχίας τους σε βάρος ενός νεκρού Γάλλου.
Περίεργη και δυσεξήγητη παραμένει η επιμονή του Μιχ. Λαμπρυνίδη [12] στη γνώμη ότι επρόκειτο περί προδοσίας, ενώ φαίνεται ότι γνώριζε το κείμενο της έκθεσης του Βενετού Γενικού Προβλεπτού Daniel Dolfin. Ο Αθαν. Κομνηνός – Υψηλάντης, που κι αυτός ομιλεί περί προδοσίας, ίσως να μην είχε υπ’ όψη του τα Αρχεία της Βενετίας [13] .
Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και η άποψη του Γάλλου περιηγητή Depellegrin, που επεσκέφθη το Ναύπλιο τρία χρόνια μετά την άλωσή του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, ο Σάλλας δεν λυντσαρίστηκε αλλά σκοτώθηκε μαχόμενος πάνω στο Παλαμήδι μαζί με ένα Μαμωνά [14]. Ας επανέλθουμε όμως εκεί που είχαμε διακόψει την αφήγηση του Μάνθου Ιωάννου.
Παρασκευή 8/7.
Αποβιβάζονται τουρκικά στρατιωτικά τμήματα στην Καραθώνα (παραλία νοτιοανατολικά από το Παλαμήδι). Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι ετοιμάζουν μία μίνα (υπόνομο) στην Τανάλια, για να γυρίσουν (ανατινάξουν) του αμυνόμενους.
Σάββατο 9/7
«Και το Σάββατο την αυγήν δίδει φωτιάν στη μίναν
κ ‘ εγύρισαν τους Χριστιανούς, λίγοι αναμείναν».
Το ρήγμα που δημιουργήθηκε στο τείχος από την έκρηξη δεν ήταν τόσο μεγάλο ώστε να μη μπορέσουν να συγκρατήσουν τους επιτιθέμενους, αλλά ήταν τέτοιος ο τρόμος και ο πανικός που επεκράτησαν στο ήδη σπασμένο ηθικό της φρουράς, που εγκατέλειψε τα πάντα και ετράπη σε φυγή προς την κάθοδο για την πόλη. Οι Τούρκοι, μόλις κατακάθησε η σκόνη, εισέβαλαν μέσα στο οχυρό και εστράφησαν προς την σκεπαστή κάθοδο, όπου και σκότωσαν και τους περισσότερους. Ταυτόχρονα εκδηλώθηκε επίθεση και εναντίον των τειχών του Ναυπλίου, στα οποία δεν προεβλήθη καμμία αντίσταση. Η όλη επιχείρηση, έχει το θλιβερό ρεκόρ ότι κράτησε μόνο 2-3 ώρες.
… Το μεσημέρι εμπήκασι εννιά του Ιουλίου»
Κυριακή 10/7. Οι Τούρκοι σφάζουν τους αιχμαλώτους.
«Την Κυριακήν αρχήνισε κ’ έκοφτεν ως το γέμα»
Εν συνεχεία περιγράφει τη σύλληψη του και τις ταλαιπωρίες του κατά την συνοδοιπορεία του μέχρι Γαστούνης με τον Αλέξανδρο Καβοτόρτα, αυτόν που συναντούμε και στην έκθεση Dolfin.
«Κ’ εγώ σκλάβος επιάστηκα εκ τους Αρβανιτάδες
Γλήγωρα ξεσκλαβώθηκα, και πάλιν μ’ εσκλαβώσαν,
Ευχαριστώ τους Χριστιανούς όπου μ’ ελευθέρωσαν.
Το τρίτον ήτον θλιβερόν από τον Σερασκαίρη
Οπ’ άδικα με έπιασε στο εδικό του χέρι.
Τ’ Αγά του Κάστρου ηθέλησε, διά να με παραδώση
Και στον γουλά του Αναπλιού, για να με φυλακώσει.
Και άλλους σαραντατέσσαρους άδικα φυλακώσαν,
Σε τρεις ημέραις ύστερα και τους επαλουκώσαν[15]
…
Και εγώ είχα την ελπίδα μου, για να μ’ ελευθερώσουν
Κ’ έκαμε την απόφασι για να με παλουκώσουν».
Κατορθώνει να βγάλει τα σίδερα από τα πόδια του, ελευθερώνει και δύο άλλους ακόμη, και δένοντας ένα σκοινί σε ένα κανόνι, διέφυγαν στη Καραθώνα.
Στην αφήγησή του υπάρχει μία ασυμφωνία. Ενώ εμφανίζεται με τον Καβοτόρτα συνοδοιπορών για την Γαστούνη ως αιχμάλωτος, αλλού αναφέρει την δραπέτευση του από το Παλαμήδι.
Διαβάστε ολόκληρη την αφήγηση του Μάνθου Ιωάννου στον σύνδεσμο: Συμφορά και αιχμαλωσία Μωρέως
Υποσημειώσεις
[1] Ο Αλμυρός είναι περιοχή μεταξύ της Νέας Κίου και Μύλων, όπου και μικρό ρυάκι.
[2] Κουβαλήθηκε, μεταφέρθηκε.
[3] Παλαιόκαστρο. Η σημερινή Νέα Τίρυνς.
[4] Οι σκηνές.
[5] Meteriz: Λέξη τουρκική, σημαίνει το πρόχειρο οχύρωμα.
[6] Προ των τειχών του Ναυπλίου ήταν ένα μικρό μεμονωμένο οχυρό που το κατέλαβαν οι Τούρκοι από την πρώτη ημέρα. Προς τα εκεί είχε στραφεί η επίθεση των «Ρωμιόπουλων».
[7] Σακέτα. Λέξη ιταλική (sachetta): Με αφθονία.
[8] Η προδοσία. Η εξαπάτηση.
[9] Περιέγραψε την κατάσταση.
[10] Φορτία: Οι θέσεις των πυροβόλων στα οχυρά.
[11] Ο Καπετάν Πάλης ήταν ο αρχηγός των «Αρβανητάδων» που είχαν στρατολογηθεί από τους Βενετούς.
[12] Μι χ. Λαμπρυνίδου. «Η Ναυπλία», έκδ. Β’, Αθήναι 1958, σ. 143 κ.ε.
[13] Αθαν. Κομνηνού-Υψηλάντου. «Τα μετά την Άλωσιν, εν Κωνσταντινουπόλει», 1878, σ. 298-299.
[14] Μι χ. Λαμπρυνίδου. ο.π.σ. 155-6.
[15] Το «παλούκωμα» ή «ανασκολοπισμός» όπως λέγεται στην καθαρεύουσα, ήταν μια ιδιαίτερα σκληρή μορφή θανατικής ποινής, που οι Τούρκοι την επεφύλασσαν για ειδικές περιπτώσεις. Υπάρχουν περιγραφές πως γινόταν. Ξάπλωναν τον μελλοθάνατο κατάχαμα, του έβαζαν ένα σαμάρι πάνω στο οποίο κάθονταν δύο στρατιώτες ή βοηθοί του δήμιου, και ένας τρίτος του περνούσε από τον πρωκτό του ένα σουβλί άλλοτε μεταλλικό και άλλοτε ξύλινο, προσπαθώντας να το βγάλει από κάποιο σημείο του λαιμού του. Αν ο κατάδικος είχε λίγη τύχη, κάποιο ευαίσθητο όργανο καταστρεφόταν και ο θάνατος ερχόταν γρήγορα, αλλιώς το μαρτύριό του μπορούσε να διαρκέσει και δύο ημέρες.
Τάκης Μαύρος
Παλαμήδι, Ιστορική Αναδρομή, Αθήνα, 1988.
Σχετικά θέματα:
Διάγγελμα του Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄ για την κατάληψη του Ναυπλίου (12.11.1715)