Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μαλαξός’

Παλαιότεροι Μουσικοί στο Ναύπλιο (ΙΣΤ΄ – ΙΗ΄ αι.)– Η Μουσική στα χρόνια της Ξενοκρατίας 


 

 «Μουσική είναι η ομορφιά του σύμπαντος» (Πλάτων)

 

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

Μουσικές προσωπικότητες στο Ναύπλιο είναι γνωστές από τα παλαιότερα χρόνια, κυρίως όμως από της απελευθερώσεως του 1821. Μνημονεύομε πρωτίστως τον γνωστό λόγιο υμνογράφο Νικόλαο Μαλαξό, πρωτοπαπά Ναυπλίου (1538 μ.Χ.) και μετέπειτα εφημέριο της ελληνικής κοινότητος Βενετίας (1552-1573), όπου ανεδείχθη σπουδαίος κοινωνικός παράγων, διορθωτής και επιμελητής τυπογραφικών δοκι­μίων, κυρίως λειτουργικών βιβλίων, γενικώς ακαταπόνητος εργάτης του πνεύματος, τόσον εκεί όσο και στην Κρήτη και την Ζάκυνθο, όπου έζησε διαδοχικά μαζί με την πολυμελή του οικογένεια, εγκαταλείποντας το Ναύπλιο, μετά την επικράτηση των Τούρκων (21 Νοεμβρίου 1540).

Ο Μαλαξός έγραψε, με πηγαίο υμνογραφικό τάλαντο, κανόνες σε εορτές αγίων, μακαριστάρια και ευλογητάρια, πεντηκοστάρια, στιχηρά προσόμοια, ιδιόμελα, κοντάκια και απολυτίκια, εγκώμια και βίους αγίων, αφηγήσεις θαυμάτων, από τα οποία προκύπτει ότι ήταν «μεστός παιδείας ορθόδοξος λόγιος» και αντάξιος γόνος της λογιωτάτης Ναυπλιακής οικογενείας των Μαλαξών. Στα υμνογραφήματα του φιλόπονου Μαλαξού ανήκει και το γνωστό Απολυτίκιο της Περιτομής του Σωτήρος (Πρωτοχρονιάς): «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες, θεός ων κατ’ ουσίαν, πολυεύσπλαχνε Κύριε…» και ή «ερμηνεία της ευλογούσης του Ιερέως χειρός», όπως καταχωρίζεται στα λειτουργικά βιβλία: «Ειρμολόγιον» και «Αγιασματάριον».

Ενδεικτικό της μουσικής κατάρτισης του Μαλαξού είναι και το γεγονός, ότι δίδει λεπτομερείς οδηγίες για την σειρά, τους ήχους και τον τρόπο εκτέλεσης των εκκλησιαστικών ύμνων, όπως προκύπτει από τις ιδιόγραφες σημειώσεις του στα περιθώρια των σωζομένων χειρογράφων του με τον χαρακτηριστικά ωραίο γραφικό του χαρακτήρα [1].

Στον ίδιο χώρο των υμνογράφων και μουσικών ανήκει και ο λόγιος ιερομόναχος Μητροφάνης ο Ναύπλιος, που εξέδωσε στην Βενετία με τον τίτλο: «Ακολουθία του Οσίου πα­τρός ημών Γερασίμου του νέου ασκητού, του εν τη νήσω Κεφαλληνίας, ψαλλομένη τη κ’ του Οκτωβρίου μηνός, συγγραφείσα παρά Μητροφάνους ιερομονάχου του Ναυπλίου. Νεωστί τυπωθείσα και επιμελώς διορθωθείσα, ης εν τω τέλει και έκθεσις σύντομος της ορθοδόξου ημών πί­στεως εις ωφέλειαν των χριστιανών. Ενετίησιν παρά Αντωνίω τω Βόρτολι, 1750».

Στον ίδιο εκδότη έγινε επανέκδοση του βιβλίου αυτού τα επόμενα χρόνια: 1768, 1778, τέταρτη και πέμπτη έκδοση το έτος 1789 και 1819 αντίστοιχα από το τυπογραφείο «Νικολάου του Γλυκέως του εξ Ιωαννίνων» και έκτη, το 1861 «εκ του τυπογραφείου Φοίνικος». Ας θυμηθούμε τον παληό αυτό λόγιο Ναυπλιώτη του 18ου αιώνα, όπως αυτός εύχεται με τους ιαμβικούς στίχους του, που αντιγράφομε από την σελίδα 76 της τρίτης έκδοσης της Ακολουθίας (Βενετία 1778), τυπωμένης με κόκκινα και μαύρα γράμματα:

 

«Τλήμων, ταπεινός, ευτελής, ρακενδύτης,

Μητροφάνης, Ναύπλιος έξυσ’ ευτόνως,

πόνον τε μόχθον της δε συγγραφής όλον.

Όν οι άδοντες εν ψυχής καταστάσει,

Μέμνησθέ μου βέλτιστοι αξιώ πάνυ,

όπως λάβοιμε αμπλακιών την λύσιν,

εν ώρα φρικτής της δίκης του Δεσπότου,

προστασίαις Γερασίμου του εν Μάλα

Άνακτι Χριστώ δόξα, τιμή και κράτος».

 

Έναν άλλο Ναυπλιώτη, μουσικολογιώτατο του ιδίου αιώνος, γνωρίσαμε μετά από ευγενή σύσταση του καθηγητού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κυρίου Γρηγορίου Στάθη, στο Άγιον Όρος. Εκεί στην Μονή Παντελεήμονος φυλάσσεται σε καλή κατάσταση το μουσικό χειρόγραφο του «Κυριάκου Κουλιδά Ναυπλιώτη». Είναι γραμμένο με μαύρη ζωηρή μελάνη και με ζωηρή κόκκινη για τους τίτλους και τις μουσικές ενδείξεις (υποστά­σεις, φθοραί, μαρτυρίαι), με ωραία αρχιγράμματα.

Το χειρόγραφο αυτό με δερμάτινα μαύρα εξώ­φυλλα φέρει τίτλο: «Αναστασιματάριον μετά κεκραγαρίων, συν Θεώ αγίω, πολλά ωφέλιμον εις ψάλτην, όπου αγαπά να ψάλη εύμορφον χύμα, τόσον τα αναστάσιμα ωσάν και το Στιχάριον. Ψάλλεται δε χύμα. Νέα σύνθεσις εμού ταπεινού Κυριάκου Κουλιδά του Ναυπλιώτη’ ήχος α’, Κύριε εκέκραξα» [2].

Για την εκκλησιαστική πάντως μουσική και την καλλιέργειά της στην ευρύτερη του Ναυ­πλίου περιοχή μαρτυρούν και τα όσα απέμειναν μουσικά χειρόγραφα και παλαιές μουσικές εκ­δόσεις της βιβλιοθήκης της Μονής Ταξιαρχών Επιδαύρου, όπου έζησαν παλαιότερα μουσικά κατηρτισμένοι μοναχοί, όπως φαίνεται από τις σημειώσεις τους στα περιθώρια των σελίδων των μουσικών αυτών βιβλίων [3].

 

Η Μουσική στα χρόνια της Ξενοκρατίας

  

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Είναι γνωστόν ότι επί Τουρκοκρατίας η μουσική παιδεία ήταν εκκλησιαστική, αφού τα όσα και όπου λειτουργούσαν υποτυπώδη σχολεία ευρίσκονται σε χέρια εκκλησιαστικά, με κύρια μάλιστα διδακτικά βιβλία την Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Η τακτική αυτή συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση του 1821, οπότε οι γονείς και κηδεμόνες, η τοπική αυτοδιοίκηση και οι πρώτες ελληνικές εκπαιδευτικές αρχές προτιμούσαν να διορίζουν στα ιδιωτικά, τα κοινοτικά, τα αλ­ληλοδιδακτικά σχολεία μεταξύ των υποψηφίων δασκάλων εκείνους, που γνώριζαν μουσική, ώστε να διδάσκουν ανάλογα τα παιδιά, αλλά και για να ψάλλουν, τις Κυριακές και εορτές, στην εκκλησία [4].

Ο Ιωάννης Κοκκώνης, επιθεωρητής των Σχολείων στο Ναύπλιο και μετέπειτα Διευθυντής του Διδασκαλείου στην Αθήνα, ενημερώνει με το από 2 Μαρτίου 1839 έγγραφό του τον τότε Υπουργό Παιδείας Γεώργιο Γλαράκη, ότι με αφορμή τις προτιμήσεις των σπουδαστών και τις διαφωνίες μεταξύ των καθηγητών της Βυζαντινής Μουσικής Ζαφ. Ζαφειροπούλου και της Ευρωπαϊκής Αθ. Αβραμιάδη, έδωσε ρητή εντολή και τα δύο μαθήματα να είναι υποχρεωτικά, δε­δομένου ότι οι σπουδαστές θα εξετασθούν και στα δύο αυτά μαθήματα «κατά την υπάρχουσαν τάξιν».

Ο ίδιος βεβαιώνει τον Υπουργό, ότι δεν μεροληπτεί υπέρ του μαθήματος της Ευρωπαϊκής Μουσικής, διότι «έχει την πεποίθησιν ότι και τούτο το μάθημα (της Βυζαντινής Μουσικής) είναι εν μέσον προς εξάπλωσιν της Δημοδιδασκαλίας μεταξύ των Δήμων, εκ των οποίων πολλοί δια μόνην την εκκλησιαστικήν μουσικήν, προτιμούν να έχωσι Γραμματοδιδασκάλους»[5]. Δηλαδή οι Δήμοι τότε ενεθάρρυναν τους νέους με υλική συνδρομή και συμβουλές για το διδασκαλικό επάγ­γελμα, με στόχο να τους έχουν μελλοντικά ψάλτες στους καθεδρικούς και άλλους ενοριακούς ναούς τους.

Σκηνή από τη μουσική ζωή των Ελλήνων, Paris,1858.

Έναν τέτοιο παραδοσιακό πρωτοψάλτη και μουσικοδιδάσκαλο γνωρίζομε αρχικά στα Σχο­λεία της Αίγινας και την μετακαποδιστριακή εποχή στο Ναύπλιο, τον Ζαφείριο Ζαφειρόπουλον, όπως επίσης και τους διαδόχους του: Αναστάσιο Ταπεινό και Κωνσταντίνο Κηρύκου, κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνος (1833-1862).

Είχαμε όμως στο Ναύπλιο, από τα παλαιότερα χρόνια, εκτός της εκκλησιαστικής, και κοσμική δυτική, ξενόφερτη μουσική. Βεβαίως ο πολύς κόσμος διασκέδαζε με τραγούδια, που έλεγαν οι συμποσιαστές ή όσοι συμμετείχαν σε χο­ρούς ή άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, με συνοδεία λαϊκών οργάνων, τα οποία μερικοί περιηγη­τές περιγράφουν λεπτομερέστερα. Το ίδιο συνέβαινε στο στρατό, όπου οι μαχητές περιποιού­νταν προ της μάχης την καθαριότητά τους και πολλές φορές διασκέδαζαν με χορούς και τραγού­δια.

Είναι γνωστό ότι βιολιτζήδες ακολουθούσαν τα στρατόπεδα· οι ίδιοι μετακινούνται με τα εκστρατευτικά σώματα προς εμψύχωση των αγωνιζομένων «για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την ελευθερία».

Μαρτυρείται επίσης ότι τα στρατιωτικά σώματα των ατάκτων αγωνιστών ακολουθούσαν μουσικοί, όχι βεβαίως επαγγελματίες, με τύμπανα, ζουρνάδες και κλαρίνα, που έπαιζαν ηχηρότατα προ της μάχης και μετά την νίκη. Την ίδια τακτική εφήρμοσε ο Κολοκοτρώνης στην μάχη του Βαλτετσίου και σ’ εκείνη των Δερβενακίων και ο Καραϊσκάκης στην εκστρατεία της Στερεάς Ελλάδος. Οι δε καπεταναίοι στις περιστασιακές στρατολογίες τους, κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως, συνοδευόταν από ζουρνάδες και νταούλια, για να αφυπνί­ζουν τον πατριωτισμό των νέων.

Παράλληλα, τα δημοτικά μας τραγούδια, τα κλέφτικα, τα καθιστά – τα επιτραπέζια (της τάβλας) ή εκείνα της χαράς του γάμου κ.λ.π., ακούγονταν συχνά στο Ναύπλιο συνοδευόμενα μάλι­στα με τον συρτόν, «την πάτριον των Ελλήνων όρχησιν». Για τις μουσικές αυτές εκδηλώσεις έχομε τα απομνημονεύματα των συγχρόνων, τις μαρτυρίες των περιηγητών, να εκθειάζουν τον λυρισμό, τα γνωστά γυρίσματα και τσακίσματα των τραγουδιών αυτών, σε μεγάλη ποικιλία. Θαυμαστής των δημοτικών μας τραγουδιών, που ενωρίς εδημοσιεύτηκαν, αρχικά από ξένους σε χωριστές συλλογές – ανθολογίες, ήταν και ο θείος Γκαίτε [6], ενώ άλλοι ξένοι όπως ο Edmond About [7] κάμουν άδικες κρίσεις, παρασυρμένοι από την μέτρια, σε όσες παρακολούθησαν περι­πτώσεις, απόδοσή τους.

Πρόβλημα ήταν τότε και τώρα η καλή μουσική, η σωστή απόδοση είτε της φωνητικής είτε της ενόργανης μουσικής. Αυτό είναι το ζητούμενο. Και αυτά που γράφουμε εδώ συνέβαιναν mutatis mutandis σχεδόν παντού στον ελληνικό χώρο. Ειδικότερα το ερώτημά μας είναι: πότε εισήχθη στο Ναύπλιο η ξένη, η δυτική, η λεγόμενη ευρωπαϊκή μουσική; Από πότε απετέλεσε διδασκόμενο μάθημα στα Σχολεία της πόλεως και πότε εισήχθη η ευρωπαϊκή μουσική στην θεία λατρεία;

Ο Θεσσαλός ιατροφιλόσοφος Διονύσιος ο Πύρρος, που επεσκέφθη την περιοχή, το έτος 1815, γράφει στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις: «Εις αυτάς τας δύο ωραίας πόλεις (Ναύ­πλιον και Άργος) διατρίβουσι και διάφοροι ευγενείς και φιλέλληνες Ευρωπαίοι, μάλιστα χάριν ψυχαγωγίας ή ξεφαντώσεως»[8], η οποία πάντως συμπορεύεται συνήθως με οινοποσία και απαραί­τητα με μουσική από όργανα, που θα συναπεκόμιζαν από την γενέτειρά τους οι ρομαντικοί εκείνοι ξένοι στο Ναύπλιο.

Οι ξένοι όμως στο Ναύπλιο ήταν φαινόμενο ενδημικό επί αιώνες πριν, αφού η ξενοκρατία της περιοχής καλύπτει συνολικά εξακόσια είκοσι οκτώ συνεχή χρόνια: Φραγκοκρατίας (1212-1389), Βενετοκρατίας (1389-1540), Τουρκοκρατίας (1540-1686), Β’ Βενετοκρατίας (1686-1715) και Β’ Τουρκοκρατίας (1715-1822). Σε όλα αυτά τα χρόνια η ξενική των Φράγκων και Βενετών κατοχή του Ναυπλίου έφερε, μαζί με τους ανθρώπους της, και τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα των κατακτητών και πολλά έχουν γραφή για τις επιδράσεις τους στην ενδυμασία, την γλώσσα, την κοινωνική ζωή των Ναυπλιωτών [9].

Οι ίδιοι κατακτητές έφεραν από τις πατρίδες τους κυρίως Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία την μουσική και τα όργανά τους, τους σαλπιγκτές τους στα στρατόπεδα κατοχής, τις φρουρές στην πάνω (Ακροναυπλία) και την κάτω πόλη, την στοιχει­ώδη για την εποχή φιλαρμονική τους ορχήστρα. Έκαναν στην γιορτή του Αγίου Μάρκου λαμπαδοφορίες και παρελάσεις με συνοδεία μουσικής, ενώ από το λιμάνι του Ναυπλίου, έκτος από τα πολεμικά πλοία, εμπορικά πλοία επώνυμων Ναυπλιωτών διενεργούσαν διαμετακομιστικά τα­κτικά ταξίδια, μεταξύ της μητροπολιτικής Βενετίας και των άλλων βενετοκρατούμενων λιμα­νιών και έφεραν επομένως στο Ναύπλιο πολιτιστικά αγαθά, μεταξύ των οποίων και μουσικά.

Οι ήχοι, λοιπόν, και ο ρυθμός της δυτικής – ευρωπαϊκής μουσικής δεν ήσαν ξένοι στις ακοές των πε­ρισσοτέρων Ναυπλιωτών. Ενώ πολύ λίγοι ήσαν οι σπουδαστές  [10] από το Ναύπλιο και το Άρ­γος, που γνωρίζομε ότι φοίτησαν στα πανεπιστήμια της Πάδοβας και της Ρώμης και έγιναν οι αυτοί μέτοχοι και της εκεί μουσικής ζωής. Υπενθυμίζομε ακόμη την παρουσία ιερωμένων δυτικών μοναχικών ταγμάτων στο Ναύπλιο, όπου έψαλλαν καθημερινά την λατινική λειτουργία με δυτική εκκλησιαστική μουσική σε γρηγοριανό ή άλλο μέλος, όπως οι Καπουτσίνοι (1640), που διατηρούσαν και Σχολείο, ενώ οι Ιησουΐτες είχαν στο Ναύπλιο μικρόχρονη μόνον παραμονή [11].

Επομένως είχαμε από τότε στο Ναύπλιο, με όλη αυτή την συνεχή παρουσία ξένων έναν inter- culturalisme (διαπολιτισμός), δηλαδή έναν αμοιβαίο πολιτισμικό επηρεασμό, φαινόμενο που παρετηρήθη και σε άλλες κοινωνίες περιοχών[12] με εύκολη ή αναγκαστική επικοινωνία με τον έξω κόσμο, με ξένους μόνιμους ή περαστικούς· εννοούμε την πολιτιστική και κοινωνική επίδραση των ξένων στις φραγκοκρατούμενες – ενετοκρατούμενες περιοχές, μεταξύ των οποίων και το Ναύπλιο αυτό φαίνεται στην γλώσσα, στην ενδυμασία, στα δημοσιεύματα Ναυπλιωτών από γνωστούς τυπογραφικούς οίκους της Βενετίας, από τα ποιήματα και τα έγγραφα της εποχής, δε­δομένα τα οποία έχουν από μακρού αξιολογηθή, όπως επίσης οι ξενικές επιδράσεις στις αγροτοκαλλιέργειες και την οικονομική ζωή.

Στον χώρο της Μουσικής, που ειδικότερα μας ενδιαφέρει, δεν ευρίσκομε βέβαια Ναυπλιώτες με ειδικές μουσικές σπουδές ή με τίτλους μουσικής δημιουργίας, αλλά πάντως δικαιούμεθα να συμπεράνουμε ότι δεν ήταν άγνωστη, ούτε «ξένον άκουσμα» η μουσική των ξένων στο Ναύπλιο. Οι Ναυπλιώτες είχαν ευκαιρίες να ακούσουν ξενόφερτη μουσική είτε στα σχολεία και τις εκκλησίες των ξένων εδώ μοναχικών ταγμάτων είτε έξω, μέσα στο ανοιχτό σχολείο της ζωής. Συγκεκριμένες πληροφορίες για την διάδοση της μουσικής αυτής στο Ναύπλιο έχομε από τα  πρώτα χρόνια της ελευθέρας Ελλάδος.

  

Γεώργιος Αθ. Χώρας

Δρ Θεολογίας τ. Διευθυντής Υπ. Παιδείας

Υποσημειώσεις

 

[1] Βλέπε «Κανών εις τον άγιον Θεοδόσιον Άργους τον νέον και ιαματικόν ποίημα Νικολάου ιερέως του Μαλαξού, μεγάλου πρωτοπαπά Ναυπλίου», επιμέλεια Γ.Α. Χώρα, έκδ. της ομώνυμης Μονής, Αθήναι 1992, όπου και βιβλιογραφία. Πρβλ. Γ.Ι. Παπαδοπούλου, Συμβολαί εις την Ιστορίαν της παρ’ ημίν εκκλησιαστικής μουσικής, εν Αθήναις 1890, σ. 293.

[2] Γρηγορίου Στάθη, Τα χειρόγραφα της Βυζαντινής Μουσικής – Άγιον Όρος, τόμ. Β’, Αθήναι 1976, σσ. 251-253 (Νο 411) και τόμ. Γ’, Αθήναι 1993, σ. 599.

[3] Γ.Α. Χώρα, Ιστορία της Μονής Ταξιαρχών Επιδαύρου, Αθήναι 1991, σσ. 42, 75.

[4] Ελένης Μπελιά, Η εκπαίδευσις εις την Λακωνίαν και την Μεσσηνίαν κατά την Καποδιστριακήν περίοδον (1828-1832), εν Αθήναις 1970, σσ. 21, 97, 161.

[5] Βλέπε την από 2 Μαρτίου 1839 αναφοράν του Ι. Κοκκώνη, προς την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Β(ασιλικήν) Γραμματείαν της Επικρατείας, εις Γ. Α . Κράτους – Υπ. Παιδείας, Φάκ. 164.10 «Σχολή Εκκλησ. Μουσικής Αθηνών» (ενότης 1833-1848).

[6] Βλέπε Φρ. Τίρς, μτφρ. Α. Σπήλιου, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, τόμ. Β’, σ. 113 (εκδ. Τολίδη) Λίνου Πολίτη, Ιστορία τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1980 σσ. 116, 118. Πρβλ. Φοίβου Ανωγειανάκη, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα, Αθήναι 1976 και του ιδίου, Η Μουσική στην Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1960. Αλεξάνδρας Γουλάκη – Βουτυρά, Μουσική, Χορός και Εικόνα, Αθήνα 1990. Μιχ. Α. Ράπτη, Επίτομη Ιστορία του Ελληνικού Μελοδράμματος και της Ε. Λ. Σκηνής, Αθήνα 1989 S. Baud – Bovy, Δοκίμιο για το Ελληνικό Τραγούδι, Ναύπλιο 1984, σσ.15 και επ.

[7] Εντμόντ Αμπού μτφρ. Α. Σπήλιου, Η Ελλάδα του Όθωνος, Αθήνα (έκδ. Τολίδη). σσ. 268-275.

[8] Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, Αργολικά, επιμ. Ανδρέα Κεραμίδα, Άργος 1981, σ. 40.

[9] Βλέπε Μ. Λαμπρυνίδου. Η Ναυπλία, Αθήναι 1950, σσ. 110 κ. έπ. και τις μελέτες Γ. Πλουμίδη, Κ. Ντόκου κ.α.

[10] Γ. Πλουμίδη, Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών τού Πανεπιστημίου της Παδούης, Ε. Ε. Β. Σ.. τόμ. ΙΖ’ ( 1969-1970), σσ. 267, 269, 290, 293, 302. Πρβλ. «Θησαυρίσματα», τόμ. Η’ (1971), σσ. 191, 200. Αθ. Καραθανάση, Η Φλαγγίνειος Σχολή της Βενετίας, Θεσσαλονίκη 1976. σσ. 133, 292, 293, 298. Ant. Fyrigos, II collegio Greco di Roma, Roma 1983, σσ. 7, 8, 43.

[11] Βλέπε, Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νεωτέρου Ελληνισμού, τόμ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 430, Π. Γρηγορίου, Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων, Αθήναι 1958, σσ. 319, 321. Μ.Ν. Ρούσσου – Μηλιδώνη, Ιησουΐτες του 17ου και 18ου αιώνα περιγράφουν το Αιγαίο, Αθήνα 1989, σ. 32.

[12] Γιάννη Φιλόπουλου, Εισαγωγή στην Ελληνική Πολυφωνική Εκκλησιαστική Μουσική, Αθήνα 1990, σ. 17.

  

Πηγή

  • Γεωργίου Αθ. Χώρα, «Μουσική Παιδεία και Ζωή στο Ναύπλιο / 18ος – 20ος αιώνας», Έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιον, 1994.

 

Σχετικά θέματα:

  

Read Full Post »

Μαλαξός Νικόλαος (1500 – 1594;)

 

 

Ο πρωτοπαπάς του Αναπλιού Νικόλαος Μαλαξός, γεννημένος στ’ Ανάπλι, είτανε γιος του παπά Σταυράκιου Μαλαξού. Χρονολογία της γέννησης του δεν εξακριβώθηκε, συμπε­ραίνεται όμως πως πρέπει να τοποθετηθεί στα τελευταία χρόνια του ιε’ αι. ή στα πρώτα του ιστ’. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου σπούδασε στην Πατριαρχική Σχολή. Σύμφωνα με πληρο­φορίες προερχόμενες από το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Νικόδημου Αγιορείτη, που εκδό­θηκε στα 1799, ο Μαλαξός βρισκότανε στην πατρίδα του στα 1533, όταν ξέσπασε επιδημία πανούκλας. Τότε έχασε τον αξιόλογο αδελφό του Ανδρόνικο και τη μητέρα του. Από τον επόμενο χρόνο, παίρνοντας το αξίωμα του πρωτοπαπά (1534), αντικαθιστούσε το μητροπο­λίτη, μια και οι Βενετοί είχανε καταργήσει τη μητρόπολη Αργούς – Ναυπλίου, που ανασυστήθηκε αμέσως μετά την υποδούλωση του Αναπλιού (1541). Στην τετράχρονη πολιορκία ο Μαλαξός και η οικογένεια του συνέπασχαν με τον πληθυ­σμό της πόλης. Τα τραγικά γεγονότα και τα απίστευτα περιστατικά, ο λοιμός, η πείνα, η δί­ψα, τα διαμελισμένα πτώματα παρουσιάζονται με εντυπωσιακή ενάργεια μέσα από τις γραμμές της περιγραφής του Μαλαξού.

 

Από την παρουσία του εκείνο τον καιρό στ’ Ανάπλι συμπεραίνεται ότι θα πρέπει να έφυγε αποκεί στα 1540, ακολουθώντας το ρεύμα των Αναπλιωτών, μαζί με την οικογένεια του και τον αδελφό του Γρηγόριο, προς την Κρήτη με προορισμό τη Βενετία, όπου τον πε­ρίμενε η δύσκολη ζωή του αυτοεξόριστου. Εκεί ασχολήθηκε με την αντιγραφή χειρογράφων και την επιμέλεια της εκτύπωσης εκκλησιαστικών βιβλίων. Φαίνεται όμως ότι δεν εξασφά­λιζε τους αναγκαίους πόρους. Στα 1549 εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρή­της, όπου από τα 1547 του είχε παραχωρηθεί από τη Βενετική Γερουσία η εκκλησία του Αϊ-Δημήτρη του Περάτη, ως αποζημίωση για το ναό και τα αγαθά που είχε εγκαταλείψει στ’ Ανάπλι. Παράμεινε τρία χρόνια στο Χάνδακα κι επειδή η εκκλησία δεν ελευθερώθηκε, ξα­ναγύρισε στη Βενετία στα 1552, οπότε και εκλέχτηκε εφημέριος του ναού του Αϊ-Νικόλα της Βενετίας. Στα 1553, αντί της εκκλησιάς του Χάνδακα, του παραχωρήθηκε η πρώτη από τις τρεις εκκλησίες της Ζακύνθου που θα ελευθερωνόταν. Φαίνεται όμως πως αυτό αργούσε να γίνει και ο Μαλαξός παράμενε ως πρωτοπαπάς στον Αϊ-Νικόλα της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας. Η διαμονή του πάντως δεν είταν μόνιμη στη Βενετία. Κατά διαστήματα βρισκόταν στο Χάνδακα, όπου είχε αποκτήσει και τίτλους ευγένειας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Νικόλαος Μαλαξός τα έζησε στη Ζάκυνθο, όπου τελικά του είχε παραχωρηθεί η εκκλησία του Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου, στο Φρούριο, με όλη την ιδιοκτησία της. Ως χρονολογία της άφιξης του στη Ζάκυνθο πιθανολογείται το 1574, αλλά ενδέχεται να είχε πάει νωρίτερα. Κατά την εκεί διαμονή του, εκτός από την εφη­μερία, κήρυττε το θείο λόγο και δίδασκε την ελληνική γλώσσα. Ως χρονολογία του θανάτου του συμπεραίνεται το 1594.

 

Ο Νικόλαος Μαλαξός διακρίθηκε για την αρχαιομάθεια και τις γνώσεις του γύρω από την εκκλησιαστική γραμματεία και παράδοση. Παρά την ταλαιπωρημένη ζωή του, στάθηκε πρότυπο λόγιου, συγγραφέα, θεολόγου, μουσικού, κωδικογράφου. Βαρυσήμαντο χαρακτη­ρίζεται το συγγραφικό έργο του, όπου περιέχονται βίοι αγίων, θαύματα και μαρτύρια αγίων, Λειτουργικά, Ακολουθίες, Υμνολογικά, Ποιημάτια, Επιστολές. Στα έργα του συμπεριλαμβάνετε, ο Βίος και τα θαύματα του Αγίου Θεοδοσίου του νέου. 

Πολυγραφότατος και καλλιγράφος ο πολυμαθής μεταβυζαντινός λόγιος πρωτοπαπάς του Αναπλιού επιβλήθηκε με το σημαντικό έργο του και με την ποιητική δύναμη του και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους μαθητές και τους συγχρόνους του.

Μαθήτευσε κοντά στους τελευταίους βυζαντινούς πνευματικούς εκπροσώπους της τότε γραμματείας, τον Ματθαίο Καμαριώτη, σχολάρχη της Πατριαρχικής ή Μεγάλης του Γένους Σχολής, κατά την Άλωση, όπου δίδασκε ρητορία και φιλοσοφία και συνέγραψε ανάλογα συγγράμματα, και τον Μανουήλ Κορίνθιο, Μέγα Ρήτορα της Μεγάλης Εκκλησίας και σχο­λάρχη επί σαράντα χρόνια της πατριαρχικής σχολής». Ένα μεγάλο μέρος των συγγραφών του Μανουήλ στρέφεται ενάντια στους λεγόμενους Πλατωνικούς και ιδιαίτερα ενάντια στον Βησσαρίωνα, επίσκοπο Νίκαιας και μαθητή του Γεμιστού – Πλήθωνα.

Εκτός από τον Νικόλαο, αναφέρονται ο νομομαθής Μανουήλ Μαλαξός, πιθανότατα πρωτεξάδελφος του Νικολάου και σύγχρονος του. Σπουδαία συγγραφικά έργα του ο «Νομοκάνων» και η «Πατριαρχική ιστορία της Κωνσταντινουπόλεως 1458-1581», που αποτελεί πολύτιμη πηγή ιστορικών πληροφοριών. Χρονολογία θανάτου του αναφέρεται το 1581.

Αναφέρονται ακόμη ο Γρηγόριος Μαλαξός, αδελφός του Νικολάου, και ο Ιωάννης. Ο Γρηγόριος χρημάτισε επιμελητής και διορθωτής εκκλησιαστικών εκδόσεων στη Βενετία από το 1558 έως το 1586.

 

Πηγές

 

  • Γιόνα Μικέ Παϊδούση – Παπαντωνίου, « Η Ερμιονίδα ανά  τους  Αιώνες », Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα 1996.
  •  Δημοσθένη Ν. Στρατηγόπουλου, « Ο Νικόλαος Μαλαξός και το Υμνογραφικό του Έργο», Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 2003.
  •  Πετρή Π. Νικολάου, « Νικόλαος Μαλαξός Πρωτόπαπας Ναυπλιου (1500ci-1594;)», Πελοποννησιακά Τόμος Γ’ σελ. 348 – 375, Αθήνα 1958 – 1959.

 

Read Full Post »